www.inlaw.gr Newsletter 11/2011 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Εμπορικό 3 71 [ 2 ]
Αξιόγραφα - Επιταγή ικαστήριο: Άρειος Πάγος Αριθµός απόφασης: 1676 Έτος: 2008 - Ακάλυπτη επιταγή. Αδικοπραξία. Αποζηµίωση κοµιστή λόγω της άδικης πράξης. Στοιχεία αγωγής προς αποζηµίωση. - Από τις διατάξεις των άρθρων 79 N. 5960/1933, 914 επ, 297, 298 ΑΚ προκύπτει ότι εκείνος που εκδίδει επιταγή σε διαταγή εν γνώσει ότι δεν έχει διαθέσιµα κεφάλαια στην πληρώτρια τράπεζα είτε κατά το χρόνο της εκδόσεως είτε κατά το χρόνο της πληρωµής, ζηµιώνει τον κοµιστή από τη µη πληρωµή της επιταγής κατά την εµφάνιση της παρά το νόµο, δηλαδή παρά την ανωτέρω διάταξη του άρθρου 79 N. 5960/1933 που χαρακτηρίζει την πράξη του εκδότη τους ποινικό αδίκηµα. Εποµένως υποχρεούται σε αποζηµίωση του κοµιστή, αφού η διάταξη έχει θεσπισθεί για να προστατεύσει όχι µόνο το δηµόσιο, αλλά και το συµφέρον του δικαιούχου της επιταγής. ικαιούχος της αποζηµίωσης, ως αµέσως ζηµιωθείς, είναι ο νόµιµος κοµιστής επιταγής κατά το χρόνο της εµφανίσεως αυτής και βεβαιώσεως της µη πληρωµής, ο οποίος και νοµιµοποιείται στην άσκηση της αγωγής εκ της αδικοπραξίας, αν δε εχώρησε µεταβίβαση της αξίωσης µε εκχώρηση, νοµιµοποιείται ο εκδοχέας. Στοιχεία της αγωγής προς αποζηµίωση είναι η ύπαρξη ζηµίας του δικαιούχου, η οποία προκαλείται υπαίτια µε την έκδοση επιταγής χωρίς να υπάρχουν διαθέσιµα κεφάλαια κατά το χρόνο της εκδόσεως ή της πληρωµής, όπως και ο αιτιώδης σύνδεσµος µεταξύ της ζηµίας και της παράνοµης ως άνω συµπεριφοράς του εκδότη. ΑΚ: 297, 298, 914 επ., Νόµοι: 5960/1933, άρθ. 79, ηµοσίευση: ΕΕµπ 2008, σελίδα 821* Ελλ νη 2011, σελίδα 453 Αξιόγραφα - Επιταγή ικαστήριο: Άρειος Πάγος Αριθµός απόφασης: 254 Έτος: 2011 - Επιταγή. Υποχρεωση Τράπεζας να ελέγχει την επιταγή που πληρώνει. Έλλειψη νόµιµης βάσης. Αναιρείται η προσβαλλόµενη απόφαση. - Η διάταξη του άρθρου 3 του Ν της 17/7-23/8/1923 "περί ειδικών διατάξεων επί ανωνύµων εταιρειών" κατά την οποία "η εκδότρια ονοµαστικής οµολογίας ή άλλης αποδείξεως καταθέσεως χρηµάτων εταιρεία, η πληρώσασα αυτήν εξοφληµένην δια της επ' αυτής υπογραφής του δικαιούχου, απαλλάσσεται και αν η υπογραφή ήτο πλαστή, πλην αν η εκδότρια κατά την πληρωµήν ετέλει εν δόλω ή εν µεγάλη αµελεία", οριοθετούσα την ευθύνη της εταιρείας που πλήρωσε µόνο στην περίπτωση δόλου ή βαρείας αµελείας των οργάνων της, εφαρµόζεται µόνον στην περίπτωση της εκδόσεως ονοµαστικής οµολογίας ή άλλης αποδείξεως καταθέσεως χρηµάτων, όπως είναι το εκδιδόµενο από την τράπεζα βιβλιάριο καταθέσεως ταµιευτηρίου, όχι δε και στην περίπτωση που η πληρώτρια, βάσει συµβάσεως επιταγής, τράπεζα εξοφλεί πλαστογραφηµένη επιταγή στον φερόµενο κοµιστή και χρεώνει µε το αντίστοιχο ποσό τον λογαριασµό του πελάτου της, που φέρεται ως εκδότης αυτής. Στην τελευταία αυτή περίπτωση η τράπεζα ευθύνεται για κάθε πταίσµα των προστηθέντων από αυτήν υπαλλήλων, όπως τούτο ειδικότερα προκύπτει από το άρθρο 3 παρ. 1 εδ. α'
του Ν. 5960/1933, που ορίζει ότι "η επιταγή εκδίδεται επί τραπεζίτου έχοντος κεφάλαια εις την διάθεσιν του εκδότου επί τη βάσει συµφωνίας, ρητώς ή σιωπηρώς, καθ'ην ο εκδότης έχει το δικαίωµα διαθέσεως των κεφαλαίων τούτων δι' επιταγής" και από το άρθρο 35 του ίδιου νόµου που ορίζει ότι "ο πληρωτής, ο πληρώνων επιταγήν οπισθογραφήσιµον, υποχρεούται να εξακριβώσει την κανονικότητα της συνεχείας των οπισθογραφήσεων, ουχί όµως και την υπογραφήν των οπισθογράφων". Από τις τελευταίες αυτές διατάξεις προκύπτει η υποχρέωση της πληρώτριας Τράπεζας να ελέγχει την κανονικότητα της συνέχειας των γενοµένων οπισθογραφήσεων, όχι όµως και το υπαρκτό των υπογραφών των οπισθογράφων. Επίσης, βάσει της σύµβασης περί επιταγής, η Τράπεζα υποχρεούται να ελέγχει την υπογραφή του εκδότη µε αντιπαραβολή προς το τηρούµενο δείγµα υπογραφής του, ενώ όταν κατονοµάζεται ο λήπτης της επιταγής, η Τράπεζα οφείλει να ελέγχει κατά πόσο η ταυτότητα του αιτούντος την πληρωµή κοµιστή συµπίπτει µε το όνοµα του δικαιούχου της επιταγής, µε βάση το κείµενο του τίτλου. Σε κάθε άλλη περίπτωση, που από πταίσµα των οργάνων της Τράπεζας ζηµιούται τρίτος, η ευθύνη της Τράπεζας προστήσασας, ελλείψει ειδικής διατάξεως, οριοθετείται από τον Α.Κ., ήτοι ευθύνεται για κάθε πταίσµα. Εναγόµενη η τράπεζα προς αποκατάσταση της ζηµίας που υπέστη ο εκδότης από υπαιτιότητα αυτής κατά την πληρωµή επιταγής, λόγω πληµµελούς ελέγχου της γνησιότητας της επιταγής και συνεπώς και της υπογραφής του εκδότη, µπορεί να επικαλεσθεί και να αποδείξει συνυπαιτιότητα αυτού σχετικά µε τη φύλαξη του εντύπου της επιταγής και τον έλεγχο της κινήσεώς της, σύµφωνα µε τις διατάξεις των άρθρων 330, 332 και 334 του ΑΚ. - Κατά το άρθρο 559 αρ. 19 του ΚΠολ, αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόµιµη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτηµα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής λόγος αναιρέσεως για έλλειψη νόµιµης βάσης της αποφάσεως ιδρύεται, όταν από τις αιτιολογίες της δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά που είναι αναγκαία για να κριθεί, αν στη συγκεκριµένη περίπτωση συντρέχουν οι νόµιµοι όροι της ουσιαστικής διατάξεως που εφαρµόσθηκε ή δεν συντρέχουν, ώστε να αποκλείεται η εφαρµογή της, καθώς και όταν η απόφαση έχει ανεπαρκείς ή αντιφατικές αιτιολογίες ως προς το νοµικό χαρακτηρισµό των περιστατικών που έγιναν δεκτά και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης (ΟλΑΠ 1/1999, 28/1997, 12/1995). Το κατά νόµο αναγκαίο περιεχόµενο της ελάσσονος προτάσεως του νοµικού συλλογισµού προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρµοστέο κανόνα του ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγµατικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως, έστω και µε συνοπτικές αιτιολογίες, από τις παραδοχές της αποφάσεως στο αποδεικτικό της πόρισµα και να µην καταλείπονται αµφιβολίες. εν συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες οι ελλείψεις που ανάγονται στην ανάλυση και στάθµιση των αποδεικτικών µέσων και γενικότερα στην αξιολόγηση του αποδεικτικού πορίσµατος, αν αυτό διατυπώνεται σαφώς (ΟλΑΠ 661/1984). ΑΚ: 330, 332, 334, ΚΠολ : 559 αριθ. 19, Νόµοι: 5960/1933, άρθ. 3, ηµοσίευση: INLAW 2011 * ΕΕµπ 2011, σελίδα 638 * ΕΕ 2011, σελίδα 1051 * ΕπισκΕ 2011, σελίδα 683, σχολιασµός Κωνσταντίνος Γ. Παµπούκης * ΧρΙ 2011, σελίδα 639 Αξιόγραφα - Επιταγή ικαστήριο: Εφετείο Λαµίας Αριθµός απόφασης: 65 [4]
Έτος: 2011 - Ατελής επιταγή. Προσωπικές ενστάσεις. Κακή πίστη κοµιστή. Περιεχόµενο ανακοπής. Ένσταση πλαστότητας. - Σύµφωνα µε τη διάταξη του άρθρου 22 Ν. 5960/1933 τα εξ επιταγής εναγόµενα πρόσωπα δικαιούνται να αντιτάξουν κατά τον κοµιστή τις προσωπικές ενστάσεις που στηρίζονται στις προσωπικές τους σχέσεις µε τον εκδότη της επιταγής ή τους προηγούµενους κοµιστές της. µόνον εάν ο (τελευταίος) κοµιστής κατά την κτήση της επιταγής ενήργησε εν γνώσει του προς βλάβη του οφειλέτη (ΑΠ 1430/2003 Ελ νη 46.772, ΑΠ 632/1994 Ελ νη 36.348, ΑΠ 370/1993 Ελ νη 35 σελ 397 ΕφΑθ 1324/2000 Ελ νη 41.1392 ΕφΑθ 280/1998 Ελ νη 40. 397). Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, για να είναι επιτρεπτή από τον οφειλέτη κατά τον κοµιστή της επιταγής η προβολή των ενστάσεων που στηρίζονται στις προσωπικές σχέσεις του οφειλέτη µε τον εκδότη ή τους προηγούµενους κοµιστές, απαιτείται ο κοµιστής κατά τον χρόνο κτήσης της επιταγής, αφενός µεν να τελεί σε γνώση της ύπαρξης των ενστάσεών αυτών, αφετέρου δε να ενεργεί προς βλάβη του οφειλέτη. Τα στοιχεία αυτά της γνώσης και της βλάβης (αµφότερα, διότι µόνη η γνώση της ύπαρξης των ενστάσεων δεν αρκεί) πρέπει να αναφέρονται κατά την προβολή της σχετικής ένστασης, που µπορεί να συνιστά και λόγο ανακοπής του άρθρου 632 ΚΠολ, διότι διαφορετικά ο σχετικός ισχυρισµός είναι αόριστος και απορριπτέος (ΑΠ 433/2006 ΝοΒ 2006.1119 και ΕΕ 2006.929, ΑΠ 248/2001 ΕΕ 2001.888, ΕφΑθ 2623/2006 ΕΕ 2006.1045, ΕφΑθ 6772/2006 ΕΕ 2007.341, ΕφΑθ 492/2006 Ελ νη 48.482) και τέτοια ενέργεια προς βλάβη υπάρχει, αναµφίβολα, όταν αυτός γνωρίζει κατά το χρόνο απόκτησης της επιταγής ότι µε τη µεταβίβαση σ αυτόν της επιταγής είναι δυνατόν να µαταιωθεί η προβολή των ενστάσεων αυτών και ότι επιτυγχάνεται έτσι η πληρωµή του τίτλου, η οποία χωρίς τη µεταβίβαση αυτή δεν θα επιτυγχανόταν (ΑΠ 281/2003 ΕΕµπ 2004. 