ΕΛΛΗΝΕΣ ΕΚΤΟΣ ΟΘΩΜΑΝΙΚΗΣ ΚΑΙ ΒΕΝΕΤΙΚΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ 1453-1821



Σχετικά έγγραφα
Οι Μακεδόνες στη Διασπορά. Οι ελληνικές παροικίες της Κεντρικής Ευρώπης Ουγγαρίας 17 ος 18 ος 19 ος αι.

Ενότητα 29 Οι Βαλκανικοί πόλεμοι Ιστορία Γ Γυμνασίου. Η απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης (26 Οκτωβρίου 1912)

ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΥΛΙΚΟ ΓΙΑ ΤΟ ΜΑΘΗΜΑ "ΒΑΛΚΑΝΙΚΟΙ ΠΟΛΕΜΟΙ ΚΑΙ ΕΝΩΣΗ "

Ανατολικο ζητημα κριμαϊκοσ πολεμοσ. Μάθημα 4ο

ΕΘΝΙΚΟ ΙΔΡΥΜΑ ΕΡΕΥΝΩΝ [επιστήμης κοινωνία]

18 ος 19 ος αι. ΣΟ ΑΝΑΣΟΛΙΚΟ ΖΗΣΗΜΑ. «Σώστε με από τους φίλους μου!»

ο ΡΗΓΑΧ Φ^ΑΙ Χ ο ΡΗΓΑΧ Φ^ΑΙ Σ Η Χάρτα Διασυνδέσεις ΒιΒλιογραφία

Μετανάστευση. Ορισμός Είδη Ιστορική αναδρομή

158 Ο ΕΡΑΝΙΣΤΗΣ, 25 (2005)

Ποιος πάει πού; Πόσο μένει; Πόσα ξοδεύει;

Σ ΧΕ ΙΑ ΚΡΙΤΗΡΙΩΝ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ ΤΟΥ ΜΑΘΗΤΗ Σ ΤΟ Γ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

Κεφάλαιο 6. Η κρίση στα Βαλκάνια (σελ )

σωβινιστικός: εθνικιστικός

ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΘΕΜΑ Η ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΚΑΙ ΛΑΪΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ

Ποιός πάει πού; Πόσο μένει; Πόσα ξοδεύει; Ανάλυση εισερχόμενου τουρισμού στην Ελλάδα ανά Περιφέρεια και ανά αγορά, 2017.

Ποιος πάει πού; Πόσο μένει; Πόσα ξοδεύει; Ανάλυση εισερχόμενου τουρισμού ανά Περιφέρεια και ανά Αγορά

2. Αναγέννηση και ανθρωπισμός

PROJECT Β 1 ΓΕΛ. Θέμα: Μετανάστευση Καθηγήτρια: Στέλλα Τσιακμάκη

Θεσμοί Εκπαίδευσης του Οικουμενικού Ελληνισμού: «Τα ιστορικά σχολεία» Μπούντα Ελένη, Σχολική Σύμβουλος

Εικονογραφία. Μιχαήλ Βόδας Σούτσος Μεγάλος Διερµηνέας και ηγεµόνας της Μολδαβίας Dupré Louis, 1820

Ιστορία του νεότερου και σύγχρονου κόσμου

ΕΠΟΧΙΚΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ ΒΑΣΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ

ΠΟΛΙΤΙΚΉ ΠΑΙΔΕΙΑ. Α Γενικού Λυκείου και ΕΠΑ.Λ. Καζάκου Γεωργία, ΠΕ09 Οικονομολόγος

Κωνσταντίνος: από τη Ρώμη στη Νέα Ρώμη

Η ιστορική πατρότητα του όρου «Μεσόγειος θάλασσα» ανήκει στους Λατίνους και μάλιστα περί τα μέσα του 3ου αιώνα που πρώτος ο Σολίνος τη ονομάζει

Το τέλος της Επανάστασης και η ελληνική ανεξαρτησία (σελ )

Ο ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΔΙΑΣΠΟΡΑΣ ΚΑΙ Η ΕΘΝΙΚΗ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ

Κεφάλαιο 3. Οι Βαλκανικοί Πόλεµοι (σελ )

Οι λαοί γύρω από τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία

Κεφάλαιο 17. Ο Ιωάννης Καποδίστριας και το έργο του (σελ )

ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ Γ ΛΥΚΕΙΟΥ (διαγώνισμα 1)

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΠΑΙΔΕΙΑ. Α Γενικού Λυκείου και ΕΠΑ.Λ. Καζάκου Γεωργία, ΠΕ09 Οικονομολόγος

ΒΑΣΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

Ταξιδεύοντας στην ηπειρωτική Ελλάδα. Τάξη Φύλλο Εργασίας 1 Μάθημα Ε Δημοτικού Διαιρώντας την Ελλάδα σε διαμερίσματα και περιφέρειες Γεωγραφία

Σάββατο, 01 Ιουνίου 2002 ΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗ Γ ΛΥΚΕΙΟΥ ΙΣΤΟΡΙΑ ΟΜΑ Α Α

Χαρτογράφηση της εξαγωγικής δραστηριότητας της Ελλάδας ανά Περιφέρεια και Νοµό

Κεφάλαιο 5. Η Θράκη, η Μικρά Ασία και ο Πόντος, ακµαία ελληνικά κέντρα (σελ )

Κεφάλαιο 8. Ο Ρήγας Βελεστινλής και ο Αδαµάντιος Κοραής


% Μεταβολή 08/ ,13% 9,67% ,21% 6,08% ,31% 3,39% ,88% 7,45%

Εισαγωγή στη Νεοελληνική Ιστορία

ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΥΛΙΚΟ ΓΙΑ ΤΟ ΜΑΘΗΜΑ "ΒΑΛΚΑΝΙΚΟΙ ΠΟΛΕΜΟΙ ΚΑΙ ΕΝΩΣΗ "

Η ΔΙΕΘΝΗΣ ΑΚΤΙΝΟΒΟΛΙΑ ΤΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ. Οι πρεσβευτές πρόσωπα σεβαστά και απαραβίαστα

Τα Βαλκάνια των αλληλοσυγκρουόμενων εθνικών επιδιώξεων

Έρευνα Περιφερειακής Κατανοµής της Ετήσιας Τουριστικής απάνης

ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΑΝΟΙΧΤΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΣΠΟΥΔΕΣ ΣΤΟΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟ Θ.Ε.: ΕΠΟ 11 Κοινωνική και οικονομική ιστορία της Ευρώπης

ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ & ΕΡΓΑΛΕΙΑ ΤΟΥ ΥΠΕΞ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΝΙΣΧΥΣΗ ΤΗΣ ΕΞΩΣΤΡΕΦΕΙΑΣ Πάτρα, Αθανάσιος Μακρανδρέου Γεν. Σύμβουλος ΟΕΥ Β

Κεφάλαιο 4. Η Ελλάδα στον Α' Παγκόσµιο Πόλεµο (σελ )

29. Νέοι εχθροί εμφανίζονται και αποσπούν εδάφη από την αυτοκρατορία

Ποιος πάει πού; Πόσο μένει; Πόσα ξοδεύει; Ανάλυση εισερχόμενου τουρισμού ανά Περιφέρεια και ανά Αγορά

ΠΟΛΙΤΙΚΉ ΠΑΙΔΕΙΑ. Α Γενικού Λυκείου και ΕΠΑ.Λ. Καζάκου Γεωργία, ΠΕ09 Οικονομολόγος

ΠΡΟΣΟΜΟΙΩΣΗ ΑΠΟΛΥΤΗΡΙΩΝ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ Γ ΤΑΞΗΣ ΗΜΕΡΗΣΙΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ ΚΥΡΙΑΚΗ 21 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2013 ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ: ΙΣΤΟΡΙΑ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΓΕΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑΣ

Ιστορία της Πανεπιστημιακής Εκπαίδευσης στην Ελλάδα: Το παράδειγμα των Φιλοσοφικών Σχολών

Αλλοδαποί και παλιννοστούντες μαθητές στην ελληνική εκπαίδευση. Αθήνα 2003

2. ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗ ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΙΣΜΟΣ

ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΥΛΙΚΟ ΓΙΑ ΤΟ ΜΑΘΗΜΑ "ΒΑΛΚΑΝΙΚΟΙ ΠΟΛΕΜΟΙ ΚΑΙ ΕΝΩΣΗ "

Η ΕΠΟΧΙΚΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ

ΔΕΛΤΙΟ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ ΔΕΙΚΤΗ SET15: ΕΞΩΤΕΡΙΚΟ ΕΜΠΟΡΙΟ

ΔΕΛΤΙΟ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ ΔΕΙΚΤΗ SET15: ΕΞΩΤΕΡΙΚΟ ΕΜΠΟΡΙΟ

Ιστορία Β Γυμνασίου - Επαναληπτικές ερωτήσεις εφ όλης της ύλης Επιμέλεια: Νεκταρία Ιωάννου, φιλόλογος

ΤΟ EΡΓΟ MMWD ΜΙΑ ΣΥΝΤΟΜΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ

ΕΠΑΝΑΛΗΠΤΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ Ο.Ε.Φ.Ε ΘΕΜΑΤΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ Γ ΛΥΚΕΙΟΥ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ ΟΜΑ Α Α

ΔΕΛΤΙΟ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ ΔΕΙΚΤΗ SET15: ΕΞΩΤΕΡΙΚΟ ΕΜΠΟΡΙΟ

ΔΙΑΛΕΞΗ ΕΝΑΤΗ Η ΥΣΤΕΡΗ ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ

ΣΧΕΔΙΑΓΡΑΜΜΑ 2ης ΕΡΓΑΣΙΑΣ

Ανάβρυτα Συντελεστές: Αγγελάκης Άγγελος Αδαμάκης Παύλος Τσαντά Ιωάννα Σωτηροπούλου Κωνσταντίνα

Η ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗ. Παρουσίαση του προβλήματος της λαθρομετανάστευσης στην Κύπρο:

Η ΣΗΜΑΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΕΘΝΟΣΗΜΟ

ΤΑΞΗ ΣΥΓΚΛΗΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΒΟΥΛΕΥΤΩΝ-Βουλευτές:

Τα Αίτια και οι Επιπτώσεις της Διεθνούς Μετανάστευσης. Πραγματικοί Μισθοί, Παγκόσμια Παραγωγή, Ωφελημένοι και Ζημιωμένοι

1ο Σχέδιο. δεδοµένων της Β και Γ στήλης, που αντιστοιχούν στα δεδοµένα της Α στήλης. A. Βασικοί όροι των συνθηκών Β. Συνθήκες Γ.

