ΤΑ ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΚΕΝΤΡΑ ΤΩΝ ΣΥΓΧΡΟΝΩΝ ΠΟΛΕΩΝ, ΩΣ ΥΠΟ ΕΙΓΜΑΤΑ ΑΕΙΦΟΡΙΑΣ, ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΝΙΚΟΣ. ΜΠΟΜΠΟΛΟΣ Αρχιτέκτων-Πολεοδόµος Μηχανικός Η εισήγηση εξετάζει την αειφόρο οπτική για την αναζωογόνηση και την ανάπλαση του αστικού χώρου, µε έµφαση στα ιστορικά κέντρα των πόλεων, τον πολιτισµό και τον τουρισµό, µε τη σύνδεση θεωρητικών εργαλείων (κυβερνητική θεωρία, οικολογικές οπτικές), στρατηγικών εργαλείων, όπως η αστική κυβερνητική και η αειφορία και των σχετικών εµπειριών στις πόλεις του ευρωπαϊκού χώρου. Η αισιόδοξη θέση της εισήγησης, είναι ότι πολλές ελπιδοφόρες εµπειρίες στην Ευρώπη, αποδεικνύουν την εφικτότητα της αναπτυξιακής προοπτικής των πόλεων. Η µεταβιοµηχανική εποχή επικεντρώνεται στην ποιότητα και αναβαθµίζει τη σηµασία των υπηρεσιών. Η ιστορία, η παράδοση, ο πολιτισµός, µια νέα εικόνα και αντιµετώπιση της φύσης και του κόσµου, χαρακτηρίζουν και τις νέες αναζητήσεις των τουριστών. Ανάλογα, επηρεάζεται σήµερα ο ρόλος των µελετητών του χώρου: των αρχιτεκτόνων, των πολεοδόµων και των χωροτακτών, που οφείλουν να προσαρµόσουν το σχεδιασµό τους στη βιώσιµη ανάπτυξη και τις αρχές της αειφορίας. Οι σχετικές εµπειρίες στην Ευρώπη είναι πολλές και ενθαρρυντικές, καθώς η ανασυγκρότηση των πόλεων βασίζεται στις αναπλάσεις και την αναζωογόνηση των ιστορικών τους κέντρων, στην πολιτιστική και την ήπια τουριστική ανάπτυξη, σε συνδυασµό µε την ανάµειξη και άλλων χρήσεων και κυρίως της κατοικίας. Οι αρχές που διέπουν τις επεµβάσεις στις οποίες αναφερόµαστε, αφορούν στα ακόλουθα κυρίως θέµατα, που όπως µας δείχνει η ευρωπαϊκή εµπειρία, αποτελούν τα κύρια µέσα και τους βασικούς παράγοντες µακροπρόθεσµης επιτυχίας τους: (α)την ουσιαστική συµµετοχή των τοπικών κοινωνιών στο σχεδιασµό και την υλοποίηση των επεµβάσεων. (β)την ανάδειξη της ιστορικής, πολιτιστικής κληρονοµιάς και την προώθηση της αρχιτεκτονικής και της καλλιτεχνικής δηµιουργίας. (γ)την αναζωογόνηση του πολεοδοµικού ιστού και η επαναχρησιµοποίηση του κτιριακού αποθέµατος. (δ)την εισαγωγή µιας πολιτικής και παράλληλα µιας νέας κουλτούρας αστικών µετακινήσεων µε τα πόδια, το ποδήλατο, τη δηµόσια συγκοινωνία, έτσι ώστε να µην αποκλείονται εντελώς τα αυτοκίνητα, ούτε να επιβαρύνουν την περιφέρεια και µάλιστα τις ζώνες κατοικίας. (ε)την καταπολέµηση της τριτογενοποίησης των κεντρικών ζωνών, µε την ανάµειξη των χρήσεων και κυρίως την πραγµατική χωροθέτηση κατοικιών και την ουσιαστική ανάµειξη των εισοδηµάτων. Άλλα παραδείγµατα από την Ευρώπη, δείχνουν τον κίνδυνο της νέας µονολειτουργικότητας και της νέας αποβιοµηχάνισης που περιέχει η µονόπλευρη ανάπτυξη. Επιτυχηµένα, κατ αρχήν, προγράµµατα αναζωογόνησης µε την ανάδειξη της αρχιτεκτονικής-πολιτιστικής κληρονοµιάς αλλά µε στόχο την αποκλειστική ενίσχυση του πολιτιστικού τουρισµού, κατηγορούνται για αλλοίωση της ιστορίας της πόλης, για διχασµό της τοπικής κοινωνίας,καθώς χρησιµοποιήθηκαν πόροι για την κοινωνική στέγη και για δεδηλωµένες προθέσεις προσέλκυσης των ευπόρων µε ταυτόχρονη αδιαφορία για τους φτωχούς. Αποτελούν, έτσι, υπόδειγµα του οποίου η