88, ΕφΑθ 7453/2001 Ελ νη 2002.481) Η κοινή πίστη του κοµιστή πρέπει να υπάρχει κατά την οπισθογράφηση της επιταγής και καµία επιρροή δεν ασκεί η µεταγενέστερη γνώση του (ΑΠ 370/1993 Ελ νη 35.397 ΕφΑθ 3816/2006 ΕΕ 2006.1287). Τα περιστατικά της κακής πίστης του κοµιστή και η µε οπισθογράφηση αποδοχή εκ µέρους του της µεταβίβασης της επιταγής προς βλάβη του πληρωτή πρέπει να εκτίθενται στο δικόγραφο της ανακοπής και να αποδεικνύονται εκ µέρους του προτείνοντας τις ενστάσεις διότι η καλή πίστη τεκµαίρεται πάντοτε στις συναλλαγές (ΑΠ 433/2006 ο.π. ΑΠ 248/2007 ο.π. ΑΠ 155/1999 ΕΕµπ 1999 σελ 538. ΑΠ 623/1994 Ε νη 36.348, ΑΠ 8/1994 ΝοΒ 42.1145 Α 274/1994 Ελ νη 1995.58, ΕφΑθ 3104/2007, ΕφΑθ 446/1999 Ελ νη 1999.1137). Τέτοια ένσταση η οποία στηρίζεται στις προσωπικές σχέσεις του ανακόπτοντος µε τον εκδότη είναι η επίκληση απάτης, την οποίαν µετήλθαν αυτοί σε βάρος του οφειλέτη (ΕφΑθ 593/2000 ΕΕµπ 2001.292) ή η έλλειψη υποκειµενικής αιτίας, την οποία γνώριζε ο κοµιστής και ενήργησε προς βλάβη του οφειλέτη (ΕφΑθ 1867/2007 ΝοΒ 2007.1629 Εφ Πειρ 500/2000 ΑρχΝ 2000.529). Περαιτέρω, σύµφωνα µε τη διάταξη του άρθρου 13 του Ν. 5960/1933 «αν επιταγή, ατελώς κατά την έκδοσή της, συνεπληρώθη εναντίον των γενοµένων συµφωνιών, η µη τήρηση των συµφωνιών τούτων, δύναται ν αντιταχθεί κατά του κοµιστή, µόνον εάν ούτος απέκτησε την επιταγή κακή τη πίστη ή εάν κατά την κτήσιν αυτής διέπραξε βαρύ πταίσµα». Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι η επιταγή µπορεί να τεθεί σε κυκλοφορία µε µόνη την απλή υπογραφή του εκδότη, µε την προϋπόθεση να δηµιουργηθεί θεληµατικά ατελής επιταγή, η οποία όµως µπορεί να συµπληρωθεί από τον λήπτη, µε βάση τη συµφωνία που έγινε. Η µη τήρηση της συµφωνίας συµπληρώσεως της λευκής επιταγής, που µπορεί να είναι και σιωπηρή, τεκµαιροµένη µάλιστα σε περίπτωση που αφέθηκε σ αυτήν (επιταγή) συγκεκριµένο κενό, [5]
προφανώς µε σκοπό µεταγενέστερης συµπλήρωσής της, δεν αποτελεί πλαστογράφηση αυτής. Τέτοια (πλαστογράφηση) υπάρχει εάν συµπληρωθεί ατελής επιταγή (ή συναλλαγµατική) για την οποία δεν υπάρχει συµφωνία για τη συµπλήρωσή της (ΑΠ 896/2006, ΑΠ 1202/2005 Ελ νη 46.1092). Ο εκδότης της επιταγής µπορεί, κατά την ανωτέρω διάταξη, να προτείνει την ένσταση της αντισυµβατικής συµπλήρωσης, της εναντίον του αντισυµβαλλοµένου του λήπτη. Εποµένως, σε περίπτωση παράδοσης ατελούς επιταγής, κατά κανόνα τεκµαίρεται η ύπαρξη εξουσίας προς συµπλήρωσή της, ο δε εκδότης της αντισυµβατικά συµπληρωθείσας λευκής επιταγής βαρύνεται µε την επίκληση και την απόδειξη της αντισυµβατικής συµπλήρωσής της (ΑΠ 1202/2005 ο.π.). Κατά του κοµιστή τέτοιας επιταγής µπορεί να προβληθεί η ανωτέρω ένσταση της αντισυµβατικής συµπλήρωσής της, µόνον αν αυτός την απέκτησε µε κακή πίστη, ήτοι τελούσε εν γνώσει της ή διέπραξε βαρύ πταίσµα κατά την κτήση, ήτοι από βαρειά του αµέλεια αγνοούσε την αντισυµβατική της συµπλήρωση από το λήπτη (ΑΠ 403/2003, ΑΠ 923/2002, ΕφΠειρ 530/2006 ΕΕ 2006.1169 Εφ Πατρ 164/2005 ΕΕ 2005.1316) από τη στιγµή όµως που θα συµπληρωθούν τα ελλείποντα στοιχεία - ακόµη και αν η συµπλήρωση αυτή γίνει χωρίς να τηρηθεί η συµφωνία µεταξύ εκδότη και λήπτη ως προς τη συµπλήρωσή της η επιταγή θεωρείται ως να υπήρξε εξ αρχής (από το χρόνο παράδοσή της στο λήπτη) άρτια και παράγει τ αποτελέσµάτα της έναντι του καλής πίστεως κοµιστή (ΑΠ 839/1994 Ελ νη 37.150, ΑΠ 1268/1989 Ελ νη 32.979 Εφ Πειρ 530/2006, ΕφΑθ 10119/1997 Ελ νη 39.1411). - Όπως προαναφέρθηκε, η συµπλήρωση ατελούς επιταγής παρά την ανυπαρξία συµφωνίας για τη συµπλήρωσή της συνιστά πλαστογράφηση αυτής (ΑΠ 738/2006, ΑΠ 1202/2005 Ελ νη 46.1091, ΑΠ 923/2002 Ελ νη 44.1318). Εποµένως ο ισχυρισµός ότι τα κενά της λευκής επιταγής συµπληρώθηκαν ενώ δεν υπήρχε από τον εκδότη προς τον λήπτη σχετική εντολή να µην πληρώσει αυτή µε συγκεκριµένα ποσά και ηµεροµηνίες αποτελεί ένσταση πλαστότητας του τίτλου, η οποία ως απόλυτη ένσταση µπορεί να προταθεί κατά οποιουδήποτε (και µεταγενέστερου) κοµιστή ακόµη και καλής πίστεως (ΑΠ 93/2006 ΕΕµπ 2006.354 ΕφΑθ 6469/2007 Ελ νη 49. 533, ΕφΑθ 923/2000 Ελ νη 41.857, Εφ Πειρ 955/1936 ΕΕµπ 1997. 72 Σταυρόπουλος Ερµην. Εµπορικού ικαίου υπ αρθρο 22 Ν. 5960/1933). ΚΠολ : 632, Νόµοι: 5960/1933, άρθ. 13, 22, ηµοσίευση: INLAW 2011 Αξιόγραφα - Επιταγή ικαστήριο: Μονοµελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης Αριθµός απόφασης: 573 Έτος: 2011 - Επιταγή. Προσωπικές ενστάσεις. Κακή πίστη τρίτου. Ανακοπή κατά διαταγής πληρωµής. Αρµόδιο κατά τόπον δικαστήριο. -Όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 1, 12 παρ. 1, 14, 22 και 28 του Ν. 5960/1933, η ελαττωµατική βασική σχέση δεν επιδρά µεν στο κύρος της υποχρέωσης από την επιταγή, γεννά όµως απαίτηση για απόδοση του αδικαιολογήτου πλουτισµού, η οποία µπορεί να προβληθεί µε την ανακοπή κατά της διαταγής πληρωµής που εκδόθηκε µε βάση την επιταγή. Με την ανακοπή αυτή ειδικότερα ο εκδότης µπορεί να αντιτάξει το γεγονός ότι ο κατά του οποίου στρέφεται η ανακοπή κοµιστής της επιταγής απέκτησε περιουσιακό στοιχείο, µε το οποίο πλούτισε αδικαιολόγητα σε βάρος του και να αντισταθεί έτσι στην ενάσκηση του από την επιταγή δικαιώµατος. [6]
Εάν όµως ο κοµιστής της επιταγής, µετά του οποίου υφίσταται η ελαττωµατική βασική σχέση, µεταβίβασε αυτήν προς τρίτο µε οπισθογράφηση, τότε την ανωτέρω ένσταση µπορεί να προτείνει ο υπόχρεος από την επιταγή εκδότης κατά του νέου κοµιστή, ο οποίος εξέδωσε τη διαταγή πληρωµής, µόνον αν ο τελευταίος κατά το χρόνο κτήσης της επιταγής γνώριζε την ύπαρξη της παραπάνω ένστασης κατά του προηγούµενου κοµιστή (εκδότη) του τίτλου και ενήργησε προς βλάβη του οφειλέτη (ΑΠ 1128/1994, Ελ νη 37.646, ΑΠ 482/1990, ΝοΒ 39.932, ΕφΑθ 8060/1999, Ελλ νη 41.1991, ΕφΘεσ 581/1998, ΕΕµπ 1998.510, ΕφΠειρ 993/1996, Αρµ 52.182, Αλ. Κιάντου-Παµπούκη, ίκαιο Αξιογράφων, σελ. 21). Για να είναι δυνατή λοιπόν η προβολή της ένστασης αυτής µε απαλλακτική ενέργεια, θα πρέπει ο τρίτος κοµιστής να είναι κακόπιστος. Η κακή πίστη έχει εξειδικευµένο περιεχόµενο και απαρτίζεται συγκεκριµένα από δύο στοιχεία που είναι αυτονόητο ότι πρέπει να συνυπάρχουν για να συγκροτηθεί η ζητούµενη έννοια. Ειδικότερα απαιτείται α) ο κοµιστής να γνώριζε κατά το χρόνο που αποκτούσε την επιταγή την ύπαρξη των πραγµατικών γεγονότων που µπορούσε να αντιτάξει ο οφειλέτης κατά του πρώτου δικαιούχου και, επίσης, ότι τα πραγµατικά αυτά περιστατικά συνιστούν ένσταση και β) να ενήργησε προς βλάβη του οφειλέτη. Ενέργεια προς βλάβη του οφειλέτη υπάρχει όταν ο κοµιστής είχε τη συνείδηση ότι, µε την απόκτηση του τίτλου, ήταν δυνατόν να µαταιωθεί η προβολή της ένστασης αυτής από τον οφειλέτη, µε συνέπεια φυσικά να οδηγηθεί ο τελευταίος στην πληρωµή της επιταγής, η οποία (πληρωµή), χωρίς τη µεταβίβαση αυτή δεν θα γινόταν. Για να πραγµατοποιηθεί το περιεχόµενο του στοιχείου αυτού, δεν αρκεί απλή πιθανολόγηση της βλάβης, αλλά πρέπει να υπάρχει συνείδηση βλάβης, δηλαδή γνώση του δυνατού αυτής. Η κακή πίστη του κοµιστή πρέπει να υπάρχει κατά την κτήση της επιταγής και ουδεµία επίδραση ασκεί η µεταγενέστερη γνώση του (ΕφΑθ 446/1999, Ελ νη 40.1137), δηλαδή ο κοµιστής έχει υπέρ αυτού το απρόβλητο των ενστάσεων, ακόµη και εάν µεταγενέστερα έµαθε την ύπαρξη της ένστασης ή συνειδητοποίησε τη βλάβη του οφειλέτη (Αλίκη Κιάντου- Παµπούκη, δίκαιο αξιογράφων, έκδ. 1981, σελ. 233). - Σύµφωνα µε το άρθρο 632 παρ. 1 ΚΠολ ο οφειλέτης, κατά του οποίου στρέφεται η διαταγή πληρωµής, έχει το δικαίωµα µέσα σε δεκαπέντε εργάσιµες ηµέρες από την επίδοσή της να ασκήσει ανακοπή κατ' αυτής. Περαιτέρω, σύµφωνα µε το άρθρο 633 παρ. 2 ΚΠολ εάν δεν έχει ασκηθεί εµπρόθεσµα ανακοπή εκείνος υπέρ του οποίου εκδόθηκε η διαταγή πληρωµής µπορεί να επιδώσει και πάλι τη διαταγή πληρωµής στον οφειλέτη, ο οποίος έχει το δικαίωµα να ασκήσει ανακοπή µέσα σε προθεσµία 10 εργασίµων ηµερών από τη δεύτερη αυτή επίδοση. Από τις διατάξεις αυτές σε συνδυασµό µε εκείνη του άρθρου 144 παρ. 1 ΚΠολ προκύπτει ότι οι προθεσµίες αυτές αρχίζουν από την εποµένη της επιδόσεως της διαταγής πληρωµής στον ανακόπτοντα. Εξάλλου, η ανακοπή κατά διαταγής πληρωµής, ως ειδική µορφή της ανακοπής των άρθρων 583 επ. ΚΠολ, η οποία δεν αποτελεί ένδικο µέσο, αλλά ένδικο βοήθηµα (Κ. Κεραµέας, ένδικα µέσα, 2002, σελ. 10, Αλ. Κιάντου-Παµπούκη, δίκαιο αξιογράφων, ε' εκδ. (1997), σελ. 60, Ι. Μάρκου, δίκαιο συναλλαγµατικής, β' εκδ., σελ. 416, Ε.