Χωροταξία και ανάπτυξη



Σχετικά έγγραφα
Συνεργασίες με τον Λευτέρη Παπαγιαννάκη. Ερευνητικά προγράμματα Ε.Μ.Π. για την. Ερευνητικό πρόγραμμα Ε.Μ.Π. για ένα. Αθήνας Αττικής (δεκαετία 2000)

B Η ΧΩΡΟΤΑΞΙΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΓΕΝΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ

Η Περιφερειακή Επιστήμη.

Στόχος του Τμήματος: Οικονομικής & Περιφερειακής Ανάπτυξης (152)

ΧΩΡΟΤΑΞΙΑ: ΘΕΩΡΙΑ ΚΑΙ ΠΡΑΞΗ Λ. Κ. Βασενχόβεν, καθηγητή Ε.Μ.Π.

Τ.Ε.Ε. τμήμα Κερκύρας / Ν.Α. Νομού Κερκύρας. Ημερίδα με θέμα: Χωροταξικός και Πολεοδομικός Σχεδιασμός Όρος Ζωής για την Κέρκυρα

ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ Χ. ΑΠ. ΛΑΔΙΑΣ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ

Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο Μεταπτυχιακό Πρόγραµµα Πολεοδοµίας και Χωροταξίας Ακαδ. Έτος

ΧΩΡΟΤΑΞΙΑ ΜΕΛΕΤΗ ΥΠΑΡΧΟΥΣΑΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ. Αναστασία Στρατηγέα. Υπεύθυνη Μαθήματος

Περιφερειακή Ανάπτυξη

Ο ΤΟΠΟΣ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ ΤΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ

Εισήγηση της ΓΓΠΠ Αγγέλας Αβούρη στην ενημερωτική συνάντηση για τη δημιουργία Οργανισμού Τουριστικής Ανάπτυξης ( )

Η ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΚΑΙ ΤΑ ΜΕΣΑ ΤΗΣ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ

Iστορία και θεωρητικές προσεγγίσεις της χωροταξίας(1)

Πλαίσια Χωρικού Σχεδιασµού στον Ευρωπαϊκό και Ελληνικό χώρο: πολιτικές και θεσµοί Αθηνά Γιαννακού ρ. Χωροτάκτης-Πολεοδόµος (M.Sc.&Ph.D.

Γενικό Πλαίσιο Χωροταξικού Σχεδιασμού και Αειφόρου Ανάπτυξης. Ειδικά Πλαίσια για. Βιομηχανία

Επιχειρησιακό Πρόγραμμα: «Εκπαίδευση και Δια βίου Μάθηση» Εκτενής Σύνοψη. Αθήνα

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ

Η Περιφερειακή Πολιτική της Ε.Ε ( )

Μεταβολή αριθμού μαθητών από την Β' Λυκείου ( ) στην Γ' Λυκείου (το )

Περιφερειακή Ανάπτυξη

Τι είναι η Περιφερειακή Ε ιστήµη

ΧΩΡΙΚΟΣ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΚΑΙ ΑΝΑΠΤΥΞΙΑΚΟΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΙΣΜΟΣ ΤΩΝ ΟΤΑ: Ο ΡΟΛΟΣ ΤΩΝ ΓΠΣ- ΣΧΟΟΑΠ

Θέσεις για το Σχέδιο Νόμου(ΣΝ) «Επιτάχυνση της ανάπτυξης των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής»

Κοινωνική Περιβαλλοντική ευθύνη και απασχόληση. ρ Χριστίνα Θεοχάρη

1 η Εγκύκλιος Αναπτυξιακού Προγραμματισμού

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜOΚΡΑΤΙΑ ΑΘΗΝΑ ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 2019

Δημογραφία. Ενότητα 11.1: Παράδειγμα - Περιφερειακές διαφοροποιήσεις και ανισότητες του προσδόκιμου ζωής στη γέννηση

Περιφερειακή Ανάπτυξη

ΕΙΣΗΓΗΣΗ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΙ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΩΝ

ΧΩΡΟΤΑΞΙΑ ΧΩΡΟΤΑΞΙΚΟΣ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ. Αναστασία Στρατηγέα. Ακριβή Λέκα Αγρονόμος Τοπογράφος Μηχανικός, Δρ. Ε.Μ.Π., Μέλος Ε.Δ.Ι.Π. Ε.Μ.Π.

Διερεύνηση Δυνατοτήτων Αντιμετώπισης Παραγωγικών Προβλημάτων του Νόμου Κοζάνης. Αξιοποίηση των Εγκαταστάσεων της Εταιρείας Α.Ε.Β.Α.Λ.

Εισήγηση: Προκλήσεις για τους Χωροτάκτες στην Σηµερινή Συγκυρία

ΕΘΝΙΚΟ ΜΕΤΣΟΒΙΟ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΣΧΟΛΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΩΝ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΤΟΜΕΑΣ ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΧΩΡΟΤΑΞΙΑΣ ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΟ ΜΑΘΗΜΑ ΧΩΡΟΤΑΞΙΑΣ

ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ ΑΓΡΟΤΙΚΩΝ ΣΥΝΕΤΑΙΡΙΣΤΙΚΩΝ ΟΡΓΑΝΩΣΕΩΝ ΚΑΙ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΕΛΛΑΔΟΣ

ΕΘΝΙΚΟ ΜΕΤΣΟΒΙΟ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΣΧΟΛΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΩΝ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΤΟΜΕΑΣ ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΧΩΡΟΤΑΞΙΑΣ ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΟ ΜΑΘΗΜΑ ΧΩΡΟΤΑΞΙΑΣ

ΕΣΠΑ Εξειδίκευση Αξόνων Στρατηγικής. ρ Μαρία Κωστοπούλου

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ Αθήνα, 20 Δεκεμβρίου 2013

Ε Θ Ν Ι Κ Ο Μ Ε Τ Σ Ο Β Ι Ο Π Ο Λ Υ Τ Ε Χ Ν Ε Ι Ο

ΕΝΟΤΗΤΑ Α: ΜΕΤΑΒΟΛΕΣ ΣΗΜΑΝΤΙΚΩΝ ΓΕΝΙΚΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ- ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΟΡΩΝ

Ο σχεδιασμός και η. συγγραφή σεναρίων και το ζήτημα της επιλογής

228 Μηχανικών Χωροταξίας, Πολεοδομίας και Περιφερειακής Ανάπτυξης Θεσσαλίας (Βόλος)

ΑΛΟΓΟΣΚΟΥΦΗ ΓΙΑ ΤΟ ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ ΓΙΑ ΤΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ, ΤΟΝ ΕΛΕΓΧΟ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΑΝΑΠΤΥΞΙΑΚΩΝ ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟ

ΠΡΟΚΛΗΣΕΙΣ & ΕΥΚΑΙΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΔΗΜΟΥΣ ΣΤΗ ΝΕΑ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟ

Πανεπιστήμιο Αιγαίου

η ενημέρωση για τις δράσεις που τυχόν υιοθετήθηκαν μέχρι σήμερα και τα αποτελέσματα που προέκυψαν από αυτές.

Θεσμοί και Οικονομική Αλλαγή

Αγροτική Κοινωνιολογία

ΠΡΟΤΑΣΗ 2 ΗΣ ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗΣ ΠΕΠ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΜΑΚΕ ΟΝΙΑΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑΤΟΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΙΣΜΟΥ

Το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο κατά τη Νέα Προγραμματική Περίοδο ( ) Βασικά σημεία και διερευνητικές προσεγγίσεις

Α. ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΟΥ Ε.Π. ΔΕΠΙΝ

Ολοκληρωμένων Χωρικών Επενδύσεων στην Περιφέρεια Αττικής

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΓΕΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑΣ

ΕΥΝΟΙΚΟΙ ΚΑΙ ΠΕΡΙΟΡΙΣΤΙΚΟΙ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΤΟΥ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΥ ΜΕ ΟΡΟΥΣ ΑΕΙΦΟΡΙΑΣ

ΛΟΓΟΙ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗΣ ΤΟΥ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΟΥ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΑΣΚΗΣΗΣ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ

ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΗΣΗΣ ΤΟΥ ΠΕΠ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΥ (ΚΑΨΙΑ: 3 ΜΑΡΤΙΟΥ 2008 / ΑΡΧΟΝΤΙΚΟ ΚΑΛΤΕΖΙΩΤΗ)

Εργαστήριο Χωροταξικού Σχεδιασμού. 10 η Διάλεξη Όραμα βιώσιμης χωρικής ανάπτυξης Εισήγηση: Ελένη Ανδρικοπούλου

«Ολοκληρωμένες πολιτικές διαχείρισης της αστικής ανάπτυξης και αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής».

Το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο κατά τη Νέα Προγραμματική Περίοδο ( ) Βασικά σημεία και διερευνητικές προσεγγίσεις

Τουριστική κατοικία: Η θεσμική της κατοχύρωση και η εφαρμογή της στον ελληνικό χώρο

ΔΗΜΟΣ ΧΑΛΑΣΤΡΑΣ. Ζητήματα ανάπτυξης: παραγωγικές προοπτικές και προστασία των φυσικών πόρων

Περιφερειακή Ανάπτυξη

Συμμετοχικές Διαδικασίες κατά τη διαδικασία ΣΠΕ: Πιθανά προβλήματα και προοπτικές

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗ

ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΕΣ ΜΟΡΦΕΣ ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ. «Νέες συνεργασίες μεταξύ εκπαιδευτικών ιδρυμάτων»

Μεταφορές στο Εθνικό Χωροταξικό Σχέδιο της Ελλάδας

ΕΣΠΑ Ο νέος στρατηγικός σχεδιασμός. Εξειδίκευση Αξόνων Στρατηγικής Περιβάλλον - Αειφόρος Ανάπτυξη

1 η Συνεδρίαση Επιτροπής Παρακολούθησης

ΣΥΝΟΠΤΙΚΟΣ ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΕΣ ΔΥΝΑΜΙΚΕΣ ΚΑΙ ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΙ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΧΩΡΟΥ

ΙΣΤΟΡΙΚΟΙ ΟΡΕΙΝΟΙ ΟΙΚΙΣΜΟΙ ΤΗΣ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΥ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ, ΑΝΑΒΑΘΜΙΣΗ, ΑΝΑΠΤΥΞΗ

Κος ΚΑΡΑΜΟΣΧΟΣ: Ευχαριστώ πολύ. Καλή σας μέρα κι από δικής μου πλευράς. Θα ήθελα να σας ζητήσω λιγάκι συγνώμη, δεδομένου ότι ο ρόλος μου είναι η

ΑΠΟΦΑΣΗ. 4. Την Α.Π /ΕΥΣ 1749/ Υπουργική Απόφαση Συστήματος Διαχείρισης, όπως αυτή τροποποιήθηκε και ισχύει.

ΧΩΡΟΤΑΞΙΑ H ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ TOY ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΥ. Αναστασία Στρατηγέα. Υπεύθυνη Μαθήματος

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΑΝΑΡΤΗΤΕΑ ΣΤΟ ΔΙΑΔΙΚΤΥΟ. Μυτιλήνη, 16/06/2014 Α.Π. : οικ Προς: ΔΗΜΟΣ ΛΕΣΒΟΥ ΕΛ. ΒΕΝΙΖΕΛΟΥ T.

Εργαστήριο Χωροταξικού Σχεδιασμού

1. Η ΣΥΝΟΛΙΚΗ ΑΝΑΠΤΥΞΙΑΚΗ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΤΗΣ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΣ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΥ ΚΑΙ Η ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΗΣ

ΤΟ ΜΕΓΕΘΟΣ ΚΑΙ Η ΙΕΡΑΡΧΙΑ ΤΩΝ ΠΟΛΕΩΝ

Εργαλεία του Πολεοδοµικού Σχεδιασµού ΓΠΣ - ΣΧΟΟΑΠ

Προς Αθήνα 13 Μαϊου 2010 τον Υπουργό Εσωτερικών, Αποκέντρωσης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης κ. Ιωάννη Ραγκούση

Η εμπειρία του Παρατηρητηρίου της Εγνατίας Οδού

ΣΧΕΔΙΟ. Δήμος Σοφάδων ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΚΑΘΟΡΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗΣ ΤΟΥ ΔΗΜΟΥ


Περιφερειακή ανάπτυξη- Περιφερειακές ανισότητες. Εισαγωγικές έννοιες

ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΣΥΓΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΟΥΜΕΝΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΩΝ (ΕΣΠΑ )

Ο ΔΗΜΟΣ ΝΟΤΙΑΣ ΚΥΝΟΥΡΙΑΣ ΣΤΟ ΔΡΟΜΟ ΓΙΑ ΤΟ ΔΗΜΟ ΤΟΥ ΜΕΛΛΟΝΤΟΣ

Εταιρικό Σύμφωνο για το Πλαίσιο Ανάπτυξης (ΕΣΠΑ)

Απάντηση. Τι σημαίνει αυτό;

ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ- ΣΤΕΡΕΑΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΤΕΡΕΑΣ ΕΛΛΑΔΑΣ. m npcf ρπμμη ψβ tjw σ^πτυξπι

Εργαλεία του Πολεοδοµικού Σχεδιασµού ΓΠΣ - ΣΧΟΟΑΠ

ΕΙΔΙΚΟ ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΟΡΕΙΝΟΥΣ ΔΗΜΟΥΣ ΚΑΙ ΥΠΟΣΤΗΡΙΚΤΙΚΟΣ ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΒΑΘΜΙΣΗ ΤΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ

ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΧΩΡΟΤΑΞΙΚΟΥ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΥ Μάθημα 2Σ6 01. ΔΙΔΑΣΚΟΝΤΕΣ: Ελένη ΑΝΔΡΙΚΟΠΟΥΛΟΥ, Γρηγόρης ΚΑΥΚΑΛΑΣ Χ Ε Ι Μ Ε Ρ Ι Ν Ο Ε Ξ Α Μ Η Ν Ο

Συμμετοχικές Διαδικασίες και Τοπική διακυβέρνηση

Hλίας Αθανασιάδης * Συγκριτική θέση της Ηπείρου ως προς τις υπόλοιπες περιοχές της Ελλάδας με κριτήριο τους δείκτες ευημερίας

ΣΤΟΧΟΣ ΚΑΙ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΕΣΠΑ

Εισαγωγή στη διεθνή και ελληνική εμπειρία από την εφαρμογή προγραμμάτων αστικής αναγέννησης. Προτάσεις για το μέλλον

Κυρίες και Κύριοι, Σήµερα η ανταγωνιστικότητα δεν είναι πλέον θέµα κόστους, αλλά θέµα ποιότητας και υψηλής προστιθέµενης αξίας.

