ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ - ΓΛΥΠΤΙΚΗ - ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ



Σχετικά έγγραφα
1. Λίθινοι ναοί 2. Λίθινα αγάλματα σε φυσικό και υπερφυσικό μέγεθος

Μυρτώ Παπαδοπούλου Ισαβέλλα Παπαδοπούλου Ά3α

ΤΑΞΗ Ε. Pc8 ΝΤΙΝΟΣ & ΒΑΣΙΛΙΚΗ Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΑΚΡΟΠΟΛΗΣ

Αρχαιολογία των γεωμετρικών και αρχαϊκών χρόνων ( π.χ.). Δημήτρης Πλάντζος

Γεωμετρική-Αρχαϊκή τέχνη. Ανδρουλάκη Ειρήνη Καθηγήτρια εικαστικός, MA art in education

Η θεώρηση και επεξεργασία του θέματος οφείλει να γίνεται κυρίως από αρχιτεκτονικής απόψεως. Προσπάθεια κατανόησης της συνθετικής και κατασκευαστικής

ΗΤΕΧΝΗΤΗΣΑΡΧΑΪΚΗΣ ΕΠΟΧΗΣ: Π.Χ. ΣΕΡ ΑΚΗ ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ - Η ΑΡΧΑΪΚΗ ΤΕΧΝΗ 1

Αναρτήθηκε από τον/την Δρομπόνης Σωτήριος Πέμπτη, 18 Απρίλιος :48 - Τελευταία Ενημέρωση Πέμπτη, 18 Απρίλιος :49

1:Layout 1 10/2/ :00 μ Page 1. το αρχαιολογικό μουσείο ιωαννίνων

Μινωικός Πολιτισμός σελ

Αφιερώνω αυτή τηνεργασία στην αγαπηµένη µου δασκάλα, κυρία Ειρήνη Καραγιάννη, που µας δίδαξε µε τόση αγάπη και χαρά όλα τα µαθήµατα της Γ και Τάξης

Ανάγνωση - Περιγραφή Μνημείου: Ναός του Ηφαίστου

Εισαγωγή στην Κλασική Αρχαιολογία ΙΙ (5ος - 4ος αι. π.χ.) Ιφιγένεια Λεβέντη

σε δράση Μικροί αρχιτέκτονες Όνομα μαθητή Εκπαιδευτικό πρόγραμμα Εκπαιδευτικό πρόγραμμα για μαθητές Γυμνασίου

2ο Γυμνάσιο Αγ.Δημητρίου Σχολικό έτος ΠΟΛΕΙΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΜΕ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΜΝΗΜΕΙΑ "ΣΠΑΡΤΗ" ΕΥΣΤΑΘΙΑΔΗΣ ΘΟΔΩΡΗΣ ΤΜΗΜΑ Γ 5 ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ

Επίσκεψη στην Αρχαία Αγορά

ΚΕΡΑΜΙΚΑ ΑΡΧΑΙΑ ΚΑΙ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΤΕΧΝΗ

Ακρόπολη. Υπεύθυνος Καθηγητής: Κος Βογιατζής Δ. Οι Μαθητές: Τριτσαρώλης Γιώργος. Τριαντόπουλος Θέμης. Ζάχος Γιάννης. Παληάμπελος Αλέξανδρος

Έλλη Τσουρβάκα Χρήστος Χατζηγάκης

Αρχαίος Πύργος Οινόης Αρχαίο Φρούριο Ελευθερών Αρχαιολογικός χώρος Οινόης. Γιώργος Πρίμπας

Ο Παρθενώνας, ναός χτισμένος προς τιμήν της Αθηνάς, προστάτιδας της πόλης της Αθήνας, υπήρξε το αποτέλεσμα της συνεργασίας σημαντικών αρχιτεκτόνων

ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΩΝ ΕΡΕΥΝΩΝ [ ΣΕΜΙΝΑΡΙΑ ΙΣΤΟΡΙΚΟΦΙΛΟΣΟΦΙΚΟΥ ΛΟΓΟΥ. Μελέτη Ελληνισμού

0,1,1,2,3,5,8,13,21,34,55,89...

Αρχαιολογία των γεωμετρικών και αρχαϊκών χρόνων ( π.χ.). Δημήτρης Πλάντζος

ΜΥΚΗΝΑΪΚΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ

ΝΕΑ ΣΧΕΔΙΑΣΤΙΚΑ ΚΑΡΤΩΝ. Σχεδιαστικά καρτών και κείμενα περιγραφής σχεδίων ΠΡΩΙΜΗ ΚΑΙ ΜΕΣΗ ΧΑΛΚΟΚΡΑΤΙΑ. Master Card Classic Credit

ψ Ρ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΑ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΑ ΣΤΗΝ ΑΚΡΟΠΟΛΗ ΚΑΙ ΣΤΟ ΚΕΝΤΡΟ ΜΕΛΕΤΩΝ ΑΚΡΟΠΟΛΗΣ -N^ ->5^ **' ΑΣΗΜΙΝΑ ΛΕΟΝΤΗ

Αρχαιολογία των γεωμετρικών και αρχαϊκών χρόνων ( π.χ.). Δημήτρης Πλάντζος

ΚΥΚΛΑΔΙΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ ΙΣΤΟΡΙΑ Α ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ

Εργασία Ιστορίας. Ελένη Ζέρβα

Εισαγωγή στην Κλασική Αρχαιολογία ΙΙ (5ος - 4ος αι. π.χ.) Ιφιγένεια Λεβέντη

ΕΛΓΙΝΕΙΑ ΜΑΡΜΑΡΑ Με τον όρο ΕΛΓΙΝΕΙΑ ΜΑΡΜΑΡΑ εννοούμε τα μαρμάρινα γλυπτά του Παρθενώνα που βρίσκονται στο Βρετανικό Μουσείο. Αυτά τα γλυπτά ήταν στα

ΠΕΚ ΚΑΒΑΛΑΣ ΗΜΕΡΙΔΑ ΓΙΑ ΤΗ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΣΤΟ ΓΥΜΝΑΣΙΟ Τετάρτη

ΑΡΧΑΙΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ. υπαίθρια αμφιθεατρική κατασκευή ημικυκλικής κάτοψης γύρω από μια κυκλική πλατεία

Η ΚΑΘ ΗΜΑΣ ΜΙΚΡΑ ΑΣΙΑ

ΓΕΝΙΚΟ ΛΥΚΕΙΟ ΚΥΠΑΡΙΣΣΙΑΣ ΤΕΚΤΟΝΙΚΕΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ ΥΛΗ ΚΑΙ ΜΟΡΦΗ

ΤΟ ΑΡΧΑΙΟ ΘΕΑΤΡΟ ΤΗΣ ΛΙΝΔΟΥ ΣΟΦΙΑ ΒΑΣΑΛΟΥ ΒΠΠΓ

ΑΠΟ ΤΗΝ ΤΕΧΝΗ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑΣ ΣΤΗ ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ. Δρ Δημήτρης Γ. Μυλωνάς

Αναλυτικό Πρόγραµµα Σπουδών του Μαθήµατος. Α Τάξη 1 ου Κύκλου Τ.Ε.Ε. 2 ώρες /εβδοµάδα. Αθήνα, Απρίλιος 2001

Αρχαιολογία των γεωμετρικών και αρχαϊκών χρόνων ( π.χ.). Δημήτρης Πλάντζος


Ι. ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β': Η ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΧΑΛΚΟΥ ( π.Χ.) 3. Ο ΜΙΝΩΙΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ. - Η Κρήτη κατοικήθηκε για πρώτη φορά τη... εποχή.

Τα 7 θαύματα του αρχαίου κόσμου Χαρίδης Φίλιππος

Μυκηναϊκός πολιτισμός η τέχνη Η μυκηναϊκή τέχνη διαμορφώθηκε υπό την άμεση επίδραση του μινωικού πολιτισμού. Μετά την παρακμή της μινωικής Κρήτης

ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΡΚΟ ΑΡΧΑΙΑΣ ΜΙΕΖΑΣ

Νεοκλασική μορφολογία και βασικές αρχές δόμησης

ΤΑ ΓΛΥΠΤΑ ΤΗΣ ΑΦΑΙΑΣ

Τα θέατρα της Αμβρακίας. Ανδρέας Μαυρίκος, ΒΠΠΓ

Αλέξανδρος Νικολάου, ΒΠΠΓ

ΣΤΟ ΚΑΣΤΡO ΤΗΣ ΚΩ Η ΓΕΦΥΡΑ ΤΟΥ ΚΑΣΤΡΟΥ

ΟΜΗΡΙΚΗ ΕΠΟΧΗ (

ΕΠΙΣΚΕΨΗ ΣΤΟ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟ ΜΟΥΣΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

Απάντησε στις παρακάτω ερωτήσεις.

ΚΟΥΡΙΟ-ΜΑΘΗΜΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ

ΙΔΡΥΜΑ ΝΙΚΟΛΑΟΥ & ΝΤΟΛΛΗΣ ΓΟΥΛΑΝΔΡΗ ΜΟΥΣΕΙΟ ΚΥΚΛΑΔΙΚΗΣ ΤΕΧΝΗΣ

ΤΟ ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΟ ΠΡΟΣΚΗΝΙΟ ΤΟΥ ΘΕΑΤΡΟΥ ΤΗΣ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΑΣ ΤΕΚΜΗΡΙΩΣΗ-ΣΧΕΔΙΑΣΤΙΚΗ ΑΝΑΣΥΝΘΕΣΗ ΠΡΟΤΑΣΗ ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ ΕΝΟΣ ΜΕΤΑΚΙΟΝΙΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ

Αρχαιολογία των γεωμετρικών και αρχαϊκών χρόνων ( π.χ.). Δημήτρης Πλάντζος

Οι αρχαίοι πύργοι της Σερίφου Οι αρχαίοι πύργοι, αυτόνομες οχυρές κατασκευές αποτελούν ιδιαίτερο τύπο κτιρίου με κυκλική, τετράγωνη ή ορθογώνια

Κεφάλαιο 7. Kλασική Εποχή. Οι Τέχνες και τα Γράμματα

Κάθε Σάββατο και διαφορετική εμπειρία στο Μουσείο Ακρόπολης

ΣΤΗΝ ΑΚΡΟΠΟΛΗ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ ΜΕ ΤΗ ΜΑΡΙΖΑ ΝΤΕΚΑΣΤΡΟ

Οι άνθρωποι της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας έκρυβαν τους πολιτιστικούς θησαυρούς, για να τους σώσουν, σε σπηλιές, σε αρχαίους τάφους, σε κρυφούς

ΑΡΧΑΙΟ ΘΕΑΤΡΟ ΦΘΙΩΤΙΔΩΝ ΘΗΒΩΝ ΝΟΜΟΣ ΜΑΓΝΗΣΙΑΣ

Κείμενο Εκκλησίας του Τιμίου Σταυρού στο Πελέντρι. Ελληνικά

Αρχαιολογία των γεωμετρικών και αρχαϊκών χρόνων ( π.χ.). Δημήτρης Πλάντζος

6ο Γυµνάσιο Ν.Ιωνίας. Τάξη:Α. Μάθηµα:Αρχαία Ιστορία ιδάσκουσα:ελισάβετσάρδη ΠΑΡΘΕΝΩΝΑΣ. Εργασία της µαθήτριαςκουτσολιάκου Ευδοκίας ΜΑΪΟΣ 2015

Δημήτρης Δαμάσκος Δημήτρης Πλάντζος Πανεπιστημιακή Ανασκαφή Άργους Ορεστικού

Εισαγωγή στην Κλασική Αρχαιολογία ΙΙ (5ος - 4ος αι. π.χ.) Ιφιγένεια Λεβέντη

Εισαγωγή στην Κλασική Αρχαιολογία ΙΙ (5ος - 4ος αι. π.χ.) Ιφιγένεια Λεβέντη

ΜΟΥΣΕΙΟ ΑΚΡΟΠΟΛΗΣ. Μουσειακή παρουσίαση του οικοδομικού προγράμματος του Αυτοκράτορα Αδριανού. Μουσείο Ακρόπολης, Ισόγειο.

Κυριότερες πόλεις ήταν η Κνωσός, η Φαιστός, η Ζάκρος και η Γόρτυνα

Μόδα και ενδυμασία από τους προϊστορικούς μέχρι τους νεότερους χρόνους.