Π., εις Κ. ερµηνεία ΚΠολ, υπ' άρθρο 632, αριθ. 2, σελ. 1181-1182), ασκείται, όπως και η αγωγή, σύµφωνα µε τα άρθρα 215 επ. ΚΠολ, δηλαδή µε κατάθεση δικογράφου στη γραµµατεία του δικαστηρίου, στο οποίο απευθύνεται και µε επίδοση αντιγράφου του στον αντίδικο-καθ' ου η ανακοπή (βλ. σχετ. ΕφΠειρ 12/1995, Ελλ νη 1996.389, ΕφΑθ 3872/1993, (1994), 314, Αλ. Κιάντου- Παµπούκη, η ουσιαστική και δικονοµική άµυνα του οφειλέτη κατά της διαταγής πληρωµής και κατά τη διαδικασία των πιστωτικών τίτλων, 1993, σελ. 56-57, Ι.Μ., ό.π., σελ. 422, Ν. ελούκα, αξιόγραφα, σελ. 260, Ε.Π., ό.π., υπ' άρθρο 632, αριθ. 3, σελ. 1182). [7]
- Η ανακοπή αυτή ασκείται ενώπιον του κατά τα άρθρα 14-18 ΚΠολ καθ' ύλη αρµόδιου δικαστηρίου, ανάλογα µε το ύψος της απαίτησης για την οποία εκδόθηκε η ανακοπτόµενη διαταγή πληρωµής. Κατά τόπο αρµόδιο δικαστήριο είναι εκείνο, όπου υπηρετεί ο δικαστής που εξέδωσε τη διαταγή πληρωµής, καθώς η υποβολή από τον δανειστή της αίτησης για έκδοση διαταγής πληρωµής σε έναν από τους περισσότερους αρµόδιους κατά τόπο δικαστές συνιστά και άσκηση του δικαιώµατος που έχει ως ενάγων-δανειστής για την τυχόν µετέπειτα διαδικασία επί της ανακοπής, κατά την οποία οι διάδικοι έχουν την ίδια δικονοµική θέση, δηλαδή ο µεν καθ' ου η ανακοπή έχει θέση ενάγοντος ο δε ανακόπτων θέση εναγοµένου (Εφ ωδ 18/1998, Αρµ 1998.1389 επ., ΕφΑθ 3305/1987, Ελ νη 29.328). Εξάλλου, σύµφωνα µε το άρθρο 632 παρ. 3 ΚΠολ αν η διαφορά από την απαίτηση, για την οποία έχει εκδοθεί η διαταγή πληρωµής, δικάζεται σύµφωνα µε ειδική διαδικασία, η ανακοπή εκδικάζεται σύµφωνα µε τις ειδικές αυτές διατάξεις, ενώ σε διαφορετική περίπτωση εφαρµόζεται η τακτική διαδικασία. ΚΠολ : 14-18, 583, 632, 633, 637-646, Νόµοι: 5960/1933, άρθ. 1, 12, 14, 22, 28, ηµοσίευση: INLAW 2011 Αξιόγραφα - Συναλλαγµατική ικαστήριο: Άρειος Πάγος Αριθµός απόφασης: 1266 Έτος: 2011 - Συναλλαγµατική. - Από το συνδυασµό των διατάξεων των άρθρ. 1, 3, 9, 11, 15, 17, 21 & 28 του Ν. 5325/1932 "περί συναλλαγµατικής και γραµµατίου εις διαταγήν" προκύπτει ότι η ενοχή από συναλλαγµατική είναι µεν αναιτιώδης, αφού η αιτία της έκδοσής της δεν αποτελεί στοιχείο του κύρους της και συνεπώς ούτε της αγωγής προς πληρωµή της, όµως ο οφειλέτης από συναλλαγµατική, όπως προπάντων είναι ο αποδέκτης της, µπορεί να επικαλεσθεί και να αποκαλύψει την εσωτερική (υποκείµενη ή βασική) σχέση που τον συνδέει µε τον εκδότη ή και τον κοµιστή της συναλλαγµατικής, εφόσον διατελεί σε προσωπική σχέση µ' αυτόν ή αν αυτός κατά την κτήση της συναλλαγµατικής ενήργησε εν γνώσει του προς βλάβη του οφειλέτη, προβάλλοντας την ένσταση ότι δεν υπάρχει αιτία για την έκδοση ή την οπισθογράφηση της συναλλαγµατικής, είτε διότι αυτή ήταν εξ αρχής ανύπαρκτη, παράνοµη, ανήθικη ή ελαττωµατική (λχ. εικονική) είτε διότι έληξε ή δεν επακολούθησε, οπότε αν η ένστασή του αποδειχθεί, καθίσταται ανενεργός η αξίωση από τη συναλλαγµατική και ο οφειλέτης ελευθερώνεται (ΑΠ 896/2006, ΑΠ 903/2006), αφού διαφορετικά η πληρωµή της συναλλαγµατικής θα οδηγούσε σε αδικαιολόγητο σε βάρος του πλουτισµό του κοµιστή της συναλλαγµατικής κατά τα άρθρ. 904 επ. ΑΚ (ΑΠ 544/1998, πρβλ. και ΑΠ 1312/1991, ΑΠ 8/1994). Ο οφειλέτης δεν είναι πάντως αναγκαίο για να ελευθερωθεί να επικαλεσθεί ρητά τον προκαλούµενο από την πληρωµή της συναλλαγµατικής αδικαιολόγητο σε βάρος του πλουτισµό του κοµιστή της, αλλά αρκεί να αναφερθεί στα στοιχεία που καθιστούν χωρίς νόµιµη αιτία την υποχρέωσή του και συνεπώς αχρεώστητη την πληρωµή της συναλλαγµατικής, ο δε κοµιστής αυτής ενεργεί προς βλάβη του οφειλέτη, όταν κατά το χρόνο κτήσης της συναλλαγµατικής γνώριζε την ανυπαρξία ή την ελαττωµατικότητα της αιτίας έκδοσης ή οπισθογράφησής της και την απέκτησε για να τον εµποδίσει να αντιτάξει ουσιώδεις ενστάσεις από τις προσωπικές του σχέσεις µε τον εκδότη ή τον προηγούµενο κοµιστή [8]
της συναλλαγµατικής και να επιτευχθεί έτσι η πληρωµή της, η οποία χωρίς τη µεταβίβασή της δεν θα επιτυγχανόταν. - Ο λόγος αναίρεσης από τον αριθµό 8 του άρθρ. 559 ΚΠολ, που στόχο έχει τη διασφάλιση του συζητητικού συστήµατος (άρθρ. 106 ΚΠολ ), αλλά και την αρχή της ακρόασης των διαδίκων (άρθρ. 110 παρ. 2 ΚΠολ ), ιδρύεται όταν το δικαστήριο της ουσίας παρά το νόµο και εκτιµώντας προφανώς εσφαλµένα τα διαδικαστικά έγγραφα (άρθρ. 561 παρ. 2 ΚΠολ ) είτε έλαβε υπόψη του πράγµατα που δεν προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης (ΟλΑΠ 13/1995) είτε δεν έλαβε υπόψη του πράγµατα που προτάθηκαν και έχουν επίσης ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, νοούνται δε ως πράγµατα οι αυτοτελείς ισχυρισµοί των διαδίκων που τείνουν στη θεµελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση του ασκούµενου µε την αγωγή, ένσταση ή αντένσταση ουσιαστικού ή δικονοµικού δικαιώµατος (ΟλΑΠ 3/1997, ΑΠ 1530/2001, ΑΠ 1225/2004), δηλαδή οι ισχυρισµοί που κατά το νόµο διαµόρφωσαν ή ανάλογα ήταν ικανοί να διαµορφώσουν το διατακτικό της προσβαλλόµενης απόφασης (ΟλΑΠ 2/1989, ΑΠ 864/ 2003, ΑΠ 1072-3/2005), θα πρέπει δε, αν πρόκειται για ισχυρισµούς που δεν λήφθηκαν υπόψη, ενώ έπρεπε να ληφθούν, να προτάθηκαν παραδεκτά στο δικαστήριο της ουσίας (ΟλΑΠ 12/2000, ΟλΑΠ 2/2001) και µάλιστα από τον ήδη αναιρεσείοντα (ΑΠ 881/1988). Ειδικότερα αν προσβάλλεται για τον παραπάνω λόγο απόφαση του δευτεροβάθµιου δικαστηρίου, θα πρέπει ο ισχυρισµός που δεν αξιολογήθηκε, να είχε προταθεί παραδεκτά στο πρωτοβάθµιο δικαστήριο, αλλά και να επαναφέρθηκε παραδεκτά (µε λόγο έφεσης ή αναλόγως, κατά το άρθρ. 240 ΚΠολ, µε τις προτάσεις) και στο δεύτερο βαθµό και να αναφέρεται αυτό στο αναιρετήριο, εκτός αν υπάγεται στις εξαιρέσεις του άρθρ. 562 παρ. 2 ΚΠολ (ΟλΑΠ 43/1990) ή πρόκειται για ισχυρισµό που παραδεκτά κατά το άρθρ. 527 ΚΠολ προτάθηκε για πρώτη φορά στην κατ' έφεση δίκη, που επίσης πρέπει να διευκρινίζεται στο αναιρετήριο. Εποµένως δεν ιδρύει τον παραπάνω λόγο αναίρεσης η παράλειψη του δικαστηρίου της ουσίας να απαντήσει σε ισχυρισµό εκπρόθεσµο (ΑΠ 867/1988), αόριστο και γενικώς απαράδεκτο, µη νόµιµο ή αλυσιτελή (ΟλΑΠ 2/1989, ΟλΑΠ 14/2004) ή σε απλώς αρνητικό ή διευκρινιστικό ισχυρισµό, δηλαδή σε ισχυρισµό που δεν καταλήγει στην επίκληση έννοµης συνέπειας (ΑΠ 1058/1998) και βέβαια το δικαστήριο δεν υποχρεούται να απαντήσει ούτε στα πραγµατικά επιχειρήµατα των διαδίκων που αντλούν αυτοί από τα προσκοµιζόµενα αποδεικτικά µέσα, έστω και αν διατυπώνονται υπό τη µορφή λόγου έφεσης (ΑΠ 1274/1994, ΑΠ 140/200,6 AΠ 857/2007), ούτε στα νοµικά επιχειρήµατά τους, που σε αντίθεση µε τους αυτοτελείς ισχυρισµούς τους δεν περιέχουν κρίση ως προς την επέλευση ή όχι µιας έννοµης συνέπειας, αλλά προβάλλονται µε σκοπό να συµβάλλουν στον καθορισµό του αληθινού νοήµατος του επικαλούµενου ή αποκρουόµενου στη συγκεκριµένη περίπτωση κανόνα δικαίου. Ο ίδιος λόγος αναίρεσης απορρίπτεται ως αβάσιµος, αν το δικαστήριο έλαβε µεν υπόψη του τον κρίσιµο ισχυρισµό, όµως τον απέρριψε, ρητά ή και σιωπηρά (ΑΠ 839/2010), για οποιονδήποτε λόγο, τυπικό ή ουσιαστικό (ΟλΑΠ 12/1991, ΑΠ 448/1996, ΑΠ 1668/2005). - Κατά την έννοια του άρθρ. 559 αριθ. 19 ΚΠολ, η απόφαση δεν έχει νόµιµη βάση και ιδρύεται ο αντίστοιχος λόγος αναίρεσης, όταν από τις παραδοχές της, που περιλαµβάνονται στην ελάσσονα πρόταση του νοµικού συλλογισµού της και αποτελούν το αιτιολογικό της, δεν προκύπτουν καθόλου ή αναφέρονται ανεπαρκώς ή αντιφατικώς τα πραγµατικά περιστατικά, στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του για ζήτηµα µε ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, µε αποτέλεσµα έτσι να µην µπορεί να ελεγχθεί αν στη συγκεκριµένη περίπτωση συνέτρεχαν οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που εφαρµόσθηκε ή δεν συνέτρεχαν οι όροι εκείνου που δεν εφαρµόσθηκε (ΟλΑΠ 1/1999). Ειδικότερα [9]
