ΤΟΜΟΣ Δ ΕΜΠΟΡΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΑΚΑΔΗΜΑΙΚΟ ΕΤΟΣ 2017-2018 ΜΑΡΤΙΟΣ 2018 ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΥΛΗΣ : ΒΙΚΥ ΒΑΡΔΑ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1. Οι εμπορικές πράξεις αποτελούν κομμάτι της καθημερινής μας ζωής. Τη στιγμή που κάποιος πωλεί ένα ζευγάρι γυαλιά ηλίου σε ένα κατάστημα οπτικών ειδών έχουμε μια εμπορική πράξη. Ο έμπορος διενεργεί μια εμπορική πράξη πουλώντας το αγαθό στον καταναλωτή. 1. Εμπορικό Δίκαιο, είναι το Ιδιωτικό Δίκαιο του εμπορίου και συγκεκριμένα το σύνολο των κανόνων που ρυθμίζει τις εμπορικές σχέσεις, την εμπορική ιδιότητα και τις προϋποθέσεις απόκτησης της λόγω διενέργειας εμπορικών πράξεων ή από το νόμο. Εμπόριο, είναι η ριψοκίνδυνη κερδοσκοπική διαμεσολάβηση στην κυκλοφορία των αγαθών, της πίστης και των κινδύνων. ( Λιακόπουλος Θ., 1998, σ.2) Εμπόρευμα, χαρακτηρίζονται τα πάσης φύσεως αντικείμενα του εμπορίου τα οποία πωλεί ή αγοράζει ο παραγωγός και τα οποία στη συνέχεια πωλούνται ή μεταπωλούνται σε ενδιάμεσους εμπόρους ή σε τελικούς καταναλωτές με σκοπό το οικονομικό κέρδος. Εμπορική πράξη, είναι η πώληση αγαθού, π.χ. υποδήματα, ασφάλειες. Κύριοι κλάδοι του εμπορικού δικαίου : Γενικό εμπορικό δίκαιο Το δίκαιο των εταιρειών Δίκαιο των αξιογράφων Δίκαιο του ανταγωνισμού Δίκαιο προστασίας καταναλωτή Δίκαιο βιομηχανικής ιδιοκτησίας Το δίκαιο της πτώχευσης Ασφαλιστικό δίκαιο Το ναυτικό δίκαιο. 2. Πηγές εμπορικού δικαίου : Αυτές διακρίνονται σε γραπτές και άγραφες. Ειδικότερα, οι γραπτές πηγές του εμπορικού δικαίου είναι μια σειρά ειδικών νομοθετημάτων με κυριότερα τα ακόλουθα: Εμπορικός Νόμος του 1835 Βασιλικό Διάταγμα του 1835 περί αρμοδιότητας των εμποροδικείων Ν 2190/1920 περί ανωνύμων εταιρειών Ν 3190/1955 περί εταιρειών περιορισμένης ευθύνης Ν 4072/12 περί ομορρύθμου / ετερορρύθμου /ιδιωτικής κεφαλαιουχικής Σελίδα 1 από 4
Ν 146/1914 περί αθέμιτου ανταγωνισμού Ν 3959/2011 περί προστασίας του ελεύθερου ανταγωνισμού Ν 2251/1994 περί προστασίας του καταναλωτή Ν 5335/1932 περί συναλλαγματικής και γραμματίου Ν 59601933 περί επιταγής Τα παραπάνω νομοθετήματα έχουν αναθεωρηθεί πολλές φορές μέχρι σήμερα, και έχει ως συνεπεία η εφαρμογή των κανόνων του κοινοτικού δικαίου. Πηγές του Εμπορικού Δικαίου είναι και οι εμπορικές συνήθειες, οι οποίες αποτελούν μαζί με τα εμπορικά ήθη, εργαλεία για την ερμηνεία των συμβάσεων. Το εμπορικό έθιμο του οποίου η σημασία έχει περιοριστεί σημαντικά εξαιτίας της λεπτομερούς ρύθμισης των εμπορικών ζητημάτων από τους νόμους. Οι διεθνείς συμβάσεις που έχουν κυρωθεί με νόμο, το πρωτογενές Κοινοτικό Δίκαιο, δηλαδή οι Συνθήκες για την ίδρυση των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, καθώς και το παράγωγο Κοινοτικό Δίκαιο, δηλαδή οι Κανονισμοί και οι οδηγίες. 