ask after ρωτώ για κάποιον (να μάθω νέα του) back down υποχωρώ, εγκαταλείπω (κάποια απαίτησή μου) back out υπαναχωρώ, αθετώ (υπόσχεση, δέσμευση) bank on υπολογίζω, στηρίζω τις ελπίδες μου (σε κάτι) break down χαλάω (για μηχανή κτλ.) break out δραπετεύω (από τη φυλακή) break out ξεσπάω (για πόλεμο, φωτιά κτλ.) bring forward επισπεύδω (κανονίζω κάτι να γίνει νωρίτερα απ ό,τι ήταν αρχικά προγραμματισμένο) bring in εισάγω, θεσπίζω (νέο νόμο, σύστημα κτλ.) bring on προκαλώ (μια αρρώστια) bring out βγάζω, κυκλοφορώ (ένα νέο προϊόν) bring up ανατρέφω, μεγαλώνω (παιδί) bring up θέτω (ένα θέμα για συζήτηση) call for απαιτώ, επιβάλλω (την ανάγκη), καθιστώ αναγκαίο call for απαιτώ, ζητώ call off ακυρώνω, ματαιώνω carry on συνεχίζω carry out πραγματοποιώ (ένα πείραμα κτλ.) catch on «πιάνω», γίνομαι της μόδας / δημοφιλής catch up with προφταίνω, προλαβαίνω (κάποιον) chase after κυνηγώ (για να πιάσω κάποιον) check in «τσεκάρω» (κατά την άφιξή μου σε ξενοδοχείο ή στο αεροδρόμιο πριν την επιβίβαση) check out πληρώνω το λογαριασμό και αναχωρώ από ξενοδοχείο check out εξετάζω, διερευνώ clear up ανοίγω, φτιάχνω (για τον καιρό) close down κλείνω (για επιχείρηση) come (a)round (to) μεταπείθομαι, πείθομαι και αλλάζω γνώμη come (a)round έρχομαι (για τακτικά γεγονότα, π.χ. τα Χριστούγεννα) come across βρίσκω (κάτι) ή συναντώ (κάποιον) κατά τύχη come by βρίσκω, αποκτώ (κυρίως κάτι που είναι δύσκολο να το αποκτήσει κανείς) come down with αρρωσταίνω (ελαφρά), αδιαθετώ come forward παρουσιάζομαι (για να προσφέρω βοήθεια ή πληροφορίες) come into κληρονομώ come off πετυχαίνω come on αναπτύσσομαι, προοδεύω come on αρχίζω, μεταδίδομαι (για ραδιοφωνική ή τηλεοπτική εκπομπή) come out εκδίδομαι, κυκλοφορώ come round/to συνέρχομαι (από λιποθυμία), ανακτώ τις αισθήσεις μου come up with έχω, επινοώ, βρίσκω (μια ιδέα, ένα σχέδιο κτλ.) count on βασίζομαι, υπολογίζω (σε κάποιον) cross out διαγράφω cut down (on) περιορίζω, μειώνω, κάνω κάτι (π.χ. καπνίζω) λιγότερο cut down (on) περιορίζω, μειώνω (την ποσότητα) αποκλείω (αποκόπτω τη δυνατότητα πρόσβασης ή επικοινωνίας) κόβω, διακόπτω (την παροχή ενός πράγματος) κόβω (τηλεφωνική σύνδεση) dawn on αντιλαμβάνομαι, σκέφτομαι (κάτι για πρώτη φορά) 1
deal with die out do away with do up do without draw up dress up drop in (on) drop off drop off drop out (of) drown out face up to fall for fall for fall out with feel up to fill in find out flick through get (sb) down get along (with) get at get away with get back get by get on (with) get on for get on with get over get round to get through get up to give away give away give in give off give up go away go down (as) go in for go in for go into go on go on (δια)χειρίζομαι, αντιμετωπίζω κοπάζω, ξεθυμαίνω καταργώ επισκευάζω, ανακαινίζω, φρεσκάρω μπορώ να κάνω / ζήσω χωρίς (κάτι) συντάσσω, καταρτίζω φορώ (ξένα ή ασυνήθιστα ρούχα), μεταμφιέζομαι περνάω, επισκέπτομαι (απρόσκλητος, χωρίς να έχω ειδοποιήσει) αφήνω, κατεβάζω (έναν επιβάτη, σταματώ ένα όχημα για να κατεβεί) αποκοιμιέμαι εγκαταλείπω (π.