ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΖΟΝΤΑΣ ΜΟΝΤΕΛΑ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑΣ ΜΕΤΑΞΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΚΑΙ ΙΔΙΩΤΙΚΟΥ ΤΟΜΕΑ Το θέμα της τρέχουσας ενότητας, ο προσδιορισμός δηλαδή μοντέλων συνεργασίας μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού τομέα στο χώρο της υγείας, και συγκεκριμένα της ασφάλισης υγείας, είναι ιδιαίτερα σημαντικό και, παράλληλα, επίκαιρο τα τελευταία αρκετά χρόνια. Λαμβάνοντας την ευγενική πρόσκληση του Επιμελητηρίου να συμμετέχω στη σημερινή εκδήλωση, δεν σας κρύβω ότι μου γεννήθηκε προβληματισμός. Αναμφισβήτητα το θέμα είναι εξαιρετικά σημαντικό, κρίσιμο, θα τολμούσα να πω, πλέον. Για το ίδιο θέμα, έχουν ειπωθεί πολλά και αξιόλογα, από πλήθος έγκριτων επιστημόνων, ειδικών στο χώρο της υγείας, της ασφάλισης, των οικονομικών της υγείας και αρκετές προτάσεις έχουν κατατεθεί κατά καιρούς για πιθανές μορφές συνεργασίας μεταξύ δημόσιων και ιδιωτικών φορέων υγειονομικής περίθαλψης και ασφάλισης. Πραγματικά πολλά, και χρήσιμα και επιστημονικά τεκμηριωμένα έχουν διατυπωθεί. Πώς θα μπορούσε να προσεγγίσει κάποιος, εκ νέου το ίδιο θέμα, η ομιλούσα, εν προκειμένω, προσθέτοντας στη συγκεκριμένη συζήτηση; Με αυτό τον προβληματισμό, βρίσκομαι σήμερα ανάμεσα σας, θέλοντας να μοιραστώ μαζί σας κάποιες διαπιστώσεις, σκέψεις και θέσεις. Μιλάμε για μοντέλα συνεργασίας και διερωτώμαι: Αποτελεί η ύπαρξη και η λειτουργία της ιδιωτικής ασφάλισης υγείας, ως έχει σήμερα στη χώρα μας, ένα μοντέλο συνεργασίας με την κοινωνική ασφάλιση, ήδη; Εάν, ναι, είναι η καλύτερη, η ωφελιμότερη, η αποδοτικότερη μορφή συνεργασίας που είναι δυνατό να υπάρξει; Η ιδιωτική ασφάλιση υγείας στην πατρίδα μας μετρά περίπου σαράντα έτη λειτουργίας. Ο χαρακτήρας της, απ όταν πρωτοξεκίνησε η συγκεκριμένη ασφαλιστική δραστηριότητα στην Ελλάδα, μέχρι και σήμερα, σε αντίθεση με την κοινωνική ασφάλιση της που είναι υποχρεωτική, είναι αμιγώς εθελοντικός, συνιστά, δηλαδή, προσωπική επιλογή των πολιτών η απόκτησή της. Οι πολίτες που διαθέτουν ιδιωτική ασφάλιση, δεν απαλλάσσονται των εισφορών προς το ταμείο της κοινωνικής τους ασφάλισης, αλλά ούτε τυγχάνουν κάποιας φορολογικής απαλλαγής για τα ασφάλιστρα που καταβάλλουν για το ασφαλιστήριό τους, επί του οποίου, μάλιστα, φέρουν την επιβάρυνση του Φόρου Ασφαλίστρων, ο οποίος ανέρχεται στο 15%. Περαιτέρω, αξίζει να δει κανείς, επίσης, τί «αγοράζουν» εντέλει οι καταναλωτές με ένα ασφαλιστήριο υγείας. Με βάση τα στοιχεία που έχει στη διάθεσή της η ΕΑΕΕ, η συντριπτική πλειοψηφία των πολιτών που έχουν