Ερευνητική Εργασία Α5



Σχετικά έγγραφα
Η ιστορία της κρητικής λύρας

Ελληνική νησιώτικη μουσική

Π Ρ Ο Τ Υ Π Ο Π Ε Ι Ρ Α Μ Α Τ Ι Κ Ο Λ Υ Κ Ε Ι Ο Π Α Ν Ε Π Ι Σ Τ Η Μ Ι Ο Υ Π Α Τ Ρ Ω Ν. Μουσικά όργανα. Η καθ ημάς Μικρά Ασία

ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ. Όπως η εκκλησιαστική, έτσι και η δημοτική μουσική είναι μονοφωνική και τροπική και δεν ακολουθεί τη δυτική τονική αρμονία.

ΜΕΣΑΙΟΥ ΜΕΓΕΘΟΥΣ ΜΕ 4 ΧΟΡΔΕΣ. ΟΤΑΝ ΜΕ ΠΡΩΤΟΕΦΙΑΞΑΝ ΕΙΧΑ 2 ΜΕΓΕΘΗ, ΑΛΛΑ ΠΕΡΙΠΟΥ ΤΟ 1800 ΤΟ ΜΕΓΕΘΟΣ ΜΟΥ ΣΤΑΘΕΡΟΠΟΙΗΘΗΚΕ.

ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΠΑΓΚΑΛΟΣ. Συντροφιά με την Κιθάρα ΕΚΔΟΣΗ: ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ ΙΕΡΟΥ ΝΑΟΥ ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΡΙΑΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Χορδόφωνα. Βιολί. Βιολόλυρα

ΧΟΡΟΙ ΚΑΙ ΠΑΡΑ ΟΣΙΑΚΑ ΗΧΟΧΡΩΜΑΤΑ. ΕΡΕΥΝΑ ΓΥΡΩ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΚΡΗΤΙΚΟΥΣ

Τεχνολογία ΠΩΣ Η ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΗΣ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑΣ ΕΠΗΡΕΑΣΕ ΤΗΝ ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΟΥ ΜΟΥΣΙΚΟΥ ΟΡΓΑΝΟΥ ΤΗΣ ΚΙΘΑΡΑΣ. 7ο Λύκειο Καλλιθέας Σκαρλάτος Βασίλης Α4

Το Βιολί. Πασχαλιά-Μπρέντα Νίκη. Μαθήτρια Α2 Γυμνασίου, Ελληνικό Κολλέγιο Θεσσαλονίκης. Επιβλέπων Καθηγητής: Κωνσταντίνος Παρασκευόπουλος

Σχέδιο μαθήματος 4 Προβολή ταινίας «Ρεμπέτικο» Διεύθυνση Νεώτερου Πολιτιστικού Αποθέματος και Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς, 2016

Jordi Alsina Iglesias. Υποψήφιος διδάκτορας. Πανεπιστήμιο Βαρκελώνης

ΘΕΜΑ: Η σχέση και οι επιλογές των νέων ετών με την

ΑΡΧΑΝΕΣ Οδός Τσικριτζή

ΜΟΔΑ ΣΤΗ ΜΟΥΣΙΚΗ : Στην Αφρική Στην Αυστραλία Στην Αμερική Στην Ευρώπη Στην Κίνα

B I Ω M A T I K H Δ Ρ Α Σ Η (P R O J E C T)

ΑΡΩΜΑ ΧΟΡΩΝ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ (Project Τμήμα: ΑΓ)

ΕΙΔΗ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΑ ΜΟΥΣΙΚΗΣ. Φλεγομενεσ ροδεσ

Η ΕΛΛΗΝΙΚΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΑΜΑΝΕ

Νυκτά Χορδόφωνα. Το γένος του Λαούτου

ΤΙΤΛΟΣ: ΜΟΥΣΙΚΑ ΟΡΓΑΝΑ ΠΟΥ ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΟΥΝΤΑΙ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΓΙΑ ΟΛΑ ΤΑ ΕΙΔΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΟΥΣΙΚΗΣ. ΤΟΠΟΙ ΠΡΟΕΛΕΥΣΗΣ ΚΑΙ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗΣ.

Στη Μινωική Κρήτη απεικονίζονται χοροί με μορφή λιτανείας ή πομπής.οι αρχαίοι Έλληνες προκειμένου να μιλήσουν για το χορό, χρησιμοποιούσαν

ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΕΣ ΕΚΔΗΛΩΣΕΙΣ ΚΟΚΚΙΝΗ ΧΑΝΙ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ 2009

«The Queen s Gigue» του Τόμας Ρόμπινσον, (Thomas Robinson )

Μουσικά Όργανα των Αρχαίων Ελλήνων (Μέρος β )

ΠΑΡΑ ΟΣΙΑΚΟΙ ΧΟΡΟΙ. Ερευνητική Εργασία Α Τετραμήνου 4ο Γενικό Λύκειο Λαμίας Τμήμα: Α 6 Σχ. Έτος :

Συνέντευξη με τον κύριο Αβυσσηνό. Α. Πλευρά

ΚΕΝΤΡΟ ΒΑΛΚΑΝΙΚΗΣ ΜΟΥΣΙΚΗΣ ΒΑΛΚΑΝΙΩΝ ΔΡΩΜΕΝΑ ΔΗΜΟΣ ΑΡΤΑΙΩΝ. Κάστρο Άρτας, Ιουνίου. - Light in Babylon (Τουρκία - Ισραήλ - Συρία - Γαλλία)

Μύθοι. Τοπικοί μύθοι Η ανάγκη των ανθρώπων οδήγησε στη δημιουργία μύθων

Εισαγωγή στη μουσική. Μουσικοκινητική Αγωγή. Α εξάμηνο Θεωρία 3. ΝΟΤΕΣ. 1. Μουσική 2. Μελωδία 3. Νότες 4. Ρυθμός

Γεννήθηκε το 1883 στο Ηράκλειο της Κρήτης Υπήρξε φιλόσοφος, ποιητής, θεατρικός συγγραφέας Έργα: µυθιστορήµατα, ποίηση, θεατρικά,

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟ ΜΑΘΗΜΑ Ι ΑΚΤΙΚΗ ΤΗΣ ΜΟΥΣΙΚΗΣ Ι

Μουσική παιδεία και μουσικά όργανα στην Αρχαία Ελλάδα

Κεφάλαιο 2. Ηχόχρωμα Αρμονικές συχνότητες

ΕΓΧΟΡΔΑ ΜΟΥΣΙΚΑ ΟΡΓΑΝΑ. Εργασία πληροφορικής

Το βιολί είναι έγχορδο μουσικό όργανο που παίζεται με δοξάρι. Έχει 4 χορδές διαφορετικού τονικού ύψους (σολ, ρε, λα, μι), που χορδίζονται κατά

Λογοτεχνικό Εξωσχολικό Ανάγνωσμα. Εργασία Χριστίνας Λιγνού Α 1

Κεφάλαιο 8. Τα τοξωτά χορδόφωνα

Π Ι Σ Τ Ο Π Ο Ι Η Σ Η Ε Π Α Ρ Κ Ε Ι Α Σ Τ Η Σ ΕΛΛΗΝΟΜΑΘΕΙΑΣ Κ Α Τ Α Ν Ο Η Σ Η Π Ρ Ο Φ Ο Ρ Ι Κ Ο Υ Λ Ο Γ Ο Υ Π Ρ Ω Τ Η Σ Ε Ι Ρ Α Δ Ε Ι Γ Μ Α Τ Ω Ν

Όταν είσαι χορεύτρια, ηθοποιός, τραγουδίστρια, καλλιτέχνης γενικότερα, είσαι ένα σύμπαν που φωτοβολεί.

Κατανόηση προφορικού λόγου

Αναστασία Μπούτρου. Εργασία για το βιβλίο «Παπούτσια με φτερά»

ΤΟ ΑΝΑΛΥΤΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΤΟΥ ΤΕΤΡΑΗΜΕΡΟΥ: 1 η Μέρα

ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΗΡΙΟ «ΤΟ ΠΑΓΚΡΗΤΙΟΝ» ΕΡΕΥΝΑ. Της μαθήτριας της Α Λυκείου Χριστίνας Ρητσοπούλου

Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Α

.Σ. Ναυστάθµου Σούδα (XANIA) ΛΕΟΝΤΕΙΟ.Σ. Πατησίων

ΒΙΟΛΑ. Ιστορικά στοιχεία

Τρομπέτα. β) Είδη τρομπέτας. 1) Μικρή τρομπέτα ( piccolo) σε φα, μι ύφεση και ρε. Ειδική περίπτωση αποτελεί η τρομπέτα του Μπάχ ( σε ρε).

ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΤΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ

Κυκλαδική τέχνη και σύγχρονη αφηρημένη τέχνη

Κλέφτικο τραγούδι: [Της νύχτας οι αρµατολοί] (Κ.Ν.Λ. Α Λυκείου, σσ )

OPΓANΩΣH: ΠOΛITIΣTIKOΣ ΣYΛΛOΓOΣ ΓEPΓEPHΣ. Στο Pούβα... Γιορτές της φύσης & των ανθρώπων! Γιορτές της φύσης. & των ανθρώπων!

Ιστορία των Ευρωπαϊκών Μουσικών Οργάνων

Κόλιντα (Colinda) : Τα Χριστουγεννιάτικα κάλαντα είναι ενα παραδοσιακό λαϊκό τραγούδι, που το λένε παιδιά, έφηβοι και άντρες για να γιορτάσουν τα

Τα μουσικά όργανα στην Αρχαία Ελλάδα ήταν ο αυλός, με διαφορετικές μορφές, η λύρα, η άρπα, η φόρμιξ, η κιθάρα, αργότερα η ύδραυλις κλπ.

Κατασκευή- γραφή- έκταση

Η τέχνη του χορού. Αν δεν χορεύεις, χαραμίζεις τα πόδια σου

Η Κύπρος έχει μεγάλη ποικιλία εδεσμάτων

ΠΕΡΙΑΔΙΑΒΑΙΝΟΝΤΑΣ ΣΤΟ ΧΩΡΟ ΚΑΙ ΣΤΟ ΧΡΟΝΟ ΤΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ. Πολιτιστικό πρόγραμμα με βάση την Ιστορία της Ε Δημοτικού

Εισαγωγή στα Πρότυπα Γυμνάσια-N.Γλώσσα

Eν φωναίς και οργάνοις ΒασΙλησ Θ. ΓρατσοΥνασ

ΒΙΒΛΙΟ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟΥ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ

Συνέντευξη με τον αγαπητό φίλο μας κιθαρίστα Παξιμαδάκη Γιάννη στο Ηράκλειο. Α. Πλευρά

Ελισάβετ Μουτζάν-Μαρτινέγκου, Αυτοβιογραφία

Σχέδιο εργασίας της ΣΤ τάξης Η Ταραντέλα (Tarantella)

ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ ΣΤΙΧΩΝ ΤΡΑΓΟΥΔΙΩΝ ΜΕ ΘΕΜΑ ΤΟΝ ΕΡΩΤΑ

ΑΦΡΙΚΑΝΙΚΗ ΜΟΥΣΙΚΗ. Η Αφρικανική µουσική, που χρησίµευε κυρίως για θρησκευτικές τελετές, αποτέλεσε την αρχή για τη δηµιουργία της σύγχρονης µουσικής.

ΚΥΚΛΑΔΙΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ ΙΣΤΟΡΙΑ Α ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ

Γιάννης Ρίτσος: Ανυπόταχτη Πολιτεία (Κ.Ν.Λ. Γ Λυκείου, σσ )

ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΟ ΣΧΕΔΙΟ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ ΕΝΟΤΗΤΑ: ΑΡΜΟΝΙΑ (ΟΣΤΙΝΑΤΟ 1) ΣΧΟΛΕΙΟ/ΤΑΞΗ: A AΡ. ΜΑΘΗΤΩΝ:

& percussion. Boomwhackers. Π ο τ έ έ ν α κ ρ ο υ σ τ ό δ ε ν ε ί χ ε τ έ τ ο ι ε ς δ υ ν α τ ό τ η τ ε ς

Ο Ήχος. Υπεύθυνος Καθηγητής: Παζούλης Παναγιώτης

Έπος σημαίνει: λόγος, διήγηση και ειδικότερα αφηγηματικό ποίημα με περιεχόμενο μυθολογικό, διδακτικό, ηρωικό.

