ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ



Σχετικά έγγραφα
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ Αθήνα, ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ Αριθμ. Πρωτ.: 1310/71384 ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ& ΤΡΟΦΙΜΩΝ ΓΕΝΙΚΗ Δ/ΝΣΗ ΑΛΙΕΙΑΣ

ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ. ΕΡΕΥΝΑ ΘΑΛΑΣΣΙΑΣ ΑΛΙΕΙΑΣ ΜΕ ΜΗΧΑΝΟΚΙΝΗΤΑ ΣΚΑΦΗ: Έτος 2017

ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ. ΕΡΕΥΝΑ ΘΑΛΑΣΣΙΑΣ ΑΛΙΕΙΑΣ ΜΕ ΜΗΧΑΝΟΚΙΝΗΤΑ ΣΚΑΦΗ: Έτος 2018

ΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ. ΕΡΕΥΝΑ ΘΑΛΑΣΣΙΑΣ ΑΛΙΕΙΑΣ, ΕΤΟΥΣ 2012 µε µηχανοκίνητα σκάφη άνω των 20 HP

Τα Ιχθυαποθέματα της Μεσογείου στα Όρια της Κατάρρευσης

INNOMAR ΚΑΙΝΟΤΟΜΕΣ ΜΕΘΟΔΟΙ ΑΕΙΦΟΡΟΥ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΘΑΛΑΣΣΙΩΝ ΒΙΟΛΟΓΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ

ΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ. Οι µεταβολές του αριθµού των µηχανοκίνητων αλιευτικών σκαφών 1, κατά κατηγορία αλιείας και τύπο αλιευτικού εργαλείου, είναι οι εξής:

ΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ. Οι µεταβολές του αριθµού των µηχανοκίνητων αλιευτικών σκαφών 1, κατά κατηγορία αλιείας και τύπο αλιευτικού εργαλείου, είναι οι εξής:

Επίσηµη Εφηµερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Επαγγελματική αλιεία στην Κύπρο

«Εθνικό Σχέδιο Παροπλισµού επαγγελµατικών αλιευτικών σκαφών που

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΑ 1-3. στον ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

1.2. ΑΝΘΡΩΠΟΓΕΝΕΣ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ

Ψάρια και Θαλασσινά στο Kόκκινο! - μία λίστα με τα είδη που κινδυνεύουν περισσότερο-

Yπεραλίευση. Η Ευρώπη οφείλει να ξαναδώσει ζωή στις θάλασσες

Εφαρμογή Ολοκληρωμένου Προγράμματος Παρακολούθησης Θαλασσίων Υδάτων στο πλαίσιο υλοποίησης της Ευρωπαϊκής οδηγίας για τη θαλάσσια στρατηγική

ΣΧΕΔΙΟ ΕΚΘΕΣΗΣ. EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL. Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο 2015/2119(INI)

ΓΕΝΙΚΗ ΙΕΥΘΥΝΣΗ ΑΛΙΕΙΑΣ ΙΕΥΘΥΝΣΗ ΘΑΛΑΣΣΙΑΣ ΑΛΙΕΙΑΣ

Η ιστορική πατρότητα του όρου «Μεσόγειος θάλασσα» ανήκει στους Λατίνους και μάλιστα περί τα μέσα του 3ου αιώνα που πρώτος ο Σολίνος τη ονομάζει

Η ΑΓΟΡΑ ΙΧΘΥΗΡΩΝ ΣΤΗΝ ΛΙΒΥΗ

Καταγραφή των αλιευτικών παραβάσεων στις ελληνικές θάλασσες την περίοδο Γεώργιος Προδρομίτης

Γαλάζια Ανάπτυξη: Σχεδιασμός και προκλήσεις στον τομέα του τουρισμού και της αλιείας. Η περίπτωση του Δήμου Καλυμνίων

ΑΛΛΑΓΏΝ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΑΛΑΣΣΙΑ

ΣΗΜΕΙΩΜΑ. Θεματικό τμήμα. Διαρθρωτικών πολιτικών και πολιτική συνοχής Η ΑΛΙΕΙΑ ΣΤΑ ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΑ ΑΛΙΕΙΑ 2008 EL

ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ ΕΚΔΗΛΩΣΗΣ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΝΤΟΣ

ΤΜ. ΕΚΤΑΤΙΚΩΝ ΥΔΑΤΟΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΩΝ Πληροφορίες: Γ. Παπαϊωάννου Τηλέφωνο: e mail:

Εικόνα 1. Σχηματική απεικόνιση του τι μπορεί να συμβεί κατά την είσοδο των ψαριών σε δίχτυα

Επίσηµη Εφηµερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ

Ευρωπαϊκή Οικονομία. ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ Σχολή Οικονομικών & Πολιτικών Επιστημών Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης & Δημόσιας Διοίκησης.

Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Μεταρρύθμιση της Κοινής Αλιευτικής Πολιτικής (ΚΑλΠ) Προς ένα καλύτερο μέλλον για τα ιχθυοαποθέματα και τους αλιείς

10 + αλήθειες που μάθαμε συζητώντας με ψαράδες

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΓΟΡΑΣ ΠΡΟΪΟΝΤΩΝ ΘΑΛΑΣΣΟΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΑΣ ΣΤΗ ΚΥΠΡΟ

2. Εγχώρια κατανάλωση-διατροφικές συνήθειες.

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.4138, 14/8/2007 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΤΡΟΠΟΠΟΙΕΙ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΛΙΕΙΑΣ ΝΟΜΟ

Παραγωγή και κατανομή της τροφής. Β ΜΕΡΟΣ: Κτηνοτροφία Αλιεία

98 Ο ΕΠΙΜΟΡΦΩΤΙΚΟ ΣΕΜΙΝΑΡΙΟ ΚΠΕ ΑΡΓΥΡΟΥΠΟΛΗΣ

Βιώσιµη εκµετάλλευση των αλιευτικών πόρων στη Μεσόγειο *

4 Πτυχιούχοι ΤΕΙ Ιχθυοκομίας ή συναφούς τμήματος Περιγραφή Έργου Συλλογή και επεξεργασία δεδομένων από τους αλιευτικούς στόλους της Κρήτης.

Ινστιτούτο Αλιευτικής Έρευνας

ΤΕΛΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ ΓΙΑ ΤΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ:

Πρόταση ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Έρευνα αγοράς κλάδου παραγωγής ιχθυηρών

109 του του του του του του 1990.

Κατα μηκος συνθεσεις τεσσαρων ειδων ψαριων για διαφορετικα αλιευτικα εργαλεια στο Ιονιο

17PROC INFORMATICS

ΕΠΑΝ II, KOYΠΟΝΙΑ ΚΑΙΝΟΤΟΜΙΑΣ ΓΙΑ ΜΙΚΡΟΜΕΣΑΙΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ Κωδικός Αριθμός Κουπονιού:

Αλιεία στην περιοχή της συμφωνίας ΓΕΑΜ (Γενική Επιτροπή Αλιείας για τη Μεσόγειο) Πρόταση κανονισμού (COM(2018)0143 C8-0123/ /0069(COD))

ΙΑΧΕΙΡΙΣΤΙΚΟ ΣΧΕ ΙΟ. του Ελληνικού στόλου που δραστηριοποιείται στα ελληνικά χωρικά ύδατα»

Στατιστικά απασχόλησης στην ΕΕ

Αριθμός Εργαζόμενων ΕΛΛΑΔΑ & Δ. ΕΥΡΩΠΗ Η.Π.Α ΝΟΤΙΟΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΕΥΡΩΠΗ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΜΕΣΟΓΕΙΟΣ ΣΥΝΟΛΟ

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΥ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΓΡΟΤΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΣΤΗΝ ΑΣΤΙΚΟΠΟΙΗΣΗ. Γ. ΟΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ ΚΑΤΑ ΤΟΝ 20ο ΑΙΩΝΑ

SEASONAL CHANGES OF TARGET-SPECIES IN MULTI-SPECIES AND MULTI-GEAR FISHERY BASED ON FISHERIES AND ECONOMIC DATA

18PROC INFORMATICS

Θάλασσες της Ναυπάκτου. Εργασία Β Τετραμήνου

ΣΧΟΛΗ ΓΕΩΠΟΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΓΕΩΠΟΝΙΑΣ ΙΧΘΥΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΥΔΑΤΙΝΟΥ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ & ΤΡΟΦΙΜΩΝ ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΑΛΙΕΙΑΣ «ΕΘΝΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΥΛΛΟΓΗΣ ΑΛΙΕΥΤΙΚΩΝ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ»

15PROC

Τα Αίτια και οι Επιπτώσεις της Διεθνούς Μετανάστευσης. Πραγματικοί Μισθοί, Παγκόσμια Παραγωγή, Ωφελημένοι και Ζημιωμένοι

Πρόταση ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Τμήμα Αλιείας και Θαλασσίων Ερευνών

Τα Αίτια και οι Επιπτώσεις της Διεθνούς Μετανάστευσης. Πραγματικοί Μισθοί, Παγκόσμια Παραγωγή, Ωφελημένοι και Ζημιωμένοι

Η ΑΓΟΡΑ ΕΛΑΙΟΛΑΔΟΥ ΣΤΟ ΗΝΩΜΕΝΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ (Στοιχεία εισαγωγών και κατανάλωσης)

ΑΝΑΡΤΗΤΕΑ ΣΤΟ ΔΙΑΔΥΚΤΙΟ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ Αθήνα,

Το έγγραφο αυτό συνιστά βοήθηµα τεκµηρίωσης και δεν δεσµεύει τα κοινοτικά όργανα

Οδηγός Νομοθεσίας για την Ερασιτεχνική Αλιεία

ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΑΛΙΕΙΑΣ & ΘΑΛΑΣΣΑΣ Εισήγηση Ευαγγελία Μηνά

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ Μυτιλήνη: 19/6/2014 ΑΠΟΚΕΝΤΡΩΜΕΝΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗ ΑΙΓΑΙΟΥ Αρ. Πρωτ.: ΓΕΝΙΚΗ Δ/ΝΣΗ ΔΑΣΩΝ ΚΑΙ

Πρόταση ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ ΣΧΟΛΗ ΓΕΩΠΟΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΓΕΩΠΟΝΙΑΣ ΙΧΘΥΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΥΔΑΤΙΝΟΥ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ

ΑΠΟΦΑΣΗ. ΘΕΜΑ: «Προϋποθέσεις, όροι και διαδικασία για τη διενέργεια αλιευτικού τουρισμού από επαγγελματίες αλιείς» ΟΙ ΥΠΟΥΡΓΟΙ

ΦΑΣΗ 5. Ανάλυση αποτελεσμάτων αλιευτικής και περιβαλλοντικής έρευνας- Διαχειριστικές προτάσεις ΠΑΡΑΔΟΤΕΑ

Πρόταση ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Πρόγραμμα MOFI. ΜΕΣΟΓΕΙΑΚΗ ΦΩΚΙΑ & ΑΛΙΕΙΑ Αντιμετωπίζοντας τη σχέση αλληλεπίδρασης στις ελληνικές θάλασσες

ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ Β ΛΥΚΕΙΟΥ 7 ου ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ ΛΑΡΙΣΑΣ ΜΕ ΛΥΚ. ΤΑΞΕΙΣ. Μεσόγειος: Ένας παράδεισος σε κίνδυνο

Αποτελέσματα Α' Τριμήνου 2011

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ. σύμφωνα με το άρθρο 294 παράγραφος 6 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης

στηρίζουν το αγροτικό εισόδημα αλλά δεν συνιστούν επενδυτικά μέτρα.

ΑΛΙΕΥΤΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ΙΧΘΥΟΑΠΟΘΕΜΑΤΩΝ ΤΟΥ ΑΡΓΟΛΙΚΟΥ ΚΟΛΠΟΥ (Κ. ΑΙΓΑΙΟ)

ε ι δ ι κ η ε ν η μ ε ρ ω τ ι κ η ε κ δ ο σ η ΣTATIΣTIKEΣ & YΔATOKAΛΛIEPΓEIΩN ΘAΛAΣΣIAΣ AΛIEIAΣ ΕΛΣΤΑΤ ΕΛΣΤΑΤ ΕΛΣΤΑΤ ΕΛΣΤΑΤ ΕΛΣΤΑΤ ΠEIPAIAΣ 2015

Πρόταση ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Διαβιβάζεται συνημμένως στις αντιπροσωπίες το έγγραφο - COM(2015) 212 final.

Το παρόν αποτελεί μέρος μιας ευρύτερης εργασίας, η οποία εξελίσσεται σε έξι μέρη που δημοσιεύονται σε αντίστοιχα τεύχη. Τεύχος 1, 2013.

Σάββατο, 01 Ιουνίου 2002 ΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗ Γ ΛΥΚΕΙΟΥ ΙΣΤΟΡΙΑ ΟΜΑ Α Α

Αναπτυξιακός Νόμος 4399/2016. Προκήρυξη Καθεστώτος. «Ενισχύσεις Μηχανολογικού Εξοπλισμού»

Length frequency distributions for the most commercial fish species for the small-scale fishery in Patraikos and Korinthiakos gulfs

19PROC INFORMATICS

Ερωτήσεις και Απαντήσεις σχετικά με τη μεταρρυθμισμένη Κοινή Αλιευτική Πολιτική

Πρόταση ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

του ΑΔΑΜΙΔΗ ΙΩΑΝΝΗ,ΑΡ.ΜΗΤΡΩΟΥ :AUD115 Επιβλέπων Καθηγητής: Λαζαρίδης Ιωάννης Θεσσαλονίκη, 2016

Και το Βορειοανατολικό Αιγαίο την περιοχή που προσδιορίζουν τα στίγματα

Απότηνπρώτηστηδεύτερηπετρελαϊκήκρίση, δια μέσου της μεταπολίτευσης

ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΑΛΙΕΙΑΣ

5117/17 GA/ag,ech DGB 2A

ΕΓΓΡΑΦΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΤΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΗΣ ΕΚΤΙΜΗΣΗΣ ΕΠΙΠΤΩΣΕΩΝ. που συνοδεύει το έγγραφο

ΠΡΕΣΒΕΙΑ THΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Γραφείο Ο.Ε.Υ. Μαδρίτη, 14 Μαρτίου 2017

ΚΟΙΝΑ ΤΜΗΜΑΤΑ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΩΝ ΠΕΔΙΩΝ

*** ΣΧΕΔΙΟ ΣΥΣΤΑΣΗΣ. EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL. Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο 2012/0134(NLE)

ΗΜΕΡΙΔΑ Σ.Ε.Γ ΕΥΡΩΠΑΪΚΑ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΑ ΚΑΙ ΓΕΩΕΠΙΣΤΗΜΕΣ

Transcript:

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΑΛΙΕΙΑΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ Κ. ΜΟΥΤΟΠΟΥΛΟΣ ΜΕΣΟΛΟΓΓΙ 2012

Περιεχόμενα 1. Το ψάρεμα στην αρχαιότητα... 3 2. Ιστορία της παγκόσμιας αλιευτικής επιστήμης... 3 3. Η ελληνική αλιεία από την ίδρυση του ελληνικού κράτους... 7 4. Βιβλιογραφία... 42

1. Το ψάρεμα στην αρχαιότητα Οι προϊστορικοί άνθρωποι ως μόνες πηγές για τη διατροφή τους είχαν το κυνήγι και το ψάρεμα. Έτσι, ο άνθρωπος από την παλαιολιθική ήδη εποχή μπορούσε να σκοτώνει δυνατά και μεγάλα ζώα, όπως για παράδειγμα ρινόκερους και μαμούθ. Πολύ αργότερα, όταν ομάδες κυνηγών μετακινήθηκαν στην Αμερική, το 9.500 π.χ. περίπου, έλαβε χώρα μια μαζική σφαγή η οποία μέσα σε 1.000 περίπου χρόνια οδήγησε στην εξαφάνιση 30 περίπου γένη θηλαστικών (MARTIN 1973). Όσον αφορά τα ψάρια, αυτά τα έπιαναν όταν το καλοκαίρι λιγόστευε το νερό, απομονώνοντάς τα σε μικρούς λάκκους των ποταμών και όταν οι δυνάμεις της φύσης, γκρεμίζοντας βουνά, βράχια και πάγους παγίδευαν τα ψάρια κι έτσι γίνονταν εύκολη λεία των ανθρώπων. Τα πρώτα εργαλεία ψαρικής ήταν οι πέτρες και τα κλωνάρια δέντρων, αργότερα τ' ακόντια και τα βέλη και πιο ύστερα το καμάκι. Σιγά-σιγά όμως, με την εξέλιξη του ανθρώπου, εμφανίστηκε τ' αγκίστρι κατασκευασμένο από πέτρα, από κόκαλο, από ελεφαντόδοντο ή από χαλκό. Από νωρίς οι αρχαίοι Έλληνες έστρεψαν την προσοχή τους στην αλιεία και μελέτησαν τις μεθόδους της, καθώς και τις κινήσεις των ψαριών. Ο Αριστοτέλης ανυψώνει την αλιεία σε επίπεδο επιστημονικής έρευνας και διατυπώνει διάφορα τεχνολογικά και επιστημονικά συμπεράσματα. Κατά τους βυζαντινούς χρόνους υπήρχαν τέσσερις τρόποι αλιείας: α) με αγκίστρι, β) με απόχη, γ) με πετονιά και δ) με δίχτυ. Από τον 8 ο αιώνα και ύστερα συστηματοποιήθηκε στη Δύση η αλιεία και πήρε τη μορφή της βιοτεχνίας. Το εμπόριο των ψαριών αναπτύχθηκε και απέφερε σημαντικά έσοδα στους ψαράδες, στους εμπόρους και στην πόλη ή το κράτος. Την εποχή αυτή παρουσιάστηκε, για πρώτη φορά, ο εμπορικός στόλος μικρών πλεούμενων που ανοίγονταν σε ανοιχτές θάλασσες. 2. Ιστορία της παγκόσμιας αλιευτικής επιστήμης 2.1. Γενικά Η αλιεία αποτελούσε μια σημαντική δραστηριότητα του ανθρώπου από την παλαιολιθική εποχή (Sahrage & Lundbeck, 1992). Παρόλα αυτά, η τεχνολογική εξέλιξη της εποχής μέχρι τα μέσα του προηγούμενου αιώνα περιόριζε την αλιευτική δραστηριότητα κοντά στις ακτές. Το γεγονός αυτό παρείχε σημαντική προστασία στα θαλάσσια αποθέματα. Ωστόσο, η κατάσταση άλλαξε ανεπίστρεπτα όταν οι ατμομηχανές άρχισαν να χρησιμοποιούνται στα αλιευτικά σκάφη, περίπου τη δεκαετία του 1860, αντικαθιστώντας σταδιακά τα πανιά. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα η αλιεία να επεκταθεί στα ανοικτά νερά. Η ανάπτυξη της αλιείας ήταν ραγδαία, καθώς τα μικρά ξύλινα σκάφη άρχισαν να γίνονται μεγαλύτερα και σιδερένια και οι ολιγόστροφες, μονοκύλινδρες μηχανές να αντικαθίστανται 3

