ΑΡΧΙΚΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΒΑΣΙΚΩΝ ΑΝΩΜΑΛΩΝ ΡΗΜΑΤΩΝ

Σχετικά έγγραφα
ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΑΠΟ ΑΠΟΣΤΑΣΗ ΩΡΑ ΓΙΑ ΜΕΛΕΤΗ!!! ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ ΑΡΧΙΚΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΡΗΜΑΤΩΝ

ΑΡΧΙΚΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΒΑΣΙΚΩΝ ΡΗΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ που απαντούν στο έργο του Ξενοφώντα

ΑΡΧΙΚΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΒΑΣΙΚΩΝ ΡΗΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ

1 ΑΡΧΙΚΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΚΑΙ ΠΑΡΑΓΩΓΑ ΤΩΝ ΚΥΡΙΟΤΕΡΩΝ ΡΗΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ

Το παρόν βοήθημα απευθύνεται σε μαθητές όλων των τάξεων Γυμνασίου και Λυκείου

ΟΜΟΙΟΙ ΚΑΙ OMOHXΟΙ ΤΥΠΟΙ

Χρησιμότατο υλικό για το μάθημα των Αρχαίων Ελληνικών για μαθητές Γυμνασίου και Λυκείου

Σχηματισμός της οριστικής. Ενρινόληκτων και υγρόληκτων ρημάτων α' συζυγίας

ΟΜΟΙΟΙ ΚΑΙ OMOHXΟΙ ΤΥΠΟΙ

Kάθε γνήσιο αντίτυπο φέρει την υπογραφή της συγγραφέως

ἄγω ἦγον ἄξω (ἦξα ) ἤγαγον (ἀγάγ-) ἀγήοχα / ἦχα ἀγηόχειν / ἤχειν αἰνῶ ᾔνουν αἰνέσομαι / αἰνέσω ᾔνεσα ᾔνεκα ᾐνέκειν

Σ Υ Ν Τ Α Ξ Η Τ Ω Ν Ρ Η Μ Α Τ Ω Ν

STAMMFORMEN (SCHWERGEWICHT: κοινή)

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΙΣΜΟΣ ΜΕΛΕΤΗΣ ΣΤΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ. 1 η ΜΕΡΑ

ΟΜΟΙΟΙ ΚΑΙ OMOHXΟΙ ΤΥΠΟΙ

Δημοσθένους, Περὶ Ἁλοννήσου, 2-3

Α. ΜΕΣΟΣ ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ ΚΑΙ ΥΠΕΡΣΥΝΤΕΛΙΚΟΣ ΤΩΝ ΑΦΩΝΟΛΗΚΤΩΝ ΡΗΜΑΤΩΝ

ΞΕΝΟΦΩΝΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ 2,1,28. Η ναυμαχία στους Αιγός Ποταμούς

Συλλαβική αύξηση είναι η προσθήκη στην αρχή του θέματος ενός -ἐ- (Προσοχή! παίρνει ψιλή). Λέγεται συλλαβική επειδή προστίθεται μια νέα συλλαβή.

Ενότητα 1. Ενότητα 2

ΑΡΧΙΚΟΙ ΧΡΟΝΟΙ 135 ΡΗΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ

ὁμιλῶ ὁμολογῶ ποθῶ ποιῶ πολεμῶ πολιορκῶ πονῶ σκοπῶ συμμαχῶ τελῶ τηρῶ τιμωρῶ ὑμνῶ ὑπηρετῶ φοβοῦμαι ὠφελῶ

ΣΥΝΗΡΗΜΕΝΑ ΡΗΜΑΤΑ. 3. Μία συνηρημένη συλλαβή παίρνει οξεία, αν πριν από τη συναίρεση είχε οξεία η δεύτερη από τις συλλαβές που συναιρούνται:

Δημοσθένους, Ὑπὲρ τῆς Ῥοδίων ἐλευθερίας, 33-35

Α. Παράδειγμα σχηματισμού ενεργητικού και μέσου αορίστου Β

1β. διαβεβλημένοις,καταστηναι,επειδάν, διακείμενος, μεταμελήσειν: να αναλυθούν στα συνθετικά τους.

ΣΥΝΤΑΞΗ ΤΩΝ ΡΗΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

Ποια μετοχή λέγεται κατηγορηματική;

Λεξιλόγιο - Γραμματικές παρατηρήσεις

ΟΝΟΜΑΤΙΚΟΙ ΤΥΠΟΙ ΤΟΥ ΡΗΜΑΤΟΣ (απρόσωπες εγκλίσεις)

Ο ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΚΑΙ Ο ΑΟΡΙΣΤΟΣ ΤΩΝ ΕΝΡΙΝΟΛΗΚΤΩΝ ΚΑΙ ΥΓΡΟΛΗΚΤΩΝ ΡΗΜΑΤΩΝ

ΚΟΛΛΕΓΙΟ ΑΘΗΝΩΝ Σχολικό έτος: ΤΜΗΜΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ ΓΥΜΝΑΣΙΟ

Most Common Ancient Greek Verbs. First Aorists

Προτεινόμενος Προγραμματισμός κατά ενότητα

ΒΑΡΥΤΟΝΑ ΡΗΜΑΤΑ Α ΣΥΖΥΓΙΑΣ ΠΙΝΑΚΑΣ ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΟΥ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΥ ΟΛΩΝ ΤΩΝ ΧΡΟΝΩΝ ΤΩΝ ΒΑΡΥΤΟΝΩΝ ΡΗΜΑΤΩΝ ΤΗΣ Α ΣΥΖΥΓΙΑΣ. Ενεργητική φωνή.

Λυσίου, Κατὰ Ἀγοράτου, 93-95

Principal Part Quiz 4 Study Sheet

Το ρήμα λύω στην Οριστική Ε.Φ. Επιμέλεια: Ευθυμιάδου Ευφροσύνη

Απρόσωπη σύνταξη: άναρθρο Απαρέμφατο Δευτερεύουσα Ονομαστική Πρόταση

ΚΟΛΛΕΓΙΟ ΑΘΗΝΩΝ Σχολικό έτος: ΤΜΗΜΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ ΓΥΜΝΑΣΙΟ

Ασκήσεις γραμματικής

Γ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ-ΑΡΧΑΙΑ **ΑΣΚΗΣΕΙΣ ΕΠΑΝΑΛΗΠΤΙΚΕΣ. 1) Να κάνετε την εγκλιτική αντικατάσταση.

