Φίλες και Φίλοι, Οι συνεταιρισμοί, ως μορφές οργάνωσης στην Ελλάδα έχουν επίσημα ιστορία σχεδόν 103 χρόνων, από την ίδρυσή τους από τον Ελευθέριο Βενιζέλο έως σήμερα και 83 χρόνια από την ίδρυση της ΠΑΣΕΓΕΣ με πρώτο Πρόεδρο τον Αλέξανδρο Μπαλτατζή. Στο χρονικό αυτό διάστημα, η σύσταση και λειτουργία αγροτικών συνεταιρισμών συνδέθηκε με σημαντικά επιτεύγματα, όπως ο εκσυγχρονισμός της γεωργίας και η βελτίωση του βιοτικού επιπέδου των αγροτών. Επιπρόσθετα, η συμμετοχή των αγροτών στους συνεταιρισμούς οδήγησε σε αύξηση και βελτίωση της παραγωγής τους, καλύπτοντας τις διατροφικές ανάγκες του ελληνικού πληθυσμού, αυξάνοντας τις εξαγωγές της χώρας και συμβάλλοντας στην ανάπτυξη της εθνικής βιομηχανίας. Παρόλα αυτά, κατά την ανάπτυξη των αγροτικών συνεταιρισμών σημειώθηκε και ένα πλήθος προβλημάτων, όπως η εξάρτηση τους από δημόσιες αρχές και εξωτερικούς φορείς, και συγκεκριμένα από το Υπουργείο Γεωργίας και την Αγροτική Τράπεζα της Ελλάδος. Oι ελληνικές κυβερνήσεις παρενέβησαν έντονα στις υποθέσεις των συνεταιρισμών, οι οποίοι χρησιμοποιήθηκαν ως εργαλείο εφαρμογής της [1]
οικονομικής και κοινωνικής τους πολιτικής. Υπενθυμίζω ότι στην Ελλάδα συνολικά ψηφίστηκαν έξι νόμοι για τους συνεταιρισμούς, πέρασαν χιλιάδες τροπολογίες και δεκάδες χιλιάδες υπουργικές αποφάσεις και εγκύκλιοι για τον συγκεκριμένο τομέα, σε σημείο που η κατάσταση, σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία, άλλαζε σχεδόν δύο φορές κάθε μήνα (!). Όλη αυτή η ιστορία συνδέονταν με τη πελατειακή σχέση που υπήρχε με το κράτος και με την απορρόφηση των κοινοτικών επιδοτήσεων ως εισοδηματική και όχι ως παραγωγική ενίσχυση. Αυτό δεν οδήγησε μόνο τους αγρότες στο λάθος μοντέλο, καθώς δεν επένδυαν αυτά τα χρήματα σε παραγωγικές δραστηριότητες, αλλά και τους συνεταιρισμούς. Έτσι δυστυχώς στη χώρα μας, ο συνεταιρισμός από μοχλός ανάπτυξης μετατράπηκε σε κοινωνικό ναρκοπέδιο και πεδίο κομματικών αντιθέσεων και συμφερόντων. Πρέπει να αντιληφθούν άπαντες ότι ο συνεργατισμός έχει τις δικές του αρχές και συγκεκριμένους στόχους, που δεν επηρεάζονται από τις ιδεολογικές θέσεις και αρχές των πολιτικών σχηματισμών και των κομμάτων. Πρέπει όλοι ν αντιληφθούν ότι ο συνεταιρισμός, όταν λειτουργεί σωστά, αποτελεί τον άξονα ισόρροπης ανάπτυξης της οικονομικής και κοινωνικής ζωής της χώρας. [2]
