1 Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΤΩΝ ΠΑΡΑΚΤΙΩΝ ΖΩΝΩΝ ΚΑΙ Η ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΗΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ 1. Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΤΩΝ ΠΑΡΑΚΤΙΩΝ ΖΩΝΩΝ Η Ευρωπαϊκή στρατηγική για την διαχείριση των παρακτίων ζωνών ορίζει τον ρόλο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) ως ηγετικό και καθοδηγητικό. Στοχεύει στην προώθηση του σχεδιασμού και της διαχείρισης των παρακτίων ζωνών από τα κράτη-μέλη που θα βασίζονται στο πλαίσιο της διακυβέρνησης με την συνεργασία των πολιτών (βλ. COM(2000) 547/27-09- 2000). Η Ευρωπαϊκή στρατηγική είναι «ολοκληρωμένη», δηλαδή περιλαμβάνει πολλές ξεχωριστές δράσεις διαφορετικής σημασίας. Δεν αποτελεί έναν κατάλογο εναλλακτικών λύσεων, αλλά έχει σχεδιαστεί ως μία συνεκτική δέσμη μέτρων. Με τον όρο «ολοκληρωμένη», δηλώνεται η συμμετοχή του συνόλου των πολιτικών και των επιπέδων διοίκησης καθώς και η χρονική και η χωρική ολοκλήρωση των θαλάσσιων και χερσαίων στοιχείων της περιοχής-στόχου. Οι αρχές στις οποίες βασίζεται η επιτυχής διαχείριση της παράκτιας ζώνης σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή στρατηγική είναι οι εξής : ευρεία και σφαιρική προσέγγιση (θεματική και γεωγραφική), μακροπρόθεσμη προοπτική, προσαρμοστική διαχείριση, στο πλαίσιο μιας διαδικασίας που προωθείται σταδιακά, ακολουθώντας την ανάλυση των προβλημάτων και την επιστημονική γνώση, ανάδειξη της τοπικής ιδιαιτερότητας και ενδελεχής κατανόηση των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών των περιοχών-στόχων, λειτουργία δραστηριοτήτων σε εναρμόνιση με τις φυσικές διαδικασίες και τη φέρουσα ικανότητα που καθορίζεται από αυτές, συμμετοχικός σχεδιασμός από όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη (οικονομικοί και κοινωνικοί εταίροι, μη κυβερνητικές οργανώσεις, ενώσεις κατοίκων παράκτιων περιοχών, επιχειρηματικός τομέας κλπ.), υποστήριξη και ανάληψη υποχρεώσεων σε όλα τα επίπεδα και τους τομείς της διοίκησης, και αξιοποίηση ενός συνδυασμού μέσων (νομικών και οικονομικών μέσων, προαιρετικών συμφωνιών, παροχής πληροφοριών, τεχνικών λύσεων, έρευνας και εκπαίδευσης κ.λπ.). Τα κράτη-μέλη ενθαρρύνονται να πράξουν τα ακόλουθα: να διεξάγουν μία εθνική σφαιρική ανασκόπηση, όπου αναλύουν τους μείζονες παράγοντες, νόμους και θεσμούς που επηρεάζουν τη διαχείριση της παράκτιας ζώνης, να καταρτίσουν μία εθνική στρατηγική, ανάλογα με την περίπτωση περισσότερες στρατηγικές, για την εφαρμογή των αρχών της Ολοκληρωμένης Διαχείρισης της Παράκτιας Ζώνης, και αυτές να περιλαμβάνουν μηχανισμούς για το συντονισμό τους, και να καθορίσουν τους ρόλους των διαφόρων διοικητικών φορέων, που συμμετέχουν. Οι κίνδυνοι που αντιμετωπίζουν οι παράκτιες ζώνες της Ευρώπης και συνεπώς και η Ελλάδα, οφείλονται αφενός σε φυσικές διεργασίες και αφετέρου σε ανθρωπογενείς παράγοντες, οι οποίοι λειτουργούν, τόσο ανεξάρτητα, όσο και σε αλληλεξάρτηση.