εμπιστευθεί την ιδιωτική ασφάλιση υγείας, διαθέτουν, οπωσδήποτε, νοσοκομειακή κάλυψη, η οποία συμπληρώνεται τις περισσότερες φορές και από εξωνοσοκομειακή, η οποία, τα τελευταία ειδικά έτη, εμφανίζει αυξανόμενη ζήτηση. Η εικόνα αυτή, ασφαλώς, σχετίζεται με τις εντεινόμενες δυσκολίες πρόσβασης και εξυπηρέτησης, τις οποίες αντιμετωπίζουν οι συμπολίτες μας στις υπηρεσίες δευτεροβάθμιας, αλλά και πρωτοβάθμιας, πλέον, περίθαλψης που διατίθενται στο πλαίσιο της κοινωνικής τους ασφάλισης. Μία ασφαλής διαπίστωση, λοιπόν, εκ των ανωτέρω είναι ότι η ιδιωτική ασφάλιση υπάρχει, παρά την ύπαρξη της υποχρεωτικής κοινωνικής αντίστοιχής της, γιατί καλύπτει υπάρχουσες, πραγματικές ανάγκες των πολιτών. Τα δύσκολα χρόνια της οικονομικής ύφεσης που διανύουμε επιβεβαίωσαν με σαφήνεια την αλήθεια της διατύπωσής μας αυτής. Οι ασφαλίσεις υγείας, παρά τα μειωμένα εισοδήματα, έλαβαν την
υψηλότερη, μάλλον, θέση στην αξιολόγηση των αναγκών από τους ίδιους τους πολίτες, όσες φορές ερωτήθηκαν σε σχετικές έρευνες. Η δε αντοχή που επέδειξαν τα ενεργά ασφαλιστήρια υγείας κατά την ίδια περίοδο, το απέδειξε και έμπρακτα. Οι αποζημιώσεις που πληρώθηκαν από τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις για τους ασφαλισμένους τους, κατά τα ίδια έτη, ομοίως! Καταδεικνύουν το ίδιο: υπάρχουν ακάλυπτες ανάγκες των κοινωνικά ασφαλισμένων, τις οποίες, για κάποιους εξ αυτών, καλύπτει η ιδιωτική ασφάλιση υγείας. 2 Και επανέρχομαι στο αρχικό μου ερώτημα: συνιστά η ύπαρξη της ιδιωτικής ασφάλισης ως έχει σήμερα μια μορφή συνεργασίας με την κοινωνική αντίστοιχή της; Από το γεγονός και μόνο ότι έρχεται να καλύψει ανάγκες που δεν εξυπηρετούνται από την κοινωνική, νομίζουμε ότι δεν αφήνει περιθώρια, παρά για μια θετική απάντηση. Ναι, είναι μια μορφή συνεργασίας, θα λέγαμε. Άτυπης μεν, συνεργασίας δε. Ποιοί και πώς ωφελούνται από την άτυπη αυτή συνεργασία, θα ήταν ένα παρεπόμενο ερώτημα. Πρώτα απ όλα, οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις, θα απαντούσε οποιοσδήποτε. Δεν θα διαφωνήσουμε. Ναι, αυτή είναι η επαγγελματική τους δραστηριότητα. Η πώληση ασφαλίσεων. Και αυτή η άτυπη μορφή συνεργασίας έχει και θετικά στοιχεία για τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις. Κάνουν, όμως, αυτό που πραγματικά μπορούν; Τους επιτρέπει το ισχύον «μοντέλο συνεργασίας» να αξιοποιήσουν την τεχνογνωσία που διαθέτουν ικανοποιητικά; Τους επιτρέπει το άτυπο αυτό μοντέλο να προσεγγίσουν όλη την ελληνική κοινωνία; Θα σας απαντήσω άμεσα: όχι, δεν επιτρέπεται στην ιδιωτική ασφάλιση κανένα από τα ανωτέρω, υπό τις παρούσες συνθήκες. Απαντώντας