19 ος αιώνας Διάρκεια επανάστασης του 1821 : μετακινήσεις ελληνικών πληθυσμών προς την επαναστατημένη Ελλάδα

1 Η Ελλάδα ζήτησε τη συνδρομή της Κοινωνίας των Εθνών, προκειμένου να αντιμετωπίσει ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΕΩΣ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ (ΕΑΠ)

Τα Αίτια και οι Επιπτώσεις της Διεθνούς Μετανάστευσης. Πραγματικοί Μισθοί, Παγκόσμια Παραγωγή, Ωφελημένοι και Ζημιωμένοι

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΟΙΧΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΙΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ. Διάλεξη 1 η. Κυριάκος Κυριαζόπουλος, Επίκουρος Καθηγητής Τμήμα Νομικής ΑΠΘ

Η ΡΩΣΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ - I ΡΥΣΗ ΚΑΙ ΕΞEΛΙΞΗ ΤΗΣ ΣΟΒΙΕΤΙΚHΣ EΝΩΣΗΣ

Ο ΡΟΛΟΣ ΤΗΣ ΜΟΥΣΙΚΗΣ ΣΤΑ ΜΕΓΑΛΑ ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΤΟΥ 20 ΟΥ ΑΙΩΝΑ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ ΕΙΣΑΓΩΓΗ Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΑΙ Ο ΠΟΛΕΜΟΣ. Γενικά στοιχεία Περιεχόµενα Οδηγός για µελέτη

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ : Κείμενο του ενημερωτικού εντύπου

ΑΞΟΝΑΣ ΠΡΟΤΕΡΑΙΟΤΗΤΑΣ 7: «Ενίσχυση της δια βίου εκπαίδευσης ενηλίκων στις 8 Περιφέρειες Σύγκλισης»

στο σχέδιο νόµου για την «Κύρωση του Μνηµονίου Κατανόησης µεταξύ του Υπουργείου Οικονοµίας, Ανταγωνιστικότητας

Πρωτοβουλία για την Εξωστρέφεια

Για την Οικονομική Γεωγραφία

Νέοι τόποι Περιπέτεια Φύση Παράδοση Ιστορία. Πολιτισμός Ζωή Μνημεία Ασφάλεια Χαρά

Λιμάνι Πατρών: Ολοκληρωμένος πολυτροπικός διάδρομος στο Διευρωπαϊκό Δίκτυο Μεταφορών

κάντε κλικ στη Τρίτη επιλογή : Οι Θεσσαλονικείς αδελφοί ισαπόστολοι Κύριλλος και Μεθόδιος

Οι 13 βρετανικές αποικίες Η Αγγλία ήταν η θαλασσοκράτειρα δύναμη από τον 17 ο αιώνα ίδρυσε 13 αποικίες στη βόρεια Αμερική. Ήταν ο προορ

ΕΓΓΡΑΦΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΤΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ. Κράτος μέλος: Ελλάδα. που συνοδεύει το έγγραφο

Συνδυασμένα Συστήματα Μεταφορών στον Τουρισμό

Ενδεικτικές απαντήσεις στα θέματα της Ιστορίας. κατεύθυνσης των Πανελλαδικών εξετάσεων 2014

Στόχοι και δράσεις 2019 Τμήμα εκπαιδευτικής και γλωσσικής συνεργασίας Γ Α Λ Λ Ι Κ Ο Ι Ν Σ Τ Ι Τ Ο Υ Τ Ο Ε Λ Λ Α Δ Ο Σ

Η ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΑ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ

Outlook addendum

Η Ελληνική Αγορά Ταχυμεταφορών: «Στοιχεία και Τάσεις Έτους 2005» Διεύθυνση Ταχυδρομείων ΕΕΤΤ

Πειραιάς, 31 Ιουλίου 2018 ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗ ΑΡΧΗ ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ ΑΦΙΞΕΙΣ ΚΑΙ ΔΙΑΝΥΚΤΕΡΕΥΣΕΙΣ ΣΤΑ ΚΑΤΑΛΥΜΑΤΑ ΣΥΝΤΟΜΗΣ ΔΙΑΜΟΝΗΣ: ΕΤΟΣ 2017

Επενδύσεις σε Τεχνολογίες Πληροφορικής και Επικοινωνιών (ΤΠΕ): Ανάλυση στοιχειών 10 σημαντικών κλάδων και

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6. ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

ΔΕΛΤΙΟ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ ΔΕΙΚΤΗ SET15: ΕΞΩΤΕΡΙΚΟ ΕΜΠΟΡΙΟ

Οι εξαγωγές στη Βόρεια Ελλάδα

Transcript:

Βενετία Λιβόρνο Νάπολη Παλέρµο Συρακούσες Τεργέστη Βλαχία Βοσνία Σερβία Βουλγαρία Φιλιππούπολη Σέρρες Τάραντας Θεσσαλονίκη Καστοριά Ιόνιο πέλαγος Άργος Μεθώνη Ν. Κρήτη Χάνδαξ µεταναστεύσεις Ελλήνων προς Ιταλία και Σικελία µεταναστεύσεις Ελλήνων προς Γεωργία, Ιβηρία και Καύκασο ΕΥΞΕΙΝΟΣ ΠΟΝΤΟΣ Καππαδοκία Καραµανία Ν. Κύπρος µεταναστεύσεις Ελλήνων προς άλλες βαλκανικές και παραδουνάβιες χώρες Γεωργία Ιβηρία Τραπεζούντα ΕΛΛΗΝΕΣ ΕΚΤΟΣ ΟΘΩΜΑΝΙΚΗΣ ΚΑΙ ΒΕΝΕΤΙΚΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ 1453-1821 Θέµα της ενότητας που ακολουθεί είναι η µετακίνηση και εγκατάσταση Ελλήνων ορθοδόξων από τον τόπο καταγωγής και διαβίωσής τους στην Οθωµανική αυτοκρατορία και τις βενετικές κτήσεις της Ανατολής προς την Ιταλική χερσόνησο, τη βόρεια Βαλκανική, την κεντρική και δυτική Ευρώπη, τη Ρωσία και τα παράλια της Μαύρης θάλασσας καθώς και τη βόρεια Αφρική. Μετακίνηση Ελλήνων προς τη Δύση και την Ανατολή παρατηρήθηκε και πριν από την οριστική κατάλυση του βυζαντινού κράτους, ενώ ένα φαινόµενο µετανάστευσης που αποκαλείται εµπορική διασπορά αποκτά ευδιάκριτα χαρακτηριστικά και µαζικότητα από τον 18ο αιώνα, φθάνει στην ακµή του στα µέσα του 19ου και ολοκληρώνεται στα τέλη του ίδιου αιώνα. Μεταξύ 1453 και 1821 ο γεωγραφικός χώρος εντός του οποίου αναπτύχθηκε και εξελίχθηκε η µετακίνηση ελληνικής καταγωγής ορθοδόξων (στο εξής Ελλήνων) περιλάµβανε τα ιταλικά κράτη της βόρειας και κεντρικής Ιταλίας, τη νότια Ιταλία και τη Σικελία, την Αυστρία, την Ουγγαρία και την Τρανσυλβανία, τις νοτιοσλαβικές χώρες, τα µεγάλα αστικά κέντρα της Ρωσίας, νεοϊδρυθείσες πόλεις στη νότια Ρωσία και λιµάνια στη Μαύρη θάλασσα, πνευµατικά και οικονοµικά κέντρα στη Γαλλία και στη Γερµανία, αγορές και λιµάνια της δυτικής Ευρώπης Μασσαλία, Port Mahôn, Άµστερνταµ και αργότερα Λονδίνο, τέλος, στη βόρεια Αφρική το Κάιρο και την Αλεξάνδρεια, κέντρα της ορθοδοξίας και παράλληλα σηµαντικές εµπορικές αγορές και λιµάνια. Τα σηµεία εκκίνησης των Ελλήνων ήταν πολλά και εντοπίζονται τόσο στον ηπειρωτικό όσο και στον νησιωτικό χώρο. Η µετακίνηση είτε ήταν περιοδική, ώστε το ταξίδι επαναλαµβανόταν κατά τακτά χρονικά διαστήµατα, είτε είχε ως κατάληξη τη µόνιµη εγκατάσταση σε έναν συγκεκριµένο τόπο. Και στις δύο περιπτώσεις περιλάµβανε σταθµούς σε διάφορες πόλεις για επαγγελµατικούς ή κοινωνικούς λόγους. Όπου η εγκατάσταση ήταν µαζική και είχε διάρκεια οδήγησε στην ίδρυση θεσµικών οργάνων (κοµπανίες, αδελφότητες, συναδελφότητες), που εκπροσωπούσαν τους Έλληνες στις τοπικές και Τυρρηνικό πέλαγος ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΕΙΣ ΕΛΛΗΝΩΝ ΚΑΤΑ ΤΟΥΣ ΠΡΩΤΟΥΣ ΑΙΩΝΕΣ ΤΗΣ ΟΘΩΜΑΝΙΚΗΣ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑΣ Ιστρία Αδριατικό πέλαγος προς Αυστρία ούναβης προς Πολωνία Έβρος Αιγαίο πέλαγος Μολδαβία Μεντεσέ Κριµαία

κεντρικές αρχές. Σε ορισµένες περιπτώσεις τα όργανα αυτά είχαν τον χαρακτήρα επαγγελµατικών ενώσεων ή συντεχνιών (κοµπανίες), σε άλλες διττή θεσµική υπόσταση, θρησκευτική και κοσµική, καθώς διαχειρίζονταν τα θέµατα που αφορούσαν στη θρησκευτική ζωή των µελών τους και ταυτόχρονα είχαν σηµαντική διοικητική, φιλανθρωπική και εκπαιδευτική δραστηριότητα. Τα αίτια της µετακίνησης ήταν οικονοµικής, κοινωνικής και πολιτικής υφής: η εξασφάλιση καλύτερων συνθηκών διαβίωσης, η επαγγελµατική αποκατάσταση, οι σπουδές, µορφωτικοί, οικογενειακοί και προσωπικοί λόγοι. Τα αίτια ήταν αλληλένδετα µε διεργασίες που εξελίχθηκαν στη µακρά διάρκεια, όπως τη διαµόρφωση µιας ανερχόµενης κοινωνικά και οικονοµικά οµάδας Ελλήνων εµπόρων-βιοτεχνών στα οθωµανικά αστικά κέντρα ήδη από τον 16ο αιώνα, τη θεαµατική ανάπτυξη της ελληνικής ναυτιλίας σε όλη τη διάρκεια που εξετάζεται, καθώς και συγκυρίες, όπως πολεµικά γεγονότα, την υπογραφή µίας συνθήκης ειρήνης και εµπορίου, την παραχώρηση ειδικών προνοµίων εγκατάστασης σε αλλοεθνείς από τις Αρχές µιας χώρας, την πρόσκληση ενός ηγεµόνα, αλλά και τη διοργάνωση µιας σηµαντικής εµποροπανήγυρης. Όλες οι παραπάνω συνθήκες έθεσαν σε λειτουργία ένα σύστηµα µεµονωµένων και συχνά αλυσιδωτών µετακινήσεων προς συγκεκριµένες κατευθύνσεις. Στις περιοχές όπου διαµορφώθηκαν ελληνικές ορθόδοξες κοινότητες ακολούθησε η άφιξη, η στάθ- µευση ή εγκατάσταση συνεργατών, συγγενών, οικείων. Σελίδα από το καταστατικό της ελληνικής Αδελφότητας της Οι έννοιες: µετακίνηση και µετανάστευση - δίκτυα και κοινότητες Η µετακίνηση και µετεγκατάσταση των Ελλήνων από τα µέσα του 15ου έως το τέλος του 19ου αιώνα δεν αποτελεί ενιαίο φαινόµενο. Είναι γεγονός ότι έχει επικρατήσει να αποκαλούµε ελληνική διασπορά ένα φαινόµενο που εµφανίζεται από το β µισό του 18ου αιώνα και αφορά Έλληνες µε κοινά επαγγελµατικά ενδιαφέροντα επεξεργασία και µεταποίηση προϊόντων, εµπόριο και οικονοµικές συναλλαγές που µεταναστεύουν από τον φυσικό χώρο δράσης τους στην Ανατολή προς την κεντρική και δυτική Ευρώπη, τη Ρωσία, την Αφρική, την Ασία, όπου οργανώνουν ελληνικές ορθόδοξες κοινότητες. Στην περίπτωση αυτή αναφερόµαστε σε ένα φαινόµενο µε ευδιάκριτα χαρακτηριστικά και µαζικότητα που θα µπορούσε να χαρακτηριστεί ελληνική εµπορική διασπορά. Ήδη όµως από τα τέλη του 15ου έως τις αρχές του 18ου αιώνα παρατηρείται σποραδική