Ποιες γνώμες έχετε ακούσει για τη Βίβλο; Τι θα θέλατε να μάθετε γι αυτή;

ΓΕΛ ΑΛΙΑΡΤΟΥ Σχ. Έτος ΟΜΑΔΑ: Κατερίνα Αραπίτσα Κατερίνα Βίτση Ειρήνη Γκραμόζι Σοφία Ντασιώτη

Project A Λυκείου. Ασημακοπούλου Όλγα Διαμαντοπούλου Λώρα Καραφύλλη Ελένη Τζεβελεκάκη Μαρία. Θέμα: Ιστορική συνέχεια στους παραδοσιακούς χορούς

μακέτα δημοτικό τραγουδι.qxp_layout 1 5/12/16 11:22 π.μ. Page 3 ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ

ΧΑΡΤΙΝΗ ΑΓΚΑΛΙΑ ΟΜΑΔΑ Β. Ερώτηση 1 α

Γιατί μελετούμε την Αγία Γραφή;

ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΡΗΤΙΚΗΣ ΔΙΑΤΡΟΦΗΣ

ΠΣΠΑ ΕΡΓΑΣΙΑ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑΣ ΜΕ ΘΕΜΑ: ΚΙΘΑΡΑ

ΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΚΑΙ ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΕΣ ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ ΤΩΝ MOYΣIKΩN OPΓANΩN

Το διπλό μπάσο (κοντραμπάσο)

Μουσικά όργανα. Κουδουνίστρα. Υλικά κατασκευής: Περιγραφή κατασκευής: Λίγα λόγια γι αυτό:

ΑΡΧΗ ΔΕΛΤΙΟΥ ΤΥΠΟΥ. 24,25&26 Μαΐου 2018

Έκθεση μουσικών οργάνων

Χαρακτηριστικές εικόνες από την Ιλιάδα του Ομήρου

ΑΠΟΤΙΜΗΣΗ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΚΗΣ ΣΗΜΑΣΙΑΣ ΤΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ στα αποσπάσματα των εγχειριδίων που ακολουθούν : 1]προσέξτε α) το όνομα του Βυζαντίου β) το μέγεθος

Μήπως είσαι μουσικός;

Ενότητα 7. πίνακας του Γιώργου Ιακωβίδη

Μουσικοκινητική αγωγή

Χάρη στο θάρρος των παππούδων μας σώθηκε όλος αυτός ο θησαυρός, η παράδοσή μας

Ακουστική αναγνώριση μουσικών οργάνων

Μουσική και Μαθηματικά!!!

Τετράδια κιθάρας. Συνοδεία τραγουδιών. Οδηγός Ρυθμών. Επιμέλεια: Ευγένιος Αστέρις. Επικοινωνία : evgeniosasteris@pathfinder.gr

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΕΠΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΣΤΑ ΟΜΗΡΙΚΑ ΕΠΗ

ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΟ ΣΧΕΔΙΟ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ

Ζάννειο Πειραματικό Λύκειο Σχολικό έτος Μάθημα Project Β Λυκείου Α Τετράμηνο

«Βασιλιάς των Ξωτικών» ( Erlkonig ) Κατηγορία: Lied Στίχοι: Goethe Μουσική: Schubert

Μια εκπαιδευτική διαδικασία Νικόλας Τσαφταρίδης ΕΕΔΙΠ, Α βαθµίδας Πανεπιστηµίου Αθηνών, Τµήµα Εκπαίδευσης και Αγωγής στην Προσχολική Ηλικία

Transcript:

Ερευνητική Εργασία Α5 Οµάδα: Κρητικοί Θέµα: Μουσικά όργανα και χοροί της Κρήτης Μέλη: Παπάζογλου Νίκος Παρασύρης Αντώνης Σπυριδάκης Γιώργος Σταυρουλάκης Γιώργος Στεφανάκης Βασίλης

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΠΕΡΙΛΗΨΗ σελ.3 ΕΙΣΑΓΩΓΗ σελ.4 ΠΛΑΙΣΙΟ ΣΤΟΧΟΙ σελ.8 ΥΛΟΠΟΙΗΣΗ ΕΡΕΥΝΑΣ σελ.9 ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ σελ.10 Μουσικά όργανα _σελ.10 Χοροί σελ.52 ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ σελ.74 ΑΝΑΣΤΟΧΑΣΜΟΣ σελ.75 ΕΠΙΛΟΓΟΣ σελ.76 ΑΝΑΦΟΡΑ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑΣ _σελ.77 2

ΠΕΡΙΛΗΨΗ Η Κρητική µουσική είναι ευρέως γνωστή και όχι µόνο στην Κρήτη αλλά και σε όλο τον κόσµο. Ο σκοπός αυτής της εργασίας είναι να µάθουµε κάποια πράγµατα για την Κρητική µουσική αλλά ο ουσιαστικός µας σκοπός µας ήταν να µάθουµε από που προέρχεται αυτός ο µελωδικός ήχος που ακούµε στα Κρητικά τραγούδια. Όµως η µουσική δεν πάει µόνη της. Έτσι αποφασίσαµε να αναφερθούµε και στους χορούς της Κρητικής παράδοσης. 3

ΕΙΣΑΓΩΓΗ Η ΚΡΗΤΙΚΗ ΜΟΥΣΙΚΗ Οι Κρητικοί καλαίσθητος από τη φύση τους λαός είχαν αναπτύξει από την αρχαιότητα µια αξιόλογη µουσική παράδοση. Η µουσική αυτή είχε µπει δυναµικά στις λατρευτικές τελετές και τις άλλες κοινωνικές εκδηλώσεις. Ακόµα και οι νέοι µάθαιναν τους νόµους µε µουσική, για να ψυχαγωγούνται και να είναι ευκολότερη η µάθησή τους, κατά την µαρτυρία του Αιλιανού. Κατά τον Αθήναιο οι Κρητικοί βάδιζαν στη µάχη υπό τον ήχο της λύρας. Το έθιµο αυτό κράτησε ως τους επαναστατικούς χρόνους, που µετά την µάχη κατά του Τούρκου κατακτητή, οι επαναστάτες έφερναν µαζί τους την λύρα και χόρευαν. Το στοιχείο αυτό δείχνει τη µακρόχρονη και ακατάλυτη δύναµη του τραγουδιού και του χορού της Κρήτης. Οι ρίζες της κρητικής µουσικής πέρνούν το έδαφος της τουρκοκρατίας, της ενετοκρατίας, της Βυζαντινής περιόδου και βρίσκονται βαθειά ριζωµένες στην κλασσική αρχαιότητα και τον Κρητικό µύθο. Ένα παράδειγµα του Κρητικού µύθου ήταν όταν η Ρέα, προκειµένου να σώσει το νεογέννητο ία από τον παιδοφάγο πατέρα του, τον Κρόνο, εµπιστεύτηκε την ανατροφή του στους Κορυβάντες και τους Κουρήτες. Για να µην ακούονται οι κλαυθµυρισµοί του νηπίου, χτυπούσαν τύµπανα, κύµβαλα, σείστρα και άλλα όργανα προκαλούσαν τη δαιµονιώδη θόρυβο. Η παροιµιώδης και πρωτόγονη αυτή µουσική θεωρείται ως ο πρόδροµος της Κρητικής µουσικής και τα κρουστά όργανα που χρησιµοποιούσαν, ήταν τα πρώτα Κρητικά όργανα. Παρά τις αλλεπάλληλες κατά καιρούς κατακτήσεις της Κρήτης, παρά τους διωγµούς και τις καταπιέσεις των κατακτητών, η Κρητικοί διατήρησαν µε πείσµα και φανατισµό ανέπαφη τη µουσική τους. Η µουσική αυτή, που είχε θρησκευτικό χαρακτήρα, διαδόθηκε στα νησιά του Αιγαίου και την ηπειρωτική Ελλάδα. Τα άσµατα του Θαλήτα από τη Γόρτυνα είχαν όχι µόνο ψυχαγωγικό χαρακτήρα, αλλά έκρυβαν µέσα τους ακόµα και θεραπευτική δύναµη. Κλήθηκε µάλιστα και πήγε στη Σπάρτη, για να αντιµετωπίσει µε τις µελωδικές του ωδές το λοιµό που µάστιζε την πόλη. Οι µελωδίες του Θαλήτα ψάλωνταν στη Σπάρτη για πολλά χρόνια µετά το θάνατό του και άσκησαν µάλιστα σηµαντική επίδραση στον Πυθαγόρα. Ακόµα και στους ελφούς, που κατά την παράδοση το ιερό του Απόλλωνα είχε ιδρυθεί από Κρητικούς, οι Κνώσσιοι ιερείς έψαλλαν ύµνους µε Κρητικούς ρυθµούς προς τον Πύθιο Απόλλωνα. Στην περίοδο της ενετοκρατίας καλλιεργείται παράλληλα µε την εκκλησιαστική και κοσµική µουσική. Κορυφαίος µάλιστα Κρητικός µουσικοσυνθέτης αναδεικνύεται ο Φραγκίσκος Λεονταρίτης (1581-1672) µε τα τραγούδια οι Κρητικοί εκφράζουν τα συναισθήµατα της χαράς, της λύπης, του ενθουσιασµού, της αισιοδοξίας, του πόνου και του πόθου. Ακόµα εξιστορούν ιστορικά γεγονότα, υµνούν τους ήρωες της φυλής τους και τραγουδούν άλλα περιστατικά από την εθνική και 4

κοινωνική ζωή. Οι µαντινάδες µάλιστα έχουν παγκρήτιο χαρακτήρα και συνοδεύουν όλες τις κοινωνικές εκδηλώσεις. εν νοείται γάµος, βάφτιση, πανηγύρι, χοροεσπερίδα, παρέα ή συγκέντρωση, χωρίς µαντινάδες, που κλείνουν µέσα τους υψηλές ευαισθησίες και νοηµατικό περιεχόµενο. Παράδειγµα µαντινάδας Αέρας είσαι δυνατός κι εγώ φτωχό λουλούδι και µε φυσάς και γίνεται η ερηµιά τραγούδι. Γελάς κι ανθίζουν γιασεµιά και βγαίνουνε τ αστέρια, κι όλου του κόσµου τσι χαρές κρατείς στα δυο σου χέρια Τα ριζίτικα τραγούδια των δυτικών επαρχιών της Κρήτης τραγουδιούνται στις ρίζες των Λευκών ορέων κι έχουν ύφος ζωηρό, επιβλητικό και αυστηρό. Έχουν µάλιστα προσανατολισµό προς την ιστορία του τόπου και τα γεγονότα του. ιακρίνονται σε τραγούδια της τάβλας και της στράτας. Τα τραγούδια της ταύλας τραγουδιούνται σε όλες τις κοινωνικές εκδηλώσεις χωρίς όργανα. Οι τραγουδιστές, καθισµένοι γύρω από το τραπέζι(τάβλα), τραγουδούν οµαδικά. Τα τραγούδια της στράτας τραγουδιούνται µε την συνοδεία µουσικών οργάνων στον δρόµο. Ακόµα τραγουδιούνται αποσπάσµατα από έργα Κρητών λογοτεχνών. (π.χ. Ερωτόκριτος, Βιτσέντζου Κορνάρου) 5

ΠΛΑΙΣΙΟ ΣΤΟΧΟΙ Το θέµα µε το οποίο αποφασίσαµε να ασχοληθούµε ως οµάδα είναι: Τα µουσικά όργανα και οι χοροί της Κρήτης Αυτό το θέµα το αποφασίσαµε ως οµάδα γιατί ως Κρητικοί που είµαστε οφείλουµε να ξέρουµε κάποια πράγµατα για τα µουσικά όργανα που χρησιµοποιούνται στην Κρητική παράδοση. Ακόµα πήραµε τους χορούς γιατί όπως ανέφερα και στην περίληψη, µουσική και χορός πάνε µαζί. Οι ερωτήσεις που θέλαµε να καλύψουµε και ελπίζουµε να το κάναµε είναι οι εξής: Ποια είναι τα µουσικά όργανα της Κρήτης; Ποια είναι η ιστορία του κάθε οργάνου; Ποιοι είναι οι χοροί της Κρήτης; Που χορεύεται ο καθ ένας; ΜΕΘΟ ΟΛΟΓΙΑ-ΥΛΟΠΟΙΗΣΗ ΕΡΕΥΝΑΣ Η οµάδα µας αναζήτησε της πληροφορίες της σε βιβλία που µπορούσε να φέρει ο καθένας µας. Ακόµα χρησιµοποιήσαµε και το internet αλλά ακόµα και εκεί αναζητήσαµε για βιβλία. 6

