ΑΝΔΡΟΝΙΚΟΣ Γ ΠΑΛΑΙΟΛΟΓΟΣ ΚΑΙ ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΤ ΚΑΝΤΑΚΟΥΖΗΝΟΣ (1328-1354) ΕΜΦΥΛΙΕΣ ΣΥΓΚΡΟΥΣΕΙΣ ΚΑΙ ΔΥΝΑΣΤΙΚΕΣ ΕΡΙΔΕΣ



Σχετικά έγγραφα
Κεφάλαιο 3. Οι Βαλκανικοί Πόλεµοι (σελ )

29. Νέοι εχθροί εμφανίζονται και αποσπούν εδάφη από την αυτοκρατορία

Η ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΑ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ

Ενότητα 29 Οι Βαλκανικοί πόλεμοι Ιστορία Γ Γυμνασίου. Η απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης (26 Οκτωβρίου 1912)

3. Μιχαήλ Η' και Ανδρόνικος Β' Παλαιολόγοι. α. Η εξωτερική πολιτική του Μιχαήλ Η' Παλαιολόγου

Ανασκόπηση Στο προηγούμενο μάθημα είδαμε πως μετά το θάνατο του Βασιλείου Β : το Βυζάντιο έδειχνε ακμαίο, αλλά είχαν τεθεί οι βάσεις της κρίσης στρατι

Κωνσταντίνος: από τη Ρώμη στη Νέα Ρώμη

32. Η Θεσσαλονίκη γνωρίζει μεγάλη ακμή

30α. Η τέταρτη σταυροφορία και η άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους

Η σταδιακή επέκταση του κράτους των Βουλγάρων

7ος αι ος αι. ΗΡΑΚΛΕΙΟΣ. αποφασιστικοί αγώνες και μεταρρυθμίσεις

Ευρύκλεια Κολέζα ΑΠΟ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ ΤΟΥ ΙΟΥΣΤΙΝΙΑΝΟΥ ΩΣ ΤΗΝ ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ΕΙΚΟΝΩΝ ΚΑΙ ΤΗ ΣΥΝΘΗΚΗ ΤΟΥ ΒΕΡΝΤΕΝ ( )

ΚΕΦ. 4. ΟΙ ΑΡΑΒΙΚΕΣ ΚΑΤΑΚΤΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΟΙ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ

ΤΑ ΑΙΤΙΑ ΚΑΙ ΟΙ ΑΦΟΡΜΕΣ ΤΟΥ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΙΑΚΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ - Ο ΑΡΧΙΔΑΜΕΙΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ

Κεφάλαιο 4. Η Ελλάδα στον Α' Παγκόσµιο Πόλεµο (σελ )

1 ο ΚΕΦΑΛΑΙΟ Τα ΠΑΙ ΙΚΑ ΤΟΥ ΧΡΟΝΙΑ Το 958 µ.χ.. γεννιέται ο Βασίλειος ο Β, γιος του Ρωµανού και της Θεοφανώς. Γιαγιά του από την πλευρά του πατέρα του

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΛΑΤΙΝΟΚΡΑΤΟΥΜΕΝΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΧΩΡΟΥ (13ος - 18ος αι.)

ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ. Διάλεξη 14

ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ. Νικόλαος Γ. Χαραλαμπόπουλος Τμήμα Φιλολογίας

Οι λαοί γύρω από τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία

Κεφάλαιο 9. Η εκστρατεία του ράµαλη ερβενάκια (σελ )

Κεφάλαιο 8. Η γερµανική επίθεση και ο Β' Παγκόσµιος Πόλεµος (σελ )

Οι Βαλκανικοί Πόλεμοι

Κοινωνικές τάξεις στη Μεσοβυζαντινή Κοινωνία. Κουτίδης Σιδέρης

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΛΑΤΙΝΟΚΡΑΤΟΥΜΕΝΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΧΩΡΟΥ (13ος - 18ος αι.)

Τι σημαίνει ο όρος «βυζαντινόν»;

Η μετεξέλιξη του Ρωμαϊκού κράτους (4 ος -5 ος αι. μ.χ)

Μικρασιατική καταστροφή

Κεφάλαιο 6. Η κρίση στα Βαλκάνια (σελ )

2. Η ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΤΟΥ ΗΡΑΚΛΕΙΟΥ ( ). ΑΠΟΦΑΣΙΣΤΙΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΚΑΙ ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΕΙΣ

Φιλικές σχέσεις και συγκρούσεις με τους Βούλγαρους και τους Ρώσους Α. Οι Βούλγαροι α μέρος

Ιστορία. Α Λυκείου. Κωδικός Απαντήσεις των θεμάτων ΟΜΑΔΑ Α. 1o ΘΕΜΑ

Η ΔΙΕΘΝΗΣ ΑΚΤΙΝΟΒΟΛΙΑ ΤΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ. Οι πρεσβευτές πρόσωπα σεβαστά και απαραβίαστα

ΗΕΠΟΧΗΤΗΣΑΚΜΗΣ: ΑΠΟ ΤΟΝ ΤΕΡΜΑΤΙΣΜΟ ΤΗΣ ΕΙΚΟΝΟΜΑΧΙΑΣ ΩΣ ΤΟ ΣΧΙΣΜΑ ΤΩΝ ΔΥΟ ΕΚΚΛΗΣΙΩΝ

Ενότητα 9 Πρώτες προσπάθειες των επαναστατημένων Ελλήνων για συγκρότηση κράτους

Η Ελλάδα από το 1914 ως το 1924

Ε. Τοποθετήστε τους δείκτες σκορ, στη θέση 0 του μετρητή βαθμολογίας. ΣΤ. Τοποθετήστε τον δείκτη χρόνου στη θέση Ι του μετρητή χρόνου.

Ενότητα 19 - Από την 3η Σεπτεμβρίου 1843 έως την έξωση του Όθωνα (1862) Ιστορία Γ Γυμνασίου

H ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΤΟΥ ΜΙΧΑΗΛ Γ ΚΑΙ Η ΑΥΓΗ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΕΠΟΧΗΣ

Η Γαλλική επανάσταση ( )

Το ιστορικό πλαίσιο της παλαμικής διδασκαλίας: ο βίος του Αγίου Γρηγορίου Παλαμά

Βενετοί Μέρος Κωνσταντινούπολης + νησιά + λιμάνια Αιγαίου, Ιονίου

Εικονογραφία. Μιχαήλ Βόδας Σούτσος Μεγάλος Διερµηνέας και ηγεµόνας της Μολδαβίας Dupré Louis, 1820

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6. ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

Κεφάλαιο 12. Η δεύτερη πολιορκία του Μεσολογγίου - ο ιονύσιος Σολωµός (σελ )

Κεφάλαιο 5 (σελ ) Η επανάσταση στα νησιά του Αιγαίου

Μιχάλης Κοκοντίνης. 1 Πειραματικό δημοτικό σχολείο Θεσσαλονίκης Ε'1 τάξη Οι Ρωμαίοι κυβερνούν τους Έλληνες

1.3 1.Ποια κατάσταση επικρατούσε στην προϊσλαµική Αραβία; 2.Ποια η δράση του Μωάµεθ µεταξύ ;

H ΕΣΩΤΕΡΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΤΩΝ ΚΟΜΝΗΝΩΝ

Ο Αλέξιος Γ Μέγας Κομνηνός

ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ. ΘΟΥΚΥΔΙΔΗ, ΒΙΒΛΙΟ 3 ο,70 (1,2)

ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΥΛΙΚΟ ΓΙΑ ΤΟ ΜΑΘΗΜΑ "ΒΑΛΚΑΝΙΚΟΙ ΠΟΛΕΜΟΙ ΚΑΙ ΕΝΩΣΗ "

Η ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΑΥΤ Κ*ΑΤοΡ1Α. Η ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΑΥΤ*Κ*ΑΤοΡ1Α. Η 3υζαντινή εποχή Γ* - * **-^ Διασυνδέσεις. ΒιΒλιογραφία Τ Τ"*-*

Γυναίκες πολεµίστριες και ηρωίδες. Έρευνα-επιλογή:Μ. Λόος Μετάφραση: Μ. Σκόµπα Επιµέλεια: Β. Καντζάρα

Α Δηλιακή συμμαχία Πηγαίνετε στη σελίδα 99 και διαβάστε την πηγή. Ποια ήταν η έδρα της συμμαχίας; Ποιοι συμμετείχαν; Ποιος ήταν ο στόχος της συμμαχίας

Χριστιανική Γραμματεία ΙIΙ

Το 1766, το Ναυαρχείο προσέλαβε τον Cook για να διοικήσει ένα επιστημονικό ταξίδι στον Ειρηνικό Ωκεανό. Ο σκοπός του ταξιδιού ήταν να παρατηρήσει και

ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΥΛΙΚΟ ΓΙΑ ΤΟ ΜΑΘΗΜΑ "ΒΑΛΚΑΝΙΚΟΙ ΠΟΛΕΜΟΙ ΚΑΙ ΕΝΩΣΗ "

Σελίδα: 9 Μέγεθος: 56 cm ² Μέση κυκλοφορία: 1030 Επικοινωνία εντύπου:

κάντε κλικ στη Τρίτη επιλογή : Οι Θεσσαλονικείς αδελφοί ισαπόστολοι Κύριλλος και Μεθόδιος

Γενικά. ΑΣΗΜΑΚΟΠΟΥΛΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ, φιλόλογος

Τειχισμένο, κέντρο διοίκησης. Ο τρόπος άσκησης της εξουσίας και ο βαθμός συμμετοχής των πολιτών. Κώμες & καλλιεργήσιμες εκτάσεις

ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΕΠΟΧΗ π.χ.

Ενότητα 20 - Από την έξωση του Όθωνα (1862) έως το κίνημα στο Γουδί (1909) Ιστορία Γ Γυμνασίου. Η άφιξη του βασιλιά Γεωργίου του Α.

ΤΟ ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΟ ΤΗΣ ΕΙΚΟΝΟΜΑΧΙΑΣ

Βηθλεέμ Ιστορικές και θρησκευτικές αξιώσεις

ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟ ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΙΟ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ

ΕΠΑΝΑΛΗΠΤΙΚΕΣ ΑΣΚΗΣΕΙΣ 6ο ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΝΟΤΗΤΕΣ 27/28/29/30

ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ. Νικόλαος Γ. Χαραλαμπόπουλος Τμήμα Φιλολογίας

ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΥΛΙΚΟ ΓΙΑ ΤΟ ΜΑΘΗΜΑ "ΒΑΛΚΑΝΙΚΟΙ ΠΟΛΕΜΟΙ ΚΑΙ ΕΝΩΣΗ "

Η Βυζαντινή Κωνσταντινούπολη

Ψηφιοποίηση, επεξεργασία, προσθήκες, χαρτογραφικό υλικό: Αρχείο Πανοράματος ( Απρίλιος 2014

ΟΜΑΔΑ Α. Α. 1. α. Επιλέξτε τη σωστή απάντηση: 1. Ο αρχηγός της αποστολής κατά το β αποικισμό ονομαζόταν: α) ευγενής β) ιδρυτής γ) οικιστής

13. Ο Ιουστινιανός μεταρρυθμίζει τη διοίκηση και τη νομοθεσία

ΑΠΟ ΤΟ ΜΕΣΑΙΩΝΑ ΣΤΗΝΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗ

Bυζαντινοί Ιστορικοί και Χρονογράφοι Ενότητα 11: 13ος - μέσα 15ου αι.: Ιστορικό πλαίσιο και Ιστοριογραφία. Γεώργιος Ακροπολίτης: Βίος και Έργο.