µετακίνηση οµάδων πληθυσµού ή µεµονωµένων προσώπων διαφορετικής κοινωνικοοικονοµικής προέλευσης κυρίως από τις βενετικές κτήσεις συνήθως προς την Ιταλική χερσόνησο. Η µετακίνηση αυτή δεν µπορεί να χαρακτηριστεί διασπορά. Η χρήση του συγκεκριµένου όρου στην προκειµένη περίπτωση είναι επισφαλής, καθώς αυτός δηλώνει µαζική µετακίνηση ατόµων κοινής εθνοτικής και θρησκευτικής ταυτότητας, που συνδέονται µε σχέσεις αλληλεγγύης και κοινά οικονοµικο-κοινωνικά συµφέροντα. Επιπρόσθετα, ο όρος φέρει ένα βαρύ ιστορικό και θεωρητικό φορτίο, λόγω της εκτεταµένης χρήσης και τελικά ταύτισής του µε τη µετακίνηση συγκεκριµένων εθνοτικών οµάδων (Εβραίοι, Αρµένιοι, Παλαιστίνιοι). Είναι εποµένως κατανοητό ότι ακόµη και αν θεωρηθεί θεµιτή η χρήση του όρου στην περίπτωση της ελληνικής εµπορικής διασποράς του 18ου-19ου αιώνα, θα πρέπει να είµαστε επιφυλακτικοί σε µια γενικευµένη χρήση του, προκειµένου να περιγραφεί η µετακίνηση και η µετεγκατάσταση Ελλήνων ορθοδόξων στο διάστηµα που εξετάζεται. Είναι σαφές ότι ο παραπάνω όρος σε καµία περίπτωση δεν ανταποκρίνεται εννοιολογικά στην πολυδιάστατη και περίπλοκη φύση ενός φαινοµένου που τελικά συνάδει περισσότερο προς την έννοια της µετανάστευσης, απαλλαγµένης από συνδηλώσεις που σχετίζονται µε µεταναστευτικά φαινόµενα του 20ού αιώνα. Ο επίσης διαδεδοµένος όρος παροικιακό φαινόµενο δίνει έµφαση στην ίδρυση παροικιών, οργανωµένων κοινοτήτων οµοεθνών που κατοικούν µόνιµα σε µια ξένη χώρα, δηλώνοντας και ταυτόχρονα ανάγοντας σε µείζον χαρακτηριστικό του φαινοµένου τη µονιµότητα της εγκατάστασης, την ύπαρξη κοινής ταυτότητας και µιας εσωτερικής, τυπικής ή άτυπης, οργάνωσης της οµάδας. Κατ αυτόν τον τρόπο υποβαθµίζει την έντονη κινητικότητα που χαρακτήριζε τη µετακίνηση των Ελλήνων, το ευµετάβλητο των προορισµών και το περιστασιακό των σταθµών τους, την απουσία οργάνωσης στα πρώτα στάδια της µετεγκατάστασης και την έλλειψη γλωσσικής και εθνοτικής οµοιογένειας που χαρακτήριζε ορισµένες παροικίες στα πρώτα στάδια οργάνωσής τους. Στο κείµενο που ακολουθεί χρησιµοποιείται ο όρος µετακίνηση και µετανάστευση αντί του όρου διασπορά, ενώ προκρίνεται η χρήση του όρου κοινότητα, προκειµένου να περιγραφεί η οργανωµένη παρουσία των Ελλήνων στους νέους τόπους εγκατάστασης. Σε ό,τι αφορά τη χρήση του τελευταίου όρου, που επίσης έχει δεχθεί κριτική, θα πρέπει να υπογραµµιστεί ότι εδώ ο όρος κοινότητα δεν παραπέµπει σε µορφές διοικη- Οι Αρµένιοι ασχολήθηκαν εντατικά µε την εµπορική διακίνηση

τικής οργάνωσης που απαντούν ευρέως στην Οθωµανική αυτοκρατορία, αλλά σε συσσωµατώσεις ατόµων, που εκτός από τη διακριτή θρησκευτική-πολιτιστική ταυτότητα είχαν την ίδια γλώσσα, κοινή γεωγραφική καταγωγή και ιστορία, και συχνά παρόµοια επαγγελµατικά ενδιαφέροντα. Δοµικό χαρακτηριστικό του φαινοµένου είναι η ανάδειξη των Ελλήνων σε βασικούς κρίκους ενός κοινωνικού και οικονοµικού πλέγµατος, ενός δικτύου που αναπτύσσεται σε πολλές χώρες συνδέοντας άτοµα, οικογένειες, κοινότητες και επιχειρήσεις διαµέσου πλήθους συναλλαγών και σχέσεων. Η οικογένεια, η κοινότητα, ο χώρος επαγγελ- µατικής σταδιοδροµίας, η κοινωνία υποδοχής αλλά και ο τόπος καταγωγής αποτελούν πεδία ανάπτυξης των δικτύων. Η εµπιστοσύνη και η αλληλεγγύη που πηγάζουν από οικογενειακούς και εθνοτικούς δεσµούς, η κοινωνική φιλοδοξία, τα κοινά πνευµατικά ενδιαφέροντα και το οικονοµικό συµφέρον στηρίζουν και τροφοδοτούν το πλέγµα ή δίκτυο σχέσεων, ενώ ταυτόχρονα η ύπαρξη του δικτύου αναπαράγει και υποστηρίζει δεσµούς, σχέσεις και συναλλαγές. Το φαινόµενο της ελληνικής εµπορικής διασποράς εµφανί- Ιστορική συγκυρία και µεταναστευτικά ρεύµατα Τα ρεύµατα µετακίνησης και µετεγκατάστασης των Ελλήνων σχετίζονται άµεσα µε τις πολιτικές, στρατιωτικές και κοινωνικο-οικονοµικές εξελίξεις. Αµέσως µετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης το οθωµανικό κράτος εντάχθηκε στο σύστηµα διεθνών σχέσεων. Οι αλλεπάλληλες επιτυχείς πολεµικές αναµετρήσεις που ακολούθησαν είχαν ως αποτέλεσµα την επέκταση των συνόρων της αυτοκρατορίας και τη διασφάλιση της γεωγραφικής και πολιτικής της ενότητας. Έως τον 18ο αιώνα είχε ενσωµατώσει τις βενετικές και άλλες λατινικές κτήσεις στην ανατολική Μεσόγειο, είχε αναπτύξει τα βόρεια σύνορά της µέχρι τον Δούναβη και, τέλος, είχε κυριαρχήσει στη Μικρά Ασία και στη Μέση Ανατολή. Εντός αυτής της αχανούς πολυεθνικής κοινωνίας η κοινωνική, οικονοµική και πολιτιστική εξέλιξη των Ελλήνων Οθωµανών υπηκόων διέφερε ανάλογα µε τη γεωγραφική περιοχή και µε τον τρόπο που εκδηλωνόταν κατά τόπους η άσκηση της οθωµανικής εξουσίας. Η οθωµανική κατάκτηση εξώθησε ένα µέρος του πληθυσµού των αστικών κέντρων σε µετανάστευση. Τα µέλη της βυζαντινής ελίτ του πλούτου και του πνεύ- µατος, επαγγελµατίες, έµποροι, βιοτέχνες, στρατιωτικοί, κατέφυγαν στις βενετικές

κτήσεις της Ανατολής αλλά και στη Βενετία, στη Φλωρεντία, στη Ρώµη, στη Νάπολη, στην Αγκώνα, στο Λιβόρνο. Στην ύπαιθρο οι επισφαλείς συνθήκες διαβίωσης και η δεινή οικονοµική κατάσταση εξανάγκασαν τους εγχώριους ελληνικούς πληθυσµούς σε εσωτερική µετανάστευση. Έτσι, παρατηρείται µετακίνηση από τα πεδινά σε ορεινές περιοχές ή αστικά κέντρα, ενώ αρκετοί κάτοικοι των νησιών µετακινήθηκαν σε µεγαλύτερα νησιά ή στα παράλια της ηπειρωτικής Ελλάδας. Από τα µέσα του 16ου αιώνα ελληνικοί πληθυσµοί από τη Θεσσαλία, την Ήπειρο, τη Μακεδονία, αναζήτησαν καλύτερες συνθήκες διαβίωσης σε βορειότερες επαρχίες της Οθωµανικής αυτοκρατορίας. Ολιγοµελείς οµάδες, ακολουθώντας τους παραδοσιακούς χερσαίους δρόµους µέσω των κοιλάδων των ποταµών Αλιάκµονα, Αξιού και Στρυµόνα, κατευθύνθηκαν προς αναπτυσσόµενα εµπορικά κέντρα της Σερβίας, της Ουγγαρίας, της Τρανσυλβανίας και των Παραδουνάβιων Ηγεµονιών. Μετακινήσεις πληθυσµού πραγµατοποιήθηκαν προς τις βενετικές κτήσεις, όπου οι συνθήκες ζωής των Ελλήνων διέφεραν σηµαντικά από αυτές της οθωµανικής επικράτειας. Παράλληλα, τµήµα του πληθυσµού από τη δυτική Ελλάδα, την Ήπειρο, τη Στερεά, την Πελοπόννησο, την Κρήτη και την Κύπρο εγκατέλειψε τις βενετοκρατούµενες περιοχές κατά τη διάρκεια των βενετοτουρκικών πολέ- µων και µετοίκισε στη Βενετία, στις περιοχές της Ιστρίας και της Δαλµατίας, στη νότια Ιταλία και στη Σικελία. Με τη σταδιακή υποχώρηση των Βενετών από τις κτήσεις τους µεταξύ 16ου και 17ου αιώνα σηµαντικός αριθµός Ελλήνων προσφύγων µετακινήθηκε προς την κεντρική και βόρεια Ιταλία και τη βόρεια Δαλµατία, ενώ από τα µέσα του 17ου αιώνα σηµειώνονται µετοικεσίες Μανιατών στη νότια Ιταλία, στην Τοσκάνη και στην Κορσική. Έως τα τέλη του 17ου αιώνα η Οθωµανική αυτοκρατορία εξελίχθηκε σε ρυθµιστικό παράγοντα των διεθνών σχέσεων. Οι εδαφικές προσαρτήσεις και οι στρατιωτικές επιτυχίες ενίσχυσαν τη γεωπολιτική σηµασία της, ενώ η υπερµεγέθης αγορά της και οι δυνατότητες εµπορικής διείσδυσης και πολιτικής χειραγώγησης που προσέφερε στις ευρωπαϊκές δυνάµεις ήταν µερικές από τις παραµέτρους, οι οποίες κατηύθυναν ένα διεθνές παιχνίδι ισχύος µε αντικείµενο την περιοχή της νοτιοανατολικής Ευρώπης. Από τον 18ο αιώνα και εξής οι Οθωµανοί συνήψαν σχέσεις µε όλες τις µεγάλες ευρωπαϊκές δυνάµεις, κάποιες από τις οποίες αντιµετώπισαν και στρατιωτικά, ενώ υπέγραψαν ειρηνευτικές, αµυντικές και εµπορικές συνθήκες. Το καθεστώς και οι συνθήκες Αµέσως µετά την Άλωση πολλοί αστοί έµποροι µετακινήθηκαν Στο Λιβόρνο φθάνουν οι πρώτοι Έλληνες µετανάστες κατά το

