ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΝΟΜΙΚΗ ΣΧΟΛΗ Β ΕΤΟΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ ΣΠΟΥΔΩΝ 2015 2016 ΤΟΜΕΑΣ ΠΟΙΝΙΚΩΝ ΚΑΙ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΛΟΓΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΜΑΘΗΜΑ : ΠΟΙΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΕΠΙΒΛΕΠΟΥΣΑ ΚΑΘΗΓΗΤΡΙΑ : Μ. ΚΑΪΑΦΑ-ΓΚΜΠΑΝΤΙ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΜΕ ΘΕΜΑ : " Η ΠΛΑΝΗ ΣΤΟ ΠΟΙΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ " ΜΑΡΤΙΝΑΚΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Α.Ε.Μ. : 600751 ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2017
ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ ΠΡΟΛΟΓΟΣ...σελ. 4 ΜΕΡΟΣ Ι : ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΗ ΠΛΑΝΗ 1. Θεωρητική προσέγγιση...σελ. 6 2. Νομολογιακή προσέγγιση...σελ. 10 2.1. Ορισμός πραγματικής πλάνης...σελ. 10 2.2. Ο ισχυρισμός πραγματικής πλάνης...σελ. 10 3. Ειδικά ζητήματα...σελ. 11 3.1. Αντίστροφη πραγματική πλάνη...σελ. 11 3.2. Πλάνη περί την αιτιώδη διαδρομή...σελ. 11 3.2.1. Γενικός δόλος...σελ. 13 3.2.2. Αντίστροφος γενικός δόλος...σελ. 15 3.3. Η πλάνη ως προς αξιολογικά στοιχεία...σελ. 16 3.4. Πλάνη ως προς τα ειδικά στοιχεία του αδίκου...σελ. 17 3.5. Πλάνη για την ιδιαίτερη νομική υποχρέωση...σελ. 18 ΜΕΡΟΣ ΙΙ : ΝΟΜΙΚΑ ΑΔΙΑΦΟΡΗ ΠΛΑΝΗ 1. Πλάνη περί την ταυτότητα του υλικού αντικειμένου...σελ. 19 2. Αστόχημα βολής...σελ. 20 3. Νομολογιακή προσέγγιση...σελ. 24 4. Πλάνη περί την υπαγωγή...σελ. 25 5. Πλάνη για εξωτερικό όρο του αξιοποίνου...σελ. 28 6. Πλάνη ως προς προσωπικό λόγο απαλλαγής από την ποινή...σελ. 28 7. Πλάνη για την ισχύ του νόμου...σελ. 29 ΜΕΡΟΣ ΙΙΙ : ΝΟΜΙΚΗ ΠΛΑΝΗ 1. Γενικά...σελ. 30 2. Το «διαιρετό» της συνείδησης αδίκου...σελ. 32 3. Κατηγορίες νομικής πλάνης...σελ. 35 3.1. Αρνητική και θετική νομική πλάνη. Η έννοια του όρου «πίστεψε»...σελ. 35 3.2. Άμεση και έμμεση νομική πλάνη...σελ. 36 3.3. Πλάνη για τις πραγματικές προϋποθέσεις λόγου άρσης του αδίκου...σελ. 39 3.4. Νομολογιακή προσέγγιση...σελ.43 3.5. Ορισμένα ειδικά ζητήματα...σελ. 45 3.5.1. Νομιζόμενο έγκλημα...σελ. 45 3.5.2. Διπλή πλάνη...σελ. 46 3.5.3. Ενδεχόμενη συνείδηση του αδίκου...σελ.47 4. Το «συγγνωστό» της νομικής πλάνης...σελ. 48 4.1. Η έννοια του συγγνωστού στην ελληνική θεωρία...σελ. 48 4.1.1. Η έννοια του «ώφειλε»...σελ. 53 4.1.2. Η έννοια του «μπορούσε»...σελ. 57 4.1.3. Αναγκαιότητα σοβαρών και επαρκών λόγων του συγγνωστού...σελ. 58 4.2. Αμφιταλαντευόμενη νομολογία και συγγνωστό της πλάνης...σελ. 59 4.3. Μπορεί η ανοχή της αρχής να θεμελιώσει συγγνωστή νομική πλάνη;...σελ.62 4.4. Ασύγγνωστη πλάνη - μείωση της ποινής...σελ. 63 4.5. Νομολογιακή προσέγγιση...σελ. 64 4.5.1. Ορισμός νομικής πλάνης...σελ. 64 4.5.2. Η έννοια του «συγγνωστού» κατά τη νομολογία...σελ. 64 2
ΜΕΡΟΣ ΙV : ΔΥΟ ΕΙΔΙΚΑ ΖΗΤΗΜΑΤΑ 1. Νομιζόμενη κατάσταση ανάγκης του άρθρου 32 ΠΚ.σελ. 66 2. «Υπέρβαση των ορίων» της νομιζόμενης άμυνας ή της κατάστασης ανάγκης (25 ΠΚ)...σελ. 70 ΑΝΑΚΕΦΑΛΑΙΩΣΗ...σελ. 72 ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΣ...σελ. 75 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ - ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ...σελ. 77 3
ΠΡΟΛΟΓΟΣ Αντικείμενο της εργασίας αυτής αποτελεί η πλάνη στο Ποινικό Δίκαιο. Το τελευταίο αναγνωρίζει ότι ο άνθρωπος ούτε αλάθητος ούτε τέλειος είναι και ότι έτσι ορισμένες φορές δεν είναι αναγκαία η τιμωρία του. Υπάρχει δηλαδή το ενδέχομενο κάποιος, ο οποίος είναι ικανός για καταλογισμό, σε μία συγκεκριμένη στιγμή, είτε να αντιληφθεί λανθασμένα την πραγματικότητα είτε να αγνοεί ή να αντιλαμβάνεται εσφαλμένα τον άδικο χαρακτήρα της πράξης του. Από τη μία πλευρά, λοιπόν, όταν κάποιος αντιλαμβάνεται λανθασμένα την πραγματικότητα, όταν δηλαδή στην πραγματικότητα προσβάλλει με μία πράξη του (ενέργεια ή παράλειψη) ένα έννομο αγαθό, αλλά ο ίδιος αγνοεί το γεγονός αυτό, αγνοεί με άλλα λόγια, ότι πραγματώνει την αντικειμενική υπόσταση ενός εγκλήματος, λείπει ο δόλος (και η ενσυνείδητη αμέλεια). Στην περίπτωση λοιπόν που το σχετικό έγκλημα δεν τιμωρείται, όταν τελείται από αμέλεια, ή ακόμη και αν τιμωρείται, αυτή δεν στοιχειοθετείται, δεν υφίσταται ο απαιτούμενος υποκειμενικός σύνδεσμος του δράστη με το αποτέλεσμα (αφού αποκλείεται ο δόλος λόγω πλάνης), και άρα δεν μπορεί να επιβληθεί ποινή, διότι, σύμφωνα με το άρθρο 14 ΠΚ, το έγκλημα είναι πράξη άδικη και καταλογιστή. Επομένως, αντιλαμβάνεται κανείς το λόγο για τον οποίο η πραγματική πλάνη (άρ. 30 ΠΚ) έχει ιδιαίτερη ποινική σημασία. Από την άλλη πλευρά, υπάρχουν περιπτώσεις κατά τις οποίες ένας δράστης (ικανός για καταλογισμό) αγνοεί ή αντιλαμβάνεται εσφαλμένα τον άδικο χαρακτήρα της πράξης του. Στη θεωρία του Ποινικού Δικαίου τονίζεται, ότι απαραίτητο στοιχείο του καταλογισμού είναι το «άλλως δύνασθαι πράττειν», η δυνατότητα δηλαδή του ανθρώπου σε μία δεδομένη στιγμή να πράξει διαφορετικά και να αποφύγει την άδικη πράξη του. Όταν, λοιπόν, κάποιος δεν γνωρίζει, ούτε δύναται να γνωρίζει ότι η πράξη του αποδοκιμάζεται από το δίκαιο, είναι σα να μην μπορούσε να πράξει «άλλως», να αποφύγει δηλαδή την άδικη πράξη του. Ο δράστης αυτός, λοιπόν, δεν εκδηλώνει εχθρότητα ή αδιαφορία για τα έννομα αγαθά, αφού πιστεύει ότι πράττει δικαίως. Η νομική πλάνη (31 2 ΠΚ), έτσι, ενδιαφέρει το Ποινικό Δίκαιο, διότι επιδρά σε έναν απαραίτητο όρο του καταλογισμού, το άλλως δύνασθαι πράττειν, και λειτουργεί ως λόγος άρσης του, εφόσον κριθεί συγγνωστή 1. 1 Βλ. Ν. Ανδρουλάκη, Ποινικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος Ι, 2006, σελ. 511 επ. 4
Υπάρχουν όμως και περιπτώσεις, όπου η πλάνη του δράστη είναι νομικά αδιάφορη και αυτός κρίνεται άξιος ποινής. Για παράδειγμα, ο νόμος ορίζει στο 31 1 ΠΚ, ότι μόνη η άγνοια του αξιοποίνου δεν αρκεί για να αποκλείσει τον καταλογισμό. Ακολουθώντας του βασικούς άξονες της σχετικής προβληματικής, η εργασία χωρίζεται σε τέσσερα μέρη. Στο πρώτο μέρος, αναλύονται η πραγματική πλάνη και ορισμένα ειδικά ζητήματα γύρω από αυτήν. Στο δεύτερο μέρος, παρουσιάζονται μορφές νομικά αδιάφορης πλάνης, στο τρίτο μέρος, εξετάζονται η νομική πλάνη και η πλάνη για τις πραγματικές προϋποθέσεις λόγου άρσης του αδίκου και στο τέταρτο μέρος, τέλος, αναλύονται δύο ειδικά ζητημάτα πλάνης. 5
