ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ 1999 Έγγραφο συνόδου 2004 6 Νοεµβρίου 2003 ΤΕΛΙΚΟ A5-0370/2003 ΕΥΤΕΡΗ ΕΚΘΕΣΗ σχετικά µε την ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Συµβούλιο, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, την Οικονοµική και Κοινωνική Επιτροπή και την Επιτροπή των Περιφερειών όσον αφορά την ευρωπαϊκή άµυνα βιοµηχανικά θέµατα και θέµατα αγοράς προς τη χάραξη µιας πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης στον τοµέα του αµυντικού εξοπλισµού (COM (2003) 113-2003/2096(INI)) Επιτροπή Εξωτερικών Υποθέσεων, ικαιωµάτων του Ανθρώπου, Κοινής Ασφάλειας και Αµυντικής Πολιτικής Εισηγητής: Luís Queiró Συντάκτης γνωµοδότησης (*): Bill Newton Dunn, Επιτροπή Βιοµηχανίας, Εξωτερικού Εµπορίου, Έρευνας και Ενέργειας (*) Ενισχυµένη συνεργασία µεταξύ των επιτροπών - άρθρο 162 α RR\512401.doc PE 329.351/τελ.
PE 329.351/τελ. 2/18 RR\512401.doc
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Σελίδα ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΤΗΣ ΙΑ ΙΚΑΣΙΑΣ... 4 ΠΡΟΤΑΣΗ ΨΗΦΙΣΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ... 6 ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ... 11 RR\512401.doc 3/18 PE 329.351/τελ.
ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΤΗΣ ΙΑ ΙΚΑΣΙΑΣ Με επιστολή της της 12ης Μαρτίου 2003, η Επιτροπή διεβίβασε στο Κοινοβούλιο την ανακοίνωσή της σχετικά µε την ευρωπαϊκή άµυνα βιοµηχανικά θέµατα και θέµατα αγοράς προς τη χάραξη µιας πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης στον τοµέα του αµυντικού εξοπλισµού (COM(2003) 113), η οποία παραπέµφθηκε προς ενηµέρωση στην Επιτροπή Εξωτερικών Υποθέσεων, ικαιωµάτων του Ανθρώπου, Κοινής Ασφάλειας και Αµυντικής Πολιτικής καθώς και στην Επιτροπή Βιοµηχανίας, Εξωτερικού Εµπορίου, Έρευνας και Ενέργειας. Κατά τη συνεδρίαση της 15ης Μαΐου 2003, ο Πρόεδρος του Κοινοβουλίου ανακοίνωσε ότι η Επιτροπή Εξωτερικών Υποθέσεων, ικαιωµάτων του Ανθρώπου, Κοινής Ασφάλειας και Αµυντικής Πολιτικής είχε εξουσιοδοτηθεί να εκπονήσει έκθεση ιδίας πρωτοβουλίας σχετικά µε αυτό το θέµα, σύµφωνα µε το άρθρο 47, παράγραφος 2, και το άρθρο 163 του Κανονισµού, και ότι η Επιτροπή Βιοµηχανίας, Εξωτερικού Εµπορίου, Έρευνας και Ενέργειας είχε κληθεί να γνωµοδοτήσει. Κατά τη συνεδρίαση της 15ης Μαΐου 2003, ο Πρόεδρος του Κοινοβουλίου ανακοίνωσε ότι η Επιτροπή Βιοµηχανίας, Εξωτερικού Εµπορίου, Έρευνας και Ενέργειας η οποία εκλήθη να γνωµοδοτήσει, θα συµµετείχε στην εκπόνηση της έκθεσης σύµφωνα µε τη διαδικασία του άρθρου 162 α. Κατά τη συνεδρίασή της στις 25 Μαρτίου 2003, η Επιτροπή Εξωτερικών Υποθέσεων, ικαιωµάτων του Ανθρώπου, Κοινής Ασφάλειας και Αµυντικής Πολιτικής όρισε εισηγητή τον Luís Queiró. Κατά τις συνεδριάσεις της στις 9 Σεπτεµβρίου 2003 και στις 1 Οκτωβρίου 2003, η επιτροπή εξέτασε το σχέδιο έκθεσης. Κατά την τελευταία ως άνω συνεδρίασή της, η επιτροπή ενέκρινε την πρόταση ψηφίσµατος µε 26 ψήφους υπέρ, 7 ψήφους κατά και 0 αποχές. Ήταν παρόντες κατά την ψηφοφορία οι βουλευτές: Elmar Brok (πρόεδρος), Βαρώνη Nicholson of Winterbourne (αντιπρόεδρος), Geoffrey Van Orden (αντιπρόεδρος), Χρήστος Ζαχαράκις (αντιπρόεδρος), Luís Queiró (εισηγητής), Ole Andreasen, Per-Arne Arvidsson, Αλέξανδρος Μπαλτάς, Bastiaan Belder, André Brie, Paul Coûteaux, John Walls Cushnahan, Véronique De Keyser, Per Gahrton, Alfred Gomolka, Willi Görlach (αναπλ. Glyn Ford), Vasco Graça Moura (αναπλ. Gerardo Galeote Quecedo), Ulpu Iivari (αναπλ. Jacques F. Poos), Ευστράτιος Κόρακας, Catherine Lalumière, Nelly Maes (αναπλ. Joost Lagendijk), Hugues Martin, Emilio Menéndez del Valle, Cristiana Muscardini, Pasqualina Napoletano, Arie M. Oostlander, Reino Paasilinna (αναπλ. Magdalene Hoff), Hans-Gert Poettering (αναπλ. David Sumberg), José Ignacio Salafranca Sánchez-Neyra, Amalia Sartori, Ιωάννης Σουλαδάκης, Ursula Stenzel, The Earl of Stockton (αναπλ. Charles Tannock), Demetrio Volcic, Karl von Wogau.(αναπλ. José Ribeiro e Castro σύµφωνα µε το άρθρο 153, παράγραφος 2, του Κανονισµού). Η γνωµοδότηση της Επιτροπής Βιοµηχανίας, Εξωτερικού Εµπορίου, Έρευνας και Ενέργειας επισυναπτόταν στην έκθεση. Η έκθεση κατατέθηκε στις 14 Οκτωβρίου 2003 (Α5-0342/2003 Αναθ. 1). PE 329.351/τελ. 4/18 RR\512401.doc
Κατά τη συνεδρίαση της 22ης Οκτωβρίου 2003, το θέµα παραπέµφθηκε σε επιτροπή σύµφωνα µε το άρθρο 144 του Κανονισµού. Κατά τη συνεδρίαση της 4ης Νοεµβρίου 2003 η Επιτροπή Εξωτερικών Υποθέσεων, ικαιωµάτων του Ανθρώπου, Κοινής Ασφάλειας και Αµυντικής Πολιτικής επιβεβαίωσε τον ορισµό του κ. Luís Queiró ως εισηγητή. Κατά τη συνεδρίαση αυτή η επιτροπή εξέτασε το σχέδιο δεύτερης έκθεσης και ενέκρινε την πρόταση ψηφίσµατος µε 31 ψήφους υπέρ και 5 ψήφους κατά. Ήσαν παρόντες κατά την ψηφοφορία οι βουλευτές: Βαρώνη Nicholson of Winterbourne (αντιπρόεδρος), Geoffrey Van Orden (αντιπρόεδρος), Χρήστος Ζαχαράκης (αντιπρόεδρος), Luís Queiró (εισηγητής), Anne André-Léonard (αναπλ. Ole Andreasen), Per-Arne Arvidsson, Αλέξανδρος Μπάλτας, Bastiaan Belder, Cees Bremmer (αναπλ. Arie M. Oostlander), Véronique De Keyser, Hélène Flautre (αναπλ. Per Gahrton), Glyn Ford, Michael Gahler, Gerardo Galeote Quecedo, Jas Gawronski, Vitaliano Gemelli (αναπλ. Franco Marini), Alfred Gomolka, Richard Howitt, Ulpu Iivari (αναπλ. Rosa M. Díez González), Joost Lagendijk, Armin Laschet, Jo Leinen (αναπλ. Klaus Hänsch), Pedro Marset Campos, Miguel Angel Martínez Martínez (αναπλ. Magdalene Hoff), Pasqualina Napoletano, Raimon Obiols i Germà, Jacques F. Poos, Lennart Sacrédeus (αναπλ. Hugues Martin), José Ignacio Salafranca Sánchez-Neyra, Amalia Sartori, Elisabeth Schroedter, Ιωάννης Σουλαδάκης, Ursula Stenzel, Ilkka Suominen, Hannes Swoboda, Charles Tannock, Gary Titley (αναπλ. Catherine Lalumière), Joan Vallvé, Jan Marinus Wiersma, Matti Wuori. Η δεύτερη έκθεση κατατέθηκε στις 6 Νοεµβρίου 2003. RR\512401.doc 5/18 PE 329.351/τελ.
