Ελληνική Ψυχαναλυτική Εταιρεία



Σχετικά έγγραφα
Πρόταση Διδασκαλίας. Ενότητα: Γ Γυμνασίου. Θέμα: Δραστηριότητες Παραγωγής Λόγου Διάρκεια: Μία διδακτική περίοδος. Α: Στόχοι. Οι μαθητές/ τριες:

Η ΝΟΗΤΙΚΗ ΔΙΕΡΓΑΣΙΑ: Η Σχετικότητα και ο Χρονισμός της Πληροφορίας Σελ. 1

ΤΙΤΛΟΙ ΘΕΜΑΤΩΝ ΕΝΟΤΗΤΑΣ

ΜΕΘΟΔΟΙ & ΤΕΧΝΙΚΕΣ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗΣ ΑΚΡΟΑΣΗΣ ΙΙ «ΣΥΜΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ: ΣΧΕΣΗ ΘΕΡΑΠΕΥΤΗ ΘΕΡΑΠΕΥΟΜΕΝΟΥ»

δελτίο της ελληνικής ψυχαναλυτικής εταιρείας περιεχόμενα Σημείωμα της σύνταξης Συνέντευξη Νίκου Τζαβάρα

ΤΙ ΟΝΟΜΑΖΟΥΜΕ ΓΝΩΣΗ; ΠΟΙΑ ΕΙΝΑΙ ΤΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΗΣ; Το ερώτημα για το τι είναι η γνώση (τι εννοούμε όταν λέμε ότι κάποιος γνωρίζει κάτι ή ποια

Γράφοντας ένα σχολικό βιβλίο για τα Μαθηματικά. Μαριάννα Τζεκάκη Αν. Καθηγήτρια Α.Π.Θ. Μ. Καλδρυμίδου Αν. Καθηγήτρια Πανεπιστημίου Ιωαννίνων

Αξιολόγηση του Εκπαιδευτικού Προγράμματος. Εκπαίδευση μέσα από την Τέχνη. [Αξιολόγηση των 5 πιλοτικών τμημάτων]

Η διαπολιτισμική διάσταση των φιλολογικών βιβλίων του Γυμνασίου: διδακτικές προσεγγίσεις

Ο σχεδιασμός για προστασία της «παλιάς πόλης» ως σχεδιασμός της «σημερινής πόλης»

ΠΛΗΡΟΦΟΡΗΣΗ ΚΑΙ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΟΤΗΤΑ 15

Διδακτική της Λογοτεχνίας

Η ΝΟΗΤΙΚΗ ΔΙΕΡΓΑΣΙΑ: Η Σχετικότητα και ο Χρονισμός της Πληροφορίας Σελ. 1

Η δραματοθεραπεία στην εκπαίδευση ενηλίκων

Ιδανικός Ομιλητής. Δοκιμασία Αξιολόγησης Α Λυκείου. Γιάννης Ι. Πασσάς, MEd Εκπαιδευτήρια «Νέα Παιδεία» 22 Μαΐου 2018 ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ

Το Αρνητικό στην Ψυχανάλυση

ΦΥΛΛΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ (ΦΑΣΗ 1 η )

14 Δυσκολίες μάθησης για την ανάπτυξη των παιδιών, αλλά και της εκπαιδευτικής πραγματικότητας. Έχουν προταθεί διάφορες θεωρίες και αιτιολογίες για τις

ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ ΑΓΡΟΤΙΚΩΝ ΣΥΝΕΤΑΙΡΙΣΤΙΚΩΝ ΟΡΓΑΝΩΣΕΩΝ ΚΑΙ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΕΛΛΑΔΟΣ

Κίνητρο και εμψύχωση στη διδασκαλία: Η περίπτωση των αλλόγλωσσων μαθητών/τριών

η ενημέρωση για τις δράσεις που τυχόν υιοθετήθηκαν μέχρι σήμερα και τα αποτελέσματα που προέκυψαν από αυτές.

Πολλοί άνθρωποι θεωρούν λανθασμένα ότι δεν είναι «ψυχικά δυνατοί». Άλλοι μπορεί να φοβούνται μήπως δεν «φανούν» ψυχικά δυνατοί στο περιβάλλον τους.

Η ΓΛΩΣΣΑ ΤΟΥ ΣΩΜΑΤΟΣ. Ιωάννης Βρεττός

Ομιλία του Γενικού Γραμματεία Καταναλωτή Γιάννη Οικονόμου

ΣΧΟΛΙΟ ΣΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΤΟΥ ΧΡΗΣΤΟΥ ΙΩΑΝΝΙΔΗ

Πώς οι αντιλήψεις για την ανάπτυξη επηρεάζουν την εκπαιδευτική διαδικασία

Βιολογική εξήγηση των δυσκολιών στην ανθρώπινη επικοινωνία - Νικόλαος Γ. Βακόνδιος - Ψυχολόγ

Το Μάθημα της Γλώσσας στο Δημοτικό του Κολλεγίου Αθηνών

Σχολική Μουσική Εκπαίδευση: αρχές, στόχοι, δραστηριότητες. Ζωή Διονυσίου

Δείκτες Επικοινωνιακής Επάρκειας Κατανόησης και Παραγωγής Γραπτού και Προφορικού Λόγου Γ1

ΤΙ ΕΙΝΑΙ Η ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗ ΣΥΜΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗ ΚΑΙ Ο ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΟΣ ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΠΟΙΟΣ ΕΙΝΑΙ Ο ΣΚΟΠΟΣ ΤΟΥΣ;

ΓΕΝΙΚΟ ΛΥΚΕΙΟ ΛΙΤΟΧΩΡΟΥ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ

ΜΑΘΗΜΑ ΘΕΑΤΡΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ ΔΗΜΟΤΙΚΟΥ Ι. ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΚΑΙ ΔΟΜΗ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ

ΧΡΟΝΟΣ ΝΟΗΤΙΚΗ ΔΙΕΡΓΑΣΙΑ & ΔΙΑΚΕΚΡΙΜΕΝΗ ΕΠΙΔΟΣΗ

Η σταδιακή ανάπτυξη της δοµής του, ήταν και το µοντέλο για όλα τα πρώτα ανάλογα εργαστήρια του Θεοδώρου, τα οποία κινούνταν σε αυτήν την θεµατική.

τι είναι αυτό που κάνει κάτι αληθές; τι κριτήρια έχουμε, για να κρίνουμε πότε κάτι είναι αληθές;

e-seminars Αναπτύσσομαι 1 Προσωπική Βελτίωση Seminars & Consulting, Παναγιώτης Γ. Ρεγκούκος, Σύμβουλος Επιχειρήσεων Εισηγητής Ειδικών Σεμιναρίων

Μπορεί να συναντηθεί ο έφηβος με το δάσκαλο; Προσέγγιση των δυσκολιών στη σχέση μεταξύ εκπαιδευτικού και μαθητή

Πώς γράφεις αυτές τις φράσεις;

Ενότητα εκπαίδευσης και κατάρτισης για τις δεξιότητες ηγεσίας

ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

Η δραστηριότητα της σκέψης ήταν στην προέλευσή της, διαδικασία εκτόνωσης της ψυχής, από υπερχείλισμα ερεθισμάτων.

Μέρος 3. Ικανότητα ανάληψης δράσης.

Εισαγγελέας: Δευτέρα 03/10/2011, η ημέρα της δολοφονίας της Souzan Anders. Παρατηρήσατε κάτι περίεργο στην συμπεριφορά του κατηγορούμενου;

Δ Φάση Επιμόρφωσης. Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού Παιδαγωγικό Ινστιτούτο Γραφείο Διαμόρφωσης Αναλυτικών Προγραμμάτων. 15 Δεκεμβρίου 2010

Αναπτυξιακή Ψυχολογία. Διάλεξη 6: Η ανάπτυξη της εικόνας εαυτού - αυτοαντίληψης

ΕΡΩΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ ΜΑΘΗΣΗΣ-ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑΣ

Με την σκέψη στα της σαγήνης

Τι μαθησιακός τύπος είναι το παιδί σας;

ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΥΓΕΙΑΣ ΑΚΑΔΗΜΑΙΚΟ ΕΤΟΣ Α ΚΥΚΛΟΣ: Φθινόπωρο 2017

β) Αν είχες τη δυνατότητα να «φτιάξεις» εσύ έναν ιδανικό κόσμο, πώς θα ήταν αυτός;

Εισαγωγή στην Ψυχολογία με έμφαση στις γνωστικές λειτουργίες

Κεφάλαιο Ένα Επίπεδο 1 Στόχοι και Περιεχόμενο

Ελένη Κουμίδη «η δομή και το σύμπτωμα»

Jordi Alsina Iglesias. Υποψήφιος διδάκτορας. Πανεπιστήμιο Βαρκελώνης

Μάθηση & διδασκαλία στην προσχολική εκπαίδευση: βασικές αρχές

ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ Γ ΤΑΞΗΣ ΗΜΕΡΗΣΙΩΝ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΩΝ ΛΥΚΕΙΩΝ ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΕΣ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΘΕΜΑΤΩΝ

Συνεργατικές Τεχνικές

Μουσική Παιδαγωγική Θεωρία και Πράξη

III_Β.1 : Διδασκαλία με ΤΠΕ, Γιατί ;

Π Ι Σ Τ Ο Π Ο Ι Η Σ Η Ε Π Α Ρ Κ Ε Ι Α Σ Τ Η Σ ΕΛΛΗΝΟΜΑΘΕΙΑΣ Χ Ρ Η Σ Η Γ Λ Ω Σ Σ Α Σ ΔΕΥΤΕΡΗ ΣΕΙΡΑ Δ Ε Ι Γ Μ Α Τ Ω Ν Μ 0 Ν Α Δ Ε Σ

Οι παραστατικές τέχνες στον δημόσιο χώρο

Παρέμβαση της Μίνας Μπούρα στην παρουσίαση στη Στοά του Βιβλίου του βιβλίου της Μαρίας Καλεώδη Σελέξ, Περί παιδικής ψυχώσεως

ΕΙΣΑΓΩΓΗ. Πρότεινα ένα σωρό πράγματα, πολλά απ αυτά ήδη γνωστά:

Προσόντα με υψηλή αξία για τους εργοδότες σε σχέση με την αναπηρία

2 ο Σεμινάριο ΕΓΚΥΡΗ ΠΡΑΞΗ & ΣΥΝΟΧΗ ΤΟ ΝΟΗΜΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ. Δίκτυο σχολείων για τη μη-βία

ΣΥΜΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗ ΑΛΛΟΔΑΠΩΝ ΚΑΙ ΠΑΛΙΝΝΟΣΤΟΥΝΤΩΝ ΓΟΝΕΩΝ

Ι. Πανάρετος.: Καλησπέρα κυρία Γουδέλη, καλησπέρα κύριε Ρουμπάνη.

TO ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΣΤΟ ΝΗΠΙΑΓΩΓΕΙΟ

Ανάπτυξη Χωρικής Αντίληψης και Σκέψης

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΠΟΙΟΤΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ

Μεταξία Κράλλη! Ένα όνομα που γνωρίζουν όλοι οι αναγνώστες της ελληνικής λογοτεχνίας, ωστόσο, κανείς δεν ξέρει ποια

Η μουσική ως ενέργεια και ως σύμβολο. Ernst Kurth ( ) Susanne Langer ( )

ΔΙΔΑΚΤΙΚΗ ΠΡΟΤΑΣΗ. 5η ΕΝΟΤΗΤΑ: Περίοδοι διδασκαλίας: 7

ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΚΙΝΗΤΡΩΝ. Θεματική Ενότητα 4: Η ψυχαναλυτική θεωρία των κινήτρων

Maria Gravani Open University of Cyprus

Αιτιολογική έκθεση. µεγάλων δυσκολιών που η κρίση έχει δηµιουργήσει στον εκδοτικό χώρο και στους

Διήμερο εκπαιδευτικού επιμόρφωση Μέθοδος project στο νηπιαγωγείο. Έλενα Τζιαμπάζη Νίκη Χ γαβριήλ-σιέκκερη

Maria Gravani Open University of Cyprus

από ευχάριστες δραστηριότητες, όπως εκείνες της προανάγνωσης,, ενώ παράλληλα συνειδητοποιούν το φωνημικό χαρακτήρα της γλώσσας και διακρίνουν τα

Διάλογοι Σελίδα.1

Καταρχήν θα ήθελα να ευχαριστήσω τον Πρόεδρο και τα. μέλη της Εθνικής Επιτροπής Τηλεπικοινωνιών και. Ταχυδρομείων για την πρόσκλησή τους και να σας

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΜΕΤΑΒΑΣΗΣ ΣΤΟ CLOUD COMPUTING ΜΑΘΗΣΙΑΚΟΙ ΣΤΟΧΟΙ

Μέθοδοι Έρευνας. Ενότητα 2.7: Τα συμπεράσματα. Βύρων Κοτζαμάνης ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ

Εισαγωγή. ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ: Κουλτούρα και Διδασκαλία

Εκπαίδευση στην Προσωποκεντρική & Focusing-Bιωματική Συμβουλευτική/Ψυχοθεραπεία

ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΚΑΝΤ ( )

ΕΡΩΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ ΜΑΘΗΣΗΣ-ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑΣ

ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ «ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΚΑΤΑΡΤΙΣΗ ΣΤΗΝ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗ ΖΩΗ: ΔΙΕΘΝΕΙΣ ΤΑΣΕΙΣ ΚΑΙ ΠΡΟΟΠΤΙΚΕΣ»

ΠΩΣ ΕΡΩΤΕΥΟΝΤΑΙ ΣΤΗ ΒΕΡΟΝΑ; Μικρός οδηγός για δραστηριότητες μελέτης κινηματογραφικών μεταφορών από θεατρικά έργα του Σαίξπηρ

ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΗΡΙΑ «ΝΕΑ ΠΑΙΔΕΙΑ» Τομέας Νέων Ελληνικών

Η Φιλοσοφία της Συνθετικής Ψυχοθεραπείας

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ με έμφαση στις γνωστικές λειτουργίες. Θεματική Ενότητα 6: Σχολές σκέψης στην ψυχολογία: IV

ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΗΡΙΑ «ΝΕΑ ΠΑΙΔΕΙΑ»

Οι Πολλαπλές Λειτουργίες της Μουσικής στην Εκπαίδευση

THE ECONOMIST ΟΜΙΛΙΑ ΝΙΚΟΥ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΗ MINISTER OF FOREIGN AFFAIRS, CYPRUS

Το Αληθινό, το Όμορφο και η απόλυτη σχέση τους με την Νοημοσύνη και τη Δημιουργία Σελ.1

ΣHMEIA ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΥ ΤΟΥ ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ κ. ΠΡΟΚΟΠΙΟΥ ΠΑΥΛΟΠΟΥΛΟΥ ΣΤΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΟ-ΕΥΡΑΣΙΑΤΙΚΟΥ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Διάταξη Θεματικής Ενότητας ΕΛΠ42 / Αρχαιολογία στον Ελληνικό Χώρο

Μετανάστευση, πολυπολιτισμικότητα και εκπαιδευτικές προκλήσεις: Πολιτική - Έρευνα - Πράξη

Transcript:

δελτίο περιεχόµενα Σηµείωµα της σύνταξης Εκδήλωση της ΕΨΕ µε τον Johannes Picht Συνέντευξη Νίκου Τζαβάρα Οι σχέσεις της µουσικής µε την ψυχανάλυση. Αναφορά στις δύο οµιλίες του Johannes Picht ΧΡΥΣΗ ΓΙΑΝΝΟΥΛΑΚΗ Συνέδριο της Ευρωπαϊκής Ψυχαναλυτικής Οµοσπονδίας 2012 Η αρχική ψυχαναλυτική συνέντευξη και η θεραπευτική διεργασία Οι Οµάδες Εργασίας Συγκριτικών Κλινικών Μεθόδων (Comparative Clinical Methods, CCM) της Ευρωπαϊκής Ψυχαναλυτικής Οµοσπονδίας (ΕΨΟ). ΝΙΚΟΣ ΛΑΜΝΙΔΗΣ Αρχική ψυχαναλυτική συνέντευξη και θεραπευτική διαδικασία ΑΡΙΕΛΛΑ ΑΣΕΡ Η αρχική ψυχαναλυτική συνέντευξη: Σηµεία σύγκλισης και απόκλισης µεταξύ των διαφόρων ψυχαναλυτικών ρευµάτων στην ΕΨΟ ΑΡΙΣΤΕΑ ΣΚΟΥΛΙΚΑ Εκδήλωση της ΕΨΕ µε την Cordelia Schmidt-Hellerau Cordelia Schmidt-Hellerau Λήθη και ανάµνηση. Η αυτοσυντήρηση και η ενόρµηση θανάτου στην ψυχανάλυση του Φρόιντ ΠΟΛΥΤΙΜΗ ΖΕΗ Συζήτηση της Cordelia Schmidt-Hellerau µε το ακροατήριο µετά τη διάλεξη «Το άγχος κατά την αρνητική θεραπευτική αντίδραση» ΒΑΣΙΛΗΣ ΓΑΛΑΝΗΣ ΕΛΙΣΑΒΕΤ ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ Παρουσίαση του βιβλίου «W.R. Bion» της Έλσας Schmid-Κιτσίκη ΠΕΤΡΟΣ ΚΕΦΑΛΑΣ ΚΛΑΙΡΗ ΣΥΝΟΔΙΝΟΥ της ελληνικής ψυχαναλυτικής εταιρείας Η Σηµείωµα δελτίο της ελληνικής ψυχαναλυτικής εταιρείας [τεύχος 46] Iούλιος - Αύγουστος - Σεπτέµβριος 2012 [τεύχος 47] Η σχέση της μουσικής με την ψυχανάλυση, θέμα που πραγματεύθηκε ο Johannes Picht σε δύο διαλέξεις του στην ΕΨΕ, εξετάζεται στη συνέντευξη που παραχώρησε ο Ν. Τζαβάρας. Η συζήτηση κατέληξε σε μια σειρά σκέψεων, το πρώτο μέρος των οποίων παρουσιάζουμε εδώ. Είναι σκέψεις οι οποίες αναφέρονται στις πρώτες διεργασίες δημιουργίας του ψυχισμού, έτσι όπως αυτές συσχετίζονται με τους ήχους και τη μουσικότητα. Στο προσκήνιο βρίσκεται η ιδέα «των ιχνών μιας αρχαϊκής σωματικής μουσικής ηδονής» στο νεογνό, μιας ευχαρίστησης που προκύπτει από την ανταπόκριση της μητέρας κατά πρώτον με ένα μουσικό και κατά δεύτερον, χρονικά, με ένα γλωσσικό ιδίωμα στις επικοινωνιακές προθέσεις του παιδιού, η οποία «αρχαϊκή σωματική μουσική ηδονή» είναι η μήτρα όλων των μετέπειτα ηχητικών προσλήψεων και κυρίως αυτών του λόγου και της γλώσσας. Δημιουργείται έτσι ένας «συναισθηματικός ηχητικός χάρτης» που ρυθμίζει τις μεταγενέστερες γλωσσικές εμπειρίες, σημειώνει ο Ν. Τζαβάρας. Η τοποθέτηση αυτή μας δημιουργεί επιθυμίες εμβάθυνσης. Μας ωθεί να σκεφτούμε τη βαρύνουσα, την κρίσιμη σημασία των ηχητικών της σύνταξης εμπειριών και των εμπειριών ευχαρίστησης κατά τη βίωση των πρώτων επαφών με τον κόσμο. Μπορεί να υποθέσει κανείς καταρχήν σχετικά με την «ηδονή» στην οποία αναφέρεται ο Ν. Τζαβάρας ότι το παιδί δεν θα μπορούσε να συγκεντρωθεί, να συγκροτηθεί γύρω από ένα ερέθισμα αν αυτό δεν ήταν ευχάριστο. Αν ήταν ουδέτερο, μάλλον δεν θα προσέλκυε την προσοχή του παιδιού, ενώ αν ήταν πολύ δυσάρεστο θα πάγωνε την ψυχική του διεργασία. Εδώ φαίνεται καθαρά η θεωρητική ορθότητα της διαίσθησης του Φρόιντ ο οποίος επικέντρωσε εξαρχής στη λιβιδινική λειτουργία και επινόησε την έννοια της αρχής της ευχαρίστησης. Η ευχαρίστηση από τη μουσική παροχή της μητέρας είναι καταρχήν μια σωματική ευχαρίστηση, υποστηρίζει ο Ν. Τζαβάρας. Ταυτοχρόνως όμως, οι ήχοι διαφοροποιούνται ως αισθητηριακά δεδομένα, καθώς είναι λιγότερο σωματικοί από μια οσμή, ένα γευστικό ή ένα απτικό αίσθημα. Αυτοί καθαυτοί οι ήχοι δεν διαθέτουν λοιπόν προδιαγεγραμμένο σωματικό νόημα και αποτελούν τα πρώτα ίχνη του εξωτερικού κόσμου, πριν ακόμη από τις οπτικές εικόνες, που δέχονται επεξεργασία και τα οποία Η Ελληνική Ψυχαναλυτική Εταιρεία είναι επιστημονική εταιρεία, μέλος της Διεθνούς Ψυχαναλυτικής ΈΈνωσης (ΙΡΑ) και της Ευρωπαϊκής Ψυχαναλυτικής Ομοσπονδίας (EPF). ΈΈχει αποστολή την προώθηση της ψυχαναλυτικής σκέψης και έρευνας, τη μετάδοση της πρακτικής της ψυχανάλυσης και την εφαρμογή μιας επαγγελματικής στάσης, σύμφωνα με το πνεύμα του έργου του Φρόυντ. 1

