B Η ΧΩΡΟΤΑΞΙΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΓΕΝΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ
1. Ιστορική εξέλιξη της Χωροταξίας Η Χωροταξία στην Ελλάδα αρχίζει να εμφανίζεται ως ιδιαίτερος κλάδος (discipline) μεταπολεμικά, στις αρχές του δεύτερου μισού του 20 ου αιώνα (σε αντίθεση με τις ΗΠΑ και την Ευρώπη που εμφανίστηκε στις πρώτες δεκαετίες του αιώνα αυτού). Μπορούμε να διακρίνουμε τρεις περιόδους στην εξέλιξη της. Η πρώτη που αρχίζει από τις αρχές της δεκαετίας του 50 και φθάνει μέχρι την αποκατάσταση της Δημοκρατίας και τη θέσπιση νέου Συντάγματος 1975. Η περίοδος αυτή που διαρκεί ένα ολόκληρο τέταρτο αιώνα χαρακτηρίζεται από μια αναζήτηση και θα μπορούσε να ονομαστεί περίοδος συνειδητοποίησης της ανάγκης για χωρικό σχεδιασμό και αποσπασματικών αντιμετωπίσεων των συναφών προβλημάτων. Πράγματι εδώ αναδύεται η πρώτη γενιά σχεδιαστικών προσεγγίσεων και παρεμβάσεων που γίνεται από την αντίστοιχη πρώτη γενιά των σχεδιαστών του χώρου» (planners) προερχόμενων από τον κλάδο των Αρχιτεκτόνων κυρίως αλλά και άλλων κλάδων τεχνικών (πολιτικοί μηχανικοί, τοπογράφοι) ύστερα από μεταπτυχιακές σπουδές ή επαγγελματική εμπειρία. Η νομοθεσία για το χώρο κυριαρχείται από την πολεοδομική διάσταση με βάση τις ρυθμίσεις του Βενιζέλου (1923) ενώ δεν υπάρχει ειδικός νόμος αναφερόμενος στο Χωροταξικό σχεδιασμό. Παρ όλα αυτά εκπονούνται ορισμένες μεμονωμένες μελέτες χωροταξικού χαρακτήρα σχεδιαζόμενες με την περιφερειακή ανάπτυξη. Η δεύτερη περίοδος διαρκεί από το 1975 μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 80 και χαρακτηρίζεται από μια έκρηξη θεσμικής δραστηριότητας στο πλαίσιο της νεαρής ελληνικής Προεδρευόμενης Δημοκρατίας. Πρόκειται για την πρώτη φάση εκσυγχρονισμού της χώρας με όλα τα αδύνατα σημεία που έχει μια τέτοια περίοδος. Υπάρχει οργασμός παραγωγής θεσμών για το χώρο και το περιβάλλον που επιβάλλει το νέο Σύνταγμα της χώρας, το οποίο στο άρθρο 24 αναθέτει στο κράτος την ευθύνη και την υποχρέωση για πολεοδομικό και χωροταξικό σχεδιασμό και προστασία του περιβάλλοντος. Η περίοδος σηματοδοτείται από την είσοδο της Ελλάδας την ΕΟΚ (1981) και την άνοδο στην εξουσία (1981) κέντρο-αριστερών πολιτικών δυνάμεων στο πλαίσιο ανάλογων πολιτικών αλλαγών σε άλλες μεσογειακές και Ευρωπαϊκές χώρες (Γαλλία, Ισπανία, Πορτογαλία). Αναφέρονται συγκεκριμένα οι νόμοι 947/79 και 1337/83 για οικιστική οργάνωση και πολεοδομικές ρυθμίσεις αντίστοιχα, ο νόμος 360/76 περί χωροταξίας και περιβάλλοντος, οι νόμοι για τα Ρυθμιστικά Σχέδια Αθηνών και Θεσσαλονίκης (1985), ο νόμος για την αναθεώρηση του ΓΟΚ (1985) και άλλοι (βλέπε πίνακα σταθμών).
