ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΑΓΡΟΤΙΚΩΝ ΠΡΟΪΟΝΤΩΝ ΚΑΙ ΤΡΟΦΙΜΩΝ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΤΥΠΟΥ Η αυριανή ηµερίδα στόχο έχει την παρουσίαση των αποτελεσµάτων δύο ερευνητικών προγραµµάτων: 1. «ΑΝΑ ΙΑΡΘΡΩΣΗ ΤΗΣ ΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΑΣ ΤΟΥ ΚΑΠΝΟΥ ΜΕ ΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΕΣ ΕΝΕΡΓΕΙΑΚΩΝ ΚΑΙ ΑΡΩΜΑΤΙΚΩΝ-ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΩΝ ΦΥΤΩΝ (ΑΦΦ)» και 2. «ΣΥΣΤΗΜΑ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΗΣ ΚΑΘΟ ΗΓΗΣΗΣ ΤΩΝ ΑΓΡΟΤΙΚΩΝ ΕΚΜΕΤΑΛΛΕΥΣΕΩΝ ΣΤΙΣ ΖΩΝΕΣ ΚΑΠΝΟΠΑΡΑΓΩΓΗΣ ΜΕ ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟ ΤΗΝ ΒΙΩΣΙΜΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΤΙΚΟΤΗΤΑ ΑΥΤΩΝ» που υλοποιήθηκαν από την ερευνητική οµάδα του Τµήµατος ιοίκησης Επιχειρήσεων Αγροτικών Προϊόντων και Τροφίµων του Πανεπιστηµίου Ιωαννίνων. Η χρηµατοδότηση έγινε από την Ευρωπαϊκή Ένωση Καν. 2182/2002 (όπως τροποποιήθηκε µε τον Καν. 1881/2005) µέσω του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίµων. Συγκεκριµένα, µέσω αυτών των ερευνητικών έργων : α) Πραγµατοποιήθηκε έρευνα στους καπνοπαραγωγούς (Αµερικάνικου και Ανατολικού τύπου), στις βασικές καπνοπαραγωγικές περιοχές, ώστε να εξαχθούν προτάσεις για την αποτελεσµατικότητα της καλλιέργειας. Χρησιµοποιώντας την 1
Περιβάλλουσα Ανάλυση εδοµένων (DEA) και υποδείγµατα Γραµµικού Προγραµµατισµού, επιχειρείται µια προσέγγιση στα ερευνητικών προβληµάτων στα πλαίσια των παραπάνω έργων. Η ανάλυση των δυο υποδειγµάτων έδειξε ότι η πλειοψηφία των αγροτικών επιχειρήσεων λειτουργεί υπό συνθήκες αποδόσεων κλίµακας. ηλαδή, για να µειώσουν σηµαντικά το κόστος τους, απαιτείται, πέρα από ορθολογικότερη χρήση των εισροών και αύξηση του µεγέθους τους. Συνεπώς, ενώ µερικές επιχειρήσεις µε τις ενισχύσεις λειτουργούν σε άριστο ή σε µεγαλύτερο από το άριστο µέγεθος, σε ένα πλήρως ανταγωνιστικό περιβάλλον λειτουργούν σε µικρότερο από το άριστο µέγεθος, ήτοι πρέπει να προχωρήσουν σε αύξηση µεγέθους για να επιτύχουν µείωση του κόστους παραγωγής. β) Εξετάσθηκε η ανταγωνιστικότητα των καλλιεργειών του καπνού σε σύγκριση µε τις καλλιέργειες των ενεργειακών και ΑΦΦ. Συγκεκριµένα, µέσω χαρτογράφησης που πραγµατοποιήθηκε στο σύνολο του αγροτικού χώρου της χώρας, κατεγράφησαν οι καλλιέργειες εκείνες των ενεργειακών φυτών, όπως για παράδειγµα του ηλίανθου της ελαιοκράµβης της αγριαγκινάρας και άλλων, καθώς και των ΑΦΦ όπως είναι η ρίγανη, το τσάι, το φασκόµηλο, ο βασιλικός και πολλά άλλα, που καλλιεργούνται συστηµατικά και πιλοτικά. Στη συνέχεια µέσω επιτόπιας έρευνας στις περιοχές αυτές, συγκεντρώθηκαν τα στοιχεία που συνθέτουν το κόστος παραγωγής και το εισόδηµα του παραγωγού από την καλλιέργεια αυτών των φυτών, ενεργειακών και ΑΦΦ. Παράλληλα συγκεντρώθηκαν και στοιχεία από καπνοπαραγωγούς που συνεχίζουν να δραστηριοποιούνται ενεργά µε την καλλιέργεια του καπνού 2
Ανατολικού τύπου, όπως Μπασµάς στην Ξάνθη και την Κοµοτηνή και Σ-53 ή Κατερίνης στην Αιτωλοακαρνανία. Τα στοιχεία αυτά επεξεργάστηκαν µε στατιστικά πακέτα και δηµιουργήθηκαν οι Πίνακες Κόστους Παραγωγής και Εισοδήµατος του παραγωγού, από τους οποίους προέκυψαν και τα αποτελέσµατα µέσω της σύγκρισης αυτών. Τα αποτελέσµατα εν ολίγοις έδειξαν σε σχέση µε τις ενεργειακές καλλιέργειες την αναντικατάστατη συνεισφορά του καπνού ανατολικού τύπου ειδικά στις περιοχές που συνεχίζει η καλλιέργεια του. Ενώ σε σχέση µε τις καλλιέργειες ΑΦΦ, διαπιστώθηκε ότι σε πολλές περιπτώσεις οι καλλιέργειες ΑΦΦ µπορούν να αποδώσουν καλύτερο εισόδηµα στον καπνοπαραγωγό και τον