Χρησιμότατο υλικό για το μάθημα των Αρχαίων Ελληνικών για μαθητές Γυμνασίου και Λυκείου

Σχετικά έγγραφα
ΑΡΧΙΚΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΒΑΣΙΚΩΝ ΡΗΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ που απαντούν στο έργο του Ξενοφώντα

ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΑΠΟ ΑΠΟΣΤΑΣΗ ΩΡΑ ΓΙΑ ΜΕΛΕΤΗ!!! ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ ΑΡΧΙΚΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΡΗΜΑΤΩΝ

1 ΑΡΧΙΚΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΚΑΙ ΠΑΡΑΓΩΓΑ ΤΩΝ ΚΥΡΙΟΤΕΡΩΝ ΡΗΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ

Σχηματισμός της οριστικής. Ενρινόληκτων και υγρόληκτων ρημάτων α' συζυγίας

ΑΡΧΙΚΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΒΑΣΙΚΩΝ ΡΗΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ

ΟΜΟΙΟΙ ΚΑΙ OMOHXΟΙ ΤΥΠΟΙ

ΟΜΟΙΟΙ ΚΑΙ OMOHXΟΙ ΤΥΠΟΙ

Α. ΜΕΣΟΣ ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ ΚΑΙ ΥΠΕΡΣΥΝΤΕΛΙΚΟΣ ΤΩΝ ΑΦΩΝΟΛΗΚΤΩΝ ΡΗΜΑΤΩΝ

Ο ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΚΑΙ Ο ΑΟΡΙΣΤΟΣ ΤΩΝ ΕΝΡΙΝΟΛΗΚΤΩΝ ΚΑΙ ΥΓΡΟΛΗΚΤΩΝ ΡΗΜΑΤΩΝ

Kάθε γνήσιο αντίτυπο φέρει την υπογραφή της συγγραφέως

STAMMFORMEN (SCHWERGEWICHT: κοινή)

ΞΕΝΟΦΩΝΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ 2,1,28. Η ναυμαχία στους Αιγός Ποταμούς

ΞΕΝΟΦΩΝΤΑ, ΕΛΛΗΝΙΚΑ. Βιβλίο 1, Κεφάλαια 16-19

Α. Παράδειγμα σχηματισμού ενεργητικού και μέσου αορίστου Β

ΟΜΟΙΟΙ ΚΑΙ OMOHXΟΙ ΤΥΠΟΙ

Δημοσθένους, Περὶ Ἁλοννήσου, 2-3

The Ultimate ATHENAZE I Verb Chart STRONG AORIST. 1stPP Future Aorist Perfect

Το παρόν βοήθημα απευθύνεται σε μαθητές όλων των τάξεων Γυμνασίου και Λυκείου

ἄγω ἦγον ἄξω (ἦξα ) ἤγαγον (ἀγάγ-) ἀγήοχα / ἦχα ἀγηόχειν / ἤχειν αἰνῶ ᾔνουν αἰνέσομαι / αἰνέσω ᾔνεσα ᾔνεκα ᾐνέκειν

Ενότητα 1. Ενότητα 2

System Principal Parts Tenses and Voices

Τὰ αὐτὰ δὲ λέγοντος τοῦ Μάρδου, βασιλεὺς ἔφη: «Εἶτα τολμήσεις τὸν υἱὸν ἀποθνῄσκοντα ὑπομεῖναι;» Ὁ δὲ ἔφη «πάντων μάλιστα Κι αυτός είπε «βεβαιότατα

Most Common Ancient Greek Verbs. First Aorists

Απρόσωπη σύνταξη: άναρθρο Απαρέμφατο Δευτερεύουσα Ονομαστική Πρόταση

Λυσίου, Κατὰ Ἀλκιβιάδου Α 10-12

ΑΡΧΙΚΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΒΑΣΙΚΩΝ ΑΝΩΜΑΛΩΝ ΡΗΜΑΤΩΝ

Principal Part Quiz 4 Study Sheet

Λεξιλόγιο - Γραμματικές παρατηρήσεις

GCSE (9 1) Classical Greek

ΒΑΡΥΤΟΝΑ ΡΗΜΑΤΑ Α ΣΥΖΥΓΙΑΣ ΠΙΝΑΚΑΣ ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΟΥ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΥ ΟΛΩΝ ΤΩΝ ΧΡΟΝΩΝ ΤΩΝ ΒΑΡΥΤΟΝΩΝ ΡΗΜΑΤΩΝ ΤΗΣ Α ΣΥΖΥΓΙΑΣ. Ενεργητική φωνή.

