Κ Α Ν Ο Ν I 2 Μ Ο Σ Ε Ο Κ 2 0 8 1 / 9 2 Μ Υ Τ I Λ Η Η Ή Σ ' " Ο Ν Ο Μ Α Σ Ι Α _ ΑΘΗΝΑ, 19 94
Λαδοτυρι Ηυτιίήνης Γ. ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΗ ΖΩΝΗ ΠΡΟΕΛΕΥΣΗΣ ΤΗΣ ΠΡΩΤΗΣ ΥΛΗΣ ΤΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ Η γεωγραφική ζώνη στην οποία παράγεται το γάλα από το οποίο παρασκευάζεται το τυρί Λαδοτυρι Μυτιλήνης οριοθετείται από τα γεωγραφικά όρια της νήσου Λέσβου (κοινώς Μυτιλήνη). Για την παρασκευή του τυριού Λαδοτυρι Μυτιλήνης, δεν επιτρέπεται η χρήση γάλακτος που προέρχεται από περιοχές άλλες πέραν της προαναφερθείσας. Επισυνάπτεται: Χάρτης γεωγραφικής ζώνης προέλευσης της πρώτης Ολης από την οποία παράγεται το προϊόν. - 4 -
Λαδοτ υοι Μ υ τ ι λ ή ν η ς Δ. Η ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΟΥΜΕΝΗ ΠΡΩΤΗ ΥΛΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ ΤΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ I. ΦΥΣΙΚΕΣ ΣΥΝΘΗΚΕΣ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ ΠΟΥ ΠΑΡΑΓΕΤΑΙ Η ΠΡΩΤΗ ΥΛΗ α) Εδαφος Η Λέσβος είναι νησί του Βορείου Αιγαίου με έκταση 1530 τετραγωνικά χιλιόμετρα και είναι το 3ο σε έκταση νησί της Ελλάδας. Οι νήσοι Λέσβος, Λήμνος και Αγ. Ευστράτιος α π ο τ ε λ ο υ ν το ν ο μ ό Α ε σ β ο υ. Τ ό έδαφος είναι ΤΓ υ ρ ι γ ε ν έ ς. Η δ ι αμόρφωο'η του εδάφους είναι νησιωτική, όπου οι ομαλές εδαφικές κλίσεις αλληλοδι«δέχονται τις απότομες ή πολύ απότομε ς σ χ ηματ ί ζ οντας πεδινές ε κ τάσεις σ τα πα ρ ά λ ια τμήμα τα. Το νησί είναι ημιορεινό με μέγιστο υψόμετρο τα 965 μέτρα (Προφ. Ηλίας). Οι βοσκότοποι συνιστούν σημαντικό ποσοστό της έκτασης του νησιού. Η κατανομή σύμφωνα με τη χρήση της γης, σε γεωργική γη, βοσκότοπους, δάση και λοιπές εκτάσεις είναι: Χρήση Κιΐ) 2 % Γεωργ ι κ η γη 623 38, 2 Βοσκότοπο ι 304 37,1 Δάση 329 20, 2 Λοιπή χρήση 74 4,5 Σύνολο 16 30 100. 0 (Διεύθυνση Γεωργίας Λέσβου,.1993)
Λσδοτύρι Ηιπϋήνης β) Κλίμα Η Ελλάδα γενικά ανήκει στο μεσογειακό τύπο κλίματος. Αυτός εμφανίζει τα χαρακτηριστικά του κλίματος των εύκρατων περιοχών κατά το χειμώνα και τα χαρακτηριστικά των υποτροπικών περιοχών των υψηλών πιέσεων κατά το θέρος, δηλαδή βροχερή χειμερινή και ξηρή θερινή περίοδο, μικρό ετήσιο ύψος βροχής, ήπιο χειμώνα, θερμό θέρος και μεγάλη διάρκεια ηλιοφάνειας καθ'όλο το έτος και ιδιαίτερα κατά τη θερμή περίοδο του έτους (Χρονοπούλου-Σερελή, 1993). Η Λέσβος και γενικότερα ο νομός Λέσβου, ανήκει στην κλιματολογική ζώνη του Αιγαίου και συνεπώς έχει κλίμα εύκρατο. Σπάνια σημειώνεται παγετός, κυρίως κατά το μήνα Ιανουάριο, και ακόμη πιό σπάνια σημειώνεται χαλάζι ή χιόνι (Διεύθυνση Γεωργίας Λέσβου, 1993). 0 μέσος ετήσιος αριθμός ημερών κατά τις οποίες παρατηρείται χιονόπτωση είναι 1,43 ημέρες (Υπουργείο Εθνικής Αμύνης, 1978). Το μέσο βροχομετρικό ύψος είναι 705,8 ΠΙΠΊ με άνιση κατανομή στη διάρκεια του έτους. Παρουσιάζεται ένα μέγιστο κατά τους μήνες Δεκέμβριο και Ιανουάριο και ένα ελάχιστο κατά τους μήνες Ιούλιο και Αύγουστο. Το ύψος βροχής σε πιπί, κατά μήνα, έχει ως εξής: Ιανουάριος Φεβρουάριος Μάρτιος Απρ ί λ ιος Μά 'ί ο ς Ιούνιος 164,0 97,5 53, 7 38,2 26,6 8,1 Ιούλιος Αύγουστος Σεπτέμβριος Οκτώβριος Νοέμβριος Δεκέμβριος 2,0 1,4 4,7 37,0 123,1 149,5 (Διεύθυνση Γεωργίας Λέσβου, 1993) Παρατηρούμε ότι τους μήνες Νοέμβριο, Δεκέμβριο και Ιανουάριο σημειώνεται βροχόπτωση συνολικού ύψους 436,6 ΠΙΠΊ, ήτοι 61,9% της ολικής βροχόπτωσης, ενώ τους μήνες Ιούνιο, Ιούλιο και Σεπτέμβριο η βροχόπτωση δεν ξεπερνά τα 16,2 ιππι, ήτοι 2,3% της ολικής βροχόπτωσης. Στη Λέσβο οι νεφοσκεπείς και ιδιαίτερα οι ανήλιες ημέρες είναι ελάχιστες και σημειώνεται γενικά μεγάλη ηλιοφάνεια (Διεύθυνση Γεωργιαςς Λέσβου 1993). Μετεωρολογικά στοιχεία για τη Λέσβο παρατίθενται παρακάτω: Μεση ετήσια σχετική υγρασία 63,0% Μέση ετήσια θερμοκρασία 17,8 οϋ Ημέρες βροχόπτωσης 91,6 Ωρες ηλιοφάνειας 2734 (Διεύθυνση Γεωργίας Λέσβου, 1993) - 6 -
Λσδοτϋρι Μυτιλήνης γ) Χλωρίδα Η Βαλκανική χλωρίδα είναι αναμφισβήτητα η πλουσιότερη της Ευρώπης, κατέχοντας όχι μόνο το μεγαλύτερο αριθμό ειδών, συγκρινόμενη με κάθε άλλη περιοχή της Ευρώπης, αλλά και γιατί έχει το μεγαλύτερο αριθμό ενδημικών ειδών που δεν απαντούν πουθενά στον κόσμο (Ροΐυηϊπ, 1980). Η φυσική χλωρίδα της Ελλάδας αποτελείται περίπου από 6.000 είδη, εκ των οποίων το 15% -και κατ'άλλους το 20%- είναι ενδημικά. Λαμβάνοντας υπ'όψη την έκταση της χώρας, ο αριθμός αυτός είναι εξαιρετικά μεγάλος. Στην Ευρώπη καταλαμβάνει την πρώτη θέση μεταξύ όλων των κρατών και τη δεύτερη θέση μετά την Ιβηρική χερσόνησσο. Ο αριθμός των 6.000 ειδών της Ελλάδας εντυπωσιάζει αν συγκριθεί με τα 20.000 είδη που υπάρχουν συνολικά στην περιοχή της Μεσογείου (Ν. Ευρώπη, Β. Αφρική και τμήμα της Δ. Ασίας) (νο1ΐοτ.ϊ5, 1987) Ο ενδημισμός της χλωρίδας στη χώρα ευνοήθηκε κυρίως σε απομονωμένους βιότοπους, όπως είναι η περιοχή του Αιγαίου. Τα νησιά του Αιγαίου, μεταξύ των οποίων και η Λέσβος, απετέλεσαν σημαντικό μονοπάτι για τη σταδιακή μετανάστευση ενδημικών ειδών χλωρίδας στην Ελλάδα από την Ανατολή, λόγω της γειτνίασης με την αρχέγονη χλωρίδα της Μικράς Ασίας, όπως φαίνεται στο χάρτη 1 (Ροΐυηίη, 1980). Στα νησιά του Αιγαίου είναι ευρέως διαδεδομένα τα φρύγανα. Χαρακτηριστικά είδη φρύγανων είναι τα ακόλουθα: ζ)νΐθγσυ.5 οοοοϊίβγα, 53χσοροτ.θΓ ϊαπι 5ρίηο5υπι, Οθηϊδίβ. 3.ο3.ητ:]ιοοΐ3.ά.3., Αητ.Γΐγ11Ϊ5 Γΐθπηαηηΐεΐθ, ΕυρΓίΟΓοϊα 3.03.π (;1ιοϋΊ3.ιηηο5, Ττιγπΐθΐ3.θ3. τ.3.γτ;οηγ3.ίγ3., ΤΤιγπιβΙ&θΗ. 1ιΪΓ5υτ-3., ΗγρθΓΐσυπΐ βπιρβτ.γί ο1 ϊιιιη, ΟΪ3τ.υ.5 ίηα3.ηυ.3, 0Ϊ3Γ.υ.3 33.1 νί ο1 ϊυ.3, 53.τ:υ.Γθ33. τ.γΐγπι]θγ3., ΤΤιγηυ.5 ο&ρϋιΐδ, ΟΙΟΟΠΙ&Γ ϊα β,ίγρυπι κ. ά. (Ροΐυηϊη, 1980). Στη μακία ξυλώδη βλάστηση που απαντάται κυρίως στα νησιά του Αιγαίου, συναντάμε τα είδη: Ε3υηΐ3 ηοοϊ1ί3, 0θΓσΪ3 3ϊ 1 ϊαυόΐ5τ.πιπι, Οαΐίσοτ-οπίθ νί11θ3&, 5ρ3.Γτ.ΐυ.πι ]"υησβαπι, 0οτ;ΐηυ.5 οοσ-ςτγσχ 13., ΡΪ5τ.30Ϊ3. 1θητ.Ϊ3ου.3, Ρ3.1ϊαΓυ.3 3ρϊη3.-0ΓΐΓΪ3τ.ϊ, ΜγΓτ.υ.5 σοπιπιυ.ηϊ3, ΑΓουΐ:ιΐ3 ιιηθάο, ΑΓου.τ.υ.3 3.ηάΓ3.οίιηθ, ΕνίοΆ 3.ΓΪ>ΟΓΘ3., ΕΓΪΟΗ. πΐ3.ηϊρα1 ΐ 1ΟΓ3., ΡτιΐΙΙγΓβα ΐ3. ί ο1 ία, 01β3. βαγοραβα, Κο3πΐ3.ΓΪηυ3 ο ΐοίη3ΐΪ3, Α3ρ3.Γ3.α;υ.3 3.ουτ.ϊ ο1 ίυ.5, Ηυ.3ου.3 3 0ΐι1β3.τ:υ.3, 5πιϊΐ3.χ 33ρβΓ3. κ.ά. (Ροΐυηΐη, 1980). Ιδιαίτερη μνεία γίνεται στη χλωρίδα των ακτών που είναι μάλλον ομοιόμορφη λόγω της ομοιομορφίας του κλίματος και της ευρείας κατανομής πολλών ειδών. Οι ασθενείς παλίρροιες, η απουσία μεγάλων ποταμών και άλλοι παράγοντες έχουν περιορίσει την ποικιλία. Παραθέτουμε τα είδη: α) Βραχώδεις παραλίες και αλίπεδα: ΑΓΊζΓίΓοοηθίηυπι :τυ.τ.ΐ οοβυηι, δβ,ΐβοΐα 3^3.11, Μ3.τ.τ.]ιίοΐ3. τ.γϊου3ρϊά.3.τ.3., Οβ,ΚίΙθ ΐΐΐ3.Γ3.τ.ϊπΐ3., ΕΓγηςΊυπι πΐ3.γίτ.ΐπηιπι, ΕΓγηα;ιαπι σγθΐίουπι, θγίτ.γΐιηυ.ιη Γη3.ΓΪΓ.ΐπιυπι, Ιηυΐα 0Γίτ;Γΐιηοιάθ3, κ.ά. β) Αμμώδεις παραλίες: Ρϊηυ3 ρίηθ3., ΡοΙγςΌηυπι ΠΙΗΓ ίτ.ίπιυ.ιη, Οίαυοίαπι ΐ3ναπι, Μαΐοοίιηίόΐ 1ΘΧΙΙΟ33., ΟαΚϊΙθ ΠΙΒΧ ϋ;ϊπΐ3., ΜβάίσΗ,ςτο πΐ3.γΐη3., ΕυρτιοΓοί3. ρβριϊβ, Τ3.ΠΙ3.ΓΪΧ 3ρρ., ΕΓγηςτϊυιη πΐ3.γί1:ΐιηυ.πι, ΕΓγηςτίνιπι θγθγ.ϊου.πι, Εοτιίηορ1ιθΓ3. 3ρίηο53., 0ϊοηυ.Γ3-7 -
Λαδοτύρι Μυτιλήνης θγβοτ:3., 0α.1γ3 θ9"ϊ3. 3θ1ά3.ηβ1 Ι Ά, Χ3.η 1ιίυ.πι βΐπιπι&γ ΐαπι, Ρ&ηοΓ&ϋυπι ιη&γ ίΐϊΐϊΐιιΐΐΐ, κ.ά. (Ροΐιιηίη, 1980). Στα αιγοπρόβατα τα πιό αρεστά νομευτικά είδη ανήκουν στα παρακάτω αυτοφυή αγροστώδη και ψυχανθή: α) Ψυχανθή (Ρ3.ΒΪ3.0Θ3.Θ) : ΡΪ3υ.ιτι, νϊσϊα, 1,3.τ:ΓΐγΓυ.3, ΜβάίοΆ^ο, ΤΓΪίοΙίυπι, Ι,οτ:υ3, 0Γηί τ:γΐορυ.5, 0ηο1>Γγο1ιί3, Α5Ϊ:Γ3.α;3.1υ.3, Οηοηΐ3, Αητ;]ιγ11ΐ3 κ.ά. β) Αγροστώδη (ΡΟ&ΟΘ&Θ): Ροα, Ρβ3Ϊυ.ο3., ΡΙΊΙΘΙΙΠΙ, ϋ3.σ γ1ϊ5, δογο/γίαπι, ΒΓθπιυ.3, ΑσΓθ3τ;Ϊ5, Ογηοάοη, ΗοΓάθυπι, Ανβηβ., Αθςτίίορβ, ΚοβΙθΓΪο. κ.ά. (Βολιώτης, 1993). Χάρτης 1. Οι κύριες οδοί μετανάστευσης της χλωρίδας. - 8 -
