ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ. Διπλωματική Εργασία με Θέμα: Κολύμβηση σε Άτομα με Νοητική Στέρηση και Εγκεφαλική Παράλυση. Επιβλέπων Καθηγητής



Σχετικά έγγραφα
Αθλητική ταξινόμηση. Κατηγορία 1. Κατηγορία ΙΙ (κάτω άκρα) Κατηγορία ΙΙ (άνω άκρα) Β έτος

ΥΔΡΟΘΕΡΑΠΕΙΑ. Ιδιότητες του νερού

Σοφία Μπάτσιου Ιούνιος 2014

ΘΕΡΑΠΕΥΤΙΚΗ ΚΟΛΥΜΒΗΣΗ ΣΕ ΠΑΙΔΙΑ ΜΕ ΕΓΚΕΦΑΛΙΚΗ ΠΑΡΑΛΥΣΗ

Προπόνηση των άλλων φυσικών ικανοτήτων

ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΥΓΕΙΑ

Διάλεξη 13η Πολιομυελίτιδα - Ακρωτηριασμοί

Διάλεξη 2η Φυσική Αγωγή Στο Ειδικό Σχολείο: Εξατομικευμένο Πρόγραμμα Και Προσαρμογές

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ. Ειδική Φυσική Αγωγή. Ενότητα 3η: Εξατομικευμένο Εκπαιδευτικό Πρόγραμμα (Ε.Ε.Π.)

Τα οφέλη της άσκησης στην υγεία

ΑΝΑΛΥΤΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΠΟΥΔΩΝ (ΑΠΣ) 1. Ειδικοί σκοποί. Σωματικός τομέας (Ψυχοκινητικός)

ΜΑΛΛΙΟΥ Β.

Διάλεξη 12η Τραυματισμοί Νωτιαίου Μυελού

710 -Μάθηση - Απόδοση. Κινητικής Συμπεριφοράς: Προετοιμασία

Δημιουργικό Παιχνίδι ΕΝΣΩΜΑΤΩΣΗ ΤΩΝ ΠΑΙΧΝΙΔΙΩΝ ΣΤΟ ΜΑΘΗΜΑ ΤΗΣ Φ.Α. Διάλεξη 3η

ΕΠΙΜΕΡΟΥΣ ΙΚΑΝΟΤΗΤΕΣ ΦΥΣΙΚΗΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ. Βασίλης Γιωργαλλάς Καθηγητής Φυσικής Αγωγής

Άσκηση, υγεία και χρόνιες παθήσεις

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ

ΔΗΜΟΚΡΙΤΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΡΑΚΗΣ ΤΜΗΜΑ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ ΦΥΣΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ & ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΥ

Άρση βαρών. 10 αθλητές & 10 αθλήτριες/ χώρα. (Πίεση στον πάγκο) Μάθημα επιλογής Παραολυμπιακά αθλήματα. Σοφία Μπάτσιου Δεκέμβριος 13

Φυσικοθεραπευτική Παρέμβαση σε Ασθενή με Κάκωση Νωτιαίου Μυελού: Αποκατάσταση Κινητικότητας. Καρανίκας Απόστολος, Φυσικοθεραπευτής Γ.Ν.

Διάλεξη 1η Εισαγωγή Στην Ειδική Φυσική Αγωγή: Ορισμοί, Έννοιες

Στέφανος Πατεράκης. Φυσικοθεραπευτής, καθηγητής φυσικοθεραπείας

Σωματικές αναπηρίες και δυσκολίες προσαρμογής. Γεωργία Νταβαρούκα

Διάλεξη 10η Διαταραχές Αισθητηρίων

Η ανάκτηση του εύρους κίνησης της άρθρωσης Η βελτίωσης της μυϊκής απόδοσης Η βελτίωσης της νευρομυϊκής λειτουργίας-ιδιοδεκτικότητας Η λειτουργική

Μάριος Γούδας Θέματα Διάλεξης. Ένας κοινά αποδεκτός ορισμός για τον όρο Θετική Ανάπτυξη είναι ο παρακάτω:

ΠΡΟΘΕΡΜΑΝΣΗ ΚΑΙ ΑΠΟΘΕΡΑΠΕΙΑ ΤΟΥ ΠΟΔΟΣΦΑΙΡΙΣΤΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗ ΟΜΑΔΑ ΕΠΟ

Άσκηση και Αποκατάσταση Νευρομυϊκών Προβλημάτων

ΒΑΣΙΚΕΣ ΕΝΝΟΙΕΣ ΠΟΥ ΣΧΕΤΙΖΟΝΤΑΙ ΜΕ ΤΗΝ ΚΙΝΗΣΗ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ

ΑΝΑΛΥΤΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΠΟΥΔΩΝ (ΑΠΣ) ΦΥΣΙΚΗ ΑΓΩΓΗ Ι. Γ'- Δ' ΔΗΜΟΤΙΚΟΥ. 1. Ειδικοί σκοποί. Σωματικός τομέας (Ψυχοκινητικός)

Σακελλαρίου Κίμων Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας ΤΕΦΑΑ, Τρίκαλα

Τ.Ε.Ι. ΗΠΕΙΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΩΝ ΥΓΕΙΑΣ ΚΑΙ ΠΡΟΝΟΙΑΣ ΤΜΗΜΑ ΛΟΓΟΘΕΡΑΠΕΙΑΣ ΠΤΥΧΙΑΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ. Επιβλέπουσα: Ζακοπούλου Βικτωρία.

Ανάπτυξη ψυχολογικών δεξιοτήτων μέσα από τον αθλητισμό. Ψούνη Λίνα ΚΦΑ, Ψυχολόγος. MSc, υποψήφια διδάκτωρ Πανεπιστημίου Θεσσαλίας

Σχεδιασμός της θεραπευτικής άσκησης στον νερό. Παπαδημητρίου Κατερίνα Επίκουρη Καθηγήτρια ΤΕΦΑΑ, Κομοτηνής

ΓΕΝΙΚΟ ΛΥΚΕΙΟ ΠΑΡΑΛΙΑΣ ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΔΙΑΤΡΟΦΗ Η ΟΜΑΔΑ ΜΑς : ΚΟΝΤΟΠΟΥΛΟΥ ΒΑΣΙΛΙΚΗ, ΚΟΛΛΙΟΠΟΥΛΟΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ, ΚΟΤΤΑΣ ΧΡΗΣΤΟΣ, ΛΑΖΑΝΗ ΚΩΝ/ΝΑ Η ΥΠΕΥΘΥΝΗ

ΙΔΙΑΙΤΕΡΟΤΗΤΕΣ ΣΤΗΝ ΠΡΟΠΟΝΗΣΗ ΠΑΙΔΩΝ - ΠΡΟΕΦΗΒΩΝ -

ΔΙΑΤΡΟΦΗ ΚΑΙ ΑΣΚΗΣΗ ΓΙΑ ΕΦΗΒΟΥΣ ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΛΕΩΝΙΔΑ ΑΝΤΩΝΑΚΗ ΜΑΡΙΑΣ ΒΟΥΛΔΗ ΑΓΓΕΛΙΚΗΣ ΛΟΥΚΟΠΟΥΛΟΥ ΣΤΑΜΑΤΙΑΣ ΣΥΡΙΟΠΟΥΛΟΥ

Λήδα Μαδεμλή. Άσκηση και τρίτη ηλικία Μάθημα Επιλογής Κωδικός: 005 Εαρινό εξάμηνο 2015

ΦΥΣΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΚΑΙ ΥΓΕΙΑ. ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ 1 ου ΤΕΤΡΑΜΗΝΟΥ Α2 1 ο ΓΕΝΙΚΟ ΛΥΚΕΙΟ ΚΙΑΤΟΥ ΣΧΟΛΙΚΟ ΕΤΟΣ ΥΠΕΥΘΥΝΗ ΚΑΘΗΓΗΤΡΙΑ: ΠΑΡΡΑ ΕΛΕΟΝΩΡΑ

ΦΥΣΙΚΟΘΕΡΑΠΕΙΑ ΣΕ ΑΜΕΑ. Παναγιώτα Παναγάκη

Πρόταση Εργομετρικής Αξιολόγησης παιδιών σε Ακαδημίες

ΕΙΣΗΓΗΤΗΣ: ΛΥΔΙΑ ΝΑΣΤΑΣΙΑ ΜΠΡΑΤΟΥ ΕΠΙΒΛΕΠΩΝ: ΠΑΥΛΟΣ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΗΣ

Π 2107 Ειδική Αγωγή και αποτελεσματική διδασκαλία

Διάλεξη 11η Αποκλίσεις Σπονδυλικής Στήλης

Σχεδιασμός, εφαρμογή και καθοδήγηση προγραμμάτων άσκησης

Η ΣΩΜΑΤΙΚΗ ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑ ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΝΕΡΟ ΠΡΟΠΟΝΗΣΗ ΤΩΝ ΑΛΛΩΝ ΕΙΔΙΚΩΝ ΙΚΑΝΟΤΗΤΩΝ

Σχεδιασμός, εφαρμογή και καθοδήγηση προγραμμάτων άσκησης

Νοητική υστέρηση. είναι η κατάσταση που χαρακτηρίζεται από. σημαντικά υποβαθμισμένη νοητική λειτουργία (κάτω από το μέσο όρο), που εμφανίζεται κατά

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΙΔΡΥΜΑ ΛΑΡΙΣΑΣ

Στόχοι, Ενδεικτικές ραστηριότητες και Πλάνο Μαθήµατος στη διδασκαλία του Κλασικού Αθλητισµού

Το νέο Πρόγραμμα Σπουδών Φυσικής Αγωγής στο Λύκειο. Δρ. Απόστολος Ντάνης Σχολικός Σύμβουλος Φυσικής Αγωγής

δύναμη και προπόνηση δύναμης προπόνηση με βάρη

ΑΣΚΗΣΗ ΥΓΕΙΑ ΖΩΝΤΑΝΙΑ

ΕΠΕΑΕΚ: ΑΝΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ ΣΠΟΥΔΩΝ ΤΟΥ ΤΕΦΑΑ ΠΘ - ΑΥΤΕΠΙΣΤΑΣΙΑ ΠΕΤΟΣΦΑΙΡΙΣΗ ΚΜ: : 305 ΠΑΤΣΙΑΟΥΡΑΣ ΑΣΤΕΡΙΟΣ

ΟΔΗΓΟΣ Διαφοροποιημένης Διδασκαλίας για μαθητές με Κινητικά Προβλήματα

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟΥ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ ΑΣΚΗΣΗ: ΑΣΦΑΛΕΙΑ ΚΑΙ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΙΙ

και εφηβική ηλικία Πήδουλας Γεώργιος M.sc Γυμναστής Φυσικής κατάστασης ποδοσφαίρου

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. 3. ΙΣΤΟΡΙΚΟΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΗΣ ΕΙΔΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ Πρωτόγονη και αρχαία περίοδος. Ελληνική και Ρωμαϊκή περίοδος.. Μεσαίωνας..

