ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΠΟΛΥΚΡΙΤΗΡΙΑΚΗΣ ΑΝΑΛΥΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ ΤΟΥ ΝΕΡΟΥ ΣΤΗ ΓΕΩΡΓΙΑ, ΣΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΑΕΙΦΟΡΙΚΗΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΤΩΝ ΥΔΑΤΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ

Μέγεθος: px
Εμφάνιση ξεκινά από τη σελίδα:

Download "ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΠΟΛΥΚΡΙΤΗΡΙΑΚΗΣ ΑΝΑΛΥΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ ΤΟΥ ΝΕΡΟΥ ΣΤΗ ΓΕΩΡΓΙΑ, ΣΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΑΕΙΦΟΡΙΚΗΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΤΩΝ ΥΔΑΤΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ"

Transcript

1 ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΠΟΛΥΤΕΧΝΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΤΜΗΜΑ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΤΟΜΕΑΣ ΥΔΡΑΥΛΙΚΗΣ ΚΑΙ ΤΕΧΝΙΚΗΣ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΔΙΟΝΥΣΗΣ Π. ΛΑΤΙΝΟΠΟΥΛΟΣ Πτυχιούχος Γεωπόνος, MSc ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΠΟΛΥΚΡΙΤΗΡΙΑΚΗΣ ΑΝΑΛΥΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ ΤΟΥ ΝΕΡΟΥ ΣΤΗ ΓΕΩΡΓΙΑ, ΣΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΑΕΙΦΟΡΙΚΗΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΤΩΝ ΥΔΑΤΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2006

2 ΔΙΟΝΥΣΗΣ Π. ΛΑΤΙΝΟΠΟΥΛΟΣ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΠΟΛΥΚΡΙΤΗΡΙΑΚΗΣ ΑΝΑΛΥΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ ΤΟΥ ΝΕΡΟΥ ΣΤΗ ΓΕΩΡΓΙΑ, ΣΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΑΕΙΦΟΡΙΚΗΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΤΩΝ ΥΔΑΤΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ Υποβλήθηκε στο Τμήμα Πολιτικών Μηχανικών, Τομέας Υδραυλικής και Τεχνικής Περιβάλλοντος Ημερομηνία Προφορικής Εξέτασης: 15 Νοεμβρίου, 2006 Εξεταστική Επιτροπή Καθηγητής Γ. Μυλόπουλος, Επιβλέπων Καθηγητής Δ. Τολίκας, Μέλος Τριμελούς Συμβουλευτικής Επιτροπής Καθηγητής Α. Ψυχουδάκης, Μέλος Τριμελούς Συμβουλετικής Επιτροπής Καθηγητής Ι. Γκανούλης, Εξεταστής Καθηγητής Κ. Κατσιφαράκης, Εξεταστής Καθηγητής Σ. Γιαννόπουλος, Εξεταστής Λέκτορας Ν. Θεοδοσίου

3 Διονύσης Π. Λατινόπουλος Α.Π.Θ. Εφαρμογή πολυκριτηριακής ανάλυσης για την οικονομική θεώρηση του νερού στη γεωργία, στο πλαίσιο της αειφορικής διαχείρισης των υδατικών πόρων ISBN «Η έγκριση της παρούσης Διδακτορικής Διατριβής από το Τμήμα Πολιτικών Μηχανικών του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης δεν υποδηλώνει αποδοχή των γνωμών του συγγραφέως» (Ν.5343/1932, άρθρο 202, παρ.2)

4 i Περιεχόμενα ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΠΡΟΛΟΓΟΣ...Ι...V ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 Γεωργία, αρδεύσεις και περιβάλλον Η σημασία του νερού για τη γεωργία Η εξέλιξη των αρδεύσεων στην Ελλάδα Οι κοινωνικές και περιβαλλοντικές συνέπειες της αρδευόμενης γεωργίας Η έννοια της αειφορίας στη γεωργία και τις αρδεύσεις Θεσμικό πλαίσιο για την αρδευόμενη γεωργία στην Ευρωπαϊκή Ένωση και την Ελλάδα Η περιβαλλοντική διάσταση στην αγροτική πολιτική Υδατική πολιτική, περιβάλλον και γεωργία...16 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 Η οικονομική θεώρηση του νερού στη γεωργία Εισαγωγή στην οικονομική θεώρηση του νερού Η αποτίμηση της αξίας του νερού στη γεωργία Ορισμός της έννοιας της αξίας του νερού Λόγοι αποτίμησης του νερού στη γεωργία Η αξία του νερού στη γεωργία Μέθοδοι αποτίμησης της αξίας του νερού στη γεωργία Η τιμολόγηση του νερού στη γεωργία Βασικές αρχές και στόχοι τιμολόγησης του νερού στη γεωργία Τιμολόγηση και ανάκτηση του πλήρους κόστους του αρδευτικού νερού Προβλήματα κατά την τιμολόγηση του νερού στη γεωργία Ελαστικότητα της ζήτησης του νερού στη γεωργία Μέθοδοι τιμολόγησης του αρδευτικού νερού Η πολιτική τιμολόγησης στην Ελλάδα Η οικονομική θεώρηση του νερού στο πλαίσιο της Οδηγίας 2000/ Η Οδηγία Πλαίσιο με επίκεντρο την οικονομική θεώρηση του νερού στη γεωργία Προτεινομένη μεθοδολογία υπολογισμού και ανάκτησης του πλήρους κόστους του νερού...51

5 ii ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3 Περιγραφή και χωρική ανάλυση της περιοχής μελέτης Περιγραφή της περιοχής μελέτης Γενικά χαρακτηριστικά Εγγειοβελτιωτικά έργα και αρδεύσεις Περιβάλλον, οικοσύστημα και καθεστώς προστασίας Γεωργικός τομέας και μέση αντιπροσωπευτική εκμετάλλευση Κλάδοι παραγωγής και κύρια χαρακτηριστικά των εκμεταλλεύσεων Εύρεση των οικονομικών μεγεθών της μέσης εκμετάλλευσης Κατάτμηση του χώρου σε ομοιογενείς περιοχές αναφοράς Εισαγωγή στη θεωρία της ανάλυσης σε συστάδες Εφαρμογή της θεωρίας ανάλυσης σε συστάδες στην περιοχή μελέτης...73 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4 Δείκτες αειφορίας των αρδεύσεων και της γεωργίας Μεθοδολογία δημιουργίας ενός συστήματος δεικτών αειφορίας Εισαγωγή στη θεωρία των δεικτών αειφορίας Τα στάδια ανάπτυξης ενός δείκτη και ενός συστήματος δεικτών αειφορίας Συστήματα δεικτών για τη διαχείριση των υδατικών πόρων και τη γεωργία Διαμόρφωση συστήματος δεικτών στην περιοχή μελέτης...91 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5 Αποτίμηση της αξίας του αρδευτικού νερού στην περιοχή μελέτης Αποτίμηση της αξίας του νερού με τη μέθοδο της μεταβολής του ακαθάριστου κέρδους Περιγραφή της μεθόδου Ανάπτυξη μαθηματικού μοντέλου Υπολογισμός των αναγκών των καλλιεργειών σε νερό Η εκτίμηση της εξατμισοδιαπνοής Οι ανάγκες των καλλιεργειών σε αρδευτικό νερό Η αποτίμηση του αρδευτικού νερού στη λεκάνη απορροής του Λουδία Χωρική διαφοροποίηση των αναγκών σε νερό στη λεκάνη του Λουδία Χωρική διαφοροποίηση της αξίας του νερού στη λεκάνη του Λουδία