ΦΥΛΛΑΔΙΟ ΠΕΡΙΗΓΗΣΗΣ. 1 ο Δημοτικό Σχολείο Αμαλιάδας

Διήμερη εκδρομή στην Αθήνα

01 Ιερός ναός Αγίου Γεωργίου ΓουμένισσΗΣ

Μινωικός πολιτισμός. Η ακμή του κρητομινωικού πολιτισμού παρουσιάζεται μεταξύ του 1900 και του 1450 π. Χ.

Αρχαιολογία των γεωμετρικών και αρχαϊκών χρόνων ( π.χ.). Δημήτρης Πλάντζος

IA 64: Αττικά μελανόμορφα αγγεία Ευρυδίκη Κεφαλίδου

ναού του Ολύμπιου Διός που ολοκλήρωσε, το 131 μ.χ., ο Ρωμαίος αυτοκράτορας Αδριανός.

Η Βοιωτία θεωρείται από αρχαίους και συγχρόνους ιστορικούς καθώς και γεωγράφους, περιοχή ευνοημένη από τη φύση και τη γεωπολιτική θέση της.

ΘΕΜΑ 1 ης ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΕΠΕΞΗΓΗΣΕΙΣ- ΔΙΕΥΚΡΙΝΙΣΕΙΣ

Ακολούθησέ με... στην ακρόπολη των Μυκηνών

Προϊστορική οικία από το Ακρωτήρι Θήρας (16ος αι. π.χ.)

ΜΑΝΩΛΙΑ ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ, ΒΠΠΓ

2. τα ρωμαϊκά, που το λούκι έχει μετασχηματιστεί σε επίπεδο και έχει ενσωματωθεί στο καπάκι

Ένα ξεχασμένο θέατρο. (το Ρωμαϊκό Ωδείο) Έφη Νικολοπούλου, ΒΠΠΓ

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ Ανώτατο Εκπαιδευτικό Ίδρυμα Πειραιά Τεχνολογικού Τομέα. Ιστορία Κατασκευών

Ο φιλαθήναιος αυτοκράτορας Αδριανός: όσα δεν ξέρετε γι αυτόν

Λίγα Λόγια για τον Μυκηναϊκό Πολιτισμό

Αρχαιολογία των γεωμετρικών και αρχαϊκών χρόνων ( π.χ.). Δημήτρης Πλάντζος

ΑΡΧΑΙΟ ΘΕΑΤΡΟ ΔΙΟΥ, Αλέξανδρος Μπαξεβανάκης, ΒΠΠΓ

Υπάρχει ο μαγικός κόσμος των μνημείων του Αρχαίου Ελληνικού κόσμου Οι σιωπηλοί αυτοί μάρτυρες του παρελθόντος

ΚΕΡΑΜΕΙΚΟΣ. Μετά τα Μηδικά κατακευάστηκε το 478 π.χ το Θεμιστόκλειο τείχος που χώρισε την κατοικημένη περιοχή από το νεκροταφείο.

ιάπλασn Χώροι της Κορινθίας Αρχαιολογικοί νέα Μπολατίου ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ

ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟΙ ΧΩΡΟΙ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ ΥΠΟΟΜΑΔΑ:ΚΑΡΥΑΤΙΔΕΣ ΒΙΚΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΙΩΑΝΝΑ ΔΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΥ ΗΛΙΑΝΑ ΔΡΑΚΟΠΟΥΛΟΥ ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΚΥΡΙΑΚΟΠΟΥΛΟΥ ΜΥΡΤΩ ΑΓΑΠΙΟΥ

Ακολούθησέ με. στo αρχαίο θέατρο της Σικυώνας

ΚΟΡΙΝΘΙΑΚΗ ΚΕΡΑΜΙΚΗ ΑΝΑΤΟΛΙΖΟΥΣΑ ΠΕΡΙΟΔΟΣ = 7 οσ αι. π.χ.

Χρήστος Χατζηγάκης Βασίλης Πούλιος Έλλη Τσουρβάκα Έλλη Πουλιανίτη Τάξεις: Γ2,Γ3

Β. ΚΑΝΟΝΕΣ ΤΗΣ ΓΡΑΦΙΣΤΙΚΗΣ ΕΚΦΡΑΣΗΣ 3. ΚΛΙΜΑΚΑ ΚΑΙ ΑΝΑΛΟΓΙΕΣ

Transcript:

ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ - ΓΛΥΠΤΙΚΗ - ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ Η τέχνη κατά την Αρχαϊκή εποχή συµπορεύεται µε τις γενικότερες οικονοµικές, κοινωνικές και πολιτικές εξελίξεις της ίδιας περιόδου. Και όπως η ελληνική πραγµατικότητα µετουσιώνεται και αλλάζει, έτσι και η τέχνη αναζητεί και διαµορφώνει τις νέες καλλιτεχνικές εκφράσεις που ικανοποιούν το αισθητήριο των Ελλήνων, αλλά και εξυπηρετούν τις χρηστικές ανάγκες τους. Είναι γεγονός ότι στον χώρο της τέχνης σηµειώνεται αληθινή κοσµογονία, κατά τον 7ο και 6ο αιώνα π.χ. στην Ελλάδα. Πλήθος εργαστήρια σε αποικίες και µητροπόλεις εργάζονται εντατικά και παράγουν αληθινά δηµιουργήµατα. Οι συνθήκες της νέας ζωής και ο καινούργιος κόσµος που ανέτειλε άνοιξαν τους ορίζοντες, διεύρυναν τη φαντασία, πυροδότησαν την έµπνευση των Ελλήνων δηµιουργών και τους ανύψωσαν σε τολµηρές καλλιτεχνικές δηµιουργίες. Την ίδια εποχή οι Έλληνες καλλιτέχνες ήρθαν σε επαφή µε τους πολιτισµούς της Ανατολής, γνώρισαν τους λαούς της Δύσης, δέχτηκαν επιδράσεις, άντλησαν διδάγµατα, βίωσαν εµπειρίες, στοιχεία που αφοµοίωσαν και εξέφρασαν δηµιουργικά. Όλες οι εικαστικές τέχνες που απευθύνονται στην όραση και παριστάνουν στατικά το ωραίο, δηλαδή η αρχιτεκτονική, η γλυπτική και η ζωγραφική, καλλιεργήθηκαν µε ιδιαίτερη φροντίδα, αποκάλυψαν και ανέδειξαν την καλλιτεχνική έµπνευση και δεξιότητα των Ελλήνων. ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ Η µελέτη της αρχαϊκής αρχιτεκτονικής κατά βάση στηρίζεται στα κατά χώραν µνηµεία και στα κτιριακά ευρήµατα που αποκάλυψε η αρχαιολογική σκαπάνη. Σχετικά µικρότερη, αλλά µεγάλη σηµασία έχουν οι γραπτές µαρτυρίες των αρχαίων συγγραφέων και των επιγραφών. Δυστυχώς, το µόνο αρχιτεκτονικό κείµενο της αρχαιότητας που έφθασε έως τις µέρες µας είναι το έργο De Architectura του Ρωµαίου αρχιτέκτονα Βιτρουβίου, που έζησε στα χρόνια του Αυγούστου (31 π.χ.-14 µ.χ.) και αναφέρεται κυρίως στην ελληνιστική παράδοση της αρχιτεκτονικής. Χρήσιµες πληροφορίες για την τέχνη και την αρχιτεκτονική της αρχαιότητας παρέχει και ο περιηγητής Παυσανίας που περιόδευσε την Ελλάδα κατά τον 2ο αιώνα µ.χ., όπως και τα ανάλογα κείµενα των Ο «Κροίσος» ένα από τα πιο αντιπροσωπευτικά έργα της

Ελλήνων, Ρωµαίων και Βυζαντινών συγγραφέων από τον Όµηρο µέχρι τον Ευσέβιο, τον Προκόπιο κ.ά. Πολύτιµα είναι επίσης τα στοιχεία για τις σχέσεις καλλιτεχνών, αρχιτεκτόνων, εργοδοτών και για θέµατα σχετικά µε τεχνικές, υλικά, οικονοµικές συµφωνίες. Σε ορισµένες περιπτώσεις η πληροφόρηση προέρχεται από απεικονίσεις αρχιτεκτονη- µάτων σε νωπογραφίες και από παραστάσεις αγγείων ή νοµισµάτων της ίδιας εποχής ή και µεταγενεστέρων. Την πρώτη θέση ανάµεσα στα µνηµεία της Αρχαϊκής εποχής κατέχουν οι ναοί των θεών. Είναι φυσικό ο τρόπος µε τον οποίο δοµείται το κυριότερο λατρευτικό οικοδό- µηµα να βρίσκεται σε άµεση σχέση µε την εξυπηρέτηση των λατρευτικών αναγκών και την περί του θείου αντίληψη των πιστών του θεού. Καθοριστικά στοιχεία στην αντίληψη αυτή ήταν για τους Έλληνες η προσωπικότητα και ο χαρακτήρας του ανθρώπου. Το ναόσχηµο, λοιπόν, οικοδόµηµα δοµείται στα µέτρα του ανθρώπου, του οποίου τις φιλοσοφικές και θρησκευτικές πεποιθήσεις εκφράζει. Αποκαλύπτεται, µάλιστα, η αντίληψη αυτή µέσα από τις γεωµετρικές αρµονίες, τους ρυθµούς, τις αποστάσεις των µελών του ναού µεταξύ τους, τη σχέση του ναού προς τον χώρο γενικότερα, του οποίου αποτελεί επίκεντρο. Η δόµηση του αρχαίου ναού αποτελεί ένα περίπλοκο σύνθεµα µαθηµατικών σχέσεων και αναλογιών. Το σχήµα του αρχαϊκού ναού προήλθε από τον κεντρικό πυρήνα των µυκηναϊκών ανακτόρων, το µέγαρο. Έτσι διαµορφώνεται ο ορθογώνιος κλειστός χώρος, κατάλληλος για να τοποθετηθεί το λατρευτικό άγαλµα του θεού. Ο χώρος αυτός κατατέµνεται σε τρία µέρη, για να εξυπηρετηθούν οι λατρευτικές ανάγκες. Τα τρία αυτά µέρη είναι: ο σηκός, όπου και το λατρευτικό άγαλµα, ο πρόδοµος, ο προθάλαµος (πρόναος) του σηκού, και τέλος ένα τρίτο µέρος, ο θησαυρός, όπου φυλάσσονταν τα ιερά και πολύτιµα αφιερώµατα. Στους ναούς όπου υπήρχε µυστηριακή λατρεία το τρίτο αυτό µέρος αποτελούσε το άδυτο. Μία ή δύο σειρές από ξύλινα στηρίγµατα ή κίονες, εµφανείς και στην πρόσοψη, χωρίζουν τον ναό κατά µήκος σε κλίτη και στηρίζουν τη δίκλινη στέγη. Οι εξωτερικοί τοίχοι από ωµά τούβλα ενισχύονται κατά τη Γεωµετρική περίοδο µε ξυλοδεσιές. Βαθµιαία, για να προστατευτούν οι τοίχοι, διαµορφώθηκε µια περιµετρική στοά, το πτερόν ή περίστασις, που στηρίζεται στην αρχή τουλάχιστον σε ξύλινη κιονοστοιχία. Το πτερόν ή περίστασις συνιστά την ιδιοµορφία του αρχαίου ναού. Ιδιαίτερη σηµασία έχει ο προσανατολισµός του ναού. Κατά τον Βιτρούβιο, πρέπει να Τα λατρευτικά οικοδοµήµατα κατέχουν δεσπόζουσα θέση στα Ο ναός της Αφαίας Αθηνάς στην Αίγινα ενδεικτικό παράδειγµα

