ΔΟΜΗ, ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΚΑΙ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΤΗΣ ΜΙΚΡΗΣ ΠΑΡΑΚΤΙΑΣ ΑΛΙΕΙΑΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ



Σχετικά έγγραφα
Κατα μηκος συνθεσεις τεσσαρων ειδων ψαριων για διαφορετικα αλιευτικα εργαλεια στο Ιονιο

Τα Ιχθυαποθέματα της Μεσογείου στα Όρια της Κατάρρευσης

A7-0008/244

Μεταρρύθμιση της Κοινής Αλιευτικής Πολιτικής (ΚΑλΠ) Προς ένα καλύτερο μέλλον για τα ιχθυοαποθέματα και τους αλιείς

Εικόνα 1. Σχηματική απεικόνιση του τι μπορεί να συμβεί κατά την είσοδο των ψαριών σε δίχτυα

ΑΛΛΑΓΏΝ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΑΛΑΣΣΙΑ

Length frequency distributions for the most commercial fish species for the small-scale fishery in Patraikos and Korinthiakos gulfs

ΕΠΑΝ II, KOYΠΟΝΙΑ ΚΑΙΝΟΤΟΜΙΑΣ ΓΙΑ ΜΙΚΡΟΜΕΣΑΙΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ Κωδικός Αριθμός Κουπονιού:

98 Ο ΕΠΙΜΟΡΦΩΤΙΚΟ ΣΕΜΙΝΑΡΙΟ ΚΠΕ ΑΡΓΥΡΟΥΠΟΛΗΣ

Τίτλος Μαθήματος: ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΘΑΛΑΣΣΙΩΝ ΒΙΟΛΟΓΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ ΚΑΙ ΒΙΩΣΙΜΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ

Απορριπτομενα της μικρης παρακτιας αλιειας στον Πατραϊκο Κολπο

1.2. ΑΝΘΡΩΠΟΓΕΝΕΣ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ

Διαβιβάζεται συνημμένως στις αντιπροσωπίες το έγγραφο - COM(2015) 212 final.

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΑΤΡΩΝ ΤΜΗΜΑ ΒΙΟΛΟΓΙΑΣ - ΤΟΜΕΑΣ ΒΙΟΛΟΓΙΑΣ ΦΥΤΩΝ

Τμήμα Αλιείας και Θαλασσίων Ερευνών

14292/18 ROD/ech LIFE.2.A. Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης Βρυξέλλες, 6 Δεκεμβρίου 2018 (OR. en) 14292/18. Διοργανικός φάκελος: 2018/0365 (NLE)

Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Ινστιτούτο Αλιευτικής Έρευνας

«Εθνικό Σχέδιο Παροπλισµού επαγγελµατικών αλιευτικών σκαφών που

Κωνσταντίνος Στεφανίδης

Εμπορικα ειδη-στοχοι και κυρια απορριπτομενα ειδη στην Ελληνικη αλιεια με τρατα. ΕΛ.ΚΕ.Θ.Ε. Κρήτης, Τ.Θ. 2214, 71003, Ηράκλειο 3

ΦΑΣΗ 5. Ανάλυση αποτελεσμάτων αλιευτικής και περιβαλλοντικής έρευνας- Διαχειριστικές προτάσεις ΠΑΡΑΔΟΤΕΑ

Yπεραλίευση. Η Ευρώπη οφείλει να ξαναδώσει ζωή στις θάλασσες

Αλιεία στην περιοχή της συμφωνίας ΓΕΑΜ (Γενική Επιτροπή Αλιείας για τη Μεσόγειο) Πρόταση κανονισμού (COM(2018)0143 C8-0123/ /0069(COD))

Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

ΕΛΙΑΜΕΠ ΕΛ. ΕΤΑΙΡEΙΑ ΕΚΕΠΕΚ. Επικοινωνία RSS

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΑ. της. πρότασης ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Και το Βορειοανατολικό Αιγαίο την περιοχή που προσδιορίζουν τα στίγματα

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ. σύμφωνα με το άρθρο 294 παράγραφος 6 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ & ΤΡΟΦΙΜΩΝ ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΑΛΙΕΙΑΣ «ΕΘΝΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΥΛΛΟΓΗΣ ΑΛΙΕΥΤΙΚΩΝ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ»

ΕΓΓΡΑΦΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΤΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΗΣ ΕΚΤΙΜΗΣΗΣ ΕΠΙΠΤΩΣΕΩΝ. που συνοδεύει το έγγραφο

Πρόταση κανονισμού (COM(2018)0229 C8-0162/ /0109(COD)) Κείμενο που προτείνει η Επιτροπή

ΤΕΛΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ ΓΙΑ ΤΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ:

Ψάρια και Θαλασσινά στο Kόκκινο! - μία λίστα με τα είδη που κινδυνεύουν περισσότερο-

διερευνηση της στρατηγικησ της μικρησ παρακτιασ αλιειασ στον κορινθιακο κολπο: προκαταρκτικα αποτελεσματα

Π.Μ.Σ.: Οικολογία- Διαχείριση και Προστασία Φυσικού Περιβάλλοντος

ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

ΑΛΙΕΥΤΙΚΗ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ & ΑΛΙΕΥΤΙΚΑ ΣΚΑΦΗ

Θάλασσες της Ναυπάκτου. Εργασία Β Τετραμήνου

ΤΡΟΠΟΛΟΓΙΕΣ EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL 2010/2113(INI) Σχέδιο έκθεσης Iliana Malinova Iotova (PE v01-00)

Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Τελική Αναφορά της Κατάστασης Διατήρησης της Μεσογειακής Φώκιας Monachus monachus στη Νήσο Γυάρο Περίληψη

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΑ. της. πρότασης απόφασης του Συμβουλίου

ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΑΛΙΕΙΑΣ & ΘΑΛΑΣΣΑΣ Εισήγηση Ευαγγελία Μηνά

Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL A8-0176/276. Τροπολογία. Marco Affronte εξ ονόματος της Ομάδας Verts/ALE

Επίσηµη Εφηµερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ

ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΚΡΙΣΗΣ ΣΤΙΣ ΑΓΟΡΑΣΤΙΚΕΣ ΤΑΣΕΙΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΩΝ ΑΠΟ ΤΟ ΔΙΑΔΙΚΤΥΟ

ΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ. ΕΡΕΥΝΑ ΘΑΛΑΣΣΙΑΣ ΑΛΙΕΙΑΣ, ΕΤΟΥΣ 2012 µε µηχανοκίνητα σκάφη άνω των 20 HP

Περιεχόμενο Μαθημάτων

Μεθοδολογία Έρευνας Διάλεξη 6 η : Μέθοδοι Δειγματοληψίας

ΟΙΚΟΛΟΓΙΑ ΤΟΠΙΟΥ. Χειμερινό εξάμηνο

Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

4 Πτυχιούχοι ΤΕΙ Ιχθυοκομίας ή συναφούς τμήματος Περιγραφή Έργου Συλλογή και επεξεργασία δεδομένων από τους αλιευτικούς στόλους της Κρήτης.

8ο Πανελλήνιο Συμποσιο Ωκεανογραφίας & Αλιείας 949

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΠΟΙΚΙΛΟΤΗΤΑΣ ΚΑΙ ΚΑΤΑ ΜΗΚΟΣ ΣΥΝΘΕΣΕΙΣ 4 ΕΙΔΩΝ ΨΑΡΙΩΝ ΑΝΑ ΑΛΙΕΥΤΙΚΟ ΕΡΓΑΛΕΙΟ ΣΤΟΝ ΚΕΡΚΥΡΑΪΚΟ

ΣΧΕΔΙΟ ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗΣ. EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL. Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο 2015/0289(COD) εξ ονόματος της Επιτροπής Ανάπτυξης

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ ΣΧΟΛΗ ΓΕΩΠΟΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΓΕΩΠΟΝΙΑΣ ΙΧΘΥΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΥΔΑΤΙΝΟΥ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ

13196/16 GA/ag,alf DGB 2A

A8-0005/ ΤΡΟΠΟΛΟΓΙΕΣ κατάθεση: Επιτροπή Αλιείας

Προκαταρκτικά αποτελέσματα για την αναπαραγωγική βιολογία του Θαλασσοκόρακα (Phalacrocorax aristotelis desmarestii)στο Β. Αιγαίο

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΓΕΩΤΕΧΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΚΑΙ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ. Πτυχιακή διατριβή

ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΚΑΙΝΟΤΟΜΙΑ

Προστατευόμενες θαλάσσιες περιοχές φυσικής κληρονομιάς

Ερωτήσεις και Απαντήσεις σχετικά με τη νέα, μεταρρυθμισμένη Κοινή Αλιευτική Πολιτική

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

ΚΑΤ ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΗΣΗ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) /... ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ. της

ΙΔΙΑΙΤΕΡΟΤΗΤΕΣ ΤΗΣ ΑΛΙΕΙΑΣ ΜΕ ΜΗΧΑΝΟΤΡΑΤΑ ΣΤΟ Ν. ΑΙΓΑΙΟ ΚΑΙ ΕΚΤΙΜΗΣΗ ΤΩΝ ΕΠΙΠΤΩΣΕΩΝ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΤΗΣ ΚΟΙΝΟΤΙΚΗΣ ΟΔΗΓΙΑΣ 1967/2006

Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ. για την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΕ) 2016/72 και (ΕΕ) 2015/2072 όσον αφορά ορισμένες αλιευτικές δυνατότητες

ΣΥγκριση βασικων αλιευτικων στοιχειων απο διαφορες επισημες πηγες πληροφορησης

ΓΕΝΙΚΗ ΙΕΥΘΥΝΣΗ ΑΛΙΕΙΑΣ ΙΕΥΘΥΝΣΗ ΘΑΛΑΣΣΙΑΣ ΑΛΙΕΙΑΣ

Εφαρμογή Ολοκληρωμένου Προγράμματος Παρακολούθησης Θαλασσίων Υδάτων στο πλαίσιο υλοποίησης της Ευρωπαϊκής οδηγίας για τη θαλάσσια στρατηγική

Πρόταση ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

ΤΕΛΙΚΗ ΠΡΟΤΑΣΗ ΧΕΡΣΑΙΩΝ ΚΑΙ ΘΑΛΑΣΣΙΩΝ ΖΩΝΩΝ KAI METΡΩΝ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

Ενότητα 1: Εισαγωγή. ΤΕΙ Στερεάς Ελλάδας. Τμήμα Φυσικοθεραπείας. Προπτυχιακό Πρόγραμμα. Μάθημα: Βιοστατιστική-Οικονομία της υγείας Εξάμηνο: Ε (5 ο )

«ΙΧΘΥΟΚΑΛΛΙEΡΓΗΤΙΚΕΣ ΜΟΝΑ ΕΣ ΘΑΛΑΣΣΗΣ»

Η θεσμοθέτηση Θαλάσσιας Προστατευόμενης Περιοχής στη Σαντορίνη, η εμπειρία της bottom-up προσέγγισης

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΥΓΕΙΑΣ

Επίσηµη Εφηµερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Διδάκτορας Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών

Μέτρα διαχείρισης, διατήρησης και ελέγχου που εφαρμόζονται στη ζώνη της σύμβασης της Διεθνούς Επιτροπής για τη Διατήρηση των Θυννοειδών του Ατλαντικού