6 iii ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6 Βασικές αρχές και μέθοδοι της πολυκριτηριακής ανάλυσης Εισαγωγή στη θεωρία της πολυκριτηριακής ανάλυσης Πλαίσιο εφαρμογής της πολυκριτηριακής ανάλυσης Ιστορική αναδρομή της μεθόδου της πολυκριτηριακής ανάλυσης Στάδια εφαρμογής της πολυκριτηριακής ανάλυσης Περιγραφή των κυριότερων μεθόδων πολυκριτηριακής ανάλυσης Βασικές κατηγορίες μεθόδων πολυκριτηριακής ανάλυσης Πολυκριτήριος μαθηματικός προγραμματισμός Πολυκριτήρια θεωρία χρησιμότητας Προγραμματισμός στόχων ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7 Εφαρμογή πολυκριτηριακής ανάλυσης για την εκτίμηση της καμπύλης ζήτησης του νερού στη γεωργία Η ανάγκη προσδιορισμού της καμπύλης ζήτησης του νερού Αναλυτική περιγραφή της μεθόδου Τα βασικά στάδια του μοντέλου Εφαρμογή της πολυκριτήριας θεωρίας χρησιμότητας Εφαρμογή της μεθόδου στην περιοχή μελέτης Μεταβλητές απόφασης, περιορισμοί και κριτήρια Αποτελέσματα Συναρτήσεις χρησιμότητας Επικύρωση των αποτελεσμάτων Προσδιορισμός της καμπύλης ζήτησης όταν οι αρδεύσεις μεγιστοποιούν την παραγωγικότητα Προσδιορισμός της καμπύλης ζήτησης όταν οι αρδεύσεις μεγιστοποιούν το γεωργικό εισόδημα Περιγραφή του μοντέλου Εκτίμηση της σχέσης κατανάλωσης νερού γεωργικού εισοδήματος Κατασκευή νέων καμπύλων ζήτησης Σύγκριση των αποτελεσμάτων των δύο μεθόδων Ελαστικότητα ζήτησης και αξιολόγηση των αποτελεσμάτων της τιμολόγησης Υπολογισμός της καμπύλης ζήτησης του αρδευτικού νερού για τη λεκάνη του Λουδία

7 iv ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8 Εφαρμογή πολυκριτηριακής ανάλυσης για τη βέλτιστη κατανομή των εδαφικών και υδατικών πόρων Πλαίσιο εφαρμογής της πολυκριτήριας λήψης αποφάσεων στη γεωργία Δημιουργία μοντέλου πολυκριτηριακής ανάλυσης Συνοπτική περιγραφή του μοντέλου Επιλογή κριτηρίων και εναλλακτικών σεναρίων Καθορισμός μεταβλητών απόφασης και περιορισμών του μοντέλου Μεθοδολογία επίλυσης του μοντέλου πολυκριτηριακής ανάλυσης Επίλυση με τη μέθοδο του προγραμματισμού στόχων Επίλυση με τη μέθοδο του πολυκριτήριου μαθηματικού προγραμματισμού Αποτελέσματα πολυκριτηριακής ανάλυσης και βέλτιστη κατανομή των πόρων Βέλτιστες λύσεις από την εφαρμογή του προγραμματισμού στόχων Σύνολο αποτελεσματικών λύσεων πολυκριτήριου μαθηματικού προγραμματισμού Διαφοροποίηση των λύσεων σε σενάρια μείωσης της προσφοράς νερού Αξιολόγηση των εναλλακτικών σεναρίων τιμολόγησης του αρδευτικού νερού ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9 Συμπεράσματα ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Α ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Β ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Γ ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Δ ΠΕΡΙΛΗΨΗ SUMMARY

8 v Πρόλογος Τα τελευταία χρόνια, παρατηρείται μια σημαντική ποσοτική αλλά και ποιοτική υποβάθμιση των υδατικών πόρων, εξαιτίας των έντονων πιέσεων που δέχονται από τις διάφορες ανταγωνιστικές τους χρήσεις. Η σημαντικότερη ίσως από τις χρήσεις αυτές είναι η γεωργική, η οποία κατέχει με διαφορά το μεγαλύτερο μερίδιο στη συνολική κατανάλωση νερού, τόσο στον Ελλαδικό χώρο, όσο και σε παγκόσμιο επίπεδο. Ωστόσο, η μη ορθολογική χρήση του αρδευτικού νερού, το οποίο αποτελεί ενδιάμεσο αγαθό, άρρηκτα συνδεδεμένο με την παραγωγικότητα και κατ επέκταση με το γεωργικό εισόδημα, καθιστά επισφαλή στο άμεσο μέλλον τη διαθεσιμότητα των υδατικών πόρων για τις γεωργικές αλλά και για τις υπόλοιπες ανταγωνιστικές τους χρήσεις. Η αντιμετώπιση των διαφαινόμενων κινδύνων υπερεκμετάλλευσης και ρύπανσης των υδατικών πόρων από τις γεωργικές δραστηριότητες και η ταυτόχρονη διαφύλαξη των οικονομικών και κοινωνικών δομών της υπαίθρου συνεπάγεται την αποδοχή και εφαρμογή των αρχών της αειφορίας. Σύμφωνα με τις αρχές αυτές, είναι απαραίτητο να λαμβάνονται εκείνα τα μέτρα τα οποία θα συντελέσουν στην προστασία των υδατικών πόρων, χωρίς ωστόσο να διακυβεύσουν την αγροτική ανάπτυξη και την ευημερία των γεωργών. Η εφαρμογή οικονομικών μέτρων και ειδικότερα της τιμολόγησης του αρδευτικού νερού μπορούν, υπό προϋποθέσεις, να συμβάλουν προς αυτή την κατεύθυνση, οδηγώντας το γεωργό σε πιο ορθολογική και πιο αποτελεσματική χρήση του νερού. Στο πλαίσιο των παραπάνω, η παρούσα διατριβή έχει ως στόχο να συμβάλει στον σχετικό προβληματισμό μέσω της εφαρμογής στον Ελληνικό χώρο μιας μεθοδολογίας διερεύνησης: (α) της υφιστάμενης παραγωγικής αξίας του αρδευτικού νερού και (β) των δυνητικών επιπτώσεων από την τιμολόγησή του. Με τη βοήθεια των τεχνικών της πολυκριτηριακής ανάλυσης επιχειρείται, επίσης, η δημιουργία ενός μοντέλου λήψης και αξιολόγησης αποφάσεων στο χώρο της αρδευόμενης γεωργίας, το οποίο εξετάζει, μεταξύ άλλων, και την αποτελεσματικότητα διαφόρων τιμολογιακών πολιτικών. Στη συνέχεια παρουσιάζεται συνοπτικά το περιεχόμενο όλων των κεφαλαίων της παρούσας διατριβής. Στο πρώτο κεφάλαιο περιγράφεται αρχικά η σημασία του νερού στη γεωργία και η εξέλιξη των αρδεύσεων στον Ελλαδικό χώρο. Στη συνέχεια, εισάγεται ένα πλαίσιο