είναι έτσι στραµµένος ώστε το λατρευτικό άγαλµα του θεού µέσα στον σηκό να αντικρίζει το φως του ανατέλλοντος Ηλίου. Εποµένως ο ναός πρέπει να έχει κατεύθυνση από την Ανατολή προς τη Δύση, εκτός, αν άλλοι λόγοι, όπως η µορφολογία του εδάφους, επιβάλλουν διαφορετική τοποθέτηση. Για παράδειγµα, ο ναός του Επικουρείου Απόλλωνα στις Βάσσες της Φιγαλείας είναι στραµµένος από Βορρά προς Νότο. Το κύριο στοιχείο του αρχαϊκού ναού είναι ο ρυθµός, ο τρόπος δηλαδή που οργανώνεται αρχιτεκτονικά ο χώρος και το περιβάλλον του. Το βασικό αρχιτεκτονικό µέλος που οργανώνει τον χώρο του ναού είναι ο κίονας. Κατά την Αρχαϊκή, λοιπόν, περίοδο διαµορφώνονται οι δύο τύποι κιόνων, ο δωρικός και ο ιωνικός, που χαρακτηρίζουν αντίστοιχα και τον ναό στην κατασκευή του οποίου χρησιµοποιούνται. Ολόκληρος ο ναός στηρίζεται στο κρηπίδωµα, του οποίου το τελευταίο σκαλοπάτι, ο στυλοβάτης, Ο ναός του Επικούρειου Απόλλωνα είναι κατ εξαίρεση Οι µαθηµατικές αναλογίες του αρχαίου ναού Ο κρυφός χαρακτήρας αυτής της µαθηµατικής νοµοτέλειας στον αρχαίο ναό πλάθεται µέσα σε µαθηµατικές «αναλογίες» ή «σειρές» µε τις έννοιες της «συναρτήσεως» ή του «ολοκληρώµατος» µέσα σε αθροίσµατα ή γινόµενα από «σειρές» ή «ακολουθίες» ή γνωστούς λόγους από κανονικά γεωµετρικά σχήµατα µέσα σε απλές αριθµητικές ή αρµονικές αναλογίες ή προόδους: Π = 3,14 Ο λόγος της περιφέρειας προς τη διάµετρο του κύκλου Φ = 1,62 Ο «χρυσός αριθµός» ή η «ουράνια τιµή» (ο λόγος του µεγαλύτερου τµήµατος προς το µικρότερο της χρυσής τοµής, 80:50 = 1,62) 1:2 ή 2:1. Ο «λόγος της αρµονίας». Το κάλλος λοιπόν στην αρχαία αρχιτεκτονική εκφράζεται µε την αρµονία των αριθµών. Εκφράζεται ακόµη µε τη συµµετρία και την απλότητα που µιµείται τη δοµή της φύσης, µε την ευγένεια των γραµµών και την ανάταση των σχηµάτων, µε το ήρεµο µεγαλείο των πειθαρχηµένων όγκων στα µέτρα του ανθρώπου που γνωρίζει να µην ταπεινώνει την τέχνη αλλά και να µην την υπερβάλλει µέχρι την «ύβριν». (Ιάσων Ευαγγέλου, 1997 Αισθητική και τέχνη, σελ. 176) Σχεδιαστική αναπαράσταση του θριγκού του ναού του Απόλλωνα

αποτελεί τη βάση των κιόνων. Ο δωρικός κίονας πατά απευθείας στον στυλοβάτη χωρίς βάση. Ο κορµός του είναι µονόλιθος ή αποτελείται από κοµµάτια πέτρας ή µαρµάρου, τους σπονδύλους. Το σώµα του κορµού διασχίζεται από ραβδώσεις, κάθετες δηλαδή αυλακώσεις από πάνω µέχρι κάτω. Ο κορµός του κίονα καταλήγει στο κιονόκρανο που αποτελείται από τον εχίνο, ένα καµπύλο µέλος, και τον άβακα, µία τετράγωνη πλάκα µε την οποία επιστέφεται ο εχίνος. Πάνω από τα κιονόκρανα υψώνεται ο θριγκός που περιλαµβάνει το επιστύλιο, το διάζωµα και το γείσο. Επιστύλιο είναι η µαρµάρινη δοκός στην οποία καταλήγουν όλοι οι κίονες και εκτείνεται περιµετρικά στον ναό κάτω από το διάζωµα. Τα τµήµατα του επιστυλίου από κίονα σε κίονα στολίζονται µε κανόνες, από τους οποίους εκφύονται έξι µικρές αποφύσεις, οι σταγόνες. Το δωρικό διάζωµα αποτελείται από τρίγλυφα που εναλλάσσονται µε µετόπες, δηλαδή απλές, ζωγραφικές ή συνήθως ανάγλυφες τετράγωνες πλάκες. Πάνω από το διάζωµα εξέχει το γείσο που κλίνει ελαφρά προς τα κάτω για να προστατεύει το κτίριο από τη βροχή το γείσο αποτελείται από το κυµάτιο (γλυφή) που επιστέφεται από τη στεφάνη. Κάτω από το γείσο των µακρών πλευρών τοποθετείται µία πλάκα, ο πρόµοχθος, µε σειρές σταγόνων. Η στέγη του ναού δεν είναι επίπεδη, όπως στη Μινωική εποχή, αλλά αµφικλινής (σαµαρωτή). Ο τριγωνικός χώρος που σχηµατίζεται στα δύο άκρα της σαµαρωτής στέγης είναι τα αετώµατα, τα οποία προστατεύονται από ένα πλάγιο γείσο (καταιέτιον γείσον) και καλύπτονται από τοίχο που διακοσµείται µε συµπλέγµατα γλυπτά ή στερεωµένα µε καρφιά. Η στέγη καλύπτεται µε κεράµους, στρωτήρες ή καλυπτήρες, από απτή γη ή µάρµαρο. Κάθε σειρά καλυπτήρων είτε κατέληγε στις πλευρές σε ακροκέραυνον είτε στο πίσω µέρος της υδρορροής (σίµης). Οι υδρορροές, σχήµατος κεφαλής λεόντων, είχαν ανοίγµατα που επέτρεπαν την εκροή του νερού της βροχής. Ακρωτήρια διακοσµούσαν τις τρεις γωνίες του αετώµατος. Είχαν µορφή δίσκων ή γλυπτών κοσµηµάτων. Ο ιωνικός κίονας, αντίθετα από τον δωρικό, δεν υψώνεται απευθείας από τον στυλοβάτη, αλλά διαθέτει βάση µε δύο κύρια συστατικά, τον τροχίλο ή σκοτίαν και τη σπείρα. Επίσης, το κιονόκρανο αντί του εχίνου έχει ζεύγος ελίκων, κάτω από το οποίο ΩΡΙΚΟΣ ΡΥΘΜΟΣ Δωρικός κίονας 1. στυλοβάτης 2. κίονας 3. κιονόκρανο 4. επι- 1 6 5 4 3 2

εκτείνεται, γύρω από τον κίονα, το υποτραχήλιον. Οι ραβδώσεις του κορµού δεν καταλήγουν σε οξεία γωνία, όπως στον δωρικό, αλλά χωρίζεται η µία από την άλλη µε επίπεδη ταινία. Το επιστύλιο του ιωνικού ρυθµού πάνω από τους κίονες δεν είναι απλό, αλλά υποδιαιρείται συνήθως σε τρεις ταινίες που προεξέχουν. Αντί τριγλύφων και µετοπών στο δωρικό διάζωµα, στον ιωνικό υπήρχε σειρά γεισηπόδων (οδόντων) ή µία συνεχής ανάγλυφη ταινία, η ζωφόρος, που ζώνει το εξωτερικό καµιά φορά το εσωτερικό του ναού. Υπολείµµατα χρωµάτων στους σωζόµενους ναούς πιστοποιούν ότι ορισµένα µέρη του ναού ήταν ζωγραφισµένα. Το βάθος των γλυπτών µετοπών, η ζωφόρος και τα αετώ- µατα ήταν συνήθως ερυθρά ή κυανά. Το κάτω µέρος του γείσου, η άνω παρυφή των µετοπών και η ταινία στην κορυφή του επιστυλίου βάφονταν ερυθρά. Το κύριο µέρος των κιόνων, όπως και οι εξωτερικοί τοίχοι, αφήνονταν λευκά, όπως συνήθως και τα κιονόκρανα. Γραπτά κοσµήµατα στόλιζαν τη σίµη, τα φατνώµατα της οροφής και τα γλυπτά κυµάτια. Τέλος, αν και χρονικά οι δύο ρυθµοί συµπίπτουν, γεωγραφικά διαφέρουν. Όπως άλλωστε δηλώνουν και τα ονόµατά τους, ο δωρικός πλάστηκε από τους Δωριείς της κυρίως Ελλάδας, τη Ιταλίας και της Σικελίας. Αντίθετα, ο ιωνικός δηµιουργήθηκε από τους Ίωνες της Μικράς Ασίας και των νησιών του Αιγαίου. Τύποι ναών Βαθµιαία, µέσα από την αρχιτεκτονική εξέλιξη διαµορφώθηκαν κατά την Αρχαϊκή περίοδο οι διάφοροι τύποι ναών. Ανάλογα µε τη µορφή τους οι ναοί διακρίνονται στους επόµενους τύπους: Ναός εν παραστάσει: Μικρός, χωρίς πτερό, ναός. Οι πλευρικοί τοίχοι προεκτείνονται και στηρίζουν τον θριγκό. Στην πρόσοψη οι τοίχοι καταλήγουν σε δύο παραστάδες ανάµεσα στις οποίες συνήθως τοποθετούνται δύο κίονες. Απλός πρόστυλος ναός: Ναός, που έχει, όχι µόνο στο εµπρόσθιο αλλά και στο οπίσθιο µέρος σειρά κιόνων. Ναός περίπτερος: Ναός περιβαλλόµενος από πτερό. Ναός δίπτερος: Ναός που περιβάλλεται από δύο σειρές κιόνων. Ναός πρόστυλος περίπτερος: Ναός περίστυλος στον οποίο έχει προστεθεί πτερό. IΩΝΙΚΟΣ ΡΥΘΜΟΣ 1. Ιωνικός κίονας 2. κιονόκρανο 3. επιστύλιο 4. ζωφό- Ιωνικός κίονας και κιονόκρανο από τους Δελφούς 1 2 5 4 3

Ναοί Αρχαϊκής περιόδου Ο πρωιµότερος δωρικός ναός είναι το Ηραίον της Ολυµπίας, χρονολογούµενο γύρω στο 600 π.χ. ή και νωρίτερα. Πρώιµοι δωρικοί ναοί χρονολογούµενοι στα τέλη του 7ου αιώνα π.χ. και περί το 600 π.χ. ανακαλύφθηκαν στο Θέρµο της Αιτωλίας, στην Κέρκυρα, στους Δελφούς και στην Κυρήνη. Διασώζονται από αυτούς τα θεµέλια και λίγα αρχιτεκτονικά µέλη. Στη β τέταρτο του 6ου αιώνα π.χ. τοποθετείται ο µικρός δωρικός ναός της Ποσειδωνίας, αφιερωµένος στην Ήρα από τα ανασκαµµένα θεµέλια του αποκαλύπτεται ότι είχε πρόναο µε τέσσερις κίονες, όχι όµως οπισθόδοµο. Είναι ευτύχηµα ότι µέρος της διακόσµησής του χρησιµοποιήθηκε σε άλλα κτίρια και έτσι έφθασε µέχρι τις ηµέρες µας. Εκτός από τα τρίγλυφα και τις µετόπες ήρθαν στο φως δωρικά κιονόκρανα και δύο ακόµη επίκρανα παραστάδων. Εντυπωσιακό είναι ακόµη το παράδειγµα του ναού προς τιµήν του Απόλλωνα στην Κόρινθο. Χρονολογείται γύρω στο 540 π.χ., έχει πρόναο και οπισθόδοµο µε έξι κίονες στις στενές και δεκαπέντε στις µακρές πλευρές του. Διασώζονται επτά µονόλιθοι κίονες µε είκοσι ραβδώσεις ο καθένας. Ασυνήθιστα χαρακτηριστικά του ναού ήταν ο εγκάρσιος τοίχος που διαιρούσε τον σηκό σε δύο µέρη. Στην ίδια περίοδο τοποθετείται η επανοικοδόµηση του αρχαίου ναού της Αθηνάς από τον Πεισίστρατο και τα παιδιά του. Στα µέσα του 6ου αιώνα π.χ. ανήκει ο λεγόµενος ναός του Σελινούντα, όπως και ο ναός της Κορίνθου. Έχει έξι κίονες στα άκρα αλλά δυσανάλογο µήκος µε δεκαεπτά πλευρικούς κίονες. Ο ναός του Διός στην Κυρήνη, χτισµένος από ασβεστόλιθο, χρονολογείται επίσης γύρω στο 540 π.χ. Στην Ανατολή, τρεις αρχαϊκοί ναοί ιωνικού ρυθµού στην Έφεσο, στη Σάµο και στα Δίδυµα, φέρουν σαφείς επιδράσεις από την Αίγυπτο και τη Μεσοποταµία. Ο ναός της Εφέσου άρχισε να οικοδοµείται γύρω στο 550 π.χ., όπως προκύπτει από επιγραφή σύµφωνα µε την οποία ο Κύρος, ο βασιλιάς της Λυδίας, δώρισε µερικούς από τους κίονες. Στο τέλος του 6ου αιώνα π.χ. ανήκει ο δωρικός ναός του Απόλλωνα στους Δελφούς που χτίστηκε έπειτα από πυρκαγιά µε τη συνδροµή όλου του ελληνικού κόσµου. Την κατασκευή, κατά τον Ηρόδοτο, ανέλαβαν οι Αλκµαιωνίδες, η ευγενής αθηναϊκή οικο- Κατάλοιπα του ναού του Δία στην Κυρήνη Πήλινες µετόπες από το ναό του Απόλλωνα στο Θέρµο Αιτωλίας