από πολύστροφες μηχανές με πολλούς κυλίνδρους. Η χρήση περιφερειακών συσκευών πάνω στα σκάφη, όπως τα ραντάρ και τα σύγχρονα όργανα τηλεπικοινωνίας και ναυσιπλοΐας έδωσαν τη δυνατότητα στα αλιευτικά σκάφη να απομακρύνονται σε μεγάλες αποστάσεις από τα αλιευτικά λιμάνια ανακαλύπτοντας έτσι νέα αλιευτικά πεδία προς εκμετάλλευση. Τέλος, η χρήση νέων υλικών για την κατασκευή διχτυών, και η χρήση υδραυλικών βαρούλκων, σύγχρονων ψυκτικών μηχανημάτων μεγάλης χωρητικότητας και ηχοβολιστικών αύξησαν σημαντικά την αποδοτικότητα των αλιευτικών στόλων. Η τεχνολογική πρόοδος, σε συνδυασμό με την αύξηση τόσο του αριθμού των αλιευτικών σκαφών όσο και της αποδοτικότητάς τους, οδήγησε στην αύξηση της συνολικής παγκόσμιας αλιευτικής παραγωγής από 8-10 εκ. κατά τη δεκαετία του 1900 σε περίπου 100 εκ. τόνους στις αρχές του 1990. Πλέον ο άνθρωπος αποτελεί το σημαντικότερο θηρευτή των υδάτινων οικοσυστημάτων, αφαιρώντας περίπου το 25-35% της ετήσιας θαλάσσιας πρωτογενούς παραγωγής (Pauly & Christensen, 1995). Όμως ο μέσος ετήσιος ρυθμός αύξησης της αλιευτικής παραγωγής μειώθηκε από 4-8% την περίοδο 1950-1970 σε <4% την περίοδο 1970-1993 και η παγκόσμια αλιευτική παραγωγή έχει σταθεροποιηθεί τα τελευταία χρόνια. Η μείωση του ρυθμού αύξησης παραγωγής τα τελευταία χρόνια, παρόλη την αύξηση της αλιευτικής προσπάθειας (αριθμός σκαφών, ισχύς των μηχανών), δείχνει, ότι τα παγκόσμια θαλάσσια αποθέματα είναι υπεραλιευμένα. Σύμφωνα με μελέτες από διάφορες περιοχής του πλανήτη τα 2/3 των παγκόσμιων αλιευτικών αποθεμάτων είτε είναι υπεραλιευμένα ή ανακάμπτουν από προηγούμενη υπεραλίευση (Pauly & Christensen, 1995). 2.2. Περίοδος μέχρι το 1940 Η ανάπτυξη της αλιευτικής επιστήμης συνδέεται στενά με την ανάπτυξη της ιχθυολογίας, της θαλάσσιας βιολογίας και της ωκεανογραφίας. Παρόλα αυτά, η αλιευτική επιστήμη ως ανεξάρτητη επιστήμη έχει ιστορία λίγο περισσότερο από έναν αιώνα (Sahrage & Lundbeck, 1992), καθώς στην Ευρώπη αναπτύχθηκε τη δεκαετία του 1880, όταν η αλιευτική παραγωγή στη Βόρεια Θάλασσα μειώθηκε εξαιτίας της μεγάλης έντασης της αλιείας (Sahrage & Lundbeck, 1992). Έτσι, οι επιστημονικές συμβουλές ήταν απαραίτητες για την εξεύρεση νέων αλιευτικών πεδίων και τη διερεύνηση των αιτίων για τη μείωση της αλιευτικής παραγωγής. Έτσι, μετά από ένα διεθνές συνέδριο που έγινε το 1899 στη Στοκχόλμη, αποφασίστηκε η ίδρυση του Διεθνούς Συμβουλίου για την Εξερεύνηση των Θαλασσών (International Council for the Exploration of the Seas, ICES). Το ICES ιδρύθηκε το 1902 και είχε ως στόχο το συντονισμό της αλιευτικής έρευνας στο ΒΑ Ατλαντικό (SAHRAGE & LUNDBECK 1992). Την περίοδο 1905-1914, οι χώρες-μέλη του ICES - Δανία, Γερμανία, Αγγλία, Σκοτία, Νορβηγία, Σουηδία και Ρωσία επικέντρωσαν τις έρευνές τους κυρίως στα αποθέματα της ρέγκας (Clupea harengus) και του μουρουνόγαδου (Gadus morhua). Ήδη από το 1895 υπήρχαν προτάσεις για την υιοθέτηση ενός ελάχιστου εμπορεύσιμου μεγέθους για τα εμπορικά είδη και για την κατασκευή διχτυών τράτας με άνοιγμα ματιού που θα επέτρεπε στα μικρότερα σε μέγεθος άτομα να ξεφεύγουν από αυτό. Οι προτάσεις αυτές δεν υιοθετήθηκαν 4

ποτέ εξαιτίας της έναρξης του 1 ου Παγκόσμιου Πολέμου. Μετά τη λήξη του πολέμου, και στηριζόμενοι στην εμπειρία της ανάκαμψης της αλιευτικής παραγωγής των αποθεμάτων της Β Θάλασσας κατά τη διάρκεια του πολέμου, αναπτύχθηκαν τα πρώτα πληθυσμιακά μοντέλα τα οποία έλαβαν υπόψη την επίδραση της αλιείας. Το 1939 ο ICES διοργάνωσε ένα συνέδριο για την υπεραλίευση, αλλά η έναρξη του 2 ου Παγκόσμιου Πολέμου δεν επέτρεψε, και πάλι, την υιοθέτηση των μέτρων διαχείρισης που προτάθηκαν στο συνέδριο αυτό. Στην αρχική αυτή περίοδο της ανάπτυξης της αλιευτικής επιστήμης έγιναν πολλές μελέτες, τις περισσότερες φορές μέσα στα πλαίσια του συντονισμού της έρευνας που έθεσαν τις βάσεις της σύγχρονης αλιευτικής επιστήμης. Οι πιο σημαντικές από αυτές είναι: 1. Η μελέτη του Δανού Petersen (1891) που αφορά την ανάπτυξη μεθόδων που χρησιμοποιούνται και σήμερα για τη μελέτη της βιολογίας και δυναμικής των ιχθυοπληθυσμών, με πιο γνωστή αυτή για την αναγνώριση ετήσιων κλάσεων από κατά μήκος συνθέσεις (γνωστή και ως μέθοδος Petersen). 2. Οι μελέτες των Edser (1908), Heincke (1913), LEA (1910, 1911, 1913), Lee (1920), Fraser (1916) και Monastyrsky (1926), που αφορούν την ανάπτυξη μεθοδολογίας για την εκτίμηση της ηλικίας και αύξησης. 3. Οι μελέτες του Νορβηγού Hjort (1914, 1926) που είχαν ως στόχο τη διερεύνηση των παραγόντων που είναι υπεύθυνοι για τις διακυμάνσεις των ετήσιων κλάσεων των ιχθυοπληθυσμών και πάνω στις οποίες αργότερα στηρίχτηκαν πολλές μελέτες. Σήμερα, ένας από τους θεμελιωτές της αλιευτικής επιστήμης θεωρείται ο Ρώσος Baranov του οποίου οι εργασίες που δημοσιεύτηκαν στα ρωσικά, από το 1914 έως το 1926, και αφορούσαν τη θεωρία της αλιείας, ήταν τόσο πολύ μπροστά από την εποχή τους ώστε είχαν πολύ μικρή επίδραση στον επιστημονικό κόσμο της εποχής εκείνης (Baranov, 1914, 1918, 1926). Παρόλο που οι εργασίες του Baranov παρέμειναν ουσιαστικά άγνωστες στο δυτικό κόσμο έως το 1938, όταν μεταφράστηκαν από το Russell, έθεσαν τις βάσεις της δυναμικής των αλιευόμενων ιχθυοπληθυσμών. Για το δυτικό κόσμο, όμως, ο Russell (1931) ήταν αυτός που, με την κλασική σήμερα εργασία του πάνω στην υπεραλίευση, προσδιόρισε με ακρίβεια το αντικείμενο της αλιευτικής επιστήμης. Ο Russell θεώρησε ότι η μελλοντική παραγωγή ενός αποθέματος καθορίζεται από: Τα νεοεισερχόμενα άτομα στο απόθεμα (στρατολόγηση), που είναι αποτέλεσμα της αναπαραγωγής, τον αριθμό και το βάρος των ατόμων του αποθέματος, και το ρυθμό με τον οποίο απομακρύνονται τα άτομα του αποθέματος εξαιτίας της φυσικής θνησιμότητας και της αλιείας. Από την εποχή του Russell, η αλιευτική επιστήμη ασχολείται με τον ορισμό του αποθέματος, τη μελέτη της αύξησης, τη στρατολόγηση και τους παράγοντες που την επηρεάζουν, καθώς και την εκτίμηση της φυσικής θνησιμότητας. Η ραγδαία ανάπτυξη της αλιείας μετά το 2 ο Παγκόσμιο Πόλεμο οδήγησε στη δημιουργία πολλών αλιευτικών επιτροπών, συμβουλίων και οργανισμών. Μερικοί από αυτούς τους οργανισμούς δημιουργήθηκαν κάτω από την επίβλεψη του Παγκόσμιου 5

Οργανισμού Τροφίμων (Food and Agricultural Organization, FAO) των Ηνωμένων Εθνών, όπως για παράδειγμα ο οργανισμός που αφορά τη διαχείριση της αλιείας στη Μεσόγειο (General Fisheries Council for the Mediterranean Sea, GFCM), ή επιτροπές, όπως ο διεθνής οργανισμός για τη διατήρηση του Ατλαντικού τόνου (International Commission for the Conservation of Atlantic Tunas, ICCAT), που δημιουργήθηκαν ανεξάρτητα από τον FAO. Ο στόχος όλων των παραπάνω επιτροπών, συμβουλίων και οργανισμών είναι ο συντονισμός της επιστημονικής έρευνας και η συζήτηση των ερευνητικών αποτελεσμάτων στις αντίστοιχες περιοχές ευθύνης των επιτροπών αυτών. 2.3. Περίοδος μετά το 1940 Μετά τον Β Παγκόσμιο πόλεμο, η μελέτη του Russell απετέλεσε τη βάση: (α) της κλασικής, σήμερα, μονογραφίας των Beverton & Holt (1957) στην οποία παρουσιάστηκαν γενικά μοντέλα, που είναι γνωστά ως αναλυτικά μοντέλα, για τη δυναμική των αλιευόμενων ιχθυοπληθυσμών και τη σχέση της δυναμικής με τα αλιευτικά εργαλεία και (β) των κλασικών, σήμερα, μελετών του Schaefer (1954, 1957) και άλλων, στη συνέχεια, ερευνητών, στις οποίες παρουσιάστηκαν μοντέλα που είναι γνωστά ως ολιστικά, που περιγράφουν τη σχέση της αλιευτικής προσπάθειας με την αλιευτική παραγωγή. Επίσης, μετά τον 2 ο Παγκόσμιο Πόλεμο άρχισε η ανάπτυξη και η εξάπλωση της αλιευτικής επιστήμης στις χώρες του Τρίτου Κόσμου. Όμως, πολλές από τις μεθόδους που εφαρμόστηκαν σε είδη των εύκρατων και υποαρκτικών οικοσυστημάτων δεν μπορούσαν να εφαρμοστούν στα είδη των τροπικών και υποτροπικών οικοσυστημάτων, γιατί ο προσδιορισμός της ηλικίας από τις σκελετικές κατασκευές των ψαριών στα οικοσυστήματα αυτά ήταν αδύνατος. Έτσι, πριν από την ανακάλυψη των ημερήσιων δακτυλίων στις σκελετικές κατασκευές των τροπικών και υποτροπικών ψαριών (Pannella, 1971, 1980), η αλιευτική έρευνα στις περιοχές αυτές στηριζόταν αποκλειστικά στην ανάλυση στοιχείων μήκους. Στην Ελλάδα, παρόλο που οι πρώτες μελέτες βιολογίας ψαριών έγιναν στις αρχές του αιώνα, μεγάλης κλίμακας αλιευτικές έρευνες, που είχαν ως αποκλειστικό στόχο την εκτίμηση της κατάστασης των ελληνικών αποθεμάτων και την ορθολογική διαχείρισή τους, άρχισαν να διεξάγονται στα μέσα της δεκαετίας του 1970 (Stergiou et al., 1997). Μέχρι σχετικά πρόσφατα επικρατούσε η αντίληψη ότι η εξαφάνιση ειδών εξαιτίας της αλιείας, μολονότι αυτή προβλέπεται από μερικά αλιευτικά μοντέλα, είναι ένα φαινόμενο μάλλον αδύνατο γιατί η πληθυσμιακή μείωση των ειδών θα οδηγούσε στην απότομη μείωση της αλιευτικής προσπάθειας για λόγους καθαρά οικονομικούς, αφού η αλίευση των ειδών αυτών θα ήταν οικονομικά ασύμφορη (π.χ. Pitcher, 1998, Roberts & Hawkins, 1999). Σήμερα, είναι γνωστό ότι αυτό δεν ισχύει γιατί οι ψαράδες συνεχώς βελτιώνουν τα αλιευτικά εργαλεία τους και σε αρκετές περιπτώσεις μάλιστα χρησιμοποιούν και καταστροφικές για το περιβάλλον μεθόδους (π.χ. δυναμίτη), διευρύνουν τα αλιευτικά πεδία τους και προσανατολίζουν την αλιευτική δραστηριότητά τους σε είδη που συχνά ανήκουν σε χαμηλότερα τροφικά επίπεδα (Pauly et al., 1998, Pitcher, 1998). 6

3. Η ελληνική αλιεία από την ίδρυση του ελληνικού κράτους 1α. Η ελληνική αλιεία από τις αρχές του 20 ου αιώνα μέχρι το 1940 Ένα από τα προβλήματα για τη διερεύνηση των επιπτώσεων της αλιείας στο θαλάσσιο οικοσύστημα αποτελεί το γεγονός πως η παρακολούθηση και η καταγραφή της αλιευτικής δραστηριότητας λαμβάνει χώρα αρκετά μεταγενέστερα από την ανάπτυξη της αλιευτικής εκμετάλλευσης (Sahrage & Lundbeck, 1992). Για το λόγο αυτό η ιστορική διερεύνηση της ελληνικής αλιείας θα αναδείξει τις μεταβολές στη σύνθεση των αλιευόμενων ειδών, των προτύπων εκμετάλλευσης και τυχόν οικοσυστημικών αλλαγών, με σκοπό την ολοκληρωμένη περιγραφή της διαχρονικής δομής και της δυναμικής της ελληνικής αλιείας. Για ένα πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα, μέχρι τα μέσα περίπου του προηγούμενου αιώνα, η αλιευτική δραστηριότητα του ανθρώπου περιοριζόταν κοντά στις ακτές, δηλαδή σε ένα πολύ μικρό τμήμα του θαλάσσιου περιβάλλοντος. Το γεγονός αυτό παρείχε σημαντική προστασία στα θαλάσσια αποθέματα. Η κατάσταση άλλαξε ριζικά όμως όταν οι ατμομηχανές άρχισαν να χρησιμοποιούνται στα αλιευτικά σκάφη, περίπου τη δεκαετία του 1860, αντικαθιστώντας στη συνέχεια σταδιακά τα πανιά (ανεμότρατες). Αυτό είχε ως αποτέλεσμα η αλιεία να επεκταθεί στα ανοικτά νερά. Στην Ελλάδα από την επίσημη ίδρυση του ελληνικού κράτους (1832) (Παπαρρηγόπουλος, 1932) έως το 1910, η αλιευτική πολιτική ήταν περιορισμένη σε ένα μικρό αριθμό Βασιλικών Διαταγμάτων (Πίνακας 1). Κατά τη διάρκεια των ετών 1911-1924 και πριν τη μικρασιατική καταστροφή, η ελληνική αλιεία αποτελεί μια υποτυπώδη βιοτεχνία, η οποία αρχίζει να οργανώνεται και διοικητικά. Η επίσημη έναρξη λειτουργίας του διοικητικού τομέα της ελληνικής αλιείας γίνεται το 1911 με τη σύσταση ειδικού τμήματος αλιείας, το οποίο υπαγόταν στο Υπουργείο Οικονομικών (Τσακάκης, 1950). Η δράση της ελληνικής επιτροπής αλιείας ξεκινάει με τη συμμετοχή της Ελλάδας στο συνέδριο Ωκεανογράφων και Βιολόγων στο Μονακό (1914), στο Μονακό το Φεβρουάριο του 1914 (συμμετοχή του Λάμπρου Κορομηλά, πρεσβευτή της Ελλάδας στη Ρώμη). Στο συνέδριο αυτό τέθηκαν οι βάσεις για τη συμμετοχή της Ελλάδας στην εξερεύνηση της Μεσογείου, με πρώτο σταθμό το πρώτο συνέδριο (17-11-1919) για την εξερεύνηση της Μεσογείου (με συμμετοχές από Ισπανία, Γαλλία, Ιταλία, Ελλάδα, Τουρκία, Τυνησία και Αίγυπτος), όπου τέθηκαν οι βάσεις για τη συμμετοχή της Ελλάδας στην εξερεύνηση της Μεσογείου. Στη συνέχεια (1920), συστάθηκε η ελληνική θαλασσογραφική επιτροπή, που σηματοδότησε την πρώτη ουσιαστική οργάνωση της αλιείας (Τσακάκης, 1950) από έλληνες επιστήμονες και τεχνικούς υπό την εποπτεία του Ιταλού καθηγητή Vinciguerra, ο οποίος κατά τη διάρκεια των ετών 1911-1921 επισκέφτηκε την Ελλάδα τρεις φορές. Παράλληλα, η ανάληψη των καθηκόντων του Υπουργείου Οικονομικών από το Λ. Κορομηλά σηματοδότησαν την πρώτη διοικητική οργάνωση της αλιείας με την παροχή οικονομικών μέσων, την ίδρυση επιστημονικών εργαστηρίων, σχολών και αποστολών στην Ιταλία (Τσακάκης, 1950). Τα βασικά αλιευτικά εργαλεία εκείνης της περιόδου αποτελούσαν τα εργαλεία της παράκτιας αλιείας (παραγάδια, μανωμένα δίχτυα, συρτές, καθετές, γρύπους) και η συρόμενη 7