Ενότητα 18 - Από την άφιξη του Όθωνα (1833) έως την επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου Ιστορία Γ Γυμνασίου

11. Γυναίκες πολεµίστριες και ηρωίδες

Ο ΠΟΛΕΜΟΣ ΤΟΥ ΒΙΕΤΝΑΜ. Εργασία της μαθήτριας Έλλης Βελέντζα για το πρόγραμμα ΣινΕφηβοι

ΑΝΑΖΗΤΩΝΤΑΣ ΤΗ ΧΑΜΕΝΗ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ. Αμαλία Κ. Ηλιάδη, φιλόλογοςιστορικός

Ιστορία Β Γυμνασίου - Επαναληπτικές ερωτήσεις εφ όλης της ύλης Επιμέλεια: Νεκταρία Ιωάννου, φιλόλογος

ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ Γ ΛΥΚΕΙΟΥ (διαγώνισμα 1)

H ιστορία του κάστρου της Πάτρας

α. Η περίοδος της οθωμανικής κατοχής

ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ. Νικόλαος Γ. Χαραλαμπόπουλος Τμήμα Φιλολογίας

ΦΙΛΙΠΠΟΣ Β ΤΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ

Η Αμμόχωστος (λατινικά: Famagusta, τούρκικα: Gazimağusa), είναι πόλη στην Κύπρο και βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα του νησιού, στον κόλπο που φέρει και

Καρατάσος-Καρατάσιος,

1. Οι Σλάβοι και οι σχέσεις τους με το Βυζάντιο

Πολιτεύματα Πολιτειακές εξελίξεις

Όνομα: Χρήστος Φιλίππου Τάξη: A2

Η μεταβατική εποχή : Οι έριδες για το ζήτημα. των εικόνων (εικονομαχία)

Κεφάλαιο 1. Από τον Ελληνοτουρκικό Πόλεµο του 1897 στον Μακεδονικό Αγώνα (σελ )

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΒΔΟΜΟ. ΤΟ ΠΑΛΑΙΟ ΚΑΘΕΣΤΩΣ Χρονολογικό πλαίσιο: 17ος-18ος αι.

Ένοπλη αντιπαράθεση στις αρχές του 20ου αιώνα που διήρκεσε περίπου 4 χρόνια ( ) Ξεκίνησε από την περιοχή της Καστοριάς και περί το τέλος του

Ο ΘΡΥΛΟΣ ΤΟΥ ΑΧΙΛΛΕΑ, ΒΑΣΙΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΡΜΙΔΟΝΩΝ

Η ΣΗΜΑΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΕΘΝΟΣΗΜΟ

Ιστορία. Α Λυκείου. Κωδικός Απαντήσεις των θεμάτων ΟΜΑΔΑ Α. 1ο ΘΕΜΑ

ΙΣΤΟΡΙΑ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ ΟΜΑΔΑ ΠΡΩΤΗ

Μου έκαναν ιδιαίτερη εντύπωση τα ψηφιδωτά που βρίσκονταν στην αψίδα του ναού της Παναγίας της Κανακαριάς στη Λυθράγκωμη.

Transcript:

ΑΝΔΡΟΝΙΚΟΣ Γ ΠΑΛΑΙΟΛΟΓΟΣ ΚΑΙ ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΤ ΚΑΝΤΑΚΟΥΖΗΝΟΣ (1328-1354) ΕΜΦΥΛΙΕΣ ΣΥΓΚΡΟΥΣΕΙΣ ΚΑΙ ΔΥΝΑΣΤΙΚΕΣ ΕΡΙΔΕΣ Τα χρόνια της βασιλείας του Ανδρόνικου Γ Παλαιολόγου (1328-41) Ο µακροχρόνιος εµφύλιος πόλεµος µεταξύ Ανδρόνικου Β και Ανδρόνικου Γ (1321-1328) είχε αφήσει βαθιά σηµάδια σε ολόκληρη την αυτοκρατορία. Όταν όµως ο Ανδρόνικος Γ Παλαιολόγος ανέλαβε την εξουσία τον Μάιο του 1328, έπνευσε ένας αέρας ανανέωσης και αισιοδοξίας. Μια γενιά νέων και αποφασιστικών ανθρώπων φαινόταν έτοιµη να καταβάλει ουσιαστικές προσπάθειες, για να χτυπηθούν τα προβλήµατα στη ρίζα τους και να δοθούν αποφασιστικές λύσεις. Το 1328 ο Ανδρόνικος ήταν 31 ετών, δραστήριος και ενεργητικός, αγαπητός στους στρατιώτες του, έτοιµος να οδηγήσει ο ίδιος τον στρατό του στη µάχη. Είχε παντρευτεί ήδη δύο φορές, αλλά δεν είχε ακόµη διάδοχο. Ο πρωτότοκος γιος του, ο µετέπειτα αυτοκράτορας Ιωάννης Ε Παλαιολόγος, γεννήθηκε το 1332 και ο πατέρας του γιόρτασε τη γέννησή του µε την οργάνωση κονταροµαχιών, στις οποίες πήρε µέρος και ο ίδιος. Οι κονταροµαχίες ήταν µια δυτική συνήθεια, που είχε περάσει στο Βυζάντιο πριν από αρκετά χρόνια, την εποχή αυτή όµως ενθαρρύνονταν ιδιαίτερα από τη µητέρα του νεογέννητου διαδόχου Άννα, µια δυτική πριγκίπισσα από τη Σαβοΐα. Γύρω από τον νέο αυτοκράτορα συγκεντρώθηκαν όλοι όσοι τον είχαν βοηθήσει κατά τη διάρκεια του εµφυλίου πολέµου. Ο Θεόδωρος Συναδηνός ανέλαβε το αξίωµα του Έπαρχου της Πόλεως, ο Συργιάννης πήρε συγχώρεση για την αµφίρροπη στάση του τα προηγούµενα χρόνια και διορίστηκε διοικητής της Θεσσαλονίκης, ενώ ο Αλέξιος Απόκαυκος αναδείχθηκε υπεύθυνος της αυτοκρατορικής γραµµατείας και του ταµείου του Μολυβδόβουλλο του αυτοκράτορα Ανδρόνικου Β Παλαι-

κράτους. Ο Ιωάννης Καντακουζηνός περιορίστηκε στον τίτλο του µεγάλου δοµέστικου, δηλαδή στην αρχηγία του στρατού. Ουσιαστικά όµως στάθηκε ο κύριος σύµβουλος του αυτοκράτορα και πήρε µέρος σε όλες τις αποφάσεις, τις ενέργειες και τα γεγονότα που συντελέστηκαν στα χρόνια της βασιλείας του Ανδρόνικου Γ'. Σύµφωνα µε δική του µαρτυρία ο Ανδρόνικος τον πίεσε αρκετές φορές να δεχτεί τον τίτλο του συναυτοκράτορα ή του αντιβασιλέα, αλλά αυτός αρνήθηκε προτιµώντας να ασκεί την εξουσία πίσω από τον νόµιµο αυτοκράτορα. Η θέση του αυτή προκάλεσε τη ζήλια αρκετών ανθρώπων του αυτοκρατορικού περιβάλλοντος και µεταξύ των άλλων της αυτοκράτειρας Άννας, η οποία πίστευε ότι ο Ιωάννης Καντακουζηνός ασκούσε πολύ µεγάλη επιρροή στον σύζυγό της. Ένα από τα πρώτα µέτρα που πήρε η νέα κυβέρνηση ήταν µια αποφασιστική µεταρρύθ- µιση στη δικαιοσύνη. Το µέτρο εγκαινιάστηκε το 1329 και είχε σκοπό την πάταξη της παρανοµίας, τη σωστότερη απονοµή της δικαιοσύνης και την καλύτερη λειτουργία των δικαστηρίων. Η διαφθορά και η δωροδοκία των δικαστών ήταν ένα γνωστό πρόβληµα της εποχής των Παλαιολόγων. Ήδη ο Ανδρόνικος Β το 1296 είχε διορίσει ένα ανώτερο σώµα από 12 δικαστές, επιλεγµένους ανάµεσα στον ανώτερο κλήρο και τους υψηλόβαθµους λαϊκούς αξιωµατούχους, για να κρίνουν και να δικάζουν κατ έφεση σοβαρές υποθέσεις. Το δικαστικό αυτό σώµα περιέπεσε γρήγορα σε ανυποληψία, γιατί ορισµένα από τα µέλη του πιάστηκαν τα επόµενα χρόνια να δωροδοκούνται. Το 1329 λοιπόν ο Ανδρόνικος Γ διόρισε ένα νέο, ανώτατο, ολιγοµελές δικαστικό σώµα από τέσσερα µέλη, δύο κληρικούς και δύο λαϊκούς. Οι ανώτατοι αυτοί δικαστές ονοµάστηκαν καθολικοί κριτές των Ρωµαίων και αντικατέστησαν το παλαιότερο δωδεκαµελές σώµα, που είχε διοριστεί στα χρόνια του Ανδρόνικου Β'. Οι καθολικοί κριτές των Ρωµαίων δίκαζαν µόνο κατ έφεση και οι αποφάσεις τους ήταν αµετάκλητες. Αρχικά δίκαζαν και οι τέσσερις µαζί, αργότερα όµως αρκούσε και ο ένας απ' αυτούς, για να ληφθεί µια οριστική απόφαση. Αν και λίγα χρόνια αργότερα κάποιοι από τους καθολικούς κριτές των Ρωµαίων κατηγορήθηκαν για δωροδοκία και αντικαταστάθηκαν, ο θεσµός µπορεί να θεωρηθεί πετυχηµένος γι αυτό και διατηρήθηκε για πολλά χρόνια, έως την τελική πτώση του βυζαντινού κράτους. Επειδή µάλιστα τα επόµενα χρόνια η επικοινωνία ανάµεσα στην πρωτεύουσα και τις επαρχίες χαλάρωσε, παρουσιάζονται και τοπικοί καθολικοί κριτές των Ρωµαίων στη Θεσσαλονίκη, στη Λήµνο, στην Πελοπόννησο (Μορέα) ή στις Σέρρες. Το 1328 αναλαµβάνει την εξουσία της αυτοκρατορίας ο

Ο Ανδρόνικος Γ λοιπόν µπορούσε να υπερηφανεύεται ότι στο κράτος του ίσχυαν ακόµη οι αρχές του ρωµαϊκού δικαίου και ότι η µέριµνα για τη δικαιοσύνη υπήρχε ακόµη και δήλωνε µια µακρά συνέχεια, που ξεκινούσε τουλάχιστον από την εποχή του Ιουστινιανού Α τον 6ο αιώνα. Παρά τα οξυµένα οικονοµικά προβλήµατα, στα πρώτα χρόνια της βασιλείας του Ανδρόνικου Γ καταβλήθηκε µεγάλη προσπάθεια να δηµιουργηθεί πολεµικός στόλος µε συνεισφορές των πλουσίων κατοίκων της Κωνσταντινούπολης. Άµεση συνέπεια της ενίσχυσης του βυζαντινού στόλου ήταν η κατάληψη το φθινόπωρο του 1329 της Χίου, την οποία κατείχαν από το 1304 µέλη της γενουατικής οικογένειας Ζακκαρία. Σηµαντικό ρόλο στην ανάκτηση του νησιού έπαιξε ένας τοπικός άρχοντας, παλαιός φίλος του Ιωάννη Καντακουζηνού, ο Λέων Καλόθετος, ο οποίος ξεσήκωσε τους νησιώτες κατά των Γενουατών. Ο ίδιος ο Ανδρόνικος Γ έσπευσε µε τον αυτοκρατορικό στόλο, για να υποστηρίξει τους νησιώτες, οι Γενουάτες ηττήθηκαν και ο Λέων Καλόθετος διορίστηκε από τον αυτοκράτορα διοικητής της Χίου. Το όλο εγχείρηµα είχε και οικονοµική σηµασία, γιατί το φορολογικό εισόδηµα από τη Χίο ήταν πολύ αξιόλογο, αλλά ακόµη ουσιαστικότερη ήταν η πολιτική σηµασία της ανάκτησης του νησιού, που βρισκόταν κοντά στις µικρασιατικές ακτές και στα τουρκοµανικά εµιράτα της περιοχής. Επακόλουθο όλης αυτής της δραστηριότητας ήταν να αναγνωρίσει η κατεχόµενη επίσης από Γενουάτες Φώκαια, στην απέναντι µικρασιατική ακτή, την επικυριαρχία του αυτοκράτορα των Ρωµαίων. Οι ηγεµόνες των τουρκοµανικών εµιράτων της Μικράς Ασίας συνεργάστηκαν µε τους Βυζαντινούς στις ενέργειες αυτές και έτσι αποτράπηκε άµεσα κάθε νέα προσπάθεια των Γενουατών να επικρατήσουν στα νησιά του ανατολικού Αιγαίου. Από την εποχή αυτή χρονολογείται και η πρώτη γνωριµία του Ιωάννη Καντακουζηνού µε τον µετέπειτα εµίρη του Αϊδινίου Οµούρ, που εξελίχθηκε σε φιλία και έπαιξε σηµαντικό ρόλο στα γεγονότα µετά τον θάνατο του Ανδρονίκου Γ το 1341. Γίνεται φανερό πάντως ότι οι συµµαχίες µε τους µικρότερους εµίρηδες της Μικράς Ασίας αποτελεί σταθερή πολιτική της βυζαντινής κυβέρνησης κατά την περίοδο αυτή, στην προσπάθειά της να αντιµετωπίσει τόσο τους Οθωµανούς όσο και τις ναυτικές δυνάµεις από τη Δυτική Ευρώπη. Η κατάσταση στη βορειοδυτική Μικρά Ασία ήταν πραγµατικά απελπιστική. Κατά τη διάρκεια του εµφυλίου πολέµου (1321-8) οι Τούρκοι βρήκαν ελεύθερο έδαφος και ση- Στη διάρκεια της βασιλείας του Οθωµανού σουλτάνου Ορχάν

