295 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3 ΣΙΝΔΟΣ Στη B βιομηχανική ζώνη της σημερινής Σίνδου, μόλις λίγα χιλιόμετρα έξω από τη Θεσσαλονίκη, ανασκάφτηκε τμήμα ενός σημαντικού αρχαίου οικισμού, που έχει ταυτιστεί με την αρχαία Σίνδο 1 και αποσπασματικά, τμήματα του νεκροταφείου του. Ο οικισμός απλώνεται στη διπλή τράπεζα, η οποία συναντάται 23 χλμ. δυτικά της Θεσσαλονίκης, αριστερά της εθνικής οδού και πολύ κοντά στο Γαλλικό ποταμό, τον αρχαίο Εχέδωρο. Σύμφωνα με τις μετρήσεις του Γάλλου αξιωματούχου Rey, ο οποίος μας έχει δώσει το μοναδικό έως σήμερα τοπογραφικό της τράπεζας, στις αρχές του προηγούμενου αιώνα η τράπεζα αυτή είχε μέγιστο ύψος 20μ. και μέγιστη διάμετρο 300μ. 2. Η ατυχής επιλογή του φυσικού αυτού υψώματος το 1964 από τον ελληνικό στρατό για την εγκατάσταση δεξαμενών καυσίμων, επέφερε σημαντική καταστροφή στον αρχαίο οικισμό, όπως επισημαίνει η Α. Σακελλαρίου, που έσπευσε τότε να ερευνήσει το χώρο. 3 Στα νότια της τράπεζας ερευνήθηκε το 1980-1981 ένα ιδιαίτερα σημαντικό τμήμα του αρχαϊκού και κλασικού νεκροταφείου του οικισμού από την Αικ. Δεσποίνη 4. Το νεκροταφείο αποκαλύφθηκε σε βάθος 3.5μ. κάτω από τις επιχώσεις του Γαλλικού ποταμού, όταν γινόταν εκσκαφή για την τοποθέτηση αποχετευτικών αγωγών. Η ανασκαφή έφερε στο φως 121 ταφές που εκτείνονταν πάνω σ ένα χαμηλό φυσικό λόφο. Οι πλούσια κτερισμένες ταφές περιείχαν άφθονα επείσακτα αγγεία, αττικά, κορινθιακά αλλά και ανατολικοϊωνικά, καθώς και πλήθος μετάλλινων αντικειμένων, όπως χρυσά κοσμήματα, χρυσές μάσκες, ασημένια κοσμήματα, χάλκινα σκεύη, όπλα και σιδερένια ομοιώματα αμαξών κ.ά. Μέσα στο πλούσιο αυτό σύνολο ευρημάτων υπάρχουν και λιγοστά αγγεία τοπικών εργαστηρίων 5. Το νεκροταφείο παύει να 1 Σχετικά με την ταύτιση της πόλης και τη σχέση της με τους Ευβοείς, βλ., Τιβέριος 1992, σελ. 357 κ.ε., 1996, σελ. 404 κ.ε. και 1997, σελ. 301. Παλιότερα η θέση είχε ταυτιστεί με την αρχαία Χαλάστρα, βλ. M. B. Hatzopoulos L. D. Loukopoulou, Morrylos cite de la Chrestonie, ΜΕΛΕΤΗΜΑΤΑ 7 (Αθήνα 1989), σελ. 87-91. 2 Rey 1917-1919, σελ. 74κ.ε. Ch.Picard, Les Recherches archéologiques de l Armée Française en Macédoine, 1916-1919,BSA 23, 1918-1919, σελ. 4. 3 Α. Σακελλαρίου, ΑΔ 20, 1965, Χρον., σελ. 421-422. 4 Ι. Βοκοτοπούλου, Αικ. Δεσποίνη, Β. Μισαληλίδου, Μ. Τιβέριος, Σίνδος, Κατάλογος της έκθεσης, 1985 και ΕΑΑ, Suppl., Sindos. 5 Τιβέριος 1988, σελ. 283-296.
296 λειτουργεί στον 4 ο αι.π.χ. οπότε εγκαθίστανται εδώ κεραμικά εργαστήρια. 6 Τα ευρήματα του νεκροταφείου προκάλεσαν μεγάλη έκπληξη στους ερευνητές, καθώς αποκάλυψαν μια διαφορετική εικόνα για τους οικισμούς της Μακεδονίας. Λίγο αργότερα με αφορμή οικοδομικές εργασίες στο εργοστάσιο της Henninger και της Good Year αντίστοιχα ερευνήθηκε ένα άλλο τμήμα υστεροκλασικού και ρωμαϊκού νεκροταφείου 7, ενώ το 1988 με αφορμή την εγκατάσταση και νέων δεξαμενών στην περιοχή γύρω από τη διπλή τράπεζα ερευνήθηκε από την Σ. Μοσχονησιώτη ένα ακόμη τμήμα του νεκροταφείου, η λειτουργία του οποίου εντάσσεται στο δεύτερο μισό του 5 ου αι. ως τα μέσα του 4 ου αι. π.χ. Εκτείνεται σε απόσταση 600μ. νοτιοανατολικά του νεκροταφείου που βρέθηκε στο χώρο της Henninger. Στο χώρο βρέθηκαν και αποθηκευτικοί λάκκοι, ανοιγμένοι στο φυσικό έδαφος, με λαξευμένα σκαλοπάτια για την πρόσβαση σ αυτούς. Η πλειονότητα των τάφων (49 συνολικά) ανήκει στον τύπο του πλινθόκτιστου-κιβωτιόσχημου. Ως προς τα ευρήματα επικρατούν οι μελαμβαφείς σκύφοι, τα αρυβαλλοειδή ληκύθια και οι γυναικείες προτομές 8. Η ανασκαφή του αρχαίου οικισμού άρχισε το 1990 υπό την επίβλεψη του καθηγητή Μ. Τιβέριου. Το γεγονός ότι η ανασκαφή διεξαγόταν μέσα σ ένα στρατόπεδο δημιουργούσε από μόνο του πολλά προβλήματα και έντονο προβληματισμό για τη συνέχιση της έρευνας. Αρχικά ανοίχθηκε μόνο ένα μικρό σκάμμα (2Χ4μ.), η λεγόμενη Τομή Α, η οποία διερευνήθηκε για αρκετές χρονικές περιόδους και έδωσε μία συνολική στρωματογραφία της θέσης από τον 12-11 ο αι. π.χ. ως τους πρώιμους ελληνιστικούς χρόνους. 9 Στην άνω τράπεζα ερευνήθηκαν και άλλα σκάμματα. Από το 1992 με αφορμή την τυχαία ανεύρεση ενός απορριμματικού λάκκου στην κάτω τράπεζα, άρχισε η έρευνα και στο χώρο αυτό. 10 Τα περισσότερα οικοδομικά λείψανα εντάσσονται στους γεωμετρικούς χρόνους. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει ένα κτίριο, κατασκευασμένο από ωμά πλινθιά. 11 Ελάχιστα ήταν τα οικοδομικά λείψανα που διατηρήθηκαν από τον 6 ο και 5 ο αι. π.χ. 12 Στα στρώματα του 6 ου και 5 ου αι. π.χ. βρέθηκε άφθονη ποσότητα ντόπιας ωοκέλυφης κεραμικής 13. Πρόκειται για έναν οικισμό που άνθισε ιδιαίτερα στους γεωμετρικούς χρόνους. Η πληθώρα της επείσακτης ευβοϊκής κεραμικής, αλλά και ντόπιας «μακεδονικής» κεραμικής που βρέθηκε 6 Αικ. Δεσποίνη, «Κεραμικοί κλίβανοι Σίνδου», ΑΕ 1982, σελ. 61 κ.ε. 7 Μισαηλίδου-Δεσποτίδου Β. και Μπέσιος Μ. 8 Σ. Μοσχονησιώτου, Θέρμη, Σίνδος. «Ανασκαφικές παρατηρήσεις στα δύο νεκροταφεία της περιοχής», ΑΕΜΘ 2, (1988), σελ. 283-296. 9 Μ.Τιβέριος, «Πέντε χρόνια (1990-1994) πανεπιστημιακών ανασκαφών στη διπλή τράπεζα Αγχιάλου-Σίνδου. Ο αρχαίος οικισμός.», Αρχαία Μακεδονία, σελ. και του ιδίου ΑΕΜΘ 10Α, 1996, σελ. 404 κ.ε. 10 ό.π. 11 Τιβέριος 1997, σελ. 299-300. 12 Ό.π. σελ. 301. 13 Ό.π. σελ. 301.