διαβίωσης των ελληνικών πληθυσµών αλλά και η δυναµική µετακίνησής τους προς διάφορες κατευθύνσεις επηρεάστηκαν δραστικά από τις διεθνείς σχέσεις της αυτοκρατορίας και τον τρόπο που αυτές επηρέασαν την κοινωνία και την οικονοµία της. Η προσέγγιση της Υψηλής Πύλης από τις ευρωπαϊκές δυνάµεις, οι οποίες επεδίωξαν και πέτυχαν να αποσπάσουν υπό τη µορφή διοµολογήσεων σηµαντικά προνόµια και ασυλίες για τους υπηκόους τους, επέτρεψε την εµπορική και οικονοµική διείσδυση των ευρωπαϊκών κεφαλαίων στην αυτοκρατορία, διαδικασία που επιταχύνθηκε από τη στιγµή που η αυτοκρατορία παρουσίασε τα πρώτα σοβαρά σηµάδια οικονοµικής αποδυνάµωσης από τα τέλη του 16ου αιώνα. Ο πληθωρισµός, οι αλλεπάλληλες υποτιµήσεις του νοµίσµατος, ο περιορισµός των κρατικών εσόδων και η κατακόρυφη αύξηση των στρατιωτικών και λειτουργικών δαπανών οδήγησαν τον κρατικό µηχανισµό σε οικονοµικό αδιέξοδο. Η οικονοµική κρίση υπέθαλψε την αποδιοργάνωση της διοικητικής µηχανής, µετρίασε την αποτελεσµατικότητα του στρατού και οδήγησε, µετά τις αλλεπάλληλες διπλωµατικές και στρατιωτικές ήττες, στη σοβαρή υπονόµευση της θέσης της αυτοκρατορίας στο διεθνές πεδίο. Οι εξελίξεις αυτές του 17ου-18ου αιώνα είχαν σοβαρές επιπτώσεις στους Έλληνες ορθοδόξους της αυτοκρατορίας. Η ανεπάρκεια της διοικητικής οργάνωσης και της οικονοµικής πολιτικής επέτρεψαν την οικονοµική ανάπτυξη εθνοτικών οµάδων µη µουσουλµανικής προέλευσης Εβραίων, Αρµενίων και Ελλήνων. Οι οµάδες αυτές εκµεταλλεύθηκαν προς όφελός τους την ασταθή αγορά προϊόντων και τις συχνές υποτιµήσεις και µονοπώλησαν τις οικονοµικές και εµπορικές συναλλαγές της αυτοκρατορίας. Η εγκαθίδρυση σχέσεων συναλλαγής και συνεργασίας µε Ευρωπαίους εµπόρους εγκατεστηµένους στην Ανατολή αποδείχθηκε εξαιρετικά σηµαντική: οι Έλληνες µετατράπηκαν σταδιακά σε µεσολαβητές δυτικών εµπορικών συµφερόντων στις αγορές της Ανατολής. Προς αντιµετώπιση της πολιτικής και οικονοµικής αστάθειας αλλά και της απρόβλεπτης συµπεριφοράς των τουρκικών αρχών πολλοί επεδίωξαν ξένη προστασία. Η παραχώρηση ασύλου και διπλωµατικής προστασίας στους Έλληνες εµπόρους και η απόκτηση στη συνέχεια από ορισµένους ξένης υπηκοότητας προσδιόρισαν τη σχέση τους µε τη δυτική Ευρώπη καθώς και την εξέλιξη της επαγγελµατικής τους δραστηριότητας εντός και εκτός Οθωµανικής αυτοκρατορίας. Η συσσώρευση κεφαλαίων και ειδικών γνώσεων, η διπλωµατική προστασία, καθώς και οι πολιτικές και οικονοµικές Οι µη µουσουλµανικές εθνοτικές οµάδες, όπως οι Εβραίοι, ανα-

διασυνδέσεις µε την οθωµανική διοίκηση επέτρεψαν τη διαµόρφωση µιας εύπορης και δραστήριας µέσης τάξης επιχειρηµατιών, εµπόρων-βιοτεχνών που εµφανίστηκε σε όλα τα σηµαντικά εµπορικά κέντρα της οθωµανικής επικράτειας. Η ανάγκη να ελέγχουν την κίνηση των αγορών, να αγοράζουν πρώτες ύλες, προϊόντα και χρήµα σε καλή τιµή και µε εξασφάλιση µακροχρόνιας πίστωσης, αλλά και η παροχή διευκολύνσεων και προνο- µίων από τοπικούς ηγεµόνες οδήγησε πολλούς Έλληνες βιοτέχνες και εµπόρους στα εµπορικά οικονοµικά κέντρα και στις αγορές της δυτικής και κεντρικής Ευρώπης. Η κατεύθυνση που ακολούθησε το ελληνικό εµπόριο και η επιχειρηµατικότητα από τον 18ο αιώνα, και ως απότοκο αυτών το ρεύµα µετανάστευσης, ήταν αλληλένδετα µε την έκβαση αλλεπάλληλων πολεµικών συγκρούσεων που έφεραν αντιµέτωπη την Οθωµανική αυτοκρατορία µε τη Βενετία, την Αυστρία και τη Ρωσία. Οι συνθήκες που υπογράφηκαν ως επακόλουθο αυτών σηµαντικότερες µεταξύ αυτών του Κάρλοβιτς (1699) του Πασσάροβιτς (1718) και του Κιουτσούκ Καϊναρτζή (1774) προσέφεραν στους Έλληνες εµπόρους, βιοτέχνες και τεχνίτες νέες προοπτικές ανάπτυξης µε την υποστήριξη των Αψβούργων και της Ρωσίας. Η συνθήκη του Κάρλοβιτς (1699) ανέδειξε την Αυστρία σε ηγεµονεύουσα δύναµη στις παραδουνάβιες χώρες και στη βόρεια Βαλκανική. Αµέσως µετά την παραπάνω συνθήκη παρατηρούνται µαζικές αποδηµίες Ελλήνων (της Θεσσαλίας, της Ηπείρου και κυρίως της δυτικής Μακεδονίας) προς τις νέες κτήσεις των Αψβούργων στη Σερβία και στην Ουγγαρία και από εκεί στην κεντρική Ευρώπη. Η αυστριακή επέκταση στη βόρεια Βαλκανική και το έντονο αυστριακό ενδιαφέρον για εµπορική και οικονοµική διείσδυση στη νοτιοανατολική Ευρώπη δηµιούργησε νέα πεδία εµπορικής συνεργασίας και ανταλλαγών στα εδάφη της Αυστροουγγαρίας. Μετά τον τελευταίο βενετοτουρκικό πόλεµο (1714-1718) η συνθήκη του Πασσάροβιτς έδωσε ακόµη µεγαλύτερη ώθηση στην ανάπτυξη του ελληνικού εµπορίου στην κεντρική Ευρώπη και στη βόρεια Βαλκανική. Συγκεκριµένα άρθρα ειδικής αυστροτουρκικής συνθήκης του 1718 καθόριζαν τους όρους ανάπτυξης των εµπορικών συναλλαγών µεταξύ υπηκόων των δύο συµβαλλοµένων κρατών και θέµατα που αφορούσαν τη ναυσιπλοΐα στον Δούναβη, την ελεύθερη διακίνηση εµπόρων και εµπορευµάτων στις κοιλάδες του Αξιού και άλλων βαλκανικών ποταµών, την περαιτέρω ανάπτυξη των οικονοµικών σχέσεων και την ελεύθερη χρήση των εµπορικών λιµανιών της Θεσσαλο- Οι συνθήκες που υπογράφηκαν µεταξύ Οθωµανικής αυτοκρατο-

νίκης και της Τεργέστης. Τέλος, η συνθήκη του Κιουτσούκ-Καϊναρτζή, που τερµάτισε τον Ρωσοτουρκικό πόλεµο (1770-1774), διασφάλισε ευνοϊκές συνθήκες για την ανάπτυξη του ελληνικού εµπορίου και της ναυτιλίας και προκάλεσε µεταναστευτικό ρεύµα από την Πελοπόννησο και τα νησιά του Αιγαίου προς τη νότια Ρωσία, την Κριµαία και τα παράλια της Μαύρης θάλασσας. Η εξασφάλιση ελεύθερης ναυσιπλοΐας στις τουρκικές θάλασσες σε όσα πλοία έπλεαν µε ρωσική σηµαία και η εκχώρηση εµπορικών προνοµίων σε όσους βρίσκονταν υπό την προστασία της Ρωσίας (ύψωση ρωσικής σηµαίας και χρήση ρωσικών ναυτιλιακών εγγράφων) επέδρασαν καταλυτικά στην ανάπτυξη της ελληνικής εµπορικής ναυτιλίας. Η Ρωσία ακολούθησε πολιτική προσέλκυσης Ελλήνων εµπόρων στις νότιες περιοχές της, παρέχοντας σε αυτούς τα ίδια δικαιώµατα µε τους Ρώσους υπηκόους. Επιπλέον, σειρά άλλων διµερών συνθηκών που υπέγραψε η Οθωµανική αυτοκρατορία καθώς και µονοµερών αποφάσεων ή διαταγµάτων διαφόρων χωρών που παρείχαν προνόµια προσέλκυσαν Έλληνες ορθοδόξους σε νέους τόπους διαβίωσης και επαγγελµατικής δραστηριότητας στην Ιταλική χερσόνησο, στη δυτική Ευρώπη, στην αυτοκρατορία των Αψβούργων και στη Ρωσία. Η σφραγίδα του Αλέξανδρου Α, µε την οποία ο Ρώσος Λόγιοι, διανοούµενοι, φοιτητές Από τον 15ο αιώνα, και ιδιαίτερα µετά τη σύνοδο της Φεράρας-Φλωρεντίας (1438-1439), η βυζαντινή ελίτ των γραµµάτων και των τεχνών προσεγγίζει τα πνευµατικά κέντρα της Δύσης. Στα αµέσως επόµενα χρόνια, και καθώς στις ιταλικές πόλεις αναπτύσσεται το κίνηµα του ουµανισµού, Έλληνες διανοούµενοι και λόγιοι κλήθηκαν να διδάξουν στο ιταλικό κοινό την αρχαία ελληνική γλώσσα και γραµµατεία. Παράλληλα, πολλοί Έλληνες φοίτησαν σε ελληνικά κολέγια και γυµνάσια που ιδρύθηκαν µε πρωτοβουλία ουµανιστών λογίων και ηγεµόνων ή σε σηµαντικά πανεπιστήµια στην Ιταλία και στη Γερµανία. Από τον 17ο αιώνα, κυρίως, η οργάνωση ελληνικών ορθόδοξων κοινοτήτων οδήγησε στην ίδρυση ελληνικών σχολείων για τα παιδιά των µελών των κοινοτήτων. Στα σχολεία αυτά δίδαξαν Έλληνες δάσκαλοι που έφθασαν από τον ελληνικό χώρο είτε µετακλήθηκαν από άλλες ελληνικές κοινότητες του εξωτερικού. Σηµαντικός αριθµός λογίων, διανοουµένων και τυπογράφων συµµετείχαν στην ανάπτυξη της ελληνικής εκδοτικής δραστηριότητας στα µεγάλα αστικά κέντρα της δυτικής και κεντρικής

Ευρώπης από τον 16ο αιώνα. Από τα µέσα του 18ου αιώνα η διαδικασία αυτή απέκτησε νέους ρυθµούς, περιεχόµενο και βαρύτητα, καθώς συνδέθηκε µε την εισαγωγή των ιδεών του Ευρωπαϊκού Διαφωτισµού στην ελληνική κοινωνία εντός και εκτός της Oθω- µανικής αυτοκρατορίας. Στη Βιέννη, στο Παρίσι, στη Λειψία αλλά και στις ελληνικές κοινότητες της δυτικής, κεντρικής και ανατολικής Ευρώπης εγκαθίστανται για µεγαλύτερες ή µικρότερες περιόδους Έλληνες λόγιοι, διανοούµενοι, επαναστάτες, φοιτητές, οι οποίοι θα εµπνευστούν, θα επεξεργαστούν και θα µεταδώσουν τις νέες ιδέες. Από τον 15ο αιώνα η εµφάνιση ελληνικών ορθόδοξων κοινοτήτων σε διάφορες χώρες εκτός της οθωµανικής και της βενετικής επικράτειας είχε ως άµεση συνέπεια τη δηµιουργία θεσµικών οργάνων επαγγελµατικού, θρησκευτικού και πολιτικού-κοσµικού χαρακτήρα, που εκπροσωπούσαν τους Έλληνες στις τοπικές κοινωνίες και διαχειρίζονταν θέµατα κοινού ενδιαφέροντος των µελών τους. Οι κοινότητες ανέλαβαν την πρωτοβουλία ίδρυσης και λειτουργίας σχολείων για την εκπαίδευση των παιδιών των οικογενειών που είχαν µεταναστεύσει και την εξοικείωσή τους µε το ορθόδοξο δόγµα και την ελληνική γλώσσα. Οι ανάγκες στελέχωσης των σχολείων έθεσαν σε κίνηση κάποια διαδικασία πρόσληψης κατάλληλων δασκάλων, λογίων και ιερέων. Παράλληλα, εύποροι οµογενείς αλλά και οι κοινότητες υποστήριξαν οικονοµικά την ίδρυση σχολείων στον ελληνικό χώρο και χρηµατοδότησαν µε υποτροφίες και κληροδοτήµατα τις ανώτερες σπουδές και την εγκατάσταση στο εξωτερικό Ελλήνων µαθητών. Σχολεία κοινοτήτων λειτούργησαν στη Βενετία, στη Νεάπολη, στο Λιβόρνο, και στην Τεργέστη, στην Κάτω Ιταλία, αλλά και στη Βιέννη, σε πολλές περιοχές της Ουγγαρίας, της Τρανσυλβανίας και της Ρωσίας. Η πρόσληψη δασκάλων όπως και η χορήγηση υποτροφιών προς φοιτητές και µαθητές από την οθωµανική επικράτεια προκειµένου να σπουδάσουν σε πανεπιστήµια γινόταν µέσω συστάσεων είτε µεταξύ κοινοτήτων είτε µεταξύ κοινοτήτων και σχολείων στους τόπους καταγωγής των µελών της κοινότητας. Ενδεικτικό είναι το παράδειγµα του Λιβόρνου, όπου το θέµα διορισµού δασκάλου στο σχολείο που λειτούργησε από το 1775 απέκτησε ύψιστη σηµασία. Οι Επίτροποι της Συναδελφότητας εξέταζαν προσεκτικά τα βιογραφικά σηµειώµατα των υποψηφίων για τη θέση και φρόντιζαν να συλλέγουν πληροφορίες και συστάσεις. Οι συστατικές επιστολές από το αρχείο της κοινότητας αποδεικνύουν την ύπαρξη ενός άτυπου δικτύου διακίνησης δασκάλων όπως και ιερέων µε µεταθέσεις από τη µία κοινότητα στην άλλη. Βιβλίο Γραµµατικής που τυπώθηκε στα 1799 στην Τεργέστη

