9o Πανελλήνιο Συνέδριο Αγροτικής Οικονομίας Θεματική Ενότητα: «Οικονομική αξιολόγηση των φυσικών πόρων, πολυλειτουργική γεωργία και αειφορική ανάπτυξη» Συντονιστές: Γ. Αραμπατζής, Α. Καμπάς & Κ. Μέλφου 392
ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΕΣ ΜΕΤΑΒΟΛΕΣ ΤΟΥ ΥΠΟΓΕΙΟΥ ΥΔΑΤΙΚΟΥ ΔΥΝΑΜΙΚΟΥ ΤΗΣ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΣ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ ΚΑΙ ΟΙ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΤΗΣ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΣ ΚΑΙ ΤΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ Σεραφείμ Πολύζος 1, Σπύρος Σοφιός 1, Κώστας Γκούμας 2 1. Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, Πολυτεχνική Σχολή, Τμήμα Μηχανικών Χωροταξίας, Πολεοδομίας και Περιφερειακής Ανάπτυξης, Πεδίον Άρεως 38334, Βόλος, τηλ. 2421074446, email: spolyzos@prd.uth.gr. email: ssofios@prd.uth.gr. 2. ΔΕΒ Λάρισας Περίληψη Οι διαθέσιμοι και πρακτικά εκμεταλλεύσιμοι υδάτινοι πόροι της θεσσαλικής πεδιάδας περιλαμβάνουν τα επιφανειακά και τα υπόγεια ύδατα. Η μεταβολή των αγροτικών καλλιεργειών από μη αρδεύσιμες σε αρδεύσιμες αύξησε τη ζήτηση για αρδευτικό νερό, ενώ η αύξηση της προσφοράς των επιφανειακών υδάτων - δεδομένου ότι το μοναδικό μεγάλο φράγμα που κατασκευάσθηκε στη θεσσαλική την τελευταία 20-ετία είναι το Φράγμα Σμοκόβου - δεν κάλυψε την αύξηση της ζήτησης, με αποτέλεσμα την υπερεκμετάλλευση των υπόγειων υδροφορέων. Η εξέλιξη αυτή είχε ως οδήγησε σε σημαντική οικονομική επιβάρυνση των χρηστών των υδάτινων πόρων και του περιβάλλοντος. Πλέον η ανάγκη για προστασία των υπόγειων υδάτινων πόρων στη θεσσαλική πεδιάδα εμφανίζεται επιτακτική και ο καθορισμός του βέλτιστου επιπέδου ετήσιας άντλησης αναγκαίος. Οι επιλογές αυτές θα πρέπει να συμπληρωθούν από την αύξηση των διατιθέμενων επιφανειακών υδάτων με την κατασκευή των προγραμματισμένων φραγμάτων και την ορθολογική διαχείριση των υδάτινων πόρων. Στο άρθρο αυτό μελετάται διαχρονικά το πρόβλημα της υπεράντλησης του υπόγειου υδάτινου δυναμικού της θεσσαλικής πεδιάδας, δίνεται διαγραμματικά η μεταβολή της στάθμης σε ορισμένες περιοχές του υδροφόρου ορίζοντα, αναλύεται η οικονομική επιβάρυνση που προκαλείται και περιγράφονται τα περιβαλλοντικά προβλήματα που δημιουργούνται. Key words: Υδάτινοι πόροι, οικονομική ανάπτυξη, περιβάλλον 1. Εισαγωγή 410
Οι ανάγκες του ανθρώπου για νερό καλύπτονται στο μεγαλύτερο ποσοστό από τις δυο βασικές συμβατικές πηγές τροφοδοσίας, τους επιφανειακούς και τους υπόγειους φυσικούς υδροφορείς. Το ποσοστό που προέρχεται από άλλες πηγές για την Ελλάδα είναι μάλλον μηδενικό, γεγονός που αναδεικνύει τη σημασία των προαναφερθέντων πηγών για την οικονομία και την ικανοποίηση των ανθρώπινων αναγκών. Οι ποσότητες του νερού που μπορούν να δώσουν οι υπόγειοι υδροφορείς είναι πεπερασμένες, και εάν η λήψη τους υπερβαίνει την ετήσια φυσική αναπλήρωσή τους, δημιουργεί οικονομικά και περιβαλλοντικά προβλήματα. Το γεγονός αυτό αναδεικνύει τη σημασία μιας ορθολογιστικής διαχείρισης των υδάτινων πόρων της χώρας και κάθε περιφέρειας. Μια γενική θεώρηση του διαχειριστικού προβλήματος των υδάτινων πόρων στην Ελλάδα μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι προέχει η ποσοτική του διάσταση και ακολουθεί η ποιοτική. Παρά το γεγονός ότι το υδάτινο δυναμικό επαρκεί για την κάλυψη της υφιστάμενης ζήτησης, εν τούτοις η ανομοιόμορφη χωρική και χρονική του κατανομή σε συνδυασμό με την µη ορθολογική του χρήση δημιουργεί προβλήματα ανεπάρκειας σε ορισμένες περιοχές της χώρας (Υπουργείο Ανάπτυξης; 2003). Ακόμη, σε κάποιες περιοχές (κυρίως αγροτικές) έχουν αρχίσει να εμφανίζονται προβλήματα ρύπανσης του υδροφορέα από νιτρικά ή άλλες χημικές ουσίες και διείσδυση της θάλασσας (υφαλμύρωση) λόγω υπεράντλησης. Η μεγαλύτερη κατανάλωση αφορά τις αρδεύσεις γεωργικών εκτάσεων (άνω του 80%), ενώ οι απαιτήσεις για άρδευση έχουν διπλασιαστεί τα τελευταία 20 έτη. Οι ανάγκες για ύδρευση περιορίζονται στο 10% του συνόλου των απολήψεων, εμφανίζοντας μια μικρή μείωση τα τελευταία 20 έτη, ως αποτέλεσμα των έργων υποδομής, της αναμόρφωσης της τιμολογιακής πολιτικής και συστηματικής ενημέρωσης των καταναλωτών (Υπουργείο Ανάπτυξης, 2003). Αναφορικά με τη θεσσαλική πεδιάδα, το υπόγειο υδατικό δυναμικό της χρησιμοποιείται για πολλά χρόνια για αρδευτικούς κυρίως σκοπούς, συμβάλλοντας στην αύξηση του αγροτικού προϊόντος και του περιφερειακού εισοδήματος. Όμως, η συνεχής αύξηση των αρδευόμενων γεωργικών εκτάσεων στη θεσσαλική πεδιάδα οδηγεί σε αύξηση της ζήτησης για νερό, χωρίς να καλύπτεται από ισόποση αύξηση της προσφοράς των επιφανειακών υδατικών πόρων λόγω καθυστέρησης εκτέλεσης των προγραμματισμένων έργων (κυρίως το έργο του Αχελώου). Αυτό έχει ως αποτέλεσμα τη συνεχή υπεράντληση των υπόγειων υδάτων από εκατοντάδες ιδιωτικές ή δημόσιες γεωτρήσεις, οι οποίες πολλές φορές λειτουργούν χωρίς έλεγχο 411
