ΦΥΣΙΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΘΡΕΨΗΣ



Σχετικά έγγραφα
Πάντως η λήψη τροφής ρυθµίζεται από το νευρικό σύστηµα µε συνεργασία δύο κέντρων.

Επίπεδα λεπτίνης και γκρελίνης σε ασθενείς με διαβήτη τύπου 2 πριν και 6 μήνες μετά την έναρξη ινσουλινοθεραπείας

Γαστρεντερικές ορμόνες, νεύρωση & αιμάτωση. Σωτήρης Ζαρογιάννης Επίκ. Καθηγητής Φυσιολογίας Εργαστήριο Φυσιολογίας Τμήμα Ιατρικής Π.Θ.

Ν. Κατσίκη¹, Α. Γκοτζαμάνη-Ψαρράκου², Φ. Ηλιάδης¹, Τρ. Διδάγγελος¹, Ι. Γιώβος³, Δ. Καραμήτσος¹

Hormones and GI εντερο-ενδοκρινικά (εντεροχρωμοφινικά ECU κύτταρα)

ΜΕΤΑΒΟΛΙΣΜΟΣ ΝΗΣΤΙΚΟΥ ΚΑΙ ΤΡΑΦΕΝΤΟΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥ Tον ανθρώπινο µεταβολισµό το χαρακτηρίζουν δύο στάδια. Tοπρώτοείναιηκατάστασητουοργανισµούµετά

Ενδοκρινής Μοίρα του Παγκρέατος. 21/5/18 Ε. Παρασκευά, Εργ. Φυσιολογίας, Τµήµα Ιατρικής Π.Θ.

ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΚΙΝΗΤΡΩΝ. Θεματική Ενότητα 2: Βιολογική και φυσιολογική βάση των κινήτρων

Παιδιά με διαβήτη. Παρά την καλή θρέψη γινόταν προοδευτικά πιο αδύναμα και καχεκτικά Ήταν ευπαθή στις λοιμώξεις Πέθαιναν από κατακλυσμιαία οξέωση

ΕΝΔΟΚΡΙΝΕΙΣ ΑΔΕΝΕΣ. Οι ρυθμιστές του οργανισμού

Πεπτικό σύστημα και το κόστος της «καλοπέρασης»

ΒΙΟΧΗΜΕΙΑ ΤΟΥ ΜΕΤΑΒΟΛΙΣΜΟΥ

«Οι Top Τροφές για απώλεια βάρους!», από την Μαργαρίτα Μυρισκλάβου Τελειοφ. Διαιτολόγο Διατροφολόγο και το logodiatrofis.gr!

ΕΡΑΣΜΕΙΟΣ ΕΛΛΗΝΟΓΕΡΜΑΝΙΚΗ ΣΧΟΛΗ

χρόνιου πόνου κι των συναισθημάτων. Μάλιστα, μεγάλο μέρος αυτού

Αρχικά θα πρέπει να προσδιορίσουμε τι είναι η παχυσαρκία.

Από τον Κώστα κουραβανα

Παπαβαγγέλης Χρήστος Πρόεδρος Πανελληνίου Συλλόγου Νοσοκομειακών Διαιτολόγων MSc Clinical Nutrition Νοσοκομειακός Διαιτολόγος ΓΝΑ «ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ»

Ο Βασικός μεταβολισμός εξαρτάται από ένα πλήθος παραγόντων όπως:

ΣΤΡΕΣ ΚΑΙ ΕΓΚΕΦΑΛΟΣ ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ ΜΑΝΩΛΙΑ ΑΦΡΟΔΙΤΗ ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ ΣΤΕΛΛΑ ΠΑΝΑΓΟΥΛΗ ΕΥΗ ΡΕΜΕΔΙΑΚΗ

ΑΝΩΤΑΤΟ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΕΚΠΑΙ ΕΥΤΙΚΟ Ι ΡΥΜΑ ΚΡΗΤΗΣ, ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΣΗΤΕΙΑΣ ΤΜΗΜΑ ΙΑΤΡΟΦΗΣ ΙΑΙΤΟΛΟΓΙΑΣ ΠΤΥΧΙΑΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΘΕΜΑ: ΟΡΜΟΝΕΣ ΤΗΣ ΟΡΕΞΗΣ

Έρευνες έχουν δείξει ότι λήψη ψηλής ποσότητας σύνθετων υδατανθράκων πριν την

Νευροδιαβιβαστές και συμπεριφορά

Ο μεταβολισμός του σώματος περιλαμβάνει όλες τις χημικές διαδικασίες που εμπλέκονται στην παραγωγή και απελευθέρωση της ενέργειας, καθώς και στην

Πεπτικό σύστημα Περιγραφή

Παραγωγή Υδρόβιων Οργανισμών

11. ΕΝΔΟΚΡΙΝΕΙΣ ΑΔΕΝΕΣ

Κατερίνα Μιχοπούλου Γ 3 Σχ. έτος

Μεταιχμιακό Σύστημα του Εγκεφάλου

ΒΙΟΛΟΓΙΑ Α ΛΥΚΕΙΟΥ ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΤΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΘΕΜΑΤΩΝ ΣΤΟ 11 Ο ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΝΔΟΚΡΙΝΕΙΣ ΑΔΕΝΕΣ ΘΕΜΑ Β

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 11 ΕΝΔΟΚΡΙΝΕΙΣ ΑΔΕΝΕΣ

ΘΑΝΑΣΗΣ ΤΖΙΑΜΟΥΡΤΑΣ, Ph.D., C.S.C.S

Ιδέες για ένα σωστό πρωινό

Στέργιος Ι. Τραπότσης Χειρουργός Ορθοπαιδικός Διδάκτωρ Ιατρικής Σχολής ΑΠΘ Διδάσκων ΤΕΦAΑ-ΠΘ

ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΗΣ ΦΥΣΙΟΛΟΓΙΑΣ

Στοιχεία ενεργειακού μεταβολισμού. Αντωνία Ματάλα Σεπτέμβριος 2016

Υπολογισμός των ενεργειακών απαιτήσεων. Αντωνία Ματάλα Σεπτέμβριος 2017

11. ΕΝΔΟΚΡΙΝΕΙΣ ΑΔΕΝΕΣ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ ΑΝΟΙΚΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ. Ψυχολογία Κινήτρων

Χ Α Ρ Ο Κ Ο Π Ε Ι Ο Π Α Ν Ε Π Ι Σ Τ Η Μ Ι Ο ΤΜΗΜΑ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ ΔΙΑΙΤΟΛΟΓΙΑΣ- ΔΙΑΤΡΟΦΗΣ. Πτυχιακή εργασία

Διατροφικές Διαταραχές & η αντιμετώπιση τους

ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΦΥΣΙΟΛΟΓΙΑΣ

Φλοιοτρόπος ορμόνη ή Κορτικοτροπίνη (ACTH) και συγγενή πεπτίδια

Πρώτα μηνύματα: ορμόνες, νευροδιαβιβαστές, παρακρινείς/αυτοκρινείς παράγοντες που φθάνουν στηνκμαπότονεξωκυττάριοχώροκαιδεσμεύονται με ειδικούς

Η ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΗΣ ΣΙΛΔΕΝΑΦΙΛΗΣ ΣΕ ΠΑΡΑΜΕΤΡΟΥΣ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑΣ ΚΑΙ ΜΕΤΑΒΟΛΙΣΜΟΥ ΣΕ ΕΠΙΜΥΕΣ ΥΠΟ ΣΤΕΡΗΣΗ ΤΡΟΦΗΣ

Παιδιά με διαβήτη. Παρά την καλή θρέψη γινόταν προοδευτικά πιο αδύναμα και καχεκτικά Ήταν ευπαθή στις λοιμώξεις Πέθαιναν από κατακλυσμιαία οξέωση

Αγγελική Βουτσά. Παθολόγος-Διαβητολόγος. Τ. Συν/στρια Δ/ντρια Παθολογικής Κλινικής Νοσοκομείου Λήμνου