µείωσαν σηµαντικές επιτυχίες. Ιδιαίτερα οι Οθωµανοί Τούρκοι, µε πρώτο αρχηγό τον εµίρη Οσµάν ή Οθωµάν (1288/9-1326) και στη συνέχεια τον γιο του Ορχάν (1326-62), κατέλαβαν τη µία µετά την άλλη τις βυζαντινές πόλεις της Μικράς Ασίας. Το 1326 ο Οσµάν κατέλαβε την Προύσα και την έκανε πρωτεύουσα του κράτους του. Ο Ορχάν, που διαδέχτηκε τον πατέρα του τον ίδιο χρόνο, έστρεψε τις προσπάθειές του εναντίον της Νίκαιας και της Νικοµήδειας, οι οποίες έµεναν αποκλεισµένες από τη γύρω περιοχή για αρκετά χρόνια. Ο Ανδρόνικος Γ και ο Ιωάννης Καντακουζηνός φάνηκαν αποφασισµένοι να αντιδράσουν στις συνεχόµενες επιτυχίες των Οθωµανών. Την άνοιξη του 1329 συγκέντρωσαν στρατό, λίγο περισσότερους από 2.000 άνδρες και µε επικεφαλής τον ίδιο τον αυτοκράτορα Ανδρόνικο Γ διέσχισαν την Προποντίδα και αντίκρισαν τους Οθωµανούς στρατοπεδευµένους κοντά σε µία θέση που ονοµαζόταν Πελεκάνον. Ο στρατός του Ορχάν περιλάµβανε 8.000 άνδρες, άρα η αριθµητική υπεροχή του ήταν αναµφισβήτητη. Παρ όλα αυτά ο βυζαντινός στρατός διακινδύνευσε να ξεκινήσει τις εχθροπραξίες, αλλά σε µία από τις πρώτες συγκρούσεις ο αυτοκράτορας τραυµατίστηκε στο πόδι και αποσύρθηκε στο πλοίο του, για να µεταφερθεί στην Κωνσταντινούπολη. Η αποµάκρυνσή του προκάλεσε πανικό στον στρατό, παρά τις προσπάθειες του Ιωάννη Καντακουζηνού να επιβάλει την τάξη. Η τελική µάχη δόθηκε στα παράλια της Βιθυνίας, έξω από τα τείχη της πόλης Φιλοκρήνης, όπου τα βυζαντινά στρατεύµατα ηττήθηκαν κατά κράτος από τους Οθωµανούς. Σηµαντικοί αξιωµατούχοι του βυζαντινού στρατεύ- µατος και πολλοί στρατιώτες έπεσαν στο πεδίο της µάχης, αλλά ο Καντακουζηνός µε τα υπολείµµατα του στρατού κατόρθωσε να υποχωρήσει µε κάποια τάξη έως τη Χρυσούπολη και από εκεί να περάσει µε τα πλοία του στην ευρωπαϊκή ακτή. Η µάχη της Φιλοκρήνης ήταν η πρώτη και σχεδόν η µοναδική κατά µέτωπο σύγκρουση των Βυζαντινών µε τους Οθωµανούς. Το αποτέλεσµα έδειξε πόσο µάταιο ήταν να ελπίζει η κυβέρνηση της Κωνσταντινούπολης ότι θα µπορούσε να επιβάλει τη θέλησή της µε τη δύναµη των όπλων. Η κατάρρευση κάθε αντίστασης στη Βιθυνία ήταν άµεση µετά το 1329. Το 1331 οι Οθωµανοί κατέλαβαν τη Νίκαια, την έως πριν από 70 χρόνια πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας (των Λασκαριδών). Η Νικοµήδεια άντεξε έως το 1337. Αλλά στο µεταξύ το Βυζάντιο είχε αναγκαστεί να κλείσει συνθήκη µε τον Ορχάν. Τον Αύγουστο το 1333 ο Ανδρόνικος πέρασε για ακόµη µία φορά στη Μικρά Ασία, για να συζητήσει µε τον Ορχάν τους όρους της µεταξύ τους ειρήνης. Σύµφωνα µε τους όρους

της συνθήκης αυτής το Βυζάντιο αναλάµβανε την υποχρέωση να πληρώνει στους Οθω- µανούς ετήσιο φόρο από 120.000 υπέρπυρα. Εγκαινιάστηκε έτσι µια συνήθεια που διατηρήθηκε και τα επόµενα χρόνια, να πληρώνουν δηλαδή οι Βυζαντινοί φόρο, όχι για ν' ανακτήσουν ορισµένα από τα εδάφη που είχαν χάσει, αλλά για να µπορέσουν απλά να διατηρήσουν τα κεκτηµένα. Οπωσδήποτε αυτή ήταν µια ρεαλιστική πολιτική, εφόσον δεν µπορούσε να βρεθεί άλλη λύση. Οι Οθωµανοί πάλι από την πλευρά τους αποδείχτηκαν σε µεγάλο βαθµό ειρηνικοί κατακτητές, αφού µετά την κατάληψη της Νίκαιας επέτρεψαν σε όσους ήθελαν από τους κατοίκους να φύγουν από την πόλη µε τα υπάρχοντα και τα ιερά τους λείψανα, ενώ σε όσους έµειναν τους επιτράπηκε να ρυθµίζουν µε τις δικές τους συνήθειες τα εσωτερικά ζητήµατα της πόλης τους. Κάτω από τις συνθήκες αυτές πολλοί από τους κατοίκους ενσωµατώθηκαν γρήγορα στους νέους κατακτητές και σταδιακά ασπάστηκαν τον ισλαµισµό. Με αυτά και άλλα ανάλογα µέτρα οι Οθωµανοί αποκτούσαν πιστούς υπηκόους. Στο µεταξύ µεγάλες εξελίξεις συνέβηκαν στη Βαλκανική. Το 1330 συγκρούστηκαν στη µάχη του Βελµπούζντ οι Βούλγαροι µε τους Σέρβους. Οι Βούλγαροι νικήθηκαν και οι Βυζαντινοί επωφελήθηκαν, για να καταλάβουν τις πάντοτε διαφιλονικούµενες παραµεθόριες πόλεις του Ευξείνου Πόντου, τη Μεσηµβρία και την Αγχίαλο. Συνέπεια της µάχης στο Velbuzd ήταν η αλλαγή ηγεσίας τόσο στη Σερβία όσο και στη Βουλγαρία. Τσάρος της Βουλγαρίας έγινε ο Ιβάν (Ιωάννης) Αλέξανδρος από τη δυναστεία των Σισµάν (1331-71), ενώ ο Στέφανος Ούρος Δ, γνωστός ως Στέφανος Ντούσαν / Δουσάν (1331-55), ανέβηκε στον θρόνο της Σερβίας. Στον Στέφανο Δουσάν κατέφυγε ο Συργιάννης, γνωστός από την εποχή του εµφυλίου πολέµου για την αµφίρροπη στάση του και τα χρόνια αυτά διοικητής της Θεσσαλονίκης καθώς και της γύρω περιοχής. Ο Συργιάννης κατέλαβε για λογαριασµό των Σέρβων την Καστοριά και άλλα µικρότερα κάστρα της Μακεδονίας. Η κατάσταση εξελισσόταν δυσµενώς για την αυτοκρατορία, όταν αποφασίστηκε να σταλεί εναντίον του Συργιάννη ο βυζαντινός αξιωµατούχος Σφραντζής Παλαιολόγος, ο οποίος και πέτυχε να τον δολοφονήσει. Ο σηµαντικότερος ιστορικός συγγραφέας της εποχής, ο Νικηφόρος Γρηγοράς, επισηµαίνει ότι ο Συργιάννης είχε το τέλος που του ταίριαζε. Παράλληλα οι Ούγγροι επιτέθηκαν στα βόρεια σύνορα της Σερβίας και ο Στέφανος Δουσάν υποχρεώθηκε να Ο Ιωάννης Αλέξανδρος, τσάρος της Βουλγαρίας (1331-1371), Αργυρό νόµισµα του Ιωάννη Αλεξάνδρου, τσάρου της Βουλ-

κλείσει βιαστικά ειρήνη µε τον Ανδρόνικο Γ αποδίδοντας στους Βυζαντινούς όλα τα φρούρια και τις πόλεις που είχε κερδίσει πρόσφατα χάρη στις ενέργειες του Συργιάννη (1334). Την ίδια χρονιά, το 1334, οργανώθηκε τελικά από Δυτικούς, που είχαν συµφέροντα στην ανατολική Μεσόγειο, η από χρόνια σχεδιαζόµενη αντιτουρκική Ένωση (Λίγκα). Στην Ένωση αυτή αντιπροσωπεύτηκαν µε τη συνεισφορά χρηµάτων και πλοίων ο πάπας, η Γαλλία, η Βενετία, οι Ιωαννίτες Ιππότες της Ρόδου και η Κύπρος. Το Βυζάντιο δεν πήρε µέρος στην Ένωση αυτή. Πρωταρχικός σκοπός των συµµετεχόντων ήταν να εµποδίσουν τις πειρατικές επιδροµές των Τούρκων της Μικράς Ασίας στα βενετοκρατούµενα και φραγκοκρατούµενα νησιά της ανατολικής Μεσογείου. Απώτερος σκοπός τους ήταν το λιµάνι της Σµύρνης, απ' όπου ξεκινούσαν οι περισσότερες πειρατικές επιδροµές. Ο θάνατος όµως του πάπα Ιωάννη ΚΒ (1316-34) στα τέλη του 1334 ανέστειλε τις δραστηριότητες της Ένωσης για αρκετά χρόνια. Σηµαντικές επιτυχίες σηµείωσε τα επόµενα χρόνια ο στρατός των Παλαιολόγων στη Θεσσαλία και στην Ήπειρο. Από το 1318, µετά τον θάνατο δηλαδή του τελευταίου µέλους της δυναστείας των Αγγέλων που βασίλευε στη Φθιώτιδα και το νοτιοδυτικό τµήµα της Θεσσαλίας, η Θεσσαλία πέρασε σε µια κατάσταση αναρχίας. Το νοτιότερο τµήµα της το κατέλαβαν οι Καταλανοί, οι οποίοι ήδη από το 1311 είχαν εγκαταστήσει τη δική τους ηγεµονία στην ανατολική Στερεά Ελλάδα. Στην υπόλοιπη Θεσσαλία επικράτησαν οι µεγάλες οικογένειες γαιοκτηµόνων, οι Μελισσηνοί, οι Μαλιασηνοί, οι Γαβριηλόπουλοι, καθώς και άλλες λιγότερο γνωστές πλούσιες οικογένειες. Σ' αυτούς ανήκε το µεγαλύτερο µέρος της γης και αυτοί αποτελούσαν «την βουλήν των εκεί προεχόντων κατά γένος», σύµφωνα µε τη µαρτυρία του Νικηφόρου Γρηγορά, δηλαδή αυτοί έπαιρναν τις αποφάσεις για τον τόπο τους επωφελούµενοι αρχικά από την εξασθένηση και στη συνέχεια από την κατάρρευση της κεντρικής εξουσίας. Ο Ιωάννης Καντακουζηνός στο δικό του ιστορικό έργο, όταν κάνει λόγο για τους Θεσσαλούς, µιλάει πάντοτε στον πληθυντικό αριθµό: «οι Θετταλοί», «οι των Θετταλών πρέσβεις», «οι των Θετταλών άρχοντες». Κατά διαστήµατα βέβαια κάποιος απ' αυτούς τους άρχοντες αποκτούσε µεγαλύτερη δύναµη και προσπαθούσε να επιβληθεί και σε όσους από τους υπόλοιπους µπορούσε. Αυτό συνέβη µε τον Στέφανο Γαβριηλόπουλο, ο οποίος µε έδρα τα Τρίκαλα και, αφού εξασφάλισε από την κυβέρνηση της Κωνσταντινούπολης τον τίτλο του σεβαστοκράτορα, Στις 16 Απριλίου 1346 ο κράλης της Σερβίας Στέφανος Δουσάν Στη φωτογραφία, ασηµένιο βασιλικόν του Ανδρόνικου Γ