9 vi εφαρμογής των αρχών της αειφόρου ανάπτυξης στην αρδευόμενη γεωργία βάσει της περιβαλλοντικής και κοινωνικής της διάστασης. Παρουσιάζεται επίσης, το θεσμικό πλαίσιο για την αρδευόμενη γεωργία μέσω της ευρωπαϊκής αλλά και της εθνικής νομοθεσίας σε θέματα αγροτικής και υδατικής πολιτικής. Στο δεύτερο κεφάλαιο γίνεται εισαγωγή στην οικονομική θεώρηση του νερού και στη χρήση οικονομικών εργαλείων για τη διαχείριση των υδατικών πόρων. Περιγράφονται οι τεχνικές που εφαρμόζονται για την αποτίμηση της αξίας του νερού, με ειδική αναφορά στην περίπτωση του αρδευτικού νερού. Παρουσιάζονται, επίσης, οι μέθοδοι τιμολόγησης του νερού και τα κριτήρια επιλογής των κατάλληλων σε κάθε περίπτωση μεθόδων. Στο τέλος του κεφαλαίου, αναλύονται οι επιμέρους αρχές της Οδηγίας- Πλαίσιο που αφορούν τη χρήση οικονομικών μέτρων και ειδικότερα, της πολιτικής τιμολόγησης του νερού. Ως περιοχή μελέτης επιλέχτηκε η λεκάνη απορροής του ποταμού Λουδία. Τα κυριότερα κοινωνικο-οικονομικά και περιβαλλοντικά χαρακτηριστικά της περιοχής αυτής παρουσιάζονται στο τρίτο κεφάλαιο, όπου δίνεται ιδιαίτερη έμφαση στον πρωτογενή τομέα και στην αρδευόμενη γεωργία. Στη συνέχεια υπολογίζονται τα μεγέθη της μέσης αντιπροσωπευτικής γεωργικής εκμετάλλευσης ανά χωρικό επίπεδο μελέτης και πραγματοποιείται η μεθοδολογία ανάλυσης σε συστάδες για την κατάτμηση του χώρου σε ομοιογενείς περιοχές αναφοράς. Στο τέταρτο κεφάλαιο γίνεται αρχικά μια εισαγωγή στη θεωρία των δεικτών αειφορίας και της μεθοδολογίας δημιουργίας ενός συστήματος δεικτών. Στη συνέχεια διαμορφώνεται ένα σύστημα δεικτών για τη διαχείριση των υδατικών πόρων και τη γεωργία, το οποίο εφαρμόζεται και στην περιοχή μελέτης, αφού ληφθούν προηγουμένως υπόψη τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της. Στο πέμπτο κεφάλαιο παρουσιάζεται η αποτίμηση της αξίας του αρδευτικού νερού με τη μέθοδο της μεταβολής του ακαθάριστου κέρδους. Για την εύρεση της αξίας αυτής πραγματοποιείται καταρχήν εκτίμηση της εξατμισοδιαπνοής και των αναγκών των καλλιεργειών σε νερό, ενώ ακολουθεί η χωρική διαφοροποίηση των αναγκών αυτών με τη βοήθεια γεωγραφικών συστημάτων πληροφοριών. Τα αποτελέσματα που προκύπτουν σε κάθε περιοχή αναφοράς συνδυάζονται με τα αντίστοιχα από την εφαρμογή της μεθόδου της μεταβολής του ακαθάριστου κέρδους και υπολογίζεται τελικά η χωρική διαφοροποίηση της αξίας του νερού στη λεκάνη του Λουδία.

10 vii Στο έκτο κεφάλαιο περιγράφονται οι γενικές αρχές και οι στόχοι της πολυκριτηριακής ανάλυσης και παρουσιάζονται αναλυτικά οι κυριότερες μέθοδοι (πολυκριτήριος μαθηματικός προγραμματισμός, πολυκριτήρια θεωρία χρησιμότητας και προγραμματισμός στόχων) που χρησιμοποιούνται στη συνέχεια για τη λήψη αποφάσεων στο χώρο της αρδευόμενης γεωργίας. Στο έβδομο κεφάλαιο γίνεται ειδική εφαρμογή της πολυκριτήριας θεωρίας χρησιμότητας για τον προσδιορισμό της καμπύλης ζήτησης του αρδευτικού νερού. Για το σκοπό αυτό εκτιμώνται αρχικά οι συναρτήσεις χρησιμότητας των γεωργών σε κάθε περιοχή αναφοράς. Έπειτα, χρησιμοποιούνται δύο ξεχωριστά μοντέλα μεγιστοποίησης των συναρτήσεων αυτών: (α) ένα γραμμικό μοντέλο όπου οι αρδεύσεις μεγιστοποιούν την παραγωγικότητα των καλλιεργειών και (β) ένα μη-γραμμικό μοντέλο όπου οι αρδεύσεις μεγιστοποιούν το γεωργικό εισόδημα. Στη συνέχεια, γίνεται σύγκριση των αποτελεσμάτων των δύο μοντέλων και αξιολόγηση των διαφόρων τιμολογιακών πολιτικών. Στο τέλος του κεφαλαίου υπολογίζεται η καμπύλη ζήτησης για ολόκληρη τη λεκάνη απορροής και οι τιμές ισορροπίας σε διάφορα σενάρια μελλοντικής προσφοράς του νερού. Στο όγδοο κεφάλαιο περιγράφεται η διαδικασία της σύνθεσης ενός μοντέλου πολυκριτηριακής ανάλυσης που στοχεύει στη βελτιστοποίηση της κατανομής των εδαφικών και των υδατικών πόρων. Η βέλτιστη σε κάθε περίπτωση κατανομή προκύπτει βάσει ενός αριθμού κριτηρίων, τα οποία προέρχονται από το σύστημα των δεικτών αειφορίας που αναπτύχθηκε στο τέταρτο κεφάλαιο. Στη συνέχεια παρουσιάζονται αναλυτικά τα αποτελέσματα της πολυκριτηριακής ανάλυσης τόσο όσον αφορά την εκτίμηση συγκεκριμένων σεναρίων πολιτικής όσο και την εύρεση των δυνατοτήτων λήψης απόφασης στο πλαίσιο της αειφορικής διαχείρισης των αρδεύσεων και της γεωργίας. Στο τελευταίο κεφάλαιο (Κεφάλαιο 9) γίνεται συνοπτική παρουσίαση και σχολιασμός των κυριότερων αποτελεσμάτων της διατριβής, αξιολόγηση των επιμέρους μεθοδολογικών προσεγγίσεων και εξαγωγή των τελικών συμπερασμάτων. Η παρούσα διατριβή είναι προϊόν μεγάλης προσωπικής προσπάθειας, η οποία ωστόσο δεν θα είχε το ίδιο αποτέλεσμα αν δεν είχα την ενεργό συμμετοχή, βοήθεια και συμπαράσταση κάποιων ανθρώπων. Θα ήθελα λοιπόν σε αυτό το σημείο να ευχαριστήσω όλους όσους συνετέλεσαν στην εκπόνησή της. Πρώτον απ όλους θα ήθελα να ευχαριστήσω τον επιβλέποντα καθηγητή μου κ. Γιάννη Μυλόπουλο, για τη