παραγωγό γενικότερα. γ) Ανάλυση της Απόδοσης της Εφοδιαστικής Αλυσίδας των Αγροτικών Προϊόντων. Σηµαντικό στοιχείο για την ανταγωνιστικότητα των αγροτικών επιχειρήσεων είναι το γεγονός ότι οι επιχειρήσεις δεν ανταγωνίζονται πλέον ως αυτόνοµες οντότητες αλλά περισσότερο ως Εφοδιαστικές Αλυσίδες που στόχο έχουν την κάλυψη των αναγκών του καταναλωτή µε προϊόντα υψηλής προστιθέµενης αξίας. Για το λόγο αυτό µέρος της έρευνας επικεντρώθηκε στην µελέτη της αποδοτικότητας της εφοδιαστικής αλυσίδας των αγροτικών προϊόντων και τροφίµων. Για την µέτρηση της απόδοσης της αλυσίδας µελετήθηκαν: η επίδοση των επιχειρήσεων, η προσαρµοστικότητά τους στις ανάγκες της αγοράς, η ανταπόκρισή τους στους πελάτες τους και κάποια στοιχεία ποιότητας των προϊόντων. Στη συνέχεια µελετήθηκαν τα στοιχεία στα οποία δίνεται µεγαλύτερη έµφαση από πλευράς των επιχειρήσεων. Παράλληλα, µελετήθηκε και η διάθεση για συνεργασία µεταξύ των επιχειρήσεων. 3
Συµπερασµατικά, µελετήθηκε η απόδοση της εφοδιαστικής αλυσίδας των αγροτικών προϊόντων και τροφίµων και εντοπίστηκαν τα δυνατά και αδύνατα σηµεία σε κάθε περίπτωση. Με βάση τα στοιχεία αυτά µπορεί να γίνει µια πρώτη προσέγγιση στο πως µπορούν να συνεργαστούν οι επιµέρους εφοδιαστικές αλυσίδες των αγροτικών προϊόντων για να δηµιουργηθούν συνέργιες, καθώς και στο κατά πόσο είναι εφικτό κάτι τέτοιο µε βάση την επιθυµία των επιχειρήσεων προς µια τέτοια προοπτική. δ) Επίσης, διερευνήθηκε η στάση των καταναλωτών για τα ΑΦΦ και τα βιο-καύσιµα. Μέρος της ερευνητικής προσπάθειας ήταν η µελέτη των καταναλωτικών συνηθειών και απόψεων για τα ΑΦΦ. Η µελέτη έδειξε ότι τα ΑΦΦ ως συστατικά του φαγητού παίζουν σηµαντικό αλλά επικουρικό ρόλο (µε αποτέλεσµα να καταναλώνονται σε πολύ µικρές ποσότητες, να διακινούνται µε µικρούς όγκους σε πολλαπλά δίκτυα διανοµής και ορισµένα να είναι παντελώς ατυποποίητα), η κυριότερη αιτία της µειωµένης εµπορικής αξίας των ΑΦΦ φαίνεται να είναι η περιορισµένη χρήση τους και η έντονη υποκατάσταση από ανταγωνιστικά προϊόντα. Παράλληλα εξετάσθηκε και η µελέτη των στάσεων των καταναλωτών απέναντι στα βιοκαύσιµα (τα βιοκαύσιµα που ως γνωστών προέρχονται από την επεξεργασία των προϊόντων των ενεργειακών φυτών). Τα ευρήµατα έδειξαν ότι µικρή γνώση του θέµατος εκ µέρους των Ελλήνων πολιτών, πράγµα που καθηλώνει τις πεποιθήσεις τους και την προθυµία τους να υιοθετήσουν τη συγκεκριµένη τεχνολογία σε επίπεδα ουδετερότητας που υποδηλώνουν την πραγµατική έλλειψη γνώµης για το όλο ζήτηµα. ε) Τέλος έγινε διερεύνηση στις εξεταζόµενες περιοχές για δραστηριότητες που σχετίζονται µε τον αγροτικό τοµέα και µπορούν 4
να λειτουργήσουν συµπληρωµατικά στα εισοδήµατα των παραγωγών. Επιχειρείται µια πρωτότυπη προσέγγιση για τις αγροτικές επιχειρήσεις ώστε να καταστεί δυνατή η ανάπτυξη ενός µοντέλου νέων ενισχυτικών δραστηριοτήτων. Τέτοιες δραστηριότητες, διαδεδοµένες στη διεθνή πρακτική, συνιστούν κυρίως ο αγροτουρισµός και η αγροβιοτεχνία, καθώς και το ευρύτερο πλέγµα υπηρεσιών υποστήριξής τους. Πρόκειται για δραστηριότητες που δεν «ανταγωνίζονται» τη γεωργία όπως συχνά συµβαίνει µε τον συµβατικό τουρισµό και τη βιοµηχανία, που εντείνουν την αστικοποίηση της αγροτικής γης, τον κορεσµό και την επιβάρυνση του περιβάλλοντος και τελικά, την υποβάθµιση της υπαίθρου. Αντιθέτως, οι επιχειρήσεις αγροτουρισµού και αγροβιοτεχνίας δηµιουργούν προοπτικές απασχόλησης και ευκαιρίες ανεξάρτητου εισοδήµατος για τις γυναίκες και τους νέους των αγροτικών νοικοκυριών. Βελτιώνουν έτσι την ελκυστικότητα του αγροτικού χώρου, γεγονός που υπό σωστές προϋποθέσεις βοηθά την ανάδειξη και προστασία του. 5