ΠΡΟΤΑΣΗ ΨΗΦΙΣΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ σχετικά µε την ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Συµβούλιο, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, την Οικονοµική και Κοινωνική Επιτροπή και την Επιτροπή των Περιφερειών όσον αφορά την ευρωπαϊκή άµυνα βιοµηχανικά θέµατα και θέµατα αγοράς προς τη χάραξη µιας πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης στον τοµέα του αµυντικού εξοπλισµού (COM (2003) 113-2003/2096(INI)) Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, έχοντας υπόψη την ανακοίνωση της Επιτροπής για την ευρωπαϊκή άµυνα βιοµηχανικά θέµατα και θέµατα αγοράς προς τη χάραξη πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης στον τοµέα του αµυντικού εξοπλισµού (COM (2003) 113) και τις προγενέστερες ανακοινώσεις της Επιτροπής (COM(1996) 10) και (COM(1997) 583), έχοντας υπόψη τα ψηφίσµατά του της 11ης Απριλίου 1984 1, της 13ης Ιουλίου 1990 2, της 17ης Σεπτεµβρίου 1992 3, της 19ης Ιανουαρίου 1995 4, της 15ης Μαΐου 1997 5, της 14ης Μαΐου 1998 6, της 30ής Νοεµβρίου 2000 7, της 10ης Απριλίου 2002 8, της 15ης Μαΐου 2002 9 και της 10ης Απριλίου 2003 10, έχοντας υπόψη τα συµπεράσµατα των διαφόρων Ευρωπαϊκών Συµβουλίων για αυτό το θέµα, ειδικότερα δε αυτά του Ευρωπαϊκού Συµβουλίου της Κολωνίας (3 και 4 Ιουνίου 1999) και του Ευρωπαϊκού Συµβουλίου του Ελσίνκι (10 και 11 εκεµβρίου 1999) σχετικά µε τις προσπάθειες της κοινής ευρωπαϊκής πολιτικής στους τοµείς της ασφάλειας και της άµυνας, καθώς και τις εκθέσεις της Προεδρίας αναφορικά µε τα µέσα που διαθέτει η Ένωση για τη στρατιωτική και µη στρατιωτική διαχείριση των κρίσεων, έχοντας υπόψη την επιστολή προθέσεων που αφορά την παρακολούθηση των δράσεων βιοµηχανικής αναδιάρθρωσης στον τοµέα της άµυνας, που υπεγράφη στο Λονδίνο, στις 6 Ιουλίου 1998, από τους υπουργούς Άµυνας της Γερµανίας, της Ισπανίας, της Γαλλίας, της Ιταλίας, του Ηνωµένου Βασιλείου και της Σουηδίας, η οποία προσδιορίζει τις αρχές και τους στόχους που καθόρισαν οι κυβερνήσεις προκειµένου να ενθαρρυνθεί η σύσταση και η αποτελεσµατική λειτουργία διακρατικών εταιρειών στον τοµέα του αµυντικού εξοπλισµού στην Ευρώπη, έχοντας υπόψη την κοινή δήλωση της 20ής Απριλίου 1998 των Υπουργών Άµυνας των προαναφερόµενων χωρών, µε την οποία αποφάσισαν να θέσουν ως θέµα προτεραιότητας την αναζήτηση εναρµόνισης των αναγκών των ενόπλων δυνάµεών τους έτσι ώστε να αποφευχθεί η αλληλοεπικάλυψη των πολιτικών τους στους τοµείς των αγορών, της 1 Ε.Ε. C 127, 14.5.1984, σελ. 70. 2 Ε.Ε. C 231, 17.9.1996, σελ. 209. 3 Ε.Ε. C 284, 2.11.1992, σελ. 138. 4 Ε.Ε. C 43, 20.2.1995, σελ. 89 5 Ε.Ε. C 167, 2.6.1997, σελ. 137 6 Ε.Ε. C 167, 1.6.1998, σελ. 190 7 Ε.Ε. C 228, 13.8.2001, σελ. 173 8 Ε.Ε. 127 E, 29.5.2003, σελ. 582 9 Ε.Ε. C 180 E, 31.7.2003, σελ. 392 10 Κείµενα που εγκρίθηκαν P5_TA-PROV(2003)0188 PE 329.351/τελ. 6/18 RR\512401.doc
έρευνας και της τεχνολογικής ανάπτυξης, έχοντας υπόψη τη συµφωνία που επιτεύχθηκε µεταξύ των υπουργών Εξωτερικών της ΕΕ κατά την άτυπη συνάντησή τους στις 7 Μαΐου 2000 στις Αζόρες, στο πλαίσιο της οποίας αποφασίστηκε η στήριξη σχεδίων συγκρότησης κοινών οµάδων εργασίας µεταξύ ΕΕ και ΝΑΤΟ, µε αντικείµενο τα θέµατα που αφορούν την ασφάλεια, το στρατιωτικό δυναµικό των χωρών, τους µηχανισµούς που θα επιτρέπουν στην ΕΕ να χρησιµοποιεί τους στρατιωτικούς πόρους του ΝΑΤΟ και τη δηµιουργία µονιµότερων µηχανισµών διαβούλευσης µεταξύ της ΕΕ και του ΝΑΤΟ, έχοντας υπόψη τη ιάσκεψη της 19ης Νοεµβρίου 2001 για τη βελτίωση των στρατιωτικών και αστυνοµικών ικανοτήτων και το αντίστοιχο ευρωπαϊκό σχέδιο δράσης, έχοντας υπόψη τη ήλωση της 21ης Νοεµβρίου 2002 των αρχηγών κρατών και κυβερνήσεων της Ατλαντικής Συµµαχίας στη ιάσκεψη Κορυφής της Πράγας, έχοντας υπόψη την υπουργική σύνοδο του Συµβουλίου του Βορειοατλαντικού Συµφώνου και την υπουργική σύνοδο ΝΑΤΟ-ΕΕ που πραγµατοποιήθηκε στη Μαδρίτη στις 3 Ιουνίου 2003, έχοντας υπόψη το άρθρο 17 της ΣΕΕ, ιδίως δε την παράγραφο σχετικά µε τη συνεργασία στον τοµέα των εξοπλισµών, καθώς και το άρθρο 296 της ΣΕΚ για τη διαφύλαξη των συµφερόντων εθνικής ασφάλειας, έχοντας υπόψη τα άρθρα 47, παράγραφος 2 και 163 του Κανονισµού του, έχοντας υπόψη την έκθεση της Επιτροπής Εξωτερικών Υποθέσεων, ικαιωµάτων του Ανθρώπου, Κοινής Ασφάλειας και Αµυντικής