Οι επίτροποι της ελληνικής ορθόδοξης κοινότητας του Λιβόρνου έλαβαν συστάσεις για Έλληνες δασκάλους από τις δύο Σχολές των Ιωαννίνων αλλά και από µέλη των ελληνικών κοινοτήτων της Βιέννης, της Νάπολης και της Αγκώνας, καθώς ορισµένοι από τους δασκάλους που τελικά ανέλαβαν να διδάξουν στο ελληνικό σχολείο της κοινότητας του Λιβόρνου είχαν θητεύσει προηγουµένως στα σχολεία άλλων κοινοτήτων. Έτσι, ο Καλλίνικος Κρεατσούλης πήγε στο Λιβόρνο από την Αγκώνα, ο Νικόλαος Καλούδης είχε διδάξει στην Αγκώνα, στην Τεργέστη και στη Βιέννη και ο Ιωάννης Ανδρεάδης υπήρξε δάσκαλος στο ελληνικό σχολείο στη Βιέννη. Η διαδικασία µετάκλησης δασκάλων που θα αναλάµβαναν να διδάξουν στο σχολείο της κοινότητας της Τεργέστης (1801-1822) επιβεβαιώνει τα παραπάνω. Η κοινότητα αναζήτησε δασκάλους στη Σµύρνη, στη Βενετία, στα Ιόνια νησιά, στην Κωνσταντινούπολη, στις ελληνικές κοινότητες της Αυστροουγγαρίας και στα κέντρα πανεπιστηµιακών σπουδών της Γερµανίας (Βιέννη, Σεµλίνο, Μπρασόβ, Λειψία). Μεταξύ αυτών που προκρίθηκαν για να αναλάβουν τη θέση ήταν ο Ευθύµιος Φίλανδρος από την Πελοπόννησο, που είχε διδάξει ελληνικά στην Πετρούπολη, ο Γρηγόριος Κωνσταντάς που δίδασκε στις Μηλιές, ο Γεώργιος Ζαχαριάδης που είχε διδάξει στο Σεµλίνο, ο Κωνσταντίνος Κούµας που βρισκόταν στη Βιέννη, ο Κωνσταντίνος Ασώπιος που αρχικά εργάστηκε στην Τεργέστη ως οικοδιδάσκαλος, ο Χριστόφορος Φιλητάς που είχε σπουδάσει στη Νάπολη και στο Παρίσι, ο πρώην εφηµέριος του ορθόδοξου ναού της Λειψίας, αρχι- µανδρίτης Ιγνάτιος Σκαλιώρας, ο αρχιµανδρίτης Σεραφείµ Ιπποµάχης που είχε ζήσει στην Πάντοβα. Από τις αρχές του 19ου αιώνα στην Τεργέστη δίδαξαν αρκετοί οικοδιδάσκαλοι. Έλληνες δάσκαλοι, πολλοί από αυτούς ιερωµένοι, άλλοι γνωστοί διανοούµενοι και συγγραφείς εργάστηκαν ή κλήθηκαν να διδάξουν στην Αγκώνα, όπου λειτούργησε σχολείο ήδη από το 1622, στη Νάπολη και στην Κάτω Ιταλία, όπου γνωρίζουµε ότι λειτουργούσαν σχολεία στοιχειώδους εκπαίδευσης τον 17ο αιώνα. Αναφέρεται επίσης ότι τον 18ο αιώνα λειτούργησαν στην Ουγγαρία περίπου 26 σχολεία µε την οικονοµική υποστήριξη Ελλήνων εµπόρων, οι οποίοι από την περίοδο αυτή είχαν ιδρύσει εµπορικές κοµπανίες-κοινότητες σε εµπορικά κέντρα και αγορές της χώρας. Τις αυξηµένες ανάγκες σε διδακτικό προσωπικό των σχολείων αυτών επιβεβαιώνει η ίδρυση στην Πέστη ανώτερης σχολής για την προπαρασκευή δασκάλων, που προορίζονταν να στελεχώσουν Με πρωτοβουλία και χρήµατα των Ελλήνων εµπόρων της

τα ελληνικά σχολεία της Αυστροουγγαρίας. Από το 1782 και περίπου έως τα τέλη του 19ου αιώνα λειτούργησε ελληνικό σχολείο στο Novi Sad, ενώ στα χρόνια που προηγήθηκαν δίδαξαν στην πόλη οικοδιδάσκαλοι. Τον 19ο αιώνα οι Αθανάσιος Σταγειρίτης και Μιλτιάδης Αγαθόνικος δίδαξαν ελληνικά στο Μπρασόβ, ενώ είναι γνωστό ότι στην πόλη τυπώθηκαν και ελληνικά σχολικά εγχειρίδια. Στο Νέζιν της Ρωσίας λειτούργησε ελληνικό σχολείο στον ορθόδοξο ναό των Αρχαγγέλων ήδη από το 1687, ενώ από το 1804 λειτούργησε σχολή υπό την εποπτεία της τοπικής ελληνικής ορθόδοξης αδελφότητας. Στη Μαριούπολη οργανώθηκε και λειτούργησε ελληνικό σχολείο από το 1824, ενώ στη Χερσώνα ιδρύθηκε µε διαταγή της Αικατερίνης Β, το 1775, ανώτερη στρατιωτική σχολή το λεγόµενο Ελληνικό Γυµνάσιο. Τέλος, στην Οδησσό ιδρύθηκε το 1814 η Ελληνοεµπορική Σχολή µε χρήµατα Ελλήνων εµπόρων της κοινότητας. Η µακρά και ταυτόχρονη λειτουργία ελληνικών σχολείων σε τόσα διαφορετικά σηµεία του γεωγραφικού χάρτη είχε ως άµεση συνέπεια την κινητοποίηση Ελλήνων δασκάλων και λογίων προς στελέχωσή τους. Παράλληλα, η χορήγηση υποτροφιών και δωρεών από εύπορους Έλληνες εγκατεστηµένους στο εξωτερικό σε συντοπίτες τους µαθητές και φοιτητές που ζούσαν στην Οθωµανική αυτοκρατορία έφερε κοντά στις ελληνικές ορθόδοξες κοινότητες τη νέα γενιά Ελλήνων που είχε τις ικανότητες, τη φιλοδοξία αλλά και την ευκαιρία να διευρύνει τους πνευµατικούς της ορίζοντες. Μια περίπτωση θεσµοθέτησης υποτροφιών, που οργανώθηκε από την ελληνική κοινότητα του Λιβόρνου στα τέλη του 18ου αιώνα, πιθανόν να λειτούργησε και ως καταλύτης, ώστε το γειτονικό πανεπιστήµιο της Πίζας να εξελιχθεί σε πόλο έλξης Ελλήνων φοιτητών έως τα µέσα του 19ου αιώνα. Η πρωτοβουλία ξεκίνησε από τη δεκαετία του 1790 και, σύµφωνα µε απόφαση της κοινότητας, τρεις υποτροφίες θα απονέµονταν σε µαθητές από την Πελοπόννησο, την Ήπειρο και τη Χίο ή τη Σµύρνη. Η επιλογή των µαθητών γινόταν στον τόπο κατοικίας τους και εποπτευόταν από εκπροσώπους της Συναδελφότητας. Τα πανεπιστήµια στα οποία µπορούσαν να επιλέξουν να σπουδάσουν ήταν αυτά της Πίζας και της Φλωρεντίας. Το πρόγραµµα των υποτροφιών διακόπηκε στα τέλη του 18ου αιώνα και επαναλήφθηκε από το 1816. Καθώς πολλοί από τους υποτρόφους επέλεγαν να συνεχίσουν τις σπουδές τους στο πανεπιστήµιο της Πίζας, εκεί δηµιουργήθηκε ελληνική φοιτητική κοινότητα που διατηρούσε στενούς δεσµούς µε τους Έλληνες του Λιβόρνου. Στην περίοδο 1806-1861 εβδοµήντα Έλληνες φοιτητές Οι τυπογράφοι και εκδότες αδελφοί Μαρκίδες Πούλιου

του πανεπιστηµίου είχαν συγγενείς στο Λιβόρνο. Ορισµένοι από αυτούς είχαν γεννηθεί στην πόλη και άλλοι επέλεξαν να εγκατασταθούν εκεί µετά το πέρας των σπουδών τους. Από τον 18ο αιώνα Έλληνες διανοούµενοι σε κάποια αστικά κέντρα της Ευρώπης, κυρίως στη Βιέννη και στο Παρίσι, επηρεάστηκαν από τις ιδέες του Ευρωπαϊκού Διαφωτισµού και τη Γαλλική Επανάσταση. Κάποιοι από αυτούς ασχολήθηκαν µε τη συγγραφή και τη µετάφραση επιστηµονικών, φιλολογικών, ιστορικών και λογοτεχνικών έργων, συµβάλλοντας κατ αυτόν τον τρόπο στην εισαγωγή του νεωτερικού πνεύµατος της Δύσης στον ελληνικό χώρο. Ορισµένοι εργάστηκαν ως εκδότες, τυπογράφοι και διορθωτές ελληνικών βιβλίων και εφηµερίδων που τυπώθηκαν κυρίως στη Βιέννη αλλά και στη Λειψία, στο Χάλλε και στο Παρίσι. Οι παραπάνω δραστηριότητες απέκτησαν συγκεκριµένο ιδεολογικό περιεχόµενο κατά τους προεπαναστατικούς χρόνους. Στα κέντρα της ελληνικής πνευµατικής και εκδοτικής δραστηριότητας ένα σύνολο ανθρώπων, που δεν ήταν πάντοτε ενεργά µέλη των τοπικών ελληνικών κοινοτήτων, καθώς βρίσκονταν συνήθως σε κίνηση λόγω των πνευµατικών αναζητήσεών τους αλλά και των παράλληλων εµπορικών τους ενασχολήσεων, συγκρότησαν τη νέα ελληνική διανόηση. Όραµά τους ήταν η πνευµατική αφύπνιση και αυτοσυνείδηση του γένους, που θα οδηγούσε στην ανεξαρτησία και στην αυτοδιάθεσή του. Οι περισσότεροι συµ- µετείχαν σε µυστικές επαναστατικές οργανώσεις, κάποιοι άλλοι κράτησαν απόσταση από τις επαναστατικές ιδέες και ασχολήθηκαν αποκλειστικά µε την παιδεία του γένους. Μεταξύ αυτών συγκαταλέγονται οι Ρήγας Φεραίος, Ιώσηπος Μοισιόδακας, Άνθιµος Γαζής, Νεόφυτος Δούκας και Πολυζώης Κοντός, που εξέδωσαν έργα και µεταφράσεις στη Βιέννη. Οι Γεώργιος Βεντότης, Πολυζώης Λαµπανιτζιώτης, Μαρκίδες Πούλιου εργάστηκαν στην ίδια πόλη ως τυπογράφοι. Οι Μαρκίδες Πούλιου, Γεώργιος Βεντότης, Ανθιµος Γαζής, Ευφρόνιος Ραφαήλ Πόποβιτς, Αθανάσιος Σταγειρίτης και Δηµήτριος Αλεξανδρίδης εξέδωσαν τις πρώτες ελληνικές εφηµερίδες. Τα ειδησεογραφικά και φιλολογικά αυτά φύλλα που άρχισαν να κυκλοφορούν από τη δεκαετία του 1780, πέρα από την τεράστια και αναγνωρισµένη συµβολή τους στην ανάπτυξη της εθνικής ταυτότητας και στην προετοιµασία του Αγώνα, συµβόλιζαν την εξάπλωση στον χώρο και τη δυναµική του ελληνικού στοιχείου που δρούσε εκτός Οθωµανικής αυτοκρατορίας. Εκτός από τη Βιέννη, Έλληνες διανοούµενους θα φιλοξενήσει περιστασιακά ή µόνιµα Προµετωπίδα έκδοσης που επι- µελήθηκε ο Πολυζώης Λαµπα-

