L- ΚΑΡΝΙΤΙΝΗ ΕΙΣΑΓΩΓΗ Τα κύτταρα του ανθρώπινου οργανισμού προκειμένου να λειτουργήσουν χρειάζονται ενέργεια με τη μορφή ATP. Η ενέργεια αυτή παρέχεται από διάφορες μεταβολικές διεργασίες (βιοχημικές αντιδράσεις, μακροθρεπτικά). Σπουδαίο ρόλο για την παραγωγή ενέργειας στο κύτταρο παίζει η ουσία καρνιτίνη, (KN), η οποία απομονώθηκε για πρώτη φορά σε μυϊκό ιστό το 1905. Έλαβε την ονομασία της από τη λέξη carnis = σάρκα. Η κύρια αποστολή της καρνιτίνης είναι η μεταφορά των λιπαρών οξέων στα μιτοχόνδρια του κυττάρου για την παραγωγή ενέργειας. Μέσα στο πλάσμα του αίματος η καρνιτίνη ενώνεται με τα λιπαρά οξέα και τα συνοδεύει στα μιτοχόνδρια. Στα μιτοχόνδρια η καρνιτίνη ελευθερώνει τα λιπαρά οξέα ώστε με την επίδραση των μιτοχονδριακών ενζύμων να χρησιμοποιηθούν για την παραγωγή ενέργειας σχηματίζοντας ΑΤΡ. Αν τα λιπαρά οξέα δεν μπορέσουν να καούν αρκετά γρήγορα, η καρνιτίνη δρα επιστρέφοντας τα λιπαρά οξέα στο πλάσμα του αίματος. Έκτοτε, επί περίπου έναν αιώνα, έχουν γίνει πάρα πολλές επιστημονικές μελέτες για να διερευνηθεί και να κατανοηθεί η παραγωγή και ο ρόλος της στον άνθρωπο. Σημαντικοί σταθμοί στις επιστημονικές αυτές μελέτες απετέλεσαν η απόδειξη συμμετοχής της καρνιτίνης στην οξείδωση των λιπαρών οξέων στο ήπαρ (1955), η εντόπιση των διαφόρων ενζύμων της στη μιτοχονδριακή μεμβράνη (1966), η απόδειξη του ρόλου της στη μεταφορά των λιπαρών οξέων στα μιτοχόνδρια για την οξείδωσή τους (1973), καθώς και η απόδειξη του ρόλου της στη μεταφορά ακετυλο-ομάδων από τα υπεροξεισώματα στα μιτοχόνδρια (1995). Από το 1997, έως και σήμερα, υπάρχει πλούσια βιβλιογραφία σχετικά με το ρόλο της καρνιτίνης στο μεταβολισμό της ισχαιμίας του μυοκαρδίου, της υπερτριγλυκεριδαιμίας, του σακχαρώδη διαβήτη, της καχεξίας, του AIDS, της σηψαιμίας, του υπερθυρεοειδισμού, της παχυσαρκίας και του καρκίνου. Πρόσφατα απεδείχθη επίσης ότι η καρνιτίνη αποτελεί ισχυρή αντιοξειδωτική ουσία για τα εγκεφαλικά κύτταρα και προλαμβάνει τη γήρανσή τους (Πίνακας 1). Ο ρόλος της καρνιτίνης στο φυσιολογικό άνθρωπο είναι η παραγωγή και η αποθήκευση ενέργειας στο κύτταρο, η σύνθεση μεμβρανών, η επανασύνθεση κατεστραμμένων μεμβρανών, η απομάκρυνση τοξικών ουσιών και η αντι-αποπτωτική δράση.
ΦΥΣΙΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΚΑΡΝΙΤΙΝΗΣ Η καρνιτίνη (L-Carnitine) βιοσυντίθεται στον άνθρωπο με ρυθμό 1,2μmol/kg βάρους/ημέρα και αποδίδει το 25% των ημερησίων αναγκών, ενώ το υπόλοιπο 75% προσλαμβάνεται από τα τρόφιμα. Η βιοσύνθεσή της στον άνθρωπο γίνεται σε όλους τους ιστούς από καταβολισμό πρωτεΐνης και συγκεκριμένα από τα αμινοξέα λυσίνη και μεθειονίνη. Η βιταμίνη C είναι απαραίτητη για τη σύνθεση της καρνιτίνης. Η καρνιτίνη που προσλαμβάνεται με τη διατροφή απορροφάται βραδέως από το πεπτικό σύστημα. Η συγκέντρωσή της στους ιστούς είναι 100 φορές μεγαλύτερη σε σχέση με εκείνη του πλάσματος. Προσλαμβάνεται από τους νεφρούς και το ήπαρ 1.000 φορές ταχύτερα σε σχέση με τους μυς και τον εγκέφαλο. Για τη ρύθμιση και την απελευθέρωσή της στα όργανα σπουδαίο ρόλο παίζουν ορμόνες, όπως π.χ. η γλυκαγόνη στο ήπαρ και η τεστοστερόνη στην επιδιδυμίδα. Η μεταφορά της καρνιτίνης στο μιτοχόνδριο (έξω-έσω μεμβράνες) για την οξείδωση των λιπαρών οξέων γίνεται με το μεταφορέα τρανσλοκάση (translocase) της καρνιτίνης. Η πορεία της καρνιτίνης και του ακυλίου, μεταξύ κυτταροπλάσματος (cytosol) και εσωτερικού του μιτοχονδρίου (matrix) Τα τρόφιμα που περιέχουν μεγαλύτερη ποσότητα καρνιτίνης είναι τα κόκκινα κρέατα, ακολουθούν το κοτόπουλο και το ψάρι. Σημειωτέον ότι το μητρικό γάλα περιέχει διπλάσια ποσότητα καρνιτίνης σε σχέση με το αγελαδινό, ενώ το αυγό, το ψωμί και διάφορα λαχανικά περιέχουν πολύ μικρές ποσότητες ανά 100 γραμμάρια ουσίας (Πίνακας 2). Για την αξιολόγηση των επιπέδων καρνιτίνης στο πλάσμα των παιδιών και ενηλίκων πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η ηλικία (στα μικρά παιδιά τα επίπεδα είναι χαμηλότερα) (Πίνακας 3). Είναι απαραίτητο να προσδιορίζονται τα επίπεδα της ελεύθερης (πλέον δραστική) και της συνδεδεμένης
καρνιτίνης πριν από τη χορήγηση θεραπείας. Η συνδεδεμένη καρνιτίνη πολλές φορές είναι ενδεικτική για το πιθανό υποκείμενο νόσημα και για τούτο συνιστάται ο προσδιορισμός της με ειδική μεθοδολογία. ΣΚΟΠΙΜΟΤΗΤΑ ΧΟΡΗΓΗΣΗΣ ΚΑΡΝΙΤΙΝΗΣ Η θεραπευτική χρησιμοποίηση των συμπληρωμάτων καρνιτίνης, αποδείχτηκε ότι είναι αποφασιστικής σημασίας σε μυοπάθειες που οφείλονται σε έλλειψη καρνιτίνης καθώς και σε προβλήματα καρδιακής φύσης. Η καρνιτίνη συγκεντρώνεται κυρίως στους σκελετικούς μύες και στο μυοκάρδιο. Το μυοκάρδιο χρησιμοποιεί για την άντληση ενέργειας κυρίως λιπαρά οξέα και επομένως η καρνιτίνη παίζει ένα σημαντικό ρόλο στη λειτουργία της καρδιάς αφού η οξείδωση των λιπαρών οξέων προϋποθέτει την ύπαρξη επαρκούς ποσότητας καρνιτίνης. Πειραματικές μελέτες, κυρίως σε ζώα, έδειξαν ότι τα επίπεδα καρνιτίνης στο μυοκάρδιο είναι σημαντικά χαμηλά σε περιπτώσεις φυσικής ή σωματικής κακουχίας (sterss), οξείας ισχαιμίας και διφθεριτικής μυοκαρδίτιδας. Συμπληρωματική χορήγηση καρνιτίνης σε ζώα