αντιφατικές αιτιολογίες έχει η απόφαση, όταν τα πραγµατικά περιστατικά που στηρίζουν το αποδεικτικό πόρισµά της για κρίσιµο ζήτηµα, δηλαδή για ζήτηµα αναφορικά µε ισχυρισµό των διαδίκων που τείνει στη θεµελίωση ή στην κατάλυση του επίδικου δικαιώµατος, συγκρούονται µεταξύ τους και αλληλοαναιρούνται, αποδυναµώνοντας έτσι την κρίση της απόφασης για την υπαγωγή ή µη της ατοµικής περίπτωσης στο πραγµατικό συγκεκριµένου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που συνιστά και το νοµικό χαρακτηρισµό της ατοµικής περίπτωσης. Αντίστοιχα ανεπάρκεια αιτιολογίας υπάρχει όταν από την απόφαση δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά που είτε είναι κατά το νόµο αναγκαία για τη στοιχειοθέτηση, στη συγκεκριµένη περίπτωση, της διάταξης ουσιαστικού δικαίου που εφαρµόσθηκε είτε αποκλείουν την εφαρµογή της, όχι δε και όταν υφίστανται ελλείψεις στην ανάλυση, στάθµιση και γενικώς στην εκτίµηση των αποδείξεων, εφόσον το πόρισµα από την εκτίµηση αυτή εκτίθεται µε σαφήνεια και πληρότητα (ΟλΑΠ 15/2006). ηλαδή δεν υπάρχει ανεπάρκεια αιτιολογίας, όταν η απόφαση περιέχει συνοπτική, αλλά πλήρη αιτιολογία, αφού αναγκαίο να εκτίθεται σαφώς στην απόφαση είναι µόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε και όχι ο λόγος για τον οποίο αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε. Συνακόλουθα τα επιχειρήµατα του δικαστηρίου, που σχετίζονται µε την εκτίµηση απλώς των αποδείξεων, δεν συνιστούν παραδοχές διαµορφωτικές του αποδεικτικού πορίσµατός του και εποµένως αιτιολογία της απόφασης ικανή να ελεγχθεί αναιρετικά µε τον παραπάνω λόγο για ανεπάρκεια ή αντιφατικότητα, ούτε ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης από το άρθρ. 559 αριθ. 19 ΚΠολ, αν το δικαστήριο της ουσίας δεν ανέλυσε ιδιαιτέρως ή διεξοδικά τα επιχειρήµατα των διαδίκων που δεν συνιστούν αυτοτελείς ισχυρισµούς τους (ΑΠ 465/1988). ΚΠολ : 527, 559 αριθ. 8, 559 αριθ. 19, Νόµοι: 5325/1932, άρθ. 1, 3, 9, 11, 15, 17, 21, 28, ηµοσίευση: INLAW 2011 Ασφαλιστικό ίκαιο - Ασφαλιστική σύµβαση ικαστήριο: Άρειος Πάγος Αριθµός απόφασης: 234 Έτος: 2011 - Ασαφαλιστική σύµβαση. Όροι που περιέχονται σε Υπουργική Απόφαση. Κατά το άρθρο 25 παρ. 10 της Κ4/585/1978 απόφασης του Υπουργείου Εµπορίου (ΦΕΚ 795/5-4-1978) που ίσχυε κατά τον κρίσιµο στην προκειµένη περίπτωση χρόνο, αποκλείεται από την ασφάλιση ζηµία προξενούµενη "εκ του µεταφεροµένου ή επί του µεταφεροµένου διά του οχήµατος φορτίου". Και ναι µεν, η διάταξη αυτή είναι ανίσχυρη, καθόσον αφορά τη σχέση του ασφαλιστή και του παθόντος τρίτου ως ευρισκόµενη εκτός της νοµοθετικής εξουσιοδότησης του άρθρου 6 παρ. 7 του Ν. 489/1976, αφού µε αυτήν δεν καθορίζεται κάποιος γενικός όρος του ασφαλιστηρίου συµβολαίου, αλλά επιβάλλεται περιορισµός της ευθύνης του ασφαλιστή, όµως τέτοια απαλλακτική ρήτρα, υπέρ του ασφαλιστή, µπορεί επιτρεπτώς να συµπεριληφθεί ως συµβατικός όρος, στην ασφαλιστική σύµβαση (άρθρα 189 και 192 ΕµπΝ και ήδη άρθρο 1 παρ. 2 του Ν. 2496/1997), οπότε ισχύει στη σχέση µεταξύ ασφαλιστή και ασφαλισµένου και εποµένως ο ασφαλιστής δεν απαλλάσσεται µεν από την υποχρέωση να αποζηµιώσει τον ζηµιωθέντα τρίτο, έχει όµως το δικαίωµα να ζητήσει από τον ασφαλισµένο ό,τι κατέβαλε στο ζηµιωθέντα τρίτο για την αποκατάσταση της ζηµίας που αυτός υπέστη και να ζητήσει την απόρριψη της κατ' αυτού αγωγής του ασφαλισµένου, σε περίπτωση που ο τελευταίος ικανοποιήσει τον παθόντα. Για να είναι δεσµευτικός ένας τέτοιος όρος αποκλεισµού της ευθύνης του [10]
ασφαλιστή για τα µέρη της ασφαλιστικής σύµβασης πρέπει να έχει καταστεί περιεχόµενο της σύµβασης ασφάλισης. Αυτό µπορεί να γίνει, είτε µε ενσωµάτωση αυτούσιου του όρου στη σύµβαση ασφάλισης, είτε µε παραποµπή της σύµβασης στους όρους της Κ4/585/1978 ΑΥΕ. Αρκεί και παραποµπή απευθείας στο ΦΕΚ που περιέχει την άνω υπουργική απόφαση. Εξάλλου για τη δέσµευση του ασφαλισµένου κατά τους όρους της ασφαλιστικής σύµβασης δεν είναι αναγκαίο να υπογράφεται το ασφαλιστήριο και από τον αντισυµβαλλόµενο-ασφαλισµένο, γιατί η αποδοχή των όρων αυτών µπορεί να γίνει και σιωπηρά. Το τελευταίο µπορεί να συµβεί και µε την καταβολή του ασφαλίστρου, την παραλαβή του ασφαλιστηρίου συµβολαίου, µε τη χρήση της ασφάλισης θέτοντας το σχετικό ειδικό σήµα ασφάλισης στο "παρ-µπρίζ" του αυτοκινήτου, µε την υποβολή στον ασφαλιστή υπεύθυνης δήλωσης ατυχήµατος και ακόµη µε την επίκληση και προσκόµιση του ασφαλιστηρίου στο δικαστήριο για στήριξη των αξιώσεών του. Τέλος, οι γενικοί όροι της ασφάλισης υπάγονται στην ευρύτερη κατηγορία των γενικών όρων των συναλλαγών. Στην ουσία πρόκειται για όρους που επιβάλλονται από τον ασφαλιστή στον αντισυµβαλλόµενο και ισχύουν σε όλες τις ασφαλιστικές συµβάσεις ορισµένου τύπου. Ειδικά στα αυτοκινητικά ατυχήµατα οι γενικοί όροι δεν επιβάλλονται από τον ασφαλιστή, αλλά διατυπώνονται στην άνω Κ4/585/1878 ΑΥΕ. - Το Εφετείο µε το να δεχτεί, ότι η πρώτη αναιρεσίβλητη (ιδιοκτήτρια του ΧΧΧ ΙΧΦ αυτοκινήτου) κατάρτισε µε την αναιρεσείουσα ασφαλιστική εταιρεία σύµβαση ασφάλισης δυνάµει του πιο πάνω ασφαλιστηρίου συµβολαίου, το οποίο προσκοµίστηκε στο δικαστήριο, που παραπέµπει µάλιστα στο ΦΕΚ 795/τ.ΑΕ και ΕΠΕ/8-4-1978 το οποίο περιέχει την ως άνω Κ4/585/1978 απόφαση του Υπουργού Εµπορίου, η οποία στο άρθρο 25 περ. 10 προβλέπει περίπτωση αποκλεισµού ευθύνης της ασφαλιστικής εταιρείας, για ζηµίες του ασφαλισµένου και ζηµιογόνου παραπάνω ΙΧΦ αυτοκινήτου, που προκλήθηκαν από το µεταφερόµενο µε αυτό φορτίο ξυλείας, αλλά παρά ταύτα ο όρος αυτός δεν δεσµεύει την ασφαλισµένη πρώτη αναιρεσίβλητη, γιατί το ασφαλιστήριο δεν το έχει υπογράψει, παραβίασε, µε εσφαλµένη ερµηνεία και εφαρµογή, τις ως άνω, ουσιαστικού δικαίου, διατάξεις οι οποίες ήταν εφαρµοστέες στην προκειµένη περίπτωση, ως ισχύουσες κατά το χρόνο επέλευσης της ασφαλιστικής περίπτωσης και υπέπεσε στην από το άρθρ. 559 αριθµ. 1 ΚΠολ πληµµέλεια. ΕµπΝ: 189, 192, Νόµοι: 489/1976, άρθ. 1, 6, ηµοσίευση: INLAW 2011 * ΝοΒ 2011, σελίδα 1541, σχολιασµός Χρυσάνθη Παπαστάµου * ΕΕ 2011, σελίδα 926 * ΕΕ 2011, σελίδα 1045 Ασφαλιστικό ίκαιο - Αυτοκίνητα ικαστήριο: Άρειος Πάγος Αριθµός απόφασης: 1357 Έτος: 2008 - Οδήγηση µε χρήση οινοπνεύµατος. Ασφαλιστικό βάρος. Υπαιτιότητα οδηγού. Ανώµαλη εξέλιξη της ενοχής. Η αναγωγή του ασφαλιστή κατά του ασφαλισµένου αποτελεί δικαίωµα και όχι υποχρέωσή του. Παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου. Έλλειψη νόµιµης βάσης. Αναιρείται η προσβαλλόµενη απόφαση. - Η ρήτρα στο ασφαλιστήριο για εξαίρεση από την ασφαλιστική κάλυψη των ζηµιών που προκαλούνται κατά το χρόνο που ο οδηγός έχει καταναλώσει οινόπνευµα περισσότερο του επιτρεπτού από τον ΚΟΚ, αποτελεί αληθώς καλυµµένο συµβατικό ασφαλιστικό βάρος. Όµως, προϋπόθεση για την λειτουργία αυτής σε βάρος του λήπτη [11]