ΟΥΣΙΕΣ ΠΟΥ ΠΡΟΚΑΛΟΥΝ ΕΘΙΣΜΟ. Το πέρασμα από τη χρήση στον εθισμό έχει ασαφή όρια

Βλέννα, υδαρές υγρό. ή τοιχωματικό ή οξυπαραγωγικό = HCl + ενδογενή παράγοντα. βλέννα. ή ζυμογόνο ή πεπτικό = πεψινογόνο

Ν. Κατσίκη[1], Α. Γκοτζαμάνη-Ψαρράκου[2], Φ. Ηλιάδης[1], Τρ. Διδάγγελος[1], Ι. Γιώβος[3], Δ. Καραμήτσος[1]

ΥΔΑΤΑΝΘΡΑΚΕΣ. Τι είναι οι υδατάνθρακες;

PΟΛΟΣ ΤΩΝ ΥΔΑΤΑΝΘΡΑΚΩΝ ΣΤΗ ΔΙΑΤΡΟΦΗ Oι υδατάνθρακες αποτελούν την τάξη των θρεπτικών υλών που βρίσκεται σε μεγάλες ποσότητες στη φύση και στα

Ο σακχαρώδης διαβήτης ( ΣΔ ) είναι το κλινικό σύνδρομο που οφείλεται. είτε σε έλλειψη ινσουλίνης λόγω μείωσης η παύσης παραγωγής (σακχαρώδης

ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ ΔΙΑΙΤΟΛΟΓΩΝ & ΔΙΑΤΡΟΦΟΛΟΓΩΝ ΚΥΠΡΟΥ

Η ΔΙΑΤΟΦΗ ΤΟΥ ΣΗΜΕΡΑ. Μαθητές: Τάτσιου Ελενη,ΖάχουΚατερίνα,Κοκκινίδου Αθανασία,Καρπόζηλος Κωνσταντίνος. Καθηγητής: κ. Παπαμήτσος

ΤΙΤΛΟΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΝΕΥΡΙΚΗ ΑΝΟΡΕΞΙΑ ΦΟΙΤΗΤΡΙΕΣ ΝΟΣΗΛΕΥΤΙΚΗΣ ΜΑΚΡΟΓΙΑΝΝΗ ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗ ΜΑΥΡΙΔΟΥ ΠΑΡΘΕΝΑ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ ΤΜΗΜΑ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ ΦΥΣΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ & ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΥ. ΚΕ 0918 «Βιοχημική Αξιολόγηση Αθλητών»

Ρύθμιση της λειτουργίας

M.Sc. Bioinformatics and Neuroinformatics

Η ΠΟΣΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΤΡΟΦΗΣ

Επιστημονική Ημερίδα για Διαιτολόγους- Διατροφολόγους Ελληνική Εταιρεία Μελέτης & Εκπαίδευσης για τον Σακχαρώδη Διαβήτη, 26/1/2019, Θεσσαλονίκη.

ΧΑΡΟΚΟΠΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ

Π Α Π Α Γ Ι Α Ν Ν Η Ο.

Αύξηση & Ανάπτυξη. Υπερπλασία: αύξηση του αριθµού των κυττάρων & Υπερτροφία : αύξηση του µεγέθους των κυττάρων

Ψυχολογία της διατροφής

Πεπτικός σωλήνας Κύρια λειτουργία του είναι η εξασφάλιση του διαρκούς ανεφοδιασμού του οργανισμού με νερό, ηλεκτρολύτες και θρεπτικά συστατικά.

ΦΥΣΙΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΓΑΣΤΡΕΝΤΕΡΙΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ. Α. Χατζηγεωργίου Επίκουρος Καθηγητής Φυσιολογίας Ιατρικής Σχολής ΕΚΠΑ

«Τι είναι ο μεταγευματικός διαβήτης;», από τον Ειδικό Παθολόγο Διαβητολόγο Άγγελο Κλείτσα και το yourdoc.gr!

ΤΑΞΗ: Β ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ: 04/06/2018

ΑΠΟΙΚΟΔΟΜΗΣΗ ΛΙΠΑΡΩΝ ΟΞΕΩΝ II ΚΕΤΟΝΟΣΩΜΑΤΑ

Ενεργειακή Δαπάνη Ηρεμίας

Διατροφή και Υγεία. Τμήμα Project 3 Α Τετραμήνου 1 ο ΕΠΑ.Λ. Άνω Λιοσίων

ΣΥΝΤΑΓΟΓΡΑΦΗΣΗ ΘΡΕΠΤΙΚΗΣ ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗΣ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ 18: ΔΙΑΤΡΟΦΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΡΑΧΕΣ

MANAGING AUTHORITY OF THE OPERATIONAL PROGRAMME EDUCATION AND INITIAL VOCATIONAL TRAINING ΛΙΠΗ. ΘΑΝΑΣΗΣ ΤΖΙΑΜΟΥΡΤΑΣ, Ph.D., C.S.C.

ΜΑΘΗΜΑ 4ο ΜΕΡΟΣ Β ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΝΕΥΡΙΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ

ΦΥΣΙΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΥΠΝΟΥ. Εμμ. Μ. Καραβιτάκης Παιδίατρος

«Για πάντα αδύνατοι με λεπτίνη;», από την Ανθή Αντωνίου και το Hashimoto.gr!

Εγκέφαλος-Αισθητήρια Όργανα και Ορμόνες. Μαγδαληνή Γκέιτς Α Τάξη Γυμνάσιο Αμυγδαλεώνα

Ποια η χρησιμότητα των πρωτεϊνών;

Η. ΚΑΤΣΙΚΗΣ. ΦΛΩΡΑΚΗΣ. ΠΑΝΙ ΗΣ ΠΑΧ ΥΣΑΡΚΙΑ. Αίτια, διαγνωστική προσέγγιση και θεραπευτική αντιμετώπιση

ΕΝΕΡΓΕΙΑΚΗ ΙΣΟΡΡΟΠΙΑ-ΒΑΣΙΚΟΣ ΜΕΡΑΒΟΛΙΣΜΟΣ

Κατανάλωση υγρών και τροφίµων κατά τη διάρκεια της άσκησης

PΟΛΟΣ ΤΩΝ ΛΙΠΑΡΩΝ ΥΛΩΝ ΣΤΗ ΔΙΑΤΡΟΦΗ H βιολογική σημασία των λιποειδών είναι μεγάλη : Eίναι δομικές μονάδες των μεμβρανών και συμμετέχουν στις

ΟΡΟΛΟΣΤΗΣΑΣΚΗΣΗΣΣΤΟ ΜΕΤΑΒΟΛΙΚΟΣΥΝ ΡΟΜΟ, ΣΤΑ ΛΙΠΙ ΙΑ ΚΑΙ ΣΤΙΣ ΛΙΠΟΠΡΩΤΕΪΝΕΣ

Φυσιολογία ΙΙ Ενότητα 3:

ΜΠΑΝΑΝΑ. 16/11/2011 Νομικού Ζωή 1

ΘΑΝΑΣΗΣ ΤΖΙΑΜΟΥΡΤΑΣ, Ph.D., C.S.C.S

Διατροφή και σχολική/αθλητική απόδοση. Από τους μαθητές: Γεωργία Βαρότση Ελένη Μαύρου Άρτεμις Αναγνώστου Κώστας Πακτίτης Χρύσανθος Λειβαδιώτης

Εταιρικές Δράσεις Προαγωγής Υγείας & Ευεξίας

Υγεία και Άσκηση Ειδικών Πληθυσμών ΜΚ0958

ΝΕΥΡΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ - ΜΕΡΟΣ Α. Ο ηλεκτρονικός υπολογιστής του οργανισμού μας

διαιτητικές συνήθειες εμβρυϊκή εφηβείας ψυχογενής ανορεξία

ΟΡΜΟΝΙΚΕΣ ΜΕΤΑΒΟΛΕΣ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΑΘΛΗΣΗ

11. Υπογλυκαιμία στο Σακχαρώδη Διαβήτη

2 ο Πρότυπο Πειραματικό Γενικό Λύκειο Αθηνών

Μηδενική Δίαιτα: Η πιο αυστηρή Δεν γίνεται πρόσληψη ενέργειας Οργανισμός καταφεύγει σε αποθήκες του: Λίπος Πρωτεΐνες Γλυκογόνο