Συλλαβική αύξηση είναι η προσθήκη στην αρχή του θέματος ενός -ἐ- (Προσοχή! παίρνει ψιλή). Λέγεται συλλαβική επειδή προστίθεται μια νέα συλλαβή.

Λυσίου, Κατὰ Ἀγοράτου, 93-95

Κρίνω (Β) Κ.Δ. (Ε.Γ./ΚΕΙΜ.) ΡΙΖΑ: α) ΚΡΙ-, ΚΡΙΝ-J-Ω, ΚΡΙΝΝΩ, ΚΡΙΝΩ, β) ΙΝΔ/Ε: SKER, SKREI-, SKRI. ΕΡΜΗΝΕΙΑ: 1) Χωρίζω, αποχωρίζω, θέτω κατά μέρος.

ΕΠΑΝΑΛΗΠΤΙΚΕΣ ΑΣΚΗΣΕΙΣ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ (ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΟ ΔΩΡΑΚΙ!!!!)

Γ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ-ΑΡΧΑΙΑ **ΑΣΚΗΣΕΙΣ ΕΠΑΝΑΛΗΠΤΙΚΕΣ. 1) Να κάνετε την εγκλιτική αντικατάσταση.

Η μουσική εξημερώνει

Ασκήσεις γραμματικής

Λαγχάνω (ᾰ - βραχύ σε Αόριστο)

Θ.Α. ΑΜΕΛΙΔΗΣ ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΠΙΝΑΚΕΣ ΡΗΜΑΤΩΝ ΑΣΚΗΣΕΙΣ ΦΙΛΟΛΟΓΟΣ

ΤΑΞΗ Α ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΥΛΗ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ 2016 ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΑ Οι ενότητες 2,3,5,6,7,8,10,11,12,13,14,16,18,19,21,22,23,24,25,29,30,37.

OCR Greek GCSE Word List Produced by Eton College

-ω, -σω, -σα, -κα, -µαι, -θην

CH11 α/β GRK 101 Handout

Part of Speech αἰδέομαι αἰδέσομαι ᾐδεσάμην ᾔδεσμαι ᾐδέσθην

ΑΡΧΙΚΟΙ ΧΡΟΝΟΙ 135 ΡΗΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ

Τα σύνθετα ρήματα έχουν την τάση να διατηρούν τον τόνο τους στη συλλαβή που τονίζεται και το αντίστοιχο απλό ρήμα: λύειν - ἀπολύειν, ἦχθαι - ἀπῆχθαι,

ΑΝΩΜΑΛΑ ΡΗΜΑΤΑ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ

STAMMFORMENBILDUNG: VERBA LIQUIDA UND VERBA NASALIA

PRINCIPAL PARTS BY Verb TYPES: all principal parts, all units 1!

Ασκήσεις γραμματικής

ΚΟΛΛΕΓΙΟ ΑΘΗΝΩΝ Σχολικό έτος: ΤΜΗΜΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ ΓΥΜΝΑΣΙΟ

Θ.Α. ΑΜΕΛΙΔΗΣ ΦΙΛΟΛΟΓΟΣ

destroying, destructive, fatal, deadly, murderous

ΚΟΛΛΕΓΙΟ ΑΘΗΝΩΝ Σχολικό έτος: ΤΜΗΜΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ ΓΥΜΝΑΣΙΟ

1β. διαβεβλημένοις,καταστηναι,επειδάν, διακείμενος, μεταμελήσειν: να αναλυθούν στα συνθετικά τους.

Προτεινόμενος Προγραμματισμός κατά ενότητα

Part of Speech αἰδέομαι αἰδέσομαι ᾐδεσάμην ᾔδεσμαι ᾐδέσθην

Εκφέρονται με: ΣΥΜΒΟΥΛΟΙ ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΩΝ ΜΑΘΗΜΑΤΩΝ-ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ 1

ὁμιλῶ ὁμολογῶ ποθῶ ποιῶ πολεμῶ πολιορκῶ πονῶ σκοπῶ συμμαχῶ τελῶ τηρῶ τιμωρῶ ὑμνῶ ὑπηρετῶ φοβοῦμαι ὠφελῶ

Ποια μετοχή λέγεται κατηγορηματική;