και την πτώση του υπόγειου υδροφόρου ορίζοντα, δημιουργώντας οικονομική περιβαλλοντική επιβάρυνση (Γκούμας, 1996; Ευαγγελόπουλος, 2005). Η οικονομική επιβάρυνση συνίσταται κυρίως στην αχρήστευση των αβαθών γεωτρήσεων, στο κόστος διάνοιξης νέων γεωτρήσεων και του εξοπλισμού τους με ισχυρότερα αντλητικά συγκροτήματα. Η περιβαλλοντική επιβάρυνση αφορά την ποιοτική υποβάθμιση του υδατικού δυναμικού, τη διείσδυση της θάλασσας και την υφαλμύρωση των υπόγειων υδάτων σε ορισμένες περιοχές, τη μόλυνση των υπόγειων υδάτων με φυτοφάρμακα, νιτρικά και άλλες επιβλαβείς χημικές ουσίες, τη ρωγμάτωση και την καθίζηση του εδάφους σε ορισμένες περιοχές κ.λ.π. Στο άρθρο αυτό μελετάται διαχρονικά το πρόβλημα της υπεράντλησης του υπόγειου υδατικού δυναμικού της θεσσαλικής πεδιάδας, και δίνονται οι περιοχές στις οποίες εμφανίζεται το πρόβλημα με το μεγαλύτερο μέγεθος. Επίσης, με τη βοήθεια διαγραμμάτων εμφανίζεται η διαχρονική μεταβολή της στάθμης του υπόγειου υδροφορέα, αναλύεται η οικονομική επιβάρυνση που προκαλείται και περιγράφονται συνοπτικά τα περιβαλλοντικά προβλήματα που δημιουργούνται, επιδιώκοντας την ανάδειξη της σημαντικότητας του προβλήματος για την περιοχή. 2. Το υδάτινο δυναμικό και η συμπεριφορά του υπόγειου υδροφορέα Η θεσσαλική πεδιάδα αποτελεί για τον ελληνικό χώρο μια εσωτερική λεκάνη, που για πολλές χιλιάδες χρόνια αποτελούσε ένα κλειστό υδρολογικό και φυσικογεωγραφικό σύστημα. Διαχωρίζεται σε δυο αυτοτελείς υδρογεωλογικές λεκάνες της δυτικής και της ανατολικής πεδιάδας, οι οποίες έχουν έκταση 4520 Km 2 ή 35% της συνολικής έκτασης της περιφέρειας με υψόμετρο κυμαινόμενο από +40 m έως +200 m. Ο διαχωρισμός γίνεται με μια επιμήκη ράχη η οποία βρίσκεται στο κέντρο της πεδιάδας και συγκροτείται από την οροσειρά Ζάρκου - Τιτάνου - Φυλυϊου - Χαλκοδονίου. Οι λεκάνες αυτές αποτελούνται από επί μέρους ενότητες, οι οποίες εμφανίζουν τοπικές διασυνδέσεις. Σήμερα, η δυτική λεκάνη αποστραγγίζεται από τον Πηνειό ποταμό, στο οποίο καταλήγουν μικρότεροι παραπόταμοι, ενώ η ανατολική λεκάνη αποτελεί κλειστό σύστημα και δεν επικοινωνεί με τη θάλασσα. Η θεσσαλική πεδιάδα εμφανίζει ομαλό εδαφικό ανάγλυφο με μικρές κλίσεις και το υδρογραφικό δίκτυο είναι μικρό, ενώ τα υπάρχοντα κύρια υδατορεύματα έχουν ασθενείς υπολεκάνες. Η απλή διάταξη του υδρογραφικού δικτύου σε συνδυασμό με τις χαμηλές τιμές των άλλων μορφολογικών παραμέτρων (ομαλό ανάγλυφο, μικρές 412
κλίσεις, κ.λ.π.) δεν επιτρέπουν μεγάλες επιφανειακές απορροές και ευνοούν την κατείσδυση (ΑΝΚΑ, 1994). Η υδροφορία της δυτικής πεδιάδας είναι μεγαλύτερη από την υδροφορία της ανατολικής, και εξηγείται από την ύπαρξη ποταμών και χειμάρρων που εκβάλλουν σε αυτή μέσα από τους κώνους προσχώσεων που σχηματίσθηκαν (Γκούμας, 1996). Η μελέτη της αξιοποίησης των υπογείων υδάτων της θεσσαλικής πεδιάδας έχει αποτελέσει αντικείμενο ερευνών οι οποίες ξεκίνησαν προ 35 ετών περίπου (SOGREAH, 1974; Μαρίνος κ.α., 1996). Τα κύρια χαρακτηριστικά του υπόγειου υδροφορέα είναι η αποθηκευτική και η ικανότητα μεταφοράς του ύδατος. Η διαβίβαση γίνεται από τις περιοχές εισροής ή φόρτισης προς τις περιοχές εκροής ή εκφόρτισης του υδροφορέα. Ο αποθηκευμένος όγκος του ύδατος παραμένει σταθερός, εφόσον δεν υπάρξει άντληση και οι φυσικές εισροές ισούνται με τις φυσικές εκροές. Προ των αντλήσεων οι υδροφορείς βρίσκονται σε μια ισορροπία, ενώ για τη διατήρησή της και την αντιστάθμιση του όγκου που αφαιρείται απαιτείται η είσοδος ίσης με την αφαιρούμενη ποσότητα. Οι βασικοί τύποι των υπόγειων υδροφόρων οριζόντων της θεσσαλικής πεδιάδας είναι τριών κατηγοριών, οι οποίοι αναπτύσσονται στις δυο λεκάνες: (α) οι ελεύθερης πιεζομετρικής επιφάνειας, (β) οι υπό πίεση και (γ) οι καρστικοί υδροφόροι ορίζοντες. Οι δυο πρώτοι τύποι αναπτύσσονται με δυναμικότητα που ποικίλει στους προσχωματικούς τεταρτογενείς σχηματισμούς της πεδιάδας και στις πλειοκαινικές αποθέσεις που εμφανίζονται στην επιφάνεια των αντερεισμάτων που χωρίζει τη δυτική από την ανατολική πεδιάδα (Μαρίνος κ.α., 1996). Οι προσχώσεις εκτείνονται σε όλη την πεδιάδα, όμως η δυναμικότητα των υδροφορέων ποικίλει μεταξύ μεγάλων ορίων (Υπουργείο Ανάπτυξης, 2003). Οι μεγάλης δυναμικότητας υδροφορείς βρίσκονται στην περιφέρεια της πεδιάδας, κοντά στις εκβολές των κυριότερων ποταμών και αντιστοιχούν σε χονδρόκοκκης σύστασης αλλουβιακές αποθέσεις. Συνοπτικά το δυναμικό των υδροφορέων ανά περιοχή της θεσσαλικής πεδιάδας έχει ως εξής: Στην υπολεκάνη της Καλαµπάκας υπάρχουν υδροφορείς υπό πίεση, αποτέλεσμα της παρουσίας αργιλικών στρωμάτων, ενώ στην περιοχή των Τρικάλων οι εναλλαγές αδροµερών και λεπτόκοκκων υλικών δημιουργούν επάλληλους ορίζοντες υπό πίεση. Στην περιοχή της Φαρακαδόνας ο ελεύθερος υδροφόρος ορίζοντας, υφίσταται άμεση επίδραση από τον ποταμό Πηνειό, ενώ στην περιοχή των Φαρσάλων κοντά στην κοίτη του ποταμού Ενιππέα αναπτύσσονται αξιόλογοι υδροφορείς. Η τροφοδοσία των προσχωµατικών υδροφορέων της δυτικής Θεσσαλίας 413