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΑ. της. πρότασης απόφασης του Συμβουλίου

Εθνικό πρόγραμμα για τη συλλογή, διαχείριση και χρήση δεδομένων στον τομέα της αλιείας

ΘΕΜΑ 1 ο : ΠΡΑΣΙΝΗ ΒΙΒΛΟΣ ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗ Κ.ΑΛ.Π. Α. ΑΛΙΕΙΑ

Ο ΤΟΠΟΣ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ ΤΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ

Η ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΤΟΥ ΕΘΝΙΚΟΥ ΠΛΑΙΣΙΟΥ ΠΡΟΣΟΝΤΩΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΑΝΩΤΑΤΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ

Πρόταση ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΥΔΑΤΙΝΩΝ ΠΟΡΩΝ. Εργασία Οικολογίας Τμήμα Πολιτικών Μηχανικών ΔΠΘ Φοιτητές: Ζίγκιρης Κωνσταντίνος ΑΜΦ:7428 Ζιάκας Γεώργιος ΑΜΦ:7456

Περι ληψη μελε της. «Ψαρεύοντας πρωτεΐνη» Οι επιπτώσεις της θαλάσσιας αλιείας στην παγκόσμια επισιτιστική ασφάλεια έως το έτος 2050»

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ Αθήνα, ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ Αριθμ. Πρωτ.: 1310/71384 ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ& ΤΡΟΦΙΜΩΝ ΓΕΝΙΚΗ Δ/ΝΣΗ ΑΛΙΕΙΑΣ

στα πλαίσια του προγράμματος LIFE + THALASSA Νοέμβριος 2010

ΑΛΙΕΥΤΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ΙΧΘΥΟΑΠΟΘΕΜΑΤΩΝ ΤΟΥ ΑΡΓΟΛΙΚΟΥ ΚΟΛΠΟΥ (Κ. ΑΙΓΑΙΟ)

SPECIES COMPOSITION AND CAPTURE PROCESS FOR THE TRAMMEL NET FISHERY IN CYCLADES (aegean sea)

***I ΣΧΕΔΙΟ ΕΚΘΕΣΗΣ. EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL 2012/0077(COD)

ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΑΛΙΕΙΑΣ (ΕΠΑΛ) ΑΞΟΝΑΣ ΠΡΟΤΕΡΑΙΟΤΗΤΑΣ 3: «ΜΕΤΡΑ ΚΟΙΝΟΥ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΝΤΟΣ» 3.Τ.Α.)

Πρόταση ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

ΥΠΟΔΕΙΓΜΑ I ΑΙΤΗΣΗ ΧΟΡΗΓΗΣΗΣ ΑΔΕΙΑΣ ΑΛΙΕΥΣΗΣ ΜΕΓΑΛΩΝ ΠΕΛΑΓΙΚΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΙΤΟΥΝΤΑ ΠΛΟΙΟΚΤΗΤΗ

Απελευθερώστε τη δυναμική της επιχείρησής σας

ημερίδα διάχυσης αποτελεσμάτων

Προστατεύει το. υδάτινο περιβάλλον. Αλλάζει τη. ζωή μας.

Transcript:

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΑΤΡΩΝ ΤΜΗΜΑ ΒΙΟΛΟΓΙΑΣ ΔΟΜΗ, ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΚΑΙ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΤΗΣ ΜΙΚΡΗΣ ΠΑΡΑΚΤΙΑΣ ΑΛΙΕΙΑΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ Ευάγγελος Τζανάτος Διδακτορική διατριβή ΠΑΤΡΑ 2006

Τριμελής συμβουλευτική επιτροπή Επιβλέπων: Κωνσταντίνος Κουτσικόπουλος Μέλη: Γιώργος Τσερπές Κωνσταντίνος Στεργίου Επταμελής εξεταστική επιτροπή Κωνσταντίνος Κουτσικόπουλος Θεόδωρος Γεωργιάδης Ιωάννα Ηλιοπούλου-Γεωργουδάκη Γιώργος Φερεντίνος Κωνσταντίνος Στεργίου Αικατερίνη Φραγκοπούλου Στυλιανός Σωμαράκης ii

ABSTRACT Small-scale fisheries are an important fisheries sector in Greece and the Mediterranean. They are characterized by high heterogeneity and a multitude of particularities. The management of small-scale fisheries requires taking into account biological as well as social and economical elements. In the present study, a typology of Greek small-scale fisheries was developed based on biological, social and economical parameters. Consequently, the study focused in the Patraikos Gulf, whereelements such as the fishing activity of the local fleet, catch and catch per unit of effort, species composition, discards and length composition of individuals caught were examined. The prefectures of Greece were stratified considering the number of fishermen and local dependence on fisheries and interviews of fishermen were carried out. The multitude of fishing gears and target species and the intense spatial heterogeneity was confirmed. The major activity pattern identified was seasonal (20 days of activity in summer, 13 in winter), however local particularities arose. The main métiers practiced were identified as combinations of fishing gear, target species, area and season. Concerning socio-economical elements, the fishermen generally had low education, high average age, tendency to remain in their place of birth and the profession is attached to the family. The fishermen were categorized into three dependence groups, based on the percentage of income originating from fisheries. Significant differences were identified among these groups considering variables such as mean fishermen age, vessel size, days of activity and income from fishing. Consequently, the small-scale fisheries of the Patraikos Gulf were studied using data from sampling of fishing operations. The catch weighted about 12 Kg per operation on average and a total of 102 species were recorded. A methodology for the identification of métiers using a limited dataset, as is often the case in the Mediterranean, was developed. The métiers identified showed significant differences in catch quantity and composition and were grouped in meta-métiers to facilitate fishing activity sampling schemes. The study of discards revealed three reasons for discarding: low commercial value (78% of discards), destruction of the catch before gear retrieval (5%) and bad handling of the catch o board (17%). High discard ratio was recorded for the longline and small-size mesh trammel net métiers. Using data of individual length per species comparisons were carried out among métiers and seasons that in most cases revealed significant differences. The study of the effect of minimum landing sizes legislation showed a low percentage of undersized individuals regarding both the legislation currently in effect and the proposed one by the Roadmap for the Reform of the Common Fisheries Policy of the European Union, but axceptions arose for certain species. The present work is the foothold for the development of a methodology for studying small-scale fisheries in Greece and for carrying out omparative studies in a European scale concerning this understudied fishing sector. iii

ΠΡΟΛΟΓΟΣ Ένα διδακτορικό συνήθως θεωρείται προσωπική υπόθεση. Και βιώνεται από τον υποψήφιο ως τέτοια, συχνά μάλιστα με ιδιαίτερα έντονο τρόπο. Φτάνοντας, όμως, στο τέλος μίας πορείας όπως είναι η εκπόνηση διδακτορικής διατριβής δεν μπορώ παρά να αισθάνομαι πόσο πολύ αυτή η δουλειά είναι προϊόν της εργασίας, υποστήριξης, και κοινού προσανατολισμού ενός συνόλου ανθρώπων. Ο αναπληρωτής καθηγητής Κωνσταντίνος Κουτσικόπουλος είναι αυτός που μου πρότεινε το θέμα, επέμεινε στη σημασία του και έκανε τις πρώτες συζητήσεις μαζί μου για τη στρατηγική προσέγγισής του. Η μετάδοση ενός ολόκληρου τρόπου σκέψης, που συχνά έρχεταιι μετά από χρόνια τριβή με ανθρώπους, είναι ανεκτίμητο αγαθό. Έχω την αίσθηση ότι όσο σημαντική ήταν η καθοδήγησή του στα πρώιμα βήματα αυτής της δουλειάς, τόσο μεγάλης σημασίας ήταν η εμπιστοσύνη που μου έδειξε από ένα σημείο και μετά ώστε να πάρω τα ηνία της και να την οδηγήσω σε θέματα του ιδιαίτερου ενδιαφέροντός μου. Ο Γιώργος Τσερπές, ερευνητής του Ελληνικού Κέντρου Θαλασσίων Ερευνών, υποστήριξε την παρούσα εργασία καθόλη τη διάρκειά της, συζητώντας και προτείνοντας πρακτικές και μεθοδολογία. Ο αναπληρωτής καθηγητής Κώστας Στεργίου μου έδωσε χρήσιμες συμβουλές. Ευχαριστώ τα μέλη της εξεταστικής επιτροπής καθηγητές Θεόδωρο Γεωργιάδη, Ιωάννα Ηλιοπούλου- Γεωργουδάκη, Γιώργο Φερεντίνο, την επίκουρη καθηγήτρια Νίνα Φραγκοπούλου και το λέκτορα Στέλιο Σωμαράκη. Ο λέκτορας Στέλιος Σωμαράκης με βοήθησε σε πρώιμα στάδια της επεξεργασίας δεδομένων και στη σχεδίαση της δειγματοληψίας του δεύτερου τμήματος της εργασίας. Η επίκουρη καθηγήτρια Νίνα Φραγκοπούλου ήταν πάντα μία πηγή ενθουσιασμού. Σε μεγάλο βαθμό η ρουτίνα της εκπόνησης ενός διδακτορικού χρωματίζεται από τη συνύπαρξη με προπτυχιακους και μεταπτυχιακούς φοιτητές σε ένα εργαστήριο. Είχα την τύχη κατά την παρουσία μου στο Εργαστήριο Ζωολογίας να συνεργαστώ με ιδιαίτερους και ενδιαφέροντες ανθρώπους. Με τον Αλέξη Ράμφο έχουμε μοιραστεί πολλές ερευνητικές ανησυχίες τα τελευταία χρόνια. Με βοήθησε πολύ στα πρώτα μου βήματα στο εργαστήριο. Ο ενθουσιασμός που δείχνει απέναντι σε ο,τιδήποτε αφορά τη θάλασσα και την ωκεανογραφία ήταν ένα στοιχείο που είχα τη χαρά να γνωρίσω. Ο Γιάννης Δήμου με μύησε στην μεθοδολογία της οικολογίας και μου πρωτομετάδωσε τρόπο σκέψης και μεθοδολογία προσέγγισης ερωτημάτων. Ο Μιχάλης Γεωργιάδης είναι ο άνθρωπος που με έβαλε για τα καλά μέσα στο μικρό κόσμο της αλιείας και μου γνώρισε τους ανθρώπους της, τους πόθους και τους καημούς τους. Με το Γιάννη Βλατσιώτη έχουμε συζητήσει πολλές φορές για την αλιεία και την αλιευτική δραστηριότητα. Ο Σωτήρης Κυπαρίσσης μοιράστηκε συχνά μαζί μου ανησυχίες ιχθυολογικού περιεχομένου. Επίσης μου έδωσε το παράδειγμα ώστε να μετατρέψω την εκπόνηση των δειγματοληψιών σε προσωπική υπόθεση. Ευχαριστίες οφείλω στα υπόλοιπα, παρόντα και παρελθόντα, μέλη του εργαστηρίου. Ο Μάκης Σπίνος, ο Δημήτρης Βαβούλης, η Ματίνα Ίσαρη, ο Γιώργος Κατσέλης, η Σπυριδούλα Ζόμπολα, ο Τάκης Χριστόπουλος, η Εύη Σχισμένου, ο Νίκος Νικολιουδάκης, η Κάλλια Σπάλα, η Δήμητρα Πυραλεμίδου, ο Κώστας Πούλος με έχουν βοηθήσει πολύ. Ευχαριστώ το Κεντρικό Λιμεναρχείο Πατρών και τους ψαράδες του Πατραϊκού Κόλπου για την δυνατότητα εργασίας πάνω στα καϊκια. Οι ψαράδες είναι, ούτως ή άλλως, οι αφανείς ήρωες και πρωτοπόροι της γνώσης για τη θάλασσα Ιδιαίτερες ευχαριστίες στους Τάκη Κοτσόργιο, Κωνσταντή Κορφιάτη, Νικηφόρο Κλαουδάτο, Περικλή Ντεντόπουλο, Νίκο Τσίγκα, Μάκη Χασιώτη, Μιχάλη Παπαθανασίου. Ο Τάκης Κοτσόργιος ενδιαφέρθηκε ιδιαίτερα για την εργασία μου πάνω στη μικρή παράκτια αλιεία και με βοήθησε στην προσέγγιση άλλων αλιέων. Η δειγματοληψία στη θάλασσα έχει γραφτεί με μοναδικό τρόπο στο μυαλό μου. Ευχαριστώ τους καπετάνιους, τα πληρώματα και το επιστημονικό προσωπικό με τους οποίους συνεργάστηκα πάνω στα ωκεανογραφικά σκάφη «Αιγαίο» και «Φιλία» και στο αλιευτικό σκάφος «Ναυτίλος». Ευχαριστώ επίσης τα μέλη του εργαστηρίου για τη δουλειά στο «Μικρό Αλέξανδρο». Το πρώτο τμήμα της εργασίας πραγματοποιήθηκε στα πλαίσια του προγράμματος «Ανάπτυξη τυπολογίας των Ελλήνων επαγγελματιών αλιέων μικρής παράκτιας αλιείας με βάση αλιευτικά, οικονομικά και κοινωνικά χαρακτηριστικά» του Επιχειρησιακού Προγράμματος για την Αλιεία του (τότε) Υπουργείου Γεωργίας. Σημαντική ήταν η συμβολή του Βαγγέλη Δημητρίου σε αυτό το τμήμα. Μεγάλη ήταν η βοήθεια του Γιάννη Βλατσιώτη, του Μιχάλη Γεωργιάδη και του Δημήτρη Μουτόπουλου στη διεξαγωγή των συνεντεύξεων. Σημαντική υποστήριξη για τη διαμονή μου κατά τις δειγματοληψίες από αλιευτικά σκάφη του Μεσολογγίου είχα από τον Δημήτρη Σπανέλλη και την Κατερίνα Μπάκου. Ευχαριστώ το Νίκο και τη Χρυσούλα Τζανάτου για όλη τη στήριξη, την αγάπη και το παράδειγμα ηθικής στάσης που αντιπροσωπεύουν για μένα. Καμιά φορά γεννιέσαι τυχερός... Ευχαριστώ την Εύη Σχισμένου για την αγάπη και την υπομονή της. Ο Ηλίας Ζιώγας και ο Γαβρίλης Πετριόλι είναι πολύ καλοί φίλοι. Τους ευχαριστώ για όλα. iv