3. Εμπορική ιδιότητα, αποκτούν φυσικά ή νομικά πρόσωπα που διενεργούν εμπορικές πράξεις, ως σύνηθες επάγγελμα για κέρδος. Ο τρόπος απόκτησης της εμπορικής ιδιότητας συναρτάται με την παραπάνω κατηγοριοποίηση των εμπόρων. Ειδικότερα: Έμποροι με το ουσιαστικό κριτήριο: Αυτοί καθίστανται έμποροι από την στιγμή που αρχίσουν να επιχειρούν αντικειμενικά εμπορικές πράξεις κατά σύνηθες επάγγελμα με σκοπό τον βιοπορισμό. Όταν δηλαδή ενεργεί εμπορικές πράξεις συστηματικά και κερδίζει από αυτές τα προς το ζην. Προκειμένου για φυσικά πρόσωπα, για την απόκτηση της εμπορικής ιδιότητας απαιτείται απαραιτήτως η ύπαρξη πλήρους δικαιοπρακτικής ικανότητας και να μην είναι δημόσιος η δημοτικός υπάλληλος. Απαιτείται επίσης να μην είναι σε κατάσταση πτώχευσης, γιατί ο νόμος τους απαγορεύει την απόκτηση της εμπορικής ιδιότητας όταν συντρέχει μια τέτοια περίπτωση. Άρα με βάση το κριτήριο αυτό είναι θέμα αποδείξεως για να διαπιστωθεί αν κάποιος θεωρείται έμπορος ή όχι. Έμποροι με το τυπικό κριτήριο: Η εμπορική ιδιότητα αποκτάται με την ολοκλήρωση των νόμιμων διαδικασιών σύστασης μιας εταιρείας. Οι εταιρείες πάντοτε θεωρούνται έμποροι ακόμη και αν στην πραγματικότητα δεν ασκούν εμπορία ή δεν διενεργούν εμπορικές πράξεις. Σελίδα 2 από 4
Απώλεια εμπορικής ιδιότητας: Με την παύση διενέργειας εμπορικών πράξεων ή με πτώχευση, στα νομικά πρόσωπα παύει με τη λύση και περάτωση της εκκαθάρισης οι χρηματιστές με την ανάκληση του διορισμού τους,οι εμπορικοί αντιπρόσωποι με την ανάκληση της άδειας τους. Πιο αναλυτικά: Ο τρόπος απώλειας της εμπορικής ιδιότητας συναρτάται με τον τρόπο που αυτή έχει αποκτηθεί. Ειδικότερα: Έμποροι με το ουσιαστικό κριτήριο: Σε κάθε περίπτωση, χάνουν την εμπορική ιδιότητα με της οριστική παύση της εμπορίας κατά σύνηθες επάγγελμα καθώς και με την πτώχευση. Τα φυσικά πρόσωπα παύουν ακόμα να είναι έμποροι με τον θάνατο και την απώλεια της εμπορικής ικανότητας. Το αυτό αποτέλεσμα επέρχεται για τα νομικά πρόσωπα με το πέρας της εκκαθάρισης καθώς και με την μετατροπή τους σε μη εμπορικούς εταιρικούς τύπους. Έμποροι με το τυπικό κριτήριο: Αυτοί χάνουν την εμπορική ιδιότητα με το πέρας της εκκαθάρισης και την πτώχευση, καθώς και με την μετατροπή τους σε εταιρικούς τύπους για τους οποίους δεν ισχύει το τυπικό κριτήριο. Αντίθετα, δε επιδρά στην εμπορική τους ιδιότητα η τυχόν παύση άσκησης πραγματικής εμπορίας καθώς πρόκειται για εταιρείες που θεωρούνται εμπορικές απευθείας από τον νόμο. 4. Συστήματα εμπορικότητας α) Αντικειμενικό, ισχύει για όλους όσους διενεργούν εμπορική πράξη έστω και μία φορά. Κυρίαρχη είναι η έννοια της εμπορικής πράξης. β) Υποκειμενικό, στηρίζεται στην έννοια του εμπόρου. Εάν το πρόσωπο έχει (ή όχι) την εμπορική ιδιότητα η πράξη χαρακτηρίζεται εμπορική ή το αντίθετο. γ) Σύστημα της οργανωμένης επιχείρησης. 