Η σημασία της βοσκοφόρτωσης στη διαχείριση των βοσκοτόπων: Οδηγίες εφαρμογής Δρ Θωμάς Γ. Παπαχρήστου, Τακτικός Ερευνητής Ινστιτούτο Δασικών Ερευνών Η ορθολογική διαχείριση των βοσκοτόπων επιτυγχάνεται με διάφορα μέσα και τεχνικές που στηρίζονται σε επιστημονικές αρχές που εδράζονται σε ερευνητικά αποτελέσματα και διαχειριστικές εμπειρίες. Η βοσκοφόρτωση (ο αριθμός των ζώων που βόσκουν σε ένα βοσκότοπο) είναι ίσως το σημαντικότερο διαχειριστικό μέσο γιατί έχει το μεγαλύτερο αντίκτυπο στο βοσκότοπο και στην απόδοση των ζώων. Η βοσκοφόρτωση επηρεάζει άμεσα την παραγωγή και την ποιότητα της βοσκήσιμης ύλης, τη βοτανική σύνθεση του βοσκότοπου, τη φυσιολογία των φυτών, την παραγωγικότητα των ζώων και την αποδοτικότητα της κτηνοτροφικής εκμετάλλευσης. Ωστόσο, παρά τη σπουδαιότητά της, πολλές φορές παραβλέπεται κατά την άσκηση της βόσκησης και τούτο γιατί ο υπολογισμός της κανονικής βοσκοφόρτωσης είναι μια σύνθετη εργασία που απαιτεί ειδικές γνώσεις οικολογίας και φυσιολογίας των φυτών και συμπεριφοράς βόσκησης των ζώων. Βοσκοϊκανότητα και βοσκοφόρτωση Κατά τη διαχείριση των βοσκοτόπων προσδιορίζονται διάφορες παράμετροι, όπως η βοσκοϊκανότητα (carrying ή grazing capacity), η βοσκοφόρτωση (stocking rate) και η πυκνότητα βόσκησης (stocking density), των οποίων η έννοια πολλές φορές συγχέεται. Βοσκοϊκανότητα είναι ο αριθμός των ζώων που μπορούν να βοσκήσουν και να αποδώσουν το μέγιστο δυνατό σ ένα βοσκότοπο μακροπρόθεσμα ( 30 έτη), χωρίς αυτός να ζημιωθεί. Βοσκοφόρτωση είναι ο αριθμός των ζώων που βόσκουν σε ένα βοσκότοπο για μια συγκεκριμένη χρονική περίοδο (π.χ. 1 μήνα ή 1 έτος). Η βοσκοϊκανότητα καθορίζεται από φυσικούς παράγοντες (π.χ. έδαφος και κλίμα) ενώ η βοσκοφόρτωση εφαρμόζεται από ανθρώπους, διαμέσου της διαχείρισης των αγροτικών και άγριων ζώων. Δηλαδή, η βοσκοφόρτωση μπορεί να διαφέρει από έτος σε έτος εξαιτίας της διακύμανσης της διαθέσιμης βοσκήσιμης ύλης ενώ η βοσκοϊκανότητα γενικά θεωρείται ότι είναι ο μέσος αριθμός ζώων που ένας βοσκότοπος μπορεί να συντηρήσει στη διάρκεια του χρόνου. Η βοσκοφόρτωση που διασφαλίζει την αειφορία ενός βοσκότοπου μακροπρόθεσμα συμπίπτει με τη βοσκοϊκανότητά του. Διαμέσου της διαχείρισης μπορεί να αυξηθεί η βοσκοϊκανότητα και η βοσκοφόρτωση, π.χ. με σπορά ή φύτευση βελτιωμένων λιβαδικών φυτών ή με λίπανση αυξάνεται η παραγωγή βοσκήσιμης ύλης και κατά συνέπεια και οι δύο αυτές παράμετροι. Πυκνότητα βόσκησης είναι ο αριθμός των ζώων σε ένα τμήμα του βοσκότοπου σε μια συγκεκριμένη χρονική στιγμή. Για παράδειγμα, ένας βοσκότοπος συνολικής έκτασης 160 στρεμμάτων βόσκεται από 30 αγελάδες για 4 μήνες και είναι διαιρεμένος σε τμήματα, τα οποία βόσκονται εκ περιτροπής. Η βοσκοφόρτωσή του για τους 4 μήνες είναι 0,75 αγελάδες/στρέμμα (30 x 4 : 160). Ένα τμήμα του βοσκότοπου, 20 στρεμμάτων, που βόσκεται από τις 30 αγελάδες σε μια δεδομένη χρονική στιγμή έχει πυκνότητα βόσκησης 1,5 αγελάδες/στρέμμα (30: 20), ωστόσο, η βοσκοφόρτωση του βοσκότοπου παραμένει 0,75 αγελάδες/στρέμμα. Υπολογισμός βοσκοφόρτωσης Ορθολογική διαχείριση ενός βοσκότοπου σημαίνει εξισορρόπηση της ζωικής και λιβαδικής παραγωγής μακροπρόθεσμα και όχι μεγιστοποίηση μεμονωμένα της μιας ή της άλλης παραγωγής. Αυτό επιτυγχάνεται σε μεγάλο βαθμό με την κανονική βοσκοφόρτωση. Οι παράγοντες που επηρεάζουν τη βοσκοφόρτωση είναι η διαθέσιμη έκταση για βόσκηση, το ύψος βροχής, τα λιβαδικά είδη και η παραγωγικότητά τους, η τοπογραφία, η κατανομή των θέσεων ποτίσματος, το είδος ζώου και η ηλικία και το φυσιολογικό στάδιό τους. Για τον υπολογισμό της κανονικής βοσκοφόρτωσης θα πρέπει να προσδιοριστούν η ποσότητα βοσκήσιμης ύλης που απαιτείται από το είδος του ζώου που βόσκει σε ένα βοσκότοπο, η ποσότητα βοσκήσιμης ύλης που παράγεται στο βοσκότοπο στη διάρκεια του έτους και η ποσότητα αυτής που είναι διαθέσιμη για βόσκηση καθώς και η διάρκεια βόσκησης.