για το λόγο αυτό κείνται μεταξύ του σωματικού και του ψυχικού. Το βρέφος οφείλει να προχωρήσει σε διαδικασίες μετασχηματισμού τους, προκειμένου να μεταφράσει τα ίχνη αυτά με τελικό σκοπό να τους αποδώσει ένα νόημα. Η τονικότητα των ήχων είναι το δεύτερο επίπεδο οργάνωσής τους μετά τη μουσικότητα, το οποίο συμμετέχει στη διαδικασία νοηματοδότησης. Με αφορμή τις επισημάνσεις του Ν. Τζαβάρα σχετικά με την τονικότητα της γλώσσας ανακαλούμε το εύρημα των ψυχογλωσσολόγων ότι το βρέφος «μιλά» τη μητρική του γλώσσα στην ηλικία περίπου των επτά μηνών, οπότε μπορούμε να μιλάμε για μια πρώτη συμβολική απαρτίωση της μητρικής γλώσσας, η οποία αντικαθιστά ένα γλωσσικό ιδίωμα αδιαφοροποίητο. Το δεύτερο κεφάλαιο αυτού του τεύχους αναφέρεται στο συνέδριο της Ευρωπαϊκής Ψυχαναλυτικής Ομοσπονδίας που έγινε στο Παρίσι τον Απρίλιο 2012 με θέμα «Η αρχική ψυχαναλυτική συνέντευξη και η θεραπευτική διεργασία». Συνεχίζουμε τη συζήτηση επί των Ομάδων Εργασίας Συγκριτικών Κλινικών Μεθόδων, μια προσπάθεια επιστημονικής επικοινωνίας μεταξύ των ψυχαναλυτών, η οποία ξεκίνησε πριν από δέκα χρόνια. Είναι ενδιαφέρουσα αυτή η δραστηριότητα της ΕΨΟ και οι απαντήσεις που παρέχει όχι μόνο στο θέμα της επικοινωνίας αλλά και με στο ζήτημα της δυνατότητας επιστημονικής επεξεργασίας των αναλυτικών υλικών. Θυμίζει εξάλλου τη λογική του Bion ότι η επικοινωνία, η δημοσιοποίηση της εμπειρίας και της σκέψης του ψυχαναλυτή είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την απαρτίωση, τη θεωρητικοποίηση και την εξέλιξή της. Συστηματική προσπάθεια θεωρητικοποίησης υλοποιείται στα συνέδρια της ΕΨΟ και κατά την επεξεργασία του ειδικού θέματος. Στο παρόν τεύχος γίνεται προσπάθεια να επισημανθούν οι συγκλίσεις και οι αποκλίσεις πάνω στο συγκεκριμένο ειδικό θέμα μεταξύ των διαφόρων ψυχαναλυτικών ρευμάτων που εκφράζονται στην ΕΨΟ, καθώς και η κλινική τους σημασία. Οι επεξεργασίες της C. Schmidt- Hellerau και το ενδιαφέρον της για μία θεωρητική οντότητα, σημαντική στις απαρχές της ψυχαναλυτικής θεωρίας και σχετικά παραμερισμένη στη συνέχεια, την Ενόρμηση Αυτοσυντήρησης, επαναφέρουν στο Δελτίο το θέμα υπό μια νέα προοπτική, με την οποία η ψυχαναλύτρια αυτή επιχειρεί μια πρωτότυπη ματιά επί όλων των ψυχικών φαινομένων και επί της αρνητικής θεραπευτικής αντίδρασης για την οποία προτείνει μια νέα ερμηνευτική λογική. Η ενορμητική λειτουργία θεωρείται ρυθμιστής του συνόλου των ψυχικών λειτουργιών και η ομιλήτρια ενδιαφέρεται για τη δυναμική κατάσταση που δημιουργεί στον ψυχισμό. Διακρίνει με σαφήνεια τις ενορμήσεις αυτοσυντήρησης από τις σεξουαλικές, θεωρεί δε ότι οι πρώτες, που ανήκουν στην κατηγορία των ενορμήσεων θανάτου, προηγούνται από οντογενετική άποψη. Δεν κρίνει απαραίτητο να ορισθούν ως έννοιες η ζωή και ο θάνατος αλλά εξετάζει τη διαλεκτική του ανταγωνισμού τους. ΈΈνα ζήτημα που τίθεται Tο ΔEΛTIO της EΛΛHNIKHΣ ΨYXANAΛYTIKHΣ ETAIPEIAΣ είναι τρίμηνη έκδοση της EΛΛH- NIKHΣ ΨYXANAΛYTIKHΣ ETAIPEIAΣ Iδιοκτήτης EΛΛHNIKH ΨYXANAΛYTIKH ETAIPEIA Eκδότης A. ΣKOYΛIKA Συντακτική Επιτροπή Δελτίου A. ΣKOYΛIKΑ, Α. ΑΣΣΕΡ, Χ. ΓΙΑΝΟΥΛΑΚΗ, Β. ΒΡΑΣΜΑΤΑ, Π. ΚΕΦΑΛΑΣ, Χ. ΧΟΜΠΑΣ Συντονιστής Eπιτροπής Iστοσελίδας Ν. ΛΑΜΝΙΔΗΣ Συντακτική Eπιτροπή Iστοσελίδας Ν. ΛΑΜΝΙΔΗΣ, Ι. ΚΛΕΩΠΑΣ, Α. ΑΣΣΕΡ, Χ. ΓΙΑΝΟΥΛΑΚΗ, Β. ΒΡΑΣΜΑΤΑ, Π. ΚΕΦΑΛΑΣ, Χ. ΧΟΜΠΑΣ Γλωσσική Eπιμέλεια E. KOΨIΔA Γραμματεία A. APΓYPOΠOYΛOY Διεύθυνση MONHΣ ΠETPAKH 4, AΘHNA 115 21, THΛ.: 210 721 4662, FAX: 210 721 4662, www.psychoanalysis.gr, E-mail: administration@psychoanalysis.gr Eκδόσεις META, Πουλχερίας 4-6, Aθήνα 114 73, Tηλ.: 210 7245 735, 210 7230 639, www.sakeld@otenet.gr είναι μήπως τοποθετώντας την ενόρμηση αυτοσυντήρησης στις απαρχές ως κύριο παράγοντα της ψυχικής λειτουργίας δημιουργείται αντίφαση με την πραγματικότητα του πρωτογενούς αυτοερωτισμού και τη σημασία του για τα ψυχικά πράγματα. Η παρουσίαση τέλος του βιβλίου της ΈΈλσας Schmidt-Κιτσίκη με θέμα το έργο του Bion εκροσωπεί μια ενδιαφέρουσα στιγμή εισαγωγής του απόντος εκδοτικά Bion στην ελληνική εκδοτική δραστηριότητα. Ας σημειωθεί εδώ ότι μόλις κυκλοφόρησε και η μονογραφία της ΕΨΕ Wilfred R. Bion Η συμβολή του στην ψυχανάλυση, η οποία είναι αφιερωμένη στη μνήμη της Θ. Βεργοπούλου και περιέχει άρθρα του A. Green και μελών της ΕΨΕ. Οι νέες εκδόσεις Η ΣΥΝΤΑΞΗ ΆΆννα Ποταμιάνου, Λόγος και Πράξις στην Ψυχανάλυση, Eκδ. ΊΊκαρος, Ψυχαναλυτική Σειρά, Αθήνα 2012, σ. 177. Η Μονογραφία 2 της Ελληνικής Ψυχαναλυτικής Εταιρείας «Wilfred R. Bion. Η συμβολή του στην ψυχανάλυση», Επιμέλεια: Ο. Μαράτου, Κ. Μπαζαρίδης. Η Μονογραφία, που είναι αφιερωμένη στη μνήμη της Θάλειας Βεργοπούλου, περιέχει άρθρα των A. Green, Ι. Βαρτζόπουλου, Χ. Ιωαννίδη, Γ. Κόντου, Σ. Μανωλόπουλου, Ο. Μαράτου και Α. Σκούλικα, Εκδ. Νήσος, 2012. Michel de M Uzan, Στα σύνορα ζωής και θανάτου, μτφρ. Γ. Σταθόπουλος, Eκδ. Μετά, Αθήνα 2011. Elsa Schmid-Kitsikis, Wilfred R. Bion, Επιμέλεια: Κ. Συνοδινού, μτφρ. Α. Ατσαλάκη-Π. Κεφάλας, Εκδ. Βήτα, Αθήνα 2011. 2 δελτίο της ελληνικής ψυχαναλυτικής εταιρείας [τεύχος 47]

Εκδήλωση της Ελληνικής Ψυχαναλυτικής Εταιρείας µε τον Johannes Picht 1 17 Φεβρουαρίου 2012 Ψυχανάλυση και Μουσική, Απόψεις για την Τέχνη της Ακρόασης 18 Φεβρουαρίου 2012 Μουσική και Γλώσσα, Κίνηση και Σηµασία Συνέντευξη του Νίκου Τζαβάρα Η σχέση της µουσικής µε την ψυχανάλυση - Αναφορά στις δύο οµιλίες του Johannes Picht Χρυσή Γιαννουλάκη XΧρυσή Γιαννουλάκη: Ο J. Picht μίλησε για «τη μουσική ως μία από τις διάφορες μορφές τέχνης στις οποίες είναι δυνατόν να εφαρμοστούν ψυχαναλυτικές μέθοδοι για να αποκαλύψουν ασυνείδητες στρωματώσεις σημασίας». Είναι γεγονός ότι στην ψυχαναλυτική βιβλιογραφία, η εφαρμοσμένη ψυχανάλυση αφορά πολύ λιγότερο τη μουσική απ ό,τι τη λογοτεχνία, τη ζωγραφική, ακόμη και τον κινηματογράφο. Θα το συνδέατε αυτό με τη σχέση του Φρόιντ με τη μουσική, η οποία, όπως είναι γνωστό, δεν ήταν ιδιαίτερα αρμονική; Νίκος Τζαβάρας: Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία πως θίγετε ένα κρίσιμο σημείο που αφορά τη σχέση της ψυχανάλυσης με τη μουσική. Είναι αλήθεια πως ο Φρόιντ δεν προσπάθησε να προσεγγίσει με την ίδια θεωρητική και, θα έλεγα, έμπρακτη, ικανότητα τον χώρο της μουσικής όπως το επεδίωξε διά μέσου ενός ευρύτατου φάσματος προσωπικών εμπειριών με τις εικαστικές τέχνες και τη λογοτεχνία. Ο J. Picht υπογραμμίζει ωστόσο πως οι γνώσεις του Φρόιντ δεν ήταν λίγες για τη μουσική αλλά, επειδή δεν ήταν προφανώς σε θέση να κατανοήσει ικανοποιητικά τις ιδιαίτερες αισθητικές ποιότητες και τα πολυσήμαντα θεωρητικά προβλήματα που θα απαιτούσε η 1. Διδάσκων Αναλυτής της Γερμανικής Ψυχαναλυτικής ΈΈνωσης (DPV) και Μουσικός. ανάδειξη της σχέσης της μουσικής με την ψυχανάλυση, απέφυγε τη διατύπωση μη ολοκληρωμένων προσωπικών θέσεων. Κάτι που ανέλαβαν με κάποια καθυστέρηση, είναι αλήθεια, μεταγενέστεροι αναλυτές. Πάντως, ένα είναι βέβαιο, πως ο Φρόιντ, στον περίφημο διάλογο που είχε αναπτύξει με τον Ρομαίν Ρολάν γύρω από το ωκεάνιο συναίσθημα (ένα διάλογο του οποίου ο ένας πόλος η σκέψη του Ρομαίν Ρολάν, ενός των μεγαλυτέρων μουσικολόγων του 20ού αιώνα διακαθοριζόταν από ισχυρότατες ταυτίσεις με την προβληματική των αισθητικών συγκινήσεων), προσέκρουσε σε απορίες που του επέτρεψαν ωστόσο να εκφράσει με τακτ κάποιες αντιρρήσεις. Ο Φρόιντ δεν αποδέχθηκε το ωκεάνιο συναίσθημα όπως το περιέγραφε ο Ρομαίν Ρολάν. Θα έλεγα πως οι λόγοι ήταν πολλαπλοί και δεν θα πρέπει να αναγάγουμε, όπως συχνά απλουστευτικά επαναλαμβάνεται, την τοποθέτηση του Φρόιντ απέναντι στη μουσική και στο ωκεάνιο συναίσθημα, σε μια έλλειψη παλινδρομικής ικανότητας ή «τολμηρότητας» να αφεθεί στην έλξη πρωταρχικών συγχωνευτικών σχέσεων. Η πρόθεσή του, η οποία διαφαίνεται, παρέμενε η ανάλυση του ίδιου του φαινομένου της απορροφητικής νοσταλγίας που συντίθεται από αντινομικές τάσεις του υποκειμένου. Μία, εντούτοις ίσως εν μέρει, διευκρινιστική παρατήρηση για την ατολμία του ψυχαναλυτικού στοχασμού απέναντι στην πολυμορφία των μουσικών εκφάνσεων είναι αυτή του J. Picht. Πρόκειται για την υπογράμμισή του πως ένα πλήθος γερμανών φιλοσόφων ασχολήθηκαν με τη μουσική ως μία από τις ισχυρότερες προκλήσεις για την ίδια τη φιλοσοφία, δημιουργώντας μία βαρύνουσα ερμηνευτική παράδοση τουλάχιστον έως τις τελευταίες δεκαετίες που δεν μπορεί να αγνοήσει η ψυχανάλυση. Αυτό το επαναλαμβάνω γιατί, όπως ξέρετε, είμαστε τω όντι υποχρεωμένοι να γνωρίζουμε και τι συμβαίνει εκτός της ψυχανάλυσης, κάτω από ποιους ιστορικούς αστερισμούς διαμείβεται η δική της στοχαστική πολυτροπία. ΈΈνα πλήθος γερμανών φιλοσόφων από τον ΈΈγελο και τον Νίτσε ως τον Μπλοχ και τον Αντόρνο, για να αναφερθώ ενδεικτικά μόνον σε μερικούς που έχω πρόχειρους, ασχολήθηκαν εντατικά και αυτονόητα με τη μουσική, όχι μόνον ως ένα απαρέγκλιτο, κυρίαρχο στοιχείο της αισθητικής αλλά και με την ιδιάζουσα συμμετοχή της στην εξέλιξη του πολιτισμού, στη διαμόρφωση ρευμάτων ή στη συνοδό συνέκφραση ιδεολογιών. Ο J. Picht είναι ένας από τους διανοητές ψυχαναλυτές, ο οποίος τολμά να υπογραμμίσει τις αδυναμίες της ψυχανάλυσης και τολμά επίσης να αποκαλύψει το γεγονός ότι προστρέχει στη φιλοσοφική σκέψη ως αρωγό για τη δική του ψυχαναλυτική θεώρηση της μουσικής. Χ. Γ.: Στο σεμινάριό μας για τη σχέση Φιλοσοφίας και δελτίο της ελληνικής ψυχαναλυτικής εταιρείας [τεύχος 47] 3

Ψυχανάλυσης, ο Νίτσε εμφανίζεται να τονίζει τη σχέση ακρόασης, ρυθμού, κίνησης και χορού ως μια από τις πρωταρχικές, αρχαϊκές αφετηρίες της δημιουργίας. Ο J. Picht επίσης υπογραμμίζει ότι εκφράζονται με τη μουσική πολύ πρώιμοι τρόποι βιώματος και εμπειρίας και ότι η μουσική είναι πλησιέστερη στο ασυνείδητο και στην πρωτογενή διαδικασία από τη γλώσσα των λέξεων. Ποια είναι η δική σας γνώμη; Ν. Τ.: Θίγετε πάλι ένα μεγάλης σημασίας ερώτημα, ενώ η αναφορά του Νίτσε είναι και μια έμμεση, θα έλεγα, απάντηση στο ερώτημά σας. Δίχως άλλο δεν είναι δυνατό να μεταφερθεί η γλώσσα από το οικογενειακό περιβάλλον, από τη μητέρα, από τον πατέρα, αλλά και γενικότερα από την κοινωνία προς ένα παιδί, χωρίς να ληφθεί υπόψη η μουσικότητά της, δηλαδή εκείνη η ιδιαίτερη ποιότητα της τονικότητας των λέξεων, η οποία διασφαλίζει την αποδοχή της γλώσσας από το παιδί. Αυτό διατυπώνεται εύκολα μεν, αλλά είναι από αυτή τη συγκεκριμένη αναφορά που προέρχονται, όπως γνωρίζετε, πολλαπλά προβλήματα της σύγχρονης εξελικτικής, ψυχαναλυτικά προσανατολισμένης, ψυχολογίας. Ας μου επιτρέψετε υπαινικτικά να αναφέρω πως ο Νίτσε διαβλέπει στον οργανικό, αυτονόητο συγκερασμό του χορού, του ρυθμού, της μουσικής και της ποίησης της γλώσσας όπως αναφύεται εντός της Αρχαίας Ελληνικής Τραγωδίας μέχρι τον Σοφοκλή τη μοναδική αρχαϊκότερη διείσδυση στην πεμπτουσία του Είναι όπου η Γνώση δεν διαφέρει από τη Μουσική. ΈΈνας συγκερασμός που θα καταλυθεί από τον ανερχόμενο σωκρατικό ορθολογισμό. Η τονικότητα, θα ισχυριζόμασταν, της μητρικής γλώσσας είναι η ίδια ένα εργαλείο, μία προϋπόθεση επαφής με την ύπαρξη. Σύμφωνα με τον J. Picht, η μητέρα είναι εκείνη η οποία διαθέτει 4 ευθύς εξαρχής τις διαισθητικές ικανότητες για να αντιληφθεί τον τρόπο με τον οποίο το παιδί τείνει να εκφραστεί, ούτως ώστε να ανταποκριθεί εγκαίρως η ίδια, με ένα ιδιαίτερο, κατά πρώτον μουσικό, κατά δεύτερον, χρονικά, γλωσσικό ιδίωμα, στις επικοινωνιακές προθέσεις του παιδιού, όπου η διαδοχή φθόγγων και λέξεων υπακούουν σε μία αλληλοκαθοριζόμενη ερμηνεία πλήθους μηνυμάτων από διαφορετικές οργανικές διαστάσεις. ΈΈτσι αρχίζει και δημιουργείται μια πολύπλοκη διαλεκτική ανάμεσα στη γλώσσα και τη μουσική η οποία προϋποθέτει και στηρίζεται σε πανάρχαιες κατακτήσεις της μητρικής ανθρώπινης διαίσθησης που αφορούν το σύνολο των εξελισσόμενων σωματικών λειτουργιών του παιδιού. Και νομίζω πως αργότερα μπορεί κανένας να διαπιστώσει πως πολλές φορές η γλώσσα θέλει να καταφύγει στη μουσική. Το γνωρίζουμε από τις μορφές της μουσικής, λόγου χάρη όπως είναι η όπερα, αλλά και αντιστρόφως, πολλές φορές και η μουσική θέλει να καταφύγει στη γλώσσα. Παράλληλα όμως ξέρουμε κάτι που ο ΈΈγελος έχει υπογραμμίσει, νομίζω πρώτος ως φιλόσοφος, ότι υπάρχει μια τάση απομάκρυνσης πολλές φορές της μουσικής από τη γλώσσα. Ο ίδιος ο φιλόσοφος, κάτι που μας ενδιαφέρει και εμάς, υπογραμμίζει πως υπάρχουν δύο διαστάσεις της μουσικής: εκείνη η μουσική που εκμεταλλεύεται διαρκώς τη γλώσσα και εκείνη η μουσική, η οποία δεν έχει ανάγκη των παραστάσεων, που είναι μια μη αναπαραστατική τέχνη. Ο J. Picht με ένα δικό του τρόπο αναφέρεται σε αυτές τις δυο διαστάσεις της γλώσσας και της μουσικής. Τη γλώσσα την αντιλαμβάνεται ως μια σειρά δομών, των οποίων τα ιδιαίτερα στοιχεία έχουν μια οριστικότερη σήμανση, είναι εκείνα τα ιδιαίτερα δομικά χαρακτηριστικά τα οποία δεν «προσβάλλονται» εύκολα από την επανάληψή τους, ενώ κατά τον Picht η μουσικότητα είναι αυτή η οποία διασφαλίζει το λέω με απλά δικά μου λόγια μια αμεσότερη, καθολικότερη αντίληψη μιας σειράς φθόγγων. Είναι άλλο να θέλετε να καταλάβετε μία λ.χ. γραπτή μαθηματική πρόταση, οπότε καταφεύγετε βέβαια στο τι σημαίνει η κάθε λέξη, είστε υποχρεωμένοι να το κάνετε αυτό, κι είναι κάτι όλως διαφορετικό, όταν ακούτε μία φράση από τον αναλυτή, ή τον αναλυόμενο, που διακαθορίζεται πέραν του προφερόμενου κειμένου από μια ορισμένη τονικότητα. Τι θέλω να πω με αυτό; ΌΌτι στη δεύτερη περίπτωση μπορούμε να έχουμε μια σειρά αντινομιών. ΈΈνας αναλυόμενος να σας λέει ότι σας αγαπάει και εσείς να αισθάνεστε το αντίστροφο. Δηλαδή, η δική σας αίσθηση των φωνητικών του αποχρώσεων να σας οδηγεί σε μια εντελώς διαφορετική συγκινησιακή αντίληψη των λόγων του αναλυόμενου. Αυτή την προβληματική τη θίγει ο J. Picht, μολονότι θα έλεγα, μια απουσία στις δύο επιλεγμένες εισηγήσεις είναι η πιο συγκεκριμένη εκτενέστερη αναφορά σε κλινικό υλικό ή σε έργα μουσικής. Αλλά πιστεύω ότι στο μέλλον θα έχουμε την ευκαιρία να τον ακούσουμε και πάλι. Χ. Γ.: Ο J. Picht τόνισε τη συγγένεια της μουσικής και της ψυχανάλυσης ως προς την ειδική τους σχέση με την ακρόαση. Τι έχετε να μας πείτε επάνω σε αυτό; Ν. Τ.: Ναι, νομίζω πως είναι πάλι ένας τεράστιας σημασίας προβληματισμός. Βεβαίως η ακρόαση, όπως αυτή συντελείται στη διάρκεια μιας ψυχαναλυτικής διαδικασίας, έχει ως στόχο να κατανοηθεί τόσο ο αναλυόμενος όσο και να κατανοηθούν οι ερμηνείες που δίδονται από τον αναλυτή. Η εκατέρωθεν λοιπόν κατανόηση στο πλαίσιο δελτίο της ελληνικής ψυχαναλυτικής εταιρείας [τεύχος 47]