11 viii μεγάλη εμπιστοσύνη που μου έδειξε, καθώς και για τη στήριξη και τη σωστή καθοδήγησή του σε όλη τη διάρκεια αυτής της διατριβής. Επιθυμώ και θεωρώ υποχρέωσή μου να ευχαριστήσω τον καθηγητή κ. Ασημάκη Ψυχουδάκη, μέλος της τριμελούς συμβουλευτικής επιτροπής, για την καθολική συμπαράσταση και την ουσιαστική συνεργασία του όλα αυτά τα χρόνια καθώς και τον καθηγητή κ. Τολίκα, μέλος επίσης της τριμελούς συμβουλευτικής επιτροπής, για την πολύτιμη βοήθεια του και το αμείωτο ενδιαφέρον του σχετικά με την πορεία της έρευνάς μου. Θα ήθελα επίσης, να ευχαριστήσω τον καθηγητή κ. Rafael Caballero για το πολύτιμο λογισμικό που μου παρείχε, για την επίλυση μοντέλων πολυκριτήριου μαθηματικού προγραμματισμού και προγραμματισμού στόχων (MOPEN). Σημαντική συμμετοχή στην εξέλιξη της παρούσας εργασίας είχε και το Ίδρυμα Κρατικών Υποτροφιών (Ι.Κ.Υ), χάρη στην πολύτιμη οικονομική ενίσχυση που μου παρείχε καθ όλη τη χρονική διάρκεια της εκπόνησής της. Θερμά ευχαριστώ την Δρ. Ελένη Καμπράγκου για τη συνεργασία της και τη βοήθεια της στην εφαρμογή των Γεωγραφικών Συστημάτων Πληροφοριών, καθώς και όλους τους συναδέλφους μου υποψήφιους διδάκτορες που βοήθησαν ποικιλοτρόπως στην ολοκλήρωση της παρούσας διατριβής. Τέλος, το μεγαλύτερο ευχαριστώ το οφείλω στους γονείς μου, για την αμέριστη συμπαράσταση, την ηθική υποστήριξη και γενικώς την παροχή κάθε είδους βοήθειας για την ολοκλήρωση της διατριβής μου.

12 Κεφάλαιο 1: Γεωργία, αρδεύσεις και περιβάλλον 1.1 Η σημασία του νερού για τη γεωργία Η εφαρμογή των αρδεύσεων στη γεωργία αποσκοπεί στην αύξηση των αποδόσεων των καλλιεργειών και συνεπακόλουθα και τη βελτίωση του γεωργικού εισοδήματος. Οι επενδύσεις σε αρδευτικά συστήματα αποσκοπούν πρώτιστα στη διασφάλιση του γεωργικού εισοδήματος περιορίζοντας τους κινδύνους χαμηλής απόδοσης των καλλιεργειών ή ακόμα και καταστροφής τους που μπορεί να προέλθουν εξαιτίας περιορισμένων ή και χρονικά ανισοκατανεμημένων βροχοπτώσεων. Οι επενδύσεις αυτές μπορούν, επίσης, να μειώσουν την ανεργία και να επιφέρουν σημαντική οικονομική ανάπτυξη στις αγροτικές περιοχές (Young and Haveman, 1985). Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι η άρδευση μειώνει και τον κίνδυνο που αναλαμβάνουν οι γεωργοί κατά τις εποχιακές τους επενδύσεις σε μεταβλητές δαπάνες, όπως είναι για παράδειγμα: η προετοιμασία του εδάφους, οι σπόροι, τα λιπάσματα, και τα φυτοφάρμακα (Hofmann et al., 1990). Ωστόσο, σε διεθνή κλίμακα, το μεγαλύτερο όφελος των αρδεύσεων είναι η εξασφάλιση της παραγωγής τροφίμων, η οποία αποτελεί αποφασιστικό και καθοριστικό παράγοντα στην αντιμετώπιση της συνεχούς αύξησης του παγκόσμιου πληθυσμού. Η αναγκαιότητα εφαρμογής των αρδεύσεων είναι πολύ μεγαλύτερη στις περιοχές με ξηρό ή ημίξηρο κλίμα 1, όπου περιορισμένος αριθμός καλλιεργειών είναι δυνατό να αναπτυχθεί και να δώσει αξιόλογη παραγωγή μόνο με τη φυσική προσφορά του νερού. Στις περιοχές αυτές, η μέση απόδοση των αρδευόμενων καλλιεργειών μπορεί να είναι από δύο ως και τρεις φορές μεγαλύτερη από την αντίστοιχη των ξηρικών καλλιεργειών. Με άλλα λόγια, το νερό μπορεί να θεωρηθεί ως μια εισροή με ιδιαίτερη σημασία για την παραγωγή των αγροτικών προϊόντων, ιδιαίτερα όταν ορισμένοι συντελεστές παραγωγής, όπως για παράδειγμα η γεωργική γη, είναι σε σπανιότητα. Για όλους τους παραπάνω λόγους, η αρδευόμενη γεωργία, τόσο σε εθνικό, όσο και σε παγκόσμιο επίπεδο αποτελεί την κύρια, και με διαφορά από την δεύτερη, χρήση νερού. Συγκεκριμένα, το 70% της υφιστάμενης κατανάλωσης υδατικών πόρων στον πλανήτη, χρησιμοποιείται για την ικανοποίηση των γεωργικών αναγκών. Οι περιοχές στις οποίες 1 Ξηρές και ημίξηρες περιοχές ορίζονται συνήθως οι περιοχές εκείνες στις οποίες οι απαιτήσεις σε νερό των καλλιεργειών ξεπερνούν μάλιστα βαθμό. τη διαθέσιμη ποσότητα νερού από τις βροχοπτώσεις, σε σημαντικό