ΕΘΙΑΓΕ 10 / 11 Απαιτήσεις ζώων για βοσκήσιμη ύλη Η βάση υπολογισμού των απαιτήσεων των ζώων σε βοσκήσιμη ύλη είναι η ζωική μονάδα (ΖΜ), η οποία ορίζεται ως η ποσότητα βοσκήσιμης ύλης που χρειάζεται για να καλύψει τις ανάγκες μιας ώριμης αγελάδας 450 kg με το μοσχάρι της (μέχρι 6 μηνών). Οι ημερήσιες απαιτήσεις βοσκήσιμης ύλης (εκφρασμένες σε ξηρή ουσία) μιας ΖΜ ανέρχονται περίπου στα 2,5% του σωματικού βάρους της, δηλαδή 12 kg βοσκήσιμης ύλης. Η ποσότητα βοσκήσιμης ύλης που απαιτείται από μία ΖΜ για ένα μήνα ονομάζεται Μηνιαία Ζωική Μονάδα (ΜΖΜ) και ισούται με 360 kg βοσκήσιμης ύλης. Η βοσκοφόρτωση εκφράζεται ως: ΜΖΜ/στρέμμα ή στρέμματα/μζμ. Οι όροι ΖΜ και ΜΖΜ χρησιμοποιούνται διεθνώς στη διαχείριση των βοσκοτόπων, ωστόσο υπάρχουν διαφοροποιήσεις ως προς την ποσότητα που η κάθε μια εκφράζει. Για παράδειγμα, στη χώρα μας, επικράτησε η ΜΖΜ να ισούται με 300 kg ξηρής ουσίας βοσκήσιμης ύλης, που αντιστοιχεί σε αγελάδα σωματικού βάρους 400 kg. Το σωματικό βάρος των ζώων ποικίλλει και οι απαιτήσεις βοσκήσιμης ύλης είναι ανάλογες αυτού. Επίσης, διαφορετικά είδη ζώων έχουν διαφορετικές απαιτήσεις που εξαρτώνται από το σωματικό βάρος και την ηλικία. Τα διάφορα είδη ζώων εκφράζονται εύκολα σε ζωικές μονάδες με τη βοήθεια συντελεστών αναγωγής. Στο σχετικό πίνακα παρουσιάζονται οι ισοδύναμες ζωικές μονάδες για διάφορα είδη ζώων της χώρας μας, λαμβάνοντας υπόψη τις μέσες τιμές των σωματικών βαρών τους. Η κατανάλωση βοσκήσιμης ύλης υπολογίζεται σε ξηρή ουσία, επειδή η περιεκτικότητα των φυτών σε υγρασία ποικίλλει (20-80%) με την εποχή και το είδος φυτού. Οι καταναλώσεις βοσκήσιμης ύλης που παρουσιάζονται στον πίνακα είναι εκτιμώμενες μέσες τιμές που ποικίλλουν ανάλογα με την εποχή, τις συνθήκες περιβάλλοντος και τα χαρακτηριστικά των ζώων. Για παράδειγμα, η ημερήσια κατανάλωση βοσκήσιμης ύλης εκτιμάται στο 2,5% του σωματικού βάρους των μηρυκαστικών αλλά αυτή μπορεί να φτάσει και στο 3,5% την περίοδο της άνοιξης (άφθονη Ισοδύναμες ζωικές μονάδες (ΙΖΜ) και μέση κατανάλωση βοσκήσιμης ύλης για διάφορα είδη ζώων. Είδος ζώου Ισοδύναμα Ζωικών Μονάδων πράσινη βοσκήσιμη ύλη υψηλής ποιότητας) ή στο 1,5% στην ξηρή περίοδο του καλοκαιριού. Γι' αυτό ως μέση ετήσια κατανάλωση λαμβάνεται το 2,5% του σωματικού βάρους για τον υπολογισμό της κανονικής βοσκοφόρτωσης. Επίσης, τα μη μηρυκαστικά χορτοφάγα ζώα, όπως άλογα και λαγοί, καταναλώνουν περισσότερη βοσκήσιμη ύλη από τα μηρυκαστικά, περίπου 3% του σωματικού βάρους τους την ημέρα. Για τον υπολογισμό των απαιτήσεων των ζώων σε βοσκήσιμη ύλη θα πρέπει να είναι γνωστό το μέσο βάρος του κοπαδιού ή της αγέλης ζώων και η διάρκεια βόσκησης του βοσκότοπου. Για παράδειγμα, αν το μέσο βάρος προβατίνας ενός κοπαδιού προβάτων είναι 50 kg τότε η ημερήσια ποσότητα βοσκήσιμης ύλης που απαιτείται για κάθε προβατίνα ανέρχεται στα 1,3 kg (=50 kg x 2,5%). Επομένως, σε μηνιαία βάση χρειάζονται 39 kg βοσκήσιμης ύλης και αν η διάρκεια βόσκησης είναι 4 μήνες, τότε για κάθε προβατίνα χρειάζονται 156 kg βοσκήσιμης ύλης. Παραγωγή βοσκήσιμης ύλης Ημερήσια Κατανάλωση (kg ξηρής ουσίας) Αγελάδα με μοσχάρι (ΖΜ) 1,00 10,0 Αγελάδα (ξηρή περίοδο) 0,90 9,0 Ταύρος 1,30 13,0 Πρόβατο 0,13 1,3 Αίγα 0,10 1,0 Άλογο 1,45 14,5 Κόκκινο ελάφι 0,75 7,5 Πλατώνι 0,13 1,3 Ζαρκάδι 0,08 0,8 Αγριόγιδο 0,08 0,8 Η ΜΖΜ ζώων ηλικίας ενός έτους του κάθε είδους είναι περίπου 60% των αντίστοιχων ενηλίκων Το επόμενο βήμα για τον υπολογισμό της βοσκοφόρτωσης είναι ο προσδιορισμός της ποσότητας της βοσκήσιμης ύλης του βοσκότοπου που είναι διαθέσιμη για βόσκηση. Το κλίμα (θερμοκρασία και βροχόπτωση), η γονιμότητα και η σύσταση του εδάφους, καθώς και η διαχείριση της βλάστησης επηρεάζουν σημαντικά τη συνολική παραγωγή βοσκήσιμης ύλης ενός βοσκότοπου. Για τη μέτρηση της παραγωγής βοσκήσιμης ύλης υπάρχουν διάφορες μέθοδοι, εκ των οποίων η πλέον αξιόπιστη είναι η πραγματική μέτρηση της ποσότητας της βοσκήσιμης ύλης (κιλά ανά μονάδα επιφάνειας). Με τη μέθοδο αυτή, η παραγωγή βοσκήσιμης ύλης προσδιορίζεται εύκολα με την κοπή και ζύγιση αντιπροσωπευτικών δειγμάτων βοσκήσιμης ύλης σε μικρές επιφάνειες γνωστού εμβαδού και αναγωγή για όλη την επιφάνεια του βοσκότοπου. Τα υλικά που χρειάζονται είναι ένα πλαίσιο, ψαλίδια κοπής χόρτου ή κλαδιών, χάρτινες σακούλες και μία ζυγαριά. Συνήθως, στα ποολίβαδα