ζήω-ζῶ Ενεργητική Οριστική Υποτακτική Ευκτική Προστακτική Απαρέμφατο Μετοχή

Επιχείρηση: Παρακείμενος. Οι πρώτες μου γνώσεις για το σχηματισμό του Παρακειμένου

Τα σύνθετα ρήματα έχουν την τάση να διατηρούν τον τόνο τους στη συλλαβή που τονίζεται και το αντίστοιχο απλό ρήμα: λύειν - ἀπολύειν, ἦχθαι - ἀπῆχθαι,

αληθής<α+λήθη αλήτης<αλάομαι=περιπλανώμαι αλίμονο<αλί εμένα αλκή<αλέξω=αποκρούω άλμα<άλλομαι=αναπηδώ αμαζών<α+μαζός=μαστός άμαξα<άμα+άγω

ΚΟΛΛΕΓΙΟ ΑΘΗΝΩΝ Σχολικό έτος: ΤΜΗΜΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ Β ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ. Προγραμματισμός κατά ενότητα

Κεφάλαιο 42. Ενδεικτικοί διδακτικοί στόχοι

ἀγανακτῶ, ἄγαμαι (θαυμάζω), εὐδαιμονίζω / μακαρίζω (καλοτυχίζω), ζηλῶ, ἥδομαι, θαυμάζω, οἰκτίρω (λυπάμαι), ὀργίζομαι, χαίρω κ.ά.

Το αντικείμενο / Μεταβατικά ρήματα

GCSE (9 1) Classical Greek

ΕΠΑΝΑΛΗΠΤΙΚΕΣ ΑΣΚΗΣΕΙΣ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ (ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΟ ΔΩΡΑΚΙ!!!!)

ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΑ Α ΓΥΜΝΑΙΟΥ

2. Συμπληρώστε τα κενά με τον κατάλληλο τύπο του ειμί ή της προσωπικής αντωνυμίας εγώ, συ. Ὑμεῖς οἱ προδόντες τήν πόλιν.

1. Να μεταφραστεί το τμήμα: Οὒτ' ἂν κελεύσαιμ... ἀτιμάσασ' ἒχε. Μονάδες 30

ΞΕΝΟΦΩΝΤΑ, ΕΛΛΗΝΙΚΑ. Βιβλίο 1, Κεφάλαια 16-19

-ω, -σω, -σα, -κα, -µαι, -θην

System Principal Parts Tenses and Voices

Ακολουθούν τα φύλλα εργασίας

VOCABULARY AID FOR CHAPTERS 1 13 From Learn to Read New Testament Greek by David Alan Black [TABLE OF CONTENTS]

Προτεινόμενος Προγραμματισμός κατά ενότητα

έχω ΣΥΝΤΑΞΗ:1. έχω µε αιτιατική =έχω κάτι 2. έχω µε απαρέµφατο =µπορώ 3. έχω (ενέχει άρνηση µε πλάγια ερώτηση = δεν ξέρω

* Σημείωση. 1 Έκθλιψη

ΙΙΙ, Α. Ερωτήσεις ανοικτού τύπου ή ελεύθερης ανάπτυξης

Λυσίου, Κατὰ Ἀλκιβιάδου Α 10-12

7. Στίχοι Ερµηνευτικές ερωτήσεις ανοικτού τύπου (ανάπτυξης και σύντοµης απάντησης)

Θ.Α. ΑΜΕΛΙΔΗΣ ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΠΙΝΑΚΕΣ ΡΗΜΑΤΩΝ ΑΣΚΗΣΕΙΣ ΦΙΛΟΛΟΓΟΣ

The Ultimate ATHENAZE I Verb Chart STRONG AORIST. 1stPP Future Aorist Perfect

Λαγχάνω (ᾰ - βραχύ σε Αόριστο)

Η μουσική εξημερώνει

The Aorist Tense. Talking About the Past. A lesson for the Paideia web-app Ian W. Scott, 2015

of or belonging to a δαίμων; miraculous, marvellous

PRINCIPAL PARTS BY Verb TYPES: all principal parts, all units 1!

ΤΑΞΗ Α ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΥΛΗ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ 2016 ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΑ Οι ενότητες 2,3,5,6,7,8,10,11,12,13,14,16,18,19,21,22,23,24,25,29,30,37.

Σχηματισμός Ευκτικής Παρακειμένου Ενεργητικής Φωνής. Στις σημειώσεις μας θα εστιάσουμε στον περιφραστικό τύπο, καθώς αυτός είναι ο πιο εύχρηστος.

Λυσία, Ἐν βουλῇ Μαντιθέῳ δοκιμαζομένῳ ἀπολογία, 7-8

Λυσία, Ἐν βουλῇ Μαντιθέῳ δοκιμαζομένῳ ἀπολογία, 9-11

Συντακτικό Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας. Το κατηγορούμενο

Ἀνδοκίδου, Περὶ τῶν μυστηρίων 6-8

ΑΣΚΗΣΕΙΣ. 1) Πώς είναι το πολιτικό σκηνικό στην Αθήνα; Σε ποια παράταξη ανήκει ο Θηραμένης και ποια ήταν η πρόταση του στην εκκλησία του δήμου;

GCSE Classical Greek OCR GCSE in Classical Greek: J291

ΘΕΜΑ 393ο: Θουκυδίδου Ἱστορίαι, 3, 81,1-3

Number of Part of Dictionary Entry English Definition Appearances Speech

Part of Speech αἰδέομαι αἰδέσομαι ᾐδεσάμην ᾔδεσμαι ᾐδέσθην

TEMA DE PRESENT / MODE INDICATIU /VEU ACTIVA. VERBS EN ω. TERMINACIONS (=vocal temàtica + desinències personals) PRESENT

Πλάτωνος, Γοργίας, 483, b d

«Ρήματα της αρχαίας ελληνικής που συντάσσονται με γενική»

Λυσία, Ἐν βουλῇ Μαντιθέῳ δοκιμαζομένῳ ἀπολογία, 1-3

Βασικοί κανόνες κατά τη σύνταξη της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας ΒΑΣΙΚΟΙ ΟΡΟΙ