GCSE Classical Greek OCR GCSE in Classical Greek: J291

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΙΣΜΟΣ ΜΕΛΕΤΗΣ ΣΤΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ. 1 η ΜΕΡΑ

Π Ο Λ Ι Τ Ι Κ Α Κ Α Ι Σ Τ Ρ Α Τ Ι Ω Τ Ι Κ Α Γ Ε Γ Ο Ν Ο Τ Α

ΣΥΝΗΡΗΜΕΝΑ ΡΗΜΑΤΑ. 3. Μία συνηρημένη συλλαβή παίρνει οξεία, αν πριν από τη συναίρεση είχε οξεία η δεύτερη από τις συλλαβές που συναιρούνται:

ΑΟΡΙΣΤΟΣ Β (ενεργητικός και μέσος)

VOCABULARY AID FOR CHAPTERS 1 13 From Learn to Read New Testament Greek by David Alan Black [TABLE OF CONTENTS]

1. Να βάλετε τους κατάλληλους τύπους του άρθρου μπροστά από τις λέξεις: μητέρες, δίψαν, σημαίαις, κινδύνου, ἔδαφος,

Το ρήμα λύω στην Οριστική Ε.Φ. Επιμέλεια: Ευθυμιάδου Ευφροσύνη

Chapter 15-α. Athematic 2 nd Aorists ACTIVE. PARADIGMS (lists of forms) BASIC PATTERN indic imperat inf ptc

5ο ΓΕ.Λ. Πετρούπολης Σχολικό έτος ΕΞΕΤΑΣΤΕΑ ΥΛΗ ΠΡΟΑΓΩΓΙΚΩΝ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ ΠΕΡΙΟΔΟΥ ΜΑΪΟΥ-ΙΟΥΝΙΟΥ

Συντακτικό Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας. Το κατηγορούμενο

ΚΟΛΛΕΓΙΟ ΑΘΗΝΩΝ Σχολικό έτος: ΤΜΗΜΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ Β ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ. Προγραμματισμός κατά ενότητα

Ακολουθούν τα φύλλα εργασίας : ΦΥΛΛΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΣΧΟΛΕΙΟ: ΜΟΥΣΙΚΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ. Επιμορφώτρια : Κατερίνα Μούρτζινου ΠΕ2

Πλάτωνος, Γοργίας, 483, b d

Summer Greek. Lesson 10 Vocabulary. Greek Verbs using the verb λύω. Greek Verbs. Greek Verbs: Conjugating. Greek Verbs: Conjugating.

ζήω-ζῶ Ενεργητική Οριστική Υποτακτική Ευκτική Προστακτική Απαρέμφατο Μετοχή

ΟΝΟΜΑΤΙΚΟΙ ΤΥΠΟΙ ΤΟΥ ΡΗΜΑΤΟΣ (απρόσωπες εγκλίσεις)

ΘΕΜΑ 393ο: Θουκυδίδου Ἱστορίαι, 3, 81,1-3

Number of Part of Dictionary Entry English Definition Appearances Speech

Appearances Speech αἰθαλόεις -εσσα -εν smoky, sooty 2 Adjective αἰσχύνω αἰσχυνῶ ᾔσχυνα ᾐσχύνθην

Μελέτησε τις παρακάτω σημειώσεις για τις καταλήξεις των ρημάτων

PRINCIPAL PARTS OF GREEK VERBS in CORE VOCABULARY COMPOUND VERBS

Ξενοφῶντος, Κύρου Ἀνάβασις, Γ

Αρχαίοι Έλληνες Ιστοριογράφοι

Τελική επανάληψη Αρχαίας Ελληνικής Γραμματικής

Έπου θεώ (Ακολούθα τον θεό) Νόμω πείθου ( Να πειθαρχείς στο Νόμο) Θεούς σέβου (Να σέβεσαι τους θεούς) Γονείς αίδου (Να σέβεσαι τους γονείς σου)

* Σημείωση. 1 Έκθλιψη

ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ

most glorious, most honoured, noblest

give, grant 254 Verb δαμάζω δαμάσω ἐδάμασα δεδάμακα δεδάμασμαι/δέδμημα to overpower, tame, conquer, subdue 105 Verb

Part of Speech αἰδέομαι αἰδέσομαι ᾐδεσάμην ᾔδεσμαι ᾐδέσθην

«ΚΑΤΑΓΡΑΦΗ ΤΗΣ ΣΧΕΣΗΣ ΤΩΝ ΜΑΘΗΤΩΝ ΛΥΚΕΙΟΥ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ ΜΕ ΤΗ ΜΟΥΣΙΚΗ.»