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΤΑ ΜΟΥΣΙΚΑ ΟΡΓΑΝΑ ΣΤΗΝ ΚΡΗΤΙΚΗ ΠΑΡΑ ΟΣΗ Τα παραδοσιακά λαϊκά µουσικά όργανα που χρησιµοποιούνται σήµερα στην Kρήτη, για την απόδοση της µουσικής των χορών και των τραγουδιών της, άλλα σε µεγαλύτερο βαθµό κι άλλα σε µικρότερο, είναι το λαγούτο, η λύρα, το βιολί, η βιολόλυρα, το µαντολίνο, η κιθάρα, το µπουλγαρί, µ(π)αντούρα, η ασκοµ(π)αντούρα, το χαµπιόλι και το νταουλάκι. Οι τεκµηριωµένες πληροφορίες σχετικά µε τη χρονολόγηση της παρουσίας των περισσοτέρων από αυτά στην Kρήτη ανάγονται, κυρίως, στην περίοδο της Bενετοκρατίας, προέρχονται από διάφορες πηγές (εικονογραφικές, φιλολογικές, αρχειακές, αναφορές ιερωµένων της εποχής, αποµνηµονεύµατα, νοταριανά έγγραφα κ.ά.) και αφορούν το νταουλάκι, το χαµπιόλι, τη µ(π)αντούρα, την ασκοµ(π)αντούρα, το λαγούτο, το βιολί και την κιθάρα, καθώς και άλλα µουσικά όργανα (τσίτερες, κλαδοτσύµπανα, τροµπέτες, άρπες, µπάσα κλπ) των οποίων η χρήση δεν επιβίωσε. Για τη λύρα, το µπουλγαρί και το µαντολίνο τα εµπεριστατωµένα στοιχεία είναι υστερότερα. Αρχίζουν από το δεύτερο µισό του 18ου αιώνα. Τέλος, η βιολόλυρα είναι όργανο της εποχής του µεσοπολέµου. Τη χρήση των αυλών και των τυµπάνων στην Kρήτη αναφέρουν οι Έλληνες ορθόδοξοι ιερωµένοι της εποχής από τις αρχές του 15ου και του 17ου αιώνα, αντίστοιχα. Τα τύµπανα, που ονοµάζονται και ταµπούρλα, αναφέρονται και στα κείµενα της κρητικής λογοτεχνίας από το 1600 περίπου. Το µικρό κρητικό τύµπανο, που ονοµάζεται νταουλάκι ή τουµπί, διατηρείται µέχρι σήµερα µόνο στο νοµό Λασιθίου και είναι αυτό ένα από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της µουσικής κληρονοµιάς του νοµού. Είναι ένα ρυθµικό όργανο, το οποίο παίζεται µε δύο ειδικά φτιαγµένα νταουλόξυλα, που ονοµάζονται τουµπόξυλα, και συνήθως συνοδεύει ένα τουλάχιστον µελωδικό όργανο, που µπορεί να είναι µ(π)αντούρα, ασκοµ(π)αντούρα, λύρα ή βιολί. Στην Kρήτη απαντώνται δύο τύποι αυλών. O ένας έχει στην άκρη επιστόµιο, όπως το φλάουτο µε ράµφος, και ο άλλος µονό γλωσσίδι, όπως το κλαρινέτο. Oι ονοµασίες που αποδίδονται στον κάθε τύπο είναι πολλές, ανάλογα µε τις περιοχές, και σηµειωτέον διαφορετικές από τις αντίστοιχες της υπόλοιπης Eλλάδας. Το πρώτο ακούγεται ως: Xαµπιόλι, θιαµπόλι, φθιαµπόλι (ή 7

φτιαµπόλι ή φιαµπόλι), µπαµπιόλι (ή παµπιόλι), σφυροχάµπιουλο (ή σφυροχάµπουλο), πειροχάµπιολο και γλωσσοχάµπουλο. Για το όργανο µε γλωσσίδι ο κρητικός λαός χρησιµοποιεί τις ονοµασίες µαντούρα, µπαντούρα ή παντούρα. Όπως καταδεικνύεται από την κρητική λογοτεχνία, οι όροι φιαµπόλι, µαντούρα και παντούρα είναι γνωστοί στην Kρήτη από τα τέλη του 16ου αιώνα Ασκοµ(π)αντούρα φλασκοµ(π)αντούρα ονοµάζεται στην Κρήτη η γνωστή σε όλα τα νησιά του Aιγαίου τσαµπούνα, η οποία είναι ο ένας από τους δύο τύπους άσκαυλου που συναντάµε στον ελλαδικό χώρο. Η χρήση της στην Κρήτη µαρτυρείται εικονογραφικά από τα µέσα περίπου του 15ου αιώνα. H παρουσία του λαγούτου και του βιολιού στην Kρήτη, ανάµεσα στα χρησιµοποιούµενα µουσικά όργανα, επισηµαίνεται από τα τέλη του 16ου αιώνα σε πολλές πηγές, φιλολογικές, αρχειακές, µουσειακές (κεντήµατα) κ.λπ. Παρ όλα αυτά, µέχρι το πρώτο τέταρτο του 20ου αιώνα η χρήση του λαγούτου είχε περιοριστεί µόνο στο νοµό Χανίων. Αντίθετα το βιολί παρέµεινε µέχρι τη δεκαετία του 1960 το πιο δηµοφιλές όργανο στις περισσότερες περιοχές των νοµών Χανίων, Λασιθίου και Ηρακλείου. O παλαιότερος γνωστός λαϊκός βιολάτορας στην Kρήτη θεωρείται ο Στέφανος Tριανταφυλλάκης ή Kιώρος (1715-1800) από τις Λουσακιές Κισσάµου Χανίων, που εµπνεύστηκε ή διαµόρφωσε τη µουσική του πεντοζαλιού, καθώς και αρκετούς σκοπούς του χανιώτικου συρτού. Τις τελευταίες δεκαετίες το λαγούτο διαδόθηκε σε όλη την Κρήτη, ενώ παράλληλα άλλαξε µέγεθος, κούρδισµα και ρόλο, περιοριζόµενο στην ρυθµική συνοδεία. Όµως στα Χανιά το λαγούτο παιζόταν και παίζεται όπως αιώνες παλαιότερα, δηλαδή δεν κρατεί απλώς το ρυθµό και δεν παίζει ρόλο οργάνου συνοδείας, αλλά µόνο του ή µε το βιολί ή τη λύρα παίζει και τη µελωδία, σαν να συνεχίζοντας θα λέγαµε την παλαιά παράδοση του µεσαιωνικού ή αναγεννησιακού λαγούτου, που ήταν όργανο σολιστικό. Τι συνέβαινε όµως µε τη λύρα; Αν και γνωστή στον ελλαδικό χώρο ήδη από τον 9ο αιώνα µ.χ., άρχισε να χρησιµοποιείται στην Kρήτη, σύµφωνα µε τους σύγχρονους µελετητές, µετά την τουρκική κατάκτηση, τον 17ο ή τον 18ο αιώνα. Οι λύρες που συναντάµε σε κείµενα της Ενετοκρατίας αφορούν τις ή 8

αναγεννησιακές «λύρες ντα µπράτσο» και δεν έχουν καµµία σχέση µε τη λύρα που σήµερα παίζεται στην Κρήτη. Στην Kρήτη υπήρχαν δύο τύποι λύρας. Tο λυράκι, που έδινε οξύ και διαπεραστικό ήχο, κατάλληλο για χορό και η βροντόλυρα, µεγαλύτερη σε µέγεθος, ιδανική για την πολύωρη συνοδεία τραγουδιού. Aπό τους δύο τύπους αυτούς προήλθε η σύγχρονη κοινή λύρα. Στις µέρες µας η αχλαδόσχηµη αιγαιοπελαγίτικη λύρα (που συναντάµε σε παραλλαγές στη Θράκη, τη Μακεδονία, την Κάρπαθο, την Κάσο κ.α.) θεωρείται το κατ εξοχήν λαϊκό όργανο της Kρήτης. Λόγω συγκυριών, κυριάρχησε και καθιερώθηκε τα τελευταία 40 χρόνια µέσα από τα χέρια σπουδαίων και φηµισµένων λαϊκών µουσικών. Η εύκολη και ανέξοδη κατασκευή της λύρας από τον ερασιτέχνη µουσικό, εν αντιθέσει µε το βιολί που κατασκευάζεται από επαγγελµατία οργανοποιό και κοστίζει πολύ, συνέβαλε στη γρήγορη διάδοσή της στο νησί, πιθανόν στα τέλη του 18ου αιώνα, αφού από τότε αναφέρεται σε διάφορες πηγές. H περιοχή της Kρήτης όπου ανέκαθεν κυριαρχούσε η χρήση της λύρας είναι ο νοµός Pεθύµνου. Mέχρι το πρώτο τέταρτο του 20ου αιώνα παιζόταν, κυρίως, µόνη της, δηλαδή χωρίς συνοδευτικά όργανα, και στο κέντρο του χορευτικού κύκλου. Στο δοξάρι της συνήθιζαν να κρεµούν µικρά σφαιρικά κουδουνάκια, που λέγονται γερακοκούδουνα, επειδή θεωρείται ότι παρόµοια κουδουνάκια κρεµούσαν κατά τη βυζαντινή περίοδο στα κυνηγετικά γεράκια. Kατά την εκτέλεση της µουσικής τα γερακοκούδουνα µε επιδέξιες κινήσεις µεταµορφώνονται σ ένα δεύτερο όργανο ρυθµικής και αρµονικής συνοδείας. Στις αρχές της περιόδου του Μεσοπολέµου (1920-1940) διαµορφώθηκε στην κεντρική Κρήτη η βιολόλυρα, µια οκτάσχηµη λύρα που δηµιουργήθηκε στα πλαίσια µιας προσπάθειας να αποκτήσει η λύρα τις τεχνικές δυνατότητες του βιολιού. Χρησιµοποιήθηκε ιδιαίτερα στο νοµό Ηρακλείου. Μπουλγαρί ονοµάζεται στην Κρήτη ένα όργανο του τύπου του ταµπουρά, µε µικρό αχλαδόσχηµο κυρτό ηχείο και µακρύ λεπτό χέρι. Η χρήση του στη Κρήτη είναι πιθανή από τα µέσα του 18ου αιώνα. Xρησιµοποιήθηκε (και χρησιµοποιείται), κυρίως, στην απόδοση των ταµπαχανιώτικων τραγουδιών 9