πραγματοποιείται από τα δυτικά και νότια όρια της λεκάνης, καθώς και από τα επιφανειακά νερά. Στο νότιο τμήμα της δυτικής Θεσσαλίας το υλικό των προσχώσεων είναι λεπτόκοκκο και οι απολήψιµες ποσότητες νερού σχετικά μικρές. Στην ανατολική Θεσσαλία και ειδικότερα στη λεκάνη του Τυρνάβου, οι προσχώσεις είναι ιδιαίτερα αδρόκοκκες µε συνέπεια να δημιουργούνται υδροφορείς μεγάλης δυναμικότητα, ενώ στη λεκάνη της Κάρλας η υδροφορία των προσχώσεων είναι μικρή. Τέλος, καρστικοί υδροφορείς, εκτός των περιμετρικών ζωνών της βόρειας και ανατολικής πεδιάδας διαμορφώνονται σποραδικά στο εσωτερικό της και υπόκεινται των αλλουβίων (Υπουργείο Ανάπτυξης, 2003). Η μεγάλη έλλειψη αρδευτικού ύδατος είχε ως συνέπεια την ανόρυξη πολλών νομίμων ή παράνομων γεωτρήσεων σε όλη τη θεσσαλική πεδιάδα, μεγάλου βάθους, οι οποίες εκμεταλλεύονται υδροφορείς του ρηγµατωµένου σχιστολιθικού υπόβαθρου. Η εκμετάλλευση του υπόγειου υδροφορέα δια μέσου των αντλήσεων έχει διαταράξει τη φυσική κατάσταση ισορροπίας εισροών - εκροών - αποθήκευσης. Ανάλογα με το βαθμό της άντλησης από κάθε περιοχή και το βαθμό μείωσης του αποθηκευμένου υδάτινου όγκου προκαλείται πτώση της πιεζομετρικής στάθμης. Μέχρι το έτος 1985 η λειτουργία των γεωτρήσεων ιδιωτικών και συλλογικών υπήρξε κανονική, υπό την έννοια ότι δεν προέκυπτε έλλειμμα στο υδάτινο δυναμικό της περιοχής και δεν υπήρξαν προβλήματα άρδευσης ακόμα και στα ξηρά έτη. Στα επόμενα έτη η ζήτηση για νερό άρδευσης αυξήθηκε σημαντικά και η ζήτηση προσανατολίσθηκε κυρίως στα υπόγεια ύδατα, δεδομένου ότι δεν υπήρχε άλλη εναλλακτική λύση (Ευαγγελόπουλος, 2005). Οι περισσότερες νόμιμες γεωτρήσεις ανορύχθηκαν στο πλαίσιο του προγράμματος ΠΑΥΥΘ, αλλά και άλλων προγραμμάτων ή από ίδιους πόρους των ΤΟΕΒ. Οι λόγοι που συνέβαλλαν καθοριστικά στην αύξηση της ζήτησης ήταν: (α) Η εκμηχάνιση της γεωργίας και η συνεπαγόμενη στροφή των καλλιεργειών σε περισσότερο αποδοτικές, αλλά περισσότερο υδροβόρες. (β) Οι οικονομικές ενισχύσεις καλλιεργειών (βαμβάκι, καλαμπόκι, τεύτλα, κ.λ.π) που απαιτούσαν περισσότερο νερό σε σχέση με άλλες παραδοσιακές (σιτάρι, κ.λ.π.). (γ) Οι επιχορηγήσεις που εδόθησαν σε προγράμματα βελτίωσης των καλλιεργειών και περιελάμβαναν ανόρυξη γεωτρήσεων, αρδευτικά δίκτυα, κ.λ.π. Στον πίνακα 1 εμφανίζεται η εκτίμηση του θεωρητικού υδάτινου δυναμικού της Θεσσαλίας, που είναι 4175 hm 3 (10426-6255) από τα οποία τα 3202 hm 3 αποτελούν την επίγεια απορροή. Το θεωρητικό δυναμικό αναφέρεται στη συνολική έκταση της 414
περιφέρειας και περιλαμβάνει τις συνολικές ποσότητες νερού. Το ετήσιο υπόγειο υδατικό δυναμικό της θεσσαλικής πεδιάδας όπως εκτιμήθηκε στο τέλος της δεκαετίας του 80, ήταν 384.6 hm 3 στη δυτική πεδιάδα, 121.40 hm 3 στην ανατολική πεδιάδα και 589.00 hm 3 για το σύνολο της θεσσαλικής πεδιάδας (Μελισσάρης, 1990). Πίνακας 1: Ετήσιο υδρολογικό ισοζύγιο θεσσαλικού διαμερίσματος Υδρολιθολογικοί Αδιαπέρατοι Ηµιπερατοί Προσχωµατικοί Καρστικοί Σύνολο σχηματισμοί Επιφάνεια (km 2 ) 5254 1720 4195 2168 13377 Ύψος βροχής (mm) 780 780 780 780 Όγκος βροχής (hm 3 ) 4098 1365 3272 1691 10426 Συντελεστής εξάτμισης 60% 60% 60% 60% Εξάτμιση (hm 3 ) 3277 1963 1015 6255 Συντελεστής 3% 25% 85% κατείσδυσης Κατείσδυση (hm 3 ) 66 327 580 973 Επίγεια ροή (hm 3 ) 2119 982 101 3202 Πηγή: Υπουργείο Ανάπτυξης, 2003 Ο υδάτινος όγκος που σήμερα χρησιμοποιείται για την άρδευση των γεωργικών εκτάσεων της θεσσαλικής πεδιάδας εκτιμάται περίπου σε 750 hm 3 εκ των οποίων 200-250 hm 3 επιφανειακά και 530-570 hm 3 υπόγεια νερά. Οι πραγματικές ανάγκες ετήσιες της Θεσσαλίας για νερό για όλες τις χρήσεις εκτιμούνται περίπου σε 1.836 hm 3 εκ των οποίων: 80 hm 3 έως 136 hm 3 για ύδρευση, 1.600 hm 3 για άρδευση, 100 hm 3 ετησίως για την διατήρηση του οικοσυστήματος του Πηνειού (ΕΥΔΕ Αχελώου, 1995). Οι γενικότερες εκτιμήσεις οδηγούν στο συμπέρασμα ότι θα αυξηθούν οι μελλοντικές ανάγκες της Θεσσαλίας σε νερό για τις διάφορες χρήσεις. Ειδικότερα, για τις αρδεύσεις στη θεσσαλική πεδιάδα, οι οποίες απορροφούν τη μεγαλύτερη ποσότητα ύδατος, οι απαιτήσεις για νερό θα συνεχισθούν ανεξάρτητα από τις όποιες πολιτικές επιδοτήσεων ή αναδιαρθρώσεων επιβάλλει η ΕΕ με την νέα Κ.Α.Π.. Η βαμβακοκαλλιέργεια θα παραμείνει η επικρατέστερη καλλιέργεια στη Θεσσαλία, ενώ σε περίπτωση αντικατάστασης στο πλαίσιο της νέας ΚΑΠ από άλλες, όπως τα κτηνοτροφικά φυτά, τα ενεργειακά ή τα κηπευτικά, δεν θα είναι εφικτή η εξοικονόμηση σημαντικής ποσότητας νερού, αφού ορισμένες από τις καλλιέργειες αυτές, είναι εξίσου αν όχι περισσότερο υδροβόρες (καλαμπόκι, μηδική, κ.α.) (Γκούμας, 2006). 415
