Μεταπτυχιακή διατριβή:

Σχετικά έγγραφα
ΚΤΗΝΟΤΡΟΦΙΑ ΚΑΙ ΛΙΒΑΔΙΑ

ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΛΙΒΑΔΙΩΝ II

Λιβάδια - Θαµνότοποι

ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ «ΒΟΣΚΗΣΙΜΕΣ ΓΑΙΕΣ ΕΛΛΑΔΑΣ»

ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΕΝΗ ΧΡΗΣΗ ΤΩΝ ΛΙΒΑΔΙΩΝ ΚΑΙ ΛΟΙΠΩΝ ΠΗΓΩΝ ΤΡΟΦΗΣ

ΒΟΣΚΟΤΟΠΟΙ ΕΝΑΣ ΠΟΛΥΤΙΜΟΣ ΠΟΡΟΣ ΓΙΑ ΤΗ ΚΤΗΝΟΤΡΟΦΙΑ ΜΑΣ ΚΑΙ ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΗΣ ΕΠ

ΜΕΤΑΒΟΛΕΣ ΤΗΣ ΛΙΒΑΔΙΚΗΣ ΒΛΑΣΤΗΣΗΣ

Διαχείριση της βόσκησης αγροτικών ζώων στις προστατευόμενες περιοχές

Το αγροδασικό μέτρο στα πλαίσια της νέας ΚΑΠ και οι προοπτικές εφαρμογής του στην Ελλάδα

ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΤΗΣ ΛΙΒΑΔΟΚΤΗΝΟΤΡΟΦΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ

ΛΙΒΑΔΟΚΤΗΝΟΤΡΟΦΙΚΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ

Λιβαδικά Οικοσυστήματα και Κλιματική Αλλαγή

Δασολιβαδικά Συστήματα. Θ. Παπαχρήστου & Π. Πλατής Ινστιτούτο Δασικών Ερευνών

Τα γεωργοδασοκομικά (αγροδασικά) συστήματα αποτελούν μια παραδοσιακή μορφή χρήσης της γης στην Ελλάδα, ιδιαίτερα στις ημιορεινές και ορεινές περιοχές.

ΒΟΣΚΟΪΚΑΝΟΤΗΤΑ Πίνακας 1. Παραγωγή βοσκήσιμης ύλης των ποολιβαδίων μιας περιοχής

ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ «ΒΟΣΚΗΣΙΜΕΣ ΓΑΙΕΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ» ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α ΒΟΣΚΗΣΙΜΕΣ ΓΑΙΕΣ ΕΛΛΑΔΑΣ

Του Δημήτρη Λώλη, Γεωπόνου

Υψηλή Φυσική Αξία (ΥΦΑ)

ΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΔΑΣΗ ΣΗΜΕΡΑ

Βασικά Σημεία της Διαμόρφωσης της Εθνικής Πρότασης για τη νέα ΚΑΠ

ασογεωργικά συστήµατα: Παράδοση και νέες προοπτικές ανάπτυξης και διαχείρισης της γεωργικής γης

Πυλώνας Ι (Κανονισμός 1307/2013): Η νέα αρχιτεκτονική των άμεσων ενισχύσεων

ΕΠΙΔΡΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΣΤΑ ΛΙΒΑΔΙΑ

3 ο Πανελλήνιο Λιβαδοπονικό Συνέδριο Καρπενήσι 4-6 Σεπτεµβρίου 2002 Λιβαδοπονία και ανάπτυξη ορεινών περιοχών

ΦΟΡΕΙΣ ΕΚΜΕΤΑΛΛΕΥΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΛΙΒΑΔΟΚΤΗΝΟΤΡΟΦΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ

ΝΕΑ ΚΑΠ ΠΥΛΩΝΑΣ Ι: ΑΜΕΣΕΣ ΕΝΙΣΧΥΣΕΙΣ Καθεστώτα Ενίσχυσης Ολοκληρωμένο Σύστημα Ενιαία Αίτηση Ενίσχυσης Κ. Βιτζηλαίου Μάρτιος 2016

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ 6 ου ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟΥ ΛΙΒΑΔΟΠΟΝΙΚΟΥ ΣΥΝΕΔΡΙΟΥ

Β7-0079/177. Κείμενο που προτείνει η Επιτροπή

Επίσηµη Εφηµερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. (Μη νομοθετικές πράξεις) ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ

Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης Βρυξέλλες, 10 Ιουλίου (11.07) (OR. en)

"ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΩΝ ΑΓΑΘΩΝ, ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΩΝ ΤΩΝ ΦΡΥΓΑΝΙΚΩΝ ΟΙΚΟΣΥΣΤΗΜΑΤΩΝ"

Ο ΑΝΑΠΛΗΡΩΤΗΣ ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΚΑΙ ΤΡΟΦΙΜΩΝ

Forage 4 Climate 4 ετών

ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ ΤΡΟΦΗΣ ΤΩΝ ΑΓΡΟΤΙΚΩΝ ΖΩΩΝ ΤΑ ΔΑΣΗ ΩΣ ΠΗΓΗ ΒΟΣΚΗΣΙΜΗΣ ΥΛΗΣ

ΚΑΠ Εθνικές Επιλογές

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗ ΑΡΧΗ Πειραιάς, 26 Απριλίου 2018 ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ ΕΡΕΥΝΑ ΔΙΑΡΘΡΩΣΗΣ ΓΕΩΡΓΙΚΩΝ ΚΑΙ ΚΤΗΝΟΤΡΟΦΙΚΩΝ ΕΚΜΕΤΑΛΛΕΥΣΕΩΝ, ΕΤΟΥΣ 2016

Η σημασία της βοσκοφόρτωσης στη διαχείριση των βοσκοτόπων: Οδηγίες εφαρμογής

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΚΑΙ ΤΡΟΦΙΜΩΝ

Πυλώνας Ι (Κανονισμός 1307/2013): Η νέα αρχιτεκτονική των άμεσων ενισχύσεων

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ: Η έννοια του οικοσυστήματος 11


ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ Αθήνα, 15/6/2017

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ & ΤΡΟΦΙΜΩΝ ΓΡΑΦΕΙΟ ΤΥΠΟΥ ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ

Κοινή Γεωργική Πολιτική και Αγροτική Ανάπτυξη ( )

ΔΙΑΤΑΡΑΧΕΣ ΣΤΑ ΛΙΒΑΔΙΑ

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΚΑΙ ΤΡΟΦΙΜΩΝ

ΕΠΙΔΡΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΒΟΣΚΗΣΗΣ ΣΤΑ ΛΙΒΑΔΙΚΑ ΦΥΤΑ

Α Π Ο Φ Α Σ Η ΟΙ ΥΠΟΥΡΓΟΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ, ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ & ΚΛΙΜΑΤΙΚΗΣ ΑΛΛΑΓΗΣ ΚΑΙ ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ & ΤΡΟΦΙΜΩΝ

Αθήνα ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ. Αριθ. Πρωτ. 1394/54298 ΚΑΙ ΤΡΟΦΙΜΩΝ

Πρότυπα οικολογικής διαφοροποίησης των μυρμηγκιών (Υμενόπτερα: Formicidae) σε κερματισμένα ορεινά ενδιαιτήματα.

ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΕΣ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΑΠΟ ΜΕΤΑΛΛΕΥΤΙΚΕΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ

Μέτρα, δράσεις του ΠΑΑ με προτεραιότητα στις Προστατευόμενες Περιοχές

Η αύξηση της γαλακτοπαραγωγής Η μείωση του κόστους παραγωγής Η αύξηση της κερδοφορίας. Κατάλληλο ζωϊκό κεφάλαιο

ΝΕΑ ΚΑΠ ΠΥΛΩΝΑΣ Ι: ΑΜΕΣΕΣ ΕΝΙΣΧΥΣΕΙΣ Καθεστώτα Ενίσχυσης Ολοκληρωμένο Σύστημα Ενιαία Αίτηση Ενίσχυσης 2016.

Πυλώνας Ι (Κανονισμός 1307/2013): Η νέα αρχιτεκτονική των άμεσων ενισχύσεων

ΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΜΕΤΕΩΡΟΛΟΓΙΚΗΣ ΚΑΙ Υ ΡΟΛΟΓΙΚΗΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑΣ ΣΤΑ ΑΣΙΚΑ ΟΙΚΟΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΧΩΡΑΣ

ΗΜΟΣ ΘΕΡΑΠΝΩΝ ΝΟΜΟΥ ΛΑΚΩΝΙΑΣ

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ Αθήνα, )ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΔΙΕΘΝΩΝ ΣΧΕΣΕΩΝ ΚΑΙ ΠΡΟΩΘΗΣΗΣ ΠΡΟΙΟΝΤΩΝ

Δασογεωργικά συστήματα Δρ. Άννα Σιδηροπούλου

ΦΑΚΕΛΟΣ ΕΡΓΟΥ ΑΡΓΟΣΤΟΛΙ 2015

ΑΝΑΡΤΗΤΕΑ Αθήνα & ΤΡΟΦΙΜΩΝ

προϊόντων ένα τρίπτυχο: Ποιότητα Ασφάλεια καταναλωτή Περιβαλλοντική μέριμνα.

ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ ΕΡΕΥΝΑ ΔΙΑΡΘΡΩΣΗΣ ΓΕΩΡΓΙΚΩΝ ΚΑΙ ΚΤΗΝΟΤΡΟΦΙΚΩΝ ΕΚΜΕΤΑΛΛΕΥΣΕΩΝ, ΕΤΟΥΣ 2013

Διδακτέα ύλη μέχρι

Αυτορρύθμιση στις αγροτικές περιοχές/ύπαιθρος

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ Αθήνα, 11/ 06 /2015 ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΑΡΑΓΩΓΙΚΗΣ ΑΝΑΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗΣ


EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL B7-0079/124. Τροπολογία. James Nicholson εξ ονόματος της Ομάδας ECR

Παραγωγικά συστήματα προβάτων και αιγών: Βιοποικιλότητα, τοπικές φυλές και προϊόντα τους

Το δάσος είναι ένα πολύπλοκο οικοσύστη μα η λειτουργία του οποίου επηρεάζει σημαντικά την ποιότητα του εδάφους, του νερού και του αέρα.

ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΑΞΙΑΣ ΤΗΣ ΔΑΣΙΚΗΣ ΓΗΣ

ΤΡΙΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ. Χλωρίδα και Πανίδα

Συνοπτική περιγραφή των πιέσεων που ασκεί η γεωργία στο περιβάλλον της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

μεταβολών χρήσεων - κάλυψης γης στη λεκάνη απορροής της Κάρλας

Έρευνα διάρθρωσης γεωργικών και κτηνοτροφικών εκμεταλλεύσεων ΕΙΔΟΣ. Δειγματοληπτική έρευνα / Απογραφική έρευνα

Αξιολόγηση Λιβαδικών Φυτών για τη Παραγωγή Βιοενέργειας

-Ερωτ.: Θα συνεχίσουν να υπάρχουν οι ενισχύσεις στον αγροτικό τομέα και μετά το 2013 και σε τι ύψος; - Η απάντηση είναι ναι.

Η Αιγο-προβατοτροφία στην Κρήτη και οι προστατευόμενες περιοχές NATURA Δρ. Α. Στεφανάκης Κτηνίατρος, Πρόεδρος ΓΕΩΤΕΕ-ΠΚ. ΜΦΙ Ηράκλειο 8/10/18

Η ΚΑΠ μετά το 2015 Πυλώνας Ι: Άμεσες ενισχύσεις

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΑΝΑΠΛΗΡΩΤΗΣ ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΠΑΡΑΓΩΓΙΚΗΣ ΑΝΑΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗΣ, ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΚΑΙ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ AGRONEWS

ΣΤΗΡΙΞΗ ΓΙΑ ΕΠΕΝΔΥΣΕΙΣ ΣΕ ΓΕΩΡΓΙΚΕΣ ΕΚΜΕΤΑΛΛΕΥΣΕΙΣ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΓΕΝΟΥΣ ΤΟΜΕΑ

Ρυθμίσεις θεμάτων Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων

Οι όροι χρήσης της ένδειξης ποιότητας «προϊόν ορεινής παραγωγής»

ΕΤΗΣΙΑ ΑΝΑΦΟΡΑ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΥΓΡΟΤΟΠΟΥ

Εκτροφή Μηρυκαστικών

Λιβαδοπονία στην Ήπειρο: Η παρούσα κατάσταση και

«Η Επίδραση της Βόσκησης στη Βιοποικιλότητα του Ακάμα»

Άρθρα 36 (α) (ii) και 37 του Κανονισµού (EΚ) 1698/2005 Άρθρο 64 και σηµείο Παράρτηµα II του Κανονισµού (ΕΚ) 1974/2006

ασογεωργικά συστήµατα και το ευρωπαϊκό πρόγραµµα SAFE

Ο ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΚΑΙ ΤΡΟΦΙΜΩΝ

ΚΑΠ Εθνικές Επιλογές

Βιολογική Γεωργία - Κτηνοτροφία. Μέτρο 11 «Βιολογικές καλλιέργειες» Προγράμματα Αγροτικής Ανάπτυξης. Λογιστικές Υπηρεσίες ΠΑΑ

Η Κτηνοτροφία σήμερα: προβλήματα & προοπτικές

ΝΕΑ ΚΑΠ ΠΥΛΩΝΑΣ Ι: ΑΜΕΣΕΣ ΕΝΙΣΧΥΣΕΙΣ Καθεστώτα Ενίσχυσης Ολοκληρωμένο Σύστημα Ενιαία Αίτηση Ενίσχυσης 2017

ΤΡΟΠΟΛΟΓΙΕΣ EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL. Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο 2018/0216(COD) Σχέδιο γνωμοδότησης Bronis Ropė (PE629.

***I ΣΧΕΔΙΟ ΕΚΘΕΣΗΣ. EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL. Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο 2016/0389(COD)

Διαχειριστικά σχέδια βόσκησης: Η συμπεριφορά βόσκησης αγροτικών ζώων αναπόσπαστο συστατικό τους

EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL B7-0079/104. Τροπολογία. Luis Manuel Capoulas Santos εξ ονόματος της Ομάδας S&D

ΑΝΑΡΤΗΤΕΑ Αθήνα, Αρ. Πρωτ.: 915/69142

Διατροφή Μηρυκαστικών Ζώων

Transcript:

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗ ΔΑΣΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΦΥΣΙΚΟΥ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΤΟΜΕΑΣ ΛΙΒΑΔΟΠΟΝΙΑΣ ΚΑΙ ΑΓΡΙΑΣ ΠΑΝΙΔΑΣ - ΙΧΘΥΟΠΟΝΙΑΣ ΓΛΥΚΕΩΝ ΥΔΑΤΩΝ EΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΔΑΣΙΚΩΝ ΒΟΣΚΟΤΟΠΩΝ Μεταπτυχιακή διατριβή: «Ορθολογική κατανομή χρήσης βοσκοτόπων στους κτηνοτρόφους των ορεινών και πεδινών περιοχών σε συνάρτηση με την παραγωγικότητά τους και τις διατροφικές ανάγκες των αγροτικών ζώων. Η περίπτωση του Δ. Λαγκαδά». Παπαδοπούλου Άρτεμις Γεωπόνος Α.Π.Θ. Θεσσαλονίκη, 2015

Σ εκείνους που δεν κουράστηκαν να περιμένουν. 2

Μέλη της τριμελούς Εξεταστικής Επιτροπής 1. Ελένη Μ. Αβραάμ*, Αναπληρώτρια Καθηγήτρια 2. Καρατάσιου Δ. Μαρία, Επίκουρη Καθηγήτρια 3. Παρίση Μ. Ζωή, Αναπληρώτρια Καθηγήτρια *επιβλέπουσα καθηγήτρια Η έγκριση της παρούσης μεταπτυχιακής διατριβής από τη Σχολή Δασολογίας και Φυσικού Περιβάλλοντος του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης δεν υποδηλώνει αποδοχή της γνώμης του συγγραφέα (Νόμος 5343/32,αρθ.202 παρ.2 και ν.1268/82 αρθ.50 παρ.8). 3

ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ Η παρούσα μεταπτυχιακή διατριβή εκπονήθηκε στο Εργαστήριο Δασικών Βοσκοτόπων της Σχολής Γεωπονίας Δασολογίας και Φυσικού Περιβάλλοντος του Αριστοτέλειου Πανεπιστήμιου Θεσσαλονίκης, κατά τη χρονική περίοδο 2014-2015, κλείνοντας ουσιαστικά ένα κύκλο Μεταπτυχιακών σπουδών και ολοκληρώνοντας ένα όνειρο είκοσι και πλέον ετών. Για το λόγο αυτό θα ήθελα να ευχαριστήσω θερμά όλους όσους με οποιοδήποτε τρόπο βοήθησαν αυτήν την προσπάθεια. Πρώτα απ όλα θέλω να πω ένα μεγάλο «Ευχαριστώ» στην επιβλέπουσα της Μεταπτυχιακής μου Διατριβής, Αναπληρώτρια Καθηγήτρια κα. Ελένη Αβραάμ για την επιστημονική της καθοδήγηση και την πολύτιμη βοήθεια της, ώστε να ολοκληρωθεί η παρούσα διατριβή, αλλά και για την εμπιστοσύνη που μου έδειξε και την ενθάρρυνσή της από την πρώτη φορά που συναντηθήκαμε έως και σήμερα. Επίσης θα ήθελα να ευχαριστήσω και τα υπόλοιπα μέλη της Τριμελούς Εξεταστικής Επιτροπής, την Επίκουρη Καθηγήτρια κα Μαρία Καρατάσιου και την αναπληρώτρια Καθηγήτρια κα Ζωή Παρίση, για την πολύτιμη βοήθεια και καθοδήγηση που μου παρείχαν καθ όλη τη διάρκεια των μεταπτυχιακών μου σπουδών. Ένα ιδιαίτερο «ευχαριστώ» στον Επίκουρο Καθηγητή κ. Δημήτριο Μπακαλούδη, ο οποίος περισσότερο ως φίλος και δευτερευόντως ως καθηγητής, με βοήθησε να καλύψω κενά εκπαίδευσης λόγω της πολύχρονης απουσίας μου από το συγκεκριμένο χώρο. Θερμές ευχαριστίες θα ήθελα να εκφράσω σε όλα τα μέλη των Εργαστηρίων Λιβαδικής Οικολογίας και Δασικών Βοσκοτόπων και ιδιαίτερα στο φίλο και συνεργάτη Δημήτρη Χουβαρδά, για τη βοήθειά του, αλλά και την κατανόηση που μου έδειξε σε στιγμές κούρασης και έντασης. Θα ήθελα να ευχαριστήσω θερμά τον κ. Τσιώρα Πέτρο από το Εργαστήριο Υλοχρηστικής για τη βοήθειά του στην στατιστική επεξεργασία των δεδομένων, αλλά και τους φίλους υποψήφιους διδάκτορες του Εργαστηρίου Λιβαδικής Οικολογίας, Κωνσταντίνο Κυρκόπουλο, Πηνελόπη Παπαπορφυρίου και Δήμητρα Ράπτη, για τη βοήθειά τους και τις χρήσιμες πληροφορίες που μου παρείχαν. Επίσης το Δήμο Λαγκαδά, το Δασαρχείο Λαγκαδά, την Ένωση Αγροτικών Συνεταιρισμών Θεσσαλονίκης, τον ΟΠΕΚΕΠΕ, τη Διεύθυνση Αγροτικής Ανάπτυξης Θεσσαλονίκης, για την παραχώρηση των απαραίτητων στοιχείων και δεδομένων για 4

την εκπόνηση αυτής της διατριβής αλλά και τους κτηνοτρόφους που συμμετείχαν στην έρευνα και τη συμπλήρωση των ερωτηματολογίων. Θα ήταν μεγάλη παράλειψη να μην ευχαριστήσω τον Ομότιμο Καθηγητή της Σχολής Δασολογίας και Φυσικού Περιβάλλοντος, κ. Παπαναστάση Βασίλειο, του οποίου η παρότρυνση στάθηκε η αφορμή για την παρακολούθηση αυτού του Μεταπτυχιακού κύκλου, αλλά και το Δήμο Λαγκαδά που μου έδωσε την ευκαιρία να τον ολοκληρώσω, μέσα από την εκπαιδευτική άδεια που μου ενέκρινε. Κλείνοντας θα ήθελα να ευχαριστήσω μέσα από την καρδιά μου, το σύντροφό μου και τα δύο μου παιδιά στους οποίους και αφιερώνω τη μεταπτυχιακή μου διατριβή, για τη στήριξη και την υπομονή που έδειξαν αυτά τα δύο χρόνια. Παπαδοπούλου Άρτεμις 5

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΠΕΡΙΛΗΨΗ 8 1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ 10 2. ΑΝΑΣΚΟΠΗΣΗ ΤΗΣ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑΣ 13 2.1. Παραγωγικότητα βοσκοτόπων. 13 2.2. Διατροφικές ανάγκες αγροτικών ζώων. 16 2.3. Κοινόχρηστο καθεστώς. 18 2.4. Νομοθετικό πλαίσιο διαχείρισης των βοσκήσιμων γαιών στη χώρα μας. 19 2.5. Νέα ΚΑΠ. 21 3. ΣΚΟΠΟΣ ΕΡΕΥΝΑΣ 26 4. ΜΕΘΟΔΟΙ ΚΑΙ ΥΛΙΚΑ 27 4.1. Περιοχή έρευνας 27 4.2. Συλλογή δεδομένων. 30 4.2.1. Συλλογή στατιστικών δεδομένων. 30 4.2.2. Συλλογή απογραφικών δεδομένων (Ερωτηματολόγιο). 31 4.2.2.1. Μέγεθος δείγματος. 32 4.2.2.2. Μέγεθος και δομή ερωτηματολογίου. 33 4.2.2.3. Μεταβλητές ερωτηματολογίου. 34 4.2.3. Συλλογή στοιχείων βλάστησης. 37 4.3. Ανάλυση δεδομένων. 38 4.3.1. Υπολογισμός βοσκοϊκανότητας. 38 4.3.2. Υπολογισμός βοσκοφόρτωσης. 38 4.3.3. Στατιστική ανάλυση. 39 5. ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ-ΣΥΖΗΤΗΣΗ 41 5.1. Κτηνοτροφικό κεφάλαιο Δήμου Λαγκαδά. 41 6

5.2. Διαχρονική εξέλιξη της βοσκοφόρτωσης. 44 5.3. Έργα υποδομής θέσεις σταβλικών εγκαταστάσεων. 46 5.4. Κάλυψη του εδάφους - σύνθεση της βλάστησης. 50 5.5.Υπολογισμός βοσκοϊκανότητας. 54 5.6.Αποποτελέσματα Ερωτηματολογίου. 56 5.6.1. Προφίλ της κτηνοτροφικής εκμετάλλευσης. 56 5.6.2. Διατροφή των ζώων. 62 5.7. Βοσκήσιμες γαίες του Δ. Λαγκαδά επιλεξιμότητα. 71 6. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ 74 7. ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΙΚΕΣ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ 77 SUMMARY 79 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 81 ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 99 ΧΑΡΤΕΣ 114 7

ΠΕΡΙΛΗΨΗ Η επιβίωση της κτηνοτροφίας στη χώρα μας στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό στη βοσκήσιμη ύλη που προέρχεται από τα φυσικά λιβάδια. Το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό όμως που συναντάται μόνο στη χώρα μας, σε σχέση με τις άλλες Ευρωπαϊκές χώρες, είναι ότι το 85% των ελληνικών βοσκοτόπων είναι συνήθως κοινόχρηστοι, γεγονός που οδηγεί συνήθως σε υπερβόσκηση ή υποβόσκησή τους. Επιπλέον σύμφωνα με τη νέα ΚΑΠ (2014-2020) οι «δυνητικά επιλέξιμες βοσκήσιμες γαίες», είναι αυτές που θα αποτελέσουν τη βάση της κατανομής των Ευρωπαϊκών Επιδοτήσεων για τον τομέα της κτηνοτροφίας. Τα κριτήρια επιλεξιμότητας είναι αυστηρά και θεσπίζονται όρια στην πυκνότητα βόσκησης, προκειμένου να διασφαλιστεί η προστασία των βοσκοτόπων. Σκοπός της παρούσας έρευνας ήταν η διερεύνηση της υφιστάμενης κατάστασης και ο σχεδιασμός μίας ορθολογικής διαχείρισης των λιβαδικών εκτάσεων, που θα οδηγήσει σε αύξηση της έκτασης των επιλέξιμων βοσκοτόπων, ενώ παράλληλα θα αποτρέψει την υποβάθμιση του λιβαδικού οικοσυστήματος και την απώλεια πολύτιμων φυσικών πόρων. Η έρευνα πραγματοποιήθηκε στο σύνολο των κοινοτήτων του Δήμου Λαγκαδά (N. Θεσσαλονίκης), μια περιοχή με έντονη γεωργοκτηνοτροφική δραστηριότητα. Για τις ανάγκες της έρευνας έγινε καταγραφή του ζωικού κεφαλαίου από το έτος 1961 έως και το 2011 και υπολογίστηκε η διαχρονική εξέλιξη της βοσκοφόρτωσης για κάθε κοινότητα ξεχωριστά, η οποία αποδόθηκε με τη βοήθεια των Γεωγραφικών Συστημάτων Πληροφοριών. Επίσης μετρήθηκε η κάλυψη του εδάφους με βλάστηση και η συμμετοχή των ειδών στη σύνθεση της βλάστησης, καθώς και η ποσότητα της ετήσιας παραγόμενης ποώδους βοσκήσιμης ύλης. Στη συνέχεια υπολογίστηκε το λιβαδικό αποτύπωμα (λόγος βοσκοφόρτωσης / βοσκοϊκανότητα) και έγινε μία προσπάθεια συσχέτισής του με τα κοινωνικοοικονομικά δεδομένα, αλλά και τη χωρική κατανομή των σταβλικών εγκαταστάσεων και των έργων υποδομής (φράγματα, ποτίστρες, κ.α.) της περιοχής. Τέλος μετρήθηκε το σύνολο των βοσκήσιμων εκτάσεων (Corine Land Cover 2000), αλλά και το σύνολο των επιλέξιμων εκτάσεων (ΟΠΕΚΕΠΕ 2014) και διερευνήθηκε η δυνατότητα αύξησής τους, σύμφωνα πάντα με τους όρους επιλεξιμότητας της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Προκειμένου να καταγραφεί η άποψη των κτηνοτρόφων συντάχθηκε σχετικό ερωτηματολόγιο, που εστίαζε εκτός από το προφίλ της 8

κτηνοτροφικής εκμετάλλευσης, στη διατροφή των εκτρεφόμενων ζώων, καθώς και στη συμμετοχή της βόσκησης σ αυτή. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της έρευνας το κτηνοτροφικό κεφάλαιο του Δήμου Λαγκαδά παρουσίασε μία διαχρονική μείωση στο σύνολό του. Με ελάχιστες εξαιρέσεις, η βοσκοφόρτωση στις επιμέρους κοινότητες παρέμεινε σταθερή, με τις παραλίμνιες περιοχές να εμφανίζουν έντονα προβλήματα, που οφείλονταν περισσότερο στην έλλειψη σχεδίου ορθολογικής κατανομής των κτηνοτροφικών ζώων στις υφιστάμενες βοσκές και λιγότερο στην έλλειψη βοσκήσιμης ύλης. Μόλις το 15% των σταβλικών εγκαταστάσεων και το 21% των έργων υποδομής είχαν κατασκευαστεί σε λιβαδικές εκτάσεις. Από το σύνολο των βοσκήσιμων γαιών, τα 2/3 χαρακτηρίστηκαν ως μη επιλέξιμα λόγω της φύσης της βλάστησής τους, ενώ ο τρόπος με τον οποίο γινόταν η κατανομή τους ήταν εντελώς ανορθόδοξος, αφού δεν λήφθηκε υπόψη το είδος του ζωικού κεφαλαίου, η τοποθεσία της κάθε εκτροφής και η βοσκοϊκανότητα του διαθέσιμου προς χρήση βοσκότοπου, αλλά μόνο ο αριθμός των εκτρεφόμενων ζώων. Η κατάσταση των κοινοτικών βοσκοτόπων κρίθηκε από τους κτηνοτρόφους ως «μέτρια» έως «κακή», ενώ κοινή επιθυμία των περισσοτέρων ήταν να κάνουν χρήση συγκεκριμένης έκτασης βοσκότοπου, που να μπορούν να βελτιώσουν με ίδια μέσα, έτσι ώστε να μειωθεί το κόστος των αγοραζόμενων ζωοτροφών. Κρίνεται λοιπόν επιτακτική η ανάγκη άμεσης λήψης διαχειριστικών μέτρων, προς αποφυγή της ήδη επιβαρυμένης κατάστασης των λιβαδικών εκτάσεων της περιοχής. 9

ΕΙΣΑΓΩΓΗ Η κτηνοτροφία αποτελεί μία βασική κοινωνικοοικονομική δραστηριότητα. Περιλαμβάνει την εκτροφή αγροτικών ζώων από τον άνθρωπο με στόχο την παραγωγή ζωικών προϊόντων, που είναι απαραίτητα για τη διαβίωσή του. Ως εκ τούτου, είναι στενά συνδεδεμένη με την ιστορία του ανθρώπου και τις επιδράσεις του στο περιβάλλον. Ας μην ξεχνάμε ότι εκτός από τη συμμετοχή τους στο νοικοκυριό, το εισόδημα και την επάρκεια τροφίμων, τα αγροτικά ζώα πληρούν επίσης σημαντική πολιτιστική και κοινωνική λειτουργία (Letty et al., 2002, Vetter, 2003, Bayer et al., 2004, Ainslie, 2005, Salomon, 2011). Οικονομικά ο κλάδος της κτηνοτροφίας συμβάλλει στο 30% της παγκόσμιας γεωργικής παραγωγής και είναι μια σημαντική κινητήρια δύναμη της αλλαγής της χρήσης γης (Geist & Ambin, 2002). Ιδιαίτερα στη Μεσόγειο η δραστηριότητα της κτηνοτροφίας τοποθετείται χρονολογικά πριν από 8000 έτη περίπου, όταν εμφανίστηκαν τα πρώτα αγροτικά ζώα στην Ανατολική Μεσόγειο. Στο πέρασμα των χρόνων, ανάλογα με το φυσικό περιβάλλον στο οποίο διαβιούσε και τα διαθέσιμα μέσα που είχε, ο άνθρωπος επινόησε διάφορα συστήματα εκτροφής. Ανάμεσα σε αυτά, η εκτατική κτηνοτροφία που βασίζεται κυρίως στη χρήση των λιβαδιών βοσκοτόπων, αποτελεί ένα ζωτικό στοιχείο της αγροτικής οικονομίας των Μεσογειακών χωρών (Le Houerou, 1981, Naveh, 1988). Με τον όρο βοσκότοπος μπορεί να χαρακτηρισθεί κάθε οικότοπος που φέρει φυσική ή ημιφυσική βλάστηση κατάλληλη να χρησιμοποιηθεί ως τροφή τόσο από την άγρια πανίδα, όσο και από τα αγροτικά ζώα (Pratt et al., 1966). Πέραν της οικονομικής τους σπουδαιότητας, τα συστήματα εκτατικής κτηνοτροφίας έχουν υψηλή οικολογική αξία, αφού όχι μόνο αυξάνουν το μωσαϊκό τοπίο μιας περιοχής, αλλά μέσα από τη διαδικασία της βόσκησης, αυξάνουν την ποικιλότητα των φυτικών ειδών και της άγριας πανίδας, μειώνοντας ταυτόχρονα την πιθανότητα μιας περιβαλλοντικής καταστροφής (Scimone et al,. 2007). Η βόσκηση των ζώων είναι ένας σημαντικός παράγοντας στη διαμόρφωση των λιβαδιών. Η παραγωγικότητα των βοσκοτόπων είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τη διαδικασία της βόσκησης. Οι πρόσφατες αλλαγές στο κοινωνικό - οικονομικό πλαίσιο και η εντατικοποίηση των συστημάτων βόσκησης έχουν προκαλέσει συχνά λιβαδικά 10

οικοσυστήματα που αποκλίνουν από καταστάσεις ισορροπίας και παρουσιάζουν έντονα σημάδια υποβάθμισης (Roder et al., 2007). Η βόσκηση επηρεάζει την ποιότητα του εδάφους, καθώς επιδρά στις φυσικές, χημικές και μικροβιολογικές ιδιότητές του, όπως έχει αναφερθεί σε πολλές μελέτες λιβαδικών οικοσυστημάτων σε παγκόσμιο επίπεδο (Holt, 1997, Raiesi & Asadi, 2006, Qi et al., 2011, Ghorbani et al., 2012, Smith et al., 2012, Wen et al., 2013) και σύμφωνα με αποτελέσματα ερευνών, στις περισσότερες περιπτώσεις βοσκοτόπων η συνεχής και έντονη βόσκηση οδήγησε σε διάβρωση του εδάφους και στη συνεχή υποβάθμισή του (Pei et al., 2008, Shrestha & Stahl, 2008, Jeddi & Chaïeb, 2010). Οι συνέπειες αυτές είναι περισσότερα εμφανείς σε άνυδρες και ημίξηρες περιοχές (Raiesi & Asadi, 2006, Ghorbani et al., 2012, Smith et al., 2012, Wen et al., 2013), αλλά θα μπορούσαν να αποκατασταθούν από συγκεκριμένες πρακτικές βόσκησης (Jeddi & Chaïeb, 2010, Qi et al., 2011, Li et al., 2012). Αρνητικές επιδράσεις επιφέρει όμως και η μη βόσκηση ή υποβόσκηση ενός λιβαδιού, καθώς προκαλεί σταδιακά την εξαφάνιση των ανοικτών οικοσυστημάτων, με την εισβολή θάμνων σε βάρος της ποώδους βλάστησης και την αύξηση της καύσιμης ύλης. Το τελευταίο οδηγεί σε πυρκαγιές με όλες τις καταστρεπτικές συνέπειες που έχει αυτό στην υποβάθμιση του εδάφους και στη βλάστηση (Papanastasis, 2004α, Bernués et al.,2005). Η επιβίωση της κτηνοτροφίας στη χώρα μας στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό στη βοσκήσιμη ύλη, η οποία προέρχεται από τα φυσικά λιβάδια. Το βασικό χαρακτηριστικό που συνδέει τη χώρα μας με πολλές από τις χώρες της Μεσογείου είναι ότι οι βοσκότοποι που χρησιμοποιούνται για την κάλυψη των αναγκών των κτηνοτροφικών ζώων είναι συνήθως κοινόχρηστοι (Toulmin et al., 2004). Σύμφωνα με τους Berkes et al. (1989) και Ostrom et al.(1999) τα συστήματα εκτροφής που χρησιμοποιούν κοινούς πόρους ιδιοκτησίας, όπως είναι οι βοσκότοποι, έχουν δύο σημαντικά χαρακτηριστικά. Το πρώτο είναι ότι ο αποκλεισμός ή ο έλεγχος της πρόσβασης των χρηστών είναι πολύ δύσκολος. Το δεύτερο είναι ότι κάθε χρήστης είναι ικανός με τη συμπεριφορά του να ανταγωνίζεται και να αφαιρεί οφέλη από την ευημερία των άλλων. Αναμφισβήτητα η βόσκηση στα φυσικά λιβάδια είναι ικανή να καλύψει τις ανάγκες συντήρησης των αγροτικών ζώων, ενώ σε πολύ ευνοϊκές κλιματικά περιόδους, για μικρά χρονικά διάστημα είναι ικανή να καλύψει ακόμη και τις ανάγκες παραγωγής. Οι συνθήκες όμως αυτές δεν παρατηρούνται συχνά στις μεσογειακές περιοχές, όπου τα ζώα έχουν υψηλές απαιτήσεις σε θρεπτικές ουσίες κατά την 11