που ακούγονταν στα αστικά κέντρα της Kρήτης (Xανιά, Pέθυµνο και Hράκλειο) τα χρόνια του Mεσοπολέµου (1920-1940) και στα οποία συνδυάζεται η κρητική µουσική, η µικρασιάτικη και το ρεµπέτικο τραγούδι. Το µαντολίνο είναι ένα όργανο που διαµορφώθηκε στην Ευρώπη το 17ο αιώνα. Πολλά χρόνια τώρα, και χωρίς να γνωρίζουµε ακριβώς από πότε, το χρησιµοποιούν οι Κρητικοί λαϊκοί οργανοπαίχτες κυρίως ως όργανο µελωδίας ή συνοδείας της λύρας στην κεντρική Kρήτη και του βιολιού στην ανατολική. Σύµφωνα µε τις µαρτυρίες πολλών σπουδαίων παλαιών µουσικών, το πρώτο τέταρτο του 20ου αιώνα συνοδευτικά όργανα της λύρας στο νοµό Pεθύµνου ήταν το µπουλγαρί και το µαντολίνο. H κιθάρα (όργανο σήµερα της λαϊκής µουσικής πολλών χωρών), διαµορφώθηκε στη υτική Eυρώπη σταδιακά, από το Mεσαίωνα µέχρι το 19ο αιώνα). Αν και γνωστή στην Κρήτη από την εποχή της Βενετοκρατίας, χρησιµοποιείται µόνο σε ορισµένες περιοχές του νοµού Λασιθίου, ως «πάσσο», καθαρά συνοδευτικό όργανο του βιολιού. Σήµερα, έντονη είναι η παρουσία της στις επαρχίες Σητείας και Iεράπετρας µε την πλούσια βιολιστική παράδοση. [Αποσπάσµατα από το βιβλίο του Ιωάννη Τσουχλαράκη] Μαντολίνο Diomatas Μουσικά Όργανα - Μουσικά Όργανα Το µαντολίνο αποτελεί ένα όργανο ευρωπαϊκής προέλευσης. Η καταγωγή του προέρχεται από την µεσαιωνική µαντόλα ή µαντόρα. Η µαντόλα κάνει την εµφάνισή της στις αρχές του 13ου αιώνα. Το µαντολίνο στη µορφή που συναντάτε σήµερα, πρωτοεµφανίζεται στην Ιταλία, κυρίως στην Νάπολη, από τον 17ο αιώνα. Στην πορεία Οι οργανοποιοί της εποχής διακοσµούσαν τα µαντολίνα µε έβενο, κέρατο, κόκαλο, ελεφαντόδοντο, επιχρυσωµένη ταρταρούγα, βερνίκια. Αρχικά το µαντολίνο κατασκευαζόταν µε εντέρινες χορδές. Με την πάροδο του χρόνου, χρησιµοποιήθηκαν ζεύγη συρµάτινων χορδών οι οποίες και κουρδίζονται µε µεταλλικά κλειδιά. Το αρχικό σχήµα και το πλέον κλασσικό, που διατηρείται ακόµα και στις µέρες µας είναι το αχλαδοειδές. Στην πάροδο του χρόνου συναντάµε µαντολίνα µε επίπεδη πλάτη που διακρίνονται για την βαρύτερη τονικότητά τους. Μελωδίες για µαντολίνο χρονολογούνται στα µέσα του 17ου αιώνα. Αρκετοί «κλασσικοί» έχουν χρησιµοποιήσει µαντολίνο στα έργα τους. Στις αρχές του 20ου αιώνα το µαντολίνο γνώρισε µεγάλη άνθηση λόγω των µαντολινάτων. Οι µαντολινάτες αποτελούνται από µαντολίνα, µαντόλες κιθάρες και έχουν επιδείξει µελωδίες απαράµιλλης ακουστικής. Το µαντολίνο συναντάτε πλέον σε όλο τον κόσµο. Συνοδεύει κατά τόπους παραδοσιακά τραγούδια, blue grass αµερικάνικες µελωδίες, µοντέρνα ακούσµατα της rock και pop µουσικής. 10

Στην Ελλάδα το µαντολίνο, ως µουσικό όργανο έκφρασης της τοπικής µουσικής παράδοσης, εµφανίστηκε κυρίως στα Επτάνησα και στην Κρήτη. Φηµισµένες εξάλλου είναι οι µαντολινάτες των Επτανήσων και των Αθηνών. Στην Κρήτη το όργανο εµφανίζεται από την εποχή της ενετοκρατίας. Στις αρχές του 20ου αιώνα το µαντολίνο εµφανίζεται ως κυρίαρχο όργανο συνοδείας της λύρας µαζί µε το µπουλγαρί. Με τον καιρό ενισχύει ολοένα την θέση του στην Κρητική µουσική παράδοση. Από όργανο συνοδείας της λύρας, µαζί µε το Κρητικό λαούτο, κατέχει σηµαντικό ρόλο στις µέρες µας και ως όργανο µελωδίας. Ολοένα και περισσότεροι ερµηνευτές και καλλιτέχνες της σύγχρονης Κρητικής µουσικής το χρησιµοποιούν πλέον στις εκτελέσεις τους. Η χρήση του µαντολίνου εδραιώνεται σηµαντικά στο πέρασµα του χρόνου και αναδεικνύει τον πρωταγωνιστικό του ρόλο στην Κρητική µουσική παράδοσης. Η ιστορία της κρητικής λύρας Η κρητική λύρα ανήκει στην κατηγορία των χορδόφωνων µουσικών οργάνων µε δοξάρι και έχει τις ρίζες της στην Ανατολή. Στην Kρήτη υπήρχαν δύο τύποι λύρας. Tο αποκαλούµενο σήµερα λυράκι, που έδινε οξύ και διαπεραστικό ήχο και η βροντόλυρα ή χοντρόλυρα, µεγαλύτερη σε µέγεθος, ιδανική για την πολύωρη συνοδεία τραγουδιού. Aπό τους δύο τύπους αυτούς και την επιρροή του βιολιού, προήλθε η σύγχρονη κοινή λύρα. 11

Κατασκευάζεται από µονοκόµµατο ξύλο κάποιας ηλικίας (τουλάχιστον 10 ετών) και συνήθως χρησιµοποιείται ασφένταµος, καρυδιά, µουρνιά, κ.α. Η σκάφη, το κοίλο σκαφτό σώµα της λύρας λέγεται και καύκα ή καυκί. Το καπάκι (εµπρόσθιο µέρος) είναι αυτό που επηρεάζει άµεσα τον ήχο του οργάνου και ιδανικό υλικό για την κατασκευή του θεωρείται το κατράνι (υλικό ηλικίας άνω των 300 ετών που προέρχεται από δοκάρια παλαιών κτισµάτων). Παλιά οι χορδές ήταν εντέρινες και το δοξάρι είχε τρίχες από ουρά αλόγου που συνήθως έφερε µια σειρά από σφαιρικά κουδουνάκια, τα λεγόµενα γερακοκούδουνα. Σήµερα που η λύρα συνοδεύεται από άλλα µουσικά όργανα (λαούτο, κιθάρα κ.α.) χρησιµοποιείται συνήθως δοξάρι βιολιού. Η λύρα στον ελληνικό χώρο Για να διερευνήσουµε τη χρονική αφετηρία της παρουσίας των εγχόρδων µουσικών οργάνων στην Κρήτη πρέπει να εξετάσουµε την παρουσία τους στον ευρύτερο χώρο του Αιγαίου ή, ακόµη ευρύτερα, της ανατολικής Μεσογείου και γενικά της βυζαντινής επικράτειας. Συγκεκριµένα για τη λύρα γνωρίζουµε ότι από το 10ο αιώνα (901-1000 µ.χ.) υπήρχε ήδη στο βυζαντινό χώρο. Εκτός από τις παραστάσεις στο ανάγλυφο ελεφάντινο βυζαντινό κιβωτίδιο του 10ου ή 11ου αιώνα που σώζεται στο µουσείο της Φλωρεντίας και στα ιστορηµένα (εικονογραφηµένα) χειρόγραφα του 11ου αιώνα, βαρύνουσα σηµασία έχει και η αναφορά του Πέρση Ibn Kurdadhbih προς το χαλίφη Al Mutamid, όπου, ανάµεσα σε άλλα βυζαντινά όργανα, αναφέρει τη λύρα ( lura ), περιγράφοντάς την ως ξύλινο όργανο µε πέντε χορδές «όµοιο µε το αραβικό ρεµπάµπ». Η αναφορά αυτή, εκτός από την παλαιότητά της, είναι ιδιαίτερα σηµαντική για δύο ακόµη λόγους: πρώτον, γιατί αναφέρει την ελληνική ονοµασία λύρα και, δεύτερον, γιατί θεωρεί το συγκεκριµένο όργανο «όµοιο µε το ρεµπάµπ» και όχι προερχόµενο από το ρεµπάµπ. Αυτό δεν αποκλείει οπωσδήποτε την προέλευση της βυζαντινής λύρας από τον αραβικό κόσµο, όµως πρέπει να διερευνηθεί η ακριβής σχέση της τόσο µε τα τοξωτά έγχορδα της Ανατολής (Ινδία και, στη συνέχεια, Άραβες) όσο και µε την αρχαία ελληνική λύρα. Το όνοµα λύρα για το συγκεκριµένο όργανο δεν εντοπίζεται µόνο στη µορφωµένη Κωνσταντινούπολη (όπου θα µπορούσε να έχει δοθεί από λογίους σ ένα νεοεισαχθέν όργανο που τους θύµιζε κάπως την αρχαία άρπα), αλλά σε όλο τον ελληνικό χώρο, µε εξαίρεση την περιοχή των Σερρών, όπου λεγόταν ζίγκα ή γκίγκα πιθανόν κατά ξενική επίδραση (πάντως οι Τούρκοι ονοµάζουν την ελληνική λύρα «ρουµ κεµεντζέ», που σηµαίνει ακριβώς «ρωµαίικη λύρα»): 12

«Για δώστε µου τη λύρα µου, το δόλιο µου δοξάρι, να θυµηθώ τσ αγάπης µου, σήµερο τηνε χάνω». (ακριτικό τραγούδι, από τη συλλογή της Ακαδηµίας Αθηνών Ελληνικά δηµοτικά τραγούδια Α, Αθήναι 1962, σελ. 116) Η άποψη του Κλοντ Φωριέλ ότι οι τυφλοί Έλληνες λαϊκοί ποιητές «τραγουδούν παίζοντας µε το δοξάρι ένα όργανο µε χορδές που είναι ακριβώς η λύρα των αρχαίων Ελλήνων, και που έχει διατηρήσει και το όνοµα και τη µορφή. Η λύρα, για να είναι πλήρης, πρέπει να έχει πέντε χορδές, αλλά συνήθως δεν έχει παρά δύο ή τρεις, που οι ήχοι της, όπως εύκολα φαντάζεται κανείς, δεν είναι και πολύ αρµονικοί». Ο Φωριέλ γράφει το 1824 και θεωρεί αυτονόητα τη λύρα ελληνικό µουσικό όργανο. Ο Γεώργιος Χατζηδάκις στο κεφάλαιο για την καταγωγή της κρητικής λύρας του έργου του Κρητική Μουσική, αν και αναγνωρίζει ότι «η σηµερινή και η αρχαία λύρα από απόψεως κατασκευής παρουσιάζουν κατά βάσιν κοινά τινα τεχνικά γνωρίσµατα», τα οποία περιγράφει διεξοδικά (στο σχήµα, το ηχείο, τα κλειδιά στριφτάλια, κ.τ.λ.), εντούτοις είναι της άποψης ότι δεν πρόκειται για το ίδιο όργανο, κυρίως επειδή η αρχαία λύρα ήταν νυκτό όργανο (παιζόταν µε πλήκτρο, δηλ. πένα), ενώ η νεότερη τοξωτό, το δε τόξο (δοξάρι) θεωρεί, όχι άδικα, προϊόν της ανατολής: τόσο η οικογένεια του βιολιού όσο και η οικογένεια της λύρας έλκουν την καταγωγή τους από τις Ινδίες. Ακόµη και την ινδιάνικη λύρα, που εκτίθεται στο Μουσείο Φυσικών Επιστηµών της Νέας Υόρκης, συνοδεύει σηµείωµα ότι «το όργανο τούτο µετεκοµίσθη από τας Ινδίας εις την Αµερικήν» (η απώτερη καταγωγή των ιθαγενών της Αµερικής θεωρείται ασιατική, οι πρόγονοί τους πέρασαν στην αµερικανική ήπειρο µέσω του Βερίγγειου Πορθµού). Σε κάθε περίπτωση δεν γνωρίζουµε πότε οι Βυζαντινοί άρχισαν να παίζουν λύρα ακόµη και αν δεν έχουµε να κάνουµε µε µια παράδοση που συνεχίζεται από την αρχαιότητα (και η νεότερη λύρα δεν είναι, αναπάντεχα, άµεσος απόγονος της αρχαίας ελληνικής) αλλά ήρθε πράγµατι από τον αραβικό κόσµο, δε γνωρίζουµε πόσο παλαιότερα από το 10ο αιώνα συνέβη αυτή η πολιτισµική «συναλλαγή». Τον 11ο αιώνα µ.χ. τα τοξωτά έγχορδα είναι εξαπλωµένα σε όλη τη µεσογειακή Ευρώπη και πιο ψηλά, ως τους Κέλτες και τις Βρετανικές Νήσους. Σε γερµανικά χειρόγραφα του 12ου αιώνα η ονοµασία διατηρείται: lyra. Στην Ιταλία διατηρήθηκαν τα ονόµατα Lira di braccio και Lira da gamba έως και τον 16ο αιώνα. Η λύρα των Βυζαντινών σε παραλλαγές σχηµάτων και ονοµάτων (fiddle, viele, viola, rebec, ribeca, rubeba), έγινε στην Ευρώπη το κυριότερο έγχορδο κατά την περίοδο του Μεσαίωνα. Το 1484 ο Φλαµανδός µουσικός Johannes Tinctoris έγραφε: «Η βιόλα όπως λένε, ανακαλύφθηκε από τους Έλληνες». 13

