ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ

Σχετικά έγγραφα
Νέες πληροφορίες σχετικά με την εμφάνιση, κατανομή και αφθονία νεο-εισαχθέντων ειδών ψαριών στις ακτές της Κρήτης

Ηεξάπλωσητου«Λαγοκέφαλου» (Lagocephalus sceleratus) στις Ελληνικές θάλασσες. Π. Περιστεράκη, ΕΛ.ΚΕ.ΘΕ.

Chromis chromis (Linnaeus, 1758)

ΛΕΟΝΤΑΡΟΨΑΡΟ ΕΜΦΑΝΙΣΗ ΤΟΥ ΞΕΝΙΚΟΥ ΕΙΔΟΥΣ ΣΤΟ ΑΙΓΑΙΟ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ ΓΙΑ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΕΣ & ΕΡΑΣΙΤΕΧΝΕΣ ΑΛΙΕΙΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

2. ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ ΤΗΣ Υ ΡΟΣΦΑΙΡΑΣ

Η Αφρική είναι η τρίτη σε μέγεθος ήπειρος του πλανήτη μας, μετά την Ασία και την Αμερική. Η έκτασή της είναι, χωρίς τα νησιά, 29,2 εκατομμύρια τετρ. χ

Σέσσι, Γραμματικό. κείμενο-φωτό: Κώστας Λαδάς

Εκτίμηση οικολογικής κατάστασης σε παράκτια σκληρά υποστρώματα στον κόλπο Βασιλικού, χρησιμοποιώντας το βιοτικό δείκτη ΕΕΙ

Προστατευόμενες θαλάσσιες περιοχές φυσικής κληρονομιάς

π λ η θ υ σ μ ο ύ τ η ς μ ε σ ο γ ε ι α κ ή ς φ ώ κ ι α ς σ τ η ν ή σ ο Γ υ ά ρ ο

Η ΣΥΜΒΟΛΗ ΤΩΝ ΚΟΚΚΙΝΩΝ ΚΑΤΑΛΟΓΩΝ ΓΙΑ ΤΑ ΑΣΠΟΝ ΥΛΑ ΣΤΗ ΙΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΗΣ ΕΘΝΙΚΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑΣ. Αναστάσιος Λεγάκις

Α1.5 «Aνακρίνοντας» τους χάρτες

ιαχείριση Υδατικών Οικοσυστηµάτων: Τυπολογία ρ. Παναγιώτης ΠΑΝΑΓΙΩΤΙ ΗΣ /ντης Ερευνών Ελληνικό Κέντρο Θαλασσίων Ερευνών


Προστατευόμενα Ζώα της Κύπρου!

Διαβιβάζεται συνημμένως στις αντιπροσωπίες το έγγραφο - D033411/01 - ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 1.

CYCLADES Life: Integrated monk seal conservation of Northern Cyclades

ΟΙ ΥΔΡΙΤΕΣ ΚΑΙ Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΟΥΣ ΩΣ ΚΑΥΣΙΜΗ ΥΛΗ ΤΟΥ ΜΕΛΛΟΝΤΟΣ. ΤΟ ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ANAXIMANDER. Από Δρ. Κωνσταντίνο Περισοράτη

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΥΜΑΤΩΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΥ ΚΕΝΤΡΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΑΡΓΥΡΟΥΠΟΛΗΣ

CIGESMED για Δύτες, Πολίτες-Επιστήμονες για το πρόγραμμα παρακολούθησης των κοραλλιγενών οικοτόπων. Ήρθε η ώρα για κατάδυση, τι πρέπει να κάνω;

Συμβολή στην Χαρτογράφηση Θαλάσσιων Οικοτόπων των Όρμων Κορθίου και Χώρας Άνδρου (Νοτιοανατολική Άνδρος, Κυκλάδες)

( ( ιεύθυνση Αλιευτικών Εφαρµογών & Ε.Α.Π Φυλλάδιο τοννοειδών

Ινστιτούτο Θαλάσσιων Βιολογικών Πόρων, Ελληνικό Κέντρο Θαλάσσιων Ερευνών, 2

Τελική Αναφορά της Κατάστασης Διατήρησης της Μεσογειακής Φώκιας Monachus monachus στη Νήσο Γυάρο Περίληψη

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΥΜΑΤΩΝ ΚΕΝΤΡΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΑΡΓΥΡΟΥΠΟΛΗΣ. ΑΡΓΥΡΟΥΠΟΛΗ - Σχολική χρονιά

Η εργασία που επέλεξες θα σου δώσει τη δυνατότητα να συνεργαστείς με συμμαθητές σου και να σχεδιάσετε μια εικονική εκδρομή με το Google Earth.

Η ιστορική πατρότητα του όρου «Μεσόγειος θάλασσα» ανήκει στους Λατίνους και μάλιστα περί τα μέσα του 3ου αιώνα που πρώτος ο Σολίνος τη ονομάζει

Για να περιγράψουμε την ατμοσφαιρική κατάσταση, χρησιμοποιούμε τις έννοιες: ΚΑΙΡΟΣ. και ΚΛΙΜΑ

4. γεωγραφικό/γεωλογικό πλαίσιο

μελετά τις σχέσεις μεταξύ των οργανισμών και με το περιβάλλον τους

ΚΑΡΧΑΡΙΑΣ Κωνσταντίνος Κροκίδης

Εισαγωγή στην κοινωνική έρευνα. Earl Babbie. Κεφάλαιο 6. Δειγματοληψία 6-1

Το παιχνίδι όπου έχει σημασία να είστε κοντά

Βύρων Μωραΐτης, Φυσικός MSc.

ΓΕΩΛΟΓΙΑ - ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ Β ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΠΟΛΛΑΠΛΗΣ ΕΠΙΛΟΓΗΣ

iv. Παράκτια Γεωμορφολογία

ΟΙ «ΓΚΡΙΖΕΣ ΖΩΝΕΣ» ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΒΙΟΠΟΙΚΙΛΟΤΗΤΑΣ

1. Το φαινόµενο El Niño

Γεωλογία - Γεωγραφία Β Γυμνασίου ΦΥΛΛΑΔΙΟ ΑΣΚΗΣΕΩΝ. Τ μαθητ : Σχολικό Έτος:

Κυνηγώντας τοπικές πηγές ενέργειας στην Ελλάδα

ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΑΓΡΙΑΣ ΠΑΝΙΔΑΣ 5. ΜΕΘΟΔΟΙ ΛΩΡΙΔΩΝ

1 η Ε τ ή σ ι α Α ν α φ ο ρ ά γ ι α τ η ν κ α τ ά σ τ α σ η δ ι α τ ή ρ η σ η ς. CYCLADES Life: Integrated monk seal conservation of Northern Cyclades

5. κλίμα. Οι στέπες είναι ξηροί λειμώνες με ετήσιο εύρος θερμοκρασιών το καλοκαίρι μέχρι 40 C και το χειμώνα κάτω από -40 C

3 ο Γυμνάσιο Ιεράπετρας. Η θάλασσά μας

Αποδημητικά πουλιά της Κύπρου. Όνομα: Κωνσταντίνος Χριστοφή Τμήμα: Γ 4 Μάθημα: Βιολογία

ALIEN SPECIES: NEW TRENDS OF SCIENTIFIC JOURNALS FOR THE RECORD OF A GLOBAL PHENOMENON

Χαρτογράφηση της θαλάσσιας ρύπανσης λόγω των προσφυγικών ροών με τη χρήση μη επανδρωμένων συστημάτων (UAV) το παράδειγμα της Λέσβου

Δρ. Απόστολος Ντάνης. Σχολικός Σύμβουλος Φυσικής Αγωγής

Χρυσάνθη Αντωνιάδου & Χαρίτων Σ. Χιντήρογλου Τομέας Ζωολογίας Τμήμα Βιολογίας ΑΠΘ Με την ευγενική συμβολή της Msc. Δήμητρα Λήδας Ράμμου

thessalonicae (anthozoa, Octocorallia, Pennatulacea)

Διάκριση φρέσκων και αποψυγμένων κατεψυγμένων αλιευμάτων

Η θεσμοθέτηση Θαλάσσιας Προστατευόμενης Περιοχής στη Σαντορίνη, η εμπειρία της bottom-up προσέγγισης

Ταξιδεύοντας στην ηπειρωτική Ελλάδα. Τάξη Φύλλο Εργασίας 1 Μάθημα Ε Δημοτικού Διαιρώντας την Ελλάδα σε διαμερίσματα και περιφέρειες Γεωγραφία

Προκαταρκτικά αποτελέσματα για την αναπαραγωγική βιολογία του Θαλασσοκόρακα (Phalacrocorax aristotelis desmarestii)στο Β. Αιγαίο

Ηχρήση του χρώµατος στους χάρτες

Ασκηση 10 η : «ΜΗΧΑΝΙΚΗ ΤΩΝ ΩΚΕΑΝΩΝ» Φυσικές ιδιότητες θαλασσινού νερού Θερμοκρασία Αλατότητα Πυκνότητα Διαγράμματα Τ-S

«Πόντιση και επιχειρησιακή λειτουργία των πλωτήρων - Παρακολούθηση καλής λειτουργίας του δικτύου και στρατηγική των ποντίσεων σε Αιγαίο, Ιόνιο και

AND019 - Έλος Κρεμμύδες

ΓΕΩΛΟΓΙΑ - ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ Α ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ

ΟΜΑΔΟΠΟΙΗΣΗ ΑΡΙΘΜΗΤΙΚΩΝ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ

ΕΡΓΟ: ''Βελτίωση της γνώσης σχετικά με τον καθορισμό της ελάχιστα. απαιτούμενης στάθμης/παροχής υδάτινων σωμάτων''

ΦΑΣΗ 5. Ανάλυση αποτελεσμάτων αλιευτικής και περιβαλλοντικής έρευνας- Διαχειριστικές προτάσεις ΠΑΡΑΔΟΤΕΑ

Οι λίμνες στις τέσσερις εποχές

ΚΟΙΝΟΠΟΛΙΤΕΙΑ ΤΗΣ ΑΥΣΤΡΑΛΙΑΣ

Τα πιο μεγαλόπρεπα στολίδια της Γης. Τάξη Φύλλο Εργασίας 1 Μάθημα Στ Δημοτικού Αναζητώντας τα πιο μεγαλόπρεπα στολίδια Γεωγραφία

ΜΕΣΟΓΕΙΑΚΗ ΦΩΚΙΑ. (Monachus monachus)

3/20/2011 ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΠΡΟΣΤΑΤΕΥΟΜΕΝΩΝ ΠΕΡΙΟΧΩΝ

ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ ΕΡΕΥΝΑΣ Δειγµατοληψια. Καθηγητής Α. Καρασαββόγλου Επίκουρος Καθηγητής Π. Δελιάς

SAT013 - Εκβολή Ξηροποτάμου

Θέμα μας το κλίμα. Και οι παράγοντες που το επηρεάζουν.

SAM009 - Εκβολή Ποτάμι Καρλοβάσου

A life-table metamodel to support management of data deficient species, exemplified in sturgeons and shads. Electronic Supplementary Material

ΜΑΘΗΜΑ 1 ΑΣΚΗΣΕΙΣ ΜΑΘΗΜΑ Να γνωρίζεις τις έννοιες γεωγραφικό πλάτος, γεωγραφικό μήκος και πως αυτές εκφράζονται

41o Γυμνάσιο Αθήνας Σχ. Έτος Τμήμα Β1

Μια από τις σημαντικότερες δυσκολίες που συναντά ο φυσικός στη διάρκεια ενός πειράματος, είναι τα σφάλματα.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ. του ΚΑΤ ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΗΣΗ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥ (ΕΕ) /... ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ

1o ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ «ΜΗΧΑΝΙΚΗ ΤΩΝ ΩΚΕΑΝΩΝ» Χάρτες: Προσδιορισμός θέσης

Ιχθυολογία. Ενότητα 1 η. Εργαστηριακή Άσκηση Μορφομετρία Οστεϊχθύος. Περσεφόνη Μεγαλοφώνου, Αναπλ. Καθηγήτρια Σχολή Θετικών Επιστημών Τμήμα Βιολογίας

Παρουσίαση της μεθοδολογίας επισκόπησης υδρόβιων μακροφύτων ως μέσου για την αξιολόγηση της οικολογικής κατάστασης των ελληνικών λιμνών

Βοηθητική εργασία 1.α. Εξερευνώ την Ευρώπη ανακρίνοντας τους χάρτες

ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΒΙΟΛΟΓΙΑΣ ΖΩΩΝ I ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΜΑΛΑΚΙΑ ΑΝΑΤΟΜΙΑ ΚΑΙ ΣΥΣΤΗΜΑΤΙΚΗ. Διδάσκων: Σ. Νταϊλιάνης

ΚΛΙΜΑΤΙΚΗ ΤΑΞΙΝΟΝΗΣΗ ΕΛΛΑΔΑΣ

ΕΥΡΩΠΑΙΚΗ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΔΙΑΤΗΡΗΣΗΣ

ΦΥΣΙΚΗ -ΚΛΙΜΑΤΙΚΗ ΑΛΛΑΓΗ ΚΑΙ ΓΕΩΡΓΙΑ

ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ Χειμερινό εξάμηνο Κ. Ποϊραζίδης Μ. Γραμματικάκη

SAM010 - Εκβολή Κερκητείου Ρέματος

Δορυφορική βαθυμετρία

Έκθεση για τη δράση C1

SAT001 - Εκβολή ποταμού Βάτου

,**+ Seiichi Ohta : Soils of Humid Tropical Forests in Southeast Asia Their Characteristics and Changes with Forest Degradation

ΒΙΟΛΟΓΙΑ ΑΓΡΙΑΣ ΠΑΝΙΔΑΣ 11. ΙΧΘΥΕΣ ΓΛΥΚΕΩΝ ΥΔΑΤΩΝ

6 CO 2 + 6H 2 O C 6 Η 12 O O2

ΒΙΟΓΕΩΓΡΑΦΙΑ ΤΩΝ ΓΑΣΤΕΡΟΠΟ ΩΝ ΜΑΛΑΚΙΩΝ ΣΤΙΣ ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΘΑΛΑΣΣΕΣ. ρόσος Κουτσούµπας 1

AND014 - Εκβολή όρμου Λεύκα

ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΣΥΣΧΕΤΙΣΗΣ ΜΕΤΑΞΥ ΚΛΙΜΑΤΙΚΩΝ ΔΕΙΚΤΩΝ ΜΑΚΡΑΣ ΚΛΙΜΑΚΑΣ ΚΑΙ ΜΕΤΕΩΡΟΛΟΓΙΚΗΣ ΞΗΡΑΣΙΑΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ

Επειδή ο μεσημβρινός τέμνει ξανά τον παράλληλο σε αντιδιαμετρικό του σημείο θα θεωρούμε μεσημβρινό το ημικύκλιο και όχι ολόκληρο τον κύκλο.