Λαδοτΰρι Ηυχιλήνης II. ΕΙΔΗ ΚΑΙ ΦΥΛΕΣ ΖΩΩΝ ΑΠΟ ΤΙΣ ΟΠΟΙΕΣ 1ΙΑΡΑ1ΈΧΑ1 τυ ΓΑΛΑ ΐΐυϊ ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΕΙΤΑΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ ΤΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ Το τυρί Λαδοτύρι Μυτιλήνης παρασκευάζεται παραδοσιακά από αμιγές πρόβειο γάλα ή από μίγματα του με κατσικίσιο, στα οποία υπερέχει σημαντικά το πρόβειο γάλα. Η ανάπτυξη της αιγοπροβατοτροφίας στη Λέσβο, όσο και στην υπόλοιπη Ελλάδα, και η από αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι σήμερα ανάδειξη της σε κυρίαρχο αν όχι αποκλειστική για μερικές περιοχές, μορφή γαλακτοπαραγωγού κτηνοτροφίας, ήταν αποτέλεσμα των ιδιαίτερων γεωφυσικών και κλιματολογικών συνθηκών της χώρας. Το μεγάλο ποσοστό των ορεινών εκτάσεων και οι ξηροθερμικές συνθήκες του κλίματος, που ευνοούν τη φυσική βλάστηση κατά ορισμένες μόνο περιόδους του έτους, μικρής σχετικά διάρκειας, απετέλεσαν τους κύριους και καθοριστικούς παράγοντες. Σαν αποτέλεσμα ήταν η ανάπτυξη φυλών αιγοπροβάτων με ισχυρή ιδιοσυστασία και προσαρμοστικότητα στις δύσκολες αυτές συνθήκες. Οι φυλές αυτές, προσαρμοσμένες στις φυσικές συνθήκες και αξιοποιόντας βοσκότοπους με εκπληκτική ποικιλία χλωρίδας, μοναδική για τον αριθμό των ειδών ενδημικής βλάστησης, χαρακτηρίζονται για τη χαμηλή γαλακτοπαραγωγή τους αλλά και για το γάλα ιδιαίτερα πλούσιας χημικής σύστασης και εξαιρετικών οργανοληπτικών ιδιοτήτων. Αυτή η ποιότητα του αιγοπροβείου γάλακτος συνδυασμένη με την εμπειρία των τυροκόμων έχει σαν καρπούς μια σειρά εκλεκτών τυριών, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγεται το Λαδοτύρι Μυτιλήνης. Η διατροφή των προβάτων και των αιγών στηρίζεται αποκλειστικά σχεδόν στη βλάστηση βοσκοτόπων χαμηλής μάλλον βοσκο'ίκανότητας αλλά με ιδιαίτερα πλούσια χλωρίδα. Σημαντικό χαρακτηριστικό της χλωρίδας των ορεινών και ημιορεινών βοσκοτόπων της Λέσβου είναι η απουσία από αυτή φυτοφαρμάκων, παρασιτοκτόνων, ζιζανιοκτόνων, εντομοκτόνων κ.ά. γεωργικών φαρμάκων, ενώ η συγκέντρωση μολύβδου και άλλων ρυπαντών είναι ιδιαίτερα χαμηλή, εξ αιτίας της έλλειψης μεγάλων οδικών αρτηριών στις περιοχές αυτές. Σαν συνέπεια της μη ύπαρξης τέτοιων ουσιών στο περιβάλλον και στη χλωρίδα, από την οποία διατρέφονται σχεδόν αποκλειστικά στις ορεινές και στις ημιορεινές περιοχές της χώρας τα αιγοπρόβατα, είναι το γάλα και το τυρί που παράγεται από αυτό να έχει μηδαμινή επιμόλυνση σε αντίθεση με ότι συμβαίνει με το γάλα ζώων που διατρέφονται με καλλιεργημένες ζωοτροφές. Βασικά χαρακτηριστικά της α ιγοπροβατοτροφίας της περιοχής είναι ο μεγάλος αριθμός κτηνοτροφικών εκμεταλλεύσεων και μικρός αριθμός ζώων ανά εκμετάλλευση, οι αβελτίωτες φυλές προβάτων και κατσικιών, με καλή προσαρμογή στις δύσκολες γεωφυσικές και κλιματολογικές συνθήκες που επικρατούν, αλλά με μικρές αποδόσεις σε γάλα, η επικράτηση του εκτατικού συστήματος εκτροφής των αιγοπροβάτων κατά κύριο λόγο σε ορεινές και ημιορεινές περιοχές και η διατροφή τους κατά κύριο λόγο με βόσκηση και τέλος, η μετακίνηση των. κοπαδιών κατά τη θερμή περίοδο σε βοσκότοπους ορεινών περιοχών (Χατζημηνάογλου & συν., 1985α). - 9 -
Λαδοτύρι Μυτιλήνης Στη Λέσβο, και γενικότερα σ τ ο ν ομό Λέσβου, η εκτροφή των αιγοπροβάτων έχει ως κύριο σκοπό την παραγωγή γάλακτος. Τα έσοδα από την πώληση του γάλακτος αντιπροσωπεύουν το 60-65% των ακαθαρίστων εσόδων των κτηνοτρόφων. Στο νομό Λέσβου υπάρχουν συνολικά περισσότερες από 6.000 προβατοτροφικές εκμεταλλεύσεις με συνολικό αριθμό 376.962 εκτρεφομένων προβάτων, εκ των οποίων αρμέγονται 239.745. Οι αιγοτροφικές εκμεταλλεύσεις υπερβαίνουν τις 9.500 με 68.129 εκτρεφόμενες αίγες, από τις οποίες αρμέγονται 48.844 (Ε.Σ.Υ.Ε., 1991α). Η κατανομή της παραγωγής γάλακτος (τόννοι) ανά τύπο εκτροφής, έχει ως εξής (Ε.Σ.Υ.Ε., 1991β) : Πρόβειο γάλα 22.199 Κατσικίσιο γάλα 7. 770 Οικόσιτα πρόβατα 3. 691 Οικόσιτες κατσίκες 6. 112 Κοπαδιάρικα " 18.451 Κοπαδιάρικες " 1. 658 Νομαδικά " 57 Νομαδικές " Τα πρόβατα που εκτρέφονται στη Λέσβο αλλά και γενικότερα στην Ελλάδα, έχουν στο μεγαλύτερο ποσοστό τους κοινό γενετικό υπόβαθρο, αλλά εμφανίζουν διαφοροποιήσεις στα χαρακτηριστικά τους αναλόγως των ιδιαιτέρων συνθηκών της περιοχής εκτροφής τους. Είναι ζώα μικρού μεγέθους, προσαρμοσμένα στις δύσκολες γεωφυσικές και κλιματολογικές συνθήκες της περιοχής με μικρή γαλακτοπαραγωγή, 80-120 Κς ετησίως, αλλά με εκλεκτής ποιότητας γάλα. Στο τελευταίο συντελεί ουσιαστικά ο τρόπος εκτροφής και η ποικιλία της χλωρίδας της περιοχής (Χατζημηνάογλου & συν., 1985). Στη Λέσβο κυριαρχεί η ντόπια φυλή Μυτιλήνης. Εκτρέφεται επίσης μικρός αριθμός προβάτων ξένων φυλών ή διασταυρώσεις τους με τα εγχώρια πρόβατα, το γάλα των οποίων, όμως, έχει ασθενέστερη σύσταση και χρησιμοποιείται κατά κύριο λόγο για αυτοκατανάλωση ή παρασκευή γιαούρτης. Σε ότι αφορά τις κατσίκες, η μεγάλη πλειονότητα του πληθυσμού τους είναι ντόπιες φυλές. Η ντόπια κατσίκα εμφανίζει παραλλακτικότητα ως προς το χρωματισμό και χαρακτηριστικά αβελτίωτου ζώου, όπως μικρό μέγεθος, μικρή πολυδυμία, μικρή γαλακτοπαραγα)γή και ισχυρή ιδιοσυστασία. Η ετήσια γαλακτοπαραγωγή κυμαίνεται μεταξύ 50-100 κιλά γάλα για τα ζώα ορεινών περιοχών και 120-150 για τα ζώα πεδινών περιοχών. Στις ορεινές και ημιορεινές περιοχές η εκτροφή της ντόπιας κατσίκας γίνεται αποκλειστικά με ελεύθερη βοσκή. Στις πεδινές περιοχές, όπου διατηρούνται οι βελτιωμένες η ξενικές φυλές, επικρατεί η οικόσιτη ή ημι-οικόσιτη εκτροφή. Το γάλα που παράγεται από τις βελτιωμένες ή ξενικές φυλές, δεν χρησιμοποιείται για την παρασκευή του τυριού, αλλά αυτοκαταναλίσκεται (Χατζημηνάογλου & συν., 1985). - 10 -
Λαδοτύρι Μυτιλήνης III. ΠΟΙΟΤΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΗΣ ΠΡΩΤΗΣ ΥΛΗΣ Το Λαδοτύρι Μυτιλήνης παρασκευάζεται παραδοσιακά από πρόβειο γάλα. Το γάλα αυτό δίδει την καλύτερη ποιότητα τυριού. Τυρί καλής ποιότητας παράγεται επίσης από κατσικίσιο γάλα, σε μίγμα με το πρόβειο, και σε αναλογία που δεν υπερβαίνει το 30%. Το πρόβειο και το κατσικίσιο γάλα διαφέρουν σημαντικά από το αγελαδινό, τόσο στη χημική σύσταση όσο και στις τυροκομικές ιδιότητες. Η διαφοροποίηση αυτή γίνεται ακόμη εντονότερη στην περίπτωση των εγχώριων μη βελτιωμένων και με χαμηλές αποδόσεις φυλών που επικρατούν στην Ελλάδα, οι οποίες λόγω των ιδιότυπων συνθηκών του κλίματος, του γεωφυσικού ργοίϋθ και της χλωρίδας, χαρακτηρίζονται από παραγωγή γάλακτος με ιδιαίτερα αυξημένα στερεά συστατικά και πλούσιο άρωμα. Γενικά, το πρόβειο και το κατσικίσιο γάλα χαρακτηρίζονται σε σχέση με το αγελαδινό, από αυξημένη περιεκτικότητα σε πρωτείνη, λίπος και ξηρά ουσία, γεγονός που επηρεάζει την απόδοση και τις ιδιότητες του τυριού. Ενδεικτικά αναφέρεται η μέση χημική σύσταση δειγμάτων πρόβειου και κατσικίσιου γάλακτος εγχώριων φυλών. Είδος γάλακτος Λίπος% Ολικές πρωτείνες% Καζείνη% Λακτόζ"η% Τέιρρα% Ξηρά ουσία% Πρόβειο 7,70 5,96 4,67 4,74 0,92 19,36 Κατσικίσιο 5,33 3,74 2,89 4,55 0,83 14,22 (Αηί &ηΐ^μ3 θΐ; ηι., 1991, Γεωργικό Πανεπιστήμιο Αθηνών) 1980, Αηϊ 3η±3]ϊΐ3 & Κ&ηά3Γ3]ζί5, 1980, 5ϊπιο3 βί: &1., Εκτός όμως, από τις ποσοτικές διαφορές υπάρχουν και ποιοτικές, μεταξύ των ειδών γάλακτος, που επηρεάζουν την απόδοση σε τυρί αλλά και τις μηχανικές ιδιότητες, τις φυσικοχημικές και τις οργανοληπτικές ιδιότητες του τυριού. Οι σημαντικότερες διαφορές είναι οι εξής: α) Στο πρόβειο και στο κατσικίσιο γάλα δεν υπάρχουν καρστένια με αποτέλεσμα το πήγμα που παράγεται από αυτά να έχει φυσικό λευκό χρώμα, σε αντίθεση με το πήγμα που παράγεται από αγελαδινό γάλα, το οποίο έχει κιτρινωπό. β) Το λίπος του γάλακτος αποτελεί πηγή συστατικών που συμβάλλουν σημαντικά στη διαμόρφωση του αρώματος και της γεύσης του ώριμου τυριού. Η συμμετοχή λιπαρών οξέων μικρού μοριακού βάρους στη δομή του λίπους του γάλακτος, επηρεάζει το τελικό άρωμα του τυριού. Το πρόβειο γάλα και ειδικότερα το κατσικίσιο, περιέχουν σημαντικές ποσότητες καπροϊκού, καπρυλικού και καπρονικού οξέος με αποτέλεσμα το τυπικό άρωμα του τυριού που παράγεται από αυτά τα είδη γάλακτος να είναι πιό πλούσιο και η γεύση πιό δριμεία (πιπεράτη), κάτι που δεν επιτυγχάνεται στην περίπτωση χρησιμοποίησης αγελαδινού γάλακτος. Η μέση σύσταση σε λιπαρά οξέα του - 11 -