αποδείχτηκε ευεργετική σε καταστάσεις οξείας και χρόνιας ισχαιμίας, σε καταστάσεις μη αντισταθμιζόμενης καρδιακής ανεπάρκειας και σε καρδιοτοξικότητα οφειλόμενη σε φάρμακα. Σε ανθρώπους η καρνιτίνη αποδείχτηκε αποτελεσματική σε οξεία και χρόνια ανεπάρκεια των στεφανιαίων αρτηριών (στηθάγχη, σκλήρυνση μυοκαρδίου), σε περιπτώσεις καρδιακής ανεπάρκειας και σε καρδιακές αρρυθμίες προκαλούμενες από τρικυκλικά αντικαταθλιπτικά. Σε χρόνια ισχαιμία και στηθάγχη η καρνιτίνη αυξάνει τη καρδιακή συσταλτικότητα και την ανεκτικότητα στην προσπάθεια χωρίς να αυξάνεται η κατανάλωση οξυγόνου από το μυοκάρδιο. Είναι δυνατόν η καρνιτίνη να είναι πρωτοπαθώς ανεπαρκής (διαταραχή στη βιοσύνθεσή της, π.χ. συστηματική ανεπάρκεια, μυϊκή ανεπάρκεια, μυοκαρδιοπάθεια με συστηματική ανεπάρκεια) καθώς και δευτεροπαθώς. Η δευτεροπαθής ανεπάρκεια εμφανίζεται σε διάφορα κληρονομικά νοσήματα του μεταβολισμού (π.χ. διαταραχή στην οξείδωση των λιπαρών οξέων, οργανικές οξεουρίες, μιτοχονδριακές διαταραχές) και σε επίκτητες καταστάσεις (π.χ. κίρρωση ήπατος, χρονία νεφρική νόσος, κ.λπ. Πίνακας 4). Σύμφωνα με τα νεότερα επιστημονικά δεδομένα, όπως προαναφέρθηκε, φαίνεται ότι η καρνιτίνη εμπλέκεται στο μεταβολισμό πολλών νοσημάτων φθοράς (σακχαρώδης διαβήτης, ισχαιμία μυοκαρδίου, παχυσαρκία, γήρανση εγκεφαλικών κυττάρων), στον καρκίνο και στο AIDS. Μελετάται συνεχώς ο ακριβής ρόλος της ουσίας αυτής στους μηχανισμούς παθογένεσης και θεραπείας όλων αυτών των νοσημάτων. Π.χ. μετά τη χορήγηση καρνιτίνης και λιποϊκού οξέος σε γέροντες βελτιώθηκε η δομή και η λειτουργία των μιτοχονδρίων, αναστάλθηκε η οξειδωτική βλάβη
των λιπιδίων, των πρωτεϊνών και των νουκλεϊνικών οξέων στις μεμβράνες των εγκεφαλικών κυττάρων τους, αυξήθηκε η δραστικότητα των ενζύμων που εμπλέκονται στο μεταβολισμό της καρνιτίνης, όπως επίσης και τα επίπεδα των αντιοξειδωτικών ουσιών και προστατεύτηκαν τα νευρικά κύτταρα από διάφορες νευροτοξίνες. Επίσης, όταν χορηγήθηκε καρνιτίνη σε καχεκτικούς ασθενείς (ασθενείς με AIDS, καρκίνο, σηψαιμία) βρέθηκε ότι μειώθηκαν τα επίπεδα του παράγοντα νέκρωσης όγκου (Tumor Necrosis Factor), των ιντερλευκινών 1β και 6, καθώς και των ιντερφερονών α και γ, τα οποία ήταν αυξημένα στα νοσήματα αυτά λόγω της διαταραχής στην ηπατική λιπογένεση, του αυξημένου καταβολισμού της μυϊκής πρωτεΐνης και της μείωσης της οξείδωσης των λιπαρών οξέων. Η καρνιτίνη επηρεάζει έμμεσα το μεταβολισμό των υδατανθράκων και των πρωτεϊνών. Η οξείδωση των λιπαρών οξέων μειώνει την περιφερική χρησιμοποίηση γλυκόζης, ενώ παρέχει τη δυνατότητα στα ακετύλια (υπολείμματα της β-οξειδώσεως) να εισέλθουν στον κύκλο του κιτρικού οξέος, πράγμα το οποίο αυξάνει την απόδοση ενέργειας του κυττάρου. Η χορήγηση L-Καρνιτίνης βελτιώνει την αξιοποίηση της γλυκόζης, ουσιαστικά βελτιώνει την είσοδο της γλυκόζης στα κύτταρα