58 Η ύπαρξη υπερκείµενων στόχων, χωρίς αντίστοιχη υπερκείµενη ταυτότητα: περίπτωση όπου οι οµάδες νιώθουν άσχηµα για την απώλεια της δικής τους ταυτότητας µέσα στην ευρύτερη υπερκείµενη οµάδα. Η υιοθέτηση κοινών αξιών: παραδόξως η υιοθέτηση κοινών αξιών από διαφορετικές οµάδες απειλώντας τη διακριτότητα µπορεί να οδηγήσει σε αντιπαλότητα. 3δ) Η δουλειά των Leyens et al. (2000) δείχνει ότι διαφορετικά συναισθήµατα αποδίδονται στα µέλη της ενδοοµάδας σε σχέση µε τα µέλη της εξωοµάδας. Κάποια συναισθηµατικά χαρακτηριστικά θεωρούνται µοναδικά για το ανθρώπινο είδος (π.χ. ντροπή, πικρία, αγάπη, ελπίδα), ενώ κάποια άλλα θεωρούνται κοινά στο ανθρώπινο και σε άλλα είδη (π.χ. θυµός, πόνος, ευχαρίστηση, ενθουσιασµός). Οι Leyens et al. (2000) παρέθεσαν ενδείξεις ότι η πρώτη κατηγορία συναισθηµάτων συνδέεται περισσότερο µε την ενδοοµάδα παρά µε τις εξωοµάδες, δηλ. οι άνθρωποι βλέπουν τα µέλη της ενδοµάδας ως πιο «πρωτοτυπικά ανθρώπινα» σε σχέση µε τα µέλη των εξωοµάδων. Τέτοιες πεποιθήσεις, σύµφωνα µε τους Leyens et al. (2000) µπορούν να οδηγήσουν σε «αποανθρωποποίηση» (dehumanization) της εξωοµάδας που µπορεί να νοµιµοποιεί την απάνθρωπη µεταχείριση των εξωοµάδων. Μείωση της διοµαδικής µεροληψίας Βελτίωση διοµαδικών σχέσεων Πηγές: Brown, R., & Hewstone, M. (2005). An integrative theory of intergroup contact. In M. P. Zanna (Ed.), Advances in experimental social psychology (Vol. 37, pp. 255-343). San Diego, CA: Academic Press. Dovidio, J. F., & Gaertner, S. L. (2010). Intergroup bias. In S. T. Fiske, D. T. Gilbert, & G. Lindzey (Eds.), Handbook of social psychology (Vol. 2, pp. 1084-1121). Hoboken, NJ: John Wiley & Sons, Inc. Pettigrew, T. F. (2008). Future directions for intergroup contact theory and research. International Journal of Intercultural Relations, 32, 187-199. Χαντζή, Α. (2006). Κοινωνικά στερεότυπα και διοµαδικές σχέσεις. Στο Σ. Παπαστάµου (Επιµ.), Εισαγωγή στην κοινωνική ψυχολογία (Τόµος Β, σελ. 225-257). Αθήνα: Ελληνικά Γράµµατα.