ΜΕΡΟΣ Ι. ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΗ ΠΛΑΝΗ 1. Θεωρητική προσέγγιση Η πραγματική πλάνη ρυθμίζεται στο άρθρο 30 Π.Κ., σύμφωνα με το οποίο : 1) Η πράξη δεν καταλογίζεται στο δράστη, αν αυτός κατά το χρόνο τέλεσης της πράξης αγνοεί τα περιστατικά που τη συνιστούν. Αν όμως η άγνοια αυτών των περιστατικών μπορεί να αποδοθεί σε αμέλεια του υπαιτίου, η πράξη τού καταλογίζεται ως έγκλημα από αμέλεια. 2) Επίσης δεν καταλογίζονται στο δράστη τα περιστατικά που κατά το νόμο επαυξάνουν το αξιόποινο της πράξης του αν τα αγνοούσε. Στην περίπτωση της πραγματικής πλάνης ο δράστης δεν αντιλαμβάνεται ότι η συμπεριφορά του συνιστά πραγμάτωση της αντικειμενικής υπόστασης ενός εγκλήματος 2. Υπάρχει δηλαδή διάσταση μεταξύ της πραγματικότητας και της παράστασης αυτής στο νου του δράστη. Ο δράστης δεν γνωρίζει τι πράττει στην πραγματικότητα και επομένως δεν θέλει να προκαλέσει το αποτέλεσμα το οποίο πράγματι προκαλεί 3. Αυτή η άγνοια των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση μπορεί να οφείλεται είτε σε έλλειψη οποιασδήποτε παραστάσεως του δράστη γι αυτά είτε απλώς σε εσφαλμένη παράσταση αυτών. Για παράδειγμα, στην πρώτη περίπτωση, έχουμε την Α, η οποία αγνοεί παντελώς ότι είναι έγκυος και λαμβάνει φάρμακο ικανό να προκαλέσει διακοπή της εγκυμοσύνης, ενώ στη δεύτερη, τη Β, η οποία, γνωρίζοντας ότι είναι έγκυος, λαμβάνει το ίδιο φάρμακο, αγνοώντας όμως την ιδιότητά του αυτή 4. Απο τη ρύθμιση του νόμου συνάγεται ότι η πραγματική πλάνη έχει ως συνέπεια τον αποκλεισμό του γνωστικού στοιχείου. Με άλλα λόγια, δεν αποκλείει μόνο τον δόλο αλλά και την ενσυνείδητη αμέλεια 5. Αυτό σημαίνει ότι η πράξη πλέον, εφόσον δηλαδή καταφαθεί η πραγματική πλάνη, μπορεί να καταλογισθεί στο δράστη μόνο 2 Κ. Βαθιώτης, Στοιχεία Ποινικού Δικαίου, Γενικό Μέρος, 2007, σελ. 295. σελ. 249., Α. Κωστάρας, Ποινικό Δίκαιο, Έννοιες και Θεσμοί του Γενικού Μέρους, 2012, σελ. 428. 3 Α. Κατσαντώνης, Ποινικόν Δίκαιον, Γενικόν Μέρος, Τόμος Α, σελ. 310 επ. 4 Κ. Βαθιώτης, ό.π., σελ. 250. 5 ΑΠ 1030/2016, http://www.areiospagos.gr, Ν. Ανδρουλάκης, Ποινικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος Ι, 2006, σελ. 303., Χ. Μυλωνόπουλος, Ποινικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος Ι, 2007, σελ. 285., Κ. Βαθιώτης, ό.π., σελ. 250 Μαγκάκης, Ποινικό Δίκαιο, 1984, σελ. 323 επ. 6
εφόσον μπορεί να αποδοθεί σε (ασυνείδητη) αμέλεια αυτού, υπό την αυστηρή προϋπόθεση ότι η πράξη είναι τυποποιημένη στο νόμο ως έγκλημα τιμωρούμενο από αμέλεια 6. Αν παραδείγματος χάρη, ο κυνηγός Κ πυροβολήσει προς τους θάμνους νομίζοντας ότι εκεί κρύβεται το θήραμά του, στην πραγματικότητα όμως πρόκειται για έναν άτυχο περιπατητή, τότε πραγματώνει την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος της ανθρωποκτονίας (299 1 ΠΚ), αγνοεί όμως το στοιχείο "άλλος" 7. Η πράξη του αυτή μόνο ως ανθρωποκτονία από αμέλεια (302 1 ΠΚ) μπορεί να του καταλογισθεί, εφόσον βέβαια καταφαθεί η αμέλεια (30 1 ΠΚ). Έτσι, συνειδητοποιούμε ότι ο αποκλεισμός του δόλου λόγω πραγματικής πλάνης δεν σημαίνει ανευ ετέρου ότι η ανθρωποκτονία θα αποδοθεί ως εξ αμελείας (ασυνείδητης), αφού αυτή πρέπει να αποδειχθεί. Αν τώρα κάποιος εισέλθει κατά λάθος στο διαμέρισμα άλλου, θα παραμείνει ατιμώρητος, διότι η διατάραξη οικιακής ειρήνης (334 ΠΚ) τιμωρείται μόνο όταν τελείται από δόλο και όχι από αμέλεια 8. Κατά τη διάταξη του άρθρου 30 2 ΠΚ, πραγματική πλάνη δύναται να συντρέχει και όταν ο δράστης αγνοεί όχι μόνο πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν το αξιόποινο αλλά και αυτά που κατά το νόμο συνιστούν επιβαρυντική περίσταση.. Στις περιπτώσεις αυτές η πραγματική πλάνη δεν θίγει το δόλο τέλεσης του βασικού εγκλήματος, αλλά μόνο το δόλο για την πραγμάτωση της βαρύτερης μορφής του εγκλήματος. Γι αυτό και ο δράστης τιμωρείται μόνο για το βασικό έγκλημα 9. Γίνεται δεκτό πάντως, ότι ακόμη και αν δεν υπήρχε η δεύτερη παράγραφος του άρθρου 30, η ρύθμιση αυτή θα συναγόταν αναλογικά από την πρώτη παράγραφο, διότι και τα επιβαρυντικά περιστατικά αποτελούν περιστατικά που συγκροτούν την αξιόποινη πράξη του διακεκριμένου εγκλήματος υπαγόμενα στην αντίστοιχη αντικειμενική υπόσταση 10. Αν για παράδειγμα, κάποιος αφαιρέσει από έναν κήπο ένα αγαλματίδιο, αγνοώντας ότι αυτό ήταν έκθεμα στον κήπο μουσείου (374 περ. β' ΠΚ), τότε έχει το δόλο του βασικού εγκλήματος της κλοπής, αγνοεί όμως τα περιστατικά που τη 6 Α. Χαραλαμπάκης, Σύνοψη Ποινικού Δικαίου, Γενικό Μέρος Ι, 2010, σελ. 585., Κ. Βαθιώτης, ό.π., σελ. 250., Ν. Χωραφάς, Ποινικόν Δίκαιον, Τόμος Α, 1978, σελ. 292., Α. Κατσαντώνης, ό.π., σελ. 311., Ι. Ζησιάδης, Η πλάνη εν τω Ποινικώ Δικαίω, 1944, σελ. 57 επ., Ι. Μανωλεδάκης Ν. Παρασκευόπουλος, Εγχειρίδιο Ποινικού Δικαίου, Γενικό Μέρος, 2006, σελ. 60. 7 Α. Χαραλαμπάκης, Σύνοψη ό.π., σελ. 586. 8 Χ. Μυλωνόπουλος, ό.π., σελ. 288. 9 Χ. Μυλωνόπουλος, ό.π., σελ. 285., Ν. Χωραφάς, ό.π., σελ. 293., Μαγκάκης, Ποινικό Δίκαιο, 1984, σελ. 326., Α. Κατσαντώνης, ό.π., σελ. 312. 10 Κ. Βαθιώτης, ό.π., σελ. 251. 7
μετατρέπουν σε διακεκριμένο έγκλημα. Αγνοεί δηλαδή τα περιστατικά που κατά το νόμο επαυξάνουν το αξιόποινο (30 2 ΠΚ). Για το λόγο αυτό, θα τιμωρηθεί μόνο για το βασικό έγκλημα της κλοπής (372 ΠΚ) 11. Πραγματική πλάνη, τέλος, μπορεί να υπάρχει και στην περίπτωση που ο δράστης θεωρεί ότι συντρέχουν περιστατικά που κατά το νόμο μειώνουν το αξιόποινο, στην πραγματικότητα όμως αυτά δεν συντρέχουν. Στην περίπτωση αυτή, ο δράστης τιμωρείται για το προνομιούχο έγκλημα (το οποίο και εσφαλμένα θεωρεί ότι τελεί), διότι η εν λόγω πλάνη αποτελεί την αντίστροφη όψη της πλάνης ότι δεν συντρέχει στοιχείο που ανάγει το έγκλημα σε διακεκριμένο 12. Παραδείγματος χάρη, η νοσοκόμα Β από οίκτο χορηγεί θανατηφόρο δόση φαρμάκου στον ανιάτως πάσχοντα Γ εκλαμβάνοντας τα βογγητά αυτού ως «σπουδαία και επίμονη απαίτηση». Πεπλανημένα δηλαδή θεωρεί ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 300 ΠΚ, προνομιούχου μορφής ανθρωποκτονίας13. Η Β επομένως θα τιμωρηθεί για το άρθρο 300 ΠΚ και όχι για το 299, διότι η πεπλανημένη αντίληψή της περί της ύπαρξης απαίτησης δεν είναι παρά η αντίστροφη όψη της άγνοιάς της ότι τελεί βαρύτερη μορφή ανθρωποκτονίας 14. Ή σε άλλο παράδειγμα, ο Α αφαιρεί πράγμα θεωρώντας εσφαλμένα ότι είναι ευτελούς αξίας. Ο Α δεν θα τιμωρηθεί για το 372 ΠΚ αλλά για την κλοπή ευτελούς αξίας του άρθρου 377 ΠΚ 15. Προβληματική κρίνεται η αντίστροφη περίπτωση, όταν δηλαδή ο δράστης αγνοεί ένα πραγματικό περιστατικό που θεμελιώνει προνομιούχο έγκλημα. Εν προκειμένω γίνεται η εξής διάκριση 16 : α) Εφόσον το περιστατικό που αγνοεί ο δράστης μειώνει την ενοχή, η ευθύνη του δράστη παραμένει αναλλοίωτη, διότι ένα τέτοιο περιστατικό, άγνωστο στον δράστη, δεν είναι δυνατόν να επηρεάσει την ψυχική του στάση. Γι αυτό ο δράστης τιμωρείται όχι για το προνομιούχο αλλά για το τετελεσμένο βασικό έγκλημα. Εδώ δίνεται το παράδειγμα της μητέρας Α, η οποία, ενώ ακόμη διαρκεί η διατάραξη του οργανισμού της από τον τοκετό, θανατώνει το παιδί της, θεωρώντας όμως ότι θανατώνει το παιδί της λεχώνας Β. Σύμφωνα με τον Μυλωνόπουλο, στην 11 Χ. Μυλωνόπουλος, ό.π., σελ. 286. 12 Α. Κατσαντώνης, ό.π., σελ. 312 επ., Χ. Μυλωνόπουλος, ό.π., σελ. 286., Κ. Βαθιώτης, ό.π., σελ. 251., Μαγκάκης, ό.π., σελ. 326 επ., Ν. Ανδρουλάκης, ό.π., σελ. 303. 13 Χ. Μυλωνόπουλος, ό.π., σελ. 286. 14 Ν. Χωραφάς, ό.π., σελ. 293. 15 Α. Κατσαντώνης, ό.π., σελ. 312. 16 Χ. Μυλωνόπουλος, ό.π., σελ. 286., Κ. Βαθιώτης, ό.π., σελ. 251. 8
