ΣΧΟΛΙΑ Αποστολέας και παραλήπτης της επιστολής: αξιωματούχοι της πτολεμαϊκής διοίκησης Αποστολέας της επιστολής είναι ένας αξιωματούχος, ο Δημήτριος (Pros.Ptol. Ι 68), ο οποίος, όπως φαίνεται, είναι ο υπεύθυνος του νομισματοκοπείου της Αλεξάνδρειας. Απευθύνεται στον Απολλώνιο που υπήρξε διοικητής του Πτολεμαίου Β Φιλαδέλφου, δηλ. επικεφαλής της οικονομικής διοίκησης που είχε έδρα την Αλεξάνδρεια (Pros.Ptol. I 16 Orrieux 1985: 171 176 Ameling 1996: 843). Ο Απολλώνιος ήταν ένας ιδιαίτερα ισχυρός άνδρας. Εκτός από διοικητής, ήταν έμπορος και επιχειρηματίας με δραστηριότητες που εκτείνονταν στην Παλαιστίνη, την Κοίλη Συρία (σημερ. Ιορδανία) και τα παράλια της Μ. Ασίας. Διέθετε δικό του εμπορικό στόλο, καθώς και πολύ μεγάλες εκτάσεις γης, τις οποίες του είχε παραχωρήσει ως δωρεά ο Πτολεμαίος Β. Φαίνεται ότι κατείχε το αξίωμα του διοικητή περίπου από το 268/7 π.χ. ώς και το τέλος της βασιλείας του Φιλαδέλφου το 246 π.χ. Υπάρχουν ενδείξεις ότι μετά την ενθρόνιση του Ευεργέτη απομακρύνθηκε από τη θέση του και στερήθηκε την περιουσία που του είχε δωρηθεί (P.Cair.Zen. III 59366). Ο Δημήτριος παραπονιέται ότι ένας άλλος αξιωματούχος, ο Φιλάρετος (η ανάγνωση του ονόματος αυτού δεν είναι βέβαιη), δεν του επιτρέπει να δέχεται τα χρυσά νομίσματα και ότι ο ίδιος δεν ξέρει πού να αποταθεί. Ο Φιλάρετος πρέπει να κατείχε ανώτερο αξίωμα από το Δημήτριο, δεν γνωρίζουμε, ωστόσο, ποια ήταν η θέση του. Πιθανότατα, οι σχέσεις του με το Δημήτριο δεν ήταν οι καλύτερες, όπως αφήνει να διαφανεί τόσο η διαμαρτυρία του ίδιου του Δημητρίου, όσο και η νύξη που κάνει στο τέλος της επιστολής για την άσχημη μεταχείριση που δέχεται από κάποια άτομα (στ. 46 49). Το διάταγμα και τα πτολεμαϊκά νομίσματα Ο Δημήτριος αντιμετωπίζει προβλήματα στην εφαρμογή ενός διατάγματος που επέβαλε την υποχρεωτική μετατροπή των χρυσών νομισμάτων σε νέα (στ. 9 13). Ενώ έχει ήδη ξανακόψει σε νέο νόμισμα 57.000 χρυσά νομίσματα, ένας αξιωματούχος, ο Φιλάρετος (;), του απαγορεύει να συνεχίσει. Αυτά που δεν είχε καταστεί δυνατόν να ανταλλαχθούν είναι το ἐπιχώριον νόμισμα και τα τρίχρυσα που έφερναν μαζί τους οι ξένοι που έρχονταν στην Αλεξάνδρεια δια θαλάσσης, έμποροι και ἐγδοχεῖς. Όπως έδειξε ο Le Rider 1986: 50 51, οι ξένοι αυτοί δεν είναι απαραίτητο να προέρχονται μόνο από τις εξωτερικές κτήσεις των Πτολεμαίων ο