µακροπρόθεσµη επιτυχία είναι επισφαλής, καθώς δεν είναι ούτε αειφόρο, ούτε ενοποιητικό. Τα κέντρα των πόλεων, µε τις κατά κανόνα ανεκτίµητες πολιτιστικές και ιστορικές αξίες που περιλαµβάνουν, βρίσκονται πρώτα, αλλά όχι µόνα τους, στον κατάλογο των ζωνών που χρειάζονται προστασία και αναζωογόνηση. Με την «κανονική», δηλαδή τη βιώσιµη χρήση τους, θ αποτελέσουν τα καλύτερα παραδείγµατα αειφορίας, τα καλύτερα πρότυπα της νέας κουλτούρας που έχουν ανάγκη οι πόλεις για να συνεχίσουν να λειτουργούν, ως πυρήνες της ανθρώπινης ανάπτυξης και του πολιτισµού. Αν τα ιστορικά κέντρα καθώς αναβαθµίζονται, γίνονται νέες µονολειτουργικές ζώνες τουρισµού και αναψυχής,
αποξενωµένα από τον πληθυσµό και πόλοι πίεσης και υποβάθµισης για την περιφέρεια, και αν η κατοικία σ αυτά απουσιάζει ή καταλαµβάνεται από τα προνοµιούχα µόνο στρώµατα, η βιωσιµότητά τους είναι αµφισβητούµενη και το µήνυµα που µεταδίδουν στην κοινωνία είναι αρνητικό: η αειφορία, η προστασία της πολιτιστικής κληρονοµιάς και η αρχιτεκτονική δηµιουργία, δεν θα είναι παρά προσχήµατα για την ιδιοποίηση κάθε αξίας στην πόλη από το κεφάλαιο και τους προνοµιούχους. Η αποτυχία ενός αισιόδοξου µηνύµατος από την ανάπλαση και την αναζωογόνηση των ιστορικών κέντρων είναι δυσοίωνη για τις πόλεις. HISTORIC CORES IN MODERN CITIES,AS MODELS OF SUSTAINABILITY, CULTURE AND DEVELOPMENT NICOS D. BOBOLOS Architect- Urban Planner This paper discusses the sustainable prospects for the regeneration and rehabilitation of urban space, it focuses on the historic city cores, the culture and the tourism and connecting theoretical tools (cybernetics theory, ecological aspects), strategic tools, as the urban governance and sustainable practice and experiences in Europe; the optimistic thesis of this paper, develops the theme that a lot of hopeful experiences in Europe, prove the feasibility of the cities viable development prospects. The post-industrial era, shifts the emphasis to the quality and increases the importance of services. History, tradition, culture, a new approach of nature and the earth, feature gradually also in the most recent quests of tourists. Respectively is influenced today the role of space designers: the architects, urban designers and town planners, who must adapt their planning to the viable growth and sustainability principles. There are many encouraging experiences of this kind in Europe, standing in the rehabilitation and the regeneration of their historic city cores, in the cultural and soft tourism growth, combined with the mixture of uses and mainly the residential enrichment. The principles of those interventions, concern in subjects that as the European experience shows, consists of the main tools of their long-term success: (a) involvement of local societies in the planning. (b) Promotion of historic and cultural heritage, architecture and artistic creation. (c) Regeneration of urban tissue and re-use of building reserve. (d) Introduction of a new soft policy and a new culture of urban moves. (e) Avoiding of making city cores, service areas, by establishing of residential and