297 στην ίδια την Εύβοια αποδεικνύουν τις στενές σχέσεις των κατοίκων των δύο περιοχών. Ο οικισμός αυτός μάλιστα θεωρήθηκε ένα «εμπορείο» των θαλασσοπόρων Ευβοέων στο μυχό του Θερμαϊκού κόλπου 14. Πιθανότατα το ενδιαφέρον των Ευβοέων κέντρισε ο χρυσοφόρος γειτονικός ποταμός Εχέδωρος 15. Ο οικισμός εγκαταλείπεται όταν ο Κάσσανδρος ιδρύει τη Θεσσαλονίκη 16. Η μελέτη της τοπικής κεραμικής διακρίνεται σε δύο μέρη: Στο πρώτο μέρος παρουσιάζεται συνοπτικά η τοπική κεραμική του οικισμού κυρίως μέσα από το υλικό που ανεβρέθηκε στο λάκκο Γ στην κάτω τράπεζα το 1992 17. Στο δεύτερο μέρος ασχολούμαστε με την τοπική κεραμική από το αρχαϊκό νεκροταφείο που ανέσκαψε η Αικ. Δεσποίνη.Το κάθε μέρος χωρίζεται σε μικρότερα τμήματα. Στο πρώτο μέρος εξετάζεται συνοπτικά η κεραμική κατά χρονικές περιόδους και κατά κατηγορίες : κεραμική των γεωμετρικών χρόνων, «ασημίζουσα», «ωοκέλυφη»των αρχαϊκών χρόνων και κεραμική των κλασικών χρόνων (μελαμβαφής και αβαφής). Το δεύτερο μέρος, που αφορά στη μελέτη της κεραμικής του νεκροταφείου, χωρίζεται σε τέσσερα τμήματα : κεραμική με γραπτή διακόσμηση ή «γάνωμα», τεφρόχρωμη, μελαμβαφής και αβαφής. Βασικό κριτήριο για τη διάκριση της τοπικής κεραμικής ήταν και πάλι ο πηλός. Στην παρούσα φάση δεν έγινε καμιά ανάλυση πηλού από το υλικό της Σίνδου. Έχει ωστόσο ήδη δημοσιευθεί από τις Μ. Δ. Κεσίσογλου και Ε. Α. Μήρτσου 18 μία μελέτη δειγμάτων κεραμικής από τους κλιβάνους της Σίνδου που ανέσκαψε στη δεκαετία του 1980 η Αικ. Δεσποίνη. Επίσης στο πλαίσιο της μεταπτυχιακής μου εργασίας είχαν γίνει κάποιες αναλύσεις δειγμάτων από το λάκκο Γ από τον επίκουρο καθηγητή του ΑΠΘ Σ. Δημητριάδη. Ο πηλός της Σίνδου είναι πλούσιος σε χαλαζία, άστριους και μαρμαρυγία. Τα χρώματα συνήθως είναι καστανά και καστανέρυθρα. Η σύνθεσή του είναι συνήθως μεσαία και σπανιότερα χονδρόκοκκη και λεπτόκοκκη. 14 Τιβέριος 1992, σελ. 357 κ.ε., 1996, σελ. 404 κ.ε. και 1997, σελ. 301. 15 Έχει γίνει η σκέψη ότι ο χρυσός που έχει βρεθεί στην Ερέτρια των γεωμετρικών χρόνων ή ακόμη και στο Λευκαντί κατά την Πρωτογεωμετρική περίοδο προέρχεται από τον ποταμό Εχέδωρο. Βλ., Tiverios 1998, σελ. 249. 16 Τιβέριος 1996, σελ. 404 κ.ε. 17 Α. Παντή, Κεραμική από το λάκκο Γ της κάτω τράπεζας της Αγχιάλου (Γεωμετρική, «Ασημίζουσα», Μελαμβαφής και Αβαφής, Υφαντικά Βάρη), (μεταπτ. εργ. ΑΠΘ 1999). Κ. Καλλιγά, Κεραμική από το λάκκο Γ της κάτω τράπεζας της Αγχιάλου (Εποχής Σιδήρου, Με ταινιωτή διακόσμηση, Ερυθρόμορφη, Λυχνάρια και Ειδώλια), (μεταπτ. εργ. ΑΠΘ 1999). 18 Μ. Δ. Κεσίσογλου Ε. Α. Μήρτσου, «Μελέτη δειγμάτων κεραμεικής από τους κλιβάνους της Σίνδου», ΑΝΑΣΤΗΛΩΣΗ ΣΥΝΤΗΡΗΣΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΜΗΝΕΙΩΝ ΚΑΙ ΣΥΝΟΛΩΝ, τόμος Β, (Αθήνα 1987), σελ. 405-408.
298 A. ΚΕΡΑΜΙΚΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΙΚΙΣΜΟ Στην τομή Α που διερευνήθηκε στην άνω τράπεζα από το 1990 έως και το 1994 και έφθασε σε βάθος 16μ., αλλά και στις υπόλοιπες δοκιμαστικές τομές ήρθαν στο φως πολλά όστρακα τοπικής κεραμικής από διάφορες εποχές και κατηγορίες. Η ανασκαφή και η διερεύνηση ενός πλινθόκτιστου κτιρίου των γεωμετρικών χρόνων στην κάτω τράπεζα από το 1993 και εξής μας έδωσε επίσης μεγάλη ποσότητα κεραμικής της εποχής αλλά και σημαντικό αριθμό οστράκων των αρχαϊκών χρόνων στα ανώτερα στρώματα. Το μεγαλύτερο σύνολο της τοπικής κεραμικής των χρόνων που εξετάζουμε μας προσέφερε η διερεύνηση του λάκκου Γ στην κάτω τράπεζα το καλοκαίρι του 1992. Η άφθονη κεραμική που ανευρέθηκε, καλύπτει σχεδόν όλο το χρονικό διάστημα εγκατοίκησης του οικισμού 19. Κατά τους γεωμετρικούς χρόνους ο οικισμός έχει τόσο στενή σχέση με τους Ευβοείς ώστε να επικρατεί στον οικισμό η επείσακτη ευβοϊκή κεραμική 20. Κυριαρχούν κυρίως οι σκύφοι με κρεμαστά ημικύκλια και οι σκύφοι με συστάδες κάθετων γραμμών ως κύρια διακόσμηση 21. Η επιρροή της επείσακτης κεραμικής στους ντόπιους καλλιτέχνες ήταν αναπόφευκτη, όταν μάλιστα είναι πολύ πιθανόν Ευβοείς κεραμείς να εργάσθηκαν στα μέρη αυτά 22. Εργαζόμενοι λοιπόν οι ντόπιοι κεραμείς πλάι σε δημιουργούς ενός από τα μεγαλύτερα κεραμικά εργαστήρια της εποχής στον ελλαδικό χώρο ήταν αναμενόμενο να μιμηθούν τους μεγάλους δασκάλους τόσο στα σχήματα που κατασκεύαζαν όσο και στα διακοσμητικά μοτίβα που χρησιμοποιούσαν. Συνηθέστερη είναι η μίμηση ενός καθαρά ευβοϊκού δημιουργήματος, του σκύφου με τα κρεμαστά ημικύκλια 23. Η παραγωγή του σχήματος αυτού αρχίζει στην Εύβοια στην Ύστερη Πρωτογεωμετρική Περίοδο 24. Εδώ μπορούμε να αναφέρουμε δύο όστρακα από το λάκκο Γ 19 Με ένα μέρος του υλικού του συγκεκριμένου λάκκου ασχολήθηκα στη μεταπτυχιακή μου εργασία. 20 Τιβέριος 1990, σελ. 322 εικ.7. 21 Tiverios 1998, σελ. 246. Πρόκειται κυρίως για κεραμική της ΥΓ περιόδου. 22 Τιβέριος 1997, σελ. 327. 23 Έχουν διατυπωθεί διάφορες απόψεις για τη δημιουργία αυτού του σχήματος και τις καταβολές του. Αρχικά θεωρήθηκε ότι προέρχεται από τον αττικό πρωτογεωμετρικό σκύφο με το ψηλό πόδι και τους ομόκεντρους κύκλους, βλ., Coldstream 1957, σελ. 40. Στη συνέχεια ο Βερδελής θεώρησε ότι είναι συνδυασμός των θεσσαλικών τοπικών στοιχείων με τα μυκηναϊκά κατάλοιπα, βλ., Βερδελής 1968, σελ. 50-70. Ο Desborough συμφώνησε με την τελευταία άποψη αλλά θεωρούσε ότι η χρήση του πολλαπλού πινέλου και του διαβήτη ήταν δάνειο από τους Αθηναίους, βλ., Desborough 1952, σελ. 262. Μετά τις ανασκαφές στο Λευκαντί αποδείχθηκε ότι πρόκειται για ευβοϊκό δημιούργημα που αποτελεί εξέλιξη του μυκηναϊκού βαθύ σκύφου, βλ., Lefkandi I, σελ. 284-285 και 297-298. 24 Lefkandi I, σελ. 22-23. Kearsley 1989, σελ. 84-104.
299 που χρονολογούνται στην ΥπΠρΓ ΙΙ, δηλαδή στο πρώτο μισό του 8 ου αι. π.χ. 25 Παράλληλα υπάρχουν ντόπια παραδείγματα που μιμούνται και άλλους τύπους σκύφων, όπως είναι οι σκύφοι με λοξές γραμμές στο άνω τμήμα του σώματος, οι οποίοι παράγονται στην Ύστερη Γεωμετρική Περίοδο και ανάμεσα στις συστάδες των γραμμών φέρουν διάφορα διακοσμητικά μοτίβα 26. Οι μιμήσεις δεν περιορίζονται μόνο στα ανοικτά αγγεία. Υπάρχουν πολλά όστρακα των γνωστών υποπρωτογεωμετρικών εμπορικών αμφορέων για κρασί ή για λάδι που κοσμούνται με συστάδες ομόκεντρων κύκλων στο σώμα 27. Αρκετά καλή εικόνα του σχήματός τους μας δίνει ένα από τα καλύτερα σωζόμενα παραδείγματα που βρέθηκε στο σκάμμα Δ κατά την τέταρτη ανασκαφική περίοδο στην κάτω τράπεζα 28. Διατηρείται τμήμα του χείλους, του λαιμού, η μία κάθετη λαβή και τμήμα του σώματος. Η διακόσμηση αποτελείται από οριζόντιες ταινίες που τονίζουν την διάρθρωση του αγγείου και στον ώμο υπάρχουν συστάδες ομόκεντρων κύκλων. Η λαβή διατρέχεται από δύο ταινίες τα κάτω άκρα των οποίων ενώνονται. Το αγγείο ανάγεται στη Μέση Γεωμετρική Περίοδο. Ολοκληρωμένη εικόνα του σχήματος μας δίνει ένας ακόμη αμφορέας που έχει συμλπηρωθεί 29. Κατά τους γεωμετρικούς χρόνους οι ντόπιοι τεχνίτες επηρεάζονται και από τους ομότεχνους τους Θεσσαλούς. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της επιρροής αποτελούν δύο όστρακα μονόχρωμων σκύφων που βρέθηκαν στο λάκκο Γ 30. Οι καταβολές του σχήματος των μονόχρωμων σκύφων μπορούν να αναζητηθούν στα μονόχρωμα βαθιά αγγεία της ΥΕΙΙΙΓ περιόδου. Το σχήμα συναντάται σε διάφορες περιοχές του ελλαδικού χώρου, όπως στο Λευκαντί 31, στην Ασίνη 32, στο Άργος 33, στη Σκύρο 34 κ.α. Τα παραδείγματα της Σίνδου συγγενεύουν περισσότερο με παραδείγματα από την Ιωλκό 35, όπου το χείλος είναι απλό και δεν στρέφεται έντονα προς τα έξω, όπως συμβαίνει στα αντίστοιχα ευβοϊκά. Χρονολογούνται στην ΥπΠρΓ Ι Περίοδο 36. 25 Για αντίστοιχα ευβοϊκά παραδείγματα βλ. Κearsley 1989, πίν. 41. 26 Lefkandi I, σελ. 64. 27 Τιβέριος 1990, σελ. 322 εικ. 9. Για τους αμφορείς αυτούς και την εξάπλωσή τους βλ. παραπάνω σελ. 85. 28 Τιβέριος 1993, σελ. 245 εικ. 6. 29 Τιβέριος 1996, σελ. 416-417 εικ. 7. Για τη διάδοση και χρονολόγηση αυτών των εμπορικών αμφορέων, βλ. παραπάνω σελ. 86. 30 Παντή 1999, σελ. 9. 31 Lefkandi I, σελ. 46. Lefkandi II, σελ. 19-20. 32 Asine II, αρ. 164-168. 33 P. Courbin, Cronique de fouilles et découvertes archéologiques en Gréce en 1952: Nécropole géometrique, BCH 77 (1953), εικ. 55, 81. 34 R.M. Dawkins, A visit to Skyros, BSA 11 (1904-1905), σελ. 79. 35 Sipsie-Eschbach 1991, σελ. 49 πίν. 9.3. 36 Ό.π. σελ. 56.