γένεια που εξορίστηκε από τον Πεισίστρατο. Οι Αλκµαιωνίδες καθ υπέρβαση της συµφωνίας, έχτισαν τον ναό όχι µε ασβεστόλιθο αλλά µε µάρµαρο παριανό στην πρόσοψη. Ο ναός καταστράφηκε από σεισµό και ανοικοδοµήθηκε πάλι τον 4ο αιώνα π.χ. Πρόκειται για δίπτερο ναό µε 21 κίονες στις µακρές πλευρές και 9 στις στενές. Τα Το Ηραίον της Ολυµπίας Ο ναός της Ήρας στην Ολυµπία είχε οικοδοµηθεί στις νότιες υπώρειες του λόφου του Κρονίου. Ένας υψηλός αναληµµατικός τοίχος, κατά µήκος της βόρειας πλευράς τον προστάτευε από τις κατολισθήσεις του βουνού. Ήταν δωρικός περίπτερος ναός, µε ασυνήθιστα µεγάλο µήκος. Τις διαστάσεις του αποκάλυψαν οι ανασκαφές. Το µήκος του κρηπιδώµατος ανερχόταν σε 50 µ. και το πλάτος σε 18,75 µ. Στο πτερό υπάρχουν 40 κίονες (16 x 6), αντί των κανονικών 34 (13 x 6) που έχει ο ναός του Δία και κάθε εξάστυλος ναός. Το Ηραίο διαθέτει πρόναο και οπισθόδοµο, µε δύο κίονες ανάµεσα σε παραστάδες. Ο πρόναος επικοινωνεί µε δίφυλλη πόρτα µε τον κυρίως ναό, ο οποίος στη σωζό- µενη µορφή του ήταν χωρισµένος σε τρία κλίτη µε δύο σειρές από οκτώ κίονες. Πίσω από τον δεύτερο, τέταρτο, έκτο και όγδοο κίονα, µικροί εγκάρσιοι, προς τους τοίχους του σηκού, τοίχοι σχηµάτιζαν κόγχες, στις οποίες ήταν τοποθετηµένα τα αναθήµατα των πιστών. Στη δεύτερη κόγχη, ανάµεσα στον δεύτερο και τρίτο κίονα, βρισκόταν το άγαλµα του Ερµή µε τον Διόνυσο, έργο του Πραξιτέλη. Στο βάθος του σηκού ήταν τοποθετηµένα τα λατρευτικά αγάλµατα του Δία και της Ήρας. Επειδή τα λίθινα µέλη του θριγκού δεν βρέθηκαν, θεωρείται βέβαιο ότι αυτός παρέ- µεινε έως το τέλος ξύλινος µε πήλινες επενδύσεις, στολισµένες µε γραπτή διακόσµηση. Οι αρχικοί ξύλινοι κίονες του ναού, φθειρόµενοι, έδιναν τη θέση τους, κατά την αντικατάστασή τους, σε λίθινους. Ο Παυσανίας ο περιηγητής σηµειώνει ότι στις µέρες του διασωζόταν ξύλινος ένας από τους δύο κίονες του οπισθόδοµου. Έτσι από τους κίονες του ναού της Ήρας είναι δυνατή η παρακολούθηση της εξέλιξης του δωρικού κίονα γενικά. Οι κάτω διάµετροι των κιόνων, για παράδειγµα, ποικίλουν από 1 µ. έως 1,23 µ. και οι ραβδώσεις από 16 έως 20. Αρχιτεκτονικά κατάλοιπα από το ναό της Ήρας στην Ολυµπία, Ο ναός του Απόλλωνα στην Κόρινθο χτίστηκε περίπου το

κατώτερα τµήµατα µερικών κιόνων κοσµούνται µε ανάγλυφες παραστάσεις, χαρακτηριστικό στοιχείο από αιγυπτιακά και µεσοποταµιακά πρότυπα. Δίπτερος είναι και ο ναός της Σάµου, έργο του Ροίκου και του Θεοδώρου. Ο ναός κάηκε το 530 π.χ. και η ανέγερση του µεγαλύτερου που θεµελιώθηκε από τον Πολυκράτη συνεχίστηκε επί πολλούς αιώνες. Από τον ναό των Διδύµων κοντά στη Μίλητο σώζονται µόνο λίγα τµήµατα, ενώ αρχιτεκτονικά λείψανα απέµειναν από τον ναό του Απόλλωνα στη Ναύκρατη της Αιγύπτου. Τέλος, τρεις δωρικοί ναοί διασώζονται στην Ποσειδωνία. Από αυτούς ο ένας, ο λεγόµενος «βασιλική», αφιερωµένος στην Ήρα, φέρει σαφείς ιωνικές επιδράσεις στα κιονόκρανα και χρονολογείται γύρω στο 590 π.χ. Ο δεύτερος κατά είκοσι ή τριάντα χρόνια νεότερος διακρίνεται για την περίτεχνη διακόσµησή του και είχε πρόναο µε ιωνικούς κίονες, µερικοί από τους οποίους σώζονται. Ο τρίτος είναι ακόµη νεότερος και χρονολογείται γύρω στο 460 π.χ. Ο ναός της Ήρας στην Ποσειδωνία του 590 π.χ. χαρακτηρι- ΓΛΥΠΤΙΚΗ Αν και µετά την παρέλευση 2.000 χρόνων, το µεγαλύτερο µέρος των ελληνικών γλυπτών έχει χαθεί οριστικά, ωστόσο αυτά που έχουν διασωθεί είναι αρκετά ώστε να αποκαταστήσουν µια αδροµερή ιστορία της ελληνικής γλυπτικής. Μεγάλη σηµασία για την αποκατάσταση αυτή έχει και η αθρόα παραγωγή αντιγράφων κατά τη Ρωµαϊκή περίοδο. Πολλές επιπλέον µαρτυρίες αντλούνται από τους αρχαίους συγγραφείς, ιδιαίτερα από τον Πλίνιο τον Πρεσβύτερο (23-79 µ.χ.), ο οποίος στο έργο του Φυσική Ιστορία συµπεριέλαβε κατάλογο Ελλήνων γλυπτών και ζωγράφων πληροφορίες παρέχει και ο περιηγητής Παυσανίας που έγραψε την Ελλάδος Περιήγησιν κατά τον 2ο αιώνα µ.χ. Συµπληρωµατικά στοιχεία προέρχονται και από τις επιγραφές που εντοπίστηκαν σε ναούς και στις βάσεις των αγαλµάτων ή των αναγλύφων. Πρέπει πάντως από την αρχή να επισηµανθεί ότι τα ελληνικά γλυπτά εξυπηρετούν, κατά κανόνα, θρησκευτικούς σκοπούς. Χρησιµοποιούνται στη διακόσµηση ναών αετώµατα, ζωφόρους, ακρωτήρια και απεικονίζουν λατρευτικά αγάλµατα που τοποθετούνται είτε στον σηκό είτε σε αναθηµατικά µνηµεία. Σπουδαία είναι επίσης τα αναµνηστικά γλυπτά, αγάλµατα ή συµπλέγµατα, όπως και τα προοριζόµενα για ταφική χρήση. Το θέµα τους συνήθως αντλείται από µυθικές ιστορίες ή από περιστατικά της Η Αθηνά λεπτοµέρεια από σκηνή Γιγαντοµαχίας που

καθηµερινής ζωής. Το κύριο υλικό κατασκευής των γλυπτών είναι ο λίθος, ο ασβεστόλιθος, ο χαλκός, ο πηλός και το ξύλο. Αργότερα εφαρµόστηκε ο συνδυασµός χρυσού και ελεφαντοστού και καµιά φορά σιδήρου. Η παραγωγή των γλυπτών κατά την πρώιµη περίοδο στηριζόταν στην τεχνική της χάραξης. Τα καθιερωµένα εργαλεία ήταν το απλό ή ακιδωτό βελόνι (καλέµι), το τρυπάνι, η αρίδα, το κοπίδι και οι διάφορες τύπου γλυφίδες. Όλα χρησιµοποιούνταν µαζί µε την ξύλινη σφύρα, ενώ το τρυπάνι ή τέρατρον φαίνεται ότι χρησιµοποιήθηκε για πρώτη φορά κατά τον 5ο αιώνα π.χ. Τεράστια προβλήµατα παρουσίαζε η µεταφορά των βαρέων ογκόλιθων. Γι αυτό κατασκευάζονταν ή µερικώς επεξεργάζονταν στα λατοµεία εξόρυξης του υλικού. Όλα τα λίθινα γλυπτά ζωγραφίζονταν είτε µερικώς είτε καθ ολοκληρίαν, όπως αποδεικνύεται από τα ίχνη χρώµατος που έχουν αποµείνει. Επιπλέον, µία άλλη µέθοδος που εφαρ- µοζόταν ήταν η προσθήκη τµηµάτων ή εξαρτηµάτων από διαφορετικό υλικό (γυαλί, ενώτια, περιδέραια, ξίφη, ηνία κλπ.). Ο χαλκός ήταν το κατεξοχήν προτιµώµενο υλικό για την κατασκευή αγαλµάτων. Τα πιο παλιά χάλκινα γλυπτά ήταν σφυρήλατα ελασµάτων χαλκού που στερεώνονταν σε ξύλινο πρότυπο. Αργότερα εισήχθη η χύση του µετάλλου, κατάλληλη κυρίως για έργα µικροµεταλλικής. Η χύση του µετάλλου, µέθοδος που εισήχθη από την Αίγυπτο, γενικεύτηκε από τον 6ο αιώνα π.χ. Τα ελληνικά χάλκινα γλυπτά δεν βάφονταν, αλλά αφήνονταν στο φυσικό τους χρυσοκίτρινο χρώµα. Πήλινα αγάλµατα και µεγάλα ανάγλυφα έχουν εντοπιστεί σε σηµαντικούς αριθµούς στην Κύπρο, στην Ετρουρία, στη Σικελία και στη Νότια Ιταλία, περιοχές όπου σπανίζει το µάρµαρο. Η ιδιαίτερη σηµασία της ελληνικής πλαστικής εκδηλώνεται στον µνηµειώδη της ρυθµό, του οποίου χαρακτηριστικό είναι το επιβλητικό µέγεθος και η µνηµειώδης εµφάνιση του περίοπτου αγάλµατος. Έτσι η περίοπτη πλαστική χωρίζεται από την επίπεδη τέχνη, την τέχνη δηλαδή του ανάγλυφου και την τέχνη των µικρών αγαλµάτων και ειδωλίων. Και ενώ το ανάγλυφο απεικονίζει µια συνολικότερη παράσταση του κόσµου, η ελεύθερη περίοπτη πλαστική αποτελεί κατεξοχήν έκφραση της εικόνας του ανθρώπου στην πραγµατική της διάσταση, όπως είναι γνωστή από την ιστορία της αρχαίας Ελλάδας. Η ανθρώπινη αυτή µορφή, σε αναζήτηση ενός µυθικού παρελθόντος, συνδέει την Χάλκινο σφυρήλατο έλασµα από την επένδυση ξύλινου ποδιού