και το Παρίσι. Επιφανέστεροι µεταξύ αυτών ήταν ο Αδαµάντιος Κοραής και ο ιδεολογικός αντίπαλός του Παναγιώτης Κοδρικάς. Στη γαλλική πρωτεύουσα ο Κωνσταντίνος Νικολόπουλος εξέδωσε το περιοδικό Μέλισσα (1819-1821), ενώ παράλληλα θα κυκλοφορήσουν και τα περιοδικά Αθηνά και Μουσείον. Κάποιοι Έλληνες διανοούµενοι και µεταξύ αυτών αρκετοί εκκλησιαστικοί λόγιοι έδρασαν την περίοδο αυτή στην κεντρική και ανατολική Ευρώπη. Τα τυπογραφεία του πανεπιστηµίου της Βούδας και του Θωµά Τράττνερ στην Πέστη αποτέλεσαν κέντρα ελληνικής εκδοτικής δραστηριότητας. Οι ελληνικές ορθόδοξες κοινότητες της Τρανσυλβανίας ήταν πέρασµα για Έλληνες λόγιους που κατευθύνθηκαν ανατολικά προς τις Παραδουνάβιες Ηγεµονίες. Στο Σεµλίνο εκδόθηκαν µεταφράσεις γερµανικών, ρωσικών και σερβικών έργων, ενώ µεταφράστηκαν στα σλαβικά οι αρχαίοι Έλληνες συγγραφείς. Στη Ρωσία µετέδωσαν το νεωτερικό πνεύµα της Δύσης οι Ευγένιος Βούλγαρης και Νικηφόρος Θεοτόκης. Οι µεµονωµένες, οµαδικές και αλυσιδωτές αφίξεις στη δυτική, κεντρική και ανατολική Ευρώπη ενός κόσµου του πνεύµατος που ενδιαφέρεται για θέµατα παιδείας, εκπαίδευσης και εκδόσεων συνεχίζονται έως το 1821. Πνευµατικά κινήµατα, πολιτικά και στρατιωτικά γεγονότα, οργάνωση επιχειρήσεων αλλά και συγκυριακοί παράγοντες, όπως η έκδοση ενός βιβλίου, η ανάθεση ενός έργου αλλά και οικογενειακοί και προσωπικοί λόγοι, δρουν ως κινητήριες δυνάµεις που φέρνουν εκτός της οθωµανικής και βενετικής επικράτειας Έλληνες λόγιους, διανοούµενους, δασκάλους και φοιτητές για µόνιµη ή περιστασιακή εγκατάσταση. Το ρεύµα αυτό της µετανάστευσης δεν συγκρίνεται σε µαζικότητα και οµοιογένεια µε το ρεύµα που προκαλούν από τον 18ο αιώνα τα εµπορικά και επιχειρηµατικά ενδιαφέροντα µιας µερίδας του ελληνισµού. Ωστόσο, τα δύο ρεύµατα συµπλέκονται σε πολλά σηµεία, όταν δεν λειτουργούν παράλληλα, και συµβάλλουν τα καθένα µε έναν διαφορετικό τρόπο στην ισχυροποίηση, ανάπτυξη και προβολή µιας ελληνικής κοινωνίας εντός των κοινωνιών υποδοχής. Έµποροι Το εµπόριο, είτε ως αυτόνοµη δραστηριότητα που αφορούσε αποκλειστικά στη διακίνηση και στην πώληση προϊόντων και εµπορευµάτων είτε ως δραστηριότητα συνδεδεµένη µε τους τοµείς παραγωγής και επεξεργασίας, διαµεσολάβησης, µεταφοράς Εξώφυλλο της ελληνικής εφηµερίδας «Μέλισσα» που ξεκίνησε Πρώτη σελίδα του περιοδικού «Μουσείον», που κυκλοφόρησε

και ασφάλισης, αποτέλεσε βασική αιτία µετακίνησης και εγκατάστασης Ελλήνων εκτός Οθωµανικής αυτοκρατορίας και βενετικών κτήσεων. Στη διαµόρφωση ήδη από τον 15ο αιώνα µιας ελληνικής εµπορικής τάξης, που βρήκε επαγγελµατική διέξοδο εκτός του φυσικού χώρου δράσης της, συνέβαλαν πολλοί παράγοντες, κάποιοι από τους οποίους σχετίζονταν µε εξελίξεις µακράς διάρκειας, ενώ άλλοι ήταν συγκυριακής µορφής: η γεωγραφική θέση της αυτοκρατορίας, το µέγεθος της αγοράς και η οργάνωση της οικονοµίας της, η εξέλιξη της αστικοποίησης και παράλληλα η διεθνής πολιτική και οικονοµική συγκυρία και ο τρόπος που αυτή επέδρασε στις οικονοµικές και εµπορικές συναλλαγές µε τις ευρωπαϊκές δυνάµεις. Οι Έλληνες αρχικά ανέπτυξαν δραστηριότητα στους τοµείς τροφίµων, µεταποίησης και µεταφορών. Από τον 18ο αιώνα και από κοινού µε Εβραίους και Αρµένιους µονοπώλησαν το χερσαίο και θαλάσσιο εµπόριο και αναδείχθηκαν σε βασικούς διαµεσολαβητές των ξένων εµπορικών συµφερόντων στις αγορές της Ανατολής, ενώ από τον 19ο αιώνα σε µεγαλέµπορους επιχειρηµατίες µε πολυσχιδή δραστηριότητα στον τοµέα των εµπορικών και χρηµατιστικών επιχειρήσεων. Σε όλο αυτό το διάστηµα η ανάπτυξη της ελληνικής εµπορικής ναυτιλίας ακολούθησε πορεία παράλληλη µε αυτή της ελληνικής επιχειρηµατικότητας. Η εξέλιξη του ελληνικού εµπορίου από µια τοπική σε µια διεθνούς εµβέλειας επιχειρηµατική δραστηριότητα οριοθετείται από σταθµούς ή τοµές που προσδιορίζονται χρονικά και αφορούν στο µέγεθος, στη γεωγραφική εξάπλωση, στο εύρος του αντικει- µένου, και στις τεχνικές που χρησιµοποίησαν οι ελληνικές επιχειρήσεις. Βασική τοµή στην πορεία αυτή αποτελεί ο 18ος αιώνας, όταν το ελληνικό εµπόριο και η ναυτιλία εισήλθαν σε φάση ανάπτυξης και διεύρυνσης εξαιτίας της αποδυνάµωσης της Οθω- µανικής αυτοκρατορίας σε πολιτικό και οικονοµικό επίπεδο, που συνδυάστηκε µε την αύξηση της επιρροής Δυτικών δυνάµεων και την εκδήλωση του αψβουργικού και ρωσικού ενδιαφέροντος για πολιτική και οικονοµική διείσδυση στη νοτιοανατολική Μεσόγειο. Δεύτερη τοµή στην πορεία της διεθνούς δραστηριότητας των Ελλήνων εµπόρων αποτελεί η εποχή των ναπολεόντειων πολέµων (τέλος 18ου αρχές 19ου αιώνα), που επέφερε αλλαγές στο αντικείµενο, στη γεωγραφική εµβέλεια, στην οργάνωση και στην επενδυτική στρατηγική των ελληνικών επιχειρήσεων, εξελίξεις που θα γίνουν ευδιάκριτες στις επόµενες δεκαετίες του 19ου αιώνα. Οι Έλληνες της διασποράς κατά τον 19ο αιώνα εξελίχθηκαν σε

Η οργάνωση και η διεύρυνση του εµπορίου ήδη από τον 15ο αιώνα λειτούργησαν παρελκυστικά και στις επόµενες γενιές, καθώς προκάλεσαν αλυσιδωτές µεταναστεύσεις εµπορικών συνεργατών, εταίρων και συγγενών. Ωστόσο, µόνο από το β µισό του 18ου αιώνα παρατηρείται ευρείας κλίµακας µετανάστευση των πιο δραστήριων µελών κοινωνικών οµάδων που ασχολούνται µε τη µεταποίηση-επεξεργασία προϊόντων, µε το εµπόριο και τις οικονοµικές συναλλαγές, ώστε να µπορεί να γίνεται λόγος για ένα είδος ελληνικής εµπορικής διασποράς. Αποτέλεσµα αυτού του µεταναστευτικού ρεύµατος είναι η ίδρυση νέων ελληνικών ορθόδοξων κοινοτήτων σε εµπορικά και οικονοµικά κέντρα στην Ευρώπη και στη Μεσόγειο καθώς και η αναζωογόνηση παλαιοτέρων µε την άφιξη νέων δραστήριων οµογενών. 15ος-17ος αιώνας Από τον 15ο αιώνα η ελληνική εµπορική δραστηριότητα αφορά κυρίως Έλληνες που ασχολήθηκαν µε το εµπόριο µεταξύ Οθωµανικής αυτοκρατορίας, βενετικών ή άλλων λατινικών κτήσεων στην Ανατολή, και Ιταλικής χερσονήσου. Η δραστηριότητα αυτή τους ενέτασσε στο ευρύ δίκτυο εµπορικών ανταλλαγών που συνέδεε την Αδριατική θάλασσα µε το Αιγαίο µέσω µιας σειράς σταθµών στα Ιόνια νησιά, στα παράλια της Ηπείρου, της Στερεάς Ελλάδας και της Πελοποννήσου, στα νησιά του Αιγαίου, στην Κρήτη, στην Κύπρο, στη Σµύρνη και στην Κωνσταντινούπολη. Οι Έλληνες έµποροι διακινούσαν αγροτικά προϊόντα και πρώτες ύλες από την Ανατολή προς τη Δύση, ενώ από εκεί διοχέτευαν στις αγορές της Οθωµανικής αυτοκρατορίας και των βενετικών κτήσεων βιοτεχνικά και επεξεργασµένα προϊόντα καθώς και είδη πολυτελείας. Στην πρώιµη αυτή περίοδο ανάπτυξης του ελληνικού εµπορίου η οργάνωση και οι τεχνικές δεν ήταν ανεπτυγµένες. Οι έµποροι συναλλάσσονται απευθείας µεταξύ τους ή χρησι- µοποιούσαν αντιπροσώπους, ενώ κεντρικό ρόλο στη διεξαγωγή του εµπορίου κατέχουν οι ετήσιες εµπορικές αγορές και εµποροπανηγύρεις. Στους χώρους αυτούς επιδίδονταν σε απευθείας ανταλλαγές εµπορευµάτων, ενώ η δυνατότητα αγοράς και πώλησης µε πίστωση διασφάλιζε τη συνέχεια και τη διεύρυνση των εµπορικών συναλλαγών. Στη Βενετία από τα τέλη του 15ου αιώνα παρατηρείται η µεγαλύτερη συγκέντρωση Ελλήνων από την οθωµανική και βενετική επικράτεια, πολλοί εκ των οποίων ασχολούνται µε το εµπόριο και τη διακίνηση εµπορευµάτων, επωφελούµενοι από την ύπαρξη Η πολιτική και οικονοµική αποδυνάµωση της Οθωµανικής Η Σµύρνη υπήρξε ένας σηµαντικός σταθµός του διαµετακο-