παραγωγική περίοδο (εγκυμοσύνη, γαλακτοπαραγωγή). Αυτό έχει ως αποτέλεσμα τη μεγάλη συμμετοχή των έτοιμων συμπυκνωμένων ζωοτροφών στο ημερήσιο σιτηρέσιο των ζώων. Πολλές φορές βέβαια παρατηρείται το φαινόμενο της αλόγιστης χρήσης ζωοτροφών, με αποτέλεσμα την αύξηση του κόστος παραγωγής, αλλά και την υποχρησιμοποίηση των φυσικών λιβαδικών πόρων. Επιπροσθέτως, τις τελευταίες δεκαετίες, η Κοινή Αγροτική Πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τη λογική των επιδοτήσεων, έχει επηρεάσει πολλές περιοχές της Ευρωπαϊκής Μεσογείου, ανάμεσα σ αυτές και τη χώρα μας, οδηγώντας κατά περίπτωση πότε σε εντατικοποίηση και πότε σε εκτατικοποίηση της χρήσης γης, με αποτέλεσμα συχνά να προκαλούνται συγκρούσεις μεταξύ των οικολογικών και οικονομικών προτεραιοτήτων (Hobbs et al., 1995, Papanastasis et al., 1997). Στη χώρα μας την κατανομή και διαχείριση των δημόσιων ή κοινοτικών βοσκοτόπων την ασκούν, έως σήμερα τουλάχιστο, οι Δήμοι. Πρόκειται για μία εικονική κατανομή που αποσκοπεί στη μεγιστοποίηση των οικονομικών οφελών των κτηνοτρόφων μέσω των κοινοτικών επιδοτήσεων (βάση κατανομής των δικαιωμάτων ενιαίας ενίσχυσης που κατέχουν). Οι κτηνοτρόφοι οδηγούν τα κοπάδια τους παραδοσιακά σε λιβάδια ή εκτάσεις που χρησιμοποιούν χρόνια τώρα, καθ όλη τη διάρκεια του έτους, αδιαφορώντας για την κατηγορία και την ποσότητα της βοσκήσιμης ύλης που παράγεται στην περιοχή τους. Κατ επέκταση δεν υπάρχει ένα σωστά σχεδιασμένο σύστημα βόσκησης που να στοχεύει στην καλύτερη δυνατή αξιοποίηση της διαθέσιμης βοσκήσιμης ύλης κατά εποχή (λαμβάνοντας υπόψη τόσο τη βοσκοφόρτωση αλλά και τη βοσκοϊκανότητα της κάθε περιοχής) και στη δημιουργία της απαραίτητης υποδομής (ποτίστρες, στέγαστρα, δρόμοι κλπ.) για την καλύτερη διαβίωση ανθρώπων και ζώων στους βοσκοτόπους και για την αύξηση και διατήρηση της παραγωγικής τους ικανότητας, αποσκοπώντας πάντοτε στην παραγωγή κτηνοτροφικών προϊόντων υψηλής ποιότητας και αξίας (Παπανικολάου κ.ά., 2005). Σύμφωνα λοιπόν με όλα όσα αναφέρθηκαν κρίνεται επιτακτική η ανάγκη της εκτίμησης των διατροφικών πόρων (ποιοι πόροι υπάρχουν και πού αυτοί είναι διαθέσιμοι), καθώς και ο σχεδιασμός μίας ορθολογικής διαχείρισης των λιβαδικών εκτάσεων, με απώτερο σκοπό την άσκηση μιας βιώσιμης κτηνοτροφικής δραστηριότητας, που να βασίζεται κυρίως σε φυσικούς ανανεώσιμους πόρους και όχι σε εισαγόμενες ζωοτροφές. 12

2. ΑΝΑΣΚΟΠΗΣΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑΣ 2.1. ΠΑΡΑΓΩΓΙΚΟΤΗΤΑ ΒΟΣΚΟΤΟΠΩΝ Τα λιβαδικά οικοσυστήματα, τα οποία ανήκουν στον τύπο των ποολίβαδων, καλύπτονται κυρίως από ποώδη φυτά (αγρωστώδη και πλατύφυλλα) σε ποσοστό μεγαλύτερο από 85% και θεωρούνται πολύτιμα για το περιβάλλον και την οικονομία (Πλατής κ.ά., 2004). Καλύπτουν έκταση 1.700.000 εκτάρια στη χώρα μας και κατανέμονται σε όλες τις υψομετρικές ζώνες, όπου τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του Μεσογειακού κλίματος επιδρούν σημαντικά όχι μόνο στην ποσότητα, αλλά και στην ποιότητα της βοσκήσιμης ύλης που παράγουν (Πλατής κ.ά., 2000α). Έτσι, ανάλογα με την υψομετρική κατανομή τους, εξασφαλίζουν πολύτιμη βοσκήσιμη ύλη για τα αγροτικά και άγρια ζώα σε διάφορες εποχές του έτους, πέραν των άλλων αγαθών και υπηρεσιών που προσφέρουν. Αξιοποιούνται κυρίως από την ποιμενική αιγοτροφία και προβατοτροφία και την αγελαία βοοτροφία. Στην Ελλάδα, όπως και σε όλη την περιοχή της Μεσογείου, υπάρχουν επίσης σημαντικές εκτάσεις που καλύπτονται από ξυλώδη είδη και παράγουν βοσκήσιμη ύλη τόσο από τα ίδια τα ξυλώδη είδη, όσο και από τα ποώδη που φύονται στον υπόροφό τους. Αυτές οι εκτάσεις είναι οι βοσκόμενες δασικές εκτάσεις, που ονομάζονται και θαμνολίβαδα ή δασολίβαδα, οι οποίες καταλαμβάνουν πολύ μεγαλύτερες εκτάσεις από τα ποολίβαδα και φρυγανολίβαδα (Talamucci & Chaulet, 1989; Le Houérou, 1993) και αξιοποιούνται πρωτίστως με βόσκηση αγροτικών ζώων. Τα θαμνολίβαδα καταλαμβάνουν έκταση περίπου 12 εκατομμύριων εκταρίων στη Μεσογειακή λεκάνη (Le Houérou, 1974), ενώ στην Ελλάδα υπολογίζεται ότι καλύπτουν το 15% περίπου της συνολικής επιφάνειας (Liacos, 1982). Τα ξυλώδη και θαμνώδη λιβαδικά είδη διαδραματίζουν έναν ζωτικής σημασίας ρόλο στην κάλυψη του διατροφικού κενού που παρατηρείται κατά το θέρος, λόγω της δυνατότητάς τους να αντλήσουν νερό και θρεπτικές ουσίες από τα βαθιά στρώματα του εδάφους και να διατηρήσουν τα φύλλα τους κατά τη διάρκεια της ξηράς περιόδου με υψηλή θρεπτική αξία, ιδιαίτερα σε ανόργανα στοιχεία, ακόμα και όταν έχουν ωριμάσει (Cook, 1972, Sankary & Ranjham, 1989, Papachristou & Pananastasis, 1994). H ξυλώδης αυτή βλάστηση είναι σημαντικός βοσκήσιμος πόρος για τα μικρά μηρυκαστικά γιατί παράγεται σε περιόδους που η ποώδης βλάστηση είναι περιορισμένης ποσότητας (χειμώνα) ή μειωμένης θρεπτικής αξίας (καλοκαίρι) και είναι ζωτικής σημασίας για τη ζωική παραγωγή, ιδιαίτερα της αιγοτροφίας (Papachristou & Nastis, 1993a,b). Οι αίγες αξιοποιούν την ξυλώδη 13

βλάστηση, ιδιαίτερα τους τρυφερός βλαστούς και τα φύλλα. Σημειωτέου, ότι τα περισσότερα ξυλώδη φυτά περιέχουν υψηλή περιεκτικότητα δευτερογενών συστατικών (π.χ. τανίνες ή τερπένια) και όπως έχει αποδειχτεί σε κατάλληλες ποσότητες, προστατεύουν τα ζώα από ασθένειες (π.χ. οι τανίνες λειτουργούν ως αντιπαρασιτικά) ή προσδίδουν ιδιαίτερα επιθυμητά χαρακτηριστικά στα παραγόμενα ζωικά προϊόντα (άρωμα, γεύση). Η παραγωγικότητα των φυσικών βοσκοτόπων εκτιμάται με τη μέτρηση της λιβαδικής παραγωγής και γίνεται συνήθως μέσω της ποσότητας της φυτικής μάζας που μπορεί να συγκομιστεί μετά από κοπή (μηχανική ή χειρωνακτική), καθώς επίσης και από την απόληψη που επιτυγχάνεται από τα αγροτικά ζώα μέσω της βόσκησης. Συνήθως, η παραγωγή βοσκήσιμης ύλης αναφέρεται στη ποσότητα της ξηράς ουσίας που συγκομίζεται από την κοπή σε ύψος 5 εκ. από το επίπεδο του εδάφους (Odum, 1971; Tallowin & Jefferson, 1999). Η ανασκόπηση της βιβλιογραφίας αποκαλύπτει ότι η παραγωγή των λιβαδιών παρουσιάζει πολύ μεγάλη διακύμανση ανάλογα με τις κλιματικές και φυσικές συνθήκες. Σύμφωνα με τους Givens et al., 2000 στην Ευρώπη, η ετήσια παραγωγή κυμαίνεται από 5 12 t ΞΟ/ha, ενώ οι Grant & Armstrong (1993) αναφέρουν παραγωγή 2 t ΞΟ/ha σε φυσικά λιβάδια της Σκωτίας. Τέλος ο Leafe (1978) αναφέρει παραγωγή έως και 20 t ΞΟ/ha. Σε λιβάδια της πεδινής ζώνης της Βρετανίας η παραγωγή ΞΟ κυμαίνεται από 1,5 t/ha έως 6,0 t/ha όταν πρόκειται να βοσκηθούν ενώ όταν πρόκειται για συγκομιζόμενη παραγωγή από όλες τις κοπές, αυτή κυμαίνεται από 2,0 t/ha έως περίπου 8,0 t/ha (Tallowin & Jefferson, 1999). Σε περιοχές με ευνοϊκές συνθήκες ανάπτυξης κατά τη διάρκεια του θέρους, όπως συμβαίνει στην Αγγλία και την Ουαλία, η δυνατότητα παραγωγής ενός φυσικού λιβαδιού πλησιάζει πολύ αυτή ενός λειμώνα (Hopkins et al., 1990). Κάτω από ξηροθερμικές συνθήκες η παραγωγή είναι πολύ μικρότερη και κυμαίνεται από 0,95 έως 2,0 t ΞΟ/ha (Gintzburger, 1986), ενώ στις ερημικές περιοχές της Αιθιοπίας κυμαίνεται μεταξύ 0,16 και 0,81 t ΞΟ/ha (Abule et al., 2007). Στη χώρα μας, οι έρευνες δείχνουν ότι η λιβαδική παραγωγή των ποωδών φυτών κυμαίνεται από 1,0 έως και 5,57 t ΞΟ/ ha ανάλογα με το λιβαδικό τύπο, την ποιότητα του εδάφους ενώ φαίνεται και η ύπαρξη μιας διαβάθμισης της παραγωγής σε σχέση με την υψομετρική ζώνη). Μάλιστα, ο Παπαναστάσης (1982) πρότεινε την εξής ευθύγραμμη συνάρτηση μεταξύ της παραγωγής (Υ) και του υψομέτρου (Χ): Υ = 139,1367 + 0,1578 Χ, με r2 = 0,58 14

Σύμφωνα με αυτή τη σχέση παρατηρείται αύξηση της λιβαδικής παραγωγής με αύξηση του υψομέτρου. Στο ίδιο συμπέρασμα κατέληξαν και οι Mountousis et al. (2006), οι οποίοι βρήκαν υψηλή συσχέτιση μεταξύ παραγωγής και υψομέτρου (r=0,447, P<0.01) σε λιβάδια της Δυτικής Μακεδονίας, με τη λιβαδική παραγωγή να κυμαίνεται από 9,4 t ΞΟ /ha για τη μεσαία έως 20,5 t ΞΟ/ha για την υψηλή ζώνη. Επίσης σε λιβάδια της Μακεδονίας, ο Νάστης (1995) βρήκε η παραγωγή να ακολουθεί αυξητική πορεία από την χαμηλή (16 t ΞΟ/ha) στην υψηλή (38 t ΞΟ/ha) υψομετρική ζώνη. Βέβαια υπάρχουν και έρευνες που κατέληξαν σε αντίθετα αποτελέσματα καθώς βρέθηκε η λιβαδική παραγωγή να μειώνεται με το υψόμετρο. Έτσι σύμφωνα με τους Παπανικολάου κ.ά. (2002) σε ποολίβαδα του Νομού Φλώρινας παρατηρήθηκε μείωση της παραγωγής από τα 48 t ΞΟ/ha στην πεδινή ζώνη στα 41 t ΞΟ/ha στην υπαλπική ζώνη. Όμως ακόμη και σε λιβάδια που ανήκουν στον ίδιο λιβαδικό τύπο φαίνεται ότι υπάρχουν σημαντικές διαφορές στη λιβαδική παραγωγή ακόμα και όταν απαντώνται στην ίδια υψομετρική ζώνη. Για παράδειγμα οι Πλατής κ.ά. (2004) αναφέρουν ότι η λιβαδική παραγωγή σε ποολίβαδα της πεδινής ζώνης της Θεσσαλίας κυμαίνεται από 16,1 20,5 t ΞΟ/ha, σε ποολίβαδα του Νομού Θεσσαλονίκης αναφέρεται ότι η παραγωγή κυμάνθηκε από 8,2 έως 21,5 t ΞΟ/ha (Zarovali et al., 2007), ενώ σε παλαιότερη έρευνα σε λιβάδι στην ίδια περιοχή, η παραγωγή βρέθηκε να ανέρχεται στα 15,3 tξο/ha. (Ζαροβάλη κ.ά., 2004). Όσον αφορά τώρα την παραγωγή των ξυλωδών φυτών, όπως και στην περίπτωση των ποωδών φυτών, επηρεάζεται σημαντικά από περιβαλλοντικούς παράγοντες. Σύμφωνα με τον Le Houérou (1993), η παραγωγή σχετίζεται αντιστρόφως ανάλογα με την ξηρασία και κυμαίνεται μεταξύ 0,6 και 1,8 t ΞΟ/ha στις ημι-ερημικές περιοχές και μεταξύ 0,9 και 3,0 t ΞΟ/ha στις ύφυγρες και υγρές περιοχές. Δύο άλλοι σημαντικοί παράγοντες που επιδρούν στην παραγωγή των θαμνολίβαδων είναι το γεωλογικό υπόβαθρο (κυρίως το βάθος του εδάφους ) και η πυκνότητα τους (Παπαναστάσης & Γώγος, 1983). Όταν οι θάμνοι φύονται σε πυκνή κατάσταση, δημιουργούνται θαμνολίβαδα, τα οποία στερούνται ή έχουν πολύ μικρό ποσοστό ποώδους βλάστησης. Αντίθετα, όταν οι θάμνοι φύονται σε ομάδες ή σε αραιή κατάσταση, τότε δημιουργούνται ομαδοπαγή ή ανοικτά θαμνολίβαδα, στα οποία ένα σημαντικό ποσοστό του εδάφους είναι καλυμμένο με ποώδη βλάστηση (Παπαναστάσης και Νοϊτσάκης, 1992). Στην πρώτη περίπτωση σημειώνεται μια βαθμιαία μείωση της συνολικής λιβαδικής παραγωγής (ποωδών και ξυλωδών φυτών) καθώς η πυκνότητα των θάμνων αυξάνει, ενώ το μεγάλο ύψος των θάμνων δρα 15

ανασταλτικά στην ποσότητα της βοσκήσιμης ύλης που είναι διαθέσιμη στα αγροτικά ζώα (Platis & Papanastasis, 2003). Όπως όλοι γνωρίζουμε, η βόσκηση είναι ένας παράγοντας που μεταβάλλει ριζικά τη δομή και την λειτουργία ενός λιβαδικού οικοσυστήματος και ιδιαίτερα του υπέργειου τμήματος, όπου η επίδραση είναι άμεση (Νοy-Meir, 1978, Belsky, 1986, Belsky, 1987, Briske & Noy-Meir, 1998). Οι Tsiouvaras et al. (1993) αναφέρουν ότι η βόσκηση μειώνει την παραγωγή βοσκήσιμης ύλης με την μείωση του αριθμού των στελεχών ή την επιφάνεια της βάσης των φυτών, επηρεάζοντας είτε την πυκνότητα και τη διασπορά των φυτών μέσα στον πληθυσμό είτε τις ανταγωνιστικές σχέσεις και τη σύνθεση των ειδών μέσα στην φυτοκοινότητα. Η βόσκηση συνεπώς έχει άμεση επίδραση στην παραγωγή βοσκήσιμης ύλης. Οι Biswell και Λιάκος (1974) αναφέρουν ότι η παραγωγή βοσκήσιμης ύλης είναι αντιστρόφως ανάλογη της έντασης και της συχνότητας βόσκησης του υπέργειου τμήματος. H ελάττωση της παραγωγής είναι μεγαλύτερη όταν η βόσκηση γίνεται κατά την περίοδο της άνθησης και σποροπαραγωγής. Το φαινόμενο της ανεξέλεγκτης βόσκησης είναι το αποτέλεσμα της μη ορθολογικής διαχείρισης των λιβαδιών. Η βόσκηση λοιπόν γίνεται χωρίς κάποιο σχέδιο ή πρόγραμμα για το μέλλον. Η βοσκοφόρτωση είναι πολύ συχνά μεγαλύτερη της βοσκοϊκανότητας, με αποτέλεσμα να υπάρχει υπερβόσκηση των λιβαδιών, η οποία συμβάλλει στην εμφάνιση ή στην κυριαρχία ανεπιθύμητων ειδών (Naveh & Whittaker,1979). Ο χρόνος έναρξης και λήξης της βόσκησης δεν λαμβάνεται καθόλου υπόψη από τους κτηνοτρόφους και σχεδόν πάντοτε η έναρξη γίνεται πριν από το χρόνο της λιβαδικής ετοιμότητας, με ότι αυτό συνεπάγεται για την υποβάθμιση των λιβαδικών εκτάσεων. 2.2. ΔΙΑΤΡΟΦΙΚΕΣ ΑΝΑΓΚΕΣ ΑΓΡΟΤΙΚΩΝ ΖΩΩΝ Η εκτροφή μικρών μηρυκαστικών αποτελεί από αρχαιοτάτων χρόνων μια σημαντική δραστηριότητα του αγροτικού πληθυσμού πολλών περιοχών της χώρας και είναι στενά συνδεδεμένη με τις παραδόσεις του. Η ικανότητα των μικρών μηρυκαστικών και ιδιαίτερα των αιγών να αξιοποιούν τη φτωχή φυσική βλάστηση, σε συνδυασμό με τη φυσική επιλογή που οδήγησε στη δημιουργία λιτοδίαιτων και ανθεκτικών πληθυσμών, προσφέρει εκτός από εισοδηματική στήριξη στον αγροτικό πληθυσμό και ποιοτικά προϊόντα στους καταναλωτές. Τα ποιοτικά χαρακτηριστικά του αιγοπρόβειου γάλακτος και κρέατος διαφοροποιούνται ανάλογα με τον τρόπο εκτροφής των ζώων (εκτροφή στο στάβλο ή εκτροφή στο βοσκότοπο). Για 16

παράδειγμα, με τη βόσκηση τα ζώα παράγουν συνήθως γάλα υψηλής λιποπεριεκτικότητας, πλούσιο σε λιπαρά οξέα, βιταμίνες και ανόργανα στοιχεία αλλά και σε άλλα δευτερογενή συστατικά που περιέχει η βλάστηση (αρωματικές ουσίες, τερπένια, φαινόλες κλπ.) που θεωρούνται επίσης ευεργετικά για την ανθρώπινη διατροφή και την υγεία (Walker et al., 2001). Στο σιτηρέσιο των μηρυκαστικών ζώων μπορεί να περιλαμβάνονται ζωοτροφές υψηλής ποιότητας και συμπυκνωμένες τροφές, όμως συνήθως η διατροφή τους περιλαμβάνει και βόσκηση λιβαδιών ή λειμώνων. Τα κυριότερα προϊόντα που παίρνουμε από την εκτροφή των αγροτικών ζώων είναι το γάλα και το κρέας. Έτσι λοιπόν δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε ότι τα μηρυκαστικά είναι αποτελεσματικοί μετατροπείς του χόρτου σε ανθρωπίνως βρώσιμη ενέργεια και πρωτεΐνες (O'Mara, 2012). Πόσα και ποια είναι τα απαραίτητα θρεπτικά συστατικά για τη διατροφή των μηρυκαστικών, καθορίζεται από τις ανάγκες των ειδών, τη φυσιολογία του ζώου αλλά και από τις αλληλεπιδράσεις των θρεπτικών συστατικών μέσα στις τροφές. Έτσι για παράδειγμα μια μικρότερη χωρητικότητα του εντέρου σε σχέση με το βάρος σώματος οδηγεί σε υψηλότερες ενεργειακές απαιτήσεις των μικρότερων μηρυκαστικών, όπως τα πρόβατα σε σύγκριση με τα βοοειδή (Rook et al., 2004). Επίσης η διαφορετική ανατομία του ρύγχους βοηθά τα πρόβατα που έχουν στενότερο στόμα να επιλέγουν τροφές απρόσιτες από τα βοοειδή (Lynch et al., 1992). Μια βασική αρχή της επιλογής των ζωοτροφών περιγράφεται από τη «θεωρία της βέλτιστης αναζήτησης τροφής», σύμφωνα με την οποία τα ζώα στοχεύουν στη μεγιστοποίηση της ενεργειακής πρόσληψης σε ένα καθορισμένο χρονικό διάστημα (Emlen 1968). Ωστόσο, η αρχή αυτή δεν μπορεί να περιοριστεί στην ενέργεια, αλλά μπορεί επίσης να αφορά και άλλα θρεπτικά συστατικά, όπως πρωτεΐνες και ανόργανα στοιχεία (Ceacero et al., 2010). Τα μηρυκαστικά είναι γνωστό ότι είναι σε θέση να αναπτύξουν τους μηχανισμούς αναγνώρισης για τα ευνοϊκά ή δυσμενή συστατικά των ζωοτροφών (Provenza, 1995), ή να τα συνδέσουν με χαρακτηριστική γεύση ή οσμή (Arnold et al., 1980). Έτσι φαινομενικά εκφράζουν αυτό που λέμε «διατροφική σοφία» (Duncan & Gordon, 1999). Κατά συνέπεια, τα μηρυκαστικά φαίνεται να είναι ικανά να επιλέξουν δίαιτες που ανταποκρίνονται στις ανάγκες τους (Görgülü et al., 1996), που βοηθούν στη διατήρηση ενός ευνοϊκού περιβάλλοντος της μεγάλης κοιλίας (Cooper et al., 1995), ή στην αντιμετώπιση των ασθενειών (Villalba & Provenza, 2007). Πρόσφατα ορισμένοι συγγραφείς δίνουν ιδιαίτερη έμφαση στη σύνδεση μεταξύ της επιλογής των ζωοτροφών και την καλή διαβίωση των ζώων (Manteca et al., 2008). Μια μονότονη 17

διατροφή εμπεριέχει τον κίνδυνο άνισης κατανομής των θρεπτικών ουσιών, που ακολουθείται από ένα υψηλότερο κίνδυνο εμφάνισης ασθενειών ή ακόμη και θνησιμότητας (Lynch et al., 1992). 2.3. ΚΟΙΝΟΧΡΗΣΤΟ ΚΑΘΕΣΤΩΣ Το κοινόχρηστο σύστημα βόσκησης που υπάρχει στο 85% των ελληνικών βοσκοτόπων (δημόσιων και δημοτικών) δεν απαντάται πουθενά στην υπόλοιπη Ευρώπη, αλλά µόνο σε αφρικανικές και αραβικές χώρες, καθώς είναι «κατάλοιπο» της οθωμανικής κατοχής. Βέβαια το δικαίωμα των απλών ανθρώπων σε κοινόχρηστους βοσκότοπους υπήρχε από τις αρχές του Μεσαίωνα στην αγγλοσαξονική Αγγλία και την Ευρωπαϊκή ηπειρωτική χώρα, όμως έπαψε να υφίσταται από το 19ο αιώνα (Oosterhuizen, 2011). Εκτός ίσως από κάποια τελευταία τμήματα στο Δυτικό Αυστριακό Τιρόλο που παραμένουν ακόμη διαθέσιμα προς κοινή χρήση (Gils et al., 2013), ποιμαντική κτηνοτροφία που να βασίζεται σε κοινή χρήση βοσκήσιμης γης συναντάται σήμερα μόνο στις Αφρικανικές χώρες, καθώς και στα Ιμαλάια (Mohammad, 1989, Jodha, 2008, Bhasin, 2011) και τις Άνδεις (Westreicher et al., 2006). Επιπροσθέτως στην χώρα μας δεν έχουμε βοσκότοπους όπως τους εννοούν στη Γιούτα των ΗΠΑ ή σε χώρες της πρώην Σοβιετικής Δημοκρατίας με τις απέραντες στέπες. Η Ελλάδα δεν έχει επίσης τα λιβάδια της Αγγλίας ή της Ιρλανδίας. Έχει δάση, δασικές και χορτολιβαδικές εκτάσεις οι οποίες βόσκονται. Έχουμε δηλαδή βοσκήσιμη γη, που αποτελεί ένα πολύ σημαντικό φυσικό πόρο για την εκτατική κτηνοτροφία. Όμως η ανεξέλεγκτη βόσκηση, που γίνεται χωρίς σχέδιο διαχείρισης, οδηγεί σε υποβάθμιση του λιβαδικού οικοσυστήματος και απώλεια πολύτιμων φυσικών πόρων. Την αναγκαιότητα αυτή τονίζουν οι Ykhanbai et al. (2004) σε έρευνα που έγινε στα Αλταϊκά όρη της Μογγολίας, όπου αναφέρεται η επιτακτική ανάγκη εύρεσης πρακτικών συν-διαχείρισης των κοινοτικών βοσκοτόπων από το κράτος και τους κτηνοτρόφους, για τη μεγιστοποίηση των συμφερόντων όλων των εμπλεκομένων, αλλά και την αποφυγή της υποβάθμισης του περιβάλλοντος. Ανάλογη είναι και η θέση των Baker & Hoffman (2006) σε αντίστοιχη έρευνα που διεξήχθη σε κοινόχρηστες λιβαδικές εκτάσεις της Ν. Αφρικής. 18

2.4. ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΤΩΝ ΒΟΣΚΗΣΙΜΩΝ ΓΑΙΩΝ ΣΤΗ ΧΩΡΑ ΜΑΣ. Κάθε κτηνοτρόφος έχει το δικαίωμα βοσκής στους Δημοτικούς βοσκότοπους. Το δικαίωμα αυτό αποκτάται με την καταβολή, από μέρους του, του ετήσιου δικαιώματος βοσκής. Το ύψος του δικαιώματος εξαρτάται από το είδος και τον αριθμό των ζώων που κατέχει ο κτηνοτρόφος και από το αν είναι μόνιμος ή όχι κάτοικος κάποιου Δημοτικού Διαμερίσματος του Δήμου. Για την περιοχή μελέτης ισχύουν τα ακόλουθα: για ποίμνιο αιγοπροβάτων έως 150 κεφαλών καταβάλλεται 0,30 /κεφαλή, για ποίμνιο άνω των 150 κεφαλών καταβάλλεται 0,45 /κεφαλή για αγέλη βοοειδών έως 15 κεφαλών καταβάλλεται 0,45 /κεφαλή, ενώ για αγέλη βοοειδών άνω των 15 κεφαλών καταβάλλεται 0,75 /κεφαλή. Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 5-7 από 24-9/20-10-1958 Β.Δ/τος όπως αυτές συμπληρώθηκαν, τροποποιήθηκαν και αντικαταστάθηκαν από αυτές των άρθρων 31 και 32 του Ν.Δ/τος 4260/62, του άρθρου 1 του Ν.Δ/τος 703/70, το άρθρο 1 του Ν. 1080/80 του άρθρου 16 παρ. 5 του Ν. 2130/93, των άρθρων 84 και 271 του Ν. 3852/2010 και του άρθρου 9 του Ν. 3955/2011 το Δημοτικό Συμβούλιο με απόφαση του που λαμβάνει για κάθε έτος ορίζει: Λεπτομερώς κατά θέση και έκταση τους βοσκήσιμους τόπους του Δήμου, τον τρόπο χρήσεως και τον αριθμό των μικρών και μεγάλων ζώων στα οποία επιτρέπεται η βόσκηση Το τυχόν περίσσευμα των βοσκήσιμων εκτάσεων κατά κοινότητα και τον τρόπο που αυτό θα διατεθεί σε κτηνοτρόφους μη δημότες (συνήθως με δημοπρασία), Το ετήσιο δικαίωμα βοσκής των ζώων, το οποίο υποχρεούται να καταβάλλει ο κτηνοτρόφος που βόσκει μόνιμα τα ζώα του στις βοσκές. Βεβαιώνει τον βεβαιωτικό κατάλογο όπου καταχωρείται ο ακριβής αριθμός των ζώων (μικρών και μεγάλων) που δικαιούνται να εισάγουν στις βοσκές. 19

Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 3 του Ν.Δ/τος 318/1969 (περί βεβαιώσεως και εισπράξεως των προσόδων των Δήμων) καλούνται οι δημότες να υποβάλλουν δήλωση περί του αριθμό και του είδους των ζώων τους, τα οποία διατίθενται να εισάγουν στις βοσκές. Σύμφωνα με το εδάφιο β της παρ.4 του άρθρου 6 του Ν.2539/97 ζητείται από τους Εκπροσώπους και τα Συμβούλια των Τ.Κ. των Δήμων να διατυπώσουν προς το Δ.Σ. αιτιολογημένη γνώμη για τον τρόπο διάθεσης των βοσκήσιμων εκτάσεων που βρίσκονται στην περιφέρεια κάθε Τοπικής Κοινότητας. Οι κτηνοτρόφοι δικαιούχοι, διαφοροποιούνται σε δύο κατηγορίες (μικροί και μεγάλοι), έχοντας σαν όριο τα 150 μικρά ή 15 μεγάλα ζώα. Οι κτηνοτρόφοι, μόνιμοι κάτοικοι της Κοινότητας ή του Δήμου στον οποίον ανήκει ο βοσκότοπος, μικροί ή μεγάλοι, έχουν απόλυτη προτεραιότητα στο δικαίωμα χρήσης του, διαφοροποιούμενοι ως προς το ύψος του μισθώματος, ενώ ετεροδημότες κτηνοτρόφοι που μένουν στην Κοινότητα ή το Δήμο, χωρίς να έχουν εκεί τα εκλογικά τους δικαιώματα ή κτηνοτρόφοι άλλων Κοινοτήτων της χώρας, έχουν τη δυνατότητα χρήσης του βοσκοτόπου, επιβαρυνόμενοι με υψηλότερο τέλος βοσκής (μίσθωμα) ή ύστερα από δημοπρασία, εφόσον υπάρχει περίσσευμα βοσκής. Με αποφάσεις των Κοινοτικών και Δημοτικών Συμβουλίων, που επικυρώνονται από την Αποκεντρωμένη Διοίκηση, ορίζονται οι μισθώσεις των βοσκοτόπων, ο χρόνος βόσκησης και ο αριθμός των ζώων που επιτρέπεται, κατά περίπτωση, να βόσκουν σε συγκεκριμένο βοσκότοπο. Σε περιπτώσεις βοσκοτόπων, στους οποίους έχουν γίνει συγκεκριμένα έργα υποδομής και ο βοσκότοπος χαρακτηρίζεται «βελτιωμένος», παρέχεται η δυνατότητα στους ΟΤΑ για αύξηση του ενοικίου (μέχρι και στο 5πλάσιο του αρχικού). Τέλος η Δασική Υπηρεσία, σύμφωνα με το Ν. 998/79, διατηρεί το δικαίωμα παρέμβασης και απαγόρευσης βοσκής σε βοσκόμενες εκτάσεις. Όπως είναι ήδη γνωστό η κατανομή των βοσκοτόπων μέχρι σήμερα είναι εικονική και όχι ουσιαστική, αφού αυτό που ενδιαφέρει όλους τους φορείς που εμπλέκονται στο θέμα αυτό είναι να γίνεται απλά μία κατανομή που θα μεγιστοποιεί τα οικονομικά οφέλη των κτηνοτρόφων (βάση κατανομής των δικαιωμάτων ενιαίας ενίσχυσης που κατέχουν). Οι κτηνοτρόφοι λοιπόν βόσκουν τα ζώα τους χωρίς ουσιαστικά να κάνουν χρήση του βοσκότοπου που τους έχει επίσημα καταχωρηθεί, αφού τις περισσότερες φορές δεν γνωρίζουν ούτε που βρίσκεται αυτή η έκταση. Οδηγούν τα κοπάδια τους παραδοσιακά σε λιβάδια ή εκτάσεις που χρησιμοποιούν 20

χρόνια τώρα, ενώ συνήθως αξιώνουν πολύ μεγαλύτερες εκτάσεις που στην ουσία δεν χρησιμοποιούν, αλλά τους είναι απαραίτητες, προκειμένου να πάρουν τις επιδοτήσεις που δικαιούνται, σύμφωνα με την Κοινή Αγροτική Πολιτική των χωρών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αποτέλεσμα όλων όσων αναφέρθηκαν είναι τα ζώα να βόσκουν σχεδόν καθ όλη τη διάρκεια του έτους στους κοινοτικούς βοσκοτόπους, χωρίς να υφίστανται σαφώς διαχωρισμένες ζώνες βοσκής ανά είδος ζώου, δηλαδή βοοειδή, πρόβατα και αίγες μπορούν να βόσκουν στο ίδιο τμήμα του βοσκότοπου ταυτόχρονα. Επίσης το κοινόχρηστο σύστημα διαχείρισης βοσκοτόπων, συνεπάγεται έλλειψη ατομικής ευθύνης από την πλευρά των κτηνοτρόφων, για την καλύτερη αξιοποίηση των εκτάσεων βοσκής και αναπόφευκτα οδηγεί στην κακή του χρήση (συνήθως σε υπερβόσκηση, αλλά και υποβόσκηση σε ορισμένες περιπτώσεις). Το μεγαλύτερο πρόβλημα, όπως έχει ήδη αναφερθεί, έγκειται στο ότι δεν υπάρχει ένα σωστά σχεδιασμένο σύστημα βόσκησης που να στοχεύει στην καλύτερη δυνατή αξιοποίηση της διαθέσιμης βοσκήσιμης ύλης κατά εποχή (λαμβάνοντας υπόψη τόσο τη βοσκοφόρτωση αλλά και τη βοσκοϊκανότητα της κάθε περιοχής) και στη δημιουργία της απαραίτητης υποδομής (ποτίστρες, στέγαστρα, δρόμοι κλπ.) για την καλύτερη διαβίωση ανθρώπων και ζώων στους βοσκοτόπους και για την αύξηση και διατήρηση της παραγωγικής τους ικανότητας, αποσκοπώντας πάντοτε στην παραγωγή κτηνοτροφικών προϊόντων υψηλής ποιότητας και αξίας (Παπανικολάου κ.ά., 2005). Ένα άλλο πρόβλημα που δημιουργεί η έλλειψη του σχεδιασμού είναι ότι οι κτηνοτρόφοι επιλέγουν την κατηγορία και τον αριθμό των ζώων που εκτρέφουν σύμφωνα με τις προσωπικές τους προτιμήσεις, χωρίς να λαμβάνουν υπόψη τους την κατηγορία και την ποσότητα της βοσκήσιμης ύλης που παράγεται στην περιοχή τους. 2.5. ΝΕΑ ΚΑΠ Ο επακριβής προσδιορισμός της έκτασης των λιβαδιών στη χώρα μας αποτελεί ένα χρόνιο και δυσεπίλυτο πρόβλημα, αφού ανάλογα με την πηγή προέλευσης υπάρχει διαφορετική εκτίμηση της έκτασης τους. Σύμφωνα τώρα με τη Νέα ΚΑΠ 2014-2020 εκτός από το όρο της «βοσκήσιμης έκτασης», μεγάλος λόγος γίνεται για τις «δυνητικά επιλέξιμες βοσκήσιμες γαίες», όπως επίσης και για τον προσδιορισμό αυτών των εκτάσεων, αφού θα αποτελέσουν τη βάση της κατανομής των Ευρωπαϊκών Επιδοτήσεων για τον τομέα της κτηνοτροφίας. Το Κανονιστικό 21