Άσκηση στις αναπτυξιακές ηλικίες

ΠΑΙΔΙ ΚΑΙ ΠΟΔΟΣΦΑΙΡΟ

ΠΡΑΚΤΙΚΗ ΣΕΙΡΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΘΛΗΤΙΣΜΟ, ΤΗΝ ΑΣΚΗΣΗ ΚΑΙ ΤΗ ΦΥΣΙΚΗ ΑΓΩΓΗ Επιμέλεια σειράς: Γ. Θεοδωράκης, Μ. Γούδας

των αποτελεσμάτων της έρευναςσυμπεράσματα-επαναληψιμότητα

ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ Α.Ε ΤΡΙΚΑΛΑ. τηλ ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΑΕ, ΤΡΙΚΑΛΑ,


Ψυχοκινητική και Φυσική Αγωγή στην Προσχολική Ηλικία

Τι είναι αθλητισμός «νους υγιής εν σώματι υγιεί». Πότε γεννήθηκε;

«Escape: Μια εκπαιδευτική Αθλητική Πρόκληση για την

Υγεία και Άσκηση Ειδικών Πληθυσμών ΜΚ0958

Πρόλογος Οδηγίες για εφαρμογή Επίλογος Θέματα για έρευνα Θέματα για συζήτηση... 32

Ψυχοκινητική και Φυσική Αγωγή στην Προσχολική Ηλικία

Δρ. Απόστολος Ντάνης Σχολικός Σύμβουλος Φυσικής Αγωγής

θέραπειν Αγίας Σοφίας 3, Ν. Ψυχικό, Τ ,

ΜΥΪΚΕΣ ΑΝΙΣΟΡΡΟΠΙΕΣ ΠΗΔΟΥΛΑΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ

ΟΠΤΙΚΟΚΙΝΗΤΙΚO ΣYΣΤΗΜΑ. Αθανασιάδης Στάθης φυσικοθεραπευτής NDT

Μάθηση Απόδοση. Διαφοροποιήσεις στην Κινητική Συμπεριφορά. Μάθημα 710 Μάθηση - Απόδοση Διάλεξη 3η

«ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ: Προσθέτει χρόνια στη ζωή αλλά και ζωή στα χρόνια»

Ερευνητική εργασία project. 2ο ΕΠΑΛ ΓΑΛΑΤΣΙΟΥ ΤΜΗΜΑ: Α3 ΣΧ.ΕΤΟΣ «ΤΟ ΠΟΔΗΛΑΤΟ: Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΟ ΜΕΛΛΟΝ;» Υποθέμα: ΠΟΔΗΛΑΤΟ ΚΑΙ ΥΓΕΙΑ

ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ & ΥΛΟΠΟΙΗΣΗ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΩΝ ΑΣΚΗΣΗΣ ΣΤΗΝ ΟΣΤΕΟΠΟΡΩΣΗ. Ευάγγελος Αλμπανίδης Ph.D., Καθηγητής

Προγράμματα Ψυχολογικής Προετοιμασίας: Θεωρία, έννοιες και εφαρμογές. Νεκτάριος Α. Σταύρου Αθλητικός Ψυχολόγος

Γιάννης Θεοδωράκης (2010). ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΗ

Ο ρόλος της Φυσικής δραστηριότητας στην κινητική επάρκεια και την ανάπτυξη του μυοσκελετικού συστήματος του παιδιού

ΕΡΓΟΜΕΤΡΙΑ. Τί είναι η εργομετρία;

ΕΓΧΕΙΡΙΔΙΟ ΑΣΚΗΣΕΩΝ ΓΙΑ ΠΑΙΔΙΑ ΚΑΙ ΕΦΗΒΟΥΣ ΜΕ ΝΟΗΤΙΚΗ ΥΣΤΕΡΗΣΗ

ΤΑ ΣΤΙΛ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑΣ ΣΤΗΦΥΣΙΚΗΑΓΩΓΗ

ΑΝΟΙΚΤΟ ΙΔΡΥΜΑ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΟΔΗΓΟΣ ΕΠΙΜΟΡΦΩΣΗΣ

ΕΠΕΑΕΚ: ΑΝΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ ΣΠΟΥΔΩΝ ΤΟΥ ΤΕΦΑΑ ΠΘ ΑΥΤΕΠΙΣΤΑΣΙΑ

Φυσική δραστηριότητα. Μάνου Βασιλική, Ph.D Διδάσκουσα στο ΤΕΦΑΑ Τρικάλων

Είναι γνωστό πόσο μεγάλο ρόλο παίζει το ισοκινητικό δυναμόμετρο στην φάση της

Εγκεφαλικής Παράλυσης

ΠΑΙΔΙΑ ΜΕΤΡΙΩΝ ΧΑΜΗΛΩΝ ΙΚΑΝΟΤΗΤΩΝ & ΦΑ

ΑΛΕΞΙΑ ΜΙΧΑΛΟΠΟΥΛΟΥ Α.Μ Πτυχιακή εργασία ΤΕΙ ΗΠΕΙΡΟΥ ΤΜΗΜΑ ΛΟΓΟΘΕΡΑΠΕΙΑΣ ΙΩΑΝΝΙΝΑ 2011

Μέλη ομάδας: Βασίλης Καρβέλας Κατερίνα Μανιαδάκη Τάσος Κελλάρης Ανδρέας Κατσαρός

Αποδεδειγμένα από ειδικούς και έρευνες, η καλύτερη προστασία απέναντι στο άγχος και την πίεση της καθημερινότητας είναι η άσκηση. Η προσωπική άσκηση

Ορισμός της μετάβασης

Η Ψυχική υγεία του παιδιού και ο ρόλος του ευρύτερου περιβάλλοντος

Παναγιώτης Ν. Καρδαράς Αναπληρωτής καθηγητής Αναπτυξιακής και Κοινωνικής Παιδιατρικής

Το διδακτικό περιεχόµενο και η ευρύτερη χρήση της γυµναστικής στη σχολική Φυσική Αγωγή

Ψυχοκινητική και Φυσική Αγωγή στην Προσχολική Ηλικία

Transcript:

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΤΜΗΜΑ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ ΚΑΙ ΦΥΣΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΥ Διπλωματική Εργασία με Θέμα: Κολύμβηση σε Άτομα με Νοητική Στέρηση και Εγκεφαλική Παράλυση Επιβλέπων Καθηγητής Τσιμάρας Βασίλειος Φοιτητής Σώζου Σώζος Θεσσαλονικη 2012

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ σελ ΚΟΛΥΜΒΗΣΗ ΓΙΑ ΑΤΟΜΑ ΜΕ ΑΝΑΠΗΡΙΑ..... 1 Εισαγωγή..... 1 Ιδιότητες του νερού.... 1 Οφέλη της κολύμβησης..3 Αντενδείξεις για κολύμβηση.... 5 Ψυχαγωγική κολύμβηση...6 Θεραπευτική κολύμβηση.....8 Αγωνιστική κολύμβηση ΑμεΑ.....12 ΝΟΗΤΙΚΗ ΥΣΤΕΡΗΣΗ...15 Φυσική κατάσταση των ατόμων με ΝΥ...... 16 Σύνδρομο Down... 16 Χαρακτηριστικά του συνδρόμου Down είναι:....17 Φυσική κατάσταση ατόμων με σύνδρομο Down... 18 Η σημασία και η επίδραση της κολύμβησης σε άτομα με ΝΥ.... 20 ΕΓΚΕΦΑΛΙΚΗ ΠΑΡΑΛΥΣΗ... 22 Χαρακτηριστικά ατόμων με ΕΠ...22 Φυσική κατάσταση των ατόμων με ΕΠ... 23 Η σημασία και η επίδραση της κολύμβησης σε άτομα με ΕΠ.. 24 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ. 30 1

ΚΟΛΥΜΒΗΣΗ ΓΙΑ ΑΤΟΜΑ ΜΕ ΑΝΑΠΗΡΙΑ Εισαγωγή Η άσκηση αποτελεί θεμελιώδες στοιχείο για την προαγωγή της υγείας. Επίσης η σωματική άσκηση ως παιδαγωγικό μέσο σε άτομα με αναπηρία ως γνωστό δημιουργεί συνθήκες για μόρφωση, αναβάθμιση, χειραφέτηση, αύξηση εμπειριών της κοινωνικής ζωής και ισχυροποίηση της ταυτότητας του << εγώ>> (Grossing, 1997).Η άσκηση στο νερό και οι δραστηριότητες του υγρού στίβου έχουν θεραπευτικό και ψυχαγωγικό χαρακτήρα και αποτελούν το πλέον αποτελεσματικό μέσο γύμνασης για όλες σχεδόν τις αναπηρίες (Lorenzen, 1975, Innenmoser, 2004). Η κολύμβηση είναι μια από τις πιο δημοφιλείς δραστηριότητες για τα άτομα με αναπηρίες (ΑμεΑ). Τα οφέλη από τη συμμετοχή στο νερό μπορεί να είναι σωματικά, ψυχοκοινωνικά, γνωστικά και ψυχαγωγικά. Αν και οι δραστηριότητες στο νερό δεν παρέχουν μια μαγική λύση στα προβλήματα της ζωής μπορούν ωστόσο να προσφέρουν στην ποιότητα ζωής του ατόμου μέσα από τα σωματικά και ψυχικά οφέλη για την υγεία (American Red Cross,1977b). Για τα άτομα με αναπηρίες και ειδικά εκείνα σε αμαξίδιο, η πισινά σημαίνει ελευθερία κινήσεων και δίνει την αίσθηση της επιτυχίας ενισχύοντας την αυτοεικόνα τους. Εν ολίγοις, το κολύμπι είναι μια ευχάριστη διασκεδαστική δραστηριότητα που έχει πολλές φυσικές, ψυχοκοινωνικές, γνωστικές και ψυχαγωγικές παροχές. Ιδιότητες του νερού Άνωση Σύμφωνα με την αρχή του Αρχιμήδη, όταν ένα σώμα είναι πλήρως ή μερικώς βυθισμένο σε υγρό σε ηρεμία, υφίσταται μία ανοδική ώθηση ίση με το βάρος του υγρού που εκτοπίζεται ( American Red Cross 1992a). Αυτή η ανοδική ώθηση ονομάζεται άνωση. Η άνωση είναι ίση µε το βάρος της ποσότητας του υγρού που εκτοπίζει το βυθισμένο σώμα (Καρακώστας και Κυριάκος, 1998). Με την βοήθεια της άνωσης οι κινήσεις των άνω και κάτω άκρων καθώς και της σπονδυλικής στήλης γίνονται πιο εύκολα και ελεύθερα γιατί λείπει η φόρτιση στις αρθρώσεις προάγοντας και διατηρώντας έτσι την μυοσκελετική λειτουργία σε παθήσεις όπου η φόρτιση δεν επιτρέπεται ή δεν είναι δυνατή. Κατά την εμβύθιση ενός ασθενούς το ποσό του βάρους του 2

σώματος που υποστηρίζεται από τα κάτω άκρα είναι ανάλογο του βάθους του νερού. Έτσι όταν ένας ασθενής έχει βυθιστεί μέχρι το ύψος της λεκάνης το βάρος που υποστηρίζεται από τα άκρα αντιστοιχεί στο 50% του σωματικού βάρους του ατόμου. Ενώ όταν ένας ασθενής βυθίζεται μέχρι τον θώρακα και τον αυχένα το βάρος που υποστηρίζεται είναι 30% και 10% του κανονικού βάρους αντίστοιχα. Υδροστατική Πίεση Όταν το ανθρώπινο σώμα βρίσκεται μέσα στο νερό, η πίεση του νερού που ασκείται πάνω του επηρεάζει όλες τις επιφάνειές του, ενώ ο βαθμός της υδροστατικής πίεσης εξαρτάται από την ποσότητα του νερού κάτω από την οποία βρίσκεται το σώμα. Έτσι, όσο βαθύτερα είναι στο νερό, τόσο μεγαλύτερη είναι και η υδροστατική πίεση. Η υδροστατική πίεση επηρεάζει ιδιαίτερα το αναπνευστικό, το νευρικό και το κυκλοφορικό σύστημα, συμβάλλοντας κατά πολύ στη συστολή των περιφερικών αγγείων. Για να κατανοήσουμε τις επιρροές που ασκεί η υδροστατική πίεση στις παραπάνω λειτουργίες του σώματος, παραθέτουμε δυο παραδείγματα: 1).Αν σταθούμε μέσα στο νερό, έτσι ώστε η επιφάνειά του να καλύπτει το σώμα µας μέχρι το ύψος του ισχίου, τότε η υδροστατική πίεση θα διευκολύνει τη φλεβική ροή του αίματος από τα κάτω άκρα προς την κοιλιά. 2).Αν η επιφάνεια του νερού καλύπτει το σώμα μέχρι το ύψος της μασχάλης η υδροστατική πίεση συμβάλλει: α) στη διευκόλυνση της φλεβικής ροής του αίματος από την κοιλιά προς την καρδιά (εξαιτίας της πίεσης που ασκείται στα αγγεία), β) στη διευκόλυνση της εκπνοής, γιατί ανεβάζει το διάφραγμα ψηλότερα, και στην ενδυνάμωση των εισπνευστικών μυών, εξαιτίας της πίεσης που ασκείται στα τοιχώματα του θώρακα. 3