Αναπτυξιακό Συνέδριο ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΣ ΣΤΕΡΕΑΣ ΕΛΛΑΔΑΣ. για την νέα Προγραμματική Περίοδο

Θεωρίες Πολεοδομικού Σχεδιασμού

ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗΣ ΜΑΚΕ ΟΝΙΑΣ ΘΡΑΚΗΣ. Ιδέες από το Αναπτυξιακό Συνέδριο

Transcript:

Χωροταξία και ανάπτυξη Λουδοβίκος Κ. Βασενχόβεν Κεφάλαια 6 και 7 από το Λ. Βασενχόβεν και Δ. Γεωργουλής, Χωροταξία: Θεωρία και εφαρμογές, Διδακτικό εγχειρίδιο, Ε.Μ.Πολυτεχνείο, 1997. Σημ. Τα κείμενα του κεφαλαίου 6 έχουν δημοσιευθεί ή παρουσιάσθηκαν σε συνέδρια.. 1

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6 (περιλαμβάνει 3 υποκεφάλαια) Χωροταξικός σχεδιασμός στη δεκαετία του 1960 Δημοσίευση: Χωροταξικός σχεδιασμός στη δεκαετία του 60, στο Η Ελληνική Κοινωνία κατά την Πρώτη Μεταπολεμική Περίοδο (1945-1967), Πρακτικά συνεδρίου, Ιδρυμα Σάκη Καράγιωργα, Αθήνα 1995, σελ. 109-123 (δημοσίευση και στο Πυρφόρος, Ε.Μ.Πολυτεχνείο, Τεύχος 17, Ιανουάριος Φεβρουάριος 1995, σελ. 31-41). Εισαγωγή: Περιφερειακός «προγραμματισμός» και χωροταξία. Τα τέλη της δεκαετίας του 50 και οι αρχές της δεκαετίας του 60 είναι η περίοδος κατά την οποία ο προβληματισμός για την περιφερειακή ανάπτυξη και τον περιφερειακό προγραμματισμό γίνεται αισθητός τόσο στη Ελληνική διοίκηση, όσο και στα Ελληνικά πανεπιστήμια. Το φαινόμενο αυτό συνδέεται, ιδίως περί τα μέσα της δεκαετίας, με την επικράτηση μια ιδεολογίας, που σε αντίθεση με τα προηγούμενα χρόνια, ταυτίζεται, έστω και μερικά και με αρκετές αντιφάσεις, με την αναγκαιότητα του σχεδιασμού ως θεσμού και κρατικής λειτουργίας. Η μετατόπιση αυτή εκφράζεται αρχικά ως τεχνοκρατική άποψη και στη συνέχεια, με την βραχύβια πολιτική αλλαγή του 1963 και 1964, ως πολιτική επιλογή. Ακριβώς αυτή η επιλογή διαφοροποιεί και την δεκαετία του 60 και την παροδική άνθιση της ιδεολογίας του σχεδιασμού, που χαρακτήριζε το πρόγραμμα ανασυγκρότησης των τελευταίων ετών της δεκαετίας του 1940. Οι νέες αντιλήψεις εμφανίζονται ακόμη και μέσα στα πενταετή προγράμματα ανάπτυξης, διστακτικά στο πρόγραμμα 1960-64, εντονότερα στο αμέσως επόμενο πρόγραμμα 1966-70. Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο Αργύρης, σε σχέση με τα κίνητρα ενίσχυσης της επαρχιακής βιομηχανίας της περιόδου 1949-60, «τα κίνητρα δεν θεσπίσθηκαν στα πλαίσια κάποιου προγράμματος περιφερειακής ανάπτυξης. Ο οικονομικός προγραμματισμός υιοθετήθηκε στην Ελλάδα μόλις το 1960 με το πενταετές πρόγραμμα οικονομικής ανάπτυξης 1960-64» (Αργύρης 1986: 28). Το πρώτο σχέδιο περιφερειακής ανάπτυξης είναι το Πρόγραμμα Οικονομικής Αναπτύξεως της Ηπείρου 1960-64» (Μαυράκης 1971: 126). Στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο η πρώτη διπλωματική εργασία στην περιοχή του Περιφερειακού Προγραμματισμού εκπονείται το 1961, με αντικείμενο το εθνικό σχέδιο της Κυπριακής Δημοκρατίας. Ακολουθούν στα επόμενα δύο χρόνια ανάλογες εργασίες για την Πελοπόννησο, την Κρήτη και την Εύβοια. Η Εταιρεία Ερευνών Επαρχιακής Οικονομίας, πρόδρομος κατά τον Κόνσολα (1984: 23) του Ινστιτούτου Περιφερειακής Ανάπτυξης της Παντείου Σχολής, ιδρύεται το 1962 για να προωθήσει το κίνημα της περιφερειακής ανάπτυξης. Στην ορολογία της εποχής, ο όρος «χωροταξία» δεν παρουσιάζεται αμέσως και δεν έχει και ιδιαίτερη σημασία να βρούμε, πότε πρωτοκάνει την εμφάνισή του. Ξέρουμε σίγουρα πόσο συχνά κακοποιείται. Π.χ. πρόσφατα ακούσαμε ότι δημιουργήθηκε «χωροταξικό» πρόβλημα στη Βουλή, με το έμα της κατανομής των εδράνων μεταξύ των διαφόρων κομμάτων και τις διαμαρτυρίες των βουλευτών ενός νεοσύστατου κόμματος. Οπωσδήποτε, το 1964 σχηματίζεται Υπηρεσία Χωροταξικού Προγραμματισμού στο Κέντρο Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών που έχει 2

δημιουργηθεί από το 1961 (Βοϊβόνδα κ.α. 1977: 143), αρχικά με τον τίτλο Κέντρο Οικονομικών Ερευνών. Στα πρώτα όμως βήματα αυτής της επιστημονικής και επαγγελματικής κατεύθυνσης, αλλά συνάμα και κρατικής δραστηριότητας, ο όρος «περιφερειακός προγραμματισμός» εμπεριέχει και την χωροταξία. Ο Αθ. Κανελλόπουλος π.χ. σε κείμενο του 1961, αναφέρεται στο σαφές εν Ελλάδι πρόβλημα χωροταξικής ανακατανομής χωρίων και κωμοπόλεων, μεταθέσεων ή συγκεντρώσεων οικισμών κλπ» και στην ανάγκη να επιτελέσει ο περιφερειακός προγραμματισμός «εν άλλο ουσιώδες έργον εν Ελλάδι», δηλαδή «να ασχοληθεί με την γεωγραφικήν οικονομίαν της χώρας και ιδιαιτέρως να αποκτήσει σύστημα ισορροπίς των πόλεων, το οποίον σήμερον δεν υπάρχει» (Κανελλόπουλος 1962:21). Αυτός, κατά τον Κανελλόπουλο πάντοτε, ήταν ο ένας από τους λόγους που καθιστούσαν αναγκαίο τον περιφερειακό προγραμματισμό. Οι άλλοι ήταν (α) η αποκέντρωση των οικονομικών αποφάσεων και η μεταφορά αρμοδιοτήτων σε συλλογικά περιφερειακά όργανα, (β) η «εξάλειψις των κατά περιφερείας ανισοτήτων» και (γ) η αξιοποίηση των πλουτοπαραγωγικών πηγών και κινητοποίηση των λαϊκών δυνάμεων (οπ. αν.: 21-22). Τα πενταετή προγράμματα της δεκαετίας το 1960 Το «Πενταετές Πρόγραμμα Οικονομικής Αναπτύξεως της Χώρας 1960-64», που αναφέρθηκε παραπάνω, κάνει σύντομη αναφορά στην πολιτική περιφερειακής ανάπτυξης (Υπουργείο Συντονισμού 1960: 96-97). Σ αυτήν διαπιστώνεται η «ανομοιομορφία» του Ελληνικού χώρου και η κυριαρχία της Πρωτεύουσας και διατυπώνεται ο στόχος της δηιμιουργίας ισχυρών περιφερειακών πόλεων έλξης και της ενίσχυσης δραστηριοτήτων εκτός της Αθήνας. Κατά τους συντάκτες του προγράμματος, αυτός ήταν ο λόγος για τον οποίο είχαν δοθεί βιομηχανικά κίνητρα και είχαν ιδρυθεί τα Νομαρχιακά Ταμεία. Στα προγράμματα τονίζεται ότι καταβάλλεται προσπάθεια «ολοκληρωμένης» ανάπτυξης των περιοχών της χώρας και ότι ως πρώτη περιοχή επελέγη η Ηπειρος, ενώ στη συνέχεια το ενδιαφέρον των αρμοδίων υπηρεσιών στρέφεται προς την Δυτική Πελοπόννησο. Προκειμένου να επιτευχθεί η επιδωκόμενη «ισόρροπη» ανάπτυξη προβλέπεται η επεξεργασία σειράς προγραμμάτων περιφερειακής ανάπτυξης. Όταν μερικά χρόνια μετά την δημοσιοποίηση του πρώτου πενταετούς 1960-64, εμφανίζεται το δεύτερο πρόγραμμα, με τον τίτλο «Σχέδιο Προγράμματος Οικονομικής Αναπτύξεως της Ελλάδος (1966-70)», που με την παρεμβολή της δικτατορίας του 1967 αναστέλλεται για να ετοιμασθεί νέο (1968-72), είναι φανερό ότι η πολιτική περιφερειακής ανάπτυξης έχει κερδίσει έδαφος και έχει πλησιάσει στο κέντρο του ενδιαφέροντος, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι τα προγράμματα αυτά επηρεάζουν ουσιαστικά τις εξελίξεις (Αγγελίδης 1991: 171). Στους βασικούς στόχους του προγράμματος 1966-70 τονίζεται ότι ο»ο Περιφερειακός Προγραμματισμός είναι απαραίτητος διότι αποτελεί αναπόσπαστον τμήμα του Εθνικού Προγραμματισμού» (ΚΕΠΕ 1965: 27). Κύριος στόχος είναι η επιτάχυνση της ανάπτυξης των οικονομικά καθυστερημένων περιφερειών. Αντίστροφα, όσον αφορά στην Πρωτεύουσα, θα πρέπει να αποτραπεί η ανάπτυξη της σε έκταση τέτοια που να εξαρθρώνονται κοινωνικά, οικονομικά και πληθυσμιακά οι λοιπές περιφέρειες. Γίνεται μάλιστα και σύντομη αναφορά στην προστασία του περιβάλλοντος. Το πρόγραμμα 66-70 είναι προϊόν μιας αντίληψης και νοοτροπίας με μεγαλύτερη συνείδηση της ανάγκης και σημασίας του προγραμματισμού. Ιδεολογικά βρίσκεται πολύ πλησιέστερα προς μια πολιτική κεντρικού σχεδιασμού, παρά τις ρεαλιστικές επιφυλάξεις που, όπως θα δούμε αμέσως, υπεισέρχονται στο σχετικό κεφάλαιο περί πολιτικής περιφερειακής ανάπτυξης (ΚΕΠΕ 1965: 171-185). Σε τεχνικό επίπεδο γίνεται λόγος για περιφερειακοποίηση του εθνικού προγράμματος, ώστε να διατυπωθεί πολιτική για κάθε περιφέρεια, Επί της ουσίας, η φύση του προβλήματος 3

εντοπίζεται στην ανισότητα μεταξύ Αθήνας και της υπόλοιπης χώρας, πράγμα του τεκμηριώνεται με παράθεση σειράς δεικτών. Αν και η περιοχή της Αθήνας είχε το 1961 περίπου το 25% του πληθυσμού της χώρας, στην Αθήνα παραγόταν το 1962 το 56,8% του προϊόντος της μεταποίησης και το 40,8% του συνολικού εθνικού ΑΕΠ. Στον κλάδο των μεταφορών και επικοινωνιών το 47,2% του εθνικού εισοδήματος παραγόταν στην Αθήνα, ενώ για τον κλάδο σφαλειών κλπ. Το 77,3%. Με δείκτη 100 για το εθνικό ΑΕΠ, ο δείκτης περιφερειακού ΑΕΠ ήταν 156,3 για την Αττική και 92,6 για την Μακεδονία, ενώ η χαμηλότερη τιμή εμφανιζόταν στην Ήπειρο (56,9). Ενδεικτικά αναφέρονται και ορισμένοι περιφερειακοί δείκτες ευημερίας που περιέχονται στο πρόγραμμα: Αθήνα Θράκη Ήπειρος Κατά κεφαλή κατανάλωση 833 34 48 ηλεκτρικής ενέργειας (ΩΧΒ) Αυτοκίνητα ΙΧ ανά 10000 168 8 7 κατοίκους Κάτοικοι ανά ιατρό 305 3293 1576 Οι στόχοι του προγράμματος στον τομέα της περιφερειακής ανάπτυξης ήταν: Η αξιοποίηση των πόρων των περιφερειών Η μείωση των περιφερειακών διαφορών εισοδήματος και επιπέδου διαβίωσης Η εξασφάλιση των συνθηκών αυτοδύναμης ανάπτυξης σε κάθε περιφέρεια Ο έλεγχος της διαρροής πληθυσμού. Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται : Στην ανάπτυξη περιφερειών που «διαθέτουν μεγαλυτέρας δυνατότητας δημιουργίας δυναμικών πόλων αναπτύξεως», ώστε η πολιτική περιφερειακής ανάπτυξης να μην επιβαρύνει υπερβολικά τον εθνικό ρυθμό ανάπτυξης. Στην παροχή καλύτερων κοινωνικών υπηρεσιών και Στην δημιουργία υποδομής, ώστε οι περιοχές που έχουν αναπτυξιακές δυνατότητες να συνεχίσουν αναπτυσσόμενες και μετά την λήξη του πενταετούς προγράμματος. Όπως ειπώθηκε ήδη, η έμφαση που δίνεται παραπάνω εκφράζει μια προσπάθεια ρεαλιστικής αντιμετώπισης και μια επίγνωση των στενών ορίων, μέσα στα οποία μπορεί να κινηθεί ο σχεδιασμός στην Ελλάδα. Στο πενταετές 1966-80 προβλέπεται η διαίρεση της χώρας σε 5 περιφέρειες προγράμματος, τις Μακεδονία-Θράκη, Θεσσαλία, Δυτική Ελλάδα, Ανατολική Στερεά Ελλάδα-Νήσους Αιγαίου και, τέλος, Κρήτη. Προβλέπονται περιφερειακά σχέδια για όλες, με προτεραιότητα στην Κρήτη, της οποίας το σχέδιο είχε ήδη ολοκληρωθεί και θα σχολιασθεί παρακάτω, και κατόπιν στην Δυτική Ελλάδα. Προβλέπεται η δημιουργία βιομηχανικών ζωνών στις Θεσσαλονίκη, Πάτρα, Ηράκλειο, Βόλο και Καβάλα, και μικρότερων αργότερα σε άλλα κέντρα. Την ίδια χρονιά με την δημοσίευση του πενταετούς, ο νόμος 4458/65, εισάγοντας τον θεσμό των Βιομηχανικών Περιοχών (ΒΙΠΕ), με αρμόδιο φορέα την Ελληνική Τράπεζα Βιομηχανικής Ανάπτυξης (ΕΤΒΑ), όριζε ότι θα ιδρυθούν ΒΙΠΕ σ αυτές τις 5 πόλεις και σε άλλες τόσες ακόμη (Κομοτηνή, Χανιά, Πρέβεζα, Λάρισα, Περιοχή τέως Διοίκησης Πρωτευούσης) προφανώς για να διατηρηθούν οι περιφερειακές πολιτικές ισορροπίες, ενώ ήδη από το 1962, ο προϋφιστάμενος Οργανισμός Βιομηχανικής Ανάπτυξης είχε προχωρήσει, με αναθέσεις σε ξένους συμβούλους, στην εκπόνηση σχετικών μελετών, κατ αρχήν για την Θεσσαλονίκη (Βλιάμος 1988: 68-69). Με λιγότερο οργανωμένη μορφή, πρόβλεψη για την ίδρυση Βιομηχανικών Ζωνών 4