mixed uses, and also by focusing on tourism and culture development between different mixed uses and functions. Other european examples, are showing a unilateral, non-widely approved by citizens regeneration model providing almost single-function city cores use and the risk for a new deindustrialization, attempting their goals of cultural tourism s economy growth by the exclusive development of architectural-cultural heritage and the culture exhibits, such programmes are often accused of unilateral economic orientation, alteration to the city s history, dividing local society and depriving the city of social residential programs. Cities focusing to attract rich dwellers and visitors ignore or pressure the poor-ones, minimizing the chances for a long-term successful, sustainable, social-unifying city-making. The cores of European cities are rated first, but no alone, in the list of areas asking for protection and regeneration. With a «normal» viable use, city cores can be the best examples of sustainability, and the new culture that cities need in order to staying cores of human growth and culture. Making city cores, single-function recreational and tourism areas, alienated of citizens, presses and devalues the surrounding urban tissue, and if the residential uses are absent or reserved for the riche-ones, viability is precarious and sustainability, protection of cultural heritage, architectural creation, will not be but pretexts for the
appropriation of any city value from the capital and the upper classes. The failure of historic city cores regeneration to emit a convincing and optimistic message is ominous for the cities. ΕΙΣΗΓΗΣΗ Η εισήγηση, εξετάζει την αειφόρο οπτική για την αναζωογόνηση και την ανάπλαση του αστικού χώρου, µε έµφαση στα ιστορικά κέντρα των πόλεων, τον πολιτισµό και τον τουρισµό. Η διαδικασία αυτή επιχειρείται µε τη σύνδεση θεωρητικών εργαλείων (κυβερνητική θεωρία, οικολογικές οπτικές), στρατηγικών εργαλείων, όπως η αστική κυβερνητική και η αειφορία και των σχετικών εµπειριών στις πόλεις του ευρωπαϊκού χώρου. Κύριος, συνεπώς, στόχος της εξέτασης των εµπειριών για τις αστικές αναπλάσεις και την αστική αναζωογόνηση, αποβαίνει η πρόθεση πρακτικής επαλήθευσης των θεωρητικών και των στρατηγικών εργαλείων, που απέναντι στη ζοφερή, συχνά, πραγµατικότητα της αστικής ζωής, που τείνει να διασπείρει κυνικές και απαισιόδοξες οπτικές, εµφανίζονται ως ουτοπίες, καθώς εκλαµβάνονται ως ιδεολογίες η αισιόδοξη θέση της εισήγησης, είναι ότι πολλές ελπιδοφόρες εµπειρίες στην Ευρώπη, αποδεικνύουν ότι η βιώσιµη αναπτυξιακή προοπτική των πόλεων είναι εφικτή. Η οπτική λοιπόν της εισήγησης, που φιλοδοξεί να έχει ένα κατανοητό ηθικό και υπαρξιακό υπόβαθρο, µεσ από την ανίχνευση των φαινοµένων και των διαδικασιών αναζωογόνησης των πόλεων, εστιάζει στα ακόλουθα ερωτήµατα: Ποια είναι η αξία του παλιού σήµερα; Έχει αυτή η αξία απόψεις που υπερβαίνουν τα υποκειµενικά, ατοµικά όρια, την εµπορευµατοποίηση και τη χειραγώγηση των κοινωνιών από τις εξουσίες; Είναι εφικτή η συµφιλίωση του παλιού µε το µέλλον, µε προσεγγίσεις που θα αξιοποιούν