χρησιμοποιείται τετράγωνο πλαίσιο 0,25 m 2 ενώ στα θαμνολίβαδα 1 m 2. Το πρώτο ερώτημα που τίθεται είναι: πότε πρέπει να μετρηθεί η παραγωγή βοσκήσιμης ύλης; Η βοσκοφόρτωση στηρίζεται στη συνολική ποσότητα βοσκήσιμης ύλης που υπάρχει στο τέλος της αυξητικής περιόδου σε συνθήκες μη βόσκησης. Βέβαια, στο τέλος της αυξητικής περιόδου, η υπάρχουσα βοσκήσιμη ύλη δεν είναι ακριβώς η συνολική γιατί ένα μέρος της παραχθείσας βοσκήσιμης ύλης έχει εν τω μεταξύ αποσυντεθεί ή καταναλωθεί από έντομα. Σύμφωνα με ερευνητικές εργασίες η πραγματική συνολική βοσκήσιμη ύλη αγγίζει και το διπλάσιο αυτής που μετριέται στο τέλος της αυξητικής περιόδου. Η μέτρηση της παραγωγής βοσκήσιμης ύλης σε περισσότερες περιόδους διαμέσου της αυξητικής περιόδου είναι χρήσιμη αλλά πολύ κοπιαστική και δαπανηρή. Γι' αυτό καθιερώθηκε στον υπολογισμό της βοσκοφόρτωσης, να λαμβάνεται υπόψη η παραγωγή βοσκήσιμης ύλης στο τέλος της αυξητικής περιόδου, η οποία, ωστόσο διαφέρει ανάλογα με την υψομετρική ζώνη στην οποία βρίσκεται ο βοσκότοπος (π.χ. χαμηλή ζώνη: Μάιος, μεσαία ζώνη: Ιούνιος). Μηνιαία παραγωγή βοσκήσιμης ύλης σε ποολόβαδο της χαμηλής ζώνης στην Κεντρική Ελλάδα για τρία συνεχόμενα έτη (Πηγή: Ινστιτούτο Δασικών Ερευνών). Το δεύτερο ερώτημα που τίθεται είναι: πώς θα διασφαλιστούν οι συνθήκες μη βόσκησης; Για να διασφαλιστούν συνθήκες μη βόσκησης εντός ενός βοσκόμενου βοσκότοπου θα πρέπει να τοποθετηθούν ειδικοί συρμάτινοι κλωβοί, 1 m 2 ή 2 m 2 ή μεγαλύτεροι, που προστατεύουν την περικλειόμενη επιφάνεια από τη βόσκηση. Το τρίτο ερώτημα που τίθεται είναι: πόσοι κλωβοί θα τοποθετηθούν και πόσα αντιπροσωπευτικά δείγματα χρειάζεται να παρθούν; Η παραγωγή βοσκήσιμης ύλης ποικίλλει μεταξύ βοσκοτόπων και για τον ίδιο βοσκότοπο από εποχή σε εποχή, από έτος σε έτος και από θέση σε θέση, για το λόγο αυτό θα πρέπει η παραγωγή βοσκήσιμης ύλης που θα Μέση ετήσια παραγωγή βοσκήσιμης ύλης σε ποολόβαδο της χαμηλής ζώνης στην Κεντρική Ελλάδα για επτά συνεχόμενα έτη. Το 1999 και το 2003 η παραγωγή ήταν εξαιρετικά μικτότερη της μέσης παραγωγής του βοσκότοπου και μόνο το 1998 ήταν μεγαλύτερη αυτής (Πηγή: Ινστιτούτο Δασικών Ερευνών). προσδιοριστεί να είναι αντιπροσωπευτική. Οι μετρήσεις της παραγωγής θα πρέπει να γίνουν σε όλες τις θέσεις του βοσκότοπου που έχουν ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και διαφοροποιούνται μεταξύ τους. Συνήθως, τέτοιες θέσεις είναι οι οικολογικές θέσεις ή τύποι οικοτόπων που διαφέρουν στον τύπο εδάφους, στη βλάστηση και στην παραγωγικότητα. Αφού αναγνωρισθούν αυτές οι θέσεις, τοποθετούνται οι κλωβοί εντός των οποίων θα γίνονται οι δειγματοληψίες βλάστησης με τη βοήθεια του πλαισίου, που αναφέρθηκε παραπάνω, για να υπολογιστεί η παραγωγή βοσκήσιμης ύλης στη μονάδα επιφάνειας. Σε κάθε θέση γίνονται τουλάχιστον τέσσερις δειγματοληψίες (όσο περισσότερα δείγματα παίρνονται τόσο και μεγαλύτερη αξιοπιστία εξασφαλίζεται), που σημαίνει ότι θα πρέπει να υπάρχουν και οι αντίστοιχοι κλωβοί. Οι κλωβοί θα πρέπει να μετακινούνται σε άλλες θέσεις κάθε έτος κατά το χειμώνα. Μετρήσεις σε περισσότερα του ενός έτη προσεγγίζουν τη μέση παραγωγή βοσκήσιμης ύλης ενός βοσκότοπου, διαφορετικά θα πρέπει να προβλεφθούν οι διακυμάνσεις της παραγωγής βοσκήσιμης ύλης λαμβάνοντας υπόψη εδαφολογικά και κλιματολογικά δεδομένα της περιοχής. Επίσης, κατά τις δειγματοληψίες θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη μόνο η βλάστηση που πιθανόν θα καταναλωθεί από τα ζώα. Με άλλα λόγια, η βοσκοφόρτωση δε θα πρέπει να βασιστεί σε φυτά που δε θα καταναλωθούν από τα ζώα. Οι μετρήσεις της παραγωγής βοσκήσιμης ύλης σε κάθε θέση πολλαπλασιάζεται με την έκταση της κάθε θέσης του βοσκότοπου για να υπολογιστεί η συνολική ποσότητα της διαθέσιμης βοσκήσιμης ύλης του βοσκότοπου. Περιγραφή πραγματικής μέτρησης της ποσότητας βοσκήσιμης ύλης. Οι εργασίες που θα πρέπει να γίνουν κατά τη μέθοδο αυτή είναι: 1) Προσδιορισμός του μέσου βάρους των χάρτινων σακουλών που θα χρησιμοποιηθούν (προϋποθέτει ότι οι σακούλες είναι ίδιου μεγέθους και μορφής). 2) Στις διακριτές θέσεις του βοσκότοπου που αναφέρθηκαν παραπάνω παίρνονται τυχαία μικρές επιφάνειες με τη