Dr ΣΑΡΡΗΣ Ι. - αµ. επ. καθηγ. ΑΒΡΑΜΙ ΗΣ Α. ενδοκρινολόγοι. gr

Εισαγωγή στη Διατροφή

ΓΡΑΠΤΕΣ ΑΠΟΛΥΤΗΡΙΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ΜΑΪΟΥ - ΙΟΥΝΙΟΥ 2017

24/1/ ο ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΩΡΑΙΟΚΑΣΤΡΟΥ ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΗΜΕΡΑ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΠΑΧΥΣΑΡΚΙΑΣ

Transcript:

ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑΤΙΚΕΣ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΣΤΟ ΜΑΘΗΜΑ: ΦΥΣΙΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΘΡΕΨΗΣ υπό του Δρ. Θεμιστοκλή Τζώτζα Ιατρού Ενδοκρινολόγου

ΦΥΣΙΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΔΙΑΤΡΟΦΙΚΗΣ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑΣ ΕΙΣΑΓΩΓΗ Ως διατροφική συμπεριφορά χαρακτηρίζεται η συνολική κινητοποίηση ενός ατόμου με σκοπό την εξεύρεση και κατανάλωση τροφής. Η κύρια φυσιολογική λειτουργία αυτής της συμπεριφοράς είναι να εξασφαλίσει την πρόσληψη των απαραίτητων θρεπτικών ουσιών για τις ενεργειακές ανάγκες του συνόλου των κυττάρων του οργανισμού. Η ρύθμιση της διατροφικής συμπεριφοράς αποτελεί ένα μέρος της συνολικής ενεργειακής ομοιοστασίας του οργανισμού, που έχει σκοπό να εξασφαλίσει ενεργειακή ισορροπία και να διατηρήσει σταθερό ένα επίπεδο λιπώδους ιστού. Όπως κάθε συμπεριφορά, έτσι και η διατροφική συμπεριφορά ρυθμίζεται κυρίως από το κεντρικό νευρικό σύστημα (ΚΝΣ). Τα κύρια κέντρα του εγκεφάλου που ρυθμίζουν τη διατροφική συμπεριφορά βρίσκονται στο επίπεδο του υποθαλάμου. Οι κλασικές απόψεις της δεκαετίες του 50 σύμφωνα με τις οποίες υπάρχουν δύο ξεχωριστά κέντρα στον υποθάλαμο, ένα της όρεξης και ένα του κορεσμού, έχουν αντικατασταθεί από τις σύγχρονες απόψεις σύμφωνα με τις οποίες η αλληλεπίδραση διαφόρων νευροδιαβιβαστών και νευροορμονών στον υποθάλαμο και σε άλλα σημεία του εγκεφάλου παίζουν ρόλο στην εναλλαγή πείνας και κορεσμού. Οι νευροδιαβιβαστές αυτοί λειτουργούν μέσα σε νευρωνικά κυκλώματα τα οποία δέχονται ορμονικά και νευρικά ερεθίσματα από τους περιφερικούς ιστούς. Τα ερεθίσματα αυτά στέλνουν πληροφορίες στον εγκέφαλο αναφορικά με την από την ενεργειακή κατάσταση του οργανισμού και επιτρέπουν, κατ αυτόν τον τρόπο, την προσαρμογή της πρόσληψης τροφής ανάλογα με τις ανάγκες. Η φυσιολογική αυτή ρύθμιση επηρεάζεται από διάφορους ψυχολογικούς, κοινωνικούς και περιβαλλοντικούς παράγοντες οι οποίοι πολλές φορές εκτρέπουν την ενεργειακή αυτή ισορροπία από τα φυσιολογικά όρια και μπορεί να προκαλέσουν διαταραχή στο σωματικό βάρος με αποτέλεσμα παχυσαρκία ή απίσχναση. 1

Ι. ΟΙ ΦΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΠΡΟΣΛΗΨΗΣ ΤΡΟΦΗΣ Η διατροφική συμπεριφορά χαρακτηρίζεται από διαλείποντα και κυκλικά επεισόδια λήψης τροφής τα οποία διακόπτονται από περιόδους νηστείας. Σε αντίθεση με την πρόσληψη τροφής, η χρησιμοποίηση των ενεργειακών ουσιών από τα κύτταρα των διαφόρων ιστών (μυικός, λιπώδης ιστός, κ.λ.π.) γίνεται με συνεχή τρόπο. Ένα επεισόδιο πρόσληψης τροφής αποτελείται από 3 φάσεις : Την προγευματική, την φάση του κυρίου γεύματος και την μεταγευματική φάση. Κατά την προγευματική φάση το άτομο βρίσκεται σε εγρήγορση για αναζήτηση τροφής και προετοιμάζει τη διαδικασία του γεύματος. Οι αισθήσεις που συνοδεύουν την φάση αυτή είναι η πείνα (hunger) και ή όρεξη (appetite). Οι διαφορές των δύο αυτών αισθήσεων είναι ότι η μεν πείνα αποτελεί μια φυσιολογική ανάγκη για φαγητό χωρίς να συνυπάρχει ειδική επιθυμία και η οποία προκαλεί ανησυχία, νευρικότητα και εκνευρισμό ενώ η όρεξη είναι η επιθυμία για συγκεκριμένη τροφή ή ομάδα τροφών (π.χ. έχω όρεξη για μακαρόνια ή για σοκολάτα) και συνοδεύεται με αίσθηση απόλαυσης. Η κύρια φάση του γεύματος -2η φάση- χαρακτηρίζεται από την έναρξη πρόσληψης τροφής όπου το άτομο επιλέγει την ποσότητα και ποιότητα της τροφής, τη διαδικασία λήψης τροφής και τη διακοπή. Η φάση αυτή χαρακτηρίζεται από την αίσθηση της όρεξης, της απόλαυσης και την έναρξη κορεσμού. Η μεταγευματική φάση -3η φάση- συνοδεύεται από αίσθημα ευεξίας και ελαφρά υπνηλία οι δε αισθήσεις που κυριαρχούν είναι αυτές του κορεσμού, της πληρότητας και της ικανοποίησης. Στο σημείο αυτό είναι σκόπιμο να ξεχωρίσουμε τον κορεσμό (satiation) κατά τον οποίο υπάρχει αίσθηση γαστρικής πληρότητας, εξαφάνιση της αίσθησης της πείνας και χαλάρωση, από τον κόρο (satiety) όπου υπάρχει πλήρης αναστολή επιπλέον λήψης τροφής. Σε γενικές γραμμές η πρόσληψη τροφής μπορεί να ρυθμίζεται είτε μέσω της ποσότητας της τροφής κατά τη διάρκεια του γεύματος είτε μέσω του μεσοδιαστήματος 2 γευμάτων. Μελέτες σε πειραματόζωα έδειξαν ότι η ποσότητα (το μέγεθος) του γεύματος είναι αυτή που κυρίως παίζει ρόλο στο μεσοδιάστημα που μεσολαβεί μέχρι το επόμενο γεύμα. Αντίθετα, το μεσοδιάστημα χωρίς γεύμα δεν παίζει σημαντικό ρόλο στο μέγεθος του 2

επομένου γεύματος. Με άλλα λόγια, δεν ισχύει η άποψη ότι οι μεγαλύτερες καθυστερήσεις από το τελευταίο γεύμα έως το επόμενο οδηγούν σε μεγαλύτερη κατανάλωση τροφής. Η σημαντική επίδραση του μεγέθους του γεύματος στο επακόλουθο μεσοδιάστημα νηστείας εξηγείται από το γεγονός ότι υπάρχουν κάποιοι παράγοντες κορεσμού οι οποίοι είναι ανάλογοι με το μέγεθος του γεύματος και οι οποίοι εξαφανίζονται μετά από κάποιο χρονικό διάστημα. Στην παρακάτω εικόνα 1 περιγράφεται συνοπτικά ο κύκλος της συμπεριφοράς πρόσληψης τροφής και κορεσμού. ΙΙ. ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΙ ΕΝΑΡΞΗΣ ΠΡΟΣΛΗΨΗΣ ΤΡΟΦΗΣ Οι θεωρίες σχετικά με το πρωταρχικό βιολογικό ερέθισμα που προκαλεί την έναρξη του γεύματος χρονολογούνται από 50 χρόνια. Ακόμη και μέχρι σήμερα δεν υπάρχει απόλυτη συμφωνία για τον ακριβή μηχανισμό της έναρξης του γεύματος. Οι επικρατούσες θεωρίες είναι δύο. Η γλυκοστατική και η λιποστατική, αλλά υπάρχουν και άλλες όπως η γλυκογονοστατική, η ηπατοστατική, η ισχυμετρική και η θερμοστατική. Γλυκοστατική θεωρία: Σύμφωνα με αυτήν, η ελάττωση των επιπέδων της γλυκόζης στο αίμα προκαλεί βραχυπρόθεσμα κινητοποίηση για λήψη τροφής. Σημαντικοί λόγοι που συνηγορούν υπέρ της γλυκοστατικής θεωρίας είναι 1) η γλυκόζη είναι το κυριότερο ενεργειακό καύσιμο και παρέχει βασικά 3