Το πρακτικώς εκμεταλλεύσιμο υδατικό δυναμικό (με την κατασκευή όλων των φραγμάτων, που δεν θα δημιουργήσουν σοβαρά περιβαλλοντικά ή τεχνικά προβλήματα), είναι της τάξης των 623 hm 3 ετησίως για το σύνολο της Θεσσαλίας. Εάν σε αυτά προστεθούν και 400 hm 3 που είναι η ποσότητα του υπόγειου νερού που μπορεί να αντληθεί με ασφάλεια ετησίως, τότε διατίθενται συνολικά 1.023 hm 3. Δεδομένου ότι οι ετήσιες ανάγκες σε νερό υπολογίζονται σε 1.836 hm 3, προκύπτει ένα έλλειμμα ίσο περίπου με 800 hm 3 (1836-1.023 = 813). Με βάση τους υπολογισμούς άλλων πρόσφατων μελετών για τα υδατικά ισοζύγια (Περιφέρεια Θεσσαλίας - 2005), προκύπτει ότι το έλλειμμα μόνο στη λεκάνη του Πηνειού, με συντηρητικές εκτιμήσεις, κυμαίνεται μεταξύ 750 και 1000 hm 3, ενώ με την προσθήκη και των ελλειμμάτων της λεκάνης της Κάρλας (μέσο έλλειμμα 125 hm 3 ) και των 4 παράκτιων λεκανών (Λάρισας, Μαγνησίας, Βόλου και Αλμυρού), το συνολικό έλλειμμα του υδατικού διαμερίσματος αυξάνεται κατά 200 περίπου hm 3. Αυτό σημαίνει ότι ακόμη και η μεταφορά νερού από άλλο υδατικό διαμέρισμα (600 hm 3 από τον άνω ρου του Αχελώου), δεν επιλύει το πρόβλημα στο σύνολό του. 3. Οι αρδευόμενες εκτάσεις Η επέκταση των αρδεύσεων στην θεσσαλική πεδιάδα άρχισε στα μέσα της δεκαετίας του 1950, όταν ολοκληρώθηκαν τα κυριότερα αντιπλημμυρικά και απόστραγγιστικά έργα της. Στη Θεσσαλία με συνολική έκταση 14 εκατ. στρέμματα. (10,7% της χώρας), παράγεται το 14,2 % της αγροτικής παραγωγής της χώρας και το 40% της συνολικής παραγωγής βάμβακος, στοιχεία ενδεικτικά του έντονα αγροτικού χαρακτήρα της περιοχής, που επιβεβαιώνουν ότι ο πρωτογενής τομέας είναι ο σημαντικότερος τομέας της οικονομίας της. Παρά τις περιορισμένες ποσότητες νερού που διαθέτει τους θερινούς μήνες η Θεσσαλία, η αρδευόμενη έκταση αυξήθηκε 229 % σε σχέση με το 1962 και 46 % σε σχέση με το 1980. Συγκεκριμένα το έτος 1962 αρδεύονταν 524 χιλιάδες στρέμματα, το έτος 1980 1728 χιλιάδες στρέμματα και το έτος 2004 αρδεύονταν 2525 χιλιάδες στρέμματα (Γκούμας, 2006). Η σημερινή κατάσταση αναφορικά με το είδος των καλλιεργειών της θεσσαλικής πεδιάδας και τις ανάγκες τους για άρδευση εμφανίζονται στον πίνακα 3. Παρατηρούμε ότι ένα ποσοστό περίπου 62% των εκτάσεων έχουν ανάγκη νερού, ενώ ένα ποσοστό 52% είναι ποτιστικές. Η στροφή των καλλιεργητών σε περισσότερο 416
αποδοτικές καλλιέργειες είναι πιθανόν να αυξήσει στο μέλλον το ποσοστό αυτό και να δημιουργήσει νέα αύξηση της ζήτησης για νερό. Οι καλλιεργούμενες εκτάσεις της θεσσαλικής πεδιάδας είναι περίπου 4 εκατομ. στρέμματα εκ των οποίων αρδεύονται 2.144.000 στρέμματα. ενώ αυτών τα 749.000 στρέμματα αρδεύονται από επιφανειακά και τα 1.776.000 στρέμματα αρδεύονται από τα υπόγεια νερά. Πίνακας 2: Οι γεωργικές εκτάσεις της θεσσαλικής πεδιάδας Καλλιέργειες Νομός Σύνολο (Σε στρέμματα) Καρδίτσας Λάρισας Μαγνησίας Τρικάλων Αροτριαίες 1007540 2063092 461948 534407 4075987 Με ανάγκη νερού 749074 948740 445587 385427 2528818 Ποτιστικές 728520 852065 199685 364617 2144887 Πηγή: Υπουργείο Ανάπτυξης, 2003 Η ποσότητα του επιφανειακού και υπόγειου νερού που καταναλώθηκε για την άρδευση το έτος 1996 στη Θεσσαλία, προσέγγισε τα 750 εκατ. m 3 (ΕΥΔΕ Αχελώου, 1995). Με βάση τα στοιχεία υδατοκατανάλωσης των καλλιεργειών, είναι προφανές ότι οι χρησιμοποιηθείσες ποσότητες νερού το 1996 κάλυψαν μόλις το 55-70% των υδατικών τους αναγκών. 4. Οι μεταβολές του υπόγειου δυναμικού Από τα προαναφερθέντα προκύπτει ότι οι αρδευόμενες εκτάσεις της θεσσαλικής πεδιάδας είναι περισσότερες εκείνων που θα μπορούσαν να αρδεύονται ικανοποιητικά με τη χρήση των υπόγειων νερών, προκαλώντας την άντληση περισσότερων ποσοτήτων υπόγειου νερού και τη συνεχή μείωση της στάθμης του υπόγειου υδροφόρου ορίζοντα. Η επιμονή για συνεχή και έως ένα βαθμό απρογραμμάτιστη ανόρυξη υδρογεωτρήσεων και άντληση μεγαλύτερων ποσοτήτων νερού οδηγεί στην εξάντληση των ανανεώσιμων υδάτινων αποθεμάτων σε μερικές περιοχές της πεδιάδας (κυρίως στα κεντρικά τμήματα των δυο υπολεκανών) με συνέπεια την πρόκληση οικονομικών και περιβαλλοντικών προβλημάτων. 1600 1400 1200 1000 Ν. Καρδίτσας Ν. Λάρισας Ν. Μαγνησίας Ν. Τρικάλων 417
Διάγραμμα 1: Αριθμός των γεωτρήσεων που ανορύχθηκαν στην περίοδο 1980 1995 Για την απεικόνιση των εξέλιξης του αριθμού των γεωτρήσεων που ανορύχθηκαν στην περίοδο 1980-95 στους θεσσαλικούς νομούς κατασκευάσθηκε το διάγραμμα 1 με χρήση στατιστικών στοιχείων που λήφθηκαν από τις ΥΕΒ Θεσσαλίας, ενώ το άθροισμα που προκύπτει υπερβαίνει τις 26.000 γεωτρήσεις. Στο διάγραμμα δεν συμπεριλαμβάνεται και ένας σημαντικός - άγνωστος στις αρμόδιες Υπηρεσίες- αριθμός παράνομων γεωτρήσεων, οι οποίες καθιστούν το πρόβλημα του συνολικού ελέγχου του αντλούμενου ύδατος και της συνολικής ετήσιας απόληψης σχετικά δύσκολο. Μια γενική θεώρηση του διαγράμματος 1 μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι μάλλον η ανόρυξη γεωτρήσεων δεν ακολούθησε ένα συγκεκριμένο σχεδιασμό, αλλά υπάκουε στις αρδευτικές ανάγκες της κάθε περιόδου. Ακόμη, η συνέχιση της ανόρυξης των γεωτρήσεων αυξάνει τις ετήσιες απολήψεις υπόγειου νερού και προκύπτει το εύλογο ερώτημα για το χρόνο τερματισμού ανόρυξης νέων γεωτρήσεων. Βέβαια τα αποτελέσματα της πολιτικής αυτής εμφανίσθηκαν στην πτώση του υδροφόρου ορίζοντα, όπως αυτή εμφανίζεται στις μετρήσεις της ανώτατης και κατώτατης στάθμης των γεωτρήσεων. Εκτιμούμε ότι το μεγαλύτερο ενδιαφέρον για την αποτύπωση της πτώσης ή του ύψους που εμφανίζει ο υδροφόρος ορίζων έχει η ανώτατη στάθμη, ενώ η διαφορά μεταξύ της ανώτατης και κατώτατης στάθμης δείχνει την αναπλήρωση του υπόγειου ύδατος που πραγματοποιείται τη χειμερινή κυρίως περίοδο. Η ανώτατη στάθμη (στάθμη Απριλίου - Μαίου) θωρείται ως ακριβέστερο στοιχείο της στάθμης του νερού, αφού στην περίοδο μέτρησής της έχουμε πλήρη εξομάλυνση των κώνων ύφεσης που έχουν δημιουργηθεί κατά την άντληση του υπόγειου νερού δια μέσου των αρδευτικών γεωτρήσεων κατά την 418