Εκβολή του Κηφισού στον Φαληρικό Όρμο: οικολογική ποιότητα του θαλάσσιου αποδέκτη και προοπτικές για το μέλλον. Π. Παναγιωτίδης, Ερευνητής ΕΛ.ΚΕ.Θ.Ε.

Σύντομη παρουσίαση του ερευνητικού προγράμματος ΟΙΚΑΠΑΒ

Έρευνα πεδίου και καταγραφή ατυχημάτων άγριας ζωής: Εργαλείο λήψης διαχειριστικών αποφάσεων και διεθνής εμπειρία

Προτυπο ΚΑΤΑΝΟΜΗΣ του θαλασσιου φανερογαμου Cymodocea nodosa σε διαφορετικεσ χωρικεσ κλιμακεσ στις ακτεσ του θερμαϊκου κολπου

Transcript:

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ ΣΧΟΛΗ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΤΜΗΜΑ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ ΠΤΥΧΙΑΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ Καταγραφή της παρουσίας προστατευόμενων και ξενικών ειδών σε βραχώδεις περιοχές της ρηχής υποπαραλιακής ζώνης της Κρήτης Κωνσταντίνα- Μαρία Γ. Βουγιούκαλου Επιβλέπων καθηγητής: Στέλιος Κατσανεβάκης Μυτιλήνη Φεβρουάριος 2017 1

ΠΕΡΙΛΗΨΗ Στην εργασία αυτή εκτιμάται η πιθανότητα παρουσίας προστατευόμενων και ξενικών ειδών στο νησί της Κρήτης για το καλοκαίρι του 2016. Οι καταγραφές παρουσίας- απουσίας των ειδών-στόχων έγιναν σε δεκαεννέα δειγματοληπτικούς σταθμούς, με δύο επαναλήψεις στον καθένα, ώστε να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα της ανιχνευσιμότητας. Συνολικά κατεγράφησαν εννέα είδη. Τρία προστατευόμενα (Charonia variegata, Erosaria spurca, Aplysina aerophoba) και έξι ξενικά είδη (Fistularia commersonii, Ganonema farinosum, Lophocladia lallemandii, Percnon gibbesi, Siganus luridus, Siganus rivulatus). Με βάση τη μοντελοποίηση ορισμένων από αυτών, τα είδη S. luridus και S. rivulatus είχαν την μεγαλύτερη πιθανότητα παρουσίας με 95,1% και 90,7% αντίστοιχα (η πιθανότητα παρουσίας αναφέρεται στην πιθανότητα καταγραφής του είδους στη ρηχή παράκτια ζώνη κατά τη διάρκεια μισάωρης αναζήτησης με ελεύθερη κατάδυση). Επιπλέον, δημιουργήθηκαν δύο πιθανά σενάρια για κάθε είδος, όπου στο πρώτο η πιθανότητα παρουσίας παραμένει σταθερή ενώ στο δεύτερο αλλάζει ανάλογα με τον προσανατολισμό του κάθε σταθμού δειγματοληψίας (Βορράς ή Νότος). Τελικά, ο προσανατολισμός δεν βρέθηκε να επηρεάζει την παρουσία των ειδών- στόχων στις περισσότερες περιπτώσεις. Λέξεις κλειδιά: προστατευόμενα είδη, ξενικά είδη, Κρήτη, παρουσία, ανιχνευσιμότητα ΕΙΣΑΓΩΓΗ Η οικολογική παρακολούθηση μπορεί να ορισθεί ως η συλλογή οικολογικών δεδομένων με τυποποιημένο τρόπο ανά τακτά χρονικά διαστήματα, με σκοπό τον εντοπισμό μεταβολών και την αναζήτηση των αιτιών που τις προκαλούν (Yoccoz, 2001). Για τον λόγο αυτό, απαιτείται η μέτρηση διαφόρων μεταβλητών κατάστασης που περιγράφουν το προς μελέτη σύστημα, ως προς τον χρόνο και το χώρο. Η διαδικασία αυτή απαιτείται ώστε να γίνει η βέλτιστη επιλογή ενεργειών, στα πλαίσια επιστημονικών ερευνών ή σχεδίων διαχείρισης ενός οικοσυστήματος. Οι μεταβλητές αυτές μπορεί να είναι η πληθυσμιακή πυκνότητα, η αφθονία, η βιομάζα, η βιοποικιλότητα ή η πιθανότητα παρουσίας. Στην παρούσα εργασία ως μεταβλητή κατάστασης ορίστηκε η πιθανότητα παρουσίας, με σκοπό την εκτίμηση αυτής για συγκεκριμένα είδη. Η παρούσα εργασία επικεντρώθηκε αφενός σε προστατευόμενα αφετέρου σε ξενικά είδη, καθώς και οι δύο κατηγορίες έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον στη βιολογία διατήρησης. Πολλές μελέτες βασίζονται σε τέλεια ή αμετάβλητη ανιχνευσιμότητα ειδών (Williams et al. 2002). Δυστυχώς, η ανιχνευσιμότητα σπάνια είναι τέλεια ή σταθερή και αυτό οφείλεται στο σφάλμα του παρατηρητή (Nichols et al. 2000), στην σπανιότητα των ειδών (Dettmers et al. 1999) ή επειδή η ανιχνευσιμότητα ποικίλλει ανάλογα με διάφορες παραμέτρους, όπως οι συνθήκες περιβάλλοντος (Gu et al. 2004). Όταν η ανίχνευση είναι ατελής, απαιτούνται περαιτέρω ενέργειες για τη βέλτιστη εξαγωγή συμπερασμάτων. Σε αντίθετη περίπτωση, μπορεί να προκύψουν μεροληπτικές εκτιμήσεις και εσφαλμένα συμπεράσματα. Πολλές μελέτες έχουν δείξει ότι η ανιχνευσιμότητα ποικίλλει μεταξύ των ειδών, στη πάροδο του χρόνου, καθώς και μεταξύ των οικοτόπων. Συνεπώς, μπορούν αν υπάρξουν πολλές συνέπειες αν αγνοηθεί, όπως μεροληψία στις εκτιμώμενες σχέσεις με οικολογικές συμμεταβλητές (Gu et al. 2004, Zipkin et al. 2010), ανακριβείς εκτιμήσεις κατανομής ειδών ή αφθονίας (Kéry et al. 2008, Buckland et al. 2011, Chen et al. 2013, Tingley and Beissinger 2013), κτλ. Για το λόγο αυτό, έχουν αναπτυχθεί μέθοδοι που συνυπολογίζουν την ανιχνευσιμότητα. Αυτό, στη περίπτωση που η μεταβλητή κατάστασης είναι η πιθανότητα παρουσίας, επιτυγχάνεται με επαναληπτικές δειγματοληψίες, την ίδια χρονική περίοδο (MacKenzie et al. 2006). 2

Η παρούσα εργασία στόχευε στην αξιολόγηση της πληθυσμιακής κατάστασης ενός αριθμού ειδών στόχων. Η εργασία επικεντρώθηκε σε προστατευόμενα και σε ξενικά είδη. Τα προστατευόμενα είδη-στόχοι παρουσιάζονται στον Πίνακα 1. Σε αυτά ανήκουν Μαλάκια, Εχινόδερμα, Σπόγγοι, Χορδωτά και Κνιδόζωα. Το Charonia variegata, αλλιώς Τρίτωνας ή Μπουρού, είναι ένα είδος σαρκοφάγου θαλάσσιου σαλιγκαριού, ανήκει στα γαστερόποδα μαλάκια της οικογένειας ranellidae. Το μέγεθός του φτάνει έως και 370 χιλιοστά. Έχει κωνικό κέλυφος σε αποχρώσεις του κρεμ με καφέ σημάδια. Ζει σε υφάλους σε βάθη έως 110 μέτρα (Welch 2010). Κατά την διάρκεια της ημέρας κρύβεται σε ρωγμές. Απαντάται γύρω από την Ευρώπη, στη Μεσόγειο Θάλασσα και τον Ατλαντικό Ωκεανό (Doxa et al. 2011). Στην ίδια ομοταξία ανήκει το Tonna galea της οικογένειας tonnidae. Είναι ένα μεγάλο θαλάσσιο σαλιγκάρι, σαρκοφάγο. Τρέφεται κυρίως με αγγούρια της θάλασσας, αχινούς, αστερίες, ψάρια και οστρακόδερμα. Όταν απειληθεί, εκτοξεύει όξινο σάλιο. Έχει μέσο ύψος 150 χιλιοστά, ενώ έχει εντοπιστεί και σε μέγεθος ανθρώπινου κεφαλιού. Έχει σχήμα κωνικής σπείρας αποτελούμενο από 6 καμπύλες με μεγάλο άνοιγμα. Η εξωτερική επιφάνεια του κελύφους έχει μια ομοιόμορφη απόχρωση του κόκκινου. Εντοπίζεται στον βόρειο Ατλαντικό, στις ακτές της δυτικής Αφρικής, στη Μεσόγειο και την Καραϊβική Θάλασσα σε στρώματα άμμου ή ιλύος με λιβάδια θαλάσσιου γρασιδιού. Στη Μεσόγειο έχει καταγραφεί από βάθος μερικών εκατοστών έως 120 μέτρα. Περιλαμβάνεται στην Σύμβαση της Βέρνης για διατήρηση της άγριας ζωής και του φυσικού περιβάλλοντος και στο Πρωτόκολλο της Σύμβασης της Βαρκελώνης για τη προστασία από την ρύπανση στη Μεσόγειο. Το Pinna nobilis είναι ένα δίθυρο μαλάκιο της οικογένειας pinnidae. Το όστρακό του αποτελείται από δύο λεπτά και πλατιά ελάσματα, ενωμένα στην κορυφή. Μπορεί να φτάσει τα 120 εκατοστά σε μήκος, ενώ μπορεί να ζήσει πάνω από 20 χρόνια (Galinou- Mitsoudi et al. 2006). Είναι ενδημικό στη Μεσόγειο και ζει σε πυθμένες μαλακού υποστρώματος με θαλάσσιο γρασίδι ή και σε αμμώδεις βυθούς χωρίς βλάστηση (Katsanevakis 2006, 2007a). Άλλο ένα προστατευόμενο είδος των δίθυρων μαλακίων είναι το Lithophaga lithophaga της οικογένειας των mytilidae. Η κοινή του ονομασία στα ελληνικά είναι πετροσωλήνας. Έχει εντοπιστεί σε απολιθώματα από το Μειόακαινο έως το Τεταρτογενές. Έχει μέσο μήκος 5 εκατοστών κα χρώμα κίτρινο-καφέ. Τρέφεται με πλαγκτόν και φύκια. Κατανέμεται στον Βορειοανατολικό Ατλαντικό Ωκεανό, στη Μεσόγειο, την Ερυθρά Θάλασσα και σε ακτές της Αδριατικής, σε βάθη μερικών εκατοστών έως περίπου 150 μέτρα. Το Pholas dactylus, επίσης δίθυρο μαλάκιο. Έχει λεπτό, επίμηκες κέλυφος μέχρι 150 χιλιοστά σε θαμπό λευκό ή γκρι χρώμα. Το εύθραυστό του κέλυφος, έχει εγκάρσιο φολιδωτό σχήμα που του επιτρέπει να σκάψει σε μαλακά πετρώματα αποτρέποντας τις ρωγμές στο μεγαλύτερο μέρος του κελύφους. Ζει σε ένα ευρύ φάσμα υποστρωμάτων, όπως συμπιεσμένη άμμος και διάφορους τύπους λεπτών πετρωμάτων. Εντοπίζεται στη Μεσόγειο Θάλασσα και τη βορειοδυτική Αφρική. Το Mitra zonata είναι ένα γαστερόποδο μαλάκιο της οικογένειας mitridae. Έχει μεγάλο μέγεθος, είναι σχετικά σπάνιο, ενώ ζει σε αμμώδεις, κοραλλιογενείς ή λασπώδεις πυθμένες βαθιών νερών. Εντοπίζεται σε ορισμένες περιοχές στα ανατολικά του Ατλαντικού (όπως Αζόρες, Μαδέρα και Κανάρια Νησιά) και στην Μεσόγειο Θάλασσα (Katsanevakis et al. 2008). Τα είδη Luria lurida, Erosaria spurca και Zonaria pyrum είναι γαστερόποδα μαλάκια της οικογένειας cypraeidae. Έχουν λείο και γυαλιστερό όστρακο και παρουσιάζουν ποικιλία στο χρωματισμό, το μέγεθος και την κατασκευή. Το άνοιγμα στην κάτω τους πλευρά είναι επενδυμένο με «δόντια». 3

