Πράξης 102 Αριθμ. Συν/σεως 32η /20.11. 2003 ΤΜΗΜΑ VΙ Αποτελούμενο από τον Πρόεδρο του Τμήματος Γεώργιο Σχοινιωτάκη, Αντιπρόεδρο, και τα μέλη Χρήστο Ντάκουρη και Θεοχάρη Δημακόπουλο, Συμβούλους, Μαρία Βλαχάκη (εισηγήτρια) και Αντώνιο Νικητάκη, Παρέδρους (με συμβουλευτική ψήφο) Συνεδρίασε στο Κατάστημά του, που βρίσκεται στην Αθήνα, στις 20 Νοεμβρίου 2003, με την παρουσία του Γραμματέα Δημητρίου Παπαγεωργίου, υπαλλήλου του Ελεγκτικού Συνεδρίου με βαθμό Α, κατηγορίας ΠΕ. Για ν αποφανθεί επί της από 5 Νοεμβρίου 2003 αιτήσεως του Προέδρου του Ελεγκτικού Συνεδρίου Κωνσταντίνου Ρίζου, περί άρσεως της αμφισβήτησης, η οποία προκύπτει από την 359/2003 Πράξη του Ε Κλιμακίου του Ελεγκτικού Συνεδρίου, σχετικά με την έννοια της διατάξεως του άρθρου 11 του π.δ/τος 334/2000. Αφού μελέτησε τα στοιχεία του φακέλου Και Ελαβε υπόψη Την από 12 Νοεμβρίου 2003 Γνώμη του Αντεπιτρόπου της Επικρατείας Ανδρέα Καπερώνη σχετικά με την έννοια της ως άνω διατάξεως, και το από 12
2 Νοεμβρίου 2003 σημείωμα του Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Έργων του Υπουργείου Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων Π. Βασιλείου, σχετικά με την 359/2003 Πράξη του Ε Κλιμακίου. Σκέφθηκε κατά το νόμο Με την παρουσία των ως άνω μελών του και Αποφάσισε τα εξής: Το άρθρο 2 του ν.3060/2002 «Ρύθμιση θεμάτων αρμοδιότητος του Υπουργείου Δικαιοσύνης» (φ.242, τ.α ) ορίζει ότι «...Αιτήσεις ανακλήσεως των Πράξεων των Κλιμακίων σε περίπτωση πλάνης περί τα πράγματα ή το νόμο υποβάλλονται στη γραμματεία του αρμοδίου τμήματος από αυτόν που έχει σπουδαίο έννομο συμφέρον προς τούτο ή από τον Γενικό Επίτροπο της Επικρατείας χάριν του δημοσίου συμφέροντος,... Τις αιτήσεις ανακλήσεως εξετάζει Τμήμα του Ελεγκτικού Συνεδρίου, το οποίο και αποφαίνεται επ αυτών μέσα σε τριάντα (30) εργάσιμες ημέρες από την κατάθεσή τους.... Το ίδιο Τμήμα εκδικάζει και την άρση της αμφισβήτησης για την έννοια των διατάξεων τυπικού νόμου, αν εκδόθηκαν γι αυτές αντίθετες Πράξεις ή Πρακτικά Κλιμακίων ή συνθέσεων αυτών ή υπάρχει αμφιβολία για την αληθινή έννοια αυτών. Η αμφισβήτηση φέρεται ενώπιον του Τμήματος με πρωτοβουλία αυτού που έχει έννομο συμφέρον ή αυτεπαγγέλτως από τον προεδρεύοντα του οικείου Κλιμακίου ή από τον Πρόεδρο ή τον Γενικό Επίτροπο της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο. Σε περίπτωση αμφιβολίας η οικεία σύνθεση του Κλιμακίου παραπέμπει αμέσως το ζήτημα στο Τμήμα με πρακτικό της. Το Τμήμα οφείλει να εκδώσει πράξη άρσεως της αμφισβήτησης ή της αμφιβολίας μέσα σε τριάντα (30) εργάσιμες ημέρες από την κατάθεση