πλαίσιο που διέπει την εκλεξιμότητα των εκτάσεων των βοσκοτόπων της χώρας για την επόμενη προγραμματική περίοδο βασίζεται στους έξης Κανονισμούς: Κανονισμός (ΕΕ) 1307/2013 περί θεσπίσεως κανόνων για άμεσες ενισχύσεις στους γεωργός βάσει καθεστώτων στήριξης στο πλαίσιο της Κοινής γεωργικής πολιτικής και για την κατάργηση του κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 637/2008 και του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 73/2009 του Συμβουλίου. Κατ εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 639/2014 της Επιτροπής, της 11ης Μαρτίου 2014, για τη συμπλήρωση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1307/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου περί θεσπίσεως κανόνων για άμεσες ενισχύσεις στους γεωργούς βάσει καθεστώτων στήριξης στο πλαίσιο της κοινής γεωργικής πολιτικής και για την τροποποίηση του παραρτήματος X του εν λόγω κανονισμού. Κατ εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 640/2014 της Επιτροπής, της 11 ης Μαρτίου 2014, για τη συμπλήρωση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1306/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά το ολοκληρωμένο σύστημα διαχείρισης και ελέγχου και τους όρους απόρριψης ή ανάκτησης πληρωμών καθώς και τις διοικητικές κυρώσεις που εφαρμόζονται στις άμεσες ενισχύσεις, τη στήριξη της αγροτικής ανάπτυξης και την πολλαπλή συμμόρφωση. Πιο συγκεκριμένα: Ο Κανονισμός (ΕΕ) 1307/2013, όπως και ο προαγόμενος, αντιμετωπίζει τον μόνιμο βοσκότοπο ως γεωργική έκταση. Στο Άρθρο 4, παρ. 1, στοιχείο (ε) αναφέρεται ότι ως «γεωργική έκταση» νοείται οποιαδήποτε έκταση αρόσιμης γης, μόνιμων βοσκοτόπων και μόνιμων λειμώνων, ή μόνιμων καλλιεργειών». Στο Άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο (θ) του Κανονισμού (ΕΕ) 1307/2013, ορίζεται ως «μόνιμος βοσκότοπος και μόνιμος λειμώνας», η γη που χρησιμοποιείται για την ανάπτυξη αγρωστωδών ή άλλων ποωδών κτηνοτροφικών φυτών με φυσικό τρόπο (αυτοφυή) ή με καλλιέργεια (σπαρμένα) και δεν έχει περιληφθεί στην αμειψισπορά επί πέντε έτη ή περισσότερο. Μπορεί να περιλαμβάνει άλλα είδη, όπως θάμνους και/ή δένδρα που προσφέρονται για βοσκή, υπό τον όρο ότι επικρατούν τα αγρωστώδη και λοιπά ποώδη κτηνοτροφικά φυτά, καθώς και, εφόσον έχει ληφθεί σχετική απόφαση των κρατών μελών, γη που προσφέρεται για βοσκή και εντάσσεται σε καθιερωμένες τοπικές πρακτικές όπου τα αγρωστώδη και λοιπά ποώδη κτηνοτροφικά φυτά παραδοσιακά δεν επικρατούν στις εκτάσεις βοσκής. 22

Στο άρθρο 6 του Εκτελεστικού Κανονισμού (ΕΕ) 639/2014, όπως ορίστηκε με την παράγραφο 3 του Άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) 1307/2013, το ανωτέρω εξειδικεύεται ως εξής τα αγρωστώδη και λοιπά ποώδη κτηνοτροφικά φυτά θεωρείται ότι εξακολουθούν να επικρατούν εφόσον καλύπτουν άνω του 50 % της επιλέξιμης έκτασης σε επίπεδο αγροτεμαχίου κατά την έννοια του άρθρου 67 παράγραφος 4 στοιχείο (α) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1306/2013. Στο Άρθρο 4, παρ. 1, στοιχείο γ) του Κανονισμού (ΕΕ) 1307/2013 αναφέρεται ότι ως «γεωργική δραστηριότητα» νοείται: η παραγωγή, η εκτροφή ζώων ή η καλλιέργεια γεωργικών προϊόντων, συμπεριλαμβανομένης της συγκομιδής, της άμελξης, της αναπαραγωγής ζώων και της εκτροφής ζώων για γεωργική εκμετάλλευση, η διατήρηση μιας γεωργικής έκτασης σε κατάσταση που να την καθιστά κατάλληλη για βοσκή ή καλλιέργεια χωρίς προπαρασκευαστικές ενέργειες πέραν των συνήθων γεωργικών μεθόδων και μηχανημάτων, σύμφωνα με κριτήρια οριζόμενα από τα κράτη μέλη βάσει πλαισίου που θεσπίζει η Επιτροπή, ή η άσκηση της ελάχιστης δραστηριότητας, ως ορίζεται από τα κράτη μέλη, για γεωργικές περιοχές εκ φύσεως κατάλληλες για βοσκή ή καλλιέργεια Στο Άρθρο 8 του Εκτελεστικού Κανονισμού (ΕΕ) 639/2014 προβλέπεται η καθιέρωση συντελεστή μείωσης σύμφωνα με το άρθρο 32 παράγραφος 5 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1307/20136 σε ότι αφορά τους μόνιμους βοσκότοπους που προσφέρονται για βοσκή και που εντάσσονται σε καθιερωμένες τοπικές πρακτικές όπου τα αγρωστώδη και λοιπά ποώδη κτηνοτροφικά αυτά δεν επικρατούν παραδοσιακά στις εκτάσεις βοσκής. Μάλιστα παρέχεται η δυνατότητα στα κράτη μέλη να προβαίνουν σε διάκριση μεταξύ των διαφορετικών κατηγοριών εκτάσεων ώστε να εφαρμόζουν διαφορετικούς συντελεστές μείωσης στις εν λόγω κατηγορίες. Από όλα τα παραπάνω γίνεται σαφές ότι μπορεί στη χώρα μας η συνολική έκταση των βοσκήσιμων γαιών να είναι αρκετή για να καλύψει τις ανάγκες των κτηνοτροφικών ζώων, όμως η έννοια των «επιλέξιμων βοσκήσιμων γαιών» (πρόκειται για τις εκτάσεις που ενεργοποιούν δικαιώματα ενιαίας ενίσχυσης) είναι αρκετά περιορισμένη, γεγονός που μπορεί να οδηγήσει σε απώλεια οικονομικών ενισχύσεων. Τίθεται λοιπόν για πρώτη φορά η ανάγκη να συνδυαστεί η 23

παραγωγικότητα με την κατανομή, όπως επίσης και η κατανομή με τις πραγματικές ανάγκες των αγροτικών ζώων. Επίσης αφού έχει ήδη τεθεί θέμα για φορολόγηση των κοινοτικών βοσκοτόπων θα πρέπει ο κάθε κτηνοτρόφος να κάνει χρήση του βοσκοτόπου που του αναλογεί και να του δίνεται η δυνατότητα της καλύτερης εκμετάλλευσης αυτού και γιατί όχι και της βελτίωσής του. Μετά τις πρόσφατες καταβολές των κοινοτικών ενισχύσεων στους αγρότες και κτηνοτρόφους της χώρας μας (έτη 2013, 2014), παρατηρήθηκαν σημαντικές μειώσεις στο ύψος των πληρωμών, γεγονός που συνδέεται άμεσα με την έννοια του μόνιμου βοσκότοπου που περιορίζει τους βοσκοτόπους σε εκτάσεις με μορφή μόνιμων χορτολιβαδικών εκτάσεων και αποκλείει βάση συντελεστών από την ενίσχυση μεγάλες εκτάσεις στη χώρα μας, που καλύπτονται στην επιφάνεια του εδάφους με αυτοφυή ξυλώδη ή μικτή βλάστηση και χρησιμοποιούνται για τη βόσκηση αιγοπροβάτων. Πιο συγκεκριμένα σύμφωνα με τη νέα ΚΑΠ εφαρμόζονται τέσσερεις κατηγορίες επιλεξιμότητας: 0: όπου η πυκνότητα της ξυλώδους βλάστησης και των βράχων είναι μεγαλύτερη του 75% 37,5: όπου η πυκνότητα της ξυλώδους βλάστησης και των βράχων κυμαίνεται μεταξύ 50 και 75% 62,5: όπου η πυκνότητα της ξυλώδους βλάστησης και των βράχων κυμαίνεται μεταξύ 25 και 50% και 100: όπου η πυκνότητα της ξυλώδους βλάστησης και των βράχων είναι μικρότερη από 25%. Ιδιαίτερα για την περιοχή μελέτης, σύμφωνα με τα αποτελέσματα του Ερευνητικού Προγράμματος VISTA (2003-2005), που στόχος του ήταν η εκτίμηση της ευπάθειας των υπηρεσιών που προσφέρουν τα οικοσυστήματα στη γεωργία, την κτηνοτροφία και τον τουρισμό εξαιτίας των αλλαγών στις χρήσεις γης, η εγκατάλειψη των παραδοσιακών χρήσεων γης (γεωργία, κτηνοτροφία, μελισσοκομία, παραγωγή ξυλοκάρβουνου, καυσόξυλων κ.α.) κατά τη διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών, είχε σαν αποτέλεσμα την αύξηση του ποσοστού των θαμνολίβαδων σε βάρος των ποολίβαδων, καθώς και την υπέρμετρη πύκνωσή τους. Τα αποτελέσματα της παραπάνω έρευνας έδειξαν ότι ιδιαίτερα στις πεδινές περιοχές ασκείται σημαντική πίεση στο λιβαδικό οικοσύστημα, κυρίως των ποολίβαδων και φρυγανολίβαδων, με 24

ορατό πλέον τον κίνδυνο η βόσκηση να οδηγήσει σε φαινόμενα υποβάθμισης των λιβαδιών ή ακόμα και ερημοποίησης (Keya, 1998; Papanastasis, 1998; Papanastasis, 2000), ενώ, από την άλλη πλευρά, η χαμηλή βόσκηση προάγει τη διαδοχή από τα ποολίβαδα στα θαμνολίβαδα και αυξάνει τον κίνδυνο πρόκλησης πυρκαγιών το θέρος (Milne & Osoro, 1997; Watkinson & Ormerod, 2001). Ο βασικός λόγος αυτών των αλλαγών είναι η μετακίνηση του αγροτικού πληθυσμού από τις ορεινές και ημιορεινές περιοχές στις αστικές πεδινές περιοχές, που εκτός από την σταδιακή επικράτηση της ξυλώδους βλάστησης, μπορεί επίσης να μετατρέψει λιβαδικές εκτάσεις σε ακατάλληλες προς βόσκηση περιοχές (Naveh, 1991, Lepart & Debussche, 1992, Le Houerou, 1993). Σαν αποτέλεσμα έχουμε τη μείωση των «ανοιχτών» οικοτόπων, με ταυτόχρονη τροποποίηση της δομής και της λειτουργίας τους (Debussche & Lepart, 1992, Grove & Rackham, 2001), αλλά και μείωση της βιοποικιλότητας, που με τη σειρά της οδηγεί σε παραγωγή βοσκήσιμης ύλης χαμηλής ποιότητας. Η διαδοχή ξεκινά αμέσως μετά την εγκατάλειψη και προβαίνει σε διαφορετικά στάδια ανάλογα με τις περιβαλλοντικές συνθήκες που επικρατούν στην κάθε περιοχή (Tasser & Tappeiner, 2002). Ο λόγος που τα ξυλώδη φυτά εισβάλουν και επικρατούν έναντι της ποώδους βλάστησης, ιδιαίτερα στις ημιάνυδρες περιοχές, παραπέμπει στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους, όπως: η αυξημένη παραγωγή σπόρων, η αποτελεσματική διασπορά των σπερμάτων τους, ο εκθετικός ρυθμός αύξησης που ακολουθούν, καθώς και η αντοχή τους σε περιβάλλοντα έλλειψης νερού και θρεπτικών συστατικών (Fuhlendorf, 1997). Γίνεται λοιπόν κατανοητό ότι αν δεν υπάρξει άμεση μέριμνα για το θέμα, στην περιοχή μελέτης θα δημιουργηθούν μεγάλα προβλήματα, τόσο με την καταβολή των Ευρωπαϊκών Ενισχύσεων, όσο και με την πραγματική υποβάθμιση των βοσκούμενων γαιών. 25

ΣΚΟΠΟΣ ΕΡΕΥΝΑΣ Σκοπός της παρούσας μελέτης είναι να γίνει μια Ορθολογική κατανομή της χρήσης των βοσκοτόπων του Δήμου Λαγκαδά, λαμβάνοντας υπόψη όλους τους καθοριστικούς παράγοντες που συμβάλλουν στην κατανομή αυτή, όπως για παράδειγμα οι διατροφικές ανάγκες των αγροτικών ζώων (που διαφέρουν ανά κατηγορία και είδος ζώου), η παραγωγικότητα των βοσκοτόπων σε σχέση με το υψόμετρο της κάθε περιοχής, αλλά και των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών των λιβαδικών φυτών από τα οποία αυτά αποτελούνται, αλλά και χωροταξικούς παράγοντες όπως η απόσταση των βοσκοτόπων από τις κτηνοτροφικές εγκαταστάσεις που υφίστανται στα όρια του Δήμου Λαγκαδά. Στα πλαίσια αυτής της έρευνας θα συγκριθεί η υπάρχουσα κατάσταση, που μόνο ορθολογική δεν θα μπορούσε να χαρακτηριστεί, και θα προσπαθήσουμε να κάνουμε προτάσεις που θα μεγιστοποιούν τα οφέλη της χρήσης των βοσκοτόπων, τόσο σε επίπεδο κτηνοτροφικής εκμετάλλευσης, όσο και σε γενικότερο επίπεδο (επίπεδο Δήμου ή ακόμη και Νομού). Για την επίτευξη αυτού του σκοπού θα διερευνηθούν οι παρακάτω παράμετροι: Προσδιορισμός της βοσκοϊκανότητας σε σχέση με τη σύνθεση της βλάστησης και την παραγωγικότητα σε περιοχές με διαφορετικό υψόμετρο (πεδινές, ημιορεινές, ορεινές). Διαχρονική εξέλιξη της βοσκοφόρτωσης σε σχέση με τη βοσκοϊκανότητα σε περιοχές με διαφορετικό υψόμετρο (πεδινές, ημιορεινές, ορεινές). Θέσεις των έργων υποδομής και των σταβλικών εγκαταστάσεων. Διάρθρωση των κτηνοτροφικών μονάδων της περιοχής σε σχέση με την υφιστάμενη χρήση των βοσκοτόπων. Το νομοθετικό πλαίσιο της διαχείρισης των βοσκήσιμων γαιών στη χώρα μας, καθώς και οι δυνατότητες που δίνονται για μία καλύτερη διαχείριση μέσα από τη νέα ΚΑΠ 2014-2020. 26

4. ΜΕΘΟΔΟΙ ΚΑΙ ΥΛΙΚΑ 4.1. ΠΕΡΙΟΧΗ ΕΡΕΥΝΑΣ Ο Δήμος Λαγκαδά ανήκει στην Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας και βρίσκεται βόρεια της χερσονήσου της Χαλκιδικής και ανατολικά από την πόλη της Θεσσαλονίκης. Ο νέος Δήμος Λαγκαδά συστάθηκε με το Πρόγραμμα Καλλικράτης και προκύπτει από τη συνένωση των Δήμων Λαγκαδά, Σοχού, Καλλινδοίων, Βερτίσκου, Ασσήρου, Λαχανά και Κορώνειας. Έδρα του νέου Δήμου είναι ο Λαγκαδάς και ιστορική έδρα ορίστηκε ο Λαχανάς, ενώ στο σύνολό του ο νέος Δήμος αριθμεί σαράντα επτά χωριά. Εικόνα 1 : Διοικητικός χάρτης του Νομού Θεσσαλονίκης η γεωγραφική θέση του Δήμου Λαγκαδά (www.nath.gr). Το κλίμα που επικρατεί στην ευρύτερη περιοχή είναι τυπικό μεσογειακό, με μέγιστη βροχόπτωση την άνοιξη και το φθινόπωρο, αν και φαινόμενα ισχυρών 27

βροχοπτώσεων μπορεί να συμβούν και σε άλλες εποχές. Η ετήσια βροχόπτωση κυμαίνεται από 410 έως 685 χιλιοστά, ανάλογα με το υψόμετρο και τον προσανατολισμό σε σχέση με τα ατμοσφαιρικά ρεύματα (Roder et al., 2009). Παρά την έντονη τοπογραφική δομή η περιοχή παρουσιάζει μία σχετική εδαφική ομοιογένεια.. Περισσότερο συχνά απαντώνται τα αβαθή εδάφη, ενώ όπου υπάρχουν μεγάλες κοιλότητες αλλά και στις πεδινές περιοχές που χρησιμοποιούνται κυρίως για τη γεωργία, τεταρτογενείς αποθέσεις και προσχωσιγενή εδάφη κυριαρχούν. Από γεωλογικής άποψης η περιοχή κυριαρχείται από μεταμορφωμένα πετρώματα, τα οποία οδηγούν σε όξινα εδάφη που περιέχουν 57 % άμμο, 21 % λάσπη και 22 % πηλό (Zarovali, 2009). Η βλάστηση στην περιοχή συγκροτείται από δύο βασικές ζώνες, την παραμεσογειακή ζώνη βλάστησης (Quercetalia pubescentis) και τη ζώνη των δασών οξιάς ελάτης (Fagetalia) (Αθανασιάδης, 1986). H ζώνη της Quercetalia pubescentis συναντάται κυρίως στις νότιες, νοτιοανατολικές και νοτιοδυτικές θέσεις και σε περιοχές χαμηλού υψομέτρου, όπου απαντώνται τα αείφυλλα πλατύφυλλα με βασικούς εκπροσώπους τα είδη: Quercus coccifera, Juniperus communis και Phyllirea latifolia. Σε θέσεις με υψηλότερο υψόμετρο και ανάλογα, κυρίως, με την έκθεση, εμφανίζεται ποικιλία φυλλοβόλων πλατύφυλλων ειδών με βασικούς εκπροσώπους τα είδη: Castanea sativa, Juniperus oxycedrus, Ostrya carpinifolia, Platanus orientalis, Prunus spinosa, Pyrus amygdaliformis, Quercus cerris, Quercus frainetto, Quercus petraea, Quercus pubescens, Sorbus domestica, και Tilia cordata. Στη ζώνη της Fagetalia η βλάστηση εξαπλώνεται σε υψόμετρα από 800 μ. και άνω και αποτελείται κυρίως από τα είδη: Fagus silvatica, Populus spp., και Platanus orientalis. Τέλος σε θέσεις με υψηλή στάθμη εδαφικού νερού, οι οποίες κατακλύζονται περιοδικά από νερό, εμφανίζεται παραποτάμια βλάστηση με κυρίαρχα τα είδη τα Platanus orientalis και Salix alba (Χουβαρδάς, 2007). 28

Εικόνα 2 : Γεωφυσικός χάρτης περιοχής μελέτης. Οι δραστηριότητες του πρωτογενή τομέα και κυρίως η γεωργία και η κτηνοτροφία είναι η βάση της οικονομίας της περιοχής. Καθώς αυτή περιλαμβάνει μία ποικιλία υποπεριοχών με ιδιαίτερα γεωγραφικά, βιοκλιματικά και οικολογικά χαρακτηριστικά, οι παραπάνω κλάδοι εμφανίζουν έντονες διαφοροποιήσεις και εξίσου πλούσια ποικιλία σε κατηγορίες, είδη παραγωγής και τρόπους αξιοποίησης. Η παραγωγική σύνθεση μεταβάλλεται ανάλογα με το υψόμετρο, την παράδοση και τα μέσα παραγωγής που διαθέτει η κάθε υποπεριοχή. Γενικά σε ότι αφορά τη γεωργία σε όλο το Δήμο καλλιεργούνται περίπου 361.000 στρέμματα. Οι κλάδοι που επικρατούν είναι οι αροτριαίες καλλιέργειες (σιτάρι, κριθάρι, καλαμπόκι, ελαιούχοι σπόροι, βαμβάκι κ.α.), τα κηπευτικά και οι δενδροκομικές καλλιέργειες (ελιές και οπωροφόρα δένδρα). Ύστερα βέβαια από την αναμόρφωση της ΚΑΠ σημειώθηκαν ανακατατάξεις στους κλάδους παραγωγής και αλλαγές στο χάρτη της γεωργίας στην περιοχή. Σημαντικές εκτάσεις παραδοσιακών καλλιεργειών όπως βαμβάκι και καπνός αντικαταστάθηκαν από καλλιέργειες που ζητά η αγορά και αποφέρουν υψηλό κέρδος. Η κτηνοτροφία βασίζεται κυρίως στην εκτροφή βοοειδών (15.000 βοοειδή) και αιγοπροβάτων (95.000 αιγοπρόβατα) και δευτερευόντως στην εκτροφή πουλερικών και χοίρων (αρχείο κτηνοτροφίας Δ. Λαγκαδά). Η αύξηση του ζωικού 29

κεφαλαίου της περιοχής, το μεγάλο ποσοστό συμμετοχής της ζωικής παραγωγής στο κατά κεφαλήν ακαθάριστο προϊόν του πρωτογενούς τομέα και το μεγάλο ποσοστό των μεικτών και καθαρά κτηνοτροφικών εκμεταλλεύσεων στην περιοχή είναι στοιχεία που χαρακτηρίζουν τον τομέα ζωικής παραγωγής και τονίζουν την ιδιαίτερη σημασία του (αρχείο κτηνοτροφίας Δ. Λαγκαδά). Ιστορικά το σύστημα εκτροφής που κυριαρχεί στην περιοχή είναι το ποιμενικό εκτατικό σύστημα. Η βόσκηση πραγματοποιείται στο σύνολό της όλο το χρόνο, αλλά κυρίως το χειμώνα, την άνοιξη και το φθινόπωρο. Κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού, συνήθως τα αιγοπρόβατα βόσκουν σε γεωργική γη με καλαμιές σιτηρών που ανήκουν στο χωριό όπου βρίσκεται το μαντρί και πολύ σπάνια μετακινούνται σε γειτονικές περιοχές που βρίσκονται σε υψηλότερα υψόμετρα. Επιπλέον όταν οι καιρικές συνθήκες δεν το επιτρέπουν, τα ζώα παραμένουν στους στάβλους και τα μαντριά και τρέφονται με σανό και άλλες ζωοτροφές. Τα βοσκοτόπια του Δ. Λαγκαδά βρίσκονται σε υψομετρικές ζώνες δομημένες με σαφήνεια, σε ένα μοτίβο με κοιλάδες και απότομες πλαγιές. Παρά το γεγονός ότι τα αιγοπρόβατα μπορούν να κυκλοφορούν σε απότομες πλαγιές με ευκολία, βοσκοί τείνουν να αποφεύγουν τις περιοχές αυτές. Βασικό χαρακτηριστικό τους είναι ότι παρά το γεγονός ότι δεν παρατηρείται έντονη βοσκοφόρτωση, η άνιση κατανομή τους προκαλεί υπερβόσκηση κάποιων περιοχών επηρεάζοντας αρνητικά την εξέλιξη του οικοσυστήματος (Rοder et al., 2007). 4.2. ΣΥΛΛΟΓΗ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ. 4.2.1. Συλλογή στατιστικών δεδομένων. Προκειμένου να παρουσιαστεί η διαχρονική εξέλιξη της βοσκοφόρτωσης για τις δεκαετίες από το 1961 έως και το 2011, έγινε καταγραφή της μεταβολής του αριθμού των αγροτικών ζώων (βοοειδή, πρόβατα και αίγες) και της δομής των κτηνοτροφικών εκμεταλλεύσεων σε κάθε πρώην κοινότητα του Δήμου Λαγκαδά. Για την εκτίμηση της μεταβολής του αριθμού των αγροτικών ζώων και της δομής των κτηνοτροφικών εκμεταλλεύσεων έγινε αρχικά συλλογή στατιστικών δεδομένων από τις απογραφές γεωργίας και κτηνοτροφίας των ετών 1961, 1971, και 1991 από το αρχείο της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας της Ελλάδος, ενώ για τα έτη 2001 και 30

2011 από τα στοιχεία των καταστάσεων 1080 (καταστάσεις βοσκής) που τηρούνται στο αρχείο του Δ. Λαγκαδά. Δεν κατέστη δυνατή η καταγραφή των στοιχείων κτηνοτροφίας της ΕΣΥΕ ανά πρώην κοινότητα για το έτος 1981, αφού για το έτος αυτό η ΕΣΥΕ δεν εξέδωσε αναλυτικά στοιχεία των δεδομένων ανά κοινότητα. Συμπληρωματικά στα βασικά απογραφικά δεδομένα κτηνοτροφίας και προκειμένου να μελετηθεί η διαχρονική εξέλιξη της βοσκοφόρτωσης, έγινε συλλογή στοιχείων που αφορούσαν την έκταση των βοσκοτόπων ανά πρώην κοινότητα. Η καταγραφή αυτή προήλθε από τα δελτία απογραφής των βασικών κατηγοριών των χρήσεων γης για τα έτη 1961, 1971, 1991, ενώ για τα έτη 2001 και 2011 εκτιμήθηκε με βάση το μοντέλο των Chouvardas & Vrahnakis (2009), όπου υπολογίστηκε για κάθε δεκαετία μείωση των βοσκούμενων εκτάσεων του δήμου Λαγκαδά κατά ένα ποσοστό της τάξης του 10%. Το παραπάνω μοντέλο επιβεβαιώθηκε μετά από τηλεφωνική επικοινωνία με τους αρμόδιους φορείς του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης & Τροφίμων. 4.2.2. Συλλογή απογραφικών δεδομένων (Ερωτηματολόγιο). Για τις ανάγκες της συγκεκριμένης έρευνας, κρίθηκε σωστό να διερευνηθεί εκτενώς η άποψη των κτηνοτρόφων του Δήμου Λαγκαδά, που είναι και οι άμεσα εμπλεκόμενοι με τη διαδικασία της διάθεσης των βοσκοτόπων. Για το λόγο αυτό συντάχθηκε σχετικό ερωτηματολόγιο (ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 1) με τίτλο «Κτηνοτροφική εκμετάλλευση και διαχείριση λιβαδικών εκτάσεων», σύμφωνα πάντα με τη σχετική βιβλιογραφία και διαμορφώθηκε κατάλληλα ώστε να καλύπτει τις ανάγκες και τους σκοπούς της έρευνας (Μάτης, 2004). Tο ερωτηματολόγιο χωρίστηκε σε δύο ενότητες, ανάλογα με το περιεχόμενο των ερωτήσεων. Η πρώτη ενότητα αφορούσε το προφίλ της κτηνοτροφικής εκμετάλλευσης, ενώ η δεύτερη τη διατροφή των ζώων. Η επιλογή του δείγματος πραγματοποιήθηκε με τη μέθοδο της Στρωματωμένης δειγματοληψίας (stratified random sampling) και η τεχνική συλλογής των στοιχείων που επιλέχθηκε ήταν αυτή της προσωπικής συνέντευξης. Η μέθοδος αυτή αποτελεί παραλλαγή της απλής τυχαίας δειγματοληψίας, με τη διαφορά ότι στη μια περίπτωση έχουμε πληθυσμό να συγκροτεί ένα ενιαίο σύνολο ενώ στην άλλη έχουμε ένα αριθμό από στρώματα. Έτσι σε κάθε στρώμα εφαρμόζουμε την απλή τυχαία δειγματοληψία. Με αυτή την έννοια η Στρωματωμένη Τυχαία δειγματοληψία δεν διαφέρει σχεδόν σε τίποτα από την Απλή Τυχαία. Διαφέρουν μόνο 31

στο γεγονός ότι η ομοιογένεια των επιμέρους στρωμάτων του δείγματος εξασφαλίζει μεγαλύτερη ακρίβεια (λιγότερα σφάλματα) για τα ίδια μεγέθη δείγματος (Μάτης, 2004). 4.2.2.1. Μέγεθος δείγματος. Συνολικά απαντήθηκαν 152 ερωτηματολόγια από κτηνοτρόφους που διατηρούσαν τις εκμεταλλεύσεις τους και στις τρεις υψομετρικές ζώνες (Εικόνα 3), από τον Ιανουάριο του 2015 έως και τον Μάιο του ίδιου έτους. Η συμμετοχή του αριθμού των κτηνοτροφικών εκμεταλλεύσεων στο δείγμα έγινε με κριτήριο το συνδυασμό του είδους της εκμετάλλευσης (αιγοπροβατοτρόφοι, βοοτρόφοι) και της υψομετρικής ζώνης (χαμηλή, μεσαία, υψηλή). Οι πρώην Κοινότητες του Δήμου Λαγκαδά χωρίστηκαν με βάση το υψόμετρό τους σε τρεις κατηγορίες-στρώματα. Στην πρώτη κατηγορία τοποθετήθηκαν οι περιοχές με υψόμετρο έως 200 μέτρα (πεδινές), στη δεύτερη κατηγορία οι περιοχές στις οποίες το υψόμετρο κυμαίνεται μεταξύ 200 και 600 μέτρων (ημιορεινές) και στην τρίτη κατηγορία οι περιοχές με υψόμετρο μεγαλύτερο των 600 μέτρων (ορεινές). Ως μονάδα δειγματοληψίας (sampling unit) ορίστηκε ένα άτομο κτηνοτρόφος. Στην έρευνα συμπεριλήφθηκε το μεγαλύτερο δυνατό δείγμα από τον αντίστοιχο πληθυσμό (231 άτομα που όμως αντιστοιχούσαν σε 152 κτηνοτροφικές εκμεταλλεύσεις, αφού στην περιοχή απαντάται συχνά το φαινόμενο των συστεγαζόμενων κοπαδιών), για διάστημα εμπιστοσύνης 95% (α=0,05) και μέσο αποδεκτό σφάλμα ±5%, σύμφωνα με τη σχέση που αναφέρει ο Crimp (1985) σχετικά με τον καθορισμό του μεγέθους του δείγματος για τυχαία δειγματοληψία: Όπου: n είναι το μέγεθος του δείγματος, Z είναι ο συντελεστής αξιοπιστίας, E είναι το αποδεκτό περιθώριο σφάλματος, p είναι το ποσοστό που θέλουμε να εκτιμηθεί και το q ισούται με 1-p. 32

Εικόνα 3. Αριθμός κτηνοτροφικών εκμεταλλεύσεων του Δ. Λαγκαδά που πήραν μέρος στην έρευνα ανά υψομετρική ζώνη. 4.2.2.2. Μέγεθος και δομή ερωτηματολογίου. Το μέγεθος του ερωτηματολογίου παίζει σημαντικό ρόλο σε μία έρευνα, αφού αποτελεί δίοδο στην προσωπική άποψη του ερωτώμενου και για το λόγο αυτό πρέπει να είναι σύντομο (Hafermalz, 1976, Saladin & Casanova, 1996). Πρέπει να είναι όσο το δυνατόν μικρότερο και ταυτόχρονα να χαρακτηρίζεται από πληρότητα ως προς το θέμα που πραγματεύεται. Δεν υπάρχει δέσμευση ως προς το μέγεθος, αρκεί να πληρούνται οι δύο προηγούμενες προϋποθέσεις. Εκτίμηση του μεγέθους μπορεί να γίνει με προσδιορισμό (χρονομέτρηση) της διάρκειας απάντησης του συνόλου των ερωτήσεων. Εκτιμάται ύστερα από σχετικές μελέτες, ότι η «ορθή χρονική διάρκεια συνέντευξης» κυμαίνεται από 20-40 (Σιάρδος, 1997) ή σε 30 (Hafermalz, 1976). Στο ερωτηματολόγιο της παρούσας έρευνας συμπεριελήφθησαν 24 ερωτήσεις. Από αυτές οι 8 πρώτες αφορούσαν στο προφίλ της κτηνοτροφικής εκμετάλλευσης, με ιδιαίτερη έμφαση σε ιστορικά στοιχεία(π.χ. έτος ίδρυσης), στο μέγεθος και την παραγωγικότητα, καθώς και στην περιγραφή και το περιβάλλον της εκτροφής. Οι επόμενες 16 ερωτήσεις εστίαζαν στη διατροφή των ζώων, με την πλειονότητα αυτών να εξετάζουν το ρόλο της βόσκησης σ αυτήν, καθώς και τις απόψεις των ίδιων των κτηνοτρόφων για τη βελτίωση του χρησιμοποιούμενου βοσκότοπου, με απώτερο σκοπό τη μεγιστοποίηση του κέρδους στην εκμετάλλευσή τους. 33

Οι ερωτήσεις που χρησιμοποιήθηκαν ήταν στην πλειονότητά τους «κλειστού» ή «ημίκλειστου» τύπου. Το χαρακτηριστικό αυτών των ερωτήσεων είναι ότι έχουν συγκεκριμένο αριθμό απαντήσεων και ο ερωτώμενος καλείται να επιλέξει μεταξύ αυτών την κατάλληλη. Σε αντίθεση με τις ανοικτές, είναι γρήγορες στην απάντηση και εύκολες στην κωδικοποίηση. Επίσης στα ερωτηματολόγια της έρευνας δεν υπήρχε η εναλλακτική απάντηση «Δεν ξέρω / Δεν απαντώ». Θεωρείται, ότι πολλές φορές αποτελεί την «εύκολη λύση» για τους ερωτώμενους, στην περίπτωση, που αυτοί δεν θέλουν να αφιερώσουν πολύ χρόνο (Hafermalz, 1976) και για το λόγο αυτό αποφεύχθηκε. Για τη συμπλήρωση των ερωτηματολογίων επιλέχθηκε η μέθοδος της προσωπικής συνέντευξης, με σκοπό την παροχή επεξηγήσεων και την μεγαλύτερη δυνατή ακρίβεια στις απαντήσεις. Μπορεί βέβαια η διαδικασία αυτή να ήταν επίπονη και δαπανηρή, βοήθησε όμως στην άμεση συλλογή των δεδομένων. 4.2.2.3. Μεταβλητές ερωτηματολογίου. Οι μεταβλητές που χρησιμοποιήθηκαν ήταν οι ακόλουθες: Έτος ίδρυσης κτηνοτροφικής εκμετάλλευσης. Αφορούσε στο έτος που ιδρύθηκε η κτηνοτροφική εκμετάλλευση ή πέρασε στα χέρια του ερωτώμενου. Η κτηνοτροφική εκμετάλλευση έχει άδεια λειτουργίας και αν ναι από πότε. Αφορούσε στην ύπαρξη ή όχι άδειας λειτουργίας στη συγκεκριμένη εκμετάλλευση και στην περίπτωση θετικής απάντησης το έτος λήψης της άδειας. Ο αριθμός και το είδος των εκτρεφόμενων ζώων. Αφορούσε στον αριθμό των εκτρεφόμενων ζώων καθώς και στη σύνθεση του κοπαδιού. Ετήσια παραγωγή κτηνοτροφικών προϊόντων. Αφορούσε στην ετήσια παραγωγή γάλακτος και κρέατος, από νεαρά ή ενήλικα ζώα, καθώς και ποιες από αυτές τις ποσότητες ήταν για πώληση ή για ιδιοκατανάλωση. Η τοποθεσία της εκτροφής. Αφορούσε στο εάν η εκτροφή ήταν πεδινή, ορεινή ή ημιορεινή. 34