Λαδοτύρι Ηυτιλήν ης λίπους του αγελαδινού, πρόβειου και κατσικίσιου γάλακτος έχει ως εξής: Λιπαρά οξέα 04 06 08 010 012 014 016 018 018:1 Αλλα Αγελάδα Πρόβατο Κατσίκα 2,0 4,2 3,1 2,2 2,0 2,8 1,1 2,2 3,0 3,0 6,0 10,1 2,7 9,0 3,1 5,5 6,0 12,2 25,0 16,9 27,2 13,8 15,8 27,5 33,0 38,8 25,6 7,3 5,5 3,7 (δοοΐ-τ., 1981) γ) Και στα κλάσματα των καζε'ίνών υπάρχουν διαφορές ποσοτικές και ποιοτικές στα τρία είδη γάλακτος, με συνέπεια και τα προϊόντα υδρόλυσης τους να διαφέρουν. Τα τελευταία, όμως, μαζί με τα ελεύθερα λιπαρά οξέα είναι εκείνα που κατά κύριο λόγο διαμορφώνουν τα γευστικά χαρακτηριστικά του τυρι ου. δ) Ενδιαφέρον παρουσιάζει η διαφορετική ηλεκτροφορητική κινητικότητα της 3.51-καζείνης των τριών ειδών γάλακτος, ιδιότητα που επιτρέπει την ανίχνευση τυχόν νοθείας του ενός με τα άλλα. Οι διαφορές αυτές στη χημική σύσταση του γάλακτος, όπως είναι φυσικό έχουν επίδραση στα φυσικοχημικά και στα οργανοληπτικά χαρακτηριστικά του τυριού Λαδοτύρι Μυτιλήνης. Οι προδιαγραφές που πρέπει να καλύπτει το γάλα για να είναι δυνατή η χρησιμοποίηση του για την παρασκευή του τυριού Λαδοτύρι Μυτιλήνης είναι οι εξής: Προέλευση: Το γάλα πρέπει να προέρχεται από τη νήσο Λέσβο. Είδος γάλακτος: Αμιγές πρόβειο ή μίγμα πρόβειου και κατσικίσιου στο οποίο το δεύτερο δεν υπερβαίνει το 30% του συνόλου. Λοιπές προδιαγραφές: Το γάλα πρέπει να προέρχεται από φυλές προβάτων και αιγών που εκτρέφονται παραδοσιακά με εκτατικό ή ημιεκτατικό σύστημα και προσαρμοσμένων στην περιοχή παρασκευής του τυριού αυτού. Η διατροφή τους πρέπει να βασίζεται στη χλωρίδα της ίδιας περιοχής. Το γάλα πρέπει να τυροκομείται το αργότερο εντός 48 ωρών από την άμελξη, και μέχρι την πήξη να διατηρείται σε ελεγχόμενες συνθήκες θερμοκρασίας σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις. Το γάλα πρέπει να προέρχεται από αμέλξεις που γίνονται δέκα τουλάχιστον ημέρες μετά τον τοκετό. Απαγορεύεται στο γάλα της τυρσκομησης η συμπύκνωση, η προσθήκη σκόνης ή συμπυκνώματος γάλακτος, πρωτεϊνών γάλακτος, καζεϊνικών αλάτων, χρωστικών, συντηρητικών και αντιβιοτικών ουσιών. - 12 -
Ααδοτύρι Μυτιλήνης Ε. ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ Το Λαδοτύρι Μυτιλήνης είναι ένα παραδοσιακό τυρί που δημιουργήθηκε και εξελίχθηκε στη Λέσβο, όπου παρασκευάζεται συνεχώς επί πολλές δεκαετίες, κατά κύριο λόγο από πρόβειο γάλα ή μίγματα του με κατσικίσιο. Είναι προϊόν ευρείας λαϊκής κατανάλωσης στην Ελλάδα και εμφανίζει μεγάλη κατά κεφαλή κατανάλωση στην τοπική αγορά. Η αιγοπροβατοτροφία απετέλεσε για τη Λέσβο από πολύ νωρίς την κυρίαρχη αν όχι την αποκλειστική μορφή γαλακτοπαραγωγού κτηνοτροφίας. Η ανάπτυξη της αιγοπροβατοτροφίας στη Λέσβο, αλλά και στην Ελλάδα γενικότερα, αποδίδεται στις δύσκολες γεωφυσικές και κλιματολογικές συνθήκες για την ανάπτυξη της αγελαδοτροφίας. Αναφορές που πιστοποιούν τη σημασία της εκτροφής προβάτων και αιγών υπάρχουν πάμπολλες από παλαιότατων χρόνων. Οι αρχαίοι Ελληνες θεωρούσαν το γάλα ιερή τροφή γιατί ο Δίας, πατέρας των Θεών, τράφηκε με το γάλα της ιερής κατσίκας Αμάλθειας. 0 θεός Ερμής, κατατάσσεται μεταξύ των ποιμενικών θεοτήτων, και αποκαλείτο "Κριοφόρος" και "Μηλλοσός" (προστάτης των προβάτων). Πολύ κοινή του ονομασία, επίσης, ήταν και "Τυρευτήρ" (=δοτήρ του τυρού, ο κατασκευάζων τυρί) (Λέτσας, 1949). 0 Ομηρος (9ος π.χ. αιώνας) κάνει αναφορές στην εκτροφή αιγοπροβάτων στην Οδύσσεια (I, 218) (Σιδερής, 1981). Σε νεότερους χρόνους, και όπως αναφέρεται στην έκθεση των Ολυμπίων 1875, υπήρχαν στην Ελλάδα 4.231.139 αιγοπρόβατα έναντι μόνο 51.259 αγελάδων και βοδιών. Κατά παράδοση η α ιγοπροβατοτροφία ήταν υπαίθρια: "... τα πρόβατα διαιτώνται νυχθημερόν και καθ'όλον το χρονικόν διάστημα εν υπαίθρω..." (Ολύμπια, 1875). Σύμφωνα με την ελληνική μυθολογία, η τέχνη της τυροκομίας δόθηκε σαν πολύτιμο δώρο στους θνητούς από τους Θεούς του Ολύμπου. Η Τυρώ, κόρη του Σαλμωνέα και της Αλκιδίκης "... δια την λευκότητα και την του σώματος μαλακότητα ταύτης της προσηγορίας έτυχεν..." (Διόδωρος ο Σικελός, αποσπάσματα του Βιβλίου VI.6.1-7.2). Δεδομένου ότι η αιγοπροβατοτροφία ήταν ανεπτυγμένη την εποχή εκείνη στην Ελλάδα, είναι πιθανή η σύνδεση παρασκευής τυριών από αιγοπρόβειο γάλα. Ο Ομηρος αναφέρει σαφώς στην Οδύσσεια (I, 218-250) την παρασκευή τυριού από αιγοπρόβειο γάλα (Σιδερής, 1981): "...Γεμάτα και τυρόβολα κι οι μάντρες στοιβαγμένες από κατσίκια κι απ'αρνιά, και χώρια μαντρισμένα τα πρώιμα αλλού, τα μέσα αλλού, κι αλλού τα όψιμα ήταν. Κι ήταν από τυρόγαλο γεμάτα όλα τ'αγγειά του, σκάφες, καρδάρες, που άρμεγε μέσα σ'αυτά το γάλα. Τότε οι σύντροφοι μ'όρκιζαν με πειστικά τους λόγια λίγο τυρί να πάρουμε και να τραβούμε πίσω. Και το μισό όταν έπηξε τ'άσπρο χιονάτο γάλα, το σύναξε και τόβαλε μέσ'στα πλεχτά καλάθια και στις καρδάρες φύλαξε τ'αλλο μισό να πίνει...". - 13 -
Μεταγενέστερα και κατά τη Βυζαντινή περίοδο, όπως αναφέρεται από τον Φ. Κουκουλέ (Βυζαντινών Βίος και Πολιτισμός, 1952), παρασκευάζονταν πολλοί τύποι τυριών, με τεχνολογία ανάλογη με την σημερινή. Το Λαδοτύρι Μυτιλήνης οφείλει το όνομα του στο γεγονός ότι διατηρείται μέσα σε ελαιόλαδο, κοινώς λάδι (λάδο-τύρι: τυρί που διατηρείται σε λάδι) (Αηί άπ\:β.]ζϊ 3, 1991). Σημειώνεται ότι το ελαιόλαδο είναι προϊόν, για την παραγωγή και την ποιότητα του οποίου είναι ιδιαίτερα φημισμένη η νήσος Λέσβος. Μυτιλήνη είναι η πρωτεύουσα της νήσου Λέσβου, είναι όμως λέξη που χρησιμοποιείται επίσης συχνά για την ονομασία του νησιού. Το παραδοσιακό αυτό τυρί της Λέσβου, με το χαρακτηριστικό σχήμα του και τις εκλεκτές του οργανοληπτικές ιδιότητες, απέκτησε πολύ καλή φήμη, η οποία από τις αρχές του αιώνα διαδόθηκε και στον υπόλοιπο Ελληνικό χώρο. 0 Ν. Ζυγούρης (1956) κάνει αναλυτική αναφορά στο Λαδοτύρι Μυτιλήνης, το οποίο αναφέρει ως "τυρό κεφαλάκι Λέσβου". Περιγράφοντας την τεχνολογία παρασκευής του αναφέρει τα ακόλουθα: "... αφού δε στεγνώσουν καλά τα κεφάλια πλύνονται δια ύδατος και εισάγονται εντός ελαίου προς διατήρησιν". -14-
ΣΤ. ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗΣ ΚΑΙ ΠΟΙΟΤΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ I. ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗΣ ΤΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ Η καλύτερη ποιότητα Λαδοτυριού Μυτιλήνης παρασκευάζεται από νωπό ή παστεριωμένο πλήρες πρόβειο γάλα. Η πήξη τούτου γίνεται στους 32-34 οο με πυτιά σκόνη του εμπορίου ή με εγχώρια, από ήνυστρα αρνιών και κατσικιών. Τα προϊόντα που λαμβάνονται στη δεύτερη περίπτωση αποκτούν χαρακτηριστική έντονη γεύση - πιπεράτη - που αρέσει σε πολλούς καταναλωτές. Η ποσότητα της πυτιάς που προστίθεται ρυθμίζεται έτσι ώστε το πήγμα που δημιουργείται να είναι έτοιμο για διαίρεση μετά από 30 πιϊη περίπου. Οταν το τυρόπηγμα αποκτήσει την ενδεδειγμένη συνεκτικότητα, τεμαχίζεται αρχικά σε κύβους ακμής 1,5 οπι, αφήνεται για λίγο ώστε να αποβάλλει μια ποσότητα τυρογάλακτος και ξαναδιαιρείται μέχρι οι κόκκοι να λάβουν το επιθυμητό μέγεθος, που είναι εκείνο των κόκκων του ρυζιού. Η διαίρεση διαρκεί συνήθως 10 πι ί χι. Τη διαίρεση ακολουθεί ανάπαυλα 5 πιϊη και μετά γίνεται, υπό συνεχή ανάδευση, αναθέρμανση στους 41-43 οο σε περίπτωση που χρησιμοποιείται νωπό γάλα και στους 42-45 οο αν είναι παστεριωμένο, με ρυθμό 2,5 πιϊη ανά 1 οο. Η ανάδευση συνεχίζεται επί 5 πιϊη μετά την αναθέρμανση και ακολουθεί ανάπαυλα 5-10 πιϊη για να κατακαθίσουν οι κόκκοι του τυροπήγματος. Στη συνέχεια αφαιρείται το μεγαλύτερο μέρος του τυρογάλακτος και πιέζονται οι κόκκοι στον πυθμένα του τυρολέβητα για να αποτελέσουν συμπαγή μάζα, η οποία κόβεται σε τετράγωνα κομμάτια βάρους 5-7 Κς. Τα τελευταία μεταφέρονται σε τυροτράπεζα, τεμαχίζονται εκ νέου ώστε κάθε τεμάχιο να αντιστοιχεί σε ένα λαδοτύρι (φωτογραφία 2), τοποθετούνται στα καλούπια και πιέζονται ισχυρά με τα χέρια (φωτογραφία 3). Τα καλούπια είναι κυλινδρικά με πυθμένα και είναι πλεκτά, από βούρλο ή άλλους αυτοφυείς θάμνους του νησιού. Οταν το σύνολο της τυρομάζας τοποθετηθεί στα καλούπια, διαβρέχονται με τυρόγαλα όλα τα τυριά που βρίσκονται στην τυροτράπεζα, αναστρέφονται μέσα στα καλούπια χωρίς να πιεσθούν (φωτογραφία 4), αφήνονται 3-4 ώρες χωρίς επέμβαση, εξάγονται από τα καλούπια, τρίβονται όλες οι επιφάνειες με λεπτόκοκκο αλάτι και επανατοποθετούνται στα καλούπια, όπου παραμένουν μέχρι το πρωί της επομένης, οπότε μεταφέρονται στους χώρους ωριμάνσεως. Η ωρίμανση των τυριών γίνεται σε χώρους με υψηλή σχετική υγρασία, 85% περίπου, και θερμοκρασίας 12-16 οο επί τρείς τουλάχιστον μήνες. Στην αρχή τους δίνονται τρία ξηρά αλατίσματα, ένα κάθε 24 ώρες, και αναστρέφονται καθημερινά μέχρι να εμφανίσουν στην επιφάνεια τους ένα λεπτό γλοιώδες στρώμα, συνήθως μετά 10-20 ημέρες, οπότε πλένονται σε χλιαρό νερό και μεταφέρονται σε άλλο θάλαμο με μικρότερη σχετική υγρασία από τον πρώτο. Το αλάτισμα είναι δυνατό να γίνει και με εμβάπτιση των τυριών σε άλμη 20 ΒΘ για 24 ώρες (φωτογραφία 5). Στο θάλαμο ωριμάνσεως παραμένουν μέχρι να ολοκληρωθεί η ωρίμανση (φωτογραφία 6), οπότε πλένονται εκ
