PROJECT Νο 6 «ΤΕΧΝΗ» Υπεύθυνη καθηγήτρια Μαρτίνη Παρασκευή Η ερευνητική εργασία με το θέμα «τέχνη» ασχολήθηκε το πρώτο τετράμηνο με την τέχνη στα πλαίσια του αρχαιολογικού μουσείου Κομοτήνης.Έτσι λοιπόν οι μαθητές χωρίστηκαν σε πέντε υπομάδες για αποτελεσματικότερη δουλειά.οι ομαδές είναι οι εξής : Ομάδα της ζωγραφικής:η ομάδα αυτή ασχολήθηκε με την ζωγραφική ορισμένων εκθεμάτων του μουσείου. Τα άτομα που συμμετείχαν στην ομάδα αυτή είναι η Κερτένη Άννα,ο Ενές Κενάν,ο Έρχαν Σαλή Μεμέτ,η Ελευθρία Ελευθεριάδου,ο Ριντβάν Τουρμά Χασίμ και ο Μουσταφά Μεμέτ. Ομάδα της Μόδας:αυτή η ομάδα ασχολήθηκε με την ζωγραφική εκθεμάτων που σχετίζονατν με την ενδυμασία στην αρχαία Ελλάδα. Τα άτομα που συμμετείχαν είναι η Μαρία Βάθη,η Δαλθανάση Μαργαρίτα και η Χαρά Καλλιτσουνάκη. Ομάδα Κοσμημάτων:Η ομάδα αυτή αχολήθηκε με την ζωγρφαφική διαφόρων εκθεμάτων του μουσείου που σχετίζονταν με κοσμήματα και έπειτα αποτύπωσαν ορισμένα πάνω σε πυλό. Τα άτομα που συμμετείχαν είναι Η Βαρβάτου Χρυσούλα,η Κωσταρέλη Φωτεινή,η Κεχαγιά Μαρκέλλα,η Στέφη Καραπαναγιώτου,η Νάσια Καραπαναγιώτου,ο Παναγιώτης Κυριακόπουλος. Ομάδα των Κατασκευών:Η ομάδα αυτή ασχολήθηκε με την ζωγραφική διάφορων εκθεμάτων και στην συνέχεια με την αποτύπωση τους σε πυλό. Τα άτομα που συμμετείχαν είναι η Κερτένη Άννα,η Βασιλακοπούλου Ραφαέλα,η Ελευθεριάδου Ελευθερία,η Βαρβάτου Χρυσούλα,η Καλαιτζίδου Ελένη,η Κιλινγκαρίδου Ηλιάννα. Ομάδα της Φωτογραφίας.Η ομάδα αυτή ασχολήθηκε με την φωτογράφιση των εκθεμάτων του μουσείου. Τα άτομα που συμμετείχαν είναι η Καλαϊτζίδου Ελένη, η Χρυσούλα Βαρβάτου, η Ελευθερία Ελευθεριάδου, η Βασιλακοπούλου Ραφαέλα,ο Θωμάς Μέκος. Ομάδα των Κειμένων.Σε αυτή την ομάδα συμμετείχαν σχεδόν όλες οι υπομάδες.κάθε υπομάδα βρήκε ένα κείμενο σχετικό με το θέμα της,όμως το κεντρικό κέιμενο που είναι βασισμένο στην συνέντευξη του υπεύθυνου του μουσείου διαμορφώθηκε από τον Θωμά Μέκο.
Η ιστορία του Κοσμήματος Τα πρώτα κοσμήματα που φόρεσε ο άνθρωπος χάνονται στο βάθος της προϊστορίας καθώς υπολογίζεται ότι πρωτοφορέθηκαν 40.000 χρόνια πριν. Οι λόγοι που ώθησαν τον άνθρωπο στην σύλληψη της ιδέας του κοσμήματος είναι η προσέλκυση του άλλου φύλου, ο καλλωπισμός και σε κάποιες περιπτώσεις για λόγους φύλαξης από το κακό (φυλαχτό) και οι υπερφυσικές ιδιότητες του κοσμήματος. Τα πρώτα κοσμήματα ήταν φτιαγμένα από ανεπεξέργαστα υλικά όπως για παράδειγμα δόντια ζώων, όστρακα, καρποί, κουκούτσια ή ακόμα και πέτρες. Η κατασκευή των πρώτων χρυσών κοσμημάτων όπως είναι φυσικό έγινε σε χώρες όπου ο χρυσός αφθονούσε. Ο κυρίαρχος ρόλος της Ασίας και της Αιγύπτου στη κοσμηματοποϊα οφείλεται κατά ένα μεγάλο μέρος σε αυτόν τον παράγοντα. Ο χρυσός ήταν ανέκαθεν κάτι μαγικό, αφού είναι άφθαρτος και η λάμψη του αθάνατη. Αυτές οι ιδιότητές, έκαναν τον άνθρωπο να τον θεωρεί υπερφυσικό και πολύτιμο, και να θεωρεί ότι ο κάτοχος απολαμβάνει την αθανασία και την αιωνιότητα. Πολλοί αρχαίοι λαοί άρχισαν την κατασκευή κοσμημάτων χιλιετίες πριν, όπως οι Αιγύπτιοι, οι Έλληνες, οι λαοί της Μεσοποταμίας και αργότερα οι Ρωμαίοι. Αρχαία Αιγυπτος Οι Αιγύπτιοι, λόγω της αφθονίας χρυσού στην ευρυτερη περιοχή της βορειοανατολικής Αφρικής, φαίνεται ότι κατασκεύασαν πρώτοι χρυσά κοσμήματα την περίοδο 5000-3000 π.