Ο τύπος της εκτροφής. Αφορούσε στο εάν η εκτροφή ήταν εντατική, εκτατική ή οικόσιτη. Ο τύπος των εγκαταστάσεων. Αφορούσε στο εάν οι εγκαταστάσεις ήταν σύγχρονες βιομηχανικού τύπου, σύγχρονες μη βιομηχανικού τύπου, μόνιμες παλαιού τύπου ή παλαιού τύπου πρόχειρες. Διαθεσιμότητα στις εγκαταστάσεις αποθηκευτικών χώρων, ρεύματος, νερού αρμεκτηρίου και γεννήτριας. Αφορούσε στην ύπαρξη ή μη αποθηκευτικών χώρων, ρεύματος, νερού, αρμεκτηρίου και γεννήτριας στην τοποθεσία των σταβλικών εγκαταστάσεων. Η χρήση της βοσκής ως μέσο διατροφής. Αφορούσε στο γεγονός εάν τα ζώα έβγαιναν ή όχι στις βοσκές. Το ετήσιο ποσοστό βόσκησης στη διατροφή του κοπαδιού. Αφορούσε στο ποσοστό που συνέβαλλε η βόσκηση στη διατροφή των ζώων σε ετήσια βάση, εφόσον αυτά έβγαιναν στις βοσκές. Η απόσταση των ημερήσιων μετακινήσεων. Αφορούσε στις χιλιομετρικές αποστάσεις που διένυαν καθημερινά τα ζώα προκειμένου να βοσκήσουν. Η απόσταση των εποχιακών μετακινήσεων. Αφορούσε στις χιλιομετρικές αποστάσεις που διένυαν τα ζώα που μετακινούνταν εποχιακά προκειμένου να βοσκήσουν. Ο τύπος του βοσκότοπου και τα ποσοστά χρησιμοποίησης του. Αφορούσε στον τύπο του βοσκότοπου, τεχνητός λειμώνας, ποολίβαδο, θαμνολίβαδο-δασολίβαδο και βόσκηση καλαμιάς μετά το θερισμό, καθώς και την ποσοστιαία αναλογία της χρήσης σε ετήσια βάση. Το είδος της βοσκήσιμης έκτασης. Αφορούσε στο εάν η βοσκήσιμη έκταση ήταν ιδιόκτητη, ενοικιαζόμενη, κοινοτική ή συνδυασμός αυτών. Η θέση του παραχωρούμενου προς χρήση βοσκότοπου. Αφορούσε στο εάν ο κτηνοτρόφος γνώριζε την ακριβή τοποθεσία του κοινοτικού βοσκότοπου που του είχε παραχωρηθεί από το Δήμο προς χρήση. 35

Η χρήση του παραχωρούμενου βοσκότοπου. Αφορούσε στο εάν ο κτηνοτρόφος έκανε πραγματικά χρήση του βοσκότοπου που του είχε παραχωρηθεί από το Δήμο. Η επιθυμία χρήσης μόνιμου βοσκότοπου. Αφορούσε στην επιθυμία του κτηνοτρόφου να κατέχει συγκεκριμένο βοσκότοπου που δεν θα αλλάζει με την πάροδο του χρόνου. Η κατάσταση του προς χρήση βοσκότοπου. Αφορούσε στο εάν η κατάσταση του βοσκότοπου που χρησιμοποιούσε ο κτηνοτρόφος χαρακτηριζόταν από τον ίδιο ως κακή, μέτρια, καλή ή άριστη. Η επιθυμία βελτίωσης του βοσκότοπου με ίδια μέσα. Αφορούσε στην επιθυμία του κτηνοτρόφου να βελτιώσει την κατάσταση του χρησιμοποιούμενου από αυτόν κοινοτικού βοσκότοπου με ίδια μέσα. Οι χονδροειδείς ζωοτροφές που χρησιμοποιούνται. Αφορούσε στις χονδροειδείς ζωοτροφές που χρησιμοποιούσε ο κτηνοτρόφος μεταξύ αυτών σανό, άχυρο, ενσίρωμα ή κάτι άλλο. Ποσοστό ιδιοπαραγόμενων χονδροειδών ζωοτροφών που χρησιμοποιούνται. Αφορούσε στο ποσοστό των χονδροειδών ζωοτροφών που παρήγαγε ο ίδιος ο κτηνοτρόφος. Ποσοστό αγοραζόμενων χονδροειδών ζωοτροφών που χρησιμοποιούνται. Αφορούσε στο ποσοστό των χονδροειδών ζωοτροφών που αγόραζε ο κτηνοτρόφος. Οι συμπυκνωμένες ζωοτροφές που χρησιμοποιούνται. Αφορούσε στις συμπυκνωμένες ζωοτροφές που χρησιμοποιούσε ο κτηνοτρόφος μεταξύ αυτών καλαμπόκι, κριθάρι, βαμβακόπιτα, ζαχαρόπιτα, ισορροπιστή αλάτων, μίγμα γαλακτοπαραγωγής ή κάτι άλλο. Ποσοστό ιδιοπαραγόμενων συμπυκνωμένων ζωοτροφών που χρησιμοποιούνται. Αφορούσε στο ποσοστό των συμπυκνωμένων ζωοτροφών που παρήγαγε ο ίδιος ο κτηνοτρόφος. 36

Ποσοστό αγοραζόμενων συμπυκνωμένων ζωοτροφών που χρησιμοποιούνται. Αφορούσε στο ποσοστό των συμπυκνωμένων ζωοτροφών που αγόραζε ο κτηνοτρόφος. Το ετήσιο κόστος των αγοραζόμενων ζωοτροφών. Αφορούσε στο ετήσιο κόστος των ζωοτροφών που αγόραζε ο κτηνοτρόφος για τις διατροφικές ανάγκες των ζώων του. 4.2.3. Συλλογή στοιχείων βλάστησης. Στην περιοχή έρευνας του Δήμου Λαγκαδά Νομού Θεσσαλονίκης με βάση τη σύνθεση και την πυκνότητα της βλάστησης αναγνωρίστηκαν τέσσερις τύποι λιβαδιών: ποολίβαδα, αραιά θαμνολίβαδα, πυκνά θαμνολίβαδα και δασολίβαδα κυρίως οξιάς, καστανιάς και δρυός. Η παρούσα έρευνα εστιάστηκε στα ποολίβαδα της χαμηλής, μεσαίας και υψηλής ζώνης. Σε κάθε λιβαδική μονάδα, στο τέλος της άνοιξης (Μάιος 2014), μετρήθηκαν οι παρακάτω παράμετροι: α) Η κάλυψη του εδάφους με βλάστηση και η συμμετοχή των ειδών στη σύνθεση της βλάστησης (%), με τη μέθοδο της γραμμής και του σημείου (Cook & Stubbendieck, 1986) με τομές βλάστησης μήκους 25 m η κάθε μια. Σε κάθε τομή έγιναν 100 μετρήσεις, οι οποίες λαμβάνονταν συστηματικά (ανά 25 εκ.) με τη βοήθεια μιας βελόνας που μετακινούταν κατακόρυφα πάνω στη γραμμή και καταγραφόταν το πρώτο είδος του φυτού που άγγιζε η άκρη της. Στις περιπτώσεις που το αιχμηρό άκρο δεν άγγιζε κανένα φυτό καταγραφόταν το γυμνό έδαφος (έδαφος ή πέτρα) και η ξηρά ουσία. Με τον τρόπο αυτό, λαμβάνονταν 100 παρατηρήσεις σε κάθε πειραματική επιφάνεια, οι οποίες και αντιστοιχούσαν σε κάλυψη 100%. Τα είδη των φυτών ταξινομήθηκαν σε τέσσερεις κατηγορίες: ετήσια αγρωστώδη, πολυετή αγρωστώδη, ετήσιες πλατύφυλλες πόες και πολυετείς πλατύφυλλες πόες. Συνολικά πάρθηκαν 12 τομές, 6 στη χαμηλή ζώνη (υψόμετρο έως 200 m), 3 στη μεσαία ζώνη (υψόμετρο 200 m 600 m) και 3 στην υψηλή ζώνη (υψόμετρο μεγαλύτερο των 600 m). β) Η ποσότητα της ετήσιας παραγόμενης ποώδους βοσκήσιμης ύλης (kg/στρέμμα). Χρησιμοποιήθηκαν πλαίσια δειγματοληψίας 50 Χ 50 cm. Η υπέργεια ποώδης βιομάζα που περιλαμβανόταν σε κάθε πλαίσιο κοβόταν σε ύψος δυο cm από 37

την επιφάνεια του εδάφους. Τα δείγματα της ζυγίστηκαν χλωρά και κατόπιν ξηράνθηκαν για 48 ώρες στους 65 o C και ζυγίστηκαν για τον προσδιορισμό της ξηρής παραγόμενης ποσότητας βοσκήσιμης ύλης. Συνολικά πάρθηκαν 8 πλαίσια, 4 στη χαμηλή ζώνη (υψόμετρο έως 200 m), 2 στη μεσαία ζώνη (υψόμετρο 200 600 m) και 2 στην υψηλή ζώνη (υψόμετρο μεγαλύτερο των 600 m). 4.3. ΑΝΑΛΥΣΗ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ 4.3.1. Υπολογισμός βοσκοϊκανότητας. Με βάση τα στοιχεία της ετήσιας παραγόμενης ποσότητας βοσκήσιμης ύλης, τη σύνθεση της βλάστησης, τις προτιμήσεις των βοσκόντων ζώων (συντελεστής βοσκησιμότητας) και τις ημερήσιες διατροφικές τους ανάγκες (ένα μικρό ζώο βάρους 50 kg χρειάζεται ημερησίως ποσότητα βοσκήσιμης ύλης ίση με το 3% του βάρους του, δηλαδή 1,5 kg) (Νάστης και Τσιουβάρας, 2009) υπολογίστηκε η βοσκοϊκανότητα σε μικρές ζωικές μονάδες (μζμ) και σε εκτάρια ανά μζμ. 4.3.2. Υπολογισμός βοσκοφόρτωσης. Η διαχρονική εξέλιξη της βοσκοφόρτωσης υπολογίστηκε με συνδυασμό των στοιχείων της εξέλιξης του αριθμού των αγροτικών ζώων με τα στοιχεία της διαχρονικής μεταβολής των βοσκοτόπων. Ως μονάδα μέτρησης της βοσκοφόρτωσης επιλέχτηκε η μικρή ζωική μονάδα (μζμ) ανά εκτάριο, που αντιστοιχεί σε ένα πρόβατο η αίγα ανά εκτάριο ή στο 1/5 μιας αγελάδας ελευθέρας βοσκής ανά εκτάριο. Για τον υπολογισμό του αριθμού των ελευθέρας βοσκής βοοειδών του Δήμου Λαγκαδά χρησιμοποιήθηκαν στοιχεία από το Γραφείο Γεωργίας και Κτηνοτροφίας του Επαρχείου Λαγκαδά, καθώς και προσωπικές μαρτυρίες τοπικών εκπροσώπων αλλά και κτηνοτρόφων της κάθε πρώην κοινότητας, σύμφωνα με τις οποίες για το σύνολο του Δ. Λαγκαδά το ποσοστό των βοοειδών ελευθέρας βοσκής ανέρχεται σε ποσοστό 25% του συνόλου των εκτρεφόμενων βοοειδών. Η τελική τιμή της βοσκοφόρτωσης για κάθε δεκαετία υπολογίστηκε με διαίρεση των μζμ κάθε πρώην Κοινότητας με τη συνολική έκταση των βοσκοτόπων τους. Η συνολική επεξεργασία των αποτελεσμάτων από την απογραφή των στατιστικών κτηνοτροφικών δεδομένων 38

έγινε με τη χρήση των λογιστικών φύλλων του προγράμματος Excel. Η κατά πρώην κοινότητα κατανομή των διαχρονικών μεταβολών της βοσκοφόρτωσης των δύο τοπίων παρουσιάστηκε με τη μορφή χαρτών που εμφάνιζαν τις τάσεις μεταβολής των παραπάνω στοιχείων. Η διαδικασία που ακολουθήθηκε για την παραγωγή των παραπάνω χαρτογραφικών δεδομένων περιλάμβανε την εισαγωγή των σχετικών στοιχείων βοσκοφόρτωσης στο μενού επεξεργασίας των βάσεων δεδομένων (attribute table) του προγράμματος ArcGIS v9.0 και τη χρήση του βασικού μενού του παραπάνω προγράμματος που αναφέρεται στην κατασκευή χαρτών και στην προσθήκη διαγραμμάτων (layout view, ESRI 2004). Με βάση τη βοσκοφόρτωση και βοσκοϊκανότητα, υπολογίστηκε ο λόγος βοσκοφόρτωσης προς τη βοσκοϊκανότητα, το λεγόμενο λιβαδικό αποτύπωμα (Rangeland Footprint), που εκφράζει κατά πόσο η παραγωγικότητα του λιβαδικού οικοσυστήματος, καλύπτει τις ανάγκες των βοσκόντων ζώων κάθε λιβαδικής μονάδας (Κυρκόπουλος, 2012). 4.3.3. Στατιστική ανάλυση. Η στατιστική επεξεργασία των αποτελεσμάτων της έρευνας έγινε με τη βοήθεια του στατιστικού πακέτου SPSS 19.0 (Statistical Package for Social Sciences και του προγράμματος Microsoft Excel 2000. Συγκεκριμένα χρησιμοποιήθηκαν: α) Περιγραφική στατιστική. Έγινε χρήση απλών αλλά και διασταυρούμενων πινάκων (crosstabulations), για συνοπτική ερμηνεία των ερευνητικών δεδομένων αλλά και μέτρων κεντρικής τάσης (αριθμητικός μέσος όρος, τυπική απόκλιση, μέγιστη συχνότητα, επικρατούσα τιμή). Για τη γραφική παρουσίαση των αποτελεσμάτων χρησιμοποιήθηκαν ιστογράμματα και κυκλικά διαγράμματα. β) Μη παραμετρικά κριτήρια. Πρόκειται για στατιστικές μεθόδους ελέγχου υποθέσεων, που δεν απαιτούν υποθέσεις σχετικά με τη φύση του πληθυσμού (Μάτης, 1991). Στην παρούσα μελέτη χρησιμοποιήθηκαν οι μη παραμετρικοί έλεγχοι Χ 2 του Pearson για δύο ανεξάρτητα δείγματα. Επιπλέον ερευνήθηκαν: η απόσταση των κτηνοτροφικών εγκαταστάσεων της περιοχής από τους διαθέσιμους βοσκότοπους, οι θέσεις όπου υπάρχουν ποτίστρες, 39

δεξαμενές και άλλα έργα υποδομής, οι διαθέσιμοι βοσκότοποι αλλά και οι επιλέξιμοι βοσκότοποι, όπως αυτοί ορίζονται σύμφωνα με τον Κανονισμό 1307/2013 και το Ν. 4280/2014. Όλα τα παραπάνω καθώς και η σύνθεση της βλάστησης, αποτυπώθηκαν σε σχετικούς χάρτες με τη βοήθεια του Προγράμματος ArcGIS v9.0. 40

5. ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ-ΣΥΖΗΤΗΣΗ 5.1. ΚΤΗΝΟΤΡΟΦΙΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΗΜΟΥ ΛΑΓΚΑΔΑ Με βάση τα στοιχεία της ΕΣΥΕΑ για τα έτη από το 1961 έως και το 2011 τα ζώα που εκτρέφονταν στον δήμο Λαγκαδά ήταν στην πλειοψηφία τους αιγοπρόβατα (Πίνακας 1). Στο σύνολο τους τα αγροτικά ζώα μειώθηκαν κατά 27,42% από το έτος 1991 έως το 2011 (Πίνακας 1). Στους επιμέρους κλάδους, ο αριθμός των βοοειδών μειώθηκε κατά 21,32%, ο αριθμός των προβάτων κατά 44,35%, ενώ τέλος ο αριθμός των αιγών αν και είχε διαχρονικές αυξομειώσεις αυξήθηκε κατά μέσο όρο 2,32% (Εικόνα 4). Πίνακας 1. Ζωικό κεφάλαιο Δήμου Λαγκαδά ανά κατηγορία ζώου για τα έτη 1961-2011. Βοοειδή Πρόβατα Αίγες Σύνολο 1961 18671 84477 43974 147122 1971 15825 62112 33412 111349 1991 16744 54588 49976 121308 2001 14893 49601 58134 122628 2011 14780 47007 44996 106783 Εικόνα 4. Διαχρονική Τάση των ειδών του ζωικού κεφαλαίου του Δ. Λαγκαδά. 41

Εκτός όμως από τη μεταβολή του ζωικού κεφαλαίου στο σύνολο του Δήμου Λαγκαδά, ενδιαφέρον παρουσίασαν τα στοιχεία των επιμέρους κοινοτήτων (συνολικά 32) όπως αυτά φαίνονται στο ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 2. Ο μεγάλος αριθμός των κοινοτήτων δημιούργησε την ανάγκη να χωριστούν αυτές σε τρεις ζώνες: τη χαμηλή ζώνη όπου ανήκουν οι κοινότητες με υψόμετρο έως 200 m (ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 3), τη μεσαία ζώνη με υψόμετρο 200 m 600 m (ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 4) και την υψηλή ζώνη με υψόμετρο μεγαλύτερο των 600 m (ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 5). Έτσι λοιπόν προέκυψαν συνολικά 13 κοινότητες στην πρώτη ζώνη, 14 κοινότητες στη δεύτερη ζώνη και 5 κοινότητες στην τρίτη ζώνη. Αναφορικά με τη μεταβολή του ζωικού κεφαλαίου παρατηρήθηκε ότι ο συνολικός αριθμός των ζώων μειώθηκε διαχρονικά και στις τρεις αυτές ζώνες, με διαφορετικό όμως ποσοστό για την κάθε μία. Στην πρώτη ζώνη είχαμε μία μείωση της τάξης του 35,57%, στη δεύτερη ζώνη 30,97% και στην τρίτη ζώνη 9,96%. Παρατηρήθηκε δηλαδή ότι η μικρότερη μείωση του ζωικού κεφαλαίου συναντάται στις ορεινές κοινότητες, γεγονός όμως που πρέπει να συνδυαστεί με το συνολικό αριθμό του ζωικού κεφαλαίου στην κάθε ζώνη. Πιο συγκεκριμένα μπορεί η μείωση του ζωικού κεφαλαίου να ήταν μεγαλύτερη στις πεδινές περιοχές, όμως ο συνολικός αριθμός των ζώων έφτανε σε 33.764, ενώ στις ορεινές μετά βίας ξεπερνούσε τα 32.735 ζώα. Αντίστοιχα στη μεσαία ζώνη ο συνολικός αριθμός των αγροτικών ζώων ήταν 40.284, είναι δηλαδή συγκριτικά μεγαλύτερος από τις άλλες δύο ζώνες, παρά το γεγονός ότι παρουσίασε μείωση της τάξης του 30,97% όπως ήδη αναφέρθηκε. Ενδιαφέρον παρουσίασε τέλος η διαχρονική εξέλιξη του κάθε είδους ξεχωριστά. Έτσι στη χαμηλή ζώνη τα βοοειδή αυξάνονται κατά 43% περίπου, ενώ τα πρόβατα μειώνονται κατά 46% και οι αίγες αυξήθηκαν κατά 3,6%. Στη μεσαία ζώνη τα βοοειδή μειώθηκαν κατά 68%, τα πρόβατα κατά 38% και οι αίγες κατά 10%. Αξιοσημείωτο είναι ότι στην υψηλή ζώνη μόνο ο αριθμός των προβάτων μειώθηκε αισθητά κατά 52%, ενώ τα βοοειδή και οι αίγες αυξήθηκαν κατά 50% και 18% αντίστοιχα. Η διαχρονική εξέλιξη του ζωικού κεφαλαίου συνολικά αλλά και κατά κατηγορία ζώου φαίνεται στα τρία διαγράμματα που ακολουθούν. 42

Εικόνα 5. Διαχρονική εξέλιξη ζωικού κεφαλαίου στις πεδινές περιοχές Δ. Λαγκαδά Εικόνα 6. Διαχρονική εξέλιξη ζωικού κεφαλαίου στις ημιορεινές περιοχές Δ. Λαγκαδά. Εικόνα 7. Διαχρονική εξέλιξη ζωικού κεφαλαίου στις ορεινές περιοχές Δ. Λαγκαδά. 43

Όλες αυτές οι μεταβολές αντικατοπτρίζουν μία ουσιαστική μεταβολή της ποιμενικής κτηνοτροφίας, που υποκινείται από τις αυξημένες παραγωγικές απαιτήσεις των ημερών, σε συνδυασμό με τις δημογραφικές αλλαγές που παρουσιάζει η περιοχή έρευνας. Η αντικατάσταση των παραδοσιακών φυλών με νέες πιο αποδοτικές, η ολοένα αυξανόμενη χρήση συμπληρωματικών τροφών στο διαιτολόγιο των αγροτικών ζώων και η όλο και μεγαλύτερη συγκέντρωση των ζώων σε μικρότερες επιφάνειες συνέβαλε ουσιαστικά στην αλλαγή της μορφής των κτηνοτροφικών συστημάτων. Το αποτέλεσμα όλων αυτών είναι η κτηνοτροφία να μετατρέπεται από ένα εκτατικό σύστημα παραγωγής που εξαρτάται αποκλειστικά σχεδόν από τις βοσκόμενες εκτάσεις, σε ένα ημιεντατικό σύστημα για τα αιγοπρόβατα και σε μεγάλο ποσοστό σταβλισμένο για τα βοοειδή, γεγονός που με τη σειρά του οδήγησε στη σταδιακή αύξηση του ποσοστού των θαμνολίβαδων σε βάρος των ποολίβαδων, καθώς και την υπέρμετρη πύκνωσή τους (αποτελέσματα Ερευνητικού Προγράμματος VISTA 2003-2005). Αντίστοιχα οι Tranter et. al (2007) αναφέρουν για την τελευταία δεκαετία, μείωση της εκτατικής προβατοτροφίας κατά 14% σε Ηνωμένο Βασίλειο, Γερμανία και Πορτογαλία. Οι Toro-Mujica et. al (2015) σε έρευνα στην Ανδαλουσία της Ισπανίας μιλούν για μείωση της τάξης του 42% στον αριθμό των εκμεταλλεύσεων εκτροφής προβάτων, που συνοδεύεται με μείωση του ζωικού κεφαλαίου, η οποία δικαιολογείται από την αποσύνδεση των επιδοτήσεων στην εκτροφή των προβάτων, την αύξηση του κόστους εκτροφής, καθώς και την μείωση στην κατανάλωση πρόβειου κρέατος (Atance, 2001, Gürsoy, 2006, García-Brenes, 2009, Chamorro et al., 2012). Συμπερασματικά λοιπόν, το ζωικό κεφάλαιο του Δ. Λαγκαδά υπέστη μείωση στο σύνολό του από το έτος 1961 έως και το έτος 2011. Η μείωση αυτή ήταν εμφανής και στις τρεις υψομετρικές ζώνες (πεδινή, ημιορεινή, ορεινή), ενώ παρουσιάστηκε εντονότερη στον αριθμό των προβάτων, σε σχέση με τον αντίστοιχο των βοοειδών, με τις αίγες να διαφοροποιούνται, καταγράφοντας μάλιστα μία μικρή αύξηση της τάξης του 2,32%. 5.2. ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΗ ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΗΣ ΒΟΣΚΟΦΟΡΤΩΣΗΣ Προκειμένου να παρουσιαστεί η διαχρονική εξέλιξη της έντασης της βόσκησης για τις δεκαετίες από το 1961 έως και το 2011, έγινε καταγραφή της μεταβολής του αριθμού των αγροτικών ζώων (βοοειδή, πρόβατα και αίγες) και της 44

δομής των κτηνοτροφικών εκμεταλλεύσεων σε κάθε πρώην κοινότητα του Δήμου Λαγκαδά (πίνακας 2). Όπως ήδη έχει αναφερθεί δεν κατέστη δυνατή η καταγραφή των στοιχείων κτηνοτροφίας της ΕΣΥΕ ανά πρώην κοινότητα για το έτος 1981, αφού για το έτος αυτό η ΕΣΥΕ δεν εξέδωσε αναλυτικά στοιχεία των δεδομένων ανά κοινότητα. Η καταγραφή της έκτασης των βοσκοτόπων ανά πρώην κοινότητα προήλθε από τα δελτία απογραφής των βασικών κατηγοριών των χρήσεων γης για τα έτη 1961, 1971, 1991, ενώ για τα έτη 2001 και 2011 εκτιμήθηκε με βάση το μοντέλο των Chouvardas & Vrahnakis (2009), όπου υπολογίστηκε για κάθε δεκαετία μείωση των βοσκούμενων εκτάσεων του δήμου Λαγκαδά κατά ένα ποσοστό της τάξης του 10% και μετά από επιβεβαίωση από τους αρμόδιους φορείς του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης & Τροφίμων. Βάση των συγκριτικών στοιχείων της έρευνας το σύνολο των κοινοτήτων του Δ. Λαγκαδά, με εξαίρεση τις κοινότητες του πρώην Δ. Σοχού (Σοχός, Ασκός, Κρυονέρι), παρουσίασε μία σταθερή κατάσταση βοσκοφόρτωσης (ΧΑΡΤΗΣ Ι). Οι κοινότητες δηλαδή στις οποίες από το έτος 1961 παρατηρήθηκε έντονη βόσκηση, κυρίως στις πεδινές περιοχές γύρω από τη λίμνη Κορώνεια (πρώην κοινότητες Δήμων Λαγκαδά, Ασσήρου και Κορώνειας), αυτό εξακολούθησε και μέχρι το έτος 2011. Επίσης οι κοινότητες με χαμηλή ή κανονική βοσκοφόρτωση διατήρησαν ή μετέβαλαν ελάχιστα την ένταση αυτή διαχρονικά έως το έτος 2011 (ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 5). Γενικότερα, με εξαίρεση τις κοινότητες Σοχού, Ασκού και Κρυονερίου, οι ορεινές κοινότητες του Δ. Λαγκαδά παρουσίασαν μία πτώση των τιμών της βοσκοφόρτωσης από το έτος 1961 έως το 2011, γεγονός που μπορεί να δικαιολογηθεί από την έντονη μετακίνηση του πληθυσμού κατά τη χρονική αυτή περίοδο από τις ορεινές στις πεδινές, παραλίμνιες περιοχές, που με τη σειρά της οδήγησε σε μείωση των απασχολούμενων στον πρωτογενή τομέα, με ταυτόχρονη μείωση του αριθμού των αγροτικών ζώων που εκτρέφονται σ αυτές τις περιοχές (ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 2). Η εξαίρεση των κοινοτήτων του πρώην Δήμου Σοχού, που αν και ορεινές κοινότητες όχι μόνο διατήρησαν αλλά και αύξησαν τα υψηλά ποσοστά βοσκοφόρτωσης, ερμηνεύτηκε από το γεγονός ότι η συγκεκριμένη περιοχή παρουσιάζει κοινωνική και διοικητική οργάνωση παρόμοια με αυτή των πεδινών παραλίμνιων περιοχών. Στα όρια της Δημοτικής Ενότητας Σοχού λειτουργούν:1 Κρατικός Παιδικός Σταθμός, 2 Νηπιαγωγεία, 2 Δημοτικά Σχολεία, Γυμνάσιο και Λύκειο. Οι Δομές Υγείας υποστηρίζονται από το Κέντρο Υγείας Σοχού, ενώ επίσης υπάρχει Αστυνομικό Τμήμα, Ειρηνοδικείο, Υποθηκοφυλακείο, Τραπεζικό Κατάστημα, Λαογραφικό 45

Μουσείο Τοπικής Εμβέλειας και μέχρι τη δεκαετία του 90 λειτουργούσε εργοστάσιο κατασκευής ετοίμων ενδυμάτων με έντονη εξαγωγική δραστηριότητα. που πρόσφερε εργασία σε μεγάλο αριθμό κατοίκων. Επίσης κατά τα έτη 1978-1990 υπήρξε έντονη δραστηριότητα ανακατασκευής των παλαιών κτιρίων, γεγονός που επίσης δημιούργησε πολλές θέσεις εργασίας. Ένας άλλος παράγοντας που συντέλεσε στη διατήρηση του πληθυσμού στις περιοχές αυτές, είναι η ενασχόληση των κατοίκων με δυναμικές καλλιέργειες, όπως τα οπωροκηπευτικά. Τέλος η περιοχή ενισχύεται δυναμικά από το θρησκευτικό τουρισμό, με την παρουσία δύο Μοναστηριών. Από τα στοιχεία των προηγούμενων ενοτήτων σχετικά με μεταβολή του κτηνοτροφικού κεφαλαίου και της βοσκοφόρτωσης για την περιοχή έρευνας προκύπτει ότι η κτηνοτροφική δραστηριότητα με την πάροδο των ετών (1961-2011), υπέστη συνεχείς αλλαγές, τόσο ως προς το μέγεθος και τη διασπορά των κτηνοτροφικών εκμεταλλεύσεων, όσο και ως προς τη μορφή των κτηνοτροφικών συστημάτων. Οι δημογραφικές και κοινωνικοοικονομικές αλλαγές, που εκφράζονται με τη συνεχόμενη μείωση των απασχολούμενων στον πρωτογενή τομέα της οικονομίας, τη σταδιακή γήρανση του πληθυσμού στις ορεινές κυρίως περιοχές, οδήγησε στη μείωση της βοσκοφόρτωσης στις ορεινές περιοχές και στην ανατροπή των παραδοσιακών μορφών των κτηνοτροφικών συστημάτων 5.3. ΕΡΓΑ ΥΠΟΔΟΜΗΣ ΘΕΣΕΙΣ ΣΤΑΒΛΙΚΩΝ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΕΩΝ Στα όρια της περιοχής μελέτης εκτιμήθηκε ότι το ποσοστό των σταβλικών εγκαταστάσεων που ήταν τοποθετημένες σε περιοχές πλην των γεωργικών, μόλις που άγγιζε το 35%. Οι κτηνοτρόφοι προτιμούσαν να έχουν τις στάνες και τους στάβλους τους σε περιοχές που καλύπτονταν από αροτριαίες εκτάσεις και που γειτνίαζαν σε οδικό δίκτυο, επαρχιακό ή αγροτικό (Eικόνα 8). 46

Εικόνα 8: Χωρική κατανομή των σταβλικών εγκαταστάσεων στο Δ. Λαγκαδά. Αυτό βέβαια είναι άκρως δικαιολογημένο, αν σκεφτεί κανείς ότι σε αντίθετη περίπτωση κατά τους χειμερινούς μήνες, μετά από έντονες βροχοπτώσεις, δημιουργούνται προβλήματα προσέγγισης των εγκαταστάσεων. Είναι γεγονός ότι η απόσταση από τη στάνη παίζει καθοριστικό ρόλο στη βόσκηση των κτηνοτροφικών ζώων. Πιο συγκεκριμένα τα πρόβατα βόσκουν πολύ κοντά στη στάνη κατά τη διάρκεια του χειμώνα, λόγω της ανάγκης εξασφάλισης καταφυγίου, ενώ το καλοκαίρι, προτιμούν να βόσκουν κοντά στις ποτίστρες, γιατί έχουν μεγαλύτερες ανάγκες σε νερό (Putfarken et al., 2008). Οι στάνες επηρεάζουν τη διασπορά γιατί αποτελούν χώρο συγκέντρωσης των ζώων, αφού έχει βρεθεί ότι η πίεση βοσκής είναι μεγαλύτερη όσο πλησιάζουμε προς αυτές με αρνητικές συνέπειες στη βλάστηση (Ispikoudis et al., 1999, Kourakli et al., 2005, Papanastasis et al., 2009β). Επίσης, η χωροθέτηση των λιβαδιών με την κατασκευή φραχτών έχει σημαντική επίδραση στη βόσκηση, η οποία σε μερικές περιπτώσεις, σύμφωνα με τους Putfarken et al. (2008), επηρεάζει σημαντικότερα τη συμπεριφορά των ζώων ακόμη και από τη σύνθεση και τη δομή της βλάστησης. Εντούτοις, η βλάστηση, σε συνδυασμό με τις τροφικές προτιμήσεις ενός ζώου, είναι καθοριστική για το περιβάλλον, στο οποίο θα βοσκήσουν. Ο Bailey (2001) αναφέρει, ότι η τοποθέτηση ζωοτροφών σε στρατηγικές θέσεις στα λιβάδια προσελκύει τα ζώα, επηρεάζει την κίνηση των κοπαδιών και αυξάνει την αξιοποίηση των λιβαδιών. Το γεγονός που ίσως δεν μπορεί να δικαιολογηθεί είναι ότι στην περιοχή μελέτης τα έργα υποδομής που είχαν κατά καιρούς κατασκευαστεί από τους 47

αρμόδιους φορείς (κυρίως οι ποτίστρες) βρίσκονταν επίσης σε περιοχές που γειτνίαζαν σε οδικό δίκτυο, επαρχιακό ή αγροτικό (Χάρτης ΙΙ), με την πλειονότητά τους να βρίσκονται εκτός λιβαδικών εκτάσεων. Υπήρχαν βέβαια και ποτίστρες κατασκευασμένες σε περιοχές που καλύπτονταν από φυσικούς βοσκότοπους, αλλά στο σύνολό τους αποτελούσαν ένα μικρό ποσοστό που μόλις έφτανε το 21% (Eικόνα 9). Αναμφισβήτητα η κατασκευή και τοποθέτηση έργων υποδομής είναι ένας παράγοντας που επηρεάζει σημαντικά τη διασπορά των κοπαδιών στο χώρο. Η επίδραση των έργων υποδομής διαφέρει ανάλογα με το είδος του ζώου και την εποχή. Εικόνα 9: Χωρική κατανομή ποτιστρών στο Δ. Λαγκαδά. Όλα όσα παραπάνω αναφέρθηκαν, σε συνδυασμό με το μεγάλο αριθμό κοπαδιών που υπήρχαν σε κάποιες κοινότητες και την ανεπαρκή έκταση φυσικών βοσκοτόπων, δημιούργησε μία άνιση κατανομή των αγροτικών ζώων στις διαθέσιμες εκτάσεις βοσκής, γεγονός που με τη σειρά του οδήγησε στο φαινόμενο της έντονης βοσκοφόρτωσης των περιοχών που φέρουν το σύνολο των χαρακτηριστικών που πιο πάνω αναφέρθηκαν. Πιο συγκεκριμένα αυτό φάνηκε να συμβαίνει στις κοινότητες της χαμηλής ζώνης που βρίσκονταν γύρω από τη Λίμνη Κορώνεια, στις ορεινές κοινότητες του πρώην Δήμου Σοχού και στις κοινότητες Κριθιάς, Αδάμ και Καλαμωτού (ΧΑΡΤΗΣ Ι). Γίνεται λοιπόν αντιληπτό ότι ακόμη και σε περιοχές που εμφάνιζαν χαμηλές τιμές βοσκοφόρτωσης, η ένταση της βόσκησης ήταν ιδιαίτερα υψηλή γύρω από τις σταβλικές εγκαταστάσεις και τα έργα υποδομής. 48