59 Η υπόθεση της επαφής Τα τελευταία 50 χρόνια έχουν δηµοσιευτεί εκατοντάδες άρθρα και κεφάλαια σε βιβλία πάνω στο θέµα της διοµαδικής επαφής. Το αµείωτο και µάλιστα ανανεωµένο ενδιαφέρον για την υπόθεση της επαφής του Allport (1954), οδήγησε στην άνθιση της κοινωνικής ψυχολογίας των διοµαδικών σχέσεων και η υπόθεση της επαφής έχει µετεξελιχθεί στην θεωρία της διοµαδικής επαφής. Θεωρείται η πιο δηµοφιλής άποψη και η πιο αποτελεσµατική στρατηγική για τη µείωση της διοµαδικής µεροληψίας και τη βελτίωση των διοµαδικών σχέσεων. Ο Allport (1954) υποστήριξε ότι η απλή επαφή µεταξύ δυο οµάδων δεν αρκεί για τη βελτίωση των διοµαδικών σχέσεων και µάλιστα µπορεί να φέρει το αντίθετο αποτέλεσµα, δηλαδή αύξηση της προκατάληψης και όξυνση της σύγκρουσης, κάτι που έδειξαν και οι έρευνες του Sherif. Η επαφή µεταξύ µελών δυο οµάδων θα έχει θετικό αποτέλεσµα κάτω από ορισµένες προϋποθέσεις. Ο Allport (1954) πρότεινε τέσσερις βασικές προϋποθέσεις: 1) Τα µέλη των δυο οµάδων πρέπει να έρχονται σε επαφή σε καταστάσεις όπου οι δυο οµάδες νιώθουν και πιστεύουν ότι έχουν ίδια θέση (π.χ. µαθητές πολυπολιτισµικών σχολείων). 2) Οι δυο οµάδες πρέπει να επιδιώκουν την επίτευξη κοινών στόχων (π.χ. φυλετικά µικτές αθλητικές οµάδες). 3) Η επαφή µεταξύ των µελών των δυο οµάδων πρέπει να γίνεται υπό συνθήκες συνεργασίας, κάτι που έδειξαν και οι έρευνες του Sherif (π.χ. εκπόνηση οµαδικής εργασίας από µαθητές διαφορετικής εθνοτικής προέλευσης). 4) Πρέπει να υπάρχει κοινωνική και θεσµική υποστήριξη µέτρων που προωθούν την επαφή µεταξύ των οµάδων (π.χ. φυλετικά µικτά σχολεία). Στις τέσσερις προϋποθέσεις «βέλτιστης επαφής» που έθεσε ο Allport (1954), οι οποίες έχουν τύχει ευρείας και ικανοποιητικής ερευνητικής υποστήριξης, έχει προστεθεί ως αποτέλεσµα θεωρητικού και ερευνητικού προβληµατισµού άλλη µια βασική προϋπόθεση, που αφορά την ποιότητα της επαφής. Πιο συγκεκριµένα, η επαφή πρέπει να γίνεται υπό συνθήκες όπου υπάρχει υψηλή δυνατότητα ουσιαστικής γνωριµίας µεταξύ των µελών των δυο οµάδων, δηλαδή η επαφή πρέπει να είναι συχνή, να έχει διάρκεια, και να είναι αρκετά στενή ώστε να δηµιουργηθούν ουσιαστικές συναισθηµατικές σχέσεις µεταξύ των µελών των δυο οµάδων, δηλαδή να
60 αναπτυχθεί ενσυναίσθηση, οικειότητα, και φιλία (Pettigrew, 1998). Όταν ισχύουν όλες ή οι περισσότερες παραπάνω προϋποθέσεις, µιλάµε για βέλτιστη επαφή. Σε µια πρόσφατη µετα-ανάλυση 515 ερευνών που αφορούσαν 713 διαφορετικά δείγµατα, οι Pettigrew & Tropp (2006) διαπίστωσαν ότι όντως η διοµαδική επαφή µειώνει την προκατάληψη (κατά µέσο όρο r = -.215) και µάλιστα αυτό συµβαίνει ακόµα κι αν δεν ισχύουν οι προϋποθέσεις βέλτιστης επαφής (r = -.20), αν και η σχέση είναι ισχυρότερη υπό συνθήκες βέλτιστης επαφής (r = -.29). Γενίκευση Ένα βασικό ερώτηµα που έχει απασχολήσει θεωρητικούς και ερευνητές είναι πότε και πως η διοµαδική επαφή θα βελτιώσει τις διοµαδικές στάσεις τόσο στη δεδοµένη περίσταση επαφής, όσο και εκτός αυτής, δηλ. αν