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Εισαγωγή...1 H θαλάσσια αλιεία στη Μεσόγειο και την Ελλάδα...1 Η μικρή παράκτια αλιεία...3 Διαχείριση της αλιείας και τύποι μέτρων...6 Επιτρεπόμενη περίοδος αλιείας... 7 Χαρακτηριστικά σκαφών... 7 Τεχνικά μέτρα (χαρακτηριστικά εργαλείων-ελάχιστο επιτρεπόμενο μέγεθος)... 8 Περιορισμός εισόδου στην αλιεία και επιδότηση εξόδου... 8 Τοπικοί περιορισμοί... 9 Έλεγχος της παραγωγής... 10 Δικαιώματα ιδιοκτησίας... 11 Πλήρης απαγόρευση αλιείας... 11 Ιδιαιτερότητες και εφαρμογή της αλιευτικής διαχείρισης...12 Μελέτη της αλιευτικής συμπεριφοράς...14 Σημεία-κλειδιά στην αλιευτική διαχείριση σήμερα...16 Σκοπός, σκεπτικό και διάρθρωση της διατριβής...16 Δομή και δυναμική της μικρής παράκτιας αλιείας στην Ελλάδα...19 Εισαγωγή...19 Κοινό Αλιευτικό Μητρώο...20 Χαρακτηριστικά και άδειες αλιευτικών εργαλείων των σκαφών...23 Γεωγραφική διαφοροποίηση...26 Σχέση σύνθεσης αδειών εργαλείων στους νομούς της Ελλάδας...27 Τοπική σημασία της μικρής παράκτιας αλιείας...28 Στρωματοποίηση των νομών...30 Δυναμική της μικρής παράκτιας αλιείας...31 Συζήτηση...32 Σύνοψη...35 Η δραστηριότητα της μικρής παράκτιας αλιείας στην Ελλάδα...36 Εισαγωγή...36 Μεθοδολογία...37 Δειγματοληψία... 37 Ανάλυση δεδομένων... 37 Αποτελέσματα...41 Αλιευτική δραστηριότητα... 41 Αλιευτικά εργαλεία, είδη-στόχοι και κύριες ενασχολήσεις (métiers)... 44 Συζήτηση...50 Σύνοψη...53 Κοινωνικο-οικονομικά χαρακτηριστικά των αλιέων της μικρής παράκτιας αλιείας...54 Εισαγωγή...54 Μεθοδολογία...55 Αποτελέσματα...57 Χαρακτηριστικά των αλιέων της μικρής παράκτιας αλιείας... 57 Κατηγορίες αλιέων αναφορικά με το επίπεδο εξάρτησης από το ψάρεμα... 62 Συζήτηση...66 Σύνοψη...72 Η δραστηριότητα της μικρής παράκτιας αλιείας στον Πατραϊκό Κόλπο...73 Εισαγωγή...73 Μεθοδολογία...74 Δειγματοληψία-συλλογή δεδομένων... 74 Ανάλυση δεδομένων... 76 Αποτελέσματα...78 Αλιευτική δραστηριότητα και χαρακτηριστικά της αλιείας στον Πατραϊκό Κόλπο... 78 Αναγνώριση ενασχολήσεων... 80 Χαρακτηριστικά ενασχολήσεων... 84 Ομαδοποίηση ενασχολήσεων... 88 Συζήτηση...89 Σύνοψη...95 Απορριπτόμενα της μικρής παράκτιας αλιείας στον Πατραϊκό Κόλπο...96 Εισαγωγή...96 Μεθοδολογία...97 Δειγματοληψία-συλλογή δεδομένων... 97 Ανάλυση... 98 Αποτελέσματα...100 Αιτίες απόρριψης... 100 Λόγος απόρριψης... 102 Σύνθεση των απορριπτόμενων κατά είδος... 103 Συζήτηση...108 Σύνοψη...111 v

Κατά μήκος σύνθεση των αλιευμάτων και επίδραση του ελάχιστου μεγέθους εκφόρτωσης στη μικρή παράκτια αλιεία...112 Εισαγωγή...112 Μεθοδολογία...113 Δειγματοληψία-συλλογή δεδομένων... 113 Ανάλυση δεδομένων... 114 Αποτελέσματα...116 Κατανομή και εποχικότητα του μεγέθους... 116 Προβλεπόμενη επίπτωση αλλαγής του ελάχιστου μεγέθους εκφόρτωσης... 124 Εκτίμηση της αξιοπιστίας του ζυγίσματος ψαριών στο πεδίο... 127 Συζήτηση...128 Σύνοψη...132 Συνολική Συζήτηση...133 Συμπεράσματα...133 Σύνθεση...135 Προοπτικές...137 Βιβλιογραφία...140 Εργασίες σε επιστημονικά περιοδικά...157 vi

Εισαγωγή H θαλάσσια αλιεία στη Μεσόγειο και την Ελλάδα Η Μεσόγειος Θάλασσα χαρακτηρίζεται από αρκετά υψηλή ποικιλότητα ζωικών ειδών που αντιπροσωπεύουν το 5,5% της θαλάσσιας πανίδας καθώς και από απουσία εκτεταμένων μονοειδικών αποθεμάτων, όπως συμβαίνει σε άλλες περιοχές και κυρίως ανοικτές θάλασσες (Farrugio et al. 1993). Η αλιευτική παραγωγή της Μεσογείου είναι σχετικά περιορισμένη, ιδιαίτερα συνυπολογίζοντας τον αριθμό των αλιευτικών σκαφών που δραστηριοποιούνται στα νερά της και εκτιμάται ότι υπερβαίνουν τα 100.000 σύμφωνα με τους Lleonart & Maynou (2003). Η Μεσόγειος μαζί με τη Μαύρη Θάλασσα παρήγαγαν το έτος 2004 ποσότητα 1.530.340 t θαλάσσιων αλιευμάτων, που αποτελεί το 1,8% της παγκόσμιας θαλάσσιας αλιευτικής παραγωγής (FAO 2004). Η δομή και τα χαρακτηριστικά της μεσογειακής αλιείας είναι τέτοια που δυσχεραίνουν την καταγραφή βασικών δεδομένων, όπως η ποσότητα και η σύνθεση της αλιευτικής παραγωγής, που σε άλλα αλιευτικά συστήματα αποτελεί υπόθεση ρουτίνας. Τέτοια χαρακτηριστικά είναι ο μεγάλος αριθμός σκαφών, η παρουσία πολλών σημείων εκφόρτωσης και η απουσία βιομηχανοποιημένου συστήματος παραγωγής (Lleonart & Maynou 2003). Επίσης, η αλιεία στη Μεσόγειο είναι πολύειδική, όρος που χρησιμοποιείται για να περιγράψει το φαινόμενο ένα αλιευτικό εργαλείο να συλλαμβάνει πληθώρα ειδών, καθώς και πολυ-εργαλειακή, όρος που περιγράφει το φαινόμενο όπου ένα αλιευόμενο είδος συλλαμβάνεται (ενδεχομένως σε διαφορετικά αναπτυξιακά στάδια) από πολλά αλιευτικά εργαλεία (Lleonart & Maynou 2003). Σε ένα τέτοιο σύστημα η απόκτηση αλιευτικών δεδομένων απαιτεί ιδιαίτερα υψηλή δειγματοληπτική προσπάθεια, ενώ τα ίδια τα δεδομένα είναι συχνά ανακριβή. Ο αλιευτικός στόλος της Μεσογείου χωρίζεται από τους Lleonart & Maynou (2003) σε τρεις κλάδους: τη βιομηχανοποιημένη, τη μέση και τη μικρή παράκτια αλιεία. Η βιομηχανοποιημένη αλιεία της Μεσογείου περιλαμβάνει κυρίως μεγάλα γρι-γρί για την αλιεία τόννου (Thunnus thynnus) τα οποία προέρχονται και από μη-μεσογειακές χώρες. Η μέση αλιεία περιλαμβάνει μηχανότρατες και γρι-γρί που δραστηριοποιούνται σε ημερήσια ή διήμερα αλιευτικά ταξίδια και στοχεύουν στην αλιεία περισσότερων από 20 διαφορετικών ειδών. Η μικρή παράκτια αλιεία αποτελεί το κύριο τμήμα του κλάδου από άποψη αριθμού σκαφών και ψαράδων, παρουσιάζει ιδιαίτερη γεωγραφική διαφοροποίηση και περιλαμβάνει πάνω από 40 τύπους αλιευτικών εργαλείων που στοχεύουν στην αλιεία 100 και πλέον ειδών. 1