χ. Τα Αιγυπτιακά κοσμήματα χρησιμοποιήθηκαν για τον συμβολισμό κοινωνικής και θρησκευτικής δύναμης καθώς επίσης και για την συνοδεία νεκρών. Οι αιγύπτιοι προτιμούσαν τον στολισμό των κοσμημάτων τους με χρωματισμένο γυαλί παρά την αφθονία πολύτιμων πετρών στην περιοχή τους. Σημαντικό επίσης θεωρείται ότι τα αρχαία χρυσά Αιγυπτιακά κοσμήματα είχαν διάφορα χρώματα, ανάλογα με το συμβολισμό που ήθελαν να τα προσδώσουν όπως για παράδειγμα τα κοσμήματα που φορούσαν οι μούμιες έπρεπε να έχουν κόκκινο χρώμα όπως
προέβλεπε η θρησκεία τους. Μεσοποταμία Η κοσμηματοποιϊα στην Μεσοποταμία χρονολογείται περίπου από το 4000 π.χ. με μεγάλα κέντρα παραγωγής κοσμημάτων τις πόλεις Sumer και Akkad. Η μεγαλύτερη ανακάλυψη όμως έγινε με την ανεύρεση του βασιλικού νεκτοταφείου της Ουρ, το οποίο χρονολογείται γύρω στα 2900-2300 π.χ. και στο οποίο βρέθηκαν κοσμήματα και στολίδια από χρυσό, ασήμι και πολύτιμες πέτρες. Τα κοσμήματα της Μεσοποταμίας κατασκευάστηκαν στην πλειονότητα τους από λεπτά φύλλα χρυσού, διακοσμημένα με πολύχρωμες ημιπολύτιμες πέτρες όπως αχάτες, λάπις, ιάσπις και άλλες. Αρχαία Ελλάδα Η ιστορία του Ελληνικού κοσμήματος ξεκινά πολλές χιλιετίες πριν, με τη χρησιμοποίηση ορυκτών και οργανικών στοιχείων και εκτείνεται έως και σήμερα με αξιόλογη παραγωγή μοναδικών κοσμημάτων. Τα πρώτα αρχαιοελληνικά χρυσά κοσμήματα θεωρείται ότι κατασκευάστηκαν γύρω στο 1500 π.χ. αν και υπάρχουν πολλές ενδείξεις για αρχαιότερα κοσμήματα που κατασκεύασε ο Μινωικός πολιτισμός. Η μεγάλύτερη παραγωγή κοσμημάτων παρατηρήθηκε στην Μακεδονία, όπου υπήρχαν χρυσορυχεία με μεγάλη παραγωγή. Το κόσμημα από τα αρχαία χρόνια έως και σήμερα είναι πολύ δημοφιλές στην Ελλάδα. Οι αρχαίοι έλληνες θεωρούνται ως ο λαός που φορούσε περισσότερο κοσμήματα. Το κόσμημα στην αρχαία Ελλάδα φοριόταν κυρίως σε δημόσιες εμφανίσεις και σε κοινωνικά και θρησκευτικά δρώμενα από μεγάλο μέρος του πληθυσμού, σε αντίθεση με τους άλλους λαούς που μόνο λίγες τάξεις είχαν αυτό το προνόμιο.
Αγγειοπλαστική Τέχνη Ιστορικά στοιχεία Η Αγγειοπλαστική είναι μία από τις αρχαιότερες τέχνες και έχει να κάνει με την κατασκευή κυρίως πήλινων αγγείων. Αποτελεί κατηγορία της κεραμικής τέχνης, που αναφέρεται στον πηλό και σε όλες τις μορφές που μπορεί να πάρει. Στην ουσία η κεραμική, ικανοποιούσε από την Προϊστορική εποχή, τις διάφορες ανάγκες της καθημερινής ζωής του ανθρώπου για κάποια στοιχειώδη σκεύη, και χρησιμοποιώντας το ποιο απλό και άμεσο υλικό -το χώμα- με υποτυπώδη επεξεργασία -λίγο νερό- μπορούσε να το μετατρέψει σε πηλό, και να δημιουργήσει έργα που μπορούμε να πούμε ότι σφράγισαν την εξέλιξη του πολιτισμού βοηθώντας παράλληλα στην χρονογράφηση της ιστορίας του. Μινωϊκοί πίθοι στα ανάκτορα της Κνωσσού Τα πρώτα σημάδια κατοίκων από κεραμικά ευρήματα ανακαλύπτονται στην Κρήτη το 7000πχ ενώ τα πρώτα πήλινα αγγεία της Νεολιθικής περιόδου εμφανίζονται γύρω στο 6000πχ. Η ιστορία της αγγειοπλαστικήςστην Ελλάδα δηλαδή μέχρι σήμερα συμπληρώνει τα 8000 χρόνια συνεχούς πορείας. Πιό συγκεκριμένα και όσον αφορά τον Ελλαδικό χώρο, η αγγειοπλαστική αρχικά ακμάζει στην Κρήτη στα πρώτα Μινωϊκά χρόνια 3000-2100π.χ. και φτάνει στην μεγαλύτερή της ακμή στα μέσα Μινωϊκά 2100-1580π.χ. με την μορφή πήλινων σκευών.