Πολιτικής καθώς και τη γνωµοδότηση της Επιτροπής Βιοµηχανίας, Εξωτερικού Εµπορίου, Έρευνας και Ενέργειας (A5-0342/2003), έχοντας υπόψη τη δεύτερη έκθεση της Επιτροπής Εξωτερικών Υποθέσεων, ικαιωµάτων του Ανθρώπου, Κοινής Ασφάλειας και Αµυντικής Πολιτικής (Α5-0370/2003), A. λαµβάνοντας υπόψη ότι η ΕΠΑΑ δηµιούργησε τη δυνατότητα ανάληψης και διεξαγωγής επιχειρήσεων διαχείρισης πολιτικών αλλά και στρατιωτικών κρίσεων υπό την αιγίδα της ΕΕ, µε την επιφύλαξη των ειδικών στόχων της πολιτικής ασφαλείας και της αµυντικής πολιτικής των κρατών µελών, B. εκτιµώντας ότι η συνεχιζόµενη απροθυµία πολλών ευρωπαϊκών κρατών να δαπανήσουν περισσότερα για την άµυνα και να βελτιώσουν τις στρατιωτικές τους ικανότητες και τη διαλειτουργικότητά τους µε τους Συµµάχους ενδέχεται να θέσει σε κίνδυνο την ίδια τη συνοχή στους κόλπους του ΝΑΤΟ, RR\512401.doc 7/18 PE 329.351/τελ.
Γ. λαµβάνοντας υπόψη ότι οι αµυντικές δαπάνες των κρατών µελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης αναλογούν σε περίπου 50% του αµυντικού προϋπολογισµού των ΗΠΑ, το αποτέλεσµα όµως, από άποψης στρατιωτικών ικανοτήτων, δεν αντιστοιχεί παρά µόνον στο 10%,. επισηµαίνοντας ότι οι δύο κοινωνίες στηρίζονται στις ίδιες αξίες της ελευθερίας, της δηµοκρατίας, του κράτους δικαίου και των ανθρωπίνων δικαιωµάτων, και συνεπώς είναι απαραίτητη η στενή συνεργασία µεταξύ τους, Ε. λαµβάνοντας υπόψη ότι η έννοια της ευρωπαϊκής αµυντικής ταυτότητας έγινε αποδεκτή και αναγνωρίστηκε από όλα τα µέρη της Ατλαντικής Συµµαχίας που συµµετείχαν στη συνάντηση του Βερολίνου τον Ιούνιο του 1996, ΣΤ. λαµβάνοντας υπόψη ότι η συµφωνία στρατηγικής εταιρικής σχέσης που συνήφθη στις 16 εκεµβρίου 2002, όπως και η σύναψη και εφαρµογή των µόνιµων συµφωνιών µεταξύ ΕΕ και ΝΑΤΟ, ειδικότερα των συµφωνιών «Βερολίνο Συν», επιτρέπουν στην Ευρωπαϊκή Ένωση να χρησιµοποιεί τις ικανότητες επιχειρησιακού στρατιωτικού σχεδιασµού του ΝΑΤΟ, καθώς και τις διοικητικές δοµές του, για τη διεξαγωγή επιχειρήσεων που αναλαµβάνει η ίδια, επιβάλλοντας έτσι µεγαλύτερη συµβατότητα του αµυντικού εξοπλισµού, Η. εκτιµώντας ότι ο τερµατισµός του ψυχρού πολέµου είχε ως αποτέλεσµα τη µείωση των παραγγελιών στρατιωτικού εξοπλισµού και, εποµένως, καθίσταται αναγκαία η εκ νέου ανάπτυξη του συγκεκριµένου τοµέα µε σκοπό την οικονοµική και κοινωνική αναθέρµανσή του αλλά, προπαντός, την προώθηση ενός ασφαλέστερου κόσµου, Θ. λαµβάνοντας υπόψη ότι η συνεχιζόµενη αναδιάρθρωση των εθνικών βιοµηχανιών που συνδέονται µε την άµυνα οδήγησε στην καταβολή πολλαπλών προσπαθειών συνεργασίας, όπως αναδεικνύεται από την επιστολή προθέσεων και την αντίστοιχη συµφωνία πλαίσιο, καθώς και από τη δηµιουργία του Κοινού Οργανισµού Συνεργασίας στον τοµέα των εξοπλισµών, Ι. εκτιµώντας ότι, µετά τα γεγονότα της 11ης Σεπτεµβρίου 2001, η υπόθεση της εσωτερικής ασφάλειας της ΕΕ έλαβε περισσότερο επιτακτικό χαρακτήρα, αυξάνοντας τις ευθύνες των κρατών µελών που έχουν ως αποστολή τη φύλαξη των εξωτερικών συνόρων της Ένωσης, ΙΑ. λαµβάνοντας υπόψη ότι οι αρµοδιότητες επί θεµάτων κοινοβουλευτικού ελέγχου της ΚΕΠΠΑ και της ΕΠΑΑ κατανέµονται µεταξύ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και των εθνικών κοινοβουλίων και ότι τα τελευταία εξακολουθούν να έχουν ουσιαστικές αρµοδιότητες σχετικά µε τις αµυντικές δαπάνες καθώς και µε επιχειρησιακά ζητήµατα που αφορούν τις ένοπλες δυνάµεις, ΙΒ. λαµβάνοντας υπόψη τη διεύρυνση του ΝΑΤΟ προς ανατολάς ταυτόχρονα µε την PE 329.351/τελ. 8/18 RR\512401.doc
αντίστοιχη διεύρυνση της ΕΕ και, συνεπώς, την ανάγκη αυξανόµενου συντονισµού ανάµεσα σε όλα τα κράτη µέλη, ΙΓ. λαµβάνοντας υπόψη ότι ο τοµέας της βιοµηχανίας αµυντικού εξοπλισµού είναι σηµαντικός για την ΕΕ από οικονοµικής και πολιτικής σκοπιάς, Ι. λαµβάνοντας υπόψη ότι δεν υφίσταται µία εσωτερική αγορά αµυντικού εξοπλισµού και ότι οι επί µέρους εθνικές διαδικασίες προµηθειών και οι διαφορετικές ρυθµίσεις στον τοµέα των εξαγωγών εµποδίζουν την ανάπτυξή της, ΙΕ. επισηµαίνοντας τα δυνητικά οφέλη για τις ΜΜΕ καθώς και το αίτηµα της βιοµηχανίας αµυντικού εξοπλισµού για µία συντονισµένη πολιτική αµυντικού εξοπλισµού, 1. χαιρετίζει την ανακοίνωση της Επιτροπής µε τίτλο «Ευρωπαϊκή Άµυνα - Βιοµηχανικά Θέµατα και Θέµατα Αγοράς», η οποία ανταποκρίνεται σε συγκεκριµένο