Δημήτριος πιθανότατα αναφέρεται σε όλους τους εμπόρους που κατέφθαναν μέσω της θάλασσας στην Αλεξάνδρεια. Για όλους αυτούς ἐπιχώριον νόμισμα είναι εκείνο που κυκλοφορούσε στην πατρίδα τους. Τα νομίσματα που κυκλοφορούν εκείνη την περίοδο σε ολόκληρο τον ελλαδικό χώρο, το Αιγαίο και την ανατολική Μεσόγειο νομίσματα στον τύπο του Αλεξάνδρου ή του Λυσιμάχου, στατήρες του Αντιγόνου Γονατά και των Σελευκιδών ακολουθούσαν τον αττικό σταθμητικό κανόνα. Συνεπώς, το ἐπιχώριον νόμισμα των ξένων που καταφθάνουν στην Αλεξάνδρεια είναι, κατά ένα μέρος τουλάχιστον, αττικού σταθμητικού κανόνα. Όσοι αντίθετα έρχονταν από περιοχές που ήταν υπό τον έλεγχο των Πτολεμαίων ή αποτελούσαν εξωτερικές κτήσεις τους θα είχαν κυρίως νομίσματα πτολεμαϊκά, μεταξύ των οποίων και τα τρίχρυσα. 1 Ως τρίχρυσα αναφέρονται τα χρυσά νομίσματα βάρους 18 γρ. περίπου που άρχισε να κόβει ο Πτολεμαίος Α Σωτήρας. 2 Τα τρίχρυσα συνέχισαν να κόβονται και κατά τα πρώτα χρόνια της βασιλείας του Πτολεμαίου Β. Ωστόσο, ανάμεσα στο 270 260 π.χ. εμφανίζονται νέα χρυσά νομίσματα, οκτάδραχμα (βάρους 1 Στο Πτολεμαϊκό βασίλειο είχε εγκαταλειφθεί ήδη από τον Πτολεμαίο Α ο αττικός σταθμητικός κανόνας, που είχε καθιερωθεί από τον Αλέξανδρο, και είχε υιοθετηθεί ένας ελαφρύτερος αρχικά από το 312 310 π.χ για τα αργυρά νομίσματα και στη συνέχεια, περ. το 304 π.χ., και για τα χρυσά. Το αργυρό αττικό τετράδραχμο στους τύπους του Αλεξάνδρου το νόμισμα δηλαδή που είχε κοπεί αρχικά από τον ίδιο τον Αλέξανδρο και συνέχιζε να κόβεται και να κυκλοφορεί πολλά χρόνια μετά το θάνατό του (πρβλ. Π1 σημ. 192) είχε βάρος ±17,3 γρ. περίπου, ενώ το αργυρό τετράδραχμο του Πτολεμαίου Α ζύγιζε μετά το 300 π.χ. περίπου ±14,3 γρ. Αντίστοιχα, ο χρυσός στατήρας αττικού σταθμητικού κανόνα είχε βάρος ± 8,64 γρ., ενώ ο πτολεμαϊκός ± 7,12 γρ. Για τα νομίσματα του Πτολεμαίου Α βλ. Le Rider de Callataÿ 2006: 131 140. 2 Καθώς χρυσοῦς ονομάζεται ο χρυσός στατήρας (ένας στατήρας ισούται με δύο χρυσές δραχμές και ισοδυναμεί με είκοσι αργυρές κατά την εποχή του Αλεξάνδρου), τα τρίχρυσα, σύμφωνα με την ονομασία τους, ισοδυναμούσαν με τρεις χρυσοῦς, δηλ. εξήντα αργυρές δραχμές (ή δεκαπέντε αργυρά τετράδραχμα), ενώ το βάρος τους ισοδυναμούσε μόνο με πέντε πτολεμαϊκές χρυσές δραχμές (ο χρυσός πτολεμαϊκός στατήρας είχε βάρος περίπου 7,15 γρ.) και επομένως πενήντα αργυρές. Με αυτόν τον τρόπο ο Σωτήρας καθιέρωσε τη σχέση χρυσού και αργύρου στο 1:12, σε αντίθεση με τον υπόλοιπο ελληνιστικό κόσμο όπου εξακολουθούσε να είναι 1:10, όπως είχε καθιερωθεί από την εποχή του Αλεξάνδρου (Le Rider 1986: 41). Καθώς μάλιστα το τρίχρυσο του Πτολεμαίου Σωτήρα, που ισοδυναμούσε με 15 πτολεμαϊκά αργυρά τετράδραχμα, θα έπρεπε να ισοδυναμεί και με 15 αττικά τετράδραχμα, η σχέση του πτολεμαϊκού χρυσού προς τον ξένο άργυρο διαμορφώνεται στο 1:14,3.