13 2 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 εφαρμόζονται αρδεύσεις αντιστοιχούν στο 18% της συνολικά καλλιεργούμενης έκτασης στον κόσμο και συνεισφέρουν πάνω από το 33% της παγκόσμιας γεωργικής παραγωγής (Johansson, 2000). Το μεγαλύτερο ποσοστό των αρδευόμενων εκτάσεων αντιστοιχεί στις αναπτυσσόμενες χώρες, όπου η γεωργία είναι η κύρια πηγή εισοδήματος. Η ολοένα και μεγαλύτερη ανάγκη σε τρόφιμα, σε συνδυασμό με τις περιορισμένες δυνατότητες της επέκτασης των γεωργικών γαιών, φανερώνει πως η ζήτηση σε αρδευτικό νερό θα συνεχίσει να αυξάνει στα επόμενα χρόνια (Latinopoulos, 2002). Έτσι, σε μια αντίστοιχη έρευνα που πραγματοποίησε ο FAO (Faures et al, 2002), η προβολή της ζήτησης του αρδευτικού νερού ως το 2030 κατέδειξε πως η παγκόσμια ζήτηση για νερό στη γεωργία θα αυξηθεί κατά 14% σε σχέση με τα επίπεδα του 1998, ώστε να επιτευχθεί ισορροπία στο ισοζύγιο προσφοράς και ζήτησης τροφίμων. Με βάση την ίδια έρευνα, οι αρδευόμενες εκτάσεις αναμένονται κατά την ίδια περίοδο να αυξηθούν παγκοσμίως από 202 σε 242 εκατομμύρια εκτάρια. Οι έντονες ωστόσο πιέσεις και από τις άλλες ανταγωνιστικές χρήσεις του νερού (αστική, βιομηχανική, ενεργειακή) στους ήδη περιορισμένους, και σε πολλές περιοχές σε σπανιότητα, υδατικούς πόρους μπορεί να επιφέρουν σημαντικά προβλήματα διάθεσης των αποθεμάτων και να μην επιτρέψουν την ικανοποίηση της μελλοντικής ζήτησης σε αρδευτικό νερό. Για το λόγο αυτό, η αύξηση της αποτελεσματικότητας στη χρήση του αρδευτικού νερού θα παίξει πολύ σημαντικό ρόλο για τη διατήρηση της βιωσιμότητας της γεωργίας στο άμεσο μέλλον. 1.2 Η εξέλιξη των αρδεύσεων στην Ελλάδα Η εντατικοποίηση της γεωργίας που πραγματοποιήθηκε τις τελευταίες δεκαετίες στην Ελλάδα στηρίχτηκε σε μεγάλο ποσοστό στην μεγάλη αύξηση των αρδευόμενων εκτάσεων. Μια από τις σημαντικότερες μεταβολές που έλαβαν χώρα ήταν η επέκταση της άρδευσης στις αροτριαίες καλλιέργειες (καλαμπόκι, τεύτλα, μηδική, βαμβάκι). Έτσι, ενώ το 1961 οι αρδευόμενες εκτάσεις αποτελούσαν το 13,3 % της γεωργικής γης, το 1998 έφθασαν στο 36% (Μπεόπουλος, 2001). Στο Σχήμα 1.1 φαίνεται η αύξηση των αρδευόμενων εκτάσεων σύμφωνα με στοιχεία του Υπουργείου Γεωργίας. Η επέκταση των αρδεύσεων στην Ελλάδα ήταν σε πολύ μεγάλο ποσοστό αποτέλεσμα της αγροτικής πολιτικής που ακολουθήθηκε τα τελευταία πενήντα χρόνια. Την περίοδο αυτή χρηματοδοτήθηκε, ως επί το πλείστον με εθνική δαπάνη, ένας πολύ μεγάλος αριθμός εγγειοβελτιωτικών έργων, και ειδικά αρδευτικών, για την αύξηση της

14 ΓΕΩΡΓΙΑ, ΑΡΔΕΥΣΕΙΣ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ 3 παραγωγικότητας των καλλιεργούμενων εδαφών και τη στήριξη του αγροτικού εισοδήματος. Στο Σχήμα 1.2 απεικονίζεται η εξέλιξη της αρδευόμενης έκτασης σε συλλογικά έργα. Ως αποτέλεσμα αυτής της πολιτικής, σήμερα, το 40% περίπου του συνόλου των αρδευόμενων εκτάσεων (5,2٠10 6 στρέμματα) αρδεύεται από τα συλλογικά εγγειοβελτιωτικά έργα, τα οποία βρίσκονται υπό την αρμοδιότητα του Υπουργείου Γεωργίας Αρδευόμενη έκταση (ha) Σχήμα 1.1: Εξέλιξη της αρδευόμενης έκτασης στην Ελλάδα 700, ,000 Αρδευόμενη έκταση (ha) 500, , , , , Σχήμα 1.2: Εξέλιξη της αρδευόμενης έκτασης σε συλλογικά εγγειοβελτιωτικά έργα Η γεωργία, λοιπόν, είναι ο μεγαλύτερος καταναλωτής νερού στη χώρα, καθώς χρησιμοποιεί περίπου το 87% του συνόλου των απολήψεων στην ελληνική επικράτεια. Δεύτερη σε σπουδαιότητα είναι η αστική χρήση με ποσοστό περίπου 10%, ενώ στη βιομηχανία αντιστοιχεί μόλις το 3% των υδατικών απολήψεων (Σχήμα 1.3). Οι απολήψεις - επιφανειακές και υπόγειες - για άρδευση σχεδόν διπλασιάστηκαν την 2 Αναλυτικά τα στοιχεία για την εξέλιξη των αρδευόμενων εκτάσεων στην Ελλάδα παρουσιάζονται στην ιστοσελίδα του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και τροφίμων:

15 4 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 τελευταία εικοσαετία, ακολουθώντας τον ίδιο σχεδόν ρυθμό αύξησης με τις αρδευόμενες εκτάσεις. Η ποσοστιαία αυτή αύξηση κατατάσσει την Ελλάδα στις πρώτες θέσεις και αρκετά πάνω από το μέσο όρο των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά και των χωρών του ΟΟΣΑ (Οργανισμός για την Οικονομική Συνεργασία και Ανάπτυξη), όσον αφορά τη μεταβολή της συνολικής κατανάλωσης αρδευτικού νερού (Σχήμα 1.4). Η δωρεάν παροχή νερού στους αγρότες σε συνδυασμό με τις σημαντικές απώλειες εξαιτίας της έλλειψης συντήρησης και εκσυγχρονισμού των υφιστάμενων εγγειοβελτιωτικών έργων συνέτειναν σημαντικά στην ούτως ή άλλως αυξητική τάση κατανάλωσης νερού στην ελληνική γεωργία (ΥΠΑΝ, 2003) Συνολικός όγκος απολήψεων 10 6 m Βιομηχανική Αστική Γεωργική Σχήμα 1.3: Όγκος απολήψεων ανά τομέα χρήσης νερού στην Ελλάδα Πηγή: (OECD, 2004) Σχήμα 1.4: Μεταβολή της συνολικής κατανάλωσης νερού στη γεωργία στις χώρες του ΟΟΣΑ την περίοδο