τα θετικά αποτελέσµατα από την εµπειρία της επαφής µε κάποιο ή κάποια µέλη της εξωοµάδας θα γενικευτούν σε όλα τα µέλη αυτής της εξωοµάδας. Υπάρχουν τέσσερις διαφορετικές, και φαινοµενικά τουλάχιστον µη συµβατές µεταξύ τους θέσεις για τις συνθήκες που οδηγούν σε γενίκευση των θετικών αποτελεσµάτων της επαφής. Όλες βασίζονται σε γενικές αρχές της θεωρίας της κοινωνικής ταυτότητας που υποστηρίζει ότι η κοινωνική κατηγοριοποίηση οδηγεί σε διοµαδική διάκριση. Προσωποποιηµένη επαφή: Οι Brewer & Miller (1984) ξεκινούν µε το σκεπτικό ότι η κατηγοριοποίηση οδηγεί σε αποπροσωποποίηση των µελών της εξωοµάδας, που προσλαµβάνονται ως µέλη ενός οµοιογενούς και αδιαφοροποίητου συνόλου. Έτσι υποστηρίζουν την "προσωποποιηµένη" επαφή, δηλαδή την κατάργηση των ορίων µεταξύ των οµάδων κατά τη διάρκεια της επαφής, ώστε να επέλθει "αποκατηγοριοποίηση", και η επαφή να γίνει σε διαπροσωπικό (προσωπικής ταυτότητας) και όχι σε διοµαδικό (κοινωνικής ταυτότητας) επίπεδο. Η προσωποποιηµένη επαφή διευκολύνει την πρόσληψη της µοναδικότητας του κάθε µέλους της εξωοµάδας και εποµένως θέτει σε αµφισβήτηση την οµοιογένειά της, µε αποτέλεσµα τη διάψευση του αρνητικού στερεοτύπου. Έτσι, τα θετικά αποτελέσµατα της προσωποποιηµένης επαφής γενικεύονται και σε άλλα µέλη της εξωοµάδας, εφόσον η όλη διαδικασία έχει θέσει υπό αµφισβήτηση τη χρησιµότητα της κατηγοριακής υπαγωγής (κοινωνικής ταυτότητας) ως βάσης για µελλοντικές αλληλεπιδράσεις. Για την διερεύνηση των υποθέσεων της προσωποποιηµένης επαφής η Brewer, ο Miller και οι συνεργάτες τους (Bettencourt, Brewer, Rogers-Croak & Miller, 1992)
61 ακολούθησαν το εξής πειραµατικό υπόδειγµα. Στην πρώτη φάση τα υποκείµενα χωρίζονταν σε δυο οµάδες, που η κάθε µια εκτελούσε ένα έργο χωριστά από την άλλη, αξιολογούσαν η µια την άλλη, και έπαιρναν «ψεύτικη» ανατροφοδότηση ότι η εξωοµάδα έκανε µονοµερείς αξιολογήσεις υπέρ της. Στη δεύτερη φάση δηµιουργούνταν µικτές οµάδες, αποτελούµενες από µέλη των δυο προηγούµενων οµάδων, που εργάζονταν υπό συνθήκες είτε συνεργασίας είτε ανταγωνισµού και είχαν οδηγίες είτε διαπροσωπικού προσανατολισµού (που αποτελούσε προσοµοίωση της προσωποποιηµένης επαφής) είτε προσανατολισµού στο έργο. Στην τρίτη φάση, τα υποκείµενα έβλεπαν µια βιντεοσκοπηµένη αλληλεπίδραση µεταξύ υποτιθέµενων µελών των δυο οµάδων, µε τους οποίους δεν είχαν έρθει σε επαφή, και η αξιολόγηση αυτών θεωρήθηκε ως µέτρηση της γενίκευσης των αποτελεσµάτων της επαφής. Τα αποτελέσµατα έδειξαν ότι στη συνθήκη διαπροσωπικού προσανατολισµού, τόσο υπό συνθήκες συνεργασίας όσο και ανταγωνισµού εµφανίστηκε µειωµένη ενδοοµαδική εύνοια (αναφορικά µε τα βιντεοσκοπηµένα µέλη των δυο οµάδων) σε σχέση µε τη συνθήκη προσανατολισµού στο έργο, καθώς επίσης και αυξηµένη πρόσληψη της ποικιλοµορφίας της εξωοµάδας, δηλαδή επιβεβαιώθηκαν οι προβλέψεις περί προσωποποιηµένης επαφής. ιοµαδική επαφή: Οι Hewstone & Brown (1986) υποστηρίζουν ότι η επαφή πρέπει να γίνεται σε διοµαδικό