Θραψανιώτικα Πιθάρια Παρατηρώντας τις πρώτες ύλες (άργιλο - πηλό), τις φόρμες και την τεχνική κατασκευής (ειδικά των μεγάλων πιθαριών) αλλά και τον τρόπο ψησίματος που χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι πρόγονοί μας, νοιώθουμε ότι η μοναδική αυτή τέχνη έχει περάσει δια μέσω των αιώνων χωρίς ριζικές αλλαγές και συνεχίζεται ακόμα και σήμερα στον τόπο μας. Οι αρχαίοι Έλληνες έκαναν στην αρχιτεκτονική τους ευρεία χρήση πηλού άλλοτε ωμού και άλλοτε οπτού. Η χρήση του ωμού πηλού: Έκαναν μεγάλη χρήση του ωμού πηλού στα δημόσια και τα ιδιωτικά τους οικοδομήματα. Ωμό πλίνθο χρησιμοποιούσαν πολύ και για τα υπέργεια μέρη των οχυρωματικών τειχών των πόλεων. Πίστευαν ακόμη ότι λόγω της μεγαλύτερης τους ελαστικότητας οι ωμοί πλίνθοι παρείχαν περισσότερη ασφάλεια στις κρούσεις των πολεμικών μηχανών από τους λίθους. Εν τούτοις αυτό το είδος της τοιχοποιίας είχε το μεγάλο μειονέκτημα να μην αντέχει στη διαλυτική ενέργεια του νερού. Ωστόσο παρά το ευτελές του υλικού, η χρήση ωμοπλίνθων συνεχίστηκε μέχρι τον 6ο μ.χ. αιώνα. Όχι μόνο από ωμούς πλίνθους αλλά και από απλό συμπιεσμένο πηλό κατασκευαζόταν ενίοτε τοίχοι οι οποίοι ονομαζόταν πηλόδομοι. Ο οπτός πηλός και η χρήση του: Οι Έλληνες αν και από παλιά γνώριζαν τον οπτό πηλό δεν τον χρησιμοποιούσαν για την οικοδόμηση τοίχων και αυτό γιατί πρόκειται για δαπανηρότερες κατασκευές. Οι κάτοικοι της Ελλάδας δεν είχαν την ανάγκη να καταφύγουν στους οπτούς πλίνθους αφού η χώρα τους, τους παρείχε άφθονους λίθους και πολλά είδη μαρμάρων. Αν όμως και δε γινόταν από τους Έλληνες χρήση οπτών πλίνθων για το σώμα των τειχών μέχρι και τα μεθ' Αλεξανδρινά χρόνια, εν τούτοις χρησιμοποιήθηκε ευρύτατα από αυτούς. Μάλιστα κατά την Αχαϊκή εποχή ο οπτός πηλός χρησιμοποιήθηκε όχι μόνο για κατασκευή αγγείων αλλά και για αυτούσια αρχιτεκτονικά μέλη (θριγκός, στέγη, αετώματα, ζωφόροι) ή και για επένδυση άλλων υλών εκτεθειμένων στην υγρασία και βλαπτόμενων από αυτή, ίδια και του ξύλου και του πώρου λίθου. Κέραμος: Ο οπτημένος αυτός πηλός είτε για αγγεία είτε για αρχιτεκτονικά διακοσμητικά στοιχεία ονομάστηκε από τους αρχαίους κέραμος. Η γη από την οποία η κέραμος παρασκευαζόταν βρισκόταν σε ορισμένα μέρη τα οποία ξέρανε από πείρα. Υπήρχαν διάφορα σχήματα κεραμίδων που χρησιμοποιούσαν σε διάφορες θέσεις της στέγης των ναών και των οικημάτων. Να σημειωθεί ότι στην κυρίως Ελλάδα εφόσον δεν χρησιμοποιούσαν οπτούς πλίνθους, έψηναν στους κλιβάνους μόνο κέραμο και τα άλλα αρχιτεκτονικά κεραμοπλαστικά μέλη ως και τα αγγεία. Τέλος, αν και η έντεχνη όπτηση των κεράμων αρκούσε αυτή μόνη για να τα προστατεύσει από τις ατμοσφαιρικές επιδράσεις, οι έλληνες προέβαιναν και σε περαιτέρω προφύλαξη είτε αλείφοντας τα με μία λεπτή και στιλπνή αλοιφή είτε με λεπτό στρώμα πίσσας.