To L. lurida μπορεί αν ξεπεράσει τα 65 mm σε ύψος, ζει σε βραχώδεις περιοχές και είναι νυκτόβιο ζώο. Κατά την διάρκεια της ημέρας παραμένει κρυμμένο σε ρωγμές ή σε αποικίες σπόγγων, ενώ την νύχτα αναζητά τη λεία του. Το L. lurida ζει στη Μεσόγειο Θάλασσα, Ανατολικό και Δυτικό Ατλαντικό και την Ερυθρά Θάλασσα (ύστερα από τη διάνοιξη της διώρυγας του Σουέζ) (Koutsoubas 1992, Delamotte and Vardala- Theodorou 2007, Katsanevakis et al. 2008). To E. spurca μπορεί να φτάσει τα 39 mm σε ύψος. Είναι επίσης νυχτόβιος οργανισμός και ζει σε βραχώδεις περιοχές. Κατανέμεται στην Μεσόγειο και την Ερυθρά Θάλασσα, καθώς και στον Ατλαντικό Ωκεανό. Είναι λιγότερο κοινό από το L. lurida στις ελληνικές θάλασσες (Katsanevakis et al. 2008). Το είδος Z. pyrum μπορεί να ξεπεράσει τα 55 mm. Δείγματα από το βόρειο Αιγαίο εντοπίστηκαν σε βάθος 25 μέτρων, σε βραχώδη υποστρώματα μαζί με σπόγγους Axinella spp. Το Z. pyrum έχει την μικρότερη αφθονία συγκριτικά με τα είδη L. lurida και E. spurca. Ζει στη Μεσόγειο Θάλασσα και τον Ατλαντικό Ωκεανό (Katsanevakis et al. 2008). Το είδος Centrostephanus longispinus ανήκει στην οικογένεια diadematidae. Έχει σφαιρική κάψα που φέρει τοξικές άκανθες έως και 30 εκατοστά. Οι άκανθες αυτές χρησιμεύουν για μετακίνηση. Κατοικεί σε υφαλοκρηπίδες και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού Ωκεανού. Το εύρος του εκτείνεται από τη Μεσόγειο Θάλασσα και τις βόρειες ακτές της Αφρικής έως την Καραϊβική και τον Κόλπο του Μεξικού. Εντοπίζεται ανάμεσα σε φύκη ή σε στρώματα θραυσμάτων κοραλλιών. Το Ophidiaster ophidianus ανήκει στην οικογένεια ophidiasteridae. Έχει διάμετρο 20-40 εκατοστά, μικρό κεντρικό δίσκο και πέντε μακριούς κυλινδρικούς βραχίονες σε πεντάκτινη συμμετρία. Έχει έντονο χρωματισμό από πορτοκαλί, σκούρο κόκκινο έως μωβ. Εντοπίζεται σε βράχια από 0 έως 100 μέτρα βάθος, στην Μεσόγειο Θάλασσα και τον Ατλαντικό Ωκεανό και από τις Αζόρες στα Κανάρια Νησιά, στη Μαδέρα και τον Κόλπο της Γουινέας. Ο σπόγγος Aplysina aerophoba ανήκει στην οικογένεια των aplysinidae. Έχει έντονο κίτρινο χρώμα. Από τη βάση του εκδίδονται ακανόνιστα σωληνοειδείς προεξοχές 3-4cm ύψους, 1-2,5cm σε διάμετρο και πεπλατυσμένη κορυφή (στόμιο εξόδου- osculum). Είναι ενδημικό είδος της Μεσογείου, της Πορτογαλίας και της βορειοδυτικής Ισπανίας (Vacelet 1959). Ο ιππόκαμπος Hippocampus hippocampus των χορδωτών, ανήκει στην οικογένεια syngnathidae. Κατοικεί σε μικρού εύρους ενδιαιτήματα σε ρηχά παράκτια ύδατα, λιμνοθάλασσες και εκβολές ποταμών, σε βάθη από 1 έως 55m (Curtis and Vincent 2005, Garrick-Maidment and Jones 2004, Woodall 2009). Δύναται να μεταναστεύει εποχιακά και σε βαθύτερα ύδατα (Boisseau 1967, Garrick-Maidment 2007,, Garrick- Maidment and Jones 2004). Είναι ενδημικό είδος στη Βόρεια Θάλασσα, σε νοτιότερες ευρωπαϊκές ακτές και μέσα στη Μεσόγειο. Το γεωγραφικό εύρος εκτείνεται νοτιότερα, στις ατλαντικές ακτές της Αφρικής μέχρι τη Σενεγάλη, συμπεριλαμβανομένου τα νησιά Αζόρες, Μαδέρα και Κανάρια (Lourie et al. 2004). Το είδος Hippocampus guttulatus ανήκει επίσης στην οικογένεια των syngnathidae. Βρίσκεται κυρίως σε μικρού εύρους ενδιαιτήματα σε ρηχά παράκτια ύδατα, λιμνοθάλασσες και εκβολές ποταμών (0,5-15 m) (Curtis and Vincent 2005,Curtis and Vincent 2006, Garrick-Maidment and Jones 2004, Woodall 2009). Μπορεί, όμως να μεταναστεύει εποχιακά σε βαθύτερα νερά (30m+) (Boisseau 1967, Garrick-Maidment 2007, Garrick-Maidment and Jones 2004). Το H. guttulatus είναι πρωτίστως είδος ευρωπαϊκών υδάτων. Εντοπίζεται κατά μήκος των ακτών του Ατλαντικού από το Ηνωμένο Βασίλειο, την Ιρλανδία, Ολλανδία έως τη Μεσόγειο Θάλασσα. Η κατανομή του απλώνεται σε όλη τη Μεσόγειο και τη Μαύρη Θάλασσα (Lourie et al. 2004). 4

Το Cladocora caespitosa είναι ένα ανθόζωο της οικογένειας faviidae. Δημιουργεί αποικίες πολλών πανομοιότυπων πολυπόδων που έχουν περίπου 5 χιλιοστά διάμετρο και έχουν καφέ χρώμα. Συμβιώνει με ζωοξανθέλλες, οι οποίες του εξασφαλίζουν τροφή. Ζουν από 5 έως 60 μέτρα βάθος και ενδημεί στη λεκάνη της Μεσογείου. Έχει εντοπιστεί και στον Ατλαντικό σε ακτές της Ισπανίας, της Πορτογαλίας, του Μαρόκου και στον Κόλπο του Μεξικού. Λόγω της μακροβιότητάς του και της μικρής του δυναμικής, έχει καταχωρηθεί στη Κόκκινη Λίστα της IUCN. Το Cladocora caespitosa είναι ένα ανθόζωο της οικογένειας faviidae. Ζει σε μεγάλου εύρους υποστρώματα, βάθη (συνήθως 5-40m) και υδροδυναμικές συνθήκες (Zibrowius 1980). Η ιδιότητα του είδους αυτού να ανέχεται μια σειρά από περιβάλλοντα και να αντέχει εποχιακούς αβιοτικούς παράγοντες όπως η θερμοκρασία και το φως -τυπικό στις εύκρατες θάλασσες της Μεσογείου- πιθανών σχετίζεται με την ικανότητά του να εναλλάσσει από αυτότροφο σε ετερότροφο, ανάλογα τις εκάστοτε συνθήκες φωτός, όπως προτείνεται από τους Hoogenboom et al. (2010). Το εύρος εξάπλωσης του C. caepitosa καλύπτει ολόκληρη τη λεκάνη της Μεσογείου και μεμονωμένες περιοχές του Ατλαντικού, όπως το Ολχάο της Πορτογαλίας και το Αγκαντίρ στο Μαρόκο (Zibrowius 1983). Πίνακας 1: Προστατευόμενα είδη- στόχοι της παρούσας εργασίας Τάξα Mollusca Gastropoda Είδη Charonia variegata (Lamarck, 1816) Gastropoda Tonna galea (Linnaeus, 1758) Bivalvia Pinna nobilis (Linnaeus, 1758) Bivalvia Lithophaga lithophaga (Linnaeus, 1758) Bivalvia Pholas dactylus (Linnaeus, 1758) Gastropoda Mitra zonata (Marryat, 1819) Gastropoda Luria lurida (Linnaeus, 1758) Gastropoda Erosaria spurca (Linnaeus, 1758) Gastropoda Echinodermata Echinoidea Zonaria pyrum (Gmelin, 1791) Centrostephanus longispinus (Philippi, 1845) Asteroidea Ophidiaster ophidianus (Lamarck, 1816) 5

Porifera Demospongiae Aplysina aerophoba (Nardo, 1833) Chordota Actinopterygii Actinopterygii Cnidaria Anthozoa Hippocampus hippocampus (Linnaeus, 1758) Hippocampus guttulatus (Cuvier, 1829) Cladocora caespitosa (Linnaeus, 1758) Τα ξενικά είδη στόχοι κατατάσσονται στα Μαλάκια, τα Ροδόφυτα, Οχρόφυτα, τα Χλωρόφυτα, Τραχειόφυτα, Αρθρόποδα, Κνιδόζωα, Χορδωτά και Εχινοδέρματα. Το είδος Aplysia dactylomela είναι γαστερόποδο μαλάκιο της οικογένειας aplysiidae. Είναι μεγάλου μεγέθους γυμνοβράγχιο και έχει κίτρινο ή πράσινο χρώμα ανάλογα την διατροφή του, ίσως και πορτοκαλί όταν καταναλώνει κυρίως κόκκινα φύκη. Έχει κόκκινα δαχτυλίδια σε όλο το σώμα και κινείται με τη βοήθεια ενός πλατύ ποδιού. Το μήκος του μπορεί αν είναι έως και 200 χιλιοστά. Όταν απειληθεί απελευθερώνει μελάνι. Είναι τροπικό είδος και εντοπίζεται συνήθως σε ρηχά νερά, σε αμμώδεις βυθούς κοντά σε βράχια και λιβάδια φυκών. Ένα ακόμα γαστερόποδο μαλάκιο της οικογένειας aplysiidae είναι το Bursatella leachii. Είναι πράσινο προς το καφέ γυμνοβράγχιο. Έχει χαρακτηριστικές μαύρες κηλίδες με μπλε κέντρο, ενώ το σώμα του καλύπτεται με ακανθώδεις προεξοχές και έχει μήκος περίπου 120 χιλιοστά. Κινείται αργά με ένα πλατύ πόδι. Εντοπίζεται σε θερμά και τροπικά κλίματα, σε περιοχές με παλίρροια και κοντά σε θαλάσσια φύκη. Το δίθυρο μαλάκιο Pinctada imbricata radiata της οικογένειας pteriidae έχει οβάλ όστρακο και κίτρινο- καφέ χρώμα. Έχει την ικανότητα να δημιουργεί πέρλες. Απαντάται σε αμμώδη πυθμένες και κοράλλια (Strack 2008). Εντοπίζεται και στα δύο ημισφαίρια, στους περισσότερους ωκεανούς και θάλασσες και πρόσφατα και στη Μεσόγειο. Το γένος Asparagopsis της οικογένειας bonnemaisoniaceae των ροδόφυτων, εκπροσωπείται από δύο είδη στην Ελλάδα. Το A. armata και A.taxiformis. Το πρώτο, με έντονο μωβ χρώμα, είναι ενδημικό στο νότιο ημισφαίριο- σε Νότια και Δυτική Αυστραλία (Womersley 1996), Νέα Ζηλανδία, στα Νησιά Τσάταμ (Bonin and Hawkes 1987) και πιθανόν στη Χιλή (Santelices 1988). Εισήλθε στον Ατλαντικό και τη Μεσόγειο τη δεκαετία του 1920 (Feldmann and Feldmann 1942), πιθανών από την νότια Αυστραλία όπου και ενδημεί (Sauvageau 1925, Womersley 1996, Ní Chualáin 2004). Το A.taxiformis είναι ένα κόκκινο άλγος με ευρεία εξάπλωση σε τροπικά και θερμά ύδατα, ενώ θεωρείται «προ-λεσεψιανός» μετανάστης ή ενδημικό της ανατολικής Μεσογείου (Andreakis et al. 2004), έπειτα από τα πρώτα ευρήματα στη Μεσόγειο Θάλασσα, στην Αίγυπτο το 1813 (Delile 1813). 6