300 Δημιούργημα ντόπιων κεραμέων αποτελεί η λεγόμενη «ασημίζουσα» κεραμική, η οποία εντοπίζεται σε πολλούς οικισμούς του βορειοελλαδικού χώρου. Πουθενά όμως δεν είναι τόσο δημοφιλής όσο στον οικισμό της Σίνδου. Αυτό έκανε τον Τιβέριο να υποθέσει ότι το εργαστήριο παραγωγής της πρέπει να τοποθετηθεί στον οικισμό. Επιβεβαιώθηκε από την πετρολογική ανάλυση, που πραγματοποιήθηκε σ ένα όστρακο της κεραμικής αυτής, και έδειξε ότι ο πηλός προέρχεται από τις ιζηματογενείς αποθέσεις του ποταμού Γαλλικού. 37 Πολλά θραύσματα της κεραμικής αυτής ήρθαν στο φως ήδη κατά την πρώτη ανασκαφική περίοδο στη Σίνδο 38. Λίγα βρέθηκαν και στο λάκκο Γ 39. Από τα ανώτερα στρώματα όλων των τομών προήλθε και άφθονη ποσότητα «ωοκέλυφης» κεραμικής 40, από όπου και άρχισε να γίνεται κυρίως γνωστή, πριν αρχίσουν οι έρευνες στο Καραμπουρνάκι. Και στη Σίνδο το δημοφιλέστερο σχήμα είναι η άποδη κύλικα 41. Ένα μεγάλο σύνολο ντόπιας κεραμικής κλασικών και πρώιμων ελληνιστικών χρόνων μας πρόσφερε ο λάκκος Γ της κάτω τράπεζας 42. Ο λάκκος περιείχε άφθονη ποσότητα μελαμβαφούς, αβαφούς αλλά και γραπτής κεραμικής που έφερε ταινιωτή διακόσμηση ερυθρού χρώματος. Κατά τη μελέτη της μελαμβαφούς κεραμικής διαπιστώθηκε ότι δεν είχαν όλα τα όστρακα τον ίδιο πηλό. Υπήρχαν κάποια που είχαν κατασκευασθεί από το γνωστό καθαρό αττικό πηλό ερυθρού χρώματος, ενώ άλλα είχαν κατασκευασθεί από γκρίζο λεπτόκοκκο πηλό που περιέχει μίκα. Η παρατήρηση αυτή μας οδήγησε να καταφύγουμε στη μακροσκοπική μελέτη της σύστασης του πηλού σ ένα από αυτά. Αποδείχθηκε ότι ο πηλός ήταν όμοιος με τον αντίστοιχο ενός οστράκου της γεωμετρικής εποχής, που επίσης τα εξωτερικά χαρακτηριστικά του μας οδηγούσαν στην άποψη ότι πρόκειται για προϊόν τοπικού εργαστηρίου 43. Η παραγωγή άβαφων και μελαμβαφών αγγείων στην περιοχή επιβεβαιώνεται και από τη μελέτη των κεραμικών κλιβάνων που ανέσκαψε και μελέτησε η Αικ. Δεσποίνη το 1982 44. Το υλικό του λάκκου προσφέρει πολύ σημαντικά στοιχεία για τη μελαμβαφή και άβαφη κεραμική της τοπικής παραγωγής στα τέλη του 5 ου αρχές 4ου αι. π.χ. Το δημοφιλέστερο αγγείο της τοπικής αβαφούς κεραμικής των κλασικών χρόνων είναι ο αρυτήρας 45. Υπάρχουν ακόμη όστρακα τριφυλλόστομων οινοχοών διαφόρων τύπων, μικκύλες όλπες, υδρίες, ιγδία 37 Γιματζίδης1997. Τιβέριος 1996, σελ. 416 σημ. 47. 38 Τιβέριος 1990, εικ. 11. Τιβέριος 1991, εικ.6 39 Παντή 1999, σελ. 28. 40 Τιβέριος 1990, εικ. 10. Τιβέριος 1991, εικ.11 41 ό.π. 42 Καλλιγά 1999. Παντή 1999, σελ. 36-136. 43 Παντή 1999, σελ. 46. 44 Δεσποίνη 1982, σελ. 61-84. 45 Ό.π. σελ. 116-117.
301 κ.ά. που έχουν κοινά χαρακτηριστικά με τα αγγεία άλλων εργαστηρίων της εποχής, όπως π.χ. ορισμένα από τη Ν. Ελλάδα 46. H παραγωγή τους στην περιοχή της Σίνδου επιβεβαιώνεται από την ανεύρεση παρόμοιων οστράκων στο εσωτερικό των κεραμικών κλιβάνων της περιοχής i47. Τα μικρότερα ανοικτά αγγεία μιμούνται κυρίως σχήματα που καθιερώθηκαν στην Αθήνα αρχικά στη μελαμβαφή κεραμική και έπειτα κατασκευάστηκαν και στην άβαφη κεραμική. Τα ντόπια, μελαμβαφή και αβαφή, αγγεία αντιγράφουν πιστά τα αττικά προϊόντα, τα οποία άλλωστε κυκλοφορούσαν ευρέως στην περιοχή 48. Υπάρχουν όμως και σχήματα που έχουν τη «σφραγίδα» των τοπικών εργαστηρίων. Ένα τέτοιο αγγείο είναι οι λεκανίδες με τροπίδωση 49. Το σχήμα συναντάται και στην Κόρινθο και στην Αθήνα, όμως τα παραδείγματα της Σίνδου παρουσιάζουν μεγαλύτερη συγγένεια με παραδείγματα του θασίτικου εργαστηρίου του 4 ου αι. π.χ. 50 Ομοίως και οι λοπάδες που βρίσκουμε στη Σίνδο, αν και κατάγονται από την αττική αβαθή χύτρα, διαφοροποιούνται στη διαμόρφωση του χείλους και έχουν μικρότερο ύψος. Παρόμοια αγγεία συναντούμε και σε άλλες περιοχές του βορειοελλαδικού χώρου, όπως στην Όλυνθο και στην Άκανθο. 51 Β. ΚΕΡΑΜΙΚΗ ΑΠΟ ΤΟ ΑΡΧΑΪΚΟ ΝΕΚΡΟΤΑΦΕΙΟ Το νεκροταφείο της Σίνδου πρόσφερε στη σύγχρονη έρευνα άφθονα, ποικίλα και αξιοσημείωτα ευρήματα που άλλαξαν την εικόνα μας για τους οικισμούς στο μυχό του Θερμαϊκού κόλπου κατά τους αρχαϊκούς χρόνους. Τα χρυσά κοσμήματα, τα οποία τα διακρίνει άριστη τεχνική και υψηλή ποιότητα, αποτελούν αδιαμφισβήτητους μάρτυρες του πλούτου και του υψηλού βιοτικού επιπέδου των κατοίκων του αρχαίου οικισμού που θέλησαν να κατευοδώσουν τους νεκρούς τους στον Άδη με ό,τι πιο πολύτιμο. Ακόμη και τα αγγεία που συνοδεύουν τους νεκρούς είναι από τα καλύτερα των κεραμικών εργαστηρίων της εποχής. Πρόκειται κυρίως για αττικά και κορινθιακά αγγεία χωρίς να λείπουν και ιωνικά, βοιωτικά 46 Παντή 1999, σελ. 104. 47 Αικ. Δεσποίνη, «Κεραμικοί κλίβανοι Σίνδου», ΑΕ 1982, σελ. 61-82. 48 Παντή 1999, σελ. 106-111. 49 Παντή 1999, σελ. 112. 50 Ό.π. σελ. 111-113. 51 Ό.π. σελ. 113-114.