ΕΠΑΝΑΛΗΨΗ Α + Β ΚΛΙΣΗ Α Σ Κ Η Σ Ε Ι Σ

21. δεινός: 23. ἀγορά: 24. πολίτης: 26. δοῦλος: 28. σῶμα: 31. Ἑλλας: 32. παῖς: 34. ὑπέρ: 35. νύξ: 39. μῶρος: 40. ἀνήρ:

ΑΝΩΜΑΛΑ ΡΗΜΑΤΑ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ

ιάβασ A[i] ιάβασ key done α θής

33 Η κίνηση του Μαντιθέου να δώσει από τριάντα δραχµές στους δύο άπορους συνδηµότες

1. Να βάλετε τους κατάλληλους τύπους του άρθρου μπροστά από τις λέξεις: μητέρες, δίψαν, σημαίαις, κινδύνου, ἔδαφος,

ΑΣΚΗΣΕΙΣ. 3) Να σχολιάσετε τον κάθε όρο ειρήνης και ποιές συνέπειες θα έχει για τους Αθηναίους. Πώς ο Ξενοφώντας διακρίνει τον σημαντικότερο όρο;

ΘΕΜΑ 212ο: Ξενοφῶντος Ἑλληνικά, 2, 2,

Πα κ έ τ ο Ε ρ γ α σ ί α ς 4 Α ν ά π τ υ ξ η κ α ι π ρ ο σ α ρ µ ο γ ή έ ν τ υ π ο υ κ α ι η λ ε κ τ ρ ο ν ι κ ο ύ ε κ π α ι δ ε υ τ ι κ ο ύ υ λ ι κ ο

βλάπτω βλάψω ἔβλαψα βέβλαφα βέβλαμμαι ἐβλάβην hurt, harm θάπτω θάψω ἔθαψα τέθαμμαι ἐτάφην bury κλέπτω κλέψω ἔκλεψα κέκλοφα κέκλεμμαι ἐκλάπην steal

Το αντικείμενο [τα βασικά]

Transcript:

ΑΡΧΙΚΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΒΑΣΙΚΩΝ ΑΝΩΜΑΛΩΝ ΡΗΜΑΤΩΝ Ἀγγέλλω ἀγγέλλομαι ἀγορεύω ἀγορεύομαι ἤγγελλον ἠγγελλόμην ἠγόρευον ἠγορευόμην ἀγγελῶ ἀγγελθήσομαι/[ἀγγελοῦμαι+ ἀγορεύσω/ -ἐρῶ ἀγορεύσομαι/ -ῥηθήσομαι ἤγγειλα ἠγγειλάμην/ ἠγγέλθην ἠγόρευσα/ -εἶπον ἠγορεύθην/ -ἐρρήθην ἤγγελκα ἤγγελμαι ἠγόρευκα/ -εἴρηκα -εἴρημαι ἠγγέλκειν ἠγγέλμην ἠγορεύκειν/ -εἰρήκειν -εἰρήμην ΣΥΝΩΝ: μηνύω, σημαίνω, διηγοῦμαι ΑΝΤΩΝ: δημηγορῶ, ῥητορεύω σιωπῶ ἄγω ἄγομαι αἱρέ-ῶ αἱροῦμαι ἀλίσκομαι ἦγον ἠγόμην ᾕρουν Ἡροῦμην ἡλισκόμην ἄξω ἄξομαι/ ἀχθήσομαι αἱρήσω αἱρήσομαι/ αἱρεθήσομαι ἁλώσομαι ἤγαγον ἠγαγόμην/ ἤχθην εἷλον εἱλόμην/ Ἡρέθην ἑάλων / ἥλων ἀγή(γ)οχα/ ἦχα ἦγμαι ᾕρηκα ᾕρημαι ἑάλωκα/ ἥλωκα ἀ(/ἠ)γηόχειν/ <ἤχειν> ἤγμην Ἡρήκειν Ἡρήμην ἡλώκειν ΣΥΝΩΝ: φέρω, κομίζω, ἡγοῦμαι καταλαμβάνω, ἐκλέγω, προτιμῶ ἄρχομαι ΑΝΤΩΝ: ἐλευθεροῦμαι αἴρω αἴρομαι αἰσθάνομαι ἀκούω ἀκούομαι ᾖρον Ἠρόμην Ἠσθανόμην ἤκουον ἠκουόμην ἀρῶ ἀροῦμαι αἰσθήσομαι ἀκούσομαι ἀκουσθήσομαι ἦρα ἠράμην Ἠσθόμην ἤκουσα ἠκούσθην/ *ἠκουσάμην+ ἦρκα ἦρμαι ᾔσθημαι ἀκήκοα *ἤκουσμαι+ ἦρκειν ἤρμην Ἠσθήμην ἀ(/ἠ)κηκόειν *ἤκουστο+ ΣΥΝΩΝ: ἐγείρω, ἀνατείνω συνίημι, καταμανθάνω ἀκροῶμαι, πυνθάνομαι ΑΝΤΩΝ: καθαιρῶ ἀγνοῶ, ἀναισθητῶ ἀνηκουστῶ ἁμαρτάνω ἁμαρτάνεται (ἐπ)αινέω-ῶ αἰνοῦμαι (ἀφ)ικνέομαι-οῦμαι ἡμάρτανον ἡμαρτάνετο (ἐπ)ῄνουν Ἠνούμην (ἀφ)ικνούμην ἁμαρτήσομαι /*ἁμαρτήσω+ - (ἐπ)αινέσομαι/αινέσω αἰνεθήσομαι (ἀφ)ίξομαι ἥμαρτον ἡμαρτήθη (ἐπ)ῄνεσα Ἠνέθην (ἀφ)ικόμην ἡμάρτηκα ἡμάρτηται (ἐπ)ῄνεκα ᾔνημαι (ἀφ)ῖγμαι ἡμαρτήκειν ἡμάρτητο <(ἐπ)ῃνέκειν> <Ἠνήμην> (ἀφ)ῖγμην ΣΥΝΩΝ: ἀποτυγχάνω, σφάλλομαι, ἀστοχῶ ἐγκωμιάζω, εὐλογῶ, ὑμνῶ ἥκω, εἶμι, φθάνω ΑΝΤΩΝ: κατορθῶ-οῦμαι, εὐστοχῶ αἰτιῶμαι, μέμφομαι, λοιδορῶ ἄπειμι