και όχι σε διαπροσωπικό επίπεδο, δηλαδή τα άτοµα που έρχονται σε επαφή πρέπει να είναι εµφανώς φορείς της κοινωνικής και όχι µόνο της προσωπικής τους ταυτότητας. Μόνο αν η επαφή γίνει µεταξύ µελών που θεωρούνται ως αντιπρόσωποι των οµάδων τους, µπορούν τα θετικά αποτελέσµατα της επαφής να γενικευτούν σε όλα τα µέλη των αντιστοίχων εξωοµάδων. Επαφή σε διοµαδικό επίπεδο θεωρούν την επαφή µε τυπικό µέλος µιας σχετικά οµοιογενούς εξωοµάδας. Για την διερεύνηση των υποθέσεων της «διοµαδικής» επαφής ο Hewstone ο Brown και οι συνεργάτες τους (βλ. Brown, Vivian, & Hewstone, 1999, 1 η µελέτη) ακολούθησαν το εξής πειραµατικό υπόδειγµα. Τα υποκείµενα που ήταν Βρετανοί φοιτητές έπρεπε να συνεργαστούν µε ένα Γερµανό, που στην ουσία ήταν ερευνητικός συνεργός, για τον οποίο τους δόθηκαν πληροφορίες (υποτίθεται πως ήταν αυτόπεριγραφικές) που τον παρουσίαζαν µε βάση το αντίστοιχο στερεότυπο είτε ως τυπικό (εργατικό, αποτελεσµατικό, υπερόπτη) είτε ως µη τυπικό Γερµανό (χαλαρό, ελαστικό, µετριόφρονα). Παράλληλα τα υποκείµενα πληροφορούνταν (υποτίθεται βάσει έρευνας της Ευρωπαϊκής Ένωσης) ότι οι Γερµανοί είτε είναι σχετικά
62 οµοιογενής λαός είτε ανοµοιογενής. Τα αποτελέσµατα έδειξαν ότι η πλέον θετική αντίληψη για τους Γερµανούς στο σύνολό τους εµφανίστηκε στις συνθήκες επαφής µε «τυπικό» Γερµανό, αλλά ήταν ακόµα πιο εµφανής στη συνθήκη όπου οι Γερµανοί παρουσιάζονταν ως σχετικά οµοιογενής λαός, δηλαδή επιβεβαιώθηκαν οι προβλέψεις περί «διοµαδικής» επαφής. Κοινή ενδο-οµαδική ταυτότητα: Οι Gaertner, Dovidio, Anastasio, Bachman & Rust (1993), αν και δεν είχαν ως άµεσο στόχο τη διερεύνηση της γενίκευσης των θετικών αποτελεσµάτων της επαφής, προτείνουν έναν άλλο τρόπο µε τον οποίο µπορούν να αποφευχθούν οι αρνητικές για τις διοµαδικές σχέσεις επιπτώσεις της κατηγοριοποίησης, και συγκεκριµένα την "επανακατηγοριοποίηση" των µελών των δυο οµάδων σε ένα υπερκείµενο επίπεδο. Πιο συγκεκριµένα, οι Gaertner et al. (1993) προτείνουν το µοντέλο της κοινής ενδοοµαδικής ταυτότητας και υποστηρίζουν ότι η διοµαδική διάκριση µπορεί να µειωθεί αν η γνωστική αναπαράσταση που έχουν τα µέλη της ενδο-οµάδας και της εξω-οµάδας για τη διοµαδική κατάσταση τροποποιηθεί έτσι ώστε αντί να αντιλαµβάνονται δυο οµάδες, να αντιλαµβάνονται µια υπερκείµενη οµάδα της οποίας όλοι είναι µέλη (π.χ. µπορεί να είµαστε Ολυµπιακοί ή Παναθηναϊκοί, αλλά όλοι υποστηρίζουµε την Εθνική Ελλάδας). Για την διερεύνηση των υποθέσεων του µοντέλου της κοινής ενδοοµαδικής ταυτότητας, οι Gaertner et al. (1993) ακολούθησαν το εξής πειραµατικό υπόδειγµα. Τα υποκείµενα έπρεπε να συζητήσουν ένα πρόβληµα (π.