κατά 5-10% (μειώνει την γλυκαιμία), ενώ επιταχύνει και την γλυκόλυση στους πάσχοντες από Διαβήτη τύπου ΙΙ. Χορήγηση καρνιτίνης μείωση σωματικού λίπους αξιοποίηση λίπους κατά την άσκηση Η καρνιτίνη μπορεί να βοηθήσει στη μεγαλύτερη καύση λίπους, εφόσον ακολουθείται η κατάλληλη διατροφή και ειδική προπόνηση. Η L-Carnitine είναι ένα αμινοξύ με ισχυρή λιποδιαλυτική δράση το οποίο παίζει σημαντικό ρόλο στη χρησιμοποίηση του υποστρώματος των λιπιδίων. Βοηθά στη μεταφορά των λιπαρών οξέων από τις λιποαποθήκες στα μιτοχόνδρια (εκεί όπου γίνονται όλες οι αερόβιες αντιδράσεις), στη μεταφορά των αμινοξέων στα μυϊκά κύτταρα, στην αύξηση της αντοχής και στη μυϊκή αποκατάσταση. Η λήψη της πρέπει να είναι διακοπτόμενη και περιοδική και να μην υπερβαίνει τον ένα μήνα τη φορά. Αντενδεικνύεται σε περιπτώσεις υπερκατανάλωσης κρέατος (βασική πηγή καρνιτίνης), ευρείας κατανάλωσης άλλων μεμονωμένων αμινοξέων, σε ελκοπαθείς και σε περιπτώσεις υπότασης, αυξημένης νευρικότητας ή καρδιαγγειακών προβλημάτων. Τα ένζυμα που βοηθούν στην καύση του λίπους αυξάνονται σιγά σιγά στον οργανισμό, με αποτέλεσμα ένας αρχικά απροπόνητος ασκούμενος να μπορεί να καίει σχεδόν διπλάσια ποσότητα λίπους μετά από τρεις μήνες προπόνησης. Έτσι ο αρχάριος και ο απροπόνητος ασκούμενος δεν έχει σε τίποτα να ωφεληθεί από ένα συμπλήρωμα καρνιτίνης γιατί επαρκεί πλήρως η καρνιτίνη που λαμβάνει από τροφές ή / και παράγει ο οργανισμός του.
Όμως ένας αρκετά προπονημένος ασκούμενος είναι πιθανόν ότι μπορεί να επωφεληθεί από την συμπληρωματική καρνιτίνη εάν ακολουθήσει τρεις απλές οδηγίες : 1. Πρέπει να επιδιώκεται μεγάλη κατανάλωση ενέργειας, σε δραστηριότητες μικρής έντασης και μεγάλης διάρκειας. Για να υποβοηθήσει η καρνιτίνη την μεγαλύτερη καύση λίπους θα πρέπει η δραστηριότητα να είναι συνεχόμενη, να διαρκεί τουλάχιστον 1,5 με 2 ώρες και η καρδιακή συχνότητα να βρίσκεται μέσα στην αερόβια ζώνη (55 75% της αφαίρεσης του 220 μείον την ηλικία του ασκούμενου). 2. Η προπόνηση πρέπει να γίνεται με εντελώς άδειο στομάχι. Το τελευταίο γεύμα θα πρέπει να γίνεται τουλάχιστον τρεις ώρες πριν και να αποτελείται από τροφές με λίγες θερμίδες και πολύ χαμηλό ποσοστό υδατανθράκων. 3. Δεν θα πρέπει να χρησιμοποιούνται υδατανθρακούχες τροφές ή ροφήματα αμέσως πριν, κατά τη διάρκεια κι αμέσως μετά την προπόνηση. Λήψη υδατανθρακούχου ποτού ή τροφής θα πρέπει να γίνεται περίπου μία ώρα μετά την προπόνηση. Σε μία δίωρη αερόβια προπόνηση, η καύση λίπους σπάνια μπορεί να ξεπεράσει τα 50 έως 100 γραμμάρια (450 900 θερμίδες), ποσό που εξαρτάται από πολλούς παράγοντες και κυρίως το σωματικό βάρος, το επίπεδο της φυσικής κατάστασης, την ηλικία και την ένταση της προπόνησης. Είναι πιθανό ότι η λήψη της καρνιτίνης δημιουργεί μία ευνοϊκή στροφή του οργανισμού προς τη μεγαλύτερη κατανάλωση ενέργειας από λίπος αλλά για