κοινωφελώς και ουσιαστικά την αρχιτεκτονική κληρονοµιά, στα πλαίσια των πολυάνθρωπων κοινωνιών µας; Τι ρόλο διαδραµατίζει η αρχιτεκτονική και οι αρχιτέκτονες στο πλαίσιο αυτό; Η βιοµηχανική οργάνωση του κόσµου, στο όνοµα της αποδοτικότητας, τυποποίησε και ποσοτικοποίησε τα πάντα και µεταξύ αυτών τον ανθρώπινο χρόνο. Το zoning, δεν ήταν µόνο χωρικό, επεκτάθηκε στις ώρες της ηµέρας και τους µήνες του χρόνου. Αλλά οι αργίες και οι διακοπές, απέκτησαν έτσι διπλή όψη, αφ ενός της κοινωνικής κατάκτησης και αφ ετέρου ως ελεύθερος χρόνος προς κατανάλωση, του οικονοµικού αντικειµένου. Παράλληλα, η διαδικασία συσσώρευσης κεφαλαίων, οδήγησε στη οικονοµική αξιοποίηση των πάντων, συµπεριλαµβανοµένων των φυσικών και πολιτιστικών πόρων. Καθώς λοιπόν, η κεφαλαιοκρατική παραγωγή, δεν παράγει µόνον κατανάλωση, αλλά υπαγορεύει και τους τρόπους της 1, η κατανάλωση του ελεύθερου χρόνου των εργαζοµένων, οργανώθηκε και ελέγχεται από αυτό που, πολύ εύστοχα, αποκαλείται πολιτιστική-τουριστική βιοµηχανία. Έτσι ο ελεύθερος χρόνος των εργαζοµένων συνδέθηκε µε την αξιοποίηση των φυσικών και πολιτιστικών πόρων κάθε τόπου, δίνοντας στην πολιτιστική-τουριστική βιοµηχανία, την ιδιοµορφία να προσελκύει τους καταναλωτές στους τόπους παραγωγής, φαινόµενο που επηρεάζει ευρύτερα τους τόπους παραγωγής. Η τουριστική βιοµηχανία, άνθισε απότοµα και ιδιαίτερα στη νότια Ευρώπη, από τη δεκαετία του 1960, καθώς η µακροχρόνια ειρήνη, η ραγδαία οικονοµική ανάπτυξη και η πολιτικο-οικονοµική φιλελευθεροποίηση, δηµιούργησαν τις κατάλληλες συνθήκες. Η καθυστερηµένη κοινωνικο-οικονοµικά νότια Ευρώπη, απέδωσε µεγάλο βάρος στη µορφή αυτή ανάπτυξης, παρακάµπτοντας την πολύ δυσχερέστερη εκβιοµηχάνιση και αξιοποιώντας τους πλούσιους φυσικούς και πολιτιστικούς της πόρους (κλιµατολογικές συνθήκες, περιβάλλον, ακτές, αρχαιότητες, παράδοση). Η τουριστική ανάπτυξη άλλωστε, προωθούσε συγχρόνως γενναία και µια άλλη «νότια» αναπτυξιακή πολιτική, ιδιαίτερα γνωστή στην Ελλάδα, την κατασκευαστική δραστηριότητα. Ο συνδυασµός αυτών των δύο πολιτικών, σε µια εποχή έντονης αστικοποίησης, οδήγησε, σε µια αλόγιστη σπατάλη των φυσικών και των πολιτιστικών πόρων. Οι συνέπειες της πορείας αυτής είναι σήµερα γνωστές: καταστροφική ανάλωση των πόρων που εκτός από το πλαίσιο ζωής των ανθρώπων, είναι και οι πρώτες ύλες 1 David Harvey, «Εργασία, κεφάλαιο και ταξικός αγώνας», Κείµενα στη θεωρία και στην εφαρµογή του πολεοδοµικού και του χωροταξικού σχεδιασµού, Αθήνα, 1995, σ.173,175.
της τουριστικής βιοµηχανίας δηλ. τα οικοσυστήµατα, η φυσική, πολιτιστική, πολεοδοµική και αρχιτεκτονική κληρονοµιά 2. Βέβαια, οι ανεπτυγµένες, βιοµηχανικές χώρες, όπου ο τουρισµός και η κατασκευαστική δραστηριότητα δεν αποτελούσαν κύριες αναπτυξιακές πολιτικές, γνώρισαν παρόµοιες εξελίξεις, συνήθως µάλιστα σε βαρύτερη µορφή, αφού η αποβιοµηχάνιση προκάλεσε εκτεταµένες και παρατεταµένες κοινωνικο-οικονοµικές και περιβαλλοντικές κρίσεις. Αλλά και η καταστροφή των πόρων που τροφοδοτούν τον τουρισµό οδηγεί στην τουριστική αποβιοµηχάνιση: στην Ισπανία, αλλά και την Ελλάδα τέτοια προβλήµατα είναι ιδιαίτερα γνωστά. Η αναζήτηση