Λαδοτύρι ϊυΐϋήγης νέου με νερό. Οταν τα τυριά στεγνώσουν, τοποθετούνται σε λάδι ή παραφινώνοντα ι και μεταφέρονται σε χώρους με θερμοκρασία 3-4 οο, όπου παραμένουν μέχρι τη διάθεση τους. Στις συνθήκες αυτές το Λαδοτύρι διατηρείται χωρίς αξιόλογες αλλοιώσεις για ένα χρόνο. Φωτογραφία 2. Κοπη τυρομάζας κατα την παρασκευή του τυοιου Λαδοτύρι Μυτιλήνης
Λαδοτυρι Ηυτϋήνης
λαδοτύοι Μυτιλήνης
II. ΠΟΙΟΤΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ Το Λαδοτύρι Μυτιλήνης είναι σκληρό τυρί με αλμυρή γεύση, ευχάριστο άρωμα και χαρακτηριστικό κυλινδρικό σχήμα (φωτογραφία 1). Τα ποιοτικά χαρακτηριστικά του τυριού Λαδοτύρι Μυτιλήνης οφείλονται κατά κύριο λόγο στην ποιότητα της πρώτης ύλης που χρησιμοποιείται για την παρασκευή του -αμιγές πρόβειο γάλα ή μίγμα πρόβειου και κατσικίσιου γάλακτος-, και στην εφαρμοζόμενη τεχνολογία. Ενδεικτικά αναφέρεται η μέση χημική σύσταση, το ρη και άλλες ιδιότητες του τυριού Λαδοτύρι Μυτιλήνης, όπως διαπιστώθηκε από δείγματα της αγοράς. Υγρασία Λίπος Ολικές πρωτείνες Υδατοδιαλυτές πρωτείνες Χλωριούχο νάτριο ρη 33,6% 31,6% 27,0% 4,3% 2,7% 5,23 (Αηΐ &η1:&1ζϊ3, 1991) Τα βασικά χαρακτηριστικά του τυριού Λαδοτύρι Μυτιλήνης ε ί να ι : Χημική σύσταση Μεγίστη υγρασία: 38% Ελάχιστη λ ιποπεριεκτικότητα επί ξηρού: 40% Επιτρεπόμενα πρόσθετα και βοηθητικά τεχνολογίας παρασκευής: Απαραίτητα: χλωριούχο νάτριο Προαιρετικά: α) Χλωριούχο ασβέστιο μέχρι 20 σ ανά 100 Κσ γάλακτος β) Συντηρητικά: δεν επιτρέπεται η χρήση συντηρητικών γ) Χρωστικές: δεν επιτρέπεται η χρήση χρωστικών Τύπος τυριού Συνεκτικότητα: σκληρό τυρί Σχήμα: κυλινδρικό Διαστάσεις: συνήθως διάμετρος 10 οπι διάμετρος και ύψος 14 ο πι Βάρη: 1,5 Κσ περίπου Επιδερμί δα Συνεκτικότητα: σκληρή ξηρή Εμφάνιση: με χαρακτηριστικό ανάγλυφο σχήμα Μάζα τυριού Υφή: σκληρή με μικρές οπές διασκορπισμένες σε όλη τη μάζα του Χρώμα: λευκό έως λευκοκίτρινο Οπές Κατανομή: ακανόνιστη Σχήμα: ακανόνιστο - 19 -
Αλλα κύρια χαρακτηριστικά: Τυρί σκληρό με αλμυρή γεύση και ευχάριστο άρωμα. Η παραγωγή και ωρίμανση του προϊόντος γίνεται στη νήσο Λέσβο (Μυτιλήνη).
ίαδοτύρι Ιυτι^νηξ Ζ. ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΗ Σύμφωνα με την κείμενη νομοθεσία, στα μέσα συσκευασίας που περιέχουν Λαδοτυρι Μυτιλήνης, αναγράφονται υποχρεωτικά οι ακόλουθες ενδείξεις: α) "ΛΑΔΟΤΥΡΙ ΜΥΤΙΛΗΝΗΣ" (ΙΑΟΟΤΥΗΙ ΜΥΤΙΙΙΝΙ5) β) Προστατευόμενη ονομασία προέλευσης (ΠΟΠ) Υ) Τυρί δ) Η επωνυμία και η έδρα του παραγωγού-συσκευαστή ε) Το βάρος περιεχομένου στ) Η ημερομηνία παραγωγής ζ) Στοιχεία ελέγχου που αναλύονται ως εξής: ί. Τα πρώτα γράμματα της ονομασίας προέλευσης: ΛΑ-ΜΥ 2. 0 αυξοντας αριθμός του μέσου συσκευασίας (Παράδειγμα: ΛΑ-ΜΥ-1650-20.12.94) Οι παραπάνω υποχρεωτικές ενδείξεις αναγράφονται τουλάχιστον στην ελληνική γλώσσα. Τα στοιχεία ελέγχου αναγράφονται με ευθύνη του συσκευαστή κατόπιν έγγραφης άδεις της αρμόδιας Δ/νσης ΓεωργΟας, η οποία τηρεί ειδικό βιβλίο παρακολούθησης και ελέγχου ανά παραγωγό τυριού Λαδοτυρι Μυτιλήνης. Οι ενδείξεις α, β, γ, δ, ε και στ αναγράφονται υποχρεωτικά σε κάθε συνοδευτικό έγγραφο κατά τη διακίνηση του τυριού Λαδοτυρι Μυτιλήνης. Κατά τα λοιπά η ανα^ραφτ) των υποχρεωτικών ενδείξεων γίνεται σύμφωνα με τα καθοριζόμενα στην παρ. 7 του άρθρου 4 του Π.Δ. 81/93. - 21 -
λαδοτύριηυτι1τ νϊ ς Η. ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΕΣ ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΚΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ 1. Υπουργική Απόφαση με αριθμό 2109/88 "Εγκριση αντικατάστασης του άρθρου 83 Τυροκομικά Προϊόντα του Κώδικα Τροφίμων" (Εφημερίς της Κυβερνήσεως της Ελληνικής Δημοκρατίας, Αρ. Φύλλου 892, τεύχος Β, 13/12/1988, Εθνικό Τυπογραφείο, σελ. 8389-8402). 2. Προεδρικό διάταγμα με αριθμό 81/93 "Προϋποθέσεις, όροι και διαδικασία καθιέρωσης ονομασιών προέλευσης γεωργικών προϊόντων" (Εφημερίς της Κυβερνήσεως της Ελληνικής Δημοκρατίας, Αρ. Φύλλου 36, τεύχος Α, 19/3/1993, Εθνικό Τυπογραφείο, σελ. 355-358) 3. Υπουργική Απόφαση με αριθμό 313058/94 "Αναγνώριση προστατευόμενης ονομασίας προέλευσης (ΠΟΠ) τυριού "ΛΑΔΟΤΥΡΙ ΜΥΤΙΛΗΝΗΣ" (Ι,ΑϋΟΤΥΚΙ ΜΥΤΙΧΙΝΙ5) (Εφημερίς της Κυβερνήσεως της Ελληνικής Δημοκρατίας, Αρ. Φύλλου, τεύχος Β, /1/1994, Εθνικό Τυπογραφείο - 21 -
θ. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Απί &ηΐ:&3ζί3, Ε. & Κ&ηάαΓ&}ζί8,,1. (1980) 35, 617 Μί 1ο1ινίί336η3θΓΐ3 τ., Απί &ητ.3μ8, Ε., νβϊηοσίου, Β. & Ε&ιηιτιοιι, Κ. (1980) Τιτ&ν&υχ δσίβηϋίςνιββ άβ 1' Ιηβτ:ϋ:ιιτ.β Τβοΐιηοίοσίσυβ 8υ.ρβΓΐβΓ άβ3 Ιηάυβτ-Γίββ Α1ίπ>βητ.&ΪΓβ3, Ρίονάίά, Τοπ» XXVII, ΟΒ I, σελ. 1-14 Αηΐ &η &1ίί3, Ε.Μ. (1991) Οτββίζ ο1ιββ3β3, & ΤίΓ&άίϋοη ο 0βη υ.γίβ3, Ν&ϋοηαΐ Β^ίτγ Οοπ»πιϊτ:τ:ββ ο δγββοβ, σελ. 80-82 Βολιώτης, Δ. (1993) Προσωπική επικοινωνία. Γεωργικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Εργαστήριο Γαλακτοκομίας, μη δημοσιευθείσες εργασίες Γενικό Χημείο του Κράτους (1988) Εγκριση αντικατάστασης του άρθρου 83, Τυροκομικά Προϊόντα του Κώδικα Τροφίμων, ΦΕΚ 892, τ. Β, Εθνικό Τυπογραφείο, Αθήνα, σελ. 8389-8403 Διεύθυνση Γεωργίας Λέσβου (1993) Προσωπική επικοινωνία Διόδωρος ο Σικελός, Απόσπασμα Βιβλίου VI.6.1-7.2, Εθνικό Ιδρυμα Ερευνών, Αθήνα Εθνική Στατιστική Υπηρεσία της Ελλάδος (Ε.Σ.Υ.Ε.) (1991) Γεωργική Στατιστική της Ελλάδος, Αθήνα α) σελ. 80 β) σελ. 95 Εφημερίς της Κυβερνήσεως της Ελληνικής Δημοκρατίας (1994) Υπουργική Απόφαση αρ. 3130, Αρ. ΦΕΚ τ. Β, Εθνικό Τυπογραφείο, Αθήνα Κουκούλες, Φ. (1952) Βυζαντινών Βίος και Πολιτισμός, Τόμος Ε, Γαλλικό Ινστιτούτο Αθηνών, Αθήνα Λέτσας, Α. (1949) Μυθολογία της Γεωργίας, ΑΤΕ, Θεσσαλονίκη Ολύμπια (1875), Περίοδος Τρίτη (1878) Εθνικό Τυπογραφείο, Αθήνα Ροΐυηϊη, 0. (1980) Ρ1ονίβΓ3 ο ΟΓββοβ &ηά 1ιβ Β&13ί3.η3, ΟχίοΓά υηίνβγ3ίτ/γργ633 δοοΐτ., Κ. (1981) ΟΗββββπιακίηοΓ ργ&σϋσβ, ΕΙββνϊβΓ Αρρίΐβά Βοίβησβ, ΙίΟηάοη, ϋκ, σελ. 55 Σιδερής, Ζ. (1982) Ομήρου Οδύσσεια, (μετ.) σελ. 170-171, Οργανισμός Εκδόσεων Διδακτικών Βιβλίων, Αθήνα δίΐίΐθ3, Ε., νου.τ.3ίη&3, Ι..Ρ. &Ρ&ρρ&3, ϋ.ρ. (1991) 5πι&11 Ευ.π»ίη&ητ. Ηβ3., 4, 47-60 - 23 -
λαδοτύρι Μυτιλήνης νοίίοίϊβ, Ό.Ί. (1987) λοτ.3. Βοΐ. ΟτοαΓ.. 46, σελ. 213-224. Χατζημηνάογλου, I., Ζέρβας, Ν. & Βογιατζόγλου, I. (1985) Πρόβατα και αίγες στην Ελλάδα, θεσσαλονίκη, α) σελ. 3, β) σελ. 11 Χρονοττούλου - Σερελή, Α. (1993) Μαθήματα Γεωργικής Μετεωρολογίας Βιοκλιματολογίας, Γεωργικό Πανεπιστήμιο Αθηνών Υπουργείον Εθνικής Αμύνης Ελλάδος, Γενικόν Επιτελείον Αεροπορίας, Εθνική Μετεωρολογική Υπηρεσία, Διεύθυνσις Κλιματολογίας (1978) Κλιματικά στοιχεία του ελληνικού δικτύου, Αθήνα Ζυγουρης, Ν.Π. (1956) Ελληνική Τυροκομία, Ηπειρωτική Εστία, Ιωάννινα, σελ. 303-304 - 24 -
Ο 4 (3ΗΕΕ0Ε ΑΟΜΙΝ15ΤΗΑΤΓνΈ ΗΕΟΙΟΝ5?»» ΡΕθ7υκε 3ος.τ<ΐΛΒ>ε3 >*^ι \ Ρ V ΕΖΑ Αΐ-ΐ^Χ ΑΟ Α ΒΙΟΛΙΑ ΙΑΧ1ΝΤΗ05 - αοοεχανΐ5505, ',ΒΕΤΜΙΜΜΟ ' ' ' / ΙΛΑΧΙ,ΙΟ Ι.Α331ΤΜΙ Ρ ί.