Αντίσταση νερού Η κίνηση του σώματος στο νερό εμποδίζεται από την αντίσταση του νερού. Αυτή η δύναμη αντίστασης είναι ομοιόμορφη σε όλη την τροχιά της κίνησης και εξαρτάται από την ταχύτητα της κίνησης και την επιφάνεια του μέλους που κινείται. Όσο πιο γρήγορα γίνεται η κίνηση μέσα στο νερό τόσο η αντίσταση αυξάνεται, ενώ για παράδειγμα, η αντίσταση του νερού είναι μεγαλύτερη όταν το άνω άκρο κινείται με ανοιχτά τα δάχτυλα της παλάμης από ότι όταν κινείται με σφιγμένη τη γροθιά. Το φαινόμενο της αντίστασης του νερού το εκμεταλλευόμαστε στην εφαρμογή της κολύμβησης και συγκεκριμένα όταν έχουμε στόχο την ενδυνάμωση των χαλαρών και ατροφικών μυών. Για το σκοπό αυτό χρησιμοποιούμε όργανα ή εξαρτήματα κολύμβησης με μεγάλη επιφάνεια, όπως είναι π.χ. τα βατραχοπέδιλα και προσαρμόζοντας τα κατάλληλα στα ατροφικά μέλη του σώματος συμβάλλουμε, με την κατάλληλη κίνηση μέσα στο νερό, στην ενδυνάμωσή τους. Η αντίσταση του νερού συμβάλλει ακόμη και στη βελτίωση των στατικοκινητικών αντανακλαστικών, ιδιαίτερα μάλιστα στις περιπτώσεις εκείνες που υπάρχουν λειτουργικές διαταραχές του Κεντρικού Νευρικού Συστήματος π.χ. στην παραπάρεση, την τετραπληγία, την ημιπληγία κ.α. (Φραγκοράπτης, 2000). Θερμοκρασία. Η θερμοκρασία του νερού πρέπει να κυμαίνεται μεταξύ 28-34 C. Με την εμβύθιση του ασθενούς σε ζεστό νερό και σε συνδυασμό με τις υπόλοιπες χαρακτηριστικές ιδιότητες του νερού προάγεται η μυϊκή χαλάρωση, μειώνεται ο μυϊκός σπασμός, η σπαστικότητα και η ευαισθησία στον πόνο, με συνέπεια οι κινήσεις να εκτελούνται πιο ελευθέρα. Οφέλη της κολύμβησης Σωματικά Το ζεστό νερό της πισίνας βοηθά στη μυϊκή χαλάρωση, την ανακούφιση από τον πόνο και τους σπασμούς των μυών, τη διατήρηση ή αύξηση του εύρους κίνησης των αρθρώσεων, την επανεκπαίδευση των μυών σε παράλυση, και τη βελτίωση της μυϊκής δύναμης και αντοχής (Skinner και Thompson,1983). 4

Συγκεκριμένα η κολύμβηση ενισχύει τους μυς που με τη σειρά τους ενισχύουν τη στάση του σώματος συμβάλλοντας έτσι στην ανάπτυξη της σταθερότητας που απαιτείται για την εκμάθηση των κινητικών δεξιοτήτων ελέγχου (Horvat και συν. 1987). Η έλλειψη φυσικών κινήσεων και αερόβιας άσκησης συμβάλλει συχνά ώστε τα άτομα με αναπηρία να εμφανίζουν μειωμένη ζωτική χωρητικότητα των πνευμόνων. Η κολύμβηση μπορεί να συμβάλει στη βελτίωση του ελέγχου της αναπνοής και της καρδιοαναπνευστικής αντοχής. Δημιουργώντας φυσαλίδες, κρατώντας την αναπνοή, αναπνέοντας από το στόμα και τη μύτη βελτιώνεται η αναπνευστική λειτουργία και ο έλεγχος των μυών του στόματος και αυτό μπορεί να βοηθήσει στην ομιλία, τη μείωση της σιελόρροιας και σε προβλήματα διατροφής (Martin,1983). Επίσης, αναπνέουν βαθύτερα από ότι συνήθως λόγω του εξαναγκασμού που ασκεί το νερό στο στήθος και της μεγαλύτερης ανάγκης για να πάρει επαρκή ποσότητα αέρα κατά τη διάρκεια της ρυθμικής αναπνοής (Canadian Red Cross,1969). Είναι πιο εύκολο για τους εκπαιδευτές η ανάπτυξη ενός προγράμματος άσκησης στο νερό παρά στο έδαφος για τα άτομα που έχουν δυσκολία στην κίνηση ενάντια στη βαρύτητας (Reid,1980). Το νερό υποστηρίζει το σώμα και μειώνει την επίδραση της βαρύτητας, έτσι ώστε ένα άτομο που δεν είναι σε θέση να περπατήσει στο έδαφος να είναι σε θέση να περπατήσει στο νερό, με αποτέλεσμα την ενίσχυση των μυών που απαιτούνται κατά τη βάδιση στο έδαφος. Η κολύμβηση μπορεί να είναι ενας διασκεδαστικός τρόπος για να βελτιωθεί η ζωτική χωρητικότητα των πνευμόνων, η ευλυγισία και ο μυϊκός τόνος (Exceptional Parent,1993). Ψυχοκοινωνικά Η συμμετοχή σε ένα πρόγραμμα κολύμβησης μπορεί να διευκολύνει τη ψυχοκοινωνική και τη σωματική ευεξία (American Red Cross,1977a). Όταν ένα άτομο με σωματική αναπηρία μαθαίνει να κινείται στο νερό χωρις βοήθεια, βελτιώνει την αυτογνωσία του (Martin,1983). Για τους νέους, στους οποίους η αίσθηση του εαυτού τους μπορεί να είναι ένα άμεσο αποτέλεσμα της εικόνας του σώματος και της αθλητικής ικανότητας, η υπολειπομένη κινητική βλάβη μπορεί να είναι μια ιδιαίτερα αρνητική μεταβλητή (Telzrow,1987). Επιπλέον, η ελεύθερη μετακίνηση στο νερό, όχι μονό ενισχύει το ηθικό άλλα δίνει στα άτομα με αναπηρίες, το κίνητρο να μεγιστοποιήσουν τις δυνατότητες τους (Skinner & Thomson,1983). 5

Στα οφέλη περιλαμβάνονται η βελτίωση της διάθεσης, η μείωση του άγχους και της κατάθλιψης, και η αύξηση της αυτοεκτίμησης (Εxceptional Parent,1993). Μια αίσθηση ευημερίας και ελευθερίας απελευθερώνει προσωρινά το άτομο από την ένταση και το άγχος. Γνωστικά Τα κίνητρα και οι θεραπευτικές ιδιότητες του νερού παρέχουν ένα ελκυστικό περιβάλλον για τα άτομα με ολοένα και πιο σοβαρές αναπηρίες ( Dulcy 1983). Μερικοί δάσκαλοι έχουν ενσωματώσει την ακαδημαϊκή μάθηση σε προσαρμοσμένα αθλήματα του υγρού στίβου, για την ενίσχυση γνωστικών εννοιών. ( American Red Cross 1977a). Για παράδειγμα χρησιμοποιώντας διάφορα υποβρύχια πλαστικά γράμματα και αριθμούς δημιουργούν παιχνίδια και δραστηριότητες γύρω από τα μαθηματικά, την ορθογραφία και την ανάγνωση. Αυτές οι δραστηριότητες βοηθούν επίσης τους συμμετέχοντες στη βελτίωση του προσανατολισμού τους προς το περιβάλλον. Αντενδείξεις για κολύμβηση (Τσιμάρας, 2012) : Χρόνια ιγμορίτιδα. Ανοικτές πληγές. Δερματικές παθήσεις Σοβαρές καρδιακές παθήσεις. Αφροδίσια νοσήματα. Οξέα επεισόδια ρευματοειδούς αρθρίτιδας. Αλλεργία στο χλώριο ή στο νερό. Χρόνιες μολύνσεις των αυτιών. Οστεομυελίτιδα σε ενεργό στάδιο Μολυσματικές ασθένειες Υδρόφιλες ασθένειες όπως ο τύφος, η χολέρα και η δυσεντερία 6

Ψυχαγωγική κολύμβηση Τα άτομα με αναπηρίες έχουν ένα υψηλότερο ποσοστό από το μέσο όρο του ελευθέρου χρόνου (West,1991).Οι ψυχαγωγικές δραστηριότητες εκτελούνται και στον ελεύθερο χρόνο και θεωρούνται όχι μονό ψυχαγωγικές άλλα και εποικοδομητικές (Kraus,1971).Τα άτομα με αναπηρίες έχουν τη δυνατότητα να ψυχαγωγηθούν μέσα στο νερό με διάφορα παιχνίδια και ασκήσεις. Παιχνίδια στο νερό Μέσα στο υδάτινο περιβάλλον, πολλές δεξιότητες μπορούν να διδαχθούν με παιγνιώδη μορφή (συναγωνιστικά παιχνίδια και σκυταλοδρομίες), εξασφαλίζοντας σημαντικά κινητικά, εκπαιδευτικά και ψυχολογικά οφέλη για τον αθλούμενο όπως, για παράδειγμα, χαλάρωση και ανακούφιση από την πίεση, βελτίωση της τεχνικής, εξάλειψη φόβων, ευχάριστη ατμόσφαιρα, αύξηση των κινήτρων και της επιθυμίας για μάθηση, αναγνώριση των χρωμάτων και των σχημάτων του εξοπλισμού, αύξηση της αυτοεκτίμησης. Η επιλογή των παιχνιδιών γίνεται με βάση τις φυσικές, κοινωνικές και συναισθηματικές ανάγκες των ατόμων (Winnick, 1995). Το παιχνίδι στο νερό παρέχει ευκαιρίες για εκμάθηση των δραστηριοτήτων χωρίς συνειδητή σκέψη, αξιολογούνται οι ατομικές ικανότητες και δυνατότητες των ασκούμενων χωρίς πίεση, αποφεύγονται οι επαναλήψεις καθώς μια άσκηση μπορεί να εφαρμοσθεί με διαφορετικούς τρόπους, ενώ παράλληλα αυξάνεται το αίσθημα ασφάλειας και εμπιστοσύνης απέναντι στον εκπαιδευτή (Association of Swimming Therapy, 1992). Η άξια των παιχνιδιών Το σκεπτικό για παιχνίδι και άθληση των ατόμων με αναπηρίες βασίζεται στην αρχή, ότι όλοι οι άνθρωποι έχουν απαιτήσεις και επιθυμίες για φυσική, νοητική, κοινωνική και λειτουργική ενσωμάτωση, καθώς έχει αποδειχθεί ότι, μετά από κοινή συμμετοχή σε προγράμματα δραστηριοτήτων, άλλαξε η γνώμη και η στάση των ατόμων χωρις ιδιαιτερότητες απέναντι στα άτομα με αναπηρίες. Επιδίωξη της φυσικής αγωγής είναι η κινητική ανάπτυξη του παιδιού με αναπηρίες, η οποία συντελείται με αργούς ρυθμούς και εμφανίζει έλλειψη. Βασικός στόχος του εκπαιδευτή είναι η ενεργή συμμτοχή και η μετάδοση γνώσεων στα παιδιά μέσα σε ένα ευχάριστο κλίμα κατά τη διάρκεια της άσκησης. Το παιχνίδι καθίσταται σημαντικό μέσο για τη σωματική, συναισθηματική, γνωστική και κοινωνική ανάπτυξη του παιδιού και αποκτά μεγάλη σημασία ως μέσο μάθησης, επέκτασης του κόσμου της εμπειρίας και ανεξαρτητοποίησης του ατόμου. 7