Η ελληνική αλιεία παρουσιάζει τα περισσότερα χαρακτηριστικά της μεσογειακής αλιείας. Η Ελλάδα έχει εκτεταμένη ακτογραμμή μήκους μεγαλύτερου από 15.000 km (Stergiou et al. 1997) και ετερογένεια θαλάσσιων οικοσυστημάτων. Στην Ελλάδα, σύμφωνα με τα δεδομένα του Κοινού Αλιευτικού Μητρώου (Υπουργείο Γεωργίας 2003), τον Ιούνιο του 2002 υπήρχαν 19.734 επαγγελματικά αλιευτικά σκάφη και 35.563 επαγγελματίες αλιείς που είχαν δηλωθεί ως εργαζόμενοι σε αυτά (Πίνακας 1-1). Από τα σκάφη αυτά, μόλις 53 ανήκαν στην υπερπόντια αλιεία που αποτελεί αλιεία βιομηχανικής κλίμακας στα οποία εργάζονταν 1015 αλιείς. Τα ελληνικά σκάφη υπερπόντιας αλιείας δραστηριοποιούνται έξω από τη Μεσόγειο, στη Βόρεια Θάλασσα (Ατλαντικός) και χρησιμοποιούν αποκλειστικά το αλιευτικό εργαλείο μηχανότρατα. Από τα υπόλοιπα σκάφη το 3,5% ήταν σκάφη της μέσης αλιείας, μοιρασμένα σχεδόν εξίσου σε μηχανότρατες και γρι-γρί, (τα τελευταία με μεγαλύτερο αριθμό ατόμων πληρώματος). Σε κάποιες περιπτώσεις (126 σκάφη το 2002) κάποια από αυτά τα σκάφη διέθεταν και τις δύο άδειες, αλλά είχαν δηλωθεί ως πρωτίστως μηχανότρατες ή πρωτίστως γρι-γρί. Συνολικά 18.983 σκάφη ανήκαν στην παράκτια αλιεία όπου αντιστοιχούσαν 28.059 δηλωμένοι αλιείς. Το 2,5% αυτών των σκαφών ήταν βιντζότρατες όπου απασχολούνταν το 4,8% των παράκτιων αλιέων. Η συντριπτική πλειοψηφία των σκαφών μικρής παράκτιας αλιείας χρησιμοποιεί άλλα αλιευτικά εργαλεία όπως τα δίχτυα και τα παραγάδια. Όπως είναι προφανές από τα παραπάνω, το συντριπτικό ποσοστό των σκαφών και των αλιέων της Ελλάδας ανήκουν στη μικρή παράκτια αλιεία. Πίνακας 1-1. Σύνθεση του ελληνικού αλιευτικού στόλου σε αριθμό σκαφών και αλιέων. Ο αριθμός των δηλωμένων αλιέων της μικρής παράκτιας αλιείας για σκάφη με δίχτυα, παραγάδια και άλλα εργαλεία είναι αυτός που παρουσιάζεται εκτός παρένθεσης. Σε παρένθεση, ο αριθμός αν συμπεριληφθούν και τα σκάφη για τα οποία δεν έχουν δηλωθεί αλιείς και πολλαπλασιαστεί ο αριθμός τους με το μέσο αριθμό αλιέων ανά σκάφος Αλιευτικός κλάδος Αλιευτικό εργαλείο Αριθμός σκαφών Αριθμός αλιέων Υπερπόντια αλιεία Μηχανότρατα 53 1015 Μέση αλιεία Μηχανότρατα 354 2268 Γρι-γρί 344 2818 Μικρή παράκτια αλιεία Βιντζότρατα 461 1403 Δίχτυα, παραγάδια κλπ. 18522 28059 (29399) Τα κύρια είδη της αλιευτικής παραγωγής στην Ελλάδα σύμφωνα με τους Stergiou et al. (1997) είναι ο γαύρος (Engraulis encrasicholus) που αντιπροσωπεύει το 18,5% της παραγωγής, η σαρδέλα (Sardina pilchardus) που αντιπροσωπεύει το 11,4%, η γόπα (Boops boops) που αντιπροσωπεύει το 8,2%, τα σαφρίδια (Trachurus sp.) που αντιπροσωπεύουν το 8,0%, η μαρίδα (Spicara smaris) που αντιπροσωπεύει το 7,3% της παραγωγής, ο μπακαλιάρος (Merluccius merluccius) και ο κολιός (Scomber japonicus) καθένα από τα οποία αντιπροσωπεύει το 3,3% της παραγωγής. Ο γαύρος και η σαρδέλα κυριαρχούν στο αλίευμα των γρι-γρί, η μαρίδα σε αυτό της 2

βιντζότρατας, ενώ το αλίευμα των άλλων παράκτιων εργαλείων και της μηχανότρατας εμφανίζεται ιδιαίτερα ετερογενές (Stergiou et al. 1997). Η μικρή παράκτια αλιεία Η μικρή παράκτια αλιεία αποτελεί ένα σημαντικό τμήμα της αλιείας παγκόσμια. Ο ίδιος ο όρος «μικρή παράκτια» υποδηλώνει δύο βασικά της χαρακτηριστικά, την διεξαγωγή της από σκάφη σχετικά μικρού μεγέθους και την στενή σύνδεσή της με την παράκτια ζώνη και το λιμάνι εξόρμησης. Παρόλ αυτά, στη μικρή παράκτια αλιεία υπάγονται και τύποι αλιείας που διεξάγονται αρκετά μακριά από την ακτή ή το λιμάνι εξόρμησης. Επίσης υπάρχουν σκάφη της μικρής παράκτιας αλιείας τα οποία έχουν αρκετά μεγάλο μέγεθος, αυτά όμως είναι περιορισμένα ως ποσοστό επί του συνόλου, σε παγκόσμια, μεσογειακή αλλά και εθνική κλίμακα. Αν και ένα σκάφος της μικρής παράκτιας αλιείας έχει πολύ χαμηλότερη παραγωγή ανά ημέρα αλιείας από ένα σκάφος της μέσης και της υπερπόντιας αλιείας, εκτιμάται ότι το 40% των ψαριών της θάλασσας που συλλαμβάνονται για ανθρώπινη κατανάλωση προέρχεται από τη δραστηριότητα της μικρής παράκτιας αλιείας (FAO 1998a). Η μικρή παράκτια αλιεία χαρακτηρίζεται από υψηλή ετερογένεια και εποχικότητα στην ποσότητα και στη σύνθεση των συλλήψεων (Garcia-Rodriguez et al. 2006). Οι Farrugio et al. (1993), Coppola (2001) διατυπώνουν κάποια βασικά χαρακτηριστικά της μικρής παράκτιας αλιείας στη Μεσόγειο, τα οποία όμως ισχύουν για τις περισσότερες περιοχές όπου η μικρή παράκτια αλιεία αποτελεί μέσο εξασφάλισης εισοδήματος για τον ψαρά (σε αντιδιαστολή με κάποιες περιοχές του νοτίου ημισφαιρίου και κυρίως του Ινδικού και Ειρηνικού Ωκεανού όπου η μικρή παράκτια αλιεία ακόμα και σήμερα αποτελεί μέσο εξασφάλισης τροφής και όχι εισοδήματος). Τα κύρια χαρακτηριστικά της μικρής παράκτιας αλιείας αναπτύσσονται παρακάτω. Σε επίπεδο κατασκευής και εξοπλισμού σκάφους: Τα αλιευτικά σκάφη έχουν μικρό ολικό μήκος, χωρητικότητα και ιπποδύναμη μηχανής. Τα σκάφη παρουσιάζουν μικρή αυτονομία για πραγματοποίηση αλιευτικού ταξιδιού. Ο εξοπλισμός ασφαλείας είναι συνήθως περιορισμένος. Σε επίπεδο αλιευτικής συμπεριφοράς και δραστηριότητας: Τα αλιευτικά σκάφη παρουσιάζουν εκτεταμένη δραστηριότητα στην παράκτια ζώνη και σε περιοχές μικρού βάθους. 3

Παρατηρείται έντονος διασκορπισμός των αλιευτικών σκαφών στην ακτογραμμή, σε πολλά αλιευτικά καταφύγια και λιμάνια. Υπάρχει και χρησιμοποιείται πληθώρα εργαλείων και παραλλαγών τους βάσει της παρουσίας και της αφθονίας των αλιευόμενων ειδών με έντονες τοπικές ιδιαιτερότητες. Η αλιευτική συμπεριφορά παρουσιάζει υψηλή προσαρμοστικότητα σε περισσότερο ή λιγότερο προβλεπόμενες συνθήκες όπως η εποχικότητα, ο καιρός, η αγοραστική ζήτηση. Οι αλιείς έχουν σε σημαντικό βαθμό εμπειρική γνώση στοιχείων της βιολογίας, της κατανομής και της συμπεριφοράς των ειδών-στόχων της αλιείας. Η αλιεία στοχεύει συνήθως στη σύλληψη σχετικά ακριβών σε αγοραστική τιμή ειδών ή ατόμων (τα περιβόητα «πρώτα» ψάρια). Η διαχείριση της μικρής παράκτιας αλιείας πραγματοποιείται από τις αρχές κυρίως μέσω του ελέγχου της δραστηριότητάς της. Σε κοινωνικο-οικονομικό επίπεδο: Οι αλιείς είναι συχνά και ιδιοκτήτες των σκαφών. Η άσκηση ενός συμπληρωματικού επαγγέλματος από τους αλιείς είναι συχνό φαινόμενο. Ο αριθμός των ατόμων του πληρώματος είναι σχετικά μικρός ανά αλιευτικό σκάφος (συνήθως απασχολούνται από ένα έως πέντε άτομα). Παρουσιάζεται υψηλός βαθμός απασχόλησης σε σχέση με την οικονομική επένδυση σε σκάφος και αλιευτικά εργαλεία. Ο αριθμός των εργαζομένων, τόσο του πληρώματος στη θάλασσα, όσο και στη στεριά (π.χ. για επιδιόρθωση εργαλείων, διακίνηση αλιεύματος) είναι σχετικά υψηλός. Σημαντικό ποσοστό των αλιευμάτων της μικρής παράκτιας αλιείας πωλείται απευθείας στους καταναλωτές. Κατά την εργασία στη θάλασσα υπάρχει περιορισμένη ιεραρχία πάνω στο αλιευτικό σκάφος σε σχέση με άλλους τύπους αλιείας και θαλάσσιας δραστηριότητας. Υπάρχει έντονος παραδοσιακός χαρακτήρας και έλλειψη εκπαίδευσης. Σε αρκετές περιπτώσεις τα μέλη του πληρώματος ενός σκάφους ανήκουν στην ίδια οικογένεια ή συνδέονται συγγενικά. Η πληθώρα αυτή χαρακτηριστικών είναι ένας από τους λόγους για τους οποίους ακόμα και σήμερα δεν υπάρχει ένας κοινά αποδεκτός ορισμός της μικρής παράκτιας αλιείας (European Commission 2001b). Οι μεσογειακές χώρες έχουν πληθώρα κριτηρίων για να χαρακτηρίσουν τη μικρή παράκτια αλιεία τα οποία σχετίζονται με 4