Εαάοίγη Μγίίΐίηί» ΚΠΝΟΤΚ.ΟΠΚΙ [νΐ/5014/95 - άοδδίοτ 0445] 0. ΑΐΚΕ ΟΕΟΟΚΑΡΗΙΟυΈ ΟΕ ΡΚΟνΕΝΑΝΟΕ ΟΕ ΕΑ ΜΑΤΙΕΚ.Ε ΡΚΕΜΙΕΚΕ Ε/αϊτε εο ταρηίαυε άαηδ Ιαςυείΐε εδί ρΐόάυιι 1ε Ιαίί αυί δειΐ 3 ργέρατεγ 1ε «Ιαάοίντϊ Μγίϋίηίδ» οοιτεδροηά αυχ Ιπηϊΐεδ έο ταρηίαυεδ άε Γϊΐε άε Ε,εδβοδ (εοηιηιυηόηιεηΐ: αρρείέε ΐΐε άε Μγιϊΐεηε). II εδί ϊηίεγάίί άε ργέρατεγ άιι «ΙαάοΙγπ Μγίίΐϊηίδ» ανεο άυ Ιαίί ηε ρΐόνεηαηι ραδ άε Ια Γέ ίοη ργέοϊιέο. Αηηεχε: οαιΐε άε Γαίτε έο ταρηϊςυε άε ρΐόνεηαηοο άε Ια ηιαίϊεγε ργεηυεγε. 4
ΕαάοΙγη Μγΐίΐίηϊδ ΚΤΙΝΟΤΕΟΠΚΙ Ό. ΜΑΤΙΕΚΕ ΡΚΕΜΙΕΚΕ υτίείδεε ρουκ. ΕΑ ΡΚΕΡΑΚΑΤΙΟΝ υυ ρκοουιτ I. ΕΝνίΚΟΝΝΕΜΕΝΤ ΝΑΤΤΛΙΕΕ ΟΕ ΕΑ ΚΕΟΙΟΝ ϋανδ ΕΑζ)υΈΕΕΕ ΕΑ ΜΑΤΙΕΚΕ ΡΚΕΜΙΕΚΕ ΕδΤ ΡΚΟΟυΤΓΈ α) δοΐδ Ιεδβοδ 681 υηε ϊΐε άυ ηογά άε Ια ηιεγ Ε έε άοηί Ια δυρεγίϊείε εδί άε 1.630 Ιαη 2, εε αυί ίαίί ά'εΐΐε Ια ΐτοίδίέιηε ϊΐε άε ΟΓέεε ρατ Γέίεηάυε. Εεδ ΐΐεδ άε ΕεδΟΟδ, Εεηιηοδ εί Α ίοδ Ενδίχαίίοδ ίοιτηεηΐ 1ε ηοηιε άε ΙεδΟΟδ. 1ε δοΐ εδί νοίεαηίαυε. ία εοηίϊ υταίίοη άυ ίειταίη εδί ίηδυΐαίτε: Ιεδ Ιειταίηδ εη ρεηίε Γέ υ1ίέγε δυεεέάεηί αυχ Ιειταίηδ εη ρεηίε ίοιίε ου ίτέδ ίοιίε εί ΓοπηεηΙ άεδ ρΐαίηεδ αυχ αβογάδ άυ ΙίϋίΟΓαΙ. 1,11ε εδί δεηιί-ηιοηια ηευδε, Γαΐίίίυάε Ια ρΐυδ έίενέε έίαηί άε 865 ηιέίτεδ (ηιοηί ΡΓορηίίίδ Ηίαδ). Ιεδ ραίυτα εδ εοηδίίίυεηΐ υηε ραή ίητρογίαηίε άε Ια δυρεγίϊείε άε 111ε. Ια Γερατίίίίοη άεδ δοΐδ δυίναηί Ιευτ υίίΐίδαίίοη (Ιειτεδ α^τίεοΐεδ, ράίυτα εδ, &Γέίδ εί αυίγεδ δυρεγίίεΐεδ) εδί Ια δυίναηίε: υΐϋϊδαΐίοη Ιαη 2 % Ιαοουτδ 623 38,2 Ραίυτα εδ 604 37,1 ΡοΓέίδ 329 20,2 Αυιτεδ δυρεγίίεΐεδ 74 4,5 Τοίαΐ 1.630 100,0 (Οίτεείίοη άε Γα ηευ1ίυτε άε Ιεδβοδ, 1993) 5
Ι^αάοϊγή Μγίίΐίηίβ ΚΤΓΝΟΤΚΟίΊΚΙ ο) ΟΙίηιαΙ ϋ'υηε ίαεοη έηέγα1ε, 1ε οΐίηιαί άε Ια Οτέοε εδί άε ίγρε ηιέάϊίειταηέεη: ϋ ρτέδεηίε Ιεδ οαταοΐέπδΐίαυεδ άυ οϋηιαί άεδ τέβίοηδ ΙεηιρέΓέεδ ρεηάαηί ΙτιίνεΓ εί εεΐΐεδ άεδ τέβίοηδ δυοίτορϊοαίεδ ά ΙιαυΙε ρτεδδίοη ρεηάαηί Γέίέ. Εη ά'αυίτεδ ίειτηεδ, Γηίνετγ εδίρΐυνίευχ εί Γέίέ γ εδί δεο, 1ε ηϊνεαυ άε ρΐυνϊοδϊίέ αηηυείΐε γ εδί ίαίοίε, ΓηίνεΓ γ εδί άουχ, Γέίέ γ εδί οΐιαυά εί Γεηδοΐεΐΐΐεηιεηί γ εδί ίηιροιίαηί ρεηάαηί ίουίε Γαηηέε, εη ραιίίουιίεγ ρεηάαηί Ια δαίδοη εΐιαυάε (ΟητοηορουΙου-δέΓέϋ, 1993). ΕΉε άε Εεδοοδ εί, ρΐυδ έηέγα1εηιεηί, 1ε ηοηιε άε ίεδοοδ αρραιΐίεηηεηί α Ια ζοηε οΐήηαίίαυε άε Ια ηιεγ Ε έε εί οηί άοηο υη οϋτηαί ΙεηιρέΓέ. Εε ε1 δ'γ ργοάυίί α άε τατεδ οοοαδίοηδ, δυτίουί αυ ηιοϊδ άε ]αηνίεγ, Ια τε1ε εί Ια ηεί ε γ έίαηί εηοογε ρΐυδ ταγεδ (Οϊτεοίίοη άε Γα που1ίυτε άε Εεδοοδ, 1993). Εε ηοηιογε ηιογεη αηηυεί άε ίουτδ ρεηάαηί Ιεδαυείδ οη οοδεγνε άεδ οηυίεδ άε ηεί ε εδί άε 1,43 (ΜίηϊδίέΓε άε Ια ϋέίεηδε ηαίίοηαίε, 1978). Εε ηίνεαυ ηιογεη άε ρΐυνίοδίίέ εδί άε 705,8 ηιηι, ηιαίδ δα Γέραιίίίίοη αυ εουτδ άε Γαηηέε εδί ίηέ α1ε. Εα ρΐυνίοδίίέ ηιαχίηιαίε δ'οβδεγνε ρεηάαηί Ιεδ ηιοϊδ άε άέεεηιογε εί άε ]αηνίεγ, ίαηάϊδ αυε Ια ρΐυνϊοδϊίέ ηιίηίηιαίε δ'οοδεγνε ρεηάαηί Ιεδ ηιοϊδ άε ^ϊΐΐεί εί ά'αούί. Εα ρΐυνϊοδϊίέ ηιεηδυείΐε εδί Ια δυϊναηίε (εη ηυη): ]αηνϊεγ 164,4 ΐυϊΐΐεί 2,0 ΓένπεΓ 97,5 αούί 1,4 ηιατδ 53,7 δερίεηιογε 4,7 ανπΐ 38,2 οείοογε 37,0 ηιαϊ 26,6 ηονεηιογε 123,1 ΐιιϊη 8,1 άέεεηιογε 149,5 (ϋϊγεοιϊοη άε Γα πευ1ίυτε άε ίεδβοδ, 1993) Οη εοηδίαίεγα αυε Ια ρΐυνϊοδϊίέ ίοίαίε άεδ ηιοϊδ άε ηονεηιογε, άέεεηιογε εί ^νίεγ αίίεϊηί 436,6 ηιηι, δοΐί 61,9 % άε Ια ρΐυνϊοδϊίέ αηηυείΐε, αιογδ αυε οεΐΐε άεδ ηιοϊδ άε ]υϊη,.ίυϊΐΐεί, αούί εί δερίεπλγε ηε άέραδδε ραδ 16,2 ηιηι, δοΐί 2,3 % άε Ια ρΐυνϊοδϊίέ αηηυείΐε. Α Εεδοοδ, Ιεδ ]ουτδ ηυα ευχ εί, α ίοιΐίοπ, Ιεδ ριΐγδ δαηδ δοΐεϊΐ δοηί ρευ ηοηιογευχ: ά'υηε ηιαηϊέγε έηέγα1ε, οη γ οοδογνε υη ϊηιρογίαηι εηδοΐεϊΐΐεηιεηί (ϋϊτεοίϊοη άε Γα που11υτε άε Εεδοοδ, 1993). Νουδ οΐίεγοηδ οί-άεδδουδ αυείαυεδ εαγαοίέΐίδιίαυεδ ηιέίέθγθ1ο ίαυεδ άε 111ε άε Εεδοοδ: Ηυητϊάίίέ τείαίϊνε ηιογεηηε αηηυείΐε (%) 63,0 ΤεπιρέΓαίχιτε ηιογεηηε αηηυείΐε ( 0) 17,8 Ιουτδάερίυίε 91,6 Ηευτεδ ά'εηδοΐεϋΐεηιεηί 2.734 (ϋίτεείίοη άε Γα πευ11υτε άε Εεδοοδ, 1993) 6
ΕαάοΙγπ Μγίϋίηίδ ΚΤΙΝΟΤΕΟΡΙΚΙ ο) Ρίοτο ία ύογε οαΐΐίαηϊαυε εδί ϊηάυοίίαοίετηεηί Ια ρΐυδ τϊοηε ά'ευτορε: ηοη δειιίειηεηΐ εΐΐε οοηιρογίε ρΐιΐδ ά'εδρέοεδ ςυο οεΐΐεδ άε ίοαίεδ Ιεδ αυίτεδ τέ ίοηδ ά'ευτορε, ηιαίδ ο'εδί εΐΐε αυί ροδδέάε 1ε ρίχΐδ ταηά ηοηιοτε ά'εδρέοεδ εηάέτηίαυεδ, αυε Γοη ηε τεηοοηίτε ηιιΐΐε ρατί αίΐίειιτδ άαηδ 1ε ηιοηάε (Ροΐυηίη, 1980). Εα Ποτέ ηαίυτεΐΐε άε Οτέεε δε οοηιροδε ά'εηνίτοη 6.000 εδρέοεδ, άοηί 15 % - 20 % δείοη οειίαίηδ αυίευτδ - δοηί εηάέητίαυεδ. Οοηιρίε ίεηυ άε Ια δυρετίΐοίε άυ ραγδ, ο'εδί Ια υη ηοηιοτε εχοερίίοηηείΐεηιεηΐ έίενέ. Εα Οτέοο, α οοί έ ατά, οεουρε 1ε ργεηιίεγ ταη ρατ ταρροιΐ αυχ αυίτεδ Είαίδ ευτορέεηδ εί νίεηί ]υδίε αρτέδ Ια ρέηίηδυΐε ίοέτίαυε. ε οηίί&ε άε 6.000 εδρέοεδ εδί ά'αυίαηί ρΐυδ ίτηρτεδδίοηηαηί Ιοτδςυ'οη 1ε οοηιρατο αυχ 20.000 εδρέοεδ αυε οοηιρίε αυ ίοίαΐ Ια τέ ίοη ηιέάίίεπ-αηέεηηε (ΓΕυτορε ηιέπάίοηαίε, ΓΑίτίαυε άυ Νοτά εί υηε ρατίίε άε ΓΑδίε οεοίάεηίαίε) (νοίίοίίδ, 1987). Ε'εηάέητίδηιε άε Ια Ποτέ άυ ραγδ α δυτίουί έίέ ίανοπδέ άαηδ άεδ οίοίορεδ ίδοΐέδ, εοηιηιε Ια τέ ίοη άε Ια ηιετ Ε έε. νυ Ιευτ ρτοχίτηίίέ ανεο Ια Ποτέ οπ ίηε11ε ά'αδίε ηιίηευτε, Ιεδ ϊΐεδ άε Ια ΠΙΟΓ Ε έε, άοηί Εεδοοδ, οηί τεργέδεηίέ υη ίίίηέταίτε ίηιρογίαηι ρουτ Ια ηιί ταίίοη ρτο τεδδίνε ά'εδρέοεδ νέ έία1εδ ρτονεηαηί άε Γοπεηί εί άενεηαηί εηάέηιίςυεδ εη ΟΓέοε, οοηιηιε οη ρευί 1ε νοίτ δυτ Ια οατίο 1 (Ροΐυηίη, 1980). Εα ΟΓουδδαίΙΙε εδί ίτέδ 1ατ ετηεηί τέραηάυε άαηδ Ιεδ ϊΐεδ άε Ια ηιεγ Ε έε. Εεδ εδρέοεδ οτουδδαίΐίευδεδ οαταοίέπδίίςυοδ δοηί Ιεδ δυϊναηίεδ: Οαετε-ιις εοεάβνα, Ξακοροίβήιΐΐη $ρίηο$ηΐη, Οβηίχΐα αεαηΐηοοίαάα, ΑηΐΗγΙΙίχ Ηεπηαηηίαε, Εηρηονύία αεαηίηοίηαηιηοχ, ΤΗγτηεΙαεα Ταηοηναπα, ΊηγτηεΙαεα ηίτχηία, Ηγρεήαιηί ειηρβίή/οίηίτη. Οχίκχ ίηεαηηχ, ϋίχίιιχ χαΐνί/οίίηχ, ΞαίηΓβ]α ίηγτηϋτα, Τηγηιια; οαρίίηχ, ΟΙοδηΙαηα αίγρηηι, είο. (Ροΐυηίη, 1980). ϋαηδ 1ε τηααυίδ, υηε νέ έίαίίοη 1ί ηευδε αυε Γοη ίγουνε δυτίουί δυτ Ιεδ ΐΐεδ άε Ια ηιεγ Ε έε, οη τεηεοηίτε Ιεδ εδρέοεδ δυϊναηίεδ: ίαηηιχ ηομίχ, ϋβνοίχ χίΐϋ^ηαχίηιιη, ΟαΙίεοίοτηε νίιιοχα, 8ραΠίηηίίηηεεηιη, Οοίίηηχ σο γ ηα, Ρίχΐαοία Ιεηίίχεηχ, ΡαΙίηηιχ χρίηα-οηηχίί, Μγτίηχ αοηΐτηηηίχ, Ατύηίηχ ιιηεάο, ΑνύηΐΗΧ αηάταεηηε, ΕΗοα ανύονεα, Εηοα ηαηίρηίίβονα, ΡΗίΙΙγτεα ΙαίίβΙία, ΟΙβα εητοραβα, Κοχηταήηηχ ο/βοίηαιίχ,αχραταξίιχ αεηίίβΐίηχ, Κιιχοηχ αεηΐεαίηχ, 8τηίΙαχ αχρενα, είο. (Ροΐυηίη, 1980). Εα ΓΙΟΓΟ οόίίέγο τηέτίίε ά'έίτε τηεηίίοηηέε α ρατί: εΐΐε εδί αδδεζ υηίίοπηε, νυ Γυηίίοππίίέ άυ οΐίηιαί, εί άε ηοηιογευδεδ εδρέεεδ γ δοηί 1ατ εηιεηί τερτέδεηίέεδ. ία ίαίοΐεδδε άεδ ηιατέεδ εί Γαοδεηοε άε ταηάδ ίίευνεδ, εηίτε αυίτεδ ίαοίευτδ, εη Ιίηιίΐεηί Ια άίνετδίίέ. Νουδ είίετοηδ Ιεδ εδρέοεδ δυϊναηίεδ: α) οόίεδ εί ρ1α εδ τοείιευδεδ: ΑΗΗτοοηεηιηιη βιιίίεοχηιη, 8αΙχοΙα ΚαΙί, ΜαίΐΗίοΙα ΐηοηχρίάαία, Οαΐάΐε ιηαήίίτηα, ΕΓγηξίκηι τηαηίίηιηηι, Ετγη ίιιηι ονεϋοητη, ϋήίηηιιΐμ ηιαήίίηηιηι, ΙηιιΙα ϋήύιτηοίάβχ, είο.; ο) οόίεδ δαοΐοηηουδεδ: Ρίηιιχ ρίηεα, ΡοΙγξοηητη τηαήίίτηηιη, ΟΙαιιείητη βανητη, ΜαΙεοΙτηία βεχηοχα, Οαΐάΐε τηαήΐίΐηα, Μβάίοα ο ηιαήηα, ΕηρΗοώίαρερίιχ, Τωηαήχ χρρ., Ετγη^ηιηι /ηαήίίηίηηι, Ετγη&Ηΐη αη>ίίοηηι, Εοηίηορηοτα,ψίηοχα, άσηπτα βγβοΐα, ϋαΐγχίβξία χοιάαηειια, ΧαηΐΗίιιτη χΐηαηαήητη, Ραπΰταϋητη ϊηαήΐίηιηϊη, είο. (Ροΐυηϊη, 1980). 7
ΕαάοΙγπ Μγίίΐίηίχ ΚτίΝΟΤΙΙΟΡίΚΙ Ι,εδ εδρέοεδ Ιεδ ρΐιΐδ ρπδέεδ ρατ Ιεδ εηένγεδ εί Ιεδ ΟΓεοίδ δοηί ραιτηί Ιεδ ^αηώιαοέεδ εί Ιεδ ραρίΐίοηαεέεδ δροηίαηέεδ δυίναηίεδ: α) ραρίΐίοηαοέεδ (Ραδαοβαβ): Ρίχητη, Υίοϊα, ΡαίΗγηι$, Μβάϊοα^ο, ΤήβοΙϊητη, Σοίη$, ΟηίϊίΗορΐ4$, ΟηοΙ)ΓγΰΗϊ8; ΑΜνα^αΙης, Οηοηίχ, ΑηίΗγΙΗα, είε.; ο) ταηιίηαοέεδ (Ροαοβαβ): Ροα, Ρβχίηεα, ΡΗΙβυτη, ϋαογιίζ, 8οτ Ηιιιη, Βτοηηιχ, Α&Γθ$ίϊ8, Ογηοάοη, Ηονάβητη,Ανβηα, Αβ&Ιορχ, Κοείβήα, είε. ΟνΌΙίοίϊδ, 1993). ΟΗΓΙΕ 1. Ρηηοίραυχ ίίίηέγαίγεδ άε ητίβταίίοη άε Ια ίιογε 8
Εα<1οΙγπ ΜγΙίΙϊηΪΒ ΚΠΝΟΤΚΟΡΓΚΙ II. ΕδΡΕΟΕδ ΕΤ ΚΑΟΕδ ϋανιμαεγχ ΟΟΝΤ ΡΚΟνίΕΝΤ ΕΕ ΕΑΙΤ υτιειδε ΡΟΕΓΚ. ΕΑ ΡΚΕΡΑΚΑΤΙΟΝ ΌΌ ΡΕ,ΟΟυΐΤ Εε «Ιαάοίγή Μγίίΐίηίδ» δε ρτέρατε ίταάίίίοηηείΐεηιεηΐ ά ρατώ" άε Ιαίί άε ΰΓθϋϊδ ριιτ ου α ρατίίτ άε πιέ1αη εδ άε Ιαίί άε ΟΓεοίδ ανεο άυ Ιαίί άε εηέντε άαηδ Ιεδςυείδ 1ε Ιαίί άε ΟΓεοΐδ ΓεηιροΓΐε άε ηιαηίέγε δί ηίίϊοαιίνε. δι Γέ1ενα ε ονίη εί εαρηη δ'εδί άένείορρέ, α Εεδ&οδ οοπιηιε άαηδ 1ε τεδΐε άε Ια Οτέοε, εί δί, άερυίδ Ιεδ ΐεηιρδ Ιεδ ρΐυδ αηεϊεηδ ^δαυ'α ηοδ ]ουτδ, οε ιγρε ά'έίενα^ε γ οοουρε υηε ροδϊίίοη άοηιίηαηίε νοίτε, άαηδ εεγίαϊηεδ τέ ίοηδ, υηε ροδϊίίοη εχοΐυδίνε εη ηιαυέγε άε ργοάυείίοη ΙαίίϊεΓε, οεΐα Ιίεηί αυχ εαταοΐέπδίίαυεδ έορηγδίαυεδ εί οϋτηαΐϊςυεδ ρατΐίουιίέγεδ άυ ραγδ. Εα ρΐόροιΐίοη ίηιροιΐαηίε άε δυρεγίΐοίοδ ηιοηία ηευδεδ εί 1ε οΐίτηαί δεο εί οίιαυά ςυϊ τέ ηε εη Οτέοε, Ιεαυεί ηε ίανοήδε Ια ΟΓοΐδδοηοε ηαΐυτεΐΐε άε Ια νέ έίαίίοη αυ'α οεήαίηεδ έροαυεδ άε Γαηηέε, ά'υηε άυτεε Γείαΐίνεηιεηί οουτίε, οηί είε άεδ ίαοίευτδ εδδεηίίεΐδ εί άέίεπηίηαηΐδ: ίΐδ οηί ευ ρουτ είίεί 1ε άένείορρεηιεηί άε ταεεδ άε εηέντεδ εί άε ΟΓεοίδ άοίέεδ ά'υηε οοηδίίίυΐίοη ιτλυδιο εί ά'υηε ταηάε οαραείίέ ά'αάαρίαίίοη α οεδ οοηάίίίοηδ άίίίίοίίοδ. Οεδ ταοεδ, αυί δοηί αάαρίέεδ ά Ιευτ ητίΐίευ ηαίυτεί εί αυί ργοίίΐεηϋ άε ράίυγα εδ άοηί Ια ίιογε εδί έΐοηηαηιηιεηί νατίέε, υηίαυε ρατ 1ε ηοηιογε άεδ εδρέοεδ εηάέητίαυεδ, δε οαταοΐέπδεηΐ ρατ Ιευτ ίαίοίε ργοάυείίοη ΙαίίϊεΓε, ηιαίδ αυδδί ρατ υη Ιαίί άοηί Ια οοηιροδίίίοη οΐώηίςυε εδί ραγίίουιίέγεηιεηί ποηε εί άοηί Ιεδ ργορπέίέδ θγ αηο1εριίαυεδ δοηί εχοερίίοηηείΐεδ. Εα ςυαίίίέ άε εε Ιαίί άε ΟΓεοίδ εί άε οηέντο, αίηδί ςυε Γεχρέπεηοο άεδ &οπια εγδ, δοηί Ιεδ ίαοίευτδ οοη]οίηίδ αυχαυείδ οη άοίί ίουίε υηε δέπε άε ίτοηια εδ άε ργεηιίεγ οΐιοίχ, ραπηί Ιεδςυείδ ρτεηά ρΐαοο 1ε «Ιαάοίγή Μγίίΐίηίδ». Ε'αΙίηιεηΙαΙίοη άεδ βγεοίδ εί άεδ οηέντεδ τεροδε ργεδαυε εχοΐυδίνεηιεηί δυτ Ια νέ^έίαίίοη άε ράίυτα εδ άοηί Ια εαραοϊΐέ εδί αδδεζ ίαίοίε ηιαίδ άοηί Ια ίιογε εδιρατίίουιίέγεηιεηί ποηε. Ε'υηε άεδ οαταοίέήδίίαυεδ ϊηιροιίαηΐεδ άε Ια νέ έίαίίοη άεδ ράίυτα εδ ηιοηία ηευχ εί δεηιί-ηιοηία ηευχ άε 111ε άε ΕεδΟΟδ εδί ςυ'εΐΐε εδί εχεηιρίε άε ργοάυίίδ ρηγίορηαιτηαεευΐίαυεδ, ραταδίίίείάεδ, ρεδίίοίάεδ, ίηδεείίείάεδ, είο. υΐϊΐϊδέδ άαηδ Γα που1ϋυτε εί αυε δα Ιεηευτ εη ρίοηιο εί αυίτεδ ροΐΐυαηίδ εδί ραγίίουιίέγεηιεηί ίαίοίε, οεδ Γέ ίοηδ έίαηί άέρουτνυεδ άε ταηάδ αχεδ ΓουίίεΓδ. Ε'αοδεηοο άε Ιεΐΐεδ δυοδίαηοεδ άαηδ ΓεηνίΓοηηεηιεηΙ άεδ τέ ίοηδ ηιοηία ηευδεδ εί δεηιίηιοηία ηευδεδ άυ ραγδ εί άαηδ Ια νέ έιαίίοη άοηί δε ηουιτίδδεηΐ ργεδαυε εχοΐυδίνοηιεηί Ιεδ εηέντεδ εί Ιεδ ΟΓεοϊδ α ρουτ οοηδέςυεηοε ςυο 1ε Ιαίί εί 1ε ίτοηια ε αυί εη ργονίεηί δοηί εχεηιρίδ άε ίουίε οοηίαηιίηαΐίοη, οε ςιιϊ η'εδί ραδ 1ε οαδ άυ Ιαίί άεδ αιώηαυχ ςυε Γοη ηουιτίΐ ά'αΐίηιεηίδ ευΐίίνέδ. Εεδ οαταοίέήδίίαυεδ άε οαδε άε Γέίενα^ε ονίη εί οαρηη άε Ια τέ ίοη δοηί: 1ε βταηά ηοηιοτε ά'εχρίοίΐαίίοηδ ά'έ1ενα ε εί 1ε ρείίί ηοηιοτε ά'αηίτηαυχ ρατ εχρίοίίαίίοη, δεδ ταοεδ άε οηέντοδ εί άε οτεοίδ ηοη αηιέϋογέεδ, βίεη αάαρίέεδ α άεδ οοηάίίίοηδ έορηγδίςυεδ εί οΐίηιαίίςυοδ άίίϊΐοίΐεδ τηαίδ άοηί 1ε τεηάετηεηί εη Ιαίί εδί ρευ έίενέ, Ια ρτέάοτηίηαηοε άε Γέ1ενα ε εχίεηδίί, ρήηοίραΐοηιεηΐ άαηδ άεδ τέ^ίοηδ ηιοηια ηευδεδ εί δεηιίηιοηία ηευδεδ, εί 1ε ίαίί αυε Ιεδ οηένγεδ εί Ιεδ οτεοίδ δ'αΐίηιεηίεηί ρπηοίραΐεηιεηΐ εη ραίδδαηί ΙίοΓεηιεηί, Ια ργαίίαυε άε Ια ΐΓαηδΙιυηιαηοο, Ιεδ ίγουρεαυχ έίαηί ίταηδίέτέδ νεγδ άεδ ραίυτα εδ δίίυέδ εη Γέ ίοη ηιοηια ηευδε ρεηάαηί Ια δαίδοη οηαυάε (Οηαίζίηιίηαοξίου & εοΐΐ., 1985α). 9