302 κ.ά. 52 Μελανόμορφες λήκυθοι, κύλικες, σκύφοι-κύλικες, μελανόμορφοι και ερυθρόμορφοι κρατήρες, σκύφοι, μελαμβαφείς σκύφοι και κύλικες, πλημοχόες, αντιπροσωπεύουν κυρίως τα αττικά κεραμικά εργαστήρια. Η Κόρινθος αντιπροσωπεύεται κυρίως από τα εξάλειπτρα διαφόρων τύπων και τις κοτύλες. Αρκετές είναι οι ιωνικές κύλικες, αλλά και άλλα αγγεία από την ανατολικοϊωνική Ελλάδα 53. Τα αγγεία των τοπικών εργαστηρίων από τους τάφους του νεκροταφείου της Σίνδου είναι λίγα συγκριτικά με τον αριθμό των τάφων και τον αριθμό των επείσακτων αγγείων. Στο δεύτερο μισό του 6 ου αι. π.χ. φθάνουν μόλις το 17% 54. Φαίνεται ότι οι ίδιοι οι κάτοικοι του πολίσματος της αρχαίας Σίνδου, όπως και οι κάτοικοι και άλλων οικισμών του Θερμαϊκού κόλπου, δεν θεωρούσαν τα αγγεία της τοπικής παραγωγής «κατάλληλα» να συντροφεύουν τα αγαπημένα τους πρόσωπα στον Κάτω Κόσμο. Εκτιμούσαν περισσότερο τα αττικά και κορινθιακά αγγεία, όπως συμβαίνει και σε άλλες περιοχές του αρχαίου κόσμου. Συνολικά υπάρχουν 25 ντόπια αγγεία. Αρκετά από αυτά έχουν συμπεριληφθεί στον κατάλογο της Σίνδου και ορισμένα άλλα σ ένα άρθρο του Τιβέριου για την εγχώρια κεραμική της Σίνδου 55. Α. Κεραμική με γραπτή διακόσμηση ή γάνωμα Α1. Οινοχόες - Πρόχοι Α1α. Οινοχόες Η 645 της ταφής 94 έχει συνεχές προφίλ, εχινόμορφο χείλος, ωοειδές σώμα και γκρίζο γάνωμα (Πίν. 107β, Σχ. 37α). Το σώμα στο κάτω τμήμα του συγκλίνει προς την απλή, επίπεδη βάση. Η ταφή περιείχε και έναν κορινθιακό σφαιρικό αρύβαλλο που κοσμείται με οπλίτες. Με τη βοήθεια του αρυβάλλου που χρονολογείται στα 560-550 π.χ. 56 μπορούμε να εντάξουμε και την οινοχόη στα μέσα του 6 ου αι. Παρόμοια αγγεία έχουν βρεθεί σε αρκετές περιοχές του βορειοελλαδικού χώρου. Ένα παρόμοιο παράδειγμα συμπεριλαμβάνεται στην 52 Όπως έχει αναφερθεί, μέρος της κεραμικής του νεκροταφείου έχει δημοσιευθεί από τον καθηγητή Μ. Τιβέριο στον κατάλογο της έκθεσης της Σίνδου. Βλ. Τιβέριος, Σίνδος, Κατάλογος της Έκθεσης (1985). 53 Τιβέριος, Σίνδος, σελ. 53, 256 κ.ά. 54 Μ. Tiverios, Archaische Keramik aus Sindos, Μακεδονικά 25 (1967), σελ. 81. 55 Τιβέριος 1988, σελ. 288-296. 56 Τιβέριος 1988, σελ. 299 εικ. 11.
303 παρούσα εργασία και από το νεκροταφείο στο Καραμπουρνάκι 57. Άλλα παραδείγματα βρέθηκαν στα Γιαννιτσά, στη Βεργίνα 58 κ.α. Ο Τιβέριος θεώρησε ότι το σχήμα αποτελεί δάνειο από την Αθήνα 59. Όμως η ανεύρεση τόσων παραδειγμάτων στο βορειοελλαδικό χώρο και ιδιαίτερα το γεγονός ότι όλα φέρουν γκρίζο γάνωμα και η λαβή δεν φύεται από το χείλος αλλά από το λαιμό, όπως και στις ωοκέλυφες όλπες 60, μας επιτρέπει να θεωρήσουμε ότι είναι μία παραλλαγή του γνωστού αττικού τύπου από τους ντόπιους κεραμείς. Α1β. Πρόχοι Η πρόχους, δημιούργημα των τοπικών εργαστηρίων, είναι το πλέον αγαπητό σχήμα τους. Αναμενόμενο ήταν κατά τη μακραίωνη παραγωγή του σχήματος να δημιουργηθούν διάφοροι τύποι: α. οπισθότμητη, β. με ισοϋψές χείλος, γ. με τριφυλλόσχημο στόμιο και δ. ραμφόστομη. Στο νεκροταφείο της Σίνδου αντιπροσωπεύονται δύο τύποι: η οπισθότμητη 646 (Πίν. 107δ) και η ραμφόστομη 647 (Πίν. 107γ, Σχ. 37β). Η ραμφόστομη 647 (Πίν. 107γ) με σχεδόν σφαιρικό σώμα και αδιαμόρφωτη βάση φέρει ερυθρό χρώμα στο λαιμό και στη λαβή, ενώ στο σώμα διακρίνεται στίλβωση 61. Προέρχεται από τον τάφο 97, ο οποίος περιείχε και ένα μελανόμορφο κιονωτό κρατήρα του Ζωγράφου του Λούβρου F6, ένα κορινθιακό εξάλειπτρο, μία βοιωτική κύλικα κ.ά., που μας βοηθούν να τη χρονολογήσουμε στα 540 π.χ. 62 Το σχήμα έχει μακρά ιστορία στο χώρο της Μακεδονίας 63. Ανάλογα παραδείγματα είναι γνωστά από αρκετές περιοχές του βορειοελλαδικού χώρου, π.χ. από την Όλυνθο 64, την Αγία Παρασκευή 65, την Πύδνα και τη σημερινή Θέρμη. Δύο τέτοια αγγεία από τη σημερινή Θέρμη μπορούν να χρονολογηθούν με σχετική βεβαιότητα στα τέλη του 6 ου αρχές 5 ου αι.π.χ. Το ένα βρέθηκε με έναν μελανόμορφο σκύφο και μία ντόπια λεκανόσχημη φιάλη 66 και το δεύτερο με ένα κορινθιακό εξάλειπτρο 67. Στην ίδια εποχή χρονολογείται με βάση το κορινθιακό εξάλειπτρο που περιείχε ο τάφος και ένα παράδειγμα 57 Βλ. αρ. 638 σελ. 284. 58 Βλ. σελ. 284 σημ. 394. 59 Τιβέριος 1988, σελ. 299. 60 Βλ. παραπάνω σελ. 265. 61 Για την εξέλιξη του σχήματος βλ., Heurtley 1939, σελ. 370 και 438. Για τη συγκεκριμένη βλ., Μ. Tiverios, Archaische Keramik aus Sindos, Mακεδονικά 25 (1986), σελ. 70-87 πίν. 2b. 62 Τιβέριος 1988, σελ. 299. Τιβέριος, Σίνδος, σελ. 224-231. 63 Ανδρόνικος 1969, σελ. 194 κ.ε. και Β. Καλλιπολίτης, Αρχαία Μακεδονία ΙΙ (1977), σελ. 126. 64 Olynthus V, σελ. 21 πίν. 20. 65 Σισμανίδης 1987, πίν. 162.2. 66 Ε. Σκαρλατίδου, ΑΔ 49 (1994), Χρονικά Β2, σελ. 450-451 πίν. 144δ. 67 Ε. Σκαρλατίδου, ΑΔ 51 (1996), Χρονικά Β2, σελ. 436-441 πίν. 116δ.
304 από τη Μίεζα 68. Το σχήμα αντιπροσωπεύεται και στα ευρήματα του οικισμού στο Καραμπουρνάκι 69. Η οπισθότμητη 646 (Πίν. 107δ) έχει σχεδόν σφαιρικό σώμα, δακτυλιόσχημη βάση και φέρει γραπτή διακόσμηση ερυθρού χρώματος, η οποία καλύπτει το χείλος και το κάτω μέρος του σώματος. Στο μέσο του σώματος υπάρχουν τρεις οριζόντιες ταινίες, ενώ δύο ανάλογες ταινίες σε χιαστί συναντούνται στην εξωτερική όψη της λαβής. Προέρχεται από τον τάφο 97, ο οποίος περιείχε και μία ιωνική κύλικα όπως και ένα κορινθιακό εξάλειπτρο που χρονολογούνται στα 535 π.χ. 70 Στο μακεδονικό χώρο παρόμοιες πρόχοι με την 646 τόσο στο σχήμα όσο και στη διακόσμηση επιβιώνουν έως και τον 4 o αι. π.χ. Υπάρχουν γνωστά παραδείγματα από την Κοζάνη 71, τη Βέροια 72 και τη Χαλκιδική. 73 Τέλος μία οπισθότμητη πρόχου με ταινιωτή διακόσμηση από τον Τάραντα που χρονολογείται στο α μισό του 5 ου αι. π.χ. μας δείχνει ότι τo σχήμα δεν επιβιώνει για μεγάλο χρονικό διάστημα μόνο στο βορειοελλαδικό χώρο 74. Α2. Κιονωτός κρατήρας Το σχήμα του κιονωτού κρατήρα 75 παράγεται σπάνια από τα ντόπια εργαστήρια. Ο 644 (Πίν. 107α) από το νεκροταφείο της Σίνδου φέρει γραπτή διακόσμηση με ερυθρό χρώμα που καλύπτει το χείλος, το λαιμό εσωτερικά και τις λαβές, ενώ το σώμα διατρέχεται από δύο οριζόντιες πλατιές ταινίες. Η διακόσμησή του είναι επηρεασμένη από τη γραπτή ταινιωτή διακόσμηση που επικρατεί στον ανατολικοϊωνικό χώρο κατά τους αρχαϊκούς χρόνους και είχε ευρεία επίδραση στα τοπικά εργαστήρια της Χαλκιδικής και της Κεντρικής Μακεδονίας 76. Το σχήμα μπορεί να συγκριθεί με τον αττικό μελανόμορφο κρατήρα του Ζ. του Λούβρου F6 από τη Σίνδο που χρονολογείται στα 540 π.χ. 77 Η διαφορά τους σημειώνεται στη διαμόρφωση 68 Μίεζα, σελ. 55 Π1570. 69 Τιβέριος 1995-2000, σελ. 309 εικ.8. 70 Τιβέριος 1988, σελ. 299. 71 ΠΑΕ 1950, σελ. 290-291 αρ. 10 εικ. 6. Η λαβή διαμορφώνεται ως συστραμμένο σχοινί. Η ίδια διαμόρφωση στον 4 ο αι. συνναντάται και σε απλές οινοχόες. Βλ., Μίεζα, σελ. 115 Π1730. J. M. Cook, Archaeology in Greece, 1948-1949, JHS 71 (1951), σελ. 244 εικ. 5. 72 Δρούγου Τουράτσογλου 1980, σελ. 80 πίν. 55 αρ. Π1475. Πρόκειται για τυχαίο εύρημα. 73 Olynthus V, πίν. 34, 36. Olynthus XIIΙ, πίν. 7. 74 G. A. Marucci, Via S. Pancrazio, Taras. Rivista di Archaeologia X,2 (1990), σελ. 384 πίν. CXCII.1. 75 Για τον όρο και τη χρήση του αγγείου βλ. παραπάνω σελ. 140. 76 Βλ. σελ. 30 κ.ε. και σελ. 281 κ.ε. 77 Τιβέριος, Σίνδος, σελ. 230-231.