από τη στεριά τράτα (πεζότρατα), το δίχτυ της οποίας βρίσκονταν μέσα σε κωπήλατες λέμβους (Ανανιάδης, 1962). Ακόμη, στις ελληνικές θάλασσες δραστηριοποιούνταν τράτες ιταλικού τύπου που δεν είχαν μηχανές και η κίνησή τους γίνονταν με πανιά (ανεμότρατες), τα οποία ήταν χρωματιστά (Τσακάκης, 1950). Το γεγονός αυτό οφείλονταν στην παρουσία ιταλικών τρατών από τη Νάπολι και τη Σικελία στο Αιγαίο. Το δίχτυ με το οποίο ήταν εξοπλισμένες οι τράτες έμοιαζε με το δίχτυ που είχαν οι πεζότρατες, με τη διαφορά πως η σύρση γινόταν από δυο σκάφη μαζί που τραβούσαν το καθένα και από μια άκρη (μπάντα) του διχτυού της τράτας (Ανανιάδης, 1962). Ωστόσο, ο τρόπος λειτουργίας της ανεμότρατας (αλιεία μόνο κατά τη διάρκεια της ημέρας) και η κατασκευή του διχτυού δεν ευνοούσαν αποδοτικά την αλιεία, καθώς δαπανιόνταν περισσότερη ενέργεια κατά την αλιευτική δραστηριότητα και ο χρόνος αλιείας ήταν περισσότερος (Ανανιάδης, 1968). Το εργαλείο αυτό σέρνονταν στο βυθό με τον ίδιο ακριβώς τρόπο με τη σημερινή λειτουργία της μηχανότρατας. Στη σύγχρονη εποχή η μηχανότρατα δουλεύει με το σύστημα Vingeron-Dahl, όπου οι πόρτες της μηχανότρατας δεν δένονταν απ ευθείας στις μπάντες, αλλά χωρίζονται από αυτές με ένα συρματόσχοινο 45-90 m. Με τον τρόπο αυτό επιτυγχάνεται αύξηση της επιφάνειας που σαρώνεται στο βυθό και η δημιουργία αναταράξεων στο βυθό που τρομάζει τα ψάρια και τα αναγκάζουν να ακολουθήσουν την οδό προς το εσωτερικό του σάκου της μηχανότρατας. Μετά τον ελληνο-τουρκικό πόλεμο (1922-1924) η μετακίνηση των ελλήνων προσφύγων από τη Μικρά Ασία και τις παράλιες περιοχές του Πόντου (περίπου 1,5 εκ. ατόμων) (Παπαρρηγόπουλος, 1932) στην ελληνική επικράτεια, σύμφωνα με τη συνθήκη της Λωζάννης (Martin, 1924), ενσωματώνουν στον ελληνικό πληθυσμό μια κοινωνία σημαντικά εξαρτώμενη από την αλιεία (Ανανιάδης, 1984). Το γεγονός αυτό οδήγησε στην ανάπτυξη της ελληνικής αλιείας και ευνόησε στη διάδοση νέων τύπων αλιευτικών εργαλείων (γρι-γρι), ιδιαίτερα για την αλιεία των μικρών και μεσαίων πελαγικών ειδών ψαριών (Ανανιάδης, 1968). Παράλληλα, οι πρόσφυγες ενισχύθηκαν οικονομικά από την Επιτροπή Αποκατάστασης Προσφύγων με ενισχύσεις από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (συνολική χρηματοδότηση κατά τη διάρκεια 1924-1930, 15,3 εκ. Αγγλικών λιρών) (Τσακάκης, 1945), με αποτέλεσμα τη δημιουργία ενός σύγχρονου, για την εποχή εκείνη, αλιευτικού στόλου. Το γεγονός αυτό μπορεί να θεωρηθεί ως μια πρώιμη οικονομική επιχορήγηση εκσυγχρονισμού (early capacity-enhancing subsidies: Sumaila et al., 2010). Στον αγροτικό τομέα η μεταρρύθμιση που νομοθετήθηκε το 1917 (Κορδάτος, 1958), καθίσταται μετά το 1924 και την ενσωμάτωση στον ελληνικό πληθυσμό των κατοίκων της Μικράς Ασίας, περισσότερο από ποτέ αναγκαία. Στο πλαίσιο αυτό σημαντικό γεγονός αποτελεί η ίδρυση της Αγροτικής Τράπεζας της Ελλάδας (ΑΤΕ) το 1925, η οποία μετά το 1931 (Ν αρ. 5262/1931) συμπεριέλαβε στις οικονομικές της ενισχύσεις που παρείχε στον αγροτικό τομέα, και τον τομέα της αλιείας (Ανανιάδης, 1968) παρέχοντας, επίσης και δασμολογικές ατέλειες στους αλιευτικούς συνεταιρισμούς. Η εγκαθίδρυση της Β δημοκρατίας στις 24/3/1924 και το Σύνταγμα που δημοσιεύτηκε στις 3/7/1927 (Πίνακας 1), εγγυάται μια προσπάθεια σταθεροποίησης της οικονομίας κατά την περίοδο 1928-1932 (Παπαρρηγόπουλος, 1932). Παράλληλα, η οικονομική ύφεση που 8

παρουσιάζεται στη Δυτική Ευρώπη κατά τη δεκαετία 1920-1930 οδηγούν μεγάλες κερδοφόρες επιχειρήσεις στην Ελλάδα, όπου βρίσκουν πρόσφορο έδαφος (αποκατάσταση προσφύγων, χρηματοδότηση δημόσιων έργων, δάνεια σε ιδιωτικές επιχειρήσεις) (Βεργόπουλος, 1977). Σύμφωνα με στοιχεία της Κοινωνίας των Εθνών, η ελληνική βιομηχανική παραγωγή αυξάνεται στο διάστημα 1928-1938 κατά 68%, παρουσιάζοντας τους υψηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης στον κόσμο μετά τη Σοβιετική Ένωση και την Ιαπωνία (αύξηση της βιομηχανικής παραγωγής στο ίδιο διάστημα κατά 87% και 73%, αντίστοιχα) (Βεργόπουλος, 1977). Αναφορικά με την αλιεία η Ελλάδα εξήγαγε περί 200-250 χιλ οκάδες χελιών ετησίως στη Γερμανία και 60-100 χιλ οκάδες στην Ιταλία κατά τα έτη 1933-1937 (Τσακάκης, 1950). Ωστόσο, η συγκέντρωση της αλιευτικής προσπάθειας ιδιαίτερα στους κλειστούς κόλπους που γειτνιάζουν με τα μεγάλα αστικά κέντρα (Κορινθιακός, Ευβοϊκός και Θερμαϊκός κόλπος) και η εντατικοποίηση της αλιείας είχε ως αποτέλεσμα να ξεκινήσουν, μετά το 1928 και οι πρώτες συζητήσεις για την οργάνωση της αλιείας και της έρευνας των αλιευτικών αποθεμάτων από επιστημονικούς και οικονομικούς κύκλους της χώρας. Οι προσπάθειες αυτές, σύμφωνα με δημοσιεύματα εκείνης της περιόδου (αναφορές Τσακάκης, 1950), σηματοδότησαν την προσφορά οικονομικής βοήθειας από χώρες της Δυτικής Ευρώπης για την οργάνωση του αλιευτικού τομέα. Για το λόγο αυτό συνάπτηκε σύμβαση, που επικυρώθηκε με νόμο (Ν 4762/1930) με εκπρόσωπο οικονομικού ομίλου κεφαλαιούχων από τις χώρες της Αγγλίας, Νορβηγίας, Γαλλίας και Ελβετίας. Ωστόσο, η οικονομική χρεωκοπία της Ελλάδας (1932) (Βεργόπουλος, 1977) ανέστειλε ορισμένες από τις παραπάνω ενέργειες, ενώ άλλες τις καθυστέρησε (Πίνακας 3) και τις μετάθεσε ουσιαστικά μετά το 1936. Η πτώχευση του ελληνικού κράτους, λόγω του εξωτερικού δανεισμού σε συνδυασμό με την παγκοσμιοποιημένη οικονομική κρίση του 1929 (Βεργόπουλος, 1977), είχε ως αποτέλεσμα να ανασταλεί κάθε παροχή οικονομικής βοήθειας από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα (οικονομική ενίσχυση της αλιείας από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα με 120.000 λίρες, 1 λίρα=375 δραχμές σύμφωνα με το νόμο N 4762/1930), αλλά και από την Αγροτική Τράπεζα (Ν 5262/1931) (Τσακάκης, 1950). Το γεγονός αυτό οδήγησε στη μείωση του αριθμού των αλιευτικών σκαφών και των επαγγελματιών αλιέων μεταξύ των ετών 1932 και 1935 (Ανανιάδης, 1984) (μείωση κατά 34,0% και 28,9%, αντίστοιχα) και στη συνεπακόλουθη μείωση της αλιευτικής παραγωγής. Το γεγονός αυτό οδήγησε στη μείωση του αριθμού των αλιευτικών σκαφών και των επαγγελματιών αλιέων (34% και 28.9% λιγότερο, αντίστοιχα, ανάμεσα στη σύγκριση μεταξύ των ετών 1932 και 1935) και συνεπακόλουθα στη μείωση της αλιευτικής παραγωγής (Moutopoulos & Stergiou, 2011). Οι αποτυχημένες προσπάθειες σύναψης δανείου για τον αλιευτικό τομέα ενεργοποίησε την εστίαση της προσοχής των οικονομικών κύκλων της χώρας στην αλιεία (ψηφίσματα αλιευτικών σωματείων για την ανασυγκρότηση της αλιείας, την προστασία των αλιευτικών πεδίων και την αύξηση της αλιευτικής παραγωγής). Χαρακτηριστική, προς αυτήν την κατεύθυνση, είναι η βράβευση το 1932 της Ακαδημίας των Αθηνών της καλύτερης μελέτης για την οργάνωση της αλιείας, ενώ το 1934, ο τότε υπουργός της Εθνικής Οικονομίας 9

Στέφανος Στεφανόπουλος κατέθεσε στη Βουλή νομοσχέδιο «περί ιδρύσεως οργανισμού δια την προαγωγή και την επιστημονικήν οργάνωσιν της αλιείας». Όμως η πολιτική αστάθεια της περιόδου εκείνης (Παπαρρηγόπουλος, 1932 και Κορδάτος, 1955), που έφτασαν μέχρι την επικράτηση της δικτατορίας (1936), δεν επέτρεψαν την ψήφιση αυτού του νομοσχεδίου. Αντίθετα, μετά το 1936, μέσω της οικονομικής βοήθειας που παρείχε η ΑΤΕ, η ελληνική αλιεία εκσυγχρονίζεται με αποτέλεσμα: (α) την προσθήκη μηχανών στα περισσότερα σκάφη, (β) την αύξηση του αριθμού των σκαφών και της χωρητικότητάς τους (κατά 34,2% και 30,7%, αντίστοιχα μεταξύ των ετών 1935-1939) και (γ) την αύξηση του αριθμού των αλιέων (από 5735 το 1936, σε 7618 το 1939, αύξηση 24,7%) (Moutopoulos & Stergiou, 2011). Εντούτοις, η πιστωτική ενίσχυση από την ΑΤΕ κατά τα έτη 1936-1940 ήταν περιορισμένη, καθώς δεν υπήρχαν τα απαιτούμενα οικονομικά κεφάλαια για την επέκταση της πιστωτικής δράσης και οι αλιείς δεν μπορούσαν να εμφανίσουν επαρκή οικονομική δραστηριότητα για να εξασφαλίσουν τις αναγκαίες πιστώσεις. Επίσης την περίοδο 1937-1940 εμφανίζονται και οι πρώτες προσπάθειες για την έρευνα των αλιευτικών αποθεμάτων, καθώς το Γενικό Επιτελείο του Στρατού μελέτησε την κατάσταση της αλιείας και ζήτησε τη ριζική ανασυγκρότηση του κλάδου, ενώ το 1938 το Ανώτατο Οικονομικό Συμβούλιο εξέδωσε μελέτη για την κατάσταση της αλιείας (Τσακάκης, 1950). Αναφορικά με τη συνεταιριστική οργάνωση των επαγγελματιών αλιέων, αυτή ήταν ελλιπής προπολεμικά, καθώς η αλιευτική πίστωση γίνονταν από τους ιχθυεμπόρους, οι οποίοι δάνειζαν τους αλιείς με τη μορφή προαγοράς ή πρακτορεύσεως της αλιευτικής παραγωγής (Ανανιάδης, 1984). Η αλιευτική τάξη κατηγοριοποιούνταν σε τρεις βασικές κατηγορίες: τους ιχθυεμπόρους, αρκετοί από τους οποίους είναι κάτοχοι αλιευτικών σκαφών, κυρίως μηχανοκίνητων, τους ιδιοκτήτες αλιευτικών σκαφών και τους παράκτιους αλιείς που κατέχουν μικρές λέμβους. Στο πλαίσιο αυτό δραστηριοποιούνται δευτερευόντως και άλλες κατηγορίες εργαζομένων, όπως είναι οι ιχθυοπώλεις και οι αλιεργάτες που εργάζονται ως μισθωτοί στις μηχανότρατες και τα γρι-γρι είτε με ημερομίσθιο ή με ποσοστό επί της συνολικής αξίας του αλιεύματος. Για το λόγο αυτό μετά το 1930 αρχίζουν να οργανώνονται τα πρώτα ταμεία προστασίας των αλιέων (Τσακάκης, 1950) (Ν 4759/1930) (Πίνακας 1) σε ορισμένες περιοχές της Ελλάδας. Ειδικότερα, με το νόμο 4759/1930 «περί μεταρρυθμίσεως εις τη νομοθεσία περί δήμων και κοινοτήτων» οι αλιείς του Θερμαϊκού κόλπου, που αποτελούσαν την πολυπληθέστερη ομάδα αλιέων (4000 άτομα) στην Ελλάδα πέτυχαν να διαθέσουν ένα ποσό (10%) από την αξία των ψαριών για το ταμείο προστασίας των αλιέων Θεσσαλονίκης- Χαλκιδικής (Τσακάκης, 1950). Παρόμοιες κινήσεις πραγματοποιήθηκαν και στη Χίο, Σάμο, Μυτιλήνη, Λήμνο και Λευκάδα. Όμως εκτός του ταμείου της Θεσσαλονίκης, τα υπόλοιπα ταμεία είτε δεν λειτούργησαν επαρκώς ή σχεδόν καθόλου. Ο θεσμός αυτός, όμως, θα καταργηθεί με το νόμο 2078 το 1939. Η ΑΤΕ συνέβαλε και στην οργάνωση των συνεταιριστικών οργανώσεων, καθώς είχε τη δυνατότητα να ασκεί και συνεταιριστική δραστηριότητα μετά το 1937. Ειδικότερα, το 1937 στο καταστατικό της ΑΤΕ συμπεριλήφθηκε διάταξη που επέτρεπε στην ΑΤΕ να ασκεί και 10

συνεταιριστική δραστηριότητα. Πριν από το 1937 ο συνεταιρισμός των αλιέων ασκούνταν από τους ιχθυεμπόρους, ενώ κατά τα έτη 1937-1040 η πιστωτική ενίσχυση από την ΑΤΕ ήταν πολύ περιορισμένη, καθώς δεν υπήρχαν τα απαιτούμενα οικονομικά κεφάλαια για την επέκταση της πιστωτικής δράσης και οι αλιείς δεν μπορούσαν να εμφανίσουν επαρκή οικονομική δραστηριότητα για να εξασφαλίσουν τις αναγκαίες πιστώσεις. Στο πλαίσιο αυτό με το νόμο 1168/1944 τροποποιήθηκε το μίσθωμα των ιχθυοτρόφων υδάτων (λιμνοθάλασσες) καθώς επιτράπηκε στους αλιευτικούς συνεταιρισμούς να εκμισθώνουν τις περιοχές αυτές. Έτσι, εκμισθώθηκαν μερικές από τις πιο παραγωγικές λιμνοθάλασσες της Ελλάδας (Μεσολογγίου, Αμβρακικού, Μπουρούς, Έβρου) με ικανοποιητικά αποτελέσματα, με εξαίρεση τα ιχθυοτροφεία του Μεσολογγίου, όπου εμφανίζονται μειονεκτήματα και δυσκολίες για την κάμψη των οποίων απαιτείται πολύ προσπάθεια. 1β. Καταγραφή στοιχείων αλιείας περιόδου 1928-1939 Στην Ελλάδα, η πρώτη επίσημη οργανωμένη προσπάθεια για τη συλλογή αλιευτικών δεδομένων (αλιευτική παραγωγή, αριθμός και τεχνικά χαρακτηριστικά των αλιευτικών σκαφών) καθιερώθηκε τον Απρίλιο του 1928 μέσω Βασιλικού Διατάγματος (ΒΔ 31-3-1925), με το οποίο συστάθηκε η Γενική Στατιστική Υπηρεσία της Ελλάδας (ΓΣΥΕ). Η ΓΣΥΕ δημοσίευε, σε ετήσιες εκδόσεις (ΓΣΥΕ, 1934-1940) για την περίοδο 1928-1939, στοιχεία αλιευτικής παραγωγής ανά είδος ή ομάδες ειδών και αλιευτικής προσπάθειας (αριθμός και χωρητικότητα σκαφών), από 29 λιμεναρχεία (σημειώνονται με κόκκινους κύκλους στην Εικόνα 1), τα οποία καλύπτουν ένα εκτεταμένο δίκτυο 274 λιμένων στην ελληνική επικράτεια εκείνης της περιόδου (Moutopoulos and Stergiou, 2011). Εικόνα 1. Χάρτης των ελληνικών θαλασσών και της χωρικής διαμερισματοποίηση ς από τη Γενική Στατιστική Υπηρεσία της Ελλάδας. Οι κόκκινοι κύκλοι υποδεικνύουν τα 29 λιμεναρχεία συλλογής αλιευτικών δεδομένων για την περίοδο 1928-1939. Με γκρι υποδεικνύονται τα Δωδεκάνησα τα οποία εκείνη την περίοδο βρίσκονται υπό Ιταλική κυριαρχία. 11