προηγούμενη αρδευτική περίοδο και έχει επιτελεσθεί η (κατακόρυφη ή πλευρική) επανατροφοδοσία των υδροφόρων σχηματισμών (Ευαγγελόπουλος, 2005). Τα στοιχεία μετρήσεων που έχουν γίνει από τις αρμόδιες ΥΕΒ δείχνουν ότι η διαχρονικά το επίπεδο της ανώτατης στάθμης του υπόγειου νερού εμφανίζεται έντονα πτωτικό. Στο διάγραμμα 2 εμφανίζεται τη διαχρονική εξέλιξη για 25 έτη της ανώτατης στάθμης ορισμένων γεωτρήσεων της θεσσαλικής πεδιάδας, από το οποίο παρατηρούμε μια σχετική σταθερότητα της στάθμης με κανονική αναπλήρωση για την 5-ετία 1980-85. Από το έτος 1985 και για τα επόμενα έτη η πτώση είναι ιδιαίτερα έντονη, η οποία εμφανίζεται να σταθεροποιείται ή να ανακάμπτει μετά το έτος 2000, περίοδο κατά την οποία οι βροχοπτώσεις στην περιοχή είναι σχετικά έντονες. 0 1980 1981 1982 1983 1984 1985 1986 1987 1988 1989 1990 1991 1992 1993 1994 1995 1996 1997 1998 1999 2000 2001 2002 2003 2004-10 Μεταβολή στάθμης πιεζομέτρου (m) -20-30 -40-50 -60 Γυρτώνη Χάλκη Πλατύκαμπος Κυψέλη Νίκη Έτος Διάγραμμα 2. Συμπεριφορά της ανώτατης στάθμης των γεωτρήσεων Η υπερεκμετάλλευση του υπόγειου υδροφορέα, όπως εκδηλώνεται με την συνεχή πτώση της υδροστατικής στάθμης και απεικονίζεται χαρακτηριστικά στο διάγραμμα 2, αφορά σχεδόν το σύνολο των γεωτρήσεων στο θεσσαλικό χώρο και οδηγεί σταδιακά στη μείωση της εκμεταλλεύσιμης παροχής. Ακόμη, ευνοεί στις περιοχές της ανατολικής Θεσσαλίας τη διείσδυση του νερού της θάλασσας και τη νιτρορύπανση λόγω της συγκέντρωσης συγκέντρωση νιτρικών και αμμωνιακών τα οποία προέρχονται από την υπερβολική χρήση λιπασμάτων και άλλων επιβαρυντικών για το περιβάλλον δραστηριοτήτων και μείωση του υπόγειου υδάτινου δυναμικού. Είναι προφανές ότι για τη σταθεροποίηση του υδροφόρου ορίζοντα θα πρέπει να υπάρξει μείωση των απολήψιμων ποσοτήτων, η οποία εκτιμάται σε ποσοστό από 419
10-50% ανάλογα με την περιοχή. Στα κεντρικά τμήματα των δύο υπολεκανών οι στάθμες υποβιβάσθηκαν ανησυχητικά, ενώ σε όλες τις ζώνες, εκτός της περιοχής Τρικάλων-Καλαμπάκας αντλήθηκαν και εξακολουθούν να αντλούνται ετησίως ποσότητες νερού πολύ περισσότερες από εκείνες που επιτρέπουν την ανανέωση του δυναμικού με την ετήσια ανατροφοδοσία του. Συνολικά, οι ποσότητες του νερού που αντλήθηκαν την περίοδο 1974-94 εκτιμώνται σε 1 δισεκατομμύριο m 3, εκ των οποίων τα 800 εκατομμύρια m 3 (δηλαδή το 80% του ελλείμματος) αντλήθηκαν τη δεκαετία 1984-1994 (Γκούμας, 2006). 4. Ανάλυση των οικονομικών προβλημάτων Η συνεχής πτώση της πιεζομετρικής στάθμης δημιουργεί δυσμενείς συνθήκες για την αξιοποίηση του υδροφορέα. Εάν η πτώση είναι μεγάλη είναι πιθανόν το κόστος άντλησης να είναι υπερβολικό έως απαγορευτικό, ενώ είναι δυνατόν να οδηγήσει τα εδάφη σε καθίζηση. Ακόμη σε παράκτιες περιοχές είναι δυνατή η διείσδυση της θάλασσας ή η διείσδυση υδάτων κακής ποιότητας και να υποβαθμισθεί η ποιότητα των υπόγειων υδάτων ή να αχρηστευθεί. Όπως προαναφέρθηκε σήμερα στη Θεσσαλία λειτουργεί ένας αριθμός μεγαλύτερος των 26.000 γεωτρήσεων και καλύπτουν τις ανάγκες άρδευσης του μεγαλύτερου μέρους της θεσσαλικής πεδιάδας. Η αύξηση των γεωτρήσεων που εμφανίζεται στο διάγραμμα 1 προκαλεί αντίστοιχη αύξηση στο κόστος ηλεκτρικού ρεύματος που καταναλίσκεται για τη λειτουργία τους (Μιχαλίτσης, 2003). Ακόμη, η συνεχής πτώση της πιεζομετρικής στάθμης κάτω από τον στρόβιλο των αντλιών ή μέχρι τον πυθμένα της γεώτρησης μειώνει ή μηδενίζει την παροχή του αντλούμενου ύδατος και επιβάλει στους αγρότες την κατασκευή νέων βαθύτερων γεωτρήσεων. Συνήθως προσθέτουν στις αντλίες τους νέα τμήματα (στελέχη) και ακολουθεί η κατασκευή νέας βαθύτερης γεώτρησης. Σύμφωνα με τις μετρήσεις των κατά τόπους ΤΟΕΒ υπολογίζεται ότι την τελευταία 20-ετία στη θεσσαλική πεδιάδα υπήρξε αντικατάσταση ή αχρήστευση περίπου του 10% επί του συνόλου των γεωτρήσεων. Δηλαδή αντικαταστάθηκαν ή αχρηστεύθηκαν περίπου 3.000 γεωτρήσεων, ενώ το κόστος της αντικατάστασης οι οποίες με σημερινούς υπολογισμούς σε 30-33.000 / γεώτρηση (20.000 / γεώτρηση + επιπλέον εξοπλισμός αντλίας + κόστος λειτουργίας). Κατά συνέπεια η συνολική επιβάρυνση στο κόστος άρδευσης για αυτή τη χρονική περίοδο ήταν περίπου 100.000.000, η οποία είναι 420