της βιωσιµότητας βρίσκεται στη µορφή και όχι στους κλάδους ανάπτυξης. Έχει καταστεί προφανές σήµερα το γεγονός, ότι η λεγόµενη οικολογική καταστροφή του πλανήτη µας, ως αποτέλεσµα της αλόγιστης εκµετάλλευσης των φυσικών πόρων της γης, χάριν της ευηµερίας, οφείλεται στην εφαρµογή της νεωτερικής ιδεολογίας που καθοδήγησε την ανθρωπότητα κατά τη βιοµηχανική εποχή 3, 4. Η εξάντληση του βιοµηχανικού-φορντικού υποδείγµατος ανάπτυξης, οδήγησε στη µεταβιοµηχανική εποχή, µετατοπίζοντας το βάρος από την ποσότητα στην ποιότητα 5, 6, 7, και αύξησε το βάρος των υπηρεσιών, έναντι του δευτερογενούς τοµέα 8. Η µεταστροφή αυτή, που χαρακτηρίζει τις ανεπτυγµένες µεταβιοµηχανικές κοινωνίες, σχετίζεται µε τις µετανεωτερικές οπτικές που συνίστανται στη γενικευµένη από-νοµιµοποίηση των θεµελιωδών υτικών κοινωνικών αξιών και θεσµών 9. Η ιστορία, η παράδοση, ο πολιτισµός, µια νέα εικόνα και αντιµετώπιση της φύσης και του κόσµου, χαρακτηρίζουν και τις νέες αναζητήσεις των τουριστών. Η τουριστική βιοµηχανία, οφείλει κι αυτή να εγκαταλείψει το φορντικό υπόδειγµα, που οδηγεί στην αποβιοµηχάνισή της: στην εξάντληση των πόρων και στην απώλεια των τουριστών. εν είναι βιώσιµη, είναι άκαµπτη και καταστροφική. Ανάλογα, επηρεάζεται σήµερα ο ρόλος των µελετητών του χώρου: των αρχιτεκτόνων, των πολεοδόµων και των χωροτακτών, που οφείλουν να προσαρµόσουν το σχεδιασµό τους στη βιώσιµη ανάπτυξη και τις αρχές της αειφορίας. Το 1992, η διάσκεψη κορυφής του Ρίο, δηµιούργησε µια δυναµική, που απέδωσε ποικιλία σχηµάτων συνεννόησης και συνεργασίας µεταξύ τοπικών συλλογικοτήτων και εθελοντικών οργανώσεων για την υλοποίηση των αρχών της αειφορίας. Ένα από τα σχήµατα αυτά, ορόσηµο για το γεωγραφικό µας χώρο ήταν και η ιακήρυξη της Calvià (1997) για τον τουρισµό και την αειφόρο ανάπτυξη στη νότια Ευρώπη και τη Μεσόγειο (2). Η αειφόρος ανάπτυξη, εµφανίζεται σήµερα, ως η µοναδική κατανοητή και εφαρµόσιµη διέξοδος, από το απειλητικό µέλλον που επιφυλάσσει στην ανθρωπότητα, η πολυπρόσωπη παγκόσµια κρίση των τελευταίων δεκαετιών. Οι αρχές της αειφόρου αστικής ανάπτυξης, δεν περιορίζονται στα «στενά» περιβαλλοντικά προβλήµατα: το περιεχόµενό τους διευρύνεται συνεχώς προς τις νέες ολοκληρωµένες µορφές διαχείρισης του αστικού χώρου, που αποσκοπούν στην βιώσιµη ανάπτυξή του, οδηγώντας στην αστική κυβερνητική 10. Η αειφόρος ανάπτυξη και οι κυβερνητικές προσεγγίσεις, που βασίζονται στην τοπική δηµοκρατία, την επικοινωνία, τις εταιρικές-συναινετικές σχέσεις και την τεχνολογία, σχηµατίζουν ένα ευέλικτο, ενοποιητικό κοινωνικά, ελπιδοφόρο πρότυπο, που υποστηρίζεται γενναία από την 2 Municipalité de Calvià, «Déclaration de Calvià sur le tourisme et le Développement Durable en Méditerranée», Conférence de Calvià du 19 avril 1997, Ile de Majorque, Baléares, 1997. 3 Jeremy Rifkin, Ο αιώνας της βιοτεχνολογίας, Αθήνα, 2000, σ.333-335, 433-434. 4 Ignatio Ramonet, Γεωπολιτική του χάους, Αθήνα, 1997, σ.95. 5 Αντιγ. Λυµπεράκη, Η πρόκληση της ανάπτυξης σε µικρή κλίµακα, Αθήνα, 1992, σ.43-44. 6 Αντιγόνη Λυµπεράκη, Αλίκη Μουρίκη, Η αθόρυβη επανάσταση, Αθήνα 1996, σ.120-122. 