5. Είδη εμπορικών πράξεων: διακρίνονται σε τρεις βασικές κατηγορίες. Ειδικότερα: - α) Αμφιμερείς, όταν συνιστούν εμπορικές πράξεις και για τα δύο συναλλασσόμενα μέρη. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, η αγορά προϊόντων με σκοπό μεταπώλησης - β) Ετερομερείς, η πώληση εμπορεύματος στον καταναλωτή (λιανική) - γ) Αντικειμενικά Πρωτότυπα εμπορικές πράξεις, πρόκειται για πράξεις που αναφέρονται ρητά στον νόμο ως εμπορικές και οι οποίες αν ασκηθούν κατά σύνηθες επάγγελμα προσδίδουν κατά κανόνα την εμπορική ιδιότητα προϋπόθεση είναι το στοιχείο της διαμεσολάβησης, π.χ. εμπορική αντιπροσωπεία, εκδοτική επιχείρηση, παραγωγή και εκμετάλλευση Η/Υ κλπ. Σελίδα 3 από 4
Πρωτότυπα Εμπορικές Πράξεις Αγορά προς μεταπώληση - Εμπορική πώληση, πρόκειται για μια αμφοτεροβαρή σύμβαση, υπάρχει η πρόθεση και αποδεικνύεται με την χρήση του αγαθού ή την κτήση της κυριότητας. Πχ πώληση αυτοκινήτων, ένας έμπορος αγοράζει ένα αυτοκίνητο για να το πουλήσει αργότερα. Θεωρείται και εμπορική πράξη αν ο έμπορος παρόλο που αγοράσει ένα αυτοκίνητο με σκοπό την μεταπώλησή του, στην πορεία διαπιστώνει πως είναι πολύ καλό και αποφασίζει να το κρατήσει για το εαυτό του. Η πράξη αυτή θεωρείται εμπορική γιατί κατά το χρόνο αυτής υπήρχε ο σκοπός της μεταπώλησης Επιχείρηση προμήθειας, ο προμηθευτής πρώτα πουλά και μετά αγοράζει. Ο προμηθευτής δηλαδή αναλαμβάνει την υποχρέωση να πουλήσει κάτι που δεν έχει ακόμη στην κατοχή του. Επιχείρηση χειροτεχνίας, κατεργασία ή μεταποίηση πρώτων υλών, επισκευή ή συντήρηση ξένων πραγμάτων έναντι αμοιβής. Π.χ. καθαριστήριο, συνεργείο αυτοκινήτων, βαφείο, ραφείο κ.λ.π. Επιχείρηση πρακτορείας (άμεση αντιπροσώπευση), ο πράκτορας αναλαμβάνει την επιμέλεια υποθέσεων άλλου ή τη διενέργεια δικαιοπραξιών με τρίτο για λογαριασμό άλλου έναντι αμοιβής. Π.χ. αγορά εισιτηρίου από τουριστικό γραφείο. Επιχείρηση παραγγελίας (έμμεση αντιπροσώπευση), έχουμε: μία σύμβαση παραγγελέα και παραγγελιοδόχου και μία σύμβαση παραγγελιοδόχου με τρίτο έναντι αμοιβής Αντικείμενο μπορεί να είναι η αγορά ή η πώληση εμπορευμάτων ή παροχής υπηρεσιών (π.χ. ασφάλιση, παραγγελία μεταφοράς εμπορεύματων κ.λ.π ). Η βασική διαφορά με την επιχείρηση πρακτορείας είναι πως ο παραγγελιοδόχος δεν συνάπτει συμφωνίες στο όνομα των εργοδοτών του όπως συμβαίνει στην επιχείρηση πρακτορείας αλλά στο δικό του όνομα. Μεσιτεία, ο μεσίτης μεσολαβεί για να έρθουν σε επαφή οι ενδιαφερόμενοι και υποδεικνύει την ευκαιρία για την κατάρτιση μίας σύμβασης, έναντι αμοιβής, όχι σε μόνιμη βάση. Αντίθετα όταν οι ίδιοι αγοράζουν ένα ακίνητο σε τιμή ευκαιρείας με σκοπό να το μεταπωλήσουν, τούτο δεν θεωρείται ως εμπορική πράξη αφού δεν υπάρχει ως εμπορική πράξη η αγορά προς μεταπώληση ακινήτων. Σελίδα 4 από 4