Για την περίοδο 1928-1939, η συλλογή των στοιχείων αλιείας κάλυπτε τους βασικούς τομείς της αλιευτικής δραστηριότητας: (α) αλιεία της ανοιχτής θάλασσας (παράκτιες περιοχές, κόλποι και ανοιχτό πέλαγος), (β) τις λιμνοθάλασσες, τις λίμνες και τους ποταμούς) και (γ) τη σπογγαλιεία. Η ευθύνη της συλλογής των στοιχείων ανήκε στα λιμεναρχεία για τις κατηγορίες (α) και (γ) και τις οικονομικές εφορίες για το (β). Αντίστοιχα, για τα (α) και (γ) τα δελτία για τη συλλογή των στοιχείων αποστέλλονται στα κατά τόπους Λιμεναρχεία και τις οικονομικές εφορίες, ενώ για το (β) τα δελτία για τη σπογγαλεία αποστέλλονταν μόνο στα λιμεναρχεία της Αίγινας, του Βόλου, του Κάστρου Λήμνου και της Ύδρας (ΓΣΥΕ, 1929-1939). Επίσης, όσον αφορά τα αλιευτικά εργαλεία που χρησιμοποιήθηκαν περισσότερο εκείνη την εποχή ήταν τα δίχτυα τα οποία χρησιμοποιούνταν περισσότερο στις περιφέρειες των λιμεναρχείων Θεσσαλονίκης, Μυτιλήνης, Σύρου, Χαλκίδας, Αλεξανδρούπολης, Καβάλας, Χίου, Πρέβεζας. Η χρήση της βιντζότρατας ήταν σημαντική στις περιφέρειες των λιμεναρχείων Σύρου, Κέρκυρας, Πατρών, Καλαμών, Θεσσαλονίκης, Βόλου. Τα αμέσως επόμενα περισσότερο χρησιμοποιούμενα εργαλεία ήταν τα παραγάδια, στις περιοχές της Σύρου, Θεσσαλονίκης, Χαλκίδας, Μυτιλήνης, Βόλου, Καλαμών, Χίου. Τα γρι-γρι χρησιμοποιούνταν περισσότερο στις περιφέρειες της Θεσσαλονίκης, Πατρών και Χαλκίδας. Τα δεδομένα της ΓΣΥΕ για την περίοδο 1928-1939 αφορούσαν στοιχεία της αλιευτικής παραγωγής ανά είδος και του αριθμού των σκαφών, της χωρητικότητάς τους και τον αριθμό των αλιέων για όλους τους τύπους των αλιευτικών εργαλείων μαζί από 29 λιμεναρχεία. Επίσης, η ΓΣΥΕ κατέγραφε τον αριθμό των σκαφών ανά τύπο αλιευτικού εργαλείου (μηχανότρατα, γρι-γρι, βιντζότρατα και άλλα παράκτια σκάφη) συνολικά από όλα τα 29 λιμεναρχεία (ΓΣΥΕ, 1934-1940). Αναφορικά με την αλιευτική παραγωγή, την περίοδο 1928-1935 η ΓΣΥΕ κατέγραφε την αλιευτική παραγωγή για 40 αλιευόμενα είδη (33 είδη ψαριών, 3 είδη κεφαλόποδων, 3 είδη δεκαπόδων και μια ομάδα κεφαλοπόδων-δεκαπόδων), ενώ την περίοδο 1936-1939 η παραγωγή καταγράφονταν για 33 είδη (26 είδη ψαριών, 3 είδη κεφαλοπόδων, 3 είδη δεκαπόδων και μια ομάδα κεφαλοπόδων-δεκαπόδων). Η παραγωγή της περιόδου 1936-1939 ανακατανεμήθηκε ταξονομικά από 26 είδη ψαριών στα 33 είδη της περιόδου 1928-1935 χρησιμοποιώντας τη μεθοδολογία που περιγράφεται στους Tsikliras et al. (2007). Αναφορικά με τη χωρική κατανομή της παραγωγής κατά την περίοδο 1928-1935, η δημοσιευμένη παραγωγή ανά είδος προέρχονταν από όλα τα λιμεναρχεία συνολικά, ενώ κατά την περίοδο 1936-1939, η ΓΣΥΕ κατέγραφε την παραγωγή ανά είδος ξεχωριστά για κάθε λιμεναρχείο. Επίσης και στην περίπτωση αυτή η αλιευτική παραγωγή για το σύνολο των ελληνικών θαλασσών την περίοδο 1928-1935 ανακατανεμήθηκε χωρικά λιμεναρχείο σύμφωνα με την χωρική κατανομή της αλιευτικής παραγωγής ανά λιμεναρχείο για την περίοδο 1936-1939 (Moutopoulos and Stergiou, 2011). Αναφορικά με τα στοιχεία των τεχνικών χαρακτηριστικών των σκαφών (ιπποδύναμη) υπάρχουν εκτιμήσεις και όχι πραγματικές τιμές, καθώς οι άδειες αλιείας εκείνης της εποχής δεν κατέγραφαν τα χαρακτηριστικά των μηχανών (Σερμπέτης, 1949α). Επίσης, την περίοδο 12

εκείνη παρατηρήθηκε το φαινόμενο της μη τακτικής συμπλήρωσης των δελτίων από τους αλιείς είτε λόγω απουσίας τον αλιέων από το λιμάνι στο οποίο ανήκαν ή λόγω του ότι δεν εργάζονταν. Για το λόγο αυτό, η ΓΣΥΕ παρέθετε σε μηνιαία βάση ανά λιμεναρχείο το μέγιστο και τον ελάχιστο αριθμό των αλιευτικών σκαφών που εργάστηκαν. Η ανάλυση των στοιχείων έδειξε ότι η συνολική αλιευτική παραγωγή όλων των ειδών και τύπων αλιευτικών εργαλείων κατά την περίοδο 1928-1939 γενικά αυξήθηκε από 4597 t το 1928 σε 17308 t το 1939, με μέγιστο τα 17358 t, το 1938 (Εικ. 2.2α). Το μεγαλύτερο ποσοστό της παραγωγής αποτελούνταν από ψάρια (93,7%), ενώ τα κεφαλόποδα και τα δεκάποδα αντιπροσώπευαν το 4,5% και 1,8% της συνολικής παραγωγής, αντίστοιχα. Ο αριθμός των σκαφών για όλους τους τύπους αλιευτικών εργαλείων αυξήθηκε από 1281 σκάφη, το 1928, σε 2197 το 1939, με μέγιστο τα 2480 σκάφη, το 1932 (Εικ. 2.2β). Η χωρητικότητα των σκαφών (GT) για όλους τους τύπους αλιευτικών εργαλείων σχεδόν διπλασιάστηκε μεταξύ των ετών 1928 (2417 GT) και 1939 (4513 GT) (Εικ. 2.2γ). Κατά την περίοδο 1928-1935 παρατηρήθηκε μια βαθμιαία αντικατάσταση των σκαφών με πανιά και των λέμβων από μηχανοκίνητα σκάφη, για όλους τους τύπους αλιευτικών εργαλείων και μετά το 1936 όλα τα σκάφη που αλίευαν στις ελληνικές θάλασσες είναι εφοδιασμένα με μηχανές (Εικ. 2.2δ). Η αναλογία της παραγωγής σε συνάρτηση με τον αριθμό των σκαφών σχεδόν διπλασιάστηκε μεταξύ των ετών 1928 (3,59 t/σκάφος) και 1939 (7,88 t/σκάφος) (Εικ. 2.2ε). Το ίδιο ίσχυε και την αναλογία της παραγωγής ανά μονάδα χωρητικότητας (από 1,90 t/gt το 1928 σε 3,84 t/gt το 1939). Ο αριθμός των αλιέων αυξήθηκε από 4350 το 1928, σε 7618 το 1939 (Εικ. 2.2στ). Συνολικά, επτά είδη ψαριών (Πίνακας 2) συνεισέφεραν 62.5% της μέσης ετήσιας παραγωγής κατά την περίοδο 1928-1939, με τα Sardina pilchardus και Spicara spp. να αντιπροσωπεύουν το μεγαλύτερο ποσοστό της παραγωγής (18,2% και 15,2%, αντίστοιχα). Οι χρονοσειρές της παραγωγής για τα 40 είδη για την περίοδο 1928-1939 εμφάνισε έντονες διακυμάνσεις και διάφορα πρότυπα τάσεων (Εικ. 3). Ειδικότερα, το Scomber spp. εμφάνισε σημαντική (P<0,05) πολυωνυμική πτωτική τάση, ενώ έξι είδη (Boops boops, Conger conger, Epinephelus marginatus/e. aeneus, Galeorhinus galeus, η κατηγορία των διάφορων ειδών ψαριών και Trachurus spp.) εμφάνισαν σημαντική διακύμανση, χωρίς καμία σημαντική (P>0,05) τάση. Επίσης, έξι είδη (Anguilla anguilla, Merluccius merluccius, Mugilidae, Mullus spp., Octopodidae και S. sarda) εμφάνισαν σημαντικές (P<0,05) εκθετικά αυξητικές τάσεις, έξι είδη (Dentex dentex, E. encrasicolus, E. alexandrinus, Natantia, Sparus aurata και Spicara sp.) εμφάνισαν σημαντικές (P<0,05) γραμμικά αυξητικές τάσεις και τα εναπομείναντα 21 είδη εμφάνισαν σημαντικές (P<0,05) πολυωνυμικά αυξητικές τάσεις (Εικ. 3). Πέντε λιμεναρχεία συνεισφέραν το 52,7% της μέσης ετήσιας παραγωγής για τα έτη 1928-1939 (Θεσσαλονίκη με 16,0%, Πάτρα με 11,7%, Χαλκίδα με 10,0%, Βόλος με 7,9% και Μυτιλήνη με 7,2%) (Πίνακας 3). 13

1928 1929 1930 1931 1932 1933 1934 1935 1936 1937 1938 1939 Αριθμός αλιέων Λόγος παραγωγής αριθμό σκαφών Λόγος μηχ/των σκαφών σύνολο σκαφών Χωρητικότητα σκαφών (σε GT) Αριθμός σκαφών Αλιευτική παραγωγή (σε t) Δ.Κ. Μουτόπουλος - Σημειώσεις Μαθήματος «Ιστορία της Αλιείας» 20000 (α) 12000 4000 3000 (β) 2000 1000 0 6000 4000 2000 0 1.0 0.5 0.0 10 5 (γ) (δ) (ε) Εικόνα 2. (α) Ετήσια παραγωγή, (β) αριθμός των σκαφών, (γ) χωρητικότητα (σε GT), (δ) αριθμός των μηχανοκίνητων σκαφών/συνολικός αριθμός σκαφών (μηχανοκίνητα + μη μηχανοκίνητα σκάφη), (ε) παραγωγή/σκάφος και (στ) παραγωγή/χωρητικότ ητα (t/gt), για όλους τους τύπους εργαλείων μαζί, στις ελληνικές θάλασσες, 1928-1939. 0 10000 (στ) 5000 0 Έτη 14

Πίνακας 2. Μέση ετήσια παραγωγή (σε t) και ποσοστιαία συμμετοχή (%) των ειδών στις ελληνικές θάλασσες κατά τη διάρκεια 1928-1939. Τα επιστημονικά ονόματα των ψαριών είναι σύμφωνα με τη FishBase (www.fishbase.org, Froese and Pauly 2012). Με έντονη γραφή υποδεικνύονται τα πιο άφθονα είδη. Επιστημονικό όνομα Κοινό όνομα Μέση Παραγωγή % Anguilla anguilla Χέλια 10,7 0,1 Boops boops Γόπες 706,8 6,0 Conger conger Μουγκριά 19,2 0,2 Dentex dentex Συναγρίδες 41,4 0,4 Dicentrarchus labrax Diplodus annularis Λαυράκια Σπάροι 31,9 65,7 0,3 0,6 Engraulis encrasicolus Epinephelus alexandrinus Γαύροι Σφυρίδες 647,5 50,4 5,5 0,4 Epinephelus marginatus-epinephelus aeneus Galeorhinus galeus Ροφοί-Βλάχοι Γαλεόι 32,3 11,2 0,3 0,1 Gobius spp. Hommarus gammarus Γοβιοί Αστακοί 6,9 17,2 0,1 0,1 Lithognathus mormyrus Loligo sp. Μουρμούρες Καλαμάρια 26,8 67,7 0,2 0,6 Merluccius merluccius Mugilidae Βακαλάοι Κέφαλοι 458,0 212,0 3,9 1,8 Mullus spp. Natantia Μπαρμπούνια-Κουτσομούρες Γαρίδες (λοιπές) 797,2 93,3 6,8 0,8 Nephrops norvegicus Oblada melanura Καραβίδες Μελανούρια 63,6 55,3 0,5 0,5 Octopodidae Χταπόδια 270,0 2,3 Osteichthyes Διάφορα είδη ψαριών 1527,5 12,9 Other cephalopods-crustaceans Διάφορα δεκάποδα-κεφαλοειδή 33,3 0,3 Pagellus erythrinus Λιθρίνια 298,5 2,5 Pagrus pagrus Raja spp. Φαγκριά Σαλάχια 51,7 121,6 0,4 1,0 Sarda sarda Παλαμίδες-Λακέρδες 689,5 5,8 Sardina pilchardus Σαρδέλλες 2190,8 18,6 Sardinella aurita Φρίσσες 54,3 0,5 Scomber spp. Κολιοί-Σκουμπριά 204,5 1,7 Scorpaenidae Scyliorhinus spp.-mustellus spp. Σκορπιοί Σκυλόψαρα-Δροσίτες 104,3 162,5 0,9 1,4 Sepia officinalis Seriola dumerili Σουπιές Μαγιάτικα 165,5 2,0 1,4 0,0 Serranus hepatus Solea spp. Πέρκες Γλώσσες 7,5 27,9 0,1 0,2 Sparus aurata Τσιπούρες 62,3 0,5 Spicara spp. Μαρίδες-Τσέρουλες 1801,6 15,3 Trachurus spp. Tuna-like fish Σαφρίδια Τοννόπουλα-Θύννοι 584,7 30,6 5,0 0,3 Σύνολο 11805,6 Πίνακας 3. Ετήσια παραγωγή (σε t) ανά λιμεναρχείο (Εικ 1) για τις ελληνικές θάλασσες, 1928-1939. Λιμεναρχεία Μέση Μέση Λιμεναρχεία παραγωγή παραγωγή Αίγινα Αλεξανδρούπολη 330,8 520,3 Κέα Λαύριο 10,2 333,0 Άνδρος Αργοστόλι 61,0 85,5 Λευκάδα Μυτιλήνη 68,9 836,1 Χαλκίδα Χανιά 1166,8 281,9 Κάστρο Λήμνου Πάτρα 154,7 1364,1 Χίος Κέρκυρα 315,6 230,4 Πειραιάς Πρέβεζα 453,8 144,7 Ηράκλειο Ύδρα 192,6 22,3 Σάμος Σπέτσες 214,0 193,5 Ίσθμια Ιθάκη 253,3 14,8 Σύρος Θεσσαλονίκη 569,4 1872,2 Καλαμάτα Καβάλα 249,9 743,6 Βόλος Ζάκυνθος 925,2 80,8 Συνολική παραγωγή 11689,2 15

Εικόνα 3. Ετήσια παραγωγή (σε t) για 40 είδη ή ομάδες ειδών, που καταγράφηκαν από τη Γενική Στατιστική Υπηρεσία της Ελλάδας, στις ελληνικές θάλασσες, 1928-1939. Αναφορικά με την ποιότητα των δεδομένων από τη της ΓΣΥΕ, η απότομη αύξηση του λόγου του αριθμού των μηχανοκίνητων σκαφών προς το συνολικό αριθμό των σκαφών που καταγράφει η ΓΣΥΕ τα έτη 1935 και 1936 (Εικόνα 2δ), πιθανά να οφείλεται και σε αλλαγή του μηχανισμού καταγραφής των στοιχείων από τη ΓΣΥΕ. Το γεγονός αυτό ενισχύεται και από τις αλλαγές στην ταξονομική και στη χωρική ανάλυση των δεδομένων ανάμεσα στις περιόδους 1928-1935 και 1936-1939 (40 καταγεγραμμένα είδη για ολόκληρη την επικράτεια έναντι των 33 καταγεγραμμένων ειδών ανά λιμεναρχείο, αντίστοιχα). Είναι πιθανό να υπήρξε μια αλλαγή του δειγματοληπτικού σχεδιασμού από τη ΓΣΥΕ, η οποία να επηρέασε και την ποιότητα των καταγραφών, σε μια περίοδο έντονης πολιτικής αστάθειας και αλλαγής του πολιτεύματος (Πίνακας 1). Το πλαίσιο της βελτίωσης της ποιότητας των στοιχείων 16

παραγωγής είχε απασχολήσει από την περίοδο εκείνη της επίσημες αρχές. Για το σκοπό αυτό τον Απρίλιο του 1931 η ΓΣΥΕ απεύθυνε διαταγή προς τις Αστυνομικές Αρχές των κυριοτέρων πόλεων προκειμένου να διερευνηθεί η καταναλισκόμενη ποσότητα ψαριών το προηγούμενο έτος (ΓΣΥΕ, 1928-1939). Επίσης, την περίοδο εκείνη παρατηρήθηκε το φαινόμενο της μη τακτικής συμπλήρωσης των δελτίων από τους αλιείς είτε λόγω απουσίας τον αλιέων από το λιμάνι στο οποίο ανήκαν ή λόγω του ότι δεν εργάζονταν. Το γεγονός αυτό επηρέαζε την καταγραφή των δεδομένων, κυρίως της καταμέτρησης των αλιευτικών σκαφών. Για το λόγο αυτό η ΓΣΥΕ παρέθετε σε μηνιαία βάση και σε κάθε λιμεναρχείο το μέγιστο και τον ελάχιστο αριθμό των αλιευτικών σκαφών που εργάστηκαν. 1γ. Συμπεράσματα της ελληνικής αλιείας την περίοδο 1928-1939 Η αλιευτική παραγωγή από τα επίσημα δεδομένα της ΓΣΥΕ έδειξε ότι κατά την περίοδο του μεσοπολέμου (1928-1939) η μέση ετήσια παραγωγή ήταν κατά 11,3 φορές μικρότερη συγκρινόμενη με τη μέγιστη παραγωγή της ελληνικής αλιείας το 1994. Αυτό οφείλεται σε ένα ή περισσότερους από τους παρακάτω παράγοντες: (α) την ύπαρξη ενός μεγάλου ποσοστού μη μηχανοκίνητων σκαφών (την περίοδο 1928-1931 μηχανές διαθέτουν το 5,8% και 19,4% των σκαφών του γρι-γρι και της μηχανότρατας, αντίστοιχα) και του συνόλου των σκαφών της παράκτιας αλιείας (ΓΣΥΕ, 1935), (β) στο μικρό μέγεθος και χωρητικότητα των αλιευτικών σκαφών (το 1938 περισσότερο από το 90% του αριθμού των μηχανοτρατών είχαν χωρητικότητα που κυμαίνονταν από 1-20 κόρους, ενώ παρόμοιο σχεδόν ποσοστό αντιπροσώπευαν οι μηχανότρατες με χωρητικότητα μεγαλύτερη από 15 κόρους το 1956 (Ανανιάδης, 1962) και μεγαλύτερη από 30 κόρους την περίοδο 1991-2007 (Κονδυλάκης, 2012), (γ) στην απουσία επιδοτήσεων για την ενίσχυση του κλάδου και (δ) στην απουσία τοπικών συνεταιρισμών των αλιέων (Σερμπέτης, 1949α). Λόγω των παραπάνω, η ελληνική αλιεία την περίοδο 1928-1949 χαρακτηρίζεται από μικρό αριθμό εξοπλισμένων αλιευτικών σκαφών (Ανανιάδης, 1984), των οποίων η επιχειρησιακή διασπορά ήταν περιορισμένη. Αν και τα αλιευτικά σκάφη σταδιακά εκσυγχρονίζονταν, εντούτοις ο αλιευτικός τομέας βρίσκονταν σε κακή κατάσταση και ιδιαίτερα αυτός της μικρής παράκτιας αλιείας, καθώς το 70% των παράκτιων σκαφών ήταν εφοδιασμένα με πρωτόγονα μέσα (Ανανιάδης, 1968). Η αλιεία συχνά πραγματοποιούνταν σε γειτνίαση με τα σημαντικότερα λιμάνια και πόλεις και σπάνια εκτείνονταν: (α) χωρικά σε πιο απομακρυσμένες περιοχές και σε βάθη μεγαλύτερα των 100 m (πριν 1928) και των 200 m (μέχρι το 1950) (Ανανιάδης, 1984) και (β) χρονικά σε περισσότερες από 150-170 ημέρες αλιείας το χρόνο (1938) (Σερμπέτης, 1949, Ananiadis, 1970) σε σύγκριση με τις περίπου 240 ημέρες το χρόνο στα μέσα της δεκαετίας του 1990 (Anonymous, 2001). Η μικρή χωρικά και χρονικά διασπορά της ελληνικής αλιείας οφείλονταν στο ότι τα αλιευτικά σκάφη είχαν περιορισμένη ισχύ και εξοπλισμό, γεγονός που δρούσε αποτρεπτικά στο να παραμένουν για μεγάλο χρονικό διάστημα στη θάλασσα, χωρίς να επιβαρύνεται η κατάσταση των αλιευμάτων (έλλειψη σε ψυγεία και μηχανές πάγου) (Ananiadis, 1984). 17