2 Τα κυριότερα προβλήματα της παράκτιας ζώνης που έχουν παρατηρηθεί είναι : εκτεταμένη παράκτια διάβρωση που συχνά επιδεινώνεται από ακατάλληλη ανθρώπινη υποδομή (συμπεριλαμβανομένης της υποδομής που αποσκοπεί στην "παράκτια άμυνα") και ανάπτυξη πολύ κοντά στην ακτογραμμή. Τα τεχνικά έργα σε ορισμένες περιοχές λιμένων συνέβαλλαν στην ταχύτερη διάβρωση της παρακείμενης ακτογραμμής επειδή δεν έλαβαν επαρκώς υπόψη τους τη δυναμική και τις διεργασίες της παράκτιας ζώνης. Η άντληση φυσικού αερίου αποτελεί έναν ακόμη παράγοντα που μπορεί να προκαλέσει παράκτια διάβρωση. καταστροφή ενδιαιτημάτων ως αποτέλεσμα ανεπαρκούς οικοδομικού και χωροταξικού σχεδιασμού ή αξιοποίησης των θαλασσών. Το πρόβλημα αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό σε περιοχές με ταχεία οικονομική ανάπτυξη, όπως οι χώρες της Κεντρικής και της Ανατολικής Ευρώπης. απώλεια βιολογικής ποικιλότητας, συμπεριλαμβανομένης της μείωσης των αποθεμάτων ιχθύων, τόσο των παράκτιων όσο και εκείνων της ανοικτής θαλάσσης, ως αποτέλεσμα της καταστροφής παράκτιων τόπων αναπαραγωγής. Τα περιφερειακά σχέδια δράσης για τη βιολογική ποικιλότητα έχουν προσδιορίσει ως και 30 δράσεις που απαιτούνται για την πρόληψη νέων απωλειών ενδιαιτημάτων και την αντιμετώπιση της μείωσης των ειδών σε ορισμένες παράκτιες περιοχές της βορειοδυτικής ευρωπαϊκής μητροπολιτικής περιοχής. μόλυνση των χερσαίων και των υδάτινων πόρων ως αποτέλεσμα της διάχυσης της ρύπανσης από θαλάσσιες ή χερσαίες πηγές, συμπεριλαμβανομένων των χώρων υγειονομικής ταφής, προς την ακτογραμμή. Σε ορισμένα κράτη μέλη, η μεταφερόμενη από τους ποταμούς ρύπανση που προέρχεται από γεωργικές εκροές γειτονικών χωρών στον άνω ρου των ποταμών επηρεάζει την ποιότητα των παράκτιων υδάτων. προβλήματα που αφορούν στην ποιότητα και στην ποσότητα των υδάτων, καθώς η ζήτηση υπερκαλύπτει τις δυνατότητες της παροχής ή της επεξεργασίας λυμάτων. Η διείσδυση αλμυρών υδάτων από την υπερεκμετάλλευση των παράκτιων υδροφόρων οριζόντων αποτελεί κύριο πρόβλημα σε πολλές περιοχές της λεκάνης της Μεσογείου. Η ζημία στον υδροφόρο ορίζοντα έχει συνήθως ως αποτέλεσμα τη μόνιμη μείωση των διαθέσιμων υδάτινων πόρων. σε πολλές περιπτώσεις, τα εν λόγω φυσικά και βιολογικά προβλήματα προκάλεσαν ή επιδείνωσαν τα ανθρώπινα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι παράκτιες ζώνες, καθώς αυξάνει ο αριθμός και η ένταση των ανθρώπινων χρήσεων, ήτοι: ανεργία και κοινωνική αστάθεια που προκύπτουν από την παρακμή των παραδοσιακών ή περιβαλλοντικά συμβατών τομέων, όπως της παράκτιας αλιείας μικρής κλίμακας. Σε πολλές περιοχές, η επαγγελματική παράκτια αλιεία αντιμετωπίζει δυσκολίες όσον αφορά στη διατήρηση της ανταγωνιστικότητάς της. ανταγωνισμός μεταξύ χρηστών για πόρους. Η μικρή διαθεσιμότητα χώρων για υδατοκαλλιέργεια, ως αποτέλεσμα της διάθεσης χώρου για άλλες χρήσεις, αποτελεί σημαντικό περιοριστικό παράγοντα για την επέκταση της εν λόγω δραστηριότητας.