ἅπτω ἅπτομαι ἀπόλλυμι ἀπόλλυμαι ἀπεχθάνομαι ἄχθομαι ἧπτον ἡπτόμην ἀπόλλυν ἀπωλλύμην ἀπεχθανόμην ἠχθόμην ἅψω ἅψομαι ἀπολῶ ἀπολοῦμαι ἀπεχθήσομαι ἀχθέσομαι ἧψα ἡψάμην ἀπώλεσα ἀπωλόμην ἀπηχθόμην ἠχθέσθην - ἧμμαι ἀπολώλεκα ἀπόλωλα ἀπήχθημαι *ἤχθημαι+ - <ἥμμην> ἀπολωλέκειν ἀπωλώλειν ἀπηχθήμην <ἠχθήμην> ΣΥΝΩΝ : καίω, φλέγω, ψαύω ἀφανίζω, φθείρω μισοῦμαι ἀγανακτῶ, ἀθυμῶ, λυποῦμαι ΑΝΤΩΝ: σβέννυμι σῴζω-ομαι, κτῶμαι φιλοῦμαι, ἀγαπῶμαι ἀγάλλομαι, ἥδομαι, τέρπομαι ἄρχω ἄρχομαι Βαίνω -βαίνομαι βιόω-ῶ ἦρχον ἠρχόμην ἔβαινον - *ἐβίουν+ ἄρξω ἄρξομαι/ *ἀρχθήσομαι] βήσομαι - βιώσομαι/ *βιώσω+ ἦρξα ἠρξάμην/ ἤρχθην ἔβην -ἐβάθην ἐβίων *ἦρχα+ ἦργμαι βέβηκα -βέβαμαι βεβίωκα *ἤρχειν+ ἤργμην ἐβεβήκειν (ἐβεβάμην) ἐβεβιώκειν ΣΥΝΩΝ : κρατῶ, ἡγεμονεύω βιβάζω, βαδίζω, πορεύομαι ζῶ, βιοτεύω ἰδιωτεύω, λήγω, παύομαι (ἀπο)θνήσκω/ τελευτῶ Γίγνομαι γιγνώσκω γιγνώσκομαι -διδράσκω ἐγιγνόμην ἐγίγνωσκον ἐγιγνωσκόμην -εδίδρασκον γενήσομαι γνώσομαι γνωσθήσομαι -δράσομαι ἐγενόμην ἔγνων ἐγνώσθην -έδραν γέγονα/ γεγένημαι ἔγνωκα ἔγνωσμαι -δέδρακα ἐγεγόνειν / ἐγεγενήμην ἐγνώκειν ἐγνώσμην -εδεδράκειν ΣΥΝΩΝ : εἰμὶ οἶδα, ἐπίσταμαι διαφεύγω, δραπετεύω ἀγνοέω-ῶ Δέω δεῖ δέομαι δέω-ῶ δέομαι-οῦμαι ἔδεον ἔδει ἐδεόμην ἔδουν ἐδούμην δεήσω δεήσει δεήσομαι/ [δεηθήσομαι+ δήσω δεθήσομαι ἐδέησα ἐδέησε ἐδεήθην / *ἐδεησάμην+ ἔδησα ἐδησάμην/ ἐδέθην δεδέηκα δεδέηκε δεδέημαι δέδεκα δέδεμαι *ἐδεδεήκειν+ ἐδεδεήκει *ἐδεδεήμην+ ἐδεδέκειν ἐδεδέμην ΣΥΝΩΝ : χρή, χρεών ἐστι ἀντιβολῶ, ἱκετεύω ἐνῶ, δεσμεύω, συνάπτω, ζεύγνυμι ἀφίημι, λύω, ἀπολύω

δίδωμι δίδομαι δύναμαι ἐδίδουν ἐδιδόμην ἐ(ἠ)δυνάμην δώσω δοθήσομαι/ δώσομαι δυνήσομαι/ [δυνηθήσομαι] ἔδωκα ἐδόμην/ ἐδόθην ἐ(ἠ)δυνήθην/ ἐδυνάσθην/ *ἐδυνησάμην+ δέδωκα δέδομαι δεδύνημαι ἐδεδώκειν ἐδεδόμην ἐδεδυνήμην ΣΥΝΩΝ : παρέχω, προσφέρω δέχομαι, λαμβάνω οἶός τ εἰμὶ ἀδυνατῶ, ἀσθενῶ Ἐάω-ῶ ἐάομαι-ῶμαι ἐγείρω ἐγείρομαι εἴων - ἤγειρον ἠγειρόμην ἐάσω ἐάσομαι ἐγερῶ [ἐγεροῦμαι]/ [ἐγερθήσομαι] εἴασα εἰάθην/ [εἰάσθην] ἤγειρα ἠγέρθην/ ἠγρόμην εἴακα εἴαμαι ἐγρήγορα *ἐγήγερμαι+ εἰάκειν < εἰάμην > ἐγρηγόρειν *ἐγηγέρμην+ ΣΥΝΩΝ : ἀφίημι, ἐπιτρέπω ἐμποδίζω, κωλύω ἀνίστημι, ἀνορθῶ, (ἀν)αίρω ἐλαύνω ἐλαύνομαι ἕπομαι ἔρχομαι ἤλαυνον ἠλαυνόμην εἱπόμην ᾖα/ ᾖειν ἐλάω-ῶ/ *ἐλάσω+ [ἐλάσομαι/ ἐλασθήσομαι] ἕψομαι εἶμι <ἐλεύσομαι> ἤλασα ἠλασάμην/ ἠλάθην ἑσπόμην ἦλθον ἐλήλακα ἐλήλαμαι ἠκολούθηκα ἐλήλυθα ἐληλάκειν <ἐληλάμην> ἠκολουθήκειν ἐληλύθειν ΣΥΝΩΝ : ἐπέρχομαι, χωρέω-ῶ ἀκολουθῶ εἶμι, ἥκω, βαίνω, φθάνω ἡγοῦμαι, ἄγω ἐπίσταμαι ἐρωτάω-ῶ ἐρωτῶμαι ἔχω ἔχομαι ἠπιστάμην ἠρώτων ἠρωτώμην εἶχον εἰχόμην ἐπιστήσομαι ἐρήσομαι/ ἐρωτήσω ἕξω/σχήσω ἕξομαι/ -σχήσομαι ἠπιστήθην ἠρόμην/ ἠρώτησα ἠρωτήθην ἔσχον ἐσχόμην ἔγνωκα ἠρώτηκα <ἠρώτημαι> ἔσχηκα ἔσχημαι ἐγνώκειν ἠρωτήκειν <ἠρωτήμην> ἐσχήκειν ἐσχήμην ΣΥΝΩΝ : οἶδα, γιγνώσκω, ἐπαΐω πυνθάνομαι κρατῶ ἀγνοῶ ἀποκρίνομαι