στο ανωτέρω ερώτημα, θα υποστηρίζαμε ότι οι πρώτοι που ωφελούνται είναι οι ίδιοι οι ασφαλισμένο, οι οποίοι καλύπτουν εκείνες τις ανάγκες τους που δεν μπορεί να ικανοποιήσει η κοινωνική ασφάλιση τους, είτε αυτές είναι η ταχύτητα εξυπηρέτησής τους για μια νοσηλεία χωρίς αναμονή σε ιδιωτικό νοσηλευτήριο, που είναι αναπόφευκτη στα νοσοκομεία του ΕΣΥ, είτε η πρόσβαση σε σύγχρονη ιατρική τεχνολογία και μεθόδους θεραπείας, τα οποία είναι διαθέσιμα στις ιδιωτικές κλινικές, παρά στα δημόσια νοσοκομεία, είτε είναι η συγχρηματοδότηση της νοσηλείας τους σε ιδιωτικό νοσηλευτήριο, για τους λόγους που προαναφέραμε, τόσο από την κοινωνική, όσο και από την ιδιωτική ασφάλιση. Ειδικά σε ό,τι αφορά το τελευταίο, όλοι γνωρίζουμε ότι η εισαγωγή σε ιδιωτική κλινική με χρήση μόνη της κοινωνικής ασφάλισης, πόσο μεγάλα χρηματικά ποσά απαιτεί να αναλάβει ο κοινωνικά ασφαλισμένος. Δηλαδή, είτε το 50% ή 30% του ΚΕΝ, αναλόγως, αν είναι ασφαλισμένος του ΟΓΑ ή του ΙΚΑ, συν τις αμοιβές των ιατρών κλπ. Καθόλου ευκαταφρόνητα ποσά Ποιος άλλος ωφελείται, όμως, από αυτή την άτυπη συνεργασία; Μήπως ωφελείται και το δημόσιο σύστημα και η κοινωνική ασφάλιση; Θα απαντήσουμε, ναι! Και θα συμπληρώσουμε: και τα έσοδα του κράτους! Ενδεικτικά αναφέρουμε:
3 Με τη χρήση της ιδιωτικής ασφάλισης και της περίθαλψης των πολιτών από ιδιώτες παρόχους υγείας, που κατά βάση εξυπηρετούν τους ασφαλισμένους που διαθέτουν ιδιωτική ασφάλιση, αποφορτίζεται το ΕΣΥ, άμεσα. Περαιτέρω, η νοσηλεία σε ιδιωτική κλινική κοινωνικά ασφαλισμένων αποζημιώνεται πάντα με μειωμένα ΚΕΝ (-50% ή -30%), σε σχέση με τα νοσοκομεία του ΕΣΥ, άρα κοστίζει λιγότερο στους ΟΚΑ, Με τη χρήση ιδιωτικής ασφάλισης για υπηρεσίες υγείας δημιουργείται σημαντικός φορολογητέος όγκος υπηρεσιών και αγαθών, άρα έσοδα για το κράτος. Δεν υπάρχουν άτυπες πληρωμές στο πλαίσιο των υπηρεσιών και αγαθών που καλύπτονται από την ιδιωτική ασφάλιση! Από την ύπαρξη της ιδιωτικής ασφάλισης υγείας, όπως προείπαμε, το κράτος εισπράττει 15% των ασφαλίστρων που καταβάλλουν οι ασφαλισμένοι. Και πηγαίνοντας, ένα βήμα παραπέρα, θα ρωτούσαμε: μήπως από την ύπαρξη της ιδιωτικής ασφάλισης ωφελείται και η ίδια η ιδιωτική αγορά υγείας; Και θα απαντούσαμε και πάλι θετικά. Η ιδιωτική αγορά υγείας καθίσταται προσβάσιμη και έχει μεγαλύτερη διείσδυση στην ελληνική κοινωνία χάρη στην ιδιωτική ασφάλιση. Τούτο ξεκάθαρα διευρύνει την πελατειακή της βάση και τον κύκλο εργασιών της, ενώ οι οικονομικές της συναλλαγές στο πλαίσιο της ιδιωτικής ασφάλισης, εξασφαλίζουν ρευστότητα και βραχύ, σε σχέση με τις συναλλαγές με την κοινωνική