ΕΘΙΑΓΕ 12 / 13 βοήθεια πλαισίου, εντός των κλωβών. Όλη η βοσκήσιμη ύλη εντός του πλαισίου κόβεται με τη βοήθεια ψαλιδιού, στη συνέχεια απομακρύνονται ζιζάνια, χώμα, ρίζες και το ακατάλληλο για βόσκηση υλικό και το υπόλοιπο τοποθετείται στη σακούλα. 3) Ζύγιση των σακουλών που περιέχουν τη συλλεγόμενη βοσκήσιμη ύλη και αφαίρεση του βάρους της άδειας σακούλας για προσδιορισμό του πραγματικού βάρους της βοσκήσιμης ύλης. Υπολογισμός της μέσης περιεχόμενης υγρασίας στα δείγματα βοσκήσιμης ύλης μετά από ξήρανσή τους σε φούρνο στους 60 o C για 48 ώρες και έκφραση της παραγωγής βοσκήσιμης ύλης σε ξηρή ουσία. 4) Υπολογισμός της μέσης παραγωγής του βοσκότοπου με αναγωγή της παραγωγής των μικρών επιφανειών στη μονάδα επιφάνειας. Αν μετρηθεί η παραγωγή βοσκήσιμης ύλης και σε βοσκημένες επιφάνειες κοντά στους κλωβούς, ταυτόχρονα υπολογίζεται και το ποσοστό χρησιμοποίησης του βοσκότοπου. Ποσοστό χρησιμοποίησης των κύριων φυτών διαφόρων λιβαδικών τύπων. Υψομετρική ζώνη και λιβαδικοί τύποι Ετήσια βροχόπτωση (mm)* Χρήση των κύριων φυτών (%) Χαμηλή ζώνη (0 600 μ.) 570-700 Ποολίβαδα 30-40 Φρυγανολίβαδα 30-40 Θαμνολίβαδα 50-70 Δάση με θαμνώδη υποόροφο 40-50 Δάση με ποώδη υποόροφο 25-30 Μεσαία ζώνη (600 800 μ.) 600-1070 Ποολίβαδα 40-50 Φρυγανολίβαδα 40-50 Θαμνολίβαδα 50-75 Δάση με θαμνώδη υποόροφο 40-50 Δάση με ποώδη υποόροφο 30-50 Υψηλή ζώνη (>800 μ.) 620-1100 Ποολίβαδα 40-50 Θαμνολίβαδα 40-50 Δάση με θαμνώδη υποόροφο 30-50 Δάση με ποώδη υποόροφο 40-50 *Η διακύμανση της βροχόπτωσης της κάθε ζώνης υπολογίστηκε από μετεωρολογικούς σταθμούς της ΕΜΥ και του ΙΔΕ που είναι διάσπαρτοι στη χώρα. Ποσοστό χρησιμοποίησης της διαθέσιμης βοσκήσιμης ύλης. Η συνολική παραγωγή βοσκήσιμης ύλης που θα προσδιοριστεί για το βοσκότοπο δε θα πρέπει να θεωρείται όλη ως βοσκήσιμη. Ένα μέρος αυτής θα πρέπει να παραμείνει στο βοσκότοπο για να διασφαλιστεί η συνέχεια της παραγωγής βοσκήσιμης ύλης. Τα φυτά έχουν μια συγκεκριμένη αντοχή στη βόσκηση αλλά αν ξεπεραστεί το κρίσιμο σημείο αντοχής τους τότε αυτά χάνουν την ευρωστία τους, παράγουν ελάχιστα και σταδιακά νεκρώνονται. Το κανονικό ποσοστό χρησιμοποίησης είναι το μέγιστο σημείο απόληψης της βοσκήσιμης ύλης που δε θα οδηγήσει σε υποβάθμιση το βοσκότοπο ή την απόδοση των ζώων. Αφήνοντας επαρκή φυλλική επιφάνεια δίνεται η δυνατότητα στα φυτά να ανακάμψουν από τη βόσκηση και ο βοσκότοπος να διατηρήσει την επιθυμητή παραγωγικότητα και σύνθεσή του. Γενικά, γίνεται αποδεκτό ότι το επιτρεπόμενο ποσοστό βόσκησης είναι περίπου το μισό της υπέργειας ετήσιας βιομάζας των φυτών. Για ορισμένα ανθεκτικά ξυλώδη φυτά, όπως για παράδειγμα το πουρνάρι, το επιτρεπόμενο ποσοστό χρησιμοποίησης μπορεί να φθάσει και το 75%. Η επιτρεπόμενη ποσότητα βοσκήσιμης ύλης για βόσκηση ισούται με τη συνολική βοσκήσιμη ύλη πολλαπλασιαζόμενη με το επιτρεπόμενο ποσοστό χρησιμοποίησης. Για την εκτίμηση των ποσοστών χρησιμοποίησης του σχετικού πίνακα ελήφθησαν υπόψη η αντοχή των φυτών στη βόσκηση, η ετήσια βροχόπτωση στις διάφορες ζώνες και η σημερινή λιβαδική κατάσταση των βοσκοτόπων που κυμαίνεται από κακή έως μέτρια. Η βοσκοϊκανότητα ενός βοσκότοπου εκφράζεται σε μηνιαίες ζωικές μονάδες (ΜΖΜς), δηλαδή η ποσότητα βοσκήσιμης ύλης που απαιτείται από μία ΖΜ για ένα μήνα. Για παράδειγμα, στο ποολίβαδο της χαμηλής ζώνης που η παραγωγή βοσκήσιμης ύλης του παρουσιάζεται στις εικόνες, το οποίο έχει έκταση 1.000 