Ν Κ Π 6Μ Θ 5 ϑ Μ % # =8 Α Α Φ ; ; 7 9 ; ; Ρ5 > ; Σ 1Τ Ιϑ. Υ Ι ς Ω Ι ϑτ 5 ϑ :Β > 0 1Φ ς1 : : Ξ Ρ ; 5 1 ΤΙ ϑ ΒΦΓ 0 1Φ ς1 : ΒΓ Υ Ι : Δ Φ Θ 5 ϑ Μ & Δ 6 6

ΛΕΞΙΚΟ ΑΝΩΜΑΛΩΝ ΡΗΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ ΣΤΕΦΑΝΟΥ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ

ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ ΜΑΘΗΤΩΝ Γ ΛΥΚΕΙΟΥ ΓΙΑ ΤΟ ΣΧΟΛΙΚΟ ΕΤΟΣ

Γραμματική της Αρχαίας Ελληνικής - Το Ρήμα ΤΟ ΡΗΜΑ

more, larger (comp. of πολύς) 20 Adjective πρῶτος η ον first, foremost 144 Adjective Πύλιος --α --ον

ΕΞΕΤΑΣΤΕΑ ΥΛΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ Γ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ ΚΑΘΗΓΗΤΕΣ: ΚΟΥΚΗΣ Ν., ΟΡΦΑΝΟΥΔΑΚΗ Ν., ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΑΟΥ Φ.

Α Ρ Ι Θ Μ Ο Σ : 6.913

2. Συμπληρώστε τα κενά με τον κατάλληλο τύπο του ειμί ή της προσωπικής αντωνυμίας εγώ, συ. Ὑμεῖς οἱ προδόντες τήν πόλιν.

Transcript:

1 Χρησιμότατο υλικό για το μάθημα των Αρχαίων Ελληνικών για μαθητές Γυμνασίου και Λυκείου ΑΡΧΙΚΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΩΝ ΣΗΜΑΝΤΙΚΟΤΕΡΩΝ ΡΗΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ A ἀγγέλω, ἤγγελλον, ἀγγελῶ, ἤγγειλα, ἤγγελκα, ἠγγέλκειν. ἀγγέλομαι, ἠγγελλόμην, ἀγγελθήσομαι, ἠγγειλάμην-ἠγγέλμην- ἠγγέλθην, ἤγγελμαι, ἠγγέλμην. ἄγω, ἦγον, ἄξω, ἤγαγον, ἀγήοχα, ἠγηόχειν. ἄγομαι, ἠγόμην, ἄξομαι-ἀχθήσομαι, ἠγαγόμην-ἤχθην, ἦγμαι, ἤγμην. ἀγωνίζομαι, ἠγωνιζόμην, ἀγωνιοῦμαι-ἀγωνισθήσομαι, ἠγωνισάμην- ἠγωνίσθην, ἠγώνισμαι, ἠγωνίσμην. αἱρέω(-ῶ), ᾕρουν, αἱρήσω, εἷλον, ᾕρηκα, ᾑρήκειν. αἱροῦμαι, ᾑρούμην, αἱρήσομαι-αἱρεθήσομαι, εἱλόμην-ᾑρέθην, ᾕρημαι, ᾑρήμην. αἴρω, ᾖρον, ἀρῶ, ἦρα, ἦρκα, ἤρκειν. αἴρομαι, ᾐρόμην, ἀροῦμαι-ἀρθήσομαι, ἠράμην-ἤρθην, ἦρμαι, ἤρμην. αἰσθάνομαι, ᾐσθανόμην, αἰσθήσομαι, ᾐσθόμην, ᾔσθημαι, ᾐσθήμην. αἰσχύνομαι, ᾐσχυνόμην, αἰσχυνοῦμαι, ᾐσχύνθην, ᾔσχυμμαι, ᾐσχύμμην. αἰτιάομαι(-ῶμαι), ᾐτιώμην, αἰτιάσομαι, ᾐτιασάμην-ᾐτιάθην, ᾐτίαμαι, ᾐτιάμην. ἀκούω, ἤκουον, ἀκούσομαι, ἤκουσα, ἀκήκοα, ἠκηκόειν. ἀλλάττομαι, ἠλλαττόμην, ἀλλάξομαι-ἀλλαχθήσομαι, ἠλλαξάμην- ἠλλάχθην, ἤλλαγμαι, ἠλλάγμην. αλλαγ-j-ω ἁμαρτάνω (σφάλλω), ἡμάρτανον, ἁμαρτήσομαι, ἥμαρτον, ἡμάρτηκα, ἡμαρτήκειν. ἀνέχομαι, ἠνειχόμην, ἀνέξομαι, ἠνεσχόμην, ὑπομεμένηκα, ὑπεμεμενήκειν. ἀπεχθάνομαι, ἀπηχθανόμην, ἀπεχθήσομαι, ἀπηχθόμην, ἀπήχθημαι, ἀπηχθήμην. ἀποκρίνομαι, ἀπεκρινόμην, ἀποκρινοῦμαι, ἀπεκρινάμην, ἀποκέκριμαι, ἀπεκεκρίμην.