16 ΓΕΩΡΓΙΑ, ΑΡΔΕΥΣΕΙΣ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ 5 Όσον αφορά τη γεωγραφική διαφοροποίηση της ζήτησης του αρδευτικού νερού στον ελλαδικό χώρο, η μεγαλύτερη ζήτηση παρουσιάζεται στη Θεσσαλία (1550٠10 6 m 3 /έτος), ενώ ακολουθούν κατά σειρά η Μακεδονία, η Στερεά Ελλάδα και η Θράκη. Στο Σχήμα 1.5 παρουσιάζεται η κατανομή των χρήσεων νερού στα 14 υδατικά διαμερίσματα της χώρας 3, σύμφωνα με την οποία, η γεωργία αποτελεί την κύρια χρήση στα 13 από αυτά, με ποσοστό σε όλες τις περιπτώσεις μεγαλύτερο από 60%. Εξαίρεση αποτελεί μόνο η Αττική, όπου η πολύ μεγάλη συγκέντρωση πληθυσμού καθιστά την αστική χρήση σημαντικότερη. Νήσοι Αιγαίου Κρήτη Θράκη Ανατ. Μακεδονία Κεντ. Μακεδονία Δυτ. Μακεδονία Θεσσαλία Ανατ. Στερεά Ελλάδα Αττική Ήπειρος Δυτ. Στερεά Ελλάδα Ανατ. Πελοπόννησος Βορ. Πελοπόννησος Δυτ. Πελοπόννησος Άρδευση Κτηνοτροφία Αστική Βιομηχανική Λοιπές 0% 20% 40% 60% 80% 100% κατανάλωση νερού (%) Σχήμα 1.5: Χρήσεις νερού στα Υδατικά Διαμερίσματα της Χώρας Όσον αφορά τις μεθόδους άρδευσης που χρησιμοποιούνται στην ελληνική επικράτεια, σε γενικές γραμμές μπορούν να χαρακτηριστούν ως αρκετά υδροβόρες και μη ορθολογικές, καθώς το 90% των υφιστάμενων έργων αποτελείται από βαρυτικά συστήματα επιφανειακής άρδευσης και από συστήματα καταιονισμού. Αυτές οι μέθοδοι έχουν σε πολλές περιπτώσεις απώλειες που φθάνουν ως και 50% επί των απολήψεων, δηλαδή χρησιμοποιούν αποτελεσματικά μόλις τους μισούς από τους καταναλισκόμενους υδατικούς πόρους. Σύμφωνα με στοιχεία του Υπουργείου Γεωργίας, το 36,8% των συλλογικών αρδευτικών έργων αφορά συστήματα επιφανειακής άρδευσης, το 53% τεχνητής βροχής και μόλις το 10,2% στάγδην άρδευσης και άλλων συστημάτων μικρο-αρδεύσεων. Παρατηρείται ωστόσο τα τελευταία χρόνια μια αυξητική τάση εφαρμογής της τεχνητής βροχής και της 3 Όπως αυτά ορίζονται στο Νόμο 1739/87

17 6 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 στάγδην άρδευσης σε βάρος των επιφανειακών συστημάτων (Σχήμα 1.6). Ιδιαίτερα η στάγδην άρδευση χρησιμοποιείται όλο και περισσότερο σε περιοχές ξηρές, θερμές και με περιορισμένους υδατικούς πόρους (για παράδειγμα σε πολλές περιοχές της Κρήτη πλησιάζει το 80% επί του συνόλου των αρδευτικών συστημάτων). Όσον αφορά τα συστήματα καταιονισμού (τεχνητής βροχής), μελέτες που πραγματοποιήθηκαν στον ελληνικό χώρο έδειξαν ότι δε διαφέρουν σημαντικά στα επίπεδα αποτελεσματικότητάς τους από τις επιφανειακές μεθόδους (Zalidis et al., 1997). Υπάρχουν, επομένως, κάποια θετικά μηνύματα όσον αφορά την αύξηση της αποτελεσματικότητας των αρδεύσεων, αλλά υπάρχουν επίσης και πολύ μεγάλα περιθώρια περαιτέρω βελτίωσής της. 300,000 Αρδευόμενη έκταση (ha) 250, , , ,000 50,000 Επιφανειακή άρδευση Τεχνητή βροχή Στάγδην άρδευση Σχήμα 1.6: Εξέλιξη των μεθόδων άρδευσης σε συλλογικά έργα στην Ελλάδα 1.3 Οι κοινωνικές και περιβαλλοντικές συνέπειες της αρδευόμενης γεωργίας Η αρδευόμενη γεωργία αποτελεί ένα πολύπλοκο σύστημα αλληλεπίδρασης του φυσικού περιβάλλοντος και της ευρύτερης αγροτικής κοινωνίας. Στο σύστημα αυτό, οι υδατικοί πόροι είναι ουσιαστικά ένα ενδιάμεσο αγαθό καθώς χρησιμοποιούνται ως εισροές για τη γεωργική παραγωγή. Με τον τρόπο αυτό, αποτελούν πηγή εισοδήματος σε μια ευρύτερη κοινωνική ομάδα που απασχολείται με την παραγωγή, επεξεργασία, διακίνηση και πώληση των αγροτικών προϊόντων. Συμβάλλουν επομένως έμμεσα στην ενδυνάμωση του πρωτογενή τομέα και του εμπορίου αλλά και στη διατήρηση της κοινωνικής συνοχής στις αγροτικές περιοχές. Σε μακροοικονομικό επίπεδο συντελούν στην επίτευξη όχι απαραίτητα της αυτάρκειας αλλά τουλάχιστον ενός θετικού ισοζυγίου εισαγωγών και εξαγωγών τροφίμων στη χώρα καθώς και στη μεγέθυνση του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος.