Οι Putfarken et al. (2008) αναφέρουν, ότι οι ποτίστρες παίζουν καθοριστικό ρόλο στη διασπορά των βοοειδών, τόσο το χειμώνα, όσο και το καλοκαίρι, αφού η βόσκηση συγκεντρωνόταν γύρω από αυτές, ενώ για τα πρόβατα η επίδραση αυτή παρουσιαζόταν μόνο το καλοκαίρι. Ο βαθμός της επίδρασης όμως είναι μικρότερος σε είδη τα οποία έχουν μικρότερες απαιτήσεις σε νερό, όπως οι αίγες, οι οποίες μπορούν να βόσκουν για περισσότερο χρόνο καταναλώνοντας λιγότερο νερό (Silanikove, 2000). Οι Pinchak et al. (1991) αναφέρουν, ότι τα βοοειδή δε μετακινούνταν σε αποστάσεις μεγαλύτερες των 366 μέτρων από το νερό παρά μόνο όταν η βοσκήσιμη ύλη ήταν πολύ μειωμένη. Επίσης, ο Bailey (2005) αναφέρει, ότι η οριζόντια και κάθετη απόσταση από τις πηγές νερού είναι σημαντικές στη διασπορά των ζώων και πρέπει να συνδυάζονται με παράγοντες της τοπογραφίας, όπως η κλίση προκειμένου να εξασφαλιστεί ικανοποιητική αξιοποίηση των διαφορετικών πηγών τροφής. Ο Ευαγγέλου (2005), εκτίμησε τον κίνδυνο ερημοποίησης σε περιοχές της επαρχίας Λαγκαδά και κατέληξε στο γεγονός ότι υπήρχε αυξημένη ευαισθησία σε περιοχές προσέλκυσης των ζώων (ποτίστρα, στάνη, θέση ξεκούρασης κλπ), ακόμη και σε περιοχές που δεν είχαν μεγάλη βοσκοφόρτωση. Αυτό αποδόθηκε στην πυοσφαιρική επίδραση που ασκούν τα ζώα γύρω από τις θέσεις αυτές και αποτελεί κρίσιμο παράγοντα για την εφαρμοζόμενη διαχείριση, καθώς δημιουργούνται «σημειακές» θέσεις έντονα υποβαθμισμένες (Kourakli et al., 2005, Papanastasis et al., 2009β). Οι Ispikoudis et al. (1999) αναφέρουν, ότι το είδος του ζώου επιδρά διαφορετικά στη βλάστηση γύρω από τη στάνη. Έτσι η βόσκηση από πρόβατα φαίνεται να οδηγεί σε ομογενοποίηση του τοπίου, ενώ ο συνδυασμός προβάτων με αίγες οδηγεί σε πιο ετερογενείς καταστάσεις. Σύμφωνα με τους Papanastasis et al. (2009β), το ύψος της θαμνώδους βλάστησης είναι μικρότερο κοντά στις στάνες, με αποτέλεσμα η διαθέσιμη βοσκήσιμη ύλη να είναι μεγαλύτερη και να προτιμάται από τις αίγες, σε σχέση με την υψηλότερη βλάστηση που βρίσκεται σε μεγαλύτερες αποστάσεις. Οι Akasbi et al. (2012) με τη σειρά τους αναφέρουν ότι η μεγαλύτερη ένταση βόσκησης βρίσκεται σε απόσταση 250 μέτρων από τη στάνη και μειώνεται με την απομάκρυνση από αυτή, ενώ οι Bisigato & Bertiller (1997), ότι η ένταση της βόσκησης μειωνόταν με την αύξηση της απόστασης από μία ποτίστρα, αλλά μέχρι και τα 600 μέτρα. Σύμφωνα με τον Thornes (2007), η απώλεια της βιομάζας σε μια περίοδο βόσκησης είναι μεγαλύτερη πιο κοντά στη στάνη, γεγονός που αναφέρεται ως αποτέλεσμα του μεγαλύτερου ρυθμού κατανάλωσης της βλάστησης από τα ζώα. 49

Οι Roder et al. (2007), χρησιμοποιώντας την ξυλώδη κάλυψη της βλάστησης ως δείκτη της πίεσης βοσκής διαπίστωσαν τη μείωση της βόσκησης με την απομάκρυνση από τη στάνη. Τέλος σύμφωνα με τους Putfarken et al. (2008), η επίδραση των σημείων προσέλκυσης των ζώων παρουσιάζει εποχιακή μεταβολή, καθώς η συχνότητα εμφάνισης των κοπαδιών κοντά στις στάνες και τις ποτίστρες μεταβάλλεται ανάλογα με τις ανάγκες τους, π.χ. αυξημένες ανάγκες για νερό το καλοκαίρι, σε αντίθεση με τις αυξημένες ανάγκες για καταφύγιο τους χειμερινούς μήνες. Οι ιδιαίτερα υψηλές τιμές βοσκοφόρτωσης που βρέθηκαν κυρίως στις παραλίμνιες περιοχές με χαμηλό υψόμετρο, σε συνδυασμό με την κατασκευή τόσο των σταβλικών εγκαταστάσεων, όσο και των έργων υποδομής σε εκτάσεις πλην των λιβαδικών, δημιούργησαν μία ασφυκτική κατάσταση, γεγονός που από μόνο του υπαγορεύει την ανάγκη διασποράς των έργων υποδομής (υφιστάμενων και νέων) σε θέσεις που να καλύπτουν όλο το εύρος των φυσικών βοσκοτόπων. 5.4. ΚΑΛΥΨΗ ΕΔΑΦΟΥΣ ΣΥΝΘΕΣΗ ΒΛΑΣΤΗΣΗΣ Όπως ήδη αναφέρθηκε στο κεφάλαιο 3, στην περιοχή έρευνας του Δήμου Λαγκαδά Νομού Θεσσαλονίκης με βάση τη σύνθεση και την πυκνότητα της βλάστησης αναγνωρίστηκαν τέσσερις τύποι λιβαδιών: ποολίβαδα, αραιά θαμνολίβαδα, πυκνά θαμνολίβαδα και δασολίβαδα κυρίως οξιάς, καστανιάς και δρυός (Ζαρόβαλη κ.α., 2004). Η παρούσα έρευνα εστιάστηκε στα ποολίβαδα της χαμηλής, μεσαίας και υψηλής ζώνης, που ανέρχονται συνολικά σε 82.267 στρέμματα (Corine Land Cover 2000). Σε όλες τις ζώνες βρέθηκαν ποσοστά κάλυψης του εδάφους με βλάστηση μεγαλύτερα του 75% (Πίνακας 2), γεγονός ιδιαίτερα ικανοποιητικό αν λάβει κανείς υπόψη του ότι η κάλυψη του εδάφους με βλάστηση εκφράζει την ικανότητα εγκατάστασης των φυτών και το αυξητικό δυναμικό τους και αποτελεί δείκτη προστασίας του εδάφους από τη διάβρωση (Κούκουρα, 1999). 50

Πίνακας 2. Ποσοστά κάλυψης (%) του εδάφους με βλάστηση ανά ζώνη της περιοχής έρευνας του Δήμου Λαγκαδά το 2014. Ζώνη Συνολική Ξηρή Γυμνό Πέτρες κάλυψη (%) ουσία (%) έδαφος(%) (%) Χαμηλή 90,40 6,20 2,20 1,20 Μεσαία 75,00 20,00 4,33 0,67 Υψηλή 87,33 10,00 2,67 0,00 Αναφορικά με τη σύνθεση της βλάστησης, στη χαμηλή ζώνη βρέθηκε να επικρατούν τα ετήσια αγρωστώδη με ποσοστό 36,2% και ακολουθούν οι πολυετείς πλατύφυλλες πόες (20,40%), οι ετήσιες πλατύφυλλες πόες (20,20%) και τέλος τα πολυετή αγρωστώδη (17,20%). Στη μεσαία ζώνη τα ετήσια αγρωστώδη συμμετείχαν με ποσοστό 28,67%, ενώ ακολουθούσαν οι ετήσιες πλατύφυλλες πόες ( 19,33%), τα πολυετή αγρωστώδη (15,33%) και τέλος οι πολυετείς πλατύφυλλες πόες (11,67%). Αντίστοιχα για την υψηλή ζώνη τα πολυετή αγρωστώδη (33,67%) ακολουθούνται από τις πολυετείς πλατύφυλλες πόες (29,33%) και τις ετήσιες πλατύφυλλες πόες (24,33%), ενώ δεν βρέθηκαν ετήσια αγρωστώδη. Με βάση αδημοσίευτα στοιχεία του Ευρωπαϊκού Ερευνητικού Προγράμματος GEORANGE (2001) που εκπονήθηκε από το Εργαστήριο Λιβαδικής Οικολογίας του Α.Π.Θ. στις ίδιες ακριβώς θέσεις και παρατηρώντας τη διαχρονική εξέλιξη της κάλυψης της βλάστησης στις τρεις υψομετρικές ζώνες του Δήμου Λαγκαδά από το έτος 2001 έως σήμερα (ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 6), παρατηρήθηκε μία γενικότερη αύξηση της φυτοκάλυψης (με ταυτόχρονη αύξηση τόσο των αγρωστωδών, όσο και των πλατύφυλλων ειδών), που ποσοστιαία ανήρθε στο 38,45% στη χαμηλή ζώνη και 10,34%, 16,56% για τη μεσαία και υψηλή ζώνη αντίστοιχα. Όσον αφορά τα επιμέρους είδη, η εκπροσώπηση των ετησίων αγρωστωδών έγινε από τα είδη Αegilops sp, Αvena sp, Bromus sp και Cynosurus echinatus, των πολυετών αγρωστωδών από τα είδη Chrisopogon sp, Anthoxanthum odoratum, Lolium perenne, Dactylis glomerata, Festuca valesiaca και Carex sp, των ετησίων πλατύφυλλων κυρίως από την οικογένεια Trifolium αλλά και το Plantago sp, το Cardus defloratus, τo Tuberaria guttata και τo Minuartia sp και τέλος των πολυετών πλατύφυλλων από τα είδη Hieracium spp, Sanguisorba minoe, 51

Trifolium repens, Potentila sp, Medicako sp και Prunella sp. Η έντονη παρουσία του ετήσιου πλατύφυλλου Plantago sp στην υψηλή ζώνη αποτελεί δείκτη υπερβόσκησης, αφού όπως είναι γνωστό με την έντονη βόσκηση ευνοούνται συνήθως ετήσια ανεπιθύμητα είδη σε βάρος επιθυμητών πολυετών (Παπαναστάσης και Νοϊτσάκης, 1992). Δύο ακόμη χαρακτηριστικά της υψηλής ζώνης ήταν η απουσία ετησίων αγρωστωδών και η γενικότερη επικράτηση μη επιθυμητών για βόσκηση ειδών (Πίνακας 3). Γενικότερα λοιπόν, για το σύνολο των ποολίβαδων του Δήμου Λαγκαδά παρατηρήθηκε μία αύξηση της φυτοκάλυψης κατά την τελευταία δεκαετία (2001-2011), που μάλιστα στη χαμηλή και την υψηλή ζώνη άγγιξε το 90%, η οποία συνοδεύτηκε με την αύξηση των αγρωστωδών αλλά και των πλατύφυλλων ειδών. Εξάλλου σύμφωνα με τα αποτελέσματα του Ερευνητικού Προγράμματος VISTA (2003-2005), που στόχος του ήταν η εκτίμηση της ευπάθειας των υπηρεσιών που προσφέρουν τα οικοσυστήματα στη γεωργία, την κτηνοτροφία και τον τουρισμό εξαιτίας των αλλαγών στις χρήσεις γης, για τα ποολίβαδα της περιοχής έρευνας βρέθηκε ότι αν και κάλυπταν μικρή έκταση, είχαν μεγάλη ποικιλία φυτικών ειδών (ψυχρόβια και θερμόβια), η λιβαδική τους κατάσταση ήταν καλή προς μέτρια και μόνο το 25% χαρακτηρίστηκαν ως υποβαθμισμένα. 52

Πίνακας 3: Επικρατέστερα λιβαδικά φυτά στα ποολίβαδα του Δήμου Λαγκαδά (2014). Υψομετρικές ζώνες Είδη Χαμηλή Μεσαία Υψηλή Γενικά 1 2 3 Aegilops sp Avena sp Carex sp Thymus sibthorpii Anthoxanthum odoratum Festuca valesiaca Trifolium campestre Aira sp Potentila sp Ετήσια Αγρωστώδη 1 2 3 Πολυετή Αγρωστώδη Αγρωστωειδή 1 2 3 Ετήσια Πλατύφυλλα 1 2 3 Πολυετή Πλατύφυλλα 1 2 3 Aegilops sp Avena sp ΔΕΝ ΒΡΕΘΗΚΕ Avena sp Bromus sp ΔΕΝ ΒΡΕΘΗΚΕ Cynosurus echinatus Aegilops sp ΔΕΝ ΒΡΕΘΗΚΕ Chrisopogon sp Anthoxanthum odoratum Festuca sp Anthoxanthum odoratum Chrisopogon grylus Carex sp Lolium perenne Dactylis glomerata Festuca valesiaca Trifolium campestre Trifolium arvense Plantago spp Cardus defloratus Tuberaria guttata Trifolium arvense Trifolium arvense Trifolium in Minuartia sp Thymus sibthorpii Thymus sibthorpii Hieracium sp Sanguisorba minor Trifolium repens Potentila sp Medicago sp ΔΕΝ ΒΡΕΘΗΚΕ Prunella sp 53

5.5.ΕΚΤΙΜΗΣΗ ΒΟΣΚΟΪΚΑΝΟΤΗΤΑΣ Η βοσκοϊκανότητα ακολουθεί την πορεία της λιβαδικής παραγωγής, καθώς η τιμή της καθορίζεται από την ποσότητα της λιβαδικής παραγωγής που επιτυγχάνεται (Holechek et al., 1995, Σαρλής, 1998). Ο καθορισμός της βοσκοϊκανότητας είναι ιδιαίτερης σημασίας για την ορθολογική διαχείριση των λιβαδιών καθώς η υπερβόσκηση που προκύπτει από την αποτυχία εφαρμογής ορθού συστήματος διαχείρισης συνεπάγεται σοβαρές οικονομικές και οικολογικές απώλειες (Holechek, 1988; Ward, 1998; Holechek & Galt, 2000). Με βάση τα στοιχεία της ετήσιας παραγόμενης ποσότητας βοσκήσιμης ύλης, τη σύνθεση της βλάστησης, τις προτιμήσεις των βοσκόντων ζώων (συντελεστής βοσκησιμότητας) και τις ημερήσιες διατροφικές τους ανάγκες (ένα μικρό ζώο βάρους 50 kg χρειάζεται ημερησίως ποσότητα βοσκήσιμης ύλης ίση με το 3% του βάρους του, δηλαδή 1,5 kg) (Νάστης και Τσιουβάρας, 2009) υπολογίστηκε η βοσκοϊκανότητα σε μικρές ζωικές μονάδες (μζμ) ανά εκτάριο (ha) και για τις τρεις υψομετρικές ζώνες (πίνακας 3). Στη χαμηλή ζώνη ανήλθε σε 3,75 μζμ/ha, στη μεσαία ζώνη σε 3,47 μζμ/ha, ενώ στην υψηλή ζώνη μόλις που έφτασε τα 1,43 μζμ/ha (Πίνακας 4.). Πίνακας 4: Βοσκοϊκανότητα στις τρεις υψομετρικές ζώνες στα ποολίβαδα του Δήμου Λαγκαδά (2014). Ζώνη Βοσκοϊκανότητα (σε μζμ/ha) Χαμηλή 3,75 Μεσαία 3,47 Υψηλή 1,43 Με βάση τη βοσκοφόρτωση και βοσκοϊκανότητα, υπολογίστηκε το λιβαδικό αποτύπωμα (Rangeland Footprint) (Πίνακας 5). Όπως αναφέρουν σε σχετική μελέτη οι Koukoura et al. (2012), όταν η τιμή αυτού του δείκτη είναι κοντά στη μονάδα, τότε αποτελεί δείκτη αειφορικής διαχείρισης των λιβαδιών. 54

Πίνακας 5: Λιβαδικό αποτύπωμα στις κοινότητες του Δ. Λαγκαδά. Κοινότητες χαμηλής ζώνης Λιβαδικό αποτύπωμα Κοινότητες μεσαίας ζώνης Λιβαδικό αποτύπωμα Κοινότητες υψηλής ζώνης Λιβαδικό αποτύπωμα ΛΑΓΚΑΔΑΣ 5,160 ΑΔΑΜ 1,253 ΣΟΧΟΣ 2,818 ΑΓ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ 0,995 ΑΡΔΑΜΕΡΙ 1,051 ΒΕΡΤΙΣΚΟΣ 0,134 ΑΝΑΛΗΨΗ 1,228 ΑΣΚΟΣ 0,907 ΚΑΡΤΕΡΑΙ 0,728 ΑΣΣΗΡΟΣ 0,079 ΕΞΑΛΟΦΟΣ 0,235 ΚΡΥΟΝΕΡΙ 3,815 ΒΑΣΙΛΟΥΔΙ 0,996 ΞΥΛΟΥΠΟΛΗ 0,517 ΟΣΣΑ 0,679 ΓΕΡΑΚΑΡΟΥ 2,059 ΚΑΛΑΜΩΤΟ 1,669 ΗΡΑΚΛΕΙΟ 3,676 ΚΡΙΘΙΑ 3,650 ΚΑΒΑΛΑΡΙ 1,228 ΛΑΧΑΝΑΣ 0,618 ΚΟΛΧΙΚΟ 1,540 ΛΕΥΚΟΧΩΡΙ 0,296 ΛΑΓΥΝΑ 0,566 ΛΟΦΙΣΚΟΣ 0,327 ΛΑΓΚΑΔΙΚΙΑ 2,983 ΝΙΚΟΠΟΛΗ 0,007 ΠΕΡΙΒΟΛΑΚΙ 0,231 ΠΕΤΡΟΚΕΡΑΣΑ 0,000 ΧΡΥΣΑΥΓΗ 0,476 ΣΑΡΑΚΗΝΑ 0,000 ΖΑΓΚΛΙΒΕΡΙ 0,828 Με βάση τα στοιχεία του πίνακα 5, εκτιμήθηκε τελικά ότι από το σύνολο των κοινοτήτων της περιοχής έρευνας μόλις 13 είναι αυτές που παρουσίαζαν τιμή βοσκοφόρτωσης μεγαλύτερη από αυτή της βοσκοϊκανότητας. Ιδιαίτερα για τις κοινότητες που ο δείκτης ήταν κατά πολύ μεγαλύτερος της μονάδας υπήρχε έντονο πρόβλημα βοσκοφόρτωσης με αποτέλεσμα την καταστροφή της βλάστησης, τη διάβρωση του εδάφους και την αλλοίωση των υδρολογικών λειτουργιών του (Παπαναστάσης και Νοϊτσάκης, 1992). Για την υψηλή ζώνη ήταν οι κοινότητες Σοχού και Κρυονερίου, για τη μεσαία ζώνη οι κοινότητες Αδάμ, Αρδαμερίου, Καλαμωτού και Κριθιάς, ενώ για τη χαμηλή ζώνη οι κοινότητες Λαγκαδά, Ανάληψης, Γερακαρού, Ηρακλείου, Καβαλαρίου, Κολχικού και Λαγκαδικίων. Τα στοιχεία αυτά παρουσίαζαν πλήρη ταύτιση με τα αυτά που παρουσιάστηκαν στους διαχρονικούς χάρτες βοσκοφόρτωσης, με τις κοινότητες που βρίσκονταν στα πεδινά και περιμετρικά της Λίμνης Κορώνειας να αντιμετωπίζουν τα πιο σοβαρά προβλήματα, με τιμές βοσκοφόρτωσης που άγγιζαν ακόμη και τις 20 μzm/hα (κοινότητα Λαγκαδά). Αξιοσημείωτο όμως ήταν ότι με εξαίρεση ίσως τη χαμηλή 55

ζώνη που από σύνολο 13 κοινοτήτων οι 7 παρουσίαζαν έντονο πρόβλημα, στις υπόλοιπες δύο ζώνες σε σύνολο 19 κοινοτήτων οι 13 είχαν ιδιαίτερα χαμηλή βοσκοφόρτωση (πολύ χαμηλότερα επίπεδα από αυτά της βοσκοϊκανότητας). Μία σωστή λοιπόν κατανομή των κοπαδιών στις όμορες κοινότητες θα μπορούσε πολύ εύκολα να λύσει τα προβλήματα που εντοπίστηκαν, περιορίζοντας στο ελάχιστο οικονομικές και οικολογικές απώλειες. Τα πράγματα δεν ήταν τόσο απλά για τη χαμηλή ζώνη, όπου τα πραγματικά δεδομένα έδειξαν την ανάγκη μιας ολοκληρωτικής αναδιάρθρωσης των κτηνοτροφικών εκμεταλλεύσεων σε συνδυασμό με το σχεδιασμό βελτίωσης της κατάστασης των βοσκούμενων εκτάσεων. Σε αντίθετη περίπτωση οδηγούμαστε σε υποβάθμιση του δυναμικού παραγωγής των βοσκοτόπων, με την επικράτηση ανεπιθύμητων ειδών, που μειώνουν τη βοσκοϊκανότητα και τη βιοποικιλότητα, σε επιλεκτική χρησιμοποίηση της έκτασης των βοσκοτόπων και τελικά σε σταδιακή εγκατάλειψη των βοσκοτόπων από τους κτηνοτρόφους, η οποία συνοδεύεται από πλήθος αρνητικών επιπτώσεων στις υπηρεσίες του οικοσυστήματος της περιοχής. 5.6.ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΕΡΩΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟΥ. 5.6.1. Προφίλ της κτηνοτροφικής εκμετάλλευσης. Από το σύνολο των 152 κτηνοτροφικών εκμεταλλεύσεων ποσοστό 44,1% βρέθηκε να υφίστανται για χρονικό διάστημα κάτω των 10 ετών, ποσοστό 36,1% από 10 έως 20 έτη, ποσοστό 15,1% από 20 έως 30 έτη, ενώ μόλις ένα ποσοστό 9,2% λειτουργούσε πάνω από 30 έτη. Μετά από έλεγχο Χ 2 του Pearson για δύο ανεξάρτητα δείγματα, αποδείχτηκε ότι η κατανομή αυτή ήταν ανεξάρτητη της θέσης της κτηνοτροφικής εκμετάλλευσης (Εικόνα 10), εάν βρισκόταν δηλαδή στη χαμηλή, τη μεσαία ή την υψηλή ζώνη (Χ 2 =8.052, ΒΕ= 6, p=0.234). Αναφορικά με την άδεια λειτουργίας, από το σύνολο του δείγματος ποσοστό 66% είχε άδεια λειτουργίας, ενώ το υπόλοιπο 34% στερούνταν άδειας. Η κατανομή των κτηνοτροφικών εκμεταλλεύσεων του Δ. Λαγκαδά που έχουν άδεια λειτουργίας στις τρεις υψομετρικές ζώνες φαίνεται στην εικόνα 11. 56

Εικόνα 10. Κατανομή των κτηνοτροφικών εκμεταλλεύσεων του Δ. Λαγκαδά στις υψομετρικές ζώνες βάση παλαιότητάς. Εικόνα 11. Ποσοστό κτηνοτροφικών εκμεταλλεύσεων του Δ. Λαγκαδά που έχουν άδεια λειτουργίας στις τρεις υψομετρικές ζώνες. Από το σύνολο του δείγματος οι 105 εκμεταλλεύσεις αφορούσαν αιγοπρόβατα (69,1%), οι 15 βοοειδή κρεοπαραγωγής (9,9%) και οι 32 βοοειδή γαλακτοπαραγωγής (21%). Το μέγεθος των κτηνοτροφικών εκμεταλλεύσεων σε μικρές ζωικές μονάδες (Πίνακας 6) βρέθηκε να είναι ανεξάρτητο τόσο του είδους των εκτρεφόμενων ζώων, όσο και της θέσης της εκμετάλλευσης. 57

Πίνακας 6. Μέγεθος κτηνοτροφικών εκμεταλλεύσεων που πήραν μέρος στη έρευνα σε μικρές ζωικές μονάδες (μζμ). Μικρές ζωικές μονάδες Αριθμός κτηνοτροφικών εκμεταλλεύσεων 0-100 49 32,2 101-400 50 32,9 401-600 25 16,4 600+ 28 18,4 Σύνολο 152 100,0 % Στους αντίστοιχους τύπους εκτροφής κυριαρχούσε αυτός της εκτατικής κτηνοτροφίας με ποσοστό 78% και ακολουθούσαν η εντατική, που αφορούσε κυρίως βοοειδή γαλακτοπαραγωγής, με 20% και η οικόσιτη με μικρό αριθμό ζώων και ποσοστό 2% (Εικόνα 12). Εικόνα 12. Ποσοστιαία κατανομή των κτηνοτροφικών εκμεταλλεύσεων του Δ. Λαγκαδά με βάση τον τύπο εκτροφής. Αντίστοιχα στους τύπους των εγκαταστάσεων κυριαρχούσαν οι μόνιμες παλιού τύπου με ποσοστό 50%, ακολουθούσαν οι σύγχρονες μη βιομηχανικού τύπου με ποσοστό 35,5% και τέλος οι πρόχειρες παλιού τύπου και οι σύγχρονες βιομηχανικού τύπου με ποσοστό 7,2%. Αξιοσημείωτο ήταν ότι από τον έλεγχο Χ 2 του Pearson για δύο ανεξάρτητα δείγματα βρέθηκε ότι υπήρχαν στατιστικώς σημαντικές διαφορές μεταξύ του τύπου των εγκαταστάσεων και αυτών που είχαν άδεια λειτουργίας (Χ 2 =15.988, ΒΕ= 3, p=0.01). Έτσι λοιπόν όσο πιο σύγχρονες ήταν 58

οι σταβλικές εγκαταστάσεις, τόσο υψηλότερο ήταν το ποσοστό αυτών που διέθεταν άδεια λειτουργίας. Στο σύνολο των εγκαταστάσεων οι σύγχρονες βιομηχανικού τύπου είχαν άδεια σε ποσοστό 91% (μία εκμετάλλευση είχε ολοκληρώσει τη διαδικασία και περίμενε την τελική έγκριση), οι σύγχρονες μη βιομηχανικού τύπου είχαν άδεια σε ποσοστό 74%, ενώ ακολουθούσαν οι μόνιμες παλαιού τύπου με 65% και τέλος οι πρόχειρες παλαιού τύπου με ποσοστό μόλις 18%. Από το σύνολο των 101 κτηνοτροφικών εκμεταλλεύσεων που διέθεταν άδεια λειτουργίας ποσοστό περίπου 88% κάλυπταν αυτές που διέθεταν σταβλικές εγκαταστάσεις σύγχρονες μη βιομηχανικού και μόνιμες παλαιού τύπου (Εικόνα 13). Εικόνα 13. Ποσοστό κτηνοτροφικών εκμεταλλεύσεων του Δ. Λαγκαδά που έχουν άδεια λειτουργίας σε σχέση με το είδος των εγκαταστάσεων. Οι περισσότερες κτηνοτροφικές εγκαταστάσεις της έρευνας είχαν στη διάθεσή τους νερό και αποθηκευτικούς χώρους, ενώ ένα μικρότερο ποσοστό χρησιμοποιούσε αρμεκτήριο με τη χρήση γεννήτριας ή ηλεκτρικού ρεύματος (Πίνακας 7). 59

Πίνακας 7. Διαθεσιμότητα βασικών υποδομών στις κτηνοτροφικές εγκαταστάσεις του Δ. Λαγκαδά. Αποθηκευτικοί χώροι Αριθμός Ποσοστό εκμεταλλεύσεων % 124 81,6 Ηλεκτρικό ρεύμα 74 48,7 Νερό 128 84,2 Αρμεκτήριο 86 56,6 Γεννήτρια 74 48,7 Η ετήσια παραγωγή γάλακτος στα αιγοπρόβατα κυμαινόταν από 50 261 κιλά/ζώο, ενώ η αντίστοιχη στις αγελάδες γαλακτοπαραγωγής από 6.937 10.889 κιλά/ζώο. Η διακύμανση των τιμών οφείλεται τόσο στις διαφορετικές αποδόσεις ανάλογα με τη φυλή, όσο και στον τρόπο εκτροφής των ζώων και εξαρτάται άμεσα από τη διατροφή τους. Από αυτή την παραγωγή ένα μικρό ποσοστό (1%-2%) χρησιμοποιούταν για ιδιοκατανάλωση και συνήθως για την παραγωγή γαλακτοκομικών προϊόντων (τυρί, γιαούρτι κ.α.). Αναφορικά με την παραγωγή κρέατος στα αιγοπρόβατα ήταν κατά μέσο όρο 6,37 κιλά/εκτρεφόμενο ζώο, ενώ αντίστοιχα για τα βοοειδή άγγιζε, επίσης κατά μέσο όρο, τα 76,55 κιλά/εκτρεφόμενο ζώο. Οι κτηνοτροφικές εκμεταλλεύσεις των αιγοπροβάτων ήταν αυτές που συναντήθηκαν σε πλειονότητα και στις τρεις υψομετρικές ζώνες και συνολικά κάλυπταν το 69,1% του συνόλου των εκμεταλλεύσεων. Το σύνηθες μέγεθός τους ήταν αρκετά υψηλό και κυμαινόταν μεταξύ 100-400 μζμ, γεγονός που έρχεται σε αντίθεση με τη γενική κατάσταση που επικρατεί στην Ελληνική κτηνοτροφία και η οποία χαρακτηρίζεται σε μεγάλο βαθμό από τον κατακερματισμό της σε μικρές εκμεταλλεύσεις (Παπαναστάσης, 2009). Το μεγάλο μέγεθος των εκμεταλλεύσεων της ευρύτερης περιοχής Λαγκαδά αναφέρουν και οι Κιτσοπανίδης και συν. (2009). Οι εγκαταστάσεις που χρησιμοποιούσαν βρέθηκε να είναι στην πλειοψηφία τους 60

«μόνιμες παλαιού τύπου». Αναφορικά με τη διαθεσιμότητα των βασικών υποδομών, οι περισσότερες είχαν στη διάθεσή τους νερό και αποθηκευτικούς χώρους, ενώ την έλλειψη του ηλεκτρικού ρεύματος κάλυπτε η χρήση γεννήτριας. Αξιοσημείωτο ήταν το γεγονός ότι οι περισσότερες από τις μισές εκμεταλλεύσεις δεν διέθεταν αρμεκτήριο και οι κτηνοτρόφοι με τις οικογένειές τους ήταν αναγκασμένοι να αρμέγουν με το χέρι, συνήθως δύο φορές την ημέρα. Η ετήσια παραγωγή γάλακτος ήταν αρκετά ικανοποιητική (50-261 κιλά/ζώο) και η αντίστοιχη μέση παραγωγή κρέατος ήταν 6,7 κιλά/εκτρεφόμενο ζώο. Η υψηλή απόδοση των αιγοπροβάτων σε γάλα στην περιοχή έρευνας αναφέρεται και από τους Ζιωγάνα και συν. (2001), και Κιτσοπανίδη και συν. (2009), οι οποίοι όμως συνδέουν αυτή την απόδοση με την εκτεταμένη χρήση ζωοτροφών, σχολιάζοντας μάλιστα ότι οι ποσότητες των ζωοτροφών που χορηγούνται στα ζώα της επαρχίας Λαγκαδά είναι περισσότερες από το μέσο όρο των ποσοτήτων που χορηγούνται σε ολόκληρη τη Μακεδονία, γεγονός που υποδεικνύει πολυτελή κατανάλωση. Άλλα προϊόντα δεν αναφέρθηκαν, αφού τα ζώα πωλούνταν συνήθως ζωντανά στους εμπόρους και κατόπιν οδηγούνταν στο σφαγείο. Στις κτηνοτροφικές εκμεταλλεύσεις των βοοειδών συναντήσαμε δύο διαφορετικές κατηγορίες, αυτή των βοοειδών κρεοπαραγωγής (9,9%) και αυτή των βοοειδών γαλακτοπαραγωγής (21%). Οι εκμεταλλεύσεις αυτές ήταν διαφόρων μεγεθών, με την μικρότερη να αριθμεί 13,5 Μζμ και τη μεγαλύτερη 450 Μζμ. Αξιοσημείωτο ήταν ότι ποσοστό 43% ήταν δυναμικότητας μικρότερης των 100 Μζμ, ενώ αντίστοιχα ποσοστό 57% αριθμούσε ζωικό κεφάλαιο μεγαλύτερο των 100 Μζμ, ενώ οι κτηνοτροφικές εκμεταλλεύσεις με αριθμό Μζμ μεγαλύτερο των 200 ήταν μόλις 17%. Οι εγκαταστάσεις που χρησιμοποιούσαν βρέθηκε να είναι στην πλειονότητά τους «σύγχρονες μη βιομηχανικού τύπου» για την πρώτη κατηγορία, ενώ στη δεύτερη κατηγορία βρέθηκαν και εκμεταλλεύσεις πλήρως βιομηχανοποιημένες, που είχαν στη διάθεσή τους όλες τις βασικές υποδομές (νερό, ηλεκτρικό ρεύμα, αρμεκτήριο κ.α.). Σύμφωνα με την Μίχου (2012), το σύνηθες μέγεθος των βοοτροφικών εκμεταλλεύσεων στην Ελλάδα φτάνει έως 100 ζώα (ποσοστό 87,5%), με τη μέση εκτροφή να ανέρχεται στα 45,7 ζώα, ενώ συγκεκριμένα για την Κ. Μακεδονία η μέση εκτροφή βοοειδών φτάνει τα 64 ζώα. Η ετήσια παραγωγή γάλακτος στις αγελάδες γαλακτοπαραγωγής ήταν ιδιαίτερα ικανοποιητική (6.937 10.889 κιλά/ζώο), όταν η μέση ετήσια παραγωγή ανά ζώο στην Ελλάδα ανέρχεται στα 4.700 κιλά, στην Ε. Ένωση στα 6.350 κιλά, στις Η.Π.Α. στα 9.071 κιλά και στον 61

Καναδά στα 7.710 κιλά (IDFA, 2010) και η αντίστοιχη μέση παραγωγή κρέατος ήταν 76,55 κιλά/εκτρεφόμενο ζώο. Όπως ήδη αναφέρθηκε η διακύμανση των τιμών οφείλεται τόσο στις διαφορετικές αποδόσεις ανάλογα με τη φυλή, όσο και στον τρόπο εκτροφής των ζώων και εξαρτάται άμεσα από τη διατροφή τους. Άλλα προϊόντα και σε αυτές τις εκμεταλλεύσεις δεν αναφέρθηκαν. 5.6.2. Διατροφή των ζώων. Στην πλειονότητά τους τα ζώα του Δήμου Λαγκαδά έβγαιναν στις βοσκές (97,4%). Τα αιγοπρόβατα και τα βοοειδή κρεοπαραγωγής ανελλιπώς, αφού η βοσκή αποτελούσε τη βασική πηγή διατροφής τους, ενώ οι αγελάδες γαλακτοπαραγωγής χρησιμοποιούσαν κυρίως λειμώνες το καλοκαίρι για χρονικό διάστημα από δύο έως τρεις μήνες, όχι για να καλύψουν τις ανάγκες διατροφής τους, αλλά περισσότερο για λόγους υγιεινής. Οι ημερήσιες μετακινήσεις καθώς και το ετήσιο ποσοστό βόσκησης ανά είδος εκμετάλλευσης δίνονται στο πίνακα 8. Ενδιαφέρον παρουσίασε ότι βρέθηκαν στατιστικώς σημαντικές διαφορές μεταξύ του είδους της εκμετάλλευσης και του ποσοστού βόσκησης (ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 8, Χ 2 =115.970, ΒΕ= 6, p<0.001), όπως και του είδους της εκμετάλλευσης και των ημερήσιων μετακινήσεων (ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 9, Χ 2 =119.043, ΒΕ= 6, p<0.001). Τα αιγοπρόβατα και τα βοοειδή κρεοπαραγωγής (που συνήθως στην υψηλή ζώνη είναι ελευθέρας βοσκής) κάλυπταν στην πλειονότητά τους τις ανάγκες διατροφής τους από τη βόσκηση σε ποσοστό 51-75%, ενώ οι αγελάδες γαλακτοπαραγωγής συνήθως χρησιμοποιούσαν τη βόσκηση σε πολύ μικρά ποσοστά (0-25%). Αντίστοιχά οι ημερήσιες μετακινήσεις των αιγοπροβάτων και των βοοειδών κρεοπαραγωγής, προκειμένου να βοσκήσουν, ήταν συνήθως μεγαλύτερες από δύο χιλιόμετρα, ενώ οι αγελάδες γαλακτοπαραγωγής όταν έβγαιναν στις βοσκές (κυρίως σε τεχνητούς λειμώνες), οι ημερήσιες μετακινήσεις τους δεν ξεπερνούσαν το ένα χιλιόμετρο. Στο σύνολό τους οι ερωτηθέντες κτηνοτρόφοι απάντησαν ότι τα κοπάδια τους δεν μετακινούνται εποχιακά. 62

