VAKXIKON.gr MEDIA GROUP Εκδόσεις Βακχικόν Ασκληπιού 17, 106 80 Αθήνα τηλέφωνο: 210 3637867 e-mail: info@vakxikon.gr web site: ekdoseis.vakxikon.gr Τίτλος Βιβλίου: Ο Άλλος Εγώ Συγγραφέας: Μαρία Μ. Στρίγκου Επιμέλεια - Διορθώσεις: Ιωσήφ Αρνές Σχεδιασμός Έκδοσης & Εξωφύλλου: Εκδόσεις Βακχικόν 2018 Εκδόσεις Βακχικόν & Μαρία Μ. Στρίγκου Σκίτσων Εξωφύλλου & Έκδοσης: Κώστας Κουκουζέλης ISBN: 978-618-5286-44-6 Εκδοτική Σειρά: Βακχικόν Πεζά/Ελληνική Λογοτεχνία Αριθμός Σειράς: 83/25 Πρώτη Έκδοση: Φεβρουάριος 2018 Το παρόν έργο πνευματικής ιδιοκτησίας προστατεύεται κατά τις διατάξεις του Eλληνικού Nόμου (Ν. 2121/1993 όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει σήμερα) και τις διεθνείς συμβάσεις περί πνευματικής ιδιοκτησίας. Απαγορεύεται απολύτως η άνευ γραπτής άδειας του εκδότη κατά οποιοδήποτε τρόπο ή μέσο αντιγραφή, φωτοανατύπωση και εν γένει αναπαραγωγή, εκμίσθωση ή δανεισμός, μετάφραση, διασκευή, αναμετάδοση στο κοινό σε οποιαδήποτε μορφή (ηλεκτρονική, μηχανική ή άλλη) και η εν γένει εκμετάλλευση του συνόλου ή μέρους του έργου. ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΔΙΑΘΕΣΗ Βιβλιοπωλείο του Βακχικόν Ασκληπιού 17, 106 80 Αθήνα τηλέφωνο: 210 3637867
I Μηδένισε το ημερολόγιό μου στο Πάσχα, μάνα. Η βροχή μούλιαζε τον κόσμο, όλοι ψάχνανε να προφυλαχτούνε απ το κακό μα το σφαχτό εκεί, να περιμένει υπομονετικά, στην «πολιτισμένη» πυρά για να τεθεί. Η ώρα «μου» ήταν προνόμιο χαρισμένο σε άλλους, από τα προγονικά μου και βάλε πόσες ρίζες πίσω. Με το μαχαίρι στο λαιμό πορπατούσα απ τη γέννα κι άμα παραπονιόμουνα για το φονικό, με φωνάζατε τρελό, μου κρεμούσατε κουδούνια. Λέγατε πώς είμαι τάχα μου παράξενος, ονειροφαντασμένος. Θυσίασα πολλά ποτάμια μέχρι να σταθώ στη θάλασσα. Παντού νερό, τρεχούμενο μάνα. Να αφρίζει και να κατρακυλά παίρνοντας μαζί του ό,τι έλπισα και δεν έγινε. Γέμισε ρέματα το κορμί μου. Ξερόκλαδα, φύλλα αδειανά, χαλίκια. Ψόφια λόγια. Κι ούτε ένα χάρτινο καραβάκι δε φάνηκε στον ορίζοντα, να σταθεί, να με γνωρίσει, να παίξει για λίγο στις κοίτες μου. Δεν έκλαψα ποτέ. Άλλωστε ποιος ο λόγος; Με λίγο ακόμα νερό δεν θα σωνόταν τίποτα. Μήτε ο ήλιος, μήτε οι αν- - 3 -
θρώποι, μήτε η γη. Το χατε αποφασίσει πως θα με θυσιάζατε κι η γνώμη σας δε γινόταν ν αλλάξει, μακάρι ανάποδα να σας γυρνούσε ο ντουνιάς. Κι εγώ, αλήθεια είναι πως δεν το θελα να σωθώ. Δεν έμοιαζα στάλα στον Άλλον. Δεν υπήρξα ποτέ μου πολεμόχαρος, μήτε πολεμιστής. Ξέρεις πώς είναι να πνίγεσαι μάνα; Να γίνεσαι όλος νερό και χώμα; Αγέρας πουθενά. Να φουσκώνουν τα πνευμόνια σου δίχως ανάσα; Να