Η απουσία ενός οργανωμένου δικτύου διανομής (ιχθυόσκαλες, οδικό και θαλάσσιο δίκτυο) (Σερμπέτης, 1949α) είχε ως αποτέλεσμα: (α) η μεταφορά των ψαριών στα μεγάλα αστικά κέντρα να γίνεται από τους ίδιους τους αλιείς, με αποτέλεσμα σημαντικές ποσότητες να μην φθάνουν στον καταναλωτή (Ανανιάδης, 1984), (β) το μη συμμετρικό εφοδιασμό σε ψάρια σε όλη την ελληνική επικράτεια, με αποτέλεσμα να δημιουργείται συσσώρευση προϊόντων σε ορισμένα αστικά κέντρα, ενώ στο εσωτερικό της χώρας να υπάρχει διαρκής έλλειψη αλιευμάτων (Σερμπέτης, 1949α,β) και (γ) οι εποχικές διακυμάνσεις της αλιευτικής παραγωγής δημιουργούσαν περιοδικές διακυμάνσεις διαθεσιμότητας των αλιευμάτων, με αποτέλεσμα την αστάθεια των τιμών, το μειωμένο κέρδος για τον παραγωγό και την απόρριψη των αλιευμάτων (Σερμπέτης, 1949α,β). Στα παραπάνω σημαντικό ρόλο διαδραματίζει και ο μικρός αριθμός μεταποιητικών μονάδων (τρεις μονάδες κατά την περίοδο 1928-1939 σε Θεσσαλονίκη, Β. Εύβοια και Λήμνο και περισσότερες από 50 μετά το 1965) (Ανανιάδης, 1968, Παπαναστασίου, 1990), που είχε ως αποτέλεσμα ένα ποσοστό των εμπορικών αλιευμάτων να μην προσεγγίζει τις ιχθυαγορές και να απορρίπτεται (περίπου το 8% της συνολικής παραγωγής: Ανανιάδης, 1968). Έτσι, το κενό της εγχώριας αλιευτικής παραγωγής καλύπτεται από τις εισαγωγές αλιευτικών προϊόντων, οι οποίες αυξάνονται σημαντικά (αύξηση 170%) ανάμεσα στα έτη 1938 και 1948 (Σερμπέτης, 1949α,β). Η αλιευτική παραγωγή της Ελλάδας αντιπροσώπευε το 45% της συνολικής κατανάλωσης αλιευμάτων (περίοδος 1933-1937) (Τσακάκης, 1950) και το 10,2% της συνολικής Μεσογειακής παραγωγής (1938) (Ανανιάδης, 1984), ποσοστό που αυξάνεται μετά το τέλος του Β Παγκοσμίου Πολέμου (1953) σε 12,1% (Ανανιάδης, 1984). Η ετήσια κατά κεφαλή κατανάλωση των εγχώριων αλιευμάτων ανήλθε σε 4,9 kg/άτομο (1938), ενώ για το σύνολο των αλιευμάτων (εγχώριων και εισαγόμενων αλιευμάτων) έφθανε τα 8 kg/άτομο. Εντούτοις, για να καλυφθεί η ζήτηση γίνονταν εισαγωγές αλιευμάτων σε ποσοστό 58,9% της αλιευτικής παραγωγής (1938) (Σερμπέτης, 1949α). 2α. Η ελληνική αλιεία την περίοδο 1940-1949 Ο δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος (Β ΠΠ) (1940-1945) καθυστέρησε κάθε προσπάθεια εκσυγχρονισμού της ελληνικής αλιείας που ξεκίνησε μετά το 1936 (Πίνακας 1) και επανέφερε την ελληνική αλιεία στην κατάσταση που βρίσκονταν κατά την περίοδο πριν το 1928. Το γεγονός αυτό οφείλεται, στο ότι το 65%-70% των αλιευτικών σκαφών καταστράφηκαν ή μεταφέρθηκαν στη Μέση Ανατολή (κυρίως τα σκάφη της μηχανότρατας), ή συμμετείχαν στις πολεμικές επιχειρήσεις (Ανανιάδης, 1968). Παράλληλα, τα γρι-γρι δεν μπορούσαν να εργαστούν λόγω των συχνών βομβαρδισμών, ενώ καταστράφηκε ο εξοπλισμός της αλιείας, κυρίως λόγω της μη ανανέωσής του κατά τη διάρκεια του πολέμου (Σερμπέτης, 1949α). Έτσι κατά τη διάρκεια του Β ΠΠ, η μηχανοκίνητη αλιεία είχε σταματήσει να αλιεύει και μόνο λίγοι παράκτιοι αλιείς παρουσίαζαν μικρή παραγωγή, η οποία εκτιμήθηκε κατά προσέγγιση (Εικ. 4). Λόγω της άμεσης ανάγκης σε τρόφιμα, το δεύτερο εξάμηνο του 1941 ανέλαβε πρωτοβουλία η Διεύθυνση Τεχνικής Οργάνωσης Αλιείας του Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας για τον επισιτισμό του πληθυσμού, προκειμένου να συντηρήσει ένα μέρος του 18

Αλιευτική παραγωγή (σε t) Δ.Κ. Μουτόπουλος - Σημειώσεις Μαθήματος «Ιστορία της Αλιείας» πληθυσμού κατά τα έτη 1942-1943 (Τσακάκης, 1950). Επίσης, κατά τους πρώτους μήνες μετά τη λήξη του Β ΠΠ κυριαρχούσε η παράνομη αλιεία και ειδικότερα η αλιεία με δυναμίτη, λόγω της αφθονίας του από την εγκατάλειψη του υλικού από τα στρατεύματα (Σερμπέτης, 1949α). 40000 20000 0 Συνολική αλιευτική παραγωγή Θαλάσσια αλιεία 1940 1941 1942 1943 1944 1945 1946 1947 1948 1949 Έτη Η κύρια προσπάθεια ανάπτυξης της ελληνικής αλιείας ξεκίνησε συστηματικά μετά το τέλος του Β ΠΠ μέσα από την οικονομική ενίσχυση από διεθνείς οργανισμούς (Πίνακας 3). Ένα ποσοστό αυτής της βοήθειας (12,1%) κατευθύνθηκε στον αλιευτικό τομέα (Ανανιάδης, 1968) για την ανασυγκρότηση του αλιευτικού τομέα (αγορά σκαφών, εργαλείων, μηχανών κατασκευής διχτυών, ίδρυση μονάδων μεταποίησης, παγοποιεία). Η χρηματοδότηση αυτή ήταν σε απόλυτους αριθμούς μεγαλύτερη ακόμη και από το διπλάσιο ποσό της χρηματοδότησης που δόθηκε στον αλιευτικό τομέα κατά την περίοδο του μεσοπολέμου (1924-1939) (Σερμπέτης, 1949β) και στήριξε την ανάπτυξη της αλιείας στη δύσκολη μεταπολεμική περίοδο (1946-1949). Παράλληλα, η ΑΤΕ ξεκίνησε (1945-1956) να επιδοτεί τον τομέα της αλιείας, αλλά και να οργανώνει τους επαγγελματίες αλιείς σε συνεταιρισμούς σε ολόκληρη την επικράτεια. Ειδικότερα, οι επιδοτήσεις των διεθνών οργανισμών προς την Ελλάδα ξεκίνησαν το 1945 με την αποστολή των Ηνωμένων Εθνών (United Nations for Relief and Rehabilitation Agency, UNRRA), συνεχίστηκε τη διετία 1947-1949 με την υλοποίηση του δόγματος Truman και τη διάδοχό της ECA/G (Διεύθυνση Οικονομικής Συνεργασίας) που διαχειριζόταν τα κονδύλια του επερχόμενου σχεδίου Μάρσαλ, που θα χρηματοδοτούσε το ελληνικό κράτος την περίοδο 1949-1953 (Βετσόπουλος, 2007). Παράλληλα, η Αγροτική Τράπεζα της Ελλάδας (ΑΤΕ) ξεκίνησε την περίοδο 1945-1956 να επιδοτεί (με συνολικό ποσό που ξεπέρασε τα 57.000.000 δρχ) τον τομέα της αλιείας, αλλά και να οργανώνει μέσω της Υπηρεσίας Συνεταιρισμών της ΑΤΕ τις διάφορες κατηγορίες των ψαράδων σε όλα τα διαμερίσματα της χώρας σε συνεταιρισμούς. Η αμερικανική βοήθεια προς την Ελλάδα διήρκησε από το 1947 έως το 1954, αλλά οι επιδοτήσεις δαπανών συνεχίστηκαν μέχρι τις αρχές της επόμενης δεκαετίας. Αυτό οφείλεται στο γεγονός πως από το συνολικό ποσό που διατέθηκε (11981 δις. 19 Εικόνα 4. Ετήσια αλιευτική παραγωγή (σε t) την περίοδο 1940-1949. Οι μαύροι κύκλοι υποδεικνύουν την αλιευτική παραγωγή από ολόκληρη την ελληνική επικράτεια (λιμνοθάλασσες, εσωτερικά ύδατα και θαλάσσια αλιεία) και οι άσπροι κύκλοι υποδεικνύουν τη θαλάσσια αλιευτική παραγωγή.

δρχ) έμειναν αδιάθετα το 37,3% του συνόλου της βοήθειας (περίπου 4458 δις. δρχ), τα οποία χρησιμοποιήθηκαν για να καλυφθεί το έλλειμμα του προϋπολογισμού και να συγκρατηθεί ο πληθωρισμός. Τα αδιάθετα αυτά ποσά αποδεσμεύτηκαν αργότερα προκειμένου να γίνουν τα μεγάλα αναπτυξιακά έργα της χώρας τόσο στα μέσα της δεκαετίας του 1950 όσο και στις αρχές της δεκαετίας του 1960 (Βετσόπουλος, 2007). Για την ανάπτυξη του αλιευτικού τομέα διατέθηκαν μέσω της UNRRA αλιευτικά εφόδια ύψους περίπου 23 δις δραχμές (Σερμπέτης, 1949β) και κατά άλλες πηγές 38 δις δραχμές (Τσακάκης, 1950), ενώ επιπλέον χορηγήθηκαν στους αλιείς δάνεια για την αξιοποίηση των παραπάνω εφοδίων μέχρι του συνολικού ποσού των 20 δις δραχμών. Μεταξύ αυτών περιλαμβάνονται και 12 μεγάλα πλοία της ανοικτής θάλασσας τα οποία δόθηκαν στους Αλιευτικούς Συνεταιρισμούς, εκτός από ένα το οποίο δόθηκε στο Ελληνικό Υδροβιολογικό Ινστιτούτο (Ρόδος) για τη διεξαγωγή επιστημονικών ερευνών. Με τις επιδοτήσεις αυτές έγινε η ανασυγκρότηση του αλιευτικού τομέα (αγορά σκαφών, εργαλείων, μηχανών κατασκευής διχτυών, ίδρυση μονάδων μεταποίησης, παγοποιεία), ιδιαίτερα μετά το Β εξάμηνο του 1945. Ωστόσο, η καθυστέρηση στην αποδέσμευση και απορρόφηση των ενισχύσεων (Βετσόπουλος, 2007), είχε ως αποτέλεσμα τα πρώτα εφόδια για την αλιεία να φθάσουν εντός του 1946 και κατά το πρώτο εξάμηνο του 1947, με αποτέλεσμα η αλιευτική παραγωγή του 1946 να παραμείνει στα ίδια επίπεδα με αυτή κατά τη διάρκεια του Β ΠΠ (Εικ. 3) και να προσεγγιστεί ο αριθμός των σκαφών που αλίευαν προπολεμικά (περίπου 2500 σκάφη μέσης και παράκτιας αλιείας) (Σερμπέτης, 1949α). Στις λίμνες και τις λιμνοθάλασσες η αλιευτική παραγωγή το 1947 βρίσκεται στα ίδια επίπεδα με προπολεμικά (Σερμπέτης, 1949α). Ωστόσο, παρά το γεγονός ότι το ελληνικό κράτος, μέσω της ΑΤΕ, βοήθησε σημαντικά την ανάπτυξη του αλιευτικού τομέα, το γεγονός της υπαγωγής του κλάδου στο Υπουργείο Βιομηχανίας (όπως και την εποπτεία των συνεταιρισμών μετά το 1958), ενός υπουργείου που έχει ως προτεραιότητες την εκμετάλλευση του ανόργανου και καλλιεργήσιμου δυναμικού, δυσχεραίνει την ορθή λειτουργία ενός παραγωγικού κλάδου, όπως είναι ο αλιευτικός (Ανανιάδης, 1948). Επίσης, με την προσάρτηση των Δωδεκανήσων (1948) στην υπόλοιπη Ελλάδα, η ελληνική αλιεία επεκτάθηκε σε νέα αλιευτικά πεδία και αύξησε την παραγωγή της, ειδικότερα της σπογγαλιείας, καθώς το σημαντικότερο λιμάνι συγκέντρωσης σπόγγων ήταν η Κάλυμνος, η οποία συγκέντρωνε το 2/3 της συνολικής σπογγοπαραγωγής από τις ελληνικές θάλασσες. Άλλα σημαντικά λιμάνια ήταν η Λήμνος (23,1%), ο Πειραιάς (3,0%) που συγκέντρωνε τις παραγωγές από την Ύδρα και την Αίγινα. Το 1965 η παραγωγή παρουσιάζει μείωση μεγαλύτερη (22%) από τη μείωση του προσωπικού (5%), γεγονός που ίσως φανερώνει τη μείωση των αποθεμάτων σπόγγων από την υπεραλίευση. Παράλληλα, η μείωση της παραγωγής σπόγγων οφείλεται και στη μείωση της συμμετοχής των σπογγαλιευτικών σε ξένες θάλασσες (από το 59% επί της συνολικής παραγωγής το 1948 σε 35% το 1963). Προπολεμικά από όλα σχεδόν τα παράλια των μεσογειακών χωρών (Αίγυπτος, Λιβύη, Τυνησία, Συρία, Τουρκία και Κύπρος) η ελληνική σπογγαλιεία απέδιδε σημαντική παραγωγή. 20

Μεταπολεμικά, η ελληνική σπογγαλιεία περιορίστηκε στη Λιβύη, Αίγυπτο και Κύπρο, αλλά το υψηλό μίσθωμα, ειδικά για τις βορειο-αφρικάνικές χώρες, (15% του αλιεύματος) επιβαρύνουν το κόστος της σπογγαλιευτικής παραγωγής (Ανανιάδης, 1968, 1984). Παράλληλα, η ΑΤΕ συνέβαλε και στην οργάνωση των συνεταιριστικών οργανώσεων, καθώς είχε τη δυνατότητα να ασκεί και συνεταιριστική δραστηριότητα, με αποτέλεσμα ο αριθμός των αλιευτικών συνεταιρισμών στην ελληνική επικράτεια να υπερτριπλασιαστεί την περίοδο 1945-1949 (από 49 στο τέλος του 1944 σε 165 στο τέλος του 1948 Σερμπέτης, 1949β). Επίσης, το 1946 ιδρύθηκε και το πρώτο Ινστιτούτο Υδροβιολογικών Ερευνών από την Ακαδημία των Αθηνών (η λειτουργία του οποίου τερματίστηκε το 1953), ενώ το 1948 παραχωρήθηκε στο Εργαστήριο Αλιευτικών Ερευνών το πρώτο σκάφος αλιευτικών ερευνών, αλλά λόγω ελλείψεων των πιστώσεων καθυστέρησε η έναρξη της λειτουργίας του. Το 1946 ιδρύθηκε μικρός πειραματικός σταθμός για την καλλιέργεια οστράκων κοντά στην Αθήνα με ικανοποιητικά αποτελέσματα (Σερμπέτης, 1949β). 2β. Καταγραφή στοιχείων αλιείας περιόδου 1940-1949 Η καταγραφή των στοιχείων κατά τη διάρκεια του Β Παγκοσμίου Πολέμου (Β ΠΠ) και για μερικά χρόνια μετά (1940-1949) συνεχίστηκε από τη Γενική Διεύθυνση Αλιείας (Υπουργείο Βιομηχανίας) σε συνεργασία με τους αλιευτικούς συνεταιρισμούς και την Αγροτική Τράπεζα της Ελλάδας (Ανανιάδης, 1968, Σερμπέτης, 1949α). Οι δηλώσεις της αλιευτικής παραγωγής της θαλάσσιας αλιείας υποβάλλονταν μέσω των κατά τόπους λιμενικών αρχών. Οι δηλώσεις της αλιευτικής παραγωγής στα εσωτερικά ύδατα υποβάλλονταν μέσω του Οικονομικού Εφόρου της περιοχής, ενώ των αλιέων της θάλασσας μέσω των κατά τόπους λιμενικών αρχών. Μετά τη λήξη του πολέμου η Διεύθυνση Αλιείας σε συνεργασία με την ΕΣΥΕ χρησιμοποίησαν νέες πηγές για την συλλογή των αλιευτικών στοιχείων μέσω των αλιευτικών συνεταιρισμών και των παρατηρητηρίων που δημιουργήθηκαν σε σημαντικά αλιευτικών κέντρα. Ειδικότερα, τα στοιχεία που προέρχονται από το Θερμαϊκό, το Σαρωνικό και τον Ευβοϊκό καταγράφονται με μεγαλύτερη λεπτομέρεια από τις υπηρεσίες της Ιχθυόσκαλας σε συνεργασία με το Εργαστήριο Αλιευτικών Ερευνών στη Θεσσαλονίκη, ενώ στην Αθήνα και τον Πειραιά από ειδικό υπάλληλο σε θέματα Στατιστικής Έρευνας. Τα, μέχρι στιγμής διαθέσιμα δημοσιευμένα στοιχεία προέρχονται από αναφορές του Ανανιάδη (1968) και του Εργαστηρίου Αλιευτικής Τεχνολογίας (Σερμπέτης, 1949α) και αφορούν δεδομένα της συνολικής αλιευτικής παραγωγής (για όλους τους τύπους των αλιευτικών σκαφών και όλα τα είδη μαζί) σε ολόκληρη την ελληνική επικράτεια (λιμνοθάλασσες, εσωτερικά νερά και θαλάσσια αλιεία) για τα έτη 1940-1949. Η εκτίμηση της παραγωγής από τη θαλάσσια αλιεία προήλθε από τον πολλαπλασιασμό της με το συντελεστή 0,755, ο οποίος αποτελεί το λόγο της αλιευτικής παραγωγής των ελληνικών θαλασσών προς τη συνολική αλιευτική παραγωγή σύμφωνα με τα στοιχεία της ΓΣΥΕ για το έτος 1939. Ο Ανανιάδης (1962) αναφέρει ότι σύμφωνα με το δελτίο που δημοσίευσε η Διεύθυνση Αλιείας του Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας για το έτος 1948, η αλιευτική παραγωγή το 21