Η ΕΝΔΥΜΑΣΙΑ ΣΤΟ ΠΕΡΑΣΜΑ ΤΩΝ ΧΡΟΝΩΝ Η ενδυμασία είναι ένα από τα πράγματα που απασχόλησαν τον άνθρωπο από τα πρώτα κιόλας χρόνια της ύπαρξής του. Στην αρχή, χρησιμοποιούσε την ενδυμασία ως ένα μέσο για να προστατευτεί από τις καιρικές συνθήκες που επικρατούσαν στην περιοχή που ζούσε ή για να προκαλέσει φόβο στους "ιθαγενείς" ή στα άγρια ζώα. Εξαιτίας της ανάγκης του να προστατευτεί από τις επιθέσεις των άγριων ζώων χρησιμοποίησε το δέρμα διάφορων ζώων που είχε σκοτώσει, για να προστατευτεί. Επειδή, όμως δεν ήταν αρκετό για να καλύψει μεγάλο μέρος του σώματός του, άρχισε να προσθέτει κι άλλα κομμάτια. Αυτό βέβαια έγινε με αργούς ρυθμούς και την εποχή του Χαλκού πλέον, αφού διέθετε μαλλί, άρχισε να το επεξεργάζεται και να φτιάχνει "ανθεκτικότερα" ρούχα. Ιδιαίτερα στη Μεσοποταμία, οι άνθρωποι ασχολήθηκαν και με την τεχνική της επεξεργασίας του δέρματος, φτιάχνοντας έτσι υφάσματα από λινάρι που τα χρησιμοποιούσαν για να περιτυλίγουν τις μούμιες. Οι Ινδοί ασχολήθηκαν με την επεξεργασία του βαμβακιού, το οποίο σπάνια χρησιμοποιούσαν οι μεσογειακοί λαοί λόγω της υψηλής θερμοκρασίας. Έτσι, τα ρούχα τους ήταν απλά και αρκετές φορές χωρίς ραφές. Από την άλλη, οι λαοί των βόρειων χωρών φορούσαν πιο εφαρμοστά ρούχα, λόγω της πολύ χαμηλής θερμοκρασίας. Μ' αυτό τον τρόπο, τα ρούχα άρχισαν να επεξεργάζονται όλο και περισσότερο και να δημιουργείται μία μεγάλη βιομηχανία. Με την πάροδο των χρόνων, καθώς ο άνθρωπος εξελισόταν, μαζί του και οι επιστήμες, δημιουργήθηκε η ανάγκη να αλλάζει την ενδυμασία του και να ντύνεται πιο κομψά. Μπορούμε να πούμε πως η εξέλιξη της τεχνολογίας και των επιστημών συμβάδισε με την εξέλιξη της ενδυμασίας. Οι ανάγκες κάθε εποχής ήταν αυτές που συνέβαλαν, με την πάροδο των χρόνων, στην αλλαγή της ενδυμασίας. Βέβαια, η ενδυμασία αλλάζει από περιοχή σε περιοχή και από χώρα σε χώρα, ανάλογα με τις καιρικές συνθήκες που επικρατούν σ' αυτήν και με το πόσο έχει εκσυγχρονιστεί. Για παράδειγμα, υπάρχουν φυλές που ζουν στον Αμαζόνιο και φορούν ακόμα ποδιές από δέρματα ζώων, γιατί δεν έχουν επηρεαστεί από την τεχνολογία. Παρόλα αυτά, υπάρχουν φυλές, οι οποίες γνωρίζουν για τον σημερινό πολιτισμό, αλλά δεν θέλουν ν' αλλάξουν. Παράλληλα, το γεγονός ότι η ενδυμασία αλλάζει δεν καταργεί τις παραδοσιακές φορεσιές που έχει κάθε χώρα. Μπορεί να μην τις χρησιμοποιούν στην καθημερινή τους ζωή, αλλά τις φορούν για να πραγματοποιήσουν τις γιορτές και τα έθιμά τους. Στις μέρες μας, η ενδυμασία έχει αλλάξει πολύ. Οι άνθρωποι φορούν ρούχα που είναι στη μόδα και τους ταιριάζουν, εκφράζοντας ένα μέρος της προσωπικότητάς τους. Υπάρχουν, πάντως φορές που τα ρούχα δεν δείχνουν αυτό που πραγματικά είναι ένας άνθρωπος. Πολλές φορές, ένας άνθρωπος φοράει ρούχα που δεν "αντιπροσωπεύουν" την προσωπικότητά του για να ξεγελάσει τους συνανθρώπους του. Με αυτόν τον τρόπο, "κρύβει" την κοινωνική του θέση. Για παράδειγμα, υπάρχουν άνθρωποι που πίσω από την κομψή τους ενδυμασία "κρύβουν" την εγκληματική τους δράση.
ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΝΔΥΜΑΣΙΑ Τα ρούχα των αρχαίων Ελλήνων ράβονταν και φοριόνταν πολύ εύκολα. Συνήθως ήταν ένα τετράγωνο κομμάτι υφάσματος που δε χρειαζόταν ιδιαίτερη δουλειά για να φτιαχτεί. Το πιο συνηθισμένο ένδυμα που φορούσαν τόσο οι γυναίκες, όσο και οι άνδρες έμοιαζε με μακριά πουκαμίσα και λεγόταν πέπλος ή χιτώνας. Πάνω απ αυτό φορούσαν ένα μανδύα που λεγόταν ιμάτιο. Το ιμάτιο ήταν ένα τετράγωνο ύφασμα, συνήθως μάλλινο, το οποίο έφεραν οι άνδρες κατάσαρκα και ενίοτε πάνω από τον χιτώνα, οι δε γυναίκες πάντοτε σχεδόν ως πανωφόρι, πάνω από τον χιτώνα ή τον πέπλο. Εισαχθέν κατά τον Ζ π.α.χ.χ. αιώνα από την Ιωνία, το ιμάτιο θεωρείται ανατολικής προέλευσης. Μέχρι τα μέσα του ΣΤ π.α.χ.χ. αιώνα ρίπτονταν επί του αριστερού ώμου λοξά από μπροστά προς τα πίσω, κάλυπτε δε την ράχη, πλην του δεξιού ώμου, διέρχονταν κάτω από την δεξιά μασχάλη και η άκρη αυτού κρατιόταν με το αριστερό χέρι ή και αυτή έπεφτε πάνω στον αριστερό ώμο. Ενίοτε όμως, ιδίως από τις γυναίκες, περνώντας το ιμάτιο κάτω από τη δεξιά μασχάλη ρίχνονταν πάνω από τον δεξί ώμο, αφήνοντας ακάλυπτο το μπροστινό μέρος του σώματος. Και στις δύο περιπτώσεις αυτός ο τρόπος ενδύσεως λέγονταν «επιδέξια αναβάλλεσθαι». Από δεξιά προς τα αριστερά έφεραν συνήθως το ιμάτιο οι βάρβαροι και οι δούλοι. Από τα μέσα του Ε π.α.χ.χ. αιώνα, το ιμάτιο καθίσταται από τις γυναίκες στενότερο, φοριόνταν κατά τον ίδιο τρόπο αλλά από τον αριστερό ώμο, ενώνονταν το μέσον αυτού με την πρώτη άκρη με πόρπες, το υπόλοιπο τυλίγονταν γύρω από τον βραχίονα και σχημάτιζε κομψότατες πτυχές. Στην αρχή ο τρόπος αυτός επικρατούσε στην ανατολική Ελλάδα (ευρήματα Δορυλαίου, Κλαζομενών, Δήλου κ.ά.). Στην κυρίως Ελλάδα εισήχθη αργότερα, χωρίς να λάβει μεγάλη διάδοση και εξαφανίσθηκε πριν από τους Περσικούς. Παρεμφερής με το ιμάτιο ήταν ο πέπλος. Οι πτυχές και των δύο αυτών ενδυμάτων, κατ άλλους, σχηματίζονταν μέσω του σιδερώματος ή του ραψίματος, όπως οι σύγχρονοι πλισέδες. Από τις αρχές του Δ αιώνα π.α.χ.χ. ιμάτιο φέρουν μερικές φορές και έφηβοι. Οι δε άνδρες, και από προηγούμενους χρόνους, συνηθίζουν να καλύπτουν και τους δύο ώμους με το ιμάτιο και κρατούν τις δύο άκρες με το αριστερό χέρι. Έτσι η δεξιά πλευρά, που πριν ήταν ελεύθερη, τώρα καλύπτεται και ο τρόπος αυτός καλούνταν «εντός την χείραν έχειν». Σε μεταγενέστερες εποχές έχοντας επικρατήσει ποικίλοι τρόποι, ιδίως από τις γυναίκες, καλύπτονταν μερικές φορές το κεφάλι με το ιμάτιο, άλλοτε αυτό έφθανε μέχρι το έδαφος αρχίζοντας από το λαιμό ή τέλος φέρονταν υπό τις καθισμένες γυναίκες από τη μέση προς τα κάτω, αφήνοντας ελεύθερο το πάνω μέρος του σώματος. Η διακόσμηση του ιματίου στην αρχή ήταν απλούστατη, μονόχρωμη με απλό κέντημα στις άκρες. Από την ελληνιστική όμως εποχή αυτό κατέστη πολυτελέστατο (πορφυρό, χρυσοποίκιλτο). Το ελληνικό ιμάτιο σε ευρύτερη κλίματα χρησιμοποιήθηκε στην Ετρουρία, στην Ρώμη που μόλις τον Α π.α.χ.χ. αιώνα κατέστη ισότιμο με την Ρωμαϊκή αμφίεση. Το ιμάτιο που είχε εισαχθεί στην Ρώμη από τον Γ αιώνα π.α.χ.χ. περιφρονούνταν και οι πολίτες που έφεραν αυτό καλούνταν graeci palliati. Ο Σκηπίων ο Αφρικανός, ο Ραβίριος, ο Ουέρρης κ.ά. κατηγορήθηκαν δημόσια ότι έφεραν το ελληνικό ιμάτιο.