Σε ολόκληρο το τόξο από την Κωνσταντινούπολη ώς την Κρήτη, που περιλαµβάνει τα νησιά του ανατολικού Αιγαίου, έχουµε λύρα ως τα µέσα του εικοστού αιώνα, οπότε η λύρα εκτοπίζεται από το βιολί. Λύρα έχουµε επίσης στην Αγία Ελένη Σερρών (αναστενάρικη λύρα), όπου επικρατεί, όπως είπαµε, η ονοµασία ζίγκα ή γκίγκα η λύρα εκείνη διαφέρει από τη βυζαντινή (την πολίτικη) προδίδοντας ίσως περισσότερο τουρκικές επιδράσεις. Η λύρα στην Κρήτη Το κρητικό λυράκι είναι σχεδόν ίδιο µε την πολίτικη λύρα, δηλαδή τη λύρα της Κωνσταντινούπολης. Για την προέλευσή του πρέπει να αντιµετωπίσουµε δύο πιθανές εκδοχές: α. Τη λύρα έφεραν οι Άραβες, που παρέµειναν στην Κρήτη ως κατακτητές (προερχόµενοι από την Ισπανία) τα έτη 823-961 µ.χ., και παρέµεινε στην Κρήτη έκτοτε χωρίς διακοπή (αυτό θα σηµαίνει ότι το αραβικό ρεµπάµπ της εποχής εκείνης είναι µορφολογικά ίδιο µε τη βυζαντινή λύρα). β. Ήρθε στην Κρήτη από την Κωνσταντινούπολη, είτε (το πιθανότερο) από το στρατό του Νικηφόρου Φωκά και τους Βυζαντινούς που ακολούθησαν είτε µέσω ωδεκανήσου, οπότε η είσοδός της στο νησί πρέπει να άρχισε από την πλευρά της Σητείας (που γειτονεύει µε την Κάσο και την Κάρπαθο) και να είχε συντελεστεί το πολύ ως το 12ο αιώνα (1101-1200 µ.χ.), αφού δύο αιώνες για το µουσικό «ταξίδι» από την Πόλη ως την Κρήτη είναι υπεραρκετοί. Πολύ περισσότερο µάλιστα εφ όσον οι Κρητικοί ήταν, ως γνωστόν, σπουδαίοι ναυτικοί: ο Γάλλος περιηγητής Andrè Thevet το 1549 έγραφε: «Οι Κρητικοί είναι σπουδαίοι πιλότοι και έµπειροι ναυτικοί. Χρησιµοποιούν µικρά πλεούµενα που τα αποκαλούν squiraces. Όταν είναι µπουνάτσα πέντε τούρκικες φούστες δε µπορούν ν αναµετρηθούν µ ένα απ αυτά τα κρητικά καραβάκια». Υπέρ της δεύτερης εκδοχής είναι ότι και στην Κρήτη για το συγκεκριµένο όργανο είναι γνωστό µόνο το ελληνικό όνοµα λύρα και δεν υπάρχει µαρτυρία ή ανάµνηση σε καµία τοπική παράδοση ότι χρησιµοποιήθηκε ποτέ γι αυτό το όνοµα ρεµπάµπ, ρεµπέκ, κεµεντζές ή άλλος ξενόγλωσσος όρος. Και στις δύο περιπτώσεις είναι προφανές ότι οι Ενετοί, ερχόµενοι στην Κρήτη το 1211, βρήκαν ήδη τη λύρα εδώ, ως λαϊκό όργανο βέβαια (όπως και στα ωδεκάνησα) δηλαδή σε πρωτόγονη µορφή (λυράκια κατασκευασµένα από τους ίδιους τους λυράρηδες των χωριών από δέντρα της περιοχής τους και δοξάρια από ουρά αλόγου ή και γαϊδάρου µε το συµπάθιο όπως ακριβώς τα λυράκια που ξέρουµε από τους αµέτρητους λυράρηδες των κρητικών χωριών του 19ου και του πρώτου µισού του 20ού αιώνα, πριν η κρητική λύρα πάρει την τυπική σύγχρονη µορφή της µε την καθοριστική συµβολή του 14

θρυλικού Ρεθεµνιώτη λυράρη Ανδρέα Ροδινού, και των επίσης Ρεθυµνιωτών οργανοποιών Γιάννη Παπαδάκη ή Καρεκλά και Μανώλη Σταγάκη. Τα γερακοκούδουνα στο δοξάρι της κρητικής λύρας είναι µια επιπλέον, εξαιρετικά σηµαντική ένδειξη για την παρουσία της λύρας στην Κρήτη το αργότερο κατά την περίοδο της Ενετοκρατίας, οπότε οι άρχοντες κυνηγούσαν µε γεράκια, στα πόδια των οποίων φορούσαν τα γερακοκούδουνα, αν όχι και κατά τη βυζαντινή περίοδο, από ανάλογους κυνηγούς. Οι Τούρκοι της Κρήτης ποτέ δεν κυνήγησαν µε γεράκια (µόνο µε λαγωναρές σκύλες, όπως και οι απλοί Κρητικοί χωρικοί). Τα γερακοκούδουνα, εποµένως, µπήκαν στο δοξάρι της κρητικής λύρας (µόνο της λύρας, που ήταν όργανο της υπαίθρου, ποτέ του βιολιού, που ήταν ένα αστικό όργανο) είτε κατά τη βυζαντινή είτε κατά την ενετική εποχή. Στην αντίθετη περίπτωση, αν δηλαδή τα κουδουνάκια έµπαιναν στο δοξάρι αφού είχε πάψει να χρησιµοποιείται το κυνήγι µε γεράκια, µόνο από το ιερατικό θυµιατό θα µπορούσαν να έχουν ληφθεί, οπότε το πιθανότερο είναι ότι θα ονοµάζονταν παπαδοκούδουνα ή µε κάποιο παρεµφερή όρο. Το θυµιατό ήταν πάντα σε χρήση, µε εξαίρεση ίσως ταραγµένες εποχές. Η εικόνα των κουδουνιών του θυµιατού ήταν πολύ πιο κοντά στα µάτια των Κρητικών χωρικών κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας, ακόµη και στους γέρους της πρώτης γενιάς, που θυµούνταν την εποχή των Ενετών και των αρχοντορωµαίων, απ ό,τι η εικόνα του κυνηγετικού γερακιού. Είναι γεγονός ότι οι αναφορές των κείµενων της Ενετοκρατίας σε λαϊκά µουσικά όργανα αναφέρουν σχεδόν αποκλειστικά πνευστά και κρουστά. Ίσως η µπαντούρα, η ασκοµαντούρα και το θιαµπόλι (σφυροχάµπιολο, το κρητικό σουραύλι) να ήταν ακόµη διαδεδοµένα στην κρητική ύπαιθρο περισσότερο από τη λύρα, αφού και ως τις αρχές του 20ού αιώνα η διάδοσή τους ήταν σηµαντική. Περιηγητές επίσης όπως ο Pierre Belon (1553) περιγράφοντας χορούς των Σφακιανών δεν αναφέρουν καθόλου µουσικά όργανα. Ο Χατζηδάκης µάλιστα επικαλείται τον Belon για να στηρίξει την άποψη ότι δεν υπήρχε λύρα στην Κρήτη το 16ο αιώνα, ξεχνώντας ότι οι Σφακιανοί ποτέ, µέχρι και την εποχή µας, δεν επιδόθηκαν στη χρήση έγχορδων οργάνων. Ωστόσο, συνήθως παραγνωρίζεται µία σηµαντική αναφορά. Είναι του Στέφανου Σαχλίκη, ποιητή του Χάνδακα του 14ου αιώνα, από τους προδρόµους της Κρητικής Αναγέννησης: «Λοιπόν, όποιος ορέγεται να µάθη διά την µοίραν, το πώς παίζει τον άτυχον, ωσάν παιγνιώτης λύραν ας έλθη ν αναγνώση εδώ τούτο το καταλόγι». 15

Είναι πιθανόν, ότι η αναφορά δε γίνεται στην αρχαία άρπα ούτε στην ιταλική lira (όπως πίστευε ο αείµνηστος Νικόλαος Παναγιωτάκης), αλλά στη λαϊκή κρητική λύρα της εποχής του ποιητή (περίπου 1331-1400), πράγµα που αποδεικνύεται από τη λέξη παιγνιώτης, δηλαδή την ιδιωµατική λέξη που χρησιµοποιείται από τους Κρητικούς για να δηλώσει τόσο το σκοπευτή όσο και τον οργανοπαίχτη. Η παροµοίωση που χρησιµοποιεί ο Παναγιωτάκης ότι «ο Σαχλίκης ήταν αστός», που όµως έζησε από κοντά τη λαϊκή ζωή της υπαίθρου, ιδίως αφού κατέφυγε στο Πενταµόδι Ηρακλείου µετά την ολοκληρωτική πτώχευσή του από την άσωτη ζωή που έκανε, παραπέµπει λοιπόν καταφανώς σε µια εικόνα της λαϊκής ζωής της κρητικής υπαίθρου της εποχής του, µε έναν παιγνιώτη που παίζει λύρα, και όχι σε µια εικόνα Ιταλού µουζικάντη ή αρχαίου Έλληνα αρπιστή. Την ίδια άποψη φαίνεται να έχουν δύο από τους σηµαντικότερους νεότερους µελετητές της εποχής εκείνης, ο Φαίδων Κουκουλές και ο Στυλιανός Αλεξίου. Και οι δύο συγκαταλέγουν µε βεβαιότητα την κρητική λύρα στα µουσικά όργανα της βενετοκρατούµενης Κρήτης, µε αντίστοιχες αναφορές ο µεν Κουκουλές στο άρθρο του «Συµβολή εις την Κρητική λαογραφίαν επί Βενετοκρατίας», στην Επετηρίδα της Εταιρείας Κρητικών Σπουδών, τόµ. 3 (1940), σελ. 21, ο δε Αλεξίου στα Κρητικά Χρονικά του 1965 (τόµος ιθ ), σελ. 165. Και οι δύο στηρίζουν την αναφορά τους στο Σαχλίκη. Μαζί τους συµφωνεί και ο Ελβετός εθνοµουσικολόγος Samuel Baud-Bovy όπως σηµειώνει σε άρθρο του σχετικά µε την κρητική λύρα το 1977. Όµως Γύρω στα 1580-1600 ο Γεώργιος Χορτάτζης στο έργο του Κατζούρµπος προσθέτει ένα ακόµα στοιχείο σχετικά µε την παρουσία της λύρας που µας διαφωτίζει ακόµη περισσότερο: ο Νικολός κάνει καντάδα στην αγαπηµένη του παίζοντας λυρόνι! Η ακατάδεχτη Πουλισένα γκρινιάζει, τονίζοντας πως θα του άνοιγε την πόρτα µόνο αν «της κουδούνιζε ένα σακούλι κίτρινα» (=χρυσά νοµίσµατα), γιατί αυτή «δεν κοµπώνεται» (=δεν ξεγελιέται) µε καντάδες και µερακλίκια: «Ανίσως κι εκουδούνιζε στο σπίτι µου αποκάτω µιαν ώρα το σακούλι του µε κίτρινα γεµάτο, δεις ήθελες πώς άνοιγα, µε µένα µε λυρόνι µηδέ µε το τραγούδι του ποσώς δε µε κοµπώνει» (Κατζούρµπος, πράξη Α, στ. 195-198) Πιο κάτω ο Νικολός διεκτραγωδεί τη µοίρα του, καθώς ετοιµάζονται να δώσουν την Πουλισένα σε άλλον, µονολογώντας: 16