1938 ήταν 25000 τόνους. Η ποσότητα αυτή περιλαμβάνει την παραγωγή των λιμνών και των λιμνοθαλασσών, των οποίων η συμμετοχή το 1938 αντιπροσώπευε το 25% της συνολικής παραγωγής (εκτίμηση που συμφωνεί με τα δεδομένα και του Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας και της ΕΣΥΕ). Έτσι, το 75% της συνολικής παραγωγής των 25000 (περίπου 18750 τόνοι) προσεγγίζει την παραγωγή της θαλάσσιας αλιείας που εκτίμησε η ΕΣΥΕ το 1938 (17269 τόνους). Έτσι, η συνολική αλιευτική ποσότητα που εκτιμά το Υπουργείο για το 1948 (33660 τόνοι) μπορεί να θεωρηθεί ως αξιόπιστη και με βάση την αναλογία της θαλάσσιας αλιείας να εκτιμηθεί η ποσότητα του 1948. Η συνολική παραγωγή της ελληνικής αλιείας (λιμνοθάλασσες, εσωτερικά νερά και θαλάσσια αλιεία) κατά την περίοδο 1940-1949 κυμάνθηκε από 20000 t την περίοδο 1940-1946 έως 38000 t το 1949 (Εικ. 4). Πολλαπλασιάζοντας τις ετήσιες παραγωγές των ετών 1940-1949 με το λόγο 0,755, ο οποίος αντιπροσωπεύει την παραγωγή της θαλάσσιας αλιείας προς τη συνολική αλιευτική παραγωγή σύμφωνα με τα στοιχεία της ΓΣΥΕ για το έτος 1939, η παραγωγή της θαλάσσιας αλιείας κατά την περίοδο 1940-1949 κυμάνθηκε από 15106 t (1940-1946) έως 28541 t (1949) (Εικ. 4). Ο αριθμός των αλιέων μέχρι τη δεκαετία του 1950 δεν ήταν ακριβώς γνωστός, για λόγους που οφείλονται στον πόλεμο, στη μετακίνηση των πληθυσμών και στην εποχικότητα της αλιευτικής δραστηριότητας των αλιέων (πολλοί αλιείς τη θερινή περίοδο εργάζονταν στα γρι-γρι, ενώ τη χειμερινή αλιεύουν με μικρές λέμβους), με αποτέλεσμα να υπάρχει μια εκτίμηση του αριθμού των αλιέων για το 1948 (περίπου 26600 άτομα). Η εκτίμηση αυτή βασίστηκε στα νηολογημένα αλιευτικά σκάφη ανά περιφέρεια. Πολλοί αλιείς τη θερινή περίοδο εργάζονταν στα γρι-γρι ενώ τη χειμερινή αλιεύουν με μικρές λέμβους. (Σερμπέτης, 1949α,β). 2γ. Συμπεράσματα της ελληνικής αλιείας την περίοδο 1940-1949 Η σύγκριση του αλιευτικού στόλου πριν (1938) και μετά το Β Παγκόσμιο Πόλεμο (1955) έδειξε ότι σημειώθηκε σημαντική αύξηση στον αριθμό των σκαφών (11.6%), στην ιπποδύναμη των μηχανών (198%) και στην χωρητικότητα (107,2%) (Ανανιάδης, 1968). Ειδικότερα, ανά τύπο αλιευτικού εργαλείου η αύξηση του αριθμού των μηχανοτρατών ήταν κατά πολύ μεγαλύτερη (109%) από την αύξηση του αριθμού των βιντζοτρατών (52%) (Anandiadis, 1970) και των γρι-γρι (40%), που οφείλεται στο γεγονός ότι οι ιδιοκτήτες πολλών γρι-γρι τα μετέτρεψαν σε μηχανότρατες (Σερμπέτης, 1949). Ωστόσο, η ελληνική αλιεία μέχρι το 1949 χαρακτηρίζεται από πρωτόγονα μέσα, τόσο στην επιχειρησιακή της δράση όσο και στο δίκτυο διαμονής των αλιευτικών προϊόντων. Ειδικότερα, το σύστημα μεταφοράς στα κεντρικά λιμάνια διακίνησης αλιευμάτων η και η έλλειψη οργάνωσης του χονδρικού εμπορίου των αλιευμάτων αποβαίνουν ζημιογόνο για τον αλιευτικό κλάδο, καθώς δεν εφοδιάζει συμμετρικά την κατανάλωση των ψαριών σε όλη την ελληνική επικράτεια, με αποτέλεσμα να δημιουργείται συσσώρευση προϊόντων σε ορισμένα αστικά κέντρα, ενώ στο εσωτερικό της χώρας υπάρχει διαρκής έλλειψη αλιευμάτων (Σερμπέτης, 1949α,β). Επίσης, οι εποχικές διακυμάνσεις της αλιευτικής παραγωγής 22

δημιουργούν επίσης περιοδικές διακυμάνσεις επάρκειας και έλλειψης αλιευμάτων, με αποτέλεσμα την αστάθεια των τιμών (Σερμπέτης, 1949α,β). Το αποτέλεσμα είναι να εκμηδενίζεται το κέρδος για τον παραγωγό ή/και να αχρηστεύονται τα αλιεύματα. Έτσι, το 1948 το ποσοστό των κατεστραμμένων αλιευμάτων ήταν το 0.4% του συνόλου των αλιευμάτων από 17 περιοχές της Ελλάδας (Σερμπέτης, 1949α,β). Η μεγαλύτερη ποσότητα των κατεστραμμένων αλιευμάτων για το 1948 καταγράφηκε το Μάιο και τον Αύγουστο, λόγω της μεγάλης παραγωγής μικρών και μεσαίων πελαγικών αλλά και της αυξημένης θερμοκρασίας που επιτείνει τη φθορά των αλιευμάτων. Η σχετική αφθονία των αλιευμάτων στις κατά τόπους αγορές έχει ως αποτέλεσμα να επιφέρει δυσανάλογα προς τα υπόλοιπα τρόφιμα πτώση των τιμών των ψαριών σε βάρος του αλιευτικού κλάδου (Σερμπέτης, 1949α,β). Έτσι, το κενό της εγχώριας αλιευτικής παραγωγής καλύπτεται από τις εισαγωγές των αλιευτικών προϊόντων οι οποίες αυξάνονται σημαντικά ανάμεσα στα έτη 1938 και 1948 (αύξηση 170%) (Σερμπέτης, 1949α,β). Ωστόσο σημαντικό ρόλο διαδραματίζει και ο συγχρονισμός της εισόδου των εισαγόμενων αλιευμάτων στην αγορά. Έτσι, ενώ το 1947 και το 1948 οι εισαγόμενες αλιευτικές ποσότητες ήταν παρόμοιες, εντούτοις, η επίδραση στην αγορά έγινε περισσότερο αισθητή το 1948 παρά το 1947, καθώς το 1948 η ποσότητα των αλιευμάτων διοχετεύθηκε σε εποχές (Νοέμβριο-Μάρτιο και Ιούλιο σε αντίθεση με το 1947 που ήταν Οκτώβριο-Ιανουάριο) κατά τις οποίες οι αγορές παρουσιάζουν ικανοποιητική διάθεση των εγχώριων αλιευμάτων (Σερμπέτης, 1949α,β). Γενικά, μέχρι το 1949 ο αλιευτικός τομέας στην Ελλάδα δεν είχε τύχει της σημασίας που άξιζε καθώς ήταν υπολειπόμενος ακόμη και από τη μελισσοκομία και τη σηροτροφεία, παρά το γεγονός ότι η πρώτη απέδιδε εισοδήματα 100 εκ. δραχμών, ενώ η αλιεία άνω του ενός δις (Ανανιάδης, 1948). 3α. Η ελληνική αλιεία μετά το 1950 Μετά το 1963 η παρακολούθηση της αλιείας (1963: ίδρυση της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας της Ελλάδας), η έρευνα (1965: ίδρυση Ινστιτούτου Ωκεανογραφικών και Αλιευτικών Ερευνών Ελλάδας (Ι.ΩΚ.Α.Ε) (Ν.4482/1965), νυν Ελληνικό Κέντρο Θαλασσίων Ερευνών) και η νομοθεσία (Βασιλικό Διάταγμα 666/1966: πρώτα τεχνικά μέτρα για την αλιεία, χωρικοί-χρονικοί περιορισμοί και ελάχιστα μεγέθη αλιευόμενων ειδών) άρχισαν να οργανώνονται. Σημαντικό ρόλο διαδραμάτισε η ανάπτυξη ενός καλά οργανωμένου δικτύου διανομής αλιευτικών προϊόντων με τη δημιουργία νέων ιχθυοσκαλών (Νόμος 4457/1965 αρ 5 παρ 1) στα περισσότερα λιμάνια της Ελλάδας, με αποτέλεσμα ο αριθμός τους να αυξηθεί από πέντε σε έντεκα ιχθυόσκαλες την περίοδο 1964-1994 (Ανανιάδης, 1968). Επίσης, μετά το 1964 μέσω κυβερνητικών μέτρων μειώθηκε ο τόκος των δανείων που χορηγούνται από την ΑΤΕ για τον εξοπλισμό των σκαφών. Παράλληλα, το ποσοστό των επιδοτήσεων που κατευθύνονται στη θαλάσσια αλιεία (υποδοχή και διακίνηση αλιευμάτων, λοιπά έργα υποδομής) αυξάνεται από 20% το 1966 σε 42% το 1970. Έτσι, τα μικρά ξύλινα σκάφη άρχισαν να γίνονται μεγαλύτερα και σιδερένια και οι ολιγόστροφες, μονοκύλινδρες μηχανές να αντικαθίστανται από πολύστροφες μηχανές με πολλούς κυλίνδρους. Παράλληλα, 23

η χρήση των ραντάρ και των σύγχρονων οργάνων τηλεπικοινωνίας και ναυσιπλοΐας έδωσε τη δυνατότητα στα αλιευτικά σκάφη να απομακρύνονται πολύ περισσότερο από τα αλιευτικά λιμάνια, ανοίγοντας έτσι νέα αλιευτικά πεδία για εκμετάλλευση (Ανανιάδης, 1968), ενώ προβλέπεται αύξηση των ημερών αλιείας (για τα σκάφη της μέσης αλιείας) από 160 ημέρες σε 220 με 250 ημέρες (Σερμπέτης 1949β). Επίσης, τα σκάφη της μέσης αλιείας εφοδιάστηκαν με ψυκτικούς θαλάμους, γεγονός που βελτίωσε τη συντήρηση των αλιευμάτων και αύξησε το χρόνο παραμονής των σκαφών στην ανοιχτή θάλασσα (Ανανιάδης, 1968). Τέλος, η χρήση νέων υλικών για την κατασκευή διχτυών, και η χρήση υδραυλικών βαρούλκων και ηχοβολιστικών αύξησαν σημαντικά την αποδοτικότητα των αλιευτικών στόλων. Το αποτέλεσμα είναι το 1947 περίπου το 10% των αριθμού των μηχανοτρατών να είναι πλήρως εκσυγχρονισμένες, ενώ όσον αφορά τα σκάφη της παράκτιας αλιείας από τις 1200 μηχανές που παραγγέλθηκαν, έφθασαν μόνο οι 90 (1948) και όπως αναφέρεται στο σημείωμα του Εργαστηρίου Αλιευτικών Ερευνών (1949) «αν η πραγματοποίηση της μηχανοκινήσεως της μικράς αλιείας εξαρτηθή από τας παραγγελίας των ενδιαφερομένων θα πρέπει να αναμένωμεν πολλάς δεκαετίας». Γενικά, το 1956 περισσότερες από τις μισές μηχανότρατες (54,6%) είχαν ιπποδύναμη που κυμαίνονταν από 25-100 HP, ενώ το 1967 η ιπποδύναμη κυμαίνεται από 300 ΗΡ έως 1680 ΗΡ. Ωστόσο, στην παράκτια αλιεία μόνο το 34.6% του συνόλου των σκαφών είναι εφοδιασμένα με μηχανές (1967), επιτρέποντας την αλιεία σε μεγάλη ακτίνα δράσης και υπό δυσμενείς καιρικές συνθήκες. Επίσης, σημαντική είναι και η ανάπτυξη της υπερπόντιας αλιείας (τόσο στις μεσογειακές ακτές όσο και στον Ατλαντικό), που ξεκίνησε μετά το Β Παγκόσμιο Πόλεμο (1948) και παρουσίασε αύξηση μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 60 (1965) άνω του 200%, αντιπροσωπεύοντας το 25% της συνολικής ελληνικής αλιευτικής παραγωγής. Ωστόσο, αν και τα αλιευτικά σκάφη εκσυγχρονίζονταν, εντούτοις ο τομέας της αλιείας συνολικά (και ιδιαίτερα της μικρής παράκτιας) βρίσκονταν σε κακή κατάσταση. Στο πλαίσιο αυτό πρέπει να σημειωθεί και ο περιορισμένος αριθμός ιχθυοσκαλών, ο οποίος μέχρι το 1966 αριθμούσε 4 ιχθυόσκαλες (Χαλκίδας, Θεσσαλονίκη, Πάτρας και Πειραιάς), ενώ αντίθετα μετά το 2000 λειτουργούν 11 ιχθυόσκαλες) και η έλλειψη οργανωμένων μονάδων μεταποίησης των αλιευμάτων (Ananiadis, 1968, 1984). Για το λόγο αυτό είναι μεγάλες οι ποσότητες των εμπορικών αλιευμάτων (ιδιαίτερα των μικρών πελαγικών) που απορρίπτονται στη θάλασσα, λόγω έλλειψης απορροφήσεως είτε σε μονάδες μεταποίησης ή στον τελικό καταναλωτή, λόγω των υψηλών τιμών που πρέπει να καλύψουν τα έξοδα μεταφοράς και συντήρησης. Τη δεκαετία του 1960 το ποσοστό των εισαγόμενων αλιευμάτων έφθασε το 30% της συνολικής ποσότητας των καταναλώμενων ψαριών (Ανανιάδης, 1968). Επίσης, αποτέλεσμα των παραπάνω αιτιών είναι το γεγονός ότι η τιμή των ψαριών στην Ελλάδα είναι κατά 60-150% ακριβότερα του κρέατος, ενώ στα υπόλοιπα Ευρωπαϊκά κράτη είναι 40-60% φθηνότερα (Ανανιάδης, 1968). Επίσης, το 1965 από τον Ιανουάριο μέχρι τον Ιούνιο μόνο στο λιμάνι του Πειραιά αχρηστεύθηκαν 110 τόνοι αλιευμάτων. Επίσης, είναι συχνό το φαινόμενο 24