2 ἀπολογέομαι(-οῦμαι), ἀπελογούμην, ἀπολογήσομαι, ἀπελογησάμην- ἀπελογήθην, ἀπολελόγημαι, ἀπελελογήμην. ἅπτομαι, ἡπτόμην, ἅψομαι, ἅφθήσομαι, ἡψάμην-ἥφθην, ἧμμαι, ἥμμην. ἄχθομαι, ἠχθόμην, ἀχθέσομαι, ἠχθέσθην, ἤχθημαι, ἠχθήμην. B βάλλω, ἔβαλλον, βαλῶ, ἔβαλον, βέβληκα, ἐβεβλήκειν. βάλλομαι, ἐβαλλόμην, βαλοῦμαι-βληθήσομαι, ἐβαλόμην-ἐβλήθην, βέβλημαι, ἐβεβλήμην. βούλομαι, ἐβουλόμην, βουλή(θη)σομαι, ἐβουλήθην, βεβούλημαι, ἐβεβουλήμην. Γ γίγνομαι, ἐγιγνόμην, γενήσομαι-γενηθήσομαι, ἐγενόμην-ἐγενήθην, γέγονα-γεγένημαι, ἐγεγόνειν-ἐγεγενήμην. Δ δέχομαι, ἐδεχόμην, δέξομαι, ἐδεξάμην, δέδεγμαι, ἐδεδέγμην. δοκέω(-ῶ), ἐδόκουν, δόξω, ἔδοξα, δεδόκηκα, ἐ δοκήκειν δοκει, δέδοκται, ἐδέδοκτο. δύναμαι, ἐδυνάμην, δυνήσομαι, ἐδυνήθην-ἐδυνάσθην, δεδύνημαι, ἐδεδυνήμην. δύομαι, ἐδυόμην, δύσομαι, ἔδυν (δύω, δύοιμι, δύθι, δῦναι, δύς-δῦσαδύν), δέδυκα, ἐδεδύκειν. Ε ἐάω(-ῶ), εἴων, ἐάσω, εἴασα, εἴακα, εἰάκειν. ἐγείρω, ἤγειρον, ἐγερῶ, ἤγειρα, ἐγήγερκα, ἐγηγέρκειν. ἐγείρομαι, ἠγειρόμην, ἐγεροῦμαι-ἐγερθήσομαι, ἠγρόμην-ἠγέρθην, ἐγήγερμαι-ἐγρήγορα, ἐγηγέρμην-ἐγρηγόρειν. ἐλαύνω, τρέχω, ἤλαυνον, ἐλῶ(άω-ῶ), ἤλασα, ἐλήλακα, ἐληλάκειν. ἐνθυμέομαι(-οῦμαι), ἐνεθυμούμην, ἐνθυμήσομαι, ἐνεθυμήθην, ἐντεθύμημαι, ἐνετεθυμήμην. ἐπίσταμαι, γνωρίζω, ἠπιστάμην, ἐπιστήσομαι, ἠπιστήθην, ἔγνωκα, ἐγνώκειν. ἕπομαι, ακολουθώ, εἱπόμην, ἕψομαι, ἑσπόμην, ἠκολούθηκα, ἠκολουθήκειν. ἐργάζομαι, εἰργαζόμην, ἐργάσομαι, εἰργασάμην, εἴργασμαι, εἰργάσμην. ἐρωτάω(-ῶ), ἠρώτων, ἐρήσομαι, ἠρώτησα-ἠρόμην, ἠρώτηκα, ἠρωτήκειν. ἐσθίω, ἤσθιον, ἔδομαι, ἔφαγον, ἐδήδοκα, ἐδηδόκειν. ( τρώγω) εὑρίσκω, ηὕρισκον, εὑρήσω, ηὗρον, ηὕρηκα, ηὑρήκειν. ἔχω, εἶχον, ἕξω-σχήσω, ἔσχον, ἔσχηκα, ἐσχήκειν. αφέξω