προκειμένη περίπτωση, εφόσον δεν συντρέχει η ψυχική πίεση, χάριν της οποίας θεσπίστηκε η προνομιούχος μορφή ανθρωποκτονίας του 303 ΠΚ, «το γεγονός ότι αντικειμενικά συνέτρεξαν οι όροι αυτής της ψυχικής πίεσης είναι νομικά αδιάφορο. Η ενοχή δεν μειώθηκε. Η δράστις θα τιμωρηθεί για το βασικό έγκλημα ανθρωποκτονίας εκ προθέσεως (299 1)». Κατ' αποτέλεσμα η άποψη αυτή είναι ορθή, νομίζω όμως ότι ακριβέστερο θα ήταν να πει κανείς, ότι εδώ η Α ευθύνεται για το 299 1, όχι επειδή δεν συντρέχει η ψυχική πίεση αλλά επειδή δεν στοιχειοθετείται ο απαιτούμενος από το άρ. 303 δόλος. Το 303 απαιτεί ο δόλος της μητέρας-δράστη να στρέφεται στη θανάτωση του τέκνου της και όχι τέκνου άλλου. Η Α στο παράδειγμα αυτό είχε δόλο να θανατώσει το παιδί τής Β και όχι το δικό της, το οποίο και αντικειμενικά θανάτωσε όντας σε πλάνη. Με άλλα λόγια, η Α είχε τον δόλο του 299 1, την πρόθεση να σκοτώσει άλλον, και όχι τον δόλο του 303, την πρόθεση να σκοτώσει το παιδί της. Πρόκειται δηλαδή για ένα αστόχημα βολής, με αποτέλεσμα η ευθύνη της να παραμένει ακεραία για το 299 1. Περάν αυτών δεν μπορεί κανείς να αποκλείσει, νομίζω, το ενδεχόμενο μείωσης της ενοχής λόγω διατάραξης του οργανισμού της Α από τον τοκετό, κατά τις γενικές διατάξεις. β) Στην περίπτωση τώρα που το περιστατικό το οποίο αγνοεί ο δράστης μειώνει το άδικο, επικρατεί διχογνωμία. Κατά μία άποψη 17, συντρέχει περίπτωση αληθινής κατ' ιδέα συρροής του βασικού εγκλήματος σε απόπειρα και του τετελεσμένου προνομιούχου εγκλήματος. Σύμφωνα με τη δεύτερη άποψη 18, πρόκειται μόνο για απόπειρα του βαρύτερου εγκλήματος, πρόσφορη ή απρόσφορη, αναλόγως των πραγματικών περιστατικών. Για παράδειγμα, ο Α αφαιρεί αγαλματίδιο από μουσείο, θεωρώντας ότι είναι τεράστιας αρχαιολογικής σημασίας, στην πραγματικότητα όμως πρόκειται για απομίμηση ευτελούς αξίας. Σύμφωνα με την πρώτη άποψη, έχουμε να κάνουμε με αληθινή συρροή απρόσφορης απόπειρας κακουργηματικής κλοπής και κλοπής ευτελούς αξίας. Κατά την δεύτερη άποψη, πρόκειται μόνο για απρόσφορη απόπειρα κακουργηματικής κλοπής, διότι η απαξία αυτής περιλαμβάνει και την απαξίας της κλοπής ευτελούς αξίας, ώστε, αν τιμωρείτο ο δράστης για αληθινή συρροή, να επρόκειτο για περίπτωση διπλής απαξιολόγησης της πράξης. 17 Ν. Ανδρουλάκης, ό.π., σελ. 304., Κ. Βαθιώτης, ό.π., σελ. 252. 18 Χ. Μυλωνόπουλος, ό.π., σελ. 287., Α. Χαραλαμπάκης, Σύνοψη ό.π., σελ. 587 επ. 9
Πράγματι, η κλοπή ευτελούς αξίας επισύρει χρηματική ποινή ή ποινή φυλάκισης έως 6 μηνών, ενώ η απρόσφορη απόπειρα κακουργηματικής κλοπής (κατά την κρατούσα άποψη) ποινή φυλάκισης από 6 μήνες έως 3 έτη. Μια αληθινή συρροή, επομένως, θα σήμαινε εδώ διπλή απαξιολόγηση της πράξης του δράστη 19. 2. Νομολογιακή προσέγγιση 2.1. Ορισμός πραγματικής πλάνης Σύμφωνα με τη νομολογία, η πραγματική πλάνη, η οποία είναι η άγνοια (πλάνη σε ευρεία έννοια), προς την οποία ταυτίζεται και η εσφαλμένη αντίληψη (πλάνη σε στενή έννοια), του πράττοντος για κάποιο συστατικό όρο της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος, αποκλείει τον καταλογισμό. Στην πραγματική πλάνη ο δράστης αγνοεί ή εσφαλμένα αντιλαμβάνεται τι πράττει, αναφέρεται δε αυτή σε περιστατικά της εγκληματικής πράξης και δη όχι μόνο σε γεγονότα ή πραγματικές καταστάσεις, αλλά και σε νομικές ιδιότητες ή σχέσεις ή άλλα αξιολογικά στοιχεία της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος και είναι αδιάφορο ποια υπήρξε η πηγή της πλάνης. Πραγματική πλάνη συντρέχει και στην περίπτωση που ο δράστης αγνοεί ή εσφαλμένα αντιλαμβάνεται κάποιο περιστατικό επιβαρυντικό 20. Πάντως στη νομολογία δεν λείπουν και αποφάσεις οι οποίες χαρακτηρίζουν την πραγματική πλάνη ως λόγο άρσης του καταλογισμού, γεγονός το οποίο έχει κατακριθεί από τη θεωρία 21. 2.2. Ο ισχυρισμός πραγματικής πλάνης Από τη νομολογία γίνεται δεκτό ότι ο ισχυρισμός περί πραγματικής πλάνης συνιστά αυτοτελή ισχυρισμό. Αυτό σημαίνει ότι για να γίνει δεκτός θα πρέπει να είναι ορισμένος. 19 βλ. Χ. Μυλωνόπουλος, ό.π., σελ. 287. 20 Βλ. ενδ. ΑΠ 606/2016, ΑΠ 166/2013, http://www.areiospagos.gr/, ΑΠ 786/2004, ΠοινΛογ 2004, 902 επ., ΑΠ 1079/2002 ΠοινΛογ 2002, σελ. 1147 επ., ΑΠ 1629/2001, ΠοινΛογ 2001, σελ. 1995 επ., ΑΠ 672/2000, ΠοινΧρ ΝΑ/2001, σελ. 39 επ., ΑΠ 1190/1997, ΠοινΧρ 1998, 450 επ. 21 Βλ. π.χ. ΑΠ 1208/1999, Υπερ. 2000, 287 επ., με παρατηρήσεις Μ. Καϊάφα-Γκμπάντι., ΑΠ 528/2000, ΠοινΧρ 2000, σελ. 983, ΑΠ 734/1994, Υπερ. 1995, 49 επ., με παρατηρήσεις Α. Παπαδαμάκη. 10
Από τη θεωρία επισημαίνεται πάντως ότι με τον ισχυρισμό πραγματικής πλάνης ουσιαστικά αρνείται κάποιος την κατηγορία, πράγμα που σημαίνει ότι ακόμη και αόριστος (ή και μη υποβληθείς) δεν αίρει την υποχρέωση του δικαστηρίου να αιτιολογήσει δεόντως την παραδοχή του δόλου (γνώσης). Εξάλλου ο χαρακτηρισμός της πλάνης ως πραγματικής (ή νομικής) από την πλευρά του προβάλλοντος τον ισχυρισμό δεν είναι αναγκαίος 22. 3. Ειδικά ζητήματα 3.1. Αντίστροφη πραγματική πλάνη Στην πραγματική πλάνη ο δράστης αγνοεί πραγματικά περιστατικά που συνιστούν την πράξη του (λ.χ. πυροβολεί κατά ανθρώπου νομίζοντας ότι πρόκειται για το θήραμά του), ωφελούμενος για την πλάνη του αυτή κατά το άρθρο 30 ΠΚ. Στην αντίστροφη περίπτωση, που καλείται αντίστροφη πραγματική πλάνη, ο δράστης εσφαλμένα θεωρεί ότι συντρέχουν τα πραγματικά περιστατικά που συναπαρτίζουν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος (π.χ. o Α προσπαθεί να αφαιρέσει χρήματα από την τσέπη του Β, αλλά αυτή είναι άδεια). Η πλάνη του αυτή είναι αξιόποινη και στοιχειοθετεί το έγκλημα της απρόσφορης απόπειρας (κλοπής). Βλέπουμε, λοιπόν, ότι η απρόσφορη απόπειρα αποτελεί το αντίστροφο φαινόμενο της πραγματικής πλάνης 23. 3.2. Πλάνη περί την αιτιώδη διαδρομή Η πλάνη ως προς την αιτιώδη διαδρομή, στο βαθμό που αφορά την πραγματικότητα, είναι και αυτή ένα είδος πραγματικής πλάνης. Ένα άτομο όμως είναι 22 Βλ. ενδ. ΑΠ 528/2000, ΠοινΧρ 2000, σελ. 983., ΑΠ 1208/1999, Υπερ. 2000, 287 επ., με παρατηρήσεις Μ. Καϊάφα-Γκμπάντι., ΑΠ 734/1994, Υπερ. 1995, 49 επ., με παρατηρήσεις Α. Παπαδαμάκη., βλ. και ΑΠ 38/1991, Υπερ 1991, σελ. 618 επ. με παρατ. Ν. Παρασκευόπουλου., ΑΠ 1013/1985, ΠοινΧρ ΛΣΤ, σελ. 68 επ. με παρατ. Ι. Γιαννίδη, βλ. όμως και ΑΠ 962/2008, ΠοινΛογ 2008, 606 επ., με παρατηρήσεις Γ. Μπέκα., Μ. Καϊάφα Γκμπάντι, Εμβάθυνση στην Ποινική Νομολογία, β έκδοση, 2009, σελ. 745 επ. 23 Ν. Ανδρουλάκης, ό.π., σελ. 304., Κ. Βαθιώτης, ό.π., σελ. 251., βλ. ενδ. και ΣυμβΕφΘεσ 328/2005, ηλεκ. έκδοση NOMOS. 11