της σκόπιμης αποφυγής της αλιείας από τα γρι-γρι των μεταναστευτικών πληθυσμών, λόγω της απουσίας βιομηχανικών συγκροτημάτων. Άλλο σημαντικό πρόβλημα του τομέα της αλιείας είναι η συνεχής μείωση του αλιευτικού εργατικού δυναμικού λόγω του μεταναστευτικού κύματος κατά της δεκαετίας 1950-1960. Επίσης, υπάρχει έλλειψη διοικητικής οργάνωσης για την παρακολούθηση και την εφαρμογή των κανόνων αλιείας (ιδιαίτερα μετά τη θέσπιση σημαντικών νομοθετημάτων το 1953) και απουσία συστηματικής αλιευτικής έρευνας. Η κονσερβοποιεία κατά την προπολεμική περίοδο ήταν περιορισμένη και συγκροτήματα υπήρχαν σε τρεις περιοχές (Παπαναστασίου, 1965): ένα στη Θεσσαλονίκη, ένα στην Β. Εύβοια (Ωρεούς) και ένα στη Λήμνο. Μεταπολεμικά κατασκευάστηκαν κονσερβοποιεία στην Καβάλα (Χρυσούπολη) και στον Πειραιά (Ανανιάδης, 1968). Ωστόσο, η παραγωγή τους το 1963 (400 τόνους) υπολείπονταν την αγοραστική ζήτηση, η οποία καλύφθηκε με εισαγωγές (8158 τόνοι). Το μεγαλύτερο κομμάτι της παραγωγής κονσερβών καλύπτονταν από τη μονάδα της Θεσσαλονίκης (42,8%), ενώ ακολουθούσαν η Εύβοια (25,0%) και η Χρυσούπολη (25,0%), και με μικρότερο ποσοστό ο Πειραιάς (6,2%) και η Λήμνος (1,0%). Επίσης, στη Βόρειο Ελλάδα ήταν ιδιαίτερα ανεπτυγμένη και η παραγωγή αλιπάστων, όπου περισσότερη από τη μισή παραγωγή (50,7%) παράγονταν στην περιοχή της Καβάλας. Μεταπολεμικά ο εκσυγχρονισμός των σκαφών της μέσης αλιείας αν και επέφερε αύξηση της αλιευτικής τους παραγωγής, εντούτοις η αλιευτική παραγωγή ανά μονάδα προσπάθειας (διάρκεια σύρσης) παρουσιάζει πτώση μέσα στη δεκαετία του 1950. Οι περιοχές εκείνες στις οποίες γίνεται εντατική αλιεία με συρόμενα εργαλεία (μηχανότρατα και βιντζότρατα) και που βρίσκονται κοντά στα λιμάνια εξορμήσεων των αλιευτικών σκαφών παρουσιάζουν μικρές αποδόσεις ανά ώρα σύρσης. Παρατηρήθηκε (Ανανιάδης, 1962) ότι στις περιοχές των κόλπων Θερμαϊκού, Καβάλας, Ευβοϊκού, Σαρωνικού η αλιευτική παραγωγή ανά ώρα σύρσης μετά το Β Παγκόσμιο Πόλεμο είναι από 35%-40% μικρότερη σε σύγκριση με τις περιοχές που δεν είχαν υποστεί έντονη αλιευτική εκμετάλλευση κατά την περίοδο πριν το 1952 (Ανανιάδης, 1962). Εξαίρεση αποτελεί η περιοχή του Θρακικού πελάγους. Παράλληλα, η σύνθεση σε είδη των αλιευμάτων στις παραπάνω περιοχές έχει αλλάξει με τα είδη Α εμπορικής κατηγορίας να αποτελούν το 8-10% της παραγωγής, ενώ αντίθετα αυξάνεται η συμμετοχή των Γ ειδών. Η χωρική κατανομή της αλιευτικής πίεσης φαίνεται και από το ποσοστό κατανομής του εισοδήματος της αλιείας ανά περιοχή, όπου το μεγαλύτερο κομμάτι (68,6%) προέρχεται από τη Στερεά Ελλάδα, τη Μακεδονία και τα νησιά του Αιγαίου (Ανανιάδης, 1968). Επίσης, στην περιοχή των Κυκλάδων και των Δωδεκανήσων, ενώ η απόδοση της αλιευτικής παραγωγής ήταν ίδια για πολλά χρόνια (μετά το 1950), η σύνθεση σε είδη του αλιεύματος εμφάνισε μείωση του ποσοστού συμμετοχής των ειδών ψαριών Α κατηγορίας (ανώτερου τροφικού επιπέδου). Επίσης, μέχρι το 1965 η Ελλάδα δεν είχε εκμεταλλευτεί την αλιεία του τόνου, σε αντίθεση με τις άλλες χώρες της Μεσογείου. Οι ποσότητες των μεγάλων πελαγικών ειδών ψαριών είναι πολύ μικρές, γεγονός που να οφείλεται στο σύστημα 25

εκμετάλλευσης. Η αλιεία των τόνων γίνεται με μεθόδους που αντιγράφηκαν από την Ιταλία, αλλά ενδέχεται το σύστημα αυτό εκμετάλλευσης να μην είναι αποδοτικό στις ελληνικές θάλασσες, λόγω της ύπαρξης πολλών κατακερματισμένων νησιών που είναι πιθανό να διασπείρουν τα κοπάδια των μεταναστευτικών ψαριών. Ένα σημαντικό γεγονός για την ανάπτυξη της ελληνικής αλιείας αποτέλεσε η περίοδος μετά την ένταξη της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Ένωση (1981). Τα επερχόμενα αναπτυξιακά Πολυετή Προγράμματα Προσανατολισμού (1982-2002) είχαν ως αποτέλεσμα τον έντονο εκσυγχρονισμό της ελληνικής αλιείας και συνεπακόλουθα τη ραγδαία αύξηση της παραγωγής (Stergiou et al., 1997, 2007α) ιδιαίτερα κατά τα μέσα της δεκαετίας του 1990 (Εικόνα 9: φάση πλήρους αλίευσης έως υπεραλίευσης). Τα αλιευτικά σκάφη επεκτάθηκαν χωρικά σε νέα αλιευτικά πεδία (στα βαθύτερα σημεία του Ιονίου μέχρι τα 500 m, στις απομακρυσμένες περιοχές των Δωδεκανήσων) και αύξησαν τη διάρκεια της αλιευτικής δραστηριότητας τόσο κατά τη διάρκεια της ημέρας όσο και σε ετήσια βάση (Anonymous, 2001). Η μέση ετήσια παραγωγή που προέρχονταν από τις πιο απομακρυσμένες υποπεριοχές (Νότιο Ιόνιο, Δωδεκάνησα και Κρητικό Πέλαγος) αυξήθηκε κατά 12,9 φορές μεταξύ των ετών 1928-1939 και 1970-1994, ενώ αντίθετα η παραγωγή που προέρχονταν από τους ημίκλειστους κόλπους (Σαρωνικός, Κορινθιακός, Ευβοϊκός, Παγασσητικός και Θερμαϊκός) αυξήθηκε μόνο κατά 0,6 φορές στις παραπάνω περιόδους (Moutopoulos & Stergiou, 2011, Stergiou et al., 2007β). 4. Καταγραφή στοιχείων αλιείας μετά το 1950 Στα δεδομένα μετά το 1950 υπάρχει σημαντική διαφοροποίηση, καθώς υπάρχουν οι εκτιμήσεις του Υπουργείου Βιομηχανίας (όπου υπάγονταν η αλιεία) και την ΑΤΕ. Το Υπουργείο δίνει συνολική αλιευτική παραγωγή ίση με 65500 τόνους, από την οποία οι 54000 προέρχονται από τη θαλάσσια αλιεία (μηχανότρατες και γρι-γρι). Η ΑΤΕ δίνει εκτίμηση 59100 (για το σύνολο της αλιευτικής παραγωγής) και 47200 τόνων (για την παραγωγή της θαλάσσιας αλιείας), αντίστοιχα, η οποία προσεγγίζει την εκτιμούμενη αλιευτική παραγωγή που δίνεται από τον Παγκόσμιου Οργανισμού Τροφίμων (Food Agriculture organization - FAO: www.fao.org) (50700 τόνοι συνολικά και 36114 τόνοι από τη θαλάσσια αλιεία). Η διαφοροποίηση ίσως να οφείλεται στη διαφορετική στρατηγική δειγματοληψίας, καθώς το Υπουργείο Βιομηχανίας εκτιμά την αλιευτική παραγωγή με βάση τον αριθμό των αλιευτικών σκαφών κάθε περιοχής (Σερμπέτης, 1949α), ενώ η ΑΤΕ μέσα από τους Συνεταιρισμούς των αλιέων, τους οποίους δημιούργησε προκειμένου να τους επιδοτήσει (μετά το 1946). Ουσιαστικά τα διαθέσιμα στοιχεία αλιευτικής παραγωγής της περιόδου 1950-1963, ανά είδος για όλα τα μηχανοκίνητα αλιευτικά σκάφη προέρχονται από τα επίσημα στοιχεία του FAO. Για την περίοδο από το 1964 έως σήμερα η Ελληνική Στατιστική Αρχή (ΕΛΣΤΑΤ, πρώην ΕΣΥΕ) ανέλαβε τη διεξαγωγή της συλλογής στατιστικών αλιείας (κοινή Υπ. απ. 30112/254/9-10-63) από τα Υπουργεία Συντονισμού, Οικονομικών, Βιομηχανίας και Εμπορικής Ναυτιλίας για όλα τα μηχανοκίνητα αλιευτικά σκάφη, ενώ δεν περιλαμβάνονται στοιχεία για την αλιεία σε λιμνοθάλασσες, εσωτερικά ύδατα, καθώς και των κωπήλατων 26

αλιευτικών λέμβων. Η ευθύνη της συλλογής των στοιχείων γίνεται από υπαλλήλους (ανταποκριτές) της ΕΛΣΤΑΤ στις κατά τόπους Τελωνειακές Αρχές σε 16 υποπεριοχές της Ελλάδας (S3 έως S18 Εικόνα 5). Αρχικά, η έρευνα κάλυπτε τα μηχανοκίνητα αλιευτικά σκάφη και δεν περιλαμβάνονται τα στοιχεία της θαλάσσιας αλιείας με κωπήλατες αλιευτικές λέμβους και της αλιείας των εσωτερικών υδάτων. Η συλλογή των στοιχείων γίνεται σε μηνιαία συχνότητα για κάθε αλιευτικό σκάφος. Οι επαγγελματίες αλιείς συμπληρώνουν για κάθε αλιευτικό σκάφος ένα στατιστικό δελτίο στο οποίο καταγράφεται η αλιευτική παραγωγή κατά τη διάρκεια του προηγούμενου μήνα, σε τρεις χρονικές περιόδους των 10 ημερών, ή η πληροφορία ότι δε διενεργήθηκε αλιεία (ΓΣΥΕ, 1928-1939 και ΕΛΣΤΑΤ, 1966-2009). Τα δελτία αυτά αποστέλλονται από τη ΕΛΣΤΑΤ προς τις τοπικές αρχές. Η συμπλήρωση των στοιχείων είναι υποχρεωτική (κοινή Υπ. απ. 30112/254/9-10-63) και προϋποθέτει τη συστηματική τήρησή της από τους επαγγελματίες αλιείς προκειμένου οι τελευταίοι να προμηθεύονται, αν το επιθυμούν, καύσιμο κίνησης για τα σκάφη τους σε χαμηλότερο αντίτιμο. Όλα τα δεδομένα είναι συνεχή (χωρίς κενά διαστήματα) και οι μηδενικές τιμές αφορούν την απουσία αλιευτικής παραγωγής. Το παραπάνω πρωτόκολλο δεν εφαρμόζεται για τα σκάφη της υπερπόντιας αλιείας, των οποίων η διάρκεια του αλιευτικού ταξιδιού ξεπερνάει τους τρεις μήνες. Στις περιπτώσεις αυτές το δελτίο που συμπληρώνεται καλύπτει ολόκληρο το ταξίδι μέχρι την άφιξη του σκάφους στο αλιευτικό λιμάνι εκκίνησης. Επίσης, μετά το 1965 υπερπόντια σκάφη βρίσκονται σε μικρή κλίμακα στον Περσικό κόλπο και στον Ινδικό Ωκεανό. Παράλληλα, για την εξασφάλιση μεγαλύτερης ακρίβειας των στοιχείων η ΕΛΣΤΑΤ έχει εφοδιάσει τους αλιείς με ένα «βιβλιάριο αλιευτικής παραγωγής κατά το πλούν» το οποίο κάθε μήνα θωρείται από τις Τελωνιακές Αρχές. Αναφορικά με τη συλλογή των στοιχείων της θαλάσσιας αλιείας με μηχανοκίνητα σκάφη ιπποδύναμης μεγαλύτερης από 19 HP, κάθε μήνα συγκεντρώνονται τα στοιχεία για κάθε αλιευτικό σκάφος μέσω των κατά τόπους Τελωνιακών Αρχών για κάθε λιμάνι εξόρμησης του αλιευτικού σκάφους ή εφόσον το σκάφος τυγχάνει να βρίσκεται μακριά της μόνιμης έδρας του, κατατίθεται στην πλησιέστερη Τελωνειακή Αρχή. Τα δελτία μετά από πρόχειρο έλεγχο κατατίθεται στην ΕΣΥΕ. Για το σκοπό της παρακολούθησης των μηνιαίων δελτίων που κατατίθενται καθιερώθηκε η τήρηση του αλιευτικού Βιβλιαρίου στατιστικής ενημερότητας, το οποίο θεωρείται από τις Τελωνειακές Αρχές κατά την κατάθεση του δελτίου κάθε μήνα. Από την έναρξη διεξαγωγής της έρευνας διαπιστώθηκε ότι ένας μικρός αριθμός σκαφών της μέσης αλιείας (10%) και ένας μεγάλος αριθμός σκαφών της μικρής αλιείας (40%) δεν μετείχε στην έρευνα. Για το λόγο αυτό η ΕΣΥΕ εφάρμοσε τη μέθοδο της τυχαίας κατά στρώματα δειγματοληψίας. Η συλλογή των στοιχείων της θαλάσσιας αλιείας με κωπήλατες αλιευτικές λέμβους και της αλιείας των εσωτερικών υδάτων πραγματοποιείται από τη Γεωργική Στατιστική Υπηρεσία (ΓΣΥ) μέσω των Γραμματέων των Κοινοτήτων (σημερινών Καλλικρατικών Δήμων), οι οποίοι έχουν ορισθεί ως Στατιστικοί Ανταποκριτές της ομάδας συνεργατών των Στατιστικών Ανταποκριτών (ΓΣΥ, 1976-2009). Η έρευνα διεξάγεται σε δύο φάσεις. Στην 27

πρώτη φάση (Ιούνιος-Δεκέμβριος) ο ανταποκριτής της Υπηρεσίας συμπληρώνει προοδευτικά ένα ερωτηματολόγιο το οποίο περιλαμβάνει την αλιευτική παραγωγή της παράκτιας αλιείας με επαγγελματικά σκάφη με ισχύς μηχανής < 19 ίππους και της αλιείας των εσωτερικών υδάτων (λιμνών, ποταμών, ιχθυοκαλλιεργειών και λιμνοθαλασσών). Στη δεύτερη φάση (Αύγουστος-Δεκέμβριος) συμπληρώνει τα στοιχεία στο ερωτηματολόγιο., καθώς και της παράκτιας θαλάσσιας αλιείας με λέμβους και μηχανοκίνητα σκάφη με ισχύ μηχανής < 19 HP. 5α. Ανασύσταση της αλιευτικής παραγωγής της ελληνικής αλιείας την περίοδο 1928-2007 Στο παρόν κεφάλαιο περιγράφεται σύντομα η ανασύσταση της ελληνικής αλιευτικής παραγωγής για την περίοδο 1928-2007 όπως αυτή πραγματοποιήθηκε σε τρεις πρόσφατες εργασίες μας (Moutopoulos & Stergiou 2011, 2012, Μουτόπουλος 2012), στις οποίες πρέπει να ανατρέξουν όσοι ενδιαφέρονται για περισσότερες λεπτομέρειες και για πρόσβαση στα πρωτογενή δεδομένα.. Για την ανασύσταση της ελληνικής αλιευτικής παραγωγής χρησιμοποιήθηκαν τα δεδομένα της αλιευτικής παραγωγής για την περίοδο 1928-2007 από ανεξάρτητους φορείς συλλογής αλιευτικών δεδομένων. Η ανασύσταση της παραγωγής έγινε ανά είδος σε εκτεταμένη χωρο-χρονική διάσταση (80 έτη στις 16 αλιευτικές υποπεριοχές της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής) για τα κυριότερα αλιευτικά εργαλεία (μηχανότρατα, γρι-γρι, βιντζότρατα και εργαλεία της παράκτιας αλιείας) της ελληνικής αλιείας. Η μεθοδολογία που χρησιμοποιήσαμε έχει εφαρμοστεί για την ανασύσταση της παγκόσμιας αλιευτικής παραγωγής, καθώς και για την παραγωγή κάθε κράτους ξεχωριστά (βλέπε π.χ. Zeller & Pauly, 2006). Εικόνα 5. Χάρτης των ελληνικών θαλασσών και της χωρικής διαμερισματοποίησης, σύμφωνα με τους φορείς συλλογής αλιευτικών δεδομένων: οι κωδικοί S3 έως S18 υποδεικνύουν τις 16 υποπεριοχές (κάθε μια εσωκλείεται από γραμμές) της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής, την περίοδο 1964-2007, οι μαύροι κύκλοι υποδεικνύουν τα 29 λιμεναρχεία της Γενικής Στατιστικής Υπηρεσίας της Ελλάδας, την περίοδο 1928-1939 και οι περιοχές με γκρι υποδεικνύουν τους νομούς της Γεωργικής Στατιστικής της Ελλάδας, την περίοδο 1975-2007. 28

5β. Δεδομένα για την ανασύσταση της αλιευτικής παραγωγής, 1928-2007 Η ανασύσταση βασίστηκε στα επίσημα δεδομένα της αλιευτικής παραγωγής που προέρχονται από τα επαγγελματικά αλιευτικά σκάφη που δραστηριοποιούνται στις ελληνικές θάλασσες κατηγοριοποιημένα σε δυο ομάδες ανάλογα με την ισχύ της μηχανής των σκαφών (Moutopoulos & Stergiou, 2012): (α) στα δεδομένα που συλλέγονται από όλα τα επαγγελματικά μηχανοκίνητα σκάφη, με εξαίρεση τα μηχανοκίνητα σκάφη της παράκτιας αλιείας με ισχύ μηχανής < 19 HP και (β) στα δεδομένα που συλλέγονται από τα επαγγελματικά μηχανοκίνητα σκάφη της παράκτιας αλιείας με ισχύ μηχανής < 19 HP και τις κωπήλατες λέμβους. Ειδικότερα, τα δεδομένα της αλιευτικής παραγωγής προέρχονται από τις χρονοσειρές: (α) της περιόδου 1928-1939, ανά είδος και υποπεριοχή (Εικόνα 5) για όλα τα μηχανοκίνητα αλιευτικά σκάφη που καταγράφηκαν από τη Γενική Στατιστική Υπηρεσία της Ελλάδας (ΓΣΥΕ, 1934-1940 και Moutopoulos & Stergiou, 2011), (β) της περιόδου 1940-1949, από συνολικά (για όλα τα είδη, αλιευτικά εργαλεία και περιοχές) δεδομένα για όλα τα μηχανοκίνητα αλιευτικά σκάφη, τα οποία προέρχονται από διάσπαρτα στοιχεία του Ανανιάδη (1968), καθώς τα επίσημα στοιχεία δεν είναι διαθέσιμα, (γ) της περιόδου 1950-1963, ανά είδος για όλα τα μηχανοκίνητα αλιευτικά σκάφη, τα οποία προέρχονται από τα επίσημα στοιχεία του Παγκόσμιου Οργανισμού Τροφίμων (Food Agriculture organization - FAO: www.fao.org) (δ) της περιόδου 1964-1969, ανά είδος και υποπεριοχή (Εικόνα 5) για όλα τα μηχανοκίνητα αλιευτικά σκάφη που καταγράφονται από την Ελληνική Στατιστική Αρχή (ΕΛΣΤΑΤ, 1966-2009), (ε) της περιόδου 1964-2007, για τα δεδομένα των μεγάλων πελαγικών ειδών ψαριών, τα οποία καταγράφονται από τη Διεθνή Επιτροπή για τη Διατήρηση των Τοννοειδών του Ατλαντικού (International Commission for the Conservation of Atlantic Tunas - ICCAT), (στ) της περιόδου 1970-1989, ανά είδος και υποπεριοχή (Εικόνα 1) για τα μηχανοκίνητα αλιευτικά σκάφη, εκτός των παράκτιων σκαφών με ισχύ μηχανής < 19 HP που καταγράφονται από την ΕΛΣΤΑΤ (ΕΛΣΤΑΤ, 1966-2009), (ζ) της περιόδου 1990-2007, ανά είδος, υποπεριοχή (Εικόνα 2) και αλιευτικό εργαλείο (μηχανότρατες, γρι-γρι, βιντζότρατες και άλλα παράκτια σκάφη) για τα μηχανοκίνητα αλιευτικά σκάφη, που προέρχονται από την πρωτογενή βάση της ΕΛΣΤΑΤ (Αικ. Νασιάκου προσ. επικ.), εκτός των παράκτιων σκαφών με ισχύ μηχανής <19 HP, (η) της περιόδου 1975-2001, συνολικά (για όλα τα είδη και περιοχές) δεδομένα για τα μηχανοκίνητα παράκτια αλιευτικά σκάφη με ισχύ μηχανής <19 HP, που καταγράφονται από τη Γεωργική Στατιστική της Ελλάδας (ΓΣΕ, 1977-2009) και (θ) της περιόδου 2002-2007, δεδομένα ανά υποπεριοχή από 41 παράκτιους νομούς της χώρας (Εικόνα 1), για τα μηχανοκίνητα παράκτια αλιευτικά σκάφη με ισχύ μηχανής <19 HP που καταγράφονται από τη ΓΣΕ (ΓΣΕ, 1977-2009). Η ανάλυση στηρίχθηκε στην παραγωγή 75 ειδών, ανάλογα με τη χρονική περίοδο, τεσσάρων αλιευτικών εργαλείων και 16 υποπεριοχών (συνολικά 4800 χρονοσειρές 29

