Σάββατο 16 Νοεµβρίου: Εν-τοπίζοντας την Αξία Athens Biennale: AGORA 2013 http://athensbiennale.org/ ΑΞΙΑ VALUE Workshop: http://valueab4.wordpress.com Εξευγενισµός (gentrification), Γκραφίτι και Τέχνη του δρόµου: Σχέσεις και αντιθέσεις στη δηµόσια σφαίρα του αστικού φαντασιακού Παυσανίας Καραθανάσης Κοινωνικός Ανθρωπολόγος εικόνα 1: Περιοχή Μεταξουργείο/Κεραµεικός. Γωνία οδών Αγησίλαου και Μυκάλης. 08/2012. Το getrification ή αλλιώς στα ελληνικά ο εξευγενισµός είναι µια διαδικασία υλικής και κοινωνικής αλλαγής των µεγαλουπόλεων. Σύµφωνα µε την Sharon Zukin, κατά τη διαδικασία αυτή κοινωνικά περιθωριοποιηµένες περιοχές του κέντρου µιας µεγάλης πόλης, που κατοικούνται και χρησιµοποιούνται από οµάδες της εργατικής τάξης (ή/και, προσθέτω, από µειονοτικές οµάδες) µετατρέπονται σε περιοχές κατοικίας για τη µεσαία τάξη (1987:129). Από τις πρώτες φάσεις της εµφάνισης αυτής της διαδικασίας το 1960 και 1970 στην Αµερική, το gentrification είχε συνδεθεί µε τη δράση των καλλιτεχνών και των χώρων τέχνης. Έχει επικρατήσει λοιπόν, ένα γενικό σχήµα που περιγράφει τη διαδικασία. Σύµφωνα µε το σχήµα αυτό µια υποβαθµισµένη περιοχή ελκύει πρώτα οµάδες καλλιτεχνών, οι οποίες φέρνουν νέες χρήσεις που προσδίδουν πολιτισµική «αξία» και τελικά αυξάνεται και η οικονοµική αξία της περιοχής µε τελικό αποτέλεσµα την δηµογραφική µεταβολή. Ο
2 David Ley (1996, 2003), αναλύει το ρόλο των καλλιτεχνών ως πρωτοπόρων του gentrification και τους βλέπει ως τους φορείς ανάπτυξης ενός υψηλού πολιτισµικού κεφαλαίου σε µια περιοχή µε χαµηλό οικονοµικό κεφάλαιο. Στη συνέχεια, η ανάπτυξη του πολιτισµικού κεφαλαίου προκαλεί τη σταθερή οικονοµική ανάπτυξή της περιοχής µέσω των επενδύσεων, που εµπορευµατοποιούν ακριβώς αυτό το πολιτισµικό κεφάλαιο (2003: 2527). Αν και αυτό το σχήµα είναι πολύ γενικό µας δίνει τουλάχιστον µια εικόνα της σχέσης που αναπτύσσεται µεταξύ της διαδικασίας του εξευγενισµού και της δράσης των καλλιτεχνών και της τέχνης. Το θέµα όµως, στο οποίο θα εστιάσουµε εµείς, είναι οι σχέσεις που µπορεί να αναπτύσσει το gentrification σήµερα όχι ακριβώς µε την τέχνη, αλλά µε µια αστική και χωρική πρακτική που βρίσκεται στα όρια της τέχνης την πρακτική του graffiti, της τέχνης του δρόµου και του γραψίµατος στους τοίχους και τις επιφάνειες της πόλης. Αυτό όµως δεν µπορεί να γίνει χωρίς να σχολιάσουµε το κλασικό ερώτηµα: Το γκραφίτι είναι τέχνη ή βανδαλισµός; εικόνα 2: Περιοχή Μεταξουργείο/Κεραµεικός. Οδός Μεγάλου Αλεξάνδρου. 10/2013. Paste-ups/αφίσες µε το ερώτηµα: «Gentrification?». Σε µια από τις παρεµβάσεις µε µαρκαδόρο που παρατηρούµε στις γωνίες, διαβάζουµε: «Είναι µια ερώτηση µε από τους Bleeps.gr». 2