στρέμματα και μέση παραγωγή βοσκήσιμης ύλης 179 kg/στρέμμα, η επιτρεπόμενη για βόσκηση βοσκήσιμη ύλη είναι 71.600 kg (=1.000 x 179 x 40%) και η βοσκοϊκανότητά του 238 ΜΖΜς (=71.600 kg βοσκήσιμης ύλης : 300 kg, οι απαιτήσεις της ΖΜς) ή 1.831 πρόβατα (=238 : 0,13, ισοδύναμο ΖΜ). Τελικός διακανονισμός αξιοποιήσιμης βοσκήσιμης ύλης. Στο ποσοστό χρησιμοποίησης που αναφέρθηκε παραπάνω για τον υπολογισμό της επιτρεπόμενης για βόσκηση βοσκήσιμης ύλης θα πρέπει ανάλογα με τις επικρατούσες συνθήκες να συνυπολογισθεί και η πιθανή κατανάλωση από άγρια ζώα ή έντομα, καθώς και οι απώλειες εξαιτίας του ποδοπατήματος. Σε ορισμένες περιπτώσεις αυτό το ποσοστό αγγίζει το 25% της συνολικής βοσκήσιμης ύλης. Κανονικά η ποσότητα κατανάλωσης από μη αγροτικά ζώα θα πρέπει να υπολογιστεί εφόσον είναι γνωστός ο αριθμός τους, διαφορετικά θα πρέπει να εκτιμηθεί. Επίσης, η βοσκήσιμη ύλη των διαφόρων θέσεων ενός βοσκότοπου δεν αξιοποιείται ομοιόμορφα από τα βόσκοντα ζώα και αυτό είναι σε στενή εξάρτηση από την απόστασή τους από τις θέσεις ποτίσματος και τα τοπογραφικά χαρακτηριστικά τους. Θέσεις του βοσκότοπου, που απέχουν περισσότερο από 3 km από σημεία ποτίσματος, συνήθως υποβόσκονται. Το ποσοστό χρησιμοποίησης της βοσκήσιμης ύλης θέσεων που απέχουν 1,5 με 3 km από θέσεις ποτίσματος κυμαίνεται από 30 έως 70 %, ανάλογα με το είδος ζώου, την εποχή βόσκησης και την τοπογραφία. Μεγάλες κλίσεις, επίσης, συντελούν στη μείωση της αξιοποιήσιμης βοσκήσιμης ύλης. Για παράδειγμα, για θέσεις του βοσκότοπου με κλίση μεγαλύτερη από 60%, η βοσκήσιμη ύλη τους θα πρέπει να θεωρείται ως μη αξιοποιήσιμη στο σύνολό της για βοοειδή. Για θέσεις με κλίση 31-60% η βοσκήσιμη ύλη αξιοποιείται κατά 40% από βοοειδή ενώ για θέσεις με κλίση 11-30%
κατά 70%. Για θέσεις με κλίση κάτω από 10% η βοσκήσιμη ύλη αξιοποιείται πλήρως. Για τους λόγους αυτούς, θα πρέπει η βοσκοφόρτωση να προσαρμοστεί ανάλογα με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του βοσκότοπου. Διάρκεια βόσκησης Αφού έχει υπολογιστεί η βοσκοϊκανότητα ενός βοσκότοπου, στη συνέχεια λαμβάνοντας υπόψη την ενδεδειγμένη διάρκεια βόσκησης αυτού του βοσκότοπου υπολογίζεται η βοσκοφόρτωσή του. Για παράδειγμα, η βοσκοφόρτωση για το βοσκότοπο που αναφέρθηκε ως παράδειγμα στις εικόνες και για διάρκεια βόσκησης 4 μηνών (Μάρτιος Ιούνιος) είναι 458 πρόβατα (=1.831 : 4) ή 0,46 πρόβατα/στρέμμα (=458 : 1.000) ή 2,2 στρέμματα/πρόβατο (=1.000 : 458). Παραδείγματα υπολογισμού βοσκοφόρτωσης Περίπτωση 1: Θαμνολίβαδο (κυρίαρχο είδος το πουρνάρι) της μεσαίας ζώνης έκτασης 1.000 στρεμμάτων και καλής λιβαδικής κατάστασης βόσκεται από αίγες όλο το έτος. Η μέση παραγωγή βοσκήσιμης ύλης ανέρχεται στα 200 kg/ στρέμμα. Η μέση κλίση του είναι 30% και η βοσκήσιμη ύλη όλων των θέσεων του αξιοποιείται πλήρως από τις αίγες. Όλες οι θέσεις του λιβαδιού απέχουν από σημεία ποτίσματος λιγότερο από 1,5 km. Να υπολογιστεί η κανονική βοσκοφόρτωσή του. Υπολογισμός συνολικής αξιοποιήσιμης βοσκήσιμης ύλης: Παραγωγή βοσκήσιμης ύλης (200 kg/στρέμμα) x επιτρεπόμενο ποσοστό χρησιμοποίησης (0,75) x έκταση βοσκοτόπου (1.000 στέμματα) = Συνολική διαθέσιμη βοσκήσιμη ύλη για βόσκηση (150.000 kg). Υπολογισμός απαιτήσεων αιγών για βοσκήσιμη ύλη: Ημερήσιες απαιτήσεις αιγών (1 kg βοσκήσιμης ύλης) x ημέρες βόσκησης (365) = Ετήσιες απαιτήσεις βοσκήσιμης ύλης ανά αίγα (365 kg). Υπολογισμός βοσκοφόρτωσης: Συνολική διαθέσιμη βοσκήσιμη ύλη για βόσκηση (150.000 kg): Ετήσιες απαιτήσεις βοσκήσιμης ύλης ανά αίγα (365 kg) = 411 αίγες ή 0,4 αίγες/ στρέμμα/έτος ή 0,04 (=0,4 x 0,1 ΙΖΜ) ΖΜς/στρέμμα/έτος. Περίπτωση 2: Ποολίβαδο της χαμηλής ζώνης έκτασης 1.000 στρεμμάτων και καλής λιβαδικής κατάστασης βόσκεται από αγελάδες για 4 μήνες. Η μέση παραγωγή βοσκήσιμης ύλης ανέρχεται στα 180 kg/στρέμμα. Το 80% της επιφάνειάς του έχει μέση κλίση μικρότερη από 10% και το 20% μεταξύ 11 και 30%. Όλες οι θέσεις του λιβαδιού απέχουν από σημεία ποτίσματος λιγότερο από 