αδύνατον να προβλέψει την αιτιώδη διαδρομή των πραγμάτων στην κάθε τους λεπτομέρεια. Γι αυτό το λόγο, ο δόλος, το διανοητικό στοιχείο του οποίου έχει ως αντικείμενο και την αιτιώδη συνάφεια της ενέργειας με το επελθόν αποτέλεσμα (αφού η αιτιώδης συνάφεια αποτελεί άγραφο στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης), δεν αποκλείεται όταν η πραγματικότητα διαφοροποιείται ελάχιστα σε σχέση με την υποκειμενική παράσταση του δράστη. Δηλαδή, δεν απαιτείται από τον δράστη η δυνατότητα να προβλέψει τις συνέπειες της πράξης του σε όλες τις λεπτομέρειές τους, αλλά αρκεί αυτές να είναι προβλέψιμες απλώς κατά τα ουσιώδη στοιχεία τους. Ο δόλος λοιπόν αποκλείεται όταν η απόκλιση της πραγματικής αιτιώδους διαδρομής από εκείνη την οποία φανταζόταν ο δράστης είναι ουσιώδης. Κριτήριο δε για το αν η απόκλιση είναι ουσιώδης ή όχι συνιστά το «κατά την κοινή πείρα προβλέψιμο», το ότι δηλαδή μία συμπεριφορά είναι γενικώς πρόσφορη κατά την κοινή πείρα της ζωής να οδηγήσει στο αποτέλεσμα 24. Έτσι, πλάνη ως προς τον αντικειμενικό αιτιώδη σύνδεσμο υφίσταται μόνο όταν η απόκλιση της πραγματικής αιτιώδους διαδρομής από εκείνη που φανταζόταν ο δράστης είναι ουσιώδης, με αποτέλεσμα να αποκλείεται ο δόλος του. Αντιθέτως, οι επουσιώδεις αποκλίσεις της αιτιώδους διαδρομής δεν αποκλείουν το δόλο 25. Παραδείγματα : α) επουσιώδης απόκλιση : 1) Ο Α, θέλοντας να σκοτώσει τον Β, τον σηκώνει και τον πετάει από μία γέφυρα στο ποτάμι για να πνιγεί. Ο θάνατος του Β όμως επέρχεται νωρίτερα, όταν αυτός χτύπησε το κεφάλι του στο τόξο της γέφυρας κατά τη ρίψη 26. 2) Ο Α, θέλοντας να σκοτώσει τον Β, τον χτυπάει στο κεφάλι με σιδηρολοστό, ο θάνατός του όμως επέρχεται από ακατάσχετη αιμορραγία και όχι από την επιδιωχθείσα θραύση του κρανίου 27. β) ουσιώδης απόκλιση: 1) Ο Α, θέλοντας να σκοτώσει τον Β, πυροβολεί εναντίον του, ο Β όμως στην προσπάθειά του να αποφύγει τον πυροβολισμό ολισθαίνει και χτυπάει το κεφάλι του στο έδαφος και έτσι επέρχεται ο θάνατός του 28. Εδώ πάντως πρέπει να παρατηρήσουμε, ότι ο Α δεν μπορεί να τιμωρηθεί για το θάνατο του Β, διότι το αποτέλεσμα του θανάτου δεν ήταν πράξη του ίδιου αλλά αποτέλεσμα της ενέργειας του δεύτερου. 2) Ο τρομοκράτης Α κατασκευάζει εκρηκτικό μηχανισμό προκειμένου να σκοτώσει τον Β, που μένει στο διπλανό διαμέρισμα. Όμως, κατά την κατασκευή της βόμβας προκαλείται έκρηξη από την οποία σκοτώνεται ο Β (η επέλευση του αποτελέσματος στο προπαρασκευαστικό στάδιο θεμελιώνει πάντοτε ουσιώδη απόκλιση του αιτιώδους συνδέσμου) 29. 24 Κ. Βαθιώτης, ό.π., σελ. 253., Χ. Μυλωνόπουλος, ό.π., σελ 290. 25 Χ. Μυλωνόπουλος, ό.π., σελ 291. 26 Κ. Βαθιώτης, ό.π., σελ. 253. 27 Χ. Μυλωνόπουλος, ό.π., σελ 291. 28 Ν. Χωραφάς, Ποινικόν Δίκαιον, Τόμος Α, 1978, σελ. 296. 29 Χ. Μυλωνόπουλος, ό.π., σελ 291 επ. 12
3) Ο Α προσπαθώντας να σκοτώσει τον Β, του προκαλεί απλή σωματική βλάβη, ο τελευταίος όμως πεθαίνει από ιατρικό σφάλμα ή νοσοκομειακή λοίμωξη 30. Κατ άλλη άποψη, οι περιπτώσεις αυτές καλύπτονται από το δόλο του δράστη διότι «όλοι γνωρίζουν ότι αυτά συμβαίνουν στα νοσοκομεία» 31. Εδώ αντιπροτείνεται το παράδειγμα του αμόρφωτου βοσκού ο οποίος μαχαιρώνει το θύμα του και δεν είναι δυνατόν να γνωρίζει ότι μπορεί να πετύχει το σκοπό του χάρη σε μία νοσοκομειακή λοίμωξη 32. Νομίζω ότι δεν χρειάζεται κανείς να χρησιμοποιήσει το παραπάνω παράδειγμα του αμόρφωτου βοσκού για να αποκρούσει την άποψη που δέχεται ευθύνη σε αυτές τις περιπτώσεις. Όταν ο θάνατος επέρχεται όχι από τη σωματική βλάβη αλλά από ένα ιατρικό σφάλμα ή μία νοσοκομειακή λοίμωξη τότε φυσικά και αποτελεί αποτέλεσμα άλλης πράξης, όχι της σωματικής βλάβης, αλλά της αμελούς ενέργειας του ιατρού (όσον αφορά στο ιατρικό σφάλμα) ή της παράλειψης της νοσοκόμας λ.χ. για επιμελή φροντίδα του ασθενούς ώστε να αποφευχθεί η λοίμωξη. 4) Ο Α πυροβολεί κατά του Β για να τον σκοτώσει, αλλά αστοχεί. Ο πυροβολισμός όμως αναστάτωσε μία αγέλη αγριόχοιρων οι οποίοι ποδοπατούν και σκοτώνουν τελικά τον Β 33. Και εδώ φυσικά ο θάνατος του Β δεν μπορεί να καταλογισθεί στον Α, διότι δεν είναι πράξη του ίδιου. Περιπτώσεις αποκλίσεως της αιτιώδους διαδρομής αποτελούν η περίπτωση του γενικού δόλου και αυτή του ανάστροφου ή αντίστροφου γενικού δόλου. 3.2.1. Γενικός δόλος Στην περίπτωση του γενικού δόλου, ο δράστης θεωρεί ότι με την πρώτη του ενέργεια προκάλεσε το εγκληματικό αποτέλεσμα, στην πραγματικότητα όμως αυτό επέρχεται από μία μεταγενέστερη ενέργεια του ίδιου, η οποία συνήθως γίνεται για τη συγκάλυψη του εγκλήματος και της οποίας τη συμβολή δεν είχε αντιληφθεί ως σημαντική για την πρόκληση του αποτελέσματος. Για παράδειγμα, ο Α πυροβολεί τον Β για να τον σκοτώσει, αλλά απλώς τον τραυματίζει. Ο Β χάνει τις αισθήσεις του και καταρρέει στο έδαφος. Ο Α νομίζοντας ότι ο Β είναι νεκρός πετάει το υποτιθέμενο πτώμα του στο ποτάμι, με αποτέλεσμα ο θάνατός του να επέλθει τελικά από πνιγμό 34. Ως προς την λύση της παραπάνω προβληματικής έχουν υποστηριχθεί δύο απόψεις. Η κρατούσα άποψη 35 δέχεται ότι ο δράστης του παραδείγματός μας πρέπει να 30 Χ. Μυλωνόπουλος, ό.π., σελ 292. 31 Ν. Ανδρουλάκης, ό.π., σελ. 300, υποσ. 93. 32 Χ. Μυλωνόπουλος, ό.π., σελ 292, υποσ. 170. 33 Χ. Μυλωνόπουλος, ό.π., σελ 292. 34 Κ. Βαθιώτης, ό.π., σελ. 253., Ι. Μανωλεδάκης, Ποινικό Δίκαιο, Γενική Θεωρία, 2004, σελ. 214 επ. 35 Κ. Βαθιώτης, ό.π., σελ. 253., Ν. Ανδρουλάκης, ό.π., σελ.302., Ι. Μανωλεδάκης, ό.π., σελ. 214 επ., Γ. Μαγκάκης, Ποινικό Δίκαιο, 1984, σελ. 329 επ., Χ. Μυλωνόπουλος, ό.π., σελ 296. 13
τιμωρηθεί για το τετελεσμένο έγκλημα της ανθρωποκτονίας εκ προθέσεως, κυρίως με το επιχείρημα ότι σε αυτήν την περίπτωση η απόκλιση της πραγματικής αιτιώδους διαδρομής από την υποκειμενική παράσταση του δράστη είναι επουσιώδης. Το αποτέλεσμα του θανάτου βρίσκεται εντός των ορίων του «κατά την κοινή πείρα προβλεψίμου». Αποφασιστική ήταν η πρώτη ενέργεια, ο πυροβολισμός, στην οποία προέβη ο δράστης με ανθρωποκτόνο δόλο, ώστε χωρίς αυτήν να μην είχε λάβει χώρα η δεύτερη και θανατηφόρος ενέργεια της ρίψης του θύματος στο ποτάμι. Η πρώτη δηλαδή ενέργεια ήταν εμμέσως ο αιτιώδης όρος για την επέλευση του θανάτου, το ότι επήλθε δε ο τελευταίος από μία δεύτερη πράξη αποτελεί επουσιώδη απόκλιση της αιτιώδους διαδρομής. Σύμφωνα με τη δεύτερη άποψη 36, ο Α πρέπει να τιμωρηθεί για απόπειρα ανθρωποκτονίας σε συρροή με το τετελεσμένο έγκλημα της ανθρωποκτονίας εξ αμελείας, με το επιχείρημα ότι στην περίπτωση αυτή έχουμε δύο αυτοτελείς πράξεις (η άποψη αυτή συσχετίζει την περίπτωση του γενικού δόλου με αυτήν του αστοχήματος βολής). Η πρώτη έμεινε σε στάδιο απόπειρας ενώ η δεύτερη τελέστηκε υπό το καθεστώς πραγματικής πλάνης, δοθέντος ότι ο δράστης νόμιζε ότι το