18 ΓΕΩΡΓΙΑ, ΑΡΔΕΥΣΕΙΣ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ 7 Όλα τα παραπάνω ωστόσο, στις περισσότερες περιπτώσεις, είναι ταυτόσημα με την εντατικοποίηση της γεωργίας και την επιβάρυνση του φυσικού περιβάλλοντος προς όφελος της βραχυχρόνιας κοινωνικής ευημερίας. Με άλλα λόγια, συνεπάγονται ένα εξωτερικό κόστος για το περιβάλλον και ειδικότερα για τους υδατικούς πόρους και το οικοσύστημα που αυτοί καθορίζουν. Η αρδευόμενη γεωργία δημιουργεί, επομένως, αρκετές περιβαλλοντικές πιέσεις που μπορούν συνοπτικά να κατηγοριοποιηθούν ως εξής (Badlock, 2000): Στους υδατικούς πόρους (τόσο στην ποσότητα όσο και στην ποιότητά τους, επηρεάζοντας τα επιφανειακά και τα υπόγεια νερά) Στα εδάφη τόσο στην ποιότητα (π.χ. ρύπανση) όσο και στην ποσότητα (π.χ. διάβρωση) Στα οικοσυστήματα και στο τοπίο με τον εκτοπισμό υφιστάμενων βιοτόπων και τη δημιουργία νέων, την υποβάθμιση οικοσυστημάτων, τη διαφοροποίηση της βιοποικιλότητας αλλά και τη μεταβολή του τοπίου. Η ποσοτική επίπτωση των αρδεύσεων στους υδατικούς πόρους αποτελεί ένα σημαντικό πρόβλημα ιδιαίτερα για τις περιοχές με έντονες ανταγωνιστικές χρήσεις του νερού και περιορισμένα φυσικά αποθέματα. Οι υπεραντλήσεις από επιφανειακά νερά μπορεί να διαταράξουν τη ροή ενός ποταμού ή να προκαλέσουν την πτώση της στάθμης των λιμνών, ενώ στην περίπτωση του υπόγειου νερού είναι πιθανό να προκαλέσουν πτώση της στάθμης των υπόγειων υδροφορέων. Ειδικότερα για την Ελλάδα, το 40% του συνολικού νερού άρδευσης αντλείται από υπόγειους υδροφορείς, με έντονες ωστόσο τοπικές διαφοροποιήσεις (Χατζηλάκου, 2001). Αυτό έχει ως αποτέλεσμα, σε αρκετές παραθαλάσσιες πεδινές περιοχές, να παρουσιάζεται διείσδυση θαλασσινού νερού και υφαλμύρωση των υδροφόρων στρωμάτων. Επιπλέον, η γεωργία αποτελεί και πηγή μη σημειακής ρύπανσης, τόσο των υπόγειων, όσο και των επιφανειακών υδάτων. Οι μη σημειακοί ρύποι της γεωργίας αφορούν κυρίως τα ιζήματα, τα γεωργικά φάρμακα και τα θρεπτικά στοιχεία που προέρχονται από τα λιπάσματα. Περιλαμβάνουν, επίσης τοξικά, μέταλλα, καθώς και μικροοργανισμούς, που μπορεί να αποτελέσουν απειλή για τον άνθρωπο ή για τον υδρόβιο μικρόκοσμο. Η κατεργασία του εδάφους και η εφαρμογή χημικών λιπασμάτων είναι κατά βάση οι χειρισμοί που ευθύνονται για την απομάκρυνση ιζημάτων και θρεπτικών ουσιών από τα αγροοικοσυστήματα και τη μεταφορά τους στους υδατικούς πόρους, υπόγειους και επιφανειακούς. Οι αρδεύσεις επιτείνουν σημαντικά αυτή τη διεργασία για δύο λόγους:

19 8 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 πρώτον γιατί στα αρδευόμενα αγροκτήματα χρησιμοποιούνται αρκετά μεγάλες ποσότητες λιπασμάτων και δεύτερον διότι, όταν το εφαρμοζόμενο νερό υπερβαίνει τις ανάγκες των φυτών, μια ποσότητα στραγγίζει προς τις τάφρους ή τα βαθύτερα στρώματα. Έτσι λοιπόν, υδατικοί πόροι που βρίσκονται σε έντονα αρδευόμενες περιοχές παρουσιάζουν πολύ μεγαλύτερη πιθανότητα να έχουν υψηλές συγκεντρώσεις αζώτου (νιτρικές και αμμωνιακές) και φωσφόρου. Οι πρώτες καθιστούν το νερό ακατάλληλο για πόση ενώ μπορεί να αποβούν και τοξικές για διάφορα υδρόβια είδη. Όσον αφορά τις φωσφορικές ενώσεις, αυτές αποτελούν βασική αιτία για τον ευτροφισμό των εσωτερικών αλλά και των παράκτιων υδάτων. Η διάβρωση των εδαφών και η ιζηματογένεση είναι χαρακτηριστικά προβλήματα της αρδευόμενης γεωργίας με συνέπειες τόσο στο ίδιο το έδαφος όσο και στους υδατικούς πόρους (κατάντη της περιοχής διάβρωσης). Ένα άλλο πρόβλημα που μπορεί να προκύψει, όταν μεγάλες ποσότητες αρδευτικού νερού εισρέουν σε ένα σύστημα με περιορισμένη αποθηκευτικότητα και φυσική ικανότητα αποστράγγισης, είναι ο κορεσμός του ανώτερου στρώματος του εδάφους (waterlogging) και η υφαλμύρωση των εδαφών. Εδάφη με τα χαρακτηριστικά αυτά χάνουν σε πολύ μεγάλο βαθμό την παραγωγικότητά τους και επομένως, και την αξία τους ως συντελεστών παραγωγής. Αξίζει να αναφερθεί ότι οι παραπάνω οι πιέσεις επιστρέφουν κάποια στιγμή ως πιέσεις και στην ίδια τη γεωργία. Έτσι, όταν για παράδειγμα δημιουργηθούν ελλείμματα νερού, οι γεωργοί θα προσπαθήσουν να τα καλύψουν με ανορθόδοξους τρόπους και με υπέρβαση της μέγιστης επιτρεπόμενης άντλησης, δημιουργώντας ένα φαύλο κύκλο αρνητικού ισοζυγίου προσφοράς και ζήτησης νερού. Αυτό θα έχει ως επιπρόσθετη συνέπεια τον κορεσμό του επιφανειακού στρώματος του εδάφους, αλλά και την υφαλμύρωση των υδατικών πόρων, με αποτέλεσμα χαμηλότερες αποδόσεις στα γεωργικά προϊόντα και μείωση, εν τέλει, του κέρδους των γεωργών. Η αρδευόμενη γεωργία μπορεί ωστόσο να έχει και θετική συμβολή σε ένα οικοσύστημα. Καταρχήν, περιοχές με γεωργικές χρήσεις γης εμποδίζουν την άμεση γειτνίαση των υδατικών πόρων και των υγροτόπων με βιομηχανίες και οικισμούς. Επιπλέον, ένας ταμιευτήρας για αρδευτικούς σκοπούς, αν σχεδιαστεί σωστά, θα μπορούσε όχι μόνο να μην προκαλέσει σοβαρές διαταράξεις στο περιβάλλον, αλλά να έχει και θετικές συνέπειες (π.χ. λίμνη Κερκίνη). Επίσης, οι ορυζώνες που συνιστούν την πιο υδροβόρα αρδευόμενη καλλιέργεια αποτελούν πολύτιμο ενδιαίτημα για την άγρια ορνιθοπανίδα, ενώ ακόμα και οι ανοικτές στραγγιστικές τάφροι θα μπορούσαν να θεωρηθούν ότι έχουν κάποια περιβαλλοντική αξία, γιατί έχουν νερό για μακρές περιόδους, χωμάτινα πρανή και υδρόφιλη βλάστηση (Γεράκης & Κουτράκης, 1999).