ασφάλιση, ταμειακό κύκλο. Αυτά, συμβάλλουν, ώστε η ελληνική ιδιωτική αγορά υγείας να μπορεί να επενδύει, να εισάγει την πλέον εξελιγμένη ιατρική τεχνολογία και μεθόδους διάγνωσης και θεραπείας και να τα διαθέτει στους πολίτες της χώρας μας. Ας είμαστε ειλικρινείς! Διερωτάται, ωστόσο, κανείς: μόνο όσοι διαθέτουν ιδιωτική ασφάλιση υγείας, δηλαδή μόνο περίπου το 10% του πληθυσμού, έχει ανάγκες οι οποίες δεν καλύπτονται από την κοινωνική ασφάλιση; Η απάντηση είναι αδιαμφισβήτητη και δίνεται από τα δημοσιευμένα στοιχεία του Συστήματος Λογαριασμών Υγείας της ΕΛΣΤΑ. Τί δείχνουν τα στοιχεία αυτά; Με πολύ απλά λόγια, δείχνουν διαρκή μείωση της χρηματοδότησης της συνολικής δαπάνης υγείας από το 2011 έως και το 2015, το πλέον πρόσφατο έτος για το οποίο υπάρχουν δημοσιευμένα στοιχεία. Δείχνουν, λοιπόν, μείωση η οποία, ωστόσο, προέρχεται από την υποχώρηση της χρηματοδοτικής εισφοράς, από πλευράς τόσο των Οργανισμών Κοινωνικής Ασφάλισης, όσο και από το Γενικό Προϋπολογισμό του κράτους. Αντίθετά, κατά την ίδια περίοδο η ιδιωτική χρηματοδότηση των δαπανών υγείας, ειδικά από το 2012 και εξής εμφανίζει αύξηση. Ασφαλές συμπέρασμα; Παρά τη χρηματοδοτική υποχώρηση από πλευράς του δημοσίου, υπάρχουν ανάγκες των πολιτών που δεν καλύπτονται, τις οποίες αναλαμβάνουν να καλύψουν οι πολίτες ιδιωτικά. Τα μεγέθη, είπαμε, είναι δημοσιευμένα και χαρακτηριστικά. Ας πάρουμε εκείνα της τελευταίας επίσημα καταγεγραμμένης από το ΣΛΥ χρονιάς, του 2015, τα οποία ως ποσοστά δεν διαφέρουν ιδιαίτερα από εκείνα των προηγουμένων ετών. Η συνολική χρηματοδότηση της υγείας επιμερίζεται, κατά 59,1% (8.704,5 εκ) και 39,1% (5.765,4 εκ) μεταξύ δημόσιας (Γενική Κυβέρνηση και ΟΚΑ) και ιδιωτικής δαπάνης. *(1,8% (262,4 εκ) συνιστά άλλες δαπάνες υγείας, διοικητικές κλπ). Από το 39,1% (5.765,4 εκ) της ιδιωτικής χρηματοδότησης, μόλις το 3,7% (541,3 εκ) προέρχεται από τις αποζημιώσεις που κατεβλήθησαν από την ιδιωτική ασφάλιση, ενώ το 35,5% (5.224,1 εκ) συνιστά
αμιγώς ιδιωτικές πληρωμές! Δηλαδή, μόλις το 10% της συνολικής ιδιωτικής δαπάνης, όσο περίπου και το ποσοστό των πολιτών που διαθέτουν ιδιωτική ασφάλιση, χρηματοδοτείται μέσω της ιδιωτικής ασφάλισης. Το υπόλοιπο 90% της ιδιωτικής χρηματοδότησης αποτελεί πληρωμές που οι ίδιοι οι πολίτες πληρώνουν εντελώς μόνοι τους. Και, αναπόφευκτα, έρχομαι στο δεύτερο ερώτημα που διατύπωσα αρχικά: εάν η ύπαρξη της ιδιωτικής ασφάλισης υγείας, όπως λειτουργεί σήμερα, είναι μια μορφή συνεργασίας, είναι η καλύτερη δυνατή που μπορεί να υπάρξει; 4 Για να απαντήσει κάποιος στο παραπάνω ερώτημα, εκτός από τα δεδομένα της