μικρότερου από 28 γρ. κι όχι 28,8 γρ. όπως θα αναμενόταν) και τετράδραχμα, που φέρουν ως εμπροσθότυπο τα ενωμένα πορτραίτα του Πτολεμαίου Α και της Βερενίκης με την επιγραφή ΘΕΩΝ και ως οπισθότυπο τα ενωμένα πορτραίτα του Πτολεμαίου Β και της Αρσινόης Β με την επιγραφή ΑΔΕΛΦΩΝ, 3 ενώ γύρω στο 261/0 π.χ. αρχίζουν να κόβονται και χρυσά οκτάδραχμα που έφεραν ως εμπροσθότυπο το πορτραίτο της Αρσινόης Β και ως οπισθότυπο διπλό κέρας Αμαλθείας. Τα οκτάδραχμα αποκαλούνται μναίεια, δηλ. η αξία τους ισοδυναμεί με 100 αργυρές δραχμές, παρόλο που το βάρος τους είναι μειωμένο (ως οκτάδραχμα θα έπρεπε να ισοδυναμούν με 80 αργυρές δραχμές), ενώ τα τετράδραχμα καλούνται αντιστοίχως πεντηκοντάδραχμα το νέο νόμισμα καθιερώνει πλέον τη σχέση χρυσού:αργύρου στο 1:13 περίπου (Le Rider de Callataÿ 2006: 149 153). Το διάταγμα στο οποίο αναφέρεται ο Δημήτριος αφορά, συνεπώς, την υποχρεωτική ανταλλαγή των νομισμάτων τα οποία έφερναν οι ξένοι που έφθαναν στην Αλεξάνδρεια (νομίσματα αττικού σταθμητικού κανόνα και τρίχρυσα) με τα νέας κοπής μναίεια. Επιπλέον, πρέπει να αφορά και τα τρίχρυσα που κυκλοφορούσαν στην ίδια την Αλεξάνδρεια, όπως φαίνεται από το ότι και οι Αλεξανδρείς διαμαρτύρονται γιατί δεν μπορούν να χρησιμοποιήσουν τα παλιά νομίσματά τους (στ. 29 33). Αυτά τα νομίσματα έπρεπε να παραδοθούν στις αρμόδιες αρχές, όπως το νομισματοκοπείο της Αλεξάνδρειας, όπου θα ανταλλάσσονταν με νέο νόμισμα. Συνεπώς, σύμφωνα με το πρόσταγμα όλες οι συναλλαγές στην Αίγυπτο έπρεπε να γίνονται αποκλειστικά με πτολεμαϊκό νόμισμα νέας κοπής η κυκλοφορία των ξένων νομισμάτων ήταν απαγορευμένη. Αλλά και ο Πτολεμαίος Α Σωτήρας φαίνεται ότι είχε επιβάλει με ανάλογο διάταγμα την υποχρεωτική ανταλλαγή των ξένων νομισμάτων, που έφθαναν στην Αίγυπτο, με πτολεμαϊκά νομίσματα. Ήδη από το 300 π.χ. τα αττικού σταθμητικού κανόνα νομίσματα εξαφανίζονται από την κυκλοφορία τόσο στην Αίγυπτο όσο και στις περιοχές που βρίσκονται υπό άμεσο πτολεμαϊκό έλεγχο (Le Rider de Callataÿ 2006: 99 103, 112 114 πρβλ. παραπ. με σημ. 193, 194). Γενικά, η υποχρεωτική ανταλλαγή των ξένων νομισμάτων και η επιβολή αποκλειστικής κυκλοφορίας του εγχώριου νομίσματος δεν αποτελεί πρωτότυπο μέτρο: ήδη κατά τον 5ο αι. π.χ. η Αθήνα είχε αποπειραθεί να επιβάλει την αποκλειστική κυκλοφορία του νομίσματός της στο πλαίσιο της συμμαχίας της (Meiggs Lewis, GHI 45 η χρονολόγηση 3 Με τους ίδιους τύπους έχουμε και άλλες υποδιαιρέσεις, δίδραχμα και δραχμές (Σβορώνος 1904: αρ. 605 606).