ενός πολύχρονου διαλόγου θα εξυπηρετηθεί, όπως είπα και προηγουμένως, και από τη μουσικότητα, την τονικότητα της εκφοράς του λόγου και των δύο. Αυτό αποτελεί μια ουσιαστική συνθήκη, η οποία σχετίζεται με τον τρόπο με τον οποίο το παιδί, ο αναλυόμενος και ο αναλυτής έχουν υιοθετήσει κατά την ατομική τους ανάπτυξη, επηρεασμένοι από ποικίλα αντικείμενα, τρόπους εκφοράς του λόγου, ώστε ο λόγος, η γλώσσα, τα ιδιώματα τα οποία θα χρησιμοποιήσουν να παραμείνουν κατανοήσιμα, να ανταποκρίνονται δηλαδή σε βασικές, μουσικές και συγκινησιακές, όπως όμως και έλλογες ανάγκες του αναλυόμενου ή του αναλυτού. Αυτό νομίζω πως είναι κάτι το πάρα πολύ ουσιαστικό. Σ αυτό το σημείο δοκιμάζεται η καθολικότητα, η εκ των προτέρων κοινωνικά διαρθρωμένη γλώσσα για την εν γένει διϋποκειμενική επικοινωνία, στο επίπεδο των ατομικών εκφραστικών δυνατοτήτων. Εν τούτοις, δεν πρέπει να διαφεύγει την προσοχή μας, πως αυτή τη στιγμή ασχολούμαστε με το φαινόμενο της μουσικής γενικότερα και δεν μπορούμε να συνθλίβουμε την όλη προβληματική της σε αναφορές που σχετίζονται με το παιδί, με τη σχέση παιδιού και μητέρας. Γιατί η μουσική περιλαμβάνει ένα τεράστιο φάσμα εκδηλώσεων, εκδηλώσεων πολλές φορές υψηλής δημιουργικότητας από διαφορετικές ιστορικές εποχές που συχνά απαιτούν από τους ακροατές γνώση και ακουστική προσαρμοστικότητα, γιατί κάθε άλλο παρά προσφέρονται πάντα άμεσα για την αισθητική τους απόλαυση. Η μουσική παραμένει μια τέχνη ιδιαιτέρως πολύπλευρη, η οποία διανοίγει καθημερινώς νέες πολιτισμικές εκφραστικές δυνατότητες, όπως η ποίηση, η ζωγραφική, όπως όλες οι τέχνες ενώ παράλληλα είναι διακριτές ορισμένες ομοιότητές τους, όπως εκείνη στην οποία αναφέρθηκα προηγουμένως μέσω του Νίτσε που είναι η σχέση της μουσικής με τον ρυθμό. ΉΉ η επισήμανση του Εγέλου για τη σχέση μουσικής και αρχιτεκτονικής. Χ. Γ.: Ο J. Picht είπε ότι «η μουσική και η ψυχανάλυση αποτελούν ένα μέσο διά του οποίου κάτι εμφανίζεται και ότι οι περιοχές αυτών των δύο μέσων είναι συνεκτεινόμενες». Αυτό εμένα με παραπέμπει στην ύπαρξη της διαδικαστικής μνήμης, η οποία προηγείται της δυνατότητας του παιδιού να μπορέσει να σχηματίσει κάποιες ρητές, βιωματικές, προσωπικές αναμνήσεις. Τι σκέφτεστε εσείς; Ν. Τ.: ΈΈχετε δίκιο, υπό την έννοια, και αναφέρομαι βέβαια στη σκέψη του J. Picht, ότι η μουσικότητα, η τονικότητα, ο τρόπος με τον οποίο αργότερα θα ηχήσουν οι λέξεις, αποτελούν προ-δεδομένες μήτρες αποδοχής και υποδοχής των γλωσσικών ιδιωμάτων που θα προσφερθούν για να υιοθετηθούν από το παιδί. Υπάρχει δηλαδή ευθύς εξαρχής ένας συναισθηματικός ηχητικός χάρτης στον οποίο επικάθονται, χάρη στον οποίον εξυφαίνονται οι μεταγενέστερες γλωσσικές παραπομπές, γλωσσικές εμπειρίες. Αυτό πρέπει κανείς να το φανταστεί ως μια πολύπλοκη και αντινομική διαδικασία. Το παιδί δεν είναι πάντα εκτεθειμένο στις ίδιες ηχητικές ποιότητες, στην ίδια μουσική και εκφραστική ποιότητα των αντικειμένων που το περιβάλλουν. Θα υπάρξουν συνηχήσεις, όπως θα υπάρξουν και παρερμηνείες των ήχων ή ακόμα θα υπάρξουν και πρώιμες, τραυματικές, εμπειρίες που οφείλονται σε ηχητικές προσλήψεις, μη ανταποκρινόμενες σε πρότερες μουσικές προσμονές του παιδιού. Με άλλα λόγια και κατά τη διάρκεια της εξέλιξης του παιδιού θα έχουμε παραφωνίες. ΌΌταν ακούτε ένα μουσικό έργο, δεν είστε μόνο διαρκώς ευχαριστημένοι. Στη σύγχρονη μουσική γίνεται και χρήση πιο δραστήριων εκφραστικών μέτρων, τα οποία μπορεί να προκαλέσουν και τη δυσφορία σας ή να προκαλέσουν μια διέγερση πνευματική για να καταλάβετε τι επιθυμεί ένας νέος δημιουργός να εκφράσει. Η μουσική είναι μια δύσκολη τέχνη άλλωστε. Και, πολύ ορθά, ο J. Picht υπογραμμίζει και μια άλλη αναγκαιότητα: εκείνη του ερμηνευτή της μουσικής. Η μουσική διαρκώς ερμηνεύεται. Δεν είμαστε απλώς ηχολήπτες ενός έργου το οποίο μας προσφέρεται με την αμεσότητα, ίσως, ενός πίνακα, αλλά παρεμβάλλονται πάντοτε οι δι-ερμηνείς του έργου. Φανταστείτε μόνο τη σημασία του φον Κάραγιαν για τη σημερινή μουσική εξέλιξη. Αυτό δείχνει όμως και τη δυσκολία προσεγγίσεως της μουσικής από την πλευρά της ψυχανάλυσης. Τι θέλει να διαπιστώσει η ψυχανάλυση; Με ποιο τρόπο μπορεί η ίδια να διευρύνει την τονικότητά της, όταν ασχολείται με έργα σύγχρονης ή παλαιότερης μουσικής; Πώς μπορεί να τα αξιοποιήσει για τη διεύρυνση των δικών της αντιληπτικών και θεωρητικών ικανοτήτων σε αναλογία με επιτεύγματα του γραπτού λόγου ή λ.χ. της ζωγραφικής; Βλέπετε, ο Φρόιντ κατέφευγε ευκολότερα στους μεγάλους ποιητές, ιδιαίτερα, όπως ξέρετε, στον Γκαίτε, στον Σαίξπηρ, ή στον Σοφοκλή. Είμαστε σε θέση εμείς ως αναλυτές να καταφύγουμε αντίστοιχα σε μεγάλες κατακτήσεις της μουσικής; Σπάνια βλέπουμε αναφορές σε ψυχαναλυτικά έργα στον τρόπο με τον οποίο εκφράστηκε συγκινησιακά ο Μπετόβεν ίσως πιο συχνά βέβαια στους τρόπους με τους οποίους εκφράστηκαν μουσικοσυνθέτες οι οποίοι ασχολήθηκαν με την όπερα, όπως λ.χ. ο Βάγκνερ. Χ. Γ.: Σε αντίθεση με τον προφορικό, έχει διαπιστωθεί ότι ο γραπτός λόγος δεν επιτρέπει δελτίο της ελληνικής ψυχαναλυτικής εταιρείας [τεύχος 47] 5

τόσο εύκολα τη διάγνωση εάν το ομιλούν υποκείμενο είναι ψυχωτικό ή όχι. Θα βλέπατε μια σύνδεση της παρατήρησης αυτής με τη θέση του J. Picht ότι η μουσική αποτελεί το θεμέλιο κάθε επικοινωνίας, της γλωσσικής συμπεριλαμβανομένης; Ν. Τ.: Θα συμφωνούσα μόνον εν μέρει. Βεβαίως και υπάρχουν γραπτά κείμενα τα οποία μας επιτρέπουν να προβούμε στη διάγνωση μιας ψύχωσης, αλλά όχι πάντα. Εκείνο το οποίο έχει μεγαλύτερη σημασία είναι να αντιληφθούμε ποια είναι εκείνα τα στοιχεία της ηχητικής μνήμης, της μουσικής μνήμης, της ηχοληπτικής μνήμης που επιτρέπουν στο παιδί να αναπτύξει ένα γλωσσικό διάλογο με τη μητέρα. Μια μητέρα οφείλει να είναι σε θέση να διαισθανθεί εκείνες τις ηχοληπτικές προτεραιότητες κατά την ανάπτυξη του Εαυτού του παιδιού που θα της επιτρέψουν να αρθρώσει τους δικούς της γλωσσικούς ιδιωματισμούς, να κάνει χρήση της δικής της γλωσσικής εκφοράς κατά έναν τρόπο συμβατό προς εκείνο που έχει προϋπάρξει και έχει συνδιαμορφώσει. Ο J. Picht αναφέρεται στο ότι η μητέρα σημειώνει διαρκώς τη διαφοροποιούμενη ακουστική ευαισθησία, την ηχοληπτική ικανοποίηση του παιδιού να απολαμβάνει και να προσανατολίζεται προς τη φωνή της, τις μουσικές ικανότητες όπως αναδεικνύονται εκατέρωθεν στο πλαίσιο του διαλόγου τους ενσυνείδητες και ασυνείδητες προϋποθέσεις που της προσφέρουν νέες δυνατότητες συμμόρφωσης με την εξέλιξη του παιδιού στο επίπεδο της γλωσσικής προσφοράς. Στην αρχή η μητέρα τραγουδάει, νανουρίζει το παιδί και με τον τρόπο αυτό δημιουργεί τα πρώτα στοιχεία μιας συναισθηματικής διακίνησης, μιας πρώτης ναρκισσιστικής του ρυθμικής και σωματικής απόλαυσης μία προϋπόθεση για την περαιτέρω γλωσσική εξέλιξη του παιδιού που θα φέρει τα ίχνη μιας αρχαϊκής σωματικής μουσικής ηδονής. Χ. Γ.: Το θεμέλιο κάθε επικοινωνίας Ν. Τ.: Η μητέρα θα πρέπει διαισθητικά να γνωρίζει αυτό το πρώτο παρελθόν των συνηχήσεων για να στηρίξει μετά μια διεύρυνση της γλωσσικής επικοινωνίας. Ως προς τη γλώσσα των ψυχωτικών, όπως ξέρετε, πάρα πολλές φορές η δική μας αντιμεταβίβαση διακαθορίζεται αιφνιδίως από την αίσθηση μιας τρομακτικής καταστροφής των συνηχήσεων. Δηλαδή, ενώ περιμένετε από τον ασθενή στη διάρκεια μιας οποιασδήποτε αφήγησης να σας εκφράσει μια άποψη συνοδευόμενη από την αντίστοιχη αναμενόμενη, γλωσσική διακύμανση, προσκρούετε σε μια φοβερή παραφωνία, σε κάτι που σας δημιουργεί την αίσθηση της ρήξης, της τραυματικής ρήξης στο επίπεδο της αντιμεταβίβασης. ΈΈνα μόνιμα επίκαιρο θέμα. Χ. Γ.: Βρήκα εξαιρετικά δυσνόητη για εμένα τη σύνδεση που έκανε ο J. Picht της μουσικής και της γλώσσας ως δύο διαφορετικών μορφών χωροχρονικής υπόστασης. Είπε ότι ενώ η μουσική στοιχειοθετεί το συμβάν και την κίνηση, η γλώσσα στοιχειοθετεί το σημείο και τη σημασία. Ν. Τ.: Ναι! Νομίζω πως είναι εξαιρετικά δύσκολο στο πλαίσιο μιας τέτοιας συνέντευξης να αναφερθεί κανένας σε όλες τις διαστάσεις αυτής της διατύπωσης. Στη διάρκεια της πρώτης του ομιλίας, αλλά και της δεύτερης, ο J. Picht προσέδωσε μια ιδιαίτερη ζωντάνια στις απόψεις του, όταν ο ίδιος έκανε χρήση μητρικών ήχων για να αναπαραστήσει μια συναισθηματική διαμοιβή ανάμεσα σε μια συγκεκριμένη μητέρα κι ένα παιδί. Κι εκείνη τη στιγμή ήταν περισσότερο πειστικός από όλες τις υπόλοιπες στιγμές του διαλόγου του. Θα θυμάστε ότι περιγράφει μια μητέρα, η οποία αντιλαμβάνεται την προσμονή του παιδιού να ακούσει κάτι το συγκεκριμένο από εκείνη: μια θαυμαστική εκδήλωση! Η μητέρα αντιλαμβάνεται το εξελικτικό σημείο στο οποίο βρίσκεται το παιδί και την ψυχική του ανάγκη να την ακούσει και γι αυτό αναφωνεί, λέει μια μόνη λέξη: «Βάου!» δηλαδή «Τι ωραία που το έκανες!». Το παιδί το καταλαβαίνει και, με τον τρόπο αυτό, ένα μουσικό γεγονός μετατρέπεται και σε ένα γλωσσικό σημείο. Δηλαδή, εδώ η τονική ποιότητα διευκολύνει παρ όλα αυτά την υιοθέτηση ενός γλωσσικού σημείου, μιας γλωσσικής επισήμανσης, μιας σημασίας. Το «Βάου!» ικανοποιεί το παιδί σαν μια πολύ απλή λέξη, η οποία ανταποκρίνεται στη δική του συναισθηματική, ναρκισσιστική προσμονή. Δημιουργεί έναν εσωτερικό χώρο απόλαυσης του παιδιού, που είναι η αισθητική απόλαυση και, ταυτόχρονα όμως, το παιδί αποδέχεται αυτή την απλή γλωσσική έκφραση της μητέρας ως ένα πρώτο σημείο προς τη γλωσσική σημασιοδότηση. Το μουσικό συμβάν αποκτά τη χροιά της γλωσσικής δεσμευτικής στοιχειοθέτησης. Πριν ολοκληρώσουμε αυτή τη συνέντευξη που υπόκειται στους περιορισμούς ενός Δελτίου, θα ήθελα να υπενθυμίσω πως η πρωτοβουλία να πραγματοποιηθεί εκ μέρους της Ελληνικής Ψυχαναλυτικής Εταιρείας μία πρώτη εκδήλωση για τη σχέση της Μουσικής με την Ψυχανάλυση οφείλεται στον συνάδελφό μου Γιάννη Κόντο, έναν εξαίρετο γνώστη της όλης θεματικής, τον οποίον θα ήθελα και πάλι να ευχαριστήσω. Χ. Γ.: Κι εμείς σας ευχαριστούμε και περιμένουμε να επανέλθετε με κάποιο εκτενέστερο κείμενο σε αυτό το τόσο ενδιαφέρον και σχετικά παραμελημένο θέμα. 6 δελτίο της ελληνικής ψυχαναλυτικής εταιρείας [τεύχος 47]

Συνέδριο της Ευρωπαϊκής Ψυχαναλυτικής Οµοσπονδίας 2012 Η αρχική ψυχαναλυτική συνέντευξη και η θεραπευτική διεργασία Νίκος Λαµνίδης Οι Οµάδες Εργασίας Συγκριτικών Κλινικών Μεθόδων (Comparative Clinical Methods, CCM) της Ευρωπαϊκής Ψυχαναλυτικής Οµοσπονδίας (ΕΨΟ). AΑπό την εποχή του Συνεδρίου της Πράγας (2001) αυτό που, κατά τη γνώμη μου, καθιστά ιδιαιτέρως ελκυστικά τα Συνέδρια της Ευρωπαϊκής Ψυχαναλυτικής Ομοσπονδίας είναι το ότι τείνουν να αποκτήσουν τον χαρακτήρα ενός ανοιχτού εργαστηρίου επιστημονικών ανταλλαγών και επικοινωνιών. Το πλήθος των ομάδων εργασίας που διατίθενται για να συμμετέχουν οι σύνεδροι, ομάδες που στις περισσότερες περιπτώσεις ξεκινούν την εργασία τους ήδη προσυνεδριακά, αποτελούν μία πρώτης τάξεως ευκαιρία, ετησίως προσφερόμενη στους ευρωπαίους αναλυτές, να βρεθούν σε ένα περιβάλλον ομήλικης, εντατικής διερεύνησης, μέσα σε συνθήκες συγκρίσεως διαφορετικών μεταξύ τους ψυχαναλυτικών οπτικών και σχολών και επιπλέον σε περιβάλλον ιδιαιτέρως ευνοϊκό για αναλυτική (και αυτo-αναλυτική!) εργασία καθώς πρόκειται για ομάδες που απαρτίζονται από αναλυτές-μέλη κατά τεκμήριο άγνωστα μεταξύ τους, διαφορετικών προσανατολισμών, γλωσσών και εθνοτικών προελεύσεων, που με την ευνοϊκή δυναμική των μικρών ομάδων που ταχύτατα αναπτύσσεται, δημιουργούν γόνιμο υπόστρωμα για αναλυτικές ανταλλαγές, αντιπαραθέσεις, συγκρίσεις αλλά ακόμη και ευκαιρίες για εντοπισμό αδιεξόδων, άλυτων κόμβων, ανεπαρκών κλινικο-θεωρητικών σχημάτων ή και προσωπικών δυσκολιών, αντιμεταβιβάσεων και ενίοτε εντονότατων συναισθηματικών εκφράσεων, όχι πάντοτε περιέξιμων (containable). ΌΌμως το ενδιαφέρον και η δημιουργική οργάνωση του υλικού καταφέρνει στις πλείστες των περιπτώσεων να υπερέχει των ούτως ή άλλως αναμενόμενων δυσκολιών. Σε αυτό συνεισφέρει και η εμπειρία αλλά και η θεσμική υποστήριξη που έχουν από τους ιθύνοντες της EPF οι συντονιστές αυτών των ομάδων εργασίας. Αλλά οι ασυνείδητες και συνειδητές επικοινωνίες μεταξύ των μελών, οι επεξεργασίες που κάπως ολοκληρώνονται όπως και εκείνες που παραμένουν εκκρεμείς, τα συμπεράσματα που λέγονται και οι σκέψεις που δεν λέγονται ή, ακόμη οι σκέψεις που μένουν στον αέρα, όλα αυτά οι αναλυτές-μέλη των ομάδων έχουν την ευκαιρία να τα θίξουν και να τα συζητήσουν στο περιθώριο των επισήμων συναντήσεων, στα διαλείμματα του καφέ και στις ανεπίσημες, προ- και «παρα-συνεδριακές» συναντήσεις. Η όλη κατάσταση αποκτάει ένα ιδιαίτερο χρώμα, η ατμόσφαιρα είναι πυκνή από νοήματα και οι ανταλλαγές που λαμβάνουν χώρα είναι τελικά πολύ περισσότερες από όσα προλάβουν να ειπωθούν και να υποστούν τη λειτουργία-α για να πάρουν τη μορφή σκέψεων που θα εγγραφούν στη ρητή μνήμη των συμμετεχόντων. ΌΌλα αυτά είναι που κάνουν τόσο ενδιαφέροντα τα συνέδρια και τα προ-συνέδρια της Ευρωπαϊκής Ψυχαναλυτικής Ομοσπονδίας. Αλλά ας δούμε με μεγαλύτερη προσοχή τη σημασία των ομάδων συγκριτικών κλινικών μεθόδων (ΣΚΜ, CCM groups). Πρόκειται για μία από τις εκδοχές ομάδων εργασίας που μπορεί να συμμετάσχει κανείς στα εν λόγω προ-συνέδρια της ΕΨΟ (και της ΔΨΕ). Η Ψυχανάλυση, ήδη από την εποχή του Φρόιντ αλλά πολύ περισσότερο από τη δεκαετία του 70, βρίσκεται μπροστά στο επιστημολογικό πρόβλημα που ο Wallerstein, με παραδειγματικό τρόπο, σχηματοποίησε στο εξής απλό αλλά και ανησυχητικό ερώτημα: «Υπάρχει μία ή πολλές Ψυχαναλύσεις;» (Wallerstein, 1988). Παρά τις ενδιαφέρουσες απόπειρες να ορισθούν με μεγαλύτερη σαφήνεια οι όροι και τα κριτήρια που χρειάζεται να πληρούνται ώστε ένα κλινικό ή θεωρητικό εγχείρημα να μπορεί να λάβει τη βεβαίωση «Είναι Ψυχανάλυση» (Blass, 2010), η έκταση και η ένταση των διαφορών είναι τέτοια που να χρειάζονται ειδικοί, αυστηροί και μεθοδολογικά καθορισμένοι όροι εμπερίεξης του επιστημονικού διαλόγου. ΈΈνα παρόμοιο παράδειγμα διαλόγου με μεθοδολογική αυστηρότητα που να μην επιτρέπει απεραντολογίες και θεωρητικολογίες οι οποίες δεν μπορούν να διασαφηνισθούν και συνεπώς η επάρκεια και η πειστικότητά τους δεν υπόκειται στην έλλογη τάξη είναι η πρόσφατη σειρά διαλόγων που δημοσίευσε το Περιοδικό της Αμερικανικής Ψυχαναλυτικής ΈΈνωσης (Journal of American Psychoanalytic Association) μεταξύ εκπροσώπων αφενός της «εμπειρικής-επιστημονικής» και αφετέρου της «διϋποκειμενικής-αφηγηματικής» ψυχαναλυτικής οπτικής (Hoffman, 2009 Eagle & Wolitzky, 2011 Hoffman, 2012). ΈΈνα άλλο τέτοιο παράδειγμα διαλόγου θα ήταν και οι εν λόγω ομάδες ΣΚΜ που οργανώθηκαν επί προεδρίας ΕΨΟ του David Tuckett και λαμβάνουν χώρα στη διάρκεια των Συνεδρίων της Ευρωπαϊκής Ομοσπονδίας αλλά και της Διεθνούς Ψυχαναλυτικής ΈΈνωσης. Την ευθύνη του σχηματισμού, του ορισμού συντονιστών και της τελικής επεξεργασίας των δεδομένων έχει η αντίστοιχη Πτέρυγα Εργασίας επί ΣΚΜ (Working Party on CCM) της ΕΨΟ, που απαρτίζεται, εκτός του Tuckett, από έμπειρους ευρωπαίους δελτίο της ελληνικής ψυχαναλυτικής εταιρείας [τεύχος 47] 7