αίτηµα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και προσφέρει στα κράτη µέλη κατάλληλο πλαίσιο προβληµατισµού για ενισχυµένη και αποτελεσµατική συνεργασία στον τοµέα των εξοπλισµών 2. εµµένει στην αναγκαιότητα να αποκτήσει η ΕΕ στρατιωτικές ικανότητες οι οποίες θα διασφαλίζουν την αξιοπιστία των στόχων της στους τοµείς της εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφάλειας αντιλαµβάνεται ότι η επιτυχία αυτού του εγχειρήµατος έγκειται στη δέσµευση των κρατών µελών να επενδύσουν µακροπρόθεσµα στους στρατιωτικούς τους εξοπλισµούς προκειµένου να ανταποκριθούν τελικώς στις αµυντικές τους υποχρεώσεις αναµένει την δηµοσίευση από την Επιτροπή, το 2004, του Πράσινου Βιβλίου σχετικά µε τους κανόνες που εφαρµόζονται συνήθως για τη σύναψη συµβάσεων προµήθειας εξοπλισµών 3. εκφράζει την πεποίθησή του ότι το ΝΑΤΟ όχι µόνον εξακολουθεί να είναι ο θεµελιώδης εγγυητής της σταθερότητας και της ασφάλειας στον ευρωατλαντικό χώρο αλλά συνιστά επίσης ένα ουσιαστικό πλαίσιο για την ανάπτυξη συµµαχικών επιχειρησιακών δράσεων, οπότε αποτελεί ζήτηµα κοινού συµφέροντος η ενίσχυση της διαλειτουργικότητας των ενδοευρωπαϊκών και υπερατλαντικών αµυντικών εξοπλισµών 4. υπό αυτή την έννοια, αναγνωρίζει την ανάγκη να διαµορφωθούν ευνοϊκοί όροι για την ανάπτυξη µίας ανταγωνιστικής και βιώσιµης ευρωπαϊκής βιοµηχανίας αµυντικού εξοπλισµού υποστηρίζει ενθέρµως το σχέδιο της Επιτροπής να χαρτογραφήσει την κατάσταση της αµυντικής βιοµηχανίας στην ΕΕ ζητεί την εκπόνηση ενός προγράµµατος έρευνας και ανάπτυξης για τη βελτίωση των ικανοτήτων της Ένωσης στον τοµέα της άµυνας υπογραµµίζει επίσης την αναγκαιότητα στήριξης πειραµατικών προγραµµάτων και σχεδίων επίδειξης σε ευρωπαϊκό επίπεδο, προκειµένου να αναπτυχθούν οι ευρωπαϊκές ικανότητες στους τοµείς των τεχνολογιών αιχµής 5. παροτρύνει τα κράτη µέλη να προχωρήσουν σε αναδιάρθρωση του βιοµηχανικού τοµέα του αµυντικού εξοπλισµού και να εγκρίνουν την αρχή της βιοµηχανικής και τεχνολογικής αλληλεξάρτησης στον συγκεκριµένο τοµέα, προκειµένου να χρησιµοποιούνται µε καλύτερο τρόπο οι δηµόσιες αµυντικές δαπάνες και να αποφεύγονται οι αλληλοεπικαλύψεις RR\512401.doc 9/18 PE 329.351/τελ.
6. προς το σκοπό αυτό, εξαίρει τη σπουδαιότητα της ενδοευρωπαϊκής συνεργασίας, της ανταγωνιστικότητας και της αρχής της κοινοτικής προτίµησης, δίχως να αποκλείει τη συνεργασία µε τρίτες χώρες ούτε την αγορά, από τα κράτη µέλη, αµυντικού εξοπλισµού που προέρχεται από χώρες εκτός του ευρωπαϊκού χώρου, εφόσον οι προτάσεις εφοδιασµού είναι οικονοµικά προσφορότερες από αυτές που προσφέρονται εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης και λειτουργούν συµπληρωµατικά προς την υλοποίηση ενός ευρωπαϊκού σχεδίου 7. ζητεί να λαµβάνονται σοβαρά υπόψη οι προσδοκίες των υποψηφίων χωρών σε θέµατα εθνικής ασφάλειας και σταθερότητας και οι χώρες αυτές να συµµετάσχουν στην αναδιάρθρωση των βιοµηχανιών αµυντικού εξοπλισµού 8. φρονεί ότι η σταδιακή ελευθέρωση των αγορών εξοπλισµού πρέπει να αποβλέπει στην εξασφάλιση της ασφάλειας του εφοδιασµού σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο υπό αυτή την έννοια, συνιστά επιµόνως τη µείωση των ελέγχων κατά τις ενδοκοινοτικές µεταφορές αµυντικού εξοπλισµού, την απλούστευση των διοικητικών διαδικασιών και την προσέγγιση των εθνικών συστηµάτων χορήγησης αδειών, παρ ότι αναγνωρίζει την πολυπλοκότητα και την πολιτική ευαισθησία αυτού του τοµέα 9. επαναλαµβάνει την θέση του για σταδιακή δηµιουργία ευρωπαϊκής αγοράς των εξοπλισµών και, προς τον σκοπό αυτό, για καθορισµό και εφαρµογή κοινών ευρωπαϊκών κανόνων 10. επισηµαίνει ότι οι οργανισµοί τυποποίησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης θα πρέπει να παράσχουν σηµαντική συµβολή στη διαλειτουργικότητα των εξοπλισµών, ιδίως όσον αφορά τα προϊόντα που χρησιµοποιούνται τόσο στο στρατιωτικό όσο και στο µη στρατιωτικό τοµέα 11. επαναλαµβάνει ότι το εσωτερικό άνοιγµα των στρατιωτικών αγορών πρέπει να συνοδεύεται από την περαιτέρω ενίσχυση του ελέγχου των εξαγωγών όπλων στα εξωτερικά σύνορα της ΕΕ υπογραµµίζει ότι, µε την προοπτική αυτή, η ΕΕ και τα κράτη µέλη της θα πρέπει να υλοποιήσουν πλήρως όλες τις συστάσεις του Κοινοβουλίου σχετικά µε την εφαρµογή του κώδικα συµπεριφοράς της ΕΕ για τις εξαγωγές όπλων 12. συνιστά να καθιερωθούν, στο πλαίσιο της διαπραγµάτευσης