Πέπλος κατά τους αρχαίους χρόνους καλούνταν το περίβλημα ή επίβλημα, το οποίο διέφερε από τη χλαμύδα ως ευρύτερο και από το ιμάτιο ως μεγαλύτερο, ωραιότερο και πολυτελές. Κατά τους ομηρικούς χρόνους ήταν γυναικείο ένδυμα, ύφασμα πολύπτυχο, πολυτελές μάλλινο έγχρωμο, πλατύ, αχειρίδωτο, άφηνε τους βραχίονες γυμνούς, συγκρατούνταν από τους ώμους με πόρπες και έφθανε μπροστά μέχρι την βάση των ποδιών και το πίσω μέρος σέρνονταν στο έδαφος. Τέτοιον πέπλο έφεραν οι Τρωάδες «ελκεσίπεπλοι» (Ομ. Ιλ. Ζ 442) και η Ελένη «τανύπεπλος» (Ομ. Οδ. δ 305). Κατά τον Όμηρο αναγράφεται ο πέπλος ως «ποικίλος» που ήταν κεντητός (Ιλ. Ε 735), «παμποίκιλος», ολοκέντητος (Ιλ. Ζ 289), αναφέρονται πολλά επίθετα όπως: «κυανόπελος», «κροκόπεπλος» κ.λπ. Από τα έργα τέχνης αλλά και από τις γραπτές πηγές αρχαίων ποιητών και συγγραφέων φαίνεται πως ο πέπλος φορεμένος συγκρατούνταν από πόρπες. Φορούνταν όμως και άνευ πόρπων ή πόρπης από την ανοιχτή πλευρά, ο οποίος συγκρατούνταν με ζώνη απ τα πλευρά, από όπου και τα επίθετα του Ομήρου «βαθύζωνος» (Ιλ. Ι 594, Οδυσ. Γ 154 κ.ά.), «εύζωνος» (Ζ 467 κ.ά.) ενώ στο στήθος το ύφασμα προσέπεφτε διπλό ως «απόπτυγμα». Με τον πέπλο κάλυπταν πολλές φορές όχι μόνο το σώμα αλλά και το κεφάλι. Τέτοιον πέπλο έφεραν συνήθως κατά τις κηδείες. Επίσης και κατά τους γάμους, όταν η νύφη ενδεδυμένη με λαμπρό πέπλο παραδίδονταν στον σύζυγο στην πόρτα του νυφικού θαλάμου. Με αυτό καλυμμένη περιγράφεται από τον Όμηρο η «κροκόπεπλος Ηώς» (Ιλ. Θ 1, Ψ 227) και από τον Ευριπίδη η «μελάμπεπλος Νυξ» (Ίων. 1150). Κατά τους ιστορικούς χρόνος ο πέπλος ήταν το κυρίως ελληνικό ένδυμα, όχι μόνο των γυναικών αλλά και των ανδρών, είδος μανδύα, με τον οποίο ήταν δυνατό να καλυφθεί όλο το σώμα και το κεφάλι και το πρόσωπο και τα χέρια. Στους πέπλους υφαίνονταν ποικίλες και θαυμαστές παραστάσεις αλλά η αρχή της τέχνης αυτής της υφάνσεως ήταν ανατολική (Ευριπ. Ίων. 1159). Οι άριστα βαμμένοι και κεντημένοι πέπλοι κομίζονταν από την Τύρο και τη Σιδώνα (Ιλιάδ. Ζ 289). Πολλές περιγραφές πέπλων έχουμε από τους ποιητές όπως ο Ευριπίδης (π.χ. Ίων 1141) όπου περιγράφεται πέπλος έχοντας υφασμένα τον ήλιο, τη σελήνη, τους αστέρες. Μεταξύ διαφόρων άλλων περιέχονταν άγρια θηρία και άλλες ποικίλες παραστάσεις που ανήκαν στον εν Δελφοίς ναό του Απόλλωνος και χρησίμευε ως μεγαλοπρεπή σκηνή, στην οποία γίνονταν εστιάσεις. Πέπλους δεν είχαν μόνον οι πλούσιοι ιδιώτες (Ομ. Οδυς. Σ. 104) αλλά και οι ναοί, τους οποίους προσέφεραν λατρευτές (Ιλ. Ζ 274). Τον πέπλο τον διατήρησαν οι Δωριείς μέχρι τον 5 ο αιώνα, ο οποίος διατηρήθηκε και από τους Ρωμαίους, ενώ οι Ίωνες σιγά σιγά τον αντικατέστησαν με τον λινό χιτώνα.