δηµιούργησε µια δική του ηγεµονία, που απλωνόταν στη δυτική Θεσσαλία και σε µέρος της δυτικής Μακεδονίας έως την Καστοριά. Την ηγεµονία του αυτή ο Στέφανος Γαβριηλόπουλος διατήρησε έως τον θάνατό του το 1333. Αυτή η διαίρεση βέβαια «της επαρχίας εις διαφόρους αρχάς» δεν ήταν καθόλου ευχάριστη για τους υπόλοιπους κατοίκους της Θεσσαλίας. Αντίθετα προκαλούσε µεγάλες δια- µάχες και αντιπαλότητες, που είχαν δυσάρεστες συνέπειες στον πληθυσµό της επαρχίας. Ο µητροπολίτης Λαρίσης Αντώνιος στο εγκώµιό του για τον µητροπολίτη Κυπριανό, προκάτοχό του στον εκκλησιαστικό θρόνο της Λάρισας, µιλάει µε µεγάλη νοσταλγία για την εποχή που στη Θεσσαλία επικρατούσε «η ρωµαϊκή δεξιά» και τα πάντα κατευθύνονταν από σταθερούς και ακατάλυτους νόµους, ενώ αργότερα «πληµµελώς τά εκείσε εφέροντο πράγµατα». Πολύ πιο ανησυχητική παρουσιάζεται από την ίδια πηγή η κατάσταση στη Λάρισα, όπου επικράτησε για κάποιο διάστηµα µια εντελώς επαναστατική οµάδα πολιτών, η οποία δεν ενέπνεε καµία εµπιστοσύνη στην παραδοσιακή βυζαντινή κοινωνία. Ο µητροπολίτης Αντώνιος χαρακτηρίζει τη Λάρισα ως «φωλεά θηρίων και πετεινών» και τον κεντρικό ναό της πόλης, την εκκλησία του πολιούχου Αγίου Αχιλλίου ως «ορµητήριο ληστών». Γι αυτόν τον λόγο τόσο ο µητροπολίτης Κυπριανός όσο και ο διάδοχός του Αντώνιος δεν µπόρεσαν να παραµείνουν στην έδρα τους, αλλά ύστερα από µια µικρή περίοδο περιπλανήσεων εγκαταστάθηκαν στα Τρίκαλα, όπου έδρευαν και κατά τα επόµενα χρόνια οι µητροπολίτες Λαρίσης. Σ αυτήν την ανήσυχη επαρχία λοιπόν διατάχτηκε να προχωρήσει, µετά τον θάνατο του Στέφανου Γαβριηλόπουλου το 1333 ο τότε διοικητής της Θεσσαλονίκης Μιχαήλ Μονο- µάχος. Ο Μιχαήλ Μονοµάχος εισέβαλε στη Θεσσαλία το 1333/34, ενώ τον ακολούθησε αµέσως µετά ο Ανδρόνικος Γ µε περισσότερο στρατό. Τα αυτοκρατορικά στρατεύµατα κατέλαβαν τις σηµαντικές πόλεις και τα κάστρα της περιοχής και επικράτησαν σχετικά εύκολα. Την επικυριαρχία µάλιστα του βυζαντινού αυτοκράτορα αναγνώρισαν ακόµη και οι οµάδες Αλβανών που ζούσαν ανεξάρτητοι στους γύρω από τη Θεσσαλία ορεινούς όγκους και ήταν ως τότε «αβασίλευτοι». Επόµενος στόχος της κεντρικής κυβέρνησης της Κωνσταντινούπολης ήταν η Ήπειρος. Η διακυβέρνηση της Ηπείρου είχε περάσει τα τελευταία χρόνια, ύστερα από επιγαµίες, στην ιταλική οικογένεια των Ορσίνι, οι οποίοι ήδη από τα τελευταία χρόνια του 12ου αιώνα ήταν κύριοι (κόµητες) της Κεφαλονιάς. Οι Ορσίνι από τότε που έγιναν δεσπότες Ταινιωτό κόσµηµα (14ος αιώνας) το οποίο πιθανότατα ανήκε

στην Άρτα, είχαν δεχτεί το ορθόδοξο δόγµα, εξακολουθούσαν όµως να προκαλούν µεγάλα προβλήµατα στη περιοχή. Η δολοφονία του δεσπότη Ιωάννη Ορσίνι από τη σύζυγό του δέσποινα Άννα άνοιξε τον δρόµο για την παρέµβαση του βυζαντινού στρατού. Το 1337 ο αυτοκράτορας Ανδρόνικος µαζί µε τον µέγα δοµέστικο Ιωάννη Καντακουζηνό και έναν ισχυρό στρατό κυρίως από Τουρκοµάνους µισθοφόρους, που τους είχε προ- µηθεύσει ο σύµµαχός τους Οµούρ, εµίρης του Αϊδινίου, εισέβαλαν αρχικά στη Βόρεια Ήπειρο και κατέστειλαν αποτελεσµατικά µια επανάσταση Αλβανών, που είχε ξεσπάσει στην περιοχή του Βερατίου. Οι κάτοικοι της περιοχής υποδέχτηκαν θερµά τον αυτοκράτορα, που τους απάλλαξε από τους πολεµικούς Αλβανούς και έδειξαν µε κάθε τρόπο τη χαρά τους για την παρουσία του Ανδρόνικου Γ σε µια επαρχία, που δεν είχε επισκεφθεί κανένας άλλος βυζαντινός αυτοκράτορας εδώ και περίπου δύο αιώνες. Από τη νοτιότερη Ήπειρο η Δέσποινα Άννα έσπευσε να διαπραγµατευτεί µε τον Ανδρόνικο τη θέση της και τη θέση του ανήλικου γιου της Νικηφόρου στην ηγεσία του Δεσποτάτου. Ο Ανδρόνικος όµως δεν ήταν πρόθυµος να προχωρήσει σε συµβιβασµούς. Η πορεία του προς τη νότια Ήπειρο ήταν θριαµβευτική. Στις πόλεις και τα κάστρα οι κάτοικοι τον υποδέχτηκαν µε τιµές και η δέσποινα Άννα αναγκάστηκε να παραδοθεί χωρίς όρους. Η υποταγή του Δεσποτάτου ήταν πλήρης. Διοικητής της περιοχής µε έδρα την Άρτα διορίστηκε ο πρωτοστράτωρ Θεόδωρος Συναδηνός, ενώ η δέσποινα Άννα µε τα παιδιά της υποχρεώθηκαν να εγκαταλείψουν την περιοχή και να αποσυρθούν στη Θεσσαλονίκη (1337). Είχε συµφωνηθεί µάλιστα ότι ο γιος της Νικηφόρος θα αρραβωνιαζόταν µε µία από τις κόρες του Ιωάννη Καντακουζηνού. Ο Νικηφόρος όµως δεν ακολούθησε την υπόλοιπη οικογένειά του στη Θεσσαλονίκη. Τον απήγαγαν κάποιοι από τους Ηπειρώτες άρχοντες που έβλεπαν σ' αυτόν το σύµβολο της ανεξαρτησίας τους από τους Παλαιολόγους της Κωνσταντινούπολης. Με την παρέµβαση και τη βοήθεια Δυτικών ο Νικηφόρος οδηγήθηκε στον Τάραντα, στη Νότια Ιταλία, και από εκεί λίγο αργότερα µεταφέρθηκε στις φραγκικές κτήσεις του Μοριά. Το 1339 ο Νικηφόρος εγκαταστάθηκε στο Θωµόκαστρο, ένα κάστρο κτισµένο στην ηπειρωτική ακτή. Στην Άρτα ξέσπασε µια επανάσταση, που οδήγησε στη σύλληψη του βυζαντινού διοικητή Θεοδώρου Συναδηνού και στη φυλάκισή του. Τα γεγονότα αυτά προκάλεσαν την άµεση αντίδραση της κυβέρνησης της Κωνσταντινούπολης. Την άνοιξη του 1340 ο Ανδρόνικος Γ µε τον Ιωάννη Καντακουζηνό και τον

στρατό τους πραγµατοποίησαν µία ακόµη εκστρατεία στη δυτική Ελλάδα, νίκησαν γρήγορα κάθε αντίδραση και αποκατέστησαν τη βυζαντινή κυριαρχία στην Ήπειρο. Νέος διοικητής της περιοχής διορίστηκε ο Ιωάννης Άγγελος, ενώ ο Θεόδωρος Συναδηνός ανέλαβε τη διοίκηση της Θεσσαλονίκης. Ο Νικηφόρος παραδόθηκε στον Ιωάννη Καντακουζηνό, τιµήθηκε µε τον τίτλο του πανυπερσέβαστου και ακολούθησε τον στρατό του αυτοκράτορα, που επέστρεψε στη Θεσσαλονίκη. Με τις τελευταίες αυτές επιχειρήσεις το κράτος των Παλαιολόγων γνώριζε τη µεγαλύτερη επέκταση του στη Βαλκανική Χερσόνησο και θα µπορούσε να υποστηρίξει κανείς ότι οι κατακτήσεις αυτές αντιστάθµιζαν τις απώλειες στη Μικράς Ασία. Δυστυχώς οι νέες κατακτήσεις δε θα παρέµεναν για πολύ στην αυτοκρατορία. Τα αµέσως επόµενα χρόνια Σέρβοι, Αλβανοί και η ιταλική οικογένεια των Τόκκων θα κυριαρχήσουν στη Θεσσαλία, στην Ήπειρο και στη δυτική Στερεά Ελλάδα επωφελούµενοι από µια νέα δυναστική έριδα που ξέσπασε στο Βυζάντιο µετά τον πρόωρο θάνατο του Ανδρόνικου Γ. Ο τελευταίος επέστρεψε άρρωστος από την τελευταία εκστρατεία του στην Ήπειρο και πέθανε στην Κωνσταντινούπολη τον Ιούνιο του 1341. Ο εµφύλιος πόλεµος µεταξύ Καντακουζηνών και Παλαιολόγων (1341-7) Όταν πέθανε ο Ανδρόνικος Γ το 1341, ο πρωτότοκος γιος και διάδοχος του Ιωάννης Ε Παλαιολόγος ήταν µόλις εννέα ετών και δεν ήταν ακόµη εστεµµένος συναυτοκράτορας, αφού ο πατέρας του δεν είχε φροντίσει γι αυτό. Την αντιβασιλεία διεκδίκησε πρώτος ο εµπνευστής της πολιτικής των τελευταίων χρόνων, ο στενός φίλος και συνεργάτης του Ανδρόνικου Γ, ο Ιωάννης Καντακουζηνός. Αρκετοί ήταν εκείνοι που πίστευαν ότι ο Καντακουζηνός ήταν το πιο κατάλληλο πρόσωπο, για να αναλάβει τα ηνία της διακυβέρνησης του Κράτους τη δύσκολη αυτή στιγµή. Υπήρχαν όµως στην Κωνσταντινούπολη και φανατισµένοι αντίπαλοι του Καντακουζηνού. Η βασιλοµήτωρ Άννα της Σαβοΐας πάντοτε ήταν καχύποπτη απέναντι στις προθέσεις του Ιωάννη Καντακουζηνού, ενώ ο τότε πατριάρχης Ιωάννης ΙΔ Καλέκας (1334-47) φιλοδοξούσε να αναλάβει ο ίδιος την αντιβασιλεία. Αυτούς τους δύο συντόνισε ο µέγας δούκας Αλέξιος Απόκαυκος, ένας από τους παλιούς συνεργάτες του Ανδρονίκου Γ και του Καντακουζηνού, ο οποίος τα τελευταία χρόνια ως υπεύθυνος των οικονοµικών του κράτους είχε πλουτίσει υπερβολικά και διέθετε ακόµη και δικό του πύργο στα περίχωρα της Κωνσταντινούπολης.