μεγαλύτερη εάν υπολογίσουμε ότι το κόστος αχρήστευσης είναι μεγαλύτερο του κόστους αντικατάστασης (απώλεια επενδεδυμένου κεφαλαίου) (Γκούμας, 2006). Σε άλλη μελέτη (Μιχαλίτσης, 2003) υπολογίζεται ότι με μερική υποκατάσταση (40%) της άντλησης του νερού των γεωτρήσεων με νερά από τον Αχελώο, θα εξοικονομηθεί κόστος ενέργειας, τουλάχιστον της τάξης των 15.000.000 ανά έτος, ενώ με άνοδο της στάθμης κατά 10 μέτρα θα εξοικονομηθεί κόστος 1.500.000 τον χρόνο. Ακόμη, η άρδευση χωρίς σημαντικές απώλειες και με εφαρμογή συστημάτων που ελαχιστοποιούν τις απαιτούμενες ποσότητες νερού (π.χ. άρδευση με σταγόνα) θα υπάρξει εξοικονόμηση ενέργεια της τάξης περίπου των 240 Mw. Τέλος, ένα άλλο φαινόμενο με οικονομικές και περιβαλλοντικές διαστάσεις που εμφανίσθηκε μετά το 1990, είναι οι ρωγματώσεις του εδάφους που παρουσιάσθηκαν σε διάφορες περιοχές της θεσσαλικής πεδιάδας και κυρίως στο νομό Λάρισας. Πρόκειται για επιφανειακές διαρρήξεις του εδάφους, οι οποίες προκάλεσαν σημαντικές ζημιές σε οικοδομές (οικισμοί Νίκης, Μελίας, Ριζόμυλου, Καστρί κ.α.), θραύση της σιδηροδρομικής γραμμής Λάρισας - Βόλου, παραμόρφωση του εδάφους και παραμόρφωση στην περιοχή του αεροδρομίου της Λάρισας (Ζούρος, κ.α. 2003). Το μήκος των ρωγμώσεων ποικίλει από 400 m έως 2 Km, ενώ οι διαφορικές καθιζήσεις του εδάφους είναι 2 έως 5 cm. Ανάλογα φαινόμενα που εμφανίσθηκαν σε άλλες χώρες έχουν αποδοθεί σε υπεράντληση υδάτων και σε τεκτονικά αίτια. Σύμφωνα με εκτιμήσεις των Ζούρου κ.α. (2003) ως αίτια δημιουργίας των εδαφικών ρωγμώσεων είναι δυνατόν να θεωρηθεί ένας συνδυασμός τεκτονικών παραγόντων με τη διακύμανση της στάθμης των υπογείων υδάτων. Η συνεχής μεταβολή των υδρογεωλογικών παραμέτρων παίζει σημαντικό ρόλο στην ενεργοποίηση της εδαφικής κίνησης και είναι δυνατόν, πέραν των υπολοίπων ζημιών που προκάλεσε, να αποτελέσει επιβαρυντικό παράγοντα για τη σεισμική επικινδυνότητα της περιοχής. 5. Ανάλυση των περιβαλλοντικών προβλημάτων Το μεγαλύτερο μέρος της θεσσαλικής πεδιάδας καλύπτεται από εντατικές καλλιέργειες, κυρίως βάμβακος, αραβοσίτου, καπνού, τεύτλων, κηπευτικών και δενδροκαλλιεργειών, οι οποίες εκτός των υδατικών ποσοτήτων απαιτούν κατανάλωση αζωτούχων λιπασμάτων. Η επιβάρυνση των αποδεκτών από την ελεύθερη κτηνοτροφία και τη γεωργία έγκειται κυρίως στην τροφοδότηση των υδάτινων αποδεκτών µε φώσφορο και άζωτο από επιφανειακές απορροές και 421
ανέρχεται σε 18% και 64% αντίστοιχα επί των συνολικά παραγόμενων φορτίων φωσφόρου και αζώτου (Υπουργείο Ανάπτυξης, 2003). Το πρόβλημα της λειψυδρίας στη Θεσσαλία συνδέεται άμεσα με τη στάθμη του υπόγειου υδροφόρου ορίζοντα, το βαθμό της ετήσιας ανανέωσης ή εμπλουτισμού των υπόγειων υδάτων και την ποιότητά τους. Οι πάσης φύσεως ρυπαντές στα υπόγεια ύδατα είναι δυνατόν να τα καταστήσουν ακατάλληλα ή καταστήσουν ακατάλληλο ολόκληρο κοίτασμα. Η νέα κατάσταση η οποία έχει δημιουργηθεί από την υπεράντληση του υπόγειου υδροφορέα, συνέπεια της έντονης καλλιεργητικής δραστηριότητας, έχει δημιουργήσει ευνοϊκές συνθήκες για την επιβάρυνσή του από ιόντα, χημικά στοιχεία και χημικές ενώσεις. (Ευαγγελόπουλος 2005). Οι επιβαρύνσεις με νιτρικά ή νιτρώδη στοιχεία προέρχονται από αζωτούχες λιπάνσεις καθώς και από θαλάσσιες διεισδύσεις δια μέσου των καρστικών ή των κοκκοδών γεωλογικών σχηματισμών στις ενδότερες ζώνες υδροφορίας των υδρογεωλογικών λεκανών. Η επιβάρυνση του υπόγειου νερού με ιόντα, χημικά στοιχεία, χημικές ενώσεις, έχουν δημιουργήσει περιβαλλοντικό πρόβλημα, το οποίο σύντομα θα εμφανίσει την οικονομική του διάσταση. Οι μεγαλύτερες συγκεντρώσεις νιτρικών έχουν καταγραφεί στο Αργυροπούλειο του νομού Λάρισας και κυμαίνονται μεταξύ 49-113,5 mg/l, όπου παρατηρείται ελεύθερη έως ημι-ελεύθερη υδροφορία (μεγάλη κατείσδυση του επιφανειακού νερού). Στην περιοχή αυτή κυριαρχούν εντατικές καλλιέργειες που απαιτούν την κατανάλωση μεγάλων ποσοτήτων αζωτούχων λιπασμάτων, ενώ πρόσθετα ρυπαντικά φορτία παράγονται από υπάρχουσες κτηνοτροφικές μονάδες. Σημαντικές ποσότητες νιτρικών έχουν επίσης μετρηθεί στις περιοχές Αγυιάς και Πλατυκάμπου, ( μέχρι 93 mg/l), οι οποίες συνοδεύονται από αυξημένες συγκεντρώσεις νιτρωδών και αµµωνιακών. Στην περιοχή του Πλατύκαµπου οι αυξημένες συγκεντρώσεις νιτρωδών και αμμωνίας αποδίδονται σε κτηνοτροφικές δραστηριότητες και στη λειτουργία της ΒΙ.ΠΕ (Υπουργείο Ανάπτυξης, 2003; Ευαγγελόπουλος, 2005). Στην περιοχή της Κάρλας έχουν μετρηθεί συγκεντρώσεις αμμωνίας μεταξύ 0,15-3,7 mg/l, καθώς και συγκεντρώσεις νιτρωδών της τάξης των 0,1 mg/l. Οι μεγάλες συγκεντρώσεις αμμωνίας και νιτρωδών αποτελούν ένδειξη ότι η ρύπανση δεν βρίσκεται στο τελικό της στάδιο, αλλά εξελίσσεται και επομένως είναι δυνατόν να οδηγήσει σε ακόμα μεγαλύτερες τιμές νιτρικών. Επίσης, υψηλές τιμές στις συγκεντρώσεις αμμωνιακών μετρήθηκαν στις θέσεις Βασίλη, Μαυροβούνι και Δένδρα τους νομού Λάρισας, οι οποίες αποδίδονται στις εντατικές καλλιέργειες και 422