305 των λαβών στο αττικό παράδειγμα επικαλύπτονται από το πλακίδιο, ενώ στο δικό μας απλά «κολλάνε» στο χείλος του. Η διευρυνόμενη βάση στο αττικό παράδειγμα είναι πιο διογκωμένη. Από το νεκροταφείο της Αγίας Παρασκευής 78 είναι γνωστοί κάποιοι αττικίζοντες μελανόμορφοι κρατήρες χωρίς πλακίδιο που αποδίδονται σε ένα εργαστήριο του Λυδού, το οποίο είναι πιθανό να ιδρύθηκε στην περιοχή του Θερμαϊκού κόλπου κατά τη διάρκεια της παραμονής του Πεισίστρατου στο βορειοελλαδικό χώρο 79. Παρόμοια διαμόρφωση του χείλους, του λαιμού και των λαβών αλλά με πιο διευρυμένο σώμα συναντούμε σ έναν ανάλογο κρατήρα που βρέθηκε στη Λυκία και έχει πιθανότατα σαμιακή προέλευση 80. Αυτός φέρει γραπτή ταινιωτή διακόσμηση και τα γνωστά πεταλόσχημα μοτίβα στον ώμο. Κιονωτός κρατήρας με γραπτή ταινιωτή διακόσμηση του τέλους του 6 ου αι. π.χ. έχει βρεθεί και στο Μεταπόντιο 81. Στη Δύση γενικά συναντούμε πολύ συχνά κρατήρες με ταινιωτή διακοσμηση. Το σχήμα τους όμως διαφέρει από το αντίστοιχο της κυρίως και Ανατολικής Ελλάδας. Επικρατεί ο κρατήρας με λοξές λαβές προσαρμοσμένες στον ώμο που φτάνουν στο ύψος του χείλους αλλά δεν εφάπτονται σ αυτό. Το σχήμα του χείλους ποικίλει 82. Είναι λοιπόν πιθανό ο κρατήρας 644 να έχει ανατολικά πρότυπα ως προς τη διακόσμηση αλλά ως προς το σχήμα είναι πιθανό να επηρεάζεται είτε από την Ανατολή είτε από τους ντόπιους μελανόμορφους κρατήρες. Α3. Σιπύη Η 644β (Πίν. 107η) του τάφου 4 83 είναι η μοναδική σιπύη της τοπικής κεραμικής που βρέθηκε στο νεκροταφείο της Σίνδου 84. Το σχήμα της σιπύης εμφανίζεται στα υστεροαρχαϊκά χρόνια 85 και εξακολουθεί να παράγεται ως και τα ρωμαϊκά χρόνια 86. 78 Κ. Σισμανίδης, «Η Μακεδονία από τα μυκηναϊκά χρόνια ως τον Μέγα Αλέξανδρο», Κατάλογος Έκθεσης στο Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης, Ιούλιος-Αύγουστος 1998, (Αθήνα 1998), σελ. 90, 93, 95 αρ. 64, 70 και 75. Ι. Βοκοτοπούλου, «Θεσσαλονίκη. Από τα προϊστορικά μέχρι τα χριστιανικά χρόνια», Οδηγός έκθεσης, (Αθήνα 1986), σελ. 84 εικ. 61. Υπάρχει και ένας μελαμβαφής κιονωτός κρατήρας χωρίς πλακίδια, βλ. CVA Greece, Thessaloniki, Archaeological Museum, πίν. 66.2. 79 Τιβέριος 1993, υποσ. 19. Του ίδιου, Προβλήματα της αττικής μελανόμορφης κεραμικής, (1988), σελ. 102 κ.ε., 105 κ.ε. 80 Xanthos IV, αρ. 52 σελ. 54 πίν. 13. O Metzger προτιμά να τον ονομάζει στάμνο. 81 Lo Porto 1973, σελ. 123 πίν. 16.1. 82 Ciancio 1985, αρ. 79, 83, 90 και 123 πίν. XXVI-XXX. Συναντούμε τόσο τις γνωστές σ εμάς κυματοειδείς ταινίες όσο και τα πεταλόσχημα μοτίβα. 83 Τιβέριος, Σίνδος, σελ. 48-49 αρ. 67. Το αγγείο αναφέρειται ως προϊόν κάποιου εργαστηρίου του βόρειου ή ανατολικού Αιγαίου. 84 Για την ονομασία και τη χρήση του σχήματος γίνεται λόγος παρακάτω, σελ. 349. 85 Agora XII, σελ.196 αρ. 1527 πίν. 67. Olynthus V, σελ. 38. 86 Agora V, σελ. 88 πίν.18.
306 Πρόκειται για αποθηκευτικό σκεύος που όχι σπάνια χρησιμοποιήθηκε και ως τεφροδόχο αγγείο 87. Έχει κάθετο χείλος, ωοειδές σώμα και δακτυλιόσχημη διευρυνόμενη βάση. Στον ώμο έχουν προσαρμοστεί κάθετα οι δύο λαβές κυκλικής διατομής. Διατηρείται και το πώμα του αγγείου. Φέρει γραπτή ταινιωτή διακόσμηση με μαύρο χρώμα. Τα πεταλόσχημα μοτίβα που κοσμούν τη ζώνη των λαβών τα συναντήσαμε ήδη σε πολλά αγγεία από την Άκανθο 88, σε όμοιου σχήματος αγγεία από την Όλυνθο 89 αλλά και στα πιθαρόσχημα αγγεία από το Καρμαπουρνάκι 90. Πρόκειται για δάνειο από την ανατολικοϊωνική κεραμική των αρχαϊκών χρόνων 91. Τα συνευρήματα της 644β, μία λήκυθος του εργαστηρίου του Ζ. της Μέγαιρας και ένας αττικός μελαμβαφής σκύφος 92, επιτρέπουν με ασφάλεια τη χρονολόγησή της στα 460-440 π.χ. Παρόμοιου σχήματος αγγεία από την Ανατολή με όμοια μάλιστα διακόσμηση είναι πολύ συνηθισμένα. Ορισμένα παραδείγματα που βρέθηκαν στην Ξάνθο της Λυκίας προέρχονται μάλλον από τη Σάμο 93. Άλλα είναι γνωστά από την Ταρσό 94, τη Ναύκρατη 95, τη Ρόδο 96, τη Θήρα 97 κ.α. Α4. Κανθαροειδείς κοτύλες Πρόκειται για σχετικά μεγάλα ανοικτά αγγεία με ευρύ χείλος και βαθύ σώμα. Το χείλος είναι ψηλό, κάθετο, ελαφρά διευρυνόμενο προς τα πάνω και συνήθως χωρίζεται από το σώμα με μία υποτυπώδη αυλάκωση. Το άνω τμήμα του σώματος είναι κυρτό και στη συνέχεια συγκλίνει προς τη βάση. Η βάση είναι χαμηλή και δισκόμορφη. Από το χείλος φύονται δύο κάθετες ταινιωτές λαβές οι οποίες απολήγουν ψηλά στο σώμα. Συνήθως φέρουν γάνωμα στην εξωτερική επιφάνεια, για παράδειγμα η 648 (Πίν. 107ε), άλλοτε φέρουν γραπτή 87 P. Wolters, Funde, AM 18 (1893), πίν.ιχ, 2-3. Κ. Vierneisel, Die Grabung in der Nekropolen 1962, AA 1964, εικ. 45. Σ. Ι. Χαριτωνίδης, «Ανασκαφή κλασικών τάφων παρά την πλατεία Συντάγματος», ΑΕ 1958, σελ. 93, 99. 88 Βλ. σελ. 43 και 239. 89 Olynthus V, σελ. 37αρ. P60. Olynthus XIII, σελ. 207 αρ. 256 πίν. 147. 90 Βλ. παραπάνω σελ. 236. 91 Βλ. σελ. 44 και σελ. 236. 92 Τιβέριος, Σίνδος, σελ. 49-50 αρ. 68 και 69. 93 Xanthos IV, αρ. 53, 55, 54 πίν. 14-15. 94 Τarsus III, αρ. 1603 95 Naukratis I, πίν. 60. 96 Clara Rhodos IV, σελ. 210 εικ. 223. Γρ. Κωνσταντόπουλος, ΑΔ 24 (1969), Χρονικά, σελ. 478 - πίν. 473β. 97 Ν. Ζαφειρόπουλος, «Ανασκαφή Θήρας ΙΙ», ΠΑΕ 1981, πίν. 235. Pfuhl 1903, σελ. 106 πίν. VII.