Επωφελήθηκαν λοιπόν οι τρεις τους από µία έξοδο του Καντακουζηνού, για να διευθετήσει υποθέσεις στη Θράκη, έκλεισαν τις πύλες της πρωτεύουσας και σχηµάτισαν µια τριπρόσωπη αντιβασιλεία, µε πρόσχηµα τη διαφύλαξη των δικαιωµάτων του ανήλικου διαδόχου Ιωάννη Παλαιολόγου. Ο Ιωάννης Καντακουζηνός αποσύρθηκε στο Διδυµότειχο και στις 26 Οκτωβρίου του 1341, ηµέρα γιορτής του Αγίου Δηµητρίου, ανακηρύχτηκε από τον στρατό του αυτοκράτορας. Βέβαια δεν ακολούθησε στέψη, γιατί δεν υπήρχε πατριάρχης να τον στέψει, όπως γινόταν εδώ και πολλούς αιώνες στο Βυζάντιο. Η αναγόρευση όµως θεωρήθηκε αρκετή τόσο από τους οπαδούς του όσο και από τους αντιπάλους του, για να ξεκινήσει η αντιπαράθεση. Αυτή στάθηκε η αρχή ενός νέου εµφυλίου πολέµου που έµελλε να προκαλέσει µεγάλα δεινά στην αυτοκρατορία. Ο ίδιος ο Καντακουζηνός στο ιστοριογραφικό του έργο, που έχει τη µορφή αποµνηµονευµάτων, αλλά αποτελεί και µια µορφή απολογίας, χαρακτηρίζει τον δεύτερο εµφύλιο πόλεµο του 14ου αιώνα (1341-7) ως τον χειρότερο πόλεµο, που γνώρισαν ποτέ οι Ρωµαίοι και οδήγησε το κράτος στην καταστροφή. Ο Ιωάννης Καντακουζηνός δήλωσε από την αρχή ότι κηρύσσει τον πόλεµο κατά της αντιβασιλείας και όχι κατά του νόµιµου ανήλικου αυτοκράτορα και κατά την τελετή της επίσηµης αναγόρευσής του στο Διδυµότειχο αναφέρθηκαν πρώτα τα ονόµατα της Άννας Παλαιολογίνας και του γιου της Ιωάννη και µετά τα ονόµατα του Ιωάννη Καντακουζηνού και της συζύγου του Ειρήνης. Αυτό βέβαια δεν εµπόδισε την αντιβασιλεία να πάρει σκληρά µέτρα κατά των οπαδών του Καντακουζηνού στην Κωνσταντινούπολη, πολλούς από τους οποίους φυλάκισε και δήµευσε την περιουσία τους, ενώ επέτρεψε και στον ασύντακτο όχλο να προχωρήσει σε λεηλασίες, καταστροφές, ακόµη και δολοφονίες. Ανάµεσα σ αυτούς που ταλαιπωρήθηκαν ήταν και η γνωστή για τον µεγάλο της πλούτο µητέρα του Ιωάννη Καντακουζηνού Θεοδώρα, η οποία πέθανε από τις κακουχίες τον Ιανουάριο του 1342. Στο µεταξύ ο πατριάρχης Ιωάννης Καλέκας αποφάσισε τελικά να στέψει τον νεαρό Ιωάννη αυτοκράτορα και τον Νοέµβριο του 1341 πραγµατοποιήθηκε η επίσηµη στέψη του Ιωάννη Ε Παλαιολόγου. Έτσι η αντιβασιλεία απέκτησε µορφή νοµιµότητας, ενώ ο Ιωάννης Καντακουζηνός αφορίστηκε από τον πατριάρχη. Πολύ γρήγορα η διαµάχη εξελίχτηκε σε έναν σκληρό εµφύλιο πόλεµο, µέσα από τον οποίο εκδηλώθηκαν αντιθέ- Η Άννα της Σαβοΐας, σύζυγος του αυτοκράτορα Ανδρόνικου

σεις πολιτικές, κοινωνικές και θρησκευτικές, ενώ παράλληλα δόθηκε η ευκαιρία στους εξωτερικούς εχθρούς να αναµιχθούν στα εσωτερικά ζητήµατα της αυτοκρατορίας. Ο Καντακουζηνός ανήκε σε µία από τις πλουσιότερες οικογένειες του Βυζαντίου και φυσικό ήταν να συγκεντρώσει γύρω του πολλούς από τους µεγάλους γαιοκτήµονες της εποχής του. Αντίθετα η πλευρά των Παλαιολόγων υποστηρίχτηκε κατά κανόνα από τον αστικό πληθυσµό και κυρίως από τους φτωχότερους κατοίκους των πόλεων. Το τελικό αποτέλεσµα ήταν η οικονοµική και ηθική εξαθλίωση όλων των κατοίκων του βυζαντινού κράτους. Η πρώτη από τις πόλεις έξω από την πρωτεύουσα, που αντέδρασε στις ενέργειες του Καντακουζηνού ήταν η Αδριανούπολη. Εκεί οι αριστοκράτες φίλοι του Καντακουζηνού δεν πρόλαβαν να κινηθούν αποτελεσµατικά, όταν ο λαός της πόλης µε πρωτοβουλία κάποιου Βράνου, ανθρώπου ταπεινής καταγωγής, ξεσηκώθηκε και πήρε την κατάσταση στα χέρια του διώχνοντας από την πόλη τους περισσότερους από τους πλούσιους κατοίκους της. Η αντιβασιλεία από την Κωνσταντινούπολη έσπευσε να επωφεληθεί από τα γεγονότα και έστειλε στρατό, για να παραλάβει την Αδριανούπολη, στην οποία ο Αλέξιος Απόκαυκος διόρισε ως διοικητή τον µεγαλύτερο γιο του, Μανουήλ. Ακολούθησαν και άλλες µικρότερες πόλεις της Θράκης (το Περιθεώριον, η Βήρα) µε αντίστοιχα κινήµατα, αλλά παντού επικράτησε τελικά η αντιβασιλεία της Κωνσταντινούπολης. Ο Στη φωτογραφία το κάστρο του Διδυµότειχου, στο οποίο στέ- Χαρακτηρισµός του εµφυλίου πολέµου 1341-7 από τον Καντακουζηνό: «Μετά τον θάνατο του Ανδρονίκου του νέου αναθερµάνθηκε ο πιο ολέθριος από τους εµφυλίους πολέµους που µνηµονεύονται ανάµεσα στους Ρωµαίους και σχεδόν όλα σε λίγο διάστηµα ανατράπηκαν και καταστράφηκαν και κατάντησε το ακµαίο και µεγάλο βασίλειο των Ρωµαίων εντελώς ανίσχυρο και σαν είδωλο του παλαιού εαυτού του. Γι αυτό θεώρησα αναγκαίο να αφηγηθώ όσα συνέβησαν κατά τον πόλεµο αυτό, για να γνωρίσουν οι µεταγενέστεροι πόσων κακών αίτιος µπορεί να γίνει ο φθόνος, που καταστρέφει όχι µόνο αυτούς εναντίον των οποίων στρέφεται, αλλά και τους ίδιους τους φθονούντες, όπως ακριβώς φθείρει το σίδερο η σκουριά του». Ιωάννης Καντακουζηνός, τ. 2, σ. 12.

Καντακουζηνός αποδίδει τη γρήγορη καταστολή όλων των κινηµάτων, που ξέσπασαν σε πόλεις της Θράκης, στη γειτνίαση της περιοχής µε την Κωνσταντινούπολη και φαίνεται να έχει δίκιο. Από το Διδυµότειχο, όπου πέρασε τον χειµώνα του 1341/42, ο Καντακουζηνός έκανε έκκληση σε όλους τους φίλους και παλαιούς συνεργάτες του, που την εποχή αυτή ήταν διοικητές σε διάφορες επαρχιακές πόλεις, να ταχθούν µε το µέρος του και να τον υποστηρίξουν. Ο µόνος απ' αυτούς που, ύστερα από κάποιες αµφιταλαντεύσεις, εκδήλωσε την πρόθεσή του να ταχθεί στο στρατόπεδο του Καντακουζηνού και κατά της αντιβασιλείας στην Κωνσταντινούπολη ήταν ο τότε διοικητής της Θεσσαλονίκης, Θεόδωρος Συναδηνός. Την άνοιξη του 1342 λοιπόν ο Καντακουζηνός άφησε τη σύζυγό του Ειρήνη υπεύθυνη για τη φύλαξη του κάστρου στο Διδυµότειχο και ο ίδιος µε τον µισθοφορικό στρατό του προχώρησε δυτικά προς τη Θεσσαλονίκη ελπίζοντας ότι η κατοχή της δεύτερης πόλης της αυτοκρατορίας θα του επέφερε µεγάλα πλεονεκτήµατα. Περνώντας µάλιστα από τη Ρεντίνα κατέλαβε το κάστρο της και άφησε εκεί µια µικρή φρουρά. Στη Θεσσαλονίκη όµως δεν µπόρεσε να µπει, γιατί στο µεταξύ ένα τµήµα του πληθυσµού είχε στασιάσει και ανέλαβε την εξουσία υποχρεώνοντας τον Θεόδωρο Συναδηνό και την προσωπική φρουρά του να εγκαταλείψουν την πόλη. Προχώρησαν µάλιστα οι στασιαστές σε βιαιότητες εναντίον όλων όσων υποψιάζονταν ως φίλους του Καντακουζηνού και πολλοί από τους κατοίκους αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την πόλη ή να κρυφτούν. Οι επαναστάτες της Θεσσαλονίκης ονόµαζαν τους εαυτούς τους Ζηλωτές και φάνηκαν να θέλουν να έρθουν σε συνεννόηση µε την αντιβασιλεία στην Κωνσταντινούπολη. Ο πιο δραστήριος από τα µέλη της αντιβασιλείας, ο Αλέξιος Απόκαυκος, έσπευσε τότε µε πλοία στη Θεσσαλονίκη, για να αποτρέψει την είσοδο του Καντακουζηνού στην πόλη, πράγµα που το πέτυχε. Ο Καντακουζηνός βρέθηκε σε πολύ δύσκολη θέση, αποκοµµένος από τη βάση του στο Διδυµότειχο και περικυκλωµένος από εχθρούς. Οι αντίπαλοί του µάλιστα έκαναν µια επίδειξη δύναµης εναντίον του στο Γυναικόκαστρο, λίγο βορειότερα από τη Θεσσαλονίκη, και χωρίς να δώσουν µάχη τον υποχρέωσαν να υποχωρήσει και να περάσει σε σερβικό έδαφος. Ο Καντακουζηνός είχε πάντα την ικανότητα να κάνει φίλους και µε τη µεσολάβηση ενός απ' αυτούς, του Σέρβου ευγενή Ιωάννη Όλιβερ, ήρθε σε συνεννόηση και συναντήθηκε στην Πρίστινα µε τον ηγεµόνα των Σέρβων Στέφανο Δουσάν, ο οποίος Σχεδιαστική απεικόνιση της ακρόπολης του οικισµού της Μερική άποψη του Γυναικόκαστρου και του οικισµού.