πλαστική µε θεούς, τεχνίτες-δαίµονες και τέλος ανθρώπους-δηµιουργούς. Στη µυθική σκέψη η αφετηρία της πλαστικής εντοπίζεται στην Αθηνά και στον Ήφαιστο, µεταπίπτει στους Κύκλωπες, στους Τελχίνες και στους Δακτύλους και καταλήγει στον άνθρωπο. Ο πρώτος ευρέτης της πλαστικής, ανεξάρτητα από τη θεία προέλευσή της, ήταν για τους αρχαίους ο Δαίδαλος, ένα πρόσωπο που κινείται ανάµεσα στον µύθο και στην ιστορία. Κατά την παράδοση, ο Δαίδαλος ήταν ο πρώτος που έπλασε αγάλµατα µε «διαβεβηκότα τά σκέλη» και «διατεταµένας τάς χεῖρας», ο πρώτος δηλαδή που δηµιούργησε µνηµειώδη αγάλµατα. Τα πρώτα λίθινα αγάλµατα φυσικού µεγέθους τοποθετούνται περίπου στα µέσα του 7ου αιώνα π.χ. Πριν από την εποχή αυτή τα λατρευτικά οµοιώµατα ήταν µικρά στο µέγεθος και προφανώς ξύλινα. Τα αρχαιότερα γνωστά αγάλµατα της Ελλάδας πιστοποιούν ότι η έµπνευση των καλλιτεχνών ανήκει στην Ανατολία, δεδοµένου ότι στις στάσεις και στους τύπους των µορφών είναι έκδηλα τα δάνεια από την Αίγυπτο και τη Μεσοποταµία. Υιοθέτησαν µάλιστα οι Έλληνες γλύπτες ορισµένους τύπους αγαλµάτων οι οποίοι διαρκώς και συνεχώς επαναλαµβάνονταν. Κύριοι τέτοιοι τύποι ήταν ο ιστά- µενος νέος, ο κούρος, και η ιστάµενη γυναικεία µορφή, η κόρη. Ο κούρος ήταν γυµνό ανδρικό άγαλµα µε σαφώς καθορισµένα χαρακτηριστικά. Στέκεται κατ ενώπιον µε προβεβληµένο το αριστερό πόδι και τους βραχίονες κοντά στα πλευρά και προσκολληµένους στους µηρούς µε κλειστές πάντοτε τις παλάµες. Η γυµνότητα διακόπτεται ενίοτε µε µία ανάγλυφη ζώνη που κλείνει µε πόρπη, µπροστά στη µέση. Η προβολή του αριστερού σκέλους, που σηµαίνει κίνηση από τα αριστερά προς τα δεξιά, αποτελεί για τον θεατή σηµείο εύνοιας. Κούροι µε προβολή του δεξιού σκέλους είναι πολύ σπάνιοι και προϋποθέτουν την ύπαρξη ενός αντιθετικά και µε αντίστροφη κίνηση τοποθετηµένου αγάλµατος, όπως συµβαίνει στα συµπλέγµατα. Η προβολή του αριστερού σκέλους επιφέρει µια ανεπαίσθητη στροφή στον άνω κορµό του αγάλµατος, η οποία ανατρέπει την απόλυτη µετωπικότητα (λανθάνουσα κίνηση). Αντίθεση στη γυµνότητα του σώµατος αποτελεί η πλούσια κόµµωση που χωρίζεται σε βοστρύχους. Οι βόστρυχοι διαιρούνται σε συνεχείς επάλληλους ψήφους που πέφτουν στα νώτα του σώµατος και µπροστά στο στήθος. Ταινία περιτρέχει την κόµη και δένεται πίσω σε κόµπο (ηράκλειον άµµα). Είναι γεγονός ότι στην κόµη ο τεχνίτης αποδίδει µια ιδιαίτερη προσπάθεια διακόσµησης. Ο Κούρος του Σουνίου, 600 π.χ. (Εθνικό Αρχαιολογικό Μου- Ο κούρος της Κέας 520-530 π.χ (Εθνικό Αρχαιολογικό Μου-

Οργανωµένα κατ αυτόν τον τρόπο τα µέλη του αγάλµατος εξασφαλίζουν την ευστάθεια και αποκαλύπτουν τη «στερεοµετρική» του δοµή. Η αρχική όµως «παρατακτική» κατασκευή εξελίσσεται στο β τέταρτο του 6ου αιώνα π.χ. σε «οργανική». Η ακρίβεια δηλαδή της διάκρισης κάθε µέλους υποχωρεί µπροστά στην προσπάθεια διαµόρφωσης µιας ενιαίας συνολικής εµφάνισης, όπως συµβαίνει στους ζώντες οργανισµούς. Ο προορισµός των κούρων ήταν να τοποθετούνται είτε ως αναθήµατα σε ιερά θεών είτε πάνω σε τάφους. Και στις δύο περιπτώσεις, δεν προκύπτει από τις αναθηµατικές επιγραφές ότι πρόκειται περί συγκεκριµένου θεού ή θεού γενικά, ή περί του νεκρού ή και του αναθέτη. Σαφώς, φαίνεται ότι είναι αγάλµατα προσφοράς προς αγαλλίαση του θείου. Την ανωνυµία των κούρων ενισχύει το γεγονός ότι παρίστανται αδρανείς και όχι ακίνητοι, απαλλαγµένοι από κάθε ανθρώπινη δραστηριότητα και παραδοµένοι στη θεϊκή τους µακαριότητα. Όσον αφορά στην προέλευση, θα πρέπει για ακόµη µία φορά να τονιστεί ότι ο κούρος, παρά τη σχέση του µε πρότυπα της Ανατολής, εξελίσσεται σε τύπο αγάλµατος καθαρά ελληνικό. Η σχέση του µε την ανατολική τέχνη είναι εντελώς εξωτερική και οι διαπιστωµένες οµοιότητες οφείλονται στο ότι η ελληνική τέχνη, κατά τον 7ο και 6ο αιώνα π.χ. διανύει το αρχαϊκό στάδιο, στάδιο που γνώρισε µόνο η τέχνη της Ανατολής. Αντίθετα, οι Έλληνες δηµιουργοί προσπέρασαν τις ατέρµονες επαναλήψεις και τις συµβατικότητες της πλαστικής µορφής και αναζήτησαν την αληθινή φύση του παριστανοµένου όντος. Σε διάστηµα δύο αιώνων ανέτρεψαν τα τυποποιηµένα σχήµατα και κατόρθωσαν να αναπαραστήσουν τον πολύπλοκο µηχανισµό του ανθρώπινου σώµατος. Γι αυτό και στο στάδιο της αρχαϊκής τέχνης οι Έλληνες συνεχώς αποµακρύνονται από τα ανατολικά πρότυπα. Ήδη στους παλαιότερους κούρους υπάρχει µια εσωτερική δύναµη, µια δύναµη ζωής που αποκαλύπτεται στην «κίνηση» των έργων της περιόδου. Ο άλλος κύριος τύπος της αρχαϊκής πλαστικής είναι η κόρη, ο τύπος δηλαδή της ενδεδυµένης και κατ ενώπιον ισταµένης γυναικείας µορφής. Η διαφορά της µε τους κούρους είναι ότι η αρχαϊκή κόρη εµφανίζεται πάντοτε µε µακρύ χιτώνα, χωρίς προβολή του σκέλους, τουλάχιστον µέχρι τα µέσα του 6ου αιώνα π.χ., και χωρίς απόλυτη αδράνεια στα χέρια. Η µνηµειώδης µορφή και στις κόρες εµφανίζεται µε την επί του λίθου δηµιουργία της µεγάλης πλαστικής. Αξιοσηµείωτο είναι ότι, ενώ κατά τη Γεω- µετρική περίοδο εντοπίστηκε µεγάλος αριθµός γυναικείων γυµνών ειδωλίων, η µεγάλη Κόρη της Ακροπόλεως η λεγό- µενη «Χιώτισσα» γύρω στο 510

πλαστική αγνοεί τις γυµνές γυναικείες µορφές. Είναι προφανές ότι η µικροπλαστική και η µεγάλη πλαστική ακολουθούν διαφορετικές παραδόσεις. Στο γενικό σχήµα της κόρης υπόκειται ως βάση το παραλληλεπίπεδο σχήµα, του οποίου την ύπαρξη προδίδει το βάθρο του αγάλµατος. Παράλληλα προς τους δύο βασικούς τύπους διαµορφώνονται και οι άλλοι τύποι γλυπτικής απεικόνισης. Προσφιλής για τους Έλληνες γλύπτες είναι και ο τύπος της καθή- µενης µορφής, γυναικείας ή ανδρικής, η καταγωγή του οποίου ανάγεται σε αιγυπτιακά πρότυπα. Η µορφή είναι καθισµένη σε αυστηρά µετωπική στάση, µε τα πόδια ενωµένα και τους βραχίονες επί των γονάτων. Το σώµα περιβάλλεται από απτύχωτο ένδυµα µε καµπύλο το κάτω µέρος, όπως συµβαίνει στην ασσυριακή πλαστική. Η βηµατίζουσα µορφή έλκει την προέλευση επίσης από αιγυπτιακά πρότυπα. Παριστάνεται, όπως και ο ιστάµενος τύπος, µε διεστώτα τα σκέλη, το αριστερό πόδι εµπρός και το ανώτερο µέρος του σώµατος πλασµένο έτσι ώστε να κλίνει προς την πλευρά του θεατή. Η γρήγορη όµως κίνηση αποκαλύπτει συµβατική κατασκευή. Η µορφή είναι γονυκλινής, µε το ένα γόνατο κοντά στο έδαφος, ενώ το άλλο κάµπτεται ελαφρά, και οι ώµοι τείνουν προς τα εµπρός. Ο καλλιτέχνης υιοθετεί έτσι το ανατολικό σχήµα, κατά το οποίο το άνω µέρος του σώµατος είναι κατ ενώπιον, ενώ τα πόδια απεικονίζονται από τα πλάγια µε συστροφή της µέσης. Σε σχέση µε τα περίοπτα αγάλµατα, τα ανάγλυφα κατέχουν ασφαλώς δευτερεύουσα θέση. Οι αναγλυφικές παραστάσεις στόλιζαν τα αετώµατα, τις ζωφόρους, τους βωµούς, τις στήλες των νεκρών ή ήταν αυτοτελή και αφιερώνονταν στα ιερά των θεών. Οι µορφές του αναγλύφου άλλοτε εξείχαν λίγο από την επιφάνεια πάνω στην οποία είχαν φιλοτεχνηθεί πρόστυπα ανάγλυφα και άλλοτε περισσότερο έκτυπα ανάγλυφα. Τα ανάγλυφα συγγενεύουν ως προς τη σύνθεση και τη στάση των µορφών περισσότερο προς τις ζωγραφικές παραστάσεις παρά προς τα περίοπτα αγάλµατα και εποµένως ακολουθούν τους ίδιους κανόνες µε αυτούς της αρχαίας ζωγραφικής. Τα πρόσωπα απεικονίζονται, κατά κανόνα, από την πλάγια όψη, αλλά ο οφθαλµός είναι ορατός ολόκληρος. Άλλοτε πάλι αποδίδεται το στήθος ολόκληρο, αλλά παρουσιάζονται από την πλάγια όψη. Έτσι προκύπτει ένας παράδοξος και φυσικώς αδύνατος συµφυρµός που µπορεί να εξηγηθεί από το ότι τα πράγµατα δεν παρίστανται προοπτικά, όπως δηλαδή τα βλέπει το µάτι, ανάλογα µε την οπτική γωνία, αλλά όπως είναι στην πραγµατικό- Ο Τρισώµατος δαίµων από τον διάκοσµο του αετώµατος του Χάλκινη προτοµή δαιµονικής µορφής. Έχει κατασκευαστεί