παραμέτρους όπως το μέγεθος του σκάφους, η αλιευτική παράδοση, ο τύπος αλιευτικού εργαλείου ή κοινωνικο-οικονομικές παράμετροι. Έτσι κάποια αλιευτικά εργαλεία ή σκάφη μπορεί να χαρακτηρίζονται παράκτια σε μία χώρα αλλά όχι σε μία γειτονική της. Τα κριτήρια που συνηθέστερα εφαρμόζονται είναι το μήκος του σκάφους, η χωρητικότητα και τα αλιευτικά εργαλεία. Είναι γεγονός ότι το τελευταίο κριτήριο είναι και το πιο αποτελεσματικό στην περιγραφή της μικρής παράκτιας αλιείας, ορίζοντάς την κατ αυτόν τον τρόπο (Coppola 2001). Παρόμοια ποικιλία ορισμών υπάρχει και στην Ευρωπαϊκή Ένωση όπου χρησιμοποιείται το ολικό μήκος του σκάφους, τα αλιευτικά εργαλεία (Lappalainen et al. 2002) ή η διάρκεια του αλιευτικού ταξιδιού (Durand et al. 1989). Στην Ελλάδα επίσης δεν υπάρχει επίσημος ορισμός της μικρής παράκτιας αλιείας. Υπάρχει κάποιος διαχωρισμός από την Εθνική Στατιστική Υπηρεσία της Ελλάδας (ΕΣΥΕ 1999) η οποία κατηγοριοποιεί τα σκάφη που έχουν ολικό μήκος πάνω από 12m χωριστά από αυτά που έχουν μικρότερο ολικό μήκος, ενώ αναφέρει ξεχωριστά τα σκάφη που έχουν το αλιευτικό εργαλείο βιντζότρατα, ανεξαρτήτως ολικού μήκους. Στη Μεσόγειο Θάλασσα η μικρή παράκτια αλιεία αποτελεί σημαντικό κομμάτι του αλιευτικού τομέα (Farrugio et al. 1993), αρκετά σημαντικότερο απ ότι στις χώρες της Βόρειας Ευρώπης. Στην Ελλάδα, σύμφωνα με επίσημα δεδομένα (Υπουργείο Γεωργίας 2000) το 46,8% της αλιευτικής παραγωγής (71.000 τόνοι ψαριών το έτος 1997) και το 55,0% της αξίας (170 εκατομμύρια το 1997) της αλιείας προέρχεται από τη μικρή παράκτια αλιεία. Η σημασία της μικρής παράκτιας αλιείας είναι ένας παράγοντας που διαφοροποιεί σημαντικά την Ελλάδα από τις υπόλοιπες μεσογειακές χώρες. Στην Ελλάδα υπάρχουν σήμερα πάνω από 28.000 κάτοχοι ατομικών επαγγελματικών αδειών, ο αριθμός των σκαφών είναι ο υψηλότερος της Ευρωπαϊκής Ένωσης (για σύγκριση ανάμεσα στα 15 κράτη-μέλη του 2001 βλ. European Commission 2001a). Η σημασία του επαγγέλματος της αλιείας είναι πολύ μεγαλύτερη σε ορισμένες περιοχές, σε μια χώρα όπως η Ελλάδα με εκτεταμένη ακτογραμμή και πλήθος κατοικούμενων νησιών. Η σημασία αυτή της αλιείας για κάποιες περιοχές συνεπάγεται υψηλά τοπικά ποσοστά αλιέων ανά πληθυσμό (Almeida et al. 2001, Ανώνυμος 2003) και φαίνεται από το γεγονός της παρουσίας 15 ελληνικών νομών στις 30 πιο εξαρτημένες περιοχές της Ευρωπαϊκής Ένωσης από την αλιεία (MegaPesca Lda & Centre for Agricultural Strategy 2000). Η ιδιαίτερη σημασία της μικρής παράκτιας αλιείας διαφοροποιεί την Ελλάδα από τις υπόλοιπες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης καθιστώντας τη συγκρίσιμη με χώρες της τροπικής-υποτροπικής ζώνης (π.χ. Almeida et al. 2001, Franco de Camargo & Petrere 2001, Chavez et al. 2002, Baticados 2004) παρά τις διαφορές που σχετίζονται με τα χρησιμοποιούμενα τεχνολογικά μέσα. 5

Στην Ελλάδα την τελευταία δεκαετία παρατηρείται ελάττωση της αποτελεσματικότητας της μικρής παράκτιας αλιείας όπως και του συνόλου της αλιείας η οποία αποτυπώνεται ως μείωση της παραγωγής ανά μονάδα αλιευτικής προσπάθειας (Stergiou et al. 1997). Το γεγονός αυτό είναι βασική αιτία των αυξημένων διαμαχών που υπάρχουν ανάμεσα στους κλάδους της επαγγελματικής αλιείας καθώς και ανάμεσα στους επαγγελματίες και στους ερασιτέχνες αλιείς (Αναγνόπουλος et al. 2000). Η έρευνα αναφορικά με τη μικρή παράκτια αλιεία στη λεκάνη της Μεσογείου Θάλασσας σχετίζεται με πληθώρα θεμάτων. Οι περισσότερες δημοσιευμένες εργασίες περιγράφουν τη δραστηριότητα, την ποσότητα και τη σύνθεση της παραγωγής συγκεκριμένων τύπων αλιείας, κάποιες φορές με αναφορά στη βιολογία του κύριου είδους-στόχου (Iglesias et al. 1994, Pauly & Yanez-Arancibia 1994, Renones et al. 1999, Zaouali & Missaoui 1999, Fernandez & Esteban 2001, Kallianiotis et al. 2001, Petrakis & Politou 2001, Sbrana et al. 2001, Stergiou et al. 2001, Belcarri et al. 2002, Tsangridis et al. 2002, Garcia-Rodriguez 2003, Καλλιανιώτης et al. 2003, Mas et al. 2004, Sbrana et al. 2004, La Mesa et al. 2005). Η μελέτη των αλληλεπιδράσεων διαφόρων αλιευτικών εργαλείων είναι ένα θέμα που έχει απασχολήσει την τελευταία δεκαετία (Stergiou et al. 1996, Karachle & Stergiou 2001, Stergiou & Erzini 2002, Stergiou et al. 2002). Σε άλλες περιπτώσεις, γίνεται περιγραφή της αλιευτικής δραστηριότητας και αναγνώριση των βασικών τύπων αλιείας σε μία ευρύτερη περιοχή (Guillou & Crespi 1999, Jabeur et al. 2000, Αργύρη & Καλλιανιώτης 2003, Colloca et al. 2004, Renones et al. 2004, Garcia-Rodriguez & Fernandez 2004, Garcia-Rodriguez et al. 2006) ή σύγκριση της δομής της αλιείας σε διάφορες περιοχές (Berkes 1986). Η αλληλεπίδραση της μικρής παράκτιας αλιείας με θαλάσσιες προστατευόμενες περιοχές αποτελεί έναν τομέα έρευνας όπου αναπτύσσεται ενδιαφέρον τα τελευταία χρόνια (Jouvenel & Polard 2001, Himes 2003, Le Direach 2004, Goni et al. 2006). Τα οικονομικά και κοινωνικά χαρακτηριστικά της μικρής παράκτιας αλιείας αποτελούν αντικείμενο σχετικά λίγων εργασιών (Whitmarsh et al. 2003, Gomez et al. 2006), ενώ και η ερασιτεχνική αλιεία έχει μελετηθεί σε πολύ περιορισμένο βαθμό (Morales-Nin 2005) σε σχέση με τον αριθμό των ερασιτεχνών αλιέων και τη δραστηριότητά τους που είναι ιδιαίτερα υψηλή στην περιοχή της Μεσογείου. Διαχείριση της αλιείας και τύποι μέτρων Η θεώρηση των θαλάσσιων βιολογικών πόρων ως κοινού αγαθού έχει ως αποτέλεσμα ο καθένας να μπορεί να έχει πρόσβαση σε αυτούς. Οι συνέπειες της ελεύθερης αυτής πρόσβασης, χωρίς διαχειριστική ρύθμιση έχουν ως αποτέλεσμα την περιβόητη «τραγωδία των κοινών» (Hardin 1968) όπου όλο το κοινωνικό σύνολο υφίσταται τη 6

μείωση του αποθέματος, η οποία είναι αποτέλεσμα της αλιευτικής δραστηριότητας (καθώς και άλλων δραστηριοτήτων) από τις οποίες επωφελείται περιορισμένος αριθμός ατόμων. Έτσι, εκτός από τις βιολογικές συνέπειες (μείωση αποθεμάτων και επιπτώσεις στην ποικιλότητα, αποσταθεροποίηση βιοκοινωνιών και οικοσυστημάτων) προκύπτουν σημαντικές κοινωνικές και οικονομικές συνέπειες. Όπως γράφουν οι Jennings et al. (2001), «...οι βιολογικές, κοινωνικές και οικονομικές συνέπειες μίας αλιείας που δεν υφίσταται διαχείριση είναι ανεπιθύμητες». Είναι λογικό λοιπόν να υπάρχει διαπιστωμένη ανάγκη για διαχείριση της εκμετάλλευσης των θαλάσσιων βιολογικών πόρων. Η σύγχρονη μεθοδολογία της αλιευτικής διαχείρισης συνοψίζεται από τους Jennings et al. (2001) και Branch et al. (2006). Υπάρχει πληθώρα τύπων διαχειριστικών μέτρων, που βασίζονται σε δύο προσεγγίσεις: τη ρύθμιση της αλιευτικής παραγωγής (production regulation) και τη ρύθμιση της αλιευτικής προσπάθειας (effort regulation), συμπεριλαμβανομένων και των τεχνικών μέτρων. Οι βασικοί τύποι μέτρων παρουσιάζονται παρακάτω: Επιτρεπόμενη περίοδος αλιείας Η εποχική απαγόρευση της αλιείας είναι ένα μέτρο που συνηθίζεται, συνήθως με σκοπό την προστασία της αναπαραγωγής των ειδών, αλλά και γενικότερα για τον περιορισμό των συλλήψεων (Branch et al. 2006). Συνήθως η εποχική απαγόρευση ενός τύπου αλιείας αποσκοπεί στην αύξηση της ηλικίας πρώτης σύλληψης των ειδών που αλιεύονται, δηλαδή στην «καθυστέρηση» του αναπτυξιακού σταδίου όπου πρωτοεμφανίζονται άτομα ενός είδους στο αλίευμα του αλιευτικού εργαλείου. Οι Lleonart & Maynou (1993) αναφέρουν ότι τέτοιες εποχικές απαγορεύσεις άλλοτε είναι αποτελεσματικές και άλλοτε όχι. Χαρακτηριστικά σκαφών Ο περιορισμός στα χαρακτηριστικά των αλιευτικών σκαφών έγκειται συνήθως στην θέσπιση ενός μέγιστου επιτρεπόμενου ολικού μήκους σκάφους ή ιπποδύναμης μηχανής. Η λογική αυτού του μέτρου έγκειται στον περιορισμό της αλιευτικής προσπάθειας (fishing effort), δηλαδή του μεγέθους της πίεσης την οποία υφίσταται το απόθεμα από την αλιεία η οποία αντικατοπτρίζει και την πιθανότητα σύλληψής των ατόμων. Πράγματι, έχοντας περιορισμένο μέγεθος ή ιπποδύναμη μηχανής το αλιευτικό σκάφος δεν θα μπορεί να χρησιμοποιήσει παρά περιορισμένου «μεγέθους» αλιευτικά εργαλεία (π.χ. θα περιοριστεί το μήκος των διχτυών, το μήκος της μάνας και ο αριθμός αγκιστριών των παραγαδιών που θα χρησιμοποιούνται καθώς το σκάφος δεν θα μπορεί να τα μεταφέρει με ασφάλεια). Επίσης, με τον έλεγχο τέτοιων χαρακτηριστικών περιορίζεται η αυτονομία των σκαφών, η δυνατότητά τους για μεγάλα αλιευτικά ταξίδια και κατά συνέπεια η δυνατότητα προσέγγισης απομακρυσμένων και ενδεχομένως πλουσιότερων- αλιευτικών πεδίων. Ως συνέπεια, 7