7 Λίλα Λεοντίδου, «Το µεταµοντέρνο κίνηµα στη γεωγραφία», Κείµενα στη θεωρία και στην εφαρµογή του πολεοδοµικού και του χωροταξικού σχεδιασµού, Αθήνα, 1995, σ.299-300. 8 Daniel Bell, «The Coming of the Post-Industrial Society», C.Jencks-The post-modern reader, Λονδίνο- Ν.Υόρκη, 1992, σ.250-252,263. 9 Jean-François Lyotard, Η µεταµοντέρνα κατάσταση, Αθήνα 1993, σ.152. 10 Patrick Le Galès, «Vers de villes acteurs en Europe», Du gouvernement des villes à la gouvernance urbaine, χ.τ., 1996, WEB: www.équipement.gouv.fr \urbanisme\cdu.
ΕΕ 11, 12 και δίνει µεγάλη έµφαση στον πολιτισµό, την ιστορική κληρονοµιά και την ανακύκλωση του αστικού χώρου, ανάγοντας την ολοκληρωµένη ανάπλαση των ιστορικών πυρήνων των πόλεων, σε µηχανισµό διάδοσης της βιώσιµης αστικής αναζωογόνησης. Οι σχετικές εµπειρίες στην Ευρώπη είναι πολλές και ενθαρρυντικές: στην Ισπανία, την Ιρλανδία, τη Γαλλία, την Ολλανδία, τη Γερµανία και αλλού, η ανασυγκρότηση των πόλεων βασίζεται στις αναπλάσεις και την αναζωογόνηση των ιστορικών τους κέντρων, στην πολιτιστική και την ήπια τουριστική ανάπτυξη, σε συνδυασµό µε την ανάµειξη και άλλων χρήσεων και κυρίως της κατοικίας. Οι αρχές που διέπουν τις επεµβάσεις στις οποίες αναφερόµαστε, αφορούν στα ακόλουθα, κυρίως θέµατα, που όπως µας δείχνει η ευρωπαϊκή εµπειρία αποτελούν τα κύρια µέσα και τους βασικούς παράγοντες µακροπρόθεσµης επιτυχίας τους: (α)την ουσιαστική συµµετοχή των τοπικών κοινωνιών, στο σχεδιασµό και την υλοποίηση των επεµβάσεων,(β)την ανάδειξη της ιστορικής, πολιτιστικής κληρονοµιάς και την προώθηση της αρχιτεκτονικής και της καλλιτεχνικής δηµιουργίας,(γ)την αναζωογόνηση του πολεοδοµικού ιστού και την επαναχρησιµοποίηση του κτιριακού αποθέµατος, (δ)την εισαγωγή µιας πολιτικής και παράλληλα µιας νέας κουλτούρας αστικών µετακινήσεων µε τα πόδια, το ποδήλατο, τη δηµόσια συγκοινωνία, έτσι ώστε να µην αποκλείονται εντελώς τα αυτοκίνητα, ούτε να επιβαρύνουν την περιφέρεια και µάλιστα τις ζώνες κατοικίας,(ε)την καταπολέµηση της τριτογενοποίησης των κεντρικών ζωνών, µε την ανάµειξη των χρήσεων και κυρίως την πραγµατική, χωροθέτηση κατοικιων και την ουσιαστική ανάµειξη των εισοδηµάτων. Στο Birmingham 13, 14 ή το Μanchester 15 (Η.Β.) στο Temple Bar του ουβλίνου 16 και το Cork 17, (Ιρλανδία), στη Villette στο Παρίσι και τη Lyon 18 (Γαλλία) και σε πολλές άλλες ευρωπαϊκές πόλεις που αυξάνονται συνεχώς και που δεν µπορούµε ν αναφέρουµε στα χρονικά περιθώρια που διατίθενται, εφαρµόζονται επιτυχηµένα προγράµµατα αναπλάσεων και κοινωνικο-οικονοµικής αναζωογόνησης που διέπονται από τις προηγούµενες αρχές. Προγράµµατα που περιλαµβάνουν την ανάπτυξη του τουρισµού και του πολιτισµού ανάµεσα σε άλλες χρήσεις και επιδιώκουν την αποφυγή της µονολειτουργικότητας, την ουσιαστική ενίσχυση της κατοικίας και την καταπολέµηση του κοινωνικού διαχωρισµού. Στην Ισπανία, η τουριστική αποβιοµηχάνιση πόλεων όπως η Μalaga, η Calvia, το San Sebastian 19, 20 οδήγησε στην υιοθέτηση στρατηγικών για την δραστική αναβάθµιση του αστικού και περιαστικού περιβάλλοντος και την παράλληλη ανάπτυξη άλλων κλάδων της οικονοµίας, πέραν του τουρισµού. Και δεν πρέπει να λησµονούµε τη Βαρκελώνη, µια πόλη που µε βασικό µοχλό τους Ολυµπιακούς Αγώνες, αναζωογόνησε τον τουρισµό της αναγεννώντας συγχρόνως το αστικό περιβάλλον και την κατοικία, στο κέντρο της, µε αξιοθαύµαστες συµµετοχικές διαδικασίες, που γέννησαν και µια ουσιαστική συναίνεση κλειδί της επιτυχίας και της βιωσιµότητας του εγχειρήµατος. 