3 καταστροφή της πολιτισμικής κληρονομιάς και διάλυση του κοινωνικού ιστού ως αποτέλεσμα της ανεξέλεγκτης ανάπτυξης (ιδίως του τουρισμού). Πολλές από τις νήσους της Ευρώπης -από τις Κανάριες Νήσους ως το αρχιπέλαγος της Σουηδίας και της Φινλανδίας- αντιμετωπίζουν αυτό το πρόβλημα. απώλεια περιουσίας και δυνατοτήτων ανάπτυξης ως αποτέλεσμα της παράκτιας διάβρωσης. Σε τοπικό επίπεδο, η παράκτια διάβρωση θεωρείται ως η σημαντικότερη απειλή για τη διατήρηση των εισοδημάτων σε πολλές περιοχές που ζουν από τον τουρισμό. απώλεια ευκαιριών σταθερής απασχόλησης ως αποτέλεσμα της υποβάθμισης των πόρων. Τα σκάφη για αλιεία αναψυχής απορρυπαίνονται συχνά με τριβουτυλοκασσίτερο (ΤΒΤ) που μπορεί να έχει αρνητικές επιπτώσεις για τον κλάδο της υδατοκαλλιέργειας περιθωριοποίηση και μετανάστευση που επιδεινώνονται από την έλλειψη κατάλληλης υποδομής, συμπεριλαμβανομένων δικτύων επικοινωνιών και μεταφορών που λειτουργούν καθ' όλη τη διάρκεια του έτους. Το ανεπαρκές οδικό δίκτυο και η ελλιπής συνολική ανάπτυξη της τοπικής οικονομίας σε πολλές περιφερειακές ή απομονωμένες παράκτιες περιοχές αποτέλεσε αιτία μετανάστευσης, η οποία με τη σειρά της έχει ως αποτέλεσμα χαμηλού επιπέδου εγκαταστάσεις που συμβάλλουν στην προσέλκυση και στη διατήρηση μιας δραστήριας τοπικής κοινωνίας.. 2. Η ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΤΗΣ ΠΑΡΑΚΤΙΑΣ ΖΩΝΗΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ Η Ελληνική παράκτια ζώνη έχει ιδιαίτερη σημασία τόσο από οικονομική -αναπτυξιακή πλευρά όσο και από περιβαλλοντική -πολιτιστική αντίστοιχα. Το πολύτιμο στοιχείο της Ελληνικής παράκτιας ζώνης αναδεικνύεται, μεταξύ άλλων, και από τα στατιστικά δεδομένα, π.χ. με έκταση περίπου 132.000χλμ 2 και μήκος ακτογραμμής 15.000χλμ περίπου, το 40% της οποίας ανήκει στα νησιά, για κάθε 1χλμ 2 αντιστοιχούν 113μέτρα ακτής, όταν ο παγκόσμιος μέσος όρος δεν ξεπερνά τα 5μέτρα. Εντούτοις, η κατάσταση καταγράφεται ως ακολούθως : Η Ελλάδα δεν διαθέτει ολοκληρωμένο νομοθετικό πλαίσιο για την ολοκληρωμένη / βιώσιμη διαχείριση της παράκτιας ζώνης. Προς το παρόν, τα θέματα αυτά αντιμετωπίζονται αποσπασματικά μέσω ρυθμίσεων στο επίπεδο κυρίως του χωροταξικού σχεδιασμού και της περιβαλλοντικής πολιτικής, σε επιμέρους χωρικές και τομεακές πολιτικές(τουρισμός, αστική ανάπτυξη, βιομηχανία, περιβάλλον κλπ.). Η διαμόρφωση και εφαρμογή παράκτιας πολιτικής είναι ακόμα αδύναμη στην Ελλάδα. Τα σχέδια διαχείρισης του παράκτιου περιβάλλοντος δεν έχουν αποτελεσματική εφαρμογή, και μεγάλο ποσοστό των κανονιστικών ρυθμίσεων δεν έχει εφαρμοστεί ή έχει παραγκωνιστεί μετά από μία περίοδο εφαρμογής. Σε διοικητικό επίπεδο δεν υφίσταται μηχανισμός αρμόδιος για το συντονισμό και τη διαιτησία των πρωτοβουλιών και ενεργειών που αφορούν στη διαχείριση των ακτών. Το σύστημα παράκτιου σχεδιασμού διαχέεται σε φορείς που ανήκουν στο εθνικό, το περιφερειακό και το τοπικό επίπεδο.