αναλυτές όλων των τάσεων και προσανατολισμών. ΈΈνα από τα προϊόντα του εντατικού υπερδεκαετούς διαλόγου εντός της Πτέρυγας Εργασίας ΣΚΜ είναι και το βιβλίο Psychoanalysis Comparable & Incomparable: The Evolution of a Method to Describe and Compare Psychoanalytic Approaches, που εκδόθηκε το 2008 από τους David Tuckett, Antonino Ferro, Paul Denis και Dana Birksted-Breen μεταξύ άλλων. ΈΈχοντας λοιπόν σχηματισθεί η μικρή (10-12 μέλη) ομάδα εργασίας, με σημαντικό βαθμό ετερογένειας, καθώς απαρτίζεται από αναλυτές ποικίλων εθνοτικών προελεύσεων, και με τον συντονιστή (συνήθως διδακτικό αναλυτή) να έρχεται σε επαφή με τα μέλη, μέσω ηλεκτρονικής αλληλογραφίας, η ομάδα συναντάται κατά το διήμερο λίγο πριν από την έναρξη του εκάστοτε Συνεδρίου, για 5-6 διαδοχικές (πρωί και απόγευμα) συναντήσεις-συνεδρίες εργασίας συνολικής διάρκειας 10-12 πολύ κουραστικών αλλά, συχνά, ιδιαιτέρως δημιουργικών και παραγωγικών ωρών. Στη διάρκεια αυτού του χρονικού διαστήματος υπάρχουν οι εξής φάσεις: Σύσταση όλων των μελών και του αναλυτή που μόνον εκείνη τη στιγμή γίνεται γνωστό ότι θα παρουσιάσει. Ο παρουσιάζων αναλυτής θα διαβάσει μερικά στοιχεία από την ιστορία του αναλυόμενου καθώς και τις μοναδικές δύο, συνήθως, διαδοχικές συνεδρίες. Αρχίζει η εργασία με βάση τη μέθοδο Βήματα 1 και 2 που επεξεργάσθηκε την τελευταία δεκαετία η Πτέρυγα Εργασίας ΣΚΜ της ΕΨΟ. Κατά το Βήμα 1 οι αναλυτέςμέλη της ομάδας καλούνται να ξανακούσουν την καθεμία από τις δύο παρουσιαζόμενες συνεδρίες και να επικεντρωθούν στις παρεμβάσεις (ερμηνείες ή μη) που έχει σημειώσει ο ίδιος ο παρουσιάζων αναλυτής ότι προέβη. Κάθε παρέμβαση οφείλει, μετά από συζήτηση και συναίνεση, να λάβει έναν ποιοτικό χαρακτηρισμό (όχι αξιολογικής υφής) από a έως f, ανάλογα με τη θέση της σε ένα φάσμα που κυμαίνεται από: Σχόλια επικύρωσης και διατήρησης του αναλυτικού πλαισίου. Σχόλια που προσθέτουν ένα στοιχείο που διευκολύνει την ασυνείδητη διεργασία και διαδικασία. Ερωτήσεις, διευκρινίσεις, αναδιατυπώσεις που καθιστούν τα πράγματα πιο συνειδητά ή τα φέρνουν εγγύτερα στο συνειδητό. Προσυνειδητές νύξεις. Επισημάνσεις συναισθηματικών και φαντασιακών νοημάτων στο εδώ και τώρα της κατάστασης με τον αναλυτή. Κατασκευές που σκοπεύουν στην επεξεργασία του νοήματος. Αιφνίδιες και απροσδόκητες αντιδράσεις που δεν είναι εύκολο να συνδεθούν με τη συνήθη μέθοδο που ακολουθεί ο αναλυτής. Στη συζήτηση συμμετέχει και ο ίδιος ο παρουσιάζων αναλυτής και ο σκοπός είναι να απεικονισθεί κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο ό,τι επεδίωκε, συνειδητά ή όχι, ο ίδιος ο αναλυτής, κατά την εκφορά της παρέμβασής του. Στις κοινές παραστάσεις και αναπαραστάσεις που σχηματίζει η ομάδα εργασίας για το πώς εργάζεται ο παρουσιάζων αναλυτής έρχεται να στηριχθεί το Βήμα 2. Οι αναλυτές-μέλη επιδιώκουν πλέον με πιο δομημένο τρόπο να συγκροτήσουν μία συνεκτική, συναινετική και κατά το δυνατόν έγκυρη θεωρία σχετικά με τον τρόπο αναλυτικής εργασίας του παρουσιάζοντος. Υπάρχουν 5 Βασικοί Θεωρητικοί ΆΆξονες στους οποίους καλούνται να δοθούν συγκροτημένες, κοινές απαντήσεις, αξιοποιώντας τη συνολική εμπειρία, μάθηση και γνώση που αποκόμισε η ομάδα εργασίας από το Βήμα 1. Οι ΆΆξονες αυτοί, που έχουν θεωρηθεί από την Πτέρυγα Εργασίας ως ζωτικά σημεία του ψυχαναλυτικού προσανατολισμού όλων των κατευθύνσεων, είναι οι εξής: Τι δεν πάει καλά; Πώς θεωρεί ο αναλυτής το πρόβλημα του αναλυόμενου, πώς εκδηλώνεται στις συνεδρίες και από πού προέρχεται. Ακρόαση του ασυνειδήτου. Πώς θεωρεί ο αναλυτής τους ελεύθερους συνειρμούς και την ελευθέρως κυμαινόμενη προσοχή και τι είναι αξιοσημείωτο στα ασυνείδητα παράγωγα του ασθενή και του αναλυτή; Η προώθηση της διαδικασίας. Πώς σκέφτεται ο αναλυτής τη θεωρία που διαθέτει για την ψυχική αλλαγή; (Είναι νέο αντικείμενο; Ερμηνεύει από θέση αναλυτικής ουδετερότητας;) Πώς εφαρμόζονται τα παραπάνω στη συνεδρία; Πώς λειτουργεί η ανάλυση; Πώς θα μεταλλαχθεί ο ψυχισμός υπό την επίδραση της ανάλυσης; Η αναλυτική κατάσταση. Ποια είναι η θεωρία του αναλυτή σχετικά με το πώς έρχεται το παρελθόν (επαναλαμβάνεται) μέσα στη συνεδρία; Τι έρχεται μέσα στη συνεδρία; Για καθέναν από τους άξονες συνήθως ένα ή δύο μέλη κάνουν μία μικρή εισήγηση για το πού φαίνεται να βρίσκεται ο παρουσιάζων αναλυτής και γίνεται εξαντλητική επεξεργασία πάντα με τη συμμετοχή του παρουσιάζοντος μέχρι να προκύψει νόημα. Στην τελική φάση της επεξεργασίας η ομάδα θα προσπαθήσει, με τη βοήθεια πάντα του συντονιστή (ή των 2 συντονιστών), να ολοκληρώσει την εργασία της συνθέτοντας ένα σύντομο αλλά περιεκτικό κείμενο που απαρτίζεται από όσα ήδη ελέχθησαν και σχηματίζει το αναλυτικό «πορτρέτο» του παρουσιάζοντος αναλυτή, πάντοτε με τη δική του συνεισφορά στη συζήτηση. Σε κάθε περίπτωση επιδιώκεται να καταγραφεί με ακρίβεια η ίδια η μεθοδολογία, η θεωρία, η τεχνική του αναλυτή, η δική του πρόθεση, και όχι η γνώμη των ίδιων των συμμετεχόντων σχετικά με το τι συμβαίνει σε αυτή την ανάλυση. Ενδιαφέρει λοιπόν τι γίνεται στον νου του ίδιου του αναλυτή. Πώς συναρτώνται οι αναλυτικές έννοιες μέσα στον νου του, πώς ιεραρχούνται, πώς χρησιμοποιούνται και ενδεχομένως από ποια συστήματα κλινικών και θεωρητικών προσανατολισμών προέρχονται. 8 δελτίο της ελληνικής ψυχαναλυτικής εταιρείας [τεύχος 47]

ΌΌπως τόνισα και στην αρχή του κειμένου η όλη διαδικασία είναι άκρως κοπιαστική και απαιτητική, προϋποθέτει το να τεθούν οι αναλυτικές ικανότητες όλων των μελών στην υπηρεσία του συγκεκριμένου, κοινού εγχειρήματος, με αποτέλεσμα και να δοκιμασθούν, να φανούν τα ισχυρά αλλά και τα αδύναμα σημεία των ικανοτήτων του κάθε αναλυτή-μέλους. Αλλά η ίδια η εργασία αποζημιώνει τους συμμετέχοντες με το ενδιαφέρον, το άνοιγμα του αναλυτικού ορίζοντα, τη στενή συνεργασία με αγνώστους-γνωστούς. Τα μέλη της ομάδας δεν γνωρίζονται κατά τεκμήριο, ή μπορεί να γνωρίζονται από κείμενα, από προηγούμενες συνεργασίες ή από προσωπική γνωριμία. Αλλά «γνωρίζονται» μέσα από την κοινή εμπειρία, την πολύ εντατική κοινή εργασία από την προσπάθεια να βρεθούν κοινοί τρόποι κατανόησης των θεωρητικών εννοιών ή να κατανοηθούν βαθύτερα οι διαφορές που προκύπτουν και που χρειάζονται πολύ σκληρή δουλειά για να διευκρινισθούν. Η επιτυχία και η δημοφιλία των ομάδων ΣΚΜ μέσα στους κόλπους των ευρωπαίων αναλυτών (αλλά και των Αμερικανών, στα συνέδρια της ΔΨΕ) μαζί και η δύσκολη και κοπιαστικά κερδισμένη γνώση που αποφέρουν γνώση που δεν έρχεται από θεωρητικολογία ανάμεσα σε «ευλογούντες τα γένια τους» αλλά από έλλογο έλεγχο και πιστοποίηση της αναλυτικής γνώσης, με βάση τη μετριοπαθή χρήση (εντός της ομάδας) των αναλυτικών εργαλείων του ελεύθερου συνειρμού, της ελευθέρως κυμαινόμενης προσοχής, της αντιμεταβίβασης κ.λπ. μας δείχνει στοιχεία από τον δρόμο που χρειάζεται να ακολουθήσει η διεθνής ψυχαναλυτική κοινότητα για να διασφαλίσει μέλλον για τον κλάδο και την επιστήμη μας και να αποφύγει τους κινδύνους που με πνεύμα βαθιάς ειρωνείας επισήμανε πρόσφατα ο Otto Kernberg (2012). Βιβλιογραφία Blass, R. (2010). Affirming That s not psycho-analysis! On the value of the politically incorrect act of attempting to define the limits of our field. International Journal of Psychoanalysis 91:81 99. Eagle, M.N., Wolitzky D.L. (2011). Systematic Empirical Research versus Clinical Case Studies: A Valid Antagonism?. Journal of the American Psychoanalytic Association 59:791-817. Hoffman, I.Z. (2009). Doublethinking our Way to Scientific Legitimacy: The Desiccation of Human Experience. Journal of the American Psychoanalytic Association 57:1043-1069. Hoffman, I.Z. (2012). Response to Eagle and Wolitzky. Journal of the American Psychoanalytic Association 60:105-120. Kernberg, O.F. (2012). Suicide Prevention for Psychoanalytic Institutes and Societies. Journal of the American Psychoanalytic Association 60: 707-719. Tuckett, D. et al [Ed.] (2008). Psychoanalysis Comparable & Incomparable: The Evolution of a Method to Describe and Compare Psychoanalytic Approaches. London: Routledge. Wallerstein, R.S. (1988). One Psychoanalysis or Many?. International Journal of Psychoanalysis 69:5-21. 6ο (Ελληνόφωνο) Συνέδριο της ΕΨΕ, «Ερµηνεία» Σάββατο 8-12-2012 09.00-10.00 Εγγραφές 10.00-10.15 Χαιρετισμός: Ν. Τζαβάρας, Πρόεδρος της Ελληνικής Ψυχαναλυτικής Εταιρείας 10.15-11.30 Ομιλητής: Ν. Πάνιτς Η ερμηνεία στις Πρώτες ψυχαναλυτικές συνεντεύξεις. Πρόεδρος: Ι. Κόντος Συζήτηση με το κοινό 12.00-13.15 Ομιλητής: Σ. Μητροσύλης Ερμηνευτική διαδικασία και μεταβατικότητα Πρόεδρος: Μ. Αϊζενστάιν -Αβέρωφ Συζήτηση με το κοινό 13.15-15:00 Μεσημβρινή Διακοπή 15.00-17.00 Ομάδες Εργασίας Η επιλογή της ομάδας θα γίνει κατά σειρά προτεραιότητας στις εγγραφές. Ομάδα Εργασίας Α- Συζήτηση της ομιλίας της Ν. Πάνιτς Συντονιστής: Μ. Χατζηανδρέου Ομάδα Εργασίας B- Συζήτηση της ομιλίας τoυ Σ. Μητροσύλη Συντονιστής: Ι. Γαβριήλ Ομάδα Εργασίας Γ- Συζήτηση επί του θέματος του συνεδρίου: Α Ποταμιάνου Κυριακή 9-12-2012 10.00-11.15 Ομιλητής: Κ. Μπαζαρίδης Μερικά Προβλήματα για την ερμηνεία στη θεραπεία εφήβων Πρόεδρος: Σ. Μπεράτη Συζήτηση με το κοινό 11.45-13.00 Ομιλητής Ι. Βαρτζόπουλος Η επιλογή του χρόνου και του περιεχομένου της ερμηνείας Πρόεδρος: Σ. Σαββόπουλος Συζήτηση με το κοινό 13.00-15.00 Μεσημβρινή Διακοπή 15:00-17.00 Ομάδες Εργασίας Ομάδα Εργασίας Δ- Συζήτηση της ομιλίας τoυ Κ. Μπαζαρίδη Συντονιστής: Σ. Μπεράτη Ομάδα Εργασίας Ε- Συζήτηση της ομιλίας τoυ Ι. Βαρτζόπουλου Συντονιστής: Κ. Ζερβός Ομάδα Εργασίας ΣΤ- Συζήτηση επί του θέματος του συνεδρίου: Γ. Κωστούλας σε συνεργασία με τον Λ. Μαϊρόπουλο 17.00-18.00 Κλείσιμο του συνεδρίου Συζήτηση με Ι. Βαρτζόπουλο, Γ. Κωστούλα, Σ. Μητροσύλη, Κ. Μπαζαρίδη, Ν. Πάνιτς, Α. Ποταμιάνου. Πρόεδρος: Δ. Τζάκσον δελτίο της ελληνικής ψυχαναλυτικής εταιρείας [τεύχος 47] 9

Συνέδριο της Ευρωπαϊκής Ψυχαναλυτικής Οµοσπονδίας 2012 Αριέλλα Ασέρ Αρχική ψυχαναλυτική συνέντευξη και θεραπευτική διαδικασία ΈΈνα συνέδριο είναι πάντοτε ένα γεγονός, σαν μια θεατρική παράσταση, με ανάσες ανάμεσα στις σκηνές, διαλείμματα ανάμεσα στις πράξεις, συναντήσεις στα διαλείμματα, γεύματα, περίπατοι, εκθέσεις και θεάματα, στα περιθώρια των εργασιών. ΌΌπως στο θέατρο, πηγαίνει κανείς εκεί για να ακούσει και να δει, γνωστούς και άγνωστους ερμηνευτές, να αναμετρηθεί, να ακονίσει ταυτίσεις, αισθήματα ένταξης και διαθέσεις αποστασιοποίησης. Να αφουγκραστεί τα ρεύματα που κυκλοφορούν, τις διαφορές και τις συγκλίσεις τους, να καταλάβει «τι παίζεται και πώς παίζεται». ΌΌπως στην πολιτική. Η ακρόαση άλλοτε περιορίζεται από φαινόμενα όπου επικρατεί η θέαση, άλλοτε ο λόγος κερδίζει έδαφος. Αυτό που απομένει, οκτώ μήνες μετά το κλείσιμο της αυλαίας, είναι μια αίσθηση για τα πράγματα, και βέβαια, χάρη στην τεχνολογία, η δυνατότητα virtual επιστροφής στο συνέδριο μέσα από τις δημοσιευμένες στο διαδίκτυο ανακοινώσεις. Δεν θα αναφερθώ περισσότερο στην ομάδα εργασίας στην οποία μετείχα και όπου φέτος είχαμε την τύχη να παρουσιάσει η D. Quinodoz συνεδρίες από μια μακρόχρονη ανάλυση, με το γνωστό σύστημα, χωρίς δηλαδή να μας δίνεται η παραμικρή πληροφορία για την περίπτωση, ώστε η ομάδα να κάνει ελεύθερα συνειρμούς και σκέψεις επάνω στο υλικό. Εδώ η παράμετρος «θέαμα» εξέλειπε σχεδόν, ήταν ώρες εντατικής και διαφωτιστικής εργασίας. Πριν περάσω σε μία από τις κεντρικές ομιλίες του συνεδρίου, σημειώνω ένα ερώτημα που άκουσα να τίθεται από όλους τους ομιλητές: «γιατί οι αναλύσεις 3, 4 ή 5 φορών την εβδομάδα δεν είναι πλέον ο επιούσιος του αναλυτή;», διευρυμένο συχνά με ένα δεύτερο ερώτημα που αφορά τη μείωση των αιτημάτων για ψυχαναλυτική εκπαίδευση σε πολλές χώρες. Θα είχε εδιαφέρον να συγκεντρώσει κανείς τον προβληματισμό που αναπτύχθηκε σχετικά. Ελλείψει χώρου θα περιοριστώ στην ανακοίνωση του Leon Kleimberg, της βρετανικής ομάδας των ανεξάρτητων, και στον σχολιασμό της από την ισπανίδα Manuela Utrilla Robles, που εμπνέεται από τη γαλλική ψυχανάλυση, ως μια ενδεικτική στιγμή του ψυχαναλυτικού διαλόγου. Ο L.K. συζητά τις «Συνέπειες που μπορεί να έχει στη θεραπεία, το να μην έχει κανείς δει, στην αρχική συνάντηση, το δέντρο που κρύβει το δάσος». Τι αναζητάμε (αν αφήσουμε κατά μέρος διάγνωση η/και αναλυσιμότητα), όταν συναντάμε έναν ασθενή με σκοπό να του προτείνουμε μια αναλυτική εργασία; Τι παίζεται στην 1 η φορτισμένη συγκινησιακά συνάντηση; ποιος είναι αυτός που έρχεται να μας συναντήσει, τι ψάχνει, ποια εσωτερικά δραματικά σενάρια, ποιους χαρακτήρες, αυταπάτες και πεποιθήσεις μας παρουσιάζει τη δεδομένη στιγμή; Ποια διαδικασία μπαίνει σε λειτουργία στη συνάντηση αυτή, όπου του προσφέρουμε ένα αναλυτικό πλαίσιο, και τέλος ποιο εσωτερικό αναλυτικό πλαίσιο φέρει ο αναλυτής ως βασικό στοιχείο του επαγγέλματός του και συστατικό της συνάντησης με τον δυνητικό ασθενή του; Ο L.K. ανοίγει εξαρχής τα χαρτιά του υιοθετώντας ένα «νέο μοντέλο», όπου το ζητούμενο στην αρχική συνάντηση ή συναντήσεις; δεν είναι η εκτίμηση της αναλυσιμότητας αλλά η προσφορά μιας «καλής consultation» στον ασθενή, ανεξάρτητα από το τι θα γίνει στη συνέχεια, πόσο μάλλον αν δεν καταλήξει σε αναλυτική θεραπεία. Τονίζει ότι αυτή η νέα προσέγγιση, αλλάζει σημαντικά τον τρόπο που αναλυτής βλέπει την 1η συνάντηση, μετατρέποντάς την σε ένα ταξίδι ανακάλυψης εαυτού για τον ασθενή, με την ιδέα ότι αυτό που μετράει είναι η διαδικασία που εγκαινιάζουμε μαζί του και όχι υποχρεωτικά η κατάληξή της. Η συλλογιστική του βασίζεται στη θεώρηση του ανθρώπινου νου ως μια εσωτερική σκηνή στην οποία κατασκευάζουμε και εκδραματίζουμε ψυχικά σενάρια, με εικονική μορφή, προκειμένου να βρούμε και να εκφράσουμε ποιοι είμαστε, ιδιαίτερα μάλιστα στο διαπροσωπικό πεδίο. Την ανάδειξη αυτής της σκηνής διευκολύνει ο εικονικός χώρος του αναλυτικού πλαισίου και οι παρεμβάσεις του αναλυτή, οι οποίες μπορούν να τροποποιήσουν σενάρια και συμβολικούς χαρακτήρες. Η πρώτη συνεδρία ανοίγει μια πόρτα στον ψυχισμό για την εμφάνιση αυτών των, «παιδικής εγγραφής», ψυχικών σεναρίων που επεκτείνονται στις νευρωτικές και ψυχωτικές εκφράσεις της ύπαρξης. Σενάρια που επικαλούνται αυταπάτες και πεποιθήσεις προκειμένου να βρουν απαρτίωση και οργάνωση. Με το νέο αυτό σχήμα «προκαταρκτικής συνέντευξης», ξεκινά μια «διαδικασία» που θα επιτρέψει στον ασθενή να επικαιροποιήσει αυτά τα δραματικά μορφώματα. Η εύρεση νοήματος στη διάρκεια της 1ης συνέντευξης θα κάνει τον ασθενή να καταλάβει και να εκτιμήσει την αναλυτική παρέμβαση, την οποία θα έχει ζήσει «δοκιμαστικά», συναισθηματικά και γνωστικά, σε ένα προκαταρκτικό στάδιο [μέθοδος που αναφέρει και ο Φρόιντ, το 1913, όταν συζητά 10 δελτίο της ελληνικής ψυχαναλυτικής εταιρείας [τεύχος 47]