«Πήγαινε κι έρχου, Νικολό, µόνο µε το λυρόνι, τραγούδα κι αναστέναζε, κι άλλος ας ξεφαντώνει.» (στο ίδιο, πράξη Β, στ. 409-410) Εδώ θα πρέπει να επισηµανθεί ότι στον Κατζούρµπο φαίνεται να γίνεται σύγχυση ανάµεσα στη λύρα και την κιθάρα. Στην αρχή του έργου, όπου βλέπουµε επί σκηνής την καντάδα του Νικολό, ο νέος δεν αναφέρεται να παίζει λυρόνι, αλλά «κιτάρα». Αρκεί να αναφέρουµε εδώ ότι στο Λεξικόν της Ελληνικής Γλώσσης του Σκαρλάτου Βυζάντιου, στο λήµµα κιθαρίζω, παρατίθεται ως παράδειγµα ο στίχος (από αρχαίο συγγραφέα) αναλαµβάνων την λύραν εκιθάριζεν. Λύρα, κιθάρα και φόρµιγξ είναι τρεις όροι που φαίνεται να χρησιµοποιούνται ενίοτε για το ίδιο όργανο. Επίσης σύµφωνα µε το Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής ηµώδους Γραµµατείας του Εµµ. Κριαρά, όπου λιρόνι= το µουσικό όργανο λύρα (κρητική) [βεν. liron]. Το λυρόνι του Νικολό ωστόσο δεν ήταν κιθάρα, ούτε και αρχαία ελληνική λύρα. Το δεύτερο είναι προφανές από το ότι η υπόθεση του έργου διαδραµατίζεται στην εποχή του ποιητή, στη βενετοκρατούµενη Κρήτη, µε αναφορές µάλιστα στην τουρκική επιθετικότητα της εποχής. Αλλά το κυριότερο είναι ότι η κιθάρα και η αρχαία λύρα ποτέ δεν αναφέρονται µε υποκοριστικό. Αντίθετα, το µουσικό όργανο του Νικολό είναι µικρή λύρα (λυρόνι), σε αντιδιαστολή, προφανώς, µε τις «κανονικές» λύρες, που ήταν µεγαλύτερες. Είναι προφανές ότι µόνο σ ένα όργανο ταιριάζει αυτό το χαρακτηριστικό: στο γνωστό µας λυράκι, την παλαιότερη µορφή της κρητικής λύρας που ξέρουµε. Η αναφορά στο λυρόνι του Νικολό, είναι ίσως η πιο αδιαφιλονίκητη µαρτυρία για τη χρήση της λαϊκής κρητικής λύρας την εποχή της Ενετοκρατίας. Εδώ δεν είναι άστοχο ίσως να επισηµάνουµε ότι η γνωστή αναφορά του Βιτσέντσου Κορνάρου στο λαούτο αφορά στο αστικό («αναγεννησιακό») ευρωπαϊκό λαούτο και όχι στο σηµερινό κρητικό λαούτο, όργανο πολύ µεταγενέστερο, που συνδυάζει το χέρι (µανίκι) του ταµπουρά και το ηχείο (σκάφος) από το ούτι γι αυτό και έχει µεγαλύτερο ηχείο τόσο από το στεριανό λαούτο όσο και από το νησιώτικο και το πολίτικο (λάφτα). Ο Σπυρίδων Ζαµπέλιος (1815-1881) στους «Κρητικούς Γάµους», περιγράφοντας πώς η Σοφία α Μολίν έπαιζε λαούτο, αναφέρει: «Το έγχορδον εκείνο πλήκτρον εκαλείτο λιούτον. Η χρήσις του, εκλιπούσα προ πολλού, µικράς αφήκεν αναµνήσεις εις τα δηµοτικά ποιήµατα της συγχρόνου κρητικής σχολής». Εκτός από το λαούτο υπήρχαν στις πόλεις όλα τα ευρωπαϊκά όργανα της εποχής (τσίτερες, βιόλες, λαούτα, άρπες, µπάσα και φιαούτα, κλαδοτζύµπαλα, τρουµπέτες ). 17

Την εποχή της Ενετοκρατίας πρέπει να ήρθε στα αστικά κέντρα της Κρήτης το βιολί. Πόσο γρήγορα έφυγε από τις πόλεις και πήγε στα χωριά; Άγνωστο. Ο Παναγιωτάκης θεωρεί ότι αυτό συνέβη σχετικά γρήγορα. Επί του προκειµένου, πάντως, ας έχουµε υπόψιν ότι: α. Το βιολί κατασκευάζεται πάντα από επαγγελµατία οργανοποιό και ποτέ από τον ίδιο τον ερασιτέχνη µουσικό (όπως η λύρα), εποµένως η εξάπλωσή του στα χωριά πρέπει να ήταν στην αρχή πολύ δύσκολη: όλα τα βιολιά που παίζονταν ήταν κατασκευασµένα στις πόλεις και προφανώς -το σπουδαιότερο- ακριβοπληρωµένα, άλλος ένας ανασταλτικός παράγοντας την εποχή εκείνη για τον πολύ λαό. β. Στις περιοχές που γνωρίζουµε από µεταγενέστερες πηγές ότι παιζόταν λύρα δεν πρέπει να είχε διαδοθεί ποτέ το βιολί (το πολύ να υπήρχε ένας βιολάτορας κάπου κάπου, αστός ή ηµιαστός), γιατί είναι απίθανο οι κάτοικοι να εγκατέλειψαν ένα τετράχορδο όργανο και να υιοθέτησαν ένα τρίχορδο (η µία λιγότερη χορδή σηµαίνει µικρότερες παικτικές δυνατότητες η προαναφερόµενη «πεντάχορδη λύρα», απ όσο είναι γνωστόν, δε µαρτυρείται ποτέ στην Κρήτη). Αντίθετα, στις περιοχές που διαδόθηκε, ή και κάποια στιγµή κυριάρχησε, το βιολί, ακόµη κι αν αυτό συνέβη µέσα του 17ου αιώνα (1650), είναι πολύ πιθανόν ότι υπήρχε ήδη παλαιότερα λύρα, η οποία συνυπήρξε µε το βιολί για ένα µικρό ή µεγάλο χρονικό διάστηµα και είτε τελικά υποχώρησε (στην επαρχία Κισάµου) είτε συνυπάρχει ακόµη, όπως στους νοµούς Ηρακλείου και Λασιθίου ας µην ξεχνούµε τη µεγάλη λασιθιώτικη παράδοση της λύρας, που, για το 19ο και τον 20ο αιώνα, περνάει από τα ονόµατα ξακουστών λυράρηδων, όπως του Φοραδάρη, του Ιωάννη Σολιδάκη (Κιρλίµπα) και του Μαθιού Γαρεφαλλάκη. Τουρκοκρατία Ήδη το 1746 έχουµε την πρώτη αναφορά που συνδέει τη λύρα µε την Κρήτη, θεωρώντας την κατ εξοχήν κρητικό µουσικό όργανο: ο Άγγλος περιηγητής Μ. Porter ταξιδεύοντας στην Κωνσταντινούπολη βρίσκει ότι οι Έλληνες «τραγουδούν αδιάκοπα και χορεύουν. Παντού βλέπεις κρητικές λύρες και του Πανός τη σύριγγα που αποτελείται από εφτά άνισους αυλούς».τα όργανα αυτά παίζονταν µόνον από Έλληνες. Οι Τούρκοι, αντίθετα, «αποφεύγουν τους χορούς και δε συµπαθούν τη µουσική: Όταν είναι υποχρεωµένοι να ζουν ανάµεσα σε Έλληνες ναυτικούς τους βλέπουν πάνω σε καράβι ή στη στεριά να χορεύουν µε µουσική ή χωρίς όργανα κι εκείνοι κάθονται παράµερα». 18

Τι εννοεί ο συγγραφέας χαρακτηρίζοντας κρητικές τις λύρες που είδε στην Κωνσταντινούπολη; Ήταν πράγµατι κρητικά λυράκια, τα οποία διέκρινε από τα πολίτικα λόγω των διαφορών τους στο δέσιµο των χορδών και πιθανόν στο δοξάρι µε τα γερακοκούδουνα; Ή απλώς είχε συνδέσει, για κάποιο λόγο, τη λύρα αποκλειστικά µε την Κρήτη κι έτσι θεώρησε αυτονόητο ότι οι πολίτικες λύρες που είδε ήταν κρητικές; Άγνωστο (ταξίδι του πάντως στην Κρήτη δεν αναφέρεται) το βέβαιο είναι ότι στην εποχή του η λύρα υπήρχε και ήταν διαδεδοµένη και καθιερωµένη στην Κρήτη. Ο παλαιότερος ονοµαστικά καταγεγραµµένος Κρητικός λυράρης θεωρείται ο Θοδωροµανώλης (1778-1818) από το Επανωχώρι Σελίνου του νοµού Χανίων, περίπου σύγχρονος του θρυλικού Κισαµίτη βιολάτορα Στέφανου Τριανταφυλλάκη ή Κιώρου (1740-1790). Ο Θοδωροµανώλης, σύµφωνα µε τον Αθανάσιο εικτάκη, «έπαιζε στη λύρα του τους πολλούς καηµούς και τις λίγες χαρές της Κρήτης Στους ρυθµούς της έβρισκε δρόµους απατηλής διαφυγής, στις µαντινάδες τραγουδούσε αντάρτικα υπονοούµενα. Οι σκοποί θύµιζαν ανάσταση του σκλάβου. Τα συρτά ηρωϊκούς οραµατισµούς». Ο Θοδωροµανώλης σκότωσε τον άγριο γενίτσαρο του Επανωχωριού Εµίν Βέργερη, επειδή τον διέταξε να έρθει µε τη λύρα του και να φέρει τις ξαδέρφες του και τη χήρα θεια του «να διασκεδάσουν» στον οντά του Βέργερη. Τα αποτελέσµατα τέτοιων «προσκλήσεων», οδυνηρά και ατιµωτικά για τις χριστιανές, ήταν γνωστά! Μετά την πράξη του, ο Θοδωροµανώλης φυγοδίκησε και τελικά συνελήφθη στον Οµαλό, θανατώθηκε και το λείψανό του σύρθηκε για τρεις ηµέρες στους δρόµους των Χανίων, δεµένο στην ουρά ενός αλόγου, για παραδειγµατισµό. Ήταν µόλις 40 ετών. Περίπου την ίδια εποχή, στη ρίµα του Γιώργη του Σκατόβεργα, που καταγράφηκε από τον Φωριέλ, συναντούµε τη λύρα στα χέρια του Ηρακλειώτη ριµαδόρου: «Εγώ λοιπόν την έκαµα αυτή την ιστορία, και παίζω την στην λύρα µου, διά παρηγορία». Ο Φωριέλ, όπως είπαµε, εξέδωσε το βιβλίο του το 1824. Τα γεγονότα που περιγράφει η ρίµα (ο φόνος του αιµοσταγούς αγά Μόχογλου από τον Σκατόβεργα στο Μοχό Ηρακλείου και οι περιπέτειες του ήρωα ώς το θάνατό του) συνέβησαν, όπως γράφει ο ίδιος, το 1806. Ρίµες της έκτασης της συγκεκριµένης (104 στίχοι) γράφονταν και γράφονται από τους λαϊκούς ποιητές (ριµαδόρους) της Κρήτης αµέσως µετά τα γεγονότα που αφηγούνται. Το αργότερο ώς το 1816 πρέπει να είχε γραφτεί η συγκεκριµένη ρίµα, αλλιώς το πράµα θελά χει µαρουβίσει (παλιώσει) πολύ. 19