της ασφάλισης, ο οποίος δεν έχει τις υποχρεώσεις από την ασφαλιστική σύµβαση που µπορούν να εκπληρωθούν µόνο από τον ασφαλισµένο οδηγό του αυτοκινήτου, είναι να υφίσταται υπαιτιότητα αυτού (330 ΑΚ). Εποµένως, ο ασφαλιστής που υποχρεώθηκε να καταβάλει αποζηµίωση σε ζηµιωθέντα τρίτο χωρίς να έχει ευθύνη, λόγω της συµβατικής εξαίρεσης από την ασφαλιστική κάλυψη των ζηµιών που προκαλούνται όταν ο οδηγός του ασφαλισµένου αυτοκινήτου ευρίσκεται υπό την επίδραση οινοπνεύµατος, δεν δικαιούται να στραφεί αναγωγικά κατά του κυρίου και µη οδηγού του ζηµιογόνου αυτοκινήτου και να αξιώσει απ' αυτόν τα καταβληθέντα ποσά, αν το τελευταίο δεν βαρύνει υπαιτιότητα σε σχέση µε το γεγονός ότι ο οδηγός του αυτοκινήτου του, βρισκόταν υπό την επήρεια οινοπνεύµατος όταν προξένησε το ατύχηµα. Για την απόδειξη του ως άνω στοιχείου, που αποτελεί την κύρια προϋπόθεση απαλλαγής του ασφαλιστή, δεν υπάρχουν στο ελληνικό δίκαιο ειδικές διατάξεις που να ρυθµίζουν το θέµα αυτό. Αλλά ούτε και στα άρθρα 25 και 26 της Κ4/585/1978 ΑΥΕ, ούτε στο Ν. 2496/1997 υπάρχουν ειδικές ή γενικές ρυθµίσεις από τις οποίες θα µπορούσε να συναχθεί ερµηνευτικά απάντηση στο εν λόγω ζήτηµα. Εποµένως, η απάντηση πρέπει να δοθεί µε αξιοποίηση των γενικών αρχών, όπως είναι η ανώµαλη εξέλιξη της ενοχής που εκδηλώνεται µε την αδυναµία παροχής, την υπερηµερία του οφειλέτη ή την πληµµελή εκπλήρωση της παροχής (βλ. ΑΚ 330, 335, 336, 337 και 382). Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει, ότι η ευθύνη του οφειλέτη στις περιπτώσεις της ανώµαλης εξέλιξης της ενοχής διέπεται από την αρχή της τεκµαιρόµενης υπαιτιότητας. Κατά συνέπεια, εναπόκειται στον εναγόµενο να προτείνει συγκεκριµένα περιστατικά και να καταρρίψει το εις βάρος του τεκµήριο υπαιτιότητας. - Η αναγωγή του ασφαλιστή κατά του ασφαλισµένου αποτελεί δικαίωµα και όχι υποχρέωσή του. Η αγωγή εξ αναγωγής είναι κατ' άρθρο 69 παρ. 1 παρ. ε' ΚΠολ, επιτρεπτή και πριν από την καταβολή του ασφαλιστή προς τον τρίτο. Με την αναγωγή ο ασφαλιστής απαιτεί την καταψήφιση του εναγοµένου εξ αναγωγής υποχρέου να του καταβάλει όσα αυτός θα καταβάλει στον ενάγοντα τρίτο. Ειδικότερα, µε την αγωγή του ο ασφαλιστής επιτρέπεται ν' αξιώσει να του καταβάλει ο ασφαλισµένος κάθε ποσό κεφαλαίου, τόκων και εξόδων, τα οποία από την πλευρά του ο ασφαλιστής θα υποχρεωθεί να καταβάλει στον παθόντα τρίτο. Επί των άνω ποσών δικαιούται ο ασφαλιστής να αξιώσει και τόκους που δεν απαγορεύονται από την ΑΚ 296 και πρέπει να υπολογίζονται από την καταβολή στον τρίτο και όχι από την επίδοση της αγωγής στον ασφαλισµένο. - Κατά το άρθρο 559 αριθ. 1 ΚΠολ δηµιουργείται λόγος αναιρέσεως αν παραβιασθεί κανόνας ουσιαστικού δικαίου, συνίσταται δε η παραβίαση στην εσφαλµένη ερµηνεία ή εφαρµογή κανόνα που υπάρχει, όταν εφαρµόζεται ή δεν εφαρµόζεται κατά περίπτωση κανόνας ουσιαστικού δικαίου, αν και δεν υπάρχουν ή υπάρχουν, αντίστοιχα, οι πραγµατικές προϋποθέσεις για την εφαρµογή του, σύµφωνα µε τα όσα ανελέγκτως δέχθηκε το δικαστήριο της ουσίας. - Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 19 ΚΠολ επιτρέπεται αναίρεση για έλλειψη νόµιµης βάσης, όταν δεν προκύπτουν από το αιτιολογικό της απόφασης τα περιστατικά εκείνα, που είναι αναγκαία για την κρίση, στην προκείµενη περίπτωση, συνδροµής των νόµιµων όρων και προϋποθέσεων της διάταξης που εφαρµόστηκε ή για τη συνδροµή τους που αποκλείει την εφαρµογή της, καθώς και όταν η απόφαση δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες ανεπαρκείς ή αντιφατικές, όχι ως προς την εκτίµηση των αποδείξεων και µάλιστα στην ανάλυση, στάθµιση και αιτιολόγηση του εξαγοµένου από αυτές πορίσµατος, αλλά στο νοµικό χαρακτηρισµό των πραγµατικών περιστατικών, τα οποία έγιναν δεκτά και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης (ΟλΑΠ 26/2004). [12]
ΑΚ: 296, 330, 335, 336, 337, 382, ΚΠολ : 69, 559 αριθ. 1, 559 αριθ. 9, 559 αριθ. 19, Νόµοι: 489/1976, Νόµοι: 2496/1997, άρθ. 9, ηµοσίευση: INLAW 2008 * ΕφΑ 2008, σελίδα 1225 * ΝοΒ 2009, σελίδα 418 * Επι ικια 2009, σελίδα 180 * ΕπισκΕ 2009, σελίδα 415, σχολιασµός Αχιλλέας Μπεχλιβάνης * ΕΕµπ 2009, σελίδα 597, σχολιασµός Ι. Ρόκας * Ελλ νη 2011, σελίδα 398, Ασφαλιστικό ίκαιο - Αυτοκίνητα ικαστήριο: Άρειος Πάγος Αριθµός απόφασης: 1354 Έτος: 2008 - Ευθύνη για αποζηµίωση από αδικοπραξία. Υπαιτιότητα. Αιτιώδης συνάφεια µεταξύ της παράνοµης συµπεριφοράς και της ζηµίας. Παράβαση διατάξεων του ΚΟΚ. Μέθη οδηγού. Παραίτηση από δικόγραφο ενώπιον του Αρείου Πάγου. ικαστικά έξοδα. Μη λήψη υπόψη πραγµάτων. Μη λήψη υπόψη αποδεικτικών µέσων. Έλλειψη νόµιµης βάσης της απόφασης. - Από τις διατάξεις των άρθρων 297, 298, 300, 330 και 914 ΑΚ συνάγεται, ότι προϋπόθεση της ευθύνης για αποζηµίωση από αδικοπραξία είναι η υπαιτιότητα του υπόχρεου, η οποία υπάρχει και στην περίπτωση της αµέλειας, δηλαδή όταν δεν καταβάλλεται η επιµέλεια που απαιτείται στις συναλλαγές, η παράνοµη συµπεριφορά του υπόχρεου σε αποζηµίωση έναντι εκείνου που ζηµιώθηκε και η ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας µεταξύ της παράνοµης συµπεριφοράς και της ζηµίας. Η παράνοµη συµπεριφορά ως όρος της αδικοπραξίας µπορεί να συνίσταται όχι µόνο σε θετική πράξη, αλλά και σε παράλειψη, εφόσον στην τελευταία αυτή περίπτωση εκείνος που υπέπεσε στην παράλειψη ήταν υποχρεωµένος σε πράξη από το νόµο ή τη δικαιοπραξία, είτε από την καλή πίστη, κατά την κρατούσα κοινωνική αντίληψη. Αιτιώδης δε συνάφεια υπάρχει, όταν η πράξη ή η παράλειψη του ευθυνόµενου προσώπου, ήταν κατά τα διδάγµατα της κοινής πείρας ικανή και µπορούσε αντικειµενικά να επιφέρει κατά τη συνηθισµένη και κανονική πορεία των πραγµάτων, το επιζήµιο αποτέλεσµα. Η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, ότι τα πραγµατικά περιστατικά που δέχθηκε ως αποδειχθέντα επιτρέπουν το συµπέρασµα να θεωρηθεί κατά τα διδάγµατα της κοινής πείρας ορισµένο γεγονός ως πρόσφορη αιτία της ζηµίας υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου γιατί είναι κρίση νοµική, αναγόµενη στην ορθή ή µη υπαγωγή από το δικαστήριο της ουσίας των διδαγµάτων της κοινής πείρας στην αόριστη νοµική έννοια της αιτιώδους συνάφειας. Τα πιο πάνω έχουν εφαρµογή και στην περίπτωση του άρθρου 10 του ν. ΓΠΝ/1911, ως προς την υπαιτιότητα των οδηγών των συγκρουσθέντων αυτοκινήτων, κατά το οποίο είναι εφαρµοστέα η διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ. Τέλος, η παράβαση διατάξεων του ΚΟΚ δεν θεµελιώνει αυτή καθεαυτή υπαιτιότητα στην επέλευση αυτοκινητικού ατυχήµατος, αποτελεί όµως στοιχείο, η στάθµιση του οποίου από το δικαστήριο της ουσίας θα κριθεί σε σχέση µε την ύπαρξη αιτιώδους συνδέσµου µεταξύ της συγκεκριµένης πράξης και του επελθόντος αποτελέσµατος. - Αποκλείονται από την ασφαλιστική κάλυψη ζηµίες, που προξενήθηκαν σε χρόνο που ο οδηγός του αυτοκινήτου οχήµατος τελούσε υπό την επίδραση οινοπνεύµατος ή τοξικών ουσιών, κατά την έννοια και τις προϋποθέσεις του άρθρου 42 του ΚΟΚ. Ο όρος αυτός για να είναι δεσµευτικός για τα µέρη της ασφαλιστικής σύµβασης πρέπει να έχει καταστεί περιεχόµενο της σύµβασης ασφάλισης. Τούτο µπορεί να γίνει, είτε µε ενσωµάτωση αυτούσιου του όρου στη σύµβαση ασφάλισης, είτε µε παραποµπή [13]
της σύµβασης στους όρους της Κ4/585/1978 ΑΥΕ και συγκεκριµένα στον παραπάνω όρο. Αρκεί και παραποµπή απευθείας στο ΦΕΚ που περιέχει την άνω υπουργική απόφαση. Για τη δέσµευση του ασφαλισµένου δεν είναι απαραίτητο να υπογράφεται το ασφαλιστήριο απ' αυτόν, αλλά αρκεί να καταβάλλει τα ασφάλιστρα και να παραλαµβάνει το ασφαλιστήριο, που είναι αποδεικτικό και όχι συστατικό της σύµβασης έγγραφο. Οι περιεχόµενοι σ' αυτό γενικοί και ειδικοί όροι, από τους οποίους οι ειδικοί επικρατούν των γενικών, δεσµεύουν τον ασφαλιζόµενο και όταν ακόµη δεν το υπέγραψε. - Από τις διατάξεις των άρθρων 294, 296, 297, 573 παρ. 1 και 495 παρ. 1 ΚΠολ προκύπτει, ότι παραίτηση ολική ή µερική από το δικόγραφο της αναίρεσης µπορεί να γίνει και µε προφορική δήλωση, πριν από την έναρξη της προφορικής συζήτησης της υπόθεσης, που καταχωρίζεται στα πρακτικά και επιφέρει αντίστοιχη (ανάλογα µε το περιεχόµενο και την έκτασή της) κατάργηση της δίκης (ΟλΑΠ 4/1992), χωρίς να είναι αναγκαία η συναίνεση του αναιρεσιβλήτου. - Για επιδίκαση δικαστικών εξόδων δεν µπορεί να γίνει λόγος στο πλαίσιο της καταργούµενης δίκης, και η εκκαθάριση αυτών θα γίνει κατά τη διαδικασία των άρθρων 679-681 ΚΠολ, σύµφωνα µε το άρθρο 192 του ίδιου κώδικα (ΑΠ 1492/2002, ΑΠ 1602/2001). - Ο προβλεπόµενος από το άρθρο 559 αριθµός 8 ΚΠολ λόγος αναιρέσεως ιδρύεται, αν το δικαστήριο παρά το νόµο έλαβε υπόψη