παρούσας κατάστασης, που αναφέραμε, θα ήταν καλό να αναλογιστεί και τη κατάσταση, όπως διαμορφώνεται στο μέλλον. Μεταξύ των βασικότερων που θα πρέπει να λάβει κανείς υπόψη, αναφέρουμε την αύξηση της μακροβιότητας, την, την αύξηση των ασθενειών και ακόμη την εμφάνιση νέων τύπων νοσηρότητας και μακροχρόνιων νοσημάτων, αλλά και την εξέλιξη της ιατρικής επιστήμης, των μεθόδων θεραπείας και της ιατρικής τεχνολογίας. Για να το θέσουμε πιο απλά, ζούμε παραπάνω πλέον. Μελέτη έχει δείξει ότι κάθε τέσσερα χρόνια, κερδίζουμε ένα χρόνο παραπάνω ζωής. Το ότι ζούμε παραπάνω, ας μη γελιόμαστε, το οφείλουμε στην εξέλιξη της ιατρικής επιστήμης και της τεχνολογίας που χρησιμοποιεί. Η εξέλιξη, όμως, αυτή δεν έρχεται χωρίς κόστος. Αντίθετα, κοστίζει πολύ. Η ιατρική επιστήμη εξελίσσεται, θα συνεχίσει να εξελίσσεται και τα αντίστοιχα κόστη θα εξακολουθήσουν να αυξάνονται. Η παγκόσμια εμπειρία αυτό δείχνει. Το ερώτημα, λοιπόν, λαμβάνοντας υπόψη την τρέχουσα και την μέλλουσα, όπως με βεβαιότητα αυτή διαμορφώνεται, είναι: ποιος θα αναλάβει αυτό το κόστος; Μπορεί το κράτος να αναλάβει μόνο του την κάλυψη αυτού του κόστους; Τα τρέχοντα δεδομένα μας επιτρέπουν να δώσουμε θετική απάντηση στο ερώτημα αυτό; Μπορούν οι πολίτες να αναλάβουν μόνοι τους την κάλυψη αυτών των αυξανόμενων δαπανών; Τους συμφέρει; Πόσοι από αυτούς μπορούν να τις χρηματοδοτήσουν εξ ιδίων; Μπορεί η ιδιωτική ασφάλιση να αναλάβει μόνη της αυτό το κόστος; Τί ποσοστό του πληθυσμού, με μειωμένα εισοδήματα, θα μπορέσει να αποκτήσει ιδιωτική ασφάλιση σε εθελοντική βάση, χωρίς κίνητρα οικονομικά φορολογικά κλπ; Η παρούσα κατάσταση και όπως αυτή διαμορφώνεται επιτάσσει υπευθυνότητα, ρεαλισμό και άμεση ανάληψη πρωτοβουλιών για δράση. Η λειτουργία της ιδιωτικής ασφάλισης υγείας, ως έχει σήμερα στη χώρα μας, δεν συνιστά το βέλτιστο μοντέλο συνεργασίας με τον δημόσιο τομέα και την κοινωνική ασφάλιση. Εν τούτοις, μέχρι στιγμής δεν έχει υπάρξει σοβαρή πρωτοβουλία ανάληψης σχετικής δράσης, λυπάμαι, που θα το πω, από πλευράς της πολιτείας. Είναι γνωστή η απόπειρα μιας συνεργασίας που προτάθηκε από πλευράς του κράτους το 2011 μεταξύ των νοσοκομείων του ΕΣΥ και των ασφαλιστικών εταιριών, η οποία, όμως, δεν λειτούργησε, αφού το δημόσιο επέδειξε απροθυμία ή αδυναμία να προβεί στις απαραίτητες βελτιώσεις των υποδομών του και ρυθμίσεις για να λειτουργήσει πραγματικά η συνεργασία εκείνη.