θύμα ήταν ήδη νεκρό. Έτσι, είναι αδιανόητο εννοιολογικά να έχουμε δόλο πραγμάτωσης ενός εγκλήματος, για το οποίο ο δράστης πιστεύει ότι πραγματώθηκε ήδη με την πρώτη του ενέργεια, δεν γίνεται δηλαδή να θέλει κάποιος να σκοτώσει έναν άλλον τον οποίο θεωρεί ήδη νεκρό. Η πλάνη δηλαδή στην περίπτωση αυτή είναι ουσιώδης. Η άποψη αυτή είναι σχηματική και συμβιβάζεται με τον τύπο αλλά όχι με την ουσία, διότι ο δράστης πραγμάτωσε τελικά το έγκλημα που πράγματι ήθελε. Απλώς η αιτιώδης διαδρομή υπήρξε κάπως διαφορετική από αυτήν που φανταζόταν ο δράστης, μία απόκλιση όμως επουσιώδης 37. Ο τελικός πνιγμός του Β είναι θεληματική πράξη του Α. Η παρέκκλιση από το σχέδιό του είναι και αυτή πράξη του Α με θεληματική μυϊκή του κίνηση, άσχετα με την υποκειμενική του παράσταση και για αυτό το λόγο στερείται σημασίας. Το αποτέλεσμα δηλαδή του θανάτου συνδέεται βουλητικά με τον Α, ώστε η εν λόγω παρέκκλιση να μην δύναται να επηρεάσει την ευθύνη του για ολοκληρωμένη ανθρωποκτονία εκ προθέσεως 38. Σημειώνεται τέλος, ότι μία τέτοια συρροή είναι δυνατή στην περίπτωση του αστοχήματος βολής, όπου έχουμε να κάνουμε με δύο μονάδες εννόμου αγαθού, όχι 36 Ν. Χωραφάς, ό.π., σελ. 295. 37 Γ. Μαγκάκης, ό.π., σελ. 330. 38 Ι. Μανωλεδάκης, ό.π., σελ. 214 επ. 14
όμως και όταν έχουμε μόνο μία. Δεν χωρούν δηλαδή και ο δόλος και η αμέλεια στην προσβολή της ίδιας μονάδας εννόμου αγαθού (της ζωής του Β). Κάτι τέτοιο είναι όμως εφικτό στο αστόχημα βολής (πυροβολώ τον Β αλλά σκοτώνω κατά λάθος τον Γ), διότι εν προκειμένω έχουμε δύο μονάδες του εννόμου αγαθού της ζωής, απέναντι στις οποίες μπορεί να διαφοροποιηθεί η υποκειμενική υπόσταση του δράστη 39. Επομένως, στις περιπτώσεις του «γενικού δόλου» η πλάνη του δράστη είναι επουσιώδης και έτσι αυτός τιμωρείται για το ολοκληρωμένο εκ προθέσεως έγκλημα. Να παρατηρηθεί όμως ότι αυτό ισχύει για τα εγκλήματα αποτελέσματος (στα οποία αφορούν και τα περισσότερα παραδείγματα γενικού δόλου), όπως είναι το 299 ΠΚ, όπου δεν τυποποιείται ο τρόπος πραγμάτωσης του εγκλήματος, αλλά μόνο το αποτέλεσμα, ώστε η παρέκκλιση από το σχέδιο του δράστη, ως προς τον τρόπο πρόκλησης του επιδιωκόμενου αποτελέσματος, δεν επηρεάζει την ευθύνη του εφόσον τελικά αυτό καλύπτεται από τον δόλο του. 3.2.2. Αντίστροφος γενικός δόλος Η περίπτωση του αντίστροφου ή ανάστροφου γενικού δόλου συνιστά περίπτωση πρόωρης ολοκλήρωσης του εγκλήματος. Ο δράστης δηλαδή θεωρεί ότι δεν έχει πράξει ό,τι χρειάζεται για να προκαλέσει το αποτέλεσμα, στην πραγματικότητα όμως το έχει ήδη κάνει 40. Για παράδειγμα, ο Α χτυπά στο κεφάλι τον Β με σιδηρολοστό προκειμένου να τον αναισθητοποιήσει και στη συνέχεια να τον πετάξει στο ποτάμι για να πνιγεί. Ο θάνατος όμως του Β επήλθε ήδη από το χτύπημα στο κεφάλι 41. Σύμφωνα με την κρατούσα άποψη 42, η απόκλιση από την αιτιώδη διαδρομή στις περιπτώσεις του αντίστροφου γενικού δόλου είναι επίσης επουσιώδης, ώστε ο δράστης να πρέπει να τιμωρηθεί για τετελεσμένη ανθρωποκτονία εκ προθέσεως. Κατά την αντίθετη άποψη 43, ο δράστης στην περίπτωση αυτή πρέπει να τιμωρηθεί για απόπειρα ανθρωποκτονίας σε συρροή με ανθρωποκτονία εξ αμελείας, διότι ο 39 Ι. Μανωλεδάκης, ό.π., σελ. 215, υποσ. 119. 40 Κ. Βαθιώτης, ό.π., σελ. 255. 41 Ν. Ανδρουλάκης, ό.π., σελ. 302 επ. 42 Ν. Ανδρουλάκης, ό.π., σελ. 302 επ., Ν. Χωραφάς, ό.π., σελ. 295., Χ. Μυλωνόπουλος, ό.π., σελ. 297. 43 βλ. Χ. Μυλωνόπουλο, ό.π., σελ. 297 (ο οποίος συντάσσεται με την κρατούσα άποψη) για παραπομπές στους υποστηρικτές της αντίθετης άποψης. 15
δράστης αγνοούσε την προσφορότητα της πρώτης πράξης του να προκαλέσει το αποτέλεσμα του θανάτου. Να σημειωθεί, τέλος, ότι αν η πρώτη από τις δύο πράξεις βρίσκεται ακόμη στο προπαρασκευαστικό στάδιο, δεν τίθεται καν θέμα απόκλισης της αιτιώδους διαδρομής, διότι δεν είναι δυνατή η ύπαρξη σχέσης επικάλυψης στοιχείου αντικειμενικής υπόστασης, ώστε το έγκλημα να κρίνεται από τη δεύτερη πράξη. Έτσι, λοιπόν, αν η Α, θέλοντας να σκοτώσει το σύζυγό της, ρίξει δηλητηριώδη ουσία σε μια φιάλη οινοπνευματώδους ποτού, ώστε να του προσφέρει ένα ποτήρι από αυτό, αλλά ο σύζυγός της επιστρέφοντας νωρίτερα στο σπίτι, όταν αυτή απουσιάζει, πιει από τη φιάλη και πεθάνει., τότε η ευθύνη της Α θα είναι μόνο για ανθρωποκτονία από αμέλεια 44. 3.3. Η πλάνη ως προς αξιολογικά στοιχεία Όταν ο δράστης πλανάται όχι ως προς πραγματικά περιστατικά αλλά ως προς νομικά ή εξωνομικά αξιολογικά στοιχεία της αντικειμενικής υπόστασης (π.χ. ιδιοκτησία, γάμος, υπάλληλος, γενετήσια αξιοπρέπεια, απόρρητο κ.λπ.) η πλάνη του κρίνεται και πάλι ως πραγματική. Ό όρος «πραγματική» πλάνη μπορεί ενίοτε λοιπόν να οδηγήσει σε παρανοήσεις. Με αυτόν τον όρο δεν αποδίδεται μόνο η πλάνη που αφορά σε πραγματικά περιστατικά, αλλά γενικότερα η πλάνη που αναφέρεται και σε στοιχεία συγκαθοριστικά της αντικειμενικής υπόστασης ή προσδιοριστικά της βαρύτητάς του εγκλήματος και που μπορεί να συνιστούν τόσο πραγματικά περιστατικά όσο και νομικές, αξιολογικές ιδιότητες. Γι αυτό λέγεται ότι η πραγματική πλάνη αποτελεί κατά κυριολεξία πλάνη είτε για συστατικά (πραγματικά ή αξιολογικά) στοιχεία της αντικειμενικής υπόστασης είτε για στοιχεία πραγματικά ή αξιολογικά) προσδιοριστικά της βαρύτητας του εγκλήματος45. Έτσι, εδώ δίνεται το παράδειγμα που κάποιος βιαιοπραγεί κατά Ειδικού Φρουρού, νομίζοντας ότι πρόκειται για ιδιωτικό υπάλληλο φύλαξης (security). Ο δράστης αγνοεί ότι βιαιοπραγεί κατά «υπαλλήλου», στοιχειοθετουμένης έτσι της πραγματικής του πλάνης για το έγκλημα της αντίστασης (167 ΠΚ), με αποτέλεσμα να τιμωρηθεί μόνο για το έγκλημα της παράνομης βίας (330). 44 Χ. Μυλωνόπουλος, ό.π., σελ. 297. 45 Γ. Μαγκάκης, ό.π., σελ. 322., Ι. Ζησιάδης, Η πλάνη εν τω Ποινικώ Δικαίω, 1944, σελ. 70., βλ. και αναλυτικότερα Α. Ψαρουδά-Μπενάκη, Τα αξιολογικά στοιχεία της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος, 1971, σελ. 134 επ. 16