Ο Γάλλος περιηγητής M.J. Tancoigne επισκέφθηκε την Κρήτη την τριετία 1811-1814. Πέρασε τον περισσότερο χρόνο του στην περιοχή των Χανίων και αναφέρεται στα ήθη, τα έθιµα, τις συνήθειες και την καθηµερινότητα των Κρητών. Εκεί καταγράφει την εµπειρία του από «τους διαπεραστικούς και παράτονους ήχους µιας λύρας πρωτόγονης κατασκευής (Η λύρα των Νεοελλήνων δεν έχει καµία οµοιότητα µε το οµώνυµο µουσικό όργανο που χρησιµοποιούσαν οι αρχαίοι. Αυτή δεν έχει παρά µόνο τρεις χορδές και στο σχήµα µοιάζει µε µαντολίνο µικρών διαστάσεων. Οι Έλληνες παίζουν το όργανο αυτό χρησιµοποιώντας δοξάρι). Το 1817 ο Αυστριακός περιηγητής F. W. Sieber κατέγραψε τη συνάντησή του µε ένα τυφλό νεαρό λυράρη που έπαιζε τετράχορδη, όπως αναφέρει, λύρα στο Καρύδι Σητείας. Ο Sieber δεν ικανοποιήθηκε από το παίξιµό του, γενικά όµως δεν εκφράζεται µε ευαρέσκεια για τη µουσική και τους χορούς της Κρήτης (ό.π., σελ. 61-62, 74). Το 1842 ο περιηγητής Μ. Χουρµούζης Βυζάντιος βρίσκει λυράρηδες σε κάθε χωριό της Κρήτης, ακόµη και στα στρατόπεδα των επαναστατών, ενώ δεν φαίνεται να γνωρίζει ούτε µία περίπτωση οθωµανού λυράρη: «Η λύρα είναι το κοινόν των Κρητών όργανον, την οποίαν κρούουν ωραία, και είναι σπάνιον να υπάρχη χωρίον όπου να µην είναι είς ή δύο κρούοντες την λύραν». Και σε υποσηµείωση: «Οι Κρήτες αγαπούν καθ υπερβολήν τον χορόν, εις τα στρατόπεδά των έφερναν πάντοτε λύρας» (Μ. Χουρµούζη Βυζάντιου, Κρητικά, Αθήναι 1842, σελ. 30-31). Τέλος, προς επίρρωσιν των ανωτέρω, ας αναφέρουµε απλώς το απόσπασµα από το έργο του «νεωτέρου περιηγητού Λοίχερος» [αναφέρεται στον Γερµανό πανεπιστηµιακό καθηγητή Franz von Loeher (1877)] που παραθέτει ο Ψιλάκης και περιγράφει µε ζωηρότητα Κρητικούς πάνοπλους µε τόξα και βέλη να χορεύουν πηδηχτό γύρω στο 1790: «Και κατά τα τέλη της προτέρας εκατονταετηρίδος ωρχούντο [=χόρευαν] έτι οι Κρήτες την πυρρίχην, την παναρχαίαν των Κρητών όρχησιν υπό τους οξείς, τραχείς και φαιδρούς της φόρµιγγος ήχους». Φόρµιγξ=λύρα (η αρχαιοελληνική τις συνδέει). Οι µαρτυρίες αυτές µάλλον συνηγορούν, υπέρ της άποψης ότι οι Τούρκοι ερχόµενοι στην Κρήτη (1642) δεν έφεραν µαζί τους τη λύρα, αλλά τη βρήκαν ήδη εδώ, στα χέρια των χριστιανών, και την υιοθέτησαν περιορισµένα και µόνο λόγω αλληλεπίδρασης µε τους ραγιάδες τους ή, το κυριότερο, σε περιπτώσεις που οι ίδιοι ήταν εξισλαµισµένοι χριστιανοί ή απόγονοι εξισλαµισµένων. Αλλιώς θα πρέπει να υποθέσουµε ότι την εγκατέλειψαν 20

στην πορεία αφήνοντάς την στα χέρια των χριστιανών, αφού ελάχιστες περιπτώσεις Τουρκοκρητικών λυράρηδων γνωρίζουµε, τόσες όσες και οι περιπτώσεις Τουρκοκρητικών βιολατόρων, χορευτών και ριµαδόρων. Οι συγγραφείς του 19ου αιώνα Τον 19ο αιώνα, όταν οι συγγραφείς άρχισαν να ενδιαφέρονται για το τι γίνεται στην ύπαιθρο (στα χωριά), αρχίζουν απανωτές αναφορές στη λύρα ως χαρακτηριστικό όργανο των Κρητικών (αναφορές γίνονται µόνο στους χριστιανούς του νησιού, τους µόνους θεωρούµενους ως Έλληνες), ενώ παραδόξως σχεδόν αγνοούνται τα άλλα µουσικά όργανα. Αυτό, πιθανότατα, οφείλεται στη µεγάλη διάδοση που είχε η λύρα στο νησί (κάθε χωριό και λυράρης, ίσως κάθε γειτονιά και λυράρης, όπως ξέρουµε από τα κρητικά χωριά του 19ου και του 20ού αιώνα), όπως φαίνεται στα Κρητικά του Χουρµούζη Βυζάντιου, έχοντας ήδη υποσκελίσει ακόµη και τα πνευστά (µπαντούρα, ασκοµαντούρα και σφυροχάµπιολο), ενώ το βιολί ήταν περιορισµένο τοπικά, το δε λαούτο και το µαντολίνο ίσως δεν είχαν ακόµη εµφανιστεί καν στην κρητική ύπαιθρο. Έτσι, ο Αντώνιος Αντωνιάδης στο έπος του «Κρητηΐς» (1867) περιγράφει µε ιδιαίτερη ζωντάνια, αλλά και σαφείς αναγωγές στις αρχαιοελληνικές πολιτισµικές µας ρίζες, συγκέντρωση Κρητικών αγωνιστών της Ενετοκρατίας γύρω από το Σφακιανό επαναστάτη ράκο. Αφού περιγράψει τα φαγητά και τον τρόπο που έτρωγαν, το κρασί, τον κεραστή κ.λ.π., καταλήγει: «Είτα δε λύραι τους τόνους αυτών ανακρούουν ευθύµως άγει δε µέλος πυρρίχης τους πόδας προς όρχησιν, ένθα άλλοι θεώνται και άλλοι ορχούνται [=χορεύουν], ή άδουν αρχαία άσµατ ων µέλλουσιν αύθις πολλάς υποθέσεις να δώσουν». Ο Σπυρίδων Ζαµπέλιος (1815-1881) στα «Ιστορικά Σκηνογραφήµατα», µιλώντας για τα «Πάθη της Κρήτης επί Ενετών», αναφέρει: «Οι Κρητικοί, µια ράτσα φλογερή, ολοζώντανη, που αγαπά να τραγουδά και να χορεύει, οι Κρητικοί θαυµάσιοι αυτοσχέδιοι ποιητές και παραµυθάδες, έκαναν στις µέρες των ουκών τη λύρα ένα όπλο πιο επικίνδυνο για τον τύραννο από το τόξο». Και παρακάτω, περιγράφοντας την κηδεία του Λέοντα Καλλέργη: «και στην άλλη ασπροµάλλης και αόµµατος τραγουδιστής τραγουδούσε πένθιµα µε τη λύρα του το µοιρολόι του Λέοντα»: «έσποτα και Πρωτοπαπά, βάλε το πετραχήλι, να ψάλοµε το νεκρικό του Λεονταριού της Κρήτης!». 21

Φυσικά δεν µπορούµε να πούµε µε σιγουριά ότι οι φλογεροί αυτοί µη Κρήτες συγγραφείς γνώριζαν από στοιχεία την ύπαρξη λύρας στην Κρήτη την περίοδο της Ενετοκρατίας ίσως να υπέθεσαν την παρουσία της, επειδή τη θεωρούσαν το κατ εξοχήν κρητικό µουσικό όργανο. Αυτό για το οποίο µπορούµε να είµαστε βέβαιοι είναι ακριβώς ότι, την εποχή τους, η λύρα εθεωρείτο το κυριότερο µουσικό όργανο των Κρητικών, προφανώς επειδή ήταν το πιο διαδεδοµένο. Ο Χατζηδάκης όµως, πρέπει να πούµε, θεωρεί τις πληροφορίες του Ζαµπέλιου ακριβείς και, µη γνωρίζοντας προφανώς τα παραπάνω αποσπάσµατα, καταλήγει στο συµπέρασµα ότι ο συγγραφέας δεν αναφέρει λύρα µιλώντας για τους Κρητικούς της Ενετοκρατίας. «Από ένα σχετικόν Ενετικόν χρονογραφικόν υπόµνηµα το οποίον χρησιµοποιεί εις τους «Κρητικούς Γάµους» ο Σ. Ζαµπέλιος», γράφει ο Χατζηδάκις, «µανθάνοµεν ότι διά τον µεγαλοπρεπέστερον εορτασµόν των γάµων του υιού του Γ. Καντανολέοντος (1570) προσεκλήθησαν τύµπανα και άσκαυλοι. Τούτο αποτελεί µίαν αξιόλογον µαρτυρίαν ότι δεν υπήρχε τότε η λύρα εις την Κρήτην» (ό.π., σελ. 177). Όµως δεν είναι έτσι. Ο Χατζηδάκης δεν πρόσεξε ότι ο Ζαµπέλιος, πράγµατι πολύ προσεκτικός στις πληροφορίες και τις περιγραφές για τη ζωή και τον πολιτισµό Κρητών και Ενετών, στους «Κρητικούς Γάµους», όπου περιγράφει το τραγικό τέλος του µεγάλου Κρητικού αγωνιστή κατά των Ενετών Γεωργίου Καντανολέοντος, εκτός από τους αυλούς και τις ασκοµαντούρες (στα οποία αναφέρεται συχνά), αναφέρει επίσης και ότι «οι ορεινοί του Ιερολάκκου ηύλουν [έπαιζαν αυλό], έψαλλον [τραγουδούσαν], εκιθάριζον». Με το τελευταίο ρήµα δεν εννοεί ότι οι ορεσίβιοι ποιµένες έπαιζαν κιθάρα, αλλά λύρα, την οποία ονοµάζει κιθάρα κατά τα συνήθη του καιρού του. Η σύνδεση της νεοελληνικής λύρας µε την πασίγνωστη στους αστούς κιθάρα είναι γενικότερη την παλιά εποχή: «Ένας ναύτης έπαιζε αδιάκοπα βιολί ή λύρα. Αυτή η λύρα έχει σχήµα κιθάρας αλλά µε τρεις χορδές και µε πιο κοντό µανίκι» γράφει για την υδραίικη λύρα ο Άγγλος Richard Chandler, που ταξίδεψε στο Αιγαίο τα έτη 1764-1766. [Πρβ. Βασιλείου Ψιλάκη, Ιστορία της Κρήτης: οι ωριείς «εποιούντο µεν χρήσιν της ελληνικής κιθάρας ή όπως ελέγετο και λέγεται έτι της λύρας, αλλά και του φρυγικού αυλού» «Έτι και νυν επικρατεί η εγχώριος λύρα, δείγµα και τούτο συνεχείας διά µέσου των αιώνων της δωρικής του κρητικού λαού φύσεως» (ο Ψιλάκης προφανώς θεωρεί τη νεότερη κρητική λύρα απόγονο της αρχαίας ελληνικής)]. 22

Ο Ιωάννης Κονδυλάκης (1862-1920), αν και καταγόµενος από τη Βιάννο (που, κατά τον 20ο αιώνα ανέπτυξε κυρίως «βιολίστικη» παράδοση -βλ. και τον εξαίρετο ψηφιακό δίσκο «Φεγγαροβραδιές στη Βιάννο» µε τη συµµετοχή τοπικών βιολατόρων και µαντολινάρηδων), στα έργα του φαίνεται να αγνοεί το βιολί, ενώ αναφέρει µόνο τη λύρα, περιγράφοντας µε έµφαση το διονυσιακό γλέντι των Βιαννιτών υπό τους ήχους της λύρας του τυφλού λυράρη Αλεξαντρή, γλέντι στο οποίο επιχείρησαν να εισχωρήσουν µερικοί θερµόαιµοι νεαροί Τουρκοκρήτες και καταδιώχθηκαν από τον Πατούχα (Ι. Κονδυλάκη, Ο Πατούχας, κεφ. Η ). Ο ίδιος στο δραµατικό διήγηµά του Το δώρο του γενίτσαρου αναφέρει και γλέντι Τούρκοκρητικών µε λύρα, χωρίς όµως να διευκρινίζει αν ο λυράρης ήταν Τούρκος ή, το πιθανότερο (επειδή συνόδευε τις εξαναγκασµένες χριστιανές του χωριού), εκβιασθείς χριστιανός. Ο κάπως µεταγενέστερος Νίκος Καζαντζάκης (1883-1957), Ηρακλειώτης στην καταγωγή, σε όλα τα κρητικά του µυθιστορήµατα (Ο καπετάν Μιχάλης, Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορµπά, τµήµατα της Αναφοράς στο Γκρέκο) αναφέρει επίσης µόνο τη λύρα και τους λυράρηδες, τους οποίους θεωρεί εκφραστές της αγωνίας της σκλαβωµένης Κρήτης και του ονείρου της λευτεριάς, όπως ο Βεντούζος και ο καπετάν δάσκαλος («µε τη γέρικη λύρα περασµένη στον ώµο, σα φυσεκλίκι») στον Καπετάν Μιχάλη. Η λύρα αντιµετωπίζεται ως η ψυχή της Κρήτης ελληνική και µόνο ελληνική: «Θρονιάστηκαν κι οι τρεις, πήραν το σκαµνί, γέµισαν τα τάσια ξεκρέµασε ο δάσκαλος από τον ώµο τη βροντόλυρα, την έστησε στα γόνατά του όρθια άπλωσε το χέρι, άρπαξε µιαν µπουκιά κρέας, να φάει, προτού βαρέσει τη λύρα, να πάρει δύναµη» (Ο καπετάν Μιχάλης, κεφ. ΧΙΙΙ). 23