To Ganonema farinosum είναι ροδόφυτο της οικογένειας liagoraceae. Ο βλαστός εκτείνεται από 18 έως 25 cm σε ύψος, με κυλινδρικούς άξονες και κλαδιά, κυρίως διαμέτρου 1,0-1,6 (μέγιστο 2,5) mm. Έχει θαμπό μωβ προς κόκκινο-καφέ χρώμα. Ζει επάνω σε βράχια σε ρηχά νερά, έως και 14m βάθος. Εντοπίζεται κοντά στη διώρυγα του Σουέζ, στην Ερυθρά Θάλασσα και την Αίγυπτο (Norris 2014). Το είδος Lophocladia lallemandii της οικογένειας των rhodomelaceae, είναι ένα κόκκινο άλγος, κοινό σε τροπικές και υποτροπικές περιοχές, ενώ θεωρείται ξενικό είδος στη Μεσόγειο, ερχόμενο πιθανών από τη διώρυγα του Σουέζ (Boudouresque and Verlaque 2002). Το L. lallemandii αναπτύσσεται σε πολλά διαφορετικά υποστρώματα- όπως γυμνά βράχια, βραχώδεις πυθμένες με μακροάλγη, σε λιβάδια του Posidonia oceanica και επάνω σε κοραλλιογενείς κοινότητες (Ballesteros 2006, Deudero et al. 2009). Το Stypopodium schimper ανήκει στην οικογένεια dictyotaceae. Ο μεμβρανώδης θαλλός του έχει μήκος μέχρι 30cm και στερεώνεται στο υπόστρωμα με τη βοήθεια ενός ινώδους δίσκου. Η επιφάνεια του θαλλού είναι εφοδιασμένη με ομόκεντρες ραβδώσεις. Έχει χρώμα καφέ- κίτρινο. Πρώτη αναφορά στη Μεσόγειο έγινε το 1991 στην Αίγυπτο. Ενδημεί στον Ειρηνικό Ωκεανό και ζει σε βιοκοινότητες υποπαραλιακών αλγών (Verlaque & Boudouresque, 1991). Το Callinectes sapidus (μπλε καβούρι) είναι μαλακόστρακο της οικογένειας portunidae. Το όστρακό του μπορεί να φτάσει τα 25cm σε μήκος, ενώ το πλάτος του μπορεί να είναι διπλάσιο του μήκους (Hines et al. 1987, Miliken et al. 1984). Το C. sapidus ζει στον πυθμένα σε ποικίλα ενδιαιτήματα από πού αλμυρά έως σχεδόν γλυκά. Εντοπίζεται σε ρωγμές κυρίως σπανιότερα εκτός νερού, ενώ ζει από 1 έως 36 m (Hill 2004, Texas Parks and Wildlife 2009). Είναι ενδημικό είδος στο δυτικό άκρο του Ατλαντικού Ωκεανού, ενώ πλέον εντοπίζεται σε Ευρώπη και Ασία (Hill 2004, Shapiro 2011). Το Percnon gibbesi είναι μαλακόστρακο της οικογένειας grapsidae. Έχει λεπτό όστρακο που φτάνει τα 3,7 cm σε μήκος (Williams, 1965). Έχει πράσινο-καφέ χρώμα στην ράχη με μία λευκή ή θαμπή μπλε λωρίδα κατά μήκος του, ενώ τα πόδια του έχουν έντονα κίτρινα δαχτυλίδια. Το καβούρι αυτό είναι ενδημικό είδος του Ειρηνικού του δυτικού και νοτιοανατολικού Ατλαντικού Ωκεανού. Πρώτη καταγραφή του είδους στη Μεσόγειο έγινε το 1999 στις Βαλεαρίδες Νήσους και στη Σικελία (Relini et al. 2000, Garcia et al. 2000, Mori et al. 2002). Η μέδουσα Cassiopea andromeda ανήκει στα σκυφόζωα στην οικογένεια cassiopeidae. Χαρακτηριστικό αυτού του είδους είναι ότι ξαπλώνει ανάποδα στην επιφάνεια του πυθμένα, με την καμπάνα ανεστραμμένη. Φαίνεται να προτιμά ρηχά ήρεμα νερά και ιλυώδεις ή λεπτόκοκκης άμμου πυθμένες (Verde et al. 1998). Είναι είδος Ινδο-ειρηνικής προέλευσης, ενώ στην Μεσόγειο εντοπίστηκε πρώτη φορά το 1990 (Galil et al. 1990). Το Caulerpa cylindracea της οικογένειας caulerpaceae είναι ένα πράσινο μακροάλγος με λεπτό θαλλό, χωρίς ριζοειδείς πυλώνες. Το βασικό μέρος των όρθιων αξόνων είναι ελαφρώς φουσκωμένο επάνω από τους στόλωνες. Ζει σε υποπαραλιακά βράχια και άλλα σκληρά υποστρώματα. Είναι ενδημικό είδος της Δυτικής Αυστραλίας, ενώ πλέον βρίσκεται σε σχεδόν ολόκληρη τη Μεσόγειο (Verlaque et al. 2003, Piazzi et al. 2001). Το είδος Codium fragile fragile ανήκει στα χλωρόφυτα και στην οικογένεια codiaceae. Είναι μεγάλου μεγέθους πράσινο άλγος με διχοτομικές διακλαδώσεις. Το είδος αυτό έχει εξαπλωθεί δραματικά κατά τον 7

τελευταίο αιώνα (Trowbridge 1998).Είναι ενδημικό της Ιαπωνίας και της Κορέας (Provan et al. 2005, Scheibling et al. 2006, Lyons et al. 2009), ενώ πλέον εντοπίζεται σε εύκρατες παραλίες ανά τον κόσμο. Το Fistularia commersonii είναι χορδωτό της οικογένειας fistulariidae. Το σύνηθες μήκος του είναι 100cm, ενώ μπορεί να φτάσει και τα 160cm (Fritzsche et al. 1995). Έχει κάθετα πεπλατυσμένο σώμα, σωληνοειδές ρύγχος και μακριά ουρά που λεπταίνει στο τέλος. Έχει λευκό προς ασημένιο χρώμα με δύο μπλε ρίγες ή σειρές από κηλίδες στην ράχη του, ενώ μπορεί και αλλάξει το χρώμα του σε πιο χλωμό για κάλυψη (Kuiter et al. 2001). Ενδημεί στον Ινδοειρηνικό (Paulin et al 1989), στον Ανατολικό και κεντρικό Ειρηνικό Ωκεανό (Fritzsche et al. 1995). Στη Μεσόγειο εντοπίστηκε πρώτη φορά το 2000 (Golani 2000). Το είδος Pempheris vanicolensis είναι χορδωτό της οικογένειας pempheridae. Έχει μια πράσινη λάμψη επάνω στη ράχη του και στο μεγαλύτερο μέρος του κεφαλιού του. Το εδρικό και ραχιαίο πτερύγιο έχουν μαύρο τελείωμα, ενώ στα θωρακικά απουσιάζει η μαύρη απόχρωση στη βάση τους (Kuiter et al. 2001). Το μήκος του μπορεί να φτάσει τα 20cm (Burgess et al. 1990). Εντοπίζεται κοντά σε υφάλους σε βάθη από 1 έως 25m (Allen et al. 2012). Το P. vanicolensis είναι ενδημικό του Ινδοειρηνικού Ωκεανού. Το Halophila stipulacea ανήκει στη οικογένεια hydrocharitaceae. Λιβάδια του είδους συναντώνται κυρίως σε ρηχά νερά (Jacobs 1985), παρόλα αυτά έχουν καταγραφεί σε μεγαλύτερα βάθη, όπως των 50m (Lipkin 1977). Το είδος αυτό εντοπίζεται στον Ινδικό Ωκεανό και την Ερυθρά Θάλασσα (Lipkin et al. 2003), ενώ βρέθηκε για πρώτη φορά στη Μεσόγειο το 1975 (Lipkin 1975a,b). Το είδος Sargocentron rubrum στην οικογένεια holocentridae των χορδοτών. Έχει μήκος 13-21cm, κόκκινο σώμα και πτερύγια και 7-9 σκούρες ρίγες κατά μήκος του σώματος (Jordano et al. 1959, Weber et al. 1929). Είναι ενδημικό είδος του Ινδοειρηνικού Ωκεανού. Το Siganus luridus (γερμανός) είναι χορδωτό της οικογένειας των σιγανίδων. Το κοινό του μήκος είναι 20cm, με μέγιστο τα 30cm, ενώ εντοπίζεται σε βάθη 2-40m (Göthel 1992). Έχει σκούρο καφέ με λαδί χρώμα και ελαφρώς κίτρινο στα πτερύγια, ενώ έχει την ικανότητα να καμουφλάρεται αλλάζοντας χρώμα (Poloniato et al. 2010). Είναι είδος ινδοειρηνικής προέλευσης (Golani et al. 2002),. Το Siganus rivulatus (αγριόσαλπα) ανήκει επίσης στις σιγανίδες. Το σύνηθες μήκος τους είναι 5-25cm, με μέγιστο τα 27cm. Έχει οβάλ σώμα που είναι πλευρικά πεπλατυσμένο. Έχει γκρίζα πράσινη προς καφέ ράχη και μικρές κίτρινες γραμμές σε κάθε πλευρά, ενώ αλλάζει χρώμα. Είναι ενδημικό στον δυτικό Ινδικό Ωκεανό. Στην Μεσόγειο καταγράφτηκε για πρώτη φορά το 1924 (στην Ελλάδα το 1932) (Steinitz 1927, Bariche 2006). Το Stephanolepis diaspros ανήκει στην οικογένεια monacanthidae. Μπορεί να φτάσει τα 25cm σε μήκος (al Sakaff et al. 1999), ενώ το πρώτο ραχιαίο πτερύγιο είναι άκανθος με ακίδες στο οπίσθιο άκρο (Golani et al. 2002). Ζει σε βάθη από 20 έως 50m (al Sakaff et al. 1999). To S. diaspros απαντάται στον δυτικό Ινδικό Ωκεανό (Torres et al. 2016). Το είδος Synaptula reciprocans ανήκει στην οικογένεια synaptidae των Εχινόδερμων. Εντοπίζεται σε βάθη 4-8m σε αμμώδεις βυθούς με βότσαλα και χαλίκια, ενώ έχει εντοπιστεί και σε ελαφριάς κλίσης βράχια καλυμμένα κυρίως με Caulerpa racemosa (Forsskål) J. Agardh 1873. Το είδος αυτό είναι ενδημικό στον Ινδοειρηνικό, ενώ είναι πολύ κοινό στην Ερυθρά Θάλασσα (Clark et al. 1971). Οι πρώτες καταγραφές στη Μεσόγειο ήταν στην Κύπρο και το Ισραΐλ. (Cherbonnier 1986, Galil 2007 Antoniadou et al. 2009) 8

Πίνακας 2: Ξενικά είδη-στόχοι της παρούσας εργασίας Τάξα Mollusca Gastropoda Gastropoda Bivalvia Είδη Aplysia dactylomela (Rang, 1828) Bursatella leachii (Blainville, 1817) Pinctada imbricata radiate (Leach,1814) Rhodophyta Florideophyceae Asparagopsis armata (Harvey, 1855) Florideophyceae Asparagopsis taxiformis (Delile, 1845) Florideophyceae Florideophyceae Ochrophyta Phaeophyceae Arthropoda Malacostraca Malacostraca Cnidaria Scyphozoa Chlorophyta Ulvophyceae Ulvophyceae Chordota Actinopterygii Actinopterygii Ganonema farinosum (Lamouroux, 1974) Lophocladia lallemandii (Montagne, 1893) Stypopodium schimper (Kützing, 1849) Callinectes sapidus (Rathbun, 1896) Percnon gibbesi (Milne- Edwards, 1853) Cassiopea andromeda (Forsskål, 1775) Caulerpa cylindracea (Sonder, 1845) Codium fragile fragile (Hariot,1889) Fistularia commersonii (Rüppell, 1838) Pempheris vanicolensis (Cuvier, 1831) Tracheophyta 9

Magnoliopsida Chordota Actinopterygii Actinopterygii Halophila stipulacea (Forsskål, 1867) Sargocentron rubrum (Forsskål, 1775) Siganus luridus (Rüppell, 1829) Actinopterygii Actinopterygii Echinodermata Holothuroidea Siganus rivulatus (Forsskål & Niebuhr, 1775) Stephanolepis diaspros (Fraser- Brunner, 1940) Synaptula reciprocans (Forsskål, 1775) Επιλέχθηκαν ως είδη-στόχοι, είδη που είτε έχουν αναφερθεί είτε θεωρήθηκε πολύ πιθανό να υπάρχουν στη ρηχή παράκτια ζώνη της Κρήτης. ΥΛΙΚΑ ΚΑΙ ΜΕΘΟΔΟΙ Περιοχή μελέτης Περιοχή μελέτης είναι ολόκληρη η Νήσος Κρήτη (Εικόνα 1). Ύστερα από την διάνοιξη της Διώρυγας του Σουέζ το 1869, πολλά είδη ινδο-ειρηνικής προέλευσης έχουν καταγραφεί, επηρεάζοντας τη βιοποικιλότητα ολόκληρης της ανατολικής Μεσογείου (Peristeraki et al. 2006, Kavallakis 1968, Golani 1998, Golani et al. 2002). Αυτά τα ξενικά είδη ονομάζονται λεσεψιανοί μετανάστες, με είδη από την Ερυθρά Θάλασσα, τον Ινδικό και Ειρηνικό Ωκεανό. Άλλα ξενικά είδη στην Ελλάδα, έχουν φτάσει μέσω της ναυτιλίας (με το έρμα των πλοίων ή προσκολλημένα στα ύφαλα), μέσω των υδατοκαλλιεργειών ή μέσω της εμπορίας ειδών ενυδρείων (Katsanevakis et al. 2013, Nunes et al. 2014). Εικόνα 1: Περιοχή μελέτης το νησί της Κρήτης 10