υπήρχε ήδη σε νόμο του 1955 (Κόνσολας 1973: 153). Το πενταετές δίνει έμφαση και στην σύνδεση των βιομηχανικών ζωνών με το εθνικό συγκοινωνιακό δίκτυο. Εθνικά σχέδια, περιφερειακή ανάπτυξη και χωροταξία Ένα άλλο θέμα που απασχολούσε τους συντάκτες του πενταετούς 66-70 ήταν ο καλός «εξοπλισμός του συστήματος των περιφερειακών αστικών κέντρων, με έμφαση στην Θεσσαλονίκης όπως επίσης και σύνδεση των απομονωμένων περιοχών. Και σε μια από τις τομεακές εκθέσεις εκείνου του πενταετούς με τίτλο «Οικισμός», που αναφέρεται κυρίως σε θέματα κατοικίας και πολεοδομίας, τονίζεται το πρόβλημα χωροταξικής διάρθρωσης, ιδίως της συγκέντρωσης στην Αθήνα και της διασποράς των μικρών οικισμών (ΚΕΠΕ 1967β: 54). Αυτές οι τομεακές εκθέσεις περιλαμβάνουν και δύο εξαιρετικά σημαντικά κείμενα της περιόδου, όπου η χωροταξική έμφαση είναι πλέον εμφανής, σε αντίθεση με τα κατά κύριο λόγο οικονομικής έμπνευσης κείμενα των κεφαλαίων περί περιφερειακής ανάπτυξης στα πενταετή προγράμματα. Οι δύο αυτές εκθέσεις αφορούσαν στο δίκτυο των αστικών κέντρων της χώρας (ΚΕΠΕ 1967α) και στο δίκτυο των μικρών αγροτικών οικισμών (ΚΕΠΕ 1968) και παραδόξως δεν εκδόθηκαν ποτέ από τον, κατά τα άλλα λίαν παραγωγικό, εκδοτικό μηχανισμό του ΚΕΠΕ, προφανώς διότι δεν θεωρήθηκαν των αυτών επιστημονικών προδιαγραφών με τις καθαρά οικονομικές και οικονομετρικές μελέτες που περνούσαν το «τεστ» της εμπιστοσύνης. Το γεγονός αυτό εκφράζει συμβολικά την ανήσυχη συμβίωση που υπήρχε από τότε, και επιβιώνει δυστυχώς ακόμη, ανάμεσα στην οικονομική προοπτική της πολιτικής περιφερειακής ανάπτυξης και την περισσότερο γεωγραφική ή χωρική προοπτική της χωροταξίας. Είναι μια διάσπαση που δημιουργεί προβλήματα και στην δημόσια διοίκηση και στον πανεπιστημιακό χώρο. Το παράδοξο είναι ότι θέσεις και προσεγγίσεις που εκφράστηκαν π.χ. στην έκθεση για το δίκτυο των αστικών κέντρων επηρέασαν μεταγενέστερα εθνικά και περιφερειακά σχέδια (ΚΕΠΕ 1972 / Α : 301-318 και Β : 221-230) και οι επιλογές που διατυπώθηκαν τότε, π.χ. για τους περιφερειακού πόλους ανάπτυξης εξακολουθούν και σήμερα να είναι αντικείμενο συζήτησης. Η αποκέντρωση της διοίκησης είναι μια ακόμη από τις προτάσεις περιφερειακής πολιτικής του πενταετούς 66-70. Υπήρχαν ήδη δύο Υπηρεσίες Περιφερειακής Ανάπτυξης στην Ήπειρο και στην Πελοπόννησο και το πενταετές προτείνει να ενωθούν στην ΥΠΑ Δυτικής Ελλάδας, ακολουθώντας την περιφερειακοποίηση που αναφέρθηκε παραπάνω. Προτείνεται η ίδρυση ΥΠΑ και στις περιφέρειες προγράμματος, όπου δεν υπάρχουν ήδη, δηλαδή στην Μακεδονία Θράκη και στην Ανατολική Στερεά Νήσους Αιγαίου. Τέλος προβλέπεται η λειτουργία Επιτροπής Περιφερειακής Ανάπτυξης. Υπήρχε ήδη, ας σημειωθεί, Κεντρική Υπηρεσία Περιφερειακής Ανάπτυξης στο Υπουργείο Συντονισμού. Οι αρμοδιότητες των ΥΠΑ ήταν πολύ περιορισμένες και στην ουσία δεν ξεπερνούσα μια δραστηριότητα συλλογής στοιχείων και μελετών. Ο σκοπός της λειτουργίας των ΥΠΑ διατυπώνεται πολύ συνοπτικά σε ένα δημοσίευμα της πρώτης ΥΠΑ, της Ηπείρου, που λειτούργησε αρχικά, το 1958, ως Υπηρεσία Προγράμματος Ηπείρου, για να εφαρμόσει ένα πειραματικό αναπτυξιακό πρόγραμμα, και πήρε την μορφή της ΥΠΑΗ το 1962, με αρμοδιότητα και για τα νησιά Κέρκυρας και Λευκάδα (Υπ. Συντονισμού ΥΠΑΗ 1964: 125-126): «Σκοπός της Υπηρεσίας ταύτης είναι η μελέτη, ο προγραμματισμός και ο συντονισμός όλων των έργων της περιοχής της Υ.Π.Α.Η., ώστε αφ ενός μεν να επιλέγονται εκάστοτε τα πλέον αποδοτικά εκ των δυνατών έργων, αφ ετέρου δε να επιταχύνεται η διαδικασία μελέτης, εκτελέσεως και αξιοποιήσεως των προκρινομένων εκάστοτε έργων» (όπ. Αν.: 125). Εκτός από μελέτες και πολυετή 5

σχέδια, «η Υ.Π.Α.Η τελικώς έχει ως κύριον σκοπόν» α) να ενημερώνει για τα προβλήματα της περιοχής και να προγραμματίζει την εκτέλεση έργων, β) «να δραστηριοποιήσει και υποβοηθήσει την Διοίκησιν εις το βαρύ έργον της» και γ) να προσανατολίσει με διάκρισιν και να ενισχύσει με αποφασιστικότητα τας υγιείς πρωτοβουλίας του ιδιωτικού τομέως...» (όπ. Αν.: 125-126). Είναι φανερό ότι ο ρόλος των ΥΠΑ περιορίζεται στην ουσία σε ένα είδος ιδιόμορφου φορέα πίεσης. Στην πράξη δεν μπορούν να ελπίζουν, στην καλύτερη περίπτωση, παρά σε ρόλο καταλύτη με την ελπίδα ότι η «Διοίκησις» (με δέλτα κεφαλαίο) θα δραστηριοποιηθεί, παρά το «βαρύ έργο» της, και ότι οι ιδιώτες θα συγκινηθούν από τις «διακριτικές» υποδείξεις. Εν τούτοις, στον τομέα των μελετών, σε συνεργασία ή αυτόνομα, μελετών που άφησαν το στίγμα τους στους προβληματισμούς της περιόδου, οι ΥΠΑ έπαιξαν σημαντικό ρόλο. Χαρακτηριστική περίπτωση είναι το «Σχέδιο Ανάπτυξης ης Κρήτης 1965-75», που μνημονεύεται, όπως ανέφερα παραπάνω, στο πενταετές 66-70. Το σχέδιο αυτό εκπονήθηκε από την Ισραηλινή εταιρεία συμβούλων AGRIDEV (Μαυράκης 1971: 127), μετά από ανάθεση του διεθνούς οργανισμού OECD, σε συνεργασία με την ΥΠΑ Κρήτης (AGRIDEV 1965). Το μεγάλο ενδιαφέρον του σχεδίου για την Κρήτη της AGRIDEV, ήταν η προσπάθεια ενσωμάτωσης μέσα σε ένα περιφερειακό αναπτυξιακό σχέδιο ενός χωροταξικού σχεδίου, που ενδιαφέρεται για «το πού της ανάπτυξης», κατά την έκφραση του John Friedmann, προϊόν κι αυτή της δεκαετίας του 60 (Gore 1984: 1-2). To χωροταξικό αυτό σχέδιο, έργο του Artur Glikson, εμφανίζεται σαν παράρτημα της κυρίως μελέτης, της οποίας η έμφαση βρίσκεται κυρίως στον αγροτικό τομέα. Στο χωροταξικό σχέδιο γίνεται προσπάθεια να ενσωματωθούν μέσα στο σχέδιο ανάπτυξης, προτάσεις για ένα ιεραρχημένο δίκτυο οικισμών, για άξονες εντατικής ανάπτυξης, για τον περιφερειακό πόλο του Ηρακλείου και περιοχές περιβαλλοντικής προστασίας (AGRIDEV 1965: 188). Η μελέτη της AGRIDEVπαρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, διότι βασιζόταν σε μια καθαρή φιλοσοφία, που έβλεπε σε μακρο-κλίμακα, στο επίπεδο των μονάδων παραγωγής (όπ. Αν.: 1-2). Η αντίληψη αυτή έχει σημασία, διότι στα πρώτα του βήματα, όπως παρατηρεί ο Waterston (1965: 22), ο περιφερειακός σχεδιασμός αντιμετωπίσθηκε ως τμήμα του πολεοδομικού σχεδιασμού. Στην καλύτερη περίπτωση ή ακόμη και να αντιπαραθέσει στις απόψεις που διατυπώθηκαν στην μελέτη της AGRIDEV, είναι ότι τελικά το μέγεθος της γεωγραφικής έκτασης έχει μικρή σημασία. Αυτό που έχει σημασία είναι ότι ο γεωγραφικός χώρος αποτελεί το πεδίο ολοκλήρωσης της μακρο και της μικροκλίμακας της κοινωνικής και οικονομικής δραστηριότητας και ότι ο αναπτυξιακός χωρικός σχεδιασμός πρέπει να συμβάλλει σ αυτή την σύνθεση, είτε αναφερόμαστε σε μια πόλη, είτε σχεδιάζουμε μια περιφέρεια. Αυτή είναι η έννοια που προσωπικά δίνω στην χωροταξία ή ακόμη καλύτερα στον σχεδιασμό του χώρου, αστικού ή περιφερειακού. Αν συμφωνήσει κανείς σ αυτό μπορεί με άνεση να αδιαφορήσει πλέον για τις λεπτές εννοιολογικές διαφορές όρων όπως περιφερειακός προγραμματισμός ή περιφερειακός ή χωρικός ή χωροταξικός σχεδιασμός, που, ας το ομολογήσουμε, χρησιμεύουν συχνά περισσότερο για να οριοθετούν επιστημονικές και επαγγελματικές κάστες ή διοικητικά φέουδα, παρά για να διαφοροποιούν πραγματικές έννοιες. Όπως σωστά επισημαίνει ο Κόνσολας (1985: 42), «ο χωροταξικός προγραμματισμός είναι σπουδαίο μέσο για την πραγμάτωση των στόχων του περιφερειακού προγραμματισμού και αντίστροφα. Οι σχέσεις δηλαδή, ανάμεσά τους, είναι συμπληρωματικές». Ξένες επιδράσεις και η εμφάνιση νέων αντιλήψεων. Στο σημείο αυτό είναι αναγκαίο να αναφερθούμε στις επιδράσεις που ασκήθηκαν στην θεωρία και πρακτική του χωροταξικού σχεδιασμού στην Ελλάδα από τις 6