Σε άλλο παράδειγμα, ο οφειλέτης Β καταστρέφει πολύτιμο καθρέπτη νομίζοντας ότι είναι δικός του με σκοπό να καταδολιεύσει τους δανειστές του, αγνοώντας ότι αυτός έχει ήδη πωληθεί σε πλειστηριασμό. Πλανάται επομένως ως προς το στοιχείο «ξένο», αγνοώντας ότι τελεί το έγκλημα της φθοράς ξένης ιδιοκτησίας (381 ΠΚ) 46. Κατ' αποτέλεσμα δεν θα τιμωρηθεί για το 381, διότι αυτό δεν τιμωρείται ότι τελείται από αμέλεια. Πραγματική είναι και η πλάνη αυτού που νοθεύει ένα λαχείο ή ένα δελτίο ανταλλαγής με προϊόν, θεωρώντας ότι αυτό είναι απλώς διαφημιστικό και όχι παραστατικό αξίας 47. Το ίδιο ισχύει και για τους λευκούς ποινικούς νόμους. Η πλάνη ως προς τα στοιχεία που συμπληρώνουν την αντικειμενική υπόσταση είναι πραγματική, ακόμη και όταν πρόκειται για αξιολογικά στοιχεία. Αν για παράδειγμα ένας κατηγορούμενος για τοκογλυφία ισχυρίζεται ότι δεν γνώριζε ότι το συμφωνηθέν επιτόκιο υπερέβαινε το θεμιτό όριο 48, τότε τελεί σε πραγματική πλάνη, διότι αγνοεί ποιό είναι το κατά το νόμο προβλεπόμενο θεμιτό επιτόκιο. 3.4. Πλάνη ως προς τα ειδικά στοιχεία του αδίκου. Ορισμένα στοιχεία της νομοτυπικής μορφής, όπως η «νόμιμη» πράξη του υπαλλήλου (167 ΠΚ), η «νόμιμη» απαγόρευση απο την «αρμόδια» αρχή (171 ΠΚ), η «παράνομη» ιδιοποίηση (375 ΠΚ), η «αθέμιτη» παγίδευση (370Α ΠΚ) κ.ά. καλούνται ειδικά στοιχεία του αδίκου και πρόκειται για λόγους άρσης του αδίκου με μονολεκτική θετική διατύπωση 49. Κατά μία άποψη 50, τα στοιχεία αυτά επικαλύπτονται όχι από την υποκειμενική υπόσταση αλλά από τη συνείδηση αδίκου, με αποτέλεσμα η εσφαλμένη αντίληψή τους να συνιστά νομική πλάνη. Σύμφωνα με μία άλλη άποψη 51, τα στοιχεία αυτά αποτελούνται από πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν συγκεκριμένη αξιολόγηση. Έτσι, η πλάνη ως προς τις 46 Χ. Μυλωνόπουλος, ό.π., σελ. 289. 47 Α. Ψαρουδά-Μπενάκη, ό.π., σελ. 141. 48 Χ. Μυλωνόπουλος, ό.π., σελ. 289. 49 Ι. Μανωλεδάκης, Ποινικό Δίκαιο, Γενική Θεωρία, 2004, σελ. 777. 50 Ι. Μανωλεδάκης, ό.π., σελ. 777., Ν. Χωραφάς, ό.π., σελ. 300., Γ. Μαγκάκης, ό.π., σελ. 338 επ. 51 Χ. Μυλωνόπουλος, ό.π., σελ. 290, Λ. Κοτσαλής, Ποινικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος, 2011, σελ. 532. 17
πραγματικές προϋποθέσεις είναι πραγματική, ενώ η πλάνη ως προς την αξιολόγηση που αυτά εκφράζουν είναι νομική (31 2 ΠΚ). Αν λοιπόν κάποιος πωλήσει την ξένη τηλεόραση επί της οποίας έχει ενέχυρο, νομίζοντας ότι η αξίωσή του καθίσταται απαιτητή την 1η Ιουνίου ενώ αυτή καθίσταται απαιτητή την 1η Ιουλίου (πραγματική προϋπόθεση), η πλάνη του για το «παράνομο» της ιδιοποίησης είναι πραγματική. Αν όμως πιστεύει ότι δικαιούται να την πωλήσει και πριν η αξίωσή του καταστεί απαιτητή (αξιολόγηση), η πλάνη του είναι νομική. Να σημειωθεί στο σημείο αυτό πάντως, ότι κατ' άλλη άποψη η πλάνη ως προς τις πραγματικές προϋποθέσεις λόγου άρσης του αδίκου αντιμετωπίζεται ως νομική πλάνη - ζήτημα για το οποίο θα γίνει λόγος παρακάτω. 3.5. Πλάνη για την ιδιαίτερη νομική υποχρέωση Πραγματική πλάνη συνιστά κατά μία άποψη και η πλάνη για την ιδιαίτερη νομική υποχρέωση στα εγκλήματα μη γνήσιας παράλειψης, ανεξαρτήτως του αν αναφέρεται στην υποχρέωση ως νομική σχέση ή στα πραγματική περιστατικά από τα οποία απορρέει, με το επιχείρημα ότι η ιδιαίτερη νομική υποχρέωση εντάσσεται στην αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος μη γνήσιας παράλειψης. 52. Κατ άλλη άποψη 53, πραγματική είναι η πλάνη μόνο όταν αυτή αναφέρεται στα πραγματικά περιστατικά από τα οποία πηγάζει η ιδιαίτερη νομική υποχρέωση (π.χ. από την ιδιότητα του δράστη ως «πατέρα» κ.λπ.). Αν όμως η πλάνη αφορά στην ιδιαίτερη νομική υποχρέωση καθεαυτή, τότε αποτελεί νομική πλάνη και αίρει τον καταλογισμό, εφόσον κριθεί συγγνωστή. Παραδείγματα : 1) Η νοσοκόμα Α παραλείπει να κάνει την ένεση στον ασθενή Β, θεωρώντας ότι δεν έχει υποχρέωση απέναντί του, διότι πιστεύει λανθασμένα ότι έχει λήξει η σύμβασή της με τον θεράποντα ιατρό, με αποτέλεσμα ο Β να αποβιώσει 54. Εν προκειμένω, όποια άποψη και αν ακολουθήσει κανείς θα καταλήξει στον αποκλεισμό του δόλου λόγω πραγματικής πλάνης, διότι η πλάνη της Α αναφέρεται σε ένα πραγματικό περιστατικό, τη λήξη της σύμβασης. 2) Ο Α ακούει από το διπλανό δωμάτιο του ξενοδοχείου κραυγές για βοήθεια, οι οποίες προέρχονται από την ανήλικη κόρη του, τη Β, την οποία προσπαθεί να βιάσει ο Γ. Ο Α όμως δεν 52 Ι. Μανωλεδάκης, ό.π., σελ. 960. 53 Α. Κατσαντώνης, ό.π., σελ. 361 επ., Α. Χαραλαμπάκης, Σύνοψη ό.π., σελ. 587. 54 Ι. Μανωλεδάκης, ό.π., σελ. 960. 18
αναγνωρίζει ότι οι κραυγές είναι της κόρης του και γι αυτό δεν επεμβαίνει. Εδώ, ο Α πλανάται για τα πραγματικά περιστατικά τα οποία θεμελιώνουν την ιδιαίτερη νομική υποχρέωσή του να επέμβει για να σώσει την ανήλικη κόρη του (της οποίας την επιμέλεια έχει εκ του νόμου) και επομένως, σύμφωνα με τη δεύτερη άποψη αποκλείεται ο δόλος του 55. 3) Αν στο προηγούμενο παράδειγμα, ο Α αναγνώριζε τις κραυγές της κόρης του, αλλά πεπλανημένα θεωρούσε ότι, εφόσον είναι μνηστευμένη, δεν έχει καμία υποχρέωση ως πατέρας να επέμβει κατά του μνηστήρα της, τότε ο Α τελεί σε νομική πλάνη και δεν θα τιμωρηθεί εφόσον αυτή κριθεί συγγνωστή 56. Νομίζω ότι η δεύτερη άποψη είναι και η ορθότερη. Ναι μεν η ιδιαίτερη νομική υποχρέωση εντάσσεται στην αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος μη γνήσιας παράλειψης, όμως η επιμονή σε πραγματική πλάνη χωρίς διάκριση φαίνεται τυπολατρική, διότι η ουσία του πράγματος είναι, ότι εν τέλει, όταν κάποιος πλανάται για το τί δικαιούται να πράξει, η πλάνη αυτή δεν μπορεί παρά νομική να χαρακτηρισθεί, όπως ακριβώς συμβαίνει στο τρίτο παράδειγμα παραπάνω. ΜΕΡΟΣ ΙΙ. ΝΟΜΙΚΑ ΑΔΙΑΦΟΡΗ ΠΛΑΝΗ 1. Πλάνη περί την ταυτότητα του υλικού αντικειμένου Η πλάνη περί την ταυτότητα του υλικού αντικειμένου του εγκλήματος, δηλαδή η πλάνη περί το πρόσωπο ή το αντικείμενο κατά του οποίου στρέφεται η πράξη (error in persona vel in objecto) συνιστά περίπτωση νομικώς αδιάφορης πλάνης. Τέτοια πλάνη έχουμε όταν ο δράστης εξαπολύει τη φυσική δύναμη κατά του υλικού αντικειμένου, το οποίο και προσβάλλεται, όμως πλανάται σχετικά με την ταυτότητά του 57. Σε αυτήν την περίπτωση δηλαδή, ο δράστης πλήττει εκείνο ακριβώς το πρόσωπο ή αντικείμενο το οποίο έχει μπροστά του, το οποίο όμως δεν θα έπληττε εάν δεν το είχε «μπερδέψει» με αυτό που σκόπευε αρχικά να πλήξει 58. 55 Α. Κατσαντώνης, ό.π., σελ. 362. 56 Α. Κατσαντώνης, ό.π., σελ. 362. 57 Λ. Κοτσαλής, ό.π. σελ. 540., Ν. Χωραφάς, ό.π., σελ. 294. 58 Κ. Βαθιώτης, ό.π., σελ. 256. 19
Error in persona υπάρχει για παράδειγμα όταν ο Α πυροβολεί και σκοτώνει τον Β νομίζοντας ότι πρόκειται για τον Γ. Έτσι, θα τιμωρηθεί κανονικά για ανθρωποκτονία από πρόθεση (299 1 ΠΚ). Εrror in objecto έχουμε στην περίπτωση που ο Δ χαράζει το αυτοκίνητο τού Ε νομίζοντας ότι πρόκειται για το αυτοκίνητο τού Ζ. Ο Δ θα τιμωρηθεί κανονικά για φθορά ξένης ιδιοκτησίας (381 1 ΠΚ). Παραπάνω, στο πρώτο παράδειγμα, ο Α γνωρίζει ότι σκοτώνει «άλλον», πλήττει ακριβώς το υλικό αντικείμενο που προηγουμένως εξατομίκευσε. Η πλάνη αυτή περί την ταυτότητα όμως του θύματος είναι αδιάφορη, διότι η ταυτότητα δεν αποτελεί στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης. Με άλλη διατύπωση, «ο Α άνθρωπο ήθελε να σκοτώσει και άνθρωπο σκότωσε». Ο δόλος του δράστη καλύπτει το στοιχείο «άλλος» του άρ. 299 1 ΠΚ πλήρως. Δεν απαιτείται να καλύπτει και την ταυτότητά του 59. Η πλάνη ως προς την ταυτότητα του προσώπου και τις ιδιότητες του αντικειμένου αφορούν στο κίνητρο της πράξης και επομένως στερείται νομικής σημασίας, διότι αντικείμενο του δόλου δεν αποτελούν τα κίνητρα του δράστη 60. Διαφορετικές είναι οι περιπτώσεις όπου η ιδιότητα ενός προσώπου ή πράγματος αποτελεί στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος, π.