Πίνακας: Κυριότεροι σταθμοί του χωρικού περιβαλλοντικού σχεδιασμού/ πολιτικής στην Ελλάδα
Παρατηρούμε ότι εδώ για πρώτη φορά η Χωροταξία αποκτά διακριτή θέση και ρόλο στο σύστημα Χωρικού σχεδιασμού της χώρας, ενώ μια δεύτερη γενιά πολεοδόμων και χωροτακτών δημιουργείται από εκείνους που μπήκαν στην παραγωγή μετά τη μεταπολίτευση. Βεβαίως στην περίοδο αυτή ο σχεδιασμός του χώρου αποτελεί εθνική υπόθεση τόσο προγραμματική όσο και οικονομική. Η περίοδος αυτή θα μπορούσε να ονομαστεί επίσης περίοδος των οραμάτων και των ελπίδων για επιθυμητές ρυθμίσεις στο χώρο που τελικά διαψεύσθηκαν άλλοτε περισσότερο και άλλοτε λιγότερο. Η τρίτη περίοδος από τις αρχές της δεκαετίας του 90 μέχρι σήμερα χαρακτηρίζεται από ένα ωριμότερο προβληματισμό σχετικά με την αποτελεσματικότητα και χρησιμότητα του σχεδιασμού αλλά και από μια δραματική αλλαγή των αντιλήψεων γύρω από την πολεοδομία και χωροταξία, την αξιοπιστία και το ρόλο της στη σύγχρονη κοινωνία. Υπάρχουν αρκετές αμφισβητήσεις που πηγάζουν από το γενικότερο πολιτικό και κοινωνικό κλίμα που επικρατεί στις σπουδαιότερες Ευρωπαϊκές χώρες (π.χ Γαλλία, Γερμανία). Στην Ελλάδα υιοθετούνται μερικώς οι νέες αντιλήψεις, θεωρίες και πρακτικές του σχεδιασμού και κατά συνέπεια οι σχετικές νομοθετικές αλλαγές Παράλληλα η χώρα αρχίζει να κινείται στους ρυθμούς της Ευρωπαϊκής Πολιτικής περιφερειακής ανάπτυξης και ειδικότερα στους ρυθμούς του Κοινοτικού Πλαισίου Στήριξης (1 ο, 2 ο, 3 ο ΚΠΣ) που επιβάλλει μεσοπρόθεσμο (εξαετή) αναπτυξιακό προγραμματισμό σε όλα τα κράτη μέλη της ΕΕ (διάδοχο σχήμα της ΕΟΚ) η οποία ενδυναμώνεται από την συνθήκη του Μάαστριχτ (1992). Εξ ίσου ισχυρή επιρροή στην ελληνική πραγματικότητα ασκεί και η νέα δράση στο πεδίο της προστασίας του περιβάλλοντος που κορυφώνεται στην παγκόσμια διάσκεψη του Rio στη Βραζιλία (1992) με βασικό αίτημα σύνθημα την Αειφορία το οποίο επανέρχεται έντονα στις διασκέψεις Rio+ 5 (1997) και Rio+10 (2002) που λαμβάνουν χώρα κατά τη διάρκεια της περιόδου αυτής. Ειδικά για τη Χωροταξία σημαντικός σταθμός υπήρξε η (πολυετής) σύνταξη ενός θεσμικού πλαισίου που εκφράστηκε (ύστερα από ζυμώσεις 6 ετών) με το Νόμο 2742/99. Με βάση τη νέα νομοθεσία υιοθετείται και επίσημα στην Ελλάδα ο στρατηγικός χωροταξικός σχεδιασμός και ο σχεδιασμός σε μεγάλη κλίμακα (εθνική περιφερειακή) κάτι το οποίο είχε εγκαταλειφθεί τις προηγούμενες δεκαετίες χάριν της χωροταξίας μικρής κλίμακας. Πράγματι από το 1980 μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 90, δηλαδή για μια 20ετία περίπου, ο ισχύων νόμος 360/76 περί χωροταξίας παραμένει ανενεργός. Η κύρια αιτία της κατάστασης αυτής πρέπει να αναζητηθεί στις επείγουσες διοικητικές και πολιτικές αλλαγές και ιδιαίτερα στη δημιουργία ενός νέου Υπουργείου Χωροταξίας, Οικισμού και Περιβάλλοντος (ΥΧΟΠ). Σημειωτέον ότι αυτό έγινε πριν από την πολιτική αλλαγή του 1981. Η δημιουργία του ΥΧΟΠ είχε ως αποτέλεσμα ένα διχασμό των φορέων που είναι υπεύθυνοι για την χωροταξική πολιτική και άρα πρόβλημα με τις αρμοδιότητες. Το γεγονός αυτό στις συνθήκες της ελληνικής πραγματικότητας προκάλεσε συνολική εμπλοκή στο σύστημα