του συγκεκριμένου ψηφίσματος δεν είναι αξιόπιστη και το μέτρο δεν είχε καμία απολύτως επιτυχία), ενώ και κατά τον 4ο αι. π.χ. η Ολβία με ψήφισμά της επέβαλε να γίνονται όλες οι τοπικές συναλλαγές με το δικό της νόμισμα. 4 Αυτό που αποτελoύσε καινοτομία του Φιλαδέλφου ήταν η υποχρεωτική ανταλλαγή και επομένως απόσυρση των τρίχρυσων, δηλ. των παλαιών πτολεμαϊκών νομισμάτων. Φαίνεται ότι ο Πτολεμαίος Φιλάδελφος άφησε να μεσολαβήσει ένα χρονικό διάστημα ανάμεσα στην κοπή του νέου νομίσματος (270 260 π.χ.) και στην έκδοση του διατάγματος, προκειμένου είτε να υπάρχει νέο νόμισμα σε επαρκή ποσότητα ή να φθαρεί το παλαιό (Le Rider 1986: 51). Σύμφωνα με το Δημήτριο, ο οποίος συντάσσει την επιστολή, ένας άλλος μάλλον ανώτερος αξιωματούχος (o Φιλάρετος;) δεν του επιτρέπει να δέχεται τα χρυσά νομίσματα, τα οποία επιπλέον δεν δέχονται ούτε οι τράπεζες. Κατά συνέπεια τόσο οι ξένοι που φτάνουν στην Αλεξάνδρεια, όσο και οι ίδιοι οι Αλεξανδρείς διαμαρτύρονται, γιατί δεν μπορούν να χρησιμοποιήσουν τα χρυσά τους νομίσματα για τις συναλλαγές τους. Η αιτία της απαγόρευσης του Φιλαρέτου, δυστυχώς, δεν αναφέρεται ή βρίσκεται στο τμήμα του παπύρου που δεν έχει αποκατασταθεί το ότι το πρόσταγμα του Φιλαδέλφου πρέπει να ήταν σχετικά πρόσφατο ίσως εξηγεί ως ένα σημείο τις δυσκολίες που προέκυψαν. Το αίτημα του Δημητρίου προς τον Απολλώνιο είναι να τον πληροφορήσει σχετικά με το σε ποιον πρέπει να αποταθεί ώστε να επιλυθεί το όλο ζήτημα. Προκειμένου μάλιστα να πείσει για τη σοβαρότητα της κατάστασης και την ανάγκη να ικανοποιηθεί το αίτημά του, υποστηρίζει ότι υφίστανται σημαντική ζημία οι πρόσοδοι του βασιλέα (στ. 34 38), κάτι που αποτελεί συνηθισμένο μοτίβο στις αιτήσεις (La da Papathomas 2003: 183 189). Νομισματική πολιτική και εμπόριο 4 Η επιγραφή από την Ολβία (Dubois, IGDO 420) είχε στηθεί στο ιερό των Καλχηδονίων (του Διός Ουρίου), στην ασιατική πλευρά της εξόδου του Βοσπόρου στη Μαύρη Θάλασσα, για να αποτρέπει όσους δεν επιθυμούσαν να συμμορφωθούν με τις διατάξεις της, να φτάνουν ώς την Ολβία. Παρόμοιο σύστημα υιοθετούσαν και άλλες πόλεις ή εκδότριες αρχές που εξέδιδαν το δικό της νόμισμα. Βλ. π.χ. στοιχεία για τη νομισματική πολιτική των Αντιπατριδών στο βασίλειο της Μακεδονίας (Le Rider 1993: 499) και το μοντέλο που ακολούθησαν μετά το 188 οι Ατταλίδες με την υιοθέτηση των κιστοφόρων (Mørkholm 1982: 301).
Καθώς οι Πτολεμαίοι είχαν επιβάλει την ισοτιμία των ελαφρύτερων νομισμάτων τους με τα αττικού βάρους νομίσματα (βλ. παραπ. σημ. 191, 192) και σύμφωνα με το διάταγμα οι ξένοι που έρχονταν στην Αλεξάνδρεια αναγκάζονταν να ανταλλάξουν τα βαρύτερα νομίσματά τους με τα ελαφρύτερα πτολεμαϊκά, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το πτολεμαϊκό κράτος αντλούσε σημαντικό οικονομικό όφελος. Ο Δημήτριος μάλιστα αναφέρει και άλλες παραμέτρους οφέλους από αυτήν την πολιτική (στ. 41 45): ήταν ιδιαίτερα συμφέρον για το βασιλιά να εισάγεται από το εξωτερικό όσο το δυνατόν περισσότερος χρυσός, και ταυτόχρονα το πτολεμαϊκό νόμισμα (που κόβεται μετά από λιώσιμο των εισαγόμενων νομισμάτων) να είναι πάντα καινούριο και καλό με τρόπο ανέξοδο για τον ίδιο τον Πτολεμαίο. Το ερώτημα που τίθεται είναι πώς όλοι αυτοί οι ξένοι δεν αισθάνονταν ζημιωμένοι από την υποχρεωτική ανταλλαγή, αλλά αντίθετα