πράγµατα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγµατα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ως "πράγµατα", κατά την έννοια της διάταξης αυτής, θεωρούνται οι αυτοτελείς ισχυρισµοί, που, υπό την προϋπόθεση της νόµιµης πρότασής τους, θεµελιώνουν, καταλύουν ή παρακωλύουν ουσιαστικό ή δικονοµικό δικαίωµα, που ασκείται µε την αγωγή, ανταγωγή, ένσταση ή αντένσταση (ΟλΑΠ 3/1997, ΑΠ 161/2007). εν είναι πράγµατα όµως µε την πιο πάνω έννοια η άρνηση της αγωγής ή ένστασης, αιτιολογηµένη ή όχι, τα επιχειρήµατα ή συµπεράσµατα από την εκτίµηση των αποδείξεων (ΟλΑΠ 469/1984). - Ο αναιρετικός λόγος του άρθρου 559 αρ. 11 περ. γ' ΚΠολ ιδρύεται όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά µέσα που οι διάδικοι επικαλέστηκαν και προσκόµισαν είτε προς άµεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκµηρίων. Εξάλλου, κατά την έννοια του πιο πάνω εδαφίου για την ίδρυση του λόγου αυτού αναίρεσης αρκεί και µόνη η ύπαρξη αµφιβολιών για τη λήψη υπόψη από το δικαστήριο προσκοµισθέντων µε επίκληση αποδεικτικών µέσων, τα οποία το δικαστήριο έχει υποχρέωση να λαµβάνει υπόψη κατά τις συνδυασµένες διατάξεις των άρθρων 335, 338, 339, 341 και 346 ΚΠολ (ΟλΑΠ 2/2008). - Κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 559 αρ. 19 ΚΠολ, λόγος αναίρεσης για έλλειψη νόµιµης βάσης της απόφασης ιδρύεται, όταν δεν προκύπτουν σαφώς από το αιτιολογικό της τα περιστατικά που συγκροτούν το πραγµατικό του κανόνα ουσιαστικού δικαίου ο οποίος εφαρµόστηκε (υπαγωγικός συλλογισµός), ώστε καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή µη εφαρµογής της διάταξης, καθώς και όταν η απόφαση έχει ελλιπείς ή αντιφατικές αιτιολογίες στο νοµικό χαρακτηρισµό των πραγµατικών περιστατικών, τα οποία έγιναν δεκτά και έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Αντίθετα δεν υπάρχει έλλειψη νόµιµης βάσης, όταν πρόκειται για ελλείψεις αναγόµενες στην εκτίµηση των αποδείξεων και µάλιστα στην ανάλυση, στάθµιση και αιτιολόγηση του εξαγόµενου απ' αυτές πορίσµατος, γιατί στην κρίση του αυτή το δικαστήριο προβαίνει ανέλεγκτα κατά το άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολ, εκτός αν δεν είναι σαφές το πόρισµα και για το λόγο αυτό γίνεται αδύνατος ο αναιρετικός έλεγχος. ΑΚ: 173, 200, 297, 298, 300, 330, 361, 914, [14]
ΚΠολ : 294, 296, 297, 495, 559 αριθ. 8, 559 αριθ. 11γ, 559 αριθ. 19, 573, 679, 680, 681, Νόµοι: ΓπΝ/1911, άρθ. 11, Νόµοι: 2496/1997, άρθ. 2, ηµοσίευση: INLAW 2008 * ΝοΒ 2009, σελίδα 417 * ΕΕµπ 2008, σελίδα 846, σχολιασµός Κωνσταντίνα Σουλτάτη * Ελλ νη 2011, σελίδα 389 * Ελλ νη 2011, σελίδα 397, Ασφαλιστικό ίκαιο - Αυτοκίνητα ικαστήριο: Άρειος Πάγος Αριθµός απόφασης: 1426 Έτος: 2010 - Ασφάλιση αστικής ευθύνης. Απαλλακτικοί όροι ασφαλιστικής σύµβασης. Έλλειψη νόµιµης βάσης. Αναιρείται η προσβαλλόµενη απόφαση. - Εάν οι περιεχόµενοι στη διάταξη του άρθ. 25 της Υπουργική απόφασης Κ4/585/5-4- 1978 απαλλακτικές ρήτρες υπέρ του ασφαλιστή, περί αποκλεισµού της ευθύνης του, στις αναφερόµενες στη διάταξη αυτή περιπτώσεις, µεταξύ των οποίων και η περίπτωση της παραγρ.8, όταν ο υπαίτιος οδηγός τελεί υπό την επίδραση οινοπνεύµατος ή άλλων τοξικών ουσιών συµπεριληφθούν, ως συµβατικοί όροι, στην ασφαλιστική σύµβαση, τότε ο ασφαλιστής αν και δεν απαλλάσσεται από την υποχρέωση να αποζηµιώσει τον ζηµιωθέντα τρίτο, έχει δικαίωµα αναγωγής, κατά του ασφαλισµένου, για να ζητήσει ό,τι κατέβαλε, ως αποζηµίωση, προς ικανοποίηση του τρίτου παθόντα, διότι, στην περίπτωση αυτή, οι ως άνω απαλλακτικές ρήτρες αποκτούν συµβατική ισχύ. Περαιτέρω, το περιεχόµενο των ως άνω απαλλακτικών όρων, των διαλαµβανοµένων στην ως άνω υπουργική απόφαση είναι δεσµευτικό για τα συµβαλλόµενα µέρη, εφόσον αυτοί τους αποδέχθηκαν, έστω και εάν το ασφαλιστήριο δεν υπογράφηκε από τον αντισυµβαλλόµενο-ασφαλισµένο, καθόσον η εκ µέρους του αποδοχή µπορεί να εκδηλώνεται και σιωπηρά, είτε µε την καταβολή των ασφαλίστρων, είτε µε την παραλαβή του ασφαλιστηρίου συµβολαίου ή µε τη χρήση του ασφαλιστηρίου ή την τοποθέτηση στο παρµπρίζ του αυτοκινήτου, του χορηγηθέντος σ' αυτόν σήµατος ή της βεβαιώσεως της ασφάλισης, ή µε την υποβολή δήλωσης ατυχήµατος προς τον ασφαλιστή ή όταν στηρίζει τις αξιώσεις του στο ασφαλιστήριο και επικαλείται και προσκοµίζει αυτό στο δικαστήριο ή όταν υπέβαλε στον ασφαλιστή δήλωση του ατυχήµατος. Εφόσον, µε την αποδοχή του ασφαλιστηρίου συµβολαίου, κατά τον ανωτέρω τρόπο, δηµιουργείται δέσµευση του ασφαλισµένου, από τους συµπεριλαµβανόµενους σ' αυτό όρους απαλλαγής του ασφαλιστή και ειδικότερα από τον συµπεριλαµβανόµενο ως άνω όρο της περίπτωσης 8 του άρθρου 25 της Κ4/585/1978 Α. Υ. Ε, που συντρέχει όταν ο υπαίτιος οδηγός τελεί υπό την επίδραση οινοπνεύµατος ή άλλων τοξικών ουσιών, δικαιούται ο ασφαλιστής να αξιώσει από τον ασφαλισµένο, να του καταβάλει κάθε ποσό, το οποίο αυτός θα καταβάλει ως αποζηµίωση από το τροχαίο ατύχηµα, στον ζηµιωθέντα τρίτο. Παθητικά υποκείµενα του δικαιώµατος αναγωγής του ασφαλιστή, όταν συντρέχει περίπτωση αποκλεισµού της ευθύνης του τελευταίου, είναι ο υπαίτιος οδηγός, ο αντισυµβαλλόµενος, ανεξάρτητα εάν έχει ή όχι παράλληλα και την ιδιότητα του ασφαλισµένου, δηλαδή του κυρίου, κατόχου ή οδηγού του ζηµιογόνου αυτοκινήτου και ο ασφαλισµένος, δηλαδή ο κύριος ή κάτοχος του αυτοκινήτου, έστω και εάν δεν οδηγεί το ασφαλισµένο αυτοκίνητο. Κάθε ένα από τα ως άνω πρόσωπα ευθύνεται αυτοτελώς, υπάρχει δηλαδή παράλληλη και εις ολόκληρον υποχρέωση ενός εκάστου των ως άνω υπόχρεων προσώπων, έναντι του ασφαλιστή. Οι ως άνω περιπτώσεις αποκλεισµού της ευθύνης του ασφαλιστή και εξαίρεσης αυτού από την ασφαλιστική [15]
κάλυψη, µεταξύ των οποίων και η περίπτωση οδήγησης υπό την επήρεια οινοπνεύµατος, αποτελούν στην πραγµατικότητα καλυµµένο ασφαλιστικό βάρος, το οποίο όπως προαναφέρθηκε, απευθύνεται και αφορά κάθε ασφαλιζόµενο πρόσωπο, δηλαδή όχι µόνο τον οδηγό, αλλά και τον ιδιοκτήτη ή κάτοχο του οχήµατος, όταν οι τελευταίοι είναι πρόσωπα διαφορετικά από τον οδηγό και κατά των οποίων δικαιούται κατ' αρχήν ο ασφαλιστής να ασκήσει αναγωγή, επικαλούµενος τη συνδροµή των προϋποθέσεων του νόµου δηλαδή τα τυπικά στοιχεία του τροχαίου ατυχήµατος, την κατάρτιση της ασφαλιστικής σύµβασης, στην οποία συµπεριελήφθη και ο απαλλακτικός όρος, είτε ευθέως είτε δια παραποµπής στην Υπουργική Απόφαση Κ4/585/1978 ή στο αντίστοιχο ΦΕΚ, την αποδοχή του ασφαλιστηρίου από τον ασφαλισµένο, έστω και σιωπηρά και τη συνδροµή των περιστατικών του απαλλακτικού όρου (π.χ. οδήγηση υπό την επήρεια οινοπνεύµατος). - Ο από το αρθ. 559 αριθµ. 19 λόγος αναίρεσης, για έλλειψη νόµιµης βάσης της απόφασης, ιδρύεται όταν δεν προκύπτουν σαφώς από το αιτιολογικό της απόφασης, τα περιστατικά που είναι αναγκαία, για την κρίση, στη συγκεκριµένη περίπτωση, περί της συνδροµής των όρων και προϋποθέσεων, για την εφαρµογή της εφαρµοσθείσας διάταξης, ή της µη συνδροµής των όρων αυτών, που αποκλείουν την εφαρµογή της, όπως, επίσης και όταν η απόφαση έχει ελλειπείς ή αντιφατικές αιτιολογίες, σε ότι αφορά το νοµικό χαρακτηρισµό των πραγµατικών περιστατικών, που έγιναν δεκτά και ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Ανεπάρκεια και ασάφεια αιτιολογιών υπάρχει όταν από το αιτιολογικό δεν προκύπτουν τα πραγµατικά περιστατικά, που είναι αναγκαία για τη δικαιολόγηση της εφαρµοσθείσας διάταξης ουσιαστικού δικαίου, καθιστώντας έτσι ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο. ΚΠολ : 559 αριθ. 19, Οδηγίες: Κ4/585/5-4-1978, ηµοσίευση: INLAW 2011 Ασφαλιστικό ίκαιο - Αυτοκίνητα ικαστήριο: Άρειος Πάγος Αριθµός απόφασης: 242 Έτος: 2011 - Ασφαλιστική σύµβαση. Ασφάλιση αυτοκινήτων. Παραβίαση ερµηνευτικών κανόνων δικαιοπραξιών. Έλλειψη νόµιµης βάσης. - Ο νόµος 489/1976 "περί υποχρεωτικής ασφαλίσεως της εξ ατυχηµάτων αυτοκινήτων αστικής ευθύνης", όπως τροποποιήθηκε µε το Ν. 3557/2007, ρυθµίζει την υποχρεωτική ασφάλιση της αστικής ευθύνης έναντι τρίτου για ατυχήµατα από αυτοκίνητα και όχι την ασφάλιση ιδίων ζηµιών του λήπτη της ασφάλισης. εν αποκλείεται όµως µεταξύ ασφαλιστή και λήπτη της ασφάλισης, στα πλαίσια της κατά το άρθρο 361 ΑΚ ελευθερίας των συµβάσεων, να συµφωνηθεί η κάλυψη και ιδίων ζηµιών του αυτοκινήτου του λήπτη της ασφάλισης, όπως βλάβη, κλοπή ή απώλεια του αυτοκινήτου, είναι δε σύνηθες να συνδυάζεται η υποχρεωτική ασφάλιση κατά το Ν. 489/1976 µε την προαιρετική ασφάλιση για την κάλυψη ιδίων ζηµιών (µικτή ασφάλιση). Η τελευταία διέπεται ήδη από τις ρυθµίσεις του το Ν. 2496/97. - Με τις διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 1, 2 παρ. 1, 2, και άρθρων 5 και 8 παρ. 1 του Ν. 2496/97 "Ασφαλιστική σύµβαση κλπ" ορίζονται και τα εξής α)με την ασφαλιστική σύµβαση η ασφαλιστική επιχείρηση (ασφαλιστής) αναλαµβάνει την υποχρέωση να καταβάλει, έναντι ασφαλίστρου, στον συµβαλλόµενο της (λήπτη της ασφάλισης) ή σε τρίτον, παροχή (ασφάλισµα), σε χρήµα, ή εφόσον υπάρχει σχετική συµφωνία, άλλη παροχή σε είδος, όταν επέλθει το περιστατικό, από το οποίο συµφωνήθηκε να [16]