Ε3ΐ1ο1γπ Μγΐίΐίηίδ ΚΉΝΟΤΕΟΗΚΙ Α Ι,οδοοδ εί, ρ1ιΐ8 ^έηέταίοτηοηί, άαηδ 1ε ηοηιε άε ίεδβοδ, Γέ1ενα ε άεδ οτεοϊδ εί άεδ οηέντεδ εδί ρτίηοίραίοτηεηί οτϊεηίέ νεγδ Ια ρτοάυοίίοη άε Ιαίί. ιεδ τεοείίεδ ρτονεηαηί άε Ια νεηίε άιι Ιαίί τερτέδεηίεηί 60 α 65 % άεδ τενεηυδ οτυίδ άεδ έίενευτδ. ίε ηοηιε άε ίεδοοδ οοτηρίο αυ ίοίαΐ ρΐυδ άε 6.000 εχρίοϊίαίϊοηδ ά'έίενα^ε ονίη άαηδ Ιεδαυείΐεδ δοηί έίενέεδ 376.962 οτεοϊδ, άοηί 239.745 ρτοάυϊδεηί άυ Ιαϊί. II εοηιρΐε έ^αΐεηιεηΐ ρΐυδ άε 9.500 εχρίοϊίαίϊοηδ ά'έ1ενα ε οαρπη άαηδ Ιοδςυείΐεδ δοηί έίενέεδ 68.129 οηέντεδ, άοηί 48.844 ρτοάυϊδεηί άυ Ιαίί (ΙηδίίίυΙ ηαίίοηαΐ άε δίαΐίδίίςυε άε Οτέοε, 1991α). ία τέρατίϊίίοη άε Ια ρτοάυοίίοη άε Ιαίί ρατ ίγρε ά'έ1ενα ε εδί Ια δυίναηίε (εη ίοηηεδ): ιαίί άε οτεοϊδ 22.199 ιαϊί άε οηέντε 7.770 Οηέντεδ άοτηεδίίςυεδ 3.691 Οηέντεδ άοτηεδίίςυεδ 6.112 Οηέντεδ τέ αίτεδ 18.451 Οηέντεδ τέ αίτεδ 1.658 Οηέντεδ ηοτηαάεδ 57 Οηέντεδ ηοτηαάεδ - (ΙηδίίίυΙ ηαίϊοηαΐ άε δίαΐίδίϊαυο άε Οτέοε, 1991ο) ιεδ οτεοϊδ έίενέεδ ά ίεδβοδ, τηαίδ αυδδί, ρΐυδ έηέτα1ετηεηί, άαηδ Ιουίε Ια Οτέοε, οηί, ρουτ Ια ρΐυραιΐ, υη δυοδίταΐ έηέΐίο[υο οοπιηιυη, ηιαϊδ εΐΐεδ ρτέδεηΐεηί άεδ οαταοΐέτίδίίςυοδ άϊίίέτεηίεδ δείοη Ιεδ οοηάίίίοηδ ραιΐίουΐίέτεδ άε Ια τέ^ίοη άαηδ Ιααυείΐε εΐΐεδ δοηί έίενέεδ. Οο δοηί άεδ αηϊηιαυχ άε ρείίίε ίαίΐΐε, αάαρίέδ αυχ οοηάίίίοηδ έορηγδίςυεδ εί ο1ϊτηαίίς[υεδ άίίίϊοίΐοδ άε Ια τέ ίοη εί άοηί Ια ρτοάυοίίοη Ιαϊίίέτο εδί ίαϊοίε - άε 80 ά 120 1ί ρατ αη - ηιαϊδ ά'υηε αυαίϊίέ δυρέτίευτε, οε α αυοί οοηΐτίουεηί άε τηαηϊέτε εδδεηίίεΐΐε Ιευτ τηοάε ά'έ1ενα ε εί Ια νατίέΐό άε Ια ίίοτε άε Ια τέ ϊοη (Οηαίζίηιϊηαο 1ου & οοΐΐ., 1985). ία ταοο άοτηϊηαηίε α ίεδβοδ εδί Ια ταοε Ιοοαίε: Ια οτεοϊδ άε Μγίίΐέηε. Οη γ έιένε έ α1εηιεηί υη ρείίί ηοτηοτε άε οτεοϊδ άε ταοεδ έίταη έτεδ ου ϊδδυεδ άε οτοίδετηεηίδ ανεο Ια οτεοϊδ τεοςυε, ηιαϊδ Ιευτ Ιαίί εδί ά'υηε οοηδϊδίαηοε ρΐυδ ίαϊοίε εί οη Γυίϊΐίδε δυτίουί ρουτ Γαυίοοοηδοητηιαίίοη ου ρουτ Ια ρτέραταίϊοη άε γαουτίδ. ΟνιαηΙ αυχ οηέντεδ, Ια ταηάο τηαρήίέ άε Ιευτ ρορυΐαίίοη εδί οοηδίίίυόε άε ταοεδ Ιοοαίεδ. ία οηέντε Ιοοαίε εδί άε οουίευτ νατίαοίε εί ρτέδεηίε Ιεδ οαταοΐέτϊδίίαυεδ ρτορτεδ αυχ αηϊηιαυχ ηοη ατηέΐϊοτέδ, οοηττηο Ιευτ ρείίίε ίαίΐΐε, Ιευτ ίαϊοίε τηυΐίίραπίε, Ιευτ ίαϊοίε ρτοάυοίίοη Ιαίιϊέτο εί Ιευτ οοηδίϊίυίίοη τοουδίε. ία ρτοάυοίίοη αηηυοίΐε άε Ιαϊί νατϊε άε 50 α 100 Ιαΐοβτατητηεδ εη τηοηία ηε εί άε 120 α 150 Μ1ο τατηηιεδ εη ρΐαίηε. ϋαηδ Ιεδ τέ ϊοηδ ηιοηία ηευδεδ εί δεηιϊ-ηιοηια ηευδεδ, Ια οηέντε Ιοοαίε δ'αΐίηιεηίε εχοΐυδϊνοηιεηΐ εη ραίδδαηί Ιϊοτετηεηί. ϋαηδ Ιεδ τέ ϊοηδ άε ρΐαίηε, ού δε ηιαϊηίίεηηεηί άεδ ταοεδ ατηέΐϊοτέεδ ου έιταη έτεδ, ο'εδί Γέ1ενα ε άοηιεδίίαυε ου δετηϊ-άοτηεδίίςυε ςυί ρτέάοτηϊηε. ίε Ιαίί ςυε ρτοάυϊδεηί Ιεδ ταοεδ ατηέΐίοτέεδ ου έίταη έτεδ η'εδί ραδ υίϊΐίδέ εη πότηα ετίε τηαίδ αυίοοοηδοτητηέ (ΟΗαΙζίηιίηαο 1ου & οοΐΐ., 1985). 10
ΕαάοΙγη ΜγΐίΙϊηΪΗ ΚΉΝΟΤΕ.ΟΠΚΙ III. 0ΑΚΑΟΤΕΜδΤΙθυΕ8 ΟυΑΕΙΤΑΤΓΤΈδ ΌΕ ΕΑ ΜΑΤΙΕΚΕ ΡΚΕΜΙΕΚϋ ίε «Ιαάοίγτί Μγίίΐϊηίδ» εδί ΙταάίίϊοηηεΙΙειηεηΙ ρτέρατε ά ρατίϊτ άε Ιαϊί άε ΟΓεοϊδ, εε Ιαϊί έΐαηί οεΐυί αυϊ άοηηε 1ε ίτοηια ε άε Ια τηείΐίευτε αυαίϊίέ. Οη ρτοάυίί έ α1ετηεηί ιιη ίτοτηα ε άε οοηηε αυαίϊίέ εη ηιέ1αη εαηι άυ Ιαϊί άε οηέντε αυ Ιαίί άε οτεοϊδ, άαηδ υηε ρτοροτίίοη η'εχοέάαηί ραδ 30 %. ίε Ιαίί άε οτεοϊδ εΐ 1ε Ιαϊί άε οηέντε άίίίέτοηί ηειίεηιεηΐ άυ Ιαίί άε ναοηε, ίαηί ρατ Ιευτ οοηιροδίΐϊοη οΐώηίαυε ςυε ρατ Ιευτδ ρτορτϊέΐέδ ίτοηια^έτεδ. Οείίε άϊίίέτεηοο εδί εηοοτο αοοτυο άαηδ 1ε οαδ άεδ ταοεδ ίηάϊβέηεδ ηοη ατηέΐίοτέεδ εί ά ίαϊοίε ρτοάυοίίοη άε Ιαίί αυί άοηιίηεηί εη Οτέοε: νυ Ιεδ οοηάίίίοηδ οΐίτηαιίαυεδ, 1ε ρτοίίΐ έορ1ιγδίςυε εί Ια ίίοτε ρτορτεδ α Ια Οτέοε, οεδ ταοεδ δε οαταοΐέτίδοηί ρατ Ια ρτοάυοίίοη ά'υη Ιαίί ρατίίουΐίέτετηεηί τίοηε οη οοτηροδαηίδ δοΐίάοδ εί εη ατότηε. ϋ'υηε ίαοοη όηέτα1ε, ρατ ταρροτί αυ Ιαίί άε ναοηε, Ιεδ Ιαϊίδ άε οτεοϊδ εί άε οηέντε δε οαταοΐέτϊδεηί ρατ υηε ίεηευτ αοοτυο οη ρτοίέϊηεδ, εη ηιαίίέτε ταδδε εί εη τηαίίέτε δέοηε, οο αυί α υη ϊηιραοί δυτ 1ε τεηάεηιεηί εη ίτοηια ε εί δυτ Ιεδ ρτορτϊέΐέδ άυ ίτοηια ε οοίεηυ. Α ίϊίτε ίηάϊοαίίί, οη ίτουνοτα οϊ-αρτέδ Ια οοτηροδίίϊοη οηϊηιίαυο ηιογοηηε ά'έοηαηίϊΐΐοηδ άε Ιαϊίδ άε οτεοϊδ εί άε οηέντεδ άε ταοεδ ϊηάίβέηεδ. Τγρε άε Ιαίί Μαί. ταδδε (%) Ρτοίέϊηεδ ίοίαΐεδ (%) Οαδέϊηε (%) ίαοίοδο (%) Οοηάτεδ (%) Μαί. δέοηε (%) Βτεοϊδ 7,70 5,96 4,67 4,74 0,92 19,36 Οηέντε 5,33 3,74 2,89 4,55 0,83 14,22 (Αηίίαηίαΐάδ ΒΊ ΑΪ, 1980, Αηίίαηίαΐαδ & Καηάαταΐαδ, 1980, δϊηιοδ ΒΊ ΑΪ, 1991, υηϊνετδϊίέ αβτϊοοίο ά'αίηέηεδ) Οερεηάαηί, ουίτε Ιεδ άϊίίέτεηοοδ αυαηιίίαίϊνεδ, ίΐ εχϊδίε έ α1εηιεηί εηίτε Ιεδ άίνετδεδ δοιΐεδ άε Ιαϊί άεδ άίίίέτεηοοδ αυαίϊΐαίίνεδ αυϊ οηί υη ϊηιραοί ηοη δευΐεηιεηί δυτ 1ε τεηάεηιεηί εη ίτοηια^ε, ηιαϊδ αυδδί δυτ Ιεδ ρτορτϊέΐέδ τηέοαηίαυοδ, ρηγδίοο-οηίηιϊςυεδ εί οτ αηο1ερίίαυεδ άυ ίτοηια ε οοΐεηυ. ιεδ άϊίίέτεηοεδ Ιεδ ρΐυδ δί ηϊίιοαίίνοδ δοηί Ιεδ δυϊναηίεδ: α) Ιεδ Ιαϊίδ άε οτεοϊδ εί άε οηέντε ηε οοηίϊοηηεηί ραδ άε οατοίέηεδ, άε ίεΐΐε δοτίε αυε 1ε οαίΐΐό αυε Γοη οοίϊεηί α ρατίϊτ άε οεδ Ιαϊίδ εδί ηαΐυτεΐίετηεηΐ άε οουίευτ οίαηοηε, οοηΐταϊτεηιεηί ά οεΐυί αυε Γοη οοίϊεηί ά ρατίϊτ άυ Ιαίί άε ναοηε, Ιεαυεί εδί άε οουίευτ ]αυηαίτε; ο) Ια τηαίίέτε ταδδε άυ Ιαϊί τεοέΐο άεδ οοτηροδαηίδ αυϊ οοηίτϊουοηί άε τηαηϊέτε δϊ ηίίϊοαίίνε α Ια ίοττηαίίοη άε Γατότηε εί άυ οΰί άυ ίωηιαβο αττίνέ ά ηιαίυταΐίοη. ία ρτέδεηοε ά'αοίάοδ ταδ ά ίαϊοίε τηαδδε τηοΐέουΐαϊτε άαηδ Ια δίτυοίυτε άε Ια τηαίίέτε ταδδε α υη είίεί δυτ Γατδτηε ίίηαΐ άυ ίτοηια ε. ίε Ιαϊί άε οτεοϊδ εί, ρΐυδ ρατίϊουΐίέτετηεηί εηοοτο, 1ε Ιαίί άε οηέντε οοηίίεηηεηί άεδ ςυαηίίίόδ δϊ ηίίϊοαίίνοδ ά'αοϊάεδ οαρτοϊαυε, οαρτγΐίαυε εί οαρτοηϊαυε, αυϊ οηί ρουτ είίεί άε τεηάτο ρΐυδ τίοηε Γατότηε ίγρία.υε άυ ίτοηια ε αυε Γοη οοίϊεηί α ρατίϊτ άε οο ί3φθ άε Ιαϊίδ εί άε Ιυί άοηηετ υη οΰί ρΐυδ αοτε (ροίντέ), οε αυε Γοη η'οοίίεηί ραδ Ιοτδαυ'οη υίίΐϊδε άυ Ιαίί άε ναοηε. 11