στα κτηνοτροφικά και βιομηχανικά απόβλητα που δέχονται τα επιφανειακά νερά της περιοχής, ενώ υψηλές συγκεντρώσεις νιτρικών (> των 100 mg/l) έχουν καταγραφεί στο Αχίλλειο του της Λάρισας που οφείλονται στην παρουσία πλήθος κτηνοτροφικών μονάδων. Το ανησυχητικό φαινόμενο εμφανίσθηκε στην περιοχή Καναλίων, όπου οι επιβαρύνσεις του υπόγειου υδροφορέα από ιόντα χλωρίου και νατρίου είναι αρκετά μεγάλες και οφείλονται στη διείσδυση της θάλασσας δια μέσου των ασβεστόλιθων στους κοκκώδεις σχηματισμούς της πεδινής έκτασης. (Ευαγγελόπουλος 2005). Στο νομό Τρικάλων καταγράφηκαν συγκεντρώσεις νιτρικών (50 mg/l) στην περιοχή Φαρκαδόνας και υψηλές συγκεντρώσεις αμμωνιακών σε άλλες θέσεις (Μ. Καλύβια, Καστράκι, Κ. Ελάτη, Πετροπόρο). Στο νομό Καρδίτσας έχουν καταγραφεί συγκεντρώσεις αμμωνιακών (>1 mg/l) στην περιοχή Ματαράγκας, ενώ στο νομό Μαγνησίας μετρήθηκαν συγκεντρώσεις νιτρικών (>25 mg/l) και αμμωνιακών (0,41 mg/l) στη Νέα Αγχίαλο. Οι συγκεντρώσεις ρυπαντών στα υπόλοιπα σημεία ελέγχου της θεσσαλικής πεδιάδας κρίνονται σχετικά χαμηλές και δεν αποτελούν ένδειξη ρύπανσης των υπογείων υδροφορέων και η υφιστάμενη κατάσταση είναι δυνατόν να θεωρηθεί ως αποδεκτή. Παρά την ύπαρξη εντατικών καλλιεργειών οι συγκεντρώσεις αζωτούχων ενώσεων που παρατηρούνται είναι μικρές και οφείλονται στους υδροφορείς μεγάλης δυναμικότητας και στην παρουσία αργιλικών πετρωμάτων στις προσχώσεις που απορροφούν σημαντικό μέρος των ρυπαντικών φορτίων. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι τα κριτήρια ποιότητας αφορούν επί μέρους χρήσεις των υδάτινων πόρων (πρόσληψη για παραγωγή πόσιμου νερού, άρδευση, διαβίωση ιχθύων κ.λ.π) και όχι σε κριτήρια που σχετίζονται µε την λειτουργία των οικοσυστημάτων και την εν γένει περιβαλλοντική τους κατάσταση, κριτήρια τα οποία δεν έχουν διαμορφωθεί και αποτελούν έναν από τους στόχους της Οδηγίας 2000/60 (Υπουργείο Ανάπτυξης, 2003). 6. Η λύση του τεχνητού εμπλουτισμού Τεχνητός εμπλουτισμός είναι η διοχέτευση ή η αύξηση της φυσικής ροής κυρίως των χειμερινών επιφανειακών υδάτων προς τους υπόγειους υδροφορείς με την κατασκευή κατάλληλων τεχνικών έργων. Ο τεχνητός εμπλουτισμός είναι δυνατόν να επιτευχθεί με διαφόρους μεθόδους, όπως: (α) με εμπλουτισμό απευθείας στην επιφάνεια (επιφανειακή κατάκλυση, σημειακή παροχέτευση, διευθέτηση λεκάνης, 423
κανάλια, κ.λ.π), (β) με εμπλουτισμό στο υπέδαφος, εφόσον υπάρχουν φυσικά ή τεχνητά ανοίγματα στα επιφανειακά καρστικά (αξιοποίηση φυσικών ανοιγμάτων, σπηλαίων ή καταβόθρων, γεωτρήσεων) και (γ) με συνδυασμό επιφανειακού και υπεδαφικού εμπλουτισμού (αξιοποίηση ορυγμάτων και γεωτρήσεων) (Διαμαντής και Πλιάκας, 1996; Mariolakos et al, 2001). Αποτελεί μια σύνθετη διαδικασία η επιτυχία της οποίας συναρτάται με την ύπαρξη κατάλληλων γεωλογικών, μορφολογικών και υδρολογικών συνθηκών της περιοχής και την ύπαρξη εκείνων των πετρωμάτων που εξασφαλίζουν ικανοποιητική υδραυλική επικοινωνία μεταξύ των επιφανειακών πετρωμάτων και του υδροφορέα. Ένα βασικό μειονέκτημα της μεθόδου συναρτάται με την ποιότητα του υδάτινου όγκου που θα εισέλθει στον υπόγειο υδροφορέα και την πιθανή ρύπανση του υδροφορέα Για τον λόγο αυτό απαιτείται να προηγηθεί καθίζηση πιθανών συστατικών που μεταφέρει το επιφανειακό νερό προ της διοχέτευσής του στον υπόγειο υδροφορέα. Στην Ελλάδα δεν έχει πραγματοποιηθεί μέχρι σήμερα κάποια αξιόλογη προσπάθεια για ενίσχυση των υπόγειων υδροφορέων με τη μέθοδο αυτή εκτός μιας (1), η οποία έγινε την περίοδο 1963-66 στο αργολικό πεδίο με τη βοήθεια (60) φρεατίων και τη χρήση χειμερινών παροχών των πηγών Κεφαλαρίου. Για τη Θεσσαλία έγινε ερευνητική προσπάθεια από τους Mariolakos et al (2001) για τον εμπλουτισμό του υδροφορέα στην περιοχή Φαρσάλων, η οποία οδήγησε στο συμπέρασμα ότι είναι δυνατή η αύξηση του υπόγειου δυναμικού κατά 16.7 m 3 ανά έτος. Γενικότερα στη θεσσαλική πεδιάδα υπάρχουν περιοχές στις οποίες είναι δυνατός ο τεχνητός εμπλουτισμός, όπως οι περιοχές Τυρνάβου, Φαρσάλων, Υπέρειας, Ορφανών, κ.λ.π. (Ευαγγελόπουλος, 2005). 7. Συμπεράσματα, προτάσεις Η θεσσαλική πεδιάδα με τις αγροτικές χρήσεις και τις οικονομικές δραστηριότητες που σήμερα διαθέτει, μπορεί να χαρακτηρισθεί ως ελλειμματική σε νερό. Επειδή όλες οι ενδείξεις οδηγούν στην άποψη ότι οι απαιτήσεις για άρδευση που αναλίσκουν τις μεγαλύτερες ποσότητες των υδάτινων πόρων αν δεν αυξηθούν τουλάχιστον δεν θα μειωθούν, το μέλλον της περιοχής απαιτεί τη λήψη γενναίων αποφάσεων σχετικά με τη διαχείριση των υπαρχόντων επιφανειακών και υπόγειων υδάτινων πόρων της περιοχής. 424