3 Γκραφίτι και βροµιά: «ύλη εκτός τόπου» Επίσηµοι λόγοι που χαρακτήριζαν το graffiti ως βανδαλισµό και ως βροµιά είχαν ήδη αρθρωθεί στα media τη δεκαετία του 1970 στην Νέα Υόρκη, όταν ακόµα βάφονταν στους τοίχους και τις επιφάνειες της πόλης τα πρώτα κοµµάτια ενός νεανικού, αισθητικού και αστικού πολιτισµικού κινήµατος που έµελλε να γιγαντωθεί και να γίνει παγκόσµιο φαινόµενο. Ταυτόχρονα όµως µε τους επίσηµους λόγους που ήθελαν το graffiti να είναι βάνδαλο, απολίτιστο και µιαρό για το «σώµα» της πόλης, το graffiti είχε ήδη αρχίσει να µετατρέπεται σε τέχνη και να εκτίθεται στις νέες τότε γκαλερί του «εναλλακτικού» SoHo που περνούσε εκείνη την εποχή µια πρώτη φάση «εξευγενισµού». Ο γεωγράφος Tim Cresswell (1996) περιγράφει πολύ χαρακτηριστικά αυτές τις διαδικασίες ανάπτυξης του graffiti τα πρώτα αυτά χρόνια της εµφάνισης του στη Νέα Υόρκη και ερµηνεύει την αµφισβήτηση του από τους επίσηµους λόγους χρησιµοποιώντας µια κλασική ανθρωπολογική προσέγγιση που συνδέει τη βροµιά µε το φόβο της αταξίας και τον καθαρισµό µε την εγκαθίδρυση ενός περιβάλλοντος τάξης. Ο Cresswell χρησιµοποιεί την έννοια της «ύλης εκτός τόπου» µια έννοια της Mary Douglas (2006 [1966]) που προσεγγίζει τη βροµιά ως ύλη που βρίσκεται απλά σε λάθος τόπο, για να περιγράψει τις αντιδράσεις των αρχών της Νέας Υόρκης, αναλύοντας αυτό που αποκαλεί το παράδοξο του graffiti, δηλαδή υποστηρίζοντας πως ενώ αυτό το στιλ ζωγραφικής είχε ήδη ξεκινήσει να παρουσιάζεται σε γκαλερί, έστω ως ένα ροµαντικοποιηµένο είδος λαϊκής τέχνης, όταν βρίσκεται στο δηµόσιο χώρο, εκτός δηλαδή των αποδεκτών ορίων του χώρου της γκαλερί, παρουσιάζεται ως βροµιά και βανδαλισµός δηµόσιας και ιδιωτικής περιουσίας (Cresswell 1996:31-61). Αν και από τη δεκαετία του 1970 και τους πρώτους λόγους που παρουσίαζαν το graffiti ως µιαρό έχουν περάσει πάνω από 40 χρόνια, και το graffiti έχει γίνει πια ένα παγκόσµιο φαινόµενο µε πολλά και διαφορετικά είδη και τεχνικές, οι αντιδράσεις προς αυτό από τις αρχές των πόλεων συνεχίζονται µε µεγάλη ένταση µέχρι και σήµερα. Με αντι-graffiti νόµους και κυρώσεις στους δηµιουργούς, µε ειδικά αντι-graffiti υλικά, όπως αυτά που βάζει και στην Αθήνα πια ο δήµαρχός µας, και µε αστυνόµευση, πασχίζουν οι αρχές να διατηρήσουν τις πόλεις «καθαρές», να περιορίσουν το graffiti και το street art εντός του τόπου του, και µε αυτόν τον τρόπο να επιβάλλουν την τάξη στο δηµόσιο χώρο. 3
4 εικόνα 3: Περιοχή Μεταξουργείο/Κεραµεικός. 10/2013. Οδός Μυκάλης. Δύο stencil. Tο ένα από αντιφασιστική οµάδα σχολιάζει τις σχέσεις των καλλιτεχνών και του Real Estate µε το Gentrification και το άλλο δείχνει τον καραγκιόζη να κρατάει στο χέρι του ένα µπουκάλι. εικόνα 4: Περιοχή Μεταξουργείο/Κεραµεικός. Οδός Μεγ. Αλεξάνδρου. 08/2012. Στη βάση ενός νόµιµου γκραφίτι έργου, που καταλαµβάνει ολόκληρο τον τοίχο του κτιρίου, υπάρχουν διάφορες παρεµβάσεις, µικρότερα γκραφίτι, ταγκς και συνθήµατα. Ανάµεσα σε αυτά το, «Μεταξουργείο -City-» και το «Ξύλο στους φασίστες». 4