Το θέμα των αγροτικών συνεταιρισμών, για να αντιμετωπισθεί νομοθετικά σε όλες του τις διαστάσεις, απαιτεί χρόνο και διάλογο. Εκείνο, που έχει σημασία είναι να έχουν οι αγροτικές συνεταιριστικές οργανώσεις τη δυνατότητα και τις προϋποθέσεις για να παίξουν σημαντικό ρόλο στην παραγωγή, στη μεταποίηση και στην εμπορία. Μπροστά στις ραγδαίες εξελίξεις, αλλά και στις απαιτήσεις της κοινωνίας μας, είναι καιρός να σταματήσουν νοοτροπίες και πρακτικές, που με γνώμονα κυρίως μικροκομματικά συμφέροντα αιχμαλωτίζουν τον αγρότη και δημιουργούν προσκόμματα στην παραγωγική λειτουργία του συνεταιριστικού κινήματος. Χρειάζεται, λοιπόν, μια σοβαρή αντιμετώπιση όσον αφορά στην ανάπτυξη και αποτελεσματικότητα των αγροτικών συνεταιριστικών οργανώσεων. Αν θέλουμε να βγούμε από το αδιέξοδο που επί 8 χρόνια ταλανίζει την ελληνική κοινωνία, χρειάζεται επειγόντως να δρομολογηθούν πολιτικές ανάπτυξης σε όλους τους παραγωγικούς τομείς, ιδίως σε εκείνους στους οποίους η Ελλάδα διαθέτει συγκριτικά πλεονεκτήματα, όπως είναι ο πρωτογενής τομέας, ο οποίος επέδειξε ιδιαίτερη ανθεκτικότητα στην κρίση σε σχέση με άλλους τομείς της [3]
οικονομίας, και μάλιστα συμβάλλει ουσιαστικά στην αύξηση των εξαγωγών. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος ο Αγροδιατροφικός τομέας στην Ελλάδα αντιπροσωπεύει το 3% του ΑΕΠ. Υπάρχει τεράστιο πεδίο αύξησης της παραγωγικότητας, αλλά δυστυχώς η κυβέρνηση δεν έχει ένα κεντρικό αγροτικό αναπτυξιακό σχέδιο, το οποίο μάλιστα να εξειδικεύεται κατά κλάδο, προϊόν ή περιφέρεια. Ένα σχέδιο που να λαμβάνει υπόψη του την παγκόσμια τάση στην αγροτική παραγωγή αλλά και το γεγονός ότι η παγκοσμιοποίηση, την τελευταία εικοσαετία ενίσχυσε τόσο στην Ευρωπαϊκή Ένωση όσο και στις ΗΠΑ, τους συνεταιρισμούς παραγωγών, οι οποίοι έχουν τη μερίδα του λέοντος στις ροές των αγροτικών προϊόντων διεθνώς. Ο ορίζοντας του 21ου αιώνα είναι η ποιοτική ανταγωνιστική γεωργία και κτηνοτροφία, στηριγμένη στις ψηφιακές τεχνολογίες αιχμής, συμβάλλοντας μέσω της γεωργίας ακριβείας στην παραγωγή προϊόντων όχι απλώς «βιολογικών», αλλά με αποτύπωμα συμβολής στην κλιματική ισορροπία, την ορθή διαχείριση των υδάτινων πόρων, το ενεργειακό αποτύπωμα κάθε προϊόντος κ.λπ. Εκεί στρέφεται η νέα ΚΑΠ, εκεί διαμορφώνεται η αναπτυξιακή προοπτική της ελληνικής πρωτογενούς [4]
παραγωγής. Η ελληνική αγροτική οικονομία πρέπει να στραφεί αποφασιστικά προς αυτή την κατεύθυνση. Διότι, στα πέντε σενάρια τα οποία κατέθεσε η Κομισιόν για το μέλλον της ΚΑΠ μετά το Brexit, τα τέσσερα σενάρια στηρίζονται σε περικοπές και σοβαρές μειώσεις στη χρηματοδότηση, η δε γερμανική πρόταση που - θεωρητικά- δεν περιλαμβάνει περικοπές, περιλαμβάνει όλα εκείνα που δυσκολεύουν όσους δεν είναι "Γερμανοί" να εφαρμόσουν. Όλα αυτά, μας οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η κρατικά προστατευμένη γεωργία τελειώνει οριστικά. Κρατικοδίαιτοι συνεταιρισμοί