11 Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, «Πράσινο βιβλίο για το αστικό περιβάλλον», Ανακοίνωση της Επιτροπής ΚΟΜ(90)218 τελικό, Βρυξέλλες, 1990, σ.1-56. 12 Commission Européenne, «La question urbaine: Orientations pour un débat européen», Communication de la Commision COM(97)197 final, 1997, Βρυξέλλες, σ.5-9. 13 Les Sparks, «Birmingham - Regional Capital», Urban Design Quarterly, Issue 63, 1997, WEB: rudi.herts.ac.uk./ej/udq/63/udq63.html. 14 John Chatwin, «Brindleyplace Implementation», Urban Design Quarterly, Issue 62, 1997, WEB: rudi.herts.ac.uk./ej/udq/62/udq62.html. 15 RUDI, «Background Facts», Case Study: Rebuilding Manchester, χ.τ., 1999, WEB: rudi.herts.ac.uk./cs/manchester/maned1.htm#rebuilding. 16 Temple Bar Properties, «A new life», Evolution of Temple Bar, χ.τ., 1999, WEB: www.temple-bar.ie. 17 CorkCity, «Development Plan Review 1998», Partnership in progress, χ.τ., 1999, σ.1-94, WEB: www.corkcorp.ie. 18 EGPIS, «Lyon, France. «Le schéma directeur d'agglomération Lyon 2010», Local sustainability, χ.τ., 1999, WEB: www.iclei.org/egpis. 19 EGPIS, «The Strategic Plan for Málaga / The Green Chart General mobility management policy-san Sebastián, Calvià Local Agenda 21:Sustainable development in ageing resort areas», Local sustainability, χ.τ., 1996, WEB: www.iclei.org/egpis. 20 Carlos Gotlieb, «La remise en question des outils d urbanisme», Architecture et projet urbain en Espagne, χ.τ., 1998, WEB: www.équipement.gouv.fr/urbanisme/cdu.
Άλλα παραδείγµατα, µας δείχνουν τον κίνδυνο της νέας µονολειτουργικότητας και της νέας αποβιοµηχάνισης που περιέχει η µονόπλευρη ανάπτυξη: Στη Γλασκώβη 21 και το Liverpool 22 τα επιτυχηµένα κατ αρχήν προγράµµατα αναζωογόνησης µε την ανάδειξη της αρχιτεκτονικής-πολιτιστικής κληρονοµιάς αλλά µε στόχο την αποκλειστική ενίσχυση του πολιτιστικού τουρισµού, κατηγορούνται για την εισαγωγή µιας νέας µονόπλευρης ανάπτυξης των αποβιοµηχανισµένων αυτών πόλεων, ενώ στη Γλασκώβη οι κατηγορίες επεκτείνονται στον εξωραϊσµό και την αλλοίωση της ιστορίας της πόλης και στο Liverpool, στο διχασµό της τοπικής κοινωνίας καθώς το πρόγραµµα ανάπλασης στράγγιζε τους πόρους της κοινωνικής στέγης. Στο Ρότερνταµ 23, 24, 25 εξ άλλου, η λογική αντικατάστασης ενεργών δραστηριοτήτων από άλλες, µε στόχο την ευθυγράµµιση όλων των φυσικών και κοινωνικών εκφάνσεων του κέντρου µε τη «νέα εικόνα» και το «νέο πολιτισµό» για το κέντρο της πόλης και οι δεδηλωµένες προθέσεις προσέλκυσης των ευπόρων, αδιαφορώντας για τους φτωχούς, ακόµη και η αποµάκρυνση κάθε ασύµβατης µε την επιθυµητή εικόνα της πόλης, (κακόφηµης) δραστηριότητας, συνιστούν ένα υπόδειγµα του οποίου η µακροπρόθεσµη επιτυχία είναι επισφαλής, καθώς δεν είναι ούτε αειφόρο, ούτε ενοποιητικό. Ας ελπίσουµε ότι η Αθήνα, που ισχυρίζεται ότι εµπνέεται