αντιλήψεις που κυριαρχούσαν σε άλλες χώρες και στην ξένη βιβλιογραφία κατά την ίδια περίοδο. Πολλές απ αυτές τις αντιλήψεις ή σχήματα ανάλυσης και χωροταξικού σχεδιασμού επανέρχονται τακτικά, έστω και κατά διαφορετικούς τρόπους, στις προτάσεις περιφερειακής ανάπτυξης και χωροταξικής οργάνωσης τόσο της δεκαετίας του 60, στην προδικτακτορική περίοδο που εξετάζουμε εδώ, όσο και αργότερα. Έννοιες και σχήματα, που κυρίως επηρεάζουν τους Έλληνες προγραμματιστές ή θεωρητικούς, είναι η ρύθμιση του χώρου, ως αναπόσπαστο στοιχείο του εθνικού αναπτυξιακού σχεδιασμού, η μείωση των περιφερειακών ανισοτήτων, οι σχέσεις κέντρου και περιοχών, η κατανομή των βιομηχανικών δραστηριοτήτων στον εθνικό χώρο, η οργάνωση των πολεοδομικών συνόλων, προστασία του περιβάλλοντος και σχεδιασμός των εθνικών δικτύων. Στην δεκαετία του 60 η έμφαση στην περιφερειακή διάσταση της εθνικής αναπτυξιακής πολιτικής και στον χωρικό παράγοντα γίνεται όλο και εμφανέστερη. Είναι χαρακτηριστική η φράση του Tinbergen, σε εγχειρίδιο του αυτής της περιόδου, σε σχέση με τους περιφερειακούς στόχους του εθνικού σχεδιασμού: «Όλο και περισσότερο, διατυπώνουμε τους στόχους της πολιτικής της ανάπτυξης χωριστά για κάθε περιφέρεια, προσπαθώντας να μειώσουμε τις διαφορές ευημερίας μεταξύ τους» (Tinbergen 1967: 93, δική μου έμφαση). Ο W. Arthur Lewis (1966: 73) φθάνει στο σημείο να δίνει προδιαγραφές για μεγέθη πόλεων, συνιστώντας να αποθαρρύνονται μεγέθη μεγαλύτερα των 500.000 κατοίκων. Ιδιαίτερα αισθητή στις Ελληνικές εξελίξεις ήταν η επίδραση της Γαλλικής σκέψης. Γνωστή είναι η επιρροή των ιδεών του Jean Monnet, πατέρα του 1 ου Γαλλικού Εθνικού Σχεδίου και εννοιών όπως το «ενδεικτικό σχέδιο» (plan indicatif) ή η «οικονομία συνεννόησης» (economie concertee) που βρισκόντουσαν στην καρδία του Γαλλικού συστήματος σχεδιασμού (Pouyet et Monbrison-Fouchere 1964). Για το θέμα μας περισσότερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η έννοια του aménagement du territoire, δηλαδή της ρύθμισης ή διευθέτησης ή τακτοποίησης της περιφέρειας, της επικράτειας ή γενικότερα του γεωγραφικού χώρου. Αξίζει τον κόπο να δούμε πως εννοούσε την «διευθέτηση του χώρου», αυτό που τελικά εμείς ονομάζουμε χωροταξία, ο Γάλλος υπουργός Ανοικοδόμησης και Πολεοδομίας την εποχή του 2 ου Εθνικού Σχεδίου Ανάπτυξης της Γαλλίας (1954-57), ο Claudius-Petit, ένας άνθρωπος που σύνδεσε το όνομά του με πολλές μεταρρυθμίσεις στον τομέα της χωροταξίας και της πολεοδομίας: «Η χωροταξία (aménagement du territoire) δεν είναι ένα σχέδιο παραγωγής ή υποδομών, όπως π.χ. είναι το Σχέδιο Monnet. Είναι επίσης άλλο πράγμα από την πολεοδομία με την έννοια, την ήδη παραδοσιακή, του όρου. Δηλαδή άλλο πράγμα από μια συλλογή, μια σειρά λεπτομερών σχεδίων ρύθμισης και επέκτασης των οικισμών... Η χωροταξία διακρίνεται από το σχέδιο παραγωγής και υποδομών από το γεγονός ότι δεν αφορά τόσο σε προβλήματα παραγωγής όσο σε προβλήματα κατανομής και καλύτερης χρήσης του εδάφους. Ξεπερνά τα πολεοδομικά σχέδιο διότι θέτει προβλήματα όχι μέσα στα πλαίσια των πόλεων και των οικισμών, αλλά μέσα στα πλαίσια των περιφερειών και ολόκληρης της εθνικής επικράτειας... Είναι η αναζήτηση, μέσα στο γεωγραφικό πλαίσιο της Γαλλίας, μιας καλύτερης κατανομής των ανθρώπων σε συνάρτηση με τους φυσικούς πόρους και τις οικονομικές δραστηριότητες» (Delmas 1963: 28). Η καθυστέρηση εμφάνισης της χωρικής διάστασης και χωροταξίας, που διαπιστώσαμε στην Ελλάδα, είχε εμφανισθεί νωρίτερα βέβαια, και στην Γαλλία. Η χωροταξία απουσιάζει στο 1 ο Σχέδιο, παρουσιάζεται δειλά στο 2 ο και μόνο στο 3 ο, που λήγει το 1961, υπάρχουν σαφείς περιφερειακοί στόχοι (Lamour 1964: 12-13). Η 7

χωροταξία είναι πλέον ένα καθιερωμένο αντικείμενο και στον πανεπιστημαικό και ερευνητικό χώρο, που καλύπτεται από εκτεταμένη βιβλιογραφία (Bolle 1964). Στο 4 ο Σχέδιο (1962-65) και ακόμη περισσότερο στο 5 ο (1966-70) οι χωροταξικοί στόχοι αποκτούν μεγάλη σημασία και διαρκώς εξειδικεύονται (Fourastié et Courthéoux 1968: 259, Tomasi 1966b), και όπως ο Claudius-Petit ήταν αυτός στον οποίο οφείλεται, στην Γαλλία, η γέννηση της (Guichard 1965: 19), έτσι ο Olivier Guichard, μετέπειτα πρωθυπουργός, την οδηγεί στην ενηλικίωση τόσο μέσα από τον κρατικό μηχανισμό σχεδιασμού, όσο και με ένα κλασσικό για την δεκαετία του 60 βιβλίο, με τον τίτλο Amenager la France (Guichard 1965). Ορισμένοι από τους βασικούς χωροταξικούς στόχους του Γαλλικού εθνικού σχεδιασμού της δεκαετίας εκείνης πρέπει να αναφερθούν, διότι είναι εύκολο να δει κανείς τις αναλογίες με τις προτάσεις που λίγο αργότερα ή και ταυτόχρονα εμφανίζονται στην χώρα μας: Ο χωροταξικός σχεδιασμός του αγροτικού χώρου, η βιομηχανική ανάπτυξη των καθυστερημένων περιοχών, η πολιτική των πόλεων ανάπτυξης, που εκφράζεται με την ενίσχυση των λεγόμενων «μητροπόλεων ισορροπίας» (Fourastié et Courthéoux 1968: 187). Δεν θα μπορούσε δυστυχώς να μιλήσει κανείς για αναλογίες και στην περίπτωση στόχων όπως η ενίσχυση των ήδη επιτυχημένων βιομηχανικών περιοχών και ο εκσυγχρονισμός του Παρισιού (όπ. αν.), όπου στην Ελλάδα επικρατούν περίεργες αντιστάσεις και ψυχώσεις. Η πολιτική των μητροπόλεων ισορροπίας, που θα αποκαταστούσε την διαταραγμένη από την κυριαρχία του Παρισιού ισορροπία του Γαλλικού χώρου (Guichard 1965 : 67) πήρε μεγάλη δημοσιότητα. Η θεωρητική της βάση ήταν ασφαλώς οι απόψεις του γνωστού Γάλλου οικονομολόγου Francois Perroux για τον οικονομικό χώρο και τους πόλους ανάπτυξης (Perroux 1964 και 1971), που άσκησαν μεγάλη επιρροή στην φιλοσοφία, στη θεωρία και στην ανάπτυξη προγραμμάτων περιφερειακής ανάπτυξης στην Μ. Βρετανία, στην πρώην ΕΣΣΔ (Βιομηχανικά πλέγματα) κλπ (Task 1942: 33-52). Οι αντιλήψεις γύρω από τον ρόλο του δικτύου των οικισμών, ως οργανωτικού σχήματος, που αρθρώνει και ολοκληρώνει τον γεωγραφικό και οικονομικό χώρο, επηρεάζουν σε μεγάλο βαθμό και τους Έλληνες χωροτάκτες, όπως ήδη ανέφερα μνημονεύοντας τις σχετικές μελέτες του ΚΕΠΕ. Η πολιτική για το πλέγμα των αστικών κέντρων στη Γαλλία εκκινεί από αναλύσεις του οικιστικού δικτύου, που αναζητούν τις σχέσεις των πόλων με την οικονομική συγκροτημένη, λογική και αποτελεσματική χωροταξική διευθέτηση του εθνικού χώρου πρέπει να έχει ως βάση την διευθέτηση του δικτύου αστικών κέντρων», έγραφε ο Coppolani το 1959 (1959: 8). Στα χρόνια που ακολούθησα το θέμα του εθνικού συστήματος αστικών κέντρων και μιας αντίστοιχης εθνικής πολιτικής έμελλε να απασχολήσει πολλούς όχι μόνο στην Γαλλία και στην Ελλάδα, αλλά και σε άλλες χώρες (Wassenhoven 1980: κεφ. 3 και 6, Λεοντίδου Γεράρδη 1981, Ρrost 1965). Στη βάση αυτών των αναζητήσεων είναι η εύρεση ή εφεύρεση μια νέας οικονομικής και κοινωνικής γεωγραφίας του αντίστοιχου εθνικού χώρου. Κατά τους Fourastié και Courhéoux (1968: 187), οι χωροταξικοί στόχοι του 5 ου Γαλλικού Σχεδίου ακολουθούσαν το πνεύμα μια «ενεργού και βολονταριστικής γεωγραφίας». Ίσως μια τέτοια αντίληψη να επηρέαζε τον Σοφούλη, όταν έγραφε το 1967, ότι η «περιφερειακή ανάπτυξη της Ελλάδας ταυτίζεται με τη χωροταξία των εθνικών φιλοδοξιών μας» (Σοφούλης 1967: 25), ή τον αείμνηστο Αντώνη Τρίτση, όταν έγραφε, στο ίδιο μάλιστα τεύχος, στα «Αρχιτεκτονικά Θέματα», ότι «απαιτείται κάποιος οδηγός. «ρυθμιστής», στην ανθρώπινη προέλαση... και η ανάγκη αυτού του οδηγού γέννησε την λεγόμενη Χωροταξία» (Tρίτσης 1967: 28). Ήταν μάλιστα από τους πολύ λίγους, που ήθελαν τον χωροταξικό σχεδιασμό για να προλάβουν τις οικολογικές καταστροφές, που προκαλούσε η ανθρώπινη προέλαση. Η ιδέα της επιθυμητής εναλλακτικής, ενεργού, εφαρμοσμένης ή βολονταριστικής γεωγραφίας έχει έντονη παρουσία στην Γαλλική γεωγραφική βιβλιογραφία της περιόδου (George et al. 1964, Phlipponeau 1960, Labasse 1966). O υπότιτλος του ογκώδους έργου του 8

Jean Labasse για την οργάνωση του χώρου είναι «στοιχεία μια εκούσιας (ή βολονταριστικής) γεωγραφίας». Μια τέτοια αναζήτηση, τονίζει ο Labasse, δεν απορρέει από κανένα πολιτικό δόγμα, ταιριάζει όμως στις κοινωνίες εκείνες όπου η εποπτεία του κράτους στην κοινωνική και οικονομική ζωή είναι γενικά αποδεκτή (Labasse 1966: 18). Η δημιουργία ενός νέου χωρο-οικονομικού τοπίου, μιας νέας οικονομικής γεωγραφίας, που να ανταποκρίνεται σε σύγχρονες συνθήκες, αλλά και σε σύγρχονες αξίες, ήταν η επιθυμία που αποτέλεσε και στην Ελλάδα το κριτήριο με το οποίο αξιολογήθηκαν και υιοθετήθηκαν ή απορρίφθηκαν προβληματισμοί άλλων χωρών. Από την εμπειρία της Μεγάλη Βρετανίας, σημαντική επίδραση άσκησαν οι πολιτικές για την ανακατανομή της βιομηχανική δραστηριότητας στον εθνικό χώρο και για την ανακατανομή της βιομηχανικής δραστηριότητας στον εθνικό χώρο και την ενίσχυση των καθυστερημένων ή υποβαθμισμένων περιοχών. Η πρώτη εκφράσθηκε με τον νόμο του 1945 για την κατανομή της βιομηχανίας (Distribution of industry Act) και είχε την αφετηρία της στο έργο της Επιτροπής Barlow του 1940, για την κατανομή του βιομηχανικού πληθυσμού (McCrone 1969: 121-128, Hall 1970: 76-79). Η Βρετανική πολιτική της περιόδου έχει βέβαια συνδεθεί και με άλλες πασίγνωστες πρωτοβουλίες, όπως η δημιουργία νέων πόλεων, είναι όμως δύσκολο να διακρίνει κανείς κάποια συγκεκριμένη επίδραση στην Ελλάδα, πέρα από ένα ακαδημαϊκό ενδιαφέρον στα πανεπιστήμια. Μεγαλύτερη ήταν η επίδραση από την Ιταλική εμπειρία για την ανάπτυξη του Ιταλικού Νότου, του Mezzogiorno (Kayser et George 1964), που επηρέασε τις Ελληνικές προσπάθειες δημιουργίας περιφερειακών αναπτυξιακών φορών. Πολύ δυσχερέστερη είναι η αναδρομή στις θεωρητικές επιδράσεις από κείμενα που επηρέασαν την σκέψη των ερευνητών της χωροταξίας, αλλά και εκείνων που είχαν στενότερη σχέση με την πράξη. Θα ήταν όμως παράλειψη να μην αναφερθεί ο Perroux, πράγμα που έγινε ήδη, ο Boudeville (Boudeville 1961), ο Myrdal με τις απόψεις του για την σωρευτική διαδικασία ανισότητας (Myrdal 1957) και ο John Friedmann με τις απόψεις του για το κέντρο και την περιφέρεια (Friedmann and Alonso 1964: 3). Θεωρία και έρευνα στην Ελλάδα Στον χώρο της περιφερειακής ανάπτυξης και πολιτικής, άλλοι έχουν ήδη κάνει συγκεκριμένες προσπάθειες (Μαυράκης 1971, Κόνσολας 1985, ΠΑΣΠΕ 1984), ιδίως όσοι ασχολήθηκαν με την προϊστορία του Ινστιτούτου Περιφερειακής Ανάπτυξης του Παντείου Πανεπιστημίου. Γεγονός είναι ότι ξεκινώντας με το βιβλίο του Δημ. Αθανασόπουλου το 1962 και τα κείμενα του Ιερώνυμου Πίντου (βλ. αναφορές στο ΠΑΣΠΕ 1984) ή του Αθ. Κανελλόπουλου που αναφέρθηκε παραπάνω, το αντικείμενο της περιφερειακής ανάπτυξης βρίσκει όλο και περισσότερο την θέση του, τόσο σε πανεπιστημιακά κείμενα, όσο και στις δραστηριότητες και στον προγραμματισμό του δημοσίου τομέα. Στον τομέα του χωροταξικού σχεδιασμού, πάντοτε μέσα στην δεκαετία του 60, οι δραστηριότητες της Υπηρεσίας Χωροταξικού Προγραμματισμού του ΚΕΠΕ και του Σπουδαστηρίου Πολεοδομικών Ερευνών του Ε.Μ.Πολυτεχνείου αξίζουν ιδιαίτερης μνείας.. Σε ένα σημαντικό κείμενο του 1966, εισήγηση στο συνέδριο του Συλλόγου Αρχιτεκτόνων για το πρόβλημα της Αθήνας, ο Ν. Κατοχιανός αντιμετώπισε την Χωροταξία ως τον συνδυασμένο σχεδιαμό του οικονομικού, του φυσικού, του κοινωνικού και του παραστατικού χώρου, εννοώντας στην τελευταία περίπτωση «την διάρθρωσιν των ευρυτέρων παραστατικών στοιχείων και εικονικών εμπειριών του περιβάλλοντος» (Κατοχιανός 1974: 52). Στη συνέχεια παρουσιάζει την οργάνωση του χωροταξικού σχεδιασμού, όπως είχε ασκηθεί εκείνη την εποχή στο ΚΕΠΕ, σε 3 9

