AS Greek Vocabulary List

Σχετικά έγγραφα
Essential Principal Parts

LESSON 14 (ΜΑΘΗΜΑ ΔΕΚΑΤΕΣΣΕΡΑ) REF : 202/057/34-ADV. 18 February 2014

AS Level Ancient Greek vocabulary (2009 ed.)

Chapter 2 * * * * * * * Introduction to Verbs * * * * * * *

CE/Scholarship Greek VOCAB list(s)

Chapter 2 Omit none. Chapter 3 Nouns: omit γέφυρα, Μοῦσα. Chapter 4 Nouns: omit Ἀθῆναι, Ἀθήνη, ναύτης, Ξέρξης, Πέρσης, Σπάρτη, ταμίας

Writing for A class. Describe yourself Topic 1: Write your name, your nationality, your hobby, your pet. Write where you live.

Shell Remove Greek Vacation Work

AS Level Classical Greek. H044/01 Language Defined Vocabulary List. Draft. OCR 2015 QN Awaiting Accreditation AS Level in Classical Greek

Adjectives. Describing the Qualities of Things. A lesson for the Paideia web-app Ian W. Scott, 2015

expertise εὐχή, ἡ θόρυβος, ὁ noise, din, hustle and bustle κίνδυνος, ὁ danger Λακεδαιµόνιος, Spartan θύρα, ἡ κελευστής, ὁ

RADLEY COLLEGE Entrance Scholarships GREEK. March Time allowed: 1 hour

LESSON 26 (ΜΑΘΗΜΑ ΕΙΚΟΣΙ ΕΞΙ) REF : 102/030/ November 2014

LESSON 16 (ΜΑΘΗΜΑ ΔΕΚΑΕΞΙ) REF : 102/018/16-BEG. 4 March 2014

7 Present PERFECT Simple. 8 Present PERFECT Continuous. 9 Past PERFECT Simple. 10 Past PERFECT Continuous. 11 Future PERFECT Simple

AS Level Classical Greek

BECAUSE WE REALLY WANT TO KNOW WHAT YOU THINK ABOUT SCHOOL AND YOUR GARDEN. Fairly true If I decide to learn something hard, I can.

HOMEWORK 4 = G. In order to plot the stress versus the stretch we define a normalized stretch:

LESSON 16 (ΜΑΘΗΜΑ ΔΕΚΑΕΞΙ) REF : 202/059/36-ADV. 4 March 2014

Greek Vocabulary List For: Antiphon, Second Tetralogy. Count, Word, Short Definition,

derivation of the Laplacian from rectangular to spherical coordinates

Phys460.nb Solution for the t-dependent Schrodinger s equation How did we find the solution? (not required)

LESSON 12 (ΜΑΘΗΜΑ ΔΩΔΕΚΑ) REF : 202/055/32-ADV. 4 February 2014

Academic Scholarship 2018 GREEK. Time allowed 45 minutes

LESSON 6 (ΜΑΘΗΜΑ ΕΞΙ) REF : 201/045/26-ADV. 10 December 2013

Living and Nonliving Created by: Maria Okraska

FINAL TEST B TERM-JUNIOR B STARTING STEPS IN GRAMMAR UNITS 8-17

LESSON 28 (ΜΑΘΗΜΑ ΕΙΚΟΣΙ ΟΚΤΩ) REF : 201/033/28. 2 December 2014

Οι αδελφοί Montgolfier: Ψηφιακή αφήγηση The Montgolfier Βrothers Digital Story (προτείνεται να διδαχθεί στο Unit 4, Lesson 3, Αγγλικά Στ Δημοτικού)

14 Lesson 2: The Omega Verb - Present Tense

ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΑΠΟ ΑΠΟΣΤΑΣΗ ΩΡΑ ΓΙΑ ΜΕΛΕΤΗ!!! ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ ΑΡΧΙΚΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΡΗΜΑΤΩΝ

Advanced Subsidiary Unit 1: Understanding and Written Response

Modern Greek *P40074A0112* P40074A. Edexcel International GCSE. Thursday 31 May 2012 Morning Time: 3 hours. Instructions. Information.

Section 8.3 Trigonometric Equations

Paper Reference. Paper Reference(s) 1776/04 Edexcel GCSE Modern Greek Paper 4 Writing. Thursday 21 May 2009 Afternoon Time: 1 hour 15 minutes

GCSE Classical Greek OCR GCSE in Classical Greek: J291

Croy Lesson 10. Kind of action and time of action. and/or Redup. using the verb λύω

Newborn Upfront Payment & Newborn Supplement

3.4 SUM AND DIFFERENCE FORMULAS. NOTE: cos(α+β) cos α + cos β cos(α-β) cos α -cos β

ΔΙΑΘΕΜΑΤΙΚΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ ΧΑΜΕΝΟΙ ΗΡΩΕΣ THE LOST HEROES

Chapter 29. Adjectival Participle

department listing department name αχχουντσ ϕανε βαλικτ δδσϕηασδδη σδηφγ ασκϕηλκ τεχηνιχαλ αλαν ϕουν διξ τεχηνιχαλ ϕοην µαριανι

The Simply Typed Lambda Calculus

2 Composition. Invertible Mappings

English to Greek vocabulary in lessons 1-6

College Greek Exam Syllabus Fourth Annual Exam (2012)

Code Breaker. TEACHER s NOTES

ΑΓΓΛΙΚΑ ΙΙΙ. Ενότητα 12b: The Little Prince. Ζωή Κανταρίδου Τμήμα Εφαρμοσμένης Πληροφορικής

College Greek Exam Syllabus Fifth Annual Exam (2013)

ΑΓΓΛΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ ΣΕ ΕΙΔΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ ΔΙΕΘΝΩΝ ΣΧΕΣΕΩΝ & ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ

9.09. # 1. Area inside the oval limaçon r = cos θ. To graph, start with θ = 0 so r = 6. Compute dr

the total number of electrons passing through the lamp.

MR. DICKSON'S METHOD FOR BAND Book Two

Right Rear Door. Let's now finish the door hinge saga with the right rear door

EE512: Error Control Coding

Η αντίσταση στην ανθρωπιστική ψυχοθεραπεία

Finite Field Problems: Solutions

ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΙΑΚΗ ΑΛΛΗΛΟΓΡΑΦΙΑ ΚΑΙ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΓΓΛΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ

Στεγαστική δήλωση: Σχετικά με τις στεγαστικές υπηρεσίες που λαμβάνετε (Residential statement: About the residential services you get)

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΡΗΤΗΣ. Ψηφιακή Οικονομία. Διάλεξη 7η: Consumer Behavior Mαρίνα Μπιτσάκη Τμήμα Επιστήμης Υπολογιστών

Objectives-Στόχοι: -Helping your Child become a fantastic language learner «Βοηθώντας το παιδί σας να γίνει εξαιρετικό στην εκμάθηση γλωσσών» 6/2/2014

HW 13 Due THURSDAY May 3, 2018

Πώς μπορεί κανείς να έχει έναν διερμηνέα κατά την επίσκεψή του στον Οικογενειακό του Γιατρό στο Ίσλινγκτον Getting an interpreter when you visit your

Συντακτικές λειτουργίες

Homework 3 Solutions

Every set of first-order formulas is equivalent to an independent set

Κατανοώντας και στηρίζοντας τα παιδιά που πενθούν στο σχολικό πλαίσιο

Please be sure that your kid memorized the song. Students homework -Pg.2: Read the song and the translation 3 times.

ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΙΑΚΗ ΑΛΛΗΛΟΓΡΑΦΙΑ ΚΑΙ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΓΓΛΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ

Principal Part Quiz 4 Study Sheet

Verklarte Nacht, Op.4 (Εξαϋλωμένη Νύχτα, Έργο 4) Arnold Schoenberg ( )

LESSON 15 (ΜΑΘΗΜΑ ΔΕΚΑΠΕΝΤΕ) REF : 202/058/35-ADV. 25 February 2014

ΣΟΡΟΠΤΙΜΙΣΤΡΙΕΣ ΕΛΛΗΝΙΔΕΣ

LESSON 19 REF : 203/062/39-ADV. 25 March 2014

Weekend with my family

LESSON 9 (ΜΑΘΗΜΑ ΕΝΝΙΑ) REF: 202/053/29-ADV. 14 January 2014

HW 15 Due MONDAY April 22, TEST on TUESDAY April 23, 2019

ΛΓΞΙΛΟΓΙΟ BIΒΛΙΟΥ Γ ΤΑΞΗΣ

Let s agree to disagree (έκφραση που χρησιμοποιείτε σε κάποιο διάλογο όταν διαφωνούμε 100%, σημαίνει: ας συμφωνήσουμε ότι διαφωνούμε)

Potential Dividers. 46 minutes. 46 marks. Page 1 of 11

GCSE (9 1) Classical Greek

1999 MODERN GREEK 2 UNIT Z

b. Use the parametrization from (a) to compute the area of S a as S a ds. Be sure to substitute for ds!

Section 1: Listening and responding. Presenter: Niki Farfara MGTAV VCE Seminar 7 August 2016

Μηχανική Μάθηση Hypothesis Testing

Math 6 SL Probability Distributions Practice Test Mark Scheme

How to register an account with the Hellenic Community of Sheffield.

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΡΗΤΗΣ. Ψηφιακή Οικονομία. Διάλεξη 10η: Basics of Game Theory part 2 Mαρίνα Μπιτσάκη Τμήμα Επιστήμης Υπολογιστών

Concrete Mathematics Exercises from 30 September 2016

ΣΧΟΛΙΚΟ ΕΤΟΣ

Instruction Execution Times

System Principal Parts Tenses and Voices

ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΙΑΚΗ ΑΛΛΗΛΟΓΡΑΦΙΑ ΚΑΙ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΓΓΛΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ

LESSON 9 (ΜΑΘΗΜΑ ΕΝΝΙΑ) REF : 101/011/9-BEG. 14 January 2013

English to Greek vocabulary in lessons 1-5

2.21 here εδώ 2.22 talk μιλάω 2.23 town πόλη 2.24 have fun διασκεδάζω 2.25 dinosaur δεινόσαυρος 2.26 be quiet κάνω ησυχία

LESSON 7 (ΜΑΘΗΜΑ ΕΦΤΑ) REF : 202/046/27-ADV. 17 December 2013

Modern Greek *P40075A0112* P40075A. Edexcel International GCSE. Monday 3 June 2013 Morning Time: 3 hours. Instructions. Information.

Ρηματική άποψη. (Aspect of the verb) Α. Θέματα και άποψη του ρήματος (Verb stems and aspect)

Transcript:

AS Greek Vocabulary List This vocabulary list is required for AS Unit F371: Classical Greek Language. In addition to the words printed in the list, candidates will be expected to be familiar with the following forms: principal parts of verbs contained in the list very obvious formations from words in the DVL (e.g. βασιλεύω from βασιλεύς negative adjectives with α- privative all regular adverbs formed from the listed adjectives and prepositions comparative and superlative forms of all listed adjectives and corresponding adverbs εἴκοσι; ἑκατόν; χίλιοι; the use of the suffixes Greek Part of speech English ἀγαθός -η -ον adj good ἄγαν adverb too much ἀγγέλλω, ἀγγελῶ, ἠγγειλα, ἠγγελκα, ἠγγελμαι, ἠγγελθην v I announce ἄγγελος -ου ὁ n2 messenger ἀγνοέω -ησω, ἠγνοησα, ἠγνοηκα, ἠγνοημαι, ἠγνοηθην v I do not know ἀγορά -ας ἡ n1 market-place ἀγρός -ου ὁ n2 field, countryside ἄγω, ἀξω, ἠγαγον, ἠχα, ἠγμαι, ἠχθην v I lead ἀγών -ωνος, ὁ n3 contest, trial ἀδελφή -ης ἡ n1 sister ἀδελφός -ου ὁ n2 brother ἀδικέω -ησω, ἠδικησα, ἠδικηκα, ἠδικημαι, ἠδικηθην v I wrong (someone) ἀδικία -ας ἡ n1 a wrong, wrong-doing ἄδικος -ον adj criminal αδυνατος -ον ἀεί adverb always Ἀθῆναι -ων, αἱ n pl 1 Athens adj unable to do a thing; unable to be done, impossible Ἀθηναῖοι -αιων οἱ n.pl. 2 Athenians ἁθροίζω -σω, ἠθροισα, ἠθροισμαι, ἠθροισθην v I gather ἀθυμέω -ησω ἠθυμησα v I am despondent αἰδέομαι, αἰδεσομαι, ᾐδεσαμην, ᾐδεσμαι, ᾐδεσθην v I respect, revere αἷμα -ατος, το n3 blood αἱρέω, αἱρησω, εἱλον,ᾑρηκα, ᾑρημαι, ᾑρεθην v I take αἱρέομαι, αἱρησομαι, ᾑρησαμην/ εἱλομην v I choose αἴρω, ἀρῶ, ἠρα, ἠρκα, ἠρμαι, ἠρθην v I raise, lift

αἰσθάνομαι, αἰσθησομαι, ᾐσθομην, ᾐσθημαι v I perceive αἰσχρός -α-ον adj disgraceful, ugly αἰσχύνω -υνῶ, ᾐσχυνα, ᾐσχυγκα, ᾐσχυμαι, ᾐσχυνθην v I shame αἰσχύνομαι, αἰσχυνουμαι, v I am ashamed αἰτέω, αἰτησω, ᾐτησα, ᾐτηκα v I ask for αἰτία, ἡ n1 cause, charge, blame αἰτιάομαι -ασομαι, ᾐτιασαμην, ᾐτιαμαι, ᾐτιαθην v I blame, accuse αἴτιος -α -ον adj responsible αἰχμάλωτος -ου ὁ v prisoner ἀκούω, ἀκουσομαι, ἠκουσα, ἀκηκοα, ἠκουσθην v I hear ἄκρος -α -ον adj top (of) ἀκτή -ης ἡ n1 shore ἄκων, ἀκουσα, ἀκον adj unwilling ἀληθής -ες adj true ἅλις adverb enough ἀλλά conj but ἀλλήλους -ας -α adj each other ἄλλος -η-ον adj other at the same time; together ἅμα ἁμαρτάνω ἁμαρτησομαι, ἡμαρτον, ἡμαρτηκα, adverb ἡμαρτημαι, ἡμαρτηθην adverb I make a mistake, miss, fail with ἀμύνω, ἀμυνῶ, ἠμυνα, v I ward off, defend ἀμύνομαι ἀμυνουμαι, ἠμυναμην v I resist ἀμφί + acc adverb around, about ἀμφότερος -α -ον adj both ἄν particle would, could (indefinite) ἀνά + acc prep up ἀναβαίνω -βησομαι, ἀνεβην, ἀνεβηκα ἀναγιγνώσκω ἀναγνωσομαι, ἀνεγνων, v I board (ship), mount (horse), put to sea ἀνεγνωκα, ἀνεγνωσμαι, ἀνεγνωσθην v I read ἀναγκάζω, ἀναγκασω, ἠναγκασα, ἠναγκακα, ἠναγκασθην v I compel ἀνάγκη -ης, ἡ n1 necessity ἀναγομαι ἀναξομαι, ἀνηξαμην / ἀνηγαγομην v I put to sea ἀναχωρέω -ησω ἀνεχωρησα v I retreat ἀνδρεία -ας ἡ n1 courage, manliness ἀνδρεῖος -α-ον adj brave, manly ἄνεμος -ου ὁ n2 wind