χ. πώς να επιβιώσουν µετά από αεροπορικό δυστύχηµα σε χιονισµένο βουνό) στην πρώτη φάση χωρισµένα σε δυο τριµελείς οµάδες και στη δεύτερη φάση ως µια µικτή εξαµελής οµάδα. Έγινε χειρισµός (µε διάφορες τεχνικές) του τρόπου συγκρότησης της εξαµελούς οµάδας, ώστε να δηµιουργηθούν τρεις συνθήκες: (α) και τα έξι µέλη έφεραν το όνοµα της νέας εξαµελούς οµάδας (συνθήκη µιας οµάδας κοινή ενδοοµαδική ταυτότητα), (β) τα µέλη έφεραν τα ονόµατα των δυο οµάδων στις οποίες ανήκαν στην πρώτη φάση (συνθήκη δυο οµάδων), (γ) κάθε ένα µέλος έφερε δικό του προσωπικό όνοµα (συνθήκη ξεχωριστών ατόµων αποκατηγοριοποίηση). Τα αποτελέσµατα έδειξαν µειωµένη ενδοοµαδική εύνοια στην πρώτη - κάτι που επιβεβαίωσε τις προβλέψεις του µοντέλου της κοινής ενδο-οµαδικής ταυτότητας και την τρίτη συνθήκη σε σχέση µε τη δεύτερη. Ενδιαφέρον όµως παρουσιάζει ο τρόπος µε τον οποίο εµφανίστηκε η µειωµένη ενδοοµαδική εύνοια στην πρώτη και την τρίτη συνθήκη. Στη συνθήκη µιας οµάδας (κοινή ενδοοµαδική ταυτότητα) η µειωµένη ενδοοµαδική εύνοια οφείλεται
63 κυρίως στην αύξηση της ελκυστικότητας των µελών της πρώην εξωοµάδας σε σχέση µε τη συνθήκη δύο οµάδων ενώ στη συνθήκη ξεχωριστών ατόµων (αποκατηγοριοποίηση προσωποποιηµένη επαφή) οφείλεται κυρίως στη µείωση της ελκυστικότητας των µελών της πρώην ενδοοµάδας. Μοντέλο διττής ταυτότητας: Η πλέον πρόσφατη άποψη αναφορικά µε το θέµα της γενίκευσης των θετικών αποτελεσµάτων της επαφής αποτελεί συνδυασµό των δύο τελευταίων απόψεων, δηλαδή του µοντέλου της διοµαδικής επαφής και του µοντέλου της κοινής ενδοοµαδικής ταυτότητας. Το µοντέλο της «διττής» ταυτότητας (βλ. Gonzalez & Brown, 2003) προτείνει ότι κατά τη διάρκεια της επαφής, αν τα άτοµα παράλληλα µε την κοινή ενδοοµαδική ταυτότητα διατηρούν την κοινωνική ταυτότητα της οµάδας προέλευσης, η γενίκευση των θετικών αποτελεσµάτων της επαφής θα διευκολυνθεί χωρίς να απειλείται η µοναδικότητα της κοινωνικής ταυτότητας της οµάδας προέλευσης (κίνδυνος αφοµοίωσης στο πλαίσιο της υπερκείµενης κατηγορίας). Οι Gonzalez & Brown (2003) έκαναν µια έρευνα ακολουθώντας σε γενικές γραµµές το πειραµατικό υπόδειγµα των Gaertner et al. (1993), αλλά προσθέτοντας άλλη µια τέταρτη συνθήκη διττής ταυτότητας. Επιπλέον, συµπεριέλαβαν άλλη µια φάση µε σκοπό τη µέτρηση της γενίκευσης των αποτελεσµάτων της επαφής κατά το υπόδειγµα των Bettencourt, Brewer, Rogers-Croak & Miller (1992) (µέτρηση µετά από προβολή βιντεοσκοπηµένης αλληλεπίδρασης). Τα αποτελέσµατα έδειξαν µειωµένη ενδοοµαδική εύνοια στη φάση της επαφής και στις τέσσερις συνθήκες, αλλά η γενίκευση αυτού του θετικού αποτελέσµατος εµφανίστηκε µόνο στις συνθήκες κοινής ενδοοµαδικής ταυτότητας και διττής ταυτότητας. Το συγκριτικό πλεονέκτηµα της τακτικής της διττής ταυτότητας κατά την επαφή είναι ίσως οι πρακτικές που υπαγορεύει σε επίπεδο κοινωνικής πολιτικής για τις διοµαδικές σχέσεις ιδιαίτερα σε πολυπολιτισµικές κοινωνίες. Όταν ενθαρρύνεται η διατήρηση των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών των οµάδων (ιδιαίτερα των µειονοτικών) που συµµετέχουν σε µια ευρύτερη κατηγορία είναι πιο πιθανή η εξοµάλυνση των διοµαδικών σχέσεων (π.χ. ενθάρρυνση της διατήρησης της εθνικής ταυτότητας των οικονοµικών µεταναστών µε παράλληλη προβολή της κοινής ενδοοµαδικής ταυτότητας «κάτοικοι της ίδιας χώρας»).