μικρό χρονικό διάστημα. Μετά την προσαρμογή και την εξοικείωση με τις επιπλέον δόσεις καρνιτίνης, ο οργανισμός «επιστρέφει» στις κανονικές μεταβολικές του συνήθειες. Οι αθλητές αγωνισμάτων αντοχής πάντως, χρησιμοποιούν την καρνιτίνη με σκοπό την προστασία των αποθεμάτων γλυκογόνου, έτσι ώστε να επαρκεί αυτό για το σύνολο της προπονητικής επιβάρυνσης ή του αγώνα. Η χρήση της καρνιτίνης, σε συνδυασμό με την κατάλληλη προπόνηση και διατροφή, φαίνεται ότι μπορεί να βοηθήσει τον αθλητή να καταναλώσει περισσότερο λίπος και να προστατεύσει τα αποθέματα γλυκογόνου χωρίς να μειωθεί η ικανότητα απόδοσης. Η χρήση καρνιτίνης της μορφής L- κινητοποιεί και μεταφέρει στα μιτοχόνδρια μεγαλύτερες ποσότητες λιπαρών οξέων. Η μεγαλύτερη παροχή λιπαρών οξέων αναγκάζει τα μιτοχονδριακά ένζυμα να παράγουν περισσότερη ενέργεια από λίπος με αποτέλεσμα τη μειωμένη κατανάλωση γλυκογόνου, τη μικρότερη παραγωγή γαλακτικού οξέος και τη μεγαλύτερη απώλεια λίπους σε συνθήκες φυσιολογικής κατανάλωσης οξυγόνου. Καθώς οι απαιτήσεις ενέργειας αυξάνονται παρατηρείται μία πιο ευνοϊκή συνύπαρξη του μεταβολισμού υδατανθράκων και λίπους λόγω μεγαλύτερων αποθεμάτων γλυκογόνου. Τα αποθέματα αυτά των υδατανθράκων (γλυκογόνου) χρησιμοποιούνται από τον αθλητή στις πιο έντονες προσπάθειες, με αποτέλεσμα ο συγκεκριμένος αθλητής να «αντέχει» περισσότερο λόγω καλύτερης διαχείρισης των αποθεμάτων ενεργείας του. Επιπλέον φαίνεται ότι η λήψη καρνιτίνης βοηθά στη μείωση της
αποβολής αμινοξέων μικραίνοντας τον καταβολισμό αμινοξέων λόγω της έντονης προπόνησης. Με αυτόν τον τρόπο φαίνεται ότι βοηθά και στην καλύτερη λειτουργία του ανοσοποιητικού συστήματος. Καρνιτίνη και μείωση βάρους Στα πλαίσια ενός αυστηρού υποθερμιδικού διαιτολογικού προγράμματος κι ενός προγράμματος πολύωρης άσκησης, η λήψη συμπληρωματικής καρνιτίνης μπορεί να βοηθήσει στη μεγαλύτερη μείωση λίπους και στην προστασία του μυϊκού ιστού. Όμως η καρνιτίνη δεν αυξάνει σημαντικά τη μείωση βάρους απλά μπορεί να προσφέρει μία επιπλέον βοήθεια. ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ ΧΟΡΗΓΗΣΗΣ ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑΤΩΝ ΚΑΡΝΙΤΙΝΗΣ Οι θεραπευτικές δόσεις κυμαίνονται από 50 mg/kg βάρους έως και 300 mg/kgr βάρους την ημέρα. Οι περισσότερες έρευνες καθορίζουν ως ημερήσια δοσολογία τα 1000 mg (1 γραμμάριο) L καρνιτίνης την ημέρα. Η δόση αυτή πρέπει να μοιράζεται σε τουλάχιστον δύο μέρη για να μπορέσει ο οργανισμός να την απορροφήσει καλύτερα ή 3-4 δόσεις το 24ωρο. Μπορεί να δοθεί από το στόμα (αμπούλες σε υγρή μορφή των 10 cc = 1.000 mg) ή ενδοφλεβίως. Ανώτατη δόση χορήγησης το 24ωρο είναι 2g στα παιδιά και 3g στους ενήλικες. Η συχνότερη παρενέργεια είναι διαταραχές από το γαστρεντερικό. Αθλητές αντοχής που προπονούνται δύο φορές την ημέρα, παρουσιάζουν καλύτερα αποτελέσματα με την λήψη 