Για την καταγραφή προστατευόμενων και ξενικών ειδών επιλέχθηκαν διάφοροι σταθμοί περιμετρικά της Κρήτης. Η επιλογή των σημείων κατάδυσης έγινε με βάση τις μεταξύ τους αποστάσεις, των καιρικών συνθηκών, την προϋπάρχουσα γνώση της ποιότητας του πυθμένα. Τελικώς, οι σταθμοί ήταν δεκαεννέα, όπως φαίνεται στη Εικόνα 2. Για περαιτέρω συλλογή πληροφοριών όπως ποιότητα πυθμένα, χρόνοι οδήγησης, ποιότητα δρόμων (άσφαλτος, χώμα) και προσβασιμότητα χρησιμοποιήθηκε το Google Maps (https://www.google.gr/maps/). Σημειώνεται ότι η ενημέρωση πρόγνωσης καιρού γινόταν από τις ιστοσελίδες www.meteo.gr, https://www.windfinder.com, http://poseidon.hcmr.gr/. Εικόνα 2: Οι 19 σταθμοί μελέτης περιμετρικά της Κρήτης Συλλογή δεδομένων πεδίου Για τη συλλογή δεδομένων με οπτική παρατήρηση και λήψη δειγμάτων χρησιμοποιήθηκαν μάσκα με αναπνευστήρα, βατραχοπέδιλα, στολή υγρού τύπου (wet suit), αδιάβροχη φωτογραφική μηχανή (SJ2000 action camera), αδιάβροχο πινακάκι, πλαστικά δοχεία, οινόπνευμα 95⁰, ανεξίτηλος μαρκαδόρος, αδιάβροχο ρολόι χειρός και χάρτης. Σε κάθε σταθμό επιλεγόταν το καλύτερο πιθανό σημείο για την εκκίνηση της δειγματοληψίας και την χάραξη της πορείας. Προκαθορίστηκε ο χρόνος της κάθε κατάδυσης στη μισή ώρα. Για κάθε περιοχή έγινε επαναληπτική παρακολούθηση ίδιας χρονικής διάρκειας. Έτσι, τελικώς, κάθε διαδρομή διαρκούσε μισή ώρα προς την μια κατεύθυνση και μισή ώρα προς την αντίθετη με επιστροφή στο αρχικό σημείο. Ο αριθμός των σταθμών συνολικά ήταν δεκαεννέα. Σημειώνεται ότι όλες οι δειγματοληψίες έγιναν από τον ίδιο παρατηρητή. Τα δείγματα φυκών που συλλέχτηκαν, φυλάχθηκαν κατευθείαν σε πλαστικά δοχεία με οινόπνευμα 95⁰. Επάνω σε κάθε κουτάκι αναγραφόταν ο σταθμός και η ημερομηνία. Σε όλες τις καταδύσεις λήφθηκαν πολλές φωτογραφίες και βίντεο των ειδών- στόχων. Ακόμη, συλλέχτηκαν ορισμένα δείγματα κοχυλιών (άδειων). Αργότερα έγινε περαιτέρω επιβεβαίωση ταυτοποίηση των ειδών που βρέθηκαν σε δείγματα και φωτογραφικό υλικό από κάθε σταθμό. Ανάλυση δεδομένων 11

Οι μελέτες παρουσίας- απουσίας ειδών χρησιμοποιούνται σε πολλές οικολογικές εφαρμογές, λόγω του χαμηλού κόστους κα της ευκολίας στην εφαρμογή (Issaris et al. 2012). Σε προγράμματα παρακολούθησης μεγάλης κλίμακας, είναι συχνά πολύ δύσκολο να συλλεχθούν επαρκείς πληροφορίες για την αξιόπιστη εκτίμηση της αφθονίας ή της πληθυσμιακής πυκνότητας (MacNeil et al. 2008a,b, Kanary et al. 2010). Η καταγραφή απουσίας ενός είδους ή αλλιώς η μη- ανίχνευσή του, δεν συνεπάγεται ότι το είδος δεν υπάρχει στον μελετώμενο σταθμό. Αν λοιπόν, δεν ληφθεί υπόψη η ανιχνευσιμότητα, η έρευνα οδηγείται σε υποεκτίμηση των μεταβλητών κατάστασης και επομένως λάθος συμπεράσματα. Έτσι, συχνά οι εκτιμήσεις που γίνονται ως προς το ποσοστό κάλυψης της περιοχής μελέτης και των ρυθμών εποίκισης δεν είναι αμερόληπτες και οι σχέσεις παρουσίας τύπου βιοτόπου μπορεί να είναι παραπλανητικές, ιδιαίτερα αν η ανιχνευσιμότητα αλλάζει σε σχέση με το βιότοπο. Για την αντιμετώπιση του προβλήματος της περιορισμένης ανιχνευσιμότητας, έχουν αναπτυχθεί μέθοδοι που επιτρέπουν την αμερόληπτη ταυτόχρονη εκτίμηση της πιθανότητας παρουσίας και της ανιχνευσιμότητας(mackenzie et al. 2006). Βασική προϋπόθεση των μεθόδων αυτών είναι ότι διερευνάται η παρουσία- απουσία ειδών σε κάθε σταθμό περισσότερο από μία φορές (k επαναλήψεις), την ίδια χρονική περίοδο. Στην προκειμένη περίπτωση κάθε σταθμός εξετάστηκε δύο φορές (την ίδια ημέρα), όπως προαναφέρεται. Σε αυτή τη βασική προϋπόθεση στηρίζεται και το «μοντέλο μιας εποχής» που χρησιμοποιήθηκε στη παρούσα μελέτη (MacKenzie et al. 2002). Για την ανάλυση των δεδομένων χρησιμοποιήθηκαν τα προγράμματα Microsoft Office Excel 2007 και Presence 11.7 (Hines 2006). Το δεύτερο πρόγραμμα χρησιμοποιεί δεδομένα παρουσίας- απουσίας πεδίου, συνυπολογίζοντας ορισμένες παραμέτρους (όπως ο προσανατολισμός των σταθμών), ώστε να εκτιμηθεί η πιθανότητα παρουσίας (ψ) των μελετώμενων ειδών με μεθόδους μέγιστης πιθανοφάνειας. Ακόμη, λαμβάνεται υπόψη και η πιθανότητα ανίχνευσης (p) του παρατηρητή. Έτσι, ένα είδος είτε εντοπίζεται με πιθανότητα pj, είτε δεν εντοπίζεται με πιθανότητα qj = 1-pj, κατά την επίσκεψη j. Για παράδειγμα, υπολογίζοντας το ιστορικό εντοπισμού Hi = 01 (ο Σταθμός i ερευνήθηκε 2 φορές, με το είδος- στόχο να εντοπίζεται την δεύτερη μόνο φορά). Η πιθανότητα αυτού του ιστορικού θα είναι Pr (Hi=01) = ψq1p2. Για σταθμούς, όπου το είδος δεν εντοπίστηκε καθόλου υπάρχουν δύο πιθανότητες. Είτε το είδος είναι παρόν, αλλά δεν εντοπίστηκε ποτέ (λανθασμένη απουσία) είτε το είδος όντως απουσιάζει. Σε αυτή την περίπτωση η πιθανότητα του ιστορικού θα είναι: Pr(Hi = 00) = ψiqi1qi2 + (1 ψi). Η συνάρτηση πιθανοφάνειας όλων των παρατηρήσεων μπορεί να γραφτεί ως: L(ψ, p H1, H2,, Hs)=Πi s =1Pr(Hi) Όπου, p είναι το διάνυσμα των πιθανοτήτων ανίχνευσης. Από την σχέση αυτή μπορεί να γίνει εκτίμηση των ψ και p, με τη βοήθεια μεθόδων μεγιστοποίησης επιφάνειας. Για την διαδικασία αυτή κατασκευάστηκαν δύο υποψήφια μοντέλα, βασιζόμενα σε διαφορετικές υποθέσεις για τη πιθανότητα παρουσίας και ελέγχθηκε η στήριξη του κάθε μοντέλου από τα δεδoμένα. Θεωρήθηκε ότι οι παράμετροι που επηρεάζουν την πιθανότητα παρουσίας των ειδών- στόχων στην περιοχή μελέτης είναι ο προσανατολισμός των σταθμών. Οι σταθμοί χωρίστηκαν σε αυτούς του Βορρά και του Νότου. 1) ψ(.), p(.) Σταθερή πιθανότητα παρουσίας (ψ) σε όλη τη περιοχή μελέτης/ σταθερή πιθανότητα ανίχνευσης (p) παρατηρητή 12

2) ψ(north), p(.) Πιθανότητα παρουσίας εξαρτώμενη από τον προσανατολισμό του κάθε σταθμού (north) σε όλη τη περιοχή μελέτης/ σταθερή πιθανότητα ανίχνευσης (p) παρατηρητή Για την επιλογή του βέλτιστου μοντέλου ακολουθήθηκε η «αρχή της φειδούς» (principle of parsimony), με στόχο την ισορροπία μεταξύ αμεροληψίας και πιστότητας των εκτιμήσεων. Αυτό διότι, αυξάνοντας τις παραμέτρους του μοντέλου, μειώνεται η μεροληψία της εκτίμησης και αυξάνεται η διασπορά της. Βάσει των Burnham & Anderson (2002) χρησιμοποιήθηκε το Κριτήριο Πληροφορίας του Akaike (Akaike Information Criterion- AIC) για την επιλογή του βέλτιστου μοντέλου. Ο γενικός μαθηματικός τύπος του AIC είναι ο παρακάτω: AIC= 2ln[L(θ x)]+2δ όπου, δ είναι το πλήθος των παραμέτρων του μοντέλου. Συγκρίνοντας τις τιμές των AIC των υποψήφιων μοντέλων, επιλέγεται το βέλτιστο, εκείνο δηλαδή με την μικρότερη τιμή AIC. Η διαφορά AIC του κάθε μοντέλου ορίζεται: Δi=AICi AICmin Σε περιπτώσεις όπου περισσότερα από ένα μοντέλα έχουν καλή στήριξη από τα δεδομένα (συνήθως Δi< 2), υπολογίζεται μια μέση εκτίμηση της παραμέτρου ενδιαφέροντος βασισμένη σε πολλαπλά μοντέλα, χρησιμοποιώντας τα σταθμά Akaike για τη στάθμιση των εκτιμήσεων όλων των κατάλληλων μοντέλων (Burnham & Anderson 2002). Για R κατάλληλα μοντέλα, η μέση εκτίμηση της παραμέτρου ενδιαφέροντος θ, υπολογίζεται: θ Α= R i,r=1 wiθ r όπου r= τα υποψήφια μοντέλα και w= τα αντίστοιχα σταθμά Akaike με τύπο: Wi= exp ( 1 2Δi ) R exp ( 1 r=1 2Δr ) ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ - ΣΥΖΗΤΗΣΗ Από όλα τα είδη που προαναφέρθηκαν, παρατηρήθηκαν μονάχα τα εννέα. Αυτά είναι το Fistularia commersonii, Ganonema farinosum, Lophocladia lallemandii, Percnon gibbesi, Siganus luridus, Siganus rivulatus, Charonia variegata, Erosaria spurca, Aplysina aerophoba. Για τα είδη που παρατηρήθηκαν 13

μονάχα μία φορά, όπως το F. commersonii και το A. aerophoba δεν ήταν δυνατό να γίνει μοντελοποίηση της πιθανότητας παρουσίας, οπότε και δεν έγινε στατιστική ανάλυση. Υπογραμμίζεται ότι για το είδος Lophocladia lallemandii, τα στοιχεία δεν ήταν επαρκή για την σωστή ταυτοποίησή του. Παρόλα αυτά, στη πορεία θεωρείται ότι το είδος παρατηρήθηκε, εφόσον υπάρχουν ήδη στοιχεία για την ύπαρξή του στις γύρω περιοχές. Για την προετοιμασία των δεδομένων, πριν εισαχθούν στο λογισμικό Presence, δημιουργήθηκαν οι παρακάτω πίνακες. Στον Πίνακα 3 φαίνονται οι συντεταγμένες όλων των περιοχών μελέτης με τις ημερομηνίες επίσκεψης. Πίνακας 3: Σταθμοί δειγματοληψίας με τις αντίστοιχες συντεταγμένες και ημερομηνίες. Σταθμός Γεωγραφικό πλάτος Γεωγραφικό μήκος Ημερομηνία 1 35 08'40.8"N 24 30'46.5"E 21/7/2016 2 35 06'10.2"N 24 33'51.3"E 21/7/2016 3 35 10'47.2"N 24 16'17.2"E 28/7/2016 4 35 12'08.0"N 24 07'28.8"E 28/7/2016 5 35 10'58.7"N 24 14'34.4"E 29/7/2016 6 35 10'27.6"N 24 24'53.5"E 2/8/2016 7 35 24'16.0"N 25 01'08.3"E 5/8/2016 8 35 00'23.1"N 25 44'22.1"E 5/8/2016 9 35 07'33.6"N 25 44'49.7"E 6/8/2016 10 35 24'51.1"N 24 38'44.2"E 9/8/2016 11 35 21'38.2"N 24 24'24.6"E 9/8/2016 12 35 19'30.3"N 23 32'55.5"E 10/8/2016 13 35 16'12.7"N 23 32'16.0"E 10/8/2016 14 35 29'21.2"N 23 34'42.8"E 10/8/2016 15 35 00'27.3"N 24 45'33.0"E 12/8/2016 16 34 55'41.0"N 24 55'01.2"E 12/8/2016 17 34 55'48.2"N 24 55'21.4"E 12/8/2016 18 35 21'39.0"N 24 22'46.9"E 18/8/2016 19 35 27'28.6"N 24 10'01.6"E 18/8/2016 Στον Πίνακα 4 παρουσιάζονται τα εννέα καταγεγραμμένα είδη (προστατευόμενα και ξενικά), καθώς και οι σταθμοί όπου εντοπίστηκαν. 14