εμφανίζονται στην επιστολή του Δημητρίου να διαμαρτύρονται, επειδή η ανταλλαγή δεν είναι εφικτή και δεν μπορούν να χρησιμοποιήσουν τα νομίσματά τους για να αγοράσουν προϊόντα (στ. 20 28). Η απάντηση είναι απλή. Από τη μία μεριά η ζωή στην Αίγυπτο ήταν πολύ φθηνότερη από ό,τι στον υπόλοιπο ελληνιστικό κόσμο οι ξένοι έμποροι μπορούσαν να αγοράσουν στην Αίγυπτο περισσότερα αγαθά με ένα πτολεμαϊκό τετράδραχμο από ό,τι με ένα αττικού βάρους εκτός της Αιγύπτου. Συνεπώς, δεν ζημιώνονταν από την ανταλλαγή των νομισμάτων. Αντίθετα, γνώριζαν ότι θα έχουν μεγάλο κέρδος από την πώληση των προϊόντων που αγόραζαν στην Αίγυπτο (Le Rider de Callataÿ 2006: 146 148). Από την άλλη, δεν είχαν κανένα λόγο να κρατήσουν και να μεταφέρουν εκτός της Αιγύπτου τα ελαφρύτερα πτολεμαϊκά νομίσματα, γιατί έτσι θα είχαν μεγάλη ζημία. Τα ξόδευαν, λοιπόν, στην Αίγυπτο αγοράζοντας προϊόντα. Αυτό εξηγεί και την σχεδόν παντελή έλλειψη πτολεμαϊκών νομισμάτων από θησαυρούς που βρέθηκαν σε περιοχές όπου επικρατούσαν τα αττικού βάρους νομίσματα, κυρίως στη Μ. Ασία και την Ανατολή. 5 Πιθανότατα οι Πτολεμαίοι δεν χρειάσθηκε να απαγορεύσουν με κάποιο 5 Πτολεμαϊκά νομίσματα απαντώνται μόνο σε περιοχές που βρίσκονταν υπό πτολεμαϊκή επιρροή, στην κυρίως Ελλάδα, το Αιγαίο και την Κρήτη. Τα νομίσματα αυτά δεν εξάγονταν μέσω του εμπορίου η παρουσία τους εκεί οφείλεται κυρίως σε στρατιωτικές επιχειρήσεις των Πτολεμαίων στις περιοχές αυτές, στη διατήρηση φρουρών, σε δωρεές, αλλά και στους μισθοφόρους. Βλ. σχετικά Le Rider 1986: 30 31, 43 44 και Chryssanthaki 2005.
πρόσταγμα την εξαγωγή των νομισμάτων τους, καθώς λόγω του μικρότερου βάρους τους δεν υπήρχε η τάση να μεταφέρονται εκτός της επικράτειάς τους. Συμπερασματικά, το πτολεμαϊκό νομισματικό σύστημα παρουσιάζει μεγάλη πρωτοτυπία. Οι Πτολεμαίοι υιοθέτησαν για τα νομίσματά τους ένα σταθμητικό κανόνα ελαφρύτερο από αυτόν που χρησιμοποιούνταν στον υπόλοιπο ελληνιστικό κόσμο, καθιέρωσαν μία διαφορετική σχέση χρυσού:αργύρου και επέβαλαν την υποχρεωτική ανταλλαγή των ξένων νομισμάτων με νομίσματα δικής τους κοπής στην επικράτειά τους, πράγμα που σήμαινε τον αποκλεισμό τους από την αγορά και την αποκλειστική κυκλοφορία σε ολόκληρο το βασίλειο του πτολεμαϊκού νομίσματος. Kύριος λόγος που οδήγησε το Σωτήρα και τους διαδόχους του να υιοθετήσουν αυτό το ιδιότυπο νομισματικό σύστημα φαίνεται ότι είναι η δημιουργία μίας χωριστής οικονομικής ζώνης, κλειστής σε ανεξέλεγκτες εξωτερικές επιδράσεις που μπορούσαν ενδεχομένως να οδηγήσουν σε πληθωρισμό και άνοδο των τιμών (Mørkholm 1991: 66). Ουσιώδη ρόλο έπαιζε μάλλον και το γεγονός ότι η ισοτιμία του ελαφρύτερου νομίσματoς με ένα βαρύτερο εξασφάλιζε οικονομία σε πολύτιμο μέταλλο, όπως επιβεβαιώνεται και από τα αποθέματα μετάλλων ιδίως αργύρου στις πτολεμαϊκές περιοχές (Jenkins 1967: 66 βλ. αντίθετα Le Rider 1986: 46 47). Έχοντας επιβάλει κρατικό μονοπώλιο στα κυριότερα προϊόντα, οι Πτολεμαίοι ήταν αυτοί που καρπώνονταν τα κέρδη από το εμπόριο. Προκειμένου να εξασφαλίσουν το μεγαλύτερο δυνατό κέρδος, προσπαθούσαν να κρατήσουν με διάφορα μέτρα σε χαμηλό επίπεδο το κόστος των προϊόντων, ώστε αυτά να έχουν τελικά χαμηλές και ανταγωνιστικές τιμές, κάτι που θα προσέλκυε τους ξένους εμπόρους στην Αίγυπτο και θα γέμιζε τα ταμεία τους με χρήμα.