μόρια στον κύκλο του Krebs, από τον οποίο παράγεται η ΑΤP 2) ο εγκέφαλος έχει νευρώνες οι οποίοι είναι ιδιαίτερα ευαίσθητοι στην παρουσία γλυκόζης. οι νευρώνες αυτοί βρίσκονται κυρίως στους υποθαλαμικούς πυρήνες που σχετίζονται με την όρεξη και τον κορεσμό 3) Η ινσουλίνη, ορμόνη που κυρίως ρυθμίζει το μεταβολισμό της γλυκόζης, επιδρά στους γλυκοευαίσθητους νευρώνες του εγκεφάλου. Η γλυκοστατική θεωρία αναπτύχθηκε λόγω της διαπίστωσης της σημασίας που έχει για την έναρξη λήψης τροφής ή προγευματική υπογλυκαιμία. Με άλλα λόγια, της έναρξης του γεύματος προηγείται μικρού βαθμού ελάττωση των επιπέδων της γλυκόζης, η οποία είναι στιγμιαία και ήπιας έντασης. Η παροδική αυτή υπογλυκαιμία εκφράζει την απουσία άμεσης διαθεσιμότητας γλυκόζης και κατά συνέπεια ενέργειας στους ιστούς και ο όρος που χρησιμοποιείται για το φαινόμενο αυτό είναι «γλυκοπενική πείνα» (glucoprivic hunger). Υπάρχουν αρκετά πειράματα σε ποντίκια που αποδεικνύουν τη σημασία της στιγμιαίας προγευματικής υπογλυκαιμίας στην έναρξη του γεύματος: Η ένεση αδρεναλίνης μέσω της πρόκλησης ηπατικής παραγωγής γλυκόζης, ελαττώνει την προγευματική υπογλυκαιμία και, καταργεί το σινιάλο της πείνας. Το ίδιο αποτέλεσμα προκαλούν καταστάσεις stress, οι οποίες επίσης δρουν μέσω αύξησης της αδρεναλίνης. Η ένεση ινσουλίνης, η οποία ελαττώνει την γλυκόζη και αναστέλλει τη γλυκογονόλυση προκαλεί επίσης υπογλυκαιμία και έναρξη γεύματος. Πρέπει επίσης να τονισθεί ότι ο εγκέφαλος δεν αναγνωρίζει κάποιες απόλυτα επίπεδα μείωσης γλυκόζης αλλά μια δυναμική και σχετική ελάττωση (π.χ. μείωση κατά 5%). Άρα όπως φαίνεται η γλυκοστατική θεωρία αποτελεί κυρίαρχη άποψη για το ερέθισμα βραχυπρόθεσμης ρύθμισης πρόσληψης τροφής. Λιποστατική θεωρία: Σύμφωνα με τη θεωρία αυτή, η πειραματική ελάττωση των κυττάρων σε λιπαρά οξέα ακολουθείται από αύξηση της λήψης τροφής (Λιποπενική πείνα, lipoprivic hunger). Τα λιπαρά οξέα, ως γνωστόν αντανακλούν την κύρια αποθήκη ενέργειας του οργανισμού που είναι ο λιπώδης ιστός. Η λιποστατική θεωρία φαίνεται ότι έχει μεγαλύτερη ισχύ για τη μακροχρόνια ρύθμιση της πρόσληψης τροφής, και εκφράζει τη σκοπιμότητα διατήρησης των αποθεμάτων θρεπτικών ουσιών, δηλαδή του λιπώδους ιστού. Οι υπόλοιπες θεωρίες έχουν μάλλον μικρότερη σημασία σε σχέση με τις δύο που προαναφέρθηκαν. 4

Η ισχυμετρική θεωρία που παρουσιάζει ομοιότητες με τη λιποστατική θεωρία. Σύμφωνα με αυτήν, η έλλειψη ενέργειας με τη μορφή ελάττωσης της ΑΤΡ λειτουργεί ως αρχικό σινιάλο για έναρξη λήψης τροφής. Η ηπατοστατική θεωρία: Τα επίπεδα του γλυκογόνου του ήπατος, το οποίο λειτουργεί ως αποθήκη υδατανθράκων, είναι αυτά που μέσω πνευμονογαστρικού νεύρου μεταφέρουν μηνύματα ανάγκης λήψης τροφής στον εγκέφαλο. Η θερμοστατική θεωρία: Σύμφωνα με αυτή τη θεωρία, η μείωση της θερμοκρασίας του σώματος που παρατηρείται λίγο πριν την έναρξη του γεύματος, μπορεί να αποτελεί ερέθισμα για λήψη τροφής. Η θεωρία αυτή μέχρι σήμερα δεν έχει πολλές αποδείξεις. Συμπερασματικά, η γλυκοστατική θεωρία είναι η κυρίαρχη θεωρία για το μηχανισμό έναρξης της όρεξης διότι βασίζεται στο σινιάλο (μήνυμα) που προκαλεί η άμεση ενδογενής έλλειψη καύσιμης ύλης και συγκεκριμένα γλυκόζης. ΙΙΙ. ΡΥΘΜΙΣΤΙΚΑ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΠΡΟΣΛΗΨΗΣ ΤΡΟΦΗΣ ΚΑΙ ΕΝΕΡΓΕΙΑΚΗΣ ΚΑΤΑΝΑΛΩΣΗΣ Οι έρευνες των τελευταίων 10-20 χρόνων έχουν συμβάλλει κατά πολύ στη διαλεύκανση της ρύθμισης της πρόσληψης τροφής. Στην εξέλιξη αυτή είχε μεγάλη συμμετοχή η ανακάλυψη ορισμένων νευροπεπτιδίων και ορμονών τα οποία αποδείχθηκε ότι μεταφέρουν στο κεντρικό νευρικό σύστημα μηνύματα όρεξης και κορεσμού. Σε γενικές γραμμές υπάρχει ένα μεγάλο και πολύπλοκο κύκλωμα (δίκτυο) το οποίο ρυθμίζει τη διαδικασία πρόσληψη κατανάλωση τροφής και το οποίο αποτελείται από τρία επιμέρους συστήματα: Α) Το κεντρικό σύστημα επεξεργασίας, το οποίο αποτελεί τον υποθάλαμο του εγκεφάλου, ο οποίος επεξεργάζεται τις πληροφορίες από τους περιφερικούς ιστούς και μεταδίδει με τη σειρά του διάφορα μηνύματα. Β) Το προσαγωγό σύστημα το οποίο μεταφέρει ένα σύνολο μηνυμάτων από τους περιφερικούς ιστούς -κυρίως πεπτικό σύστημα και λιπώδη ιστό- προς τον εγκέφαλο (ΚΝΣ). Γ) Το απαγωγό σύστημα: πολύπλοκο σύστημα που ρυθμίζει τη σχέση όρεξης κορεσμού με την περιφερική κατανάλωση ενέργειας (καύσεις). 5