την ιδέα μιας «δοκιμαστικής θεραπείας»]. Eδώ το «εσωτερικό πλαίσιο» του αναλυτή παρέχει τη δομή εκείνη που θα προσφέρει στον ασθενή μια αναλυτική εμπειρία νοήματος. Εισαγόμενος έτσι την αναλυτική διαδικασία, ο δυνητικός ασθενής, συνειδητοποιεί περισσότερο ποιος είναι, μπαίνει ήδη σε διαδικασία αλλαγής, ανεξάρτητα αν τελικά καταλήξει σε κάποια μορφή αναλυτικής θεραπείας, ή σε άλλες μορφές ενός νέου, εμπλουτισμένου, εαυτού, ενός πιο απαρτιωμένου εγώ, εν μέρει τουλάχιστον. Μπορούμε ακόμη να ελπίσουμε ότι το εσωτερικό αναλυτικό πλαίσιο που εισάγει ο αναλυτής στην αρχική συνάντηση, θα εσωτερικευτεί με τον καιρό σε κάποιο βαθμό από τον ασθενή, θα γίνει ένα μέρος του εσωτερικού του κόσμου. Εξάλλου το αρχικό ζητούμενο δεν είναι η θεραπεία αλλά να αντιληφθεί ο ασθενής συνειδητά τις ασυνείδητες επιθυμίες του, όπως λέει ο Φρόιντ. Οι πρώτες συναντήσεις με χαρακτήρα consultation έχουν μια ιδιαιτερότητα σε σχέση με τις συνεδρίες της ανάλυσης όμως ο «εσωτερικός εχθρός», δηλαδή οι αντιστάσεις, είναι παρούσες και στις δύο περιπτώσεις. Η αναγνώριση του εσωτερικού εχθρού, και εντός του αναλυτή, μας επιτρέπει να δώσουμε κάποιες εξηγήσεις σχετικά με την υπερεκτίμηση των «σύντομων οδών» στην επίλυση των ανθρώπινων προβλημάτων, στις μέρες μας, και να σκεφτούμε καλύτερα τη δυσκολία ανεύρεσης περιστατικών ανάλυσης. Διότι η εσωτερική αντίσταση μας απομακρύνει από εκείνο που μετράει περισσότερο απ όλα: την ασυνείδητη διαδικασία και την απελευθέρωση της ασυνείδητης γνώσης εαυτού. Πέντε βινιέτες, από ένα ευρύ φάσμα «περιπτώσεων» εικονογραφούν τα λεγόμενα του L.K., επιτρέποντάς του να καταλήξει στα παρακάτω: Σενάρια, εσωτερικοί χαρακτήρες, αυταπάτες, πεποιθήσεις έχουν την τάση να μιλούν λεκτικά ή εξωλεκτικά, κατά την ψυχαναλυτική συνάντηση. Στην 1η συνάντηση μια υπαρξιακή ψυχαναλυτική διαδικασία εγκαθίσταται στον νου του ασθενή, η οποία έχει μορφοποιηθεί πριν ακόμα μας πρωτοσυναντήσει. Αυτό που θα επακολουθήσει στη ζωή του, στις θεραπευτικές συστάσεις ή αποτελέσματα εξαρτάται, ως ένα βαθμό, από τον τρόπο που ο αναλυτής βλέπει το πλαίσιο και τη διαδικασία, από την κοσμοθεωρία του και από το πώς αντιλαμβάνεται αυτό που συμβαίνει εκείνη την ώρα. Να προσεγγίσει κανείς την αναλυτική διαδικασία που αναπτύσσεται με τα σενάριά της, τους εσωτερικούς της χαρακτήρες, τις αυταπάτες και τις πεποιθήσεις της, να την κατανοήσει, να την μοιραστεί και να την διεργαστεί με τον ασθενή. Αυτό προτείνει ο L.K. ως βασικό στοιχείο της αρχικής συνεδρίας. Αν στην 1η συνέντευξη χάσουμε το «δέντρο που κρύβει το δάσος», αυτό θα καθορίσει όχι μόνο αν ο ασθενής θα ξεκινήσει ή όχι ανάλυση αλλά και ποια ανάλυση είναι κατάλληλη γι αυτόν. Η προσέγγιση της 1ης συνέντευξης και της ψυχαναλυτικής εμπειρίας σφαιρικά βασίζεται στην κατανόηση της διαδικασίας και των εσωτερικών δραμάτων του ασθενή. Καθώς αυτό που μετράει τελικά είναι η διαδικασία και όχι το αποτέλεσμα, με άλλα λόγια: η διευκόλυνση της αναλυτικής διαδικασίας. Μ αυτήν την έννοια οι προκαταρκτικές δεν αντιμερωπίζονται ως αξιολόγηση της αναλυσιμότητας αλλά ως μια εμπειρία και ενσυναίσθηση που μοιράζονται οι δύο πλευρές, σε μια απόπειρα να ξεκινήσει ένα διαφορετικό ταξίδι στον νου του ασθενή. Αν όλα πάνε καλά, η υπαρξιακή «ανακάλυψη» θα μετατραπεί σύντομα σε ένδειξη ή άνοιγμα για τη συνέχεια, είτε στην περιοχή της ψυχανάλυσης είτε στο ευρύ φάσμα των δυνατοτήτων που δίνει η ζωή. Με αυτό το πνεύμα, ο δυνητικός πελάτης ζει εμπειρικά ένα κάλεσμα και μια «υπαρξιακή» απόδειξη ότι ο αναλυτικός δρόμος είναι μια επιλογή γι αυτόν. Ωστόσο το αίτημα ενός ασθενή για ανάλυση εξαρτάται κυρίως από το εσωτερικό πλαίσιο του αναλυτή. Αυτού του τύπου η κατανόηση μειώνει την πιθανότητα να περάσει κανείς το δέντρο για δάσος, και η πρώτη συνάντηση επιτρέπει στις δύο πλευρές να βρουν το δάσος χάρη στα δέντρα, αντί να μη βλέπουν το δάσος λόγω των δέντρων. Οι επιθέσεις κατά της ανάλυσης μπορεί σήμερα να αυξάνονται, με τη μορφή ποικίλων αντιστάσεων, κάνοντάς μας να χάνουμε την αναλυτική κοσμοθεωρία ή τεχνογνωσία. Αν θέλουμε η ανάλυση να παραμείνει μια βιώσιμη επιλογή για τις ανθρώπινες ψυχολογικές ανάγκες, πρέπει να έχουμε διαρκώς κατά νουν τον «εσωτερικό εχθρό», που υπάρχει και μέσα σ εμάς τους ίδιους. Ο λόγος του L.Κ., αντιδογματικός, κατανοητός, και επί της ουσίας οικείος, σχεδόν αυτονόητος, καθώς κωδικοποιεί στοιχεία μιας ευρύτερης αναλυτικής πρακτικής, χρησιμοποιεί έννοιες, διατυπώσεις και όρους που σίγουρα δεν αναγνωρίζονται σε όλες τις ψυχαναλυτικές παραδόσεις. Σκεπτόμουν κατά πόσον αυτές οι διαφορές θα αναδεικνύονταν στη συζήτηση. Είναι όντως σημαίνουσες ή μήπως «παίζουμε με τις λέξεις», ενώ μιλάμε σε μεγάλο βαθμό για το ίδιο πράγμα; Η παρέμβαση της Manuela Utrilla Robles θα δώσει το δικό της στίγμα. Η Μ U-R αποδομεί κυριολεκτικά το κείμενο του L.Κ., θέτοντας σε επερώτηση τα πάντα, χωρίς όμως να κόβει τα νήματα σύμπνοιας και επικοινωνίας με τον ομιλητή. Τα δέντρα, για εκείνην, μπορεί να είναι τα ορατά αντικείμενα αλλά το δάσος, η γη, συνιστά ένα σύνολο αισθήσεων και συνειρμικού πλούτου. Οι ψυχικές διαδικασίες που κρύβει ο λόγος του ασθενούς, το θέατρο του Εγώ, κρύβουν με τη σειρά τους, πίσω από τη σκηνή, τις δελτίο της ελληνικής ψυχαναλυτικής εταιρείας [τεύχος 47] 11

ασυνείδητες προθέσεις, την παιδική σεξουαλικότητα, τα ανομολόγητα συναισθήματα. Η οθόνη που τις δέχεται, η σκηνή, δεν είναι άσπιλη αλλά τσακισμένη, μασκαρεμένη, γδαρμένη. Η αναλυτική ακρόαση από την πλευρά της είναι επίσης ένας παραλήπτης γεμάτος παγίδες και δυσκολίες, λόγω των μεταβιβαστικών φαινομένων και της αντιμεταβίβασης του αναλυτή. ΈΈτσι η Μ U-R εισάγει την έννοια της πολυπλοκότητας. Η «διαδικασία» την οποία πριμοδοτεί ο εισηγητής, το ταξίδι θα λέγαμε αντλώντας από μια άλλη μεταφορά του Φρόιντ [«τι είναι πιο σημαντικό οι σταθμοί η αναχώρηση και η αφιξη ή το ταξίδι;»] περιγράφεται με θεωρητικές κουβέντες σε μία από τις κλινικές βινιέτες του L.K., διακυνδυνεύοντας τη σύγχυση κατασκευής και θεωρίας, πόσο μάλλον στην σύγχυση θεωρίας και διαδικασίας. Σ αυτό το σημείο η Μ U-R αναρωτιέται αν η ψυχανάλυση πάσχει από υπερβολική θεωρητικοποίηση, για να απαντήσει πάραυτα ότι υπάρχουν κάποιοι που θεωρητικοποιούν άριστα αλλά δεν μπορούν να ακούσουν το λανθάνον, και άλλοι που εργάζονται στο επίπεδο της μεταβίβασης-αντιμεταβίβασης, με «τυφλά σημεία» που αντιστοιχούν στον τρόπο που ο καθένας μας επεξεργάζεται την προσωπική του ιστορία, στις καλύτερες περιπτώσεις, και με αντιστάσεις και διαψεύσεις που συχνά μας εξοργίζουν, στις χειρότερες περιπτώσεις. ΈΈτσι η μεταφορά του δέντρου και του δάσους μας παραπέμπει στο λανθάνον και στο έκδηλο, καθώς και σε μια σειρά άλλες, ουσιώδεις για την πρακτική μας, έννοιες (κυμαινόμενη ακρόαση, συνειρμικές διαδικασίες, μεταβίβαση... κ.λπ.) που φαίνεται να ξεχνιούνται σήμερα, σε τέτοιο βαθμό ώστε να αναρωτιέται κανείς αν είναι πράγματι σημαντικές. Ασφαλώς όλα εξαρτώνται από το πώς ο κάθε αναλυτής εννοεί την ανάλυση, πράγμα το οποίο αντιστοιχεί στην αναλυτική ικανότητα του καθενός. Κατά πόσο δηλαδή ο καθένας υπερασπίζεται εκείνο που μπορεί ή ξέρει να κάνει. Και βέβαια όλοι γνωρίζουμε ότι επιλέγουμε συχνά τη θεωρία που ταιριάζει στην παθολογία μας, και παρά τις προσπάθειες να βρούμε μια κοινή γλώσσα που θα ονομάζεται ψυχανάλυση, οι διαφορές μετατρέπονται σε παιχνίδια εξουσίας. Επανερχόμενη στο ορατό και το αόρατο, στο έκδηλο και το λανθάνον, συνεχίζει: Η αναλυτική ακρόαση έχει την τάση να βλέπει σενάρια που κατασκευάζουν οι ασθενείς για να πραγματοποιήσουν τις κρυφές τους επιθυμίες και που μας γοητεύουν διότι μεταγράφονται εύκολα σε θεωρίες. Ο Α. Γκρην έχει επισημάνει ότι η έλξη του έκδηλου είναι αντίστοιχη μ εκείνη του ονείρου, έτσι η αφήγηση μιας παιδικής σκηνής, η απεικόνισή της από τον αναλυτή και η θεωρητικοποίησή της δίνει την εντύπωση μιας αληθινής και αδιαμφισβήτητης κατασκευής. Τέλος διερωτάται η συζητήτρια πως κατανοεί ο καθένας μας τον όρο «διαδικασία», που είναι κεντρικός στην ομιλία του L.K. Πρόκειται για την κίνηση όσων εξελίσσονται στη σκέψη, στο εσωτερικό θέατρο του ασθενούς; Είναι οι συνειρμικές διαδικασίες, συμπεριλαμβανομένης και της πολυσημείας του λόγου, βασιλικές οδοί για το ασυνείδητο, όπως η αφήγηση του ονείρου; Μήπως τα δέντρα, ορατά μέσα στο δάσος, είναι εικόνες πέους που κρύβουν τη θηλυκότητα, παραπέμποντας στον ευνουχισμό της εποχής που ακόμα βλέπαμε και ακούγαμε άγχη ευνουχισμού καί αντιστάσεις στις συνειρμικές διαδικασίες; Ασφαλώς η ακρόαση του αναλυτή δεν μπορεί να είναι κατευθυντική, ούτε αναφορική. ΌΌσο για τη χρήσιμη, αλλά κάπως περιοριστική, θεατρική μεταφορά, δεν πρέπει να μας κάνει να σκεφτούμε ότι οι ασυνείδητες ψυχικές διαδικασίες είναι τόσο συνεκτικές και οργανωμένες, διότι δεν ακούμε μόνο με τη συνείδηση αλλά και με τις διαστροφικές μας τάσεις, ηδονοβλεπτικές και επιδειξιομανείς, δηλαδή με το ασυνείδητο. Εξ ου και η σημασία της εργασίας της αντιμεταβίβασης. Η ακρόαση του λανθάνοντος προϋποθέτει όντως μια ιδιαίτερη πνευματική κατάσταση λέει ο L.Κ. Θα μπορούσαμε να την ονομάσουμε δημιουργικότητα; ΉΉ μήπως η δημιουργικότητα συνίσταται στη συνάντηση των δύο ψυχισμών; Τέλος μιλώντας για το αναλυτικό πλαίσιο, η Μ Ρ-U καταθέτει την ανησυχία της για την έκρηξη των ορίων της ψυχανάλυσης στις μέρες μας. Τι γίνεται η αρχή των ελεύθερων συνειρμών, όταν ο αναλυτής θέτει ερωτήσεις στον ασθενή [π.χ. «τι σκέφτεστε γι αυτό το όνειρο;»] στρέφοντας τις άμυνές του προς την επιθυμία του αναλυτή και εμποδίζοντας την ανάδυση του ασυνείδητου, την επιστροφή του απωθημένου; Ποια είναι η τύχη της ψυχαναλυτικής ουδετερότητας, όταν δίνουμε προτεραιότητα σε ασεξουαλικές, «καθώς πρέπει», αφηγήσεις, και σε πληροφορίες σχετικά με την πραγματικότητα; Ποιο είναι το μέλλον άλλων εννοιών, όπως η κυμαινόμενη ακρόαση, όταν βλέπουμε να αναπτύσσονται μια σειρά πρακτικές που ενώ ονομάζονται ψυχαναλυτικές κρύβουν κατευθυντικές και κυριαρχικές συμπεριφορές. ΈΈνας ζωντανός και μαχητικός σχολιασμός, που φαίνεται να αξιοποιεί την ομιλία του L.K. και τις όποιες διαφωνίες της με την προσέγγισή του, για να συζητήσει ανησυχίες της για το μέλλον της ψυχανάλυσης, αλλά και για το παρόν. Το ερώτημα που τίθεται είναι κατά πόσον αυτή η ευγενής πάλη ιδεών λειτούργησε ως διάλογος και όχι ως δύο παράλληλοι μονόλογοι. Η μνήμη μου όμως έχει σβήσει τη συνέχεια της συζήτησης... 12 δελτίο της ελληνικής ψυχαναλυτικής εταιρείας [τεύχος 47]