για τις επόµενες δηµοσιονοµικές προοπτικές, κοινοτικά προγράµµατα στήριξης του ανεφοδιασµού σε αµυντικό εξοπλισµό, ιδίως δε τη δηµιουργία προγράµµατος µε αποκλειστικό αντικείµενο την ανάπτυξη εξοπλισµού για την προστασία των εξωτερικών συνόρων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, µε σκοπό την κάλυψη των αναγκών καταπολέµησης της διεθνούς τροµοκρατίας και του οργανωµένου εγκλήµατος, της λαθροµετανάστευσης, του λαθρεµπορίου όπλων και ναρκωτικών και της σωµατεµπορίας, καθώς και της καταπολέµησης εγκληµάτων που διαπράττονται στη θάλασσα 13. υπογραµµίζει την απόφαση του Ευρωπαϊκού Συµβουλίου της Θεσσαλονίκης σχετικά µε τη σύσταση, το 2004, διακυβερνητικού οργανισµού στον τοµέα της ανάπτυξης των ικανοτήτων άµυνας, έρευνας, αγορών και εξοπλισµού, ο οποίος θα ενεργεί υπό την αιγίδα του Συµβουλίου και στον οποίο θα µπορούν να συµµετέχουν όλα τα κράτη µέλη PE 329.351/τελ. 10/18 RR\512401.doc
επισηµαίνει, ωστόσο, ότι είναι απαραίτητο να προσδιορισθούν εκ των προτέρων και αυστηρώς οι δραστηριότητες του µελλοντικού οργανισµού, κατά τρόπον ώστε αυτός να αποκτήσει µεγαλύτερη βαρύτητα ζητεί να γίνει αυτός ο προσδιορισµός των αρµοδιοτήτων και να αποφασισθούν οι πρακτικές λεπτοµέρειες λειτουργίας του οργανισµού κατόπιν διαβουλεύσεων µε το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο 14. ζητεί, ο εν λόγω οργανισµός να έχει πρωτίστως ως αντικείµενο τους οπλικούς και άλλους εξοπλισµούς για τις παρεµβάσεις σε περίπτωση κρίσεων και να διαθέτει ίδιο προϋπολογισµό που θα είναι επικεντρωµένος στην έρευνα και την ανάπτυξη νέων τεχνολογιών καλεί επίσης τα κράτη µέλη να αναθέσουν στον οργανισµό, σε πιο µακροπρόθεσµη βάση, να επεξεργασθεί κεντρικό οικονοµικό µηχανισµό ο οποίος να επιτρέπει την αξιολόγηση της συνεισφοράς των κρατών µελών στις ανάγκες της Ένωσης 15. συνιστά θερµά την πλήρη εφαρµογή διαδικασιών συναπόφασης κατά τη λήψη αποφάσεων στον τοµέα της βιοµηχανικής πολιτικής 16. αναθέτει στον Πρόεδρό του να διαβιβάσει το παρόν ψήφισµα στο Συµβούλιο και την Επιτροπή. RR\512401.doc 11/18 PE 329.351/τελ.
ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ I. Εισαγωγή : γενικό πλαίσιο και αιτιολόγηση µιας ευρωπαϊκής πολιτικής για τον αµυντικό εξοπλισµό Η ανακοίνωση της Επιτροπής αποτελεί συνέχεια του ψηφίσµατος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 10ης Απριλίου 2002 σχετικά µε τις ευρωπαϊκές βιοµηχανίες άµυνας οι οποίες ζητούσαν πρωτίστως από την Επιτροπή να παρουσιάσει συγκεκριµένες πρωτοβουλίες µε στόχο την ανάπτυξη µιας πραγµατικής ευρωπαϊκής πολιτικής στον τοµέα του αµυντικού εξοπλισµού. Πράγµατι, τα γεγονότα της 11ης Σεπτεµβρίου 2001 άλλαξαν ριζικά τα δεδοµένα στον τοµέα του αµυντικού εξοπλισµού, φέρνοντας από µέρα σε µέρα τις ευρωπαϊκές χώρες προ νέων ευθυνών και προκλήσεων. Τα ολοένα και πιο πιεστικά αιτήµατα της κοινής γνώµης αναγκάζουν τα ευρωπαϊκά κράτη να αναζητούν ικανοποιητικές απαντήσεις, επιδιώκοντας επιδείξεις αποτελεσµατικότητας και αξιοπιστίας, έναντι των νέων απειλών της τροµοκρατίας που µαίνεται σε ολόκληρο τον πλανήτη. Πρέπει, λοιπόν, η Ευρώπη να εξετάσει την προοπτική της υλοποίησης µιας προσαρµοσµένης στρατηγικής, ικανής να εγγυηθεί την ασφάλεια της επικράτειας και των πληθυσµών της και να ενισχύσει τη σταθερότητα του στρατηγικού της περιβάλλοντος. Οι στόχοι που είχαν καθοριστεί κατά τη σύνοδο κορυφής του Ελσίνκι το 1999 αποσκοπούσαν στην ενίσχυση της διπλωµατικής δραστηριότητας της Ευρωπαϊκής Ένωσης µε µια πραγµατική ευρωπαϊκή αµυντική πολιτική, που θα διέθετε τις απαραίτητες στρατιωτικές δυνατότητες. Αλλά δεν ήταν παρά στο Ευρωπαϊκό Συµβούλιο του Λάακεν τον εκέµβριο του 2001 που εγκρίθηκε ένα σχέδιο δράσης σχετικά µε τις επιχειρησιακές ικανότητες της ΕΠΑΑ, το οποίο διευκρίνιζε τις δοµές και τους πόρους που θα επέτρεπαν στην Ευρωπαϊκή Ένωση να φέρνει σε πέρας τις επιχειρήσεις διαχείρισης κρίσεων. Στο πλαίσιο των συµπερασµάτων της, η αρµόδια για την άµυνα οµάδα εργασίας της Συνέλευσης κάλεσε την Ευρωπαϊκή Ένωση να εµπλακεί ενεργά και σε διάφορα επίπεδα στην καταπολέµηση της τροµοκρατίας, ζητώντας τον εκσυγχρονισµό και την επέκταση, ανάλογα µε τις ανάγκες, των αποστολών του Peterσberg ώστε να περιλαµβάνουν κοινές δράσεις αφοπλισµού, σταθεροποίησης µετά από συγκρούσεις, καθώς και δράσεις παροχής στήριξης