Α. ΤΟ ΚΕΝΤΡΙΚΟ ΝΕΥΡΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ Ο εγκέφαλος δέχεται συνεχείς πληροφορίες για τις ενεργειακές αποθήκες του οργανισμού (π.χ. από λιπώδη και μυϊκό ιστό), για την τροφή που προσλαμβάνεται και απορροφάται και για τις ενεργειακές ανάγκες που είναι απαραίτητες για κάθε όργανο. Από την άλλη μεριά, ο εγκέφαλος ελέγχει όργανα και ιστούς που παίζουν σπουδαίο ρόλο στην ενεργειακή ομοιόσταση, όπως το ήπαρ και οι μύες. Κατά συνέπεια, ο εγκέφαλος είναι ικανός να απαντάει ανά πάσα στιγμή στις συνεχείς μεταβολές της ενέργειας του οργανισμού και να διατηρεί τη βιολογική ομοιόσταση. Το κυρίαρχο όργανο του εγκεφάλου που ρυθμίζει την πρόσληψη τροφής είναι ο υποθάλαμος. Ο υποθάλαμος από τη δεκαετία του 40, αποδείχθηκε ότι ελέγχει νευρολογικά την όρεξη. Μάλιστα είχε θεωρηθεί ότι εκεί βρίσκονται τα κέντρα της όρεξης και του κορεσμού διότι η διέγερση συγκεκριμένου πυρήνα του υποθαλάμου προκαλούσε μείωση της όρεξης (κέντρο κορεσμού) ενώ η διέγερση άλλου πυρήνα αύξηση της όρεξης (κέντρο πείνας). Αντίθετα φαινόμενα προκαλούσε η καταστροφή των πυρήνων αυτών. Τα επόμενα χρόνια και μέχρι σήμερα, αποκαλύφθηκε ότι δεν υπάρχουν συγκεκριμένες θέσεις κέντρων όρεξης και κορεσμού αλλά αλληλοδιαπλεκόμενα νευρικά κυκλώματα τα οποία εκφράζουν διάφορα νευροπεπτίδια με ορεξιογόνες ή ανορεξιογόνες ιδιότητες. Ο υποθάλαμος βρίσκεται στο βάθος του εγκεφάλου, στη βάση του οπτικού χιάσματος και συνδέεται με την υπόφυση μέσω ενός μίσχου. Ενεργεί ως κέντρο συλλογής πληροφοριών για την εσωτερική κατάσταση του σώματος και τις χρησιμοποιεί για να ρυθμίσει την έκκριση ορμονών που παράγονται από την υπόφυση. Άρα, ο υποθάλαμος αποτελεί το συνδετικό κρίκο μεταξύ των ανωτέρων κέντρων του εγκεφάλου και του ενδοκρινικού συστήματος. Επίσης ρυθμίζει τις περισσότερες από τις φυτικές λειτουργίες (καρδιακός ρυθμός, αναπνοή, θερμοκρασία σώματος κ.λ.π.) καθώς και μεγάλο μέρος της συναισθηματικής συμπεριφοράς των ζώων και των ανθρώπων. Στην παρακάτω εικόνα 2, φαίνεται η θέση του υποθαλάμου και της υπόφυσης σε μια κάθετη τομή του εγκεφάλου. 6

Η ρύθμιση της διατροφικής συμπεριφοράς σε επίπεδο υποθαλάμου γίνεται μέσω των πυρήνων του και κυρίως μέσω του τοξοειδούς πυρήνα. Ο τοξοειδής πυρήνας είναι επιμήκης σαν τόξο, καταλαμβάνει το μισό περίπου του υποθαλάμου κι αποτελεί τον κύριο σταθμό υποδοχής των ορμονικών, μεταβολικών και νευρικών μηνυμάτων που προέρχονται από τους περιφερικούς ιστούς. Τα μηνύματα που φθάνουν στον τοξοειδή πυρήνα επιδρούν σε δύο είδη νευρώνων που υπάρχουν σ αυτόν και οι οποίοι αποτελούν ρυθμιστές κλειδιά της διατροφικής συμπεριφοράς: Από τη μια μεριά υπάρχουν οι νευρώνες του νευροπεπτιδίου Υ (ΝΡΥ) και της πρωτεΐνης που σχετίζεται με Agouti (AgRP), οι οποίοι αποτελούν ισχυρούς διεγέρτες της όρεξης και από την άλλη μεριά οι νευρώνες της α-μελανινοτρόπου ορμόνης (α-msh) και ενός παράγοντα που λέγεται CART, και οι οποίοι αποτελούν ισχυρούς ανορεξιογόνους παράγοντες. Ο τοξοειδής πυρήνας είναι ιδιαίτερα ευαίσθητος σε ένα μεγάλο αριθμό μηνυμάτων που ρυθμίζουν την ενεργειακή κατάσταση και που προέρχονται από το πεπτικό σύστημα ή από το λιπώδη ιστό. Όλα τα μηνύματα αυτά προκαλούν αίσθημα όρεξης ή κορεσμού μέσω διέγερσης ή καταστολής των νευρώνων ΝΡΥ/AgRP και MSH/CART. Τέτοια μηνύματα μεταφέρονται από διάφορα νευροπεπτίδια, όπως θα δούμε στη συνέχεια, αλλά και από θρεπτικές ουσίες όπως είναι η γλυκόζη, τα λιπαρά οξέα και ορισμένα αμινοξέα. Κατά συνέπεια είναι ο κύριος κεντρικός ρυθμιστής της όρεξης και της πρόσληψης τροφής. Ο δεύτερος σημαντικός πόλος διατροφικής ρύθμισης είναι ο πυρήνας της μονήρους δέσμης ο 7

οποίος βρίσκεται στο στέλεχος του εγκεφάλου. Ο πυρήνας αυτός δέχεται κυρίως μηνύματα τερματισμού γεύματος και κορεσμού από το στομάχι και το έντερο κυρίως μέσω του πνευμονογαστρικού νεύρου. Συνδέεται άμεσα με το άλλο σημαντικό πόλο της διατροφικής ρύθμισης που είναι ο τοξοειδής πυρήνας. Σε πειράματα σε ποντίκια όπου καταστρέφεται ο πυρήνας μονήρους δέσμης, το ζώο δεν μπορεί να ελέγξει το μέγεθος του γεύματος και τρώει ακατάσχετα. Οι δύο αυτοί ρυθμιστικοί πόλοι συνδέονται και με άλλα συστήματα του εγκεφάλου τα οποία επηρεάζουν τη διατροφική πρόσληψη όπως το σύστημα σεροτονίνης, ντοπαμίνης, οπιοειδών και το ενδοκανναβινοειδές σύστημα. Η σεροτονίνη αποτελεί μια νευροορμόνη η οποία προβάλλει σε ολόκληρο τον εγκέφαλο και η οποία αυξάνει το αίσθημα κορεσμού ενώ παράλληλα προκαλεί διάθεση ευφορίας. Τα υπόλοιπα 3 συστήματα παίζουν ρόλο αυξάνουν - την ηδονική επίδραση των τροφών δηλαδή το αίσθημα ηδονής που προκαλείται κατά τη λήψη φαγητού και το οποίο έχει ως αποτέλεσμα την τάση επανάληψής του. Β. ΤΟ ΠΡΟΣΑΓΩΓΟ ΣΥΣΤΗΜΑ Περιλαμβάνει μηνύματα όρεξης ή κορεσμού τα οποία μεταφέρονται από τους περιφερικούς ιστούς προς τον εγκέφαλο όπου και γίνεται η επεξεργασία τους. Τα ερεθίσματα αυτά μπορούν να χωρισθούν σε 2 μεγάλες κατηγορίες: 1) Ερεθίσματα που γεννιούνται στο γαστρεντερικό σύστημα κατά τη διάρκεια των γευμάτων και προκαλούν συνηθέστερα το αίσθημα του κορεσμού ή του κόρου. Το κυριότερο τέτοιο ερέθισμα είναι η χολοκυστοκινίνη (CCK) η οποία παράγεται από το δωδεκαδάκτυλο του εντέρου και η οποία στέλνει μηνύματα κορεσμού στον υποθάλαμο μέσω του πνευμονογαστρικού νεύρου ή μέσω αιματικής κυκλοφορίας 2) Ερεθίσματα που παράγονται από το λιπώδη ιστό και εκκρίνονται ανάλογα με την ποσότητά του. Τέτοια ερεθίσματα είναι οι ορμόνες λεπτίνη και ινσουλίνη. 1) Ερεθίσματα από το πεπτικό σύστημα Τα γευματικά μηνύματα εκκρίνονται σε απάντηση της πρόσληψης τροφής, δρουν κατά τη διάρκεια ή στο τέλος του γεύματος, ελαττώνουν τη λήψη γεύματος χωρίς να προκαλούν δυσαρέσκεια και τέλος, η επίδρασή τους 8

είναι αποτελεσματική όταν παράγονται ή χορηγούνται σε φυσιολογικές δόσεις. Οι φορείς των μηνυμάτων αυτών είναι νευροπεπτίδια ή ορμόνες οι οποίες παράγονται από ειδικά εντερικά κύτταρα σε απάντηση της πέψης και απορρόφησης τροφής. Τα νευροπεπτίδια αυτά δίνουν σινιάλα συνήθως κορεσμού επιδρώντας μέσω των νεύρων στον πυρήνα μονήρους δέσμης είτε μέσω του αίματος σε άλλα επίπεδα προκαλώντας διακοπή του γεύματος. Αυτό συνοδεύεται με ένα αίσθημα πληρότητας. Τα κυριότερα τέτοια νευροπεπτίδια είναι η χολοκυστοκινίνη, το glucagon-like peptide -1 (GLP-1), το πεπτίδιο tyrosine-tyrosine (PYY), η αμυλίνη και η γκρελίνη. Με εξαίρεση την γκρελίνη, η οποία είναι ισχυρή ορεξιογόνος ορμόνη, όλες οι άλλες ορμόνες αυξάνουν το αίσθημα κορεσμού. Χολοκυστοκινίνη: Είναι ο πρώτος ανορεξιογόνος παράγοντας του πεπτικού που ανακαλύφθηκε. Η έκκριση της ακολουθεί άμεσα την είσοδο λιπαρής ή πρωτεϊνικής τροφής στο δωδεκαδάκτυλο. Στην συνέχεια η CCK εισέρχεται στην αιματική κυκλοφορία και επιδρά ορμονικά ελαττώνοντας τη γαστρική κένωση, προκαλώντας σύσπαση της χοληδόχου κύστης και διοχέτευση της χολής, χαλάρωση του σφιγκτήρα του Οddi και έκκριση παγκρεατικών ενζύμων. Οι ανορεξιογόνες ιδιότητές της περιλαμβάνουν: Μείωση του μεγέθους του γεύματος, ελάττωση όρεξης και αυξανόμενο αίσθημα πληρότητας. Όμως λόγω της βραχείας, ολιγόλεπτης παραμονής της στο αίμα η επίδρασή της στον κορεσμό είναι σύντομη. GLP 1 : Παράγεται από τα εντερικά κύτταρα ιδίως του ειλεού κατά τη λήψη υδατανθρακούχου τύπου τροφής. Επιδρά σε πολλά επίπεδα στο μεταβολισμό της γλυκόζης αλλά η κύρια δράση του είναι η διέγερση της έκκρισης της ινσουλίνης και η αναστολή της έκκρισης της γλυκαγόνης. Επίσης αναστέλλει την κινητικότητα και τις εκκρίσεις όλου του πεπτικού συστήματος. Το GLP 1 ελαττώνει την όρεξη σε πειραματόζωα αλλά και στον άνθρωπο, δρώντας στον τοξοειδή πυρήνα αλλά και ελαττώνοντας την πείνα λόγω άγχους ή αδιαθεσίας. Επίσης, επειδή ελαττώνει την γαστρική κένωση και έκκριση, μπορεί να προκαλεί ναυτία και κατά συνέπεια αίσθημα ανορεξίας. Λόγω της ινσουλινοεκκριτικής και ανορεξιογόνου ιδιότητας, φάρμακα με δράση ανάλογη του GLP 1 χρησιμοποιούνται τα τελευταία χρόνια για την θεραπευτική αντιμετώπιση ατόμων με σακχαρώδη διαβήτη και παχυσαρκία. 9

ΡΥΥ: Αποτελεί μέρος μιας μεγάλης οικογένειας πεπτιδίων που περιλαμβάνει επίσης το παγκρεατικό πολυπεπτίδιο (ΡΡ) και το νευροπεπτίδιο Υ(ΝΡΥ). Το ΡΥΥ συντίθεται από τα L κύτταρα του λεπτού και παχέος εντέρου και παρουσιάζει ισχυρή ανορεξιογόνο δράση. Η έκκρισή του διεγείρεται από τη λήψη τροφής αλλά και από την παρουσία θρεπτικών ουσιών στο λεπτό έντερο, με τα λίπη της τροφής να αποτελούν ισχυρό διεγέρτη του ΡΥΥ. Η ανορεξιογόνος του δράση ασκείται κυρίως μέσω ελάττωσης του ορεξιογόνου νευροπεπτιδίου ΝΡΥ στον τοξοειδή πυρήνα σε επίπεδο υποθαλάμου. Σημαντική μείωση της παραγωγής του ΡΥΥ πριν και μετά το γεύμα εμφανίζεται στα παχύσαρκα άτομα και η χορήγηση του μορίου ΡΥΥ 3-36 σε φαρμακολογική δόση ελαττώνει την κατανάλωση τροφής σε μεγάλο βαθμό. Γκρελίνη: Είναι πεπτιδική ορμόνη που εκκρίνεται από το στομάχι και το δωδεκαδάκτυλο, η οποία περιγράφηκε αρχικά ως διεγέρτης της αυξητικής ορμόνης. Η γκρελίνη αποτελεί μοναδική και ιδιαίτερα ισχυρή ορεξιογόνο ουσία, η οποία ασκεί τη δράση της μέσω της αιματικής κυκλοφορίας. Ο ρυθμός έκκρισής της δείχνει ότι είναι υπεύθυνη για την άμεση πρόκληση του αισθήματος της πείνας διότι ανεβαίνει στο μέγιστο λίγα λεπτά πριν την έναρξη του γεύματος και πέφτει στο ελάχιστο αμέσως μετά το τέλος αυτού. Η γκρελίνη δρα αυξάνοντας τη δραστηριότητα του ορεξιογόνου νεύρωνα NPY/AgRP σε επίπεδο υποθαλάμου. Άλλες φυσιολογικές δράσεις της γκρελίνης είναι η αύξηση της κινητικότητας και των εκκρίσεων του στομάχου. Έχει επίσης βρεθεί ότι η χορήγηση γκρελίνης ελαττώνει τη χρησιμοποίηση του λίπους και αντίθετα αυξάνει τα ένζυμα που προκαλούν αποθήκευση του λιπώδους ιστού. Πρόσφατη έρευνα έδειξε ότι ο εμβολιασμός ποντικών με αντισώματα εναντίον της γκρελίνης μπορεί να οδηγήσει σε σημαντικού βαθμού απώλεια βάρους. Στον άνθρωπο δεν υπάρχουν ακόμη δεδομένα για τη θεραπευτική χρήση της γκρελίνης σε περιπτώσεις παχυσαρκίας. Σχόλια: Η ρύθμιση της όρεξης αλλά περισσότερο του κορεσμού είναι ένα πολύπλοκο φαινόμενο το οποίο επιτελείται με τη μεσολάβηση αρκετών γαστρεντερικών πεπτιδίων και ορμονών. Τα πεπτίδια αυτά επηρεάζουν τη διατροφική μας συμπεριφορά σε βραχυπρόθεσμη βάση σε αντίθεση με τα πεπτίδια του λιπώδους ιστού που, όπως θα δούμε, επηρεάζουν σε μακροπρόθεσμη βάση. Φαίνεται ότι διαφορετικά πεπτίδια κορεσμού 10