Πίνακας 4: Είδη και σταθμοί όπου εντοπίστηκαν Είδος Ταξινομική Ομάδα Σταθμοί Fistularia commersonii Actinopterygii ΣΤ8 Ganonema farinosum Liagoraceae ΣΤ1, ΣΤ2, ΣΤ6, ΣΤ12, ΣΤ13, ΣΤ15, ΣΤ18, ΣΤ19 Lophocladia lallemandii Rhodomelaceae ΣΤ1, ΣΤ2, ΣΤ6 Percnon gibbesi Plagusiidae ΣΤ1, ΣΤ7, ΣΤ11, ΣΤ13, ΣΤ15, ΣΤ19 Siganus luridus Perciformes ΣΤ1, ΣΤ2, ΣΤ3, ΣΤ5, ΣΤ6, ΣΤ7, ΣΤ8, ΣΤ9,ΣΤ10, ΣΤ11, ΣΤ12, ΣΤ13, ΣΤ14, ΣΤ15, ΣΤ16, ΣΤ17, ΣΤ18, ΣΤ19 Siganus rivulatus Perciformes ΣΤ1, ΣΤ2, ΣΤ3, ΣΤ5, ΣΤ6, ΣΤ7, ΣΤ8, ΣΤ9,ΣΤ10, ΣΤ11, ΣΤ12, ΣΤ13, ΣΤ14, ΣΤ15, ΣΤ17, ΣΤ18, ΣΤ19 Charonia variegata Ranellidae ΣΤ18 Erosaria spurca Cypraeidae ΣΤ12 Aplysina aerophoba Aplysinidae ΣΤ9 Για λόγους συντομίας, τα επιστημονικά ονόματα των ειδών αναγράφονται στους παρακάνω πίνακες με αριθμούς. Στον Πίνακα 5 φαίνονται τα ονόματα των ειδών και η αντίστοιχη αρίθμηση. Πίνακας 5: Επιστημονικές ονομασίες ειδών και αρίθμηση Είδος 1 Είδος 2 Είδος 3 Είδος 4 Είδος 5 Είδος 6 Είδος 7 Είδος 8 Είδος 9 Fistularia commersonii Ganonema farinosum Lophocladia lallemandii Percnon gibbesi Siganus luridus Siganus rivulatus Charonia variegata Erosaria spurca Aplysina aerophoba Στον Πίνακας 6 τοποθετήθηκαν οι δεκαεννέα σταθμοί στις γραμμές και τα εννέα είδη στις στήλες. Σε αυτόν τον πίνακα παρουσιάζεται, για κάθε είδος, αν εντοπίστηκε στην πρώτη παρατήρηση, στην δεύτερη ή και στις δύο, για κάθε σταθμό χωριστά. Σημειώνεται ότι με 1 (ένα) συμβολίζεται η παρουσία του είδους και με 0 (μηδέν) η μη παρουσία του ή η μη ανίχνευσή του. Επιπλέον, στην δεύτερη στήλη με όνομα «North», γίνονται διακριτοί οι σταθμοί του Βορρά (αναγράφονται με 1) και του Νότου (αναγράφονται με 0). 15

Πίνακας 6: Προσανατολισμός σταθμών και σε ποια επίσκεψη εντοπίστηκε το κάθε είδος για κάθε σταθμό Σταθμόςnorth Είδος 1 Είδος 2 Είδος 3 Είδος 4 Είδος 5 Είδος 6 Είδος 7 Είδος 8 Είδος 9 1 0 0 0 1 1 1 1 1 0 1 1 1 1 0 0 0 0 0 0 2 0 0 0 1 1 1 1 0 0 1 1 1 1 0 0 0 0 0 0 3 0 0 0 0 0 0 0 0 0 1 1 1 1 0 0 0 0 0 0 4 0 0 0 0 0 0 0 0 0 0 0 0 0 0 0 0 0 0 0 5 0 0 0 0 0 0 0 0 0 1 1 1 1 0 0 0 0 0 0 6 0 0 0 1 1 1 1 0 0 1 1 1 1 0 0 0 0 0 0 7 1 0 0 0 0 0 0 1 1 1 1 1 1 0 0 0 0 0 0 8 0 1 0 0 0 0 0 0 0 1 1 1 1 0 0 0 0 0 0 9 1 0 0 0 0 0 0 0 0 1 1 1 1 0 0 0 0 1 1 10 1 0 0 0 0 0 0 0 0 1 1 1 1 0 0 0 0 0 0 11 1 0 0 0 0 0 0 1 1 1 1 1 1 0 0 0 0 0 0 12 0 0 0 1 1 0 0 0 0 1 1 1 1 0 0 1 1 0 0 13 0 0 0 1 1 0 0 1 1 1 1 1 1 0 0 0 0 0 0 14 1 0 0 0 0 0 0 0 0 1 1 1 1 0 0 0 0 0 0 15 0 0 0 1 1 0 0 1 1 1 1 1 1 0 0 0 0 0 0 16 0 0 0 0 0 0 0 0 0 1 1 0 0 0 0 0 0 0 0 17 0 0 0 0 0 0 0 0 0 1 1 1 1 0 0 0 0 0 0 18 1 0 0 1 1 0 0 0 0 1 1 1 1 1 1 0 0 0 0 19 1 0 0 1 1 0 0 1 1 1 1 1 1 0 0 0 0 0 0 Έπειτα, επεξεργάστηκαν τα δεδομένα στο excel. Για κάθε είδος και κάθε μοντέλο βρέθηκε η διαφορά AIC (ΔAIC), τα σταθμά Akaike για τη στήριξη αυτών (w), ο αριθμός των παραμέτρων (Npar), η πιθανότητα παρατήρησης στο βορρά (ψnorth) και στο νότο (ψsouth), το μέσο ψ και ο σταθμισμένος μέσος όρος (Model averaged). Παρακάτω παρουσιάζονται τα αποτελέσματα (Πίνακας 7). Πίνακας 7: Διαφορά AIC (ΔAIC), σταθμά Akaike για τη στήριξη μοντέλων (w), αριθμός παραμέτρων (Npar), πιθανότητα παρατήρησης στο βορρά (ψnorth) και στο νότο (ψsouth), μέσο ψ και σταθμισμένος μέσος όρος (Model averaged) ανά είδος και μοντέλο. Είδος 2 ΔAIC w Npar ψ north ψ south Μέσο ψ psi(.),p(.) 0 0,64 2 0,421 0,421 0,421 psi(north),p(.) 1,15 0,36 3 0,286 0,5 0,393 Model averaged 0,372 0,449 0,411 Είδος 3 ΔAIC w Npar ψ north ψ south Μέσο ψ psi(.),p(.) 1,07 0,369 2 0,158 0,158 0,158 psi(north),p(.) 0 0,631 3 0 0,25 0,125 Model averaged 0,058 0,216 0,137 Είδος 4 ΔAIC w Npar ψ north ψ south Μέσο ψ psi(.),p(.) 0 0,664 2 0,318 0,318 0,318 psi(north),p(.) 1,36 0,336 3 0,432 0,252 0,342 Model averaged 0,357 0,296 0,326 16

ψ Μέσο Είδος 5 ΔAIC w Npar ψ north south ψ psi(.),p(.) 0 0,627 2 0,947 0,947 0,947 psi(north),p(.) 1,04 0,373 3 1 0,917 0,959 Model 0,967 0,936 0,951 averaged Είδος 6 ΔAIC w Npar ψ north ψ south Μέσο ψ psi(.),p(.) 0 0,503 2 0,895 0,895 0,895 psi(north),p(.) 0,02 0,498 3 1 0,833 0,9165 Model averaged 0,948 0,865 0,907 Σε όλες τις περιπτώσεις και τα δύο μοντέλα είχαν υψηλή στήριξη από τα δεδομένα, καθώς οι διαφορές Aκaike ήταν πολύ μικρές (<2). Άρα κανένα από τα δύο μοντέλα δεν ξεχώρισε αισθητά για κάποιο είδος. Στην παρούσα περίπτωση, το είδος 5 (S. luridus) έχει την μεγαλύτερη πιθανότητα παρουσίας με ψ=95,1%, ενώ εντοπίστηκε σε 18 από τους 19 συνολικούς σταθμούς. Το πρώτο σενάριο psi(.),p(.) φαίνεται να είναι καλύτερο για το είδος αυτό με ΔAIC=0 και βαρύτητα w=0,503 (όπου μέσο ψ=94,7%), δηλώνοντας ότι η πιθανότητα παρουσίας του είδους δεν επηρεάζεται από τον προσανατολισμό του εκάστοτε σταθμού σε Βορρά ή Νότο. Στα αποτελέσματα του δεύτερου σεναρίου παρουσιάζεται μεγαλύτερη πιθανότητα παρουσίας στο βορρά (ψ north=1) συγκριτικά με το νότο (ψ south= 0,917). Αυτό οφείλεται ίσως στο ότι το είδος αυτό δεν εντοπίστηκε σε έναν μονάχα σταθμό, ο οποίος βρισκόταν στον Νότο (ΣΤ4). Δεύτερο σε πιθανότητα παρουσίας έρχεται το είδος 6 (S. rivulatus) με ψ=90,7%, ενώ καταγράφηκε σε 17 από τους 19 σταθμούς δειγματοληψίας. Ακόμη, το πρώτο σενάριο psi(.),p(.) με ΔAIC=0 και w=0,503 (μέσο ψ=89,5%) μπορεί να θεωρηθεί καλύτερο. Η πιθανότητα παρουσίας του είδους δεν επηρεάζεται από το αν ο σταθμός δειγματοληψίας είναι στον βορρά ή στον νότο. Επιπλέον, στο δεύτερο σενάριο φαίνεται η πιθανότητα παρουσίας του είδους να είναι μεγαλύτερη στο Βορρά (ψ north=1) σε σχέση με το Νότο (ψ south=0,833), εφόσον το S. rivulatus δεν εντοπίστηκε σε δύο σταθμούς του νότου (ΣΤ4 και ΣΤ16). Επόμενο σε παρουσία από τα πέντε είδη, είναι το είδος 2 (G. farinosum) με πιθανότητα παρουσίας ψ=41,1%, καθώς εντοπίστηκε σε 8 από τους 19 σταθμούς. Για το είδος αυτό, το πρώτο σενάριο psi(.),p(.) είναι καλύτερο με ΔAIC=0 και w=0,64 (μέσο ψ=42,1%) από το δεύτερο με ΔAIC=1,15 και w=0,36 (μέσο ψ=39,3%). Ο προσανατολισμός της περιοχής μελέτης δεν φαίνεται να επηρεάζει την πιθανότητα παρουσίας του G. farinosum. Εστιάζοντας στο σενάριο psi(north),p(.), φαίνεται το είδος να έχει μεγαλύτερη πιθανότητα παρουσίας στη νότια Κρήτη (ψ=0,5) συγκριτικά με την βόρεια (ψ=0,286). Το είδος 4 (P. gibbesi) στην παρούσα εργασία είχε πιθανότητα παρουσίας ψ=32,6% και κατεγράφη συνολικά σε 6 σταθμούς. Για άλλη μία φορά, το πρώτο σενάριο psi(.),p(.) θεωρείται καλύτερο με ΔAIC=0 και w=0,664 (μέσο ψ=31,8%). Η πιθανότητα παρουσίας δεν επηρεάζεται από τον προσανατολισμό της παραλίας στον Βορρά ή το Νότο. Το δεύτερο σενάριο με ΔAIC=1,36, w=0,336 και μέσο ψ=34,2% δείχνει ότι η πιθανότητα παρουσίας του είδους 4 είναι μεγαλύτερη στη βόρεια Κρήτη (ψ=43,2%) από αυτήν στην νότια (ψ=25,2%). 17

Occupancy Το είδος 3 (L. lallemandii) είχε τη μικρότερη πιθανότητα παρουσίας από τα πέντε είδη με ψ= 13,7%. Εντοπίστηκε συνολικά σε 3 από τους 19 σταθμούς. Στην παρούσα περίπτωση, το δεύτερο σενάριο psi(north),p(.) είναι καλύτερο με ΔAIC=0 και w=0,631 (μέσο ψ=12,5%) συγκριτικά με το σενάριο psi(.),p(.), όπου ΔAIC=1,07 και w=0,369 (μέσο ψ=15,8%). Έτσι, η πιθανότητα παρουσίας του L. lallemandii, δείχνει να αλλάζει ανάλογα με το αν ο σταθμός δειγματοληψίας είναι στο Νότο ή το Βορρά. Το δεύτερο σενάριο δείχνει το είδος να έχει μεγαλύτερη πιθανότητα παρουσίας στο Νότο με ψ=0,25 απ ότι στο Βορρά με ψ=0, εφόσον και οι τρεις δειγματοληπτικοί σταθμοί που βρέθηκε το είδος ήταν στα νότια του νησιού. Διάγραμμα 1: Πιθανότητα παρουσίας για τα είδη G. farinosum, L. lallemandii, P. gibbesi, S. luridus, S. rivulatus. 1 0.9 0.8 0.7 0.6 0.5 0.4 0.3 0.2 G. farinosum L. lallemandii P. gibbesi S. luridus S. rivulatus 0.1 0 Species Συμπερασματικά τα είδη S. luridus και S. rivulatus παρουσιάζουν τη μεγαλύτερη εξάπλωση στο νησί από τα υπόλοιπα είδη- στόχους, πράγμα που δείχνει την προσαρμογή τους και την αύξηση των πληθυσμών τους στην Κρήτη. Δεν μπορεί όμως, να παραβλεφθεί και η πιθανότητα παρουσίας των ειδών G. farinosum, L. lallemandii, P. gibbesi που είναι αρκετά σημαντική. Όσον αφορά τα υπόλοιπα είδη, είτε εντοπίστηκαν ελάχιστα ώστε δεν χρειάστηκε η εκτίμηση πιθανότητας παρουσίας με το λογισμικό Presence- είτε δεν εντοπίστηκαν καθόλου. Αυτό μπορεί να οφείλεται στο ότι έγιναν καταγραφές μονάχα σε 19 σταθμούς στο νησί ή/και στην ικανότητα ανίχνευσης του μοναδικού παρατηρητή ή/και στον αριθμό τον επαναλήψεων πιθανόν αν είχαν γίνει περισσότερες των δυο επαναλήψεων, να είχαν εντοπιστεί περισσότερα είδη ή η συμβολή περισσότερων παρατηρητών να άλλαζε τα αποτελέσματα. Επιπλέον, για τα περισσότερα είδη που μοντελοποιήθηκαν (4 στα 5) το πρώτο σενάριο psi(.),p(.), όπου η πιθανότητα παρουσίας παραμένει σταθερή στη βόρια και τη νότια Κρήτη, φαίνεται καλύτερο. Ευρύτερα, θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι η παρουσία των ειδών στην Κρήτη δεν φαίνεται να επηρεάζεται σημαντικά από τον προσανατολισμό της περιοχής μελέτης, ωστόσο χρειάζεται μεγαλύτερο μέγεθος δείγματος για να διαπιστωθεί κάτι τέτοιο. Οι μέθοδοι παρουσίας-απουσίας με οπτική παρατήρηση χρησιμοποιούνται ευρέως για την εκτίμηση της πιθανότητας παρουσίας, αλλά συστηματικά θεωρείται ότι η ανιχνευσιμότητα είναι τέλεια (π.χ. ίση με 1) και ως εκ τούτου κοινώς υποεκτιμάται η πιθανότητα παρουσίας (MacNeil et al. 2008a,b, Kanary et al. 2010, Issaris et al. 2012). Σύμφωνα με τους MacKenzie et al. (2006) δεν δύναται να υπάρχουν αξιόπιστα 18