1500-2000 mg ημερησίως (λαμβανόμενα σε 2 3 δόσεις). Η λήψη συμπληρώματος καρνιτίνης θα πρέπει, για να είναι αποτελεσματική, να γίνεται τακτικά και τις ημέρες προπόνησης και τις ημέρες ανάπαυσης. Θα πρέπει επίσης να λαμβάνεται μία ποσότητα καρνιτίνης πολλές ώρες πριν την προπόνηση λόγω της δύσκολης απορρόφησής της από τα κύτταρα. Με τη μορφή μασώμενων δισκίων συνίσταται η λήψη ενός δισκίου μετά το μεσημέρι κι ενός δισκίου πριν την προπόνηση, πάντα με άδειο στομάχι. Η χρήση της καρνιτίνης θα πρέπει να γίνεται διακοπτόμενα, δηλαδή ένας μήνας χρήσης ένας μήνας διακοπή χρήσης. Σε αντίθετη περίπτωση η χρήση της καθίσταται αναποτελεσματική και η πιθανότητα ανεπιθύμητων ενεργειών (παρενεργειών) είναι αυξημένη. Στις περιπτώσεις που υπάρχει διαπιστωμένη έλλειψη καρνιτίνης, δεν υπάρχουν χρονικά όρια στη θεραπεία και η χρήση της δεν θα πρέπει να διακόπτεται. Η χρήση καρνιτίνης της μορφής L- θεωρείται γενικά ασφαλής στις συνήθεις ποσότητες και με το συνήθη τρόπο χρήσης (ως 1000 mg την ημέρα, διαιρεμένο σε δύο δόσεις και λαμβανόμενη πάντα
με άδειο στομάχι) γιατί η τυχόν περίσσεια ποσότητα καρνιτίνης αποβάλλεται με τα ούρα. Η καρνιτίνη δεν παρουσιάζει τοξικότητα ακόμα και σε μακροχρόνια θεραπευτική αγωγή. Η συμπληρωματική της χορήγηση αντενδεικνύεται εντελώς σε περιπτώσεις απροπόνητων αθλητών, υπερκατανάλωσης κρέατος, ευρείας κατανάλωσης άλλων μεμονωμένων αμινοξέων, γαστρίτιδας, βεβαρημένης καρδιαγγειακής προδιάθεσης και έλκους. Όταν χρησιμοποιείται σε μεγάλες δόσεις κι επί μακρό χρονικό διάστημα από άτομα με απολύτως υγιές καρδιαγγειακό σύστημα, μπορεί να προκαλέσει σοβαρά προβλήματα στην καρδιά και στο καρδιαγγειακό σύστημα. Είναι επίσης πιθανόν ότι η χρήση της μπορεί να προκαλέσει υπογλυκαιμίες σε άτομα που δεν διατρέφονται καλά ή ακολουθούν δίαιτες με χαμηλούς υδατάνθρακες. Επίσης πιθανή είναι μία μείωση του ρυθμού μεταβολισμού του λίπους κατά τη διακοπή χορήγησή της. Αν η καρνιτίνη ληφθεί χωρίς να γίνεται η ανάλογη προπόνηση και διατροφή υπάρχουν μεγάλες πιθανότητες να αυξηθούν τα λιπίδια του αίματος (χοληστερίνη, τριγλυκερίδια). Τα αποτελέσματα αλλά και οι πιθανότητες ανεπιθύμητων ενεργειών αυξάνονται στην περίπτωση που η καρνιτίνη συνδυαστεί με άλλες λιποτρόπες ουσίες όπως η ψευδο-εφεδρίνη (μα χουάνγκ) και η καφεΐνη. Για λόγους υγείας δεν θα πρέπει να χρησιμοποιείται την καρνιτίνη σε συνδυασμό με αυτές τις ουσίες. Η καρνιτίνη μπορεί να συνδυαστεί χωρίς προβλήματα με βιταμίνες της ομάδος Β (Β3, Β6, Ινοσιτόλη, Χολίνη) και με οξέα φρούτων. Για λόγους γεύσης συνήθως συνδυάζεται με κιτρικό οξύ, μηλικό οξύ, τρυγικό οξύ και φυσικά συστατικά φρούτων. Είναι εμφανές ότι η καρνιτίνη απετέλεσε και θα αποτελέσει πεδίο περαιτέρω έρευνας, ιδιαίτερα στη συσχέτισή της με τα αναφερθέντα σοβαρά νοσήματα, τα οποία ταλαιπωρούν τον άνθρωπο και την ποιότητα ζωής του.