O Συνέδριο της Ευρωπαϊκής Ψυχαναλυτικής Οµοσπονδίας 2012 Αριστέα Σκούλικα Η αρχική ψυχαναλυτική συνέντευξη: Σηµεία σύγκλισης και απόκλισης µεταξύ των διαφόρων ψυχαναλυτικών ρευµάτων στην ΕΨΟ Οι ομιλητές βρέθηκαν σύμφωνοι ότι στην πρώτη αναλυτική συνέντευξη υπάρχει ασυνείδητη επικοινωνία μεταξύ αναλυτή και ασθενούς ευθύς εξαρχής και ότι η συνέντευξη αυτή συνιστά εντατική ψυχική διεργασία και για τους δύο συμμετέχοντες. Μάλιστα αναφέρεται η άποψη του Bion (1979) ότι η πρώτη αναλυτική συνέντευξη ισοδυναμεί με ψυχική «καταιγίδα» με προ-οιδιπόδειες συγκρούσεις και καταστάσεις, την οποία οι συμμετέχοντες οφείλουν να διαχειριστούν. Ο αναλυτής επιχειρεί να την περιέξει χρησιμοποιώντας το εσωτερικό αναλυτικό του πλαίσιο. Να την περιέξει σημαίνει να δημιουργήσει στη συνάντηση έναν χώρο εντός του οποίου αρχίζει να διαφαίνεται ένα νόημα. Ο Jaffè (2012) παραθέτει την άποψη του Gaddini (1984), ο οποίος παρομοιάζει την πρώτη αναλυτική συνάντηση με τον πλου προς έναν καταρράκτη. Ο αναλυτής χρειάζεται να οδηγήσει το σκάφος του καλά ούτως ώστε να αποφύγει την πτώση στα νερά. Κατά μια άλλη εικόνα που αναφέρει ο Reith (2012), ο αναλυτής βρίσκεται κατά την πρώτη συνάντηση αντιμέτωπος με το άγνωστο στον άλλο αλλά και στον ίδιο του τον εαυτό σε ό,τι αφορά τον άλλο. Η συνάντηση τον οδηγεί προς στιγμήν σε ταυτισιακή αβεβαιότητα. Από την εργασία στο σχετικό Working Party τα τελευταία χρόνια προκύπτει (Vermote, 2012) ότι η καταιγίδα της πρώτης συνάντησης είναι τόσο ισχυρή ώστε για να εξαχθεί το νόημά της είναι προτιμότερο να εξετασθεί το υλικό από τρίτους και μάλιστα απουσία του αναλυτή. Η «καταιγίδα» επιχειρείται να τιθασσευθεί και ο αναλυτής ανοίγει τον δρόμο του συχνά μέσα σε μία εσωτερική διαπάλη, κατά την οποία έρχεται αντιμέτωπος με το χαοτικό και την απουσία νοήματος. Κατά τη διαπραγμάτευση των στοιχείων αυτών ο τύπος του ψυχικού έργου ποικίλλει και τοποθετείται σε ένα φάσμα που ξεκινά από την άνευ συνειδητού ελέγχου επεξεργασία των δεδομένων για να φθάσει στην ενεργητική και οργανωμένη αναζήτηση του νοήματος. Η συζήτηση για την πρώτη συνέντευξη φέρνει στο προσκήνιο θέματα τα οποία αφορούν την ίδια την ουσία της αναλυτικής λειτουργίας και πράξης και αναδεικνύει υπάρχουσες διαφορές αναλυτικής πρακτικής. Ωστόσο όλοι οι αναλυτές-ομιλητές είναι σύμφωνοι με την άποψη ότι ο αναλυτής χρειάζεται να ανοιχτεί στο άγνωστο και το ασαφές, σε ένα είδος «καθαρής εμπειρίας», η οποία ξετυλίγεται σε έναν χώρο αδιαφοροποίητου ψυχισμού, όπως τον ορίζει ο Bion, ο οποίος το σκέφτηκε κατά την εργασία του με τους ψυχωτικούς ασθενείς. Ο χώρος αυτός εκπροσωπεί νομίζω μια έκφανση του ασυνειδήτου. Με την αναφορά στην «καθαρή εμπειρία» (Vermote, 2012) δημιουργείται αντιδιαστολή προς πρακτικές οι οποίες κυριαρχούνται, σχηματικά μιλώντας, από τους «εσωτερικούς εχθρούς» (Kleimberg, 2012) της αναλυτικής διεργασίας: είναι οι αντιστάσεις του αναλυτή, που εκδηλώνονται με ποικίλους τρόπους. Αναφέρονται οι κρίσεις του αναλυτή επί του υλικού του ασθενούς, η κυριαρχία της συνειδητής σκέψης και δη της σκέψης που επιχειρεί να συνδέσει τα γεγονότα της αναλυτικής συνάντησης με αιτίες, καθώς επίσης και οι αμεταβόλιστες συναισθηματικές καταιγίδες στο εσωτερικό της ανάλυσης. Οι ομιλητές συγκλίνουν στην ιδέα ότι θα πρέπει κατά την πρώτη αναλυτική συνάντηση να υπάρξει μια ανατροπή, μια αλλαγή πεδίου (switch the level), ούτως ώστε να προκύψει μετάβαση από μια συναλλαγή που ξεκινά όπως όλες οι ανθρώπινες συναντήσεις σε μια συναλλαγή αναλυτική, η οποία αποκαλύπτει στον μελλοντικό αναλυόμενο ένα νέο νόημα. Αυτό αφορά το περιεχόμενο των εσωτερικών συγκρούσεών του, καθώς επίσης και την απάντηση στο ερώτημα τι είναι η ψυχανάλυση. Οι αναλυτές συγκλίνουν επίσης στο θέμα του τρόπου με τον οποίο επιτυγχάνεται η αλλαγή πεδίου. Θεωρούν ότι επιτυγχάνεται μέσω της ερμηνείας η οποία αντιλαμβάνεται τα λανθάνοντα περιεχόμενα του ασθενούς και σχολιάζει την πραγματική εσωτερική του σύγκρουση, το πραγματικό θέμα, παρέχοντάς του με τον τρόπο αυτό ένα νέο νόημα. Στην ερμηνεία καταλήγει ο αναλυτής αφού έχει ο ίδιος αλλάξει πεδίο (Reith, ό.π.) και καταλήξει σε μια επίγνωση του τι διαδραματίζεται, την οποία επιχειρεί να διατυπώσει και να ανακοινώσει στον ασθενή. Η αλλαγή πεδίου σχετίζεται με την εργασία τιθάσσευσης της «καταιγίδας» που επιτελεί ο αναλυτής. Εκεί που συμφωνούν επίσης οι αναλυτές είναι στο θέμα της σημασίας της διυποκειμενικότητας (Wegner) και της δημιουργίας του τρίτου στο εσωτερικό του αναλυτικού πλαισίου από την αρχή. Η διυποκειμενικότητα εισάγει την ιδέα ότι και ο αναλυτής είναι όπως ο αναλυόμενος ανεξάρτητη μεταβλητή. Αποκλίσεις σημειώνονται στο ζήτημα του αν είναι σκόπιμο να υπάρχουν αρχικές ψυχαναλυτικές συνεντεύξεις αξιολόγησης και διερεύνησης της καταλληλότητας του ασθενούς για ανάλυση, οι οποίες πραγματοποιούνται στο πλαίσιο ενός θεσμού, ενός Ψυχαναλυτικού Κέντρου. Αυτό που τις χαρακτηρίζει είναι ότι διενεργούνται από έναν τρίτο αναλυτή, ο οποίος δεν θα είναι ο αναλυτής του ασθενούς. Ορισμένοι αναλυτές είναι υπέρ αυτής της πρακτικής και άλλοι κατά. Το θέμα για εκείνους που αντιτίθενται είναι ότι η πρώτη συνέντευξη αποτελεί και αυτή μέρος της ανάλυσης, καθώς η μεταβίβαση και η αντιμεταβίβαση όπως και η εν γένει αναλυτική διεργασία αρχίζουν να αναπτύσσονται και να δρουν από την πρώτη στιγμή, οπότε δεν είναι σκόπιμο να αλλάζει ο αναλυτής. Οι υπέρμαχοι της πρακτικής της πρώτης αναλυτικής συνέντευξης αξιολόγησης από έναν τρίτο (Baldacci, 2012, Ilka, 2012) υποστηρίζουν ότι πρόκειται για ένα ζήτημα τεχνικής και συμφωνίας με τον ασθενή και δεν βρίσκουν ότι υπάρχει ασυμβίβαστο μεταξύ του να γίνεται η ψυχαναλυτική συνέντευξη από έναν αναλυτή και να παραπέμπεται ο ασθενής σε άλλον. δελτίο της ελληνικής ψυχαναλυτικής εταιρείας [τεύχος 47] 13

Η σκοπιμότητα αυτού του τύπου συνέντευξης συνδέεται με την ανάγκη ύπαρξης του Ψυχαναλυτικού Κέντρου, το οποίο εξυπηρετεί τις διαδικασίες εύρεσης κατάλληλων περιπτώσεων για τους εκπαιδευόμενους αναλυτές, όπως και τις ανάγκες διασύνδεσης των ψυχαναλυτικών θεσμών με την κοινωνία. Η πρακτική της αξιολογητικής αναλυτικής συνέντευξης θέτει εξάλλου το ζήτημα της συνεννόησης μεταξύ ψυχαναλυτών, οι οποίοι διαθέτουν μια μέθοδο που τους το επιτρέπει και πραγματοποιούν μεταξύ τους ανταλλαγές. Οι επικοινωνίες αυτές είναι απαραίτητες για την ανάπτυξη και της ανάλυσης και του αναλυτή. Ενδιαφέρουσα σε αυτή τη συζήτηση είναι η άποψη (Jaffè, ό.π.) ότι εκείνη που μπορεί να θεωρηθεί ως η σημαίνουσα εναρκτήρια στιγμή της αναλυτικής διαδικασίας είναι η στιγμή μετάβασης από την πολυθρόνα στο ντιβάνι. Ποικιλία απόψεων σημειώνεται και στα ζητήματα αφενός του είδους της ερμηνείας και του πώς δίδεται και αφετέρου του τρόπου με τον οποίο αυτή λειτουργεί κατά την αρχική αναλυτική συνέντευξη. Κοινή είναι η ιδέα ότι κατά την πρώτη συνέντευξη σημειώνεται στον ψυχισμό του ασθενούς από την επαφή του με τον αναλυτή μια επίδραση σφαιρική. Είναι γενικά επίσης αποδεκτή η άποψη ότι εκείνο που καθιστά την αναλυτική παρέμβαση ικανή να επηρεάζει τον ασθενή κατά τις πρώτες συναντήσεις είναι το εσωτερικό αναλυτικό πλαίσιο του αναλυτή, το οποίο του δημιουργεί τη δυνατότητα να δέχεται τις προβολές του ασθενούς. Η δράση της μεταβίβασης επί του εσωτερικού πλαισίου του αναλυτή γίνεται αντιληπτή από τον ίδιο τον αναλυτή ο οποίος την διαχειρίζεται, με αποτέλεσμα να δημιουργεί ερμηνείες ικανές να δώσουν στον ασθενή πληροφορίες για τον ψυχισμό του και για το τι είναι η ανάλυση. Παράδειγμα, μια αναλύτρια (Ilka- Quindeau) περιγράφει βήμα-βήμα τις σκέψεις και τα συναισθήματα που της γεννιούνται κατά την επαφή της με τη μεταβίβαση. Τα θεωρεί προϊόντα των ταυτίσεών της με τα αντικείμενα του ασθενούς, ταυτίσεις οι οποίες της δημιουργούν ενοχές και άλλα συναισθήματα που ανήκουν στον ασθενή, στη σχέση του με τα αντικείμενά του. Οι συναισθηματικές αυτές καταστάσεις κρύβουν ασυνείδητες 14 αντιμεταβιβαστικές θέσεις, το νόημα των οποίων προσπαθεί να εξαγάγει και να εκθέσει στον ασθενή. Τα βασικά θέματα της ανάλυσης αναδύονται από την αρχή καθώς ο ασθενής προβάλλει πάνω και μέσα στην αναλύτρια βασικές δομές σχέσεων αντικειμένου. Εφόσον οι προβολές γίνουν δεκτές από τον αναλυτή δίδουν στον ασθενή το αίσθημα ότι έχει κατανοηθεί. Εκτός αυτού ο ασθενής παίρνει μέσω αυτών πληροφορίες για το τι είναι η αναλυτική εργασία αλλά και η εσωτερική του σύγκρουση. Οι πληροφορίες αυτές, λέει η συγκεριμένη αναλύτρια, δεν δίδονται πάντοτε μέσω του λόγου, δηλαδή με ερμηνείες. Στην πραγματικότητα ο αναλυτής επικοινωνεί στον ασθενή το σύνολο της αντιμεταβιβαστικής του διακίνησης μέσω του συνόλου των εκδηλώσεών της, συνειδητών και ασυνείδητων, γλωσσικών, προγλωσσικών και εξωγλωσσικών. Μια άλλη άποψη προτείνει ότι εκείνο το οποίο δημιουργεί τα νέα νοήματα, δηλαδή την ιδέα του τι είναι μια ανάλυση, και την αναδιατύπωση του περιεχομένου της εσωτερικής σύγκρουσης του ασθενούς καθώς και του ζητούμενου από την αναλυτική εργασία είναι μια ερμηνευτική πρακτική η οποία ωθεί σε ανάδειξη της οιδιποδειακής πτυχής της μεταβίβασης (Baldacci, 2012). Σημαντική, ειρήσθω εν παρόδω, είναι και η οιδιποδειακή πτυχή της αντιμεταβίβασης (Wegner, 2012) που επιτρέπει στον αναλυτή να προβαίνει σε πρακτικές αυτοενδοσκόπησης. Η συγκρότηση από τον ασθενή κατά την αρχική συνέντευξη ενός οιδιποδειακού Υπερ-Εγώ και μιας οιδιποδειακής ιμάγκο (Baldacci, ό.π.) του επιτρέπουν την αυτοπαρατήρηση, την υιοθέτηση της αναλυτικής λογικής, και την αποδοχή του αναλυτικού πλαισίου και του αναλυτικού συμβολαίου. Αυτές οι εσωτερικές διευθετήσεις αποκλείουν την άμεση ικανοποίηση. Κατά την αξιολογητική αναλυτική συνέντευξη η μεταβίβαση με τη λογική αυτή γίνεται επί της μεθόδου και όχι επί του προσώπου του αναλυτή (Baldacci, ό.π.). Οι περισσότεροι ομιλητές συμφωνούν εξάλλου για τη σημασία της λειτουργίας του «κοίλου» του αναλυτή, ο οποίος υποδέχεται οτιδήποτε έρχεται από τον ασθενή υιοθετώντας μια παθητική θέση, την ποιότητα της οποίας ορισμένοι εξετάζουν πιο συγκεκριμένα (Séchaud, 2012). Πρόκειται για μια παθητικότητα δημιουργική καθώς υποδέχεται και επιτρέπει το φώλιασμα των ψυχικών περιεχομένων του ασθενούς, ενώ ταυτόχρονα προάγει τις συνδέσεις και την επένδυση του αντικειμένου. Η παθητικότητα αυτού του τύπου αντιδιαστέλλεται στην καταστροφική εκείνη παθητικότητα που καλλιεργεί την αδιαφορία για τα ψυχικά γεγονότα του ασθενούς και της συνάντησης μαζί του. Ποικιλία υποθέσεων σημειώνεται ωστόσο σχετικά με το είδος της μεταβολής που επιτελείται στον ασθενή κατά τις πρώτες συνεντεύξεις, καθιστώντας τον ενεργό συμμέτοχο της αναλυτικής διεργασίας. Μια άποψη (Wegner, ό.π.) υποστηρίζει ότι η δυνατότητα του αναλυτικού ανοίγματος του ασθενούς συναρτάται με την ικανότητά του για θεραπευτική Εγώ-αποσύνδεση (Ego-dissociation) που είναι μια κατάσταση μη απαρτίωσης, καθώς και με την ικανότητά του να συμμετέχει στη δημιουργία ενός ιστού από αμοιβαία αλληλοεπιδρώσες και αλληλοεπηρεαζόμενες διυποκειμενικές (Wegner, ό.π.) διεργασίες ασθενούς/ αναλυτή, οι οποίες απαιτούν χρήση της αναπαράστασης και του λόγου προκειμένου να περιγραφούν και να κατανοηθούν και από τους δύο. Κατά μια άλλη άποψη (Baldacci, ό.π.) το ζητούμενο είναι να κατορθώσει να χρησιμοποιήσει ο ασθενής έναν χώρο μεταξύ ασυνειδήτου και συνειδητού ο οποίος είναι ο χώρος του Προσυνειδητού για να σκεφτεί. Αυτός ο χώρος εξαρτάται άμεσα από έναν άλλο χώρο, εκείνον των σχέσεων Εγώ/Υπερεγώ. Για να υπάρξει ο χώρος του Προσυνειδητού απαιτείται ο χώρος Εγώ/Υπερεγώ να έχει «αποσεξουαλικοποιηθεί» μέσω της απώθησης του οιδιποδείου και της εγκαθίδρυσης των ταυτίσεων. Αν αυτά υφίστανται ως δυνατότητες στον ασθενή, τότε αυτός μπορεί να εισέλθει σε αναλυτική θεραπεία, κλασική ή κάποιου άλλου τύπου, πρόσωπο με πρόσωπο, ψυχόδραμα, ή ομαδική θεραπεία. Σύμφωνα με τη λογική αυτή (Baldacci, ό.π.) ο αναλυτής ερμηνεύει κατά τις αρχικές συνεντεύξεις περισσότερο τη διεργασία του ασθενούς, όπως για παράδειγμα μια παραδρομή και λιγότερο το περιεχόμενο του λόγου του και κάνοντας αυτό προσπαθεί να του δείξει με ποιο τρόπο μπορεί να αναζητήσει το νόημα και ο ίδιος, ακολουθώντας τον βασικό κανόνα της μεθόδου. ΈΈνα στοιχείο που ερμηνεύεται δελτίο της ελληνικής ψυχαναλυτικής εταιρείας [τεύχος 47]

σε δεύτερη φάση είναι το διφορούμενο, το οποίο είναι μια βασική οδός προς το ασυνείδητο. Τέλος μπορεί να ερμηνευθεί στις αρχικές συναντήσεις με φειδώ και το περιεχόμενο της σκέψης του ασθενούς. Ο αναλυτής γίνεται μια «διφορούμενη» μορφή, καθώς αφενός αντιπαρατίθεται σε πρωτόγονες Υπερεγωτικές δυνάμεις και ταυτίσεις με το πρωτόγονο αντικείμενο της εξιδανίκευσης που αντιτίθεται στη συνειδητοποίηση σκέψεων από τον ασθενή και αφετέρου εκδηλώνει μια υπερεγωτική διάσταση προτείνοντας έναν κανόνα. Είναι ο κανόνας της αναλυτικής εργασίας ο οποίος επιτάσσει την εγκαθίδρυση του πλαισίου και απαγορεύει την άμεση ικανοποίηση, όπως π.χ. αυτή του παιγνιδιού με τις λέξεις, ή της πρώιμης αποκάλυψης του νοήματος, ή της υπερεπένδυσης της τραυματικής υπόθεσης από τον ασθενή σχετικά με την πηγή των προβλημάτων του. Για ποιο λόγο; Επειδή η λιβιδινική ικανοποίηση εκπροσωπεί μια παλινδρόμηση προς το αρχαϊκό αντικείμενο, το οποίο εμποδίζει τη σκέψη ενώ το ζητούμενο στην ανάλυση είναι μια διακίνηση του οιδιποδειακού Υπερ-Εγώ και αντικειμένου το οποίο προάγει την αυτοπαρατήρηση. Η σύνθετη αυτή ερμηνευτική διεργασία οδηγεί σε μια συνειδητοποίηση δείχνοντας με ποιο τρόπο λειτουργεί η αναλυτική συνάντηση. Ο ασθενής, καθώς βιώνει ένα μικρό τμήμα ψυχαναλυτικής εργασίας, έχει μια πρώτη κατανόηση του τρόπου με τον οποίο λειτουργεί η ανάλυση και έτσι γίνεται ο ίδιος εκείνος που κρίνει το αίτημά του. Ταυτοχρόνως αίρεται η αναστολή του εσωτερικού λόγου του ασθενούς και αυτός ανακαλύπτεται. Η επαφή του ψυχισμού του ασθενούς με τον αναλυτή δημιουργεί λοιπόν μια σφαιρική επίδραση στον ασθενή η οποία προκαλεί μεταβολές που οδηγούν σε αποκατάσταση των εσωτερικών αφηγήσεων και μείωση της αναστολής, στη δημιουργία ενός χώρου για τη σκέψη των συγκρούσεων και στην παραγωγή ανατροπών και σκέψεων επί της αμφιθυμίας. ΌΌμως, οι σημαντικές αυτές ψυχικές μεταβολές είναι δυνατόν να κάνουν τον ασθενή να αισθανθεί ότι βρίσκεται σε κίνδυνο ναρκισσιστικής και ταυτισιακής δοκιμασίας, καθώς αποεξιδανικεύονται ορισμένες ιμάγκο. Επίσης με την αποσεξουαλικοποίηση του οιδιποδείου απελευθερώνονται καταστροφικές δυνάμεις με αποτέλεσμα αίσθημα κινδύνου και ακόμη φοβία της σκέψης. Αυτό είναι περισσότερο πιθανό σε ασθενείς με πρώιμα τραύματα. Μια άλλη άποψη (Kleimberg, 2012) θεωρεί ότι η συνολική επαφή του ασθενούς με το εσωτερικό αναλυτικό πλαίσιο του αναλυτή κατά την αναλυτική συνάντηση δημιουργεί κάτι νέο στο νου του ασθενούς, μια δυνατότητα να δει μέσα από συναισθηματικές και γνωστικές συνηχήσεις τα δικά του εσωτερικά σενάρια, τις αυταπάτες, τις πεποιθήσεις και τους χαρακτήρες. Το γεγονός αυτό δημιουργεί ένα είδος πεποίθησης στον ασθενή ότι η αναλυτική εργασία είναι η ενδεικνυόμενη για αυτόν. Αυτή η ταύτιση με το εσωτερικό πλαίσιο του αναλυτή βοηθά τον ασθενή να καταλάβει καλύτερα την ομοιότητα και τη διαφορά μεταξύ της κατάστασης στη διερευνητική συνάντηση και της καθαυτό θεραπείας. Η «αναδόμηση» του νου του ασθενούς μέσα σε ένα τέτοιο πλαίσιο στο εσωτερικό της διερευνητικής αναλυτικής συνάντησης με τις ειδικές ικανότητές του να καθρεφτίζει, δίνει στον αναλυτή και τον ασθενή μια επίγνωση του τι συμβαίνει εδώ και τι μπορεί να συμβεί στη συνέχεια, προκειμένου να συλλάβει ο ασθενής και να επιλύσει τις υπαρξιακές του συγκρούσεις. Το αποτέλεσμα των αρχικών διερευνητικών συνεντεύξεων προκύπτει από συγκεκριμένες λοιπόν αναλυτικές επιλογές και συγκεκριμένα από την ερμηνεία. ΌΌλοι οι ομιλητές περιγράφουν κατά την πρώτη συνέντευξη δοκιμαστικές ερμηνείες οι οποίες δίδουν πληροφορίες για τη δυνατότητα του ασθενούς για αναλυτική εργασία (Wegner, ό.π.). ΌΌμως, οι απόψεις σχετικά με το είδος της ερμηνείας στις αρχικές συνεντεύξεις καθώς και με την ενδεικνυόμενη ερμηνευτική στρατηγική δεν είναι ομογενοποιημένες. Καταρχήν τίθεται το σημαντικό ζήτημα της σιωπής του αναλυτή και του πότε αυτή είναι θεμιτό να διακόπτεται με ερμηνείες. Υπάρχει μια συναίνεση σχετικά με τη δράση του λόγου, ότι μπορεί να λειτουργεί σαγηνευτικά και να παρέχει ικανοποιήσεις, παράδειγμα Ψυχαναλυτικά Συνέδρια Εκδηλώσεις 2012/2013 Στην Ελλάδα 23-24 Νοεμβρίου 2012, Αθήνα Jonathan Sklar (London), «Ψυχανάλυση, Εκπαίδευση και το Ευρωπαϊκό Ασυνείδητο». 19-20 Απριλίου 2013, Αθήνα Ronald Britton (London), (το θέμα θα ανακοινωθεί) 21-24 Ιουνίου 2013, Δελφοί, 8ο Διεθνές Ψυχαναλυτικό Συμπόσιο Δελφών, «Ο Πατέρας». http://www. psychoanalysis.gr/delphi/ Διεθνώς 27-28 Οκτωβρίου 2012, Βουκουρέστι, Ψυχαναλυτική Εταιρία Ρουμανίας, 4η Διεθνής Ψυχαναλυτική Συνδιάσκεψη, «Πλουραλισμός στην Ψυχανάλυση». www.epf-fep.eu/public 17 Νοεμβρίου, Παρίσι, Ψυχαναλυτική Εταιρεία Παρισίων, «Ημερίδα στη Μνήμη του André Green». www.societepsychanalytique-de-paris.net/wp/events/ colloque-en-hommage-a-andre-green/ 1-3 Μαρτίου 2013, Φρανκφούρτη, Συνδιάσκεψη Ψυχαναλυτικής ΈΈρευνας Joseph Sandler, «Βρίσκοντας το Σώμα στον Νου. Ερευνητές και κλινικοί σε διάλογο». www.sfi-frankfurt.de/veranstaltungen/ sandler-conference-2013 21-24 Μαρτίου 2013, Βασιλεία, 26ο Ετήσιο Συνέδριο της Ευρωπαϊκής Ψυχαναλυτικής Ομοσπονδίας, «Αμορφία: παραμόρφωση, μεταμόρφωση». www.epf-fep.eu/public 9-12 Μαΐου 2013, Παρίσι, 73ο Συνέδριο Γαλλόφωνων Ψυχαναλυτών, «Το Πατρικό». www.societepsychanalytique-de-paris.net/wp/ events/73e-congres-des-psychanalystesde-langue-francaise-le-paternel 31 Ιουλίου-3 Αυγούστου 2013, Πράγα, 48ο Συνέδριο της Διεθνούς Ψυχαναλυτικής ΈΈνωσης (IPA) και 22η Συνδιάσκεψη της Διεθνούς ΈΈνωσης Ψυχαναλυτικών Σπουδών (IPSO), «Αντιμετωπίζοντας τον Πόνο: Η Κλινική Εμπειρία και η Ανάδυση της Ψυχαναλυτικής Γνώσης» www.ipa.org. uk/congress και www.ipso-candidates. org.uk/ δελτίο της ελληνικής ψυχαναλυτικής εταιρείας [τεύχος 47] 15