πονάς σα να σ έχει πιάσει τανάλια μες στις χούφτες της και να σε τσακίζει δίχως οίκτο. Μυγδαλάκι φτενό. Κι ούτε καν καλά ωριμασμένο. Αυτό λες να φταιξε; Που δεν πρόλαβα να μεγαλώσω, θέλω να πω. Ή που βόλεψε ο καιρός; Θα μάθω ποτές ή σαν τον άδικο θα πορεύομαι μέσα σε νυχτερινούς δρόμους, δίχως πονετικά άστρα για συντρόφευμα; Στο ανοιγοκλείσιμο των βλεφάρων έχει κι ο καιρός τις παλαβάδες του βρέθηκα άξαφνα αιωρούμενος μεταξύ ουρανού και γης. Ακέραιος και μορφοντυμένος. Από κάτω μου, μπλε αμόλευτο και το ευλαβικό πράσινο της ελιάς. Αντηχούσαν τζιτζίκια που τερετίζαν ξεδιάντροπα και ψίθυροι από παλιές φωνές. Αφουγκράστηκα τον ήχο του νερού που με κόντευε. Κοίταξα γύρω μου, κανένα σημάδι της φύσης δεν προμήναγε βροχή. Άκουγα μόνο ένα υπόκωφο βουητό που ερχόταν θαρρείς απ τα σπλάχνα τα ίδια του χώματος. Το άκουγα ξεκάθαρα κι ας βρισκόμουνα καβάλα στον αγέρα. Κι ύστερα τις ένιωσα. Δυο στάλες αρμυρό νερό που χύνονταν διστακτικά απ τα μάτια μου μετά από καιρούς και καιρούς ξηρασίας. Κοίταξα την ελιά που με καλούσε και σχώρεσέ με μάνα τότε μονάχα με σπλαχνίστηκα. Κι άρχισα πάλι να ελπίζω. - 4 -
ΙΙ Σ ωπασμένα ήταν τα βήματα. Κι ο δρόμος. Δε νογούσε τίποτα έτσι έλεγε ή έτσι ήθελε να δείχνει για να μείνουν αξεδιάλυτες οι βουλές του Κυρίου. Έπεφτα και ξανασηκωνόμουνα στα εντός μου κύματα, με τη θέλησή μου φυλακισμένος. Απ το ραδιόφωνο ακουγότανε ένα τραγούδι. Όταν ξεχνιόμουνα και πίστευα πως πατάω γης, αλυχτούσαν σκυλιά. Είχα μόνιμα την έγνοια πως θα με πάρουν στο κατόπι. Κάποτε έφτασα. Ή έτσι μ άρεζε να πιστεύω. Γιατί σαν φτάσεις στο τέλος της διαδρομής, θαρρείς ότι μπορείς να μετρήσεις το ταξίδι. «Ψέματα». «Αλλά τι θα γινόμασταν χωρίς αυτά;» Έσταξε φως στο ποτήρι κι ένα αχνό κίτρινο αναδεύτηκε μέσα μου. Τι να φυτρώσει σ αυτό; Μήτε ρίγανη, μήτε θυμάρι, μήτε μαλοτήρα. Οι αγνές μυρωδιές γυρεύουν μια στάλα θεό ν ακουμπήσουν το έχει τους. Και μέσα σε μένα δεν υπήρχε ψυχή. Ερημία τάφου. Ο υψηλός πεφιλημένος είχε φύγει από νωρίς. Τον πε- - 5 -
ριμέναν στις ρεματιές, χάσικες ανεραγίδες. Να του μολέψουν τη σκέψη επιθυμούσανε αυτές, μα εκείνος το πήρε για έρωτα τούτο το αλισβερίσι και αποφάσισε στο εξής να ζει στα βουνά μαζί τους, σαν αγρίμι. Ήταν πεπεισμένος πως δεν θα βρεθεί άνθρωπος να τον μερώσει κι έτσι ησυχασμένα θα γυρνά στα ρουμάνια, άγριος μεταξύ στοιχειών. Επίσημα πεθαμένος πέντε ζωές από τότε. «Κάτσε να προσφαγίσεις. Να αναπαυτείς». Με προσκάλεσε η μέσα ζωή. Κι επειδή μόλις με είχα πρωτοσυμπονέσει, αποφάσισα να της κάνω το χατίρι. Ντροπιάρικα έκατσα στην καρέκλα που μου έδειχνε. - 6 -