όμως, δεν πρέπει να παραληφθεί και η μείωση της ασφάλειας κατά την εργασία στη θάλασσα, αφού ένα σκάφος με μικρή ιπποδύναμη μηχανής είναι πιο ευάλωτο σε δυσμενείς καιρικές συνθήκες. Τεχνικά μέτρα (χαρακτηριστικά εργαλείων-ελάχιστο επιτρεπόμενο μέγεθος) Ο έλεγχος των χαρακτηριστικών των εργαλείων, πραγματοποιείται συνήθως με τη θέσπιση ελάχιστου μεγέθους ματιού στα δίχτυα και στο σάκο (το τελικό τμήμα, όπου συγκεντρώνονται τα αλιεύματα) των συρόμενων εργαλείων (μηχανότρατα, βιντζότρατα) και ελάχιστου μεγέθους αγκιστριού στα παραγάδια. Με αυτόν τον τρόπο αυξάνεται η επιλεκτικότητα (selectivity) των αλιευτικών εργαλείων, δηλαδή η ικανότητα σύλληψης ενός τμήματος, από άποψη ηλικίας ή φύλου, του αποθέματος, το οποίο εκφράζει ταυτοχρόνως και πιθανότητα σύλληψης για συγκεκριμένη μονάδα αλιευτικής προσπάθειας (Laurec & Le Guen 1981). Εξασφαλίζεται με αυτό τον τρόπο ότι δεν θα αλιευθούν άτομα μικρού μεγέθους, τα οποία δεν έχουν φτάσει σε αναπαραγωγική ωριμότητα. Οι περιορισμοί στα τεχνικά χαρακτηριστικά των εργαλείων εφαρμοζόμενοι ως μοναδικό μέτρο μπορεί να έχουν απρόβλεπτες συνέπειες στις περιπτώσεις πολυειδικής αλιείας (OECD 1997). Ένα μέτρο που συχνά χρησιμοποιείται σε συνδυασμό με τον περιορισμό των τεχνικών χαρακτηριστικών των εργαλείων είναι και το ελάχιστο επιτρεπόμενο μέγεθος (minimum landing size) των ατόμων στις εκφορτώσεις, το οποίο συνήθως καθορίζει το ολικό μήκος των ατόμων ενός είδους κάτω από το οποίο απαγορεύεται να εκφορτωθούν άτομα προς πώληση (European Commission 1994). Σε κάποιες περιπτώσεις η εφαρμογή ελάχιστου επιτρεπόμενου μεγέθους έχει ως συνέπεια την αύξηση των απορριπτόμενων (discards), δηλαδή των αλιευμάτων που συλλαμβάνονται και στη συνέχεια επιστρέφονται στη θάλασσα (συνήθως νεκρά). Τα απορριπτόμενα είναι ένας τομέας όπου αναπτύσσεται σημαντικό ερευνητικό ενδιαφέρον τα τελευταία χρόνια, καθώς η μη καταγραφή τους έχει ως συνέπεια, μεταξύ άλλων, μεροληπτικές εκτιμήσεις αφθονίας των αποθεμάτων (Alverson et al. 1994, Hall 1999, Borges et al. 2005, Hammond & Trenkel 2005). Περιορισμός εισόδου στην αλιεία και επιδότηση εξόδου Ένα μέτρο το οποίο εφαρμόζεται σήμερα στην Ελλάδα, σε πολλές χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και αλλού είναι η απαγόρευση της εισόδου στην αλιεία (π.χ. απαγόρευση έκδοσης νέων επαγγελματικών αδειών) ή/και η επιδότηση των αλιέων αν αυτοί παραδώσουν τις επαγγελματικές τους άδειες ή καταστρέψουν τα σκάφη τους (Cacaud 2005). Κατ αυτών τον τρόπο μειώνεται η συνολική αλιευτική προσπάθεια που ασκείται στα αποθέματα. 8

Τοπικοί περιορισμοί Οι χωρικές απαγορεύσεις της αλιείας βρίσκουν ολοένα και μεγαλύτερη απήχηση ως διαχειριστικό μέτρο (Caddy 1993, Stergiou et al. 1997, Pauly et al. 2002, Claudet et al. 2006). Τέτοιες απαγορεύσεις υφίστανται σε κάποιες περιπτώσεις ως γενικότεροι περιορισμοί των αλιευτικών πεδίων κάποιων αλιευτικών εργαλείων. Οι Lleonart & Maynou (1993) αναφέρουν π.χ. ότι σε κάποιες χώρες της Μεσογείου απαγορεύεται η αλιεία με μηχανότρατα στην παράκτια ζώνη, δηλ. σε απόσταση έως τριών μιλίων από την ακτή ή από την ακτή και έως το βάθος των 50m (αντίστοιχη απαγόρευση της μέσης αλιείας στην παράκτια ζώνη υπάρχει και στην Ελλάδα). Είναι σκόπιμο να αναφερθεί ότι σε κάποιες περιπτώσεις τόσο οι τοπικοί όσο και οι εποχικοί περιορισμοί δεν αποσκοπούν μόνο στη διατήρηση των αποθεμάτων, αλλά και στην αποφυγή των διαμαχών ανάμεσα σε αλιευτικούς κλάδους ή εργαλεία. Για παράδειγμα η μηχανότρατα και το γρι-γρί απαγορεύονται στην παράκτια ζώνη όπου κυρίως δραστηριοποιούνται σκάφη της μικρής παράκτιας αλιείας μειώνοντας της διαμάχες ανάμεσα στους ψαράδες της μέσης και της παράκτιας αλιείας. Ένας άλλος τύπος τοπικής απαγόρευσης της αλιευτικής δραστηριότητας πραγματοποιείται τα τελευταία χρόνια με τον καθορισμό θαλάσσιων καταφυγίων. Τα θαλάσσια καταφύγια (marine reserves), γνωστά και ως θαλάσσιες προστατευόμενες περιοχές (marine protected areas), είναι περιοχές όπου είτε απαγορεύεται πλήρως η αλιεία, είτε απαγορεύεται η χρήση δυναμικών εργαλείων (όπως η μηχανότρατα, το γρι-γρί και η βιντζότρατα), με σκοπό την αύξηση της βιομάζας του τοπικού αποθέματος αλλά και τον εμπλουτισμό των γύρω αλιευόμενων περιοχών (Russ & Alcala 2003). Παρόλ αυτά, υπάρχουν μελέτες που δείχνουν ότι σε κάποιες περιπτώσεις πολύ-ειδικής αλιείας τα αποτελέσματα τέτοιων απαγορευμένων στην αλιεία περιοχών είναι περιορισμένα σε σχέση με αλλαγές στα τεχνικά χαρακτηριστικά των εργαλείων και τον έλεγχο της αλιευτικής προσπάθειας (Polacheck 1990, Holland 2000, Holland 2003). Όπως είναι προφανές για να γίνει ο σχεδιασμός διαχειριστικών μέτρων όπου θα υπάρχουν τοπικές απαγορεύσεις της αλιείας είναι απαραίτητο να γίνει διάκριση των θαλασσίων ενδιαιτημάτων και αναγνώριση ενδιαιτημάτων απαραίτητων για το βιολογικό κύκλο των αποθεμάτων ή άλλων ειδών, καθώς και περιοχών που υφίστανται υπέρογκη αλιευτική πίεση, ώστε τέτοιες περιοχές να καθοριστούν ως καταφύγια. Γι αυτό το λόγο υπάρχει έντονη συζήτηση σήμερα για τα λεγόμενα απαραίτητα ενδιαιτήματα (essential fish habitats) (Bergmann et al. 2004, Valavanis et al. 2004) που τα αποθέματα χρησιμοποιούν για την αναπαραγωγή, τη διατροφή (Lloret & Planes 2003) και την αύξησή τους (Stoner 2003). Σήμερα, οι νέες τεχνολογίες που έχουν αναπτυχθεί και αφορούν τόσο στην ανάλυση της υπάρχουσας πληροφορίας (π.χ. με τη χρήση Γεωγραφικών Συστημάτων Πληροφοριών 9

Geographical Information Systems), όσο και στην παρακολούθηση της αλιευτικής δραστηριότητας (π.χ. με συστήματα παρακολούθησης αλιευτικών σκαφών) διευκολύνουν σε μεγάλο βαθμό την ανάλυση δεδομένων συμπεριλαμβάνοντας γεωγραφικές παραμέτρους (Babcock et al. 2005). Έλεγχος της παραγωγής Ο έλεγχος της παραγωγής αποσκοπεί στη μείωση της αλιευτικής θνησιμότητας μέσω του περιορισμού του αριθμού ή της βιομάζας αλιευμάτων που μπορούν να ψαρευτούν (Jennings et al. 2001). Είναι προφανές ότι για να πραγματοποιηθεί διαχείριση τέτοιου τύπου πρέπει να υπάρχει κάποια εκτίμηση της αφθονίας του αποθέματος ώστε να μπορεί να εκτιμηθεί η μέγιστη αειφόρος απόδοση (maximum sustainable yield) ανά έτος η οποία θα συνδυάζει τη διατήρηση του αποθέματος ταυτόχρονα με την μεγιστοποίηση της αλιευτικής παραγωγής. Όταν αλιευθεί ο επιτρεπόμενος αριθμός ή βιομάζα αλιευμάτων του αποθέματος η αλιεία σταματά. Εφαρμογές του ελέγχου της παραγωγής αποτελούν οι Ολικές Επιτρεπόμενες Συλλήψεις (Total Allowable Catches ή TACs). Κατά την εφαρμογή αυτού του μέτρου, όταν αλιευθεί η επιτρεπόμενη αειφόρος παραγωγή ενός αποθέματος από τον στόλο απαγορεύεται η αλιεία του αποθέματος για το υπόλοιπο της αλιευτικής περιόδου. Επειδή η θεσμοθέτηση Ολικών Επιτρεπόμενων Συλλήψεων (ΟΕΣ) είχε ως αποτέλεσμα την αύξηση του ανταγωνισμού ανάμεσα στους αλιείς όπου το κάθε αλιευτικό σκάφος είχε σκοπό να πιάσει όσο το δυνατόν μεγαλύτερο τμήμα των επιτρεπόμενων ΟΕΣ μέχρι να συμπληρωθεί η επιτρεπόμενη ποσότητα και να απαγορευτεί η αλιεία (Clark 2006), θεσμοθετήθηκαν τα μερίδια ή ατομικά μερίδια (quotas ή individual quotas) που μοιράζουν εξ αρχής τις ΟΕΣ ανάμεσα στα αλιευτικά σκάφη, οπότε το κάθε σκάφος μπορεί απερίσπαστα να επιδοθεί στη συμπλήρωση της παραγωγής που του αναλογεί (π.χ. Sissenwine & Mace 1991, Dew 2001). Μία παραλλαγή που έχει εφαρμοστεί σε πολλές περιοχές του κόσμου είναι τα μερίδια αυτά, ως ατομικά μεταβιβάσιμα μερίδια (individual transferable quotas), να μπορούν να πωληθούν και να αγοραστούν σε κάποιες περιπτώσεις ανάμεσα στους αλιείς (π.χ. Arnason 2005, Bess 2005, Gonzalez-Laxe 2006). Στη Μεσόγειο Θάλασσα ο πολυ-ειδικός χαρακτήρας της αλιείας και η δυσκολία καταγραφής των αλιευμάτων, ειδικά αυτών της μικρής παράκτιας αλιείας, έχουν περιορίσει τον έλεγχο της παραγωγής σε είδη που αλιεύονται με εξειδικευμένα αλιευτικά εργαλεία. Το μοναδικό είδος για το οποίο υφίσταται καθεστώς Ολικών Επιτρεπόμενων Συλλήψεων είναι ο τόννος του Ατλαντικού (Thunnus thynnus) (Fromentin & Ravier 2005). 10