Πίνακας 8. Ημερήσιες μετακινήσεις και ετήσιο ποσοστό βόσκησης ανά είδος εκμετάλλευσης στο Δ. Λαγκαδά. Ετήσιο ποσοστό βόσκησης (%) Αιγοπρόβατα (%) Είδος εκμετάλλευσης Βοοειδή κρεοπαραγωγής (%) Βοοειδή γαλακτοπαραγωγής (%) 0-25% 1,0 13,3 89,7 26-50% 25,0 33,3 10,3 51-75% 65,4 46,7 0,0 76-100% 8,7 6,7 0,0 Απόσταση ημερήσιων μετακινήσεων (%) 0-1 Km 1,0 6,7 89,7 1-2 Km 19,2 20,0 3,4 2-3 Km 46,2 53,3 3,4 3+ Km 33,7 20,0 3,4 Η χρησιμοποιούμενη βοσκήσιμη έκταση βρέθηκε να είναι στην πλειονότητα της κοινοτική (81,8%), ενώ υπήρχαν και κάποια μικρά ποσοστά ιδιόκτητης (17,6%) και συνδυασμός των δύο παραπάνω (0,7%). Την ιδιόκτητη έκταση χρησιμοποιούσαν κυρίως τα βοοειδή γαλακτοπαραγωγής (τεχνητοί λειμώνες) και τα οικόσιτα ζώα. Ενδιαφέρον παρουσίασε επίσης η επιλογή του τύπου του βοσκότοπου που χρησιμοποιούσαν οι κτηνοτρόφοι της περιοχής (Πίνακας 9). Ποσοστό 81,8% χρησιμοποιούσε τεχνητούς λειμώνες, 77% ποολίβαδα, 42,5% θαμνολίβαδα δασολίβαδα και 73% έβαζε τα ζώα του να βοσκήσουν τις καλαμιές μετά το θέρος. Οι περισσότεροι κτηνοτρόφοι, ανάλογα με την περιοχή που βρισκόταν η εκμετάλλευσή τους αλλά και το είδος των ζώων τους, χρησιμοποιούσαν σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό όλους τους τύπους των βοσκοτόπων. Το μικρό, σχετικά με τα υπόλοιπα, ποσοστό της χρήσης των θαμνολίβαδων δασολίβαδων μπορεί να αποδοθεί στην 63

έντονη πύκνωση των θάμνων κατά τα τελευταία χρόνια, που καθιστά δύσκολή έως αδύνατη την προσπέλασή τους από τα κοπάδια. Πίνακας 9. Ποσοστό χρήσης των διαφόρων τύπων βοσκοτόπων από το ζωικό κεφάλαιο του Δ. Λαγκαδά. Ποσοστό χρήσης (%) Τεχνητός λειμώνας (%) Είδος χρησιμοποιούμενου βοσκότοπου (%). Ποολίβαδο (%) Θαμνολίβαδο Δασολίβαδο (%) Βόσκηση καλαμιάς (%) 0 18,2 23,0 57,5 27,0 10 1,4 2,0 4,2 13,5 20 22,3 14,9 8,2 28,4 30 27,7 10,8 8,2 14,9 40 6,1 18,9 12,3 8,8 50 6,7 24,3 6,8 7,4 60 0,0 3,4 2,1 0,0 70 0,0 0,6 0,0 0,0 80 0,0 1,4 0,0 0,0 90 0,0 0,0 0,7 0,0 100 17,6 0,7 0,0 0,0 100 100 100 100 Αναφορικά με την ποιότητα του χρησιμοποιούμενου βοσκότοπου, το 26,8% των κτηνοτρόφων την έκρινε ως κακή, το 51,7% ως μέτρια, το 20,8% ως καλή, ενώ μόλις το 0,7% ως άριστη. Το γεγονός αυτό αντικατόπτριζε καθαρά την παντελή έλλειψη μέριμνας βελτίωσης των κοινοτικών βοσκοτόπων από τους αρμόδιους κρατικούς φορείς (Δήμοι). Μεγάλο ενδιαφέρον παρουσίασαν οι απαντήσεις των κτηνοτρόφων στην ερώτηση «Γνωρίζετε που βρίσκεται ο κοινοτικός βοσκότοπος που σας παραχωρείται προς χρήση;», όπως επίσης και στην ερώτηση «Χρησιμοποιείτε για βόσκηση τον κοινοτικό βοσκότοπο που σας έχει παραχωρηθεί;», όπου το σύνολο των απαντήσεων στη μεν πρώτη ερώτηση δήλωνε πλήρη άγνοια, ενώ στη δεύτερη όλοι οι ερωτηθέντες απάντησαν αρνητικά. Τα πράγματα ήταν λίγο διαφορετικά όταν οι κτηνοτρόφοι 64

ρωτήθηκαν εάν θα επιθυμούσαν να βόσκουν τα ζώα τους σε συγκεκριμένο βοσκότοπο που δεν θα άλλαζε με την πάροδο του χρόνου. Ποσοστό 92,8% απάντησε θετικά, ενώ υπήρξε και ένα μικρό ποσοστό (7,2%) που απάντησε αρνητικά. Ανάλογες ήταν και οι απαντήσεις στην ερώτηση «Αν είχατε τη δυνατότητα θα προχωρούσατε σε βελτίωση του βοσκότοπου με ίδια μέσα;», όπου ένα ποσοστό 84,9% ανταποκρίθηκε θετικά, ενώ ένα άλλο ύψους 15,1% δήλωσε ότι δεν επιθυμούσε να βελτιώσει το βοσκότοπο που χρησιμοποιούσε με ίδια μέσα. Στο σύνολό τους οι κτηνοτρόφοι που πήραν μέρος στην έρευνα χρησιμοποιούσαν ταυτόχρονα χονδροειδείς και συμπυκνωμένες τροφές για την κάλυψη των αναγκών διατροφής του κοπαδιού τους. Στις χονδροειδείς τροφές συμπεριλαμβάνονταν το σανό (96,1%), το άχυρο (93,4%), το ενσίρωμα (79,6%), ενώ ακολουθούσε με μικρότερο ποσοστό η μηδική (29,6%). Οι μισοί κτηνοτρόφοι παρήγαγαν από μόνοι τους το σύνολο (17,1%) ή μέρος των χονδροειδών τροφών (82,9%), προκειμένου να μειώσουν το κόστος εκτροφής της εκμετάλλευσής τους. Όσον αφορά στις συμπυκνωμένες ζωοτροφές την πρώτη θέση στην προτίμηση των κτηνοτρόφων κατείχαν το καλαμπόκι, το κριθάρι, οι ισορροπιστές αλάτων και το μίγμα γαλακτοπαραγωγής (ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 10). Το ποσοστό των κτηνοτρόφων που παρήγαγαν μέρος αυτών των ζωοτροφών ήταν αρκετά πιο χαμηλό (33%), ενώ μόλις το 1,3% δήλωσε ότι καλύπτει τις ανάγκες του κοπαδιού του αποκλειστικά με ιδιοπαραγόμενες συμπυκνωμένες ζωοτροφές. Η τελευταία ερώτηση του ερωτηματολογίου αφορούσε στο κόστος των αγοραζόμενων ζωοτροφών. Ενδιαφέρον παρουσίασε η μεγάλη διακύμανση του κόστους ανά ζωική μονάδα για κάθε είδος κτηνοτροφικής εκμετάλλευσης (Πίνακας 10). Για τα αιγοπρόβατα το μέσο κόστος ήταν 132,24 /μεγάλη ζωική μονάδα, για τα βοοειδή κρεοπαραγωγής 272,77 /μεγάλη ζωική μονάδα, ενώ για τα βοοειδή κρεοπαραγωγής 1.153,44 /μεγάλη ζωική μονάδα. 65

Ποσοστό χρησιμοποίησης 80.00% 70.00% 60.00% 50.00% 40.00% 30.00% 20.00% 10.00% 0.00% Συμπυκνωμένες ζωοτροφές αιγοπρόβατα βοοειδή κρεοπαραγωγής βοοειδή γαλακτοπαραγωγής Εικόνα 14. Χρήση συμπυκνωμένων ζωοτροφών στις κτηνοτροφικές εκμεταλλεύσεις του Δήμου Λαγκαδά. Λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι τα βοοειδή γαλακτοπαραγωγής ήταν κατά κανόνα σταβλισμένα και το ποσοστό βόσκησης γι αυτά ήταν πολύ μικρό, γίνεται αντιληπτό πόσο σημαντικό ρόλο μπορεί να διαδραματίσει η βόσκηση στη μείωση του κόστους παραγωγής μιας κτηνοτροφικής εκμετάλλευσης. Για να γίνει καλύτερα αντιληπτό το γεγονός αυτό ορίσαμε τρεις κλάσεις κόστους αγοραζόμενων ζωοτροφών ανά μεγάλη ζωική μονάδα (0-100, 101-500 και >501 ), και εξετάσαμε κατά πόσο υπήρχαν στατιστικώς σημαντικές διαφορές που αφορούσαν στην μεταβλητή του κόστους/ζωική μονάδα και άλλων μεταβλητών, όπως το είδος της εκμετάλλευσης, τη χρήση της βοσκής ως μέσο διατροφής, το ποσοστό βόσκησης, την απόσταση των ημερήσιων μετακινήσεων 66

κ.α. Από τον έλεγχο Χ 2 του Pearson για δύο ανεξάρτητα δείγματα βρέθηκαν στατιστικώς σημαντικές διαφορές μεταξύ του κόστους/ζωική μονάδα για τα διαφορετικά είδη των κτηνοτροφικών εκμεταλλεύσεων (Χ 2 =143.003, ΒΕ= 4, p<0.001), με τις εκμεταλλεύσεις των αιγοπροβάτων να μοιράζονται στις δύο πρώτες κλάσεις κόστους, το 93,3% των εκμεταλλεύσεων βοοειδών κρεοπαραγωγής να βρίσκονται στην δεύτερη κλάση και το σύνολο σχεδόν (96,9%) των βοοειδών γαλακτοπαραγωγής να κατατάσσεται στην τρίτη κλάση (Εικόνα 15). Πίνακας 10. Διακύμανση του κόστους των αγοραζόμενων ζωοτροφών/μζμ σε κάθε είδος κτηνοτροφικής εκμετάλλευσης στο Δ. Λαγκαδά. Είδος εκμετάλλευσης Αιγοπρόβατα Βοοειδή κρεοπαραγωγής Βοοειδή γαλακτοπαραγωγής Μέγιστη τιμή 574,71 818,00 1.595,74 Ελάχιστη τιμή 51,61 147,75 366,97 Μέσο κόστος 132,24 272,78 1.153,44 Αντίστοιχα αποτελέσματα βρέθηκαν μεταξύ του τύπου εκτροφής και των κλάσεων κόστους ανά ζωική μονάδα (Χ2=108.718, ΒΕ= 4, p<0.001), όπως και μεταξύ του ποσοστού βόσκησης και των κλάσεων κόστους ανά ζωική μονάδα (Χ2=107.899, ΒΕ= 6, p<0.001), γεγονός που ενισχύει περίτρανα την άποψη ότι η βόσκηση μπορεί να συμβάλλει ουσιαστικά στη μείωση του κόστους των αγοραζόμενων ζωοτροφών και κατ επέκταση του κόστους παραγωγής των κτηνοτροφικών προϊόντων (ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 11). 67

Εικόνα 15. Κόστος αγοραζόμενων ζωοτροφών στις κτηνοτροφικές εκμεταλλεύσεις του Δήμου Λαγκαδά. Το σύστημα εκτροφής των αιγοπροβάτων ήταν στο σύνολό του εκτατικό μη μετακινούμενο, γεγονός που σημαίνει ότι η διατροφή των ζώων είναι άμεσα συνδεδεμένη με τη βόσκηση καθ όλη τη διάρκεια του χρόνου. Σύμφωνα με τους Ζιωγάνα και συν. (2001), το σύστημα αυτό είναι το πλέον διαδεδομένο στο γεωγραφικό διαμέρισμα της Μακεδονίας και ακολουθείται από το 98,3% των προβάτων και το 84,1% των αιγών. Τα αποτελέσματα της παρούσας έρευνας συμφωνούν με τον Ευαγγέλου (2005), οποίος συνάντησε και αυτός το ίδιο σύστημα εκτροφής σε περιοχή της επαρχίας Λαγκαδά. Αξιοσημείωτο ήταν ότι στην ερώτηση «Ποιο είναι το ετήσιο ποσοστό βόσκησης?», η απάντηση «51-75%» δόθηκε από το 65,4% των ερωτηθέντων. Οι ημερήσιες μετακινήσεις των κοπαδιών που ξεπερνούσαν τα 3 χιλιόμετρα, εμφάνισαν ποσοστό 80%, ενώ η βοσκούμενη έκταση ήταν στην πλειονότητά της κοινοτική. Γενικά, οι έρευνες για τη διασπορά των κοπαδιών αιγοπροβάτων δείχνουν, ότι τα ζώα διανύουν μεγάλες αποστάσεις για να καλύψουν τις ανάγκες τους σε τροφή, οι οποίες μπορούν να κυμαίνονται από 3 μέχρι και 12 χλμ. κάθε ημέρα ανάλογα με το είδος του ζώου, τη διαχείριση που εφαρμόζεται και το περιβάλλον στο οποίο βόσκουν (Arnon et al., 2011, Akasbi et al., 2012). Ανάλογα με 68

τη θέση της εκμετάλλευσης και το είδος των ζώων (αίγες ή πρόβατα), αυτά έβοσκαν σε ποολίβαδα ή θαμνολίβαδα (λιγότερο συχνά σε δασολίβαδα), ενώ στο σύνολό τους χρησιμοποιούσαν τεχνητούς λειμώνες (σε μικρό ποσοστό) και καλαμιές μετά το θέρος. Σύμφωνα με τον Παπαναστάση (2009), οι καλαμιές αποτελούν ένα σημαντικό πόρο βοσκήσιμης ύλης κατά την καλοκαιρινή περίοδο, χωρίς οικονομική επιβάρυνση για τους κτηνοτρόφους. Άλλωστε η πρακτική αυτή είναι ιδιαίτερα διαδεδομένη και σε άλλα μέρη της νότιας Ευρώπης (Brand et al., 2000, Landau et al., 2000b, Correal et al., 2006). Το μέσο κόστος των αγοραζόμενων ζωοτροφών (συμπυκνωμένων και χονδροειδών) ήταν 132,24 /Μζμ και βρέθηκε να συνδέεται άμεσα με το ποσοστό βόσκησης. Αναφορικά με τις κτηνοτροφικές εκμεταλλεύσεις των βοοειδών, αυτό που παρατηρήθηκε ήταν ότι η εκτροφή των βοοειδών κρεοπαραγωγής ήταν συνήθως εκτατική ή ημι-εκτατική και στηρίζονταν στην ελεύθερη βόσκηση των κοινοτικών γαιών με ταυτόχρονη χρήση συμπληρωμάτων διατροφής, ενώ η εκτροφή των βοοειδών γαλακτοπαραγωγής ήταν πλήρως εντατικοποιημένη, τα ζώα ήταν σταβλισμένα καθ όλη τη διάρκεια του χρόνου και χρησιμοποιούσαν κυρίως τεχνητούς λειμώνες το καλοκαίρι για χρονικό διάστημα από δύο έως τρεις μήνες, όχι για να καλύψουν τις ανάγκες διατροφής τους, αλλά περισσότερο για λόγους υγιεινής. Στο ίδιο συμπέρασμα κατέληξαν ο Sierra (2000), αλλά και οι Barrantes et al. (2008) για εκτροφές βοοειδών στην Ισπανία. Επίσης σύμφωνα με τον Ευαγγέλου (2005), τα βοοειδή, εκτρέφονται στο μεγαλύτερο μέρος τους (77%), με το σύστημα της ελεύθερης βόσκησης, ενώ το υπόλοιπο (23%) με το σύστημα της σταβλισμένης εκτροφής, το οποίο άρχισε στη χώρα μας να ενισχύεται από τη δεκαετία του 80. Με το πρώτο σύστημα εκτρέφονται βοοειδή κρεοπαραγωγικής κατεύθυνσης, ενώ με το δεύτερο οι βελτιωμένες αγελάδες γαλακτοπαραγωγής (Παπαναστάσης, 2009). Το μέσο κόστος των αγοραζόμενων ζωοτροφών (συμπυκνωμένων και χονδροειδών) ήταν για την πρώτη κατηγορία 272,78 /Μζμ, ενώ για τη δεύτερη άγγιζε τα 1.153,44 /Μζμ και αντικατόπτριζε την εκτεταμένη χρήση ζωοτροφών, που με τη σειρά της συνεπάγεται και αυξημένο κόστος παραγωγής. Το κόστος αυτό φαίνεται ότι καλύπτεται από τις ιδιαίτερα ικανοποιητικές Ευρωπαϊκές επιδοτήσεις οι οποίες επιδρούν θετικά στη διαμόρφωση του τελικού κέρδους και στην εξάλειψη πιθανότητας ζημιάς στις κτηνοτροφικές εκμεταλλεύσεις (Ζιωγάνας και συν., 2001, Κιτσοπανίδης και συν., 2009). Όμως όπως αναφέρουν οι Ibanez et al. (2012), μια ενδεχόμενη μείωση της χρήσης των ζωοτροφών με παράλληλη ορθολογικότερη 69

αξιοποίηση των λιβαδιών θα βελτίωνε σημαντικά το ακαθάριστο κέρδος των κτηνοτρόφων. Κλείνοντας θα πρέπει να αναφερθεί ότι παρά τις διαφορές που παρουσίαζαν οι κτηνοτροφικές εκμεταλλεύσεις του δείγματος της έρευνας, ως προς το είδος των εκτρεφόμενων ζώων, τον τύπο εκτροφής, τις εγκαταστάσεις εκτροφής, το είδος και την ποσότητα των χρησιμοποιούμενων ζωοτροφών, είχαν ένα κοινό σημείο αναφοράς: κανείς κτηνοτρόφος δεν γνώριζε πού πραγματικά βρίσκονταν η έκταση του κοινοτικού βοσκότοπου που του είχε παραχωρηθεί προς χρήση. Επίσης οι περισσότεροι χαρακτήρισαν «μέτρια» έως «κακή» την κατάσταση του βοσκότοπου που χρησιμοποιούσαν. Κοινή επιθυμία των περισσοτέρων (92,8%) ήταν να μπορούν να έχουν συγκεκριμένη έκταση βοσκότοπου, ενώ ένα επίσης μεγάλο ποσοστό (84,9%) δήλωσε ότι θα ήθελε, αν του δινόταν η άδεια, να βελτιώσει το βοσκότοπο που χρησιμοποιούσε με δικά του μέσα. Όλα τα παραπάνω αντικατοπτρίζουν την πραγματική κατάσταση του θέματος «βοσκήσιμες γαίες» στη χώρα μας. Η κατανομή των κοινοτικών βοσκοτόπων είναι μόνο τυπική. Κτηνοτρόφοι που χρησιμοποιούν τη βόσκηση ως μέσο κάλυψης των διατροφικών αναγκών του κοπαδιού τους, αναγκάζονται να χρησιμοποιούν παραδοσιακά επί έτη την ίδια έκταση, που όπως είναι φυσικό ποτέ δεν τέθηκε από κανένα φορέα θέμα βελτίωσής της. Κτηνοτρόφοι που δεν βγάζουν τα ζώα τους στις βοσκές (βοοειδή γαλακτοπαραγωγής) χρεώνονται από τους Δήμους βοσκότοπο, χωρίς βέβαια να προβάλλουν καμία αντίρρηση, αφού μόνο με αυτή την προϋπόθεση μπορούν να εισπράξουν τις Κοινοτικές Ενισχύσεις που τους αναλογούν. Κατά την ομολογία των ίδιων μάλιστα θα ήθελαν να οδηγούν τα ζώα τους στις βοσκές, προκειμένου να μειώσουν το κόστος διατροφής τους, αλλά η κατάσταση των βοσκοτόπων είναι απαγορευτική. Μία πρώτη προσπάθεια ξεκίνησε τον τελευταίο χρόνο λόγω των αναγκών της νέας ΚΑΠ 2014-2020 με τα διαχειριστικά σχέδια βόσκησης, προσωρινά ή οριστικά (άρθρο 60 του Ν. 4264/2014), μέσα από τα οποία επιδιώκεται η «υλοποίηση μιας αναγνωριστικής μελέτης του βοσκότοπου με έμφαση στην καταγραφή της υφιστάμενης κατάστασης ως κριτήριο ενδεχόμενων διορθωτικών παρεμβάσεων που πρέπει να εφαρμοστούν, με σκοπό την αειφορική κάρπωση του προς όφελος της βιώσιμης ανάπτυξης της κτηνοτροφίας αφενός και της προστασίας του φυσικού περιβάλλοντος, αφετέρου». Δυστυχώς όμως διανύουμε ήδη το 2 ο εξάμηνο του 2015 και ακόμη δεν έχει επίσημα κατατεθεί κανένα διαχειριστικό σχέδιο από κάποια Περιφερειακή Ενότητα της χώρας, ενώ οι δηλώσεις Ενιαίας Ενίσχυσης για το έτος 70

2015 έχουν ήδη καταχωρηθεί, με το θέμα της κατανομής των βοσκοτόπων να εκκρεμεί. 5.7. ΒΟΣΚΗΣΙΜΕΣ ΓΑΙΕΣ ΤΟΥ ΔΗΜΟΥ ΛΑΓΚΑΔΑ-ΕΠΙΛΕΞΙΜΟΤΗΤΑ. Όπως ήδη αναφέρθηκε η εγκατάλειψη των παραδοσιακών χρήσεων γης (γεωργία, κτηνοτροφία, μελισσοκομία, παραγωγή ξυλοκάρβουνου, καυσόξυλων κ.α.) στην περιοχή μελέτης κατά τη διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών, είχε σαν αποτέλεσμα την αύξηση του ποσοστού των θαμνολίβαδων σε βάρος των ποολίβαδων, καθώς και την υπέρμετρη πύκνωσή τους. Σύμφωνα με το Corine Land Cover (2000) οι συνολικές βοσκές του Δ. Λαγκαδά φτάνουν τις 336.644 από τις οποίες τα 254.377 στρέμματα καταλαμβάνονται από θαμνολίβαδα και τα 82.267 από ποολίβαδα. Υπάρχουν επίσης 218.427 στρέμματα που είναι χαρακτηρισμένα ως γεωργική γη με σημαντικές εκτάσεις φυσικής βλάστησης, ποσοστό των οποίων επίσης συγκαταλέγεται στις βοσκήσιμες γαίες. Σύμφωνα με τα στοιχεία του ΟΠΕΚΕΠΕ (Ιούλιος 2014) οι συνολικές βοσκές του Δ. Λαγκαδά ανέρχονται σε 126.628 στρέμματα, από τις οποίες επιλέξιμες προς χρηματοδότηση είναι μόλις 100.960 στρέμματα. Από αυτές τις εκτάσεις το 21,00% καταλαμβάνεται από θαμνολίβαδα, ενώ τα ποσοστά των ποολίβαδων και της γεωργικής γης με σημαντικές εκτάσεις φυσικής βλάστησης, ανέρχονται σε 34,69% και 23,45% αντίστοιχα (Πίνακας 11). Το υπόλοιπο ποσοστό, 20,86% των επιλέξιμων βοσκήσιμων γαιών καλύπτεται, σύμφωνα πάντα με τον ΟΠΕΚΕΠΕ, από εκτάσεις που βρίσκονται μέσα σε δασικές καθώς και παραλίμνιες ή παραποτάμιες περιοχές (ΧΑΡΤΗΣ ΙΙΙ). 71

Πίνακας 11. Επιλέξιμες Βοσκήσιμες γαίες Δ. Λαγκαδά κατά ΟΠΕΚΕΠΕ (2014). Επιλέξιμες βοσκήσιμες γαίες (στρ) Επιλέξιμες βοσκήσιμες γαίες % Θαμνολίβαδα 21.201,60 21,00 Ποολίβαδα 35.032,02 34,69 Γεωργική γη με εκτάσεις 23.675,12 23,45 φυσικής βλάστησης Δασικές & παραλίμνιες, 21.060,26 20,86 παραποτάμιες εκτάσεις Σύνολο 100.960,00 100,00 Για πρώτη φορά ίσως η νέα ΚΑΠ 2014 2020 συνδέει την κατανομή των κοινοτικών βοσκοτόπων με την βοσκοϊκανότητα. Έτσι θεσπίζονται όρια στην πυκνότητα βόσκησης, προκειμένου να διασφαλιστεί η προστασία των βοσκοτόπων. Συγκεκριμένα η θέσπιση του ορίου των 0,7 μονάδων πυκνότητας βόσκησης (0,7 ΜΖΜ/Ha), σχετίζεται με τη μείωση των επιλέξιμων βοσκοτόπων και τον διαμοιρασμό τους. Αυτό σημαίνει πως στην ζωική μονάδα οι κτηνοτρόφοι δικαιούνται πλέον λιγότερη έκταση βοσκότοπου, άρα και λιγότερη επιδότηση, σε σχέση με το παρελθόν. Με αυτή την ιδιαιτερότητα δημιουργείται ακόμη πιο έντονο πρόβλημα στην περιοχή έρευνας, αν λάβει κανείς υπόψη του ότι οι συνολικές ζωικές μονάδες (MΖΜ) που εκτρέφονται στο σύνολο του Δήμου είναι περίπου 30.000 (στοιχεία 2014). Από αυτές οι 15.000 αφορούν σε αιγοπρόβατα και οι υπόλοιπες 15.000 σε βοοειδή. Καταλαβαίνουμε λοιπόν ότι για να πληρωθεί στο ακέραιο το σύνολο των κτηνοτρόφων του Δήμου Λαγκαδά και να μη χαθούν δικαιώματα, θα πρέπει να εξασφαλιστούν τουλάχιστο άλλα 110.000 στρέμματα βοσκότοπου, τα οποία υφίστανται βέβαια στα όρια του Δήμου, αλλά έχουν κριθεί ως μη επιλέξιμα λόγω της φύσης της βλάστησής τους (τα περισσότερα είναι πυκνά θαμνολίβαδα). 72

Επιπλέον η υποβόσκηση κάποιων περιοχών μπορεί να οδηγήσει σε περεταίρω περιορισμό των επιλέξιμων εκτάσεων, αφού ευνοεί την εισβολή και επέκταση των θάμνων. Σύμφωνα βέβαια με το άρθρο 2 της ΚΥΑ 873/55993/20-5-2015, ΦΕΚ Β 942 με θέμα «Κατανομή βοσκοτόπων στους κτηνοτρόφους της χώρας», οι επιλέξιμοι για ενίσχυση βοσκότοποι αποτελούν υποσύνολο των βοσκήσιμων γαιών της χώρας και αποτυπώνονται στο υφιστάμενο χαρτογραφικό υπόβαθρο του ΟΠΕΚΕΠΕ, το οποίο όμως μπορεί να ενημερώνεται με νέα δεδομένα που προκύπτουν: α) από την εφαρμογή εθνικών πρωτοβουλιών, όπως την έγκριση και εφαρμογή των Προσωρινών και Οριστικών Διαχειριστικών Σχεδίων Βόσκησης, β) από το Ευρωπαϊκό Κανονιστικό πλαίσιο. Έτσι λοιπόν δίνεται η δυνατότητα μέσα από μία ορθολογική διαχείριση που θα προτείνεται από τα Προσωρινά και Οριστικά Διαχειριστικά Σχέδια Βόσκησης, να αυξηθεί η έκταση των επιλέξιμων βοσκοτόπων, να αυξηθούν οι χρηματικές ενισχύσεις των κτηνοτρόφων, ενώ παράλληλα να αποτρέπεται η υποβάθμιση του λιβαδικού οικοσυστήματος και η απώλεια πολύτιμων φυσικών πόρων. 73

6. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ Το κτηνοτροφικό κεφάλαιο του Δήμου Λαγκαδά παρουσιάζει μία μείωση στο σύνολό του από το 1961 έως και το 2011, που είναι εμφανής και στις τρεις υψομετρικές ζώνες (πεδινή, ημιορεινή, ορεινή). Στους επιμέρους κλάδους, ο αριθμός των βοοειδών και των προβάτων μειώθηκε αισθητά, ενώ ο αριθμός των αιγών αν και είχε διαχρονικές αυξομειώσεις τελικά αυξήθηκε οριακά. Το σύνολο των κοινοτήτων του Δ. Λαγκαδά, με εξαίρεση τις κοινότητες του πρώην Δ. Σοχού (όπου παρατηρήθηκε αύξηση της βοσκοφόρτωσης), παρουσίασε διαχρονικά μία σταθερή κατάσταση βοσκοφόρτωσης. Στις κοινότητες όπου παρατηρήθηκε έντονη βόσκηση από το έτος 1961 (πεδινές περιοχές γύρω από τη λίμνη Κορώνεια), αυτό εξακολούθησε μέχρι το έτος 2011, ενώ οι κοινότητες με χαμηλή ή κανονική βοσκοφόρτωση διατήρησαν ή μετέβαλαν ελάχιστα την ένταση αυτή. H τιμή της βοσκοϊκανότητας ήταν αισθητά μικρότερη στις ορεινές από την αντίστοιχη των ημιορεινών και πεδινών περιοχών. Αυτό βέβαια δε φάνηκε να δημιουργεί ιδιαίτερα προβλήματα, αφού στις περισσότερες ορεινές και ημιορεινές κοινότητες η βοσκοϊκανότητα βρέθηκε να έχει τιμές πολύ υψηλότερες από αυτές της βοσκοφόρτωσης. Αντίθετα στις πεδινές παραλίμνιες περιοχές υπήρχε έντονο πρόβλημα βοσκοφόρτωσης. Η πλειονότητα των σταβλικών εγκαταστάσεων, αλλά και των έργων υποδομής που είχαν κατά καιρούς κατασκευαστεί από τους αρμόδιους φορείς (κυρίως οι ποτίστρες) βρίσκονταν εκτός λιβαδικών εκτάσεων και σε περιοχές που γειτνίαζαν με το οδικό δίκτυο, επαρχιακό ή αγροτικό. Από το σύνολο της βοσκήσιμης έκτασης του Δήμου Λαγκαδά, που στην πλειονότητά της είναι κοινοτική, τα δύο τρίτα κρίθηκαν ως μη επιλέξιμα, λόγω της φύσης της βλάστησής τους (τα περισσότερα είναι πυκνά θαμνολίβαδα). Το γεγονός αυτό δημιουργεί έντονο πρόβλημα στις πληρωμές των Ευρωπαϊκών Επιδοτήσεων στους κτηνοτρόφους της περιοχής, ενώ παράλληλα η υποβόσκηση αυτών των περιοχών οδηγεί σε υποβάθμιση του λιβαδικού οικοσυστήματος. Οι κτηνοτροφικές εκμεταλλεύσεις των αιγοπροβάτων κάλυπταν το 69,1% του συνόλου των εκμεταλλεύσεων με σύνηθες μέγεθός μεταξύ 100-400 μζμ και με σχετικά επαρκή εξοπλισμό (νερό ρεύμα κλπ). Το σύστημα εκτροφής των 74

αιγοπροβάτων ήταν στο σύνολό του εκτατικό μη μετακινούμενο και οι ημερήσιες μετακινήσεις των κοπαδιών ξεπερνούσαν τα 3 χιλιόμετρα. Τα ζώα χρησιμοποιούσαν κυρίως ποολίβαδα, θαμνολίβαδα και καλαμιές μετά το θέρος. για τη κάλυψη των διατροφικών τους αναγκών. Η ετήσια παραγωγή γάλακτος κυμαινόταν από 50 έως 261 κιλά/ζώο και η αντίστοιχη μέση παραγωγή κρέατος ήταν 6,7 κιλά/εκτρεφόμενο ζώο. Το μέσο κόστος των αγοραζόμενων ζωοτροφών (συμπυκνωμένων και χονδροειδών) ήταν 132,24 /Μζμ και βρέθηκε να συνδέεται άμεσα με το ποσοστό βόσκησης. Οι κτηνοτροφικές εκμεταλλεύσεις των βοοειδών διακρίνονταν σε δύο διαφορετικές κατηγορίες, αυτή των βοοειδών κρεοπαραγωγής (9,9%), η εκτροφή των οποίων ήταν συνήθως εκτατική ή ημι-εκτατική και στηρίζονταν στην ελεύθερη βόσκηση των κοινοτικών γαιών με ταυτόχρονη χρήση συμπληρωμάτων διατροφής και αυτή των βοοειδών γαλακτοπαραγωγής (21%) που ήταν πλήρως εντατικοποιημένη.. Το μέγεθος των εκμεταλλεύσεων κυμαινόταν από 13,5 Μζμ έως και 450 Μζμ. Η μέση παραγωγή κρέατος ήταν 76,55 κιλά/εκτρεφόμενο ζώο, ενώ η ετήσια παραγωγή γάλακτος στις αγελάδες γαλακτοπαραγωγής ήταν από 6.937 έως 10.889 κιλά/ζώο. Το μέσο κόστος των αγοραζόμενων ζωοτροφών (συμπυκνωμένων και χονδροειδών) ήταν για την πρώτη κατηγορία 272,78 /Μζμ, ενώ για τη δεύτερη 1.153,44 /Μζμ και αντικατόπτριζε την εκτεταμένη χρήση ζωοτροφών, που με τη σειρά της συνεπάγεται και αυξημένο κόστος παραγωγής. Η κατανομή των κοινοτικών βοσκοτόπων είναι μόνο τυπική. Κτηνοτρόφοι που χρησιμοποιούν τη βόσκηση ως μέσο κάλυψης των διατροφικών αναγκών του κοπαδιού τους, χρησιμοποιούν παραδοσιακά την ίδια έκταση, που σπάνια ταυτίζεται με εκείνη που τους έχει κατανεμηθεί. Κτηνοτρόφοι που δεν βγάζουν τα ζώα τους στις βοσκές (βοοειδή γαλακτοπαραγωγής) χρεώνονται από τους Δήμους βοσκότοπο, χωρίς βέβαια να προβάλλουν καμία αντίρρηση, αφού μόνο με αυτή την προϋπόθεση μπορούν να εισπράξουν τις Κοινοτικές Ενισχύσεις που τους αναλογούν. Κανείς κτηνοτρόφος δεν γνώριζε πού πραγματικά βρισκόταν η έκταση του κοινοτικού βοσκότοπου που του είχε παραχωρηθεί προς χρήση. Οι περισσότεροι χαρακτήρισαν «μέτρια» έως «κακή» την κατάσταση του βοσκότοπου που χρησιμοποιούσαν, ενώ κοινή επιθυμία των περισσοτέρων 75