ΚΕΙΜΕΝΟ ΒΑΣΙΣΜΕΝΟ ΣΤΗΝ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΤΗΣ ΥΠΕΥΘΥΝΗΣ ΤΟΥ ΜΟΥΣΕΙΟΥ Το μουσείο άρχισε να κατασκευάζεται το 1969 με σχέδια του Αρχιτέκτονα Άρη Κωνσταντινίδη και ολοκληρώθηκε το 1975. Στη συνέχεια παραδόθηκε στην Αρχαιολογική Υπηρεσία στην Διεύθυνση Κλασσικών και Προϊστορικών Αρχαιοτήτωνκαι το 1980 ολοκληρώθηκε το εκθεσιακό μέρος του Μουσείου. Τα εκθέματα χρονολογούνται από την νεολιθική περίοδο, υπάρχουν εκθέματα από διαφορετικές θέσεις προϊστορικής εποχής της περιοχής της Θράκης, όπως είναι η τούμπα της Παραδημής, τα σπήλαια της Μαρώνειας και της Νέας Στρύμης και φτάνουν μέχρι και τα βυζαντινά χρόνια. Τα εκθέματα που βρίσκονται στον προαύλιο χώρο, είναι ακριβώς από τις ίδιες εποχές. Κάποια είναι αυθεντικά και κάποια είναι αντίγραφα εκμαγεία. Τα εκθέματα που βρίσκονται στο Μουσείο εκτός της διαφορικής εποχής από τις οποίες προέρχονται είχαν και διαφορετική χρηστικότητα στην εποχή τους. Για παράδειγμα υπάρχει ο χώρος με τα γλυπτά όπου περιλαμβάνει επιτύμβιες στήλες οι οποίες ήταν σήματα στα νεκροταφεία για τους τάφους. Υπάρχουν ευρήματα όπως τα κεραμικά τα οποία ήταν κυρίως κτερίσματα τα οποία έχουν βρεθεί μέσα σε τάφους, αλλά υπάρχουν και άλλα αρχαία αντικείμενα που προέρχονται από σπίτια και ιερά όπως της Μεσημβρίας Ζώνης, πλακίδια που προέρχονται από το ιερό της Δήμητρας και διάφορα άλλα αγγεία τα οποία είναι χρηστικά και έχουν βρεθεί σε σπίτια ή σε τάφους. Τα περισσότερα εκθέματα είναι κατασκευασμένα από πηλό, δηλαδή είναι κεραμικά αγγεία ή ειδώλια. Υπάρχουν και αρκετά μαρμάρινα γλυπτά. Τα περισσότερα προέρχονται από τις Έλληνίδες πόλεις της Αιγιακής Θράκης, τις αποικίες δηλαδή που ίδρυσαν οι Έλληνες τον 7 ο αιώνα π.χ. όταν έφτασαν στα παράλια της Αιγιακής Θράκης. Όλα τα εκθέματα είναι σημαντικά για τους αρχαιολόγους γιατί τους βοηθούν στην χρονολόγηση των πόλεων, δίνουν πληροφορίες για τον ιδιωτικό και δημόσιο βίο των τότε κατοίκων. Ίσως αυτό που κάνει εντύπωση στους περισσότερους είναι η χρυσή προτομή του Σεπτιμίου Σιβήρου, το οποίο είναι ένα σπάνιο εύρημα καθώς ένα ακόμη βρίσκεται αυτή τη στιγμή στην Ελβετία. Στον Ελληνικό χώρο δεν υπάρχει κάτι αντίστοιχο. Ήταν μια προτομή την οποία κρατούσαν οι λεγεωνάριοι με την μορφή του αυτοκράτορα. Τα περισσότερα εκθέματα προέρχονται από ανασκαφές, κάποια όμως είναι και από παραδόσεις ιδιωτών. Στο Μουσείο εκτός από τα εκθέματα στεγάζεται και η ΙΘ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων η οποία πλην της επιμέλειας του Μουσείου πραγματοποιεί και ανασκαφές. Φέτος πραγματοποιήθηκε μια ανασκαφή στον αρχαιολογικό χώρο της Στρύμης κοντά στη θάλασσα με την βοήθεια εθελοντών. Ενώ εργασίες συντήρησης γίνονται στο Μεγάλο Ιερό των Μεγάλων Θεών στη Σαμοθράκη. Συνήθως για να ξεκινήσει μια ανασκαφή γίνεται μια επιφανειακή έρευνα από ομάδες αρχαιολόγων με τη βοήθεια πολλές φορές εθελοντών. Εάν σε κάποιο σημείο