3 ἔχομαι, εἰχόμην, ἕξομαι-σχήσομαι, ἐσχόμην, ἔσχημαι, ἐσχήμην. Η ἡγέομαι(-οῦμαι), ἡγούμην, ἡγήσομαι-ἡγηθήσομαι, ἡγησάμην-ἡγήθην, ἥγημαι, ἡγήμην. ἡττάομαι(-ῶμαι), ἡττώμην, ἡττήσομαι-ἡττηθήσομαι, ἡττησάμην- ἡττήθην, ἥττημαι, ἡττήμην. Θ θέω, ἔθεον, θεύσομαι, ἔδραμον, δεδράμηκα, ἐδεδραμήκειν. θνήσκω, έθνησκον, θανούμαι, έθανον, τέθνηκα, ἐτεθνήκειν. Ι ἱκνέομαι(-οῦμαι), ἱκνούμην, ἵξομαι, ἱκόμην, ἷγμαι, ἵγμην (σνθ. ἀφικνοῦμαι). Κ καλέω(-ῶ), ἐκάλουν, καλῶ, ἐκάλεσα, κέκληκα, ἐκεκλήκειν. καλοῦμαι, ἐκαλούμην, καλοῦμαι-κληθήσομαι, ἐκαλεσάμην-ἐκλήθην, κέκλημαι, ἐκεκλήμην. κάμνω (κουράζομαι), ἐκαμνον, καμοῦμαι, ἔκαμον, κέκμηκα, ἐκεκμήκειν. κλίνω, ἔκλινον, κλινῶ, ἔκλινα, κέκλικα, ἐκεκλίκειν. κλίνομαι, ἐκλινόμην, κλινοῦμαι-κλινήσομαι, ἐκλινάμην-ἐκλίθην, κέκλιμαι, ἐκεκλίμην. κρίνω, ἔκρινον, κρινῶ, ἔκρινα, κέκρικα, ἐκεκρίκειν. κρίνομαι, ἐκρινόμην, κρινοῦμαι-κριθήσομαι, ἐκρινάμην-ἐκρίθην, κέκριμαι, ἐκεκρίμην. κτάομαι(-ῶμαι), ἐκτώμην, κτήσομαι-κτηθήσομαι, ἐκτησάμην-ἐκτήθην, κέκτημαι, ἐκεκτήμην. κτείνω, ἔκτεινον, κτενῶ, ἔκτεινα, ἀπέκτονα, ἀπεκτόνειν. Λ λαγχάνω, ἐλάγχανον, λήξομαι, ἔλαχον, εἴληχα, εἰλήχειν. λαμβάνω, ἐλάμβανον, λήψομαι, ἔλαβον, εἴληφα, εἰλήφειν. λαμβάνομαι, ἐλαμβανόμην, ληφθήσομαι, ἐλαβόμην-ἐλήφθην, εἴλημμαι, εἰλήμμην. λανθάνω, ἐλάνθανον, λήσω, ἔλαθον, λέληθα, ἐλελήθειν. λανθάνομαι, ἐλανθανόμην, λήσομαι-λησθήσομαι, ἐλαθόμην-ἐλήσθην, λέλησμαι, ἐλελήσμην. λέγω, ἔλεγον, λέξω-ἐρῶ, εἶπον-ἔλεξα-εἶπα, εἴρηκα, εἰρήκειν. λέγομαι, ἐλεγόμην, λεχθήσομαι-ῥηθήσομαι, ἐλέχθην-ἐρρήθην, εἴρημαι, εἰρήμην.