επίπεδα, δηλαδή την ανάπτυξη και χωροταξία των πόρων, των τομέων και των περιοχών. Στο Σπουδαστήριο Πολεοδομικών Ερευνών ΕΜΠ αναπτύχθηκε στη δεκαετία του 60 μια εντατική δραστηριότητα εκπόνησης εφαρμοσμένων χωροταξικών ερευνών για λογαριασμό δημοσίων φορέων ή (σε μια περίπτωση) του ΤΕΕ. Οι έρευνες αυτές είχαν σαν αντικείμενο τις περιοχές της Σκάλας Λακωνίας, της Ανδρίτσαινας και της Καλαμάτας, αλλά και ευρύτερης ενότητες όπως της Νότιας Πίνδου ή και της Πελοποννήσου στο σύνολο της (ΕΜΠ/ΣΠΕ 1966, 1969, 1971α, 1971β και 1973). Πολλές από αυτές αντιμετώπισαν το πρόβλημα της κατανομής των οικισμών στις ορεινές περιοχές της Ελλάδας, που επισήμανε και ο Κανελλόπουλος στο δημοσίευμα, που αναφέρθηκε παραπάνω. Η ενασχόληση με το πρόβλημα αυτό (βλ. Σαρηγίαννης 1988) υπήρξε μια σημαντική συμβολή της δουλειάς του Πολυτεχνείου, που διατηρεί και σήμερα επικαιρότητα της (βλ. Λ. Βασενχόβεν, για την ορεινή Ελλάδα η Καθημερινή, 24-11-93). Οι αντιλήψεις και προβληματισμού αυτοί είχαν τεθεί από τον Αντώνη Κριεζή σε ένα δημοσίευμα του 1963 (Kriesis 1963). Στον προβληματισμό γύρω από την χωροταξία συμβάλλουν οι γεωγραφικές έρευνες που γίνονται στη δεκαετία του 60 από Γάλλους γεωγράφους στο Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών και οι απόψεις που αποκρυσταλλώνονται στα έργα τους, όπως στο βιβλίο του Kayser, «Ανθρωπογεωγραφία της Ελλάδος» (Kayser 1968). Το ίδιο ισχύει για την εργασία ξένων ερευνητών στο ΚΕΠΕ που και αυτή καταλήγει σε δημοσιεύσεις που πήραν μεγάλη προβολή (Ward 1963, Lefeber 1966). Αν και αναφέρονται κυρίως σε μια πολεοδομική κλίμακα, οι μελέτες που φορούν στην Αθήνα και οι απόψεις για την Πρωτεύουσα, ιδίως του Κ. Δοξιάδη, που διατυπώνονται στα αρχιτεκτονικά συνέδρια των αρχών της δεκαετίας του 60, ασκούν μεγάλη επίδραση (Φιλιππίδης 1990: 60-69). Μεγαλύτερη είναι η ζύμωση που προκαλείται από την μελετητική δραστηριότητα που αναπτύσσεται από ιδιώτες μελετητές. Πέρα από την μελέτη της AGRIDEV, που αναφέρθηκε ήδη στην ίδια κατηγορία μελετών με πρωτοβουλία διεθνών οργανισμών βρίσκεται και η μελέτη της Food and Agriculture Organization για την Δυτική Πελοπόννησο, που όπως και η Ήπειρος αναφερόταν στις προτεραιότητες του πενταετούς 1960-64 (FAO 1965). Στα μέσα της δεκαετίας του 60, με την έμφαση που δίνεται στον σχεδιασμό από τις κυβερνήσεις της Ένωσης Κέντρου, εκπονούνται πολλές πολεοδομικές, χωροταξικές ή αναπτυξιακές μελέτες, π.χ. στον τομέα του τουρισμού (Βαγιανός κ.ά. 1968, Βοϊβόνδα κ.ά. 1977, Αραβαντινός κ.ά. 1967, Wassenhoven 1984: 21-24). Το τέλος της περιόδου Οι αναζητήσει της περιόδου διακόπτονται απότομα με το στρατιωτικό πραξικόπημα του 1967. Ο χωροταξικός σχεδιασμός δεν εγκαταλείπεται και αποκτά μάλιστα τιμητική θέση στο «Σχέδιον Προτύπου Μακροχρονίου αναπτύξεως της Ελλάδος» της δικτατορίας (ΚΕΠΕ 1972). Εντούτοις, όπως και ο γενικός οικονομικός σχεδιασμός, μετατρέπεται σε μια προθήκη επίφασης δημοκρατικότητας, σε μια διαδικασία βιτρίνας που αποσκοπεί στην ενίσχυση της αυταπάτης ότι αναζητείται μια δημοκρατική συναίνεση μέσα από τα μηχανιστικά βήματα της διαδικασίας του σχεδιασμού. Η περίοδος 1959-67 αφήνει ανοικτούς προβληματισμού γύρω από θέματα άνισης ανάπτυξης, αναπτυξιακών πόλων, του ρόλου της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης, της περιφερειακής οικονομικής πολιτικής, της κατανομής των παραγωγικών δραστηριοτήτων στο χώρο, της προστασίας του περιβάλλοντος και της ισορροπίας εθνικών και περιφερειακών στόχων, στόχων συχνά αντικρουόμενων, όπως παρατηρεί η Ανδικοπούλου (1990: 312), που ξεπερνούν τις δυνάμεις ενεργού σχεδιασμού του κράτους. Ορισμένα από αυτά τα θέματα αντιμετωπίζονται με πιο ουσιαστικό τρόπο μετά την πτώση της δικτατορίας το 1974 ή στην δεκαετία του 1980. 10

Αλλά μένουν σε ύπνωση, έτσι ώστε και σήμερα ακόμη να μην έχουν ξεκαθαρίσει τα όρια και οι στόχοι του χωροταξικού σχεδιασμού. Χωροταξικός Σχεδιασμός Το αντικείμενο του χωροταξικού σχεδιασμού δεν είναι, ακόμη και σήμερα, 60 χρόνια μετά το πρωτοποριακό πείραμα της ανάπτυξης της κοιλάδας του Τεννεσή στις ΗΠΑ και πάνω από 30 χρόνια από την πρώτη μεγάλη του άνθιση στη Γαλλία, γενικά καθορισμένο και αποδεκτό. Θα μπορούσε να πει κανείς απλά, όπως αναφέρεται στα αρχικά κεφάλαια αυτή της εργασίας, ότι «ο χωροταξικός σχεδιασμός έχει σαν αντικείμενο την οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη ευρύτερων περιοχών απ ότι ο πολεοδομικός σχεδιασμός», τονίζοντας παράλληλα ότι υπάρχουν και διαφορές προσέγγισης. Αλλά εάν ο πολεοδομικός σχεδιασμός ασχολείται με την πόλη και τον οικισμό και ο χωροταξικός σχεδιασμό με την ευρύτερη περιοχή επιρροής μια πόλης, την επαρχία, το νομό, την περιφέρεια ή την χώρα ολόκληρη, πόσο εύκολο είναι άραγε να διαχωρίσει κανείς τις γεωγραφικές αυτές ενότητες στον ολοένα και πιο αστικοποιημένο σύγχρονο κόσμο? Για να είμαστε πιο συγκεκριμένοι, πως κάνουμε τέτοιες διακρίσεις στην ευρύτερη περιοχή των μεγάλων μας αστικών κέντρων ή σε ζώνες, φαινομενικά αγροτικές, με πυκνό πλέγμα κατ όνομα αγροτικών οικισμών, με εμφανή ανάπτυξη? Πολλά έχουν ειπωθεί για το στοιχείο στο οποίο πρέπει να δώσουμε τα χαρακτηριστικά μιας αστικής κοινωνίας ή έντονη τουριστική ιδιαίτερη έμφαση. Είναι αυτό η οικονομία ή είναι ο χώρος και η γη? Κατά συνέπεια, ο σχεδιασμός για τον οποίο μιλούμε είναι κατ αρχήν οικονομικός ή είναι σχεδιασμός του χώρου και των χρήσεων γης? Ο χωροταξικός σχεδιασμός σημαίνει διαφορετικά πράγματα σε διαφορετικούς ανθρώπους, φράση με την οποία αρχίζει το βιβλίο του για το θέμα ο Άγγλος καθηγητής John Glasson. Αλλά και στον ίδιο τον τίτλο του βιβλίου του *An Introduction to Regional Planning ή Εισαγωγή στον Περιφερειακό Σχεδιασμό), ή στον τίτλο άλλων παρόμοιων συγγραμμάτων, βρίσκεται εν μέρει η πηγή της εννοιολογικής σύγχυσης. Κι αυτό διότι δεν είναι πάντα σαφές ποια είναι και τι σημαίνει «περιφέρεια», αν το αγγλικό planning είναι σχεδιασμός ή προγραμματισμός (στον οποίο πολλοί δίνουν στενά οικονομική ή σχεδόν λογιστική έννοια) και αν εννοούμε χωροταξία ή περιφερειακή πολιτική ή σχεδιασμό περιφερειακής οικονομικής ανάπτυξης, και εάν οι διαφωνίες αποτελούσαν απλώς εννοιολογικές αντιπαραθέσεις σχολαστικών ακαδημαϊκών δεν θα είχε και πολύ σημασία, αν πίσω από τους ορισμούς δεν κρυβόντουσαν σκληρές συγκρούσεις για την μοιρασιά πολιτικών, διοικητικών, επαγγελματικών και πανεπιστημιακών αρμοδιοτήτων, εξουσιών και φέουδων, ου μας ταλαιπωρούν κατά τρόπο απαράδεκτο, όσο και παιδαριώδη. Κατά την άποψη μας αυτό που το λέμε χωροταξία ή όπως αλλιώς επιθυμούμε είναι ένα και αδιαίρετο, και μάλιστα σε όλες τις γεωγραφικές κλίμακες του σχεδιασμού. Και τούτο διότι ο διαχωρισμός του χώρου, της γης, του εδάφους, από αυτό που επιτελείται από τους ανθρώπους επάνω του, ή εάν προτιμάτε κάτω από την επιφάνεια του εδάφους, επ αυτής ή υπεράνω αυτής, είναι άσκοπος, αδύνατος και αντιεπιστημονικός. Ο χώρος σημαίνει γη και, μαζί μ αυτήν, το σύνολο της οικονομικής δραστηριότητας και κοινωνικής ζωής που εκτυλίσσονται επάνω της και το σύνολο της φυσικής και πολιτιστικής κληρονομιάς του παρελθόντος, που ο άνθρωπος και ο Δημιουργός (ή κάποιοι βιολογικοί μηχανισμοί και χημικές διαδικασίες, ανάλογα με τις θεολογικές δοξασίες του καθενός) έχουν αποθέσει στην γη και στο περιβάλλον. Μπορεί αυτά να μοιάζουν με αστεϊσμούς, αλλά οι μέχρι τελικής εξόντωσης μάχες για την εξασφάλιση των «καθ ύλην αρμοδιοτήτων» σχεδιασμού και εφαρμογής του, μεταξύ διοικητικών υπηρεσιών, δεν είναι καθόλου αστείες. Είναι αλήθεια, πως στην κλίμακα του εθνικού και περιφερειακού χώρου, η πολιτική σχεδιασμού, όπως αναπτύχθηκε στα χρόνια του 30, 40 και 50, στις σοσιαλιστικές 11