307 διακόσμηση, όπως π.χ. η κοτύλη 649 (Πίν. 107στ, Σχ. 37γ) και άλλοτε είναι τεφρόχρωμες και φέρουν διακόσμηση με στίλβωση, όπως π.χ. η 659 (Πίν. 110α ). Το σχήμα έχει μακρά παράδοση στο βορειοελλαδικό χώρο ήδη από την Πρώιμη Εποχή του Σιδήρου 98 και επιβιώνει έως τον 4 ο αι. π.χ. 99 Υπάρχουν αρκετά γνωστά παραδείγματα από το χώρο που εξετάζουμε, όπως π.χ. από τον Άγιο Αθανάσιο 100, τη Θέρμη 101, το Αρχοντικό Γιαννιτσών 102, αλλά και από το νεκροταφείο της Μίεζας. 103 Είναι όμως αγαπητό και σε άλλες περιοχές του ελλαδικού χώρου, όπως στην Τήνο, όπου στο νεκροταφείο της Καρδιανής 104 συναντούμε ένα τεφρόχρωμο παράδειγμα των γεωμετρικών χρόνων. Ανάλογα παραδείγματα με γραπτή διακόσμηση είναι γνωστά από τη Σάμο 105 και τη Χίο 106. Μάλιστα από τη Σάμο είναι γνωστά και πρώιμα παραδείγματα του τελευταίου τετάρτου του 8 ου αι. π.χ. 107, το σχήμα των οποίων ποικίλει. Τα πρωιμότερα φέρουν μαύρο στιβωμένο γάνωμα και τα νεότερα γραπτή διακοσμηση με οριζόντιες και κυματοειδείς ταινίες. Το σχήμα είναι γνωστό και στην Κρήτη,όπου εξακολουθεί να παράγεται αδιάκοπα από το 600 έως το 400π.Χ.. Στους πρώιμους χρόνους συνήθως φέρει διακόσμηση με κυματοειδείς ταινίες. Υπάρχουν όμως και πολυτελέστερα παραδείγματα διακοσμημένα με άνθη, ψάρια κ.α. Υπάρχει και μία παραλλαγή του σχήματος με στενή διευρυνόμενη βάση που αναφέρεται ως κρατήρας 108. Η μόνη διαφορά από τα αγγεία του βορειοελλαδικού χώρου είναι ότι τα κρητικά αγγεία έχουν μία μόνο λαβή και αποκαλούνται «high-necked cups». Με την πάροδο του χρόνου το σχήμα γίνεται όλο ψηλότερο και ραδινότερο. Τα παραδείγματα που είναι κάπως όμοια με αυτά του βορειοελλαδικού χώρου χρονολογούνται στα 600 π.χ. 109 Τα κορινθιακά εργαστήρια στην 98 Ανδρόνικος 1969, σελ. 211κ.ε. 99 Β. Μισαηλίδου Δεσποτίδου, «Χρονολογικά στοιχεία από ταφικά σύνολα 4 ου αι. π.χ. από τη Ν. Φιλαδέλφεια», Αρχαία Μακεδονία VΙ,2 (1999), σελ. 778. 100 Μ. Τσιμπίδου Αυλωνίτη, «Ταφικός τύμβος στον Άγιο Αθανάσιο Θεσσαλονίκης: Νέα ανασκαφικά στοιχεία», ΑΕΜΘ 6 (1992), σελ. 375, 382. Χρονολογείται στο δεύτερο τέταρτο 7 ου αι. π.χ. 101 Ε. Σκαρλατίδου, ΑΔ 48 (1993), Χρονικά, σελ. 330 πίν. 98 α. 102 Α. Χρυσοστόμου Π. Χρυσοστόμου, «Τα νεκροταφεία του Αρχοντικού Γιαννιτσών», ΑΕΜΘ 14 (2000), σελ. 483, 489 εικ. 19. 103 Μίεζα, σελ. 54, 55, 57, 58, 84, 111, 125. Χρονολογούνται από τα τέλη 6 ου έως το α μισό του 5 ου αι. π.χ. 104 D. Levi, La necropoli geometrica di Kardianì a Tinos, ASAtene 8/9 (1925\1926), σελ. 224 εικ. 26. 105 Walter Vierneisel 1959, σελ. 12 κ.ε. πίν. 15,5 106 Emporio, σελ. 119 αρ. 215 πίν. 32. Χρονολογείται γύρω στα 630-600 π.χ. 107 Walter Vierneisel 1959, σελ. 13 πίν. 15.2-6, πίν. 36.7. ΑΜ 58 (1933), πίν. 28.1. 108 M. Seidaraki,, Pottery from Karphi, BSA 55 (1960), σελ. 22 πίν. 10α εικ. 14.5. Για άλλα κρητικά παραδείγματα βλ. Johnston 1993, σελ. 343 εικ. 2 α. Cyrene II, σελ. 10-14, 97-98. 109 Erickson 2000, εικ. 10.
308 ύστερη Πρωτοκορινθιακή περίοδο παράγουν το σχήμα παράγεται μονόχρωμο - ολόβαφο 110. Γενικά στην έρευνα θεωρείται ότι τα βορειοελλαδικά παραδείγματα «ιωνίζουν» 111, καθώς όμως διαπιστώνουμε ότι το σχήμα ήταν κοινό στα περισσότερα εργαστήρια του 7 ου και 6 ου αι. π.χ. δεν μπορούμε να πούμε ότι πρόκειται αποκλειστικά για επίδραση της κεραμικής του ανατολικοϊωνικού χώρου. Η 648 (Πίν. 107ε) της ταφής 102 φέρει στην εξωτερική επιφάνεια γάνωμα καφέ χρώματος. Ο ερμογένιος σκύφος και το κορινθιακό εξάλειπτρο της ίδιας ταφής χρονολογούν την κοτύλη στο τελευταίο τέταρτο του 6 ου αι. π.χ. 112 Η 649 (Πίν. 107στ, Σχ. 37γ) της ταφής 88 φέρει γραπτή διακόσμηση που συνίσταται από οριζόντιες ταινίες και μία κυματοειδή στο άνω τμήμα του σώματος. Η μελανόμορφη ανθεμωτή κύλικα που επίσης συνόδευε το νεκρό τη χρονολογεί γύρω στα 510 π.χ. 113 Παρόμοια βαθιά αγγεία με οριζόντιες όμως λαβές και όμοια διακόσμηση είναι γνωστά από διάφορες βορειοελλαδικές θέσεις ήδη από τους μυκηναϊκούς χρόνους 114 και εξακολουθούν να κατασκευάζονται από τα εργαστήρια του βορειοελλαδικού χώρου έως τις αρχές του 5 ου αι. π.χ. 115 Μία άλλη γραπτή κανθαροειδής κοτύλη, η 650 (Πίν. 107ζ) προέρχεται από τον τάφο 101, ο οποίος με βάση το κορινθιακό εξάλειπτρο που περιείχε, χρονολογείται γύρω 510-480 π.χ. 116 Αν και έχει μικρή χρονολογική διαφορά από την προηγούμενη το σχήμα είναι διαφορετικό. Το κάθετο χείλος είναι ενιαίο με τον σπάνια, για τα αγγεία αυτού του σχήματος, τονισμένο ώμο ο οποίος σχηματίζει γωνία με το αβαθές ημισφαιρικό σώμα. Στο ύψος της ζώνης των λαβών δίνεται μία κυματοειδή ταινία, ενώ μία οριζόντια κοσμεί το κάτω τμήμα του σώματος. 110 Ch. K. Williams II J. E. Fischer, Corinth 1970 : Forum Area, Hesperia 40 (1971), σελ. 28 πίν. 7.15. 111 Τιβέριος, Σίνδος, σελ. 248 αρ. 404. 112 Τιβέριος, Σίνδος, σελ. 246-248. Τιβέριος 1988, σελ. 297-298. 113 Τιβέριος 1988, σελ. 298 εικ. 4 και 5. 114 Wardle 2001, σελ. 639 εικ. 3. 115 Για παρόμοια βαθιά κύλικα βλ., Μίεζα, σελ. 58 Π 1580. 116 Τιβέριος, Σίνδος, σελ. 288-291. Είχε διατυπωθεί η άποψη μήπως η κοτύλη είναι προϊόν βοιωτικού εργαστηρίου. Τιβέριος 1988, σελ. 298.
309 Α4. Εξάλειπτρα Ι. Εξάλειπτρα με γραπτή διακόσμηση Το πρωιμότερο εξάλειπτρο, αυτό με τον αριθμό 651 (Πίν. 107θ) προέρχεται από τον τάφο 105. Το σώμα είναι αμφικλινές και απολήγει σε χαμηλή βάση, η οποία εξωτερικά κατεβαίνει κάθετα. Στο μέσο του ύψους του σώματος έχει προσαρμοσθεί η οριζόντια λαβή που είναι κυκλικής διατομής, ανασηκωμένη ελαφρά, ενώ η εξωτερική επιφάνειά της φέρει χρώμα. Η διακόσμηση αποτελείται από οριζόντιες ανισοπαχείς ταινίες χρώματος μαύρου και καστανού και μόνο γύρω από το στόμιο υπάρχει μία σειρά γραμμιδίων που έχουν αποδοθεί τόσο βιαστικά, ώστε πολλές φορές να καταλήγουν σε κουκκίδες και να μην έχουν την ίδια φορά. Άλλοτε δίνονται οριζόντια και άλλοτε λοξά επικαλύπτοντας τμήμα της οριζόντιας ταινίας που διατρέχει εδώ το σώμα του αγγείου. Το αγγείο αυτό έχει ίσως κάποια στοιχεία από τον «ιωνίζοντα» τύπο εξαλείπτρων, στον οποίο αναφερθήκαμε στο σχετικό κεφάλαιο για το Καραμπουρνάκι 117. Ο τάφος 105 περιείχε και μία κορινθιακή κοτύλη 118, ένα χάλκινο λέβητα 119, ένα χρυσό επιστόμιο, χάλκινο κράνος και πολλά όπλα 120 και χρονολογείται στα τέλη του 6 ου αι. π.χ. 121 Η μεγάλη ομοιότητά του με το εξάλειπτρο 635 από το Καραμπουρνάκι, τόσο στο σχήμα όσο και στη διακόσμηση, καθιστά ουσιαστικά βέβαιη την απόδοσή τους στο ίδο εργαστήριο 122. Τα δύο επόμενα εξάλειπτρα, 652 (Πίν. 108α&β, Σχ. 37δ), 653 (Πίν. 108γ&δ, Σχ. 37ε) προέρχονται από τους τάφους 1 και 3 αντίστοιχα. Και οι δύο ταφές περιείχαν και μία αττική μελανόμορφη κύλικα-σκύφο του εργαστηρίου του Ζωγράφου του Αίμονα 123 και χρονολογούνται γύρω στα 470-460 π.χ. Εμφανείς είναι οι ομοιότητες των δύο εξαλείπτρων τόσο όσον αφορά στα κατασκευαστικά χαρακτηριστικά τους όσο και στη διακόσμησή τους. Ο πηλός τους είναι χρώματος ανοικτού ερυθρού, λεπτόκοκκος, καλής ποιότητας με αρκετή μίκα γεγονός που φανερώνει την κοινή προέλευσή τους. Και τα δύο έχουν αμφικλινές σώμα στο μέσο του ύψους του οποίου έχει προσαρμοσθεί η οριζόντια λαβή κυκλικής διατομής, που φέρει γάνωμα και περιβάλλεται από δύο ατροφικά ωτία που έχουν μαστοειδές σχήμα. Η βάση αποτελείται από ένα πολύ χαμηλό «πόδι», το άνω τμήμα της είναι διευρυνόμενο και 117 Βλ. σελ. 282. 118 Βλ. Τιβέριος, Σίνδος, σελ. 278 αρ. 453. 119 Ό.π. σελ. 278 αρ. 454. 120 Τιβέριος, Σίνδος, σελ. 280-281. 121 Τιβέριος, Σίνδος, σελ. 280. 122 Για ανάλογα εξάλειπτρα βλ. Casson 1918-19, αρ. 2 πίν. 5. 123 Βλ. Τιβέριος 1988, σελ. 298-299 εικ. 12 και 13 αντίστοιχα.