4 λείπω, ἔλειπον, λείψω, ἔλειψα-ἔλιπον, λέλοιπα, ἐλελοίπειν. λείπομαι, ἐλειπόμην, λείψομαι-λειφθήσομαι, ἐλιπόμην-ἐλείφθην, λέλειμμαι, ἐλελείμμην. λυμαίνομαι, ἐλυμαινόμην, λυμανοῦμαι, ἐλυμηνάμην, λελύμασμαι, ἐλελυμάσμην. Μ μανθάνω, ἐμάνθανον, μαθήσομαι, ἔμαθον, μεμάθηκα, ἐμεμαθήκειν. μιμνῄσκομαι, ἐμιμνῃσκόμην, μνήσομαι-μνησθήσομαι, ἐμνησάμην- ἐμνήσθην, μέμνημαι, ἐμεμνήμην. (το μέμνημαι έχει μονολεκτική υποτακτική μεμνῶμαι, -μνῇ, μνῆται κ.τ.λ., ευκτική μεμνῄμην, -μνῇο, -μνῇτο κ.τ.λ. και μεμνῴμην, μεμνῷο). Ν νέμω, ἔνεμον, νεμῶ, ἔνειμα, νενέμηκα, ἐνενεμήκειν. νέμομαι, ἐνεμόμην, νεμοῦμαι-νεμηθήσομαι, ἐνειμάμην-ἐνεμήθην, νενέμημαι, ἐνενεμήμην. Ο οἰκέω(-ῶ), ᾤκουν, οἰκήσω, ᾤκησα, ᾤκηκα, ᾠκήκειν. οἴομαι-οἶμαι, ᾠόμην-ᾤμην, οἰήσομαι, ᾠήθην, νενόμικα, ἐνενομίκειν. ὄλλυμι, ὤλλυν, ὀλῶ, ὤλεσα, ὀλώλεκα, ὠλωλέκειν. ὄλλυμαι, ὠλλύμην, ὀλοῦμαι, ὠλόμην, ὄλωλα, ὠλώλειν. ὀξύνομαι, ὠξυνόμην, ὀξυνθήσομαι, ὠξύνθην, ὤξυμμαι, ὠξύμμην. ὁράω(-ῶ), ἑώρων, ὄψομαι, εἶδον, ἑόρακα, ἑωράκειν. ὀφλισκάνω, ὠφλίσκανον, ὀφλήσω, ὦφλον, ὤφληκα, ὠφλήκειν. (=χρωστώ στο δημόσιο, καταδικάζομαι σε πρόστιμο). Π πάσχω, ἔπασχον, πείσομαι, ἔπαθον, πέπονθα, ἐπεπόνθειν. πείθομαι, ἐπειθόμην, πείσομαι-πεισθήσομαι, ἐπιθόμην-ἐπείσθην, πέπεισμαι, ἐπεπείσμην. πειράομαι(-ῶμαι), ἐπειρώμην, πειράσομαι-πειραθήσομαι, ἐπειρασάμην-ἐπειράθην, πεπείραμαι, ἐπεπειράμην. πίμπλημι, ἐπίμπλην, πλήσω, ἔπλησα, πέπληκα, ἐπεπλήκειν. πίμπλαμαι, ἐπιμπλάμην, πλήσομαι-πλησθήσομαι, ἐπλησάμην- ἐπλήσθην, πέπλησμαι, ἐπεπλήσμην. πίνω, ἔπινον, πίομαι, ἔπιον, πέπωκα, ἐπεπώκειν. πίπτω, ἔπιπτον, πεσοῦμαι, ἔπεσον, πέπτωκα, ἐπεπτώκειν. πλέω, ἔπλεον, πλεύσομαι-πλευσοῦμαι, ἔπλευσα, πέπλευκα, ἐπεπλεύκειν. πλήττομαι, ἐπληττόμην, πλήξομαι-πληγήσομαι, ἐπληξάμην-ἐπλήγην, πέπληγμαι, ἐπεπλήγμην.