ἀνεύ + gen prep without ἀνήρ ἀνδρος ὁ n3 man, husband ἄνθρωπος -ου, ὁ n2 person, man ἀντί + gen prep instead of ἄξιος -α-ον adj worthy, deserving ἀξιόω ἀξιωσω, ἠξιωσα, ἠξιωκα, ἠξιωμαι, ἠξιωθην v I think fit, expect ἅπας ἁπασα, ἁπαν adj all, every ἀπειλέω ἀπειλησω ἠπειλησα ἠπειληθην v I threaten ἀπέχω ἀφεξω/ἀποσχησω, ἀπεσχον v I am distant ἀπό + gen prep from ἀποθνῄσκω, ἀποθανουμαι, ἀπεθανον v I die, am killed ἀποκρίνομαι, ἀποκρινουμαι, ἀπεκριναμην v I answer ἀποκτείνω, ἀποκτενῶ, ἀπεκτεινα, ἀπεκτονα v I kill ἀπόλλυμι ἀπολῶ, ἀπωλεσα, ἀπωλεκα v I lose, destroy ἀπολογέω mid ἀπολογησομαι, ἀπελογησαμην ἀπελογηθην v I make my defence ἀπορέω -ησω ἠπορησα v I am at a loss ἀπορία -ας ἡ n1 perplexity, difficulty ἀποστερέω -ησω ἀπεστερησα ἀπεστερηθην v I deprive ἀπροσδόκητος -ον adj unexpected ἅπτομαι, ἁψομαι, ἡψαμην v I lay hold of, reach ἄρα particle then ἆρα particle = a question ἀργύριον -ου το n2 money ἀργυροῦς -α -ουν adj made of silver ἀρετή -ης, ἡ n1 excellence, virtue ἀριθμός -ου ὁ n2 number ἀριστερός -α -ον adj left ἅρμα -ατος, το n3 chariot ἁρπάζω -ασω,-ἡρπασα, ἡρπακα, ἡρπασμαι, ἡρπασθην v I seize ἄρτι adverb recently ἀρχή -ης, ἡ n1 beginning; rule ἄρχω ἀρξω, ἠρξα, ἠρχα, ἠρχμαι, ἠρχθην v I rule ἄρχομαι, ἀρξομαι, ἠρξαμην v I begin ἀσεβής -ες adj impious ἀσθενής -ες adj weak ἄσμενος -α -ον adj glad ἀσπίς -ιδος ἡ n3 shield ἄστυ -εος /ους /εως, το n3 city ἀσφάλεια -ας ἡ n1 safety ἀσφαλής -ες adj safe ἅτε adverb in as much as, seeing that αὖ / αὖθις adverb in turn, again

αὐξάνω αὐξησω, ηὐξησα, ηὐξηκα, ηὐξημαι, ηὐξηθην v I increase, grow αὔριον adverb tomorrow αὐτίκα adverb at once αὐτός -η-ο pron himself; same; him, her, it, them αὑτόν, αὑτην, αὑτο pron himself ἀφικνέομαι ἀφιξομαι, ἀφικομην, ἀφιγμαι v I arrive ἀφίστημι, ἀποστησω, ἀπεστησα ἀπεσταθην v I (make to) revolt ἀφίσταμαι, ἀποστησομαι, ἀπεστην v I revolt βαδίζω, βαδιουμαι, ἐβαδισα, βεβαδικα v I walk βαθύς -εια,-υ adj deep βαίνω βησομαι, ἐβην βεβηκα βεβαμαι, ἐβαθην v I go βάλλω βαλῶ ἐβαλον, βεβληκα, βεβλημαι, ἐβληθην v I throw, fire at βάρβαρος -ον adj barbarous, non-greek, foreign βάρβαρος -ου, ὁ n2 a non-greek βαρύς -εια, -υ adj heavy, grievous βασίλευς -εως ὁ n3 king βασίλεια -ας ἡ n1 queen βέβαιος -α -ον adj firm, trusty, sure βία -ας ἡ n1 force βίος -ου ὁ n2 life βλάπτω βλαψω ἐβλαψα/ἐβλαβην βεβλαφά/ἐβλαφα βεβλαμμαι ἐβλαφθην v I harm βλέπω -ψω, ἐβλεψα βεβλεφα βεβλεμμαι ἐβλεφθην v I look βοάω βοησω, ἐβοησα βεβοηκα βεβοημαι ἐβοηθην v I shout βοή -ης ἡ n1 shout βοήθεια -ας ἡ n1 help βοηθέω βοηθησω ἐβοηθησα ἐβοηθην v I help βουλεύω βουλευσω ἐβουλευσα βεβουλευκα βεβουλευμαι ἐβουλευθην v I discuss, plan, consider βουλευομαι -βουλευσομαι, ἐβουλευσαμην, v I discuss, plan, consider βουλή -ης ἡ n1 counsel, council βούλομαι βουλησομαι βεβουλημαι, ἐβουληθην v I wish βραδύς -εια -υ adj slow βῶμος -ου ὁ n2 altar γαμέω γαμεω ἐγημα γεγαμηκα γεγαμημαι ἐγαμηθην v I marry γαμέομαι γαμεσομαί/γαμουμαι, ἐγημαμην v I marry