τητα. Ο καλλιτέχνης δηλαδή απεικονίζει κάθε φορά την όψη εκείνη που αποτυπώνει την ιδέα του και παραβλέπει τις προοπτικές παραµορφώσεις. Βέβαια αποκαλύπτονται, κάποιες φορές, και προσπάθειες προοπτικής αλλά οι εξαιρέσεις είναι σπάνιες. Πρέπει επίσης να επισηµανθεί ότι το ανάγλυφο απεικονίζει συχνά περισσότερες µορφές που βρίσκονται σε σχέση µεταξύ τους, ενώ η σχέση αυτή αίρεται ή χαλαρώνει στις κατ ενώπιον µορφές. Το αποτέλεσµα που προκύπτει από µια τέτοια τεχνοτροπική αντίληψη είναι ότι κάθε µέρος του αναγλύφου είναι σύµφωνο µε τη φύση του, το όλο όµως αφίσταται από αυτή. Πρέπει ακόµη να αναφερθεί ότι το ανάγλυφο δεν δηλώνει τον χώρο ή τον δηλώνει ανεπαρκώς και αυτό, γιατί η αρχαϊκή τέχνη επικεντρώνει το ενδιαφέρον της στον άνθρωπο και στις πράξεις του ή στις πράξεις των θεών και των ηρώων και παραµελεί όλα τα άλλα. Παρά τις αδυναµίες αυτές, µπορεί όµως το ανάγλυφο να αποδώσει σύνθετες µορφές ζωής µε µεγάλη ποικιλία. Στο πλαίσιο της ελληνικής πλαστικής, κατά τους Αρχαϊκούς χρόνους, περιλαµβάνονται και τα ειδώλια και τα µικρά ανάγλυφα. Λόγω της φύσης τους απέχουν ασφαλώς από τα δηµιουργήµατα της µεγάλης πλαστικής και διατηρούν την ιδιαιτερότητά τους, καταρχήν ως τµήµατα συνήθως, ενός περίπλοκου συνόλου. Άλλωστε η χρήση τους ήταν διαφορετική από αυτή της µεγάλης πλαστικής και η επαφή µε τον άνθρωπο περισσότερο στενή και οικεία. Υπάρχει µια ποικιλία υλικών µε τα οποία αυτά κατασκευάζονται. Εκτός από τον λίθο (µάρµαρο, ασβεστόλιθο, αλάβαστρο) και από το µέταλλο (χρυσός, άργυρος, χαλκός, σίδηρος) ευρεία ήταν η χρήση του πηλού, του ξύλου, του κηρού, του ήλεκτρου, του ελεφαντόδοντου. Τα περισσότερα από τα σωζόµενα δηµιουργή- µατα της Αρχαϊκής εποχής είχαν διακοσµητικό ή αναθηµατικό χαρακτήρα. Ήδη από τη Γεωµετρική εποχή έχουν διαµορφωθεί οι διάφοροι τύποι αγαλµατιδίων των οποίων η παραγωγή συνεχίζεται και µετά τον 7ο αιώνα π.χ. Σύµφωνα µε την τεχνοτροπική αντίληψη που έχει επικρατήσει, ο καλλιτέχνης δίνει ελάχιστη προσοχή στις ανατοµικές λεπτοµέρειες και επικεντρώνει το ενδιαφέρον του στο γενικό περίγραµµα. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον, στον χώρο της πλαστικής κατά τους Αρχαϊκούς χρόνους, παρουσιάζει και η διακοσµητική µεταλλοτεχνία. Οι τεχνικές που χρησιµοποιούνται είναι η έκκρουστη, η σφυρηλάτηση πάνω σε εκµαγείο, η εκτύπωση µε µήτρα και χύση. Ως κύριο όργανο χρησιµοποιείται το χάρασσον εργαλείο που επιτρέπει την απόδοση Χάλκινη µορφή γρύπα από τη διακόσµηση λέβητα, τα µάτια «Κλέοβις και Βίτων», 590 π.χ (Αρχαιολογικό Μουσείο, Δελ-

λεπτοµερειών, ενώ η εµπαιστική τεχνική µε υλικά έγχρωµους λίθους, γυαλί, οστά, κασσίτερο, χρυσό κ.α. διαµόρφωνε σε αρκετά καλλιτεχνήµατα µια πλούσια πολυχρω- µατική επιφάνεια. Τα περισσότερα δείγµατα της πρώιµης µεταλλοτεχνίας προέρχονται από τα διάφορα ιερά του ελληνικού χώρου. Το πίσω µέρος θώρακος από την Ολυµπία, ο οποίος ανάγεται στα µέσα του 7ου αιώνα, φέρει εγχάρακτη διακόσµηση ζώων και τεράτων. Το ίδιο πνεύµα διακοσµητικής, σαφώς επηρεασµένο από την Ανατολή, εκφράζουν και σφυρήλατες και χυτές κεφαλές γλυπτών από την Ολυµπία και αλλού. Αξιοµνηµόνευτη είναι φιάλη από την Ολυµπία που βρίσκεται στη Βοστόνη και φέρει την επιγραφή «Κυψελῖδαι ἀνέθεν ἐξ Ηρακλείου». Αξιόλογος επίσης αριθµός αρχαϊκών χάλκινων αγγείων που ανήκει στον 6ο αιώνα π.χ. προέρχεται από τη Νότια Ιταλία, ενώ το θεαµατικότερο απ όλα, που διασώζεται µέχρι σήµερα, είναι ο ελικοειδής κρατήρας που βρέθηκε στο Vix της Γαλλίας το 1993. Στην ίδια εποχή επίσης ανήκουν δίσκοι χαλκού και σπανίως αργύρου που βρέθηκαν στην Ελλάδα και στην Αίγυπτο και χρησιµοποιούσαν οι κυρίες της Αρχαϊκής εποχής ως κάτοπτρα. Πλούσια είναι και η παραγωγή ειδωλίων κατά τον 7ο αιώνα π.χ. Προέρχονται κυρίως από τη Βοιωτία, αλλά υπάρχουν και αξιόλογα παραδείγµατα από την Αττική. Πήλινα ειδώλια προστίθενται ενίοτε και σε αγγεία, όπως σε µια πρωτοαττική οινοχόη του 650-630 π.χ. από τον Κεραµεικό. Πλήθος πήλινων πλακών προέρχεται από την Κρήτη µε ανάγλυφες µορφές πολεµιστών και γυναικείων θεοτήτων. Ενδιαφέροντα είναι και τα προσωπεία από την Τίρυνθα που ανάγονται στον 7ο αιώνα π.χ. Είναι γεγονός ότι κατά τον 7ο αιώνα π.χ. στην κατασκευή των πήλινων ειδωλίων κυριαρχεί ο δαιδαλικός τύπος µε επίπεδο πρόσωπο, χαµηλό κρανίο και οριζόντια κόµη. Εντοπίζονται κυρίως στην Κρήτη, στην Κόρινθο, στη Λακωνία, στο Άργος, στη Βοιωτία, στη Ρόδο. Κατά το β µισό του 6ου αιώνα π.χ. οι παριστανόµενες µορφές γίνονται χαριέστερες και ζωηρότερες. Είναι κυρίως γυναικείες σε συγκρατηµένες στάσεις, µε τυποποιηµένα ενδύµατα, που κρατούν στα χέρια πτηνά ή ζώα. Ο κύκλος µιας γενικής θεώρησης της πλαστικής κατά τους αρχαϊκούς χρόνους δεν µπορεί παρά να κλείσει µε τα νοµίσµατα. Η εκτύπωση αρχικά στη µία όψη και έπειτα και στις δύο, περίπου το 500 π.χ., ενός ιδιαίτερου σήµατος φαίνεται ότι εισήχθηκε από τις ιωνικές πόλεις. Η τεχνική µέθοδος απαιτούσε µεγάλη επιδεξιότητα. Τα κύρια υλικά Η Γοργώ από το ναό της Αρτέ- µιδος στην Κέρκυρα, 580 π.χ. Ο «Μοσχοφόρος» 570 π.χ (Μουσείο Ακροπόλεως, Αθήνα)

των νοµισµάτων ήταν ήλεκτρο, χρυσός, άργυρος και χαλκός. Αξιοµνηµόνευτα είναι τα νοµίσµατα µε κεφαλή λέοντος από ήλεκτρο, που προέρχονται από τη Μικρά Ασία και ανάγονται στο 650 π.χ., οι στατήρες που εισήχθηκαν από τον Κροίσο γύρω στα µέσα του 6ου αιώνα π.χ. και το πλήθος των αττικών νοµισµάτων, κατά την εποχή του Πεισίστρατου, µε κεφαλή της Αθηνάς και γλαύκα ως σήµα. Πολλά είναι τα παραδείγµατα της µεγάλης πλαστικής από τον ευρύτερο ελληνικό χώρο. Προέρχονται από δωρικά και ιωνικά εργαστήρια, αν και είναι δύσκολο να καθοριστεί ποια ελληνική χώρα συνετέλεσε περισσότερο στην ανάπτυξη της µνηµειώδους πλαστικής. Πάντως, λείψανα αυτής απαντούν από το ένα άκρο του ελληνισµού µέχρι το άλλο. Κούροι της Πρώιµης Αρχαϊκής περιόδου (690-580 π.χ.) έχουν βρεθεί στην Αττική, στην Πελοπόννησο, στη Βοιωτία και στα νησιά. Δύο από τους πρωιµότερους, δυστυχώς σε ακρωτηριασµένη κατάσταση, προέρχονται από τη Δήλο, ενώ η Αττική παρήγαγε εντυπωσιακές σειρές από τα τέλη του 7ου αιώνα π.χ. Αποτελούνται από µέρη τεσσάρων µορφών που προέρχονται από το Σούνιο, κεφαλή ακόµη και χέρι από το Δίπυλο και τεµάχια από την αρχαία αγορά. Από τους Δελφούς προέρχεται το περίφηµο δίδυµο Κλέοβις και Βίτων, από τη Θάσο ο λεπτός Κριοφόρος και από τη Δήλο ο µέγας Κολοσσός που είχε πέσει στο έδαφος από τα χρόνια του Πλουτάρχου. Στη Βοιωτία ανήκει σύµπλεγµα δύο µορφών που επιγράφονται Κίττυλος και Δέρµυς. Την ίδια περίοδο τοποθετούνται και γυναικείες µορφές σε αυστηρά µετωπική στάση. Αξιόλογο είναι το µαρµάρινο άγαλµα από τη Δήλο, αφιέρωµα της Νικάνδρης, καθώς και γυναικεία µορφή που βρισκόταν στην Auxerre και τώρα στο Λούβρο. Την ίδια τεχνοτροπική αντίληψη εκφράζουν τα αγάλµατα που πλαισιώνουν την Ιερά Οδό στον ναό των Διδύµων. Επίσης, τα καθήµενα αγάλµατα από τον Πρινιά και τη Γόρτυνα, η κεφαλή της Ήρας από την Ολυµπία, οι λέοντες της Δήλου πλησίον της Ιεράς Λίµνης και τέλος οι Σφίγγες της εποχής. Τα αρχιτεκτονικά γλυπτά από τους πρώιµους ναούς ανήκουν στον ίδιο ρυθµό. Εντυπωσιακό παράδειγµα, η λέαινα επί του ταύρου, από σύµπλεγµα του αετώµατος της Ακρόπολης των Αθηνών, τα γλυπτά του αετώµατος του ναού της Άρτεµης στην Κέρκυρα, µε τη µεγαλειώδη Γοργώ στο κέντρο του. Ως παράδειγµα της Μέσης Αρχαϊκής περιόδου (580-535 π.χ.) αξίζει να αναφερθούν οι κούροι από τη Θήρα, την Τεγέα, τη Βολοµάνδρα, τη Μήλο και τη Ρόδο. Από την ίδια Ο «Κροίσος» ένα από τα πιο αντιπροσωπευτικά έργα της Η απαγωγή της Ευρώπης από το Δία, µετόπη από το ναό Υ του