(Τσιάντης και Δραγώνα,1999). Επίσης αυξάνει την εμπιστοσύνη και το αίσθημα ασφάλειας απέναντι στο εκπαιδευτή ( Association of Swimming Therapy, 1992). Παράγοντες όπως η ικανοποίηση η χαρά και ο συναγωνισμός συμβάλουν στην δημιουργία θετικού κλίματος. Η ύπαρξη ενδιαφέροντος για συγκεκριμένη δεξιότητα διευκολύνει τη διδασκαλία, εκμάθηση και εμπέδωση της δραστηριότητας με την κατάλληλη μεθοδολογία. Βασικές αρχές των παιχνιδιών Οι εκπαιδευτές ανεξάρτητα από τον τρόπο διδασκαλίας που θα επιλέξουν για την εκμάθηση των παιχνιδιών, θα πρέπει να ακολουθήσουν κάποιες βασικές αρχές οργάνωσης των παιχνιδιών. Οι αρχές αυτές είναι: Το παιχνίδι και οι κανονισμοί του πρέπει να προσαρμόζοντα, έτσι ώστε να είναι κατάλληλο για κάθε αναπηρία. Ο εκπαιδευτής πρέπει να οριοθετεί τους στόχους που επιδιώκονται στο παιχνίδι. Πριν την έναρξη του παιχνιδιού, ο εκπαιδευτής θέτει ατομικούς στόχους για κάθε παιδί, μετά την επίτευξη το οποίων μπορεί να θέσει και ομαδικούς στόχους. Διαφοροποίηση του χρόνου του παιχνιδιού, αυτό σημαίνει ότι ο χρόνος επιβάρυνσης θα είναι ανάλογος με τις απαιτήσεις της αναπηρίας. Έμφαση πρέπει να δίνεται στους κανονισμούς για την ασφάλεια των ασκουμένων. Τα παιχνίδια πρέπει να είναι κατάλληλα για κάθε ηλικία και αναπηρία. Θα πρέπει να εξασφαλίζεται η ισότητα, όλοι θα πρέπει να έχουν την ευκαιρία να κερδίσουν κάποιες φορές. Δεν πρέπει να απορρίπτεται κανένας, τουλάχιστον όχι παραπάνω από μερικά λεπτά. Η επιλογή του σωστού παιχνιδιού Η επιλογή των παιχνιδιών πρέπει να γίνεται με βάση τις φυσικές, κοινωνικές και συναισθηματικές ανάγκες των ατόμων. Η επιλογή των παιχνιδιών που απευθύνεται σε αυτά τα άτομα θα πρέπει να στηρίζεται στα χαρακτηριστικά της αναπηρίας τους. Ένα άλλο κριτήριο για την επιλογή των παιχνιδιών είναι η πνευματική ωρίμανση αυτών των ατόμων. 8

Ο ρόλος του εκπαιδευτή στα παιχνίδια Ο εκπαιδευτής παίζει σημαντικό ρόλο τόσο για τα παιχνίδια όσο και την μετέπειτα πορεία του ατόμου στο άθλημα αυτό. Έτσι ο εκπαιδευτής θα πρέπει να (Τσιμάρας,2012): Δημιουργήσει κατάλληλες συνθήκες άσκησης. Να δίνει ξεκάθαρες οδηγίες και να ζητά άμεση εφαρμογή. Να μειώνει ή να εξαλείφει της καταστάσεις που μπορούν να αποσπάσουν την προσοχή των ασκουμένων. Να δίνει εξωτερική παρακίνηση και να θέτει ρεαλιστικούς στόχους και προσδοκίες. Να είναι γνώστης της ανθρωπινής ανάπτυξης και της λειτουργίας των αντανακλαστικών. Να έχει γνώση της συγκεκριμένης μειονεξίας και την επίδραση που ασκεί στο άτομο κατά τη διάρκεια της κολύμβησης ή στις κινητικές του δεξιότητες όταν συμμετέχει σε άλλες υδρόβιες δραστηριότητες. Να επιλέγει δραστηριότητες σύμφωνα με την ικανότητα του ασκουμένου. Η καθοδήγηση πρέπει να βασίζεται στους στόχους της προπόνησης και όχι στις μεθόδους επίτευξης αυτών των στόχων. Να ενθαρρύνεται η ανεξαρτησία των αθλούμενων με ελαχιστοποίηση της παρεχομένης βοηθείας. Να μεριμνά για την ξεκούραση των ατόμων, εφόσον η πισίνα δεν διαθέτει πλατφόρμα ή σκαλοπάτια. ΘΕΡΑΠΕΥΤΙΚΗ ΚΟΛΥΜΒΗΣΗ Μέθοδος κολύμβησης Halliwick H μέθοδος αναπτύχθηκε από τον James McMillan το 1949 στο Halliwick School for Crippled Girls στο Southgate του Λονδίνου. Ξεκίνησε με βασικό σκοπό να βοηθήσει τα άτομα με αναπηρία να αποκτήσουν ανεξαρτησία και να μπορούν να κολυμπούν με ασφάλεια.η μέθοδος δίνει έμφαση στις ικανότητες του ασθενούς μέσα στο νερό και όχι στις αδυναμίες του στο έδαφος. Το κλειδί της επιτυχίας της μεθόδου είναι ότι τις θετικές εμπειρίες που αποκομίζει ο ασθενής μέσα στο νερό, μαθαίνει να τις χρησιμοποιεί πολύ γρήγορα, αποβάλλοντας τις φοβίες του, ανακτώντας την αυτοεκτίμησή του. Η όλη φιλοσοφία της μεθόδου βασίζεται στους νόμους 9

που διέπουν το νερό (άνωση και υδροστατική πίεση) σε σχέση με τις παρατηρήσεις των αντιδράσεων του ανθρώπινου σώματος στο υγρό περιβάλλον. Η μέθοδος προορίζεται ως μία τεχνική διδασκαλίας της κολύμβησης, αλλά παρόλα αυτά πολλές από τις δραστηριότητες και τις αρχές της μπορούν να εφαρμοστούν σε συγκεκριμένη θεραπευτική παρέμβαση. Στη γενική διδασκαλία της κολύμβησης για κάθε ασθενή προορίζεται ένας εκπαιδευτής. Αυτό το ζεύγος ασθενή εκπαιδευτή ενσωματώνεται σε μία ομάδα ζευγαριών που συνήθως αποτελείται από τέσσερα με έξι ζευγάρια ανά ομάδα. Συχνά χρησιμοποιούνται παιχνίδια για να διδάξουν ορισμένες τεχνικές και να ενισχύσουν τις αρχές της μεθόδου. Σε συγκεκριμένη θεραπευτική παρέμβαση, ωστόσο, οι δραστηριότητες συχνά εκτελούνται με κάθε ασθενή χωριστά. Οι εκπαιδευτές χρησιμοποιούν δραστηριότητες για να διευκολύνουν πρότυπα κίνησης λαμβάνοντας σοβαρά υπόψη το επίπεδο δυσκολίας της δραστηριότητας και το ποσοστό της καθοδήγησης που παρέχεται με απτική επαφή. Ειδικότερα, ο εκπαιδευτής ξεκινάει με τις εύκολες δραστηριότητες και καθοδηγεί τον ασθενή με τα χέρια για να εξασφαλίσει σωστή εκτέλεση της κίνησης. Καθώς ο ασθενής αποκτά καλύτερη τεχνική κατά την εκτέλεση της κίνησης, ο εκπαιδευτής ελαττώνει το ποσοστό της βοήθειας που παρέχει (αποδέσμευση) και αυξάνει το επίπεδο δυσκολίας της δραστηριότητας. Τελικά, όταν ο ασθενής κατέχει τη δραστηριότητα, ο εκπαιδευτής προκαλεί στροβιλισμό γύρω από το σώμα του ασθενή για να προκαλέσει την ικανότητά του να την επιτελέσει και κατ επέκταση να ενισχύσει τη μάθηση. Οι δραστηριότητες είναι σχεδιασμένες λαμβάνοντας υπόψη τις γενικές αρχές που περιγράφονται σε ένα πρόγραμμα 10 σημείων (www.halliwick.org: The International Halliwick Association {IHA} ): Πρώτη φάση: Προσαρμογή στο νερό 1. Νοητική προσαρμογή. Το άτομο πρέπει να μάθει να προσαρμόζεται στις αλλαγές της πλεύσης και της άνωσης, δηλαδή να εξοικειώνεται με το νερό. Με την νοητική προσαρμογή βελτιώνεται η αυτοπεποίθηση και ο ασκούμενος οδηγείται στην εξέλιξη. 2. Αποδέσμευση. Η αποδέσμευση από τον εκπαιδευτή κρίνεται πολύ σημαντική για την επιτυχία του προγράμματος. Αποτελείται από στάδια που περιλαμβάνουν τη σωματική 10

αποδέσμευση, την οπτική αποδέσμευση, την αλλαγή εκπαιδευτή και την αλλαγή της ομάδας από θεραπευτική σε αγωνιστική. Φάση δεύτερη: Έλεγχος περιστροφής 3.Εγκάρσια περιστροφή. Είναι η προσπάθεια του ατόμου να κινηθεί από την ύπτια θέση στην όρθια στάση. 4. Οβελιαία περιστροφή.. Είναι οι κινήσεις γύρω από τον άξονα της σπονδυλικής στήλης. 5. Επιμήκης περιστροφή. Ενθαρρύνονται οι κινήσεις στο εγκάρσιο επίπεδο (π.χ. ρολλάρισμα από την ύπτια στην πρηνή θέση). 6. Συνδυασμένη περιστροφή. Είναι ο συνδυασμός της στροφής από τον οριζόντιο άξονα και της πλάγιας στροφής. Αυτός ο συνδυασμός σημαίνει ότι ο κολυμβητής έχει αποκτήσει πλέον τον έλεγχο της θέσης του στο νερό. Όταν ο ασθενής την κατέχει, μπορεί πάντα να πετύχει μία θέση στο νερό στην οποία να μπορεί να αναπνέει (Becker και συν 1997). Φάση Τρίτη: Έλεγχος της κίνησης στο νερό 7. Άνωση. Ο κολυμβητής βρίσκεται σε θέση να εκμεταλλευτεί την άνωση ως δύναμη. 8. Ισορροπία στην ακινησία. Οι ασθενείς διδάσκονται να λαμβάνουν και να διατηρούν μία θέση στο νερό. 9. Ισορροπία σε αναταραχή. Όταν είναι έτοιμος να λάβει και να διατηρήσει οριζόντιες θέσεις (π.χ. η ύπτια), ο εκπαιδευτής δημιουργεί αναταραχή γύρω από τον ασθενή για να τον μετακινήσει μέσα στο νερό (Becker και συν 1997). Φάση τέταρτη: Κίνηση στο νερό 10. Η εκμάθηση κολυμβητικών τεχνικών. Συνήθως η εκμάθηση του ύπτιου με ταυτόχρονη κίνηση των χεριών είναι η πρώτη τεχνική κολύμβησης. www.iasophysio.gr 11

Στη μέθοδο Halliwick: Αναπτύσσεται το αίσθημα χαράς μέσω της άσκησης στο νερό. Αναλογία ενός εκπαιδευτή ανά κολυμβητή. Χρήση παιχνιδιών. Άσκηση σε ομάδες. Μάθηση μέσω του νερού. Χρήση των χεριών. Εκμάθηση με μια συγκεκριμένη σειρά. Σταδιακή - αργή πρόοδος. Έμφαση στην ικανότητα. Θετική σκέψη. Οφέλη: Ομαλοποίηση του μυϊκού τόνου, του στατικού ελέγχου των περιστροφών και τη διευκόλυνσης της κίνησης. Μείωση ακουσίων κινήσεων. Ρύθμιση της αισθητηριακής επεξεργασίας. Ρύθμιση και οργάνωση της συγκέντρωσης. Βοηθήματα επίπλευσης δεν χρησιμοποιούνται και αυτό γιατί η χρήση τους δεν επιτρέπει την εκτέλεση κατάδυσης ή κάποιας στροφής ή ακόμα και τον έλεγχο της ισορροπίας. Το πιο σημαντικό είναι ότι δεν βοηθούν στην επίτευξη του στόχου της μεθόδου που είναι η ανεξαρτητοποίηση του ασκουμένου, αντίθετα τον οδηγούν στην υπερεξάρτηση. Κάθε ασθενής αναπτύσσει, βάσει των προσωπικών του δυνατοτήτων, τις δικές του λειτουργίες, οι οποίες τον καθιστούν ικανό να αντεπεξέλθει στις ανάγκες της καθημερινότητάς του. Θεραπευτικές ασκήσεις Οι θεραπευτικές ασκήσεις χρησιμοποιούνται από την πρώτη στιγμή που το ατομο θα μπει μέσα στο νερό και ποικίλουν ανάλογα με το στόχο που τίθεται για τον εκπαιδευτή και τον ασκούμενο. Η μεθοδική σειρά είναι η ίδια με εκείνη της εκγύμνασης των αρτιμελών ατόμων από τα εύκολα στα δύσκολα, από τα άπλα στα σύνθετα και από τα γενικά στα ειδικά. Για τη σωστή διεξαγωγή ενός προγράμματος θεραπευτικής κολύμβησης, θα πρέπει τα άτομα που συμμετέχουν να έχουν το ίδιο λειτουργικό επίπεδο. 12