γάρ particle for γε particle at any rate, at least γελάω γελασομαι ἐγελασα ἐγελασθην v I laugh γένος -εος το n3 type, family, race γέρων -οντος ὁ n3 old man γέφυρα -ας ἡ n1 bridge γῆ γης ἡ n1 land, earth γίγνομαι γενησομαι ἐγενομην γεγονα γεγενημαι v I become, happen γιγνώσκω γνωσομαι ἐγνων ἐγνωκα ἐγνωσμαι I get to know, realise, ἐγνωσθην v understand γλῶσσα -ης ἡ n1 tongue, language γνώμη -ης ἡ n1 opinion, judgement, intention γοῦν particle at any rate, at least γράφω γραψω ἐγραψα γεγραφα γεγραμμαι ἐγραφην v I write γυμνός -η -ον adj naked, unarmed γυνή γυναικος ἡ N1 woman, wife δακρύω -σω ἐδακρυσα, δεδακρυκα δεδακρυμαι v I weep δέ particle and, but δεῖ δεησει ἐδεησε imperf: ἐδει v it is necessary δείκνυμι δειξω ἐδειξα δεδειχα δεδειγμαι ἐδειχθην v I show δεινός -η -ον adj terrible; clever, strange δεῖπνον -ου το n 2 meal δένδρον -ου το n2 tree δεξιά -ας ἡ n1 right hand δεξιός -α -ον adj right; skilled δέομαι δεουμαί/δεησομαι ἐδεηθην v I ask; need δεσμός -ου ὁ n2 bond, fetter δεσμώτης ου ὁ n1 prisoner δεσπότης -ου ὁ n1 master δέσποινα -ας ἡ n1 mistress δεῦρο adverb hither δέχομαι δεξομαι ἐδεξαμην δεδεγμαι ἐδεχθην v I receive, welcome [empasises neighbouring δή particle word] δήπου particle of course, perhaps δῆτα particle of course, certainly δῆλος -η -ον adj clear, certain δηλόω -ωσω ἐδηλωσα ἐδηλωθην v I show, point out δῆμος -ου ὁ n2 people διά + acc prep on account of, right through διά + gen prep through

διὰ τί δι' ὀλίγου διαβαίνω -βησομαι,-ἐβην-βεβηκα-βεβαμαι, why? soon ἐβαθην v I cross διαλέγομαι -λεξομαι-διελεξαμην διειλεγμαι διελεχθην v I converse διαφθείρω -φθερῶ -εφθειρα -εφθαρκα - εφθαρην v I destroy, corrupt διδάσκω διδαξω ἐδιδαξα δεδιδαχα δεδιδαγμαι ἐδιδαχθην v I teach, tell δίδωμι δωσω ἐδωκα δεδωκα δεδομαι ἐδοθην v I give διηγέομαι διηγησομαι διηγησαμην v I narrate δίκαιος -α -ον adj upright, just, fair δίκη -ης ἡ n1 justice; lawsuit, penalty διότι conj because διώκω διωξω ἐδιωξα δεδιωγμαι ἑδιωχθην v I pursue; prosecute δοκέω δοκησώ/δοξω εδοκησα/ἐδοξα δεδοκηκα δεδοκημαι ἐδοκηθην v I seem, think δοκεῖ + dat δοξει ἐδοξε v it seems good δόλος -ου ὁ n2 trickery δόξα -ας ἡ n1 opinion, glory δουλεύω δουλευσω ἐδουλευσα v I am a slave δούλη -ης ἡ n1 female slave δοῦλος -ου ὁ n2 slave δουλόω -ωσω ἐδουλωσα ἐδουλωθην v I enslave δράω δρασω ἐδρασα δεδρακα δεδραμαι ἐδρασθην v I do δρόμος -ου ὁ n2 flight, run δύναμαι δυνησομαι ἐδυνησαμην δεδυνημαι ἐδυνηθην v I can δύναμις -εως ἡ n3 power, capacity δυνατός -η -ον adj powerful, able; possible δυστυχής -ες adj unfortunate δῶρον -ου το n2 gift ἐάν / ἤν conj if ἑαυτόν, ἑαυτην, ἑαυτο (no nom) pron himself ἐάω ἐασω εἰασα εἰακα εἰαθην v I allow ἐγγύς adverb near (as prep, takes gen) ἐγώ, ἐμου pron I ἐγώγε pron I (emphatic) ἐθέλω ἐθελησω ἠθελησα ἠθεληκα v I am willing, wish ἔθνος -εος το n3 tribe εἰ conj if εἰκός εἰκοτος το n3 probability εἰμί ἐσομαι ἠν v I am

εἰρήνη -ης ἡ n1 peace εἰς + acc prep into, to εἰσβάλλω ἐισβαλῶ εἰσεβαλον εἰσβεβληκα εἰσβεβλημαι ἐισεβληθην v I invade εἰσβολή -ης ἡ n1 invasion; pass εἶτα conj then εἴτε εἴτε whether or ἐκ or ἐξ + gen prep out of, from ἐξ οὑ ἔξω + gen prep outside ἕκαστος -η -ον adj each since the time when ἕκατερος -α -ον adj each (of two) ἐκεῖ adverb there ἐκεῖθεν adverb thence ἐκεῖσε adverb thither ἐκεῖνος -η -ον adj that ἐκκλησία -ας ἡ n1 assembly ἐκφεύγω ἐκφευξομαι ἐξεφυγον ἐκπεφευγα v I escape ἀκων ἀκουσα ἀκον adj unwilling ἑκών ἐκουσα ἐκον adj willing ἐλαύνω ἐλῶ ἠλασα ἐληλακα ἐληλαμαι ἠλαθην/ηλασθην v I drive ἐλευθερία -ας ἡ n1 freedom ἐλεύθερος -α -ον adj free ἐλευθερόω -ωσω ἠλευθερωσα ἠλευθερωθην v I free ἕλκω ἑλξω εἱλξα εἱλκυσα εἱλκυσμαι εἱλκυσθην v I drag Ἑλλας -αδος ἡ n3 Greece Ἑλλην -ηνος ὁ n3 Greek ἐλπίζω ἐλπιω ἠλπισα ἠλπικα ἠλπισμαι ἠλπισθην v I hope, expect ἐμαυτον, ἐμαυτην pron myself ἐμός -η -ον adj my ἐν + dat prep in, on ἐνάντιος -α -ον adj opposite, contrary ἕνεκα + gen prep on account of, for the sake of ἔνθα adverb there, then, when ἐνθάδε adverb here, there ἐνθένδε adverb from there, from when ἐνιαυτός -ου ὁ n2 year ἔνιοι -αι -α adj. pl. some ἐνίοτε adverb sometimes ἐννοέω ἐννοησω ἐνενοησα ἐννενοηκα ἐνενοηθην v I consider, think of ἔνοικος -ου ὁ n2 inhabitant

ἐνταῦθα adverb here, there, then ἐντεῦθεν adverb hence, thence, thereupon ἐντυγχάνω ἐντευξομαι ἐνετυχον ἐντετυχηκα v I meet ἐξαίφνης adverb suddenly ἐξαπατάω ἐξαπατησω ἐξηπατησα ἐξηπατηκα ἐξηπητημαι ἐξηπατηθην v I deceive ἔξεστι ἐξεσται ἐξην (imperfect) v it is allowed, is possible ἑορτή -ης ἡ n1 festival ἐπαινέω -εσω ἐπῃνεσα ἐπῃνεκα ἑπῃνεθην v I praise ἐπανέρχομαι -ελευσομαι -ηλθον -εληλυθα v I return ἐπεί / ἐπειδή / ἐπειδάν conj since, when ἐπεὶ τάχιστα as soon as ἔπειτα adverb then, afterwards ἐπί + acc prep against, on, on condition of ἐπί + gen prep on ἐπί + dat prep on condition of; beside ἐπιλανθάνομαι ἐπιλησομαι ἐπελαθομην ἐπιλεληθα ἐπιλελησμαι ἐπελησθην v I forget ἐπίσταμαι ἐπιστησομαι ἠπιστηθην v I understand, know (how to) ἐπιστολή -ης ἡ n1 letter ἐπιτήδεια -ων τα n2 pl. provisions ἐπιτρέπω -τρεψω-ετρεψα/ἐτραπον τετροφα τετραμμαι, -ετραφθην/-ετραπην v I entrust ἕπομαι ἑψομαι ἑσπομην v I follow ἐργάζομαι ἐργασομαι εἰργασαμην εἰργασμαι εἰργασθην v I work ἔργον -ου το n2 work, deed ἐρῆμος -η -ον adj deserted ἔρχομαι εῑμι ἠλθον ἐληλυθα v I go, come ἐρωτάω ἐρωτησω ἠρωτησα v I ask (a question) ἐσθίω ἐδομαι ἐφαγον v I eat ἑσπέρα -ας ἡ n1 evening, west ἔσχατος -η -ον adj last, furthest ἑταῖρος -ου ὁ n2 companion ἕτερος -α -ον adj one; the other; different ἔτι adverb still, yet ἕτοιμος -η -ον adj ready ἔτος -εος το n3 year εὖ adverb well εὐγενής -ες adj noble εὐδαίμων -ον adj happy, prosperous εὐθύς adverb at once εὑρίσκω εὑρησω εὑρον εὑρηκα εὑρημαι εὑρεθην v I find εὐρύς εὐρεια εὐρυ adj broad