Πράξη 102/Συν. 32 η/2003 3 αυτής στη Γραμματεία του.» Από τις ως άνω διατάξεις σε συνδυασμό ερμηνευόμενες με τη Φ.Γ8/15686/8.7.2002 απόφαση της Ολομελείας του Ελεγκτικού Συνεδρίου (φ.1242, τ. Β ), συνάγεται, πλην άλλων, ότι το παρόν Τμήμα του Ελεγκτικού Συνεδρίου είναι αρμόδιο ν αποφαίνεται επί αιτήσεων ανακλήσεως κατά Πράξεων των Κλιμακίων επί υποθέσεων ελέγχου συμβάσεων, που υποβάλλονται από τον έχοντα σπουδαίο έννομο συμφέρον προς τούτο ή από το Γενικό Επίτροπο της Επικρατείας, εντός καθορισμένης προθεσμίας. Πέραν τούτου, το παρόν Τμήμα έχει ρόλο ενοποιητικό της νομολογίας των Κλιμακίων ελέγχου συμβάσεων. Προς τούτο είναι αρμόδιο να αίρει τις αμφισβητήσεις για την έννοια διατάξεων τυπικού νόμου, που γεννώνται σε δύο περιπτώσεις: είτε όταν εκδόθηκαν για τις διατάξεις αυτές αντίθετες Πράξεις ή Πρακτικά Κλιμακίων ή συνθέσεων αυτών είτε όταν υπάρχει αμφιβολία για την αληθινή έννοια αυτών. Του νόμου δε μη διακρίνοντος, και στις δύο αυτές περιπτώσεις αμφισβήτησης, η αίτηση για την άρση αυτής φέρεται ενώπιον του Τμήματος όχι μόνο από αυτόν που έχει έννομο συμφέρον ή από το Γενικό Επίτροπο της Επικρατείας, όπως στις αιτήσεις ανακλήσεως, αλλά επίσης από τον Πρόεδρο του Ελεγκτικού Συνεδρίου, καθώς και αυτεπαγγέλτως από τον προεδρεύοντα του Κλιμακίου. Σε περίπτωση μάλιστα αμφιβολίας για την έννοια διατάξεων τυπικού νόμου, η παραπομπή αυτής στο Τμήμα είναι υποχρεωτική για το Κλιμάκιο, στο οποίο γεννάται η αμφιβολία και δεσμεύεται προς τούτο το Κλιμάκιο, μη δυνάμενο κατ άρθρο 131 παρ. 3 του π.δ. 1225/1981 (βλ. και άρθρ. 22 παρ. 6 εδ. β π.δ. 774/1980) να απευθύνεται προς τον Πρόεδρο του Ελεγκτικού Συνεδρίου
4 μεταλλάσσοντας, αδοκίμως και ουχί νομίμως, την εν λόγω δέσμια υποχρέωσή του ν απευθύνεται στο Τμήμα τούτο, για την άρση της προκυψάσης αμφισβήτησης υπό την έννοια που προεκτίθεται και ζητώντας από τον Πρόεδρο του Ελεγκτικού Συνεδρίου να εφαρμόσει τη γενική διάταξη του άρθρου 131 π.δ. 1225/1981 ενώ είναι υποχρεωμένο, κατά τ ανωτέρω, να εφαρμόσει την ειδική και άμα νεώτερη διάταξη του άρθρου 2 του ν. 3060/2002 που προπαρατίθεται και να παραπέμψει «αμέσως» το ζήτημα στο παρόν Τμήμα με πρακτικό. Από την ως άνω διάταξη (άρθρο 2 ν. 3060/2002) δεν καταλείπεται στο Κλιμάκιο δυνατότητα ν απευθύνεται δια του Προέδρου του Ελεγκτικού Συνεδρίου στην Ολομέλεια χαρακτηρίζοντας, νομικώς εσφαλμένα, την προκύψασα γι αυτό αμφιβολία περί την αληθή έννοια τυπικού νόμου που εφαρμόζει κατά τον παρ αυτού διενεργούμενο έλεγχο ως ζήτημα μείζονος σπουδαιότητος (άρθρ. 131 π.