απευθύνονται σε συγκεκριμένα ερεθίσματα μακροστοιχείων της τροφής. Για παράδειγμα η χολοκυστοκινίνη επιδρά κυρίως στο λίπος και στην πρωτεΐνη, το GLP 1 στους υδατάνθρακες και στο λίπος, το ΡΥΥ κυρίως στο λίπος κ.λ.π. Παρ όλα αυτά δεν έχει αποδειχθεί ότι μεικτά γεύματα περιέχοντα διαφορετικά μακροστοιχεία προκαλούν την έκκριση ενός συγκεκριμένου «κοκτέιλ» από γαστρεντερικές ορμόνες. Επίσης είναι ενδιαφέρον το γεγονός ότι ενώ υπάρχουν πολυάριθμα πεπτίδια που αυξάνουν τον κορεσμό (π.χ. GLP 1, χολοκυστοκινίνη κ.λ.π.) μόνο ένα υπάρχει, που αυξάνει την όρεξη, η γκρελίνη. Είναι πιθανό ότι το γαστρεντερικό σύστημα κυριαρχεί στους μηχανισμούς του κορεσμού ώστε να προληφθεί η κατανάλωση μεγάλης ποσότητας θερμίδων και να μη διαταραχθεί η ενεργειακή ομοιόσταση. Από την άλλη μεριά φαίνεται ότι η έναρξη του γεύματος σχετίζεται περισσότερο με ψυχολογικούς, κοινωνικούς και άλλους παράγοντες του περιβάλλοντος και λιγότερο με βιολογικούς παράγοντες, όπως θα δούμε και παρακάτω. 2) Ερεθίσματα από το λιπώδη ιστό Τα ερεθίσματα αυτά επηρεάζουν την πρόσληψη τροφής και τον κορεσμό ανάλογα με τις ενεργειακές αποθήκες σε λίπος και κυρίως σε μακροχρόνια βάση. Τα ερεθίσματα αυτά εκφράζονται μέσω δύο πολύ σημαντικών ορμονών, της ινσουλίνης και της λεπτίνης, οι οποίες αντανακλούν τα επίπεδα του λιπώδους ιστού του οργανισμού. α. Η ινσουλίνη: Τα επίπεδα ινσουλίνης στο αίμα είναι ανάλογα με την ποσότητα του λιπώδους ιστού και η ορμόνη αυτή αποτελεί δείκτη των ενεργειακών αποθεμάτων. Η ινσουλίνη εισέρχεται στον εγκέφαλο και συγκεκριμένα στους νευρώνες του υποθαλάμου, όπου στέλνει μηνύματα κορεσμού σε μακροχρόνια βάση. Πειραματικά δεδομένα δείχνουν ότι η έγχυση ινσουλίνης τοπικά στον εγκέφαλο, προκαλεί ελάττωση της όρεξης και απώλεια βάρους. Η ινσουλίνη συμμετέχει στην έναρξη του κορεσμού και σε βραχυπρόθεσμη βάση, οπότε διεγείρεται η παραγωγή της στο πάγκρεας μετά την άφιξη της γλυκόζης. Έχει διαπιστωθεί ότι η αύξηση της ινσουλίνης μετά τη λήψη τροφής συμπίπτει με την έναρξη του κορεσμού ενώ η ελάττωσή της στο τέλος του γεύματος προαναγγέλλει την πείνα. Η ινσουλίνη δρα αυξάνοντας το 11

αίσθημα κορεσμού που προκαλεί η χολοκυστοκινίνη. Στον άνθρωπο, είναι δύσκολο να ταυτοποιηθεί η ανορεξιογόνος δράση της διότι η έγχυση ινσουλίνης στο αίμα προκαλεί υπογλυκαιμία. β. Η λεπτίνη: Η υπόθεση για την ύπαρξη ενός ανορεξιογόνου παράγοντα που προέρχεται από το λιπώδη ιστό είχε ήδη εγερθεί από το 1963, η ανακάλυψη όμως της λεπτίνης έγινε το 1994. Η λεπτίνη, είναι ορμόνη που εκκρίνεται από το λιπώδη ιστό, σε απόλυτη ποσοστιαία αναλογία με αυτόν, και μεταφέρει σε χρόνια βάση στον υποθάλαμο μηνύματα ενεργειακής επάρκειας (επαρκούς λιπώδους ιστού) δηλαδή μηνύματα ανορεξιογόνα. Οι γυναίκες παρουσιάζουν υψηλότερα επίπεδα λεπτίνης από τους άνδρες λόγω του ότι έχουν περισσότερο λιπώδη ιστό. Η ανορεξιογόνος δράση της λεπτίνης ασκείται κυρίως ελαττώνοντας το μέγεθος του γεύματος και όχι τη διάρκεια του κορεσμού. Τα ερεθίσματά της είναι κυρίως συνεχή (τονικά) και λίγο επηρεάζονται από την έκκριση τροφής. Είναι ενδιαφέρον ότι τα παχύσαρκα άτομα παρουσιάζουν δυσανάλογα αυξημένα επίπεδα λεπτίνης και αυτό συμβαίνει διότι αυτή δεν δρα σωστά σε επίπεδο υποθαλάμου («Φαινόμενο αντίστασης στη λεπτίνη»). Λόγω της αντίστασης αυτής, η φαρμακευτική χορήγηση λεπτίνης στην παχυσαρκία δεν απέδωσε τα αναμενόμενα. Η απουσία λεπτίνης, πολύ σπάνια μπορεί να αποτελέσει αίτιο ανεξέλεγκτης υπερφαγίας και βαρειάς μορφής παχυσαρκίας. Είναι ενδιαφέρον ότι η απώλεια βάρους μειώνει τη λεπτίνη με αποτέλεσμα αύξηση της όρεξης και τάση επανάκτησης των απολεσθέντων κιλών. Η λεπτίνη ασκεί επίσης σημαντικές δράσεις στα ορμονικά συστήματα και ιδιαίτερα στο αναπαραγωγικό. Παίζει σπουδαίο ρόλο στην έναρξη της εφηβείας με αποτέλεσμα,όταν δεν παράγεται, να μην αναπτύσσονται σωστά τα γεννητικά όργανα. Επίσης, συμμετέχει στο διάμεσο μεταβολισμό όπου προάγει την αύξηση της λιπόλυσης και την παραγωγή ελεύθερων λιπαρών οξέων, μειώνει την έκκριση ινσουλίνης από το πάγκρεας και διεγείρει το συμπαθητικό νευρικό σύστημα. Φαίνεται όμως ότι η αύξησή της συνδέεται με αυξημένο κίνδυνο αρτηριοσκλήρυνσης. Οι δύο ορμόνες, ινσουλίνη και λεπτίνη, δρουν συνεργικά και ελαττώνουν την όρεξη κυρίως σε χρόνια βάση και λιγότερο σε οξεία. Η δράση 12

και των δύο ασκείται μέσω ελάττωσης των ορεξιογόνων νευροπεπτιδίων NPY/AgRP αλλά και αύξηση των ανορεξιογόνων α-msh/cart. Γ) ΤΟ ΑΠΑΓΩΓΟ ΣΥΣΤΗΜΑ Συγχρονίζει την αποθήκευση με την κατανάλωση ενέργειας και περιλαμβάνει : α) Τον πυρήνα της μονήρους δέσμης ο οποίος βρίσκεται στον προμήκη μυελό και αποτελεί κομβικό σημείο του απαγωγού συστήματος. Αποτελεί κεντρικό ρυθμιστικό μηχανισμό της διατροφικής συμπεριφοράς και ιδίως της αίσθησης κορεσμού β) Τους κύριους φορείς του απαγωγού συστήματος προς την περιφέρεια δηλαδή το Συμπαθητικό και το Παρασυμπαθητικό νευρικό σύστημα γ) Τα τρία συστατικά της ημερήσιας κατανάλωσης ενέργειας δηλαδή την ενεργειακή κατανάλωση ηρεμίας (βασικός μεταβολισμός), την θερμιδική επίδραση της τροφής και την ενεργητική κατανάλωση ενέργειας (σωματική δραστηριότητα). α) Πυρήνας μονήρους δέσμης (ΠΜΣ) Δέχεται άμεσα νευρικά ερεθίσματα (πνευμονογαστρικό) καθώς και ορμονικά ερεθίσματα (π.χ. χολοκυστοκινίνη, GLP 1, σεροτονίνη) από το ανώτερο πεπτικό σύστημα. Επίσης δέχεται ερεθίσματα oρμονικά και από τη λεπτίνη και την ινσουλίνη. Ο ΠΜΣ θεωρείται ο κύριος πυρήνας για τον τερματισμό της λήψης τροφής και τον κορεσμό.ο ΠΜΣ επικοινωνεί συνεχώς με τον τοξοειδή πυρήνα, ο οποίος ρυθμίζει κυρίως τα ερεθίσματα της όρεξης. Άρα στον εγκέφαλο δύο είναι οι πόλοι της ρύθμισης της πρόληψης τροφής, ο τοξοειδής πυρήνας και ο πυρήνας μονήρους δέσμης β) Ο ρόλος του φυτικού νευρικού συστήματος 1. Συμπαθητικό Ν.Σ. Προκαλεί αύξηση κατανάλωσης ενέργειας και αποβολή θερμότητας. Η δράση του συμπαθητικού ασκείται μέσω διέγερσης των β-υποδοχέων (κυρίως των β 3 ) που βρίσκονται στο φαιό λιπώδη ιστό. Η αύξηση κατανάλωσης ενέργειας στα μιτοχόνδρια προκαλεί αυξημένη κατανάλωση Ο 2,παραγωγή 13