ενός δικτύου εµπορικών σταθµών στις βενετικές κτήσεις της Ανατολής. Έµποροι, ναυτικοί, πράκτορες, ιδιοκτήτες πλοίων και καπετάνιοι συχνά συµπίπτουν στο ίδιο πρόσωπο διακινούσαν προϊόντα και εµπορεύµατα από την Ανατολή στη Δύση: αγροτικά προϊόντα, είδη διατροφής, υφάσµατα, δέρµατα κ.ά. Οι πιο συνηθισµένες µορφές οργάνωσης επιχειρήσεων ελληνικών συµφερόντων ήταν οι συντροφίες ή κοµπανίες που σε ορισµένες περιπτώσεις συνεργάζονταν µε ξένες εµπορικές εταιρείες. Φορτία και πλοία ελληνικής ιδιοκτησίας ασφαλίζονταν ήδη από το τέλος του 16ου αιώνα. Περίπου την ίδια εποχή σε ορισµένα ιταλικά κράτη παραχωρούνται από τις αρχές εµπορικά προνόµια και διευκολύνσεις εγκατάστασης στους υπηκόους ξένων κρατών (Άγγλους, Γάλλους, Ολλανδούς) και σε εθνοτικές οµάδες (Εβραίους, Αρµενίους, Έλληνες) που ειδικεύονται στις εµπορικές συναλλαγές. Έλληνες έµποροι, βιοτέχνες και τεχνίτες εγκαθίστανται στο Λιβόρνο, επίνειο της Τοσκάνης, µετά την παραχώρηση προνοµίων από τον Κόσιµο Α των Μεδίκων (1549) προς όλες τις εθνότητες (nazioni) ως προς τη χρήση του λιµανιού για τις εµπορικές συναλλαγές τους. Στην Αγκώνα από το 1514 παραχωρούνται ανάλογα προνόµια στους Οθωµανούς υπηκόους ήδη από την εποχή αυτή σηµειώνονται οι πρώτες αφίξεις Ελλήνων εµπόρων στο παπικό λιµάνι της Αδριατικής. Στη Νάπολη και στη Μεσσήνη ανάµεσα στους Έλληνες που εγκαθίστανται εκεί υπάρχουν και αρκετοί έµποροι. Σποραδικές και χωρίς µακρά διάρκεια είναι και οι εγκαταστάσεις Ελλήνων εµπόρων σε λιµάνια και εµπορικά κέντρα της δυτικής Ευρώπης, Άµστερνταµ, Λειψία, Παρίσι, Λονδίνο. Από τον 16ο αιώνα παρατηρείται ανάπτυξη της ελληνικής εµπορικής δραστηριότητας στην κεντρική Ευρώπη, στη βόρεια Βαλκανική και στη Ρωσία. Στις περιοχές αυτές καταγράφεται η δράση των πρώτων µορφών εµπορικών οργανώσεων-επιχειρήσεων (συντροφίες, κοµπανίες), οι οποίες προοιωνίζουν την εξέλιξη της διεθνούς εµβέλειας ελληνικής εµπορικής επιχείρησης που θα ακολουθήσει από τον 18ο αιώνα. Ως βασικοί φορείς των εµπορικών και οικονοµικών συναλλαγών της Οθωµανικής αυτοκρατορίας οι Έλληνες έµποροι (πραγµατευτάδες) κινούνται µε κατεύθυνση τις αγορές και τις εµποροπανηγύρεις των παραπάνω περιοχών, όπου διακινούν εµπορεύµατα και χρήµα. Η δράση τους εκδηλώνεται επίσης στα αστικά και στα ηµιαστικά κέντρα της Βαλκανικής, της Αυστροουγγαρίας και της Ρωσίας, όπου λειτουργούν ως µεσάζοντες, προµηθευτές και µεσίτες προϊόντων και εµπορευµάτων. Η ύπαρξη πληθώρας εµπορικών δρόµων, Πανοραµική άποψη του κόλπου της Νάπολης σε έργο του 18ου

χερσαίων και πλωτών, διευκόλυνε την πρόσβαση των Ελλήνων στις περιοχές όπου εµπορεύονταν. Οι δρόµοι ξεκινούσαν από την Κωνσταντινούπολη, τη Θεσσαλονίκη, τις Σέρρες, τα Ιωάννινα, την Καστοριά και µέσω διακλαδώσεων, που περιελάµβαναν σταθµούς στα σηµαντικότερα εµπορικά κέντρα της βόρειας Βαλκανικής, έφθαναν στην κεντρική Ευρώπη και κατέληγαν τις περισσότερες φορές στη Βιέννη. Στα σηµαντικότερα κέντρα-αγορές κατά µήκος των εµπορικών αρτηριών παρατηρείται ήδη από αυτή την εποχή συγκέντρωση και οργάνωση Ελλήνων εµπόρων, οι οποίοι κάποια χρονική στιγµή στην εξέλιξη της εµπορικής τους σταδιοδροµίας αποφασίζουν να εγκατασταθούν εκεί µόνιµα. Σε αρκετές περιπτώσεις η πολιτική των κατά τόπους ηγεµόνων, που από τον 17ο αιώνα παραχωρούν στους Οθωµανούς υπηκόους προνόµια και διευκολύνσεις, ενίσχυσε την απόφαση για µόνιµη εγκατάσταση. Έτσι, το 1636 ο ηγεµόνας της Τρανσυλβανίας, Γεώργιος Ράκοτσι Α, παραχώρησε σε όλους τους Οθωµανούς υπηκόους που εµπορεύονταν στην Τρανσυλβανία προνόµια που αφορούσαν στη δραστηριότητα και στην εκεί εγκατάστασή τους. Τρία χρόνια αργότερα ιδρύθηκε η κοµπανία των Ελλήνων εµπόρων του Σιµπίου, ένα από τα πρώτα δείγµατα κοινοτικής-επαγγελµατικής οργάνωσης Ελλήνων στον χώρο της κεντρικής Ευρώπης. Το 1678 µία ακόµη κοµπανία Ελλήνων εµπόρων ιδρύθηκε στο Μπρασόβ. Αντίστοιχα, το 1667, ειδικό αυτοκρατορικό προνόµιο, που παραχωρούσε φορολογικές απαλλαγές και προσδιόριζε θέµατα οργάνωσης και διοίκησης, προηγήθηκε της ίδρυσης ελληνικής εµπορικής κοµπανίας στο χωριό Tokaj της Ουγγαρίας. Στα χρόνια που ακολούθησαν ανάλογες κοµπανίες ιδρύθηκαν και σε άλλες πόλεις της Ουγγαρίας, µε µεγαλύτερη και πιο σηµαντική µεταξύ αυτών την κοµπανία του Kecskemet, που ιδρύθηκε στις αρχές του 18ου αιώνα, αλλά και αυτή του Miskolc που ιδρύθηκε το 1687. Οι Έλληνες έµποροι στην Αυστροουγγαρία και στην Τρανσυλβανία προέρχονταν από τη Μακεδονία, την Ήπειρο, τη Θεσσαλία και τη Θράκη. Τόποι καταγωγής τους ήταν η Μοσχόπολη, η Κοζάνη, η Σιάτιστα, τα Ιωάννινα, οι Σέρρες, η Φιλιππούπολη, η Θεσσαλονίκη αλλά και η Κωνσταντινούπολη. Τα εµπορεύµατα που µετέφεραν ήταν προϊόντα των τόπων τους, όπως πρώτες ύλες (βαµβάκι, µετάξι, δέρµατα, λινά, µαλλιά, νήµατα, κερί), είδη διατροφής (κρασί, σιτάρι µέλι, ρύζι) και ζώα, καθώς επίσης και εµπορεύµατα της Ανατολής (υφάσµατα, χαλιά, µπαχαρικά, φαρµακευτικές ουσίες, είδη ρουχισµού). Τα εµπορεύµατα ανταλλάσσονταν σε εµποροπανηγύρεις και αγορές µε βιοτεχνικά και επε- Έλληνες έµποροι κατευθύνονται προς τη Δυτική Ευρώπη µέσω

ξεργασµένα προϊόντα καθώς και είδη πολυτελείας της Δύσης, τα οποία προωθούσαν είτε στην Οθωµανική αυτοκρατορία είτε στο εσωτερικό της Αυστροουγγαρίας και από εκεί στην υπόλοιπη Ευρώπη. Ως χονδρέµποροι ασκούσαν εισαγωγικό και εξαγωγικό εµπόριο µετακινούµενοι από τη µία πόλη στην άλλη, ενώ συχνά χρησιµοποιούσαν αντιπροσώπους. Σε κάποιες περιπτώσεις µόνιµης εγκατάστασης σε µία πόλη, Έλληνες έµποροι ασχολήθηκαν και µε το λιανικό εµπόριο και διατηρούσαν εµπορικά καταστή- µατα µετά την παραχώρηση ειδικών προνοµίων από τις αρχές. Ορισµένοι, τέλος, ασχολήθηκαν ταυτόχρονα µε χονδρικό και µε λιανικό εµπόριο. Η οργάνωση των εµπόρων σε κοµπανίες τους παρείχε τη δυνατότητα να τοποθετούν τα κεφάλαιά τους σε ένα είδος εταιρικής οργάνωσης και να µοιράζονται το κόστος και τα κέρδη των συναλλαγών. Περίπου την ίδια εποχή (17ος αιώνας) ελληνική εµπορική δραστηριότητα εµφανίζεται και στην Ουκρανία. Το 1696 ιδρύεται στο Νέζιν ελληνική εµπορική αδελφότητα, ενώ έως τότε Έλληνες έµποροι διακινούσαν εµπορεύµατα στο Λβοφ και ανατολικότερα, σε άλλα µεγάλα αστικά και εµπορικά κέντρα της Ρωσίας. Ειδικότερα, σε ό,τι αφορά την ελληνική εµπορική δραστηριότητα στο Νέζιν, Έλληνες, προερχόµενοι από την Οθωµανική αυτοκρατορία είτε από ελληνικές εµπορικές κοινότητες εκτός αυτής, διακινούσαν στην πόλη γούνες, υφάσµατα και σιτηρά. Όπως στην περίπτωση της κεντρικής Ευρώπης, έτσι και στην Ουκρανία η διακίνηση και η πώληση εµπορευµάτων γινόταν µέσω της λειτουργίας ενός δικτύου περιοδικών εµπορικών αγορών, όπου συναλλάσσονταν έµποροι από την Ιταλική χερσόνησο, την Αυστροουγγαρία και τη Ρωσία. Από την Ουκρανία οι έµποροι είχαν οδικώς πρόσβαση στα λιµάνια της Κασπίας και στις αγορές της Μέσης Ανατολής. Σελίδες από έκδοση ελληνικού τυπογραφείου της Μόσχας, 18ος-αρχές 19ου αιώνα Από τον 18ο αιώνα η ιστορία του ελληνικού µεταναστευτικού φαινοµένου ακολουθεί την ιστορία του ελληνικού εµπορίου. Από την εποχή αυτή και έως τα τέλη του 19ου αιώνα η ίδρυση και η λειτουργία των ελληνικών ορθόδοξων κοινοτήτων εκτός της Οθωµανικής αυτοκρατορίας, οι σχέσεις τους µε τις κοινωνίες υποδοχής και η πολύπλευρη δραστηριότητά τους συνδέεται άρρηκτα µε την οργάνωση και την επέκταση των ελληνικών εµπορικών επιχειρήσεων, µε την προσωπική ζωή των Ελλήνων εµπόρων, µε τις κοινωνικές σχέσεις, τις πνευµατικές αναζητήσεις και φιλοδοξίες τους. Η