εξαρτάται η υποχρέωση του (ασφαλιστική περίπτωση) (άρθρο 1 παρ.1) β) η ασφαλιστική σύµβαση αποδεικνύεται µε έγγραφο που εκδίδεται από τον ασφαλιστή... (άρθρο 2 παρ.1) γ) ο ασφαλιστής υποχρεούται να παραδώσει στο λήπτη της ασφάλισης ασφαλιστήριο... (άρθρο 2 παρ.2) δ) αν το περιεχόµενο του ασφαλιστηρίου παρεκκλίνει από την αίτηση για ασφάλιση, οι παρεκκλίσεις θεωρούνται ότι έχουν εγκριθεί από την αρχή, εφόσον ο λήπτης της ασφάλισης δεν εναντιώνεται γραπτά εντός ενός (1) µηνός από την παραλαβή του ασφαλιστηρίου και εφόσον ο ασφαλιστής τον έχει ενηµερώσει για την παρέκκλιση και το δικαίωµα εναντίωσης γραπτά ή µε σηµείωση στην πρώτη σελίδα του ασφαλιστηρίου, στοιχειοθετηµένη µε εντονότερα στοιχεία από τα λοιπά, ώστε να υποπίπτει εύκολα στην αντίληψη και έχει χορηγήσει σ' αυτόν σε χωριστό έντυπο υπόδειγµα δήλωσης εναντίωσης (άρθρο 2 παρ.5) ε)το δικαίωµα εναντίωσης αποσβέννυται µετά πάροδο δέκα µηνών από την πληρωµή του πρώτου ασφαλίστρου (άρθρο 2 παρ.6) στ) η ασφαλιστική σύµβαση εφ' όσον συµφωνήθηκε για ορισµένο χρόνο λύεται µε την πάροδο του χρόνου αυτού, εκτός αν έχει συµφωνηθεί σιωπηρή παράταση. Η σιωπηρή παράταση δεν µπορεί να συµφωνηθεί για χρονικό διάστηµα µεγαλύτερο του έτους (άρθρο 8 παρ.1). Από τις διατάξεις αυτές σε συνδυασµό και µε τις διατάξεις των άρθρων 361, 185, 192 και 193 ΑΚ συνάγεται, ότι η ασφαλιστική σύµβαση καταρτίζεται µε πρόταση και αποδοχή αυτής από τον ασφαλιστή. Η πρόταση πρέπει να είναι πλήρης, να περιέχει δηλαδή όλα τα στοιχεία που απαιτούνται για τη σκοπούµενη σύµβαση, προπαντός µεν τα ουσιώδη, από δε τα επουσιώδη εκείνα τα οποία ο προτείνων νοµίζει ότι πρέπει να εξαρθούν ιδιαίτερα. Η πρόταση όµως είναι ισχυρή και όταν ακόµη είναι αόριστη ως προς κάποιο από τα στοιχεία της (ουσιώδη ή επουσιώδη) εφόσον ο προσδιορισµός αιτών επαφίεται στο λήπτη ή µπορεί να συναχθεί µε αναφορές στις δηλώσεις των µερών που προηγήθηκαν. Ουσιώδη στοιχεία της ασφαλιστικής σύµβασης είναι τα στοιχεία των συµβαλλοµένων και του δικαιούχου του ασφαλίσµατος, αν αυτός είναι πρόσωπο διαφορετικό του συµβαλλοµένου, η διάρκεια της ασφαλιστικής κάλυψης, το πρόσωπο ή το αντικείµενο που σχετίζονται µε την επέλευση του κινδύνου, το είδος των κινδύνων (ασφαλιστικοί κίνδυνοι), το τυχόν ανώτατο όριο ευθύνης του ασφαλιστή (ασφαλιστικό ποσό), οι τυχόν εξαιρέσεις κάλυψης, το ασφάλιστρο και το εφαρµοστέο δίκαιο, αν αυτό δεν είναι το ελληνικό. Πέραν των ουσιωδών αυτών στοιχείων, είναι δυνατό, στο πλαίσιο της συµβατικής ελευθερίας των συµβαλλοµένων, να συµφωνηθούν και πρόσθετοι όροι εφόσον και αυτοί αποτέλεσαν αντικείµενο διαπραγµάτευσης και έγιναν εκατέρωθεν αποδεκτοί. Στην πρακτική συνήθως η πρόταση προς κατάρτιση ασφαλιστικής σύµβασης γίνεται µε έγγραφη προς τούτο αίτηση προς τον ασφαλιστή, που περιέχει τους όρους της υπό κατάρτιση σύµβασης, η οποία µπορεί να περιέχει και την κάλυψη περισσοτέρων του ενός ασφαλιστικών κινδύνων), η αποδοχή της δε από τον ασφαλιστή µπορεί να εκδηλωθεί και σιωπηρώς, όπως µε την αποστολή του ασφαλιστηρίου εγγράφου, µε την καθ' οιονδήποτε τρόπο ειδοποίηση του προτείνοντος, την είσπραξη ασφαλίστρου κλπ. Από το νόµο (άρθρο 2 Ν. 2496/97) καθιερώνεται ως αποδεικτικός τύπος της ασφαλιστικής σύµβασης και των τυχόν προσθέτων όρων αυτής, το έγγραφο (ασφαλιστήριο), το οποίο εκδίδεται και υπογράφεται από τον ασφαλιστή, χωρίς να απαιτείται και η υπογραφή από τον λήπτη της ασφάλισης, ο οποίος δεσµεύεται και από τους τυχόν προσθέτους όρους που τέθηκαν από τον ασφαλιστή κατά την έκδοση του ασφαλιστηρίου, κατά παρέκκλιση της αίτησης και δεν αποτέλεσαν αντικείµενο διαπραγµάτευσης, µε την προϋπόθεση όµως, ότι οι κατά παρέκκλιση της αίτησης τεθέντες στο ασφαλιστήριο όροι, αναγράφονται στα εξατοµικευµένα στοιχεία του ασφαλιστηρίου, γίνεται µνεία στην πρώτη σελίδα του ασφαλιστηρίου µε εντονότερα στοιχεία ότι ο λήπτης έχει δικαίωµα εναντίωσης και χορηγείται στο λήπτη µαζί µε το ασφαλιστήριο υπόδειγµα έντυπης [17]
δήλωσης εναντίωσης, ο δε λήπτης της ασφάλισης δεν εναντιώθηκε γραπτώς στους κατά παρέκκλιση της αίτησης τεθέντες στο ασφαλιστήριο όρους, εντός µηνός από της παραλαβής του ασφαλιστηρίου. Αν ο ασφαλιστής που εξέδωσε το ασφαλιστήριο παρέλειψε να ενηµερώσει τον λήπτη, κατά τον προαναφερόµενο τρόπο (µε εντονότερα στοιχεία στην πρώτη σελίδα του ασφαλιστηρίου) και να χορηγήσει στο λήπτη έντυπη δήλωση εναντίωσης, τότε οι κατά παρέκκλιση της αίτησης τεθέντες στο ασφαλιστήριο όροι δεν δεσµεύουν τον λήπτη και η ασφαλιστική σύµβαση θεωρείται ότι έχει καταρτισθεί υπό τους όρους της αίτησης προς κατάρτιση της ασφαλιστικής σύµβασης. Οι ρυθµίσεις αυτές, υπαγορεύτηκαν µε σκοπό να παρασχεθεί στο λήπτη της ασφάλισης και κατ' επέκταση στον ασφαλισµένο προστασία έναντι της οργανωµένης και ευρισκοµένης σε πλεονεκτικότερη θέση ασφαλιστικής επιχείρησης, από τον αιφνιδιασµό του λήπτη, µε την θέση ειδικών όρων και ρυθµίσεων στο ασφαλιστήριο, που εκδίδεται από την ασφαλιστική επιχείρηση, συνήθως µετά την κατάρτιση της ασφαλιστικής σύµβασης. - Από τις διατάξεις των άρθρων 94 και 95 του ΚΟΚ (Ν. 2696/99, όπως τροποποιήθηκε µε τους νόµους 3534 και 3542/2007) προκύπτει ότι, εκτός των αναφεροµένων στο πρώτο εξ αυτών εξαιρέσεων, απαγορεύεται η οδήγηση αυτοκινήτων ή µοτοσικλετών, από πρόσωπα τα οποία δεν κατέχουν ισχύουσα ελληνική άδεια οδήγησης της κατάλληλης κατηγορίας ή υποκατηγορίας. Για την οδήγηση επιβατικού αυτοκινήτου µε µέγιστο αριθµό θέσεων καθήµενων επιβατών οκτώ, απαιτείται άδεια κατηγορίας Β η οποία ισχύει, κατά κανόνα, µέχρι τη συµπλήρωση του 65ου έτους της ηλικίας του κατόχου αυτής, νια την οδήγηση δε φορτηγού αυτοκινήτου το µέγιστο επιτρεπόµενο βάρος του οποίου υπερβαίνει τα 3.500 χλγ, απαιτείται άδεια κατηγορίας Γ, για την οδήγηση δε φορτηγού αυτοκινήτου µεγίστου επιτρεποµένου βάρους άνω των 3.500 χλγ, που έλκει ρυµουλκούµενο όχηµα, µεγίστου επιτρεποµένου βάρους άνω των 750 χλγ απαιτείται άδεια κατηγορίας Γ+Ε. Οι άδειες των κατηγοριών Β+Ε, Γ, Γ+Ε,, +Ε ισχύουν για πέντε χρόνια από της εκδόσεως τους, κατά τη διάρκεια δε της ισχύος των ισχύουν και ως άδειες οδήγησης των προηγουµένων κατηγοριών. Με τη λήξη όµως του χρόνου ισχύος τους (πενταετία) λήγει συγχρόνως και ισχύς αυτών ως αδειών οδήγησης των προηγουµένων κατηγοριών, που είναι ενσωµατωµένες στο έντυπο αυτών, όπως τούτο ρητώς ορίζεται µε το άρθρο 95 &1 εδ. β του ΚΟΚ. Εποµένως µε την παρέλευση της πενταετίας ο κάτοχος αδείας οδήγησης των άνω κατηγοριών στερείται αδείας ικανότητας οδηγού και για τις προηγούµενες κατηγορίες. - Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 1 ΚΠολ αναίρεση επιτρέπεται µόνον αν παραβιάστηκε κανόνας ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαµβάνονται και οι ερµηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρµοσθεί ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρµογής του ή αν εφαρµοσθεί µολονότι δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρµοσθεί εσφαλµένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε µε ψευδή ερµηνεία είτε µε κακή εφαρµογή, δηλαδή µε εσφαλµένη υπαγωγή. Ειδικότερα οι ερµηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών των άρθρων 173 και 200 ΑΚ παραβιάζονται ευθέως µεν όταν το δικαστήριο, µολονότι, έστω και εµµέσως διαπιστώνει κενό ή αµφιβολία σχετικά µε τις δηλώσεις βουλήσεως των συµβαλλοµένων, δεν προσφεύγει σ' αυτούς για την εξεύρεση της αληθινής βούλησης, είτε προβαίνει σε κακή εφαρµογή τους, εκ πλαγίου δε παραβιάζονται οι κανόνες αυτοί όταν δεν αναφέρονται στην απόφαση του δικαστηρίου τα στοιχεία από τα οποία προκύπτει η εφαρµογή τους. - Ο προβλεπόµενος από τον αριθµό 19 του άρθρου 559 ΚΠολ λόγος αναίρεσης για έλλειψη νόµιµης βάσης της απόφασης ιδρύεται όταν δεν προκύπτουν σαφώς από το αιτιολογικό της (ελάσσονα πρόταση) τα αναγκαία στην συγκεκριµένη περίπτωση πραγµατικά περιστατικά, ως προς την κρίση της για τη συνδροµή των νοµίµων όρων [18]