ΑΤΡ και θερμογένεση. Παράγοντες που διεγείρουν το Σ.Ν.Σ. είναι το κρύο, το stress, οι θυρεοειδικές ορμόνες και η λεπτίνη 2. Παρασυμπαθητικό ΝΣ: H δράση του ασκείται μέσω του πνευμονογαστρικού και προκαλεί αυξημένη αποθήκευση ενέργειας και αυξημένη έκκριση ινσουλίνης, η οποία προάγει την λιπογένεση. Γ) Η περιφερική κατανάλωση ενέργειας α) Βασικός μεταβολισμός ηρεμίας: Αφορά στο 50-65% της ολικής ημερήσιας κατανάλωσης: περιλαμβάνει την ενέργεια που ξοδεύεται για τις βασικές λειτουργίες του οργανισμού σε ηρεμία (καρδιακή, αναπνευστική κ.λ.π.). β) Θερμιδική επίδραση της τροφής: Περιλαμβάνει την ενέργεια που χρησιμοποιείται για την πέψη της τροφής (15% της ολικής κατανάλωσης) γ) Η σωματική δραστηριότητα: Αποτελεί το 5-50% της ολικής κατανάλωσης ενέργειας και ποικίλλει ανάλογα με το βαθμό της άσκησης Στην παρακάτω εικόνα 3 συνοψίζεται το μοντέλο βιολογικής ρύθμισης της διατροφικής συμπεριφοράς. 14

IV. ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΟΙ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΠΟΥ ΕΠΗΡΕΑΖΟΥΝ ΤΗ ΔΙΑΤΡΟΦΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ Τέτοιοι παράγοντες είναι κοινωνικοί, πολιτισμικοί, ψυχοσυναισθηματικοί και γνωσιακοί. α) Κοινωνικοί - οικογενειακοί: Τρόπος ζωής, ωράριο εργασίας, τόπος διαμονής. Οικογενειακές συνήθειες, εκμάθηση διατροφικής συμπεριφοράς από την παιδική ηλικία, σωματικά πρότυπα. Όλοι οι παραπάνω παράγοντες επηρεάζουν το χρόνο, τη ρυθμικότητα αλλά και την ποσότητα της προσλαμβανόμενης τροφής. β) Ψυχολογικοί συναισθηματικοί: Τέτοιοι παράγοντες είναι η διάθεση, το άγχος, η κόπωση, το ψυχολογικό stress κ.ά. Αυτοί οι παράγοντες αλληλεπιδρούν με τα αισθητηριακά μηνύματα λήψης τροφής (όψη, όσφρηση, γεύση). Γνωσιακή ρύθμιση της πρόσληψης τροφής Η πρόσληψη τροφής είναι μια βιολογική ανάγκη αλλά κυρίως προϋποθέτει κάποιου βαθμού επιθυμία και κινητοποίηση. Ορισμένες συμπεριφορές και καταστάσεις θέτουν σε δεύτερο επίπεδο τη σημασία της επιθυμίας στην πρόσληψη τροφής (π.χ. αντιμετώπιση κινδύνων, κοινωνικές υποχρεώσεις κ.λ.π.). Μεγάλη επίδραση στη ρύθμιση πρόσληψης τροφής στην εποχή μας ασκεί η ενσυνείδητη στέρηση τροφής,δηλαδή η δίαιτα, η οποία πολύ συχνά εφαρμόζεται χωρίς να υπάρχει σοβαρός λόγος. Τα άτομα που βρίσκονται σε δίαιτα δεν υπακούουν στα ενδογενή ερεθίσματα όρεξης και κορεσμού αλλά σε ενσυνείδητο έλεγχο λήψης ή στέρησης τροφής. Ο παρατεταμένος και αυστηρός έλεγχος της διατροφικής πρόσληψης μπορεί να οδηγεί σε σοβαρές διαταραχές διατροφικής συμπεριφοράς (τσιμπολόγημα, τάση για γλυκά, νυκτερινή υπερφαγία, βουλιμία, νευρογενή ανορεξία) και σε πλήρη απορρύθμιση των νευροορμονικών κυκλωμάτων. Ο ρόλος της διαθεσιμότητας και της σύστασης της τροφής: α) Η υπερπροσφορά τροφίμων: Η μετάβαση από τον παραδοσιακό τρόπο διαβίωσης (=κυνήγι, αγροτικές καλλιέργειες, μαγείρεμα) στο δυτικό σύγχρονο τρόπο (= εύκολη 15

εξεύρεση τροφής, φθηνή, ταχυφαγεία) προκάλεσε μεγάλη αύξηση της προσλαμβανόμενης τροφής και οδήγησε στην επιδημία της παχυσαρκίας. β) Η σύσταση της τροφής: Τα κύρια μακροθρεπτικά συστατικά των τροφών που προσδίδουν ενέργεια είναι τα λίπη και οι υδατάνθρακες. Τα λίπη προσδίδουν περισσότερη ενέργεια ανά μονάδα όγκου (9 θερμίδες/γρ) σε σχέση με τους υδατάνθρακες (4 θερμίδες/γρ), είναι πιο εύγεστα και προκαλούν λιγότερο κορεσμό,διότι διεγείρουν λιγότερο τη λεπτίνη απ όσο οι υδατάνθρακες. Άρα, σε γενικές γραμμές, τα λίπη αυξάνουν την πρόσληψη ενέργειας. γ) Διάφορα νοσήματα: Λοιμώξεις, καρκίνος, φλεγμονώδεις παθήσεις, μεταβολικές παθήσεις (π.χ. Σακχαρώδης διαβήτης) αυξάνουν ή μειώνουν τη λήψη τροφής. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ Η φυσιολογία της διατροφικής συμπεριφοράς αποτελεί ένα πολύπλοκο σύστημα στο οποίο εμπλέκονται βιολογικοί και περιβαλλοντικοί παράγοντες. Μεταξύ των βιολογικών παραγόντων κυριαρχεί ο υποθάλαμος του εγκεφάλου ο οποίος δέχεται μηνύματα ενεργειακών αποθεμάτων από το λιπώδη ιστό (σε χρόνια βάση) μέσω της ινσουλίνης και της λεπτίνης. Επίσης, δέχεται μηνύματα από το πεπτικό σύστημα, μέσω νευροπεπτιδίων όπως η χολοκυστοκινίνη, η γκρελίνη, το GLP1 κ.ά. τα οποία επηρεάζουν κυρίως τον κορεσμό σε οξεία βάση. Βέβαια το βιολογικό αυτό μοντέλο της διατροφικής συμπεριφοράς επηρεάζεται σημαντικά από παράγοντες του περιβάλλοντος αλλά και της προσωπικότητας του ατόμου όπως είναι κοινωνικοί, οικογενειακοί, οικονομικοί, ψυχολογικοί, συναισθηματικοί και παράγοντες υγείας. Φαίνεται ότι η έναρξη πρόσληψης τροφής εξαρτάται περισσότερο από την προσωπικότητα και τους εξωγενείς παράγοντες ενώ η διάρκεια του γεύματος και ο κορεσμός από τους βιολογικούς παράγοντες. Σε κάθε περίπτωση και υπό φυσιολογικές συνθήκες η πρόσληψη ενέργειας (τροφής) συγχρονίζεται με την κατανάλωση ενέργειας (καύσεις) ώστε να υπάρχει ομοιοστατική ισορροπία. 16