εποχή αξιόλογη είναι η κόρη του Βερολίνου, η οποία κατά την πιθανότερη εκδοχή προέρχεται από την Αττική, η Ήρα του Χηραµύη από τη Σάµο καθώς και µέρος παρό- µοιας µορφής από την Ακρόπολη των Αθηνών. Ενδιαφέρουσα σειρά, της ίδιας εποχής, είναι η οµάδα των καθήµενων αγαλµάτων από τη Σάµο, όπως και αρκετά αγάλµατα από την ιερά οδό των Διδύµων. Περίφηµος είναι ο Μοσχοφόρος των Αθηνών και ο ιππέας του Rampin του οποίου η κεφαλή βρίσκεται στο Λούβρο και ό,τι αποµένει στο Μουσείο της Ακρόπολης. Η καµψίπους Νίκη από τη Δήλο ανήκει στα κλασικά παραδείγµατα τοῦ ἐπί γούνασιν δρόµου. Βρίσκεται στο µουσείο των Αθηνών και σύµφωνα µε επιγραφόµενη βάση είναι έργο του Μικκιάδου και του γιου του Αρχέρµου από τη Χίο. Στην ίδια εποχή ανήκουν και τα αττικά επιτύµβια µνηµεία που επιστέφονται από Σφίγγες. Στο αρχιτεκτονικά ανάγλυφα της περιόδου ανήκουν αετωµατικές οµάδες από την Ακρόπολη των Αθηνών µε πιο εντυπωσιακή αυτή του Τρικέφαλου Τρίτωνα. Επίσης, µετόπες από τον θησαυρό των Σικυωνίων στους Δελφούς και των Ναών Υ και C του Σελινούντος. Σηµαντικά αρχιτεκτονικά γλυπτά της Μέσης Αρχαϊκής περιόδου προέρχονται από τη Μικρά Ασία, ιδιαίτερα από την Έφεσο, την Άσσο, την Κύζικο και τη Λάρισα. Η Ύστερη Αρχαϊκή περίοδος παρασκευάζει βαθµιαία τη µετάβαση στους κλασικούς χρόνους. Οι µορφές καθίστανται πιο φυσιοκρατικές, οι στάσεις γίνονται λιγότερο άκα- µπτες, η ακαµψία διασπάται. Η ελαφρά στροφή της κεφαλής και του σώµατος σηµαίνει το τέλος της µετωπικότητας και της συµµετρικής κατασκευής που χαρακτήριζε την αρχαία τέχνη επί αιώνες. Είναι ευτύχηµα ότι διασώθηκε πλήθος παραδειγµάτων, ιδιαίτερα από την Αττική, γιατί µετά την καταστροφή της Ακρόπολης από τους Πέρσες και την επανοικοδόµησή της, πλήθος αρχαϊκών γλυπτών θάφτηκαν, περιµένοντας επί αιώνες την αρχαιολογική σκαπάνη. Τα καλύτερα αγάλµατα κούρων είναι τα εξής: άγαλµα από την Αττική, βρισκόµενο σήµερα στο Μόναχο, αγάλµατα από την Ανάβυσσο, την Κέα, τον Πειραιά, τη Βοιωτία, ο Αριστόδικος, ο Απόλλων Strangford στο Βρετανικό Μουσείο. Αρκετά είναι τα παραδείγµατα από τη Μικρά Ασία, τη Ρόδο, τη Σάµο, τη Νότια Ιταλία, τη Σικελία. Έξοχο είναι το χάλκινο άγαλµα που βρέθηκε στη θάλασσα του Piombino και φυλάσσεται στο Λούβρο, όπως και η λεγόµενη κεφαλή Rayet στην Κοπεγχάγη. Εκτός από τους κούρους, έξοχη είναι η σειρά των κορών από την Ακρόπολη των Αθη- Η τρέχουσα κόρη της Ελευσίνας, 490 π.χ.(αρχαιολογικό Η «Πεπλοφόρος» 530-500 π.χ. (Μουσείο Ακροπόλεως,

Οι γλύπτες Το µέγεθος της καλλιτεχνικής δηµιουργίας κατά την Αρχαϊκή περίοδο, αποκαλύπτεται από το πλήθος των γλυπτών, των οποίων τα ονόµατα και η δραστηριότητα έφθασε µέχρι τις µέρες µας. Από τους γλύπτες που εκπροσωπούσαν τη δωρική πλαστική, γνωστοί είναι από τους αρχαίους συγγραφείς οι Κρήτες, ο Χειρίσοφος, ο Δίποινος και ο Σκύλλις. Σύµφωνα µε µαρτυρία του Παυσανία, κατά την εποχή του, διασωζόταν στην Τεγέα επίχρυσο ξόανο του Απόλλωνα και λίθινος ανδριάντας του Χειρισόφου. Ο Δίποινης και ο Σκύλλις είχαν µαθητές τους Λακεδαιµονίους Θεοκλή, Μέδοντα και Δορουκλείδα, των οποίων τα αγάλµατα από ξύλο, χρυσό και ελεφαντοστό είδε ο Παυσανίας στην Ολυµπία. Από τη Σπάρτη καταγόταν ο Γιτιάδας που ήταν γλύπτης, µεταλλοτεχνίτης και αρχιτέκτονας. Αιγινήτης ήταν ο παλιός ξοανοποιός Σµίλις που εργάστηκε στην Ολυµπία και στη Σάµο. Το παλαιότερο µάλιστα ξόανο της Ήρας στη Σάµο, ήταν έργο του Σµίλη και αντικατέστησε την πανάρχαιη «άξοον σανίδα». Στη Σικυώνα εργάστηκε ο Κάναχος και ο αδελφός του Αριστοκλής, στην Αίγυπτο ο Κάλλων και στο Άργος ο Αγελάδας. Των τελευταίων όµως η καλλιτεχνική δραστηριότητα επεκτείνεται στον επόµενο αιώνα. Στο ιωνικό εργαστήριο ανήκουν οι Νάξιοι αγαλµατοποιοί. Ενός µάλιστα το όνοµα, του Ιφικρατίδου, διασώθηκε σε βάση αγάλµατος στη Δήλο. Πασίγνωστη όµως έγινε η Σάµος και ως πατρίδα των δύο ένδοξων καλλιτεχνών της Αρχαϊκής εποχής, του Ροίκου και του Θεοδώρου, που πρώτοι δίδαξαν τους Έλληνες να χύνουν κοίλα χαλκά αγάλµατα, ενώ ταυτόχρονα ήταν και διάσηµοι αρχιτέκτονες. Γνωστά ακόµη από επιγραφή είναι τα ονόµατα του Ευδήµου και του Τερψικλή, που φαίνεται ότι εργάστηκαν στα Δίδυµα της Μικράς Ασίας. Σύµφωνα µε τους αρχαίους συγγραφείς, στη Χίο άκµασε κατά τον 6ο αιώνα π.χ. µια ονοµαστή οικογένεια µαρµαρογλύφων. Ο πρώτος µνηµονευόµενος είναι ο Μικκιάδης, γιος αυτού ήταν ο Άρχερµος και αυτού ο Βούπολις και ο Άθηνις που τα αγάλµατά τους µνηµονεύονται σε πολλά µέρη της Ελλάδας. Αυτοί και πολλοί ίσως άλλοι, που η ιστορία φύλαξε ζηλότυπα κρυφό το όνοµά τους, άνοιξαν τον δρόµο προς την Κλασική εποχή. Η Νίκη του Αχέρµου αντιπροσωπευτικό παράδειγµα αγάλµα-

νών. Παρόµοιες κόρες βρέθηκαν στους Δελφούς, στη Δήλο, στην Κυρήνη, στη Μικρά Ασία. Η λεγόµενη Πεπλοφόρος αποτελεί διάδοχο της κόρης του Βερολίνου. Χαρακτηρίζεται από την ήρεµη στάση, το εκφραστικό πρόσωπο, την ποικιλία της διακόσµησης. Η πλειονότητα των αττικών κορών τοποθετείται κατά την περίοδο 530-500 π.χ. Αξιοµνηµόνευτα παραδείγµατα καθήµενου τύπου είναι το άγαλµα της Αθηνάς από την Ακρόπολη, το οποίο ο Παυσανίας αποδίδει στον γλύπτη Ένδοιο και παρόµοιο από τη Σάµο, αφιέρωµα του Αιάκεος, συγγενούς του Πολυκράτη. Σηµαντικό ανάγλυφο του 6ου αιώνα π.χ. είναι ο Κρανοφόρος δροµέας της Αθήνας. Ακολουθεί τον παλιό τρόπο κατασκευής, τοῦ ἐπί γούνασιν δρόµου, αλλά σαφώς διακρίνονται και στοιχεία προοπτικής. Παρόµοια στοιχεία εντοπίζονται στη Νίκη της Ακρόπολης και στην τρέχουσα κόρη της Ελευσίνας. Ενδιαφέρουσα είναι επίσης η παρατηρούµενη απλούστευση των επιτύµβιων στηλών σε σχέση µε την προηγούµενη περίοδο. Το πιο ενδιαφέρον ίσως παράδειγµα είναι η στήλη του Αριστίωνα στην Αθήνα, έργο του Αριστοκλέους, διακοσµηµένη µε ανάγλυφο πολε- µιστή. Την εξέλιξη από την προηγούµενη εποχή αποκαλύπτουν και τα αρχιτεκτονικά γλυπτά της εποχής, όπως οι µετόπες από τον θησαυρό των Σιφνίων στους Δελφούς, και τα αετωµατικά γλυπτά του ναού του Απόλλωνα. Από την Αθήνα προέρχονται οι υπερφυσικές µορφές του Δία και της Αθηνάς, στον αγώνα τους εναντίων των Γιγάντων. Χρονολογούνται γύρω στο 525-520 π.χ. Ζωγραφική Αγγειογραφία Σε αντίθεση µε τα ελληνικά γλυπτά ελάχιστα είναι τα δείγµατα της αρχαϊκής ζωγραφικής που έφθασαν έως τις µέρες µας, όπως άλλωστε και τα αντίστοιχα της Κλασικής περιόδου. Οι γνώσεις µας, λοιπόν, για τη ζωγραφική είναι αποσπασµατικές, αν και το κενό συµπληρώνεται µερικώς από την αγγειογραφία, η τεχνική της οποίας όµως είναι εντελώς διαφορετική από αυτή των τοιχογραφιών και των ζωγραφικών πινάκων. Είναι γεγονός ότι από την Αρχαϊκή περίοδο διασώθηκε ένας αριθµός ζωγραφικών διακοσµήσεων σε υπολείµµατα τοιχογραφιών, ξύλινων πλακών, επιτύµβιων στηλών και πήλινων µετοπών και πινάκων. Βοηθητικά στοιχεία για τη γνώση της αρχαϊκής ζωγρα- Υδρία του Αναλάτου. Αρχές 7ου αιώνα π.χ. (Εθνικό Αρχαιολο-

φικής αποτελούν ζωγραφικές παραστάσεις από ετρουσκικούς τάφους, από µεταγενέστερες τοιχογραφίες και µωσαϊκά της Ρώµης, της Ποµπηίας και της Σταβίας και, τέλος, από µαρτυρίες αρχαίων συγγραφέων. Ο Πλάτωνας και ο Αριστοτέλης παρέχουν σποραδικές πληροφορίες για τη ζωγραφική, ενώ ο Πλίνιος ο Πρεσβύτερος έχει παραδώσει στη Φυσική Ιστορία µια γενική επισκόπηση των Ελλήνων ζωγράφων. Ο Παυσανίας που περιηγήθηκε την Ελλάδα κατά τον 2ο αιώνα µ.χ. περιέγραψε αρκετές τοιχογραφίες σε δηµόσια κτίρια. Σηµαντικές, ορισµένες φορές, είναι και οι αναφορές του Λουκιανού για τις ελληνικές ζωγραφικές παραστάσεις. Από τις πληροφορίες και τις µαρτυρίες µπορεί να προκύψει αδροµερώς η πορεία και η εξέλιξη της ελληνικής ζωγραφικής, όπως και τα χαρακτηριστικά της, που εντοπίζονται και στα έργα της Αρχαϊκής εποχής. Καταρχάς, οι πρωιµότερες ελληνικές ζωγραφικές παραστάσεις είναι δύο διαστάσεων, όπως και οι αντίστοιχες αιγυπτιακές. Έπειτα η χρωµατική κλίµακα είναι περιορισµένη ερυθρό (µε ποικίλες αποχρώσεις), µαύρο, κυανό, πράσινο, λευκό, κίτρινο και αδιαφοροποίητη, χωρίς προσπάθεια απόδοσης µε το φως και τη σκιά. Επίσης δίνεται έµφαση στην ωραιότητα της γραµµής και στη ρυθ- µική σύνθεση. Βαθµιαία, όµως, οι αρχαϊκές ζωγραφικές παραστάσεις θα εξελιχθούν σε πιο φυσιοκρατικά σχήµατα. Ιδέα της ζωγραφικής του 7ου αιώνα π.χ. αποδίδουν οι πήλινες µετόπες από το Θέρµο της Αιτωλίας. Πήλινες πλάκες µε ζωγραφικές παραστάσεις πρόθεσης νεκρού εντοπίστηκαν στην Αττική και χρονολογούνται περίπου στα τέλη του 7ου και στις αρχές του 6ου αιώνα π.χ. Επίσης, στον 6ο αιώνα ανήκουν πήλινα πινακίδια από την Κόρινθο και ζωγραφικές επιτύµβιες στήλες από την Αττική, όπως και τέσσερις µικροί ξύλινοι πίνακες από τη Σικυώνα. Από τους αρχαϊκούς τάφους της Ετρουρίας, προέρχονται, τέλος, τοιχογραφίες και πήλινες πλάκες που τοποθετούνται χρονολογικά στον 7ο αιώνα π.χ. Η αγγειογραφία, κατά τα τέλη του 8ου και στις αρχές του 7ου αιώνα π.χ., σηµαδεύεται από τη στροφή στον ανατολίζοντα ρυθµό, που διαδέχεται τον αντίστοιχο γεωµετρικό. Ο ανατολίζων ρυθµός περιλαµβάνει διάφορες κατηγορίες αγγείων, όπως είναι τα πρωτοκορινθιακά, τα κορινθιακά, τα πρώιµα αττικά, τα µηλιακά και τα ροδιακά. Γενικά, η επιφάνεια των αγγείων αυτών διακοσµείται µε στοιχεία ανατολικά, το ανθέµιο, τον λωτό και παραστάσεις τεράτων και θηρίων, όπως οι Σφίγγες, οι πάνθηρες, τα λιοντά- Ξύλινος ζωγραφικό πίνακας από το σπήλαιο Πιτσά της Κοριν- Πρωτοαττικός αµφορέας διακοσµηµένος µε θέµατα εµπνευ-