χώρες ιδιαίτερα, είχε ένα έντονα οικονομικό χαρακτήρα. Όμως στα επόμενα χρόνια, στην δεκαετία του 60, τονίζεται όλο και περισσότερο η γεωγραφική, περιφερειακή διάσταση της εθνικής αναπτυξιακής πολιτικής. Ο χωρικός παράγοντας παίρνει αυξανόμενη σημασία. Ο γνωστός Ολλανδός θεωρητικός του αναπτυξιακού σχεδιασμού Jan Tinbergen, σε εγχειρίδιο της εποχής αυτής, αναφερόμενος στους περιφερειακούς στόχους του εθνικού σχεδιασμού, τονίζει: «όλο και περισσότερο, διατυπώνουμε τους στόχους της πολιτικής της ανάπτυξης χωριστά για κάθε περιφέρεια, προσπαθώντας να μειώσουμε τις διαφορές ευημερίας μεταξύ τους». Ένας άλλος γνωστός ειδικός στον ίδιο τομέα, ο W. Arthur Lewis φθάνει ακόμη και να διατυπώσει απόψεις για την πολιτική κέντρων, ου αργότερα έγινε βασικό στοιχείο του χωροταξικού σχεδιασμού. Συγκεκριμένα, συνιστά να αποθαρρύνονται μεγέθη πόλεων μεγαλύτερα των 500.000 κατοίκων. Μεγάλο ενδιαφέρον έχει για μας η θεωρία του σχεδιασμού που αναπτύχθηκε στις δεκαετίες του 50 και 60 στην Γαλλία, διότι επηρέασε και τις Ελληνικές εξελίξεις. Τόσο η πρακτική των προγραμμάτων εθνικής οικονομικής ανάπτυξης, όσο και η καθιέρωση του χωροταξικού σχεδιασμού στην χώρα αυτή στηρίχθηκαν σε αντιλήψεις για τον ρόλο του χώρου, την δημόσια διοίκηση και την σημασία του αστικού ή αγροτικού χώρου, που κάνουν την επίδραση της Γαλλικής σκέψης ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα από άποψη θεωρίας και πολιτικής. Αξίζει να τονισθεί η επιρροή του Jean Monnet, εμπνευστή του 1 ου Γαλλικού Εθνικού Σχεδίου και των εννοιών που καθιέρωσε, όπως το «ενδεικτικό σχέδιο» (plan indicatif) ή η «οικονομία συνεννόησης» (économie concertée) που έγιναν το σήμα κατατεθέν του Γαλλικού μοντέλου σχεδιασμού. Όμως μεγάλη επιρροή είχαν και οι οργανωτικές και διοικητικές δομές του Γαλλικού συστήματος σχεδιασμού, όπως αναφέρθηκε ήδη στο σχόλιο για το aménagement du territoire. Στα χρόνια που πέρασαν, οι τεχνητοί φραγμοί ανάμεσα στο «οικονομικό» και στο «φυσικό» στοιχείο ξεπερνιούνται από την ίδια την ζωή. Βέβαια η ελληνική νομοθεσία εξακολουθούσε να βλέπει την χωροταξία ως διαδικασία εντασσόμενη μέσα στον οικονομικό σχεδιασμό. Ο Νόμος 360.1976 περί χειμερίας νάρκης, ορίζει ως εξής το Χωροταξικό Σχέδιο (εθνικό, περιφερειακό ή ειδικό): «Σύνολον κειμένων και σχεδίων δια των οποίων εκφράζονται αι γενικαί αρχαί και κατευθύνσεις της ακολουθητέας χωροταξικής πολιτικής, εν τω πλαισίω των Προγραμμάτων Οικονομικής και Κοινωνικής Αναπτύξεως και καθορίζονται κατά κύριον λόγον, τα ακόλουθα: 1. Η κατανομή και διάρθωσις του πληθυσμού, εν συναρτήσει προς το πλέγμα δραστηριοτήτων κατά τομείς παραγωγής 2. Η κατανομή και διάρθρωσις των χρήσεων χώρου, κατά λειτουργίας και τομείς παραγωγής 3. Τα εθνικά συγκοινωνιακά δίκτυα και λοιπά δίκτυα κοινωνικής, οικονομικής και διοικητικής υποδομής 4. Οι εθνικοί δρυμοί, αι ζώναι πρασίνου και οι σημαντικοί προς διαφύλαξιν και προστασίαν. 5. Τα γενικά πλαίσια, οι όροι και οι περιορισμοί, δια την εξασφάλισιν της προστασίας του περιβάλλοντος κα. Ας σημειωθεί, ότι κατά τον νόμο αυτό, το χωροταξικό σχέδιο έπρεπε να συνοδεύεται από «χωροταξικό πρόγραμμα», δηλαδή «σύνολον κειμένων και σχεδίων δια των οποίων καθορίζονται αι απαιτούμεναι δια την εφαρμογήν του αντιστοίχου χωροταξικού σχεδίου παρεμβάσεις, μετά των φάσεων πραγματοποιήσεως και 12

χρηματοδοτήσεως τούτων, ως και τα προς τούτο ληπτέα θεσμικά, οικονομικά και διοικητικά μέτρα». Το πλέγμα του εθνικού και των περιφερειακών χωροταξικών σχεδίων που προβλεπόταν στον Ν. 360/76, του οποίου επίκειται η κατάργηση, δεν ολοκληρώθηκε ποτέ. Ειδικά χωροταξικά σχέδια, με την μορφή των Ειδικών Χωροταξικών Μελετών ιδίως για νησιωτικές, παράκτιες και οικολογικά ευαίσθητες περιοχές, εκπονήθηκαν αρκετά κατά τα τελευταία χρόνια και ορισμένα βρίσκονται στην φάση θεσμικής κατοχύρωσης. Από τα μέσα της δεκαετίας του 80, με τον Ν. 1622/86 καθιερώθηκε ένα παράλληλο οικοδόμημα όχι σχεδίων, αλλά αναπτυξιακών προγραμμάτων, εθνικού (που φυσικά υπήρχε από παλιότερα, με την μορφή του γνωστού πενταετούς), περιφερειακών, νομαρχιακών και τοπικών προγραμμάτων ανάπτυξης. Είναι λοιπόν εμφανές ότι η Ελληνική νομοθεσία προβλέπει την εκπόνηση από τις κρατικές υπηρεσίες μιας πλήρους ιεραρχίας αναπτυξιακών προγραμμάτων και χωροταξικών σχεδίων. Η εκπόνηση των σχεδίων αυτών υπήρξε στο παρελθόν σποραδική και ασυνεχής. Το τελευταίο εθνικό 5-ετές πρόγραμμα ανάπτυξης ήταν εκείνο της περιόδου 1983-87, ενώ εκείνο της περιόδου 1988-92 ουσιαστικά δεν ολοκληρώθηκε. Ένα εθνικό χωροταξικό σχέδιο εκπονήθηκε το 1973 από το Γραφείο Δοξιάδη, αλλά δεν έτυχε εφαρμογής. Εξ άλλου η εφαρμογή των σχεδίων που εκπονήθηκαν κατά καιρούς, σε όλα τα επίπεδα, ήταν περιορισμένη. Από τα τέλη της δεκαετίας του 1980, ο περιφερειακός και εθνικός αναπτυξιακός σχεδιασμός εντάσσεται σε νέο πλαίσιο, εκείνο της συνεργασίας της κρατικής διοίκησης με την Ευρωπαϊκή Κοινότητα (και τώρα πλέον Ευρωπαϊκή Ένωση ή ΕΕ). Ο σχεδιασμός και η εφαρμογή του περνούν πλέον από την εκπόνηση ενός Σχεδίου Περιφερειακής Ανάπτυξης (ΣΠΑ), που θέτει τους γενικούς στόχους ανάπτυξης και κατόπιν τους εξειδικεύει κατά τομείς (πχ βιομηχανία, περιβάλλον, τουρισμός κα) και περιφέρειες, δηλαδή τις 13 διοικητικές περιφέρειες της χώρας. Το ΣΠΑ γίνεται αντικείμενο διαπραγμάτευσης με την ΕΕ και προκύπτει το Κοινοτικό Πλαίσιο Στήριξης (ΚΠΣ) δηλαδή μια δέσμη προγραμμάτων, υποπρογραμμάτων και μέτρων, κατά τομείς και περιφέρειες που συνοδεύεται από χρηματοδοτικούς πίνακες. Η χρηματοδότηση προέρχεται από κοινοτικούς και εθνικούς πόρους. Το σύνολο σχεδόν των δημοσίων επενδύσεων δεσμεύεται σ αυτό το πλαίσιο. Το ΚΠΣ χωρίζεται σε εθνικό σκέλος, με διαχείριση από την κεντρική διοίκηση και περιφερειακό σκέλος, με διαχείριση από τις περιφέρειες. Το ΚΠΣ αναπτύσσεται με μεγαλύτερη λεπτομέρεια σε «επιχειρησιακά προγράμματα», ένα για κάθε τομέα (πχ βιομηχανία ή περιβάλλον) και για κάθε περιφέρεια, τα λεγόμενα «περιφερειακά επιχειρησιακά προγράμματα» (ΠΕΠ). Βρισκόμαστε λοιπόν μπροστά σε μια «υβριδιακή» μορφή σχεδιασμού, που δεν έχει κανένα από τα στοιχεία που είχε, σε εθνικό επίπεδο, το 5-ετές πρόγραμμα ανάπτυξης, πχ έγκριση από τη Βουλή, ή επρόκειτο να έχει το εθνικό χωροταξικό σχέδιο, με τις απαιτήσεις του για χωροθέτηση χρήσεων. Εν τούτοις στο ΣΠΑ 1994-99, και φυσικά στο ΚΠΣ, περιέχονται καίριας σημασίας αποφάσεις στον τομέα της χωροταξικής πολιτικής, που αφορούν σε δίκτυα και κόμβους μεταφορών, αστικά κέντρα, περιοχές επιχειρηματικής δραστηριότητας κ.ο.κ. Η ενσωμάτωση της πολιτικής προστασίας του περιβάλλοντος και γενικότερα των φυσικών, αλλά και των πολιτιστικών, πόρων, όπως και της αγροτικής γης, δυσχεραίνεται από την στιγμή που η σαφής χωρική διάσταση απουσιάζει από τον σχεδιασμό που περιγράφηκε παραπάνω. Ούτε μπορεί να θεωρηθεί ότι η έλλειψη αυτή αποκαθίσταται με την εκπόνηση των Ειδικών Χωροταξικών Μελετών, που απομένουν ως η μόνη, σημαντική αλλά ανεπαρκής, προσπάθεια προστασίας της γεωργικής γης. Το «όπλο» τους είναι η χρήση της κήρυξης Ζωνών Οικιστικού Ελέγχου (ΖΟΕ), ενός εργαλείου της πολεοδομικής νομοθεσίας, δηλαδή του Ν. 13

1650/86 περί προστασίας του περιβάλλοντος όπου προβλέπεται και η κήρυξη περιοχών προστασίας της φύσης, εθνικών πάρκων, προστατευόμενων φυσικών σχηματισμών κλπ. Το θέμα όμως της «παρουσίας» και της συμβολής του χωροταξικού σχεδιασμού στην προστασία και ανάπτυξη του αγροτικού χώρου δεν σταματά στην προστασία της γεωργικής γης και ιδιαίτερα της γης υψηλής παραγωγικότητας. Απαιτεί προφανώς αντιμετώπιση του αγροτικού χώρου, ως ενός συνόλου και όχι μόνο ως τομέα γεωργικής δραστηριότητας. Είναι χαρακτηριστική στο θέμα αυτό η εξέλιξη της χωροταξικής πολιτικής της Γαλλίας, που αναφέρθηκε προηγουμένως, μιας χώρας με πολύ σημαντικό γεωργικό τομέα, από την άποψη της σημασίας του αγροτικού χώρου στην οικονομία, κοινωνία, δημογραφική εξέλιξη και κουλτούρα της χώρας. Όπως, αναφέρουν οι Jerome Monod και Philippe de Castelbajac στο βιβλίο τους «L Amenagement du Territoire (7 η έκδοση, 1993): «Η χωροταξία κυριαρχείται, στη Γαλλία και αλλού, από μια συζήτηση, που διαρκώς ανανεώνεται, πάνω στην στρατηγική που πρέπει να ακολουθήσει σε κάθε περιφέρεια, σε σχέση με τα υπέρ και τα κατά, που χαρακτηρίζουν τους διάφορους τύπους οικισμών. Τις περιόδους, κατά τις οποίες δίνεται έμφαση στην ανάγκη συγκέντρωσης των προσπαθειών σε πόλους ικανούς να κάνουν αυτά που τους παρέχονται να αποδώσουν καρπούς, διαδέχονται άλλες περίοδοι, κατά τις οποίες τονίζονται περισσότερο τα πλεονεκτήματα, τόσο οικονομικά όσο και κοινωνικά, της κατά προτίμηση επιλογής των μικρών οικισμών και των αγροτικών ζωνών». Στην Γαλλία, η δεκαετία του 60, στον τομέα της χωροταξικής πολιτικής χαρακτηρίσθηκε από την έμφαση στην ανάπτυξη των «μητροπόλεων ισορροπίας», δηλαδή 8 μεγάλων πόλεων, που θα μπορούσαν να ανταγωνισθούν το «ιμπεριαλιστικό» Παρίσι, όπως και των νέων δορυφόρων πόλεων γύρω από την Γαλλική πρωτεύουσα. Στην δεκαετία του 70 η έμφαση πέρασε στην πολιτική των μεσαίων πόλεων, που συνδυάσθηκε με την προστασία του παραδοσιακού τους χαρακτήρα και την εγκατάλειψη της οικοδόμησης γιγαντιαίων συγκροτημάτων κατοικιών, σε πύργους ή «μπάρες» που, όπως γράφουν οι ίδιοι συγγραφείς, «είχαν πολλαπλασιασθεί μετά το τέλος του τελευταίου πολέμου υπό την καταστροφική επίδραση του Le Corbusier και των μαθητών του». Μετά την περίοδο αυτή, «η θέληση να διασπαρθεί ο πληθυσμός επρόκειτο να οδηγήσει όλο και πιο βαθιά προς τις αγροτικές ζώνες και στην αναγωγή της επανακατάκτησής τους στην κορυφαία φιλοδοξία της χωροταξίας». Η πολιτική της «αγροτικής ανανέωσης» συνθηκών ζωής, της αναχαίτισης της κατάρρευσης του αγροτικού πληθυσμού δυναμικού, και της προσέλκυσης νέων δραστηριοτήτων, για την δημιουργία πρόσθετων πηγών εισοδήματος. Οι δύο πρώτες φάσεις της Γαλλικής χωροταξικής πολιτικής θυμίζουν σε κάποιο βαθμό την Ελληνική πολιτική, που ίσως μιμήθηκε την Γαλλική, των Κέντρων Εντατικών Προγραμμάτων Ανάπτυξης ή των «αντίπαλων πόλεων» του 1978 και, αργότερα, των «ανοικτών πόλεων» της υπαίθρου του 1983. Βέβαια η Γαλλική πολιτική συνοδεύθηκε και στις δύο περιπτώσεις από πολυδάπανα προγράμματα έργων και ενισχύσεων που κατευθυνόντουσαν με ακρίβεια στους στόχους τους, πράγμα που στην Ελλάδα δεν έγινε ή δεν ήταν δυνατό να γίνει. Μένει πάντως να δούμε αν θα υπάρξει κάτι ανάλογο προς την Τρίτη φάση της Γαλλικής πολιτικής. Το πρόβλημα φυσικά βρίσκεται τόσο στην χάραξη μια συνεπούς και συνολικής χωροταξικής πολιτικής, όσο και στην ύπαρξη ή μάλλον απουσία «εργαλείων» εφαρμογής της. Στους τομείς της βιομηχανικής και τουριστικής δραστηριότητας η έμφαση στο παρελθόν δόθηκε κυρίως στον έλεγχο χωροθέτησης και πολύ λιγότερο 14