ΠΙΝΑΚΑΣ 1. L-Carnitine, ΕΝΑΣ ΑΙΩΝΑΣ ΕΡΕΥΝΑΣ ΣΤΗΝ ΚΑΡΝΙΤΙΝΗ (ΚΝ) 1905 Απομόνωση σε μυϊκό ιστό (carnis=σάρκα) 1927 Καταγραφή βιοχημικής δομής 1952 Περιγραφή ως βιταμίνης (Βt) σε βακτήριο φαγητού (Tenebrio molitor) 1955 Απόδειξη συμμετοχής στην οξείδωση των λιπαρών οξέων στο ήπαρ 1961-63 Περιγραφή εστέρων ΚΝ στον ενδιάμεσο μεταβολισμό της οξείδωσης των λιπαρών οξέων 1965 Ανεύρεση KN στην επιδιδυμίδα και στο σπέρμα 1966 Εντόπιση ενζύμων ΚΝ στη μιτοχονδριακή μεμβράνη 1970 Ανεύρεση "ειδικών" ΚΝ στα αμινοξέα διακλαδισμένης αλυσίδας 1971 Περιγραφή λυσίνης ως πρόδρομης ουσίας της ΚΝ 1973 Απομόνωση ακετυλοτρανσφερασών-κν στα υπεροξεισώματα. Πρώτη περιγραφή ενδογενών διαταραχών μεταβολισμού ΚΝ 1975 Ανεύρεση τρανσλοκάσης ΚΝ στα μιτοχόνδρια 1977 Απόδειξη ότι το μηλονυλο- συνένζυμο Α αναστέλλει την CPT-I 1980-95 Περιγραφή γονιδιακής διαταραχής των ακετυλοτρανσφερασών ΚΝ 1995 Απόδειξη του ρόλου της ΚΝ στη μεταφορά των ακετυλο-ομάδων από τα υπεροξεισώματα στα μιτοχόνδρια 1997-00 Απόδειξη ρόλου της ΚΝ στο μεταβολισμό της ισχαιμίας μυοκαρδίου, της υπερτριγλυκεριδαιμίας, του σακχαρώδη διαβήτη, της καχεξίας, του AIDS, του σηπτικού shock, του υπερθυρεοειδισμού, της παχυσαρκίας, του καρκίνου 2002-03 Απόδειξη ρόλου ΚΝ ως αντιοξειδωτικής ουσίας των γηρασμένων εγκεφαλικών κυττάρων, ως διεγέρτου της παραγωγής λεπτίνης και αδιπονεκτίνης από τα λιποκύτταρα και ως ρυθμιστή των λειτουργιών των υποδοχέων των γλυκοκορτικοειδών
ΠΙΝΑΚΑΣ 2. ΠΕΡΙΕΚΤΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΡΝΙΤΙΝΗΣ ΣΕ ΤΡΟΦΙΜΑ (75% ημερησίων αναγκών) mg/100gr Κρέας Αρνί Πρόβατο Βοδινό Χοιρινό Λαγός Κοτόπουλο Ψάρι Άλλες τροφές Μητρικό γάλα Αγελαδινό γάλα Μαγιά Αυγό Φιστικί Στάρι Ψωμί Λαχανικά Αβοκάντο Κουνουπίδι Πατάτα Πορτοκάλι 210 80 60 30 20 7,5 7 4,2 2,4 2,4 0,8 0,1 1,0 0,2 1,3 0,1 0 0