φυσικά επιθυµούσε να βλέπει το βυζαντινό κράτος διχασµένο και διαιρεµένο σε παρατάξεις προκειµένου να πραγµατοποιήσει τα δικά του φιλόδοξα σχέδια, να επικρατήσει δηλαδή ο ίδιος στη Βαλκανική και να δηµιουργήσει ένα εκτεταµένο και δυνατό σερβικό κράτος. Η βασίλισσα Άννα προσπάθησε να δελεάσει τον Στέφανο Δουσάν να της παραδώσει τον Καντακουζηνό, αλλά αυτό ήταν κάτι που δεν συνέφερε για την ώρα τον Δουσάν, ο οποίος θεωρούσε την εποχή αυτή τον Ιωάννη Καντακουζηνό φιλοξενούµενο και προστατευόµενό του. Τον επόµενο χρόνο ο Καντακουζηνός ενισχυµένος από στρατεύµατα που του παραχώρησε ο Δουσάν αποπειράθηκε να καταλάβει τις Σέρρες, αλλά η αντίσταση των κατοίκων ήταν σθεναρή και τα τείχη της πόλης αποδείχτηκαν πολύ ισχυρά, ενώ στον στρατό των πολιορκητών έπεσε επιδηµική αρρώστια που οδήγησε τελικά την προσπάθεια σε πλήρη αποτυχία. Στο µεταξύ όµως οι µεγάλοι γαιοκτήµονες της Θεσσαλίας αναγνώρισαν τον Ιωάννη Καντακουζηνό ως αυτοκράτορα και αυτός έστειλε αµέσως τον συγγενή του Ιωάννη Άγγελο να παραλάβει την περιοχή και να την οργανώσει ως «κεφαλατίκιον». Στο ιστορικό του έργο ο Καντακουζηνός διασώζει ολόκληρο το σχετικό έγγραφο µε τον διορισµό του Ιωάννη Αγγέλου ως «κεφαλής» της Θεσσαλίας (την οποία αναφέρει και ως Μεγάλη Βλαχία) και τις οδηγίες για την οργάνωση του «κεφαλατικίου». Ο Ιωάννης Άγγελος γρήγορα επέκτεινε την κυριαρχία του και στη γειτονική Ήπειρο και έτσι η θέση του Καντακουζηνού ενισχύθηκε σηµαντικά. Η ενίσχυση όµως της θέσης του Καντακουζηνού σήµαινε τη λήξη της συνεργασίας του µε τους Σέρβους. Ο Στέφανος Δουσάν υποστήριζε τη δυαρχία στο Βυζάντιο και δεν επιθυµούσε να υπερισχύσει η µία ή η άλλη παράταξη. Γι αυτό εγκατέλειψε τον Ιωάννη Καντακουζηνό µόλις είδε να ισχυροποιείται η θέση του. Ο Καντακουζηνός όµως δεν άργησε να βρει νέους συµµάχους. Ήδη τον χειµώνα του 1342 είχε έρθει σε επαφή µε τον παλιό του γνώριµο, τον Τουρκοµάνο εµίρη του Αϊδινίου Οµούρ, ο οποίος την εποχή αυτή χρησιµοποιούσε ως ναυτική βάση του το λιµάνι της Σµύρνης. Ο Καντακουζηνός ζήτησε από τον Οµούρ να φροντίσει για την ανακούφιση της συζύγου του Ειρήνης, η οποία µε µια αριθµητικά περιορισµένη φρουρά βρισκόταν περιτριγυρισµένη από εχθρικά στρατεύµατα και αποκλεισµένη στο Διδυµότειχο. Ο Οµούρ έσπευσε να ικανοποιήσει το αίτηµα του φίλου του, έπλευσε µε τα πλοία του ως τις εκβολές του Έβρου και από εκεί οδήγησε προσωπικά τον στρατό του βόρεια έως το Διδυµότειχο, ενίσχυσε την Το Γυναικόκαστρο κοντά στη Θεσσαλονίκη χτίστηκε το 1328 Η εµφάνιση νέας έκδοσης αση- µένιων δηναρίων όπου απεικονί-

άµυνα της πόλης, άφησε νέα φρουρά και επέστρεψε στη Σµύρνη. Η σύντοµη αυτή παρέµβαση του Οµούρ ήταν µια µεγάλη διπλωµατική επιτυχία για τον Καντακουζηνό, αλλά τα τουρκικά στρατεύµατα προκάλεσαν τροµερή καταστροφή στις περιοχές της Θράκης απ όπου πέρασαν και σκόρπισαν τον τρόµο στους κατοίκους. Την ίδια εποχή ο πάπας Κλήµης ΣΤ (1342-52) έκανε µια νέα προσπάθεια να ανανεώσει την αντιτουρκική Ένωση (Λίγκα) των χριστιανικών δυνάµεων στην ανατολική Μεσόγειο. Η βασίλισσα Άννα προσπάθησε να επωφεληθεί από την κίνηση αυτή, δεν κατάφερε όµως να έχει κανένα θετικό αποτέλεσµα. Ζήτησε ακόµη τη βοήθεια της Γένουας και της Βενετίας, αλλά καµία από τις ιταλικές Δηµοκρατίες δεν ήταν πρόθυµη να της προσφέρει βοήθεια χωρίς ουσιαστικά ανταλλάγµατα. Έτσι η Άννα προχώρησε σε µια ενέργεια απελπισίας. Τον Αύγουστο του 1343 έδωσε ως ενέχυρο στη Βενετία τα κοσµήµατα του στέµµατος των βυζαντινών αυτοκρατόρων και πήρε ως αντάλλαγµα 30.000 δουκάτα, τα οποία έφεραν κάποια ανακούφιση στην αντιβασιλεία της Κωνσταντινούπολης. Τα έξοδα για τον εµφύλιο πόλεµο ήταν βέβαια πολλά, αλλά ακόµη µεγαλύτερη ήταν η φιλοχρηµατία της βασίλισσας Άννας και του Αλεξίου Αποκαύκου, όπως κατηγορηµατικά επισηµαίνει ο Νικηφόρος Γρηγοράς. Τα κοσµήµατα του στέµµατος βέβαια ποτέ πια δε στάθηκε δυνατόν να επιστρέψουν στο Βυζάντιο. Την άνοιξη του 1343 ο Καντακουζηνός ήταν ακόµη αποκλεισµένος στη Μακεδονία. Ο Οµούρ του Αϊδινίου έπλευσε για άλλη µια φορά προς διάσωση του φίλου του. Με 200 πλοία έφτασε στον κόλπο της Θεσσαλονίκης, υποχρέωσε τον Αλέξιο Απόκαυκο και τον στόλο του που βρίσκονταν ήδη στην περιοχή να επιστρέψουν βιαστικά στην Κωνσταντινούπολη και διευκόλυνε τελικά τον Καντακουζηνό να ανοίξει τον δρόµο του προς τη Θράκη και να φτάσει στη βάση του στο Διδυµότειχο. Άφησε όµως ο Καντακουζηνός στη Βέροια τον δευτερότοκο γιο του Μανουήλ, υπεύθυνο για την κατάσταση στη Μακεδονία. Τα τείχη της Θεσσαλονίκης εξακολουθούσαν να παραµένουν απόρθητα για τον Καντακουζηνό και τους συµµάχους του. Στη δεύτερη σε µέγεθος και σηµασία πόλη της αυτοκρατορίας την εξουσία ασκούσαν ακόµη οι Ζηλωτές έχοντας µια χαλαρή εξάρτηση από την αντιβασιλεία στην Κωνσταντινούπολη. Κατά διαστήµατα η διακυβέρνηση των Ζηλωτών υπήρξε πολύ σκληρή στρεφόµενη κυρίως κατά των οπαδών του Καντακουζηνού και κατά των Ησυχαστών. Ο Ησυχασµός ήταν ένα θρησκευτικό και πνευµατικό κίνηµα που είχε εµφανιστεί σχεδόν Κιονόκρανα µε µονογράµµατα του Αλέξιου Απόκαυκου, τα

δύο δεκαετίες νωρίτερα και απέβλεπε στην επιστροφή του χριστιανισµού σε πιο αγνές και µυστικιστικές µορφές λατρείας. Το κίνηµα ξεκίνησε από το Άγιον Όρος, απλώθηκε στη Θεσσαλονίκη και από εκεί σε ολόκληρο τον ορθόδοξο κόσµο. Κύριος αντίπαλος του ησυχασµού υπήρξε αρχικά ο Βαρλαάµ ο Καλαβρός, ένας αυστηρός λόγιος από την Καλαβρία της Νότιας Ιταλίας. Οι σχετικές θεολογικές συζητήσεις του είχαν προκαλέσει µεγάλη αναστάτωση στους κύκλους της Κωνσταντινούπολης κατά τη δεκαετία του 1330. Τελικά µια Σύνοδος το καλοκαίρι του 1341, λίγες µόνο µέρες πριν από τον θάνατο του Ανδρονίκου Γ, είχε καταδικάσει τις απόψεις του Βαρλαάµ του Καλαβρού, ο οποίος εγκατέλειψε το Βυζάντιο, επέστρεψε στην Ιταλία και τελικά προσχώρησε στην παπική εκκλησία. Η αναστάτωση όµως που προκλήθηκε µετά τον θάνατο του Ανδρονίκου Γ έφερε και πάλι το θέµα στο προσκήνιο και ο Ησυχασµός αποτέλεσε ένα από τα σηµεία αντιπαλότητας ανάµεσα στις αντιµαχόµενες παρατάξεις. Ο Καντακουζηνός υποστήριξε τον Ησυχασµό, ενώ οι αντίπαλοί του, και κυρίως ο πατριάρχης Ιωάννης Καλέκας, ήταν αντιησυχαστές. Από θεωρητική άποψη τη δεκαετία του 1340 και έως τον θάνατό του το 1346/7 ηγήθηκε των αντιησυχαστών ο Γρηγόριος Ακίνδυνος, ενώ αργότερα αναδείχτηκε ως ηγετική µορφή των πολέµιων του Ησυχασµού ο γνωστός ιστοριογράφος και λόγιος Νικηφόρος Γρηγοράς. Ο κυριότερος ηγέτης και υπερασπιστής των απόψεων των ησυχαστών υπήρξε ο Γρηγόριος Παλαµάς, ο οποίος µε τα συγγράµµατά του υποστήριξε την ορθότητα των θέσεων του Ησυχασµού και βοήθησε στην τελική ένταξη του κινήµατος στο ορθόδοξο δόγµα. Γι αυτό οι ησυχαστές αναφέρονται συχνά και ως παλαµίτες και ο Γρηγόριος Παλαµάς µετά τον θάνατό του το 1359 τιµήθηκε ως άγιος της ορθόδοξης Εκκλησίας. Το 1344 ο Ιωάννης Καντακουζηνός έχοντας ως βάση το Διδυµότειχο και στηριζόµενος σε συµµαχικά του τουρκικά στρατεύµατα άρχισε να σηµειώνει σηµαντικές επιτυχίες στη Θράκη και παλαιοί συνεργάτες της αντιβασιλείας φάνηκαν να αλλάζουν στρατόπεδο και να προσέρχονται στην παράταξή του. Την ίδια χρονιά όµως έχασε την υποστήριξη του πιστότερου συµµάχου του, του εµίρη του Αϊδινίου Οµούρ. Γιατί τη χρονιά αυτή η αντιτουρκική Ένωση (Λίγκα) των Δυτικών κατάφερε επιτέλους να καταλάβει το λιµάνι της Σµύρνης και να στερήσει από τον Οµούρ τη σηµαντικότερη έξοδό του προς το Αιγαίο. Ο Οµούρ κατανάλωσε όλες του τις δυνάµεις τα επόµενα χρόνια και έως τον θάνατό του το 1348 στην προσπάθεια για την ανακατάληψη της Σµύρνης. Ο ίδιος σκοτώθηκε στην Στη φωτογραφία, εννέα µετάλλινα επιρράµµατα από φύλλα