Δικαιώματα ιδιοκτησίας Η θέσπιση δικαιωμάτων ιδιοκτησίας (property rights) είναι ένα μέτρο που γίνεται όλο και πιο δημοφιλές (Stobutzki et al. 2006) και αφορά στην ανάθεση δικαιωμάτων αλιείας συγκεκριμένων αποθεμάτων σε αλιείς, συνεταιρισμούς ή οργανισμούς τους, τοπικούς και μη. Έρχεται σε αντίθεση με παραδοσιακές προσεγγίσεις των θαλάσσιων πόρων, όπως η μη-ιδιοκτησία και η ελεύθερη πρόσβαση όπου ο βιολογικός πόρος δεν είναι ιδιοκτησία κανενός, η κρατική ιδιοκτησία, κατάσταση όπου ο πόρος ανήκει στο κράτος και η κοινοτική ιδιοκτησία, περίπτωση όπου ο πόρος ανήκει στο κοινωνικό σύνολο ή στην τοπική κοινότητα (Satria et al. 2006). Παραδοσιακά, ένα τέτοιο μέτρο έχει χρησιμοποιηθεί σε περιπτώσεις αλιευτικής εκμετάλλευσης λιμνοθαλασσών ή εκτατικές καλλιέργειες διθύρων, όπου μία λιμνοθαλάσσια ή θαλάσσια περιοχή μισθώνεται για κάποια περίοδο με σκοπό την εκμετάλλευσή της (π.χ. Katselis et al. 2003, Satria et al. 2006). Παρόλ αυτά στην ανοικτή θάλασσα ένα σύνολο παραγόντων (π.χ. μετακίνηση αποθέματος, δυσκολία εντοπισμού και καθορισμού αποθέματος, περιορισμένες δυνατότητες ελέγχου από λιμενικές αρχές, κοινή εκμετάλλευση αποθεμάτων από συνορεύοντα κράτη) δυσχεραίνουν τη θέσπιση τέτοιων μέτρων, με αποτέλεσμα να προτιμούνται τα ατομικά μεταβιβάσιμα μερίδια (Hannesson 2005). Σε κάποιες περιπτώσεις η εκμετάλλευση ιδιαίτερων αποθεμάτων (π.χ. δίθυρα) όπου δεν παρουσιάζονται οι προαναφερόμενες δυσκολίες έχει επιτρέψει την αποτελεσματική διαχείριση με τη βοήθεια δικαιωμάτων ιδιοκτησίας σε βάση όμως συν-διαχείρισης (co-management) των τοπικών κοινωνιών (Basurto 2005). Πλήρης απαγόρευση αλιείας Σε περιπτώσεις όπου υπάρχει ιδιαίτερα μεγάλη μείωση ή και κατάρρευση του αποθέματος το διαχειριστικό μέτρο που εφαρμόζεται ως ύστατη λύση είναι η πλήρης απαγόρευση της αλιείας για μία πολυετή περίοδο. Τέτοιες απαγορεύσεις (ή moratoria) έχουν εφαρμοστεί μετά από την κατάρρευση αποθεμάτων με γνωστότερη αυτή του βακαλάου του Ατλαντικού Gadus morhua στον Καναδά (Myers et al. 1997, Schrank 2005). Ένα παράδειγμα επιτυχούς τέτοιας παρέμβασης είναι η ανάκαμψη του Morone saxatilis μετά την κατάρρευση του αποθέματος και την επακόλουθη απαγόρευση αλιείας κατά τη δεκαετία 1980-1990 στην Αμερική (Richards & Rago 1999). Στη Μεσόγειο Θάλασσα γενικά εφαρμόζεται διαχείριση ρύθμισης της αλιευτικής προσπάθειας και ελέγχου των τεχνικών χαρακτηριστικών. Όπως προαναφέρθηκε, μόνο στην περίπτωση του τόννου του Ατλαντικού (Thunnus thynnus) εφαρμόζεται ρύθμιση της παραγωγής με ισχύ καθεστώτος Ολικών Επιτρεπόμενων Συλλήψεων. 11

Ιδιαιτερότητες και εφαρμογή της αλιευτικής διαχείρισης Τα βασικά χαρακτηριστικά του θαλάσσιου οικοσυστήματος καθιστούν την αλιευτική διαχείριση ιδιαίτερα διαφοροποιημένη από τη διαχείριση χερσαίων οικοσυστημάτων. Η θάλασσα αποτελεί ένα εκτεταμένο περιβάλλον στο οποίο η ανθρώπινη παρουσία είναι σαφώς πιο περιορισμένη από τη στεριά, με συνέπεια να μην είναι δυνατή η αποτελεσματική καταγραφή της κάθε είδους ανθρώπινης δραστηριότητας. Επιπλέον, η δικαιοδοσία των κρατών περιορίζεται στα χωρικά τους ύδατα, με αποτέλεσμα να υπάρχει ένα μεγάλο τμήμα των ωκεανών στο οποίο είναι δυνατή η ανεξέλεγκτη εκμετάλλευση (π.χ. αλιευτική, φαλαινοθηρική, πετρελαιοπαραγωγός, χρήση για διέλευση αγωγών). Επίσης, η διαχείριση των θαλάσσιων αποθεμάτων διαφέρει από τη φύση της από την ευρύτερη διαχείριση της θαλάσσιας ζώνης: προφυλακτικού τύπου μέτρα διαχείρισης της θαλάσσιας ζώνης όπως π.χ. προστατευτικά από πηγές ρύπανσης ή από υποβάθμιση οικοσυστημάτων, συνήθως αντιμετωπίζονται με αυξημένη κοινωνική ευαισθησία και σύμπνοια οπότε η επιβολή τους είναι πιο εύκολη. Αντίθετα, η αλιευτική δραστηριότητα εμφανίζει πολλούς ενδιαφερόμενους με δικαίωμα γνώμης (stakeholders), όπως τους ίδιους τους αλιείς (συχνά χωρισμένους σε διαμαχόμενους μεταξύ τους κλάδους), άλλους χρήστες της παράκτιας ζώνης, τους ιδιοκτήτες και εργαζόμενους σε υδατοκαλλιέργειες, τους καταναλωτές αλιευμάτων, τους ερασιτέχνες αλιείς, τους εμπόρους αλιευμάτων, τις μη-κυβερνητικές οργανώσεις. Τα ενδιαφερόμενα αυτά μέρη έχουν διαφορετικά, και συχνά συγκρουόμενα, συμφέροντα τα οποία ο διαχειριστής πρέπει να συνυπολογίσει. Ενώ συνήθως ο σκοπός του διαχειριστή είναι η διατήρηση του αποθέματος πρέπει να υπολογιστεί το γεγονός ότι κάποια ενδιαφερόμενα μέρη ενδιαφέρονται περισσότερο για τη μεγιστοποίηση του κέρδους τους. Η διαχείριση του οικοσυστήματος εν συνόλω έχει γίνει δημοφιλής προσέγγιση στην αλιευτική, γεωργική και δασολογική επιστήμη (Christensen et al. 1996) και ευνοεί τις συνθετικές προσεγγίσεις με τη χρήση συνδυασμού διαχειριστικών μέτρων. Επιπροσθέτως, η αποτελεσματική εφαρμογή αλλά και αξιολόγησή των διαχειριστικών μέτρων δεν μπορεί να γίνει εάν αυτά εφαρμοστούν ξεχωριστά (Holland 2000). Επίσης, ενδέχεται το αποτέλεσμα ενός μόνο τύπου διαχειριστικού μέτρου να μην είναι το επιθυμητό. Ένα τέτοιο παράδειγμα αποτελεί η περίπτωση του περιορισμού του αριθμού παγίδων ανά σκάφος στην Αλάσκα όπου το αποτέλεσμα ήταν να ανακατανεμηθεί η παραγωγή και κατά συνέπεια το εισόδημα ανάμεσα στα μικρά και τα μεγάλα σκάφη και όχι να μειωθεί το τμήμα του αποθέματος που αλιευόταν (Greenberg & Herrmann 1994). Στις περισσότερες περιπτώσεις η διαχείριση σχεδιάζεται χωρίς να λαμβάνεται υπόψη ότι οι αλιείς αντιδρούν στα επιβαλλόμενα μέτρα με βάση τις προσωπικές τους απόψεις και επιθυμίες και όχι αυτές του διαχειριστή (Béné 1996, Béné & Tewfik 12