δ. 1225/1981) γιατί έτσι παρακάμπτει το κατά νόμο (άρθρ. 2 άνω νόμου) αποκλειστικώς αρμόδιο Τμήμα, το οποίο μ αυτή την πρακτική παρακωλύεται να ασκήσει την αρμοδιότητά του αυτή, ερμηνεύοντας έτσι εσφαλμένως το νόμο (άρθρ. 2 ν. 3060/2002). Στην προκειμένη περίπτωση, με την από 5 Νοεμβρίου 2003 αίτηση του Προέδρου του Ελεγκτικού Συνεδρίου, ζητείται, καθ ερμηνεία αυτής, η άρση της αμφιβολίας σχετικά με την έννοια της διατάξεως της παρ. 4 του άρθρου 11 του π.δ/τος 334/2000, που προκύπτει από την 359/2003 Πράξη του Ε Κλιμακίου του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Ειδικότερα, όπως συνάγεται από το περιεχόμενο της ως άνω Πράξης, κατά τον έλεγχο της νομιμότητας της διαδικασίας για την ανάδειξη αναδόχου και του σχεδίου συμβάσεως του έργου «Λιμάνι Βόλου - Έργα αξιοποίησης ανατολικών αποθηκών κεντρικού
Πράξη 102/Συν. 32 η/2003 5 προβλήτα -Επιβατικός σταθμός και άλλες χρήσεις», ανέκυψε αμφισβήτηση «για το ποιά κριτήρια μπορούν να χρησιμοποιηθούν προκειμένου να διαπιστωθεί εάν δύο ή περισσότερες διαδικασίες για την ανάθεση συμβάσεων εκτελέσεως έργου, από την ίδια αναθέτουσα αρχή συνιστούν τμήματα ενός ενιαίου έργου, τα οποία έχουν κατατμηθεί τεχνητώς για την αποφυγή τήρησης των κανόνων δημοσιότητας και της αιτιολόγησης των υπερβολικά χαμηλών προσφορών.» Πρόκειται, δηλαδή, για αμφισβήτηση, η οποία γεννήθηκε περί την έννοια των διατάξεων του άρθρου 11 του π.δ/τος 334/2000, με το οποίο μεταφέρθηκε στο εσωτερικό δίκαιο η οδηγία 93/37 του Συμβουλίου ΕΟΚ, όπως έχει τροποποιηθεί και συμπληρωθεί. Συνεπώς, η αίτηση του Προέδρου του Ελεγκτικού Συνεδρίου, με την οποία ζητείται ν αρθεί η ως άνω αμφισβήτηση, παραδεκτώς εισάγεται ενώπιον του Τμήματος τούτου, ως ερειδόμενη στις προαναφερθείσες διατάξεις του άρθρου 2 του ν.3060/2002, και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω, ώστε να αρθεί η αμφισβήτηση που ανέκυψε ως προς την ερμηνεία και την ορθή έννοια των ως άνω διατάξεων. Επί της αυτής υποθέσεως κατατέθηκε το Δ4/3851/Φ35/Ε15/12.11.2003 (υπόμνημα) του Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Έργων του Υπουργείου Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων, με το οποίο προβάλλεται ότι δε συντρέχει περίπτωση κατατμήσεως ενιαίου έργου στην υπόθεση που εξετάστηκε από το Κλιμάκιο. Το π.δ. 334/2000 «Προσαρμογή της Ελληνικής Νομοθεσίας για τα δημόσια έργα προς τις διατάξεις της Οδηγίας 93/37/Ε.Ο.Κ., όπως τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε» (φ.279, Α ) ορίζει, στο άρθρο 3 παρ. γ,