προσπάθειά του αυτή χωρίς να µπορέσει να ξαναπάρει το σηµαντικό λιµάνι της µικρασιατικής ακτής. Η Σµύρνη θα παραµείνει στα χέρια των δυτικών δυνάµεων για περισσότερο από µισό αιώνα, έως την επιδροµή των Μογγόλων στη Μικρά Ασία το 1402. Ο Καντακουζηνός όµως δε δυσκολεύτηκε να βρει άλλους συµµάχους ανάµεσα στους Τουρκοµάνους εµίρηδες της Μικράς Ασίας. Ύστερα από µια πρόσκαιρη συνεργασία µε τον εµίρη της Λυδίας Σαρουχάν στράφηκε αποφασιστικά προς τον αρχηγό των Οθωµανών Ορχάν, ο οποίος αποδείχτηκε πολύ πρόθυµος να εµπλακεί στην εµφύλια διαµάχη των Βυζαντινών. Ο Καντακουζηνός µάλιστα έδωσε σε γάµο στον Ορχάν τη δευτερότοκη κόρη του Θεοδώρα. Φυσικά δεν επρόκειτο για κανονικό γάµο, γιατί κάτι τέτοιο δεν µπορούσε να γίνει ανάµεσα σε έναν µουσουλµάνο και µια χριστιανή, η παράδοση της µόλις εξάχρονης νύφης όµως έγινε µε µια επίσηµη τελετή στη Σηλύβρια, στην ευρωπαϊκή ακτή της θάλασσας του Μαρµαρά, και την παρακολούθησαν όλα τα µέλη της οικογένειας του Καντακουζηνού. Ούτε έγινε η Θεοδώρα µια απλή οδαλίσκη στο χαρέµι του Ορχάν, αλλά διατήρησε µια ξεχωριστή θέση, έµεινε πιστή στην ορθόδοξη χριστιανική πίστη της και άσκησε ένα πλούσιο φιλανθρωπικό έργο προς τους φτωχούς και τους αιχµαλώτους των Οθωµανών. Επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη µετά τον θάνατο του Ορχάν το 1362. Η σύγχρονη βιβλιογραφία κατηγόρησε συχνά τον Καντακουζηνό που έδωσε την κόρη του σε έναν ηµιβάρβαρο ηγεµόνα, για να εξασφαλίσει στρατιωτική βοήθεια για τη συνέχιση του εµφυλίου πολέµου. Κάτι τέτοιο όµως ήταν µια συνηθισµένη πολιτική για τις βυζαντινές αυτοκρατορικές οικογένειες και δεν αποτελούσε πρωτοτυπία του Καντακουζηνού. Το χειρότερο ήταν ότι τα τουρκικά στρατεύµατα που προσέφερε ο Ορχάν προς ενίσχυση του γαµπρού του ήταν ακόµη πιο άγρια από τον στρατό του Οµούρ και µε τις καταστροφές που προκαλούσαν µε το πέρασµά τους µετέτρεψαν πολύ γρήγορα τη Θράκη σε «έρηµη χώρα». Κάτω από τις συνθήκες αυτές η αντιβασιλεία βρέθηκε σε πολύ δύσκολη θέση και στη βυζαντινή πρωτεύουσα παρουσιάστηκαν µεγάλες ελλείψεις ακόµη και από βασικά τρόφιµα. Ο Αλέξιος Απόκαυκος προχώρησε σε νέες προγραφές ευκατάστατων κατοίκων της Κωνσταντινούπολης προκειµένου να εξασφαλίσει και πάλι χρήµατα. Στις 11 Ιουλίου του 1345 επισκέφθηκε µόνος του, χωρίς την προσωπική του φρουρά, τους φυλακισµένους στις φυλακές των ανακτόρων, πιθανότατα για να τους πιέσει να του οµολογήσουν πού Ο µέγας δούκας Αλέξιος Απόκαυκος, πρωταγωνιστής των

είχαν κρυµµένα τα χρήµατά τους. Οι φυλακισµένοι όµως επιτέθηκαν στον Απόκαυκο και τον σκότωσαν. Πλήρωσαν βέβαια πολύ ακριβά την ενέργειά τους αυτή, γιατί οι περισσότεροι, πάνω από 200 σύµφωνα µε τις πηγές, εκτελέστηκαν αµέσως από τους µισθοφόρους στρατιώτες των ανακτόρων. Ο Καντακουζηνός δεν πρόλαβε να επωφεληθεί αµέσως από τη δολοφονία του πιο δραστήριου από τους αντιπάλους του. Ο ίδιος προσπαθούσε την περίοδο αυτή να αποτρέψει την κατάληψη των Σερρών από τον Στέφανο Δουσάν και δεν βρισκόταν κοντά στην Κωνσταντινούπολη. Έδωσε έτσι την ευκαιρία στα άλλα δύο µέλη της αντιβασιλείας, τη βασίλισσα Άννα και τον πατριάρχη Ιωάννη Καλέκα, να κυριαρχήσουν και πάλι στην πρωτεύουσα. Είναι φανερό όµως ότι η δολοφονία του Αλεξίου Αποκαύκου σήµανε την αρχή του τέλους για τον σκληρό εµφύλιο πόλεµο. Το ίδιο καλοκαίρι του 1345 ο γιος του Αλεξίου, ο Ιωάννης Απόκαυκος, αντιπρόσωπος της κεντρικής κυβέρνησης στη Θεσσαλονίκη είχε την ίδια τύχη µε τον πατέρα του. Δυσαρεστηµένος από τη διακυβέρνηση των Ζηλωτών, οι οποίοι εξακολουθούσαν να κρατούν την εξουσία στα χέρια τους παραµερίζοντας τον ίδιο σε δευτερεύουσα θέση, προκάλεσε τον θάνατο του αρχηγού τους Μιχαήλ Παλαιολόγου και στη συνέχεια προσπάθησε να έρθει σε συνεννόηση µε τους Καντακουζηνικούς στη Βέροια και να ζητήσει ενισχύσεις από τον γιο του Ιωάννη, τον Μανουήλ Καντακουζηνό, για να µπορέσει να νικήσει τους Ζηλωτές και να οδηγήσει την πόλη στην παράταξη του Καντακουζηνού. Πριν προλάβει όµως να προχωρήσει περισσότερο οι Ζηλωτές αντέδρασαν έντονα και µε νέο αρχηγό τον µετριοπαθή έως τότε Ανδρέα Παλαιολόγο περικύκλωσαν τον Ιωάννη Απόκαυκο και τους οπαδούς του στην ακρόπολη της πόλης και τους σκότωσαν σχεδόν όλους. Στη Θεσσαλονίκη ακολούθησε ένα νέο κύµα βιαιοτήτων και καταστροφών µε τους Ζηλωτές να µένουν και πάλι απόλυτοι κυρίαρχοι στην πόλη. Η προσπάθεια της Άννας της Σαβοΐας να συµµαχήσει µε τους Βουλγάρους δεν είχε ουσιαστικά αποτελέσµατα, ενώ ο Καντακουζηνός µε τους Τούρκους συµµάχους του κυριάρχησε σταδιακά σε ολόκληρη τη Θράκη. Σηµαντικό ρόλο στη Θράκη έπαιξε την εποχή αυτή και ένας τοπικός άρχοντας, ο Μοµτσίλο, ο οποίος, αφού άλλαξε στρατόπεδο αρκετές φορές υποστηρίζοντας άλλοτε τον Καντακουζηνό και άλλοτε την αντιβασιλεία, εγκαταστάθηκε ως ανεξάρτητος ηγεµόνας στη Ροδόπη και απειλούσε όλη τη γύρω περιοχή. Τελικά τα συµµαχικά στον Καντακουζηνό τουρκικά στρατεύµατα, κατόρθωσαν να Κούπα που ανήκε σε βασιλικούς ή κοσµικούς και εκκλησι-

τον εξουδετερώσουν το 1345. Η στροφή του ενδιαφέροντος του Ιωάννη Καντακουζηνού προς τη Θράκη είχε αρνητική εξέλιξη για τις δυτικότερες βυζαντινές επαρχίες. Ο Στέφανος Δουσάν κατέλαβε τις Σέρρες τον Σεπτέµβριο του 1345 και στη συνέχεια άλλα µικρότερα κάστρα στη Μακεδονία. Όπως ο ίδιος άφηνε να εννοηθεί, επόµενος στόχος του ήταν η Θεσσαλονίκη και, γιατί όχι, η ίδια η Κωνσταντινούπολη. Την ηµέρα του Πάσχα, τον Απρίλιο του 1346, στα Σκόπια ο Δουσάν στέφθηκε αυτοκράτορας «Σέρβων και Ρωµαίων», από τον αρχιεπίσκοπο της Σερβικής Εκκλησίας, τον οποίο ο ίδιος είχε αναγάγει σε πατριάρχη. Οι απώτερες φιλοδοξίες του ήταν πια ολοφάνερες. Έναν µήνα αργότερα, τον Μάιο του 1346, ο Καντακουζηνός, παρακινηµένος από την αντίστοιχη ενέργεια του Δουσάν, επωφελήθηκε από την παρουσία του πατριάρχη Ιεροσολύµων στην περιοχή και στέφτηκε και ο ίδιος αυτοκράτορας στην Αδριανούπολη. Εκπλήρωσε έτσι µια υπόσχεση που είχε δώσει στον εαυτό του και στους οπαδούς του τέσσερα χρόνια νωρίτερα κατά την ανακήρυξή του στο Διδυµότειχο. Εξακολούθησε βέβαια να διακηρύσσει ότι συναυτοκράτορας του παρέµενε ο νόµιµος διάδοχος του Η µεταφορά του διοικητικού κέντρου της Βασιλεύουσας Ο Καντακουζηνός παρουσιάζει ως εξής τη συµφωνία του Φεβρουαρίου 1347: «Συµφώνησαν να βασιλεύουν µαζί ο βασιλέας Καντακουζηνός και ο Ιωάννης Παλαιολόγος, ο νέος βασιλέας. Και να έχουν καλές σχέσεις µεταξύ τους και την καλή διάθεση που ταιριάζει ανάµεσα σε πατέρες και παιδιά. Και να υπακούει ο νέος βασιλέας στον πρεσβύτερο σε όλα λόγω της ηλικίας του και για δέκα χρόνια να του παραχωρήσει το δικαίωµα να παίρνει τις αποφάσεις και να τις εκτελεί. Και ύστερα από δέκα χρόνια θα µπορεί να συµµετέχει στην εξουσία. Τέτοιοι όρκοι αποφασίστηκαν και ορκίστηκε ο ίδιος ο βασιλιάς και η βασίλισσα Άννα µαζί µε τον γιο της ότι ποτέ δεν θα τους παραβούν. Και όταν ολοκληρώθηκαν οι όρκοι, αυτοί που ήταν µέσα στο παλάτι άνοιξαν τις πύλες των ανακτόρων και υποδέχτηκαν τον βασιλέα στις 8 Φεβρουαρίου του έτους 6855, ινδικτιώνα 15η (δηλ. 6855-5508=1347)». Ιωάννης Καντακουζηνός τ. 2, σ. 614-5.

θρόνου Ιωάννης Ε Παλαιολόγος και όχι ο πρωτότοκος γιος του Ματθαίος, όπως επιζητούσαν κάποιοι από τους θερµούς υποστηρικτές του. Μέσα στην Κωνσταντινούπολη η κατάσταση συνεχώς χειροτέρευε, αλλά ο Καντακουζηνός δεν βιάστηκε να επωφεληθεί από την αυξανόµενη δυσαρέσκεια κατά της αντιβασιλείας. Τους τελευταίους µήνες του 1346 εγκαταστάθηκε στη Σηλυβρία, για να µπορεί να παρακολουθεί από κοντά τις εξελίξεις µέσα στην πρωτεύουσα. Τελικά στις 2 Φεβρουαρίου του 1347 ύστερα από συνεννόηση µε τον Γενουάτη µισθοφόρο Φακεολάτο και τους ανθρώπους του ο Καντακουζηνός µε µια προσωπική φρουρά από 1.000 περίπου στρατιώτες µπήκε στην Κωνσταντινούπολη και πολιόρκησε για λίγες µέρες τα ανάκτορα των Βλαχερνών και στις 8 Φεβρουαρίου έγινε δεκτός στο παλάτι από την Άννα της Σαβοΐας και τους γιους της. Η συµφωνία που υπογράφηκε τότε στα ανάκτορα των Βλαχερνών παραχωρούσε την εξουσία για δέκα χρόνια στον Ιωάννη ΣΤ Καντακουζηνό, ενώ ο νεαρός Ιωάννης Ε Παλαιολόγος, που ήταν τότε 15 ετών, παρέµενε συµβασιλέας. Παράλληλα ο Ιωάννης Καντακουζηνός υποσχέθηκε αµνηστία για όλους όσους είχαν εµπλακεί στον εµφύλιο πόλεµο των τελευταίων έξι χρόνων. Λίγο νωρίτερα ο αντιησυχαστής πατριάρχης Ιωάννης Καλέκας είχε καθαιρεθεί από σύνοδο, την οποία συγκάλεσε η βασίλισσα Άννα ως ένδειξη καλής θέλησης προς τους ησυχαστές οπαδούς του Καντακουζηνού. Η επικράτηση του Καντακουζηνού σήµανε τη λήξη του µακροχρόνιου και αιµατηρού εµφυλίου πολέµου και πανηγυρίστηκε όχι µόνο από τους οπαδούς του αλλά και από τους περισσότερους κατοίκους της βυζαντινής πρωτεύουσας. Ο λόγιος Δηµήτριος Κυδώνης, στενός συνεργάτης τα επόµενα χρόνια του αυτοκράτορα, συνέγραψε δύο πανηγυρικούς λόγους, στους οποίους επαινεί τον Καντακουζηνό περισσότερο για την επιείκεια και την ανοχή του απέναντι στους αντιπάλους του παρά για την επιτυχία του να µπει νικητής στην Κωνσταντινούπολη και ουσιαστικά να κερδίσει τον εµφύλιο πόλεµο. Το κίνηµα των Ζηλωτών στη Θεσσαλονίκη (1342-50) Από όλα τα επαναστατικά κινήµατα που ξέσπασαν στις πόλεις της Βυζαντινής αυτοκρατορίας κατά τη διάρκεια του εµφυλίου πολέµου µεταξύ του Ιωάννη Καντακουζηνού και της αντιβασιλείας του Ιωάννη Ε Παλαιολόγου το µεγαλύτερο σε χρονική έκταση και σε ένταση ήταν το κίνηµα των Ζηλωτών στη Θεσσαλονίκη. Το καλοκαίρι του 1342 Δηνάριο Νεµανιδών, πιθανότατα του κράλη της Σερβίας,