χ. στο άρθρο 153 ΠΚ ο «αρχηγός ξένου κράτους». Εδώ, η πλάνη αυτή κρίνεται ως πραγματική. Ο Α, για παράδειγμα, φοιτητής αλλοδαπού Πανεπιστημίου, πληροφορούμενος ότι ο παλαιότερος καθηγητής του, Β, επισκέπτεται την Ελλάδα, του πετά αβγά, αγνοώντας ότι αυτός στη χώρα του είχε ήδη εκλεγεί Πρόεδρος της Δημοκρατίας. Πραγματική κρίνεται και η πλάνη στην περίπτωση που ο Γ αφαιρεί μικροσκόπιο από εργαστήριο του πανεπιστημίου, αγνοώντας ότι πρόκειται για πράγμα επιστημονικής σημασίας (374β' ΠΚ) 61. 2. Αστόχημα βολής Όταν ο δράστης προσβάλλει άλλο υλικό αντικείμενο από αυτό που αρχικά είχε εξατομικεύσει και το οποίο δεν ήθελε να προσβάλει, τότε γίνεται λόγος για αστόχημα βολής (aberratio ictus). Στις περιπτώσεις αυτές ο δόλος του δράστη δεν καλύπτει το 59 Χ. Μυλωνόπουλος, ό.π., σελ. 292, Λ. Κοτσαλής, ό.π., σελ. 539 επ., Κ. Βαθιώτης, ό.π., σελ. 256. 60 Κ. Βαθιώτης, ό.π., σελ. 256 επ., Μαγκάκης, ό.π., σελ. 329. 61 Χ. Μυλωνόπουλος, ό.π., σελ. 293., βλ. και Κ. Βαθιώτη, ό.π., σελ. 257. 20
τελικώς προσβληθέν αντικείμενο άλλα ένα άλλο. Η διαφορά με την πλάνη περί το πρόσωπο έγκειται στο ότι σε αυτήν ο δράστης πλήττει το υλικό αντικείμενο που είχε αρχικά επιλέξει και που ήθελε να πλήξει, ενώ στο αστόχημα βολής ο δράστης πλήττει ένα πρόσωπο ή αντικείμενο το οποίο ουδέποτε ήθελε να πλήξει 62. Κατά την κρατούσα θεωρία της συγκεκριμενοποιήσεως 63, σύμφωνα με την οποία προαπαιτούμενο του δόλου συνιστά το συγκεκριμενοποιημένο περιεχόμενό του σε σχέση με ορισμένο υλικό αντικείμενο, κάθε απόκλιση που οδηγεί σε προσβολή διαφορετικού αντικειμένου ισοδυναμεί με έλλειψη του αντίστοιχου δόλου. Γι αυτό, το αστόχημα βολής αντιμετωπίζεται ως απόπειρα σε σχέση με την επιδιωχθείσα προσβολή σε αληθινή κατ' ιδέα συρροή σε σχέση με την εξ αμελείας επελθούσα προσβολή, εφόσον φυσικά τιμωρείται αυτή όταν τελείται από αμέλεια. Ο Δ λ.χ. πυροβολεί για να σκοτώσει τον Ε, αστοχεί όμως και σκοτώνει τον Ζ. Ο Δ θα τιμωρηθεί για αληθινή κατ' ιδέα συρροή της απόπειρας ανθρωποκτονίας τού Ε και της τετελεσμένης εξ αμελείας ανθρωποκτονίας τού Ζ Κατά την αντίθετη άποψη («θεωρία του ισάξιου των αντικειμένων») 64, οι παραπάνω δράστες θα πρέπει να τιμωρηθούν για τετελεσμένη ανθρωποκτονία εκ προθέσεως (η Α για τον Γ και ο Δ για τον Ζ). Η άποψη αυτή στηρίζεται, αφενός μεν στο περί Δικαίου αίσθημα, σύμφωνα με το οποίο είναι υπερβολικά επιεικής η μεταχείριση του δράστη με τη διάταξη για την εξ αμελείας ανθρωποκτονία αφετέρου δε, στο ότι δύσκολα μπορεί να γίνει αποδεκτός ένας κανόνας επιμελείας του τύπου «όταν θέλεις να σκοτώσεις κάποιον, πρόσεξε μη σκοτώσεις άλλον», ώστε να τιμωρηθεί ο δράστης για εξ αμελείας ανθρωποκτονία 65. Ορθά παρατηρείται όμως, ότι 66 η απαγόρευση αφροντιστίας για τα έννομα αγαθά ισχύει πάντοτε. Ακόμη και όταν ο δράστης τελεί απόπειρα ενός εγκλήματος, δεν απαλλάσσεται από την υποχρέωση να σέβεται, κατά την τέλεσή της, τα έννομα αγαθά των άλλων. Η κρατούσα άποψη ορθώς στηρίζεται στο σκεπτικό ότι ο ανθρωποκτόνος δόλος του δράστη δεν καλύπτει και τον θάνατο του Γ/Ζ στα παραπάνω παραδείγματα. Αυτό 62 Κ. Βαθιώτης, ό.π., σελ. 257. 63 Ι. Ζησιάδης, Η πλάνη εν τω Ποινικώ Δικαίω, 1944, σελ. 66 επ., Ι. Μανωλεδάκης, ό.π., σελ. 215, υποσ. 119., Χ. Μυλωνόπουλος, ό.π., σελ. 294, Λ. Κοτσαλής, ό.π., σελ. 538., βλ και Κ. Βαθιώτη, ό.π., σελ. 258., Ν. Χωραφάς, ό.π., σελ. 294., Μαγκάκης, ό.π., σελ. 331., Ι. Ζησιάδης, Ποινικόν Δίκαιον, 1971, σελ. 478. 64 Α. Χαραλαμπάκης, Σύνοψη ό.π., σελ. 610 επ. Από τον ίδιο (ό.π.) σημειώνεται πάντως ότι θα πρέπει να πρόκειται για αντικείμενα ίσης αξίας (ζωή ζωή), ειδάλλως θα πρόκειται για συρροή (π.χ. αν ο δράστης αστόχησε κατά του θύματος και κατέστρεψε έναν πίνακα του τελευταίου). 65 Την άποψη αυτή παρουσιάζει έτσι ο Ανδρουλάκης, ό.π., σελ.301, αποδοκιμάζοντάς τη. 66 Χ. Μυλωνόπουλος, ό.π., σελ. 295. 21
που καλύπτεται από την υποκειμενική υπόσταση του δράστη δεν είναι το εκάστοτε προστατευόμενο έννομο αγαθό (εδώ, η ανθρώπινη ζωή), αλλά ένα συγκεκριμένο, εξατομικευμένο υλικό αντικείμενο του εγκλήματος (η ζωή του Β π.χ., συγκεκριμένου ατόμου, ένας συγκεκριμένος «άλλος», δηλαδή, στο 299 ΠΚ) 67. Εφόσον, λοιπόν, ο δράστης είχε δόλο μόνον για τον Β/Ε, οι οποίοι δεν σκοτώθηκαν τελικά, τότε μπορεί να γίνει λόγος μόνο για απόπειρα ανθρωποκτονίας, ενώ για τους Γ και Ζ μόνο αν συντρέχει αμέλεια, μπορεί να εξεταστεί. Αστόχημα βολής μπορεί να συντρέχει και όταν τα υλικά αντικείμενα είναι νομικά διαφορετικά. Έτσι, αν κάποιος δηλητηριάσει ένα μπιφτέκι για να σκοτώσει τον σκύλο του γείτονά του, όμως αυτό βρίσκει και τρώει το μικρό παιδάκι του γείτονά του το οποίο και πεθάνει, θα συντρέχει απόπειρα φθοράς ξένης ιδιοκτησίας σε κατ' ιδέα αληθινή συρροή με ανθρωποκτονία από αμέλεια (εφόσον φυσικά αυτή αποδειχθεί) 68. Μπορεί, τέλος, να υφίσταται συνδυασμός αστοχήματος βολής και πλάνης περί το πρόσωπο. Για παράδειγμα, ο Α στήνει ενέδρα νύχτα για να σκοτώσει τον Β. Βλέποντας δύο σκιές να πλησιάζουν πυροβολεί την μία από αυτές νομίζοντας ότι πρόκειται για τον Β, στην πραγματικότητα όμως πρόκειται για τον Γ. Αστοχεί παρ' όλα αυτά και σκοτώνει τελικά τον Β. Ως προς τον Γ συντρέχει η νομικά αδιάφορη πλάνη περί το πρόσωπο, γι αυτό και ο Α θα τιμωρηθεί για απόπειρα ανθρωποκτονίας, αφού αστόχησε 69. Ως προς τον Β, ο Μυλωνόπουλος δέχεται (ό.π.) ότι ο Α θα τιμωρηθεί για ανθρωποκτονία εξ αμελείας (σε αληθινή κατ' ιδέα συρροή). Νομίζω όμως ότι πρέπει να προβληματίσει κάποιον το γεγονός ότι για τον Β πάντως υπήρχε ο γενικός δόλος του Α να τον σκοτώσει. Ο Α εξαπέλυσε μία φυσική ενέργεια θέλοντας να πλήξει το (εσφαλμένα) επιλεχθέν θύμα του (τον Γ), αστόχησε όμως πλήττοντας έτσι εξ αμελείας τον Β, τον οποίο δεν είχε στοχεύσει με την συγκεκριμένη αυτή φυσική ενέργειά του, θέλοντας όμως σύμφωνα με το σχέδιό του να σκοτώσει - δόλος ανθρωποκτονίας δηλαδή για τον Β υπήρχε. Ο θάνατος του Β με άλλα λόγια επήλθε από αμελή συμπεριφορά του Α, καλύπτεται όμως με δόλο! Νομίζω ότι δεν θα ήταν τελείως αβάσιμο να υποστηρίξει κανείς ότι η περίπτωση αυτή πρέπει να αντιμετωπιστεί ως ανθρωποκτονία από πρόθεση (όχι με ενδεχόμενο αλλά με δόλο α' 67 Ανδρουλάκης, ό.π., σελ.301., Λ. Κοτσαλής, ό.π., σελ. 539. 68 Χ. Μυλωνόπουλος, ό.π., σελ. 295. 69 Χ. Μυλωνόπουλος, ό.π., σελ. 295. 22