και προϋποθέσεων που εφαρµόστηκαν ή για τη µη συνδροµή τους που αποκλείει την εφαρµογή τους, καθώς και όταν η απόφαση έχει ελλείπεις ή αντιφατικές αιτιολογίες στο νοµικό χαρακτηρισµό των πραγµατικών περιστατικών, τα οποία έγιναν δεκτά και έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. ηµοσίευση: INLAW 2011 * ΕΕµπ 2011, σελίδα 623, σχολιασµός Ιωάννης Ρόκας * ΕΕ 2011, σελίδα 1046, Ασφαλιστικό ίκαιο - Παραγραφή - Πλαγιαστική αγωγή κατά ασφαλιστή ικαστήριο: Άρειος Πάγος Αριθµός απόφασης: 1018 Έτος: 2011 - Ασφάλιση αστικής ευθύνης. Παραγραφή έναντι του ασφαλιστή. Παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου. Έλλειψη νόµιµης βάσης. - Σύµφωνα µε τη διάταξη του άρθρου 10 Ν. 2496/16-5-1997 "αξιώσεις που πηγάζουν από την ασφαλιστική σύµβαση παραγράφονται στις ασφαλίσεις ζηµιών, µετά από τέσσερα (4) χρόνια, και στις ασφαλίσεις προσώπων, µετά από πέντε (5) χρόνια, από το τέλος του έτους µέσα στο οποίο γεννήθηκαν". Σύµφωνα δε µε τη διάταξη του άρθρου 10 παρ. 1, 2 Π 237/1986 "το πρόσωπο, που ζηµιώθηκε έχει από την ασφαλιστική σύµβαση και µέχρι το ποσό αυτής ιδία αξίωση κατά του ασφαλιστή. Η αξίωση αυτή παραγράφεται µετά πάροδο δύο ετών από την ηµέρα του ατυχήµατος, επιφυλασσοµένων των κειµένων διατάξεων για την αναστολή και τη διακοπή της παραγραφής". Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 251 ΑΚ, η παραγραφή αρχίζει από τότε που γεννήθηκε η αξίωση και είναι δυνατή η δικαστική της επιδίωξη. Από το συνδυασµό των ανωτέρω διατάξεων και εκείνης του άρθρου 201 ΑΚ συνάγεται, ότι επί συµβάσεως ασφαλίσεως αστικής ευθύνης έναντι τρίτων, η αξίωση του ασφαλισµένου από τη σύµβαση αυτή (άρθρο 189 ΕµπΝ) έναντι του ασφαλιστή γεννάται, όταν ο τρίτος που ζηµιώθηκε, και έναντι του οποίου ευθύνεται προς αποζηµίωση ο ασφαλισµένος, επιδώσει στον τελευταίο τη σχετική προς αποκατάσταση της ζηµιάς του αγωγή, γιατί έκτοτε πραγµατώνεται η ασφαλιστική περίπτωση (κίνδυνος), έστω και αν δεν έχει προσδιορισθεί µε δικαστική απόφαση ή µε εξώδικο συµβιβασµό το µέγεθος της αξιώσεως του τρίτου που ζηµιώθηκε και εποµένως, ούτε και το ποσό της αποζηµίωσης του ασφαλισµένου έναντι του ασφαλιστή. Κατά συνέπεια, η αξίωση αυτή του ασφαλισµένου, επί ατυχήµατος που συνέβη µετά την 17-11-1997, παραγράφεται µετά την παρέλευση τεσσάρων (4) ετών, που αρχίζουν από το τέλος του έτους µέσα στο οποίο επιδόθηκε στον ασφαλισµένο η αγωγή του ζηµιωθέντος τρίτου. Εξάλλου, για τα θέµατα της διακοπής και της αναστολής της παραγραφής εφαρµόζονται οι γενικές διατάξεις του ΑΚ (άρθρα 255 επ, 260 επ). - Από το άρθρο 260 ΑΚ, το οποίο ορίζει ότι η παραγραφή διακόπτεται όταν ο υπόχρεος αναγνωρίσει την αξίωση µε οποιοδήποτε τρόπο, συνάγεται ότι αρκεί, για τη διακοπή της παραγραφής, οποιαδήποτε συµπεριφορά ή ενέργεια του οφειλέτη προς το δανειστή, µε την οποία εκφράζεται ρητώς ή σιωπηρώς, αλλά σαφώς, η πεποίθηση του οφειλέτη για την -ύπαρξη της υποχρέωσης του και της αξίωσης του δανειστή, κατά τρόπο ώστε να µην παρίσταται αναγκαία η έγερση της οικείας αγωγής και χωρίς να είναι απαραίτητο η συµπεριφορά αυτή ή ενέργεια του οφειλέτη να έχει δικαιοπρακτικό χαρακτήρα ή να γίνεται µε σκοπό αναλήψεως υποχρεώσεως ή να γίνει αποδεκτή από το δανειστή (ΑΠ 53/1996). Η εκτίµηση των πραγµατικών [19]
γεγονότων, που συνιστούν αναγνώριση υπόκειται, ανελέγκτως ακυρωτικής κατά το άρθρο 561 αρ. 1 ΚΠολ, στην κρίση των ικαστηρίων της ουσίας. (ΑΠ 1596/1995). - Κατά την διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 του ΚΠολ, αναίρεση επιτρέπεται µόνον αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαµβάνονται και οι ερµηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρµοστεί ενώ συνέτρεχαν οι πραγµατικές προϋποθέσεις για την εφαρµογή του, ή αν εφαρµοστεί ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρµοστεί εσφαλµένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε µε ψευδή ερµηνεία, είτε µε κακή εφαρµογή, δηλαδή µε εσφαλµένη υπαγωγή. Με το λόγο αναίρεσης από τον αριθµό 1 του άρθρου 559 ΚΠολ (παραβίαση κανόνα του ουσιαστικού δικαίου) ελέγχονται τα σφάλµατα του δικαστηρίου κατά την εκτίµηση του νόµω βάσιµου της. αγωγής ή των ισχυρισµών των διαδίκων, καθώς και τα νοµικά, σφάλµατα κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Ελέγχεται, δηλαδή, αν η αγωγή, ένσταση κ.λπ. ορθώς απορρίφθηκε ως µη νόµιµη ή αν, κατά παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου, έγινε δεκτή ως νόµιµη ή απορρίφθηκε ή έγινε δεκτή κατ' ουσίαν. - Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 19 του ΚΠολ, αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόµιµη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες, ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζητήµατα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Από την υπόψη διάταξη, που αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παράγραφος 3 του Συντάγµατος προκύπτει ότι ο προβλεπόµενος απ' αυτή λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του νοµικού συλλογισµού δεν εκτίθενται καθόλου πραγµατικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας), ή όταν τα εκτιθέµενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγµατικού του εφαρµοστέου κανόνα δικαίου για την επέλευση της έννοµης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνηση του (ανεπαρκής αιτιολογία), ή όταν αντιφάσκουν µεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία). (ΟλΑΠ 1/1999). Ο προβλεπόµενος από το άρθρο 559, αριθ. 19 λόγος αναίρεσης για έλλειψη νόµιµης βάσης µε την έννοια της ανεπαρκούς αιτιολογίας αφορά ελλείψεις αναγόµενες αποκλειστικά στη διατύπωση του αιτιολογικού πορίσµατος αναφορικά µε τη συνδροµή ή µη γεγονότων, που στη συγκεκριµένη περίπτωση συγκροτούν το πραγµατικό του εφαρµοστέου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, έτσι ώστε, από την ανεπαρκή ή αντιφατική έκθεση τους, να µην µπορεί να κριθεί αν η απόφαση στηρίζεται ή όχι νοµικώς (ΟλΑΠ 13/1995). Η ύπαρξη νόµιµης βάσης και η αντίστοιχη έλλειψη της πρέπει να προκύπτουν αµέσως από την προσβαλλόµενη απόφαση, ο δε Άρειος Πάγος διαπιστώνει την ύπαρξη ή την ανυπαρξία του προκειµένου λόγου αναίρεσης, ελέγχοντας µόνο την προσβαλλόµενη απόφαση και το αιτιολογικό της και όχι το περιεχόµενο άλλων εγγράφων ή αποφάσεων σε εφαρµογή της διάταξης του άρθρου 561 παρ. 2 του ΚΠολ. Αντίθετα, δεν υπάρχει έλλειψη νόµιµης βάσης όταν πρόκειται για ελλείψεις αναγόµενες στην εκτίµηση των αποδείξεων και µάλιστα στην ανάλυση, στάθµιση κα( αιτιολόγηση του εξαγόµενου από αυτές πορίσµατος, γιατί στην κρίση του αυτή το δικαστήριο προβαίνει ανέλεγκτα, κατά το άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολ, εκτός αν δεν είναι σαφές το πόρισµα και για το λόγο αυτό γίνεται αδύνατος ο αναιρετικός έλεγχος. ΑΚ: 255 επ., 260 επ., 262, ΚΠολ : 559 αριθ. 1, 559 αριθ. 19, Νόµοι: 489/1976, άρθ. 10, Π : 237/1986, άρθ. 10, Νόµοι: 2496/1997, άρθ. 10, ηµοσίευση: INLAW 2011 * ΕΕ 2011, σελίδα 927 * ΝοΒ 2011, σελίδα 1520, [20]