παραγωγής). Η μεθοδολογία και τα ανασυσταμένα δεδομένα βρίσκονται σε ελεύθερη πρόσβαση στην ιστοσελίδα http://www.jbr.gr/main/index.htm (Moutopoulos & Stergiou, 2012). 4γ. Αποτελέσματα της ανασύστασης της αλιευτικής παραγωγής, 1928-2007 Η συνολική (παραγωγή για όλα τα είδη/υποπεριοχές/αλιευτικά εργαλεία) ελληνική ανασυσταμένη παραγωγή που προέρχεται από όλα τα μηχανοκίνητα αλιευτικά σκάφη αυξήθηκε κατά 2206 % μεταξύ των ετών 1928 και 2007, κυμαινόμενη από 6073 t, το 1928, έως 133964 t, το 2007, με μέγιστο τους 193256 t, το 1994 (Εικ. 6a). Η ανασυσταμένη ετήσια παραγωγή ανά αλιευτικό εργαλείο (Εικ. 6b) εμφάνισε βαθμιαία αύξηση κατά τα έτη 1928-1994, με την παραγωγή των παράκτιων σκαφών να εμφανίζουν μια πιο έντονη αύξηση (τιμές κλίσης = 0,059) σε σύγκριση με τα υπόλοιπα εργαλεία (τιμές κλίσης: μηχανότρατες = 0,031, γρι-γρι = 0,039 και βιντζότρατες = 0,040). Από το 1995, η παραγωγή από τα γρι-γρι, τις βιντζότρατες και τα παράκτια σκάφη βαθμιαία μειώθηκε (κατά 48,1%, 23,9% και 18,5%, αντίστοιχα). Αντίθετα, η παραγωγή από τις μηχανότρατες μειώθηκε κατά τα έτη 1994-1999 και ύστερα αυξήθηκε σχεδόν στις τιμές που καταγράφηκαν στα μέσα του 1990. Εικόνα 6. Ελληνικές θάλασσες (για όλες τις υποπεριοχές μαζι: (α) ετήσια πρωτογενής και ανασυσταμένη παραγωγή, 1928-2007, (β) ετήσια ανασυσταμένη παραγωγή ανά εργαλείο (μηχανότρατες, γρι-γρι, βιντζότρατες και άλλα παράκτια εργαλεία), 1928-2007, (γ) ετήσια συμμετοχή (%) κάθε εργαλείου στη συνολική (όλων των ειδών/υποπεριοχή/εργαλείων μαζί) παραγωγή (μέση ±SE % συμμετοχή του εργαλείου), 1964-2007 και (δ) λόγος Πελαγικών/Βενθοπελαγικών, 1928-2007. Το ποσοστό συμμετοχής κάθε αλιευτικού εργαλείου στη συνολική αλιευτική παραγωγή κατά τη διάρκεια των ετών 1964-2007, την περίοδο κατά τη διάρκεια της οποίας οι παραγωγές ανασυστάθηκαν ανά αλιευτικό εργαλείο, παρουσιάζεται στην εικόνα 6c. Το 30

ποσοστό συμμετοχής της παραγωγής των γρι-γρι και των βιντζοτρατών βαθμιαία μειώθηκε κατά τη διάρκεια 1964-2007 (από 46,6% και 13,4% σε 19,5% και 2,7%, αντίστοιχα), ενώ για τις μηχανότρατες μειώθηκε κατά τη διάρκεια των ετών 1964-1999 (από 20,7% σε 11,9%), ενώ μετά αυξήθηκε ξανά στις τιμές συμμετοχής που εκτιμήθηκαν για την περίοδο της δεκαετίας του 1960s (20,2% για το 2007). Αντίθετα, το ποσοστό συμμετοχής της παραγωγής των παράκτιων σκαφών βαθμιαία αυξήθηκε από 21,3%, το 1928, σε 57,3%, το 2007, με το μέγιστο να φθάνει στα 62,3% το 1999 (Εικ. 6c). Το ποσοστό συμμετοχής της παραγωγής των μικρών παράκτιων σκαφών (των οποίων την παραγωγή καταγράφει η ΓΣΥΕ) αυξήθηκε από 25,6%, το 1970, σε 32,5%, το 2007, με μέγιστη τιμή 37,8%, το 2001. Ο λόγος των πελαγικών/βενθοπελαγικών ειδών (Εικ. 6d) παρέμεινε σταθερός κατά τη διάρκεια 1928-1949, γύρω από μια μέση τιμή 1,66 και αυξήθηκε σε 2,76 το 1954 και ύστερα βαθμιαία μειώθηκε σε 0,83, το 2007, με μέγιστη τιμή 0,76, το 2003. Η ετήσια συνολική παραγωγή ανά αλιευτικό εργαλείο κατά τη διάρκεια 1928-2007 φαίνεται στην εικόνα 7. Οι παραγωγές από τις μηχανότρατες και τα παράκτια σκάφη γενικά εμφάνισε τη μέγιστη τιμή κατά τη διάρκεια των ετών 1990-1998 για τις περισσότερες υποπεριοχές, ενώ οι παραγωγές από τα γρι-γρι και τις βιντζότρατες εμφάνισε μέγιστο σε πιο εκτεταμένη περίοδο (1965-1999), ανάλογα με την υποπεριοχή (Εικ. 7). Στην υποπεριοχή S12 περισσότερο από το 95% της παραγωγής προέρχεται από τις μηχανότρατες, τα γρι-γρι και τα παράκτια σκάφη, ενώ η παραγωγή των γρι-γρι είναι περισσότερο αντιπροσωπευτική στις υποπεριοχές S8, S11, S13 και S14 και της παράκτιας αλιείας σε όλες τις υπόλοιπες υποπεριοχές (Εικ. 7). Τα είδη που αντιπροσωπεύουν το μεγαλύτερο τμήμα της παραγωγής διαφέρει ανάλογα με το αλιευτικό εργαλείο και με την υποπεριοχή. Έτσι, στις μηχανότρατες, το είδος Spicara smaris ήταν το πιο αντιπροσωπευτικό σε οκτώ υποπεριοχές (κεντρικό και νότιο Ιόνιο και Αιγαίο πέλαγος: S5, S6, S7, S10, S12, S15, S17 και S18), τα M. merluccius και Mullus barbatus ήταν και τα δύο τα πιο αντιπροσωπευτικά είδη σε δυο υποπεριοχές, και τα S. flexuosa, Trachurus mediterraneus, E. encrasicolus και Natantia το καθένα ήταν το πιο αντιπροσωπευτικό είδος σε μια υποπεριοχή. Στα γρι-γρι, τα S. pilchardus και E. encrasicolus ήταν τα πιο αντιπροσωπευτικά σε έξι υποπεριοχές (S3-S6/S14-S15 και S8-S13, αντίστοιχα), το B. boops σε τρεις υποπεριοχές (νότιο Αιγαίο: S7, S17 και S18) και το Scomber japonicus στην υποπεριοχή S16. Στις βιντζότρατες το S. smaris ήταν το πιο αντιπροσωπευτικό σε όλες τις υποπεριοχές εκτός από το Θρακικό Πέλαγος (S14), όπου το πιο αντιπροσωπευτικό ήταν το S. pilchardus. Τέλος, στα παράκτια σκάφη, το B. boops ήταν το πιο αντιπροσωπευτικό σε τέσσερις υποπεριοχές (νότιο Ιόνιο και κεντρικό-νότιο Αιγαίο: S7, S8, S12 και S17), τα Mugilidae, S. pilchardus και M. merluccius σε τρεις υποπεριοχές (S10, S11 και S15, S4, S13 και S14 και S3, S5 και S9, αντίστοιχα) και τα Dentex macrophthalmus και X. gladius σε μια υποπεριοχή το καθένα (Κρητικό Πέλαγος: S18 και νότιο Ιόνιο: S6, αντίστοιχα). Οι παραγωγές των πιο άφθονων ειδών ανά υποπεριοχή και εργαλείο εμφανίζουν διακύμανση και 61 από τις 64 χρονοσειρές της παραγωγής ανά είδος/υποπεριοχή/εργαλείο (16 υποπεριοχές Χ 4 εργαλεία = 64 χρονοσειρές) εμφάνισαν σημαντικές (P < 0,05) τάσεις 31

κατά τη διάρκεια των ετών 1928-2007 (Εικ. 8). Οι παραγωγές των ειδών από τις μηχανότρατες και τα γρι-γρι εμφάνισαν κυρίως σημαντικά (P<0,05) εκθετικές (για 6 από τις 16 περιπτώσεις για κάθε ένα από τα δυο εργαλεία) και πολυωνυμικές (για 9 και 8 περιπτώσεις, αντίστοιχα) τάσεις, ενώ λίγες χρονοσειρές εμφάνισαν μη σημαντικές τάσεις (για 1 και 2 περιπτώσεις, αντίστοιχα). Οι παραγωγές των ειδών στις βιντζότρατες εμφανίζουν κυρίως σημαντικές (P<0,05) πολυωνυμικές (για 12 από τις 16 περιπτώσεις) και εκθετικές (σε 4 περιπτώσεις) τάσεις. Οι παραγωγές των ειδών στα παράκτια σκάφη εμφανίζουν κυρίως σημαντικές (P<0,05) εκθετικές τάσεις (για 12 από τις 16 περιπτώσεις), ενώ τρεις χρονοσειρές εμφανίζουν γραμμικά αυξητικές τάσεις και μια πολυωνυμική τάση. 32

Εικόνα 7. Ετήσια συνολική (για όλα τα είδη μαζί) παραγωγή ανά εργαλείο (μηχανότρατες, γρι-γρι, βιντζότρατες και άλλα παράκτια εργαλεία) και υποπεριοχή (οι λεζάντες των υποπεριοχών φαίνονται στην Εικ. 1), στις ελληνικές θάλασσες, 1928-2007. 33

Εικόνα 8. Ετήσια παραγωγή των πιο άφθονων ειδών για κάθε εργαλείο και υποπεριοχή, στις ελληνικές θάλασσες, 1928-2007. Οι σημαντικές (P < 0,05) τάσεις παρουσιάζονται. Οι αριθμοί υποδεικνύον τη μέση (±SE) % συμμετοχή της παραγωγής ανά υποπεριοχή. 34

Εικόνα 8. (συνέχεια) 35

5δ. Συμπεράσματα της ανασύστασης της αλιευτικής παραγωγής, 1928-2007 Η ανασύσταση της παραγωγής (Εικόνα 9) έχει ως σκοπό να δώσει μια πρώτη εικόνα της ιστορικής εξέλιξης της ελληνικής αλιείας από την περίοδο της επίσημης έναρξης καταγραφής της αλιευτικής δραστηριότητας έως σήμερα (1928-2007). Είναι χρήσιμο να αναφερθεί ότι στην παρούσα φάση η ανασύσταση της παραγωγής δεν ενσωματώνει (α) τις διαχρονικές δομικές μεταβολές της αλιευτικής προσπάθειας τόσο όσον αφορά στον αριθμό των σκαφών ανά τύπο αλιευτικού εργαλείου όσο και στη μεταβολή της αλιευτικής έντασης ανά τύπο εργαλείου και (β) τις ποσότητες των απορριπτόμενων αλιευμάτων. Παρ ολ αυτά, μελλοντικά σκοπεύουμε να λάβουμε υπόψη στην ανασύσταση της αλιευτικής παραγωγής και τα δύο αυτά σημεία. Η ανασυσταμένη αλιευτική παραγωγή πλεονεκτεί από τα μεμονωμένα δεδομένα αλιευτικής παραγωγής που προέρχονται από τους επίσημους φορείς συλλογής δεδομένων σε: (α) μέγεθος χρονοσειράς και χρονική συνέχεια (1928-2007, χωρίς την απουσία κενών ετών), (β) χωρική κάλυψη (κατανομή σε 16 υποπεριοχές των ελληνικών θαλασσών), (γ) ταξονομική ομοιογένεια (συμμετοχή των ίδιων σχεδόν ειδών σε ολόκληρη τη χρονοσειρά) και (δ) διαχωρισμό ανά αλιευτικό εργαλείο για όλα τα μηχανοκίνητα σκάφη (συμπεριλαμβανομένων και των σκαφών της μικρής παράκτιας αλιείας με ισχύ μηχανής < 19 HP). Η αλιευτική παραγωγή για την περίοδο 1928-2007 εμφάνισε τέσσερις ευδιάκριτες φάσεις εξέλιξης (Εικόνα 9): 1928-1946 (πρώιμη), 1947-1969 (αυξητική), 1970-1994 (πλήρους αλίευσης έως υπεραλίευσης) και 1995-2007 (συρρίκνωσης). Οι κύριες φάσεις αλλαγής των τάσεων συμβαδίζουν χρονολογικά με τις σημαντικότερες κοινωνικοοικονομικές και πολιτικές αλλαγές που έλαβαν χώρα στην Ελλάδα κατά τον προηγούμενο αιώνα (Moutopoulos and Stergiou, 2011). Το πρότυπο εξέλιξης της ανασυσταμένης αλιευτικής παραγωγής για όλα τα εργαλεία και τις υποπεριοχές μαζί δείχνει μια αύξηση της παραγωγής από το 1928 μέχρι τα μέσα των δεκαετιών 1980 και 1990, ενώ στη συνέχεια ακολουθεί μια μείωση για τα υπόλοιπα έτη, ανάλογα με την περίπτωση. Το πρότυπο αυτό ισχύει τόσο για τη συνολική (όλα τα είδη/εργαλεία/υποπεριοχές) ανασυσταμένη παραγωγή, όσο και για την ανασυσταμένη παραγωγή ανά εργαλείο και υποπεριοχή (Εικ. 4.2) καθώς και για τις ανασυσταμένες παραγωγές των πιο άφθονων ειδών ανά εργαλείο και υποπεριοχή (Εικ. 4.3). Καθώς τα χαρακτηριστικά της ελληνικής αλιείας των περιόδων από το 1928 μέχρι τα μέσα τα μέσα δεκαετίας του 1990 έχουν περιγραφεί παραπάνω, θα σχολιαστεί η περίοδος της τελευταίας φάσης εξέλιξης της ελληνικής αλιείας (1995-2007: φάσης συρρίκνωσης). Κατά την περίοδο αυτή παρατηρήθηκε η μείωση της παραγωγής κατά 23,3%, η οποία μπορεί ενδεχόμενα να εξηγηθεί μέσα από την ανάλυση της σταθερότητας των τιμών της αλιευτικής παραγωγής ανά μονάδα σκάφους (CPUE) για το ίδιο χρονικό διάστημα (μέση ετήσια CPUE = 7,09 ± 0,21). Ειδικότερα, η πτωτική τάση της παραγωγής κατά την τελευταία περίοδος της χρονοσειράς (1995-2007) φαίνεται να διαχωρίζεται σε δυο περιόδους, μια που χαρακτηρίζεται από πτωτική τάση (1995-2001) και μια που χαρακτηρίζεται από βαθμιαία αύξηση της παραγωγής (2002-2007). Αυτές οι μεταβολές ενδεχόμενα να οφείλονται σε έναν 36

ή περισσότερους παράγοντες όπως είναι: (α) η μείωση του αριθμού των σκαφών για όλους τους τύπους αλιευτικών εργαλείων την περίοδο 1991-2007 (περίπου 30% του συνολικού αριθμού του αλιευτικού στόλου), (β) οι αλλαγές στην αποδοτικότητα της αλιευτικής δραστηριότητας ορισμένων τύπων αλιευτικών εργαλείων ή/και στις τακτικές αλιείας και (γ) μια ενδεχόμενη αλλαγή στο σύστημα καταγραφής των επίσημων στοιχείων αλιείας από την ΕΛΣΤΑΤ (Μουτόπουλος & Κουτσικόπουλος, 2012). Εικόνα 2. Συνολική ετήσια ανασυσταμένη παραγωγή (σε 10 3 t) στις ελληνικές θάλασσες σε συνάρτηση με τα σημαντικότερα γεγονότα της περιόδου 1928-2007. Οι φάσεις υποδεικνύουν τις περιόδους ανάπτυξης της ελληνικής αλιείας (τροποποιημένη από τους Hilborn and Walters (1992)). Τα ποσοστά υποδεικνύουν τη συμμετοχή των πιο άφθονων ειδών σε κάθε φάση. Ο όρος «υπεραλίευση» είχε ήδη να διαδίδεται από τις αρχές του 20ου αιώνα μέσα από συζητήσεις που αφορούσαν στην υπερεκμετάλλευση των αλιευτικών αποθεμάτων ιδιαίτερα στους ημίκλειστους κόλπους πλησίον των αστικών κέντρων όπου συγκεντρώνονταν αρχικά το μεγαλύτερο μέρος της ελληνικής αλιείας (Τσακάκης, 1950, Ανανιάδης, 1982). Επίσης, αναφορές «υπεραλίευσης» είχαν γίνει και στις αρχές του 1950 σύμφωνα με πειραματικά 37