και «πονηροί» ατομικοί παραγωγοί, με επιδοτήσεις και θαλασσοδάνεια, είτε από εθνικούς πόρους, είτε από τους «κουτόφραγκους», δεν προβλέπεται να επιβιώσουν τις επόμενες δεκαετίες. Σε αυτό το πλαίσιο, το αναπτυξιακό σχέδιο για τον πρωτογενή τομέα, η εξειδίκευση του ανά προϊόν και περιφέρεια, η επιστράτευση όλων των μηχανισμών του κράτους στην υπηρεσία αυτού του σχεδίου, η καίρια κατεύθυνση των επενδυτικών πόρων, ιδίως των 6 δισ. ευρώ της κοινοτικής προγραμματικής περιόδου, η επιστράτευση των Πανεπιστημίων και ΤΕΙ στην έρευνα κτλ., δεν έχουν κανένα νόημα, αν κύριος αναπτυξιακός [5]
φορέας δεν θεωρηθεί ο νέος επιχειρηματικός συνεταιρισμός. Οι νέοι επιχειρηματικοί συνεταιρισμοί αποτελούν το μόνο λειτουργικό μοχλό ανάπτυξης σε μεγάλη κλίμακα. Φυσικά και μπορούν να υπάρξουν ιδιωτικές πρωτοβουλίες και επιχειρηματικά cluster στον πρωτογενή τομέα. Αλλά, δεδομένης της ιδιαιτερότητας του μικρού κλήρου στη γη και τη μορφή της ιδιοκτησίας του ζωικού κεφαλαίου, ο συνεταιρισμός αποτελεί τη μόνη προοπτική δημιουργίας μονάδων κλίμακας, με ασφαλές εισόδημα για τον παραγωγό, ποιοτικό και ανταγωνιστικό προϊόν, με εξαγωγικές δυνατότητες, για τη συντριπτική πλειοψηφία των Ελλήνων αγροτών. Οι επιχειρηματικοί συνεταιρισμοί όμως, για να αποτελέσουν πυλώνες ανάπτυξης πρέπει να αφήσουν πίσω τα λάθη του παρελθόντος και να λειτουργούν με τις προϋποθέσεις και τα δεδομένα μίας σύγχρονης επιχειρηματικής μονάδας. Με σύγχρονο μάνατζμεντ, διαδικασίες, ελέγχους εσωτερικούς και εξωτερικούς, ούτως ώστε να διασφαλίζεται όχι μόνο η σωστή διαχείριση αλλά και η σκοπιμότητα και αποτελεσματικότητα των δράσεων της διοίκησης. [6]
Από την άλλη πλευρά, οι επιχειρηματικοί συνεταιρισμοί πρέπει να αντιμετωπίσουν τα ίδια προβλήματα που έχει κάθε είδους επιχείρηση στη σχέση της με το ελληνικό κράτος. Δυστυχώς η σημερινή κυβέρνηση δεν αποθαρρύνει απλώς την υγιή επιχειρηματικότητα, αλλά ευνοεί την παραοικονομία, τη φοροδιαφυγή και την εισφοροδιαφυγή, τις «μαύρες» συναλλαγές «κάτω από το τραπέζι», έτσι ώστε ο αγρότης και ο κτηνοτρόφος να αποφεύγουν την ένταξη στους συνεταιρισμούς, όπου όλα - υποχρεωτικά- είναι διαυγή, διαφανή και υπάγονται σε πλήρη φορολογικό και ασφαλιστικό έλεγχο. Φίλες και Φίλοι, η επιβίωση της χώρας συναρτάται άμεσα με μία βασική προϋπόθεση: να υπάρξει ένα πραγματικά σύγχρονο κράτος που θα εγγυηθεί την ανάπτυξη με κοινωνική δικαιοσύνη. Στην πρωτογενή παραγωγή, αυτό θα το εγγυηθούν οι επιχειρηματικοί συνεταιρισμοί. Για να δανειστώ και μία φράση του Πέτρου Ευθυμίου, Ο «σπόρος» της ανάπτυξης βρίσκεται στους επιχειρηματικούς αγροτικούς συνεταιρισμούς. [7]