ελληνική εµπορική διασπορά θα ακολουθήσει τους διεθνείς εµπορικούς δρόµους και θα ενταχθεί στο διεθνές σύστηµα της οικονοµίας ως βασικός διαµεσολαβητής στις εµπορικές ανταλλαγές Δύσης και Ανατολής, επεκτείνοντας αργότερα (από τα µέσα του 19ου αιώνα και έπειτα) την εµβέλειά της στην Αµερική και στην Ασία. Εκµεταλλευόµενη τις συγκυρίες θα παγιώσει και θα ισχυροποιήσει τη θέση της εντός των κοινωνιών υποδοχής, θα ενταχτεί στις τοπικές αστικές και µεγαλοαστικές τάξεις και θα αποτελέσει µια ισχυρή αστική κοινωνία ελληνικής προέλευσης εκτός Οθωµανικής αυτοκρατορίας. Κατ αυτόν τον τρόπο θα διαδραµατίσει σηµαντικό ρόλο στην κοινωνική, οικονοµική, πολιτική και ιδεολογική εξέλιξη των υπόλοιπων Ελλήνων. Από τον 18ο αιώνα η µετακίνηση Ελλήνων εκτός Οθωµανικής αυτοκρατορίας απέκτησε µαζικό και συστηµατικό χαρακτήρα. Τα κίνητρα της πλειονότητας των Ελλήνων που µετακινήθηκαν ήταν η διασφάλιση καλύτερων συνθηκών διαβίωσης και απασχόλησης. Οι περισσότεροι από αυτούς ασχολούνταν µε τη βιοτεχνία, τη µεταποίηση-επεξεργασία προϊόντων καθώς και τη διακίνηση εµπορευµάτων. Έµποροι και αντιπρόσωποί τους, µεσίτες, ασφαλιστές, καπετάνιοι και ιδιοκτήτες καραβιών, τραπεζίτες συχνά όλες οι ιδιότητες συγκεντρώνονταν στο ίδιο πρόσωπο. Μαζί µε αυτούς ή ακολουθώντας τους έπειτα από κάποιο χρονικό διάστηµα, µετανάστευσαν µέλη των οικογενειών τους, συγγενείς και οικείοι. Τις κατευθύνσεις στον χώρο, στους σταθµούς και στους τελικούς τόπους εγκατάστασης των Ελλήνων προσδιόρισαν η προσωπική στρατηγική και οι φιλοδοξίες καθενός, έτσι όπως διαµορφώθηκαν υπό την επίδραση πολιτικών, οικονοµικών και κοινωνικών εξελίξεων σε τοπικό και διεθνές επίπεδο. Οι τεχνικές του εµπορίου και των επιχειρήσεων προσδιόρισαν εν µέρει τον χαρακτήρα µετακίνησης και εγκατάστασης των Ελλήνων. Τουλάχιστον έως τα τέλη του 18ου αιώνα η εκπροσώπηση, οι συναλλαγές και η εξασφάλιση πληροφοριών ήταν συνήθως αποτέλεσµα µετακινήσεων των ίδιων των εµπόρων και των υπαλλήλων τους. Από τον 18ο αιώνα ακολουθούνται σταδιακά νέες τακτικές οργάνωσης, οι οποίες τους εξασφάλιζαν µεγαλύτερη αποτελεσµατικότητα. Μία από τις µεθόδους αυτές ήταν ο διορισµός πρακτόρων και η συνεργασία µε µεσίτες/µεσάζοντες, εγκατεστηµένους σε σηµαντικά εµπορικά κέντρα. Έργο του µεσίτη δεν ήταν απλώς η αγορά και η πώληση, αλλά περιλάµβανε πιστωτικές συναλλαγές, µεταφορά και ασφάλιση εµπορευµάτων. Ο µεσίτης αµειβόταν µε προµήθεια επί της αξίας Σφραγίδα της Εταιρείας των Γραικών Ασφαλιστών της Οδησ-

των διακινούµενων εµπορευµάτων. Μία ακόµη µέθοδος που χρησιµοποιήθηκε από τον 18ο αιώνα ήταν η αµοιβαία εκπροσώπηση δύο εµπορικών οίκων σε δύο διαφορετικές πόλεις. Ο 19ος αιώνας επέφερε σηµαντικές αλλαγές στη µορφή εκπροσώπησης των συµφερόντων µιας ελληνικής εµπορικής επιχείρησης σε ευρύ γεωγραφικό χώρο. Η νέα γενιά ελληνικών επιχειρήσεων του εξωτερικού είχε ως αντικείµενο το παραδοσιακό εµπόριο και ταυτόχρονα τις προµήθειες, τη µεσιτεία και την παροχή οικονοµικών και τραπεζικών υπηρεσιών σε άλλες επιχειρήσεις. Στο θέµα της οργάνωσης ακολουθείται η µέθοδος εγκαθίδρυσης ενός δικτύου µόνιµων αντιπροσώπων. Από τη δεκαετία του 1820 και εξής τα δίκτυα αυτά διευρύνονται σε πολλές διαφορετικές χώρες. Ωστόσο, ήδη από τις πρώτες δεκαετίες του 19ου αιώνα κάποιες επιχειρήσεις διατηρούν γραφεία σε πολλές πόλεις, µε έδρα µία µεταξύ αυτών. Σε άλλες περιπτώσεις ο έλεγχος της διεθνούς αγοράς επιτυγχάνεται µε την ίδρυση διαφορετικών εταιρειών, που ωστόσο εκπροσωπούν την ίδια οµάδα συµφερόντων και συχνά την ίδια οικογένεια. Το µέγεθος, η γεωγραφική εµβέλεια και η νοµική υπόσταση (οµόρρυθµη, ετερόρρυθµη, ανώνυµη) κάθε επιχείρησης προσαρµόζονταν στη στρατηγική που επέλεγαν κάθε φορά οι εταίροι. Ωστόσο, εκείνο το δοµικό χαρακτηριστικό των ελληνικών εµπορικών επιχειρήσεων που παραµένει αµετάβλητο έως το τέλος του 19ου αιώνα είναι η οργάνωσή τους σε οικογενειακή βάση. Η οικογενειακή υποστήριξη µε τη µορφή νουθεσίας, προσφοράς κεφαλαίων και συστάσεων αποτελούσε σηµαντικό εφόδιο των νέων που ξεκινούσαν τη σταδιοδροµία τους ως έµποροι. Στα επόµενα στάδια η οικογενειακή αλληλεγγύη εξελισσόταν σε βασικό παράγοντα οργάνωσης και στελέχωσης κάθε ελληνικού εµπορικού οίκου. Η επιχείρηση αποτελούσε ανοικτό πεδίο δράσης για συγγενείς, γεγονός που συχνά δηλώνεται στην επωνυµία των εταιρειών. Στις περισσότερες εταιρείες βασικοί συνέταιροι ήταν αδέλφια, ενώ ο γάµος και η πνευµατική συγγένεια διεύρυναν τον κύκλο των προσώπων που µπορούσαν να προσφέρουν υπηρεσίες. Το υψηλό ποσοστό ενδογαµίας στον ελληνικό εµπορικό κλάδο αποδεικνύει ότι οι Έλληνες έµποροι υπολόγιζαν το κοινωνικό και οικονοµικό όφελος που µπορούσαν να αποκοµίσουν από τη διεύρυνση των συγγενικών σχέσεων. Από τον 18ο αιώνα Έλληνες έµποροι εγκαταστάθηκαν σε κάποιες παλαιότερες ελληνικές ορθόδοξες κοινότητες. Σε άλλες περιπτώσεις νέες εµπορικές κοινότητες ιδρύθηκαν σε όλα εκείνα τα γεωγραφικά σηµεία που προστέθηκαν στον χάρτη των διεθνών Η οικογένεια αποτελούσε θεµέλιο λίθο κάθε ελληνικού εµπο-

εµπορικών διασυνδέσεων των Ελλήνων. Όπως ίσχυσε και στην προηγούµενη περίοδο, ο χάρτης των ελληνικών ορθοδόξων κοινοτήτων αποτυπώνει ταυτοχρόνως ένα πλέγµα εµπορικών διασυνδέσεων µέσω θαλάσσιων και χερσαίων δρόµων, µε κοµβικά σηµεία τα µεγάλα εµπορικά και οικονοµικά κέντρα της εποχής και τα λιµάνια. Στην Ιταλική χερσόνησο, το Λιβόρνο στο Τυρρηνικό πέλαγος και η Τεργέστη στην Αδριατική, καταλαµβάνουν τη θέση της Βενετίας ως κέντρα του ελληνικού εµπορίου. Οι δύο πόλεις, ελεύθερα από δασµούς λιµάνια µε αποφάσεις του Κόσιµο Γ των Μεδίκων (1669) και της Μαρίας Θηρεσίας των Αψβούργων (1719), αποτελούν δύο χαρακτηριστικές περιπτώσεις ελληνικών εµπορικών κοινοτήτων που γνώρισαν µεγάλη ανάπτυξη από τον 18ο έως τα τέλη του 19ου αιώνα. Η ιστορία των δύο κοινοτήτων και της ελληνικής εµπορικής δραστηριότητας που αναπτύχθηκε στα δύο λιµάνια ήταν παράλληλη και παρόµοια, αποδεικνύοντας ότι στρατηγικές, φιλοδοξίες και τεχνικές των Ελλήνων εµπόρων καθώς και οι µεταβολές τους στον χρόνο προσδιόρισαν την εξέλιξη του µεταναστευτικού φαινοµένου και του προσέδωσαν ενότητα. Καθοριστικοί παράγοντες στη συγκέντρωση Ελλήνων εµπόρων στο Λιβόρνο από τον 18ο αιώνα ήταν το καθεστώς ελεύθερου λιµανιού που απέκτησε και η ανάδειξή του σε βασικό αποθηκευτικό λιµάνι της Μεσογείου (depôt), κυρίως για το εµπόριο σιτηρών επίσης ο οργανικός ρόλος του λιµανιού στο δίκτυο του αγγλικού εµπορίου στην ανατολική Μεσόγειο, ακόµη η αυστριακή διακυβέρνηση της Τοσκάνης από το 1737 και εξής, οι ναπολεόντειοι πόλεµοι και ο εµπορικός ανταγωνισµός µεταξύ Αγγλίας και Γαλλίας και, τέλος, οι στενές εµπορικές σχέσεις της Τοσκάνης µε τη Ρωσία από τον 19ο αιώνα. Οι Έλληνες έµποροι που εγκαταστάθηκαν στην πόλη προέρχονταν από την Ήπειρο και περιοχές της δυτικής Ελλάδας, τα Ιόνια νησιά, τη δυτική Πελοπόννησο και τα νησιά του Αιγαίου. Αυτοί διεξήγαγαν εισαγωγικό και εξαγωγικό εµπόριο, διακινώντας είδη διατροφής και πρώτες ύλες και διοχετεύοντας στην οθωµανική αγορά βιοτεχνικά και βιοµηχανικά προϊόντα από τη δυτική Ευρώπη. Τα πλοία που µετέφεραν τα φορτία είχαν συχνά καπετάνιο, ιδιοκτήτη και πλήρωµα ελληνικής προέλευσης, ωστόσο έπλεαν χρησιµοποιώντας σηµαίες και ναυτιλιακά έγγραφα διαφόρων χωρών. Τόποι προέλευσης των πλοίων ήταν λιµάνια της δυτικής Ελλάδας, νησιά του Ιονίου και του Αιγαίου, η Κωνσταντινούπολη, η Σµύρνη και αργότερα η Οδησσός, και ενδιάµεσοι σταθµοί ελληνικά και ιταλικά λιµάνια. Στην περίπτωση της Τεργέστης οι συνθήκες που Σχέδιο του λιµανιού της Τεργέστης του Joseph Roux από