εμφανιστεί μεγάλη πυκνότητα κεραμικής τότε γίνονται δοκιμαστικές, ενδεικτικές τομές, και άμα βρεθούν αρχιτεκτονικά λείψανα, τότε γίνεται πλέον μια πιο συστηματική ανασκαφή. Ορίζεται ένας κάναβος τοπογραφικός, δηλαδή ορίζονται τετράγωνα και μετά αρχίζει η ανασκαφή σε συγκεκριμένα τετράγωνα. Αφού βρεθούν κάποια ευρήματα στην ανασκαφή με τη βοήθεια των συντηρητών αποσύρονται από το χώρο και πηγαίνουν στο Αρχαιολογικό Μουσείο. Ο συντηρητής αναλαμβάνει τη συντήρηση του αντικειμένου, όπως να πλυθεί, να καθαριστεί από άλλες προσμίξεις και μετά προσπαθεί αν είναι σπασμένο να βρει το σχήμα του αν αυτό είναι εφικτό. Για τα συμπληρώματα ώστε να αποκατασταθεί ένα γλυπτό ή ένα αγγείο χρησιμοποιείται κυρίως γύψος. ανάλογα με το σχήμα και το σχέδιο ο γύψος βάφεται στο χρώμα του αγγείου, αλλά πάντα διακρίνεται το αρχαίο από το εκμαγείο. Συνήθως η ολοκλήρωση και βαφή του ευρήματος γίνεται είτε με οδηγό τα θραύσματα του ευρήματος είτε από βιβλιογραφία ή από άλλες ανασκαφές όταν υπάρχει κάποιο παρόμοιο. ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟ ΜΟΥΣΕΙΟ ΚΟΜΟΤΗΝΗΣ-ΓΕΝΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ Το Αρχαιολογικό Μουσείο Βρίσκεται στη συμβολή των οδών Αλ. Συμεωνίδη και Βύρωνος, απέναντι από το μικρό άλσος με το παλιό ηρώο. Είναι ανοιχτό καθημερινά από τις 9.00 π.μ. 17.00 μ.μ. (τηλ.2531-0- 22411). Λειτουργεί στο κτίριο αυτό από το 1976 και στεγάζει την ΙΘ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων. Ο επισκέπτης έχει την ευκαιρία να θαυμάσει έργα τέχνης, όπλα κ.α., αντικείμενα απ όλο το χώρο της Θράκης και από την προϊστορική περίοδο μέχρι τα βυζαντινά χρόνια. Ένας τεράστιος χάρτης, αναρτημένος μέσα στο μουσείο, απέναντι ακριβώς από την είσοδο, δίδει τις πρώτες πληροφορίες για τους αρχαιολογικούς χώρους της περιοχής. Επίσης, κείμενα, φωτογραφίες και σχέδια που συνοδεύουν τα εκθέματα, ενημερώνουν για τα αντικείμενα που εκτίθενται, τη χρονολόγηση, τη σημασία τους κτλ. Σημαντικά ευρήματα, από την Παραδημή (πρόχους με αμφικωνικό σώμα, ψηλό λαιμό και μία λαβή, 4000 π.χ.), την Ξυλαγανή (επιτύμβια στήλη, με το νεκρό εικονιζόμενο όρθιο με κοντό χιτώνα και χλαμύδα να αποχαιρετά τον κόσμο των ζωντανών, 450-400 π.χ.), την Στρύμη (ερυθρόμορφη πελίκη με παραστάσεις, στην μία όψη με απολλώνιο θέμα και στην άλλη με διονυσιακό, 440 π.χ.), την Μέση (επιτύμβιο ανάγλυφο, ίσως από την Δίκαια, 4ος αι. π.χ.), την Γαλήνη(αναθηματικό ανάγλυφο του Θράκα ιππέα από το 1992 αποτελεί το έμβλημα την Κομοτηνής-, που εικονίζεται με δόρυ στο δεξί χέρι και αριστερά δένδρο με τυλιγμένο φίδι και κάτω βωμός, αγριόχοιρος και σκύλος, 1ος αι. π.χ.), τα Άβδηρα (σαρκοφάγος με παραστάσεις, 500 π.χ.) είναι μερικοί μόνο από τους θρακικούς θησαυρούς που φυλάσσονται στο μουσείο. Εντυπωσιακή είναι η ολόχρυση προτομή (24 καράτια, 950 γραμ.) μάλλον του αυτοκράτορα Σεπτίμου Σεβήρου (193-211 μ.χ), που βρέθηκε στην Πλωτινούπολη και εκτίθεται σε περίοπτη θέση. Επίσης η αμφίγλυφη επιτύμβια στήλη (Αρχαιολογικού Μουσείου Αθηνών 40 Κομοτηνής) όπου κύρια όψη εικονίζεται ο νεκρός και στην πίσω ο δούλος με το κυνηγετικό σκύλο (500 π.χ.). το πάνω μέρος της στήλης εκτίθεται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο της Αθήνας, ενώ αυτό που υπάρχει στην Κομοτηνή είναι αντίγραφο. Y.Γ θα θέλαμε να ευχαριστήσουμε το Αρχαιολογικό μουσείο για την φιλοξενεία και την βοήθεια του
Φωτογραφίες από τα εκθέματα
Πήλινες Κατασκευές Ζωγραφιές Μαθητών