5 πυνθάνομαι, ἐπυνθανόμην, πεύσομαι, ἐπυθόμην, πέπυσμαι, ἐπεπύσμην. Σ σκοπέω(-ῶ), ἐσκόπουν, σκέψομαι-σκοπήσω, ἐσκόπησα, ἔσκεμμαι, ἐσκέμμην. σκοποῦμαι, ἐσκοπούμην, σκέψομαι-σκεπήσομαι, ἐσκεψάμην- ἐσκέφθην-ἐσκέπην, ἔσκεμμαι, ἐσκέμμην. σπείρω, ἔσπειρον, σπερῶ, ἔσπειρα, ἔσπαρκα, ἐσπάρκειν. σπείρομαι, ἐσπειρόμην, σπαρήσομαι, ἐσπάρην, ἔσπαρμαι, ἐσπάρμην. σπένδομαι, ἐσπενδόμην, σπείσομαι, ἐσπεισάμην, ἔσπεισμαι, ἐσπείσμην. στέλλω, ἔστελλον, στελῶ, ἔστειλα, ἔσταλκα, ἐστάλκειν. στέλλομαι, ἐστελλόμην, σταλήσομαι, ἐστειλάμην-ἐστάλμην-ἐστάλην, ἔσταλμαι, ἐστάλμην. συλλέγω, συνέλεγον, συλλέξω, συνέλεξα, συνείλοχα, συνειλόχειν. συλλέγομαι, συνελεγόμην, συλλέξομαι-συλλεγήσομαι, συνελεξάμηνσυνελέγην, συνείλεγμαι, συνειλέγμην. σφάλλω, ἔσφαλλον, σφαλῶ, ἔσφηλα, ἔσφαλκα, ἐσφάλκειν. σφάλλομαι, ἐσφαλλόμην, σφαλοῦμαι-σφαλήσομαι, ἐσφηλάμην- ἐσφάλην, ἔσφαλμαι, ἐσφάλμην. Τ τείνω, ἔτεινον, τενῶ, ἔτεινα, τέτακα, ἐτετάκειν. τείνομαι, ἐτεινόμην, τενοῦμαι-ταθήσομαι, ἐτεινάμην-ἐτάθην, τέταμαι, ἐτετάμην. τέμνω, ἔτεμνον, τεμῶ, ἔτεμον, τέτμηκα, ἐτετμήκειν. τέμνομαι, ἐτεμνόμην, τεμοῦμαι-τμηθήσομαι, ἐτεμόμην-ἐτμήθην, τέτμημαι, ἐτετμήμην. τίκτω, ἔτικτον, τέξομαι, ἔτεκον, τέτοκα, ἐτετόκειν. τρέπομαι, ἐτρεπόμην, τρέψομαι-τραπήσομαι, ἐτραπόμην-ἐτρεψάμην- ἐτράπην, τέτραμμαι, ἐτετράμμην. τρέφομαι, ἐτρεφόμην, θρέψομαι-τραφήσομαι, ἐθρεψάμην-ἐτράφην, τέθραμμαι, ἐτεθράμμην. τυγχάνω, ἐτύγχανον, τεύξομαι, ἔτυχον, τετύχηκα, ἐτετυχήκειν. Υ ὑπισχνέομαι(-οῦμαι), ὑπισχνούμην, ὑποσχήσομαι, ὑπεσχόμην, ὑπέσχημαι, ὑπεσχήμην. Φ φαίνομαι, ἐφαινόμην, φανοῦμαι-φανήσομαι, ἐφηνάμην-ἐφάνην, πέφασμαι, ἐπεφάσμην. φέρω, ἔφερον, οἴσω, ἤνεγκον, ἐνήνοχα, ἐνηνόχειν.

6 φέρομαι, ἐφερόμην, οἴσομαι-οἰσθήσομαι-ἐνεχθήσομαι, ἠνεγκάμην- ἠνέχθην, ἐνήνεγμαι, ἐνηνέγμην. φεύγω, ἔφευγον, φεύξομαι, ἔφυγον, πέφευγα, ἐπεφεύγειν. φθάνω, ἔφθανον, φθάσω-φθήσομαι, ἔφθασα-ἔφθην (φθῶ, φθαίην, φθῆναι, φθάς), ἔφθακα, ἐφθάκειν. φθείρω, ἔφθειρον, φθερῶ, ἔφθειρα, ἔφθαρκα, ἐφθάρκειν. φθείρομαι, ἐφθειρόμην, φθεροῦμαι-φθαρήσομαι, ἐφθειράμην- ἐφθάρην, ἔφθαρμαι, ἐφθάρμην. φύομαι, ἐφυόμην, φύσομαι, ἔφυν (φύω, φύοιμι, φῦναι, φύς-φῦσαφύν), πέφυκα, ἐπεφύκειν. Χ χρή, χρῆν-ἐχρῆν, χρήσει-χρῆσται, ἔχρησε. χρήομαι(-ῶμαι), ἐχρώμην, χρήσομαι, ἐχρησάμην, κέχρημαι, ἐκεχρήμην. Ω ὠνέομαι(-οῦμαι), ἐωνούμην, ὠνήσομαι, ἐπριάμην, ἐώνημην... ''Περί Γνώσεως'' Φροντιστήριο Μ.Ε.