εὐσεβής -ες adj pious εὐτυχής -ες adj fortunate, lucky εὔχομαι εὐξομαι ηὐξαμην ηὐγμαι v I pray, boast ἐφ' ᾧτε ἐχθρός -α -ον adj hostile on condition that ἔχω ἑξω/σχησω ἐσχον ἐσχηκα -ἐσχημαι v I have, hold; + adverb "be" ἕως conj while, until ζάω ζησώ/ζησομαι/βιωσομαι ἐζησα/ἐβιων ἐζηκα/βεβιωκα v I live Ζεύς Ζευ Δια Διος Διι, ὁ n3 Zeus ζητέω -ησω ἐζητησα ἐζητηθην v I seek ἤ ἤ conj either or ἤ conj than; or ἡγεμών -ονος ὁ n3 leader, guide ἡγέομαι ἡγησομαι ἡγησαμην ἡγημαι v I lead; consider ἤδη adverb now, already ἥδομαι ἡσθησομαι ἡσθην v I enjoy, am glad ἡδύς -εια -υ adj pleasant, sweet ἥκιστα adverb least; not at all ἥκω, ἡξω (ἡκον - imperfect) v I have come ἥλιος -ου ὁ n2 sun ἥμεις / ἡμᾶς αὐτούς pron we / ourselves ἡμέρα -ας ἡ n1 day ἁμ' ἡμέρᾳ ἡμέτερος -α -ον adj our at daybreak ἤπειρος -ου ἡ n2 mainland ἡσυχάζω ἡσυχασω ἡσυχασα v I am calm, am quiet θάλασσα -ης ἡ n1 sea θάνατος -ου ὁ n2 death θάπτω θαψω ἐθαψα τεταφα τεθαμμαι ἐταφην v I bury θαρσέω θαρησω ἐθαρσησα v I am confident θαρρέω θαρρησω θαρρησα ἐθαρρησα v I am confident θαυμάζω θαυμασομαι ἐθαυμασα τεθαυμακα ἐθαυμαθην v I am amazed, admire θεάομαι θεασομαι ἐθεασαμην τεθεαμαι ἐθεαθην v I look at θεά -ας ἡ n1 goddess θεός -ου ὁ n2 god θεραπεύω -σω ἐθεραπευσα ἐθεραπευθην v I care for θεράπων -οντος ὁ n3 servant θεράπαινα -ης ἡ n1 servant θέρος -εος το n3 summer θηρεύω -σω ἐθηρευσα v I hunt θήριον -ου το n2 wild beast

θρασύς -εια-υ adj reckless; bold θυγάτηρ -ρος ἡ n3 daughter θύρα -ας ἡ n1 door θύω θυσω ἐθυσα ἐθυκα τεθυμαι ἐτυθην v I sacrifice θώραξ -ακος ὁ n3 breast plate ἰατρός -ου ὁ n2 doctor ἱερεύς -εως ὁ n3 priest ἱερόν -ου το n2 temple ἱερός -α-ον adj holy ἵημι ἡσω ἡκα -ειθην v I send; hurl ἱκανός -η-ον adj sufficient; capable ἵνα conj so that, in order to ἱππεύς -εως ὁ n3 cavalryman ἱππεύω ἱππευσω ἱππευσα v I ride ἵππος -ου ὁ n2 horse; cavalry ἴσος -η-ον adj equal ἴσως adverb perhaps ἵστημι στησω ἐστησα ἑστηκα ἐσταθην v I make to stand ἱσταμαι στησομαι ἐστησαμην v I stand ἰσχυρός -α-ον adj strong καθεύδω καθευδησω ἐκαθευδησα v I sleep καθίζω καθιω ἐκαθισα v I make to sit down, sit down καθίστημι see ἵστημι v I make, appoint, put (into state of )/ καθίσταμαι see ἱσταμαι v I am appointed, get (into the state of...) καί conj and, even, also, actually καίπερ conj although καιρός -ου ὁ n2 right time, opportunity καίτοι and yet καίω καυσω ἐκαυσα κεκαυκα κεκαυμαι ἐκαυθην v I burn, set on fire κακός -η-ον adj bad, cowardly καλέω καλῶ ἐκαλεσα κεκληκα κεκλημαι ἐκληθην v I call, summon καλός -η-ον adj fine, beautiful I toil, am weary (of), am tired κάμνω καμουμαι ἐκαμον κεκμηκα κατά + acc v prep by down, according to, by (land, sea) κατάσκοπος -ου ὁ n2 spy καταφρονέω -ησω κατεφρονησα v I despise κατηγορέω -ησω κατηγορησα κατηγορηθην v I accuse κεῖμαι κεισομαι v I lie; am situated κελεύω κελευσω ἐκελευσα ἐκελευσθην v I order

κενός -η-ον adj empty κέρας κερατος το n3 horn, wing κεφαλή -ης ἡ n1 head κήρυξ -υκος ὁ n3 herald κηρύσσω κηρυξω ἐκηρυξα κεκηρυκα κεκρυγμαι v I proclaim κινδυνεύω -σω ἐκινδυνευσα ἐκινδυνευθην v I risk; I am likely to κίνδυνος -ου ὁ n2 danger κινέω -ησω v I move, arouse κλέπτω -ψω ἐκλεψα κεκλοφα ἐκλαπην v I steal κοινός -η -ον adverb common κολάζω κολασω ἐκολασα ἐκολασθην v I punish κομίζω κομιῶ ἐκομισα κεκομισμαι ἐκομισθην v I bring; convey κόπτω κοψω ἐκοψα κεκοφα κεκομμαι ἐκοπην v I cut, hit κόρη -ης ἡ n1 girl κρατέω -ησω ἐκρατησα ἐκρατηθην v I control, conquer κράτος -εος το n3 might, force κρίνω κρινω ἐκρινα κεκρικα κεκριμαι ἐκριθην v I judge κριτής -ου ὁ n1 judge κρύπτω κρυψω ἐκρυψα κεκρυφα κεκρυμμαι ἐκρυφθην v I hide κτάομαι κτησομαι ἐκτησαμην κεκτημαι ἐκτηθην v I obtain κτῆμα -ατος το n3 possession κυβερνήτης -ου ὁ n1 helmsman κύκλος -ου ὁ n2 circle κωλύω -υσω ἐκωλυσα κεκωλυμαι ἐκωλυθην v I prevent, hinder κώμη -ης ἡ n1 village λάθρᾳ adverb secretly Λακεδαιμόνιοι -ιων οἱ n2 pl the Spartans λαμβάνω ληψομαι ἐλαβον εἰληφα εἰλημμαι ἐληφθην v I take, capture λανθάνω λησω ἐλαθον λεληθα λελησμαι v I escape the notice of λέγω, λεξώ/ἐρω ἐλεξά /εἰπον εἰρηκα εἰρημαι ἐρρηθην /ἐλεχθην v I say, tell λείπω λειψω ἐλιπον λελοιπα λελειμμαι ἐλειφθην v I leave (behind) λίθος -ου ὁ n3 stone λιμήν -ενος ὁ n3 harbour λίμνη -ης ἡ n1 marsh λόγος -ου ὁ n2 word, account, reason λόγχη -ης ἡ n1 spear λοιπός -η -ον adj remaining τὸ λοιπον n2 in the future λοχαγός -ου ὁ n2 commander