ἐσθίω εὑρίσκω εὑρίσκομαι Ζήω-ῶ ἤσθιον εὕ(ηὕ)ρισκον εὑ(ηὑ)ρισκόμην ἔζων ἔδομαι εὑρήσω εὑρήσομαι/ εὐρεθήσομαι ζήσω/ζήσομαι/βιώσομαι ἔφαγον εὗ(ηὗ)ρον εὑ(ηὑ)ρόμην/ εὑ(ηὑ)ρέθην ἐβίων ἐδήδοκα εὕ(ηὕ)ρηκα εὕ(ηὕ)ρημαι βεβίωκα ἐδηδόκειν εὑ(ηὑ)ρήκειν εὑ(ηὑ)ρήμην ἐβεβιώκειν ΣΥΝΩΝ : βιβρώσκω, γεύομαι τυγχάνω βιόω-ῶ, βιοτεύω αἰτοῦμαι, ζητῶ (ἀπο)θνήσκω, τελευτῶ ζημιόω-ῶ ζημιοῦμαι Ἡγέομαι-οῦμαι ἐζημίουν ἐζημιούμην ἡγούμην ζημιώσω ζημιώσομαι/ ζημιωθήσομαι ἡγήσομαι ἐζημίωσα ἐζημιώθην ἡγησάμην/ ἡγήθην ἐζημίωκα ἐζημίωμαι ἥγημαι ἐζημιώκειν ἐζημιώμην ἡγήμην ΣΥΝΩΝ : βλάπτω, φθείρω κερδαίνω, λυσιτελῶ, ὀνίνημι, ὠφελῶ ὁδηγῶ, ἄγω, ἄρχω, οἴομαι, ὑπολαμβάνω, νομίζω, δοκῶ ἀκολουθέω-ῶ, ἕπομαι, εἴκω ἥδομαι ἡττάομαι-ῶμαι Θέω ἡδόμην ἡττώμην ἔθεον ἠσθήσομαι ἡττήσομαι/ ἡττηθήσομαι θεύσομαι ἥσθην ἠττήθην ἔδραμον ἥττημαι δεδράμηκα ἡττήμην ἐδεδραμήκειν ΣΥΝΩΝ : ἀγάλλομαι, εὐφραίνομαι, νικάομαι-ῶμαι τρέχω, σπεύδω, ὁρμῶ τέρπομαι,χαίρω ἄχθομαι, λυποῦμαι, ἀθυμῶ, νικάω-ῶ, περιγίγνομαι χωρέω-ῶ, προχωρῶ (ἀπο)θνῄσκω θύω θύομαι (ἀπ)έθνησκον ἔθυον ἐθυόμην (ἀπο)θανοῦμαι θύσω θύσομαι/ *τυθήσομαι] (ἀπ)έθανον ἔθυσα ἐθυσάμην/ ἐτύθην τέθνηκα τέθυκα τέθυμαι ἐτεθνήκειν ἐτεθύκειν ἐτεθύμην ΣΥΝΩΝ : τελευτῶ, ἀπογίγνομαι ζῶ, διαβιῶ βουθυτῶ, καλλιερῶ, θυσίαν ποιοῦμαι ἐναγίζω

Ἱάομαι-ῶμαι ἵημι ἵεμαι -ἱκνέομαι-οῦμαι ἱώμην ἵην ἱέμην -ἱκνούμην ἱάσομαι/ *ἱαθήσομαι+ ἥσω ἥσομαι/ ἑθήσομαι -ἵξομαι ἱασάμην/ ἱάθην ἧκα εἵμην/ ἡκάμην/-εἵθην -ἱκόμην *ἵαμαι+ εἷκα εἷμαι -ἷγμαι εἵκειν εἵμην -ἵγμην ΣΥΝΩΝ: θεραπεύω, ἰατρεύω ῥίπτω, βάλλω φθάνω, ἥκω, παραγίγνομαι ΑΝΤΩΝ: ἄπειμι, φεύγω, ἀναχωρῶ, ἀποχωρῶ ἵστημι ἵσταμαι -Κτείνω/ (-κτίννυμι/ -κτιννύω) ἵστην ἱστάμην -ἔκτεινον/ (-ἐκτίνυν/ -ἐκτίννυον) στήσω στήσομαι/ σταθήσομαι -κτενῶ ἔστησα/ ἔστην/ ἐστησάμην/ ἐστάθην -ἔκτεινα στήσας ἔχω ἕστηκα -ἔκτονα *στήσας εἶχον+ ε(ἱ)στήκειν -ἐκτόνειν ΣΥΝΩΝ : πήγνυμι, τίθημι, ἐγείρω, ἰδρύω πίπτω, φεύγω φονεύω, θανατόω-ῶ, κατακαίνω, διαφθείρω, ἀναιρῶ ἀναζωογονῶ Κεράννυμι/ κεραννύω *ἐκεράννυν/ ἐκεράννυον+ *κεράσω+ ἐκέρασα *κεκέρακα+ κεράννυμαι *ἐκεραννύμην+ κραθήσομαι/ *κεράσομαι+ ἐκερασάμην/ἐκράσθην/ ἐκράθην κέκραμαι ἐκεκράμην ΣΥΝΩΝ : μείγνυμι (επί ζηερεώλ), φυρῶ (< φύρδην μίγδην) ἀνακεράννυμι, ἐπικεράννυμι, συγκεράννυμι, κατακεράννυμι κρεμάννυμι/ κρεμαννύω/*κρεμάω-ῶ *ἐκρεμάννυν/ ἐκρεμάννυον+ *κρεμῶ -ᾷς -ᾷ + κρεμάσω+ ἐκρέμασα (κεκρέμακα) κρεμάννυμαι (ἐκρεμανύμην) *κρεμήσομαι/ κρεμασθήσομαι] ἐκρεμάσθην/ [ἐκρεμασάμην] (κε)κρέμα(σ)μαι *ἐκρεμάμην+ ΣΥΝΩΝ : κρεμάω-ῶ, ἄγχω, ἀρτάω-ῶ, αἰωρῶ ἐκκρεμάννυμι