Εισαγωγή στην αγωνιστική κολύμβηση ΑμεΑ Με τη ληξη της εκμάθησης, και εφόσον το θελήσει, το άτομο μπορεί να ασχοληθεί με την αγωνιστική μορφή της κολύμβησης. Αυτή όπως και στην αγωνιστική κολύμβηση των αρτιμελών, ξεκινά με την εκμάθηση των τεχνικών. Προσαρμοσμένες στην αναπηρία τεχνικές κολύμβησης Ελεύθερο Πρόσθιο Ύπτιο Δελφίνι Τροποποιημένες- συμμετρικές τεχνικές Ύπτια λαϊκή κολύμβηση Σύγχρονη ύπτια κολύμβηση Πρόσθια κολύμβηση ( ποδιά δελφίνι) Πλάγια κολύμβηση Κατακόρυφη κολύμβηση Για την εκτέλεση μιας κίνησης στην κολύμβηση ιδιαίτερα σημασία έχει η κινητική και λειτουργική δυνατότητα του ατόμου. Για τα άτομα αυτά η κολυμβητική τεχνική πρέπει να είναι προσαρμοσμένη στο είδος της αναπηρίας και στις ανάγκες και απαιτήσεις του ασκουμένου. Έτσι λοιπόν για κάθε άτομο υπάρχουν τεχνικές, οι όποιες στα πλαίσια της βλάβης του, μπορούν να του δώσουν τη δυνατότητα να πραγματοποιήσει μια ιδανική εκτέλεση και να μεγιστοποίηση την απόδοση του. Αγωνιστική κολύμβηση ΑμεΑ Συμπεριλαμβάνεται από το 1960 στο αγωνιστικό πρόγραμμα των Παραολυμπιακών Αγώνων και αποτελεί ένα από τα δημοφιλεστέρα αθλήματα. Τα αγωνίσματα είναι ανοικτά στους αθλητές δημιουργώντας δυο κατηγορίες συναγωνισμού που περιλαμβάνουν αθλητές με τύφλωση και περιορισμό της όρασης, οι οποίοι ανάλογα με τον βαθμό της οπτικής απώλειας αγωνίζονται σε μια από τις κατηγορίες S11,S12,S13 και αθλητές με κινητικά προβλήματα (βλάβη του νωτιαίου μυελού, εγκεφαλική παράλυση, νανισμός, ακρωτηριασμός, Les Autres, καθώς και αναπηρίες που επηρεάζουν τη λειτουργία των αρθρώσεων, αντίστοιχα (Wales, 2010). 13

Ανάλογα με τον τύπο αναπηρίας εκτιμάται ο βαθμός μυϊκής δύναμης, ο συντονισμός των κινήσεων ή το εύρος κίνησης των αρθρώσεων και, στη συνέχεια, αξιολογείται στο νερό η λειτουργική ικανότητα και ο περιορισμός των κινήσεων σε διάφορα στυλ κολύμβησης. Μετά την αξιολόγηση, οι αθλητές κατατάσσονται σε μια από τις 10 κατηγορίες S1-S10 για το ελεύθερο, το ύπτιο και την πεταλούδα, 8 για το πρόσθιο SB2-SB9 και 8 για τη μεικτή ατομική SM3-SM10 (www.paralympic.gr). Ταξινόμηση Το λειτουργικό σύστημα ταξινόμησης περιλαμβάνει σειρά δοκιμασιών για την εκτίμηση της ικανότητας κίνησης στο νερό. Κάθε κολυμβητής μπορεί να ταξινομηθεί σε περισσότερες από μια κατηγορίες: α. Σε μια κατηγορία S για ελεύθερο, ύπτιο και πεταλούδα. β. Σε μια κατηγορία SΒ για πρόσθιο. γ. Σε μια κατηγορία SΜ για μικτή ατομική. Βασικά σημεία του συστήματος ταξινόμησης 1. Η επιτροπή ρωτά τον αθλητή σχετικά με τον εαυτό του, την προπόνηση, τον προπονητή του, καθώς και τον τύπο της αναπηρίας του, συλλέγοντας πληροφορίες που διευκολύνουν την ταξινόμηση. 2. Δοκιμασία σε πάγκο (bench test), όπου εκτιμάται: α. Η μυϊκή δύναμη, με την εκτέλεση κινήσεων εναντίον αντιστάσεων. β. Ο συντονισμός, με την ταχύτερη δυνατή επανάληψη βασικών κινήσεων. γ. Το εύρος κίνησης των βασικών αρθρώσεων του σώματος. δ. Η μέτρηση του μήκους του άκρου ή του συνολικού ύψους του σώματος. ε. Η εκτέλεση συνδυασμών των παραπάνω δοκιμασιών. 3. Δοκιμασία στο νερό που αποτελεί και τη σημαντικότερη δοκιμασία. Περιλαμβάνει στροφές, κτυπήματα, εκκινήσεις κλπ. που βοηθούν την επιτροπή να σχηματίσει καλή εικόνα των ικανοτήτων και των περιορισμών του κολυμβητή. Η επιτροπή αποτελείται από ιατρό και έναν έμπειρο προπονητή κολύμβησης. Το σύνολο των πόντων από τις δύο δοκιμασίες (πάγκου και νερού), χρησιμοποιείται για την ταξινόμηση του αθλητή σε μια από τις υπάρχουσες κατηγορίες. 14

Ένας κολυμβητής της κατηγορίας SΜ ταξινομείται με βάση το μέσο όρο των πόντων στη δοκιμασία του πάγκου και μέσα στο νερό των κατηγοριών S και SΒ. Για το σκοπό αυτό χρησιμοποιείται ο παρακάτω τύπος: SΜ πόντοι = (3 Χ 5 πόντοι) + SΒ πόντοι Η χρήση πρόσθεσης δεν επιτρέπεται στη διάρκεια της κούρσας, εφαρμόζονται οι κανονισμοί της παγκόσμιας Ομοσπονδίας Κολύμβησης (FIBA) και της Επιτροπής Κολύμβησης της Διεθνούς Παραολυμπιακής Επιτροπής (IPC) με ελάχιστες προσαρμογές όπως είναι η προαιρετική πλατφόρμα ή η εκκίνηση μέσα από το νερό σε ορισμένες περιπτώσεις. Συμφώνα με την Διεθνή Παραολυμπιακή Επιτροπή (IPC) υπάρχουν 14 κατηγορίες. Πιο συγκεκριμένα: Στις κατηγορίες S1 έως S10 ανήκουν τα άτομα με κινητικά προβλήματα τα όποια κατηγοριοποιούνται από το 1 μέχρι το 10, ανάλογα με το βαθμό της αναπηρίας τους. Στν κατηγορία 1 ανήκουν αθλητές με το χαμηλότερο λειτουργικό επίπεδο, ενώ στην 10 οι αθλητές με το υψηλότερο επίπεδο λειτουργικότητας. Στις κατηγορίες S11,S12, S13 ανήκουν άτομα με αισθητήριες διαταραχές. Στην κατηγορία S14 ανήκουν άτομα με νοητική αναπηρία. Τα άτομα των κατηγοριών S11,S12, S13 & S14 μπορούν να αγωνιστούν στα: 50-100-400 m Ελεύθερο 100 m Ύπτιο 100 m Πρόσθιο 100 m Πεταλούδα 200 m Μεικτή Ατομική 4 x 100 m Ελεύθερο 4 x100 m Μεικτή Ομαδική Από την άλλη τα αγωνίσματα στα όποια συμμετέχουν άτομα με κινητικά προβλήματα είναι : 50-100 m Ελεύθερο S1 - S10 200 m Ελεύθερο S1 S5 400 m Ελεύθερο S6-S10 50 m Ύπτιο S1 - S5 100 m Ύπτιο S6-S10 15

50 m Πεταλούδα S1 - S7 100 m Πεταλούδα S8 S10 50 m Πρόσθιο SB1- SB3 100 m Πρόσθιο SB4- SB9 150 m Μεικτή Ατομική SM1 SM4 200 m Μεικτή Ατομική SM5 - SM1 Σκυταλοδρομία 4 x 50 m ελεύθερο και 4 x 50 m μεικτή ατομική Σκυταλοδρομία 4 x 100 m ελεύθερο και 4 x 100 m μεικτή ατομική Αθλητές με νοητική υστέρηση συμμετέχουν σε αγώνες των Special Olympics. ΝΟΗΤΙΚΗ ΥΣΤΕΡΗΣΗ Συμφώνα με την Αμερικανική Εταιρεία για την Νοητική Υστέρηση (American Association of Mental Deficiency, A.A.M.D) η Νοητική Υστέρηση είναι η κάτω του φυσιολογικού νοημοσύνη που αρχίζει κατά το στάδιο της ανάπτυξης (πριν το 18 ο χρόνο). Λέγοντας φυσιολογική νοημοσύνη αναφερόμαστε σε τιμή του Δείκτη Νοημοσύνης (I.Q.) ίση με το 70. Επίσης συνοδεύεται από ανεπάρκεια σε ένα ή περισσότερους τομείς της ωρίμανσης, της μάθησης και της κοινωνικής προσαρμογής (Luckasson και συν.1992). Η ΝΥ σύμφωνα με το Δείκτη Νοημοσύνης (ΔΝ) κατατάσσεται σε: οριακή με ΔΝ 68-83, ελαφριά με ΔΝ 52-67, μέτρια με ΔΝ 36-51, σοβαρή με ΔΝ 20-35 και βαθιά με ΔΝ κάτω του 20. Όσο χαμηλός είναι ο ΔΝ τόσο μειωμένη είναι και η κινητικότητα (Σιδηροπούλου,1999).Τα άτομα με ΝΥ παρουσιάζουν σφαιρική καθυστέρηση σε όλους τους τομείς της ανάπτυξης. Συνήθως έχουν ελαφρά κοντό ανάστημα, είναι ευπαθή σε ασθένειες περισσότερο από τα άλλα άτομα, ενώ πολλά άτομα με ΝΥ είναι υποτονικά και υπέρβαρα (Winnick,1995). Η καθυστέρηση της ωρίμανσης και ο περιορισμός των κινητικών εμπειριών έχουν αρνητική επίδραση στην ανάπτυξη και την τελειοποίηση των δεξιοτήτων (Rohr και Burr, 1978). Ένα χαρακτηριστικό των ατόμων με ΝΥ είναι η απομόνωση τους σε δικό τους κόσμο. Πολύ δύσκολα καταφέρνουν να επικοινωνήσουν με κάποιο άτομο χωρις ΝΥ ιδιαίτερα αν αυτός δεν είναι άτομο της εμπιστοσύνης τους. Για το λόγο αυτό παρουσιάζουν πολλά προβλήματα συμπεριφοράς. Πρωταρχικός στόχος του εκπαιδευτή είναι να κερδίσει την εμπιστοσύνη των ατόμων με ΝΥ. 16