προς τρίτες χώρες που συµµετέχουν στην καταπολέµηση της τροµοκρατίας. Οι εν λόγω προτάσεις αποσκοπούσαν ουσιαστικά στην ενίσχυση της συνεκτικότητας και της αποτελεσµατικότητας της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε ό,τι αφορά τη διαχείριση κρίσεων. Παρόλο, όµως, που παράλληλα µε την χρηµατοοικονοµική συµβολή που παρείχε (κυρίως υπό µορφή ενίσχυσης µε στόχο την αναδόµηση), η Ευρώπη εµφανίστηκε έτοιµη να αναλάβει τις αυξανόµενες ευθύνες της σε θέµατα διαχείρισης και παρακολούθησης ειρηνευτικών αποστολών, όπως συµβαίνει σήµερα στην πρώην Γιουγκοσλαβική ηµοκρατία της Μακεδονίας, στη Βοσνία-Ερζεγοβίνη ή στη Λαϊκή ηµοκρατία του Κονγκό, οι ανεπάρκειες και τα κενά εξακολουθούν να υφίστανται. Όπως ακριβώς συνέβη κατά το παρελθόν στα Βαλκάνια, ο πόλεµος στο Αφγανιστάν κατέδειξε σαφέστατα τις εµφανείς διαφορές µεταξύ των Ηνωµένων Πολιτειών και της Ευρώπης σε θέµατα στρατιωτικών δυνατοτήτων και αµυντικής τεχνολογίας, γεγονός που αποτελεί µείζον εµπόδιο για τη διαλειτουργικότητα των στρατιωτικών πόρων των συµµάχων που είναι απαραίτητη στον τόπο των επιχειρήσεων. PE 329.351/τελ. 12/18 RR\512401.doc
Η ανάπτυξη της ΕΠΑΑ δεν είναι εφικτή χωρίς την περίφηµη ενίσχυση των στρατιωτικών δυνατοτήτων της Ένωσης. Αυτό δεν σηµαίνει ότι πρέπει να δηµιουργηθούν από την αρχή νέες δοµές και να αφιερωθούν περισσότεροι χρηµατοοικονοµικοί πόροι για την πρακτική εφαρµογή της εν λόγω πολιτικής άµυνας. Αποδείχτηκε ότι οι δαπάνες των κρατών µελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την άµυνα είναι δύο φορές µικρότερες σε σχέση µε τις δαπάνες των Ηνωµένων Πολιτειών, αλλά η πραγµατική στρατιωτική δυνατότητα των κρατών µελών εκτιµάται ότι αντιστοιχεί µόλις στο 10% περίπου των δυνατοτήτων των Ηνωµένων Πολιτειών. Έχει λοιπόν ήδη διαπιστωθεί η ανάγκη για ενίσχυση και εξορθολογισµό της ευρωπαϊκής βιοµηχανίας εξοπλισµού προκειµένου να µπορέσει πραγµατικά η ΕΠΑΑ να σταθεί στο ύψος των φιλοδοξιών της και, πιο συγκεκριµένα, να ανταποκριθεί στους στόχους που τέθηκαν στο Ελσίνκι. Επιπλέον, µια ανταγωνιστική ευρωπαϊκή αγορά αµυντικού εξοπλισµού, που θα πρέπει να συµπληρώνει το υφιστάµενο νοµικό και ρυθµιστικό καθεστώς, θα επέτρεπε την επίτευξη οικονοµιών κλίµακας και την αύξηση της απόδοσης των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων, τόσο στην Ευρώπη όσο και στον κόσµο, και κυρίως στην αµερικανική αγορά. Υπό την έννοια αυτή, η γενική φιλοσοφία στην οποία στηρίζεται η ανακοίνωση της Επιτροπής πρέπει να επιδοκιµαστεί. II. Γενικές γραµµές και στόχοι µιας ευρωπαϊκής πολιτικής για τον αµυντικό εξοπλισµό - Εξορθολογισµός της χρηµατοδότησης Από τις παραπάνω παρατηρήσεις προκύπτει ότι τα κονδύλια που αφιερώνουν τα κράτη µέλη από τον προϋπολογισµό τους για την άµυνα είναι ανεπαρκή από την άποψη των στόχων που έχουν ανακοινωθεί. Ωστόσο, πρέπει να διευκρινιστεί στο σηµείο αυτό ότι δεν υπάρχει καµία πρόθεση να αντιγράψει η πολιτική της Ευρώπης για τον στρατιωτικό εξοπλισµό τη δράση των Ηνωµένων Πολιτειών στον τοµέα αυτό. Καθώς οι ευρωπαϊκές φιλοδοξίες επικεντρώνονται σε έναν ρόλο συµπληρωµατικό και µη ανταγωνιστικό και συνεπώς διαφορετικό- ως προς αυτόν των Ηνωµένων Πολιτειών, τίποτα δεν υποδεικνύει ότι οι ευρωπαϊκές δαπάνες πρέπει να είναι εφάµιλλες µε εκείνες των αµερικανών συµµάχων µας. Η Ευρώπη δεν έχει τις ίδιες ανάγκες, δεν χρειάζεται να συντηρεί οπλοστάσιο πολλών χιλιάδων πυρηνικών κεφαλών και αρκετών αεροπλανοφόρων, δεν χρειάζεται να µεριµνά για την αντιπυραυλική προστασία. Για τον λόγο αυτό, η Ευρώπη µπορεί να ικανοποιεί τις ανάγκες της αναφορικά µε την ασφάλεια, µε τα χρηµατοοικονοµικά µέσα που διαθέτει σήµερα. Προτού αποφασίσει να ξοδεύει περισσότερα, η Ευρώπη πρέπει να µάθει να δαπανά σωστά. Η διαχείριση θεµάτων φαίνεται ότι θα είναι πια δυσκολότερη στο πλαίσιο της διευρυµένης Ευρώπης. Πράγµατι, η διεύρυνση συνεπάγεται νέες προκλήσεις, τόσο γεωπολιτικές όσο και οικονοµικές. Οι βιοµηχανίες εξοπλισµού των µελλοντικών νέων κρατών µελών είναι στην πλειοψηφία τους ελλειµµατικές. Για τον εξορθολογισµό και την ιδιωτικοποίηση των βιοµηχανιών αυτών θα απαιτηθούν επιπρόσθετοι χρηµατοοικονοµικοί πόροι. Συνεπώς, θα µπορούσε να προβλεφθεί ένα ειδικό πρόγραµµα για την οικονοµική ενίσχυση των υπό ένταξη χωρών στον τοµέα. RR\512401.doc 13/18 PE 329.351/τελ.