Λαγχάνω λανθάνω λανθάνομαι λαμβάνω λαμβάνομαι ἐλάγχανον ἐλάνθανον ἐλανθανόμην ἐλάμβανον ἐλαμβανόμην λήξομαι λήσω λήσομαι λήψομαι ληφθήσομαι ἔλαχον ἔλαθον ἐλαθόμην ἔλαβον ἐλαβόμην/ἐλήφθην εἴληχα λέληθα λέλησμαι εἴληφα εἴλημμαι εἰλήχειν ἐλελήθειν ἐλελήσμην εἰλήφειν εἰλήμμην ΣΥΝΩΝ : κληροῦμαι, αἱροῦμαι ἀμνημονῶ, διαφεύγω δέχομαι μιμνῄσκομαι/μέμνημαι δίδωμι Α Β πάληοηε (ζύλζεηο κε λέγω λέγομαι (συλ) λέγω (συλ) λέγομαι ζύλζεηο κε ηης προζέζεης ἔλεγον ἐλεγόμην (συν) ἔλεγον (συν) ελεγόμην ηης προζέζεης ἀντί, προ) λέξω/ ἐρῶ λεχθήσομαι/ ρηθήσομαι (συλ) λέξω (συλ) λέξομαι/-λεγήσομαι συν, ἐκ, ἐπί, ἔλεξα/εἶπα/εἶπον ἐλέχθην/ ἐρρήθην (συν) ἔλεξα (συν) ελεξάμην/ ελέχθην/ ελέγην κατά εἴρηκα εἴρημαι/ λέλεγμαι (συν) εἴλοχα (συν) εἴλεγμαι/ -λέλεγμαι εἰρήκειν εἰρήμην (συν)εἰλόχειν (συν) ειλέγμην ΣΥΝΩΝ : ὁμιλῶ, λαλῶ, φάσκω, φράζω, φημί, ἀγορεύω, διεξέρχομαι σιωπῶ, σιγῶ ἀθροίζω, ἐγείρω, αἱροῦμαι (ηοσ ἐκλέγω) λείπω λείπομαι Μανθάνω ἔλειπον ἐλειπόμην ἐμάνθανον λείψω λείψομαι/ ληφθήσομαι μαθήσομαι/ *μαθήσω+ ἔλιπον ἐλιπόμην/ ἐλήφθην ἔμαθον λέλοιπα λέλειμμαι μεμάθηκα ἐλελοίπειν ἐλελείμμην ἐμεμαθήκειν ΣΥΝΩΝ : ἐάω-ῶ, ἀφίημι συνίημι, οἶδα, αἰσθάνομαι, γιγνώσκω, ἐννοῶ μ(ε)ίγνυμι μ(ε)ίγνυμαι σκεδάννυμι σκεδάννυμαι ἐμ(ε)ίγνυν ἐμ(ε)ιγνύμην ἐσκεδάννυν ἐσκεδαννύμμην μ(ε)ίξω μ(ε)ιχθήσομαι/μ(ε)ίξομαι <σκεδάω-ῶ>/*σκεδάσω+ [σκεδασθήσομαι] ἔμ(ε)ιξα ἐμ(ε)ιξάμην/ ἐμ(ε)ίχθην/ ἐμίγην ἐσκέδασα ἐσκεδασάμην/ ἐσκεδάσθην *μέμ(ε)ιχα+ μέμ(ε)ιγμαι ἐσκέδασμαι *ἐμεμ(ε)ίχειν+ ἐμεμ(ε)ίγμην ἐσκεδάσμην ΣΥΝΩΝ : κεράννυμι, φύρω, ἐνῶ, συνάπτω, συναρμόττω διαλύω διασπείρω, διαχέω, (δια)σκορπίζω συλλέγω, ἀθροίζω, συνάγω

Οἶδα οἴομαι/ οἶμαι ὄμνυμι/ ὀμνύω ὄμνυμαι ᾔδειν/ ᾔδη ᾠόμην/ ᾤμην ὤμνυν/ ὤμνυον ὠμνύμην εἴσομαι/ εἰδήσω οἰήσομαι/ *οἰησθήσομαι+ ὀμοῦμαι/ *ὀμόσω+ ὀμοσθήσομαι ἔγνων ᾠήθην ὤμοσα ὠμοσάμην/ὠμόσθην/ ὠμόθην ἔγνωκα νενόμικα/ ὑπείληφα ὀμώμοκα ὀμώμοσται/ ὀμώμονται ἐγνώκειν ἐνενομίκειν/ ὑπειλήφειν ὠμωμόκειν ΣΥΝΩΝ : γιγνώσκω, ἐπίσταμαι, δοκῶ, ἡγοῦμαι, ὑπολαμβάνω, ὀρκόω-ῶ, ἐπαΐω, αἰσθάνομαι θεωρῶ, νομίζω ἀγνοῶ πείθομαι, πιστεύω ἐπιορκέω-ῶ ὄλλυμι/ ὀλλύω ὄλλυμαι ὀνίνημι ὀνίναμαι ὤλλυν/ ὤλλυον ὠλλύμην ὠφέλουν ὀνινάμην ὀλῶ ὀλοῦμαι ὀνήσω ὀνήσομαι ὤλεσα ὠλόμην ὤνησα ὠνήμην/ ὠνήθην/ *ὠνησάμην+ ὀλώλεκα ὄλωλα ὠφέλημαι ὠλωλέκειν ὠλώλειν ὠφελήμην ΣΥΝΩΝ : ἀφανίζω, ἀναιρῶ, καθαιρῶ, καταλύω, καταστρέφω, λυμαίνομαι, φθείρω, σῴζω, κτῶμαι ὠφελῶ, λυσιτελῶ, ευεργετῶ, εὖ ποιῶ ἀμύνω, βοηθῶ, ἐπικουρῶ βλάπτω, ἀδικῶ, λυμαίνομαι, λωβῶμαι, φθείρω, δυστυχῶ ὁράω-ῶ ἑώρων ὄψομαι εἶδον ἑώ(ό)ρακα/ <ὄπωπα> ἑω(ο)ράκειν ὁρῶμαι ἑωρώμην ὀφθήσομαι εἰδόμην/ ὤφθην ἑώ(ό)ραμαι/ ὦμμαι [ἑωράμην/ ὦμμην] ΣΥΝΩΝ : θεῶμαι, βλέπω, θεωρῶ τυφλοῦμαι, ἀβλεπτῶ, τυφλώττω Πάσχω πείθω πείθομαι πυνθάνομαι ἔπασχον ἔπειθον ἐπειθόμην ἐπυνθανόμην πείσομαι πείσω πείσομαι/πεισθήσομαι πεύσομαι ἔπαθον ἔπεισα/ <ἔπιθον> ἐπεισάμην/ ἐπιθόμην/ἐπείσθην ἐπυθόμην πέπονθα πέπεικα πέπεισμαι/ πέποιθα πέπυσμαι ἐπεπόνθειν ἐπεπείκειν ἐπεπείσμην/ ἐπεποίθειν ἐπεπύσμην ΣΥΝΩΝ : ὑποφέρω, ὑπομένω πιστεύω, ἀκούω, ὑπακούω ἐρωτάω-ῶ, ζητέω-ῶ αἰτέω-ῶ, πληροφοροῦμαι εὐτυχῶ, εὐπαθῶ ἀναγκάζω, βιάζομαι, ἀπειθῶ, ἀπειθαρχῶ