Φυσική κατάσταση των ατόμων με ΝΥ Τα άτομα με ΝΥ χαρακτηρίζονται από χαμηλότερα επίπεδα φυσικής κατάστασης από τα άτομα χωρις ΝΥ (Pitetti και συν. 2001, Kittredge και συν. 1994, Pitetti &Tan,1991) και έχει σχέση με τον συνδυασμό των χαμηλών κινήτρων και την ανεπαρκή σωματική δραστηριότητα (Pitetti &Champell,1991). Επίσης, ο ρυθμός ελάττωσης των φυσικών ικανοτήτων είναι πιο γρήγορος απ ότι στο γενικό πληθυσμό (Pitetti &Champell,1991), επομένως η ανάγκη των ατόμων αυτών για άσκηση είναι ακόμη μεγαλύτερη. Από μελέτες διαπιστώθηκε ότι τα παιδιά με Ν.Υ έχουν χαμηλό επίπεδο μυϊκής δύναμης, αντοχής, ταχύτητας, καρδιοανπνευστικής αντοχής, και ευκινησίας (Pitetti,2001, Boswell,1991). Εχουν προβλήματα στη στατική και τη δυναμική ισορροπία εξαιτίας της ανεπαρκούς αντιληπτικής ικανότητας και επεξεργασίας των ερεθισμάτων του περιβάλλοντος (Sage, 1977). Επίσης παρουσιάζουν σοβαρά προβλήματα στην κιναισθητική αντίληψη (Cratty, 1980). Όπως αναφέρθηκε παραπάνω έχουν χαμηλότερη καρδιοαναπνευστική ικανότητα η οποία αποτελεί σημαντική συνιστώσα της φυσικής κατάστασης. Οι λόγοι που ενοχοποιούνται είναι ο καθιστικός τρόπος ζωής, η υπερπροστασία των γονέων και η μειωμένες δυνατότητες για άθληση εξαιτίας των λανθασμένων αντιλήψεων προς τις ικανότητες που διαθέτουν αυτά τα άτομα για άθληση. Ακόμα τα άτομα με ΝΥ χαρακτηρίζονται από έλλειψη συντονισμού, μειωμένη αντίληψη της εικόνας του σώματος, φτωχά ή ατελή αντιληπτικά και κινητικά πρότυπα, μειωμένη ικανότητα αυτοσυγκέντρωσης-προσοχής, υπερκινητικότητα, παχυσαρκία και όλα αυτά ευνοούν την αποχή από την άσκηση. Έχει αποδειχτεί ότι η συνεχής άσκηση είναι βασική για την σωστή λειτουργιά του σώματος, ενώ η αποχή από την άσκηση επηρεάζει αρνητικά τη φυσική κατάσταση γι αυτό προτείνεται η άσκηση να αποτελεί τρόπο ζωής για τα άτομα με ΝΥ. Σύνδρομο Down Η πιο κοινή γενετική αιτία αναπτυξιακής μειονεξίας και η πλέον γνώστη ομοιογενής ομάδα ατόμων με ΝΥ είναι αυτή που αποτελείται από άτομα με σύνδρομο Down (Shields και συν 2010). Σε περισσότερο από 90% των περιπτώσεων, η ύπαρξη του συνδρόμου οφείλεται σε χρωμοσωμική ανωμαλία στο χρωμόσωμα 21, γνωστή και ως τρισωμία 21 (Heffernan και συν 2005). 17

Χαρακτηριστικά του συνδρόμου Down είναι: Παχυσαρκία Έχουν αναφερθεί υψηλά ποσοστά παχυσαρκίας σε ενήλικες με σύνδρομο Down (Wilmore και Costill, 1999, Baynard και συν. 2004) με πάνω από το 80% των ατόμων να είναι υπέρβαρα (Hermon και συν 2001). Μελέτες έδειξαν ότι ενήλικες με σύνδρομο Down τείνουν να οδηγούνται σε μια καθιστική ζωή, η οποία οδηγεί σε αυξημένα ποσοστά παχυσαρκίας (Tsimaras και συν. 2003, Rimmer και συν. 2004). Τα άτομα με σύνδρομο Down έχουν 10 φορές περισσότερες πιθανότητες θνησιμότητας από την ύπαρξη διαβήτη σε σχέση με το γενικό πληθυσμό (Rubin και συν. 1998). Επομένως είναι σημαντικό οι ενήλικες με σύνδρομο Down να ενθαρρύνονται να συμμετέχουν σε φυσική δραστηριότητα και άσκηση ( Aarnio M και συν 2002). Δυσλειτουργία του θυρεοειδούς Ενήλικες με σύνδρομο Down είναι σε κίνδυνο για την ανάπτυξη τόσο υπερθυρεοειδισμού οσο και υποθυρεοειδισμού με αύξηση της γήρανσης, με τον υποθυρεοειδισμό να εμφανίζεται σε ποσοστό 10-40% (Finesilver, 2002, Smith, 2001, Roizen και Patterson, 2003). Ψυχικές διαταραχές Το 30% των ατόμων με σύνδρομο Down εμφανίζει ψυχικές ασθένειες (Prasher,1995, Finesilver, 2002) με συχνότερη την κατάθλιψη (Chicoine και συν 1999). Επίσης η νόσος Alzheimer έχει ποσοστά επικράτησης από 0-10% στις ηλικίες 30 έως 39, 10-25% στις ηλικίες 40 έως 49, 28-55% στις ηλικίες 50 έως 59, και 30-75% στις ηλικίες 60 έως 69 (Van Dyke και συν 1998). Αισθητηριακές διαταραχές Στα άτομα με σύνδρομο Down είναι συχνές οι διαταραχές των αισθητηρίων, επηρεάζοντας δυσμενώς την αντιληπτική ικανότητα, γι αυτό όλα τα παιδιά με σύνδρομο Down πρέπει να υποβάλλονται συχνά σε εξετάσεις αισθητήριων οργάνων. Προβλήματα ακοής (Smith, 2001, Evenhuis, 1995, Chang-Gun και συν.1998). Προβλημάτα όρασης (καταρράκτης, βλεφαρίτιδα, μυωπία) τα οποία φαίνεται να αυξάνουν σε συχνότητα με την αύξηση της ηλικίας (Finesilver, 2002, Smith, 2001, Roizen και Patterson, 2003). Η απώλεια είτε της ακοής είτε της όρασης μπορεί να έχει αρνητικές επιδράσεις στην προσαρμοστική συμπεριφορά σε ενήλικες με σύνδρομο Down (Prasher και Chung, 1996). 18

Μυοσκελετικές διαταραχές (Finesilver, 2002) Καρδιαγγειακές ανωμαλίες (Irving και Chaudhari, 2012, Hamada και συν.1998) Τα προβλήματα αυτά μπορεί να έχουν αρνητική επίδραση στην ποιότητα ζωής, όχι μόνο για τα άτομα με σύνδρομο Down άλλα και τις οικογένειες τους (Bittles και Glasson, 2004, Kapell και συν.1998, Van Allen και συν.1999). Παρά την ύπαρξη των πολλών προβλημάτων το προσδόκιμο ζωής για τα άτομα με σύνδρομο Down έχει αυξηθεί από τον μέσο όρο των 9 ετών το 1929,(Bittles και Glasson, 2004) έως 12 ετών το 1949.(Bittles και Glasson, 2004) έως 35 ετών το 1982,(Bittles και Glasson, 2004) έως 55 και περισσότερα έτη (Glasson και συν.2002) με ορισμένα να ξεπερνούν την ηλικία των 70 ετών (Barnhart & Connolly, 2007, Mendonca & Pereira, 2009). Φυσική κατάσταση ατόμων με σύνδρομο Down Τα άτομα με σύνδρομο Down εμφανίζουν καθυστερήσεις στην ανάπτυξη της κινητικής λειτουργίας που συνδέονται με διαταραχές που περιλαμβάνουν ανεπαρκή ισορροπία, χαμηλό μυϊκό τόνο, έλλειμμα σε ορισμένους τομείς του συντονισμού των κινήσεων, αργό χρόνο αντίδρασης, μειωμένο οπτικοκινητικό έλεγχο, αισθητηριακή οξύτητα, δυσλειτουργίες της αδρής και της λεπτής κινητικότητας και στη συνολική μεταβλητότητα της κίνησης.(almeida και συν.1994, Almeida και συν.2000, Latash και Anson,1996, Latash και συν.2002, Henderson και συν.1981, Virji-Babul και συν. 2006, Block. 1991) Η κινητική δυσλειτουργία στα άτομα με σύνδρομο Down αποτρέπει την επιτυχή ολοκλήρωση πολλών δραστηριοτήτων της καθημερινής ζωής, μειώνει την επαγγελματική παραγωγικότητα, και συμβάλει στη χαμηλή φυσική ικανότητα για εργασία (Fernhall και συν. 2001, Nordgren και Backstrom, 1971). Αυτό τελικά οδηγεί σε αύξηση της εξάρτησης από τους άλλους και της υποβοηθούμενης διαβίωσης ( Nordgren και Backstrom, 1971). Η έλλειψη κινητικότητας έχει δείξει προγνωστικό παράγοντα θνησιμότητας σε αυτόν τον πληθυσμό (Eyman και Call,1991, Strauss και Zigman,1996). Συνήθως παρουσιάζουν μυϊκή αδυναμία, υποτονία, και χαμηλή καρδιαγγειακή υγεία (Fernhall και συν.1996, Fernhall και Pitetti, 2001, Roizen και Patterson, 2003). Η μυϊκή δύναμη των άνω (Pitetti και συν.1992a) και κάτω άκρων (Croce και συν. 1996 ) είναι έως και 50% χαμηλότερη από τους συνομήλικους τους χωρίς σύνδρομο Down (Horvat και συν. 1997). Η μυϊκή αδυναμία είναι ένα ειδικό πρόβλημα που συμβάλει σε ένα χαμηλό επίπεδο φυσικής 19

κατάστασης και στη μειωμένη ικανότητα εκτέλεσης καθημερινών δραστηριοτήτων (Cowley και συν.2010) και μπορεί να επηρεάσει αρνητικά την κοινωνική και επαγγελματική τους ανάπτυξη (Croce και Horvat, 1992, Horvat και Croce, 1995), καθώς και την ποιότητα ζωής τους (Kraemer και συν. 2003). Τα χαμηλά επίπεδα μυϊκής δύναμης κατά την παιδική ηλικία συνεχίζονται και στην ενήλικη ζωή (Jobling και Mon-Williams, 2000). Τα άτομα με σύνδρομο Down παρουσιάζουν συνήθως 30-40% χαμηλότερα επίπεδα αντοχής σε σύγκριση με τους συνομηλίκους τους με νοητική υστέρηση και <50% των αναμενόμενων επιπέδων αντοχής των συνομηλίκων τους χωρίς ΝΥ (Angelopoulou και συν.2000, Heffernan και συν.2005, Horvat και συν.1997). Ενήλικες με σύνδρομο Down έχουν μειωμένη καρδιαγγειακή ικανότητα σε σχέση με τους συνομήλικους τους με ΝΥ χωρίς σύνδρομο Down (Pitetti και συν.1992b). Επίσης, σε σύγκριση με τους συνομηλίκους τους χωρίς ΝΥ, τα άτομα με σύνδρομο Down ανεξάρτητα από την ηλικία τους, εμφανίζουν χαμηλότερη καρδιαγγειακή ικανότητα (Tsimaras και συν.2003,millar και συν. 1993). Αυτά τα χαμηλά επίπεδα της καρδιαγγειακής ικανότητας μπορεί να είναι το αποτέλεσμα κακών διατροφικών συνηθειών, καθιστικής ζωής, έλλειψης ευκαιριών για δραστηριότητες αναψυχής και μειωμένων κινήτρων για σωματική δραστηριότητα (Tsimaras και συν.2003, Horvat και Croce, 1995). Τα χαμηλά επίπεδα δραστηριότητας σχετίζονται με την ύπαρξη παχυσαρκίας, διαβήτη τύπου 2, οστεοπόρωσης και καρδιαγγειακών νοσημάτων (Prasher, 1995). Σε αρκετές έρευνες έχουν αναφερθεί καθυστερήσεις στις βασικές κινητικές δεξιότητες, όπως το περπάτημα και σύλληψη σε παιδιά με σύνδρομο Down (Haley, 1986, Palisano και συν. 2001). Μεγάλο μέρος αυτής της αναπτυξιακής καθυστέρησης οφείλεται στον χαμηλό μυϊκό τόνο (Harris, 1985). Ιδιαίτερο γνώρισμα του συνδρόμου αποτελεί η κινητική αδεξιότητα, η όποια οφείλεται σε μειονεκτικότητα του νευρομυϊκού μηχανισμού (Carr, 1970). To σύνδρομο Down χαρακτηρίζεται από μυϊκή υποτονία και υπερευλυγισία των αρθρώσεων, που επηρεάζουν τον εκούσιο έλεγχο των μυών, τη γνώση του σώματος στο χώρο και την ποιότητα των κινήσεων (Hayes & Batshaw, 1993, Jones, 1988). Άλλοι παράγοντες που επηρεάζουν την κινητικότητα των παιδιών με σύνδρομο Down είναι το επίπεδο νοημοσύνης, επιληψία, η μη συμμετοχή σε άσκηση και οι μειωμένες απαιτήσεις για κινητικές δεξιότητες (Angelopoulou-Sakadami και συν. 1995). 20