ρια. Δεν παραλείπονται, όµως, και τα γεωµετρικά στολίδια, όπως οι µαίανδροι και τα διάφορα γεωµετρικά σχήµατα. Τα ζώα παριστάνονται σε ζώνες που περιτρέχουν τα αγγεία, ενώ τα άλλα γραµµικά και φυτικά κοσµήµατα απλώνονται µεταξύ των µορφών και καλύπτουν τα κενά. Οι ανθρώπινες µορφές σπανίζουν στην αρχή, αλλά µε την εισαγωγή µυθολογικών θεµάτων συνεχώς πολλαπλασιάζονται. Στα κοσµήµατα και στις µορφές κυριαρχεί το µαύρο χρώµα, κατόπιν το λευκό και στη συνέχεια το ερυθρό ή το πορφυρό. Τα χρώµατα αυτά δεν σκεπάζουν όλες τις µορφές, γιατί κυριαρχεί η περιγραφή του προσώπου και άλλων γυµνών µερών του σώµατος. Άλλοτε πάλι περιγράφονται απλώς τα γυναικεία σώµατα και βάφονται µαύρα τα ανδρικά, ώστε να διακρίνονται τα φύλα. Τα επιµέρους στοιχεία, η ενδυµασία και τα σώµατα δηλώνονται µε γραµµές που αφήνονται ακάλυπτα από το χρώµα ή χαράσσονται µε οξύ εργαλείο. Όσο πολλαπλασιάζονται τα µυθολογικά θέµατα µε την έντονη παρουσία των ανθρώπων, τόσο ατονούν και εγκαταλείπονται τα διακοσµητικά. Έτσι ο ανατολίζων ρυθµός µεταπίπτει από κοσµητικός σε διηγηµατικός, µε περιεχόµενο καθαρά ελληνικό. Η νέα αυτή τεχνοτροπική τάση που συµπληρώνεται γύρω στα µέσα του 6ου αιώνα π.χ. αποτελεί τον µελανόµορφο ρυθµό. Το αγγείο έχει τώρα επιφάνεια συνήθως κοκκινωπή (στον ανατολίζοντα ήταν υπόλευκο), τα χρώµατα µελανά λευκά, πορφυρά, σπάνια αλλά σκεπάζουν τη µορφή και η απλή περιγραφή υποχωρεί. Με το λευκό, κατά κανόνα, δηλώνονται τα γυµνά µέρη των γυναικών και µόνο στην ιωνική αγγειογραφία εικονίζονταν, καµιά φορά, και οι άνδρες λευκοί. Το πορφυρό χρησιµοποιείται µάλλον ως διακοσµητικό για τα ενδύµατα, τα µαλλιά και τα γένια των ανδρών και άλλα µέρη του σώµατος των ανθρώπων και των ζώων. Τους οφθαλµούς των ανδρών σχεδίαζαν στρογγυλούς, ενώ των γυναικών αµυγδαλωτούς. Οι Ίωνες διέφεραν από τους άλλους αγγειογράφους κατά την ποικιλία και την πολυχρωµία των αγγείων. Τα θέµατα ήταν µυθολογικές σκηνές του καθηµερινού βίου, χωρίς να απουσιάζουν και οι ρωπογραφίες. Τις παραστάσεις συµπληρώνουν οι επιγραφές που δηλώνουν πρόσωπα και άλλοτε ονό- µατα ίππων, ζώων και πραγµάτων. Πολλές φορές προσθέτουν τα ρήµατα «έγραψε» ή «εποίησε» που αναφέρονται στον αγγειοπλάστη και στον ζωγράφο του αγγείου. Φυσικά εάν το όνοµα ήταν ένα, οι δύο ιδιότητες συνέπιπταν σε ένα πρόσωπο. Το πλήθος των σωζόµενων αγγείων προέρχεται από την Ελλάδα, κυρίως όµως από την Ιταλία όπου εξήχθηκαν κατά µεγάλες ποσότητες. Αυτά τα τελευταία, αν και στο παρελ- Αττικός µελανόµορφος αµφορέας στον οποίο εικονίζεται Πρωτοαττικός κρατήρας διακοσµηµένος µε µυθικά όντα

θόν θεωρήθηκε ότι ήταν ετρουσκικά, σήµερα είναι βέβαιο ότι είναι καθαρά ελληνικά, προϊόντα των πολλών αγγειοπλαστικών κέντρων της Ελλάδας. Τα πρωτοκορινθιακά είναι συνήθως µικρά και απαντούν στις ελληνικές αποικίες και µητροπόλεις. Φαίνεται ότι ήταν πρόδροµοι των κορινθιακών που ακολούθησαν, αν και η τεχνοτροπία, κατά πάσα πιθανότητα, δηµιουργήθηκε στη Σικυώνα. Γύρω στο 700 π.χ. αρχίζει η µετάπτωση των κορινθιακών αγγείων από τον ανατολίζοντα στον µελανόµορφο ρυθµό. Σηµαντικό αγγειοπλαστικό κέντρο υπήρξε κατά την Αρχαϊκή εποχή και η Λακωνία. Τα λεγόµενα µάλιστα κυρηναϊκά που επιχωριάζουν στη Σπάρτη, αποδείχθηκε ότι ήταν καθαρά λακωνικά, χωρίς να αποκλείεται και η κατασκευή ορισµένων στην Κυρήνη. Το πιο γνωστό από τα αγγεία αυτά είναι η κύλικα του 6ου αιώνα π.χ. που απεικονίζει το ζύγισµα του σιλφίου από τον βασιλιά Ασκεσίλα. Βραδύτερα από την κορινθιακή εξελίχθηκε η αττική αγγειογραφία. Γρήγορα, όµως, επισκίασε τους αντιζήλους και κυριάρχησε στην αγορά. Υψηλά δείγµατα της αττικής αγγειογραφίας, όπως ο αµφορέας του Νέσσου και το σπουδαιότερο από τα µελανόµορφα αγγεία ο κρατήρας του Εργότιµου και του Κλειτία, αποκαλύπτουν την έµπνευση και τη δεξιότητα των Αθηναίων αγγειοπλαστών. Στο τελευταίο µάλιστα αγγείο απεικονίζονται περίπου 250 µορφές και η εκπληκτική σύνθεσή του µόνο µε τη λάρνακα του Κύψελου µπορεί να συγκριθεί. Μετά τον Κλειτία, τα αθηναϊκά αγγεία περιορίζουν τις µορφές, γεµίζουν την επιφάνεια µε µαύρο χρώµα και εξαιρούν τα πρόσωπα µε κόκκινο περίγραµµα. Ο χρωµατισµός γίνεται λιτότερος, παύουν τα πρόσωπα να βάφονται ερυθρά, αλλά οι µορφές επεξεργάζονται λεπτοµερώς και µε αξιοθαύµαστη δεξιότητα. Πρωτοπορούν θαυµάσιοι τεχνίτες, όπως ο Εξηκίας και ο Αµάσης, αλλά και ο Νέαρχος, ο Νικοσθένης, ο Ανδοκίδης κ.ά. Ο µελανόµορφος ρυθµός φαίνεται ότι µέσα στη δεκαετία 530-520 π.χ. ατονεί και βαθµιαία προωθείται ή νέα αττική τεχνοτροπία, ο ερυθρόµορφος ρυθµός, εντελώς αντίθετος από τον προηγούµενο. Αντί δηλαδή να ζωγραφίζονται οι µορφές µελανές και να αφήνεται ο χώρος γύρω από τα πρόσωπα µε οπτό πηλό, καλύπτεται τώρα η επιφάνεια του αγγείου µε µελανό χρώµα, αλλά εξαιρούνται από το µελάνωµα οι µορφές που αποδίδονται µε το ερυθρό χρώµα της κεράµου. Τα µελανόµορφα αγγεία θα κυριαρχήσουν κατά τον επόµενο αιώνα. Από τα αγγειοπλαστικά κέντρα θα πρέπει επίσης να αναφερθούν η Χαλκίδα και να επιση- Αττικός µελανόµορφος αµφορέας γνωστός και ως αµφορέας Ηρακλής και Διόνυσος αττική ερυθρόµορφη κύλικα του 470

Αγγειογράφοι Ποιος άραγε αγγειοπλάστης ή αγγειογράφος είχε την ευφυή έµπνευση να χαράξει στην επιφάνεια του αγγείου «έγραψεν ή εποίησε» και να ανατρέψει έτσι την ανωνυµία του καλλιτεχνικού έργου. Ταυτόχρονα ονόµατα µεγάλων δηµιουργών έφθασαν µέχρι τις µέρες µας µε αποτέλεσµα να γνωρίζουµε µαζί µε τα έργα και τον καλλιτέχνη. Ο Τηµενίδας, ο Εξηκίας, ο Αµάσιος, ο Νέαρχος, ο Νικοσθένης, ο Ανδοκίδης, ο Εργότιµος, ο Κλειτίας, σφράγισαν µε τη δηµιουργική τους παρουσία τους Αρχαϊκούς χρόνους. Ειδικότερα οι δύο τελευταίοι συνέδεσαν το όνοµά τους µε το σπουδαιότερο αγγείο της αρχαϊκής εποχής τον «κρατήρα του Εργότιµου και του Κλειτία», που βρίσκεται στο αρχαιολογικό µουσείο της Φλωρεντίας. Το αγγείο χρονολογείται περί το 560 π.χ. και το έπλασε ο αγγειοπλάστης Εργότιµος ενώ το ζωγράφισε ο Κλειτίας. Έχει ύψος 0,66 µ. και είναι διακοσµηµένο µε 250 µορφές που κατανέµονται σε έξι ζώνες. Τα θέµατα είναι µυθολογικά: η θήρα του καλυδωνίου κάπρου, ο χορός των νέων που σώθηκαν από τον Μινώταυρο, η ιπποδροµία προς τιµήν του Πατρόκλου, η ποµπή των θεοτήτων στον γάµο του Πηλέα και της Θέτιδας, η δίωξη του Τρωίλου από τον Αχιλλέα, η επιστροφή του Ηφαίστου στον Όλυµπο. Τέλος σειρά ζώων και τεράτων, και η µάχη Πυγµαίων και γερανών. Στις λαβές ο Αίας µεταφέρει τον νεκρό Αχιλλέα, ενώ η Άρτεµις παρίσταται ως «πότνια θηρών». Το αφηγηµατικό ενδιαφέρον επεκτείνεται ακόµη περισσότερο µε επιγραφόµενα ονό- µατα που επιτρέπουν την ταύτιση των προσώπων. Το αγγείο βρέθηκε στο Vulci µέσα σε ετρουσκικό τάφο και πήρε το όνοµα του ανασκαφέα Francois. Ο W. Durant στην Παγκόσµια Ιστορία Πολιτισµού σχολιάζοντας το αγγείο παρατηρεί: «Δεν µπορεί να συγκριθεί ούτε εις σύλληψιν ούτε εις εκτέλεσιν µε τα καλλίτερα έργα της κινεζικής τέχνης της περιόδου Ταγκ η Σουγκ. Αλλά ο σκοπός του Έλληνος ήτο διάφορος του Ανατολικού: επεδίωκαν όχι το χρώµα αλλά την γραµµήν, όχι τον διάκοσµον, αλλά την φόρµαν» Πόσο εύστοχη είναι, λοιπόν, η ωραία ελληνική παράδοση, σύµφωνα µε την οποία το πρώτο αγγείο πλάσθηκε επί του στήθους της Ελένης. (Durant, 1965, Παγκόσµια Ιστορία Πολιτισµού, Τ. Β, σελ. 230). Ο κρατήρας του Εργότιµου και του Κλειτία, γνωστό και