στην καθοδήγηση, η οποία περιορίσθηκε στην χορήγηση κινήτρων, χωρίς όμως μια πολιτική ολοκληρωμένης ανάπτυξης στις περιοχές κατά προτίμηση ενίσχυσης. Οι βιομηχανικές περιοχές (ΒΙΠΕ) δεν είχαν τέτοιο προσανατολισμό και δεν έπαιξαν τέτοιο ρόλο, δημιουργίας δηλαδή ευνοϊκών εξωτερικών οικονομικών για την διάχυση της ανάπτυξης. Συνεπώς, ανεξάρτητα προς την περιφερειακή ανάπτυξη που υπήρξε ως επακολούθημα της γενικότερης διεύρυνσης της Ελληνικής οικονομίας, δνε μπορούμε να καυχηθούμε για ιδιαίτερα επιτεύγματα του χωροταξικού σχεδιασμού ούτε σ αυτούς τους τομείς. Ήδη βρισκόμαστε προ της επικείμενης θεσμοθέτησης νέου νόμου για την χωροταξία, του οποίου το προσχέδιο είδε το φως της δημοσιότητας. Σ αυτό γίνεται πλέον λόγος όχι για εθνικό χωροταξικό πρόγραμμα, περιφερειακά και ειδικά σχέδια, αλλά για «πλαίσια χωρικής ανάπτυξης» στα τρία αυτά επίπεδα. Το αντικείμενο της χωροταξικής πολιτικής και το περιεχόμενο των «πλαισίων» εμφανίζεται σαφώς διευρυμένο. Τόσο η ορολογία όσο και το περιεχόμενο μαρτυρούν την επίδραση των εξελίξεων στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Πράγματι, βρίσκεται σε εξέλιξη από το 1989 μια διαδικασία ανάληψης από την ΕΕ πρωτοβουλιών για την χάραξη μια ενιαίας Ευρωπαϊκής χωροταξικής πολιτικής για το Κοινοτικό «έδαφος» (territory στα Αγγλικά ή territoire στα Γαλλικά). Η πολιτική αυτή εκφράσθηκε με μια πρώτη έκθεση το 1991, με τίτλο «Ευρώπη 2000: Προοπτικές Ανάπτυξης και Κοινοτικού Εδάφους», και παίρνει συγκεκριμένη μορφή με μια έκθεση που αναμένεται να κυκλοφορήσει, με τίτλο «Ευρώπη 2000+: Συνεργασία για την Ευρωπαϊκή Χωρική Ανάπτυξη» (territorial development). Το πρόγραμμα «Ευρώπη 2000» όπως αποκλήθηκε, αποτελεί προϊόν των στόχων συνοχής και ολοκλήρωσης της εσωτερικής αγοράς, που τέθηκαν στην συνθήκη του Μάαστριχτ. Ο προβληματισμός που αναπτύσσεται στα κείμενα αυτά εκτείνεται σε στόχους που έχει ήδη υιοθετήσει η ΕΕ, πχ για την αειφόρο ανάπτυξη και περιλαμβάνει πολιτικές σ ένα ευρύτερο φάσμα θεμάτων, περιλαμβανομένης της προστασία και ενεργοποίησης του αγροτικού χώρου. Στο πνεύμα της πολιτικής αυτής προωθείται η εκπόνηση στις χώρες-μέλη στρατηγικών σχεδίων ανάπτυξης των εθνικών τους χώρων, που θα αποτελέσουν εισροές στον σχεδιασμό του Ευρωπαϊκού χώρου. Είναι ήδη σαφές από τις πρώτες ενδείξεις ότι δεν πρόκειται για σχέδια χρήσεων γης και μόνο, αλλά για σύνθετα χωροκοινωνικά προγράμματα ανάπτυξης. Ένα δείγμα πολιτιστικών πόρων, τάσεων που ο χωροταξικός σχεδιασμός θα κληθεί να αντιστρέψει. Μεταξύ αυτών, οι σχετικές προδιαγραφές της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και της Γαλλικής Προεδρίας της ΕΕ τονίζουν τον αγροτικό χώρο, όχι μόνο ως απόθεμα γεωργικών εδαφών, αλλά και ως πολιτιστική αξία. Μέσα από αυτόν τον προβληματισμό είναι φανερό ότι προβάλλουν περιοχές μελλοντικής έρευνας, που θα βοηθούσαν τόσο την καλύτερη γνώση των προβλημάτων που ο χωροταξικός σχεδιασμός καλείται να επιλύσει, όσο και την αποτελεσματικότητα των μεθόδων του και της εφαρμογής του μέσα από τη διεπιστημονική συνεργασία όπως: Σχέσεις τουριστικής και αγροτικής ανάπτυξης σε οικολογικά ευαίσθητες περιοχές Συμπληρωματικότητα αστικών και αγροτικών δραστηριοτήτων και δυνατότητες ανάληψης κοινωνικών υπηρεσιών από εργαζόμενους στον αγροτικό τομέα Διατύπωση μεθοδολογίας χωροταξικών μελετών για την καλύτερη ενσωμάτωση της διάστασης της αγροτικής ανάπτυξης 15

Διερεύνηση αποτελεσματικών εργαλείων προστασίας για την διερεύνηση του σημερινού θεσμικού πλαισίου της χωροταξίας Μελέτη των δυνατοτήτων συμβολής του παραθερισμού στην ανάπτυξη ορεινών αγροτικών περιοχών, σε συνδυασμό με την προστασία της παραδοσιακής κληρονομιάς. Τομείς στους οποίους ήδη υπάρχει χρήσιμη και σημαντική έρευνα, όπως στα θέματα της συμπληρωματικής απασχόλησης των αγροτών ή του ρόλου των μικρών αστικών κέντρων στην περιφερειακή ανάπτυξη. 16

Χωροθέτηση βιομηχανικών εγκαταστάσεων και περιοχών στην Ελλάδα Χωροθέτηση Βιομηχανικών Εγκαταστάσεων και Περιοχών στην Ελλάδα. Eισήγηση στo επιστημονικό διήμερο του Τεχνικού Επιμελητηρίου της Ελλάδας με γενικό θέμα "Βιομηχανικά Κτίρια" (Αθήνα 10-11/5/1993). Οι οπτικές γωνίες θεώρησης του θέματος. Το θέμα του τόπου εγκατάστασης της βιομηχανίας μπορεί να προσεγγισθεί από διάφορες επιστημονικές οπτικές γωνίες και σε διάφορες γεωγραφικές κλίμακες. Μπορούμε να το αναλύσουμε στην μικροκλίμακα, οπότε να ενδιαφερθούμε για τις άμεσες σχέσεις του χώρου της βιομηχανίας με τις γειτονικές χρήσεις, τις τοπικές συγκοινωνιακές εξυπηρετήσεις, το έδαφος και τα τεχνικά χαρακτηριστικά, το μικροκλίμα κα. Είναι δυνατό να το αναλύσουμε στην μητροπολιτική η περιφερειακή κλίμακα, οπότε το ενδιαφέρον μας θα στραφεί στις συνδέσεις με τους χώρους προέλευσης πρώτων υλών ή ενδιάμεσων αγαθών, στις σχέσεις με αγορές και κέντρα κατανάλωσης, στην πρόσβαση από άξονες και κόμβους διαπεριφερειακών μεταφορών, στην ένταξη στον ευρύτερο χωροταξικό ιστό, στην ύπαρξη αγοράς εργασίας, στα προβλήματα περιφερειακή ανάπτυξης κα. Χωρίς να παύσει το ενδιαφέρον μας και για φυσικά χαρακτηριστικά, ιδιαίτερα εκείνα που σχετίζονται με τις επιδράσεις στο περιβάλλον σε μια ευρύτερη γεωγραφική κλίμακα. Στην εθνική κλίμακα έχουμε και άλλες παραμέτρους να λάβουμε υπόψη, μη ξεχνώντας βέβαια ότι αυτή η σχηματοποίηση σε διάφορες κλίμακες ανάλυσης γίνεται μόνο για λόγους ταξινόμησης και πάσχει από αναγκαστική αφαίρεση. Στην εθνική λοιπόν κλίμακα πρέπει να ληφθούν υπόψη κατά την ανάλυση μας η εθνική γεωγραφική κατανομή της βιομηχανίας, οι ανταγωνιστικές σχέσεις μέσα στον εθνικό χώρο μεταξύ βιομηχανικών μονάδων ή βιομηχανικών συγκεντρώσεων από άποψη εισροών (υλικών εξοπλισμού, δεξιοτήτων, τεχνογνωσίας) και εκροών, οι ανάλογες σχέσεις με του ξένους ανταγωνιστικούς κλάδους, οι θέσεις πάνω σε εθνικού ή διεθνείς άξονες και κόμβους μεταφορών, τα συγκριτικά περιφερειακά χαρακτηριστικά (πλεονεκτήματα ή μειονεκτήματα) η σχέση δηλαδή με την «προίκα» της κάθε περιοχής σε αναπτυξιακούς πόρους (resource endowment) κ.α. Οι επιστημονικές οπτικές γωνίες, όπως φαίνεται κι από την παρακάτω συνοπτική παρουσίαση, είναι πολλές. Αν όμως ξεφύγουμε από την κλίμακα εκδήλωσης των καθαρά τεχνικών προβλημάτων και διακινδυνεύοντας και πάλι μια απλούστερη αφαίρεση, θα μπορούσαμε να απομονώσουμε τις αλληλένδετες οπτικές γωνίες, πρώτον της οικονομικής γεωγραφίας και περιφερειακής επιστήμης, δεύτερον της περιφερειακής οικονομικής και των οικονομικών της ανάπτυξης, ή καλύτερα της «επιστήμης της ανάπτυξης», για να μην θεωρηθεί ότι μας ενδιαφέρει μόνο η στενά οικονομική διάσταση της ανάπτυξης και τρίτον του χωροταξικού σχεδιασμού. Οι επιστημονικοί αυτοί δραστηριότητα και στην Ελλάδα, έχουν πολλές κοινές περιοχές. Φυσικά, όσοι υπηρετούν αυτούς τους κλάδους κάνουν συχνά χρήση θεωρητικών σχημάτων, μεθόδων ή και τεχνολογίας, που έχουν την επιστημονική τους θεμελίωση σε άλλες επιστημονικές περιοχές. Οι τρεις κλάδοι που ανέφερα έχουν, εκτός από τα κοινά σημεία, και διαφοροποιήσεις που είναι καλό να επισημανθούν με λίγα λόγια και για να γίνει σαφής η θέση μας και διότι το θέμα έχει ενδιαφέρον τουλάχιστον για όσους κινούνται επιστημονικά σ αυτόν τον χώρο, άσχετα με το γεγονός ότι πολλές φορές οι ίδιοι οι άνθρωποι καλύπτουν τμήματα και των τριών κλάδων. 17

Οικονομική Γεωγραφία, Περιφερειακή Επιστήμη, Χωρική Ανάλυση Περιφερειακή οικονομική, οικονομικά της ανάπτυξης, επιστήμη της ανάπτυξης Χωροταξικός Σχεδιασμός, Ρύθμιση χώρου Αν εξετάσουμε κατ αρχήν την σχέση απ τη μια της οικονομικής γεωγραφίας και της περιφερειακής επιστήμης (regional science), που οφείλει αυτόν τον μάλλον άχαρο και αδέξιο τίτλο στις αμερικανικές ρίζες της δεκαετίας του 50, και απ την άλλη του χωροταξικού σχεδιασμού, το κοινό στοιχείο είναι ο χώρος, όχι όμως το ουδέτερο έδαφος, αλλά ένα σύνθετο χωρικό σύστημα, που εμπεριέχει τις λειτουργίες και δραστηριότητες που εκτυλίσσονται πάνω σ αυτό. Ενώ όμως στην πρώτη περίπτωση δίνουμε έμφαση στο να κατανοήσουμε και ερμηνεύσουμε αυτό το σύστημα, στη δεύτερη περίπτωση προσπαθούμε να προδιαγράψουμε της εξελίξεις του συστήματος, να ρυθμίσουμε την λειτουργία του, να φτιάξουμε εμείς την οικονομική γεωγραφία του μέλλοντος και να σχεδιάσουμε ένα νέο οικονομικό και κοινωνικό «τοπίο», χρησιμοποιώντας σαν κύριο εργαλείο τον τρόπο με τον οποίο χρησιμοποιείται η γη, για την επίτευξη κοινωνικών στόχων. Αυτό το τελευταίο στοιχείο, του προσανατολισμού προς το μέλλον με πρόθεση να το κάνουμε καλύτερο απ το παρόν, που είναι το βασικό φυσιογνωμικό χαρακτηριστικό της δραστηριότητας του σχεδιασμού, είναι και το κοινό σημείο μεταξύ της επιστήμης της ανάπτυξης και του χωροταξικού σχεδιασμού. Εύλογα θα διερωτηθεί κανείς εάν υπάρχει «επιστήμη της ανάπτυξης». Ας αρκεσθούμε στην άποψη, ότι πρόκειται για το γνωσιολογικό και θεωρητικό υπόβαθρο της ανάλυσης του φαινομένου της ανάπτυξης (και ας μην ασχοληθούμε εδώ με τον ορισμό της) και της αναπτυξιακής πολιτικής κάτι σαν το θεωρητικό οπλοστάσιο των κάθε λογής «αναπτυξιολόγων». Το κοινό σημείο με τον χωροταξικό σχεδιασμό και την ρύθμιση του χώρου βρίσκεται ακριβώς στο ότι θέτουν ερωτήματα όχι μόνο για το «τι είναι ή τι υπάρχει», αλλά για το «τι πρέπει να είναι και τι πρέπει να γίνει», σύμφωνα με κάποιες κοινωνικά αποδεκτές αξίες και επιδιώξεις. Απ την άλλη μεριά, το κοινό σημείο με την οικονομική γεωγραφία είναι ακριβώς το ξεδίπλωμα της οργανωμένης παραγωγικής δραστηριότητας του ανθρώπου και των κοινωνικών συνόλων στην επιφάνεια της γης (όπως και κάτω ή πάνω απ αυτήν), έτσι ώστε η οικονομική γεωγραφία να μπορεί να θεωρηθεί σαν η επιστήμη που ερευνά το αποτύπωμα στη γη της ανάπτυξης του παρελθόντος. Όσο για το αποτύπωμα που θα μελετήσουν αργότερα οι οικονομικοί γεωγράφοι κάποιου «μελλοντικού παρόντος», όταν το σημερινό παρόν θεά έχει γίνει παρελθόν, αυτό το δημιουργούν οι σημερινές κοινωνικο οικονομικές δυνάμεις και το επηρεάζει, λιγότερο ή περισσότερο, ανάλογα με το πολιτικο οικονομικό μας σύστημα, ο χωροταξικός σχεδιασμός που επιχειρεί η οργανωμένη κοινωνία σε διάφορα επίπεδα. Η εισαγωγή που προηγήθηκε ήταν αναγκαία, διότι πρέπει να γίνει σαφές ότι ο χωροταξικός σχεδιασμός, στον οποίο εντάσσεται ο σχεδιασμός της χωροθέτησης της βιομηχανίας, δεν μπορεί να αντιμετωπισθεί αποσπασματικά, είτε στην θεωρία, είτε στην πράξη. Ακόμη, διότι σχολιάζοντας το θέμα της χωροθέτησης των βιομηχανικών εγκαταστάσεων και περιοχών στην Ελλάδα, τοποθετούμε στην οπτική γωνία της χωροταξίας κοιτάζουμε δηλαδή την χωροθέτηση όχι σαν μια κατάσταση λογιστικής καταγραφής, αλλά σαν ενέργεια, που βρίσκει την έκφραση της στην άσκηση κρατικής 18