310 σχηματίζει σπείρα. Η κάτω επιφάνειά της είναι επίπεδη σχηματίζοντας στο κέντρο μικρή βάθυνση. Η διαφορά τους από το 651 (Πίν. 107θ), με το οποίο ασχοληθήκαμε παραπάνω, έγκειται στη διαμόρφωση της βάσης, η οποία στα 652 και 653 είναι σχεδόν δισκόμορφη. Η διακόσμηση έχει αποδοθεί με ερυθρό χρώμα. Αποτελείται από οριζόντιες ταινίες, ενώ στην κύρια ζώνη, στην άνω επιφάνεια του σώματός τους, υπάρχουν λοξά ακανόνιστα γραμμίδια. Τα κοινά στοιχεία που διακρίνονται τόσο στο σχήμα όσο και στη διακόσμηση με το 651 μας οδηγεί να θεωρήσουμε τα δύο τελευταία παραδείγματα μια εκλεπτυσμένη εξέλιξη του προηγούμενου τύπου. Το σχήμα αυτών των εξαλείπτρων αποτελεί δάνειο από την Κόρινθο 124. Παρόμοιου σχήματος κορινθιακά εξάλειπτρα έχουν βρεθεί αρκετά στο βορειοελλαδικό χώρο 125. Η διακόσμηση όμως επηρεάζεται κυρίως από τα ιωνικά εργαστήρια. 126 Το σχήμα του τελευταίου εξαλείπτρου αυτής της ομάδας, το 654 (Πίν. 108ε&στ, Σχ. 37στ) παρουσιάζει μεγάλη διαφορά από το αντίστοιχο των προηγουμένων. Το σώμα σχηματίζει ενιαία καμπύλη από το στόμιο ως τη χαμηλή βάση, η οποία εξωτερικά είναι δακτυλιόσχημη. Η κάτω επιφάνειά της είναι επίπεδη και διατρέχεται από μία αυλάκωση. Η λαβή είναι κυκλικής διατομής και πλαισιώνεται από δύο ατροφικά ωτία που έχουν μαστοειδές σχήμα. Η διακόσμηση έχει αποδοθεί πολύ βιαστικά. Αποδίδεται με ερυθρό χρώμα που σε κάποια σημεία γίνεται μαύρο. Αποτελείται από τέσσερις οριζόντιες ταινίες που διατρέχουν όλο το σώμα. Στο άνω τμήμα του σώματος, ως το ύψος της λαβής, υπάρχουν κάθετες, πλατιές, ακανόνιστες «πινελιές» οι οποίες επικαλύπτουν τις οριζόντιες και δημιουργούν διάχωρα στα οποία έχουμε ακανόνιστες κουκκίδες. Παρόμοια εξάλειπτρα έχουν δημοσιευθεί και από το νεκροταφείο της Μίεζας 127, τα συνευρήματα των οποίων οδηγούν σε μία χρονολόγηση αυτού του τύπου προς τα τέλη του 5 ου αι. Στα χρόνια του Αμύντα Γ χρονολογείται αντίστοιχο παράδειγμα με πώμα από τη Βεργίνα 128. Σύμφωνα με τους Ρωμιοπούλου Τουράτσογλου η διακόσμησή τους θυμίζει την αντίστοιχη παραδειγμάτων από τη Βοιωτία και την Αθήνα που σχετίζονται με τη λεγόμενη 124 Τιβέριος 1988, σελ. 299-300. 125 Για αντίστοιχο κορινθιακό παράδειγμα βλ., Β. Γ. Καλλιπολίτη, «Κεραμική κλασικών χρόνων από τη Δυτική Μακεδονία», Αρχαία Μακεδονία ΙΙΙ, Ανακοινώσεις κατά το τρίτο διεθνές συμπόσιο. Θεσσαλονίκη 21-25 Σεπτεμβρίου 1977 (Θεσ/νίκη 1983), σελ. 121 εικ. 6. Χρονολογείται στο α μισό του 5 ου αι. π.χ. 126 Παρόμοιο εξάλειπτρο με γραπτή διακόσμηση βρέθηκε και στη Βέροια και μιμείται μάλλον αγγείο ιωνικού εργαστηρίου. Στο στόμιο, ανάμεσα σε δύο οριζόντιες ταινίες, υπάρχουν κουκκίδες και στο σώμα μία κυματοειδής γραμμή. Πρόκειται για τυχαίο εύρημα. Βλ., Δρούγου Τουράτσογλου 1980, σελ. 80 πίν. 55. 127 Μίεζα, σελ. 90 αρ. Π1655 και σελ. 114 Π1727. 128 Α. Κοτταρίδη, «Το αρχαιολογικό έργο στη Βεργίνα το 1998. Νέα ευρήματα από τη νεκρόπολη των Αιγών», ΑΕΜΘ 12 (1998), σελ. 407 εικ. 3.
311 Ομάδα των Κύκνων 129, στην οποία αναφερθήκαμε με βάση τα παρόμοια παραδείγματα από την Όλυνθο και την Άκανθο 130. ΙΙ. Καστανοβαφές εξάλειπτρο Το εξάλειπτρο 655 (Πίν. 109α&β, Σχ. 37κ) προέρχεται από την ταφή 73. Το άνω τμήμα του σώματος είναι ελαφρά διογκωμένο, ενώ το κάτω σχηματίζει καμπύλη και συγκλίνει προς τη βάση. Η τελευταία φέρει εξωτερικά κάθετα τοιχώματα και η κάτω επίπεδη επιφάνειά της σχηματίζει μικρή βάθυνση στο κέντρο. Η οριζόντια λαβή είναι ταινιωτή και χαμηλά περιβάλλεται από δύο ατροφικά ωτία, σχεδόν τριγωνικά. Από τον ίδιο τάφο προέρχεται ένας καλαθίσκος, με τον οποίο θα ασχοληθούμε παρακάτω 131 και ένα ακόμη εξάλειπτρο, που μπορεί να μας βοηθήσει στη χρονολόγησή του. Πρόκειται για το κορινθιακό εξάλειπτρο αριθ. ΜΘ8378 το οποίο έχει συνεχές καμπύλο προφίλ. Η διακόσμησή του αποτελείται από λεπτές καστανόχρωμες ταινίες γύρω από το στόμιο και στο κάτω τμήμα του σώματος. Πάνω από τη λαβή σχηματίζεται μία ζώνη από δύο μελανές ταινίες ανάμεσα στις οποίες δίνονται τρεις ανοικτόχρωμες και δύο σειρές μελανών στιγμών. Το αγγείο, με βάση ανάλογα παραδείγματα, μπορεί να χρονολογηθεί γύρω στα 550-520 π.χ. 132 Α6. Μόνωτα φιαλίδια με βάση Στο σύνολο της τοπικής κεραμικής από το νεκροταφείο της Σίνδου υπάρχουν μόνο δύο παραδείγματα μόνωτου φιαλιδίου με βάση, το 656 και το 657. Το 656 (Πίν. 109ε) έχει απλό ελαφρά εσωστρεφές χείλος ενιαίο με το ημισφαιρικό, βαθύ σώμα. Η βάση είναι δακτυλιόσχημη, διευρυνόμενη. Φέρει γραπτή διακόσμηση ερυθρού χρώματος. Υπάρχουν δύο οριζόντιες ταινίες εξωτερικά, μία εσωτερικά και δύο ομόκεντροι κύκλοι στο πυθμένα. Προέρχεται από τον τάφο 65, ο οποίος περιείχε και ένα τεφρόχρωμο εξάλειπτρο. Παρουσιάζει πολλές ομοιότητες τόσο στο προφίλ όσο και στη διακόσμηση με τα 129 Agora XII, πίν. 45. 130 Βλ. παραπάνω σελ. 138. 131 Βλ. παρακάτω σελ. 320. 132 Scheibler 1964, σελ. 72κ.ε. P. Mingazzini, Qual era la forma del vaso chianato dai Greci Kothon?, AA 1967, σελ. 344-361. CVA Frankfurt 1, πίν. 19,8. M.Th. Campbel, A well of the Black-figured period at Corinth, Hesperia 7 (1938), σελ. 592 εικ. 18 αρ. 136 και σελ. 594 αρ. 135-138.