Παρ όλα αυτά, οι ασφαλιστές, δεν αποκλείουν τη διεύρυνση του δικτύου των προμηθευτών τους και είναι θετικοί σε μια συνεργασία με το δημόσιο, μια συνεργασία, ωστόσο, που θα είναι πραγματικά λειτουργική και θα διασφαλίζει τις απαραίτητες προϋποθέσεις σε ό,τι αφορά την εξυπηρέτηση των ασφαλισμένων και την ποιότητα των υπηρεσιών. Μια τέτοιου είδους σύμπραξη, θα μπορούσε να οδηγήσει, ενδεχομένως, σε διεύρυνση του ασφαλισμένου πληθυσμού, εφόσον και οι οικονομικοί όροι αυτής της ήταν σημαντικά ανταγωνιστικοί προς την ιδιωτική αγορά υπηρεσιών υγείας. Ωστόσο, στο σημείο αυτό, θα πρέπει να επισημάνουμε ότι η μείωση του τελικού κόστους των ασφαλιστικών προγραμμάτων υγείας και η διεύρυνση της ασφαλιστικής βάσης είναι δυνατό να επιτευχθούν άμεσα και σε ουσιαστικό βαθμό μέσω της άρσης των φορολογικών αντικινήτρων αγοράς των προγραμμάτων αυτών, που είναι σε ισχύ. Πιο συγκεκριμένα, το τελικό κόστος των προγραμμάτων υγείας, επιβαρύνεται αυτή τη στιγμή από ένα φόρο ασφαλίστρων της τάξης του 15%, ένα ποσοστό διόλου ευκαταφρόνητο. 5 Οι καταναλωτές, μολονότι έχουν κατανοήσει την πραγματική αξία της ιδιωτικής ασφάλισης υγείας, ειδικά σε αυτά τα δύσκολα χρόνια της κρίσης του δημόσιου συστήματος υγείας, δυσκολεύονται να προβούν στην αγορά της, εξαιτίας των συρρικνωμένων εισοδημάτων τους. Μια άρση αυτής της σημαντικής φορολογικής επιβάρυνσης, συνεπώς, θα καθιστούσε την ιδιωτική ασφάλιση προσβάσιμη για περισσότερες οικογένειες, προσφέροντας σημαντικά αντισταθμιστικά οφέλη προς το δημόσιο μέσω της αύξηση των νόμιμα τιμολογούμενων ιατρικών υπηρεσιών, των οποίων οι ασφαλισμένοι κάνουν χρήση στο πλαίσιο της ιδιωτικής ασφάλισης. Υπάρχει ελπίδα και προσδοκία ότι το θεσμοθετημένο κράτος μπορεί και, υπό την πίεση των τρεχουσών συνθηκών, να ανοίξει έναν ουσιαστικό διάλογο με όλα τα εμπλεκόμενα στο σύστημα ασφάλισης και περίθαλψης της υγείας μέρη, δημόσιας και ιδιωτικής ταυτότητας. Τα συναρμόδια υπουργεία, νομίζουμε ότι έχουν αντιληφθεί ότι είναι πλέον η ώρα να αναγνωρίσουν με ειλικρίνεια τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει το σύστημα, και να αναλάβουν δράση για την αξιοποίηση όλων των διαθέσιμων μέσων και πόρων του συστήματος αυτού, περιλαμβανομένων, ασφαλώς, και των ιδιωτικών προμηθευτών, αλλά και ασφαλιστών υγείας. Ο κλάδος μας, διαθέτοντας την απαραίτητη ασφαλιστική τεχνογνωσία και διαχειριστική εμπειρία, μπορεί να συμβάλει σημαντικά τόσο στην ομαλοποίηση της ζήτησης υπηρεσιών υγείας, που δεν μπορεί να εξυπηρετηθεί από τις δημόσιες δομές όσο και στην αποφόρτιση των πολιτών από το βάρος των δυσβάστακτων, αμιγώς, ιδιωτικών πληρωμών που καλούνται να καταβάλουν οι πολίτες, όταν απευθύνονται στην ιδιωτική αγορά υγείας. Από πλευράς μας, υπάρχει η ειλικρινής διάθεση για έναν τίμιο διάλογο προς αυτή την κατεύθυνση.