1,5 km. Να υπολογιστεί η κανονική βοσκοφόρτωσή του. Υπολογισμός συνολικής αξιοποιήσιμης βοσκήσιμης ύλης: Παραγωγή βοσκήσιμης ύλης (180 kg/στρέμμα) x επιτρεπόμενο ποσοστό χρησιμοποίησης (0,40) x έκταση βοσκοτόπου (1.000 στέμματα) = Συνολική διαθέσιμη βοσκήσιμη ύλη για βόσκηση (72.000 kg). Υπολογισμός απαιτήσεων αγελάδων για βοσκήσιμη ύλη: Ημερήσιες απαιτήσεις αγελάδων (10 kg βοσκήσιμης ύλης) x ημέρες βόσκησης (120) = Απαιτήσεις βοσκήσιμης ύλης στο τετράμηνο ανά αγελάδα (1.200 kg). Υπολογισμός βοσκοφόρτωσης: Συνολική διαθέσιμη βοσκήσιμη ύλη για βόσκηση (72.000 kg): Απαιτήσεις βοσκήσιμης ύλης στο τετράμηνο ανά αγελάδα (1.200 kg) = 60 αγελάδες. Διόρθωση ως προς την κλίση: [Έκταση με κλίση 0-10% (80%) x αξιοποιήσιμη βοσκήσιμη ύλη (100%)] + [Έκταση με κλίση 11-30% (20%) x αξιοποιήσιμη βοσκήσιμη ύλη (70%)] x [60 αγελάδες] = διορθωμένη βοσκοφόρτωση = [0,80 x 1] + [0,20 x 0,70] x 60 = 56 αγελάδες ή 0,06 ΖΜς (αγελάδες)/στρέμμα/4μηνο. Αρχές εφαρμογής της βοσκοφόρτωσης Ποια είναι η κανονική βοσκοφόρτωση από τη σκοπιά του οικοσυστήματος; Για τη διατήρηση ενός υγιούς και παραγωγικού βοσκότοπου η βοσκοφόρτωση δε θα πρέπει να υπερβαίνει τη βοσκοϊκανότητά του. Βοσκοφόρτωση μικρότερη ή ίση της βοσκοϊκανότητας περιορίζει τη διάβρωση του εδάφους και την εισβολή ανεπιθύμητων φυτών και ενισχύει την αντοχή των φυτών σε περιόδους ξηρασίας. Επίσης, βοσκοφόρτωση μικρότερη της βοσκοϊκανότητας συχνά οδηγεί στην ανόρθωση υποβαθμισμένων βοσκοτόπων. Δηλαδή η εφαρμογή της κατάλληλης βοσκοφόρτωσης είναι μια μέθοδος βελτίωσης βοσκοτόπων χωρίς κόστος, όπως άλλες μέθοδοι βελτίωσης (π.χ. λιπάνσεις, σπορές, ζιζανιοκτόνα), της οποίας οι δυνατότητες έχουν παραβλεφθεί. Η κανονική βοσκοφόρτωση μπορεί επίσης να οριστεί ως η βόσκηση που διασφαλίζει την αναπαραγωγή των φυτών και την προστασία του εδάφους από διάβρωση. Το ποσοστό βοσκήσιμης ύλης των φυτών που μπορεί να βοσκηθεί για να εξασφαλιστεί κανονική βοσκοφόρτωση εξαρτάται από την ποσότητα της βροχής και την κατανομή της στη διάρκεια του έτους, καθώς και την αντοχή στη βόσκηση των κύριων φυτών του βοσκότοπου. Ποια είναι η κανονική βοσκοφόρτωση από τη σκοπιά του ζώου; Η υπερβόσκηση βραχυπρόθεσμα, ενδεχομένως, συντελεί σε αυξημένες αποδόσεις των ζώων, ωστόσο, μακροπρόθεσμα ζημιώνει τη λιβαδική και τη ζωική παραγωγή. Από ερευνητικές εργασίες προκύπτει ότι κατά την άνοιξη, που υπάρχει άφθονη πράσινη βοσκήσιμη ύλη στους βοσκότοπους, τα ζώα παράγουν εξίσου καλά τόσο όταν η βοσκοφόρτωση είναι κανονική όσο και όταν είναι υψηλότερη της κανονικής. Όμως με την πάροδο της αυξητικής περιόδου και την ωρίμαση των φυτών, τα ζώα δεν ικανοποιούν τις ανάγκες τους και χάνουν βάρος στην περίπτωση της υψηλής βοσκοφόρτωσης ενώ αντίθετα στην περίπτωση της κανονικής βοσκοφόρτωσης κερδίζουν βάρος. Η μειωμένη
ΕΘΙΑΓΕ 14 / 15 υπάρχει η παρανόηση ότι η αύξηση του οφέλους ανά μονάδα επιφάνειας θα επιτευχθεί με τη διατήρηση μεγάλου αριθμού ζώων (η διατήρηση μεγάλου αριθμού ζώων ενθαρρύνεται και από το καθεστώς των επιδοτήσεων). Οι κτηνοτρόφοι, που πραγματικά επιδιώκουν το κέρδος και τη βιωσιμότητα της μονάδας τους αλλά και τη συνεχή παραγωγή βοσκήσιμης ύλης από τους βοσκότοπους, με τη σωστή ενημέρωση και τις απαραίτητες πληροφορίες για τις επιπτώσεις της βοσκοφόρτωσης στη ζωική και λιβαδική παραγωγή, θα αποδεχτούν τελικά βοσκοφόρτωση ανάλογη της βοσκοϊκανότητας. Σχέση της βοσκοφόρτωσης και της παραγωγής ανά ζώο και μονάδα επιφάνειας. Το τμήμα μεταξύ των διακεκομμένων γραμμών προσδιορίζει την άριστη βοσκοφόρτωση. ζωική παραγωγή που παρατηρείται κατά τις υψηλές βοσκοφορτώσεις οφείλεται σε διάφορους λόγους. Ο σημαντικότερος από αυτούς είναι ότι το κάθε ζώο έχει λιγότερη διαθέσιμη έκταση και βοσκήσιμη ύλη, γεγονός που μειώνει την επιλεκτικότητα βοσκήσιμης ύλης και την ποιότητά της. Επίσης, στις υψηλές βοσκοφορτώσεις, τα ζώα μπορεί να μην ικανοποιούν τις ημερήσιες ανάγκες συντήρησης και ψάχνοντας για επαρκή βοσκήσιμη ύλη να αυξάνουν τις απαιτήσεις τους σε ενέργεια. Επιπλέον, στις υψηλές βοσκοφορτώσεις τα ζώα καταναλώνουν ανεπιθύμητα φυτά, τα οποία μπορούν να προξενήσουν βλάβες ή και θάνατο. Η χαμηλή βοσκοφόρτωση ευνοεί την υψηλή απόδοση των ζώων, ωστόσο, στα συστήματα ζωικής παραγωγής, η βιωσιμότητά τους δεν επιτυγχάνεται από την ατομική απόδοση των ζώων (δηλ. σωματικό βάρος ζώου) αλλά με την παραγωγή που επιτυγχάνεται στη μονάδα επιφάνειας (π.