ΤΟ ΛΑΟΥΤΟ Σύντοµη περιγραφή : Το λαούτο είναι έγχορδο όργανο και αποτελείται βασικά από ένα µεγάλο αχλαδόσχηµο ηχείο που καταλήγει σε ένα µακρύ βραχίονα ο οποίος χωρίζεται µε κινητές υποδιαιρέσεις, τους µπερντέδες. Το ηχείο στην πίσω πλευρά είναι κυρτό φτιαγµένο µε λεπτές ξύλινες λωρίδες τις ντούγιες ενώ στην µπροστινή σκεπάζεται από λεπτό ξύλινο καπάκι που στο κέντρο του υπάρχει ένα στρογγυλό άνοιγµα ηροδάντζα συχνά διακοσµηµένη µε ξύλινο γλυπτό αραβούργηµα Πάνω στο καπάκι βρίσκεται κολληµένος ο καβαλάρης, ένα λεπτό κοµµάτι από σκληρό ξύλο για τη στήριξη των χορδών από τη µία άκρη, ενώ απ την άλλη αυτές στηρίζονται στο άκρο του βραχίονα τον καράβολα, εκεί όπου βρίσκονται και τα κλειδιά για το κούρντισµα. Εχει τέσσερα ζευγάρια µεταλλικές χορδές και παίζεται µε πένα. Ονοµασία: Όργανα που µοιάζουν µε το ελληνικό λαούτο τα συναντάµε στη υτική Ευρώπη µε τη γενική ονοµασία lute(λιούτ) ενώ στην Ελλάδα ανάλογα µε την περιοχή είναι γνωστό και ως λαγούτο ή λαβούτο. Την προέλευση της ονοµασίας του άλλοι την αποδίδουν στο αραβικό al oud που σηµαίνει ξύλο και άλλοι στο κούρδισµα σε λα και ουτ(σηµερινό ντο) των δύο διπλών χορδών που είχε παλιότερα. Ιστορία: Η ιστορία των οργάνων της οικογένειας του λαούτου ξεκινάει από την 3η χιλιετία π.χ στη Μεσοποταµία. Στον ελλαδικό χώρο το πρώτο όργανο αυτού του τύπου που συναντάµε είναι το αρχαιοελληνικό τρίχορδο, η πανδούρα όπως την έλεγαν. Από την πανδούρα προήλθε ο ταµπουράς και µια παραλλαγή του ταµπουρά που διαµορφώθηκε γύρω στο 17ο αιώνα είναι το ελληνικό λαούτο. Στο λαούτο διατηρήθηκε το µακρύ χέρι µε τις κινητές υποδιαιρέσεις που είχε ο ταµπουράς, όµως το µικρό στρογγυλό ηχείο αντικαταστάθηκε από άλλο αχλαδόσχηµο και βασικά πολύ µεγαλύτερο µε στόχο την αύξηση του όγκου και της έντασης του ήχου. 24

Είναι πάρα πολλές οι απεικονίσεις µορφών λαούτου σε αγιογραφίες,τοιχογραφίες, µικρογραφίες και λαϊκές ζωγραφιές. καθώς και οι αναφορές σ αυτό στη λογοτεχνία. και ειδικότερα στην ποίηση και το τραγούδι. Στο έπος του ιγενή Ακρίτα, τα ακριτικά τραγούδια και τα βυζαντινά χειρόγραφα, στον Ερωτόκριτο του Κορνάρου και φυσικά στο δηµοτικό τραγούδι το λαούτο προβάλλεται ως το µουσικό όργανο που είτε µόνο του είτε ως συνοδευτικό της φωνής µπορεί να εκφράσει τα λεπτότερα και ευγενέστερα συναισθήµατα του ανθρώπου. «Ηπαιρνε το λαγούτον του και σιγανά επορπάτει κι εχτύπαν το γλυκιά γλυκιά ανάδια στο παλάτι αι.) ( Ερωτόκριτος 17ος Κατασκευή :Το λαούτο όπως και όλα τα παραδοσιακά όργανα φτιαχνόταν και συνεχίζει να φτιάχνεται σε µικρά προσωπικά εργαστήρια πολλές φορές µε µακριά οικογενειακή παράδοση εξασφαλίζοντας τη γνώση που πρέπει να συνοδεύει το απαραίτητο µεράκι του κατασκευαστή. Είναι όργανο αρκετά δύσκολο στην κατασκευή του και προέχει η στερεότητά του και η αντοχή του στο σκέβρωµα λόγω των πολύ µεγάλων τάσεων που δέχεται από τις χορδές.μεγάλη σηµασία έχει και η ακρίβεια στις αναλογίες του ώστε όταν τελικά αρµατωθεί -τοποθετηθούν δηλαδή οι χορδές- να µπορεί να κουρδιστεί και να παίξει σωστά. Ο περιορισµένος χώρος δεν µας επιτρέπει να αναφερθούµε διεξοδικότερα στον τρόπο κατασκευής του αλλά µπορούµε να πούµε γενικά ότι παίζει µεγάλο ρόλο στην ποιότητα του ήχου και γενικά της κατασκευής το είδος και η ποιότητα των ξύλων από τα οποία κατασκευάζονται τα διάφορα µέρη του, η κόλλα,τα βερνίκια και φυσικά η ικανότητα του µάστορα. Ανάµεσα στα στάδια της κατασκευής του πρέπει να µεσολαβούν αρκετές µέρες ώστε να στρώνουν τα υλικά και να διορθώνονται προοδευτικά οι ατέλειες. Το χειροποίητο και η δυσκολία της κατασκευής του καθώς και η έλλειψη καλών µαστόρων έκαναν το λαούτο σήµερα εκτός από δυσεύρετο, να είναι και αρκετά ακριβό. Είδη λαούτου:το λαούτο το βρίσκουµε σε παραλλαγές στις διάφορες περιοχές του ελλαδικού χώρου που έχουν µεταξύ τους από µικρές έως πολύ σηµαντικές διαφορές. Στην Κρήτη το λαούτο είναι πολύ µεγαλύτερο και έχει πιο χαµηλό κούρντισµα για να ταιριάζει µε τη λύρα ενώ στην Κων/πολη είναι αρκετά µικρό µε εντέρινες (σήµερα νάυλον) χορδές και ξύλινα κλειδιά. Το στεριανό και το νησιώτικο λαούτο µοιάζουν αρκετά και έχουν το ίδιο κούρντισµα. Τρόπος παιξίµατος-τεχνικές δυνατότητες :Το λαούτο κουρντίζεται πάντα κατά πέµπτες:ντο σολ ρε λα από πάνω προς τα κάτω το στεριανό και το νησιώτικο,σολ ρε λα µι µια τετάρτη πιο χαµηλά το κρητικό. Σήµερα χρησιµοποιείται ως όργανο κυρίως συνοδευτικό, στηρίζοντας ρυθµικά και αρµονικά τα περισσότερα µελωδικά όργανα όπως το κλαρίνο το βιολί τη λύρα κλπ και η µελωδική του παρουσία περιορίζεται σε µικρές µελωδικές απαντήσεις ή µουσικές γέφυρες στα κενά της κύριας µελωδίας παρότι παλαιότερα το χρησιµοποιούσαν και ως µελωδικό. Η δυσκολία της τεχνικής 25

του και η εισβολή και επικράτηση άλλων πιο ηχηρών οργάνων έκανε τους πριµαδόρους λαουτιέρηδες ή να αποσυρθούν ή να προσαρµοστούν στον συνοδευτικό ρόλο. Η αρµονική συνοδεία ενώ παλιότερα ακολουθούσε τους κανόνες του ισοκρατήµατος και επέτρεπε συνηχήσεις σύµφωνες µε τον τροπικό χαρακτήρα του µονόφωνου βυζαντινού και δηµοτικού µέλους,σήµερα επηρεασµένη από την ευρωπαϊκή µουσική επιτρέπει και συγχορδίες δυτικού τύπου που όταν η χρήση τους φθάνει στην υπερβολή αλλοιώνει εντελώς το χαρακτήρα της παραδοσιακής µουσικής. Το λαούτο σήµερα :Η δυσκολία που έχει το λαούτο στο παίξιµο και στο κράτηµά του, και η ακριβή αγορά του, οδήγησαν σιγά σιγά στην αντικατάστασή του από την ευκολόπαιχτη και φτηνή κιθάρα.<< η κιθάρα όµως αλλοιώνει εντελώς το µουσικό ύφος του δηµοτικού µέλους. Του προσδίνει µε το γλυκερό της ύφος και τη διαφορετική τεχνική της ένα ψευδορροµαντικό ύφος, χαρακτηριστικά άγνωστο στη γνήσια δηµοτική µελωδία και το παραδοσιακό παίξιµο του Έλληνα λαϊκού µουσικού. Αν στο λαούτο χρειάζεται προσπάθεια τεχνικά για να παίξει κανείς συγχορδίες δυτικού τύπου η κιθάρα τις επιβάλλει ολοκληρωτικά µε αποτέλεσµα τα δηµοτικά µας τραγούδια να χάνουν το χρώµα τους και να αποκτούν ύφος ιταλιανίζουσας καντάδας>> λέει χαρακτηριστικά ο Φοίβος Ανωγειανάκης στο µνηµειώδες έργο του τα<< Ελληνικά Λαϊκά Μουσικά Οργανα>>. Και τι να πει κανείς για τις ηλεκτρικές κιθάρες και τα αρµόνια µε τις τζαζ ροκ συγχορδίες και τους θορυβώδεις ενισχυτές που ισοπεδώνουν ότι έχει αποµείνει Για να µην γίνει η αλλοιωµένη και παραποιηµένη µορφή της παραδοσιακής µας µουσικής µε τη συχνή προβολή της συνείδηση και κατεστηµένη αισθητική και τελικά χάσουµε άλλο ένα κοµµάτι πολιτισµού αµαχητί, πρέπει πέρα από τις µεµονωµένες προσπάθειες των διαφόρων συλλόγων η ίδια η πολιτεία να φροντίσει για την οργανωµένη διδασκαλία και εκµάθηση σπάνιων παραδοσιακών οργάνων όπως το λαούτο κυρίως στην επαρχία, όπου ενώ υπάρχει πολλές φορές η θέληση, δεν υπάρχει η ανάλογη δυνατότητα. 26

Μπουλγαρί Μπουλγαρί ονοµάζεται στην Κρήτη ένα όργανο που ανήκει στην οικογένεια του ταµπουρά, µοιάζει µορφολογικά µε το αραβικό σάζι, έχει µικρό αχλαδόσχηµο κυρτό ηχείο, µακρύ λεπτό χέρι, κινητούς µπερντέδες και τρεις διπλές χορδές. Η χρήση του στη Κρήτη πιθανολογείται από τα µέσα του 18ου αιώνα. Xρησιµοποιήθηκε (και χρησιµοποιείται), κυρίως, στην απόδοση των ταµπαχανιώτικων τραγουδιών που ακούγονταν στα αστικά κέντρα της Kρήτης (Xανιά, Pέθυµνο και Hράκλειο) τα χρόνια του Mεσοπολέµου (1920-1940) και στα οποία συνδυάζεται η κρητική µουσική, η µικρασιάτικη και το ρεµπέτικο τραγούδι. Κυριότερος εκπρόσωπος του θεωρείται ο Ρεθυµνιώτης Στέλιος Φουσταλιεράκης (1911-1992), που ήταν η αιτία να περάσει το µπουλγαρί στη δισκογραφία. Μεταπολεµικά το όργανο αυτό σχεδόν εξαφανίστηκε. Σήµερα ελάχιστοι είναι πλέον οι εκπρόσωποι του υπέροχου αυτού µουσικού οργάνου. Το µπουλγαρί και το µπουζούκι στην Κρήτη Το τρίχορδο ή σε κάποιες περιπτώσεις πολύχορδο όργανο «ταµπουράς» συναντάται στην Ελλάδα από αρχαιοτάτων χρόνων. Αρχικά σαν πανδουρίς και τρίχορδο στους Ελληνιστικούς χρόνους και αργότερα σαν πανδούρα, θαµπούρα, ταµπούρα στα Βυζαντινά χρόνια και αργότερα σαν γιογκάρι, λιογκάρι, τσιβούρι, ταµπουράς, ταµπούρι, µπουζούκι και ικιτέλι. 27