5 Γκραφίτι, τέχνη του δρόµου και δηµόσιος χώρος Όµως το graffiti και το street art ανήκουν στο δηµόσιο χώρο, δεν είναι απλά έργα τοποθετηµένα εκεί, γιατί είναι πάντα σε άµεση επαφή µε τα υλικά και συµβολικά περιβάλλοντα στα οποία βρίσκονται επηρεάζονται από αυτά, αλλά και τα επηρεάζουν, τα αλλάζουν. Αν είναι λοιπόν αυτά τα έργα τέχνη, είναι σίγουρα τέχνη που είναι πάντα site-specific. Δηλαδή, το νόηµά τους εξαρτάται τόσο από το αστικό περιβάλλον στο οποίο βρίσκονται, όσο και από τις συνθήκες κάτω από τις οποίες έρχεται σε επαφή µαζί τους ο θεατής, ο οποίος στο δηµόσιο χώρο δεν τα αντιµετωπίζει ως αυτόνοµα έργα, αλλά πάντα σε σχέση µε τα υπόλοιπα αστικά στοιχεία κτίρια, ανθρώπους, άλλες εικόνες και συναισθήµατα που έχει ήδη για την συγκεκριµένη περιοχή, η σχέση που αναπτύσσει µαζί τους είναι µια περίπλοκη συναισθητιριακή εµπειρία. Επίσης, η εµφάνιση τους σε συγκεκριµένες περιοχές της πόλης συνδέεται µε διαδικασίες και αλλαγές στον αστικό χώρο που έχουν σχέση µε την πολιτική και την κοινωνία, όπως είναι βέβαια και η διαδικασία του «εξευγενισµού». εικόνα 5: Περιοχή Μεταξουργείο/Κεραµεικός. Οδός Λεωνίδου. 08/2012. Παρέµβαση σε γωνία κτιρίου. 5
6 Τα τελευταία χρόνια το street art έχει λάβει παγκόσµια δηµοσιότητα και έχει αναδειχθεί σε κυρίαρχο χαρακτηριστικό συγκεκριµένων περιοχών των σύγχρονων πόλεων. Στην περίπτωση της Αθήνας τέτοιες περιοχές είναι ο Κεραµεικός και το Γκάζι οι οποίες φιλοξενούν στους τοίχους τους αµέτρητες παρεµβάσεις. Οι παρεµβάσεις αυτές από την µια πλευρά ασκούν κριτική στη διαδικασία του «εξευγενισµού», αλλά από την άλλη µε την εµφάνισή τους εκεί αναπτύσσουν σχέσεις µε τις περιοχές αυτές, τις οποίες και αλλάζουν. Η αλλαγή αυτή αυξάνει το πολιτισµικό κεφάλαιο των περιοχών δίνοντας του αξία και έτσι, συνειδητά ή µη, οι δηµιουργοί τους συµµετέχουν στη διαδικασία του «εξευγενισµού», και βέβαια, σε αντίθεση µε άλλες περιοχές, σε αυτές τις περιπτώσεις δεν υπάρχουν και πολλές αντιδράσεις στην πρακτική αυτή. Ωστόσο, θα πρέπει να αναρωτηθεί κανείς τελικά τι είναι αυτό που πραγµατικά ενοχλεί τις αρχές και την εξουσία των πόλεων σε αυτήν την πρακτική. Με άλλα λόγια, πέρα από την αισθητική µετατροπή των τοίχων και των επιφανειών της πόλης, που χαρακτηρίζονται βροµιά, γιατί το graffiti, το street art και τα συνθήµατα είναι παράνοµα; εικόνα 6: Περιοχή Μεταξουργείο/Κεραµεικός. Οδός Κεραµεικού. 10/2013. Παρέµβαση που παρουσιάζει τον Υπ. Προστασίας του Πολίτη να πίνει κόκκινο υγρό σε ποτήρι, που µοιάζει µε αίµα, µε την λεζάντα: «Αυτό είναι Ντάκερι! Απελάστε υπεύθυνα». Γκραφίτι, γράψιµο στους τοίχους, κοινωνική κριτική και παρανοµία Το graffiti, το street art και το γράψιµο στους τοίχους και τις επιφάνειες του δηµόσιου χώρου σχετίζεται άµεσα µε τον ελεύθερο διάλογο και την κοινωνική κριτική. Οι τοίχοι των πόλεων είναι, και ήταν διαχρονικά, ένα πεδίο ανάπτυξης της 6
7 πολιτικοκοινωνικής κριτικής και του διαλόγου. Όσο και αν σε κάποιους αυτό µπορεί να φαίνεται αναχρονιστικό, είναι αντίθετα έντονα δηµοκρατικό. Τα πρώτα χρόνια της ελληνικής κρίσης, ένας συνοµιλητής µου, µου είχε πει χαρακτηριστικά πως δηµόσια κριτική κάνουν πια µόνο ο Λαζόπουλος στην τηλεόραση και τα συνθήµατα στους τοίχους. Ο Hagi Kenaan (2011) αναφέρει σχετικά πως πρέπει να υπολογίσουµε ότι την οπτική σφαίρα των πόλεων δεν την καθορίζουν οι κάτοικοί τους, αλλά οι κυρίαρχες εξουσίες και οι συνεργάτες τους, και αυτό ισχύει διαχρονικά. Οι κυρίαρχοι ποτέ δεν περιορίστηκαν στο να διαµορφώνουν απλά την εµφάνιση των πόλεων, αλλά