64 Αναθεωρηµένη υπόθεση της επαφής: Όσο κι αν εκ πρώτης όψεως οι παραπάνω απόψεις για τις συνθήκες που οδηγούν σε γενίκευση των θετικών αποτελεσµάτων της επαφής φαίνονται µη συµβατές µεταξύ τους, η πρόταση του Pettigrew (1998) για τη χρονική ακολουθία των σταδίων της επαφής δίνει µια ενδιαφέρουσα απάντηση. Πιο συγκεκριµένα, ο Pettigrew προτείνει ότι κατά την αρχική επαφή, που συνοδεύεται από το αναπόφευκτο άγχος, η αποκατηγοριοποίηση και κατά συνέπεια η προσωποποιηµένη επαφή µπορεί να βοηθήσει στη διαµόρφωση θετικής στάσης για κάποιο ή κάποια άτοµα, χωρίς απαραίτητα να επέλθει γενίκευση στο σύνολο της εξωοµάδας. Όταν εγκαθιδρυθεί η επαφή, χρειάζεται η προβολή της οµάδας προέλευσης (διοµαδική επαφή) ώστε να επέλθει µείωση της προκατάληψης και γενίκευση. Τέλος, µετά από παρατεταµένη επαφή, είναι ίσως δυνατή η επανακατηγοριοποίηση και η υιοθέτηση κοινής ενδοοµαδικής ταυτότητας που θα οδηγούσε στη µέγιστη δυνατή µείωση της προκατάληψης. Ρυθµιστικοί παράγοντες (moderators) της αποτελεσµατικότητας της επαφής Ο ρυθµιστικός ρόλος της ευκρίνειας τυπικότητας Στις έρευνες για το µοντέλο διοµαδικής επαφής των Hewstone &Brown, η ευκρίνεια (outgroup salience) της κατηγοριακής υπαγωγής των µελών της εξωοµάδας έχει εγχειρηµατοποιηθεί µε δύο βασικούς τρόπους: (α) επίγνωση (awareness) της κατηγοριακής υπαγωγής των µελών της εξωοµάδας και (β) προσλαµβανόµενη τυπικότητα (perceived typicality) των µελών της εξωοµάδας. Οι Brown & Hewstone (2005) υποστηρίζουν ότι για να γίνει η σύνδεση µεταξύ του µέλους της εξωοµάδας µε το οποίο γίνεται η επαφή µε την εξωοµάδα στο σύνολό της, πρέπει να έχουµε κάποια επίγνωση ότι ανήκει στη συγκεκριµένη εξωοµάδα, και µάλιστα αυτή η σύνδεση θα είναι ισχυρότερη στο µέτρο που το µέλος της εξωοµάδας θεωρείται τυπικό αντιπροσωπευτικό της εξωοµάδας. Ωστόσο, οι Brown & Hewstone (2005) υποστηρίζουν ότι δεν µπορούµε να ισχυριστούµε ότι η µεγαλύτερη προσλαµβανόµενη τυπικότητα οδηγεί πάντα σε µεγαλύτερη θετική γενίκευση, γιατί αυτό εξαρτάται από τη φύση των σχέσεων µεταξύ των δύο οµάδων (π.χ. αρνητικές αλλά σχετικά ήπιες ή εξαιρετικά τεταµένες και συγκρουσιακές). Έτσι προτείνουν ότι η επίγνωση και η τυπικότητα της κατηγοριακής υπαγωγής των µελών της εξωοµάδας πρέπει να είναι αρκετά υψηλή ώστε να εξασφαλίζεται η γενίκευση των θετικών αποτελεσµάτων της επαφής, αλλά