συμπεράσματα σχετικά με τέτοιες μετρήσεις, όταν θέματα που σχετίζονται με την ανιχνευσιμότητα των ειδών αγνοούνται παντελώς, ενώ θεωρούν ότι οι πιθανότητες ανίχνευσης είναι πιθανό να αλλάζουν ανάλογα με τον χρόνο, την τοποθεσία και τα είδη. Για τον λόγο αυτό θα πρέπει πάντα να συνεκτιμάται η ανιχνευσιμότητα. 19

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 1. Allen, G.R., Erdmann, M.V., 2012. Reef fishes of the East Indies. Perth, Australia: Universitiy of Hawai'i Press, Volumes I-III. Tropical Reef Research. 2. al Sakaff, H. and M. Esseen, 1999. Occurrence and distribution of fish species off Yemen (Gulf of Aden and Arabian Sea). Naga ICLARM Q. 22(1):43-47. 3. Andreakis, N., Procaccini, G., Kooistra W.H.C.F., 2004. Asparagopsis taxiformis and Asparagopsis armata (Bonnemaisoniales, Rhodophyta): genetic and morphological identification of Mediterranean populations. Eur. J. Phycol. 39: 273-283. 4. Antoniadou C., Vafidis D. (2009) Updated distribution of the holothuroid Synaptula reciprocans (Forskal, 1775) in the Mediterranean: does it follow shallow-water circulation patterns? Aquatic Invasions,4:361-363. 5. Ballesteros, E., (2006). Mediterranean coralligenous assemblages: a synthesis of present knowledge. Oceanogr Mar Biol 44:123 195. 6. Bariche, M., (2006). Diet of the Lessepsian fishes Siganus rivulatus and S. luridus (Siganidae) in the eastern Mediterranean: a bibliographic analysis. Cybium 30(1):41-49 7. Boisseau. J., 1967. Les régulations hormonales de l'incubation chez un Vertébré mâle: recherches sur la reproduction de l'hippocampe. PhD thèses, L Université de Bordeaux, France. 379 pp. 8. Bonin, D. R., Hawkes, M. W., 1987. Systematics and life histories of New Zealand Bonnemaisoniaceae (Bonnemaisoniales, Rhodophyta). I. The genus. Asparagopsis. N. Z. J. Bot. 25:577 90 9. Boudouresque, C.F., Verlaque, M., (2002). Biological pollution in the Mediterranean Sea: invasive versus introduced macrophytes. Mar Pollut Bull 44:32 38. doi:10.1016/s0025-326x(01)00150-3. 10. Buckland, S.T., Studeny, A.C., Magurran, A.E., Newson, S.E., (2011) Biodiversity monitoring: the relevance of detectability. In: Magurran AE, McGill BJ, editors. Biological diversity: frontiers in measurement and assessment. Oxford: Oxford University Press. 25 36. 11. Burgess, W.E., H.R. Axelrod and R.E. Hunziker III, 1990. Dr. Burgess's Atlas der Meerwasser Aquarium Fische. Bede Verlag, Kollnburg, Germany. 12. Burnham, K.P., & Anderson, D.R., 2002. Model Selection and Multimodal Inference, 2nd Ed. SpringerVerlag, New York. 13. Chen, G., Kéry, M., Plattner, M., (2013) Imperfect detection is the rule rather than the exception in plant distribution studies. J Ecol 101: 183 191. 20

14. Cherbonnier, G., 1986. Holothuriens de la Méditerranée et du nord de la mer Rouge. Bulletin du Muséum National d'historie Naturelle 8: 43-46. 15. Clark, A.M., Rowe, F.E.W., 1971. Monograph of shallow-water Indo-West Pacific echinoderms. British Museum, Natural History, London, 238 pp. 16. Curtis, J.M.R. and Vincent, A.C.J., 2005. Distribution of sympatric seahorse species along a gradient of habitat complexity in a seagrass dominated community. Marine Ecology Progress Series 291: 81-91. 17. Curtis, J.M.R. and Vincent, A.C.J., 2006. Life history of an unusual marine fish: survival, growth and movement patterns of Hippocampus guttulatus Cuvier 1829. Journal of Fish Biology 68: 707-733. 18. Delamotte, M. & Vardala- Theodorou, E., 2007. Shells from Greek seas. Goulandris Natural History Museum, Athens. 19. Deudeo, S., Blanco, A., Box, A., Mateu-Vicens, G., Cabanellas- Reboredo, M., Sureda, A., 2009. Interaction between the invasive macroalga Lophocladia lallemandii and the bryozoans Reteroprella grimaldii at seagrass meadows: density and physiological responses. Biol Invasions. 20. Delile, A.R., 1813. Florae Aegyptiaceae illustratio, in France (Commission d Egypte), Description de l Egypte ou recueil des observations et des recherches qui ont été faites en Egypte pendant l expédition de l armée française (1798-1801), Histoire naturelle 2, pp. 49-82, 145-320 + atlas, pl. 1-62. 21. Dettmers, R., Buehler, D.A., Bartlett, J.G., Klaus, N.A., (1999) Influence of point count length and repeated visits on habitat model performance. J Wildl Manage 63: 815 823. 22. Dimitrakopoulos, P.G., Memtsas, D., Troumbis, A. Y., 2004. Questioning the effectiveness of the Natura 2000 Special Areas of Conservation strategy: the case of Crete. Global Ecology and Biogeography13:199 207 23. Doxa, C. K., Sterioti, A., Kentouri, M., Divanach, P., (2011). "Encapsulated development of the marine gastropod Tonna galea (Linnaeus, 1758) in captivity" (PDF). Journal of Biological Research. Academic Search Complete. 16: 304 307. 24. Feldmann, J., 1942. Les algues marines de la coˆte des Albe`res IV Rhodophyce es (suite). Rev. Algol. 12:77 100. 21

25. Fritzsche, R.A., Schneider, M., 1995. Fistulariidae. Cornetas. p. 1104-1105. In W. Fischer, F. Krupp, W. Schneider, C. Sommer, K.E. Carpenter and V. Niem (eds.) Guia FAO para Identification de Especies para lo Fines de la Pesca. Pacifico Centro-Oriental. 3 Vols. FAO, Rome. 26. Galil, B.S., 2007. Seeing Red: Alien species along the Mediterranean coast of Israel. Aquatic Invasions 2:281-312doi:10.3391/ai.2007.2.4.2. 27. Galil, B.S., Spanier, E., Ferguson, W.W., (1990). The scyphomedusae of the Mediterranean coast of Israel, including two Lessepsian migrants new to the Mediterranean. Zoologische Mededelingen (Leiden) 64(7), 95 105. 28. Galinou-Mitsoudi, S. & Sinis, Α. Ι., 2006. Population study of the protected bivalve Pinna nobilis (Linnaeus, 1758) in the Thermaikos Gulf (North Aegean Sea). Journal of Biological Research, 5: 47-53. 29. Garcia. L., Reviriego, B., (2000). Presència del cranc subtropical Percnon gibbesi (H. Milne Edwards, 1853) (Crustacea, Brachyura, Grapsidae) a les Illes Balears. Primera cita a la Mediterrania occidental. Bolleti de la Societat d Història Natural de les Balears 43: 81-89. 30. Garrick-Maidment, N., 2007. British seahorse survey report. The Seahorse Trust, Topsham, UK. 31. Garrick-Maidment, N. and Jones, L., 2004. British Seahorse Survey Report. The Seahorse Trust, Topsham UK. 32. Golani, D., 1998. Impact of Red Sea fish migrants through the Suez Canal on the aquatic environment of the eastern Mediterranean. Bulletin of Yale School of Forestry and Environmental Studies,103:375 387. 33. Golani, D., 2000. First record of the bluespotted cornetfish from the Mediterranean Sea. J. Fish Biol. 56(6):1545-1547. 34. Golani, D., Orsi-Relini, D., L., Massuti, E., Quignard, J.- P., 2002. CIESM Atlas of exotic species in the Mediterranean. Vol. 1. Fishes (Briand F., ed.), Monaco, CIESM Publishers. p. 256. 35. Göthel, H., 1992. Fauna marina del Mediterráneo. Ediciones Omega, S.A., Barcelona. 319 p. 36. Gu, W., Swihart, R.K., (2004). Absent or undetected? Effects of non-detection of species occurrence on wildlife-habitat models. Biol Conserv 116: 195 203. 37. Hill, K. 2004. "Species name: Callinectes sapidus (blue crab)" (On-line). Smithsonian Marine Station at Fort Pierce. Accessed June 22, 2011 at http://www.sms.si.edu/irlspec/callin_sapidu.htm. 22

38. Hines, A.H., Lipcius, R.N., Haddon, A.M., 1987. Population dynamics and habitat partitioning by size, sex, and molt stage of blue crabs Callinectes sapidus in a subestuary of central Chesapeake Bay. Mar Ecol Prog Ser 36: 55-64. 39. Hines, J.E., 2006. PRESENCE2- Software to estimate patch occupancy and related parameters. USGSPWRC.http://www.mbr-pwrc.usgs.gov/software/presence.html 40. Hoogenboom, G., Jones, J.W., Wilkens, P.W., Porter, C.H., Batchelor, W.D., Hunt, L.A., Boote, K.J., Singh, U., Uryasev, O., Bowen, W.T., Gijsman, A.J., du Toit, A., White, J.W., Tsuji, G., 2010. Decision Support System for Agrotechnology Transfer (DSSAT) Version 4. University of Hawaii, Honolulu, Hawaii (CD-ROM). 41. Issaris, Y., Katsanevakis, S., Pantazi, M., Vassilopoulou, V., Panayotidis, P. et al., 2012. Ecological mapping and data quality assessment for the needs of ecosystem-based marine spatial management: case study Greek Ionian Sea and the adjacent gulfs. Mediterranean Marine Science,13(2),297-311. 42. Jacobs, R.P.W.M. 1985. Seagrasses of Zeit Bay area at Ras Gharib (Egyptian Red Sea coast). Aquatic Botany 23: 137-147. 43. Jordano, D., Muruve, M., 1959. Ocho peces tropicales en mercados españoles y cuatro primeras ataciones para las pesquerias canario-africanas. Archos Zootecnia, 8 (30): pp. 103-129. 44. Kanary, L., Locke, A., Watmough, J., (2010). Evaluating the effectiveness of SCUBA-based visual searches for an invasive tunicate, Ciona intestinalis, in a Prince Edward Island estuary. Aquat Invasions 5:41 47 45. Katsanevakis, S., 2006. Population ecology of the endangered fan mussel Pinna nobilis in a marine lake. Endangered Species Research, 1:51-59. 46. Katsanevakis, S., 2007a. Density surface modeling with line transect sampling as a tool for abundance estimation of marine benthic species: the Pinna nobilis example in a marine lake. Marine Biology, 152:77-85. 47. Katsanevakis, S., Lefkaditou, E, Galinou-Mitsoudi, S., Koutsoubas, D., Zenetos, A., (2008). Molluscan species of minor commercial interest in Hellenic Seas: distribution, exploitation and conservation status. Medit Mar Sci 9:77 118 23

48. Katsanevakis, S., Gatto, F., Zenetos, A., Cardoso, A.C., 2013. How many marine aliens in Europe? Management of Biological Invasions, 4(1), 37-42. 49. Kavallakis, G., 1968. Siganus luridus and Siganus rivulatus in the Dodecanese Islands. Aliia, 248: 307-308. 50. Kéry, M., Schmidt, B.R., (2008) Imperfect detection and its consequences for monitoring for conservation. Community Ecol 9: 207 216. 51. Koutsoubas, D., 1992. Contribution to the study of the gastropod molluscs on the continental shelf of the N Aegean Sea. PhD Thesis, Aristotelion University of Thessaloniki, ISSN 1105-5049, 586 pp. 52. Kuiter, R.H., Tonozuka, T., 2001. Pictorial guide to Indonesian reef fishes. Part 1. Eels- Snappers, Muraenidae - Lutjanidae. Zoonetics, Australia. 1-302. 53. Lipkin, Y., 1975a. Halophila stipulacea in Cyprus and Rhodes, 1967-1970. Aquatic Botany 1: 309-320. 54. Lipkin, Y., 1979b. Quantitative aspects of seagrass communities, particularly of those dominated by Halophila stipulacea, in Sinai (Northern Red Sea). Aquatic Botany 7: 119-128. 55. Lipkin, Y., 1977. Seagrass vegetation of Sinai and Israel. In: C.P. McRoy and C. Helfferich (eds), Seagrass ecosystems: A scientific perspective, pp. 263-293. Dekker, New York. 56. Lipkin, Y., Beer, S., Zakai, D., 2003. The seagrasses of the eastern Mediterranean and the Red Sea. In: E.P. Green and F.T. Short (eds), World Atlas of Seagrasses, pp. 65-73. University of California Press, Berkeley, California. 57. Lourie, S.A., Foster, S.J., Cooper, E.W.T., Vincent, A.C.J., 2004. A Guide to the Identification of Seahorses. Project Seahorse and TRAFFIC North America, University of British Columbia and World Wildlife Fund, Washington D.C. 58. Lyons, D.A., Scheibling, R.E., (2009). Range expansion by invasive marine algae: rates and patterns of spread at a regional scale. Diversity and Distributions 15: 762 775, http://dx.doi.org/ 10.1111/j.1472-4642.2009.00580.x. 59. MacKenzie, D.I., Nichols, J.D., Lachman, G.B., Droege, S., Royle, J.A. & Langtimm, C.A., 2002. Estimating site occupancy rates when detection probabilities are less than one. Ecology, 83: 2248-2255. 60. MacKenzie, D.I., Nichols, J.D., Royle, J.A., Pollock, K.H., Bailey, L.L. & Hines, J.E., 2006. Occupancy estimation and modeling: inferring patterns and dynamics of species occurrence. Academic Press, Burlington, M.A. 324 pp 24