χωροταξικής πολιτικής. Θα ήταν απόλυτα θεμιτή μια ανάλυση των παραγόντων που επηρεάζουν την συμπεριφορά της επιχείρησης στην επιλογή χώρου εγκατάστασης, ανάλυση που θα μπορούσε να βρει κανείς σ ένα κλασσικό εγχειρίδιο για την βιομηχανική χωροθέτηση (πχ Smith 1981: 45-67). Εδώ όμως μας ενδιαφέρει η αναζήτηση των πολιτικών εκείνων, μέσα από τις οποίες η πολιτεία χωροθετεί ή έστω κατευθύνει έμμεσα την χωροθέτηση της βιομηχανίας, κάνοντας την διάκριση από τις πολιτικές εκείνες που έχουν μεν αναπτυξιακούς στόχους, με απούσα όμως, ή στην καλύτερη περίπτωση δυσδιάκριτη και ασαφή, την χωρική διάσταση. Οι παράγοντες που πρέπει να εξετάσει μια επιχείρηση κατά την επιλογή χώρου εγκατάστασης είναι ένα θέμα πολύ μελετημένο σε άλλες χώρες (πχ βλέπε Luttrell1962, τόμος 1 κεφάλαιο V), αν και όχι αρκετά στην Ελλάδα, όπου και στοιχειώδεις ακόμη πληροφορίες λείπουν, με πιο χτυπητό παράδειγμα το ιδιοκτησιακό καθεστώς της γης. Μέσα σ αυτούς όμως πρέπει να είναι, και μάλιστα σε κυρίαρχη θέση, η ίδια η κρατική πολιτική χωροθέτησης της βιομηχανίας, που αποτελεί συνδετικό κρίκο της χωροταξικής και της βιομηχανικής πολιτικής. Βιομηχανική, περιφερειακή και χωροταξική πολιτική Όπως επισημαίνει ο Κουτσογιάννης γράφοντας για τις κατευθύνσεις της βιομηχανική πολιτικής στο πλαίσιο του 5ετούς προγράμματος 1983-87, «η κυριότερη διάσταση στην άσκηση της βιομηχανικής πολιτικής στη χώρα μας παίρνει... την μορφή ενός αναγκαίου προγράμματος επενδύσεων» (Κουτσογιάννης 1984: 17). Σημασία έχει λοιπόν κατ αυτόν ο καθορισμός των κριτηρίων για την αξιολόγηση επενδυτικών προτάσεων. Δύο είναι για τον Κουτσογιάννη τα γενικά κριτήρια, το κριτήριο της τεχνολογίας και το κριτήριο «της γεωγρφαική τοποθεσίας... μέσα στις ζώνες ανάπτυξης... στις περιφέρειες αποκέντρωσης... στα πλαίσια του πργραμματισμού για τη σύμμετρη γεωγραφικά οικονομική ανάπτυξη...» Η απόσταση από το κέντρο, αλλά και οι ιδιαίτερες συνθήκες κάθε περιοχής πρέπει να λαμβάνονται υπόψη... Το πλαίσιο του αναπτυξιακού νόμου κινήτρων 1262/1982 και οι προτεραιότητες της χωροταξικής πολιτικής και περιφερειακής ανάπτυξης του πενταετούς σχεδίου διαφράφουν τις προτεραιότητες σύμφωνα με το γενικό αυτό κριτήριο» (όπ. Αν.: 19). Αυτά φυσικά ισχύουν εφόσον η χωροταξική πολιτική και το 5ετές σχέδιο υφίστανται και, υφίστανται, εφόσον περιέχουν ιεραρχημένες επιλογές στρατηγικών πρωτοβουλιών. Ο Κουτσογιάννης αναφέρεται επίσης σε τέσσερα ειδικά κριτήρια, από τα οποία τρία αναφέρονται στις επιπτώσεις στο ισοζύγιο πληρωμών, στην παραγωγικότητα και βιωσιμότητα των επιχειρήσεων και στην απασχόληση. Το πρώτο όμως είναι «η θέση της νέας επιχείρησης στο πλέγμα των οικονομικών δραστηριοτήτων του τόπου. Εξετάζουμε με το κριτήριο αυτό κατά πόσον η νέα δραστηριότητα θα δημιουργήσει με τη λειτουργία της δορυφορικές επιχειρήσεις (ή θα προξενήσει κατά τρόπο άμεσο ή δευτερογενή μια σημαντική στην παραγωγή υπαρχουσών επιχειρήσεων) καθώς επίσης κατά πόσον η δραστηριότητα αυτή θα δημιουργήσει προϊόντα, που θα απορροφηθούν στη συνέχει σε μεγάλο βαθμό ως ενδιάμεσες ύλες από πολλές άλλες δραστηριότητες» (Κουτσογιάννης 1984: 20). Στην ουσία αυτό που ζητεί ο Κουτσογιάννης είναι η ύπαρξη διασυνδέσεων της νέας δραστηριότητας με ένα ευρύτερο πλέγμα, που θα λειτουργεί στην πράξη ως ένας βιομηχανικός πόλος ανάπτυξης. Είναι όμως πολύ αμφίβολο αν κάτι τέτοιο μπορεί να είναι αποτέλεσμα μια οποιασδήποτε πολιτικής κινήτρων, που από την φύση της αδυνατεί να οδηγήσει σε τέτοια συμπλέγματα. Η πολιτική κινήτρων κατά ζώνες δεν είναι στην ουσία πολιτική χωροθέτησης διότι στόχος της είναι τελικά η αποθάρρυνση εγκατάστασης σε ορισμένες περιφέρειες, με οποιοδήποτε τρόπο οροθετημένες, και η ενθάρρυνση εγκατάστασης σε μερικές άλλες (Οικονόμου 1983: 44). Όμως αυτές οι περιφέρεις ή ζώνες δεν έχουν με κανένα τρόπο τα χαρακτηριστικά ενός συνεκτικού οικονομικού χώρου, που θα εξασφάλιζαν 19

ότι δημιουργείται ένα πολυδιάστατο χωρο-οικονομικό σύστημα. Η εγκατάσταση μέσα σ ένα τέτοιο χώρο αποτελεί θετική χωροθετική ενέργεια εκμετάλλευσης των οικονομιών συσπείρωσης που προσφέρει (βλ. ΕΜΠ 1989: 39-52), σε αντίθεση με την εγκατάσταση σε μια ζώνη προκειμένου να αξιοποιηθούν τα προσφερόμενα κίνητρα. Η τελευταία είναι μια απόφαση που ουσιαστικά λαμβάνεται ερήμην του οικονομικού χώρου εγκατάστασης, με εξαίρεση ίσως την εκμετάλλευση της πρώτης ύλης ή προϊόντων του πρωτογενούς τομέα. Όπως σωστά παρατηρεί ο Οικονόμου, «δεν φαίνεται ότι ο προσδιορισμός των περιοχών εξυπηρετεί μια αναδιαρθρωτική χωροταξική αντίληψη, με την έννοια πχ του καθορισμού νέων αναπτυξιακών αξόνων ή της υποστήριξης μια πολυκεντρικής ανάπτυξης με ολοκλήρωση σε περιφερειακό επίπεδο»(όπ. Αν.: 46). Η έλλειψη κατεύθυνσης σημαίνει ότι αν το γενικό γεωγραφικό κριτήριο στο οποίο αναφέρθηκε ο Κουτσογιάννης ικανοποιείται, πράγμα κι αυτό αμφίβολο, το ειδικό κριτήριο της θέσης μια νέας δραστηριότητας σ ένα πλέγμα οικονομικών δραστηριοτήτων σίγουρα παραβιάζεται. Η αίτηση για ένταξη στο νόμο των κινήτρων είναι απ αυτή την άποψη (ίσως και από άλλες, αλλά δεν μας ενδιαφέρει εδώ) μια πράξη τυχαία και ευκαιριακή. Δεν είναι ασφαλώς τυχαίο ότι ποσοστό 38% των επενδύσεων που εγκρίθηκαν, «υπήχθησαν στον νόμο 1262/82 αλλά για άγνωστους λόγους δεν υλοποιήθηκαν με αποτέλεσμα να αγνοείται η τύχη τους» (Λέκκας 1993: 74). Τα αποτελέσματα από την εφαρμογή του νόμου στην Δυτική Ελλάδα μελετήθηκαν σε ένα ερευνητικό πρόγραμμα του Ε.Μ.Πολυτεχνείου, όπου διαπιστώθηκε ότι»το μεγαλύτερο μέρος της (βιομηχανικής) δραστηριότητας στρέφεται γύρω από παραδοσιακούς κλάδους μικρού επιχειρηματικού κινδύνου και η χωροθέτηση τους σχετίζεται με την ύπαρξη αγοράς για τα προϊόντα τους» (Παναγιωτάτου κα 1993: 96). Οι ερευνητές παρατηρούν ακόμη ότι: Οι επενδύσεις στην βιομηχανία «ακολουθούν περισσότερο παρά ανατρέπουν τις ήδη υπάρχουσες κλαδικές και χωρικές κατανομές των νομών» «... τα επενδυτικά προγράμματα εντείνουν παρά αμβλύνουν τις επιπτώσεις της αστικοποίησης» «Η ένταση των υπεργολαβικών δικτύων που παρατηρείται δεν είναι σε κλάδους που οι νομοί έχουν κάποιο συγκριτικό πλεονέκτημα (και) προέρχονται μάλλον από συγκυριακούς λόγους...» Οι κλάδοι που... εντάσσονται στη νομοθεσία κινήτρων... δεν αποτελούν... κλάδους κλειδιά της αναπτυξιακής διαδικασίας, ούτε κλάδους που αξιοποιούν κάποιο συγκριτικό πλεονέκτημα των περιοχών Η βιωσιμότητα τους εξαρτάται από τις συνθήκες της αγοράς που απευθύνονται, καθώς τα προϊόντα τους αντιμετωπίζουν ελαστική ζήτηση» (όπ. αν.: 114). Πρέπει να σημειωθεί ότι και στην πιο πρόσφατη μελέτη του ΚΕΠΕ για την περιφερειακή πολιτική επισημαίνεται ότι οι επενδύσεις του Ν.1262 ακολούθησαν τις παραδοσιακές ειδικεύσεις των περιφερειών (ΚΕΠΕ 1991: 40). Η λογική των τεσσάρων περιοχών κινήτρων, στις οποίες έχει χωρισθεί η επικράτεια, διατηρήθηκε και στον Ν. 1892/90 (ΕΤΒΑ 1993: 16-18). Ίσως θα ήταν τελικά εντιμότερο να δεχθούμε ότι η πολιτική κινήτρων είναι μάλλον κοινωνική παρά αναπτυξιακή, με πρόσθετη αποκατάστασης μιας κοινωνικής χωρικής ισορροπίας. Με απλά λόγια, επισημαίνει ο C.M. Law, το επιχείρημα υπέρ της πολιτικής περιφερειακής ανάπτυξης βασίζεται στο αίτημα της κοινωνικής δικαιοσύνης (Law 1985: 222). Είναι δε χαρακτηριστικό του γεγονότος ότι η πολιτική αυτή στην Ελλάδα δεν είναι χωροταξική, αλλά μάλλον κοινωνική, ότι μεμονωμένες ζώνες μετακινούνται ευκαιριακά από την μια κατηγορία κινήτρων σε άλλη (πχ η Λαυρεωτική), για κοινωνικούς λόγους, υπό την πίεση των γεγονότων. Όλα αυτά φυσικά δεν σημαίνουν ότι μια πολιτική κινήτρων, ως περιφερειακή ή απλώς κοινωνική πολιτική, δεν χρειάζεται, αλλά ότι δεν αποτελεί πράξη ενεργού σχεδιασμού, όπου η χωροθέτηση βιομηχανικών εγκαταστάσεων 20