λυπέω -ησω v I annoy, harass λύπη -ης ἡ n1 pain, grief λύω λυσω ἑλυσα λελυκα λελυμαι ἐλυθην v I loose λύομαι λυσομαι ἐλυσαμην v I ransom μακρός -α -ον adj long μάλα adverb very μάλιστα adverb very much, especially μᾶλλον adverb more μανθάνω μαθησομαι ἐμαθον μεμαθηκα v I learn, understand μαντεῖον -ου το n2 oracle μάντις -εως ὁ n3 prophet μάτην adverb in vain μάχη -ης ἡ n1 fight μάχομαι μαχουμαι ἐμαχεσαμην μεμαχημαι v I fight μέγας μεγαλη μεγα adj great, big μέλλω μελλησω ἐμελλησα v I intend, hesitate, am going to μέμνημαι μεμνησομαι ἐμνησθην v I remember on the one hand on the μέν δέ conj other [marks a contrast] μέντοι conj however; certainly μένω μενῶ ἐμεινα μεμενηκα v I remain, await μέρος -εος το n3 part, share μέσος -η -ον adj middle μετά + acc prep after μετά + gen prep with μεταπέμπομαι - πεμψομαι ἐπεμψαμην v I send for prep + gen / μέχρι μή (and compounds) conj until see under οὐ μήν μηνος ὁ n3 month μήτηρ -ρος ἡ n3 mother μικρός -α-ον adj small μισέω -ησω ἐμισησα μεμισηκα μεμισημαι ἐμισηθην v I hate μισθός -ου ὁ n2 reward, fee μόλις adverb scarcely, with difficulty μόνον adverb only μόνος -η -ον adj alone μῦθος -ου ὁ n2 word, story μῶρος -α -ον adj foolish, stupid ναί adverb yes ναυμαχέω -ησω ἐναυμαχησα v I fight a sea-battle ναυμαχία -ας ἡ n1 sea-battle ναῦς νεως ἡ n3 ship ναυτής -ου ὁ n1 sailor

ναυτικόν το n2 fleet νεανίας -ου ὁ n1 young man νεκρός -ου ὁ n2 corpse νέος -α -ον adj young, new νῆσος -ου ἡ n2 island νικάω -ησω ἐνικησα ἐνικηθην v I conquer νίκη -ης ἡ n1 victory νομίζω νομιῶ ἐνομισα νενομικα νενομισμαι ἑνομισθην v I consider, believe νόμος ὁ n2 law, custom νοσέω -ησω ἐνοσησα v I am ill νόσος -ου ἡ n2 illness νοῦς νου ὁ n2 mind νῦν adverb now νύξ νυκτος ἡ n3 night stranger, foreigner, friend, ξένος -ου ὁ n2 host, guest ξίφος -εος το n3 sword ξύλινος -η -ον adj wooden ὁ (need to learn all forms) ὅδε (need to learn all forms) pron this ὁδός -ου ἡ the road, journey ὅθεν adverb whence οἷ adverb whither οἶδα εἰσομαι ᾐδη (irreg verb: needs to be learned in full!) v I know οἴκαδε adverb homewards οἰκέω οἰκησω ᾠκησα ᾠκηκα ᾠκημαι ᾠκηθην v I dwell οἰκια -ας ἡ n1 house, home οἴκοθεν adverb from home οἴκοι adverb at home οἶκος -ου ὁ n2 home οῖκτείρω οἰκτερῶ ᾠκτειρα v I pity οἶνος -ου ὁ n2 wine οἷος -α -ον adj such (as) οἷος τ' εἰμί I can ὀλίγος -η-ον adj small, few ὄμνυμι ὀμοῦμαι ὠμοσα ὀμωμοκα ὀμωμοσμαι ὠμοθην / ὠμοσθην v I swear ὅμοιος -α -ον adj similar, like ὁμολογέω ὁμολογησω ὡμολγησα ὡμολογηθην v I agree, admit ὅμως adverb nevertheless ὄνομα ὀνοματος το n3 name ὄπισθε(ν) adverb behind, in future

ὅπλα -ων τα n2 pl arms, armour ὁπλίζω ὁπλισω/ὁπλιῶ ὡπλισα ὡπλισμαι ὡπλισθην v I arm ὁπλίτης -ου ὁ n1 hoplite ὁποθεν adverb from where ὁποι adverb to where ὁποιος ὁποια ὁποιον adj of what sort, such as ὁποσος ὁποση ὁποσον adj as much as, as many as ὁποτε conj when ὁποτερος ὁποτερα ὁποτερον adj which (of two) ὁπου adv where ὅπως conj so that ὁράω ὀψομαι εἶδον ἑωρακα ἑωραμαι ὠφθην v I see ὀργή -ης ἡ n1 anger ὀργίζομαι ὀργιοῦμαι ὠργισθην v I become angry ὀρθός -η -ον adj straight, correct ὅρκος -ου ὁ n2 oath ὁρμάομαι ὁρμησομαι ὡρμησαμην v I set out ὄρος -ους το n3 hill, mountain ὅς ἥ ὅ pron who ὅσος ὅση ὅσον adj how much, how big ὅστις ἥτις ὅ τι pron whoever ὅτε adverb when ὅταν adverb when, whenever ὅτι οὗ conj, part because, that οὐ / οὐκ / οὐχ / οὐχί / μή adverb not where (relative) οὐδαμοῦ / μηδαμοῦ adv nowhere οὐδαμῶς / μηδαμῶς adv in no way οὐδέ / μηδέ adv and not, nor, not even οὐδείς οὐδεμια οὐδεν/ μηδείς μηδεμια μηδεν num no one οὐδέποτε / οὔποτε / μηδέποτε / μήποτε adv never οὐκέτι / μηκέτι adv no longer οὔκουν adv not οὐκοῦν adv therefore, then οὖν adv and so οὔτε... οὔτε / μήτε... μήτε adv neither... nor οὗτος αὕτη τουτο pron this οὕτω / οὕτως adv thus, so ὀφθαλμός -ου ὁ n2 eye παιδεύω παιδευσω ἐπαιδευσα πεπαιδευκα πεπαιδευμαι ἐπαιδευθην v I educate, train παῖς παιδος ὁ / ἡ n3 boy, girl, child πάλαι adv formerly παλαιός -α -ον adj former, ancient