- Εναρµόνιση των προτύπων σε θέµατα εξοπλισµού Η συνένωση των δυνατοτήτων στον τοµέα της άµυνας µπορεί να αποδειχτεί αποτελεσµατική µέθοδος για την αξιοποίηση των υφιστάµενων δυνατοτήτων. Οι εθνικές βιοµηχανίες έχουν αναδιαρθρωθεί ριζικά ή βρίσκονται σε φάση αναδιάρθρωσης σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες, γεγονός που µαρτυρούν οι προσπάθειες συντονισµού όπως η επιστολή προθέσεων και η συµφωνία πλαίσιο (Γαλλία, Γερµανία, Ιταλία, Ισπανία, Σουηδία και Ηνωµένο Βασίλειο), καθώς και η σύσταση του Κοινού Οργανισµού Συνεργασίας στον τοµέα των Εξοπλισµών όπου περιλαµβάνονται η Γαλλία, η Γερµανία, η Ιταλία και το Ηνωµένο Βασίλειο, και που έχει ως στόχο την καλύτερη διαχείριση των προγραµµάτων συνεργασίας. Η Ευρωπαϊκή Ένωση πρέπει λοιπόν να ενισχύσει αυτές τις προσπάθειες προσέγγισης, όπως εξάλλου ανακοινώθηκε στο Συµβούλιο των Υπουργών Άµυνας στις 19 Μαΐου 2003. Προς αυτήν την κατεύθυνση στρέφονται οµάδες σχεδίων που αφορούν σε συγκεκριµένες πτυχές της άµυνας, ενώ κάθε κράτος µέλος αναλαµβάνει τη διαχείριση ενός τέτοιου σχεδίου. Οι εν λόγω αναδιαρθρώσεις συνεπάγονται αναπόφευκτα τον περιορισµό των δυνατοτήτων ορισµένων κρατών µελών σε συγκεκριµένους τοµείς της βιοµηχανίας. Απαιτείται όµως επαγρύπνηση ώστε όλα τα κράτη µέλη να καλύπτουν όλο το εύρος των βιοµηχανικών δυνατοτήτων. Το ίδιο ισχύει για την ασφάλεια των προµηθειών. Η ενίσχυση του τοµεακού συντονισµού θα αναγκάσει τις κυβερνήσεις, ως αποτέλεσµα των περιορισµένων εθνικών δυνατοτήτων σε ορισµένους τοµείς, να στρέφονται σε ξένες και διεθνικές εταιρίες προκειµένου να καλύπτουν τις ανάγκες τους σε προµήθειες. Οι αλλαγές στο καθεστώς ιδιοκτησίας των εταιριών που ανήκουν στον τοµέα της άµυνας θα πρέπει να διέπονται από ειδικούς κανόνες. Είναι εξίσου απαραίτητο να διευκρινιστεί ότι στόχος είναι η διαλειτουργικότητα, τόσο σε ενδοευρωπαϊκό όσο και σε διατλαντικό επίπεδο, η οποία αφήνει κάποιο περιθώριο δράσης στα κράτη µέλη, σε αντίθεση µε τη διαδικασία τυποποίησης που ενίοτε αναφέρεται και θέτει πολύ περισσότερους περιορισµούς. Τέλος, µια τέτοια συµβατότητα δυνατοτήτων πρέπει να εντάσσεται στη λογική της συνεργασίας µε την πρωτοβουλία που έχει αναλάβει το ΝΑΤΟ στον τοµέα αυτό, ώστε να αποφεύγονται οι επικαλύψεις και αλληλοεπικαλύψεις. Από τον συντονισµένο διάλογο µε τις Ηνωµένες Πολιτείες µπορούν τελικά να διαφανούν οι δυνατότητες διατλαντικής ενοποίησης και συνένωσης. - ηµιουργία αγοράς άµυνας και ευρωπαϊκής υπηρεσίας εξοπλισµού Το ψήφισµα που εγκρίθηκε από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο στις 10 Απριλίου 2002 υποδείκνυε την καθιέρωση ενός ενηµερωµένου σχεδίου δράσης, το οποίο θα εξέταζε τον βαθµό στον οποίο οι κανόνες της κοινής εµπορικής πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης και η ρύθµιση της ενιαίας αγοράς θα πρέπει να στραφούν στις αµυντικές βιοµηχανίες. Υπό αυτό το πρίσµα κυρίως θα πρέπει να εξετάζονται οι περιπτώσεις όπου δικαιολογείται η εφαρµογή του άρθρου 296. PE 329.351/τελ. 14/18 RR\512401.doc
Το εν λόγω άρθρο της Συνθήκης ΕΚ ορίζει ότι στο πλαίσιο της κοινής αγοράς, «κάθε κράτος µέλος µπορεί να λαµβάνει τα µέτρα που κρίνει απαραίτητα για την προστασία των βασικών συµφερόντων του στον τοµέα της ασφάλειάς του και τα οποία σχετίζονται µε την παραγωγή ή το εµπόριο όπλων, πολεµοφοδίων και πολεµικού υλικού», διευκρινίζοντας ωστόσο ότι «τα εν λόγω µέτρα δεν πρέπει να επηρεάζουν αρνητικά τους όρους ανταγωνισµού στην κοινή αγορά σχετικά µε τα προϊόντα που δεν προορίζονται για συγκεκριµένους στρατιωτικούς σκοπούς». Κατά το παρελθόν, µια ιδιαίτερα αυστηρή ερµηνεία του άρθρου 296 λειτούργησε σε βάρος των σαφώς καθορισµένων συµφερόντων της ευρωπαϊκής βιοµηχανίας εξοπλισµού. Η συχνή επίκληση και εφαρµογή του άρθρου 296 οδήγησαν στον κατακερµατισµό των αγορών και των βιοµηχανιών σε εθνικό επίπεδο. Πρέπει στο εξής να δίδεται η βαρύτητα που προσήκει στις επιταγές της βιοµηχανικής πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στον βαθµό που είναι εµφανές ότι η πολιτική αυτή χρήζει δυναµισµού και ανταγωνιστικότητάς και µέσα από το πρίσµα των στόχων που τέθηκαν στη Λισσαβόνα, ώστε να ικανοποιηθούν οι κοινωνικές, περιβαλλοντικές και διεθνείς φιλοδοξίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Τα ζητήµατα του εµπορίου και της παραγωγής εξοπλισµού εµπίπτουν στο πεδίο στο οποίο διασταυρώνονται η πολιτική άµυνας και η βιοµηχανική πολιτική. Επιθυµητή είναι η εναρµόνιση των ρυθµίσεων µεταξύ των αγορών αµυντικού και µη αµυντικού εξοπλισµού, στον βαθµό που η παραγωγή πολυάριθµων επιχειρήσεων προνοεί ταυτόχρονα και για τις δύο αγορές. Εξυπακούεται όµως ότι οι αµυντικοί εξοπλισµοί δεν είναι αγαθά µε την έννοια των κοινών αγαθών, και ως εκ τούτου χρήζουν ειδικής αντιµετώπισης. Η πρόκληση λοιπόν που προκύπτει συνίσταται στη µεγαλύτερη ευελιξία ως προς την εφαρµογή του άρθρου 296, χωρίς ωστόσο αυτό να καταργηθεί. Το κατάλληλο πλαίσιο για την εξέταση ενός τέτοιου ζητήµατος θα µπορούσε να αποτελέσει η επόµενη διακυβερνητική διάσκεψη στα µέσα του ερχόµενου Οκτωβρίου. Σε κάθε περίπτωση, ένα πρώτο βήµα προς αυτή την κατεύθυνση θα ήταν η απλοποίηση των φορτικών και αργών διοικητικών διατυπώσεων που διέπουν τις µεταφορές των προϊόντων άµυνας σε ενδοκοινοτικό επίπεδο. Οι εθνικές διαδικασίες είναι πολλές και ποικίλες, και συνεπώς χρήζουν εξορθολογισµού κυρίως µέσα από την εναρµόνιση των εθνικών συστηµάτων έκδοσης αδειών. Προκειµένου να στεφθούν µε επιτυχία αυτές οι προσπάθειες για εξορθολογισµό απαιτείται καλύτερος συντονισµός µεταξύ των κρατών µελών. Πολλοί είναι εκείνοι που έχουν κάνει λόγο για τη σύσταση µιας υπηρεσίας για τον σκοπό αυτό. Η Συνέλευση για το µέλλον της Ευρώπης αναφέρθηκε στη σύσταση µιας «Ευρωπαϊκής υπηρεσίας εξοπλισµού, έρευνας και στρατιωτικών ικανοτήτων» που θα λειτουργεί σε διακυβερνητική βάση. Στα συµπεράσµατα του Ευρωπαϊκού Συµβουλίου της Θεσσαλονίκης επικροτείται η ιδέα µιας τέτοιας υπηρεσίας, και τα αρµόδια όργανα του Συµβουλίου επιφορτίζονται µε τη λήψη των απαραίτητων µέτρων, µε στόχο τη σύσταση εντός του 2004 µιας διακυβερνητικής υπηρεσίας στον τοµέα της ανάπτυξης των δυνατοτήτων άµυνας, έρευνας, σύναψης συµβάσεων και εξοπλισµού. RR\512401.doc 15/18 PE 329.351/τελ.