παρουσιάζει πολλά κενά και επικαλύψεις με συνέπεια τις συγκρούσεις δικαιοδοσίας στη λήψη αποφάσεων. Είναι συχνά προσανατολισμένο προς την αντιμετώπιση προβλημάτων του παρελθόντος και αδυνατεί να προβλέψει τις μελλοντικές ανάγκες και τα προβλήματα. Η επίτευξη
4 διακυβέρνησης και δια-τομεακού συντονισμού σε όλα τα επίπεδα, αποτελεί προϋπόθεση για την ορθολογική διαχείριση της ελληνικής παράκτιας ζώνης. Οι τοπικές κοινωνίες, οι ερευνητικοί φορείς, οι περιβαλλοντικές και κοινωνικές οργανώσεις και οι επαγγελματικές ενώσεις δεν συμμετέχουν συστηματικά από κοινού με την κεντρική διοίκηση στη διαμόρφωση πολιτικής για βιώσιμη διαχείριση των θαλάσσιων και παράκτιων πόρων. Η έλλειψη πληροφόρησης και αποδοτικών συστημάτων συλλογής και ανταλλαγής πληροφοριών, οι ανεπάρκειες στην περιβαλλοντική ευαισθητοποίηση και η χαμηλή συμμετοχή του κοινού σε όλα σχεδόν τα επίπεδα λήψης αποφάσεων, συνιστούν επιπρόσθετα εμπόδια στην επίλυση των προβλημάτων που έχουν δημιουργηθεί και στην πρόβλεψη και πρόληψη των μελλοντικών δυσμενών καταστάσεων. Η προετοιμασία των ελληνικών αρχών για την εκπόνηση εθνικού προγράμματος για τη βιώσιμη ανάπτυξη των παράκτιων περιοχών και των νησιών (Ministry of the Environment, Physical, 2008) περιλαμβάνει τις εξής βασικές επιδιώξεις: Ορισμός των γενικών και ειδικών στόχων για τη βιώσιμη ανάπτυξη των παράκτιων περιοχών. Οριοθέτηση της ακτογραμμής και της κρίσιμης περιοχής της ακτής ως χώρου εθνικής ευθύνης για την προστασία των φυσικών οικοσυστημάτων και τη διασφάλιση της ελεύθερης και ακώλυτης πρόσβασης. Αναγνώριση και οριοθέτηση, σε όλες τις παράκτιες περιοχές, ευρύτερης ζώνης για την άσκηση πολιτικής παράκτιας διαχείρισης. Σε περιοχές, όπου ασκούνται σημαντικές πιέσεις για την ανάπτυξη, ο σκοπός της διαχείρισης πρέπει να προσδιορίζει τους κανόνες εφαρμογής των αναπτυξιακών σχεδίων, εξασφαλίζοντας τη διατήρηση των φυσικών πόρων και των οικοσυστημάτων. Σε περιοχές που αντιμετωπίζουν προβλήματα υποβάθμισης του περιβάλλοντος, εξαιτίας της εντατικής ανάπτυξης, ο σκοπός της διαχείρισης πρέπει να είναι η περιβαλλοντική αναβάθμιση μέσω της βελτίωσης των φυσικών πόρων, η προστασία της λειτουργίας των οικοσυστημάτων και η αναβάθμιση των ανθρώπινων δραστηριοτήτων. Σε περιοχές που δεν