ΕαάοΙγπ Μγίϋίηίχ ΚΤΓΝΟΤΚΟΡΓΚΙ Εα οοηιροδϊαοη ιηογοηηε εη αοίάεδ ταδ άε Ια ηιαίίεγε ταδδε άεδ Ιαίίδ άε ναοηε, άε ΟΓεοίδ εί άε οηέντε εδί Ια δυίναηΐε: Αηίτηαΐ Αοίάεδ ταδ 04 6 08 ΟΙΟ εΐ2 014 016 018 18:1 Αιιίτεδ ναεηε 2,0 2,2 ι,ι 3,0 2,7 9,0 25,0 13,8 33,0 7,3 Βτεοίδ 4,2 2,0 2,2 6,0 3,1 5,5 16,9 15,8 38,8 5,5 Οηέντε 3,1 2,8 3,0 10,1 6,0 12,2 27,2 27,5 25,6 3,7 (δεοίί, 1981) ε) άαηδ Ιεδ ίταείίοηδ άεδ οαδέίηεδ έ α1εηιεηί, ίΐ εχίδίε άεδ άίίίέγεηοοδ αυαηΐίΐαίίνεδ εί αυαίίΐαίίνεδ εηίγε Ιεδ ίγοίδ δογίεδ άε Ιαίίδ, οε αυί α ρουτ εοηδέαυεηεε ςυε Ιεδ ργοάυίίδ άε Ιευτ ηγάτοίγδε άίίίέγεηί έ α1εηιεηί. ΟΓ οε δοηί εεδ άειτιίεγδ αυί, ανεο Ιεδ αοίάεδ ταδ ΙίοΓεδ, ]ουεηί 1ε τόΐε ρηηοίραΐ άαηδ ΓεΙαοοΓαίίοη άεδ οαγαοίέπδΐίαυεδ ιΐδίαίίνεδ άυ ίτοηια ε; ά) ίΐ εδί ίηίέγεδδοηί άε οοηδίαίεγ αυε Ια ηιοοίΐίίέ έιεοίτορηογέίίςυο άε Ια οαδόίηε α,, άεδ ίγοίδ δογίεδ άε Ιαίί εδί άίβετεηΐε, υηε ρΐόρήέίέ αυί ρειτηεΐ άε άέρίδίεγ υηε ένεηίυείΐε ίαΐδίίίοαίίοη ά'υη Ιαίί αυ ηιογεη ά'υη αυίγε. Οεδ άίίίέτεηεεδ άαηδ Ια εοηιροδίίίοη εηίηιίαυε άυ Ιαίί οηί ηαίυτεΐΐεηιεηΐ υη είϊεί δυτ Ιεδ οαταοΐέπδίίςυεδ ρηγδίοο-οηίηιίαυεδ εί θγ αηο1ερίίαυεδ άυ «Ιαάοίγή Μγίίΐίηίδ». Εεδ ργεδοπρίίοηδ αυχαυείΐεδ 1ε Ιαίί άοίί Γεροηάτε ρουτ αυε Γοη ρυίδδε ρτέρατετ 1ε «Ιαάοίγή Μγίίΐίηίδ» δοηί Ιεδ δυίναηίεδ: ργονεηαηοε: 1ε Ιαίί άοίί ργονεηίγ άε 111ε άε Εεδοοδ; ίγρε άε Ιαίί: αυίτεδ ργεδεήρίίοηδ: Ιαίί άε ΟΓεοίδ ρυτ ου ηιέ1αη ε άε Ιαίί άε ΟΓεοίδ εί άε Ιαίί άε οηέντε, άαηδ Ιεαυεί εε άειτιίεγ η'εχοέάε ραδ 30 % άυ ίοίαΐ; 1ε Ιαίί άοίί ργονεηίγ άε ταοεδ άε ΟΓεοίδ εί άε οηέντεδ έίενέεδ ΐΓαάίίίοηηεΙΙεηιεηί, δείοη υη δγδίέηιε ά'έ1ενα ε εχίεηδίίόυ δεηιί-εχίεηδίί, εί αάαρίέεδ ά Ια τέ ίοη άαηδ Ιααυείΐε οε 1τοηια ε εδί ργέρατέ. Εευτ αΐίηιεηίαίίοη άοίί είτε οαδέε δυτ Ια νέ έίαίίοη άε οείίε ηιεηιε τέ^ίοη. Εα ίαοποαίίοη άυ ίτοηια ο άοίί ανοίτ Ιίευ άαηδ Ιεδ 48 Ιιευτεδ άε Ια ίταίίε. Εη αΐίεηάαηί 1ε οαί11α ε, 1ε Ιαίί άοίί είτε οοηδοτνέ άαηδ άεδ οοηάίίίοηδ άε οοηίγδιε άε ΙεηιρέΓαίυΓε οοηίοιτηεδ αυχ άίδροδίίίοηδ εη νί υευτ. Εε Ιαίί άοίί ργονεηίγ άε ίταίΐεδ αγαηί ευ Ιίευ αυ ηιοίηδ άίχ]ουτδ αρτέδ ίουίε ραιΐυτίΐίοη. II εδί ίπίετάίί άε οοηοοηίτεγ 1ε Ιαίί άεδίίηέ ά Ια ίαοποαίίοη άυ ίτοηια ε εί ά'γ α]ουίεγ άυ Ιαίί εη ρουάτε ου εοηεεηίγέ, άεδ ργοίέίηεδ Ιαείίαυεδ, άεδ οαδέίηαίεδ, άεδ οοιογαηίδ, άεδ οοηδεγναίευτδ ου άεδ δυοδίαηοοδ αηΐίοίοίίςυεδ. 12
ΚΉΝΟΓΚΟΡΚΙ Ε. ΙΝΡΟΚΜΑΤΙΟΝ8 ΗΙδΤΟΜΟΙΓΕδ Εε «Ιαάοίγτί Μγΐίΐϊηϊδ» εδί υη &οηΐ3 ε ίταάίίίοηηεΐ ετέέ εί άένείορρέ α Εεδβοδ, ού οη 1ε ρτέρατε δαηδ ίηίειτυρίίοη άερυίδ ρΐυδίευτδ άέοοηηίεδ, ρτίηοίραΐοηιεηΐ α ρατίίτ άε Ιαίί άε οτεοίδ ου ά'υη τηέ1αη ε άε Ιαίί άε οτεοίδ ανεο άυ Ιαίί άε εηέντε. Π δ'α ίι ά'υη ρτοάυίί άε ταηάε οοηδοιηηιαίίοη εη Οτέοε εί δα οοηδοηιηιαίίοη ρατ ΗαοίΙαηΙ, δυτ 1ε τηατοΐιέ Ιοοαΐ, εδί έίενέο. Α ΕεδΟΟδ, Γέ1ενα ε άε οτεοίδ εί άε οηέντεδ α οοηδίίΐυέ ίτέδ Ιοί Ια ίόττηε άοτηίηαηίο, δίηοη εχοΐυδίνε, ά'έ1ενα ε οτίεηίέ νετδ Ια ρτοάυοίίοη άε Ιαίί. Εε άένείορρετηεηί άε Γέ1ενα ε ονίη εί οαρτίη α Εεδβοδ, τηαίδ αυδδί, ρΐυδ έηέτα1ετηοηί, άαηδ ίουίε Ια Οτέοε, εδί άύ α άεδ οοηάίίίοηδ έορηγδίαυεδ εί οΐίτηαίίαυεδ αυί τεηάεηί άίγίίοίιε 1ε άένείορρεπιεηί άε Γέ1ενα ε οονίη. Εεδ τηεηίίοηδ ηίδίοτίαυεδ αυί αίίεδίεηί άε Γίτηροτίαηοο άε Γέ1ενα ε ονίη εί οαρτίη δοηί οχίτέηιεηιεηΐ ηοτηοτευδεδ εί τετηοηίεηί αυχ ίεηιρδ Ιεδ ρΐυδ αηοίεηδ. Εεδ αηοίεηδ Οτεοδ οοπδίάέταίοηί 1ε Ιαίί οοηιτηε υη αΐίτηεηί δαοτέ, οατ Ζευδ, ρέτε άεδ άίευχ, αναίί έίέ ηουπί άυ Ιαίί ά'ατηαιίηέε, Ια εηέντε δαοτέο. Εε άίευ Ηεττηέδ, αυί οοτηρίο αυ ηοηιοτε άεδ άίνίηίίέδ ραδίοταΐεδ, έίαίί αρρείέ κριοφόρος («οεΐυί αυί ροτίο υη οέΐίετ») εί μηλοσσόος («1ε ρτοίεοίευτ άεδ οτεοίδ»). ΙΙηε αυίτε άε δεδ έρίίηέίεδ, ίτέδ οοτητηυηε, έίαίί οείίε άε τυρευτήρ (οοΐυί ςυί ηουδ α άοηηέ 1ε ίτοηια^ε, οοΐυί αυί ίαίί άυ 1τοηια ε) (Εοίδαδ, 1949). Ηοηιέτε (IX 2 δίέοίε αναηί Ιέδυδ-Οιτίδί) ίαίί αϋυδίοη, άαηδ ΥΟάγζχέβ (I, 218), ά Γέ1ενα ε άε οηέντεδ εί άε οτεοίδ (δίάέτίδ, 1981). Εη άεδ ίετηρδ ρΐυδ τέοεηίδ, ά'αρτέδ 1ε οοτηρίο τεηάυ άε Γεχροδίίίοη ά'οιγτηρίε άε 1875, ίΐ γ αναίί εη Οτέοε 4.231.139 οηέντεδ εί οτεοίδ, ρουτ δευίετηεηί 51.259 οονίηδ. Ρατ ίταάίίίοη, οηέντεδ εί οτεοίδ έίαίεηί έίενέεδ εη ρΐείη αίτ: «... ίουί αυ 1οη άε Γαηηέε, Ιεδ οτεοίδ ραδδεηί Ια ηυίί οοτητηε 1ε ]ουτ εη ρΐείη αιτ.» (Εχροδίίίοη ά'οιγηιρίε, 1875). δείοη Ια ηιγιηο1ο ίε τεοαυο, Γατί άε Ια 1τοηια επε έίαίί υη άοη ρτέοίευχ, οίϊετί αυχ τηοτίεΐδ ρατ Ιεδ άίευχ άε ΓΟΙγηιρε. Τγτο, ίϊΐΐε άε δαίτηοηέε εί ά'αιοίάίοε «τεουί οε ηοηι ρουτ Ια οίαηοηευτ εί Ια άουοουτ άε δοη οοτρδ» (ϋίοάοτε άε δίοίΐε, ίτα τηεηίδ άυ Ιίντε VI, 6.1-7.2). Ρυίδαυε Γέ1ενα ε άεδ οηέντεδ οί άεδ οτεοίδ έίαίί άέ]α άένείορρέ εη Οτέοε α οείίε έροαυε, ίΐ εδί ρτοοαοίε οε δοίί Ια υηε αΐΐυδίοη α υη ίτοτηα ε οοίεηυ α ραιίίτ άε Ιαίί άε εηέντε ου άε οτεοίδ. ϋαηδ ΙΌάγ^έβ (1218-250), Ηοηιέτε δε τέίετε οίαίτετηεηί α Ια ρτέραταίίοη ά'υη 1τοπια ο άε Ιαίί άε οτεοίδ εί άε εηέντε (δίάέτίδ, 1981): «... II γ αναίί άεδ οίαίοδ ρΐείηεδ άε πότηα^εδ εί άεδ εηοΐοδ οοηάέδ ϋε οηεντεαυχ εί ά'α^ηεαυχ, ραταυέδ δέρατέτηεηί: ϋ'υη οδίέ Ιεδ αΐηέδ, ά'υη αυίτε Ιεδ τηογεηδ, ά'υη ίτοίδίέτηε Ιεδ ηουνεαυχ-ηέδ. Εί ίουδ δεδ τέοίρίεηίδ, δεδ δεαυχ εί δεδ οτυοηεδ, Ουί Ιυί δετναίεηί α ίταίτε, έίαίεηί τετηρίίδ άε ρείίί-ΐαίί. Αίοτδ, τηεδ οοτηρα^ηοηδ ηιε οοη υτέτεηί ανεο ίηδίδίαηοε Οε ρτεηάτε υη ρευ άε τοτηα ε εί άε ηουδ εηίυίτ <...> Εοτδαυ'ίΐ ευί ίαίί οαίΐΐετ Ια τηοίίίέ άε δοη Ιαίί οίαηο, II Γέ ουίία εί 1ε ηιίί άαηδ άεδ ραηίετδ άε ναηηετίε, Οοηδετναηί Γαυίτε τηοίίίέ άαηδ δεδ οτυοηεδ, ρουτ 1ε οοίτε...» 13