6 ως έργο «το αποτέλεσμα ενός συνόλου οικοδομικών εργασιών ή εργασιών πολιτικού μηχανικού που προορίζεται να πληροί αυτό καθ αυτό μία οικονομική ή τεχνική λειτουργία» (βλ. άρθρο 1 παρ. γ της Οδηγίας 93/37/Ε.Ο.Κ. του Συμβουλίου, L 199/54) και στο άρθρο 11 τα ακόλουθα: «4. Όταν ένα έργο υποδιαιρείται σε πολλά τμήματα καθένα από τα οποία αποτελεί αντικείμενο ιδιαίτερης σύμβασης, για τον υπολογισμό του ποσού που αναφέρεται στην παράγραφο 1, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η αξία κάθε τμήματος. Όταν το άθροισμα της αξίας των τμημάτων φτάνει ή υπερβαίνει το ποσό που αναφέρεται στην παράγραφο 1, οι διατάξεις αυτής της παραγράφου εφαρμόζονται για όλα τα τμήματα. Οι αναθέτουσες αρχές μπορούν να παρεκκλίνουν από την εφαρμογή της παραγράφου 1 για τα τμήματα των οποίων η αξία, υπολογιζόμενη χωρίς το Φ.Π.Α., είναι κατώτερη από 1.000.000 μονάδες ευρώ, εφόσον το άθροισμα του ποσού των τμημάτων αυτών δεν υπερβαίνει το 20% του αθροίσματος της αξίας των τμημάτων. 5. Κανένα έργο και καμία σύμβαση δεν δύναται να κατατμηθεί προς αποφυγή της εφαρμογής των προηγουμένων παραγράφων» (βλ. άρθρο 6 παρ.3 και 4 της Οδηγίας 93/37/Ε.Ο.Κ.). Παρόμοιες ρυθμίσεις περιέχει το άρθρο 14 παρ.10 της Οδηγίας 93/38/ΕΟΚ του Συμβουλίου (L 199/84) «Περί συντονισμού των διαδικασιών σύναψης συμβάσεων στους τομείς του ύδατος, της ενέργειας, των μεταφορών και των τηλεπικοινωνιών». Κατά την έννοια των ως άνω διατάξεων, η ύπαρξη ενός (ενιαίου) έργου πρέπει να εκτιμάται βάσει λειτουργικών μόνον κριτηρίων, και συγκεκριμένα βάσει της οικονομικής και της τεχνικής λειτουργίας του αποτελέσματος των εργασιών που ανατίθενται με τις επιμέρους συμβάσεις. Ο ως άνω ορισμός της έννοιας του έργου, τον
Πράξη 102/Συν. 32 η/2003 7 οποίο περιέχει η διάταξη του άρθρου 3 παρ.γ του π.δ/τος 334/2000, δεν εξαρτά την ύπαρξη ενός ενιαίου έργου στην περίπτωση πολλαπλών συμβάσεων από άλλα στοιχεία, όπως είναι ο αριθμός των αναθετουσών αρχών, η δυνατότητα πραγματοποιήσεως του συνόλου των εργασιών από μία και μόνη επιχείρηση, η ταυτόχρονη έναρξη της διαδικασίας του διαγωνισμού για την ανάθεση του συνόλου συμβάσεων, η ομοιότητα των προκηρύξεων, η ενότητα του γεωγραφικού πλαισίου, εντός του οποίου θα εκτελεσθούν οι ανατιθέμενες εργασίες. Τα εν λόγω στοιχεία μπορούν, αναλόγως των συνθηκών, να αποτελέσουν ενδείξεις που επιβεβαιώνουν την ύπαρξη ενός έργου υπό την έννοια της οδηγίας, δεν αποτελούν, όμως, αναγκαία προϋπόθεση ούτε στοιχεία καθοριστικά για την ύπαρξη ενός έργου. Η ερμηνεία αυτή είναι σύμφωνη προς τον σκοπό της οδηγίας, ο οποίος συνίσταται στη διασφάλιση της δυνατότητας στις επιχειρήσεις άλλων κρατών μελών να υποβάλουν προσφορά για συμβάσεις ή σύνολα συμβάσεων, που μπορεί να παρουσιάζουν ενδιαφέρον για αντικειμενικούς λόγους σχετικούς με