χ. κιλά κρέατος στο στρέμμα). Σε αυτή τη βάση, η αύξηση της βοσκοφόρτωσης (δηλ. του αριθμού των ζώων στη μονάδα επιφάνειας) συντελεί στη μείωση του σωματικού βάρους των ζώων. Αντίθετα, το συνολικό βάρος κρέατος ανά μονάδα επιφάνειας αυξάνει, με την αύξηση της βοσκοφόρτωσης. Βέβαια, σε πολύ υψηλές βοσκοφορτώσεις η ατομική απόδοση των ζώων μειώνεται δραστικά και η περαιτέρω αύξηση του αριθμού των ζωικών μονάδων θα μειώσει την απόδοσή τους και ανά μονάδα επιφάνειας. Η άριστη βοσκοφόρτωση από τη σκοπιά της ζωικής παραγωγής είναι κατά τι υψηλότερη από το σημείο που μεγιστοποιείται η παραγωγή ανά ζώο και κατά τι χαμηλότερη από το σημείο που μεγιστοποιείται η παραγωγή ανά μονάδα επιφάνειας. Η παραπάνω ανάλυση αναδεικνύει ότι η οικονομικά άριστη βοσκοφόρτωση είναι η μέτρια και όχι η υψηλή, κάτι που επιβεβαιώνεται και από πολλές ερευνητικές εργασίες. Οι βοσκότοποι της Ελλάδας, κατά κοινή ομολογία, υπερβόσκονται (υψηλές βοσκοφορτώσεις). Αυτό συμβαίνει, γιατί Διακύμανση παραγωγής βοσκήσιμης ύλης και ρύθμιση βοσκοφόρτωσης Μία από τις μεγαλύτερες προκλήσεις στον καθορισμό της κανονικής βοσκοφόρτωσης είναι ότι η βροχόπτωση και η διαθέσιμη βοσκήσιμη ύλη ποικίλλει από έτος σε έτος. Για παράδειγμα, στο βοσκότοπο της χαμηλής ζώνης των εικόνων, η βροχόπτωση κατά το 1998 ήταν 304 mm ενώ το 1999 μόνο 110 mm με αντίστοιχες επιπτώσεις στην παραγωγή βοσκήσιμης ύλης. Οι στρατηγικές ρύθμισης της βοσκοφόρτωσης για την αντιμετώπιση των διακυμάνσεων της διαθέσιμης βοσκήσιμης ύλης μπορεί να είναι σταθερές ή ευέλικτες. Οι σταθερές στρατηγικές ρύθμισης της βοσκοφόρτωσης βασίζονται στο γεγονός ότι η βροχόπτωση ποικίλλει από έτος σε έτος και παρουσιάζει μια ακανόνιστη κατανομή, με αποτέλεσμα σε πολλά έτη η βροχόπτωση να είναι μικρότερη από το μέσο όρο. Για παράδειγμα, σε βοσκότοπους της μεσαίας ζώνης (605 m) και της χαμηλής ζώνης (30 m), η ετήσια βροχόπτωση στα τελευταία 26 και 33 έτη, αντίστοιχα, ήταν μικρότερη του μέσου όρου στα μισά έτη (13 και 16 έτη, αντίστοιχα), κάτι που είχε συνέπειες και στη λιβαδική παραγωγή (μικρότερη του μέσου όρου της περιοχής). Για να διατηρηθεί ο ίδιος αριθμός ζώων και να ικανοποιούνται οι ανάγκες τους σε βοσκήσιμη ύλη, η βοσκοφόρτωση καθορίζεται κατά 10% μικρότερη από την υπολογισθείσα ως κανονική βοσκοφόρτωση σε ένα έτος που είναι κοντά στο μέσο όρο βροχόπτωσης. Στις ευέλικτες πρακτικές ρύθμισης της βοσκοφόρτωσης ο αριθμός των ζώων μιας κτηνοτροφικής μονάδας προσαρμόζεται (αγορά - πώληση - διατήρηση) ανάλογα με τη διαθέσιμη βοσκήσιμη ύλη κάθε φορά. Είναι προφανές ότι τέτοιες ευέλικτες πρακτικές είναι δύσκολο έως αδύνατο να εφαρμοστούν στη χώρα μας. Η μείωση του αριθμού των ζώων, όμως, δεν είναι ο μόνος τρόπος για να διορθωθεί μια υπέρβαση στη βοσκοφόρτωση. Η αξιοποίηση της βοσκήσιμης ύλης όλων των θέσεων ενός βοσκότοπου με ορθολογική κατανομή των ζώων, για παράδειγμα, συντελεί στη διατήρηση μεγαλύτερου αριθμού ζώων σε σύγκριση με την περίπτωση της αξιοποίησης μόνο ορισμένων θέσεών του. Η ορθολογική κατανομή των ζώων σε όλη την επιφάνεια ενός βοσκότοπου επιτυγχάνεται με τη διαίρεση της όλης έκτασης του βοσκότοπου σε μικρότερες μονάδες ή με τη δημιουργία νέων θέσεων ποτίσματος. Επίσης, η πίεση της βόσκησης μειώνεται με την αξιοποίηση του