χ. το σχολείο, πριν ολοκληρώσω τις σπουδές μου) σκεπάζω, καλύπτω, πνίγω (έναν ήχο με έναν δυνατότερο) αποδέχομαι, αναλαμβάνω ερωτεύομαι πιστεύω (ένα ψέμα, φάρσα, αστείο κτλ.) τα χαλάω με κάποιον, τσακώνομαι νιώθω αρκετά καλά / ότι έχω αρκετές δυνάμεις (για να κάνω κάτι) συμπληρώνω (ένα έντυπο) βρίσκω (πληροφορίες κτλ.), μαθαίνω ξεφυλλίζω, ρίχνω μια ματιά βιαστικά (π.χ. σε ένα περιοδικό) μου χαλάει τη διάθεση, καταθλίβω τα πηγαίνω καλά (με κάποιον) θέλω να πω, εννοώ τη γλιτώνω (χωρίς να τιμωρηθώ) γυρίζω, επιστρέφω τα βγάζω πέρα (οικονομικά) τα πάω καλά, έχω καλές σχέσεις (με κάποιον) πλησιάζω (μια ορισμένη ώρα, ποσότητα, ηλικία κτλ.) συνεχίζω (να κάνω κάτι) ξεπερνώ, συνέρχομαι από (μια αρρώστια κτλ.) βάζω μπρος (να κάνω κάτι), καταπιάνομαι (με κάτι, που σχεδίαζα να κάνω από καιρό) τελειώνω, καταναλώνω κάνω, σκαρώνω δίνω δωρεάν, χαρίζω αποκαλύπτω, προδίδω υποκύπτω, εγκαταλείπω (την προσπάθεια) εκπέμπω, αναδίδω (π.χ. ζέστη, μυρωδιά) σταματώ (κάτι που συνήθιζα να κάνω) πηγαίνω διακοπές μένω στην ιστορία (ως) συμμετέχω (σε διαγωνισμό κτλ.) μου αρέσει εξηγώ, εξετάζω λεπτομερώς χαλάω (για τρόφιμα) εκρήγνυμαι, εκπυρσοκροτώ (για όπλο, συνήθως ακούσια) δε μου αρέσει πια εξακολουθώ (να κάνω κάτι), (κάτι) συνεχίζεται στη συνέχεια κάνω κάτι (μετά από κάτι άλλο) 2
go over go/come round grow on grow out of grow out of grow up hand down hand in hand out hold up hold up join in keep on keep up with knock out knock out leave out let down let off let off line up live on look after look down on look into look out look round look up to look up make off for make/head for name after narrow down pass away pass out pick on pick up plug in pop in (to) pull in (επαν)εξετάζω, ξανασκέφτομαι (κάτι, ώστε να το κατανοήσω απόλυτα) επισκέπτομαι αρχίζει να μου αρέσει, μου αρέσει όλο και περισσότερο προέρχομαι μεγαλώνω και δε μου κάνει πια (ένα ρούχο, παπούτσια κτλ.) μεγαλώνω, ενηλικιώνομαι χαρίζω, κληροδοτώ (ένα πολύτιμο αντικείμενο στα παιδιά ή τα εγγόνια μου κυρίως λίγο πριν το θάνατό μου) παραδίδω (στις αρχές) μοιράζω, διανέμω ληστεύω με την απειλή βίας καθυστερώ συμμετέχω, παίρνω μέρος συνεχίζω, επιμένω συμβαδίζω αποκλείω (από αγώνες) κάνω κάποιον να λιποθυμήσει, να χάσει τις αισθήσεις του παραλείπω απογοητεύω τη χαρίζω (σε κάποιον), αφήνω ατιμώρητο, τιμωρώ πολύ επιεικώς πυροδοτώ (βόμβα, πυροτεχνήματα κτλ.) παρατάσσω, βάζω / μπαίνω στη σειρά ζω, συντηρούμαι (οικονομικά) φροντίζω κοιτάζω υπεροπτικά, περιφρονώ διερευνώ, εξετάζω προσέχω εξετάζω (ένα χώρο) θαυμάζω και σέβομαι κοιτάζω, βρίσκω (κάτι σε ένα βιβλίο, σε κατάλογο κτλ.) το σκάω, φεύγω ισχυρίζομαι, παριστάνω διακρίνω, ξεχωρίζω (αντιλαμβάνομαι κάποιον ή κάτι με δυσκολία) φτιάχνω, γράφω (μια επιταγή κτλ.) συμφιλιώνομαι, τα ξαναφτιάχνω επινοώ, βρίσκω συνθέτω, συγγράφω (ποίημα, διήγημα κτλ.) αντισταθμίζω, αναπληρώνω, αποζημιώνω κατευθύνομαι δίνω (σε κάποιον) το όνομα (κάποιου) περιορίζω (τον αριθμό των πιθανών επιλογών) πεθαίνω λιποθυμώ τα βάζω συνέχεια με κάποιον, μεταχειρίζομαι διαρκώς κάποιον άσχημα ή άδικα παίρνω (κάποιον με το αυτοκίνητο) βάζω στην πρίζα πετάγομαι, περνάω, πηγαίνω για λίγο κάνω στάση, σταματώ (το αυτοκίνητο στην άκρη του δρόμου) 3