Η εν λόγω υπηρεσία, που θα ελέγχεται από το Συµβούλιο και στην οποία θα µπορούν να συµµετέχουν όλα τα κράτη µέλη, θα αποσκοπεί στην ανάπτυξη της αµυντικής ικανότητας στον τοµέα της διαχείρισης κρίσεων, µέσα από την ενίσχυση της συνεργασίας µεταξύ των κρατών µελών σε θέµατα εξοπλισµού, καθώς και στην ενίσχυση του δυναµικού της ευρωπαϊκής αµυντικής βιοµηχανίας. Πρέπει λοιπόν οι µελλοντικές εξελίξεις να βρουν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο πλήρως ενηµερωµένο και έτοιµο να συνεργαστεί µε την υπηρεσία αυτή. Εξάλλου, η σύσταση µιας τέτοιας υπηρεσίας είναι αλληλένδετη µε τη θεσµοθέτηση του Συµβουλίου των Υπουργών Άµυνας το οποίο θα είναι αρµόδιο για τα σχετικά ζητήµατα και κυρίως, για θέµατα που άπτονται του στρατηγικού προσανατολισµού της ευρωπαϊκής αγοράς αµυντικού εξοπλισµού. - Πολιτικός και κοινοβουλευτικός έλεγχος Το 2002, µια κοινοβουλευτική έκθεση, ο εισηγητής της οποίας ήταν συντάκτης της γνωµοδότησης της Επιτροπής Εξωτερικών Υποθέσεων, ικαιωµάτων του Ανθρώπου, Κοινής Ασφάλειας και Αµυντικής Πολιτικής (AFET), εξέταζε τις σχέσεις µεταξύ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και των εθνικών κοινοβουλίων, και ιδιαίτερα στους τοµείς ΚΕΠΠΑ και ΕΠΑΑ, όπου τα εθνικά κοινοβούλια εξακολουθούν να έχουν δικαιοδοσία, την οποία και ασκούν, σε θέµατα στρατιωτικών δαπανών και επιχειρήσεων που αφορούν τις στρατιωτικές τους δυνάµεις. Έτσι, ο κοινοβουλευτικός έλεγχος της ΕΠΠΑ πραγµατοποιείται σε δύο επίπεδα, στη βάση των δικαιωµάτων και των υποχρεώσεων που απορρέουν αντίστοιχα από τις συνθήκες και τα συντάγµατα : σε ευρωπαϊκό επίπεδο (για την πρόληψη και την πολιτική διαχείριση κρίσεων που διασφαλίζεται από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο) και σε εθνικό επίπεδο (για τη στρατιωτική διαχείριση κρίσεων, έλεγχος που ουσιαστικά διασφαλίζεται από τα εθνικά κοινοβούλια). Μεταξύ των δύο αυτών επιπέδων υπάρχει αλληλεπίδραση σε διάφορα στάδια της στρατιωτικής και/ή πολιτικής διαχείρισης µιας κρίσης και, εφόσον τα επίπεδα ελέγχου συντονίζονται µε τρόπο αποτελεσµατικό, συνιστούν κατάλληλα µέσα ελέγχου και επαρκούς παρακολούθησης της ΕΠΠΑ. Οι πολιτικές αµυντικού εξοπλισµού πρέπει επίσης να υπόκεινται σε κοινοβουλευτικό έλεγχο ως συστατικά µέρη της ΕΠΠΑ. Ένας καλός τρόπος για τον συντονισµό του κοινοβουλευτικού ελέγχου είναι η διοργάνωση, ανά τακτά χρονικά διαστήµατα, µιας ισότιµης κοινοβουλευτικής διάσκεψης για την ΕΠΠΑ µεταξύ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και των εθνικών κοινοβουλίων. Στόχος της εν λόγω διάσκεψης θα ήταν η εξέταση της εξέλιξης της ευρωπαϊκής πολιτικής ασφάλειας και άµυνας, περιλαµβανοµένης της ευρωπαϊκής πολιτικής εξοπλισµού και αµυντικών εξοπλισµών. - Έρευνα και ανάπτυξη Στο πεδίο των στρατιωτικών δυνατοτήτων, οι επιδόσεις της Ευρώπης σε θέµατα τεχνολογικής καινοτοµίας παραµένουν συνολικά ανεπαρκείς. Τα κονδύλια που επενδύονται στην άµυνα στην Ευρώπη, και συγκεκριµένα σε θέµατα έρευνας και ανάπτυξης, αντιστοιχούν στο ένα τρίτο των αντίστοιχων αµερικανικών. PE 329.351/τελ. 16/18 RR\512401.doc
Συνεπώς, είναι επιτακτική ανάγκη η Ευρωπαϊκή Ένωση να ενισχύσει τη θέση της µέσα από την παροχή κινήτρων για ανάπτυξη τεχνολογιών, όπως η τεχνολογία των πληροφοριών και της επικοινωνίας (ICT), η ηλεκτρονική, η βιοτεχνολογία, κυρίως µε την προοπτική της ωφέλειας που µπορεί να προκύψει από τις εν λόγω τεχνολογίες για ολόκληρη την οικονοµία, όπου εντάσσεται και ο δηµόσιος τοµέας. Από την άποψη αυτή, συνιστάται η εξέταση αυτής της διάστασης της έρευνας υπό το πρίσµα του 7ου προγράµµατος πλαισίου. Κατά κανόνα, επιβάλλεται η περαιτέρω ανάπτυξη της συνεργασίας και η µεγαλύτερη συνοχή σε επίπεδο έρευνας µε στόχο την πολιτικήστρατιωτική συνέργια. RR\512401.doc 17/18 PE 329.351/τελ.
PE 329.351/τελ. 18/18 RR\512401.doc