2001, Salas & Gaertner 2004). Είναι γεγονός, ότι με δεδομένο το ενδιαφέρον των αλιέων για μεγιστοποίηση της απόδοσής τους, η απόκρισή τους στη θέσπιση ενός διαχειριστικού μέτρου θα είναι να μεταβάλλουν παραμέτρους της αλιευτικής δραστηριότητας ώστε να «εξισορροπήσουν» τον περιορισμό που υφίστανται από το μέτρο αυτό. Το γεγονός αυτό εντείνεται από τον ανταγωνιστικό χαρακτήρα της αλιείας, καθώς ο ψαράς αντιμετωπίζει τα αλιεύματα που δεν θα πιάσει ο ίδιος ως αλιεύματα που θα πιάσουν οι αλιείς των άλλων σκαφών (Grafton 2005). Παρόλ αυτά συχνά η συμπεριφορά των αλιέων ως άτομα ή και ως σύνολο είναι αποτέλεσμα συνδυασμού παραγόντων που ξεπερνούν την αρχή της μεγιστοποίησης του κέρδους (Béné & Tewfik 2001). Επιπλέον, στην πολύ-ειδική αλιεία, εκτός από το ερώτημα που αφορά στο πόση είναι η συνολική παραγωγή που πρέπει να υπάρχει για να εξασφαλίσει την αειφορία, υπάρχει και το ερώτημα του πώς πρέπει να κατανέμεται αυτή η παραγωγή ανάμεσα στα είδη (Fowler 1999). Όπως γίνεται αντιληπτό η διαχείριση δεν μπορεί να είναι αποτελεσματική αν δεν μελετηθεί η αλιευτική συμπεριφορά και δεν γίνουν κατανοητές οι επιδράσεις που έχουν οι μεταβολές στην αφθονία των αποθεμάτων σε αυτήν. Ο σχεδιασμός και η εφαρμογή της διαχείρισης στη Μεσόγειο και κατά συνέπεια και στην Ελλάδα πραγματοποιείται συχνά σπασμωδικά ως αντίδραση σε αιτήματα των ενδιαφερόμενων φορέων και σπανίως με προφυλακτικό τρόπο (Lleonart & Maynou 1993). Σε κάποιες περιπτώσεις ενδέχεται η επιβολή ενός διαχειριστικού μέτρου να ωθεί τους αλιείς να αλλάξουν κάποια χαρακτηριστικά των εργαλείων, των σκαφών ή της δραστηριότητάς τους, η διαχειριστική αρχή να απαντά με κάποιο νέο τύπο μέτρου και οι αλιείς να προσαρμόζουν και πάλι τη συμπεριφορά τους, οπότε να οδηγείται το σύστημα σε ένα φαύλο κύκλο επιβολής διαχειριστικού μέτρου-«απάντησης» της αλιευτικής δραστηριότητας. Επίσης συχνά τα δεδομένα που προέρχονται από τη μεσογειακή αλιεία είναι χαμηλής ποιότητας, με αποτέλεσμα την αμφισβήτηση της αξιοπιστίας τους, άμεσο επακόλουθο της οποίας είναι η επιστημονική τεκμηρίωση να μην είναι στιβαρή, ώστε τελικά να μην μπορεί να στηριχθεί ο διαχειριστικός σχεδιασμός (Kirkwood 1998). Τα ευρήματα της βασικής οικολογικής έρευνας έχουν δείξει ότι σε ένα σύστημα όπου υπάρχει σχέση θήρευσης, η δυναμική του θηρευτή και του θηράματος βρίσκονται σε συνεχή αλληλεξάρτηση (π.χ. βλ. το κλασσικό, σήμερα, παράδειγμα της σχέσης του λύγκα με το λαγό του Καναδά των Elton & Nicholson 1942). Είναι προφανές ότι στην περίπτωση της αλιευτικής εκμετάλλευσης έχουμε ένα σύστημα θήρευσης, στην περίπτωση μάλιστα της πολύ-ειδικής αλιείας έχουμε την ύπαρξη πολλών θηραμάτων (τα οποία με τη σειρά τους ενδέχεται να συνδέονται μεταξύ τους με σχέσεις θήρευσης ή ανταγωνισμού). Κατά συνέπεια, για την ολοκληρωμένη ανάλυση του συστήματος της αλιείας είναι απαραίτητη η μελέτη της αλληλεπίδρασης των αλιέων με τα 13

αλιευόμενα αποθέματα και η ανάλυση της αλιευτικής συμπεριφοράς (Wilen et al. 2002). Μελέτη της αλιευτικής συμπεριφοράς Η αλιευτική έρευνα έχει μεταστραφεί τις τελευταίες δεκαετίες και από την εξάντλησή της στην εξέταση βασικών παραμέτρων βιολογίας και δυναμικής των αποθεμάτων και την εξέταση της δυναμικής της αλιευτικής παραγωγής έχει σήμερα συμπεριλάβει την περιγραφή του συστήματος αλιευτικής εκμετάλλευσης όπου συνυπάρχουν τα αλιεύματα και οι αλιείς. Η μελέτη της επίδρασης της αλιευτικής συμπεριφοράς στο αλίευμα είναι ένα θέμα που απασχολεί σε σημαντικό βαθμό την έρευνα για τους θαλάσσιους βιολογικούς πόρους (Gaertner et al. 1999, Bertrand et al. 2004, Branch et al. 2006). Η αλιευτική δραστηριότητα είναι σε αλληλεπίδραση με την κατάσταση του αποθέματος, με συνέπεια να είναι απαραίτητη η γνώση για αμφότερες (Hilborn & Walters 1992). O Hilborn (1985), υποστηρίζει ότι στις περισσότερες περιπτώσεις αποτυχημένης διαχείρισης η αιτία δεν ήταν λάθη εκτιμήσεων της βιολογίας και δυναμικής των αποθεμάτων, αλλά λανθασμένη κατανόηση της συμπεριφοράς των αλιέων. Η αλιευτική συμπεριφορά όχι μόνο επηρεάζει την παραγωγή (Sarda & Maynou 1998), αλλά επιπλέον μπορεί να «ανοίξει» το δρόμο σε αλιεία αποθεμάτων που δεν υφίστανται εκμετάλλευση με τη διεξαγωγή εξερευνητικής αλιείας. Οι αλιείς δεν είναι ένα ομοιογενές σύνολο, αλλά διαφοροποιούνται ως προς τη συμπεριφορά (Pet-Soede et al. 2001). Οι επιλογές που διαφοροποιούν την καθημερινή τακτική αλιείας ανάμεσα σε αλιευτικά σκάφη, συχνά αναφερόμενες στη βιβλιογραφία ως «η επίδραση του καπετάνιου» (the skipper effect), είναι ένα θέμα στο οποίο έχει δοθεί μεγάλη σημασία στην αλιευτική έρευνα (Hilborn 1985, Hilborn & Ledbetter 1985, Abrahams & Healey 1990, Palsson & Durenberger 1990, Squires & Kirkley 1999, Bradshaw & Eaton 2003). Έτσι, οι Allen & McGlade (1986) εξετάζουν το στοιχείο της διάθεσης εξερεύνησης και χωρίζουν τους ψαράδες σε καρτεσιανούς (Cartesians) που αλιεύουν σε πεδία και αποθέματα που είναι ήδη γνωστά και στοχαστικούς (stochasts) που εξερευνούν για την ύπαρξη άγνωστων αποθεμάτων και πεδίων προς εκμετάλλευση. Οι Κατσέλης et al. (2000) χωρίζουν τους ψαράδες σε συστηματικούς, που ψαρεύουν πάντα όταν οι συνθήκες το επιτρέπουν, και περιστασιακούς, που ψαρεύουν μόνο όταν θεωρούν ότι θα έχουν ικανοποιητική παραγωγή. O Βλατσιώτης (2004) υιοθετεί τον ίδιο διαχωρισμό, αλλά χρησιμοποιεί και ένα ακόμα κριτήριο: βάσει της διάθεσης αναζήτησης αλιευτικού πεδίου οι αλιείς χωρίζονται σε συντηρητικούς, που ψαρεύουν σε συγκεκριμένο αλιευτικό πεδίο, και εξερευνητές, που όταν η παραγωγή τους γίνει χαμηλότερη από την τιμή που τους ικανοποιεί αλλάζουν αλιευτικό πεδίο. Οι McKelvey (1983) και Smith & McKelvey (1986) 14

χωρίζουν τους αλιείς σε γενικού ενδιαφέροντος (generalists) και ειδικευμένους (specialists), όπου οι δεύτεροι διεξάγουν συγκεκριμένο τύπο αλιείας και δύσκολα αλλάζουν, ενώ οι πρώτοι μπορούν να αλιεύουν σε διάφορους τύπους αλιείας, αλλά καθώς δεν εξειδικεύονται δεν έχουν τόσο υψηλή απόδοση. Η εύρεση διαφορών στην παραγωγή των κατηγοριών αλιέων που προαναφέρθηκαν είναι σημαντικό στοιχείο αφού επιτρέπει την ακριβέστερη πρόβλεψη. Εξίσου σημαντικό δεδομένο όμως είναι και ο τρόπος που θα αντιδράσουν στην περίπτωση σημαντικής μείωσης ή και κατάρρευσης του αποθέματος (Rose & Kulka 1999). Η ικανότητα των αλιέων να προσαρμοστούν στις αλλαγές όχι μόνο μεταβάλλοντας τη δραστηριότητά τους, αλλά ακόμη και εγκαταλείποντας, παροδικά ή όχι, την αλιεία έχει συνέπεια την διαφοροποίηση της οικονομικής εξάρτησης (όπου η εξασφάλιση εισοδήματος από μονοσήμαντη και εξαρτημένη αποκλειστικά από την αλιεία αποκτά εναλλακτικές λύσεις), μειώνοντας ταυτόχρονα την αλιευτική πίεση στα αποθέματα (Allison & Ellis 2001, Salas & Gaertner 2004). Εκτός της συμπεριφοράς η οποία αφορά στην καθημερινή τακτική αλιείας (fishing tactics) που σκοπεύει σε κάποιο άμεσο αποτέλεσμα το οποίο είναι συνήθως το αλίευμα του επόμενου αλιευτικού ταξιδιού, μεγάλης σημασίας είναι οι επιλογές που σχετίζονται με την στρατηγική αλιείας (fishing strategy) η οποία σχεδιάζεται και πραγματοποιείται σε μεγαλύτερη χρονική κλίμακα με ευρύτερους σκοπούς όπως π.χ. η υψηλή απόδοση αλιευτικών ταξιδιών την περίοδο που αναμένεται υψηλή παραγωγή (Salas & Gaertner 2004). Οι στρατηγικές των αλιέων συνδυαζόμενες συνθέτουν τη δυναμική των αλιευτικών στόλων, οι οποίες σε πολλές περιπτώσεις είχαν παρόμοια εξέλιξη, ειδικά στα πλαίσια της διαδοχής διαχειριστικών πρακτικών. Περνώντας από την ανεξέλεγκτη, ελεύθερης πρόσβασης, εκμετάλλευση των πόρων, στην ελεύθερης πρόσβασης εκμετάλλευση με εφαρμογή επιμέρους διαχειριστικών μέτρων και τελικά στον περιορισμό της πρόσβασης επιπρόσθετα στα υπόλοιπα μέτρα διαχείρισης της εκμετάλλευσης, σε πολλές περιπτώσεις το τελικό αποτέλεσμα είναι αποθέματα που έχουν υποστεί υπεραλίευση και στόλοι με υψηλές επενδύσεις κατασκευής και συντήρησης αλλά μικρή οικονομική απόδοση (Branch et al. 2006). Ο διαχειριστής βρίσκεται έτσι συχνά αντιμέτωπος με ένα σύστημα που βρίσκεται μακριά τόσο από την βιολογική, όσο και από την οικονομική αειφορία, συχνά μάλιστα με απτές κοινωνικές επιπτώσεις. Η σημασία, η πολυπλοκότητα, τα χαρακτηριστικά και η σημερινή κατάσταση της μικρής παράκτιας αλιείας στη Μεσόγειο καθιστούν αναγκαία την άμεση και ολιστική περιγραφή και ανάλυση του συστήματος, με αναφορά στις διαχειριστικές προεκτάσεις των ευρημάτων μίας τέτοιας ανάλυσης. Παρά το γεγονός ότι η αλιευτική διαχείριση εμπεριέχει βιολογική, κοινωνική και οικονομική συνιστώσα, παραμένει 15