ήταν να κάνουν χρήση συγκεκριμένης έκτασης βοσκότοπου, που να μπορούν να βελτιώσουν με ίδια μέσα. Το κύριο πρόβλημα που εντοπίστηκε στους βοσκοτόπους του Δήμου Λαγκαδά ήταν η άνιση κατανομή των κτηνοτροφικών ζώων και υποδομών στις διαθέσιμες εκτάσεις βοσκής, γεγονός που με τη σειρά του οδήγησε στο φαινόμενο της έντονης βοσκοφόρτωσης κάποιων περιοχών και της υποβόσκησης κάποιων άλλων με δυσμενείς οικονομικές και περιβαλλοντικές συνέπειες και στις δύο περιπτώσεις. Κρίνεται λοιπόν απαραίτητη η άμεση λήψη κάποιων διαχειριστικών μέτρων, προκειμένου μέσα από μία ορθολογική διαχείριση, αφενός μεν να αυξηθούν οι χρηματικές ενισχύσεις των κτηνοτρόφων, αφετέρου δε να αποτραπεί η υποβάθμιση του λιβαδικού οικοσυστήματος και η απώλεια πολύτιμων φυσικών πόρων. 76

7. ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΙΚΕΣ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ Οι λιβαδικές εκτάσεις της περιοχής μελέτης βρίσκονται γενικά σε καλή κατάσταση, όμως η άνιση κατανομή των κτηνοτροφικών ζώων στις διαθέσιμες εκτάσεις βοσκής, οδήγησε στο φαινόμενο της έντονης βοσκοφόρτωσης στις κοινότητες της χαμηλής ζώνης που βρίσκονταν γύρω από τη Λίμνη Κορώνεια, στις ορεινές κοινότητες του πρώην Δήμου Σοχού και στις κοινότητες Κριθιάς, Αδάμ και Καλαμωτού, αλλά και στο φαινόμενο της υποβόσκησης στις ορεινές κυρίως κοινότητες. Αντίστοιχα οι τιμές της βοσκοϊκανότητας στη χαμηλή και τη μεσαία ζώνη ήταν αρκετά ικανοποιητικές (3,75 μζμ/ha και 3,47 μζμ/ha αντίστοιχα), ενώ στην υψηλή ζώνη μόλις που άγγιζε τις 1,43 μζμ/ha). Στο σύνολο του Δήμου, με εξαίρεση ίσως τη χαμηλή ζώνη, που από σύνολο 13 κοινοτήτων οι 7 παρουσίαζαν έντονο πρόβλημα, στις υπόλοιπες δύο ζώνες σε σύνολο 19 κοινοτήτων οι 13 είχαν ιδιαίτερα χαμηλή βοσκοφόρτωση (πολύ χαμηλότερα επίπεδα από αυτά της βοσκοϊκανότητας). Όμως ακόμη και σε περιοχές που εμφάνιζαν χαμηλές τιμές βοσκοφόρτωσης, η ένταση της βόσκησης ήταν ιδιαίτερα υψηλή γύρω από τις σταβλικές εγκαταστάσεις και τα έργα υποδομής, των οποίων η πλειονότητα έχει κατασκευαστεί εκτός λιβαδικών εκτάσεων και σε περιοχές που γειτνιάζουν με το οδικό δίκτυο, επαρχιακό ή αγροτικό. Τα αποτελέσματα της έρευνας έδειξαν την ανάγκη μιας ολοκληρωτικής αναδιάρθρωσης των κτηνοτροφικών εκμεταλλεύσεων σε συνδυασμό με το σχεδιασμό διαχείρισης και βελτίωσης των διαθέσιμων βοσκοτόπων, προκειμένου να αποφευχθεί μία πιθανή υποβάθμιση του λιβαδικού οικοσυστήματος, που θα οδηγήσει σε απώλεια πολύτιμων φυσικών πόρων στην ευρύτερη περιοχή. Προτείνεται λοιπόν: Να καταγραφούν όλες οι λιβαδικές εκτάσεις που χαρακτηρίζονται ως «βοσκότοποι», αλλά και οι «επιλέξιμοι βοσκότοποι» σύμφωνα με τη νέα ΚΑΠ και μέσω των προσωρινών σχεδίων διαχείρισης να γίνει μια προσπάθεια αποκατάστασης των ποολίβαδων, που τα τελευταία χρόνια έχουν μειωθεί λόγω της ανεξέλεγκτης επέκτασης των θαμνώνων. Να επιδιωχθεί μια περισσότερο ισομερής κατανομή των βοσκόντων αγροτικών ζώων στα διάφορα Δημοτικά Διαμερίσματα, έτσι ώστε στις κοινότητες που δεν υπάρχει έντονο πρόβλημα βοσκοφόρτωσης η κατάσταση 77

να εξομαλυνθεί εντελώς, ενώ στις κοινότητες που τα προβλήματα είναι ιδιαίτερα έντονα (παραλίμνιες περιοχές) να γίνει ταυτόχρονα και μία προσπάθεια αποκατάστασης των λιβαδιών, με προσωρινή απομάκρυνση της βόσκησης και χρήση βελτιωτικών παρεμβάσεων. Να γίνει αξιοποίηση των εγκαταλελειμμένων γεωργικών εκτάσεων αγραναπαύσεων, με πολυετή χορτοδοτικά φυτά, έτσι ώστε να μετατραπούν σε λειμώνες υψηλής παραγωγικότητας. Να διατεθούν τα απαραίτητα κονδύλια τόσο για την κατασκευή έργων υποδομής, όσο και για τη βελτίωση της βλάστησης των βοσκοτόπων, με απώτερο σκοπό την αύξηση της παραγωγικότητάς τους προς όφελος της εκτατικής κτηνοτροφίας. Η κατανομή των κοινοτικών βοσκοτόπων στους κτηνοτρόφους να έχει πολυετή διάρκεια και να αφορά συγκεκριμένη έκταση, όσο το δυνατό πλησίον της κάθε μονάδας, έτσι ώστε να αρθεί το κοινόχρηστο καθεστώς χρήσης των βοσκοτόπων και να δοθούν κίνητρα για την αξιοποίηση και βελτίωσή τους. Τέλος να γίνει μία ουσιαστική ενημέρωση των κτηνοτρόφων και των λοιπών εμπλεκόμενων φορέων της περιοχής, για την επιτακτική ανάγκη της προστασίας και βελτίωσης των βοσκοτόπων, αφού τα οφέλη από μία σωστή διαχείριση είναι πολλαπλά τόσο για την κτηνοτροφία, όσο και για το περιβάλλον γενικότερα. 78

ABSTRACT The livestock production in Greece is highly depended on forages from the natural grasslands. However, the special characteristic of Greece compared to the other European countries, is that 85% of the Greek grazing lands are public. As a result of this is the common use, which usually leads to overgrazing or undregrazing. Moreover according to the new CAP (2014-2020) the "potential eligible forage lands" are the ones that will form the basis for the distribution of European subsidies for the livestock sector. The eligible criteria are strict and limits are established on the stocking density, in order to ensure the protection of the grazing lands. The aim of this research was to evaluate the current state of the grazing lands in a rural area of Greece and to propose management practices in order to increase the eligible ones but also to prevent the degradation of the rangeland ecosystems and the loss of valuable natural resources. The research was conducted in all the municipal communities of the Municipality of Lagadas (Pr. Thessaloniki), an area with intense farming activity. The livestock from the year 1961 up to 2011 was recorded and the changes of the stocking rate over time was calculated for each community separately by using the Geographic Information Systems. The vegetation cover was measured and the species composition was calculated. Additionally the total annual production of the herbaceous forage was determined. Afterwards, the grazing land footprint (ratio grazing pressure / grazing capacity) was calculated. The results were correlated with the socio-economic data, and with the spatial distribution of livestock buildings and infrastructure (dams, water troughs, etc.) of the area. Finally, the total forage area was estimated (Corine Land Cover 2000), as well the total of the eligible areas (OPEKEPE 2014). The potential of increasing the eligible areas was investigated, according to the conditions of eligibility of the European Union. The opinion of the farmers was recorded by using a questionnaire which focused to the profile of the livestock farm, to the diet of the farming animals and to the participation of grazing in this. According to the results, the livestock of the Municipality of Lagada was on average decreased over time. The grazing pressure in the communities remained stable, with few exceptions. The higher grazing pressure was recorded in the lakeside 79

communities mostly because of the unbalanced distribution of farms in space and less because of the lack of forage Only the15% of the farms buildings and 21% of the infrastructures had been constructed in grasslands. From the total of the grazing lands, 2/3 was marked as no eligible because of the type of their vegetation. On the other hand, the way of their distribution to the farmers was completely unorthodox, as the only criterion was the number of the animals of each farm and parameters such as the type of the farm, the location of each farm as well as the available grazing capacity for use was not taken into consideration. The condition of the grazing lands of the municipal communities was considered by the livestock farmers as "moderate" to "bad", while the majority of them preferred to use a specific area of grazing land for long time. Additionally, they expressed the willing to improve this area by their own resources, in order to reduce the cost of the animal feeds. Therefore, it is imperative to take immediate management measures to avoid the already compromised status of the grasslands areas of the region. 80

ΞΕΝΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Abule E., H.A. Snyman and G.N. Smit., 2007. Rangeland evaluation in the middle Awash valley of Ethiopia: I. Herbaceous vegetation cover. Journal of Arid Environments, 70, p.253 271. Ainslie A., 2005. Farming cattle, cultivating relationships: cattle ownership and cultural politics in Peddie District, Eastern Cape. Social Dynamics, 31, p.129 156. Akasbi Z., Oldeland J. Dengler J. and Finckh M., 2012. Analysis of GPS trajectories to assess goat grazing pattern and intensity in Southern Morocco. The Rangeland Journal, 34, p.415 427. Arnold, G.W., De Boer, E.S., Boundy, C.A.P., 1980. The influence of odorant taste on the food preferences and food intake of sheep. Australian Journal Agriculture. Research, 31, p.571 587. Atance I, 2001. Política agrícola y competitividad. Efectos de sistemas alternativos de ayudas. Economía Agraria y Recursos Naturales, 1(2),p. 111-124. Bailey D.W., 2001. Evaluating new approaches to improve livestock grazing distribution using GPS and GIS technology. Proceedings of 1st National Conference on Grazing Lands. Dec. 5-8, 2000. Las Vegas, NV, p.91-99. Bailey D.W., 2005. Identification and Creation of Optimum Habitat Conditions for livestock. Rangeland Ecology & Management, 58, p.109-118. Bayer W, Alcock R, Dladla F, Gilles P, Masondo M, Mkhize P, Mtshali E, Ntombela L., 2004. A study of indigenous livestock management in rural KwaZulu Natal, South Africa. Unpublished report. Mdukatshani: Mdukatshani Rural Development Project. 81

Barrantes Ο., Ferrer C., Reine R. and Broca A., 2009. Categorization of grazing systems to aid the development of land use policy in Aragon, Spain. Grass and Forage Science, 64, p.26 4 Belsky, A.J., 1986. Does herbivore benefit plants? A review of the evidence. The American naturalist, Vol. 127, No. 6, p.877-884. Belsky, A.J., 1987. The effects of grazing: confounding of ecosystem, community, and organism scales. The American naturalist, Vol. 129, No. 5, p. 777-783. Berkes, F., Feeny, D., McCay, B.J., Acheson, J.M., 1989. The benefits of the commons. Nature 340, p.91 93. Bernués A., Riedel J.L., Asensio M.A., Blanco M., Sanz A., Revilla R. and Casasús I., 2005. An integrated approach to studying the role of grazing livestock systems in the conservation of rangelands in a protected natural park (Sierra de Guara, Spain). Livestock Production Science, 96, p.75 85. Bhasin, V., 2011. Pastoralists of Himalayas. Journal of Human Ecology 33, p.147 177. Bisigato A.J. & Bertiller M.B., 1997. Grazing effects on patchy dryland vegetation in northern Patagonia. Journal of Arid Environments, 36, p.639-653. Biswell, H.H. και Λ.Γ. Λιάκος., 1974. Λιβαδοπονική. Θεσ/νίκη, σελ. 513. Briske, D.D. & I. Noy-Meir., 1998. Plant responses to grazing: a comparative evaluation of annual and perennial grasses. Ecological basis of livestock grazing in Mediterranean ecosystems, Proceedings of the international workshop held in Thessaloniki (Greece), p.13-26. Ceacero, F., Landete-Castillejos, T., Garcνa, A.J., Estιvez, J.A., Gallego, L., 2010. Can Iberian red deer (Cervuselaphus hispanicus) discriminate among essential minerals in their diet. British Journal of Nutrition, 103, p.617 626. Chamorro A, Miranda FJ, Rubio S, Valero V, 2012. Innovations and trends in meat consumption: An application of the Delphi method in Spain. Meat Science, 92, p.816-822. http:// dx.doi.org/10.1016/j.meatsci.2012.07.007. 82

Chouvardas D., Vrahnakis M. S., 2009. A semi-empirical model for the near future evolution of the lake Koronia landscape. Journal of Environmental and Ecology 10 (3), p.867-876. Cook C. W. and J. Stubbendieck., 1986. Methods for Studying Rangeland Hydrology. Range Research: Basic Problems and Techniques. Society for Range Management, Denver, Colorado, p.155-182. Cook, C.W., 1972. Comparative nutritive values of forbs, grasses and shrubs. In: C.M. McKell, J.P. Blaisdelland J.R. Goodin, eds.: Wildland Shrubs-Their Biology and Utilization. Ogden, Utah, USDA, Forest Serv. Gen. Tech. Rep. INT-I. Cooper, S.D.B., Kyriazakis, I., Nolan, J.V., 1995. Diet selection in sheep: the role of the rumen environment in the selection of a diet from two feeds that differ in their energy density. British Journal of Nutrition, 74, p.39 54. Debussche M. and Lepart J., 1992. Establishment of woody plants in Mediterranean old fields: opportunity in space and time. Landscape Ecology, 6, p.133 145. Di Pasquale, G., Di Martino, P., Mazzoleni, S., 2004.Forest history in the Mediterranean region. In: Mazzoleni, S., Di Pasquale, G., Mulligan, M., Di Martino, P., Rego, F. (Eds.), Recent Dynamics of Mediterranean Vegetation and Landscape. Wiley and Sons, New York, p.13 20. Environmental Affairs, Mdukatshani Rural Development Project. Forests, Trees and Livelihoods 14, p.243 262. Duncan, A.J., Gordon, I.J., 1999. Habitat selection according to the ability of animals to eat, digest and detoxify foods. Proceedings of the Nutrition Society, 58, p.799 805. Emlen, J.M., 1968. Optimal choice in animals. American Naturalist, 102, p.385 389. Fuhlendorf S.D., 1997 Why does brush dominate our grasslands? In: Rollins D. (ed.) Brush sculptors: innovations for tailoring brushy rangelands to enhance wildlife habitat and recreational value. San Angelo, Texas, USA: TAMV Agricultural Research and Extension Centre. 83

G.W., Richardson, D.M. (Eds.), Mediterranean-Type Ecosystems. The Function of Biodiversity. Springer, Berlin, p.1 42. García-Brenes D, 2009. La política agraria comunitaria y la revisión de 2008. Revista de Economia Institucional, 11(20), p.375-394. Geist H. & Lambin E., 2002. Proximate Causes and Underlying Driving Forces of Tropical Deforestation. Bio Science, 52(2), p.143-150. Ghorbani, N., F. Raiesi, S. Ghorbani, 2012.Bulk soil and particle size-associated C and N under grazed and ungrazed regimes in Mountainous arid and semi-arid rangelands. Nutrient Cycling in Agroecosystems, 93, p.15 34. Gintzburger G., 1986. Seasonal variation in above-ground annual and perennial phytomass of an arid rangeland in Libya. Journal of Range Management, 39, p.348-353. Givens, D.I., E., Owen, R.F.E., Axford, and H.M. Omed., 2000. Forage Evaluation in Ruminant nytrition. CAB International. Görgülü, M., Kutlu, H.R., Demir, E., Öztürkcan, O., Forbes, J.M., 1996. Nutritional consequences among ingredients of free-choice feeding Awassi lambs. Small Ruminant Research, 20, p.23 29. Grant, S.A. & Armstrong, H.M., 1993. Grazing ecology and the conservation of heather moorland: the development of models as aids to management. Biodiversity and Conservation, 2, p.79-94. Grove A.T. and Rackham O., 2001. The nature of Mediterranean Europe: an ecological history. London, UK: Yale University Press. Gürsoy O, 2006. Economics and profitability of sheep and goat production in Turkey under new support regimes and market conditions. Small Ruminant Research, 62, p.181-191. Hafermalz, O. 1976. Schriftliche Befragung - Möglichkeiten und Grenzen. Dr. Th. Gabler-Verlag, Wiesbaden. 84

Hein van Gilsa, Gerhard Sieglb, Rohan Mark Bennett, 2014. The living commons of West Tyrol, Austria: Lessons for land policy and land administration. Land Use Policy, 38, p.16 25. Hijaba Ykhanbai, Enkhbat Bulgan, Ulipkan Beket, Ronnie Vernooy, and John Graham., 2004. Reversing Grassland Degradation and Improving Herders' Livelihoods in the Altai Mountains of Mongolia. Mountain Research and Development, 24(2), p.96-100. Hobbs, R.J., Richardson, D.M., Davis, G.W., 1995.Mediterranean-type ecosystems: opportunities and constraints for studying the function of biodiversity. Mediterranean-Type Ecosystems Ecological Studies, 109, p.1-42. Holechek J.L., R.D. Pieper, and C.H. Herbel, 1995. Range management: Principles and Practices. 2nd Edition. Prentice Hall Publications. Holechek, J. L., 1988. An approach for setting the stocking rate. Rangelands 10, p.10-14. Holechek, J. L. and D. Galt., 2000. Grazing intensity guidelines. Rangelands 21(3), p.11-14. Holt A., 1997.Grazing pressure and soil carbon, microbial biomass and enzyme activities in semi-arid northeastern Australia. Applied Soil Ecology, 5, p.143 149. Hopkins, A., J., Gilbey, C., Dibb, P.J., Bowling, and P.J., Murray. 1990. Response of permanent and reseeded grassland to fertilizer nitrogen. I Herbage production and herbage quality. Grass and Forage Science, 45, p.`43 55. Ibanez J., Martinez Valderrama J.M,. Papanastasis V., Evangelou Ch. And Puigdefabregas J., 2012. A multidisciplinary model for assessing degradation in Mediterranean rangelands. Land Degradation & Development DOI: 10.1002/ldr.2165. International Dairy Foods Association, 2010. An International Comparison of Milk Supply Control Programs and Their Impacts http://www.idfa.org/ 85

Ispikoudis I., Kakouros P., Arianoutsou M., and Papanastasis V.P., 1999. Effects of pastoral activities on woody-plant community distribution and landscape diversity in western Crete. In: Papanastasis V.P., Frame J. and Nastis A.S. (eds.): Grasslands and Woody Plants in Europe. Grassland Science in Europe, 4, p.287-291. Ispikoudis I., Kakouros P., Arianoutsou M., and Papanastasis V.P., 1999. Effects of pastoral activities on woody-plant community distribution and landscape diversity in western Crete. In: Papanastasis V.P., Frame J. and Nastis A.S. (eds.): Grasslands and Woody Plants in Europe. Grassland Science in Europe, 4, p.287-291. Jeddi, K., M. Chaieb, 2010. Changes in soil properties and vegetation following livestock grazing exclusion in degraded arid environments of South Tunisia. Flora, 205, p.184 189. Jodha, N.S., 2008. Mountain commons: changing space and status at community levels in the Himalayas. Journal of Mountain Science 4, p.124 135. Keya, G.A., 1998. Herbaceous layer production and utilization by herbivores under different ecological conditions in an arid savanna of Kenya. Agriculture, Ecosystems & Environment, 69, p.55 67. Koukoura Z., Pappas I.A., Kirkopoulos C., Karmiris I., 2012. Effect of regional conditions on post-fire vegetation restoration rate in Mediterranean rangeland ecosystems. Proceedings of 9th European Dry Grassland Meeting (EDGM) Prespa, Greece, 19-23 May 2012, p.186-191. Kourakli P., Sidiropoulou A., Kostopoulou P., and Ispikoudis I., 2005. Impacts of livestock husbandry on the landscape. In: Animal Production and Natural Resources utilization in the Meditteranean mountain areas. EAAP publication, 115 p.220-223. Laura E. Baker & M. Timm Hoffman, 2006. Managing Variability: Herding Strategies in Communal Rangelands of Semiarid Namaqualand, South Africa. Journal of Human Ecology, 34, p.765 784. 86

Le Houerou, N.H., 1981. Impact of man and his animals on Mediterranean vegetation. In: Di Castri, F., Godall, W., Specht, R.I. (Eds.), Ecosystems of the World: Mediterranean-Type Shrublands,. Elsevier, New York, 11, p.479 521. Le Houerou H.N., 1993. Land degradation in Mediterranean Europe: can agroforestry be a part of the solution? A prospective review Agroforestry Systems, 21, p.43 61. Le Houérou, H.N., 1974. Fire and vegetation in the Mediterranean basin. Proceedings of 13th Annual Tall Timbers of Fire Ecology Conference, p.237 277. Le Houerou, H.N., 1993. Grazing lands of the Mediterranean basin. In: Coupland, R.T. (Ed.), Natural Grassland. Ecosystems of the World, Elsevier Science Publisher, Amsterdam, the Netherlands, 8, p.171 196. Leafe, E.L., 1978. Physiological, environmental and management factors of importance to maximum yield of the grass crop. In: Gasser, J.K.R. and Wilkinson, B. (eds) ARC Symposium Proceedings. HMSO, London. Lepart J. and Debussche M., 1992. Human impact on landscape patterning: editerranean examples. In: Hansen A.J. and di Castri F. (eds) Landscape boundaries, consequences for biotic diversity and ecological flows, Springer. New York, USA, p.76 106. Letty B, Alcock R, Masondo M, Trench T, Gumede S, Dladla F., 2002. Report on study of cattle and goat owners at Msinga, conducted during 2002. Unpublished report. Farming Systems Research Section, KZN Department of Agriculture and Environmental Affairs, Mdukatshani Rural Development Project. Li, X.G., Z.F. Wang, Q.F. Ma, F.M. Li, 2007. Crop cultivation and intensive grazing affect organic C pools and aggregate stability in arid grassland soil. Soil and Tillage Research, 95, p.172 181. Liacos, L., 1982. Grazing management of evergreen bushlands in Greece. In: Conrad, E.C., Oechel, W.C. (Eds.), Dynamics and Management of Mediterranean-type Ecosystems. Gen. Tech. Rep. PSW-58. Pacific Southwest Forest and Range 87

Experiment Station, Forest Service, US Dept. of Agriculture, Berkeley, CA, p.264 269. Lynch, J.J., Hinch, G.N., Adams, D.B., 1992. The Behavior of Sheep, Biological Principles and Implications for Production. CAB International, Wallingford, Oxon, UK. Manteca, X., Villalba, J.J., Atwood, S.B., Dziba, L., Provenza, F.D., 2008. Is dietary choice important to animal welfare? Journal of. Veterinary Behavior, 3, p.229 239. Milne, J.A., and K. Osoro., 1997. The role of livestock in habitat management. In: Laker, J., Milne, J.A. (Eds.), Livestock Systems in European Rural Development. Proceedings of the 1 st Conference of the LISRD Network, Nafplio, Greece. Macaulay Land Use Research Institute, Aberdeen. Mohammad, N., 1989. Rangeland Management in Pakistan. ICIMOD, Kathmandu, Nepal, p.193. Mountousis I, Papanikolaou K, Chatzitheodoridis F, Roukos C and A. Papazafeiriou, 2006. Monthly chemical composition variations in grazable material of semiarid rangelands in north-western Greece. Livestock Research for Rural Development. Volume 18, Article No. 155. Retrieved November 21, 2006, from http://www.cipav.org.co/lrrd/lrrd18/11/moun18155.htm Naveh Z., 1991. Mediterranean uplands as anthropogenic perturbation-dependent systems and their dynamic conservation management. In: Ravera O. (ed.) Terrestrial and aquatic ecosystems, Perturbation and recovery, p.545 556. New York, USA: Ellis Horwood. Naveh, Z & R.H. Whittaker., 1979. Measurements and relationships of plant species diversity in Mediterranean shrublands and woodlands. Ecological Diversity in Theory and Practice, p.219-239. Naveh, Z., 1988. Multifactorial reconstruction of semiarid Mediterranean landscapes for multipurpose land uses. In: Allen, E.B. (Ed.), The Reconstruction of Disturbed Arid Lands An Ecological Approach. Westview Press, Boulder, p.234 256. 88

Noy-Mier, I., 1978. Grazing and production in seasonal pastures: Analysis of simple model. Journal of applied Ecology, 15, p.809-835. Odum E. P., 1971 Fundamentals of ecology. 3rd edition. W. B. Saunders Co., Philadelphia and London, p.544. O'Mara, F. P., 2012. The role of grasslands in food security and climate change. Annals of Botany, 110, p.1263 1270. Oosterhuizen, S., 2011. Archaeology, common rights and the origins of Anglo- Saxonidentity. Blackwell. Ostrom, E., Burger, J., Field, C.B., Norgaard, R.B., Policansky, D., 1999. Revisiting the commons: local lessons, global challenges. Science, 284, p.278 282. Papachristou T. G. and Nastis A. S., 1993a. Diets of goats grazing oak shrnblands of varying cover in northern Greece. Journal of Range Management, 46, p.220-226. Papachristou T. G. and Nastis A. S. 1993b. Nutritive value of diet selected by goats grazing on kermes oak shrnblands with different shrub and herbage cover in Northern Greece. Small Ruminant Research, 12, p.35-44. Papachristou T. G. and Papanastasis V. P., 1994. Forage value of Mediterranean deciduous woody fodder species and its implication to management of silvopastoral systems for goats. Agroforestry Systems, 27, p.269 282. Papanastasis V.P., 2004α. Vegetation degradation and land use changes in agrosilvopastoral systems. In: Schabel and Ferreira A. (eds.) Sustainability of Agrosilvopastoral Systems-Dehesas, Montados. Advances in Genecology, 37, p.1-12. Papanastasis V.P., R. Ghossoub and C. Scarpelo., 2009β. Impact of animal sheds on vegetation configuration in Mediterranean landscapes. In: Papachristou T.G., Parissi Z.M., Ben Salem H. and Morand-Fehr P. (eds.) Nutritional and foraging ecology of sheep and goats. Options Méditerranéennes A 85, p.49-54. 89

Papanastasis, V.P., 1998. Grazing intensity as an index of degradation in semi-natural ecosystems: the case of Psilorites mountain in Crete, In: G. Enne, M. D' Angelo and C. Zanolla, (eds), Indicators for Assessing Desertification in the Mediterranean. Nucleo Ricerca Desertificatione. Universitá di Sassari. Italy, p146-158. Papanastasis, V.P., 2000. Land degradation caused by overgrazing and wildfires and management strategies to prevent and mitigate their effects. In: Desertification in Europe: mitigation strategies, land-use planning G. Enne, Ch. Zanolla and D. Peter (eds). European Commission, EUR 19390, Luxembourg, p.187-198. Papanastasis, V.P., Peter, D. (Eds.), Ecological Basis of Livestock Grazing in Mediterranean Ecosystems. Proceedings of the International Workshop held in Thessaloniki, Greece, on October 23 25, 1997. Office for Official Publications of the European Communities, Luxembourg, p.27 39. Paula M. Toro-Mujica1, Claudio Aguilar, Raúl Vera1, Cecilio Barba, José Rivas, and Antón García-Martínez, 2015. Changes in the pastoral sheep systems of semiarid Mediterranean areas: association with common agricultural policy reform and implications for sustainability. Spanish Journal of Agricultural Research, 13(2), e0102, p.11. Pei, S., H. Fu, C. Wan, 2008. Changes in soil properties and vegetation following exclosure and grazing in degraded Alxa desert steppe of Inner Mongolia, China. Agriculture, Ecosystems & Environment, 124, p.33 39. Pettit, N.E., Froend, R.H. & Ladd, P.G., 1995. Grazing in remnant woodland vegetation: changes in species composition and life form groups. Journal Vegetation. Science, 6, p.121-130. Pinchak W.E., Smith M.A., Hart R.H. and Waggoner J.W., 1991. Beef cattle distribution patterns on foothill range. Journal of. Range Management, 44(3), p.267-275. Platis, P.D., Papanastasis, V.P., 2003. Relationship between shrub cover and available forage in Mediterranean scrublands. Agroforestry Systems, 57, p.59 67. 90

Pratt, DJ, PJ Greenway, MD Gwynne, 1966. A classification of East African rangeland, with an appendix on terminology. Journal of Applied Ecology, 3(2), p.369-372. Provenza, F.D., 1995. Postingestive feedback as an elementary determinant of food preference and intake in ruminants. Journal of. Range Management, 48, p.2 17. Putfarken D., Dengler J., Lehmann S. and Härdtle W. 2008. Site use of grazing cattle and sheep in a large-scale pasture landscape: a GPS/GIS assessment. Applied Animal Behaviour Science, 111, p.54 67. Qi, S., H. Zheng, Q. Lin, G. Li, Z. Xi, X. Zhao, 2011. Effects of livestock grazing intensity on soil biota in a semiarid steppe of Inner Mongolia. Plant Soil, 340, p.117 126. Raiesi, F., E. Asadi, 2006. Soil microbial activity and litter turnover in native grazed and ungrazed rangelands in a semiarid ecosystem. Biology and Fertility of Soils, 43, p.76 82. Roder A., Kuemmerle T., Hill J., Papanastasis V.P. and Tsiourlis G.M., 2007. Adaptation of a grazing gradient concept to heterogeneous Mediterranean rangelands using cost surface modeling. Ecological Modeling, 204, p.387-398. Rook, A.J., Dumont, B., Isselstein, J., Osoro, K., Wallis De Vries, M.F., Parente, G., Mills, J., 2004. Matching type of livestock to desired biodiversity outcomes in pastures a review. Biology and Fertility of Soils, 119, p.137 150. Saladin, M. and A. Casanova, 1995. Video, employment and evaluation. In the Conference document of Evaluation of European training, employment and human resource programmes : Athens 30 Nov 1 Dec 1995, p.173-177. CEDEFOP, Thessaloniki. Salomon ML., 2011. Keeping cattle in a changing rural landscape: communal rangeland management in Okhombe, KwaZulu-Natal, South Africa. PhD thesis, University of KwaZulu-Natal, Pietermaritzburg, South Africa. 91

Sankary, M.N. and K. Ranjhan, 1989. The place of fodder trees and shrubs in grasslands systems. In: Proc XVI International Grassland Congress, Nice, France, 4 11 October 1989, p1761 1768. Scimone, M., Rook, A.J., Garel, J.P., Sahin, N., 2007. Effects of livestock breed and grazing intensity on grazing systems: 3. Effects on diversity of vegetation. Grass and Forage Science, 62, p.172-184. Shrestha, G., P.D. Stahl, 2008. Carbon accumulation and storage in semi-arid sagebrush steppe: effects of long-term grazing exclusion. Agriculture, Ecosystems & Environment, 125, p.173 181. Sierra I., 2000. La ganaderia aragonesa y sus productos de calidad (The Aragonese livestock husbandry and its quality products). Zaragoza, Spain: Caja de Ahorros de la Inmaculada de Aragon. Silanikove N., 2000. The physiological basis of adaptation in goats to harsh environments. Small Ruminant Research, 35(3), p.181-193. Smith, J.G., D.J. Eldridge, H.L. Throop, 2012. Landform and vegetation patch type moderate the effects of grazing-induced disturbance on carbon and nitrogen pools in a semi-arid woodland. Plant Soil, 360, p.405 419. Talamucci, P., and C. Chaulet, 1989. Contraintes et evolution des ressources fourragères dans le basin méditerranées. In: Proceedings of the XVI International Grassland Congress, Nice, France, p.1731 1740. Tallowin, J. R. B. and R. G. Jefferson, 1999. Hay production from lowland seminatural grasslands: a review of implications for ruminant livestock systems. Grass and Forage Science, 54, p.99-115. Tasser E. and Tappeiner U., 2002. Impacts of land use changes on mountain vegetation. Applied Vegetation Science, 5, p.173 184. Thornes J., 2007. Modelling soil erosion by grazing: recent developments and new approaches. Geographical Research, 45, p.13-26. 92

Toulmin, C., Hesse, C., Cotula, L., 2004. Pastoral commons sense: lessons from recent developments in policy, law and practice for the management of grazing lands. Tranter R.,B., Swinbank A, Wooldridge M.,J., Costa L., Knapp T., Little GPJ, Sottomayor M.L., 2007. Implications for food production, land use and rural development of the European Union s single farm payment: Indications from a survey of farmers intentions in Germany, Portugal and the UK. Food Policy, 32, p.656-671. http://dx.doi. org/10.1016/j.foodpol.2007.04.001. Tsiouvaras, C.N., Z. Koukoura, A. Ainalis & V.P. Platis., 1993. Dynamic relationship between long-term sheep grazing and range productivity in a semiarid grassland. Management of Mediterranean shrublands and related forage resources, 7th meeting of the FAO European subnetwork on Mediterranean pastures and fodder crops, Medit. Agron. Inst. of Chania, Crete-Greece, April 21-23, 1993, Proceed., p.151-154. Vetter, S., 2003. What are the costs of land degradation to communal livestock farmers in South Africa: the case of the Herschel District, Eastern Cape, Unpublished. Villalba, J.J., Provenza, F.D., 2007. Self-medication and homeostatic behavior in herbivores: learning about the benefits of nature s pharmacy. Animal, 1, p.1360 1370. Walker G.P., C.R. Stockdale, W.J. Wales, P.T. Doyle and D. W. Dellow, 2001. Effect of level of grain supplementation on milk production responses of dairy cows in mid late lactation when grazing irrigated pastures high in paspalum (Paspalum dilatatum Poir.). Australian Journal of Experimental Agriculture, 41(1), p.1 11. Watkinson, A.R. and S.J. Ormerod., 2001. Grasslands, grazing and biodiversity: editors introduction. Journal of Applied Ecology, 38, p.233 237. Wen, H D. Niu, H. Fu, J. Kang, 2013.Experimental investigation on soil carbon, nitrogen, and their components under grazing and livestock exclusion in 93

steppe and desert steppe grasslands, Northwestern China. Environment Earth Science, 70, p.3131 3141. Westreicher, C.A., Mérega, J.L., Palmili, G., 2006. Review of the Literature on Pastoral Economics and Marketing: South America. WISP/IUCN, Argentina, p.22. Zarovali M. P., M. D. Yiakoulaki and V. P. Papanastasis, 2007. Effects of shrub encroachment on herbage production and nutritive value in semi-arid Mediterranean grasslands. Grass and Forage Science, 62, p.355 363. Zarovali M., 2009. Nutrient dynamics and plant litter decomposition in rangeland ecosystems. Ph.D. Thesis. School of Forestry and Natural Environment, Aristotle University of Thessaloniki: Thessaloniki. ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Αθανασιάδης Ν., 1986. Δασική Φυτοκοινωνιολογία. Εκδόσεις Γιαχούδη - Γιαπούλη. Θεσσαλονίκη. Γιακουλάκη Μ.Δ., Ζαρόβαλη Μ., Ισπικούδης Ι. και Β.Π. Παπαναστάσης, 2003. Διερεύνηση των συστημάτων εκτροφής μικρών μηρυκαστικών στην Επαρχεία Λαγκαδά Θεσσαλονίκης. Πρακτικά 3ου Πανελλήνιου Λιβαδοπονικού Συνεδρίου. Καρπενήσι, 4-6 Σεπτεμβρίου 2002. Ελληνική Λιβαδοπονική Εταιρεία. Σελ. 395 402. ΕΣΥΕ. 1966α. Κατανομή της εκτάσεως της χώρας κατά βασικάς κατηγορίας χρήσεως (Προαπογραφικά στοιχεία της απογραφής γεωργίας και κτηνοτροφίας της 19ης Μαρτίου 1961). Εθνική Στατιστική Υπηρεσία Ελλάδος. Αθήνα. ΕΣΥΕ, 1966β. Αποτελέσματα της απογραφής γεωργίας κτηνοτροφίας της 19ης Μαρτίου 1961.Τόμος Ι. Πίνακες κατά τόπον μονίμου διαμονής των αρχηγών (κατόχων) εκμεταλλεύσεων. Εθνική Στατιστική Υπηρεσία Ελλάδος. Αθήνα. ΕΣΥΕ, 1978α. Αποτελέσματα απογραφής γεωργίας και κτηνοτροφίας της 14 ης Μαρτίου 1971 (στοιχεία από καθολική επεξεργασία των ερωτηματολογίων 94