πάλιν adv back, again παρά + acc prep contrary to, along παρά + gen prep from παρά + dat prep beside παραδίδωμι -δωσω-εδωκα v I hand over. surrender παρασκευάζω παρασκευασω παρεσκευασα παρεσκευασμαι παρεσκευασθην v I prepare πάρειμι (see εἰμι) v I am present πάρεστι v it is possible for x (dat) to (inf.) παρέχω παρεξω / παρασχησω παρεσχον παρεσχηκα v I provide παρθένος -ου ἡ n2 virgin πᾶς πασα παν adj every, all πανταχοῦ adv everywhere πάσχω πεισομαι ἐπαθον πεπονθα v I suffer πατήρ πατρος ὁ n3 father πατρίς -ιδος ἡ n3 fatherland πατρῷος -α-ον adj of a father παύω παυσω ἐπαυσα πεπαυκα πεπαυμαι ἐπαυσθην / ἐπαυθην v I stop παύομαι παυσομαι ἐπαυσαμην v I cease πεδίον -ου το n2 plain πεζῇ adv on foot πεζοί -ων οἱ n2 pl infantry πείθω πεισω ἐπεισα / ἐπιθον πεπεικα πεπεισμαι v I persuade πείθομαι πεισομαι ἐπιθομην v I obey πειράομαι πειρασομαι ἐπειρασαμην ἐπειραθην v I try πελταστής -ου ὁ n1 light-armed soldier πέμπω πεμψω ἐπεμψα πεπομφα πεπεμμαι ἐπεμφθην v I send, escort περί + acc prep around περί + gen prep about Πέρσης -ου ὁ n1 Persian πηδάω πηδησομαι ἐπηδησα v I leap πιέζω πιεσω ἐπιεσα v I press hard upon πίνω πιομαι ἐπιον πεπωκα ἐποθην v I drink πίπτω πεσοῦμαι ἐπεσον πεπτωκα v I fall πιστεύω πιστευσω ἐπιστευσα v I believe, trust πιστός -η-ον adj reliable, faithful πλέω πλευσομαι ἐπλευσα πεπλευκα πεπλευσμαι ἐπλευσθην v I sail πλῆθος -ους το n3 crowd, large number

πλήν + gen prep except πληρόω πληρωσω ἐπληρωσα πεπληρωκα ἐπληρωθην v I fill, man (a ship) πλοῖον -ου το n2 boat πλοῦς πλου ὁ n2 voyage πλούσιος -α -ον adj rich ποθεν adv from where? ποι adv to where? ποιέω ποιησω ἐποιησα ἐποιηθην v I make, do ποιέομαι ποιησομαι ἐποιησαμην v I value περὶ πολλοὺ ποιεῖσθαι ποῖος -α -ον to value highly interrog adj of what sort; such as πολεμέω πολεμησω ἐπολεμησα ἐπολεμηθην v I fight a war πολέμιος -α -ον adj enemy πόλεμος -ου ὁ n2 war πολιορκέω πολιορκησω ἐπολιορκησα ἐπολιορκηθην v I besiege πόλις -εως ἡ n3 city-state, city πολίτης -ου ὁ n1 citizen πολλάκις adv often πολύς πολλη πολυ adj much, many πονέω πονησω ἐπονησα πεπονηκα πεπονημαι ἐπονηθην v I toil, suffer πόνος -ου ὁ n2 toil, pain πορεύομαι πορευσομαι ἐπορευθην v I march πόρρω / πρόσω adv forwards, far away how great, how much, how πόσος ποση ποσον ποταμός -ου ὁ n2 river πότε or ὁπότε part when adj many; as much as ποτε part at some time πότερον ἤ adv (whether) or πότερος / ὁπότερος adj which of two πόθεν / ὅποθεν adv whence? ποῖ / ὅποι adv whither? ποῦ / ὅπου adv where? που part I suppose πούς ποδος ὁ n3 foot πρᾶγμα -ατος το n3 thing, matter πράσσω πραξω ἐπραξα πεπραχα πεπραγμαι ἐπραχθην v I do, fare πρέσβυς -εως ὁ / πρέσβεις οἱ (pl) n3 elder / ambassadors πρίν adv, conj before, until πρό + gen prep in front of πρόγονος -ου ὁ n2 ancestor

προδίδωμι προδωσω προυδωκα -δεδωκα - δεδομαι v I betray προθυμέω προθυμησομαι v I am eager προθυμία -ας ἡ n1 eagerness, zeal πρόθυμος -ον adj eager, ready to, towards, against, in πρός + acc προσβάλλω προσβαλῶ προσεβαλον -βεβληκα- prep addition to βεβλημαι προσεβληθην v I attack πρόσθεν / ἔμπροσθεν adv before προτεραία -ας ἡ n1 the day before πρότερον adv before πρῴ adv early πρῶτον adv first πύλη -ης ἡ n1 gate πυνθάνομαι πευσομαι ἐπυθομην πεπυσμαι v I ascertain, learn πῦρ πυρος το n3 fire πως adv in some way πῶς or ὅπως adv how ῥᾴδιος -α -ον adj easy ῥήτωρ -ορος ὁ n3 speaker, politician ῥίπτω ῥιψω ἐρριψα ἐρριφθην v I throw σαφής -ες adj clear σῆμα -ατος το n3 sign, signal σημαίνω σημανῶ ἐσημηνα σεσημασμαι ἐσημανθην v I show, give a sign σήμερον adv today σιγάω σιγησω ἐσιγησα σεσιγηκα σεσιγημαι ἑσιγηθην v I am silent σιγή -ης ἡ n1 silence σῖτος -ου ὁ n2 corn; food; bread σκεύη -ης ἡ n1 equipment, baggage σκηνή -ης ἡ n1 tent σκοπέω σκεψομαι ἐσκεψαμην v I look at, examine σκότος -ου ὁ n2 darkness σός ση σον adj your σοφία -ας ἡ n1 cleverness, wisdom σοφός -η -ον adj clever, wise σπονδαί -ων αἱ n1 pl treaty στάδιον -ου το [pl. στάδιοι οἱ or σταδια τα] n2 stade [a unit of length] στέλλω στελῶ ἐστειλα ἐσταλκα ἐσταλμαι ἐσταλην v I send, equip στενός -η -ον adj narrow στόλος -ου ὁ n2 expedition στόμα -ατος ὁ n3 mouth