312 αθηναϊκά ταινιωτά φιαλίδια της Ύστερης Αρχαϊκής Περιόδου 133. Μάλιστα το γεγονός ότι από το ύψος του χείλους ως τη βάση το σώμα παρουσιάζει συνεχές προφίλ αποτελεί στοιχείο πρωιμότητας και το κατατάσσει στα πρωϊμότερα παραδείγματα αυτού του σχήματος 134, καθώς σε μεταγενέστερα παραδείγματα σχηματίζεται γωνία στο σημείο ένωσης του άνω και κάτω μέρους του σώματος. Το 657 (Σχ. 37λ) αποτελεί ένα τυχαίο εύρημα από τις επιχώσεις του νεκροταφείου, οπότε για τη χρονολόγησή του μπορούμε να στηριχθούμε μόνο σε συγκρίσεις με παρόμοια αγγεία. Το φιαλίδιο έχει ταινιωτό, ελαφρώς κοίλο χείλος και ημισφαιρικό σώμα. Η βάση είναι δακτυλιόσχημη και στο σημείο ένωσης με το σώμα υπάρχει διπλή αυλάκωση. Η εξωτερική επιφάνεια του αγγείου έχει αφεθεί στο χρώμα του πηλού, εσωτερικά όμως κοσμείται με δύο πλατιές ταινίες ερυθρού χρώματος. Τόσο η διαμόρφωση του χείλους όσο και η διακόσμησή του μας παραπέμπει στα ιωνίζοντα μόνωτα φιαλίδια που παράγονται στο βορειοελλαδικό χώρο κατά τους αρχαϊκούς χρόνους. Παρόμοιο ντόπιο παράδειγμα είναι γνωστό από την Άκανθο, όπου όμως η βάση δεν είναι δακτυλιόσχημη αλλά δισκόμορφη. 135 Αγγεία αυτού του σχήματος του τελευταίου τετάρτου του 6 ου αι. π.χ. είναι γνωστά από όλον τον ανατολικοϊωνικό χώρο 136. Α7. Άωτα φιαλίδια Το 658 (Πίν. 109στ, Σχ. 37μ) της ταφής 83 είναι το μοναδικό άωτο φιαλίδιο από το νεκροταφείο της Σίνδου. Από την ίδια ταφή προέρχεται και η κανθαροειδής κοτύλη 659 και ένα κορινθιακό εξάλειπτρο του τελευταίου τετάρτου του 6 ου αι. π.χ. Το φιαλίδιο έχει εσωστρεφές χείλος, ημισφαιρικό σώμα και δακτυλιόσχημη βάση, ενώ στο σημείο μετάβασης από το σώμα στη βάση υπάρχει κοίλη διαμόρφωση. Έφερε μελανό «γάνωμα» που στο μεγαλύτερο τμήμα του έχει απολεπιστεί. Πιθανά πρότυπα του αγγείου μας αποτελούν αττικά φιαλίδια του τέλους του 6 ου αι. π.χ., τα οποία ανάμεσα στο σώμα και στη βάση σχηματίζουν ένα κοντό κοίλο στέλεχος 137. 133 Agora XII, σελ. 125-6. 134 Αντίστοιχο παράδειγμα ό.π. αρ. 725 πίν. 30. 135 Άκανθος Ι, σελ. 211 αρ. Ε305 σχ.24, πίν. 219γ. 136 Clara Rhodos VIII, σελ. 152 εικ. 138. Tocra I, σελ. 53 αρ. 714-716 πίν. 37. Tocra II, σελ. 69 αρ. 2325 πίν. 36. 137 Agora XII, σελ. 130 αρ. 812 πίν. 32. Το σχήμα αρχίζει να παράγεται στο τέλος του 6 ου αρχές 5 ου αι. π.χ. και συνεχίζει ως το τέλος του αιώνα χωρίς να γίνεται ιδιαίτερα αγαπητό.
313 Β. Τεφρόχρωμη κεραμική Β1. Κανθαροειδείς κοτύλες Πολλές φορές οι κανθαροειδείς κοτύλες με τις οποίες ασχοληθήκαμε και παραπάνω έφεραν στην εξωτερική επιφάνειά τους στίλβωση, τεχνική που είναι συνηθισμένη για τα αγγεία του βορειοελλαδικού χώρου. Άλλοτε έφερε στίλβωση απλά όλη η εξωτερική επιφάνεια και άλλοτε με το στιλβωτήρα σχηματιζόταν μόνον μία κυματοειδής ταινία στο χείλος. Η 659 (Πίν. 110α) της ταφής 83 βρέθηκε μαζί με ένα κορινθιακό εξάλειπτρο που χρονολογείται γύρω στα 520 π.χ. 138 Η εξωτερική επιφάνεια της κοτύλης φέρει στίλβωση, ενώ με στιλβωτήρα αποδίδεται και μία κυματοειδής γραμμή στο χείλος. Το σχήμα της κοτύλης είναι διαφορετικό από των δύο προηγούμενων, 648 και 649, που εξετάσαμε, παραπάνω 139. Το αγγείο είναι πιο στενό, το χείλος είναι κάθετο και το σώμα λιγότερο ανοικτό και πιο σφαιρικό. Η βάση εδώ είναι χαμηλότερη και οι λαβές έχουν μικρότερο άνοιγμα. Η ράχη της λαβής είναι σχεδόν επίπεδη με το ύψος του χείλους, ενώ στις 648 και 649 χαμηλώνει και η γωνία σχηματίζεται περίπου στο μέσο. Παρόμοιο σχήμα με την 659 έχει η 660 (Σχ. 37ζ ) του τάφου 106 η οποία φέρει επίσης στίλβωση στην εξωτερική επιφάνειά της. Μία ακόμη στιλβωμένη κοτύλη είναι η 661 (Πίν. 110γ, Σχ. 37η) της ταφής 86, η οποία περιείχε και μία αττική κύλικα του τύπου Κρακοβίας της πρώτης δεκαετίας του 5 ου αι. π.χ. 140 Το σχήμα της συγκεκριμένης κοτύλης πλησιάζει το αντίστοιχο των δύο προηγούμενων, αν και διαφοροποιείται στη διαμόρφωση του σώματος. Δεν είναι τόσο σφαιρικό και συγκλίνει εντονότερα προς τη βάση. Τα παραδείγματα που έχουμε στη διάθεσή μας είναι λίγα οπότε είναι κάπως δύσκολο να καταλήξουμε σε συμπεράσματα σχετικά με την εξελικτική πορεία του σχήματος. Ίσως όμως μπορούμε να θεωρήσουμε την τάση της κοτύλης 661 για να ένα πιο ψηλόλιγνο σώμα, ως στοιχείο εξέλιξης που παρατηρείται στα τέλη του 6 ου αρχές 5 ου αι. π.χ. Τα κοινά χαρακτηριστικά του σχήματος και των τριών αυτών αγγείων, η στίλβωση που φέρουν, όπως και ο γκρίζος, πλούσιος σε μίκα πηλός τους μας επιτρέπει να τα αποδώσουμε στο ίδιο εργαστήριο. 138 Τιβέριος 1988, σελ. 298 εικ. 3. Για παρόμοιο παράδειγμα του τέλους του 6 ου αι. βλ., Μίεζα, σελ. 54 αρ. 1567. 139 Βλ. παραπάνω σελ. 306-7. 140 Τιβέριος 1988, σελ. 299 εικ. 7.
314 Β2. Εξάλειπτρα Στην κατηγορία αυτή ανήκουν τα εξάλειπτρα 662, 663. Βασικό χαρακτηριστικό της ομάδας είναι το σκούρο γκρίζο χρώμα που οφείλεται στην αναγωγική όπτηση. Ο πηλός περιέχει άφθονη μίκα. Το εξάλειπτρο 662 (Πίν. 110δ) προέρχεται από τον τάφο 110. Η άνω επιφάνειά του είναι ελαφρώς κυρτή και το κάτω τμήμα του σώματος συγκλίνει προς τη βάση, η οποία είναι δακτυλιόσχημη με επίπεδη επιφάνεια έδρασης. Η λαβή είναι οριζόντια, ταινιωτή και πλαισιώνεται από δύο τετράπλευρα ωτία. Το 663 (Πίν. 110ε&στ, Σχ. 37ι) της ταφής 65 χρονολογείται με βάση το βαθύ μόνωτο φιαλίδιο 656 με γραπτή διακόσμηση, με το οποίο ασχοληθήκαμε παραπάνω 141, γύρω στα 500 π.χ.. Το άνω τμήμα του σώματος είναι χαμηλό και επικλινές σχηματίζοντας γωνία με το κάτω, το οποίο είναι κυρτό, έντονα διογκωμένο. Η βάση είναι χαμηλή δακτυλιόσχημη με λοξότμητη επιφάνεια έδρασης, ενώ η οριζόντια λαβή είναι ταινιωτή. Ενδιαφέρουσα είναι η διαμόρφωση του στομίου, όπου περιμετρικά σχηματίζονται δύο ανάγλυφες ταινίες και ανάμεσα τους μία αυλάκωση. Πρόκειται προφανώς για μία διαμόρφωση κατάλληλη για να δεχτεί πώμα 142. Τεφρόχρωμα εξάλειπτρα με «ιωνικές» επιδράσεις είναι γνωστά και από τη Μίεζα και από τη σύγχρονη Θέρμη. Χρονολογούνται στα τέλη του 6 ου αρχές 5 ου αι.π.χ. 143 Γ. Μελαμβαφής κεραμική Γ1. Κοτύλες Η κοτύλη 664 (Σχ. 37ν) μιμείται αντίστοιχες κορινθιακές κοτύλες. Έχει αδιαμόρφωτο χείλος, ψηλό σώμα και δακτυλιόσχημη βάση. Η εσωτερική όψη του δακτυλίου της βάσης είναι λοξότμητη. Φέρει μελανό «γάνωμα» και διακοσμήθηκε με την τεχνική της εμβάπτισης. Γι αυτό το κάτω τμήμα του σώματος έχει αφεθεί στο χρώμα του πηλού και το «γάνωμα» έχει 141 Βλ. σελ. 311. 142 Για εξάλειπτρο με πώμα, βλ., Α. Κοταρίδη, «Το αρχαιολογικό έργο της ΙΖ ΕΠΚΑ στη Βεργίνα. Το ιστορικό της έκθεσης των θησαυρών των βασιλικών τάφων», ΑΕΜΘ 11 (1997), σελ. 135 εικ. 3. 143 Μίεζα, σελ. 54 Π1568. Ε. Σκαρλατίδου Δ. Ινδατιάδου, «Πρώτα συμπεράσματα από την ανασκαφή του αρχαίου νεκροταφείου στη Θέρμη», ΑΕΜΘ 10Α (1996), σελ. 483 εικ. 10. Β. Αλλαμανή Κ. Χατζηνικολάου Β. Τζανακούλη - Σ. Γκαλλινίκη, «Θέρμη 1999 : Η ανασκαφή στο νεκροταφείο», ΑΕΜΘ 13 (1999), σελ. 157 εικ. 3. Το τελευταίο με βάση το σύνολο της ταφής εντάσσεται με ασφάλεια στο β μισό του 6 ου αι.π.χ.