την αξία τους. Συνεπώς, μια επιχείρηση της Ευρωπαϊκής Ενώσεως πρέπει να είναι σε θέση να πληροφορηθεί την αξία του συνόλου των τμημάτων που αποτελούν ένα έργο, ακόμη και αν δεν είναι σε θέση να εκτελέσει όλα τα τμήματα αυτού ή ακόμη και αν αυτά ανατίθενται από διαφορετικούς φορείς, διότι μόνον τότε μπορεί να εκτιμήσει την ακριβή έκταση της συμβάσεως και να προσαρμόσει τις τιμές της προσφοράς της αναλόγως του αριθμού των τμημάτων, για τα οποία σκοπεύει να υποβάλει προσφορά, περιλαμβανομένων, ενδεχομένως,
8 των τμημάτων, η αξία των οποίων είναι χαμηλότερη του κατωτάτου ορίου των κοινοτικών οδηγιών. Γενικότερα, όμως, κάθε περίπτωση συνάψεως συμβάσεως πρέπει να εκτιμάται βάσει του πλαισίου, στο οποίο εντάσσεται, και βάσει των ιδιαιτεροτήτων της συμβάσεως, όπως έχει δεχθεί και το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, στην Απόφαση της 5.10.2000 (Υπόθεση 16/98), ερμηνεύοντας τις αντίστοιχες διατάξεις των παρ.1, 10 και 13 του άρθρου 14 της οδηγίας 93/38/ΕΟΚ του Συμβουλίου. Πάντως, η συνδρομή στοιχείων, όπως η ταυτόχρονη έναρξη της διαδικασίας του διαγωνισμού για την ανάθεση του συνόλου συμβάσεων, η ομοιότητα των προκηρύξεων, η ενότητα του γεωγραφικού πλαισίου, εντός του οποίου θα εκτελεσθούν οι ανατιθέμενες εργασίες, συνηγορεί υπέρ της ενοποιήσεως των συμβάσεων σε ένα ενιαίο έργο. Στην περίπτωση δε υπάρξεως ενός έργου -νομίμως ανατιθέμενου κατά τμήματα-, η αξία του οποίου στο σύνολο υπερβαίνει το όριο των κοινοτικών οδηγιών, οι διατάξεις του ως άνω διατάγματος εφαρμόζονται σε όλα τα τμήματα. Στην προκειμένη περίπτωση, υπεβλήθη για έλεγχο στο αρμόδιο Ε Κλιμάκιο του Ελεγκτικού Συνεδρίου σχέδιο συμβάσεως του έργου «Λιμάνι Βόλου - Εργα αξιοποίησης ανατολικών αποθηκών κεντρικού προβλήτα Επιβατικός σταθμός και άλλες χρήσεις.» Όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, το ως άνω έργο είχε ενταγεί στο Τεχνικό Δελτίο της Πράξης με τον τίτλο «Λιμένας Βόλου» από κοινού με: α) τη μελέτη διαμόρφωσης και αξιοποίησης με νέες χρήσεις των ανατολικών αποθηκών της κεντρικής προβλήτας λιμένα Βόλου, β) την επέκταση της κεντρικής προβλήτας του λιμένα Βόλου κατά μέσο πλάτος 40 μ. και γ) έργα οδικής και μελλοντικής
Πράξη 102/Συν. 32 η/2003 9 σιδηροδρομικής σύνδεσης του Λιμένος με τον άξονα Αθηνών Λάρισας - Θεσσαλονίκης και με τη βιομηχανική περιοχή Βόλου, και συγκεκριμένα κατασκευή γέφυρας στο χείμαρρο Ξηριά, στο εσωτερικό της χερσαίας ζώνης λιμένος, και κατασκευή οδικού έργου μήκους 1 χιλιομέτρου στη συνέχεια της γέφυρας. Όπως συνάγεται από το τεχνικό δελτίο, με την κατασκευή των τριών προαναφερθέντων έργων