με λογοπαίγνια, κάτι το οποίο αποκλείεται, όπως είδαμε, από την αναλυτική συνάντηση. Στο σημείο αυτό θα επεκταθούμε στις απόψεις του Baldacci γύρω από την απάρνηση της ενορμητικής ικανοποίησης στις αρχικές συνεντεύξεις και γενικότερα στο εσωτερικό της ανάλυσης. Η σιωπή λοιπόν επιλέγεται κατ αυτόν, ακριβώς για να μην υπάρξει πρώιμη άρση της απώθησης και σαγηνευτική συμπεριφορά του αναλυτή μέσω μίας πρώιμης αποκάλυψης του νοήματος. Ο Baldacci θεωρεί ότι η ανάπτυξη των αναλυτικών και ερμηνευτικών διεργασιών στο κλινικό υλικό που παραθέτει συνδέεται με το γεγονός ότι εσιώπησε στην πρώτη παραδρομή λόγου που έκανε η ασθενής. Η σιωπή αυτή δηλώνει μια άρνηση από την πλευρά του αναλυτή να έχει άμεση απόλαυση από την αποκάλυψη του νοήματος και ταυτόχρονα μια απάρνηση της δυνατότητας να ταυτιστεί με μια παντοδύναμη αρχαϊκή ιμάγκο. Η απάρνηση αυτή του αναλυτή επιτρέπει και στον ασθενή μια απάρνηση, και συγκεκριμένα εκείνη της αποκλειστικής εξήγησης των δυσκολιών του μέσω της τραυματικής υπόθεσης. Αυτή η κίνηση συμβαδίζει με την αποφυγή μίας παλινδρόμησης συνδεδεμένης με το πρόσωπο του άλλου, του αναλυτή, προς χάριν μιας παλινδρόμησης προς οιδιποδειακές θέσεις λιγότερο προσωποποιημένες. Εξάλλου και σε συνέχεια του προηγούμενου (Baldacci, ό.π.), η άρση της απώθησης πριν αυτό να είναι ώριμο οδηγεί σε μια επένδυση της παντοδυναμίας του αναλυτή και σε σεξουαλικοποίηση της σχέσης μέσω της σαγήνευσης που η άρση συνεπάγεται. Στην κανονική αναλυτική κατάσταση ο ασθενής αντί να είναι εστιασμένος στο πρόσωπο του αναλυτή μετακινείται και εστιάζεται στον λόγο και το νόημα. Η σαγήνευση του ασθενούς και η σεξουαλικοποίηση των σχέσεων Εγώ /Υπερεγώ (σε μια μη αποσεξουαλικοποίηση του οιδιποδείου) είναι ένα θέμα όπως είδαμε επειδή οδηγεί σε σεξουαλικοποίηση του λόγου, που πλέον αντί να είναι φορέας νοήματος γίνεται πράξη. Για να κατανοηθεί η έννοια της απάρνησης της ενορμητικής ικανοποίησης χρησιμοποιείται το παράδειγμα του αστείου. Ο αφηγητής του αστείου συνήθως δεν γελά αλλά αφήνει τον ακροατή να το κάνει. Το γεγονός ότι απαρνείται αυτή τη δυνατότητα δίνει δυναμική στον λόγο του, μια εξουσία και μία υπόσχεση ότι θα υπάρξει μοίρασμα αλλού. Στην περίπτωση της αρχικής συνέντευξης είναι μια υπόσχεση για τον μελλούμενο προσπορισμό ευχαρίστησης στο εσωτερικό της ανάλυσης μέσω της μετουσίωσης. Ορισμένοι από τους ομιλητές δείχνουν με τα κλινικά τους παραδείγματα ότι προχωρούν σε ερμηνείες επί του περιεχομένου και της μεταβίβασης από την αρχή. Στην περίπτωση αυτή η σιωπή δεν αποτελεί βασικό κριτήριο της αναλυτικής στάσης. Ο αναλυτής μοιράζεται με τον ασθενή τις σκέψεις που γεννώνται, το insight από την αναλυτική διαπλοκή. Εκείνο βέβαια που είναι σημαντικό, και το οποίο θα έκρινε τις μεθόδους είναι η έκβαση της επιχείρησης «αρχική αναλυτική συνέντευξη», το πόσο δηλαδή ο ασθενής κατανόησε σε βάθος το ζήτημά του και το πόσο και αν κατόρθωσε να μπει στη θέση εκείνου που μπορεί να αποφασίσει για το είδος της θεραπείας που του ταιριάζει. Δεν είναι εύκολο από τις ομιλίες να καταλήξουμε ότι μια τεχνική είναι καλύτερη από μια άλλη. Η απάρνηση της λιβιδινικής ικανοποίησης που θα μπορούσε να προκύψει κατά τη συνάντηση είναι εντέλει ένα θέμα στο οποίο συμφωνούν όλοι οι ομιλητές χωρίς να διαφαίνεται και εδώ ότι μία μέθοδος το διασφαλίζει περισσότερο από μία άλλη. Η απάρνηση της ικανοποίησης από την πλευρά του αναλυτή δείχνει λοιπόν από την αρχή στον ασθενή ένα σημαντικό κανόνα της αναλυτικής πρακτικής, που γίνεται υπόσχεση για τον μελλοντικό προσπορισμό ευχαρίστησης μέσω της μετουσίωσης. Η άρνηση του αναλυτή να ταυτιστεί με την παντοδύναμη φιγούρα και του ασθενούς να σχετιστεί με το αρχαϊκό αντικείμενο οδηγεί σε ένα μικρό πένθος. Ο τρόπος που ο ασθενής θα χειριστεί αυτή την άρση της αυταπάτης και την αποσεξουαλικοποίηση της επαφής με το αρχαϊκό αντικείμενο θα είναι μια ένδειξη για το αν είναι σε θέση να μεταβιβάσει στον λόγο και τη μέθοδο χωρίς να υποστεί ναρκισσιστικό πλήγμα. Δηλαδή διερευνάται η δυνατότητα του ασθενούς να εγκαταλείψει μια παλινδρόμηση στο αρχαϊκό αντικείμενο και να προσελκυσθεί από την πατρική λειτουργία. Αυτό δηλώνει οτι ο ασθενής μπορεί να ακολουθήσει τον βασικό κανόνα. Ο λόγος του ασθενούς μπορεί να είναι αφηγηματικός και αποστασιοποιημένος ή αντίθετα να «κατοικείται» και να αντέχει την αιφνιδιαστική εμφάνιση συνειρμών. Υπάρχει και ο λόγος σύμπτωμα π.χ. οι παραδρομές. Με το να επικεντρώνει στον λόγο ο αναλυτής δείχνει μια επιλογή υπέρ του συμβιβασμού, δηλαδή ότι δεν είναι ούτε απόλυτα αλληλέγγυος με το συνειδητό, το οποίο απαγορεύει τη συνειδητοποίηση ούτε με το ασυνείδητο που προωθεί την ικανοποίηση της επιθυμίας. Μένει ουδέτερος.με την ουδετερότητα ο αναλυτής εκφράζει μια θέση: επιτρέπει στον ασθενή να αντιπαρατεθεί στις δυνάμεις της απώθησης. Επομένως σε αυτή την περίσταση ο αναλυτής δεν στέκεται απλώς σε διπλά νοήματα, στο διφορούμενο, δεν παίζει με τις λέξεις αλλά βοηθά τον ασθενή να πάρει τον δρόμο του νοήματος και του δείχνει ότι μπορεί να το αναζητήσει και ο ίδιος. Παράλληλα με τον ασθενή και ο αναλυτής προβαίνει σε εγκατάλειψη των εσωτερικών ενορμητικών αντικειμένων του (Wegner, ό.π.) και είναι αυτό που αποκαλούμε αποχή. Σημαντική είναι τέλος η ιδέα (Wegner ό.π.) η οποία συμπυκνώνει πολλές από αυτές που εφράστηκαν ότι ο αναλυτής επιτελεί κατά την πρώτη αναλυτική συνάντηση μια εργασία προσαρμογής στον ασθενή, ούτως ώστε να μπορέσει να τον «ακούσει». Βιβλιογραφία Baldacci J.-L. (2012). Functions of the psychoanalytic consultation. Site EPF. Bion W.R. (1979). Making the Best of a Bad Job. In Bion, W.R., Bion, F. (eds.), (1987). Clinical Seminars and Four Papers. Abingdon, England: Fleetwood Press. Gaddini E. (1984). Se e come sono cambiati i nostri pazienti fino ai nostri giorni. Rivista di Psicoanalisi 30: 560-580. Ilka Quindeau R. (2012). Initial Interview Mr. D. Site EPF. Jaffè R. (2012). Introduction to the conference The initial psychoanalytic interview and the treatment process. Site EPF. Kleimberg L. (2012). In the first psychoanalytic encounter, could missing the wood for the trees have any effect in the development of the psychoanalytic treatment? Site EPF. Reith B. (2012). The analyst s internal frame (What interpsychic conditions lead to full analysis? Some findings from the Working Party on Initiating Psychoanalysis). Site EPF. Schachter J. (2012). The beginning and the end of the beginning. Site EPF. Séchaud E. (2012). Discussion of Peter Wegner s paper. Site EPF. Vermote P. (2012). Preliminary sessions: the resistance of the patient is the resistance of the analyst. Site EPF. Wegner P. (2012). Process-orientated psychoanalytic work in the first interview and the importance of the opening scene. Site EPF. 16 δελτίο της ελληνικής ψυχαναλυτικής εταιρείας [τεύχος 47]

H Εκδήλωση της ΕΨΕ µε την Cordelia Schmidt-Hellerau 1 Η Cordelia Schmidt-Hellerau έδωσε δύο διαλέξεις: Παρασκευή 30 Σεπτεµβρίου 2011 «Λήθη και ανάµνηση: Η αυτοσυντήρηση και η ενόρµηση θανάτου στην ψυχανάλυση του Φρόιντ» Σάββατο 1 Οκτωβρίου 2011 «Το άγχος κατά την αρνητική θεραπευτική αντίδραση» 2. Cordelia Schmidt-Hellerau Λήθη και ανάµνηση: 3 Η αυτοσυντήρηση και η ενόρµηση θανάτου στην ψυχανάλυση του Φρόιντ. Πολυτίµη Ζέη H C. Schmidt-Hellerau μίλησε για το θέμα σε μια εκδήλωση ανοιχτή για το ευρύ κοινό. Με την ομιλία της μάς εισήγαγε στις βασικές έννοιες της φροϋδικής ψυχαναλυτικής σκέψης, για να μας ξαναθυμίσει τη σημασία που έχει για την ίδια η έννοια της ενόρμησης αυτοσυντήρησης (Selbsterhaltungstrieb). Επικέντρωσε το ενδιαφέρον της στην έννοια της ενόρμησης, στη δόμηση του ψυχισμού και στην ανταγωνιστικότητα των ενορμήσεων για να καταλήξει τελικά, όπως θα δούμε, σ ένα ερώτημα. Την ομιλία μπορούσε κανείς να παρακολουθήσει παρά την πολυπλοκότητά της ακόμα και αν δεν είχε ειδικές ψυχαναλυτικές γνώσεις. Ακολουθήσαμε τη σκέψη της, η οποία μας παρουσιάστηκε σε ενότητες όπου μας υπενθύμισε τη φροϋδική θεωρία και συζήτησε τις δικές της απόψεις και αντιρρήσεις. 1. Διδάσκουσα ψυχαναλύτρια της Ψυχαναλυτικής Εταιρείας της Ζυρίχης (Ελβετία) και του Ψυχαναλυτικού Ινστιτούτου της Βοστόνης (ΗΠΑ). Καθηγήτρια Κλινικής Ψυχολογίας με έμφαση στην Ψυχανάλυση στο Πανεπιστήμιο της Ζυρίχης. Πρώην Διευθύντρια του Ινστιτούτου Freud της Ζυρίχης. 2. Ινστιτούτο Γκαίτε. Θα παρουσιάσουμε συνοπτικά τη διάλεξη της Παρασκευής και στοιχεία από τη διάλεξη και τη συζήτηση του Σαββάτου. 3. Vergessen und wieder erinnert. Die Selbsterhaltung und der Todestrieb in Freuds Psychoanalyse. Η έκφραση wieder erinnert στα γερμανικά σημαίνει «κάτι που έχω ξαναθυμηθεί». Η χρήση της είναι συνηθισμένη στην καθημερινή γλώσσα. Επιλέγω μερικές φορές στη μετάφραση τη λέξη «ενθύμηση» για το erinnert και «επανενθυμημένο» για να αποδώσω την επανάληψη, που δηλώνει το «ξανά» wieder και το «ενθυμημένο» ως μετοχή του παρακειμένου του «έχω ξαναθυμηθεί». Γνωρίζω ότι στα ελληνικά δεν είναι μια λέξη που χρησιμοποιείται συχνά, είναι όμως η πλησιέστερη που σκέφτηκα ότι αποδίδει καλύτερα το νόημα της C. Schmidt-Hellerau. Τέλος διατύπωσε το ερώτημά της σχετικά με τη σύνδεση της ενόρμησης αυτοσυντήρησης με την επιθετικότητα και την ενόρμηση θανάτου. Ξεκίνησε μιλώντας για τη βασική ψυχαναλυτική έννοια του ασυνειδήτου την οποία φώτισε ο Φρόιντ στις αρχές του 20ού αιώνα με το έργο του η «Ερμηνεία του Ονείρου» ( die Traumdeutung ). Ο Φρόιντ περιγράφει το ασυνείδητο ως μια ανεξάντλητη δεξαμενή παιδικών επιθυμιών και μεγαλομανιακών φαντασιώσεων. Η κατανόηση του ασυνειδήτου μέσω μιας συστηματικής εργασίας ενθύμησης αποτελεί αναπόσπαστο στοιχείο της κατανόησης του εαυτού. Η διεργασία αυτή μας επιτρέπει να θυμηθούμε τα ξεχασμένα, κάτι που δεν είναι όμως εύκολο, ενώ εναντίον αυτής της επανενθύμησης αναδύεται μια σημαντική αντίσταση. Κινητήρια δύναμη αυτής της διαδικασίας είναι κάτι που έχουμε κοινό με τα ζώα: οι ενορμήσεις, οι οποίες είναι πάντοτε παρούσες. 4 Ο Φρόιντ αναγνώρισε ότι η ιστορία της επιστήμης της ανθρωπότητας μπορεί να περιγραφεί ως μια απαξίωση του συλλογικού ναρκισσισμού που συμπυκνώνεται σε τρεις απογοητεύσεις: Την κοσμολογική, με την απόδειξη του Κοπέρνικου τον 16ο αιώνα ότι η γη δεν αποτελεί το κέντρο του κόσμου, Τη βιολογική, με τη θεωρία του Δαρβίνου ότι ο άνθρωπος δεν είναι πλασμένος κατ εικόνα και ομοίωση του Θεού, αλλά προέρχεται από τον πίθηκο. Αυτό επιβεβαιώθηκε το 2000, όταν γνωστοποιήθηκε ότι το γενετικό υλικό του ανθρώπου είναι κατά 98,4% ίδιο με αυτό του χιμπαντζή, Την ψυχολογική με τον Φρόιντ, ο οποίος έδειξε αναφορικά με το ασυνείδητο ότι: «Το Εγώ δεν είναι κύριος στο ίδιο του το σπίτι». Το Εγώ βρίσκεται κατά τον Φρόιντ σε αδυναμία επειδή ακριβώς αντλεί την ενέργειά του από τις ενορμήσεις που εισβάλλουν στον χώρο του με ανεπιθύμητες σκέψεις και αναπαραστάσεις τις οποίες πρέπει να απομακρύνει. Το ενορμητικό είναι αυτό που καταβάλλει το Εγώ, όπως περιγράφεται από τον Φρόιντ στη γνωστή μεταφορά του ιππέα: «όπως ο ιππέας, που κάθεται και προσπαθεί να δαμάσει την κατά πολύ μεγαλύτερη από τη δική του δύναμη του αλόγου (ζώου) προσπαθώντας να το ελέγξει». 4. Εδώ εγείρεται για μένα προσωπικά το ερώτημα αν μπορούμε να μιλούμε για ενορμήσεις στην περίπτωση των ζώων ή αν είναι προτιμότερο να μιλάμε για ένστικτα. Με τη λογική της ομιλήτριας η ενόρμηση αυτοσυντήρησης μετατρέπεται σε επιθετικότητα όταν χάσει την ψυχική της ποιότητα και γίνει ένστικτο. δελτίο της ελληνικής ψυχαναλυτικής εταιρείας [τεύχος 47] 17