αδρανοποιώντας την εφαρμογή του 360/76. Μετά το 1981, η κατάσταση έγινε ακόμη πιο περίπλοκη διότι οι τεχνικές υπηρεσίες που στήριζαν τις αποφάσεις του Συμβουλίου των Υπουργών (Γραμματεία) μεταφέρθηκαν στο ΥΧΟΠ αλλά η πολιτική ισχύς παρέμεινε στο Υπουργείο Συντονισμού. Πρόκειται για χαρακτηριστικό παράδειγμα εμπλοκής που οφείλεται όχι σε λόγους πολιτικού κόστους (κάτι τέτοιο δεν υφίσταται στον στρατηγικό σχεδιασμό που δεν δεσμεύει την πολιτική άμεσα) αλλά σε λόγους πολιτικού ή/ και διοικητικού υπηρεσιακού «συμβιβασμού» μέσα σε μια κυβερνητική δομή που κυριαρχείται ανέκαθεν από πνεύμα πολιτικής φεουδαρχίας (υπουργεία φέουδα του εκάστοτε υπουργού). Η διαπίστωση αυτή έχει διακομματική εφαρμογή δηλαδή λειτουργεί ανεξάρτητα από την πολιτική δύναμη που βρίσκεται στην εξουσία και αποτελεί δομικό γνώρισμα του ελληνικού διοικητικού και πολιτικού συστήματος. Νόμος 2742/99 για τον Χωροταξικό Σχεδιασμό και την Αειφόρο Ανάπτυξη Ο νόμος αυτός ήρθε να αντικαταστήσει το νόμο 360/76, ο οποίος για την εποχή του υπήρξε καινοτομικός και πρωτοποριακός. Οι συνθήκες όμως άλλαξαν και υπήρξε ανάγκη να γίνουν προσαρμογές στη νέα Ευρωπαϊκή και Ελληνική πραγματικότητα. Σύμφωνα με το νόμο 2742/99, δημιουργούνται τα ακόλουθα εργαλεία σχεδιασμού: Εθνικό Επίπεδο Α) Γενικό Πλαίσιο Χωροταξικού Σχεδιασμού και Αειφόρου Ανάπτυξης ( εθνικό χωροταξικό ) Β) Ειδικά Πλαίσια Χωροταξικού Σχεδιασμού και Αειφόρου Ανάπτυξης με θεματική αναφορά είτε σε διάφορους τομείς ανάπτυξης όπως π.χ τουρισμός, βιομηχανία είτε σε ειδικές κατηγορίες χώρου όπως π.χ ακτές, ορεινά κλπ. Περιφερειακό Επίπεδο Περιφερειακά πλαίσια Χωροταξικού Σχεδιασμού και Αειφόρου Ανάπτυξης που αναφέρονται στις 13 περιφέρειες της χώρας. Τοπικό Επίπεδο Ζώνες ή περιοχές στις οποίες μπορούν να γίνονται ορισμένες ρυθμίσεις για προστασία και ανάπτυξη και οι οποίες θεωρούνται μέσα εφαρμογής του στρατηγικού σχεδιασμού των ανωτέρων επιπέδων. Τα όργανα που εκπονούν, γνωμοδοτούν, εγκρίνουν και επικυρώνουν τα σχέδια (πλαίσια) αυτά παρουσιάζονται στο σχετικό πίνακα (διαδικασίες θεσμοθέτησηςσχεδίων).
Πίνακας: Διαδικασίες θεσμοθέτησης σχεδίων Νόμου 2742/99
Μια γενικότερη εικόνα του υφιστάμενου σήμερα συστήματος σχεδιασμού στην Ελλάδα δίνει ο σχετικός πίνακας (σύστημα σχεδιασμού στην Ελλάδα) όπου παρουσιάζονται και τα εργαλεία του σχεδιασμού σε τοπικό επίπεδο (Νομαρχιακό και Δημοτικό) στο οποίο συνυπάρχει η χωροταξία με την πολεοδομία ανάλογα με την περίπτωση (π.χ τα Ρυθμιστικά Σχέδια έχουν έντονη χωροταξική και προγραμματική διάσταση). Πρέπει να σημειωθεί ότι στο επίπεδο αυτό ασκήθηκε και η χωροταξία μικρής κλίμακας κυρίως με τις σημειακές χωροθετήσεις στο πλαίσιο των Μελετών Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων (προεγκρίσεις χωροθέτησης δραστηριοτήτων και έργων) καθώς και με τον καθορισμό ζωνών για οργανωμένη ανάπτυξη παραγωγικών δραστηριοτήτων ή προστασίας του φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος (ζώνες προστασίας φύσης και τοπίου, ΖΟΕ κλπ). Οι ρυθμίσεις στις ζώνες αυτές έγιναν με βάση Ειδικές Χωροταξικές Μελέτες (ΕΧΜ) ή Ειδικές Περιβαλλοντικές Μελέτες (ΕΠΜ).
Πίνακας: Σύστημα Σχεδιασμού στην Ελλάδα
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ, (1992), Ευρώπη 2000 : Προοπτικές Ανάπτυξης του Κοινοτικού Εδάφους, Λουξεμβούργο. ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ, (1994), Ευρώπη 2000+ : Συνεργασία για τη Χωροταξία στην Ευρώπη, Λουξεμβούργο. ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ, (2001), ΣΑΚΧ- Σχέδιο Ανάπτυξης του Κοινοτικού Χώρου, Λουξεμβούργο. BERIATOS E. (2002), (ed) "Planning in Greece", Special Bulletin, ISOCARP, Athens.