Είναι ευνόητο ότι η λήψη ορθολογικών αποφάσεων και η συγκριτική αξιολόγηση των συνεπειών κάθε απόφασης, αποτελεί βασική προϋπόθεση για τη βελτιστοποίηση του οικονομικού και περιβαλλοντικού αποτελέσματος που προκύπτει από τη διαχείριση των υπόγειων υδάτων. Στο πλαίσιο θα πρέπει να υιοθετηθεί η βασική αρχή ότι οι ετήσιες απολήψεις υδάτινου όγκου να μην υπερβαίνουν την ετήσια ανανέωση, ώστε να μην δημιουργούνται μόνιμες βλάβες στα υδροφόρα στρώματα. Επίσης, θα πρέπει να συνυπολογίζεται το κριτήριο της ποιότητας του νερού, αφού κακής ποιότητας νερό μειώνει τις δυνατότητες χρήσης του και επηρεάζει τη διαρκή απόδοση των υπόγειων ταμιευτήρων. Τέλος, συνδεδεμένη με την ποιοτική διάσταση είναι η περιβαλλοντική διάσταση της διαχείρισης. Πολλές φορές η έλλειψη σαφών ποιοτικών και περιβαλλοντικών όρων προκαλούν τοπικές ή διαπεριφερειακές διαμάχες στη διαχείριση των υδάτινων πόρων, οι οποίες δυσχεραίνουν την προώθηση των αναπτυξιακών έργων (Polyzos and Sofios, 2005a, Polyzos and Sofios 2005b). Οι διαμάχες αυτές πολλές φορές δεν στηρίζονται και δεν τεκμηριώνονται σε συγκεκριμένα και τεκμηριωμένα επιχειρήματα αλλά σε ασαφείς και συχνά υπερβολικές "περιβαλλοντικές" ανησυχίες. Συνεπώς, επιβάλλεται να διαμορφωθούν και να θεσμοθετηθούν σαφή και ποσοτικοποιημένα περιβαλλοντικά κριτήρια και όρια, ώστε να προωθηθούν με ταχύτητα σημαντικές υποδομές και έργα που αφορούν τη διαχείριση του υδάτινου δυναμικού στη Ελλάδα. Το υπόγειο υδάτινο δυναμικό της Θεσσαλίας συναρτάται και επηρεάζεται από το επιφανειακό. Η εφαρμογή της αρχής ότι οι ετήσιες απολήψεις θα πρέπει να μην υπερβαίνουν τις φυσικές ή τεχνητές αναπληρώσεις, υπό την προϋπόθεση της αύξησης ή διατήρησης των αρδευτικών απαιτήσεων στα σημερινά επίπεδα, επιβάλλει άμεσα την καλύτερη αξιοποίηση του επιφανειακού υδάτινου δυναμικού, ώστε να καλυφθεί το υπάρχον έλλειμμα. Πάντως, σύμφωνα με τις εξελίξεις των τελευταίων ετών και τα εμπόδια που ανακύπτουν στην εκτέλεση των κύριων υδραυλικών έργων στην περιοχή, η κατάσταση δεν προδιαγράφεται ευοίωνη αναφορικά με την επάρκεια των υπαρχόντων υδάτινων πόρων στην κάλυψη των υφιστάμενων και των μελλοντικών αναγκών. 8. Βιβλιογραφία 425
1. ΑΝΚΑ ΑΕ, (1994), Διαχείριση υδάτινων πόρων Αναπτυξιακού Συνδέσμου Μενελαϊδας Ν. Καρδίτσας, Καρδίτσα. 2. Γκούμας Κ., (1996), "Η διαχείριση των υδατικών πόρων στη Θεσσαλία και η λειτουργία του θεσμικού πλαισίου Ν. 1739/87", Πρακτικά 2 ου Πανελλήνιου Συνεδρίου «Εγγειοβελτιωτικά Έργα- Διαχείριση Υδατικών Πόρων Εκμηχάνιση Γεωργίας», Λάρισα, τ. Α, σελ. 104 131. 3. Γκούμας Κ. (2006), "Οι Αρδεύσεις στη Θεσσαλική Πεδιάδα: Επιπτώσεις στα Υπόγεια και Επιφανειακά νερά", ΕΥΕ, Πρακτικά Ημερίδας με θέμα: "Υδατικοί Πόροι και Γεωργία", Θεσσαλονίκη, σελ. 39 53. 4. Διαμαντής Ι., Πλιάκας Φ. (1996), "Επιπτώσεις από την υπερεκμετάλλευση των υπόγειων νερών- Αντιμετώπιση-Τεχνητός εμπλουτισμός", Πρακτικά Συνεδρίου ΤΕΕ «Διαχείριση Υδατικών πόρων», Λάρισα, Τόμος Ι. 5. Ευαγγελόπουλος, Α. (2005), Διαχειριστική μελέτη του υπόγειου υδάτινου περιοχών δικαιοδοσίας των ΤΟΕΒ Νομού Λάρισας, Λάρισα, ΥΕΒ Λάρισας. 6. ΕΥΔΕ Αχελώου, ENVECO A.Ε., Βαβίζος, Γ., Βακάκης, Φ., Υδροεξυγιαντική (1995), Εκτροπή Αχελώου - Συνολική μελέτη περιβαλλοντικών επιπτώσεων, Αθήνα. 7. Ζούρος, Ν., Χατζηπέτρος, Α., Παυλίδης, Στ. (2003), "Συμβολή στη μελέτη των επιφανειακών ρωγμώσεων της λεκάνης Λάρισας", Πρακτικά Συνεδρίου "Διαχείριση υδάτινων πόρων και αειφόρος ανάπτυξη της Θεσσαλίας", Λάρισα, τ. Α, σελ. 131 155. 8. Μαρίνος, Π., Θάνος, Μ., Περλέρος, Β., Καββαδάς, Μ. (1996), "Το δυναμικό των υπόγειων υδάτων της θεσσαλικής πεδιάδας και η υπερεκμετάλλευση του", Πρακτικά Συνεδρίου ΤΕΕ «Διαχείριση Υδατικών πόρων», Λάρισα, Τόμος Ι. 9. Mariolakos, I. Fountoulis, I., Spyridonos, E., Mariolakos, D., Andreadakis, E. (2001), "Artificial Recharge of the Underground Karstic Aquifer of Farsala Area", Proceedings of the 10th Biennial Symposium on the Artificial Recharge of Groundwater, Tucson, AZ, June 7-9, 2001. 10. Μελισσάρης, Π. (1990), "Αποδελτίωση και αξιολόγηση των υφιστάμενων μελετών και έργων των σχετικών µε τους υδατικούς πόρους της χώρας, Υδατικό διαμέρισμα Θεσσαλίας", ΥΒΕΤ, Αθήνα. 11. Μιχαλίτσης, Γ. (2003), "Κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας για άρδευση του θεσσαλικού κάμπου - Απόδοση αρδευτικών εγκαταστάσεων και η δυνατότητα εξοικονόμησης ενέργειας", Πρακτικά Συνεδρίου "Διαχείριση υδάτινων πόρων και αειφόρος ανάπτυξη της Θεσσαλίας", Λάρισα, τόμος Α, σελ. 173 179. 12. Περιφερειακό Ταμείο Ανάπτυξης της Περιφέρειας Θεσσαλίας Καραμόσχο,ς Π. & Συνεργάτες Μυλόπουλος, Ι., Α.Π.Θ, Μυλόπουλος, Ν., Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας (2005), Οργάνωση της Παρακολούθησης σε Βάση Δεδομένων των Μετρήσεων 426
Επιφανειακών και Υπόγειων Υδάτων και της Αξιολόγησης των Εγγειοβελτιωτικών Έργων της Θεσσαλίας. 13. Polyzos S., Sofios S. (2005a), Water Resources, Interregional Conflicts and Regional Development: The Case of Acheloos River. Proceedings of 9th International Conference on Environmental Science and Technology, Rhodes Island, Greece. 14. Polyzos S., Sofios S. (2005b), Interregional Conflicts for the Water Resources. Proceedings of IWA International Conference on Water Economics, Statistics, and Finance, Rethymno, Greece, Book 1, pp. 463 470. 15. SOGREAH GRENOBLE, (1974), Study for the development of groundwater in the Thessaly plain, Final report. R 11971, Hellenic Ministry of Agriculture, Gen. Dir. Hydrol. 16. Υπουργείο Ανάπτυξης (2003), Σχέδιο Προγράμματος Διαχείρισης Υδατικών Πόρων της Χώρας, Αθήνα. 427