πέμπω πέμπομαι πίμπλημι πίμπλαμαι ἔπεμπον ἐπεμπόμην ἐπίμπλην ἐπιμπλάμην πέμψω πέμψομαι/ πεμφθήσομαι πλήσω *πλήσομαι+/ πλησθήσομαι ἔπεμψα ἐπέμψάμην/ ἐπέμφθην ἔπλησα ἐπλησάμην/ ἐπλήσθην πέπομφα πέπειμμαι πέπληκα πέπλησμαι ἐπεπόμφειν ἐπεπείμμην <ἐπεπλήκειν> ἐπεπλήσμην ΣΥΝΩΝ : στέλλω δέχομαι, λαμβάνω πληρόω-ῶ, κορέννυμι, γέμω, γεμίζω κενόω-κενῶ πίπτω πλέω ῥέω ῥίπτω ἔπιπτον ἔπλεον ἔρρεον ἔρριπτον πεσοῦμαι πλεύσομαι/ πλευσοῦμαι ῥυήσομαι/ *ῥεύσω-ῥεύσομαι- ῥίψω ἔπεσον ἔπλευσα ἐρρύην ῥευσοῦμαι] ἔρριψα πέπτωκα πέπλευκα ἐρρύηκα ἔρριφα ἐπεπτώκειν ἐπεπλεύκειν ἐρρυήκειν ἐρρίφειν ΣΥΝΩΝ : ῥίπτομαι, καταρρέω ἀνάγομαι, νέω, χέω - χέομαι ἵημι, βάλλω θαλασσόω-ῶ, κολυμβάω-ῶ αἴρω, ἐγείρω Στέλλω στέλλομαι σφάλλω σφάλλομαι ἔστελλον ἐστελλόμην ἔσφαλλον ἐσφαλλόμην στελέω-ῶ σταλήσομαι /[στελοῦμαι] σφαλέω-ῶ σφαλήσομαι/ σφαλοῦμαι ἔστειλα ἐστειλάμην/ ἐστάλ[θ]ην ἔσφη(/α)λα ἐσφάλ[θ]ην ἔσταλκα ἔσταλμαι *ἔσφαλκα+ ἔσφαλμαι ἐστάλκειν ἐστάλμην *ἐσφάλκειν+ ἐσφάλμην ΣΥΝΩΝ : πέμπω ἁμαρτάνω, ἀποτυγχάνω, ἀστοχῶ, ἀτυχῶ ἐπανορθόω-ῶ, κατορθό-ῶ στρέφω στρέφομαι σῴζω σῴζομαι ἔστρεφον ἐστρεφόμην ἔσῳζον ἐσῳζόμην στρέψω στρέψομαι/ στραφήσομαι σώσω σώσομαι/ σωθήσομαι ἔστρεψα ἐστρεψάμην/ ἐστρέφθην/ ἐστράφ[θ]ην ἔσωσα ἐσωσάμην/ ἐσώθην *ἔστροφα+ ἔστραμμαι σέσωκα σέσωμαι/ σέσῳσμαι *ἐστρόφειν+ ἐστράμμην ἐσεσώκειν ἐσεσώμην/ ἐσεσῴσμην ΣΥΝΩΝ : τρέπω, κλίνω, ἑλίσσω εὐθύνω λυτρόω-ῶ, διατηρέω-ῶ, διαφυλάτω, ἐλευθερόω-ῶ, ἀπαλλάττω καταστρέφω, ἀπόλλυμι, δουλόω-ῶ, ἀποβάλλω

Τάττω τάττομαι τείνω τείνομαι ἔταττον ἐταττόμην ἔτεινον ἐτεινόμην τάξω τάξομαι/ ταχθήσομαι/ [ταγήσομαι] τενῶ τενοῦμαι/ ταθήσομαι ἔταξα ἐταξάμην/ ἐτάχθην/ (ἐτάγην) ἔτεινα ἐτεινάμην/ ἐτάθην τέταχα τέταγμαι τέτακα τέταμαι ἐτετάχειν ἐτετάγμην ἐτετάκειν ἐτετάμην ΣΥΝΩΝ : τίθημι, ὀρίζω, τοποθετῶ, εὐπρεπίζω, διατίθημι ἀναπτύσσω, τονῶ, ἁπλόω-ῶ, ἐκτείνω πτύσσω, πτυχόω-ῶ, χαλῶ, τέμνω τέμνω τέμνομαι τίθημι τίθεμαι ἔτεμνον ἐτεμνόμην ἐτίθην ἐτιθέμην τεμῶ τεμοῦμαι / τμηθήσομαι θήσω θήσομαι/ τεθήσομαι ἔτεμον / ἔταμον ἐτεμόμην / ἐτμήθην ἔθηκα ἐθέμην/ ἐτέθην τέτμηκα τέτμημαι τέθει(/η)κα τέθει(/η)μαι/ κεῖμαι ἐτετμήκειν ἐτετμήμην ἐτεθεί(/η)κειν ἐκείμην ΣΥΝΩΝ : κόπτω, μερίζω, κερματίζω, τεμαχίζω, διαμελίζω ἐνόω-ῶ, συνδέω τάττω, ἐμβάλλω, ὀρίζω, τρέπω τρέπομαι τρέχω ἔτρεπον ἐτρεπόμην ἔτρεχον τρέψω τρέψομαι /[ τραπήσομαι ] δραμοῦμαι / <θρέξομαι> ἔτρεψα/ <ἔτραπον> ἐτρεψάμην/ ἐτραπόμην / ἐτρέφθην / ἐτράπην ἔδραμον τέτροφα τέτραμμαι δεδράμηκα/ <δέδρομα> ἐτετρόφειν ἐτετράμμην ἐδεδραμήκειν ΣΥΝΩΝ : στρέφω, (ἐκ)κλίνω, διευθύνω θέω, ἐλαύνω, διδράσκω, φεύγω βαίνω, χωρέω-ῶ, βαδίζω τρέφω τρέφομαι τυγχάνω ἔτρεφον ἐτρεφόμην ἐτύγχανον θρέψω θρέψομαι/ τραφήσομαι τεύξομαι ἔθρεψα/ <ἔτραφον> ἐθρεψάμην/ (ἐθρέφθην)/ ἐτράφην ἔτυχον / <ἐτύχησα> ἐτευξάμην/ ἐτεύχθην <τέτροφα>/ *τέτραφα+ τέθραμμαι τετύχηκα/ *τέτευχα+ *τέτευγμαι] <ἐτετρόφειν>/ [ἐτετράφην] ἐτεθράμμην (ἐτετυχήκειν) ΣΥΝΩΝ : σιτίζω, τροφοδοτῶ, σιτεύω, σιτέω-ῶ ἐφικνοῦμαι, εὐρίσκω, ἀπαντῶ, (δι)ἀμαρτάνω, ἀποτυγχάνω, σφάλλομαι, πταίω