βαθμού), διότι ο θάνατος του Β επήλθε πάντως από ενέργεια του Α και καλύπτεται από δόλο α' βαθμού. Θα μπορούσε ίσως να προβληθεί ο αντίλογος, ότι ο Α είχε δόλο, κατά τη στιγμή της εξαπόλυσης της φυσικής ενέργειας, μόνο για τον Γ και όχι για τον Β. Με πιο απλά λόγια, ο Α κατά σκιών πυροβόλησε, θέλοντας να σκοτώσει μόνο τη μία απο αυτές, τον Γ, άρα για την άλλη σκιά, τον Β, δεν μπορεί παρά μόνο αμέλεια να έχει, εκείνη τη στιγμή του πυροβολισμού. Ενδιαφέρουσα κρίνεται και η εξής περίπτωση : Ο Α σημαδεύει και πυροβολεί με όπλο τον Β αλλά τελικά αστοχεί και σκοτώνει τον Γ, ένα αποτέλεσμα όμως το οποίο ο Α το είχε εξ αρχής προβλέψει και αποδεχθεί ως ενδεχόμενο 70. Ορθά εδώ παρατηρείται ότι δεν έχουμε αστόχημα βολής, διότι ο δράστης ενεργεί με ενδεχόμενο δόλο. Βρισκόμαστε δηλαδή μπροστά στην περίπτωση του διαζευκτικού δόλου (θεωρητική δυνατότητα επέλευσης περισσότερων εγκληματικών αποτελεσμάτων αλλά πρακτική δυνατότητα επέλευσης ενός μόνο αποτελέσματος) 71. Εν προκειμένω επικρατεί διχογνωμία ως προς τη λύση της παραπάνω προβληματικής. Κατά μία άποψη, ο δράστης ευθύνεται για το τετελεσμένο εκ προθέσεως έγκλημα σε αληθινή κατ ιδέα συρροή με το εν αποπείρα έγκλημα κατά του αρχικού αλλά μη πληγέντος στόχου, με το επιχείρημα ότι κάθε μορφή δόλου αφορά συγκεκριμένη αντικειμενική υπόσταση και συνεπώς αξιολογείται ξεχωριστά. Κατ άλλη άποψη ο δράστης υπέχει ευθύνη μόνο για το τετελεσμένο έγκλημα, διότι με το επελθόν εγκληματικό αποτέλεσμα έχει «εξαντληθεί» ο ανθρωποκτόνος δόλος του δράστη και ότι εν πάση περιπτώσει αυτός έναν άνθρωπο ήθελε να σκοτώσει και έναν μόνο σκότωσε 72. Ορθότερη φαίνεται νομίζω η πρώτη άποψη η οποία δέχεται συρροή. Το επιχείρημα ότι ο ανθρωποκτόνος δόλος του δράστη έχει εξαντληθεί και ότι αυτός ήθελε εν τέλει να σκοτώσει έναν μόνο άνθρωπο δεν είναι πειστικό. Ναι μεν ήθελε να σκοτώσει μόνο έναν για τον άλλον όμως στόχο, η άποψη αυτή αγνοεί τελείως το γεγονός, ότι ο δράστης αποδεχόταν το ενδεχόμενο να πληγεί. Η εκδηλωθείσα λοιπόν με πράξη εχθρική διάθεση του δράστη είναι διπλή, ως προς το ένα έννομο αγαθό υπάρχει άμεσος και ως προς το δεύτερο ενδεχόμενος δόλος. Θεωρώ λοιπόν ότι πρέπει να αξιολογηθεί ποινικά όχι μόνο η βλάβη του ενός εννόμου αγαθού αλλά και η 70 Κ. Βαθιώτης, ό.π., σελ. 258 επ., βλ. και Χ. Μυλωνόπουλο, ό.π., σελ. 295. 71 Α. Τζαννετής, Ο διαζευκτικός δόλος, ΠοινΧρ ΜΒ, σελ. 1149. 72 Βλ. Κ. Βαθιώτη, ό.π., σελ. 259., Α. Τζαννετής, ό.π., σελ. 1163. Τη δεύτερη αυτή άποψη φαίνεται να ακολουθεί ο Χ. Μυλωνόπουλος, ό.π., σελ. 295. 23
διακινδύνευση του άλλου, ώστε τελικά ο δράστης να τιμωρηθεί για το τετελεσμένο έγκλημα σε αληθινή κατ ιδέα συρροή με το εν αποπείρα έγκλημα. Εξάλλου, όταν το υλικό αντικείμενο που προσβλήθηκε είναι εξατομικευμένο σύμφωνα με τα κριτήρια που έθεσε ο δράστης, δεν υπάρχει αστόχημα βολής, ακόμη και αν τελικά προσβληθεί άλλο. Αν παραδείγματος χάρη ο Α τοποθετήσει εκρηκτικό μηχανισμό στο αυτοκίνητο του Β για να τον σκοτώσει, γνωρίζοντας ότι ο Β το οδηγεί πάντοτε μόνος του, αλλά αντ αυτού επιβιβάσθεί η Γ, η οποία και σκοτωθεί από την έκρηξη, τότε, επειδή ο Α εξατομίκευσε το υλικό αντικείμενο με το κριτήριο «όποιος επιβιβασθεί», υπάρχει νομικά αδιάφορη πλάνη περί το πρόσωπο και όχι αστόχημα βολής 73. Όταν, τέλος, το υλικό αντικείμενο δεν είναι καθόλου εξατομικευμένο, στοιχειοθετείται τετελεσμένο έγκλημα, χωρίς να τίθεται ζήτημα αστοχήματος βολής. Ο Α π.χ. πετά μπουκάλι κατά οπαδών αντίπαλης ομάδας για να τραυματίσει όποιον πετύχει και πετυχαίνει τελικά τον Δ. Ο Α ευθύνεται μόνο για την τετελεσμένη εκ προθέσεως σωματική βλάβη που προκάλεσε στον Δ 74. 3. Νομολογιακή προσέγγιση Στην περίπτωση του αστοχήματος βολής η νομολογία φαίνεται να τάσσεται με την κρατούσα θεωρία της συγκεκριμενοποιήσεως 75. Έτσι, ορθώς έχει δεχθεί ότι συντρέχει συρροή απόπειρας ανθρωποκτονίας σε αληθινή κατ' ιδέα συρροή με σωματική βλάβη από αμέλεια, στην περίπτωση που ο δράστης πυροβολεί κατά του επίδοξου θύματος με ενδεχόμενο δόλο ανθρωποκτονίας αλλά αστοχεί και τραυματίζει κάποιον άλλον 76. Έχει εξάλλου σημειωθεί από τη νομολογία ότι επί αστοχήματος βολής συντρέχει αληθινή κατ ιδέα συρροή απόπειρας του εγκλήματος που ήθελε να τελέσει ο δράστης με το εξ αμελείας έγκλημα που τελικά τέλεσε. Αν όμως εν όψει των περιστάσεων (π.χ. εγγύτητα των προσώπων) καθίσταται ιδιαίτερα πιθανό ότι αν ο 73 Χ. Μυλωνόπουλος, ό.π., σελ. 295. 74 βλ. Χ. Μυλωνόπουλο, ό.π., σελ. 295. 75 βλ. όμως και την ΑΠ 1061/1997, ΠοινΧρ 1998, σελ. 372 επ. με αντιθ. παρατ. Κ. Βαθιώτη, η οποία καταδίκασε μόνο για τετελεσμένη ανθρωποκτονία εκ προθέσεως τον κατηγορούμενο - οπαδό ποδοσφαιρικής ομάδας που εκτόξευσε φωτοβολίδα κατά αστυνομικών και τραυμάτισε θανάσιμα ανύποπτο φίλαθλο, ευρισκόμενο πίσω από τους αστυνομικούς οι οποίοι έσκυψαν ενστικτωδώς για αποφύγουν την φωτοβολίδα. 76 ΑΠ 720/2011, www.areiospagos.gr 24
δράστης πυροβολήσει ενδέχεται να σκοτώσει άλλο άτομο τελικά και παράλληλα διαγνωσθεί ότι το ενδεχόμενο αυτό το αποδέχεται ο δράστης, τότε επί αστοχήματος βολής, συντρέχει αληθινή κατ ιδέα συρροή απόπειρας ανθρωποκτονίας και ανθρωποκτονίας εκ προθέσεως 77. 4. Πλάνη περί την υπαγωγή Νομικά αδιάφορη είναι η πλάνη του δράστη για το νομικό χαρακτηρισμό ή την υπαγωγή της πράξης του σε έναν κανόνα δικαίου ή όπως άλλως καλείται, η πλάνη περί το αξιόποινο 78. Ο δράστης εδώ δεν πλανάται ως προς τις προϋποθέσεις της πράξης του, αλλά μόνο ως προς τις συνέπειές της. Όταν, δηλαδή, ο δράστης αντιλαμβάνεται την κοινωνική σημασία της πράξης του, έχει συνείδηση του χώρου απαξίας, αλλά δεν φρόντισε να μάθει τη διάταξη που προστατεύει το έννομο αγαθό που προσβάλλει, τότε δεν αγνοεί την πραγματικότητα αλλά ένα στοιχείο νομικής διάταξης, με αποτέλεσμα να μην επηρεάζεται ο καταλογισμός του. Αυτή η «άγνοια αξιοποίνου», σύμφωνα με το άρθρο 31 1 ΠΚ, δεν αρκεί για να αποκλείσει το αξιόποινο 79. Τέτοια άγνοια αξιοποίνου συντρέχει λ.χ. όταν κάποιος βασανίζει το σκυλί του γείτονά του, πιστεύοντας ότι δεν προκαλεί φθορά ξένης ιδιοκτησίας, καθότι θεωρεί, ότι τα ζώα δεν υπάγονται στην έννοια του «πράγματος» (381 ΠΚ). Η ευθύνη του δράστη παράμένει ακέραια και στην περίπτωση που αυτός αντικαθιστά την ετικέτα με την τιμή ενός υποδήματος με μία άλλη αναγράφουσα χαμηλότερη τιμή, ισχυριζόμενος ότι δεν γνώριζε ότι η ετικέτα είναι «έγγραφο» (216 ΠΚ) 80. Αδιάφορη είναι και η πλάνη στην περίπτωση που ο σερβιτόρος Γ σημειώνει στα «σουβέρ», με κάθετες γραμμές, πόσες μπύρες έχει καταναλώσει ο θαμώνας Δ και αυτός (ο Δ) σβήνει κρυφά μερικές από τις γραμμές, για να πληρώσει λιγότερο από όσο οφείλει, θεωρώντας ότι τα σημειωμένα «σουβέρ» δεν είναι «έγγραφο» κατά την έννοια του 216 ΠΚ 81. 77 ΣυμβΠλημΣύρου 16/2008, ΠοινΔικ 2008, με παρατ. Γ. Μπουρμά. 78 Ι. Μανωλεδάκης, ό.π., σελ. 960., Κ. Βαθιώτης, ό.π., σελ. 301., Ν. Χωραφάς, ό.π., σελ. 296. 79 Ι. Μανωλεδάκης, ό.π., σελ. 954., Κ. Βαθιώτης, ό.π., σελ. 301., Γ. Μαγκάκης, ό.π., σελ. 335., Α. Κατσαντώνης, ό.π., σελ. 366., βλ. και ΑΠ 1082/1986, ΠοινΧρ 1986, σελ. 930 επ. 80 Βλ. Χ. Μυλωνόπουλο, ό.π., σελ. 298. 81 Χ. Μυλωνόπουλος, ό.π., σελ. 647. 25