61. MacNeil, M.A., Tyler, E.H.M., Fonnesbeck, C.J., Rushton, S.P., Polunin, N.V.C., Conroy, M.J., (2008a). Accounting for detectability in reef-fish biodiversity estimates. Mar Ecol Prog Ser 367: 249-260. 62. MacNeil, M.A., Graham, N.A.J., Conroy, M.J., Fonnesbeck, C.J., and others (2008b). Detection heterogeneity in underwater visual- census data. J. Fish Biol 73:1748-1763. 63. Milliken, M., Williams, A., 1984. Synopsis of biological data on the blue crab, Callinectes sapidus Rathbun. NOAA Natn Mar Fish Serv Tech Memo. US Dept Commerce 1: 1-39. 64. Mori, M., Vacchi, M., (2002). On a new occurrence of the alien flat crab, Percnon gibbesi (H. Milne Edwards), in the southern Sicily (Central Mediterranean Sea) (Crustacea, Brachyura, Grapsidae). Annali del Museo Civico di Storia Naturale Giacomo Doria 114: 295-302. 65. Nichols, J.D., Hines, J.E., Sauer, J.R., Fallon, F.W., Fallon, J.E., et al., (2000) A doubleobserver approach for estimating detection probability and abundance from point counts. Auk 117: 393 408. 66. Ní Chualáin, F., Maggs, C.A., Saunders, G.W., Guiry, M.D., (2004). The invasive genus Asparagopsis (Bonnemaisoniaceae, Rhodophyta): molecular systematics, morphology and ecophysiology of Falkenbergia isolates. J. Phycol. (in press). 67. Norris, J.N., 2014. Marine algae of the northern Gulf of California II. Smithsosian Institution Scholary Press, 63-64. 68. Nunes, A.L., Katsanevakis, S., Zenetos, A., Cardoso, A.C., 2014. Gateways to alien invasions in the European Seas. Aquatic Invasions 9(2): 133 144 69. Paulin, C., Stewart, A., Roberts, C., McMillan, P., 1989. New Zealand fish: a complete guide. National Museum of New Zealand Miscellaneous Series No. 19. 279 p. 70. Peristeraki, P., Lazarakis, G., Skarvelis C., Georgiadis, M. and Tserpes, G. 2006. Additional records on the occurrence of alien fish species in the eastern Mediterranean Sea. Mediterranean Marine Science, 7, 61-66 71. Piazzi, L., Ceccherelli, G., Cinelli, F., (2001). Threat to macroalgal diversity: effects of the introduced alga Caulerpa racemosa in the Mediterranean. Marine Ecology Progress Series 210:149-159. 72. Poloniato, D., Ciriaco, S., Odorico, R., Dulčic, J., Lipej, L., 2010. First record of the dusky spinefoot Siganus luridus (Rüppell, 1828) in the adriatic sea. Annales Series Historia Naturalis, 20: 161-166. 25

73. Provan J, Murphy S, Maggs CA (2005) Tracking the invasive history of the green alga Codium fragile ssp. tomentosoides. Molecular Ecology 14: 189 194, http://dx.doi.org/10.1111/j.1365-294x.2004.02384.x. 74. Relini, M., Orsi, L., Puccio, V., Azzurro, E., (2000). The exotic crab Percnon gibbesi (H. Milne Edwards, 1853) (Decapoda, Grapsidae) in the central Mediterranean. Scientia Marina 64(3): 337-340. 75. Santelices, B., 1988. Algas marinas de Chile distribucion, ecologia, utilizacion, diversidad. Ediciones Universidad. Cato lica de Chile, Santiago, 399 pp. 76. Sauvageau, C., 1925. Sur quelques algues Floride es renfermant de l iode a` l e tat libre. Bull. Stn Biol. Arcachon 22:5 45. 77. Scheibling, R.E., Gagnon, P., (2006). Competitive interactions between the invasive green alga Codium fragile ssp. tomentosoides and native canopy-forming seaweeds in Nova Scotia (Canada). Marine Ecology Progress Series 325: 1 14, http://dx.doi.org/10.3354/meps325001. 78. Shapiro, L., 2011. "Callinectes sapidus M. J. Rathbun, 189" (On-line). EOL species rapid response. Accessed June 22, 2011 at http://eolspecies.lifedesks.org/pages/18927. 79. Steinitz, W., (1927). Beiträge zur Kenntnis der Küstenfauna Palästinas. I. Pubblicazioni della Stazione Zoologica di Napoli 8(3-4):311-353. 80. Strack, E. 2008. Introduction. In: The Pearl Oyster (Eds., P. Southgate and J. Lucas). Elsevier, Oxford, pp. 1 35. 81. Texas Parks and Wildlife, 2009. "Blue crab (Callinectes sapidus)" (On-line). Texas Park and Wildlife. Accessed June 22, 2011 at http://www.tpwd.state.tx.us/huntwild/wild/species/bluecrab/. 82. Tingley, M.W., Beissinger, S.R., (2013). Cryptic loss of montane avian richness and high community turnover over 100 years. Ecology 94: 598 609. 83. Torres, A.G., Casal, C.M.V., (2016). R. Froese; D. Paully, eds. "Stephanolepis diaspros Fraser- Brunner,1940". 84. Trowbridge, C.D., (1998). Ecology of the green macroalga Codium fragile (Suringar) Hariot 1889: Invasive and non-invasive subspecies. Oceanography and Marine Biology: an Annual Review 36: 1 64. 85. Vacelet, J., 1959. Répartition générale des éponges et systématique des éponges cornées de la région de Marseille et de quelques stations méditerranéennes. Rec. Trav. Sta. mar. Endoume, 26: 39-101, 26

pls.1-3. 86. Verde E.A. and McCloskey L.R. (1998) Production, respiration, and photophysiology of the mangrove jellyfish Cassiopea xamachana symbiotic with zooxanthellae: effect of jellyfish size and season. Marine Ecology Progress Series 168, 147 162. 87. Verlauque, M., Boudouresque, C.F., (1991). Stypopodium schimperi (Buchinger ex Kützing) Verlaque et Boudouresque comb.nov. (Dictyotales, Fucophyceae), algue de mer Rouge récemment apparue en Méditerranée. Cryptogamie, Algologie, 12: 195-212. 88. Verlaque, M., Durand, C., Huisman, J.M., Boudouresque, C.F., Le Parco Y (2003). On the identity and origin of the Mediterranean invasive Caulerpa racemosa (Caulerpales, Chlorophyta). European Journal of Phycology 38:325-339. 89. Weber, M.; Beaufort, L. F. de. 1929. The Fishes of the Indo-Australian Archipelago. Anacanthini... Heterosomata, Berycomorphi, Percomorphi (Kuhliidae... Centropomidae). E. J. Brill, Leiden, 5: viii+ 458 p., 97 fig. 90. Welch J. J., (2010). "The "Island Rule" and Deep-Sea Gastropods: Re-Examining the Evidence". PLoS ONE 5(1): e8776. doi:10.1371/journal.pone.0008776 91. Williams, A.B., 1965. Marine Decapod Crustaceans of the Carolinas. Fishery Bulletin, US Fish and Wildlife Service, 65(1):xi+298pp. 92. Williams, B., Nichols, J.D., Conroy, M., (2002) Analysis and management of animal populations. San Diego, CA: Elsevier Academic Press. 817 p. 93. Womersley, H. B. S., 1996. The Marine Benthic Flora of Southern Australia. Rhodophyta. Part IIIB. Gracilariales, Rhodymeniales, Corallinales and Bonnemaisoniales. Australian Biological Resources Study & State Herbarium of South Australia, Canberra, 392 pp. 94. Woodall, L.C. 2009. The population genetics and mating systems of European Seahorses, PhD thesis. Royal Holloway, University of London. 95. Yoccoz, N. G., Nichols, J.D., Boulinier, T., 2001. Monitoring of biological diversity in space and time. Trends in Ecology & Evolution 13 (2), 58-63 96. Zibrowius, H. (1980). Les Scléractiniares de la Méditeranéeet de l Atlantique Nord-Oriental. Mem. L Inst. Océan., Monaco, 11: 284 pp. 97. Zibrowius, H. (1983). Extension de l'aire de répartition favorisée par l'homme chez les invertébrés marins. Oceanis, 9,337-353. 27

98. Zipkin, E.F., Royle, J.A., Dawson, D.K., Bates, S., (2010) Multi-species occurrence models to evaluate the effects of conservation and management actions. Biol Conserv 143: 479 484. ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΕΣ: 1. www.meteo.gr 2. https://www.windfinder.com 3. http://poseidon.hcmr.gr 4. https://www.google.gr/maps 5. http://www.marinespecies.org 6. http://www.fishbase.org 7. http://species-identification.org 8. http://www.sealifebase.org 9. http://www.algaebase.org 10. http://eol.org/ 28

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Παρακάτω παρουσιάζονται ο φωτογραφικός οδηγός με τα ξενικά είδη- στόχους της παρούσας εργασίας. 1.1 Aplysia dactylomela 1.2 Asparagopsis armata 1.3 Asparagopsis taxiformis 29

1.4 Bursatella leachii 1.5 Callinectes sapidus 1.6 Cassiopea andromeda 30

1.7 Caulerpa cylindracea 1.8 Codium fragile fragile 1.9 Fistularia commersonii 31

1.10 Ganonema farinosum 1.11 Halophila stipulacea 32

1.12 Lophocladia lallemandii 1.13 Pempheris vanicolensis 1.14 Percnon gibbesi 33

1.15 Pinctada imbricate radiata 1.16 Sargocentron rubrum 1.17 Siganus luridus (γερμανός) 34

1.18 Siganus rivulatus (αγριόσαλπα) 1.19 Stephanolepis diaspros 1.20 Stypopodium schimperi 35

1.21 Synaptula reciprocans Στη συνέχεια, δίνεται ο φωτογραφικός οδηγός με τα προστατευόμενα είδη- στόχους της συγκεκριμένης εργασίας. 2.1 Charonia variegata Τρίτονας 2.2 Tonna galea Μπουχώνα 36

2.3 Pinna nobilis Πίνα 2.4 Lithophaga lithophaga Πετροσωλήνας 2.5 Pholas dactylus - Φωλάδα ή Χουρμάς 2.6 Mitra zonata 37

2.7 Erosaria spurca -Πιτσιλωτή γουρουνίτσα 2.8 Luria lurida Γουρουνίτσα 2.9 Zonaria pyrum -Πορτοκαλί γουρουνίτσα 2.10 Centrostephanus longispinus - Aχινός με μακριά αγκάθια 38

2.11 Aplysina aerophoba 2.12 Axinella spp. Κίτρινο αξινέλι 2.13 Ophidiaster ophidianus - Μωβ αστερίας 39

2.14 Axinella cannabina Πορτοκαλί αξινέλι 2.15 Hippocampus hippocampus Κοντόρυγχος ιππόκαμπος 2.16 Hippocampus guttulatus Μακρύρυγχος ιππόκαμπος 40

2.17 Cladocora caespitosa Κλαδοκόρα 2.18 Eunicella singularis Λευκή γοργονία 2.19 Eunicella cavolini - Κίτρινη γοργονία 41

2.20 Paramuricea clavata Κόκκινη γοργονία Οι εικόνες που ακολουθούν είναι από τις δειγματοληψίες που έγιναν για την εργασία αυτή, το καλοκαίρι του 2016. 3.1 Fistularia commersonii, Ιεράπετρα (ΣΤ8), 05/08/2016 42

3.2 Ganonema farinosum και Siganus luridus, Δαμνόνι (ΣΤ6), 02/08/2016 3.3 Siganus rivulatus, Πάνω αριστερά: Δαμνόνι (ΣΤ6), 02/08/2016, Πάνω δεξιά: Πετρές (ΣΤ18) 18/08/2016, Κάτω: Αγ. Παύλος (ΣΤ2), 21/07/2016 43

3.4 Ganonema farinosum, Καλύβες (ΣΤ19), 18/0/08/2016 3.5 Aplysina aerophoba, Βούλισμα (ΣΤ9), 06/08/2016 44

3.5 Charonia variegata, Πετρές (ΣΤ18), 18/08/2016 3.6 Erosaria spurca, Χρυσοσκαλίτισσα (ΣΤ12), 10/08/2016 3.7 Percnon gibbesi, Αριστερά: Κομμός (ΣΤ15), 12/08/2016, Δεξιά: Αγ. Πελαγία (ΣΤ7), 05/08/2016 45

3.8 Lophocladia lallemandii, Ελαφόνησος (ΣΤ13), 10/08/2016 46