από τη Βαρκελώνη, δεν ακολουθεί ανάλογους δρόµους. Τα κέντρα των πόλεων, µε τις κατά κανόνα ανεκτίµητες πολιτιστικές και ιστορικές αξίες που περιλαµβάνουν, βρίσκονται πρώτα, αλλά όχι µόνα τους, στον κατάλογο των ζωνών που χρειάζονται προστασία και αναζωογόνηση. Με την «κανονική», όπως έχει πει ο L.Benevolo 26 δηλ. τη βιώσιµη χρήση τους, θ αποτελέσουν τα καλύτερα παραδείγµατα αειφορίας, τα καλύτερα πρότυπα της νέας κουλτούρας (2) που έχουν ανάγκη οι πόλεις για να συνεχίσουν να λειτουργούν, ως πυρήνες της ανθρώπινης ανάπτυξης και του πολιτισµού. Αν τα ιστορικά κέντρα καθώς αναβαθµίζονται, γίνονται νέες µονολειτουργικές ζώνες τουρισµού και αναψυχής, αποξενωµένα από τον πληθυσµό και πόλοι πίεσης και υποβάθµισης για την περιφέρεια, και αν η κατοικία σ αυτά απουσιάζει ή καταλαµβάνεται από τα προνοµιούχα µόνο στρώµατα, η βιωσιµότητά τους είναι αµφισβητούµενη και το µήνυµα που µεταδίδουν στην κοινωνία είναι αρνητικό: η αειφορία, η προστασία της πολιτιστικής κληρονοµιάς και η αρχιτεκτονική δηµιουργία, δεν θα είναι παρά προσχήµατα για την ιδιοποίηση κάθε αξίας στην πόλη από το κεφάλαιο και τους προνοµιούχους. Η νοµιµοποίηση τέτοιων προγραµµάτων είναι ανύπαρκτη. Το ζήτηµα ασφαλώς παραπέµπει στην αναζήτηση της κοινωνικής δικαιοσύνης κάθε κοινωνίας, αλλά η αποτυχία ενός αισιόδοξου µηνύµατος από την ανάπλαση και την αναζωογόνηση των ιστορικών κέντρων είναι δυσοίωνη για όλους, πλούσιους και φτωχούς. Είναι δυσοίωνη για τις πόλεις. Το ηθικό υπόβαθρο που προβάλλει στην µετα-νεωτερική έννοια της αειφορίας, επαναφέρει την οπτική της ανθρωπότητας στην κυκλική θεώρηση του κόσµου και της ύπαρξης, αναδεικνύοντας σε κυρίαρχη ιδέα τη βιωσιµότητα, τη διατήρηση ή την επαναστατικοποιηµένη συντήρηση 27 και τη διασφάλιση του µέλλοντος, µεσ από γνήσιες συλλογικές διαδικασίες που επαγγέλλονται µια κοινωνική συνοχή απελευθερωµένη από ιδεολογίες και ιδεοληψίες. Μέσ απ αυτό το πρίσµα, µοιραία, η αειφορία συνδέεται µε την προβολή της κληρονοµιάς και των εµπειριών του παρελθόντος, στο παρόν και τις κοινωνικές 21 Peter Booth και Robert Boyle, «είτε τη Γλασκώβη, δείτε πολιτισµό», Πολιτιστική πολιτική και αναζωογόνηση των πόλεων, Αθήνα, 1994, σ.38-40. 22 Michael Parkinson, Franco Bianchini, «Λίβερπουλ: µια ιστορία χαµένων ευκαιριών;», Πολιτιστική πολιτική και αναζωογόνηση των πόλεων, Αθήνα, 1994, σ.154. 23 Maarten A.Hajer, «Ρόττερνταµ: ανασχεδιάζοντας τον δηµόσιο χώρο», Πολιτιστική πολιτική και αναζωογόνηση των πόλεων, Αθήνα, 1994, σ.72-73. 24 S. Musterd, R. Jobse, H. Kruythoff, «Changements de population et mobilité résidentielle à Amsterdam, Rotterdam et La Haye», La ville en mouvement: habitat et habitants, χ.τ., 1999, WEB: www.équipement.gouv.fr/urbanisme/cdu. 25 A.Power, LSE, «Postcard from Rotterdam», DETR-Urban Renaissance: Sharing the Vision.01.99, χ.τ., 1999, WEB : www.regeneration.detr.gov.uk/urbantask98. 26 Leonardo Benevolo, Η πόλη στην Ευρώπη, Αθήνα, 1997, σ.334-335,336. 27 Εdgar Morin-Sami Naïr, Μια πολιτική πολιτισµού, Αθήνα, 1998, σ.47-48.
µας πρακτικές, που προβάλλονται συγχρόνως στο µέλλον, στον κόσµο που θα παραδώσουµε στις επόµενες γενεές.