κατά Δήμο ή Κοινότητα απογραφής του αρχηγού των εκμεταλλεύσεων). Τόμος Ι, ΙΙ. Εθνική Στατιστική Υπηρεσία Ελλάδος. Αθήνα. ΕΣΥΕ, 1978β. Κατανομή της εκτάσεως της χώρας κατά βασικάς κατηγορίας χρήσεως (Προαπογραφικά στοιχεία της απογραφής γεωργίας και κτηνοτροφίας της 14ης Μαρτίου 1971). Εθνική Στατιστική Υπηρεσία Ελλάδος. Αθήνα. ΕΣΥΕ, 1994β. Αποτελέσματα απογραφής γεωργίας και κτηνοτροφίας της 17 ης Μαρτίου 1991. Εθνική Στατιστική Υπηρεσία Ελλάδος. Αθήνα. ΕΣΥΕ, 1995. Κατανομή της εκτάσεως της Ελλάδος κατά βασικές κατηγορίες χρήσεως (Προαπογραφικά στοιχεία της απογραφής γεωργίας κτηνοτροφίας του έτους 1991). Εθνική Στατιστική Υπηρεσία Ελλάδος. Αθήνα. Ευαγγέλου Χ., 2005. Χρησιμοποίηση του δείκτη Περιβαλλοντικά Ευαίσθητων Περιοχών (ESAI) για την εκτίμηση του κινδύνου ερημοποίησης σε λιβαδικές εκτάσεις με τη χρήση των Γεωγραφικών Συστημάτων Πληροφοριών. Μεταπτυχιακή Διατριβή. Α.Π.Θ., Θεσσαλονίκη. Ζαρόβαλη Π.Μ., Μ. Παπαδημητρίου και Β.Π. Παπαναστάσης, 2004. Παραγωγή κατά λειτουργικούς τύπους φυτών σε σχέση με τις αλλαγές χρήσης γης σε μεσογειακά λιβάδια. Πρακτικά 4 ου Πανελληνίου Λιβαδοπονικού Συνεδρίου, Βόλος 10-12 Νοεμβρίου 2004. Ελληνική Λιβαδοπονική Εταιρεία. Σελ. 161-166. Ισπικούδης Ι., 1995. Οικολογικές διαστάσεις της μετατροπής των οριακών εδαφών για κτηνοτροφική χρήση. Πρακτικά Επιστημονικής Ημερίδας 264 Λιβαδοπονία και Εναλλακτικές Χρήσεις Γης της Ελληνικής Λιβαδοπονικής Εταιρείας. Δημ. Νο2. Θεσσαλονίκη. Σελ. 73 86. Κιτσοπανίδης Γ.I, Ζιωγάνας Μ., Δέρβα Ε. και Παπαναστάσης Β.Π., 2009. Οικονομικότητα της αιγοπροβατοτροφίας στην Επαρχία Λαγκαδά του Νομού Θεσσαλονίκης. Γεωργία - Κτηνοτροφία, 3: 60-70. Κούκουρα Ζ., 1999. Χρησιμοποίηση ποωδών ειδών για την δημιουργία φυτοκαλύμματος σε καμένες εκτάσεις. Πρακτικά 8ου Πανελλήνιου Συνεδρίου, Αλεξανδρούπολη, 6-8 Απριλίου 2008. Ελληνική Δασολογική Εταιρία. Θεσσαλονίκη. Σελ. 271-277. 95

Κυρκόπουλος Κ., 2012. Ρυθμός αποκατάστασης της βλάστησης σε λιβαδικά οικοσυστήματα μετά από πυρκαγιά. Μεταπτυχιακή διατριβή του τμήματος Δασολογίας και Φυσικού Περιβάλλοντος Α.Π.Θ. Μάτης Γ. Κ., 2004. Δειγματοληψία Φυσικών Πόρων. Εκδόσεις Πήγασος 2000, Θεσσαλονίκη. Μάτης, Κ. 1991. Δασική Βιομετρία Τόμος πρώτος Στατιστική. Εκδόσεις Δεδούση, Θεσσαλονίκη. Μίχου Α., 2010. Ανάλυση της υφιστάμενης κατάστασης της γαλακτοπαραγωγού αγελαδοτροφίας στην Ελλάδα. Μεταπτυχιακή διατριβή της Γεωπονικής Σχολής του Α.Π.Θ. Νάστης Α.Σ., Τσιουβάρας Κ.Ν., 2009. Διαχείριση και Βελτίωση Λιβαδιών.University Studio Press. Θεσσαλονίκη. Νάστης, Α., 1995. Παραγωγικότητα και δυνατότητες βελτίωσης των φυσικών λιβαδιών. Πρακτικά Πανελληνίου Συνεδρίου για την Κτηνοτροφία με θέμα Κτηνοτροφική πολιτική: Θέσεις Προσανατολισμοί. Έκδοση ΓΕΩΤΕΕ. Σελ. 135-143. Παπαναστάσης Β.Π., 2009. Λιβαδοκτηνοτροφική ανάπτυξη. Εκδόσεις Γιαχούδη. Παπαναστάσης, Β.Π., 1982. Παραγωγή των ποολίβαδων σε σχέση με τη θερμοκρασία αέρα και τη βροχή στη Βόρειο Ελλάδα. Διατριβή για υφηγεσία. Θεσσαλονίκη. Παπαναστάσης, Β.Π. και Α.Μ. Γώγος, 1983. Συμβολή στη διάκριση και αξιολόγηση των λιβαδιών της χαμηλής ζώνης της Δυτικής Ηπείρου. Δασική Έρευνα 2 (IV):Σελ. 93-129. Παπαναστάσης, Β.Π., και Β. Νοϊτσάκης, 1992. Λιβαδική Οικολογία. Εκδόσεις Γιαχούδη Γιαπούλη Ο.Ε. Θεσσαλονίκη. Σελ. 244. Παπανικολάου Κ., Χ. Ρούκος, Ε. Παπαναγιώτου, Ι. Μιχαηλίδης και Ι. Μουντούσης, 2005. Διερεύνηση των δυνατοτήτων παραγωγής βιολογικών προϊόντων ποιότητας ζωικής παραγωγής στο Νομό Πρέβεζας. Θεσσαλονίκη. 96

Παπανικολάου, Κ., Ι. Νικολακάκης, Α., Ιμαμίδου, Β., Παππά, και Β. Ντότας, 2002. Χλωριδική και χημική σύνθεση της βοσκήσιμης ύλης των βοσκοτόπων του Νομού Φλωρίνης και η σημασία τους στην ανάπτυξη της βιολογικής κτηνοτροφίας. Περίληψη. Επιθεώρηση Ζωοτεχνικής Επιστήμης, Ειδική έκδοση No 27. Σελ.48-49. Πλατής Π.Δ., Β.Π. Παπαναστάσης, Θ.Γ. Παπαχρήστου και Α.Ι. Τσιόντης, 2004. Ποσοτική και ποιοτική μεταβολή της βοσκήσιμης ύλης ποολίβαδων της χαμηλής οικολογικής ζώνης στην περιφέρεια Θεσσαλίας. Πρακτικά 4ου Πανελληνίου Λιβαδοπονικού Συνεδρίου, Βόλος 10-12 Νοεμβρίου 2004. Ελληνική Λιβαδοπονική Εταιρεία. Σελ. 21-28. Πλατής Π.Δ., Θ.Γ. Παπαχρήστου και Β.Π Παπαναστάσης, 2000α. Αγρομετεωρολογικά μοντέλα πρόβλεψης του ύψους της παραγωγής και της ποιότητας διαφόρων βοσκοτόπων. Τελική έκθεση προγράμματος Μέτρο 8.2, υπ.8, Β ΚΠΣ 1994-99. Υπουργείο Γεωργίας Ι.Δ.Ε. (ΕΘΙΑΓΕ) Θεσσαλονίκη, σελ. 46. Σαρλής, Γ.Π., 1998. Βελτίωση και Διαχείριση φυσικών βοσκοτόπων Μέρος 1ο. Εκδόσεις Σταμούλη, Αθήνα. Σιάρδος, Γ.K. 1997. Μεθοδολογία Αγροτικής κοινωνιολογικής έρευνας. Εκδόσεις Ζήτη, Θεσσαλονίκη. Χουβαρδάς Δ., 2001. Ανάλυση της δομής και της διαχρονικής εξέλιξης των τοπίων με τη χρήση των γεωγραφικών συστημάτων πληροφοριών (G.I.S.). Μεταπτυχιακή διατριβή του τμήματος Δασολογίας και Φυσικού Περιβάλλοντος Α.Π.Θ. Χουβαρδάς Δ. και Ισπικούδης Ι., 2001. Ανάλυση της διαχρονικής εξέλιξης των τοπίων με τη χρήση των Γεωγραφικών Συστημάτων Πληροφοριών (GIS). Η Λιβαδοπονία στο κατώφλι το 21ου Αιώνα (Θ. Παπαχρήστου και Ο. Ντίνη Παπαναστάση, εκδότες). Πρακτικά του 2ου Πανελλήνιου Λιβαδοπονικού Συνεδρίου. Ιωάννινα 4-6 Οκτωβρίου 2000. Ελληνική Λιβαδοπονική Εταιρεία. Δημ Νο. 9. Σελ 129 137. 97

Χουβαρδάς Δ., 2007. Εκτίμηση της διαχρονικής επίδρασης των κτηνοτροφικών Συστημάτων και των χρήσεων γης στα τοπία με τη χρήση των Γεωγραφικών συστημάτων πληροφοριών (GIS). Διδακτορική διατριβή του τμήματος Δασολογίας και Φυσικού Περιβάλλοντος Α.Π.Θ. 98

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 99

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 1 Ερωτηματολόγιο Κτηνοτροφική εκμετάλλευση και διαχείριση λιβαδικών εκτάσεων Στοιχεία ερωτηματολογίου Συντάκτης του ερωτηματολογίου Τόπος μόνιμης κατοικίας (νομός/δήμος/ Δ.Δ). Τόπος Σύνταξης Τρόπος σύνταξης Ημερομηνία Σχόλια για τις απαντήσεις του ερωτηματολογίου Άριστη Πολύ καλή Καλή Μέτρια Κακή Έλλειψη απαντήσεων 100

Προφίλ της κτηνοτροφικής εκμετάλλευσης Ιστορία 1. Πότε ιδρύθηκε η κτηνοτροφική εκμετάλλευση? (έτος).. 2. Έχει άδεια λειτουργίας? Ναι Όχι Αν ναι από πότε? (έτος).. Μέγεθος - Παραγωγικότητα 3. Ποιος είναι ο αριθμός των ζώων της εκτροφής; Σύνθεση κοπαδιού Κριοί/Τράγοι Αγελάδες Προβατίνες/Κατσίκες Ταύροι Ζυγούρια/Βιτούλια Μοσχάρια Σύνολο Σύνολο 4. Ετήσια παραγωγή Πωλούμενη Ιδιοκαταναλ. Γάλα Κρέας νεαρών ζώων Κρέας ενήλικων ζώων Άλλο Περιγραφή εκτροφής 5. Ποια είναι η τοποθεσία της εκτροφής; πεδινή ορεινή άλλο. 6. Ποιός είναι ο τύπος της εκτροφής; Εντατική Εκτατική Οικόσιτη Περιβάλλον εκτροφής 7. Τύπος Εγκαταστάσεων; σύγχρονες βιομηχανικού τύπου σύγχρονες όχι βιομηχανικού τύπου μόνιμες παλιού τύπου παλιού τύπου πρόχειρες 8. Στις εγκαταστάσεις ποιο/ά από τα ακόλουθα είναι διαθέσιμο/α; α. Αποθηκευτικοί χώροι ; Ναι Όχι β. Ηλεκτρικό ρεύμα ; Ναι Όχι γ. Νερό ; Ναι Όχι δ. Αρμεκτήριο ; Ναι Όχι 101

Διατροφή των ζώων 9. Τα ζώα σας βγαίνουν στις βοσκές ; Ναι Όχι 10. Αν ναι ποιο είναι το ετήσιο ποσοστό βόσκησης στη διατροφή (%) 0-25 26-50 51-75 76-100 11. Απόσταση ημερήσιων μετακινήσεων 0 1 χλμ 1 2 χλμ 2 3 χλμ πάνω από 3 χλμ 12. Απόσταση εποχιακών μετακινήσεων 0 10 χλμ 10 20 χλμ 20 50 χλμ πάνω από 50 χλμ δεν μετακινούνται εποχιακά 13. Τύποι βοσκοτόπων Τεχνητός λειμώνας Τμήματα Ποολίβαδο Τμήματα Θαμνολίβαδο - Δασολίβαδο Τμήματα Βόσκηση καλαμιάς μετά το θερισμό Τμήματα Άλλο. Τμήματα 14. Η χρησιμοποιούμενη βοσκήσιμη έκταση είναι Ιδιόκτητη Ενοικιαζόμενη Κοινοτική Συνδυασμός 15. Γνωρίζετε πού βρίσκεται ο κοινοτικός βοσκότοπος που σας παραχωρείται προς χρήση ; Ναι Όχι 16. Χρησιμοποιείτε για βόσκηση τον κοινοτικό βοσκότοπο που σας έχει παραχωρηθεί ; Ναι Όχι 102

17. Θα θέλατε να βόσκετε τα ζώα σας σε συγκεκριμένο βοσκότοπο που δεν θα αλλάζει με την πάροδο του χρόνου ; Ναι Όχι 18. Πως κρίνετε την κατάσταση του βοσκοτόπου που χρησιμοποιούν τα ζώα σας Κακή Μέτρια Καλή Άριστη 19. Αν είχατε τη δυνατότητα θα προχωρούσατε σε βελτίωση του βοσκοτόπου με δικά σας μέσα ; Ναι Όχι 20. Ποιες χονδροειδείς ζωοτροφές χρησιμοποιείτε κυρίως σανό άχυρο ενσίρωμα άλλο.. 21. Οι χρησιμοποιούμενες χονδροειδείς ζωοτροφές είναι Ιδιοπαραγόμενες σε ποσοστό Αγοραζόμενες σε ποσοστό.. 22. Ποιες συμπυκνωμένες ζωοτροφές χρησιμοποιείτε κυρίως καλαμπόκι κριθάρι βαμβακόπιτα ζαχαρόπιτα ισορροπιστή αλάτων μίγμα γαλακτοπαραγωγής άλλο άλλο... 23. Οι χρησιμοποιούμενες συμπυκνωμένες ζωοτροφές είναι Ιδιοπαραγόμενες σε ποσοστό Αγοραζόμενες σε ποσοστό.. 24. Ποιο είναι το ετήσιο κόστος των αγοραζόμενων ζωοτροφών ;. 103

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 2 Μεταβολή του ζωικού κεφαλαίου στις επιμέρους κοινότητες του Δήμου Λαγκαδά, από το 1961 έως και το 2011. 1961 1971 1991 2001 2011 Βοοειδή Πρόβατα Αίγες Βοοειδή Πρόβατα Αίγες Βοοειδή Πρόβατα Αίγες Βοοειδή Πρόβατα Αίγες Βοοειδή Πρόβατα Αίγες Δ.Κ ΛΑΓΚΑΔΑ 1546 3695 96 2365 1365 24 1443 1332 188 590 800 120 482 921 44 Δ.Κ. ΑΣΣΗΡΟΥ 1044 5170 866 781 2216 788 757 2472 1449 286 0 415 117 330 196 Δ.Κ. ΖΑΓΚΛΙΒΕΡΙΟΥ 251 4119 2764 222 1647 2931 252 2437 2498 290 3400 3600 161 3478 2756 Δ.Κ. ΛΑΓΥΝΩΝ 440 1276 59 1310 896 3 569 151 375 45 3438 4290 39 477 601 Δ.Κ. ΣΟΧΟΥ 1109 6389 4393 634 4612 5480 2494 3409 8105 3870 3300 9300 6250 3666 6547 Τ.Κ. ΑΓ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ 207 1624 703 223 1569 722 188 947 550 45 0 662 0 1241 1077 Τ.Κ. ΑΔΑΜ 175 1420 678 125 1231 688 20 797 425 200 640 190 339 587 46 Τ.Κ. ΑΝΑΛΗΨΗΣ 696 5017 3446 354 2990 1383 582 2585 2788 500 3100 2840 468 3653 1813 Τ.Κ. ΑΡΔΑΜΕΡΙΟΥ 128 1041 2461 12 679 1704 33 601 2603 0 1600 1280 0 1095 1661 Τ.Κ. ΑΣΚΟΥ 996 3198 3701 650 1927 3129 880 3092 3653 800 2000 4530 885 2388 6926 Τ.Κ. ΒΑΣΙΛΟΥΔΙΟΥ 315 651 255 163 200 104 21 29 284 3 538 720 0 561 515 Τ.Κ. ΒΕΡΤΙΚΟΥ 311 2487 303 124 2510 318 152 320 334 320 0 0 344 0 0 Τ.Κ. ΓΕΡΑΚΑΡΟΥ 694 1058 307 425 589 92 263 433 1012 150 1500 1040 244 1664 811 Τ.Κ. ΕΞΑΛΟΦΟΥ 560 2887 2103 311 2231 1383 151 1325 938 11 1200 1150 185 939 780 Τ.Κ. ΗΡΑΚΛΕΙΟΥ 652 1483 9 1201 693 96 1504 616 152 700 255 320 117 136 338 Τ.Κ. ΚΑΒΑΛΑΡΙΟΥ 496 3382 632 1112 2586 33 3297 2389 121 2600 1750 1000 1550 2116 1250 Τ.Κ. ΚΑΛΑΜΩΤΟΥ 482 3043 1477 148 2830 1181 39 3536 4113 64 4300 2800 0 3240 2024 Τ.Κ. ΚΑΡΤΕΡΩΝ 815 4161 329 459 4840 497 297 3107 953 545 2300 1800 349 1454 2118 Τ.Κ. ΚΟΛΧΙΚΟΥ 1066 7175 2849 1064 5001 2500 166 3526 3765 685 0 4025 978 3614 3014 Τ.Κ. ΚΡΙΘΙΑΣ 629 1875 218 276 1915 260 484 1594 947 255 0 800 244 1755 1018 Τ.Κ. ΚΡΥΟΝΕΡΙΟΥ 871 2986 4161 480 3211 1497 742 3734 5365 670 4200 6400 543 3577 4385 Τ.Κ. ΛΑΓΚΑΔΙΚΙΩΝ 302 823 1081 186 453 65 161 1196 137 200 1900 1112 649 3105 815 Τ.Κ. ΛΑΧΑΝΑ 780 1830 149 294 2442 54 106 1073 67 16 2900 1500 0 3135 163 Τ.Κ. ΛΕΥΚΟΧΩΡΙΟΥ 310 1354 342 212 2030 308 117 1974 344 136 1400 600 171 684 45 Τ.Κ. ΛΟΦΙΣΚΟΥ 768 4400 4997 492 2978 4405 578 2771 2223 240 2000 3000 55 911 2625 Τ.Κ. ΝΙΚΟΠΟΛΗΣ 424 654 131 118 695 87 34 749 49 0 240 80 0 20 0 Τ.Κ. ΞΥΛΟΥΠΟΛΗΣ 568 3678 185 322 3497 173 93 4279 882 12 2700 820 4 1095 869 Τ.Κ. ΟΣΣΑΣ 846 3895 3300 354 2214 1835 113 2069 2660 0 2500 2000 455 842 2205 Τ.Κ. ΠΕΡΙΒΟΛΑΚΙΟΥ 618 721 3 1051 286 31 1169 230 160 1150 0 300 50 0 0 Τ.Κ. ΠΕΤΡΟΚΕΡΑΣΩΝ 118 665 820 25 367 802 0 341 1251 0 0 20 0 0 0 Τ.Κ. ΣΑΡΑΚΗΝΑΣ 119 852 1009 59 297 737 0 421 702 0 440 560 0 0 0 Τ.Κ. ΧΡΥΣΑΥΓΗΣ 335 1468 147 273 1115 102 39 1053 883 510 1200 860 101 323 354 ΣΥΝΟΛΟ ΔΗΜΟΥ 18671 84477 43974 15825 62112 33412 16744 54588 49976 14893 49601 58134 14780 47007 44996 104

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 3 Διαχρονική εξέλιξη του ζωικού κεφαλαίου στη χαμηλή ζώνη του Δ. Λαγκαδά. 1961 1971 1991 2001 2011 Υψόμετρο Βοοειδή Πρόβατα Αίγες Βοοειδή Πρόβατα Αίγες Βοοειδή Πρόβατα Αίγες Βοοειδή Πρόβατα Αίγες Βοοειδή Πρόβατα Αίγες έως 200 (m) Δ.Κ. ΑΣΣΗΡΟΥ 180 1044 5170 866 781 2216 788 757 2472 1449 286 0 415 117 330 196 Δ.Κ. ΛΑΓΚΑΔΑ 130 1546 3695 96 2365 1365 24 1443 1332 188 590 800 120 482 921 44 Δ.Κ. ΛΑΓΥΝΩΝ 125 440 1276 59 1310 896 3 569 151 375 45 3438 4290 39 477 601 Τ.Κ. ΑΓ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ 94 207 1624 703 223 1569 722 188 947 550 45 0 662 0 1241 1077 Τ.Κ. ΑΝΑΛΗΨΗΣ 115 696 5017 3446 354 2990 1383 582 2585 2788 500 3100 2840 468 3653 1813 Τ.Κ. ΒΑΣΙΛΟΥΔΙΟΥ 153 315 651 255 163 200 104 21 29 284 3 538 720 0 561 515 Τ.Κ. ΓΕΡΑΚΑΡΟΥΣ 140 694 1058 307 425 589 92 263 433 1012 150 1500 1040 244 1664 811 Τ.Κ. ΗΡΑΚΛΕΙΟΥ 100 652 1483 9 1201 693 96 1504 616 152 700 255 320 117 136 338 Τ.Κ. ΚΑΒΑΛΑΡΙΟΥ 85 496 3382 632 1112 2586 33 3297 2389 121 2600 1750 1000 1550 2116 1250 Τ.Κ. ΚΟΛΧΙΚΟΥ 140 1066 7175 2849 1064 5001 2500 166 3526 3765 685 0 4025 978 3614 3014 Τ.Κ. ΛΑΓΚΑΔΙΚΙΩΝ 120 302 823 1081 186 453 65 161 1196 137 200 1900 1112 649 3105 815 Τ.Κ. ΧΡΥΣΑΥΓΗΣ 120 335 1468 147 273 1115 102 39 1053 883 510 1200 860 101 323 354 Τ.Τ.Κ. ΠΕΡΙΒΟΛΑΚΙΟΥ 100 618 721 3 1051 286 31 1169 230 160 1150 0 300 50 0 0 ΣΥΝΟΛΟ 8411 33543 10453 10508 19959 5943 10159 16959 11864 7464 14481 17704 4795 18141 10828 105

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 4 Διαχρονική εξέλιξη του ζωικού κεφαλαίου στη μεσαία ζώνη του Δ. Λαγκαδά. Υψόμετρο 200-600 (m) 1961 1971 1991 2001 2011 Βοοειδή Πρόβατα Αίγες Βοοειδή Πρόβατα Αίγες Βοοειδή Πρόβατα Αίγες Βοοειδή Πρόβατα Αίγες Βοοειδή Πρόβατα Αίγες Δ.Κ. ΖΑΓΚΛΙΒΕΡΙΟΥ 205 251 4119 2764 222 1647 2931 252 2437 2498 290 3400 3600 161 3478 2756 Τ.Κ. ΑΔΑΜ 240 175 1420 678 125 1231 688 20 797 425 200 640 190 339 587 46 Τ.Κ. ΑΡΔΑΜΕΡΙΟΥ 370 128 1041 2461 12 679 1704 33 601 2603 0 1600 1280 0 1095 1661 Τ.Κ. ΑΣΚΟΥ 480 996 3198 3701 650 1927 3129 880 3092 3653 800 2000 4530 885 2388 6926 Τ.Κ. ΕΞΑΛΟΦΟΥ 420 560 2887 2103 311 2231 1383 151 1325 938 11 1200 1150 185 939 780 Τ.Κ. ΚΑΛΜΩΤΟΥ 220 482 3043 1477 148 2830 1181 39 3536 4113 64 4300 2800 0 3240 2024 Τ.Κ. ΚΡΙΘΙΑΣ 220 629 1875 218 276 1915 260 484 1594 947 255 0 800 244 1755 1018 Τ.Κ. ΛΑΧΑΝΑ 600 780 1830 149 294 2442 54 106 1073 67 16 2900 1500 0 3135 163 Τ.Κ. ΛΕΥΚΟΧΩΡΙΟΥ 580 310 1354 342 212 2030 308 117 1974 344 136 1400 600 171 684 45 Τ.Κ. ΛΟΦΙΣΚΟΥ 460 768 4400 4997 492 2978 4405 578 2771 2223 240 2000 3000 55 911 2625 Τ.Κ. ΝΟΚΟΠΟΛΗΣ 570 424 654 131 118 695 87 34 749 49 0 240 80 0 20 0 Τ.Κ. ΞΥΛΟΥΠΟΛΗΣ 540 568 3678 185 322 3497 173 93 4279 882 12 2700 820 4 1095 869 Τ.Κ. ΠΕΤΡΟΚΕΡΑΣΩΝ 520 118 665 820 25 367 802 0 341 1251 0 0 20 0 0 0 Τ.Κ.ΣΑΡΑΚΗΝΑΣ 260 119 852 1009 59 297 737 0 421 702 0 440 560 0 0 0 ΣΥΝΟΛΟ 6308 31016 21035 3266 24766 17842 2787 24990 20695 2024 22820 20930 2044 19327 18913 106

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 5 Διαχρονική εξέλιξη του ζωικού κεφαλαίου στην υψηλή ζώνη του Δ. Λαγκαδά. 1961 1971 1991 2001 2011 Υψόμετρο Βοοειδή Πρόβατα Αίγες Βοοειδή Πρόβατα Αίγες Βοοειδή Πρόβατα Αίγες Βοοειδή Πρόβατα Αίγες Βοοειδή Πρόβατα Αίγες >600 m Δ.Κ. ΣΟΧΟΥ 630 1109 6389 4393 634 4612 5480 2494 3409 8105 3870 3300 9300 6250 3666 6547 Τ.Κ. ΒΕΡΤΙΣΚΟΥ 740 311 2487 303 124 2510 318 152 320 334 320 0 0 344 0 0 Τ.Κ. ΚΑΡΤΕΡΑΙ 610 815 4161 329 459 4840 497 297 3107 953 545 2300 1800 349 1454 2118 Τ.Κ. ΚΡΥΟΝΕΡΙΟΥ 610 871 2986 4161 480 3211 1497 742 3734 5365 670 4200 6400 543 3577 4385 Τ.Κ. ΟΣΣΑΣ 640 846 3895 3300 354 2214 1835 113 2069 2660 0 2500 2000 455 842 2205 ΣΥΝΟΛΟ 3952 19918 12486 2051 17387 9627 3798 12639 17417 5405 12300 19500 7941 9539 15255 107

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 6 Διαχρονική εξέλιξη της κάλυψης της βλάστησης στις τρεις υψομετρικές ζώνες του Δήμου Λαγκαδά Υψομετρικές ζώνες Αγρωστώδη Πλατύφυλλες πόες Συνολική φυτοκάλυψη Ξηρή ουσία Γυμνό έδαφος Πέτρες Σύνολο Ετήσια Πολυετή Ετήσια Πολυετή Χαμηλή 2001 Χαμηλή 2014 Μεσαία 2001 Μεσαία 2014 12,52 13,52 13,93 11,98 51,95 16,58 18,39 13,08 100,00 36,20 17,20 20,20 20,40 90,40 6,20 2,20 1,20 100,00 16,21 14,36 21,99 12,10 64,66 9,44 13,48 12,42 100,00 28,67 15,33 19,33 11,67 75,00 20,00 4,33 0,67 100,00 Υψηλή 2001 2,01 16,71 16,52 35,53 70,77 17,84 10,37 1,02 100,00 Υψηλή 2014 0,00 33,67 24,33 29,33 87,33 10,00 2,67 0,00 100,00 108

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 7 Διαχρονική εξέλιξη της βοσκοφόρτωσης στις πρώην κοινότητες του Δήμου Λαγκαδά από το έτος 1961 έως το έτος 2011. Βοσκοφ/ση 1961 Βοσκοφ/ση 1971 Βοσκοφ/ση 1991 Βοσκοφ/ση 2001 Βοσκοφ/ση 2011 Κοινότητες Δ.Λαγκαδά Δ.Κ. ΑΣΣΗΡΟΥ 3,164 1,847 1,738 0,307 0,296 Δ.Κ. ΖΑΓΚΛΙΒΕΡΙΟΥ 2,701 1,913 1,895 2,953 2,872 Δ.Κ. ΛΑΓΚΑΔΑ 36,731 36,301 33,238 18,417 19,352 Δ.Κ. ΛΑΓΥΝΩΝ 4,460 7,813 1,875 13,105 2,122 Δ.Κ. ΣΟΧΟΥ 2,398 2,009 2,651 3,510 4,030 Τ.Κ. ΑΓ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ 4,000 3,723 2,249 1,036 3,733 Τ.Κ. ΑΔΑΜ 7,018 6,119 4,157 4,000 4,349 Τ.Κ. ΑΝΑΛΗΨΗΣ 4,206 3,610 3,766 4,503 4,605 Τ.Κ. ΑΡΔΑΜΕΡΙΟΥ 5,442 2,604 3,490 3,441 3,646 Τ.Κ. ΑΣΚΟΥ 1,204 1,687 1,918 2,046 3,146 Τ.Κ. ΒΑΣΙΛΟΥΔΙΟΥ 5,078 2,690 0,942 3,894 3,736 Τ.Κ. ΒΕΡΙΣΚΟΥ 0,950 1,162 0,304 0,160 0,191 Τ.Κ. ΓΕΡΑΚΑΡΟΥ 8,046 3,891 4,031 6,888 7,722 Τ.Κ. ΕΞΑΛΟΦΟΥ 2,197 1,511 0,831 0,890 0,815 Τ.Κ. ΗΡΑΚΛΕΙΟΥ 40,122 78,204 44,133 26,852 13,783 Τ.Κ. ΚΑΒΑΛΑΡΙΟΥ 3,161 4,183 4,670 4,695 4,604 Τ.Κ. ΚΑΛΑΜΩΤΟΥ 4,169 3,743 6,873 7,123 5,791 Τ.Κ. ΚΑΡΤΕΡΩΝ 1,729 1,417 0,933 1,118 1,041 Τ.Κ. ΚΟΛΧΙΚΟΥ 6,423 5,097 4,463 3,228 5,777 Τ.Κ. ΚΡΙΘΙΑΣ 10,608 10,593 10,487 4,144 12,667 Τ.Κ. ΚΡΥΟΝΕΡΙΟΥ 3,991 2,069 5,142 6,517 5,455 Τ.Κ. ΛΑΚΓΑΔΙΚΙΩΝ 6,412 2,159 2,950 6,970 11,185 Τ.Κ. ΛΑΧΑΝΑ 2,224 1,700 0,670 2,585 2,143 Τ.Κ. ΛΕΥΚΟΧΩΡΙΟΥ 2,198 2,502 2,181 2,134 1,027 Τ.Κ. ΛΟΦΙΣΚΟΥ 2,478 2,240 1,458 1,502 1,135 Τ.Κ. ΝΙΚΟΠΟΛΗΣ 2,253 1,202 0,841 0,356 0,025 Τ.Κ. ΞΥΛΟΥΠΟΛΗΣ 6,009 3,520 3,909 2,909 1,793 Τ.Κ. ΟΣΣΑΣ 2,162 1,128 1,059 1,087 0,970 Τ.Κ. ΠΕΡΙΒΟΛΑΚΙΟΥ 21,019 53,325 20,569 21,451 0,868 Τ.Κ. ΠΕΤΡΟΚΕΡΑΣΩΝ 1,100 0,000 7,236 0,101 0,000 Τ.Κ. ΣΑΡΑΚΗΝΑΣ 5,482 1,857 1,582 1,565 0,000 Τ.Κ. ΧΡΥΣΑΥΓΗΣ 5,101 3,692 3,609 5,449 1,785 109

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 8 Ποσοστά βόσκησης για κάθε είδος κτηνοτροφικής εκμετάλλευσης του Δ. Λαγκαδά. 110

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 9 Ημερήσιες μετακινήσεις του κτηνοτροφικού κεφαλαίου του Δ. Λαγκαδά. 111

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 10 Χρήση συμπυκνωμένων ζωοτροφών στις κτηνοτροφικές εκμεταλλεύσεις του Δήμου Λαγκαδά. Είδος εκμετάλλευσης Συμπυκνωμένες ζωοτροφές Αιγοπρόβατα Βοοειδή κρεοπαραγωγής Βοοειδή γαλακτοπαραγωγής Συνολικό ποσοστό Καλαμπόκι 68,40% 9,90% 18,40% 96,70% Κριθάρι 61,20% 9,90% 5,90% 77,00% Βαμβακόπιτα 15,10% 4,60% 15,10% 34,90% Ζαχαρόπιτα 17,80% 0,70% 16,40% 34,90% Ισορροπιστής αλάτων 57,90% 7,20% 16,40% 81,60% Μίγμα γαλακτοπαραγωγής 43,40% 1,30% 18,40% 63,20% Ηλιόπιτα 21,10% 1,30% 4,60% 27,00% Σιτάρι 2,00% 0,00% 3,90% 5,90% Σόγια 18,40% 2,60% 14,50% 35,50% Μίγμα πορτοκαλιού 0,70% 0,70% 2,00% 3,30% Βρόμη 0,70% 3,90% 0,00% 4,60% Σιταροσίκαλη 9,90% 4,60% 0,00% 14,50% 112

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 11 Τύποι εκτροφής και ποσοστά βόσκησης σε σχέση με το κόστος παραγωγής στις κτηνοτροφικές εκμεταλλεύσεις του Δ. Λαγκαδά. Κλάσεις κόστους ( ) Τύπος εκτροφής 0-100 101-500 >501 εντατική 0,00% 6,70% 93,30% εκτατική 44,50% 49,60% 5,90% οικόσιτη 100,00% 0,00% 0,00% Ποσοστό βόσκησης (%) 0-25 3,40% 3,40% 93,10% 25-50 35,30% 50,00% 14,70% 50-75 50,70% 48,00% 1,30% 75-100 50,00% 50,00% 0,00% 113

ΧΑΡΤΕΣ 114

Χάρτης 1. Διαχρονική εξέλιξη της βοσκοφόρτωσης στις κοινότητες του Δ. Λαγκαδά από το 1961-2011. 115

Χάρτης 2. Θέσεις σταβλικών εγκαταστάσεων και έργων υποδομής στο Δ. Λαγκαδά. 116