Υπισχνέομαι-οῦμαι Φαίνω φαίνομαι φεύγω ὑπισχνούμην ἔφαινον ἐφαινόμην ἔφευγον ὑποσχήσομαι φανῶ / *φανήσω+ φανοῦμαι/ φαν(θ)ήσομαι φεύξομαι/ φευξοῦμαι ὑπεσχόμην ἔφηνα ἐφηνάμην/ ἐφάν(θ)ην ἔφυγον/ [ἐφεύχθην] ὑπέσχημαι πέφαγκα πέφασμαι/ πέφηνα πέφευγα ὑπεσχήμην (ἐπεφάγκειν) <ἐπεφάσμην>/ [ἐπεφήνειν] ἐπεφεύγειν ΣΥΝΩΝ : ἐπαγγέλλομαι δηλόω-ῶ, (ἀπο)δείκνυμι, φανερόω-ῶ, (κατα)μηνύω ἀπέρχομαι, (ἀνα)χωρῶ, οἴχομαι κρύπτω ἔρχομαι, ἀφικνοῦμαι, φθάνω φέρω φέρομαι φημὶ φθάνω ἔφερον ἐφερόμην ἔφην ἔφθανον οἴσω οἴσομαι/ οἰσθήσομαι / ἐνεχθήσομαι φήσω φθήσομαι/ (φθάσω) ἤνεγκα/ ἤνεγκον ἠνεγκάμην/ ἠνέχθην ἔφησα ἔφθασα/ ἔφθην ἐνήνοχα ἐνήνεγμαι *ἔφθακα+ ἐνηνόχειν ἐνηνέγμην *ἐφθάκειν+ ΣΥΝΩΝ : ἄγω, κομίζω λέγω, φράζω, φάσκω ἀφικνοῦμαι, ἥκω, ἔρχομαι σιωπάω-ῶ, ἀρνοῦμαι, ἀπόφημι φεύγω, οἴχομαι, (ἀνα)χωρῶ Φθείρω [παζ+ φθείρομαι φύω φύομαι ἔφθειρον ἐφθειρόμην ἔφυον ἐφυόμην φθερέω-ῶ φθεροῦμαι/ φθαρήσομαι *φύσω / φυήσω+ φύ(η)σομαι ἔφθειρα ἐφθάρην ἔφυσα ἔφυν ἔφθαρκα / *ἔφθορα+ ἔφθαρμαι πέφυκα ἐφθάρκειν ἐφθάρμην ἐπεφύκειν ΣΥΝΩΝ : ἀφανίζω, (ἀπ)όλλυμι, φθίνω γεννάω-ῶ/γεννῶμαι, παράγω, γίγνομαι, φυτεύω, βλαστάνω σῴζω, διασῴζω μαραίνομαι, ξηραίνομαι Χρήομαι-ῶμαι Ψηφίζομαι Ὠνέομαι-οῦμαι ἐχρώμην ἐψηφιζόμην ἐωνούμην χρήσομαι / [χρησθήσομαι] ψηφιοῦμαι/ ψηφισθήσομαι ὠνήσομαι/ ὠνησθήσομαι ἐχρησάμην/ (ἐχρήσθην) ἐψηφισάμην/ ἐψηφίσθην ἐπριάμην / ἐωνήθην κέχρημαι ἐψήφισμαι ἐώνημαι ἐκεχρήμην ἐψηφίσμην ἐωνήμην ΣΥΝΩΝ : μεταχειρίζω-ομαι, χρῄζω χειροτονέω-ῶ, ψηφοφορέω-ῶ ἀγοράζω, ὀψωνέω-ῶ καταλείπω ἀποδίδομαι, πιπράσκω, πωλέω-ῶ

ΥΠΟΜΝΗΜΑ [ ] : κεηαγελέζηεροη ηύποη < > : ποηεηηθοί ηύποη < > : ποηεηηθοί θαη κεηαγελέζηεροη ηύποη ( ) : ακθηιεγόκελοη ηύποη : παζεηηθοί ηύποη : αόρηζηοη β : αόρηζηοη β ηδηόκορθοη : κέζοη κέιιοληες ζε ελεργεηηθά ρήκαηα ή ελεργεηηθοί παραθείκελοη + σπερζσληέιηθοη ζε κέζα ρήκαηα : ζσλερεκέλοη κέιιοληες : κέζοη - ζσλερεκέλοη κέιιοληες ζε ελεργεηηθά ρήκαηα : ηδηόκορθοη παραθείκελοη θαη σπερζσληέιηθοη : ηύποη δαλεηζκέλοη από άιια ρήκαηα : ηύποη ποσ τρεηάδοληαη προζοτή, δύζθοιοη/απροζδόθεηοη ηύποη, ελδετοκέλως κε αιιαγή ζέκαηος