βοσκότοπου από τα κατάλληλα ζώα (είδος, φυλή, ηλικία). Τα μικρής ηλικίας και μικρού σωματικού βάρους ζώα, για παράδειγμα, αξιοποιούν καλύτερα εδάφη με μεγάλη κλίση, έτσι, αν ζώα ενός έτους αντί ώριμων ζώων χρησιμοποιηθούν σε βοσκότοπους μεγάλης κλίσης, τότε η βοσκήσιμη ύλη τους θα αξιοποιείται αποτελεσματικότερα. Μικτή βόσκηση με διαφορετικά είδη ζώων, επίσης, αυξάνει την αξιοποιήσιμη βοσκήσιμη ύλη αφού διαφορετικά είδη ζώων προτιμούν διαφορετικές κατηγορίες βοσκήσιμης ύλης. Μερικές φυλές ζώων αξιοποιούν καλύτερα μερικούς τύπους βλάστησης από άλλες, π.χ. οι ντόπιες φυλές αιγών αξιοποιούν καλύτερα τους πρινώνες από τις βελτιωμένες φυλές. Με άλλα λόγια, με την επιλογή των κατάλληλων ζώων επιτυγχάνεται η μέγιστη δυνατή αξιοποίηση της διαθέσιμης βοσκήσιμης ύλης ενός βοσκότοπου, η ομοιόμορφη κατανομή των ζώων σε όλες τις θέσεις του βοσκότοπου, καθώς και ομοιόμορφη χρησιμοποίηση όλων των φυτικών ειδών. Μικτή βόσκηση Οι περισσότεροι βοσκότοποι βόσκονται από ένα συνδυασμό αγροτικών και άγριων ζώων. Αυτή η μικτή βόσκηση, γνωστή και ως κοινή χρήση, έχει αποδειχτεί ότι συντελεί στην καλλίτερη αξιοποίηση της βοσκήσιμης ύλης ενός βοσκότοπου. Ωστόσο, ο διαχειριστής πρέπει να έχει γνώση της συμπεριφοράς βόσκησης των διαφόρων ειδών ζώων (δηλαδή τις προτιμήσεις τους για τα διάφορα είδη φυτών και τις στρατηγικές που ακολουθούν κατά την επιλογή της δίαιτάς τους) για να πάρει τις σωστές αποφάσεις για το είδος ζώου που είναι κατάλληλο για ένα συγκεκριμένο βοσκότοπο ή για την ορθολογική αξιοποίηση της διαθέσιμης βοσκήσιμης ύλης του. Όταν τα ζώα, που βόσκουν σε ένα βοσκότοπο, επιλέγουν τελείως διαφορετικές δίαιτες, τότε λειτουργούν συμπληρωματικά και αυτό το διαχειριστικό πλεονέκτημα θα πρέπει να αξιοποιείται. Π.χ. στα θαμνολίβαδα της χώρας μας, οι αίγες προτιμούν το πουρνάρι σε μεγάλο ποσοστό ενώ τα πρόβατα τα ποώδη φυτά και ξυλώδη είδη διάφορα του πουρναριού (π.χ. φιλίκι, λαδανιά). Ένα προστιθέμενο όφελος αυτής της μικτής βόσκησης στα θαμνολίβαδα είναι Επιλογή βοσκήσιμης ύλης από τα κύρια αγροτικά ζώα (προσαρμοσμένες τιμές από τη διεθνή βιβλιογραφία). Είδος ζώου Αγρωστώδη Πλατύφυλλες πόες % στη δίαιτα ότι η έντονη βόσκηση του πουρναριού από τις αίγες συντελεί στη διατήρηση μιας ανοιχτής δομής (μικρή συγκόμωση πουρναριού και υψηλή διαπερατότητα) με υψηλή παραγωγή βοσκήσιμης ύλης ποωδών φυτών που αξιοποιείται από πρόβατα. Στην περίπτωση που δεν υπάρχει επικάλυψη στη δίαιτα μεταξύ των ειδών ζώων στην κοινή βόσκηση, η βοσκοϊκανότητα είναι προσθετική. Αντίθετα, αν υπάρχει επικάλυψη στη δίαιτα των ζώων τότε η κοινή παρουσία τέτοιων ειδών ζώων πρέπει να λαμβάνεται υπόψη κατά τον υπολογισμό της. Ένα σημείο που χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή είναι ότι τα ζώα είναι πολύ ευέλικτα και προσαρμοστικά στην επιλογή της δίαιτάς τους. Για παράδειγμα, τα βοοειδή γενικά προτιμούν αγρωστώδη, τα οποία έχουν βρεθεί να συμμετέχουν στη δίαιτά τους σε ποσοστό 86%, ωστόσο, αν η διαθεσιμότητά τους είναι περιορισμένη στο βοσκότοπο τότε μπορεί να καταναλώσουν ξυλώδη φυτά σε υψηλό ποσοστό (74%). Αυξημένη επικάλυψη δίαιτας μεταξύ των ειδών παρατηρείται σε περιόδους που η βοσκήσιμη ύλη είναι περιορισμένη. Ωστόσο, επικάλυψη δίαιτας δε δείχνει κατ ανάγκη ότι τα ζώα ανταγωνίζονται για βοσκήσιμη ύλη. Για παράδειγμα, αν υπάρχει επάρκεια βοσκήσιμης ύλης στο βοσκότοπο για τα είδη ζώων που βόσκουν σε αυτόν δεν υπάρχει ανταγωνισμός για τη βοσκήσιμη ύλη ακόμη και αν αυτά επιλέγουν όμοιες δίαιτες. Πληροφορίες: Ινστιτούτο Δασικών Ερευνών, 57006 Βασιλικά Θεσσαλονίκης τηλ.: 2310 461637 (229), e-mail: tpapachr@fri.gr Ξυλώδη φυτά Βοοειδή 60 20 20 Πρόβατα 50 30 20 Αίγες 30 10 60 Επιλογή βοσκήσιμης ύλης από τα κύρια αγροτικά ζώα στην Ελλάδα όταν χρησιμοποιούν τον ίδιο βοσκότοπο (προσαρμοσμένες τιμές από έρευνες του Ινστιτούτου Δασικών Ερευνών). Τύπος λιβαδιού Είδος ζώου Αγρωστώδη Πλατύφυλλες πόες Ξυλώδη φυτά % στη δίαιτα Βοσκόμενο πρεμνοφυές δρυοδάσος Βοοειδή Αίγες 97* 34* 3 66 Αραιό θαμνολίβαδο (30% θάμνοι 70% πόες) Πρόβατα Αίγες 44 22 34 14 22 64 Πυκνό θαμνολίβαδο (60% θάμνοι 40% πόες) Πρόβατα Αίγες 43 17 31 7 26 76 *Άθροισμα αγρωστωδών και πλατύφυλλων ποών.