στράτευμα -ατος το n3 army στρατεύω στρατευσω ἐστρατευσα v I march στρατηγέω στρατηγησω ἐστρατηγησα v I am general στρατηγός -ου ὁ n2 general στρατιά -ας ἡ n1 army στρατιώτης -ου ὁ n1 soldier στρατοπεδεύομαι στρατοπεδευσομαι ἐστρατοπεδευσαμην v I encamp στρατόπεδον -ου το n2 camp στρατός -ου ὁ n2 army σεαυτόν σεαυτην pron yourself συ σου pron you συγγενής -ες (οἱ συγγενεις) adj related, kin (kinsfolk) συγχωρέω συγχωρησω / συγχωρησομαι v I agree συλλέγω συλλεξω συνελεξα συνειλοχα συνειλεγμαι / συλλελεγμαι συνελεχθην / συνελεγην v I collect, assemble συμβουλεύω συμβουλευσω συνεβουλευσα v I advise συμμαχία -ας ἡ n1 alliance σύμμαχος -ου ὁ n2 ally συμφορά -ας ἡ n1 disaster; event σύν + dat prep with σφᾶς (σφων σφισιν) / σφᾶς αὐτούς pron them / themselves σφέτερος -α -ον adj their σφόδρα adv very much σχεδόν adv nearly, almost σῴζω σωσω ἐσωσα σεσωκα σεσωμαι ἐσωθην v I save, keep σωτηρία -ας ἡ n1 safety σῶμα -ατος το n3 body σώφρων σωφρον adj sensible, sober, moderate arrangement, rank, (battle) τάξις -εως ἡ ταράσσω ταραξω ἐταραξα τεταραγμαι n3 order ἐταραχθην v I throw into confusion τάσσω ταξω ἐταξα τεταχα τεταγμαι ἐταχθην v I draw up, arrange τάφος -ου ὁ n2 tomb τάχα / ταχ' ἄν adv quickly, perhaps / perhaps ταχύς -εια -υ adj quick τε part and τε τε part both and τειχίζω τειχιῶ ἐτειχισα τετειχικα τετειχισμαι v I fortify τείχισμα -ατος το n3 fortification τεῖχος -εος το n3 wall τελευτάω τελευτησω ἐτελευτησα ἐτελευτηθην v I end; die

τελευτή -ης ἡ n1 end τέλος adv in the end τέλος -εος το n3 end τέμνω τεμῶ ἐτεμον τετμηκα τετμημαι ἐτμηθην v I cut τέχνη -ης ἡ n1 craft; skill τίθημι θησω ἐθηκα τεθηκα κειμαι ἐτεθην v I place; make τιμάω τιμησω ἐτιμησα τετιμηκα τετιμημαι ἐτιμηθην v I honour τιμή -ης ἡ n1 honour τιμωρέω τιμωρησω ἐτιμωρησα ἐτιμωρηθην v I punish, avenge τιμωρέομαι τιμωρησομαι τετιμωρημαι v I take vengeance on τίς; τί pron who? τις τι pron a τοι part I assure you τοιοῦτος τοιαυτη τοιουτο adj such τόλμα ἡ n1 daring τολμάω τολμησω ἐτολμησα ἐτολμηθην v I dare τόξευμα -ατος το n3 arrow τοξεύω τοξευσω ἐτοξευσα ἐτοξευθην v I shoot τόξον -ου το n2 bow τοξότης -ου ὁ n1 archer τόπος -ου ὁ n2 place τοσοῦτος τοσαυτη τοσουτο adj so great, so many τότε adv at that time τραῦμα -ατος το n3 wound τραυματίζω τραυματισω ἐτραυματισα ἐτραυματισθην v I wound τρέπω τρεψω ἐτρεψα τετροφα τετραμμαι ἐτραπην / ἐτρεφθην v I turn, rout τρέχω δραμοῦμαι ἐδραμον δεδραμηκα v I run τριήρης -εος ἡ n3 trireme τροπαῖον -ου το n2 trophy τρόπος -ου ὁ n2 way, manner, custom τυγχάνω τευξομαι ἐτυχον τετυχηκα v I happen, hit τύπτω τυπτησω / τυψω ἐτυψά / ἐτυπον τετυμμαι ἐτυφθην /ἐτυπην v I strike τύχη -ης ἡ n1 chance, luck, fortune ὑβρίζω ὑβριῶ ὑβρισα ὑβρικα ὑβρισμαι ὑβρισθην v I insult ὕδωρ -ατος το n3 water υἱός -ου ὁ n2 son ὕλη -ης ἡ n1 wood ὑμεῖς ὑμων / ὑμᾶς αὐτούς pron you / yourselves ὑμέτερος -α-ον adj your

ὑπέρ + acc prep above, beyond, over ὑπέρ + gen prep on behalf of ὑπισχνέομαι ὑποσχησομαι ὑπεσχομην ὑπεσχημαι v I promise ὕπνος -ου ὁ n2 sleep ὑπό + gen prep under; by ὑστεραία -ας ἡ n1 the next day ὕστερος -α -ον adj later ὕστερον adv later ὑψηλός -η-ον adj high φαίνομαι, φανοῦμαι, ἐφηνα, πεφαγκα, πεφασμαι, ἐφανην / ἐφανθην v I appear, seem φέρω οἰσω ἠνεγχα ἐνηνοχα ἐνηνεγμαι ἠνεχθην v I bear, + adverb = I take it (ill) I flee, am accused, am φεύγω φευξομαι ἐφυγον πεφευγα πεφυγμαι v banished φημί φησω ἐφην / ἐφησω v I say φθάνω, φθασω / φθησομαι, ἐφθην / ἐφθασα, ἐφθακα v I do something first φθονέω φθονησω ἐφθονησα ἐφθονηθην v I grudge, resent, envy φθόνος -ου ὁ n2 grudge, envy φιλέω φιλησω ἐφιλησα πεφιληκα πεφιλημαι ἐφιληθην v I love; am accustomed φιλία -ας ἡ n1 affection φίλιος -α -ον adj dear, friendly φίλος -ου ὁ / φίλη -ης ἡ n2 / n1 male/female friend φοβέομαι φοβησομαι ἐφοβησαμην ἐφοβηθην v I fear φόβος -ου ὁ n2 fear φονεύω φονωυσω ἐφονευσα ἐφονευθην v I murder, kill φυγάς -αδος ὁ / ἡ n3 an exile φυγή -ης ἡ n1 exile φύλαξ-ακος ὁ n3 guard φυλάσσω φυλαξω ἐφυλαξα πεφυλακα πεφυλαγμαι ἐφυλαχθην v I guard φωνή -ης ἡ n1 voice χαίρω χαιρησω κεχαρηκα κεχαρημαι ἐχαρην v I rejoice χαλεπός -η -ον adj difficult, harsh χαλκοῦς -η -ουν adj brazen χάριν ἔχω I thank χειμών -ωνος ὁ n3 winter; storm χείρ χειρος ἡ n3 hand χθές adv yesterday χράομαι χρησομαι ἐχρησαμην κεχρημαι ἐχρησθην v I use; treat χρή χρησει ἐχρην (imp) v it is necessary

χρῆμα -ατος το n3 thing; money (in pl.) χρησιμός -η-ον adj useful χρηστήριον -ου το n2 oracle χρόνος -ου ὁ n2 time χρυσός -ου ὁ n2 gold χρυσοῦς -η-ουν adj golden χώρα -ας ἡ n1 land, place χωρεω χωρησω ἐχωρησα κεχωρηκα v I go χωρίον -ου το n2 place ψεύδω ψευσω ἐψευσα ἐψευσμαι ἐψευσθην v I cheat, deceive ψεύδομαι ψευσοαμι ἐψευσαμην v I lie, I am mistaken ψηφίζομαι ψηφιοῦμαι ἐψηφισαμην ἐψηφισμαι v I vote ὦ o ὧδε adv thus ὥρα -ας ἡ n1 time ὡς adv as, when, that, because, how ὡς + superlative adverb adv as... as possible ὥσπερ adv as if ὥστε conj so that ὠφελέω ὠφελησω ὠφελησα ὠφεληθην v I benefit, help Cardinal and ordinal numerals also need to be learned.