Η σημασία και η επίδραση της κολύμβησης σε άτομα με ΝΥ Η εκμάθηση της κολύμβησης συνίσταται όχι μόνο για λόγους υγείας αλλά κυρίως γιατί αποτελεί κινητικό βίωμα που δίνει τη δυνατότητα στα παιδιά για παιχνίδι και για ενίσχυση της ψυχικής ισορροπίας. Προσφέρει ιδανικά ερεθίσματα για την αύξηση του γνωστικού, κινητικού και κοινωνικού επιπέδου. Η κοινωνικοποίηση των ατόμων με ΝΥ επιτυγχάνεται μέσα από την ανάπτυξη της κινητικότητας τους (Σιδηροπούλου 1999. Η κολύμβηση για τα άτομα με Ν.Υ είναι ένας καλός τρόπος για την ανάπτυξη της φυσικής κατάστασης και των κινητικών δεξιοτήτων. Επιπλέον, με τις ασκήσεις κολύμβησης ενδυναμώνονται οι μύες που συμβάλουν στη στάση του σώματος, αυξάνει το εύρος κίνησης της άρθρωσης και ο μυϊκός τόνος (Skinner και Thompson, 1983). Ασκήσεις για την αναπνοή, (εισπνοή και εκπνοή) συμβάλουν στην ανάπτυξη της αναπνευστικής λειτουργιάς (Martin, 1983).Επίσης, μέσα από την κολύμβηση βελτιώνεται η ταχύτητα, η δύναμη και η αντοχή των άνω και κάτω άκρων,η ευκινησία, η στατική ισορροπία και η καρδιοαπνευστική αντοχή (Ilker και συν. 2009). Σε μελέτη του Seif Eldin (2005) αναφέρθηκαν θετικά αποτελέσματα από την εφαρμογή ενός προγράμματος κολύμβησης διάρκειας 3 μηνών καθώς υπήρξε σημαντική βελτίωση στην ευεξία, στην αυτοεκτίμηση και τη συμπεριφορά ατόμων με σύνδρομο Down. Η κολύμβηση επιδρά θετικά στη βελτίωση της ψυχικής και σωματικής υγείας, των κινητικών δυνατοτήτων,την ανάπτυξη επιτυχών βιωμάτων μέσα και έξω από το νερό, την αύξηση της αυτοπεποίθησης και την ομαλή ένταξη στη κοινωνία. Συνεπώς φαίνεται ότι ένα πρόγραμμα κολύμβησης είναι αποτελεσματικό στην ενίσχυση της ολοκληρωμένης ανάπτυξης των παιδιών με σύνδρομο Down. Συνοπτικά, τα οφέλη της κολύμβησης αφορούν τη βελτίωση: Της φυσικής κατάστασης του ατόμου. Της γνώσης γύρω από το σώμα του. Της μυϊκής ισχύος. Της κινητικότητας των μελών του. Της στατικής και δυναμικής ισορροπίας. Της συνεργασίας και του συντονισμού ματιού-χεριού Της καρδιοαναπνευστικής αντοχής. Των νοητικών του ικανοτήτων. 21

Της επικοινωνίας του ατόμου με το περιβάλλον. Των κοινωνικών σχέσεων και επαφών. Της αυτοπεποίθησης. Αγωνιστική κολύμβηση Η κολύμβηση είναι ένα από τα παλαιότερα αθλήματα των Special Olympics, καθώς περιλαμβάνεται στο πρόγραμμα των Αγώνων από το 1968. Τα άτομα ταξινομούνται με βάση την ηλικία, το φύλλο και τον Δείκτη Νοημοσύνης. 22

ΕΓΚΕΦΑΛΙΚΗ ΠΑΡΑΛΥΣΗ Η εγκεφαλική παράλυση είναι η πιο κοινή σωματική αναπηρία στην παιδική ηλικία με διαφορετικές επιπτώσεις στις καθημερινές δραστηριότητες (Rosenbaum και συν.2007).ορίζεται ως η μόνιμη μη προοδευτική άλλα ούτε αναστρέψιμη βλάβη των κινητικών κυρίως κέντρων του εγκεφάλου, που συμβαίνει κατά την περίοδο της ανάπτυξης του εγκεφάλου κυρίως τα 5 πρώτα χρονιά της ζωής και εκδηλώνεται με διαταραχές στην κινητικότητα, στη στάση καθώς και αδυναμία του πάσχοντα να χρησιμοποιεί βουλητικά τους μυς του. Ταξινόμηση εγκεφαλικής παράλυσης : 1) Με βάση την περιοχή προσβολής του εγκεφάλου (νευρολογική) Σπαστική μορφή (πυραμιδική) Δυστονική μορφή (εξωπυραμιδική) Ατονική μορφή Μικτές μορφές 2) Με βάση την έκταση των εκδηλώσεων στον κορμό και τα άκρα (τοπογραφική) Τετραπληγία Διπληγία Ημιπληγία Παραπληγία Μονοπληγία Τριπληγία 3) Με βάση τη λειτουργική ικανότητα (λειτουργική) Κατηγορία I. Κανένας περιορισμός της δραστηριότητας. Κατηγορία II (ήπια). Ελαφρύς έως μέτριος περιορισμός της δραστηριότητας. Κατηγορία III (μέτρια). Μέτριος έως μεγάλος περιορισμός της δραστηριότητας. Κατηγορία IV (βαριά). Καμιά φυσική δραστηριότητα Χαρακτηριστικά ατόμων με ΕΠ Προβλήματα στην ισορροπία Μειωμένη ευλυγισία Προβλήματα στην αναπνοή Διαταραχές στο μυϊκό τόνο 23

Νοητική υστέρηση Μειωμένη κιναισθητική αντίληψη Ασυνεργία των κινήσεων Συχνά διακατέχεται από αντανακλαστικά πρότυπα Συνυπάρχουν αισθητηριακές διαταραχές Διάσπαση της προσοχής Φυσική κατάσταση των ατόμων με ΕΠ Ο βαθμός που η εγκεφαλική παράλυση μπορεί να επηρεάζει την κινητικότητα ενός άτομου εξαρτάται και από την έκταση της βλάβης. Η σπαστική μορφή της ΕΠ είναι η πιο κοινή μορφή και τα πρόσθετα κλινικά συμπτώματα μπορεί να περιλαμβάνουν περιορισμό της κίνησης, μειωμένη επιλεκτική κίνηση και μυϊκή αδυναμία (Rosenbaum και συν 2006, Andersson και συν 2003, Beckung και Hagberg, 2002). Παρουσιάζουν χαμηλότερες τιμές μέγιστης πρόσληψης οξυγόνου, χαμηλότερα επίπεδα αερόβιας και αναερόβιας ικανότητας (Lundberg,1984,Bar-or και συν.1976) και μυϊκή δύναμη (Damiano και συν. 1995) σε σύγκριση με τα άτομα του τυπικού πληθυσμού (Lundberg,1984). Στα άτομα με ΕΠ απαιτείται μεγαλύτερη μυϊκή δραστηριότητα και ενεργειακή δαπάνη κατά την εκτέλεση μιας άσκησης σε σύγκριση με τα άτομα του τυπικού πληθυσμού εξαιτίας της σπαστικότητας, της αθέτωσης και της διαταραχής της ισορροπίας( Duffy και συν.1996, Lundberg, 1975). Επιπλεον, τα χαμηλά επίπεδα φυσικής κατάστασης των ατόμων με ΕΠ οφείλονται και στην ελλιπή συμμέτοχη σε φυσικές δραστηριότητες και στη μειωμένη ικανότητα κίνησης (Fernandez και συν 1990, Lundberg A.1984). Τα παιδιά και οι έφηβοι με ΕΠ έχουν χαμηλότερα επίπεδα σωματικής δραστηριότητας από τους συνομήλικους τους χωρις ΕΠ καθώς ανάλογα με τη σοβαρότητα της καταστάσεως περιορίζεται η συμμετοχή τους σε σωματικές δραστηριότητες. Η έλλειψη κινητικών εμπειριών, ο περιορισμός στο σπίτι, η άγνοια και οι προκαταλήψεις του περιβάλλοντος οδηγούν το παιδί σε μεγαλύτερη απομόνωση και κινητική δυσπραγία. Εξαιτίας της περιορισμένης συμμετοχής σε κινητικές δεξιότητες η ζωή τους βρίσκεται σε κίνδυνο για την ανάπτυξη προβλημάτων υγείας (Fragala-Pinham και συν 2008) όπως παχυσαρκία (Bandini και συν. 1991, Rogozinski και συν.2007) και καρδιαγγειακά προβλήματα (Morris,2008).Όλα αυτά συμβάλλουν αρνητικά στις κινητικές επιδεξιότητες ( Auxter και Pyfer 1989, Αγγελοπούλου-Σακαντάμη, 2002). 24

Τα επίπεδα της παιδικής και εφηβικής αδρής κινητικότητας μπορούν να περιγραφούν καλύτερα με το αναθεωρημένο σύστημα κατάταξης της αδρής κινητικής λειτουργίας (Gross motor function classification system). Η GMFCS κυμαίνεται από το επίπεδο I,που αντιπροσωπεύει τα άτομα με την καλύτερη αδρή κινητική λειτουργικότητα που είναι σε θέση να έχουν τη δυνατότητα να περπατήσουν χωρις περιορισμούς, στο επίπεδο V οπου τα άτομα με πολύ περιορισμένη κινητικότητα και απαιτουνται πολύ υψηλά επίπεδα στήριξης. Η GMFCS συνδέεται με την ικανότητα, άλλα δεν δείχνει το επίπεδο σωματικής δραστηριότητας της συμμετοχής ενός ατόμου. Για τα παιδιά και τους νέους στο επίπεδο IV και V της GMFCS η χαμηλή συμμετοχή στις σωματικές δραστηριότητες μπορεί να έχει συνέπειες για την ικανότητα και την υγεία(orlin και συν. 2010). Σύστημα κατάταξης της αδρής κινητικής λειτουργίας για τα παιδιά με ΕΠ 6-18 ετών (Palisano και συν.2008). Επίπεδο Περιγραφή I. περπατούν χωρις περιορισμούς II. περπατούν με περιορισμούς III. περπατούν χρησιμοποιώντας μια φορητή συσκευή κινητικότητας IV. αυτόνομη κινητικότητα με περιορισμούς V. μεταφέρονται σε αμαξίδιο Η σημασία και η επίδραση της κολύμβησης σε άτομα με ΕΠ Η κολύμβηση συνίσταται ως μέσο άσκησης και θεραπείας στην ΕΠ κυρίως γιατί περιέχει μεγαλύτερη ασφάλεια σε σχέση με άλλου είδους δραστηριότητες στο έδαφος (Thorpe και συν 2005). Η κολύμβηση πρέπει να εκτελείται μονό υπό την επίβλεψη ειδικού. Ενας άλλος λόγος που συνίσταται είναι για τις μοναδικές ιδιότητες του νερού που παρέχουν ένα επιθυμητό περιβάλλον για τα παιδιά και τους έφηβους με ΕΠ (Ondrak και Thorpe 2007). Η θετική επίδραση που ασκεί στο σώμα η άνωση του νερού μειώνει την επίδραση της βαρύτητας και έτσι μειώνονται οι αρνητικές επιδράσεις από την πτωχή ισορροπία και τα προβλήματα έλεγχου της στάσης του σώματος που αντιμετωπίζουν στο έδαφος (Getz και συν.2006,thorpe και Reilly,2000, Kelly και Darrah,2005). Με την βοήθεια της άνωσης οι κινήσεις των άνω και κάτω άκρων, καθώς και της σπονδυλικής στήλης γίνονται πιο εύκολα και ελεύθερα γιατί μειώνεται η φόρτιση στις αρθρώσεις, με συνέπεια να βελτιώνεται η μυοσκελετική λειτουργία. 25