µια οµάδα των κατοίκων της πόλης εξεγέρθηκε και υποχρέωσε τον διοικητή της πόλης Θεόδωρο Συναδηνό µε τη φρουρά του να εγκαταλείψει τη Θεσσαλονίκη. Στη συνέχεια οι επαναστάτες οργανώθηκαν και επέβαλαν την εξουσία τους στην πόλη, χρησιµοποιώντας συχνά βίαια µέσα και στρεφόµενοι κυρίως κατά των φίλων του Καντακουζηνού, τους οποίους και έδιωξαν έξω από τα τείχη ή τους ανάγκασαν να κρυφτούν. Η αντιβασιλεία από την Κωνσταντινούπολη έσπευσε να επωφεληθεί από την αναστάτωση που προκλήθηκε στη δεύτερη πόλη της αυτοκρατορίας και ο Αλέξιος Απόκαυκος κατέπλευσε µε πλοία στο λιµάνι της Θεσσαλονίκης, ενίσχυσε τους επαναστάτες και τους βοήθησε να αποτρέψουν την είσοδο του Καντακουζηνού στην πόλη. Οι επαναστάτες αυτοονοµάστηκαν Ζηλωτές και στην αρχή ήταν µια ολιγάριθµη οµάδα, σταδιακά όµως ενέταξαν στις τάξεις τους περισσότερους πολίτες και έγιναν πολυάριθ- µοι. Τα επόµενα χρόνια η Θεσσαλονίκη διοικήθηκε από τους αρχηγούς των Ζηλωτών και από έναν αντιπρόσωπο της κεντρικής κυβέρνησης της Κωνσταντινούπολης, ο οποίος όµως δεν ασκούσε ουσιαστική εξουσία. Γνωστά ονόµατα συνεργατών της αντιβασιλείας στάλθηκαν κατά διαστήµατα στη Θεσσαλονίκη, όπως ο Ιωάννης Βατάτζης και ο δευτερότοκος γιος του Αλεξίου Αποκαύκου, Ιωάννης Απόκαυκος. Οι κάτοικοι της πόλης πέρασαν βέβαια εξαιρετικά δύσκολες ώρες, γιατί βρέθηκαν για µεγάλα χρονικά διαστήµατα αποκοµµένοι από την ύπαιθρο και τις καλλιεργήσιµες εκτάσεις έξω από τα τείχη, τις οποίες λεηλατούσαν σερβικά ή τουρκικά στρατεύµατα, συµµαχικά της µιας ή της άλλης παράταξης. Μεγάλη κρίση πέρασε το καθεστώς της Θεσσαλονίκης το καλοκαίρι του 1345, όταν ο Ιωάννης Απόκαυκος εκδήλωσε τη δυσαρέσκειά του προς τον αρχηγό των Ζηλωτών Μιχαήλ Παλαιολόγο, ο οποίος έπαιρνε όλες τις σηµαντικές αποφάσεις για την πόλη, και προκάλεσε τη δολοφονία του. Στη συνέχεια προσπάθησε να έρθει σε συνεννόηση µε τον Μανουήλ Καντακουζηνό, που την εποχή αυτή έδρευε στη Βέροια, και να αλλάξει στρατόπεδο. Η αντίδραση όµως ήρθε γρήγορα από τους Ζηλωτές, οι οποίοι µε νέο αρχηγό τον Ανδρέα Παλαιολόγο συνέλαβαν και σκότωσαν τον Ιωάννη Απόκαυκο και τους οπαδούς του. Ένα νέο κύµα βιαιοτήτων, δηµεύσεων και φόνων ξέσπασε µέσα στην πόλη και οι Ζηλωτές, αφού επέβαλαν την απόλυτη θέλησή τους, έµειναν κυρίαρχοι στη Θεσσαλονίκη ακόµη και µετά την επικράτηση του Ιωάννη Καντακουζηνού στην Κωνσταντινούπολη και το τέλος του εµφυλίου πολέµου το 1347.

Μόνο το 1350 οι Ζηλωτές, αποκοµµένοι εντελώς από τη γύρω περιοχή και έχοντας χάσει τα λαϊκά τους ερείσµατα, επειδή σχεδίαζαν να παραδώσουν την πόλη στον Στέφανο Δουσάν, αναγκάστηκαν να παραιτηθούν από την εξουσία. Ο αρχηγός τους Ανδρέας Παλαιολόγος αποσύρθηκε ως µοναχός στο Άγιον Όρος και ο Ιωάννης ΣΤ Καντακουζηνός, συνοδευόµενος από το νεαρό Ιωάννη Ε Παλαιολόγο έγιναν δεκτοί στη συµβασιλεύουσα. Μεσολαβητικός και θετικός στις εξελίξεις αυτές πρέπει να ήταν ο ρόλος του τελευταίου εκπροσώπου της κεντρικής κυβέρνησης στη Θεσσαλονίκη, του Αλεξίου Λάσκαρη Μετοχίτη. Από τότε έπαψε η αποµόνωση της πόλης και η Θεσσαλονίκη εντάχθηκε µέσα στο γενικότερο διοικητικό πλαίσιο της Αυτοκρατορίας. Πρόβληµα παραµένει η µονόπλευρη πληροφόρηση για τα γεγονότα της Θεσσαλονίκης, εφόσον όλοι οι σύγχρονοι συγγραφείς που αναφέρονται στο κίνηµα είναι εχθρικά διατεθειµένοι απέναντι στους Ζηλωτές. Τόσο οι ιστοριογράφοι της εποχής, ο Ιωάννης Καντακουζηνός και ο Νικηφόρος Γρηγοράς, όσο και οι λόγιοι, όπως ο Δηµήτριος Κυδώνης και ο µετέπειτα πατριάρχης Φιλόθεος Κόκκινος (1353-4 και 1364-76) ή ο µετέπειτα µητροπολίτης Θεσσαλονίκης Γρηγόριος Παλαµάς, βλέπουν την επανάσταση των Ζηλωτών ως µια «αταξία και σύγχυση», που δεν ταιριάζει στη σωστή, παραδοσιακή και δίκαιη διαβίωση. Όλοι οι παραπάνω συγγραφείς είναι αριστοκρατικής καταγωγής, ανήκουν στην παράταξη του Καντακουζηνού και δεν µπορούν να βρουν τίποτε θετικό στο κίνηµα της Θεσσαλονίκης. Μόνο τα Βραχέα Χρονικά, γραµµένα από ανώνυµους συγγραφείς, κάνουν κάποιες σύντοµες µνείες στην επανάσταση της Θεσσαλονίκης και παρουσιάζουν την κατάσταση πιο ουδέτερα, όχι όµως εντελώς θετικά. Είναι λοιπόν πολύ δύσκολο σήµερα να σχηµατίσουµε µια σαφή εικόνα για όσα συνέβησαν στη Θεσσαλονίκη από το 1342 ως το 1350. Οπωσδήποτε το καθεστώς που επέβαλαν οι Ζηλωτές ήταν παράξενο για τα βυζαντινά δεδοµένα. Ο Νικηφόρος Γρηγοράς στη Ρωµαϊκή Ιστορία του συγκρίνει το πολίτευµα των Ζηλωτών µε όλα τα παλαιότερα πολιτεύµατα που γνώριζε και το βρίσκει εντελώς ιδιόρρυθµο. Είναι όµως εντελώς απίθανο να φανταστούµε ότι οι Ζηλωτές διατήρησαν την εξουσία στη Θεσσαλονίκη για οκτώ χρόνια έχοντας συνεχώς εχθρικές σχέσεις µε την πλειονότητα των κατοίκων της. Και είναι επίσης απλοϊκό να πιστέψουµε ότι οι φτωχοί κάτοικοι ήταν οι επαναστάτες και όλοι οι πλούσιοι αντίπαλοί τους. Οι κάτοικοι της Θεσσαλονίκης, όπως και όλοι οι κάτοικοι των µεγάλων πόλεων της αυτοκρατορίας την εποχή αυτή, Ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαµάς σε λεπτοµέρεια από το παρεκ-

ονοµάζονται γενικά πολίτες και χωρίζονται σε τρεις κατηγορίες, τρεις µοίρες, όπως λένε οι πηγές. Την πρώτη µοίρα αποτελούσαν η βουλή και οι άριστοι, οι εν τέλει, οι µάλιστα εν λόγω, οι δυνατοί, δηλαδή οι πιο πλούσιοι από τους κατοίκους, αυτοί που συµµετείχαν στη διοίκηση της πόλης, «οἷς ἦσαν κτήσεις ἀγρών καί ἀγέλαι ποιµνίων καί ζεύγη βοῶν» σύµφωνα µε τον Νικηφόρο Γρηγορά. Όλοι αυτοί στήριζαν τον πλούτο και τη δύναµή τους στην αγροτική οικονοµία, στην οποία κατά παράδοση στηρίζονταν όλες οι πλούσιες οικογένειες στο Βυζάντιο. Ακολουθούσε η δεύτερη ή µέση µοίρα, την οποία αποτελούσαν µικρότεροι ιδιοκτήτες Χαρακτηρισµός του Νικηφόρου Γρηγορά για το πολίτευµα των Ζηλωτών: «Η Θεσσαλονίκη δεν ήθελε να πάει µε κανέναν, ούτε µε τον Καντακουζηνό ούτε µε τον ηγεµόνα των Σέρβων. Γιατί στην πόλη επικρατούσε εδώ και καιρό µια επανάσταση και πρωτοστατούσε σ αυτήν η οµάδα των ονοµαζόµενων Ζηλωτών. Το πολίτευµά της δεν έµοιαζε µε κανένα άλλο πολίτευµα, γιατί δεν ήταν ολιγαρχικό, σαν αυτό που τα παλιά χρόνια ο Λυκούργος είχε επιβάλει στους Λακεδαιµονίους, ούτε δηµοκρατικό, όπως ήταν το πολίτευµα των Αθηναίων από τότε που ο Κλεισθένης διαίρεσε τις τέσσερις φυλές σε δέκα. Ούτε ήταν σαν το πολίτευµα που ο Ζάλευκος θεώρησε καλύτερο για τους Επιζεφύριους Λοκρούς ούτε σαν αυτό που ο Χαρώνδας ο Καταναίος έδωσε στους κατοίκους της Σικελίας. Ούτε ήταν ανάµειξη δύο ή περισσότερων πολιτευµάτων που σχηµάτιζαν ένα καινούριο, όπως ήταν το πολίτευµα των Κυπρίων και αυτό που επικράτησε στο δήµο της αρχαίας Ρώµης, αφού ο δήµος επαναστάτησε κατά των υπάτων. Αλλά ήταν µια παράξενη οχλοκρατία που πάει και έρχεται όπως τύχει. Γιατί µερικοί θρασύτεροι αυτοχειροτονήθηκαν αρχηγοί και αποτέλεσαν ένα σύνολο, που κατατρέχει ανθρώπους κάθε ηλικίας και ως δηµαγωγοί παίρνουν µε το µέρος τους τον όχλο της πόλης και τον οδηγούν όπου αυτοί θέλουν και αφαιρούν από τους πλούσιους τις περιουσίες τους και οι ίδιοι περνούν ωραία και δίνουν διαταγές να µην υπακούει ο κόσµος σε κανέναν από τους ηγεµόνες έξω από την πόλη, αλλά κανόνας και νόµος να είναι ό,τι εκείνοι αποφασίζουν». Νικηφόρος Γρηγοράς, τ. 2, σ. 796. Από τα µέσα του 14ου αιώνα αναφέρεται στις πηγές η ύπαρξη