Απώθηση Γνωρίζουμε από τα πρώιμα κιόλας γραπτά του Φρόιντ ότι καθετί που φαίνεται απαράδεκτο στο Εγώ απωθείται, ξεχνιέται και μπαίνει στη σφαίρα του ασυνειδήτου. Η υστερική λιποθυμία είναι ένα παράδειγμα αυτής της διεργασίας (π.χ. η γνωστή εικόνα του Jean-Martin Charcot). Φρουρός του Εγώ έναντι των ενορμήσεων είναι η λογοκρισία, όπως αναφέρει ο Φρόιντ στην «Ερμηνεία του Ονείρου», η οποία λειτουργεί σαν την κουκουβάγια, που τη νύχτα «κλείνει το ένα μόνο μάτι» με αποτέλεσμα ένα μέρος του ασυνείδητου υλικού να περνάει στο προσυνειδητό και το όνειρο. Για τον λόγο αυτό το όνειρο αποτελεί κατά τον Φρόιντ τη «βασιλική οδό» προς το ασυνείδητο. Η ερώτηση που εγείρεται είναι από ποια πηγή αντλεί η απώθηση τη δύναμη να αντιτίθεται στις ενορμητικές επιθυμίες. Στη φροϋδική ψυχανάλυση, σημειώνει η C. Schmidt- Hellerau, ενόρμηση και απώθηση σχηματίζουν ένα αδιαχώριστο ζευγάρι και ο Φρόιντ ήξερε την απάντηση σ αυτό το ερώτημα. Την διατύπωσε μάλιστα μερικές φορές και μετά την ξέχασε για πολύ καιρό. Υπονοείται ότι η λύση του αινίγματος βρίσκεται στη μεταφορά του Φρόιντ με το άλογο και τον ιππέα. Το Εγώ, ο ιππέας που αγωνίζεται ενάντια στη συνειδητοποίηση ασυνείδητου υλικού, θέλει να κρατήσει το ξεχασμένο σε κατάσταση απώθησης. Το Εγώ αντλεί την ενέργειά του από τις ενορμήσεις. Η απώθηση είναι ακριβώς ενορμητική, όπως και η ασυνείδητη επιθυμία. ΌΌμως, ακόμα και σήμερα δημιουργεί απορία και τελεί υπό αμφισβήτηση το γεγονός ότι η απώθηση ισοδυναμεί με ενορμητική ώση η οποία αντιτίθεται στην ενορμητική επιθυμία. Γι αυτόν όμως ακριβώς τον λόγο οι ενορμήσεις είναι στη θεωρία του Φρόιντ ανταγωνιστικές, η μία δηλαδή εργάζεται εναντίον της άλλης: η σεξουαλική ενόρμηση εναντίον της ενόρμησης αυτοσυντήρησης, πράγμα που αντιστοιχεί στο σχήμα «ενόρμηση εναντίον απώθησης». Η ομιλήτρια μάς προτείνει συμπερασματικά να κρατήσουμε τη σκέψη ότι υπάρχει μια ενόρμηση η οποία θυμάται και θέλει να φέρει στο συνειδητό επίπεδο την ασυνείδητη επιθυμία, και μια δεύτερη η οποία ξεχνά και απωθεί το μη αποδεκτό. Ενόρµηση και αναπαράσταση Η ενόρμηση δημιουργεί μια αναπαράσταση, η οποία οδηγεί στον σκοπό, την ενορμητική ικανοποίηση. Η C. Schmidt-Hellerau συνδέει εδώ τη σκέψη του Φρόιντ με τη φιλοσοφία του Arthur Schopenhauer, ο οποίος αντιλαμβάνεται τον κόσμο ως «θέληση και αναπαράσταση» ( Wille und Vorstellung ). «Η θέληση από μόνη της δεν γνωρίζει τίποτα και η αναπαράσταση ως τέτοια δεν θέλει. Χρειάζεται κανείς και τα δύο για να γνωρίζει τι θέλει και να μπορεί να θέλει αυτό που γνωρίζει». Η ομιλήτρια βλέπει κατ αναλογίαν εδώ τη δημιουργία της σκέψης ως προϊόν της απουσίας του επιθυμητού από τη μια και της παρουσίας των αναπαραστάσεων από την άλλη, και μιλάει για την υποκατάσταση της καθαυτό πράξης από μια αναβλητική ονειροπόληση, με αποτέλεσμα τη δημιουργία αλυσίδων σκέψεων. Ασχολείται στη συνέχεια με τη θεωρία του Φρόιντ σχετικά με την αντιπαράθεση μεταξύ των δύο τύπων ενορμήσεων. Χρησιμοποιώντας τη σύλληψη αυτή ο Φρόιντ εργάστηκε επί 25 χρόνια πάνω στο ζήτημα της ανάπτυξης του ψυχικού οργάνου. Είναι όμως αξιοσημείωτο ότι όλα αυτά τα χρόνια, μέχρι δηλαδή το 1920, διερεύνησε διεξοδικά μόνο τη σεξουαλική ενόρμηση, χωρίς να δώσει ιδιαίτερη σημασία στον ανταγωνιστή της, την ενόρμηση αυτοσυντήρησης. Η ομιλήτρια παραπέμπει σε σειρά κειμένων του Φρόιντ όπου διαφαίνεται το ενδιαφέρον του για τη σεξουαλική ενόρμηση, όπως, την «Αιτιολογία των νευρώσεων» (1898), την «Ερμηνεία του ονείρου» (1900), τα «Τρία Δοκίμια για τη θεωρία της σεξουαλικότητας» (1905), την «Εισαγωγή στον ναρκισσισμό» (1914) και τα «Μεταψυχολογικά κείμενα» (1915). ΌΌλα αυτά τα χρόνια, σημειώνει η ομιλήτρια, η ενόρμηση αυτοσυντήρησης, ή ενόρμηση του Εγώ, υπάρχει στα φροϋδικά κείμενα σαν σκιά, συχνά παραγνωρισμένη, κρυμμένη και μη ερμηνευόμενη. Δεν αμφισβητείται ποτέ η θεωρητική σημασία της, αλλά δεν βρίσκει και καμία κλινική αναγνώριση. Στο κείμενο του 1920 το «Πέραν της αρχής της ευχαρίστησης» ο Φρόιντ παρουσιάζει το ζεύγος των αντιτιθέμενων μεταξύ τους ενορμήσεων ζωής και θανάτου και τοποθετεί το προηγούμενο ενορμητικό ζεύγος (σεξουαλικές ενορμήσεις έναντι ενορμήσεων αυτοσυντήρησης) κάτω από την ίδια στέγη, αυτή των ενορμήσεων ζωής. Δεν φαίνεται να τον έχει απασχολήσει το ερώτημα, επισημαίνει η C. Schmidt-Hellerau, μιας πιθανής σύνδεσης των ενορμήσεων αυτοσυντήρησης με την ενόρμηση θανάτου, την οποία μαρτυρούν η επιθετικότητα και η καταστροφικότητα. 5 Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να δημιουργηθεί μια τομή στην εξέλιξη της ψυχανάλυσης, καθώς με τον τρόπο αυτό εξαφανίστηκε η ενόρμηση αυτοσυντήρησης, η οποία εκπροσωπούσε μια βασική πλευρά του ανθρώπου. ΈΈτσι η ενόρμηση αυτοσυντήρησης έγινε ένα σκοτεινό σημείο της ψυχανάλυσης και ξεχάστηκε! 5. Η ομιλήτρια αναφέρεται εδώ στη δυσκολία πολλών αναλυτών να αποδεχτούν την ενόρμηση θανάτου, με αποτέλεσμα να την αρνούνται άμεσα, και στη θέση της «να υιοθετούν την ίδια ακριβώς θεωρητική σύλληψη με το όνομα επιθετική ενόρμηση (Aggressionstrieb). 18 δελτίο της ελληνικής ψυχαναλυτικής εταιρείας [τεύχος 47]

Η ομιλήτρια συνοψίζει ότι με την απάλειψη της ενόρμησης αυτοσυντήρησης στην ψυχανάλυση αγαπάμε και μισούμε, αλλά δεν ζούμε και δεν πεθαίνουμε και επίσης δεν κατανοούμε επαρκώς τη σημασία που έχει αυτό. Ενόρµηση αυτοσυντήρησης Η C. Schmidt-Hellerau διατυπώνει στη συνέχεια δύο ερωτήματα σχετικά: με τη συνεισφορά της έννοιας της ενόρμησης αυτοσυντήρησης στην κατανόηση του ψυχισμού, τη σημασία της τοποθέτησης της ενόρμησης αυτοσυντήρησης από την πλευρά της ενόρμησης θανάτου. Στα Τρία δοκίμια (1905), όπου ο Φρόιντ αναφέρεται στην πείνα, η ενόρμηση αυτοσυντήρησης εμφανίζεται μόνο ως «ενόρμηση λήψης τροφής». Η ομιλήτρια όμως τονίζει ότι υπάρχουν κι άλλες λειτουργίες που συνεισφέρουν στη διατήρηση της σωματικής ευεξίας, όπως η πέψη, η αναπνοή, ο ύπνος, η ανοσολογική άμυνα κ.ά. Οι σωματικές αυτές λειτουργίες ρυθμίζονται από πολύπλοκες νευροφυσιολογικές, βιοχημικές, ενδοκρινολογικές και ανοσολογικές αλληλεπιδράσεις ανάμεσα στις εγκεφαλικές δομές και στα όργανα του σώματος. Επηρεάζονται όμως και από ψυχικές διαδικασίες. Ο Φρόιντ, επισημαίνει η C. Schmidt-Hellerau, δεν ασχολήθηκε μ αυτά. Η ίδια υποστηρίζει ότι σε εκφράσεις με τις οποίες δηλώνουμε τη δυσφορία κάποιου οργάνου για να μιλήσουμε για μια ψυχική λειτουργία (όπως π.χ. μου έπρηξες το συκώτι, μου έκοψες τη χολή κ.λπ.), έρχεται ενισχυμένη στον λόγο μας ακριβώς μια επίδραση της ενόρμησης αυτοσυντήρησης. Στη συνέχεια αναπτύσσει τις σκέψεις της αναφορικά με την αυτοσυντήρηση, παραθέτοντας παραδείγματα. Θα μιλήσει σχετικά με αυτό που είχε και νωρίτερα αναφέρει, την ικανότητα του ατόμου να αναβάλει μια πράξη, χρησιμοποιώντας μια σκέψη. Αισθανόμαστε, για παράδειγμα, πείνα σε ένα μέρος όπου η ικανοποίησή της δεν είναι εφικτή. Η εισαγωγή μιας σκέψης (η αναπαράσταση ενός σάντουιτς) μας βοηθάει να αναβάλουμε την ικανοποίηση της ανάγκης και την ευχαρίστηση για αργότερα. Η ομιλήτρια τονίζει εδώ ότι μπορούμε να περιμένουμε με πολιτισμένο τρόπο ακριβώς επειδή γνωρίζουμε ότι αργότερα θα ικανοποιήσουμε την πείνα μας και δεν διαφαίνεται κάποια καταστροφή. Εντελώς διαφορετικό θα ήταν όμως κάτι τέτοιο για ένα βρέφος, όπως σημειώνει η ομιλήτρια, καθώς στο βρέφος η αναπαράσταση του σάντουιτς είναι ακόμη ανύπαρκτη. ΌΌταν λοιπόν στο βρέφος η πείνα βρίσκεται στο προσκήνιο και η διέγερση της ενόρμησης αυτοσυντήρησης πιέζει, το όλο σύστημα εξαιτίας της έλλειψης της αναπαράστασης της τροφής βιώνει μια απειλητική κατάσταση υπερδιέγερσης, ως εάν να επαπειλείτο με θάνατο από πείνα. Οι κραυγές και τα κλάματα του βρέφους εκφράζουν αυτή την κατάσταση έκτακτης ανάγκης που αφορά την επιβίωση. Ευτυχώς όμως, τότε έρχεται η μητέρα και ικανοποιεί την ανάγκη, το βρέφος ηρεμεί και ο οργανισμός παύει να κινδυνεύει. Ο Φρόιντ περιγράφει τον τρόπο με τον οποίο η επανάληψη αυτής της εμπειρίας θα αφήσει τελικά ένα μνημονικό ίχνος την αναπαράσταση μιας σκηνής θηλασμού η οποία θα μπορεί να επανεργοποιείται κάθε φορά που θα εμφανίζεται η πείνα. Είναι ακριβώς η ανάμνηση της θηλάζουσας μητέρας που θα επιτρέψει σε αυτή την πρωτόγονη οργανική διέγερση να αποκτήσει ψυχική υπόσταση ως ενόρμηση αυτοσυντήρησης. Η εμπειρία ευχαρίστησης, εξάλλου, θα λειτουργήσει ως φράγμα κατά του άγχους θανάτου. 6 Η C. Schmidt-Hellerau σημειώνει ότι μολονότι ο Φρόιντ περιέγραψε ακριβώς με αυτά τα λόγια τη δημιουργία, την εγκατάσταση και τη λειτουργία των ψυχικών δομών, δεν αναγνώρισε ωστόσο στο βάθος της αυτοσυντήρησης την παρουσία του θανάτου. Η σημειολογία της έννοιας της ενόρμησης αυτοσυντήρησης κρύβει επιμελώς το γεγονός ότι η ενόρμηση αυτή δεν γνωρίζει από μόνη της και με φυσικό τρόπο τι πρέπει να κάνει για να μας οδηγήσει στην αυτοσυντήρηση, αλλά χρειάζεται να της μάθουμε εμείς να είναι λειτουργική και επιτυχής. Μιλώντας για μάθηση, η C. Schmidt- Hellerau εισάγει τη σημασία του αντικειμένου στη συγκεκριμένη διαδικασία. Μας την παρουσιάζει ως μια σχέση αντικειμένου, κατά την οποία η μητέρα εμπεριέχει την ωμή ενόρμηση σε μια τρυφερή και με αγάπη χρωματισμένη αλληλεπίδραση με το βρέφος (πρωταρχική μητρική αγάπη κατά τον Michael Balint). Η πείνα για τροφή συνδέεται έτσι και με την πείνα για αγάπη. ΌΌμως, οι επιδιώξεις της ενόρμησης αυτοσυντήρησης δεν περιορίζονται μόνο σε αυτή καθαυτή τη διατροφή, όπως μας έχουν δείξει και οι μελέτες του René Spitz. H ομιλήτρια αναφέρθηκε, εν συντομία, στις μελέτες αυτές όπου φαίνεται ότι βρέφη, οι βιολογικές ανάγκες των οποίων είχαν αρκούντως καλυφθεί, εντός όμως ιδρυματικών πλαισίων μετά τον αποχωρισμό από τη μητέρα τους με την οποία είχαν ως τότε καλή σχέση, τα βρέφη αυτά νοσούσαν και πέθαιναν από συναισθηματική πείνα. Τα συμπτώματα που εμφάνιζαν ήταν κλάμα, ανορεξία, απώλεια βάρους, αϋπνία, κατάθλιψη, 6. Η C. Schmidt-Hellerau αναφέρθηκε σε έργα από τις εικαστικές τέχνες ή τη λογοτεχνία,και συγκεκριμένα σε νεκρές φύσεις στη ζωγραφική, που ως εικόνες κρατούν ζωντανή την ιδέα της αυτοσυντήρησης, παράδειγμα η εικόνα μιας απλής ομάδας πραγμάτων ψωμί, τυρί, φρούτα κρασί που αποτελούν μετουσίωση του ενορμητικού. δελτίο της ελληνικής ψυχαναλυτικής εταιρείας [τεύχος 47] 19

λοιμώξεις, αρτηριοσκλήρυνση. Επακολουθούσε κατάρρευση και θάνατος. Το 37,3% των παιδιών αυτών πέθαναν στα δύο πρώτα τους χρόνια. Διατήρηση του αντικειµένου Στην αρχή της ζωής η επιχείρηση της αυτοσυντήρησης επικεντρώνεται σχεδόν αποκλειστικά στον εαυτό και την επιβίωσή του. ΌΌμως, καθώς η ανάπτυξη προχωράει, η δράση της ενόρμησης αυτής επεκτείνεται και στα αντικείμενα. Μαζί με την αυτοσυντήρηση αυξάνονται και οι προσπάθειες «συντήρησης» ή «διατήρησης» του αντικειμένου. 7 Το παιδί από ένα σημείο της εξέλιξής του και πέρα δεν θέλει μόνο να δέχεται τις φροντίδες των άλλων, αλλά θέλει να φροντίσει τους άλλους γύρω του και το ίδιο (π.χ. να ταΐσει τη μαμά του, την κούκλα του κ.λπ.). Αργότερα θα φροντίσει ένα ζώο, το αδερφάκι του, και ως ενήλικας την οικογένειά του. ΌΌλες αυτές οι δραστηριότητες αντλούν ενέργεια από τις πρωταρχικές ενορμήσεις, μας λέει η C. Schmidt- Hellerau, και δεν είναι σημάδια του αναπτυσσόμενου πολιτισμού μας. Ενδιαφέρον παρουσιάζει στο σημείο αυτό η ιδέα ότι οι προσπάθειες διατήρησης του αντικειμένου στον άντρα και τη γυναίκα μοιάζει να οργανώνονται με διαφορετικό τρόπο. Η ομιλήτρια παραθέτει ένα παράδειγμα του Marc Ο Connell (αμερικανού ψυχαναλυτή στο Ινστιτούτο της Βοστώνης), το οποίο δείχνει ότι οι πράξεις της μητρικής διατήρησης του αντικειμένου χαρακτηρίζονται περισσότερο από τη φροντίδα, ενώ της πατρικής από την επιθετική άμυνα. ΈΈτσι γίνεται κατανοητό ότι η δομή που αναπτύσσεται εμφανίζει δύο όψεις: η μια είναι της φροντίδας του εαυτού και η άλλη της υπεράσπισης του εαυτού. Χρειαζόμαστε και τις δύο για την αυτοσυντήρησή μας. Θα μπορούσαμε λοιπόν να μιλάμε για μια ενόρμηση «συντήρησης», σκοπός της οποίας είναι η συντήρηση του εαυτού αλλά και του αντικειμένου, συμπεραίνει η ομιλήτρια και συνεχίζει με αναφορά στο ζήτημα της ενέργειας της ενόρμησης. Διατυπώνει τη σκέψη ότι μια ενόρμηση καθορίζεται από την ενέργειά της κι ότι η ενέργεια αυτή χρειάζεται να έχει όνομα. Αν δεν μπορούμε να βρούμε ένα όνομα για την ενέργεια δυσκολευόμαστε να σκεφτούμε τον τρόπο με τον οποίο μπορεί αυτή να επενδυθεί. Υπενθυμίζει δε σχετικά την ιδέα του Βίτγκενστάιν ότι: «Τα όρια της γλώσσας μου είναι τα όρια του κόσμου μου». Με τη λογική αυτή η C. Schmidt-Hellerau προτείνει να ονομάσουμε την ενέργεια της ενόρμησης αυτοσυντήρησης όπως και της ενόρμησης θανάτου 7. Μεταφράζω εδώ ως «διατήρηση του αντικειμένου» τον όρο Objekterhartung. Η ομιλήτρια χρησιμοποιεί τον όρο αυτόν ως αντίστοιχο της έννοιας της αυτοσυντήρησης (Selbsterhaltung), όπου στη θέση του εαυτού (selbst) βάζει το αντικείμενο (Objekt). με την ελληνική λέξη «λήθη». Εξηγεί ότι «Λήθη» ήταν το όνομα ενός ποταμού στην ελληνική μυθολογία, ο οποίος κυλούσε από τον κόσμο των ζωντανών στον κόσμο των νεκρών. Χρησιμοποιώντας τη λήθη στην ψυχαναλυτική θεωρία μπορούμε να πούμε ότι λησμονημένες επενδύσεις μπορούν να ενεργοποιήσουν ιδέες-αναπαραστάσεις, οι οποίες προάγουν τη λειτουργία της αυτοσυντήρησης και της διατήρησης του αντικειμένου (π.χ. το σάντουιτς όταν πεινάμε). Ο μύθος μιλάει όμως και για το αντίθετο, για το σβήσιμο των ιδεών, συνεχίζει η ομιλήτρια. «ΌΌποιος πιει από το νερό της λήθης, ξεχνάει». Η λήθη είναι όμως με τον τρόπο αυτό σημαντική για τη διατήρηση της ζωής. Αν δεν ξεχνούσαμε, η σκέψη μας θα ασφυκτιούσε. Το ξέχασμα είναι συνεπώς για την C. Schmidt-Hellerau ενορμητικό. ΌΌσο πιο ισχυρή είναι η επένδυση μιας αναπαράστασης από τη λήθη τόσο μικρότερη πρόσβαση έχει το υλικό της στη συνείδηση. Καταλήγοντας σημειώνει ότι μπορούμε να ονομάσουμε την ενέργεια που δρα στην απώθηση, «ενέργεια λήθης», ή ενέργεια των ενορμήσεων αυτοσυντήρησης και θανάτου. Παθολογία της διατήρησης του εαυτού και του αντικειµένου Την C. Schmidt-Hellerau απασχολούν στην ενότητα αυτή ακραίες εκφράσεις επιθετικότητας ανάμεσα στους ανθρώπους. Η σκέψη της κατευθύνεται στην ένταξη ορισμένων μορφών επιθετικότητας στους κόλπους της ενόρμησης αυτοσυντήρησης υπό την έννοια ότι συγκεκριμένες σωματικές ανάγκες επιβάλλονται στις ψυχικές ανάγκες και εκφράσεις. Αναφερόμενη στη φρικιαστική πραγματικότητα που επικράτησε στο Λένινγκραντ κατά τη διάρκεια της γερμανικής πολιορκίας της πόλης (1942-1944), σημειώνει ότι στα δέκα χιλιάδων σελίδων αρχεία της ρωσικής μυστικής αστυνομίας που δόθηκαν το 2001 στη δημοσιότητα, περιγράφονται φρικιαστικά γεγονότα που έλαβαν χώρα και αναφέρονται σε ένα εκατομμύριο λιμοκτονήσαντες ανθρώπους. Αφού φαγώθηκαν σκύλοι, γάτες, ποντίκια, πουλιά, υπήρξαν άνθρωποι, που στην ανάγκη έγιναν δολοφόνοι, κανίβαλοι, σύλλησαν νεκρούς. Η C. Schmidt- Hellerau περιέγραψε παραδείγματα ανθρώπων που σκότωσαν άλλους, ακόμα και μέλη της οικογένειάς τους ή έκλεψαν σορούς νεκρών, προκειμένου να ικανοποιήσουν την πείνα τους. «Η πείνα είναι λύκος», λέει ο λαός. Ο Φραντς Κάφκα περιγράφει στο μυθιστόρημά του Der Hungerkuenstler (Ο καλλιτέχνης της πείνας), έναν καλλιτέχνη που δεν τρώει τίποτα και εκθέτει τον πεινασμένο εαυτό του σε ένα κλουβί. Στο τέλος αντί γι αυτόν βρίσκεται στο κλουβί ένας πάνθηρας. Η ομιλήτρια βλέπει σε αυτό το χωρίο μια μεταφορά της ιδέας ότι η πείνα μεταμόρφωσε τον καλλιτέχνη σε αρπακτικό ζώο. Κατ 20 δελτίο της ελληνικής ψυχαναλυτικής εταιρείας [τεύχος 47]