Η σωματική δραστηριότητα στο νερό μπορεί να είναι ευεργετική για τα πιο υψηλά επίπεδα GMFCS δηλαδή τα άτομα που παρουσιάζουν σημαντικούς περιορισμούς μετακίνησης και τα οποία η σωματική δραστηριότητα στο έδαφος μπορεί να είναι δύσκολη και περιορισμένη (Kelly και Darrah,2005). Θα πρέπει να σημειωθεί ότι υπάρχουν περιορισμένα προγράμματα άσκησης για αυτόν τον πληθυσμό (Verschuren και συν.2008). Γι αυτό η κολύμβηση έχει καλύτερα αποτελέσματα από μια φυσική θεραπεία ρουτίνας (Hutzler και συν,1998a). Ερευνητές (Zwier και συν.2010) ανάφεραν ότι η κολύμβηση εκτιμήθηκε ως μια από τις συχνότερες δραστηριότητες των συμμετεχόντων, καθώς αφορούσε τη 2 η και 3 η κατά σειρά δραστηριότητα για τα επίπεδα I,II,III της GMFCS ενώ ως συχνότερη δραστηριότητα αναφέρθηκε για τα πιο υψηλά επίπεδα IV και V. Ο Zwier και συν (2010) ανάφεραν ότι η κολύμβηση ήταν η δεύτερη συχνότερη δραστηριότητα σε παιδιά με ΕΠ ηλικίας 5-7 ετών, με το 71% αυτών των παιδιών να αναφέρουν συμμετοχή στην κολύμβηση. Από μελέτες έχει αναφέρθει ότι η εκτέλεση των κινητικών δεξιοτήτων στο νερό μπορεί να αυξήσουν την εμπιστοσύνη και να οδηγήσει σε μικρότερη αντίσταση ώστε να δοκιμαστούν πιο δύσκολοι στόχοι σε σχέση με την εκπαίδευση στο έδαφος (Fragala-Pinkham και συν.2009). Επιπλέον, οι δραστηριότητες στο νερό είναι διασκεδαστικές και πιο ευχάριστες για τα παιδία, ενισχύοντας ενδεχομένως το κίνητρο και το ενδιαφέρον (Retarekar και συν.2009). Η κολύμβηση μπορεί να είναι ευεργετική μορφή άσκησης και σωματικής δραστηριότητας για τα άτομα με ΕΠ σε όλη τη διάρκεια της ζωής τους. Ερευνητές ανάφεραν παρά πολλά οφέλη από την υδρόβια άσκηση όπως η βελτίωση της ευεξίας, της αναπνευστικής λειτουργίας, της δύναμης και του βαδίσματος (Kelly και Darrah,2005, Ballaz και συν.2011). Σε μια άλλη ερευνα (Lepore και συν.1998) αναφέρθηκαν ως οφέλη της άσκησης στο νερό η μείωση της σπαστικότητας, η βελτίωση στην καρδιοαναπνευστική λειτουργία, η αύξηση της μυϊκής δύναμης, η αύξηση του εύρους κίνησης των αρθρώσεων και η βελτίωση της αυτοαντίληψης και της αυτοεκτίμησης. Επίσης έχει βρεθεί ότι μέσα από προγράμματα κολύμβησης τα παιδία μπορούν να βελτιώσουν την καρδιοαναπνευστική αντοχή τους (Kelly και Darrah,2005,Fragala- Pinkham και συν.2008) και τη γνώση του σώματος (Ozer και συν 2007). Κατά τη διάρκεια ενός προγράμματος κολύμβησης παρατηρήθηκαν βελτιώσεις στις δεξιότητες κολύμβησης και τα παιδιά αύξησαν τα επίπεδα σωματικής δραστηριότητας (Fragala- Pinkham και συν.2010). Οι συμμετέχοντες είχαν την εμπειρία της μετακίνησης και την εξισορρόπηση του νερού με αποτέλεσμα τη βελτίωση των δεξιοτήτων στο έδαφος (Mackinnon, 26

1997). Παρόμοια και ο Peganoff (1984) δήλωσε ότι οι αμοιβαίες κινήσεις των κάτω άκρων κατά την κολύμβηση ενισχύουν τους μυς και βελτιώνουν το συντονισμό των αδρών κινήσεων. Ακόμα διαπίστωσε βελτιώσεις στην ενεργητική και παθητική κάμψη όπως και στην απαγωγή του ώμου. Αυτό το εύρημα θα μπορούσε να αποδοθεί στις αμοιβαίες κινήσεις κατά τη διάρκεια του ύπτιου που ενεργοποιούν τους καμπτήρες του ώμου (Hamilton και Luttgens,2002, Kelly και Darrah, 2005). Σε μια άλλη έρευνα, ο Chrysagis και συν.(2009) έδειξαν ότι ένα πρόγραμμα στο νερό έχει θετική επίδραση στην αδρή κινητική λειτουργία, το εύρος κίνησης και τη σπαστικότατα σε φοιτητές με σπαστική ΕΠ. Με τα αποτελέσματα συμφωνήσαν και άλλοι ερευνητές (Peganoff,1984,Thorpe και Reilly,2000) οι οποίοι διαπίστωσαν βελτιώσεις στην αδρή κινητική λειτουργία μετά από υδρόβια προγράμματα κατάρτισης. Επιπλέον, ο Mackinnon(1997) ανέφερε αύξηση στην αδρή κινητική λειτουργιά για ένα παιδί με σπαστική διπληγία μετά από ένα πρόγραμμα κολύμβησης Halliwick. Η επίδοση των μαθητών στην αδρή κινητική λειτουργία, τη σπαστικότατα και το εύρος κίνησης μπορεί να είναι διαφορετική ανάλογα με την εξοικείωση του εξεταστή και τη διαφορετική στιγμή της δοκιμής (McDowell και συν. 2000, Thomas και συν. 2005). Επίσης σύμφωνα με τον Nash και συν.(1989) ο βαθμός της σπαστικότητας μπορεί να διαφέρει από μέρα σε μέρα στην ΕΠ.Απο έρευνα των Kesiktas και συν.2004) έδειξε ότι η θεραπεία στο νερό είναι χρήσιμη στη μείωση της ποσότητας του φαρμάκου που απαιτητέ για την σπαστικότατα. Ακόμα οι δραστηριότητες κολύμβησης ενισχύουν τους μυς, δημιουργώντας την απαραίτητη σταθερότητα για τις κινητικές δεξιότητες (Horvat και συν.1987) βελτιώνουν τη ζωτική χωρητικότητα, την αναπνευστική λειτουργία τις δεξιότητες και τον προσανατολισμό στο νερό (Hutzler και συν.1998). Ο Dorval και συν (1996) ανάφεραν ότι οι παρεμβάσεις των προγραμμάτων στο νερό βελτίωσαν τη αυτοεκτίμηση και την λειτουργική ανεξαρτησία εφήβων με ΕΠ. To κολύμπι είναι άριστη άσκηση που προσφέρει χαρά και σιγουριά, βελτιώνει την υγεία, έχει θετική επίδραση στο ψυχικό κόσμο, βελτιώνει την ακρίβεια της κίνησης, σταθεροποιεί το βηματισμό και συμβάλει στη ψυχοφυσική προσαρμογή του ατόμου στο νερό. Η εφαρμογή του προγράμματος κολύμβησης εξαρτάται από τη μορφή της ΕΠ, την έκταση της βλάβης και τη σοβαρότητα των συνοδών προβλημάτων. Επειδή κάθε παιδί με ΕΠ παρουσιάζει διαφορετικά χαρακτηριστικά της πάθησης πρέπει να εφαρμόζεται απόλυτα 27

εξατομικευμένο πρόγραμμα σύμφωνα με τις ανάγκες του. Η εκτίμηση της νοητικής ικανότητας, της προσωπικότητας και των κινητικών δεξιοτήτων (στάση, βάδιση, ισορροπία, οπτικοκινητική αντίληψη) μπορούν να προσφέρουν σημαντικές πληροφορίες σχετικά με τις λειτουργικές και τις κινητικές ικανότητες βοηθώντας στο σχεδιασμό ενός αποτελεσματικού προγράμματος άσκησης. Οι κυριότερες προσαρμογές που πρέπει να γίνονται σε ένα πρόγραμμα κολύμβησης που απευθύνεται σε άτομα με ΕΠ είναι: Η θερμοκρασία του νερού πρέπει να ανέρχεται στους 32-34 C. Όταν η θερμοκρασία είναι υψηλή επιτυγχάνεται η μυϊκή χαλάρωση, μειώνεται ο μυϊκός σπασμός, η σπαστικότητα και η ευαισθησία στον πόνο και έτσι οι κινήσεις εκτελούνται πιο ελευθέρα. Οι κινήσεις του εκπαιδευτή πρέπει να είναι αργές ώστε να αποφεύγεται η ξαφνική αντανακλαστική αντίδραση του ασκουμένου και η απώλεια της ασφαλούς θέσης. Οι αργές κινήσεις το σταθερό άγγιγμα και ο χαμηλός τόνος της φωνής είναι η καλύτερη αντιμετώπιση για τα άτομα που χαρακτηρίζονται από υπερτονία. Επίσης σημεία προσοχής αποτελούν ο έλεγχος της αναπνοής και της κεφαλής καθώς και η έκταση της κεφαλής στην ύπτια θέση. Οι τεχνικές κολύμβησης που είναι περισσότερο αποτελεσματικές σε άτομα με ΕΠ είναι εκείνες όπου απαιτείται κίνηση στον οριζόντιο άξονα, καθώς η δυνατότητα κίνησης είναι μεγαλύτερη στην οριζόντια θέση. Τέτοιες τεχνικές είναι το ελεύθερο, το ύπτιο και το πρόσθιο. Σε άτομα με διπληγία και με ημιπληγία συστήνεται το ελεύθερο, ενώ η πεταλούδα δεν ενδείκνυται και, ιδιαίτερα, σε άτομα με σπαστική διπληγία, καθώς αυξάνεται ο μυϊκός τόνος των εκτεινόντων μυών του κορμού, της πλάτης και των ισχίων, ενώ η έσω στροφή των ισχίων οδηγεί σε ψαλιδισμό. Η ύπτια θέση παρέχει μεγαλύτερη άνεση και ασφάλεια (διευκολύνει την αναπνοή, επιτρέπει την προώθηση με συμμετρική κίνηση των δύο χεριών σε αντίθεση των προβλημάτων ισορροπίας που μειώνουν τον μυϊκό έλεγχο και της ασυμμετρίας των κινήσεων), όμως οι κινήσεις διευκολύνονται καλύτερα σε πρηνή και κατακόρυφη θέση, αφού στο ύπτιο η κίνηση μειονεκτεί εξαιτίας της μειωμένης ευκαμψίας των άνω άκρων και της μεγάλης κάμψης των ισχίων (Priest, 1990). Για την ασφάλεια των ατόμων σε αμαξίδιο ή σοβαρά προβλήματα ισορροπίας, το κολυμβητήριο θα πρέπει να διαθέτει τον απαραίτητο εξοπλισμό για την είσοδο και την έξοδο από την πισίνα. Για τη μεταφορά στο νερό, χρησιμοποιούνται ανυψωτήρες, φορητά σκαλοπάτια και κατάλληλα εκπαιδευμένο προσωπικό, το οποίο μπορεί να μεταφέρει τον κολυμβητή στην 28