έχουν υποστεί σοβαρές επιπτώσεις από ανθρώπινες δραστηριότητες, σκοπός της διαχείρισης είναι η εξασφάλιση της προστασίας τους ως εθνικού αποθέματος. Σε κάθε τύπο παράκτιας περιοχής, καθορίζονται οι επιθυμητές και επιτρεπόμενες χρήσεις, με προϋπόθεση τη διασφάλιση επάρκειας πρόσβασης του κοινού προς την ακτή. Προετοιμασία συγκεκριμένης διαδικασίας για την έγκριση και αδειοδότηση όλων των σημαντικών έργων και δραστηριοτήτων, που χωροθετούνται στην παράκτια ζώνη. 3. Ο ΡΟΛΟΣ ΤΟΥ ΑΚΤΟΜΗΧΑΝΙΚΟΥ Η παράκτια ζώνη δεν είναι ένα παθητικό τμήμα γης που χρειάζεται απλά διαχείριση, για να εξυπηρετήσει καλύτερα τις ανάγκες. Είναι ένα παραμορφώσιμο μέσο και όλη η παράκτια ζώνη βρίσκεται σε στατική και δυναμική ισορροπία. Σήμερα ο ακτομηχανικός στην Ελλάδα έρχεται διαρκώς αντιμέτωπος με τα πολυποίκιλα προβλήματα του παράκτιου χώρου που όπως προαναφέρθηκε απορρέουν, αφενός από την έλλειψη ορθολογικού σχεδιασμού που οδήγησε στη σταδιακή υποβάθμιση του, π.χ. πολεοδόμηση, αστικοποίηση κλπ και αφετέρου σε φυσικά αίτια πχ διαβρώσεις ακτών, κλιματική αλλαγή προστασία φυσικού περιβάλλοντος κλπ.
5 Στα προβλήματα αυτά που συνήθως είναι επιτακτικά, καλείται να δώσει λύση άμεσα ο ακτομηχανικός. Για την επιτυχή επίλυση του κάθε προβλήματος απαραίτητο είναι να εντοπιστούν τα αίτια που το δημιούργησαν. Γι αυτό απαιτείται συστηματική καταγραφή όλων των περιβαλλοντικών παραμέτρων του παράκτιου χώρου και σε βάθος χρόνου προς δημιουργία μιας τράπεζας δεδομένων μακράς χρονοσειράς ετών. Θα πρέπει όμως να γίνει κατανοητό, ότι η επιτυχημένη παράκτια διαχείριση επιτυγχάνεται μόνο με την γνώση όλων των στοιχείων και των διαδικασιών της προαναφερθείσας τράπεζας δεδομένων, η σύνταξη της οποίας απαιτεί υψηλές επενδυτικές δαπάνες και σε μακροχρόνια περίοδο. Έτσι λοιπόν, ο ακτομηχανικός αναγκάζεται πολλές φορές να σχεδιάσει έργα για την αντιμετώπιση για παράδειγμα μιας εκτεταμένης διάβρωσης, αφενός με ελλιπή στοιχεία και αφετέρου με μεταβλητές συνθήκες, καθώς ούτε η φύση μπορεί να περιμένει, ούτε είναι δυνατόν να απαγορευθεί κάθε δραστηριότητα στην παράκτια ζώνη έως ότου δημιουργηθεί μια αξιόπιστη τράπεζα δεδομένων. Θα πρέπει λοιπόν να αναγνωριστεί από τις Ελληνικές Αρχές ότι ο ακτομηχανικός αναλαμβάνει πολύ μεγάλο ρίσκο στον σχεδιασμό της παράκτιας διαχείρισης και ειδικότερα κατά τον σχεδιασμό έργων αντιδιαβρωτικής προστασίας και να υιοθετηθεί το monitoring, δηλαδή η παρακολούθηση της συμπεριφοράς των μέτρων και έργων που εκτελούνται κατά την παράκτια διαχείριση και να γίνονται βελτιωτικές παρεμβάσεις άμεσα χωρίς χρονοβόρες διαδικασίες.