επεκτείνονται στο να ορίζουν τη σφαίρα του φαντασιακού στις πόλεις οι εικόνες, τα σηµάδια και τα σύµβολα της κυρίαρχης εξουσίας και των εκπροσώπων της ήταν πάντα πανταχού παρόντα (Kenaan 2011: 105). Είναι γεγονός πως οι κυρίαρχοι θέλουν να έχουν τον απόλυτο έλεγχο της εµφάνισης εικόνων και επιγραφών στο αστική σφαίρα και έτσι οι κάτοικοι ουσιαστικά στερούνται του «δικαιώµατός τους στην πόλη», όπως το αντιλαµβάνεται ο Lefevre (2007 [1968]). Πρέπει λοιπόν να αναγνωρίσουµε πως η επίσηµη απο-νοµιµοποίηση του ελεύθερου γραψίµατος και βαψίµατος των επιφανειών των πόλεων δεν έχει να κάνει µόνο µε την προστασία της ιδιωτικής και δηµόσιας περιουσίας, αλλά είναι πάνω απ όλα ένα µέτρο ενάντια στις προσπάθειες υπονόµευσης του καθεστώτος του φαντασιακού που επιβάλλεται από την κυρίαρχη εξουσία. Κάτω από αυτό το πρίσµα όλες οι ενεργές οπτικές παρεµβάσεις στο δρόµο είναι εκφράσεις του δικαιώµατος των κατοίκων να ασκήσουν τις δικές τους δυνάµεις στο φαντασιακό στη δηµόσια σφαίρα. εικόνα 7: Λεωφόρος Παναγή Τσαλδάρη (Πειραιώς). 06/2013. Παρέµβαση σε τοίχο κτιρίου που φαίνεται από τα διερχόµενα οχήµατα της λεωφόρου. 7
8 Τέλος, µέσα στην κρίση και αφού τα τελευταία χρόνια οι αρχές στην Αθήνα είχαν περιορισµένους πόρους αλλά και πολλά προβλήµατα να αντιµετωπίσουν, η αδυναµία να ελέγξουν την πρακτική του graffiti είχε δηµιουργήσει πολύ ενδιαφέροντα βαµµένα τοπία στο κέντρο της πόλης που τράβηξαν το ενδιαφέρον ακόµα και ξένων πρακτορειών, γιατί εξέφραζαν το πως βιώνουν την κρίση και πως φαντάζονται την κοινωνία που θέλουν να ζουν, τουλάχιστον κάποιοι, από τους κατοίκους της. Σύµφωνα µε τα παραπάνω οφείλουµε να αναρωτηθούµε αν οι πρόσφατες επιχειρήσεις καθαριότητας που πραγµατοποιεί ο δήµος Αθηναίων, οι οποίες επιχειρούν να «βελτιώσουν» την εικόνα της πόλης αποδίδοντάς της έτσι «αξία», έχουν ως σκοπό τους µόνο την προστασία της δηµόσιας και ιδιωτικής περιουσίας και δεν επεκτείνονται στη γενικότερη προσπάθεια ελέγχου του φαντασιακού που αρθρώνεται στη δηµόσια σφαίρα. Βιβλιογραφικές Αναφορές Cresswell Tim (1996) In Place/Out of Place: Geography, Ideology and Transgression, University of Minnesota Press. Douglas Mary (2006 [1966]) Καθαρότητα και Κίνδυνος: Μια ανάλυση των εννοιών της Μιαρότητας και του Ταµπού. Μετφ. Αίγλη Χατζούλη, Αθήνα: Πολύτροπον. Kenaan Hagi (2011) Street Art and the Sovereign s Imagination. In Street Art in Israel, Tel Aviv Museum of Art. Διαθέσιµο στο: http://www.tau.ac.il/~kenaan/street_art.pdf Lefebvre Henri (2007 [1968]) Δικαίωµα στην Πόλη: Χώρος και Πολιτική. Μετφ. Πάνος Τουρνικιώτης Κλωντ Λωράν. Αθήνα: Εκδ. Κουκίδα. Ley David (1996) The New Middle Class and the Remaking of the Central City, Oxford and New York: Oxford University Press. Ley David (2003) Artists, Aestheticisation and the Field of Gentrification, Urban Studies, Vol. 40, No. 12: 2527 2544. Zukin Sharon (1987) Gentrification: Culture and Capital in the Urban Core, Annual Review of Sociology, Vol. 13: 129-147. Διαθέσιµο στο: http://www.lit.osaka-cu.ac.jp/user/yamataka/zukin_1987.pdf 8