εξασφαλίζονται επαρκείς χερσαίοι χώροι και παροχές υπηρεσιών στους χρήστες, ενώ βελτιώνεται κατά πολύ η πρόσβαση στο λιμένα, με τελικό αποτέλεσμα την καλύτερη εξυπηρέτηση των διακινουμένων και την αναβάθμιση της τουριστικής κίνησης. Με την ΕΥΔ/ΕΠ ΟΑΛΑΑ/οικ.1801/1.8.2003 απόφαση του Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Εργων αποφασίστηκε η ένταξη της ως άνω πράξης για χρηματοδότηση στο επιχειρησιακό πρόγραμμα «Οδικοί Άξονες, Λιμάνια και Αστική Ανάπτυξη» και στο Μέτρο 7.1 «Λιμάνια» του Γ Κοινοτικού Πλαισίου Στήριξης. Ο συνολικός προϋπολογισμός της μελέτης και των τριών έργων, όπως αυτός εγκρίθηκε με την ως άνω απόφαση, ανέρχεται στο ποσόν των 9.391.049, 00 ευρώ, εκ των οποίων το ήμισυ αποτελεί κρατική συμμετοχή. Ο προϋπολογισμός των τριών έργων μόνον ανέρχεται στο ποσόν των 9.038.885 ευρώ. Με την Δ4/οικ.72734/Φ.35 /Ε.15/6.8.2003 απόφαση της Υπουργού ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε. εγκρίθηκε η διάθεση πίστωσης συνολικού ποσού 4.696.000 ευρώ για την κατασκευή του ελεγχόμενου έργου. Η περίοδος ολοκλήρωσης των τριών έργων και της μελέτης, όπως προκύπτει από το τεχνικό δελτίο και την απόφαση ένταξης, είναι από 1.11.2002 έως 31.3.2006. Με τα δεδομένα αυτά, το Τμήμα κρίνει ότι το σύνολο των εργασιών, που αποτελούν αντικείμενο των
10 τριών προαναφερθέντων έργων, έχουν κοινό, από οικονομικής απόψεως, προορισμό, ήτοι την αναβάθμιση των υπηρεσιών που προσφέρονται στους χρήστες του λιμένος. Συνεπώς, παρότι τα τρία έργα έχουν διαφορετικό τεχνικό αντικείμενο (οικοδομικό, λιμενικό και οδικό, αντίστοιχα), έχουν κοινή οικονομική λειτουργία, αποτελούν δηλαδή τμήματα ενός ενιαίου έργου, απορριπτομένων ως αβασίμων των προβαλλομένων με το από 12.11.2003 σημείωμα ισχυρισμών του Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Έργων. Δεδομένου δε ότι η συνολική αξία αυτού υπερβαίνει το όριο των κοινοτικών οδηγιών, ήτοι το ισόποσο σε ευρώ των 5.000.000 ειδικών τραβηκτικών δικαιωμάτων, πρέπει να τηρηθούν για κάθε τμήμα του έργου οι διατάξεις του π.δ/τος 334/2000. Για τους λόγους αυτούς Δέχεται την από 5 Νοεμβρίου 2003 αίτηση του Προέδρου του Ελεγκτικού Συνεδρίου κ. Κωνσταντίνου Ρίζου, περί άρσεως της αμφισβήτησης και Αίρει την αμφιβολία σχετικά με την έννοια της διάταξης του άρθρου 11 παρ.3 του π.δ/τος 334/2000 κατά τα οριζόμενα στο σκεπτικό και επαναπέμπει την υπόθεση στο Ε Κλιμάκιο του Ελεγκτικού Συνεδρίου για τις δικές του περαιτέρω ενέργειες. Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΣΧΟΙΝΙΩΤΑΚΗΣ Η ΕΙΣΗΓΗΤΗΣ ΠΑΡΕΔΡΟΣ ΜΑΡΙΑ ΒΛΑΧΑΚΗ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