pull out pull through put by put down put down put down to put forward put off put off put on put on put out put through put up with run into run out of run over sail through save up (for) see off see through (to) see through see to set in set out set out set out/off set to set up settle down settle down show (a)round show off slow down speed up stand for stand for stand in for stand out stand up for take aback take after take down take in αποχωρώ, αποσύρομαι (από κάποια δραστηριότητα) επιζώ, ξεπερνώ (σοβαρή ασθένεια κτλ.) βάζω στην άκρη, αποταμιεύω μειώνω, προσβάλλω σκοτώνω (άρρωστο ή γέρικο ζώο) αποδίδω (κάτι) σε (ένα γεγονός), θεωρώ (κάτι) ως αποτέλεσμα (ενός γεγονότος) προτείνω, διατυπώνω (μια πρόταση) αναβάλλω απωθώ (κάνω κάποιον να μη θέλει κάτι) παίρνω, βάζω (βάρος) ανεβάζω (παράσταση, θεατρικό έργο κτλ.) σβήνω (κάτι που καίει) συνδέω (για τηλεφωνική σύνδεση) ανέχομαι, υποφέρω, συμβιβάζομαι συναντώ κατά τύχη μου τελειώνει, δεν μου έχει μείνει χτυπώ (κάποιον με το αυτοκίνητο) κάνω ή αντιμετωπίζω κάτι με μεγάλη ευκολία, «κάνω περίπατο» κάνω οικονομίες, αποταμιεύω (για συγκεκριμένο σκοπό) ξεπροβοδίζω, συνοδεύω (κάποιον που φεύγει, π.χ.στο σιδηροδρομικό σταθμό κτλ.) συνεχίζω μέχρι το τέλος (κάτι δύσκολο ή δυσάρεστο), βοηθώ κάποιον να περάσει (κάποια δυσκολία ή κάτι το δυσάρεστο) αντιλαμβάνομαι, δεν ξεγελιέμαι από φροντίζω έρχομαι, μπαίνω, αρχίζω (για τη βροχή, το χειμώνα, μια οικονομική κρίση κτλ.) εκθέτω, εξηγώ, περιγράφω, παρουσιάζω (κάτι με σαφή και λεπτομερή τρόπο) ξεκινώ (με σκοπό να) ξεκινώ (ταξίδι) «στρώνομαι», «πέφτω με τα μούτρα (π.χ. στη δουλειά) φτιάχνω, ανοίγω, ιδρύω (επιχείρηση, οργάνωση κτλ.) ηρεμώ, ησυχάζω εγκαθίσταμαι, νοικοκυρεύομαι δείχνω (σε κάποιον ένα μέρος) επιδεικνύομαι (συνήθως με αρνητική σημασία) κόβω ταχύτητα επιταχύνω σημαίνω (για σύμβολα και αρκτικόλεξα, όπως π.χ. BBC) ανέχομαι αναπληρώνω, αντικαθιστώ (κάποιον όσο απουσιάζει) ξεχωρίζω υπερασπίζω, υποστηρίζω (κάποιον σε λογομαχία ή τσακωμό) ξαφνιάζω (συνήθως στην παθητική φωνή) μοιάζω (στην εμφάνιση ή τη συμπεριφορά σε μεγαλύτερο συγγενή μου) γράφω, σημειώνω ξεγελώ, εξαπατώ 4
take off take off take off take on take on take over take to take to take up take up tear down tear up think over throw away try on try out turn down turn into turn off turn out turn over turn round turn up wear off wear out work out πετυχαίνω, γίνομαι δημοφιλής πολύ γρήγορα απογειώνομαι βγάζω (ένα ρούχο) προσλαμβάνω αναλαμβάνω (δουλειά, ευθύνες) αναλαμβάνω (ως επικεφαλής) (αρχίζω να) συμπαθώ, (αρχίζει να) μου αρέσει, παίρνω με καλό μάτι αρχίζω (να κάνω κάτι τακτικά) αρχίζω (να ασχολούμαι με ένα χόμπι, ένα άθλημα κτλ.) καταλαμβάνω / πιάνω (χώρο), αναλώνω / μου παίρνει (χρόνο) κατεδαφίζω σκίζω σε κομμάτια σκέφτομαι καλά, εξετάζω πετώ (στα σκουπίδια) προβάρω, δοκιμάζω (ένα ρούχο) δοκιμάζω (κάποιον / κάτι στην πράξη), χρησιμοποιώ δοκιμαστικά απορρίπτω (προσφορά, αίτημα κτλ.) μετατρέπομαι κλείνω (ηλεκτρική συσκευή) εξελίσσομαι, καταλήγω, φτάνω σε ένα ορισμένο αποτέλεσμα γυρίζω στην πίσω σελίδα (ενός φύλλου χαρτιού) στρέφομαι στην αντίθετη κατεύθυνση, γυρίζω πίσω εμφανίζομαι (απροσδόκητα) περνάω, φεύγω (π.χ. η επήρεια ενός φαρμάκου) φθείρομαι, παλιώνω καταλαβαίνω, βρίσκω (π.χ. τη λύση ενός προβλήματος) 5