20 ΓΕΩΡΓΙΑ, ΑΡΔΕΥΣΕΙΣ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ 9 Στο Σχήμα 1.7 απεικονίζονται ορισμένες από τις πιο σημαντικές επιδράσεις της αρδευόμενης γεωργίας στο περιβάλλον και ειδικότερα, στην περίπτωση που χρησιμοποιούνται επιφανειακοί υδατικοί πόροι (π.χ. ποτάμια) 4. Οικοσύστημα με μεγάλη βιοποικιλότητα Η διάβρωση στα ανάντη προκαλεί προβλήματα ιζηματογένεσης για τις κατάντη περιοχές Υγρότοπος Οι γεωργικές χρήσεις περιορίζουν τα αστικά απόβλητα και τις πιέσεις που αυτά προκαλούν Τα φράγματα τροποποιούν την ροή στα κατάντη και μπορεί να προκαλέσουν ιζηματογενέσεις Με κατάλληλο σχεδιασμό προσδίδουν θετικές περιβαλλοντικές αξίες Υγρότοποι και οικοσυστήματα δεν πλημμυρίζουν πλέον μειώνοντας τον εμπλουτισμό του υπόγειου υδροφορέα, την γεωργική παραγωγή στην περιοχή και τη βιοποικιλότητα Η αρδευόμενη γεωργία καταναλώνει νερό. Επίσης το νερό που επιστρέφει έχει υποστεί ρύπανση από λιπάσματα και φυτοφάρμακα Ολοένα μικρότερη οικολογική αξία λόγω μείωσης της ροής του ποταμού Μη ικανοποιητική παροχή και κακή ποιότητα νερού στις εκβολές απειλούν τα αλιεύματα της περιοχής. Εξαφάνιση ορισμένων ειδών εξαιτίας της αυξημένης συγκέντρωσης αλάτων Το κόστος επεξεργασίας του νερού αυξάνει λόγω της επιδείνωσης της ποιότητάς του Σχήμα 1.7: Επιπτώσεις αρδευόμενης γεωργίας στο περιβάλλον 4 Τροποποιημένο σχήμα των Dougherty et al. (1995)

21 10 ΚΕΦΑΛΑΙΟ Η έννοια της αειφορίας στη γεωργία και τις αρδεύσεις Ο γενικός ορισμός της έννοιας της αειφόρου ανάπτυξης δόθηκε το 1987 από την Παγκόσμια Επιτροπή για το Περιβάλλον και την Ανάπτυξη (γνωστή και ως Επιτροπή Brundtland), σύμφωνα με τον οποίο ως αειφόρος ανάπτυξη ορίζεται η ανάπτυξη με την προσοχή στο μέλλον, δηλαδή η ανάπτυξη που προσπαθεί να καλύψει τις ανάγκες της σημερινής γενιάς, χωρίς όμως να θέτει σε κίνδυνο την προσπάθεια και των μελλοντικών γενιών να καλύψουν τις δικές τους ανάγκες. Η εφαρμογή των αρχών της αειφόρου ανάπτυξης στην περίπτωση του αρδευτικού νερού προϋποθέτει ουσιαστικά την εφαρμογή μιας ορθολογικής και αειφορικής γεωργίας, η οποία θα διαχειρίζεται τους υδατικούς πόρους μέσα σε ένα ευρύτερο πλαίσιο μιας ολοκληρωμένης διαχείρισής τους. Είναι δηλαδή απαραίτητο να εφαρμόζεται μια ολιστική προσέγγιση σε ένα σύνθετο σύστημα, το οποίο να περιλαμβάνει, τόσο τις επιπτώσεις των γεωργικών πολιτικών, πρακτικών και μεθόδων στους υδατικούς πόρους, όσο και την ανάδρομη σχέση των πολιτικών και μεθόδων διαχείρισης των υδατικών πόρων στη γεωργία και στις αρδεύσεις, και μάλιστα όλα αυτά πάντα σε συνάρτηση με τις άμεσες, αλλά και τις μακροπρόθεσμες συνέπειές τους στο περιβάλλον και στην κοινωνία. Η βασική έννοια της αειφορίας, όπως αυτή καθορίστηκε από την επιτροπή Brundtland, διαστρεβλώνεται στην περίπτωση της γεωργίας, όταν εξισώνεται η έννοια της εναλλακτικής με αυτήν της αειφορικής γεωργίας. Το βασικό νόημα των εναλλακτικών συστημάτων είναι η μείωση ή αν είναι δυνατόν η παύση της χρήσης χημικών και η αντικατάστασή τους με πιο ήπιες περιβαλλοντικά πρακτικές. Πολλές από αυτές τις εναλλακτικές πρακτικές είναι αναγνωρισμένης αξίας και μπορούν κάτω από ειδικές συνθήκες να χρησιμοποιηθούν επιτυχώς. Ωστόσο, τα γεωργικά συστήματα οφείλουν σε μακροχρόνια βάση - να είναι παραγωγικά, ανταγωνιστικά, και επικερδή, ώστε να μπορούν να επιβιώσουν οικονομικά. Μια πιο ισορροπημένη προσέγγιση, λοιπόν, είναι απαραίτητο να λαμβάνει υπόψη όχι μόνο περιβαλλοντικά θέματα, αλλά και θέματα που θα αφορούν την οικονομική βιωσιμότητα και την κοινωνική ευημερία. Για το λόγο αυτό η αειφορική γεωργία πρέπει να περιλαμβάνει τέσσερις βασικούς άξονες μακροχρόνιας δράσης: (α) να βελτιώνει την ποιότητα του περιβάλλοντος και των φυσικών πόρων από τους οποίους εξαρτάται, (β) να διασφαλίζει τη βασική για τον άνθρωπο διατροφή, (γ) να είναι οικονομικά βιώσιμη, και (δ) να βελτιώνει την ποιότητα ζωής των γεωργών αλλά και του συνόλου της κοινωνίας (Weil, 1990). Για να επιτευχθεί αειφορία στη γεωργία, θα πρέπει οι εισροές, τα παραγόμενα προϊόντα αλλά και το ίδιο το σύστημα να χαρακτηρίζονται όλα από τις αρχές της αειφορίας. Πρέπει, επίσης, να ληφθεί υπόψη η σχέση μεταξύ του γεωργικού τομέα και

22 ΓΕΩΡΓΙΑ, ΑΡΔΕΥΣΕΙΣ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ 11 των φυσικών οικοσυστημάτων, αλλά και των υπόλοιπων τομέων της ανθρώπινης δραστηριότητας (Pearce, 1993). Για το λόγο αυτό, η χρήση του νερού στην αρδευόμενη γεωργία είναι αναγκαίο να εξετάζεται σε ένα ευρύτερο πλαίσιο βιώσιμης (αειφορικής) διαχείρισης των υδατικών πόρων μιας περιοχής και μάλιστα σε συνάρτηση με τις υπόλοιπες ανταγωνιστικές χρήσεις αυτών. Η οικονομική ανάπτυξη στον πρωτογενή τομέα οφείλει, λοιπόν, να στηρίζεται διαχρονικά στην αξιοποίηση των ανανεώσιμων υδατικών αποθεμάτων, διασφαλίζοντας την προστασία της ποιότητας του νερού και τη διατήρηση του μόνιμου υδατικού δυναμικού, συμβάλλοντας έτσι στη συντήρηση του οικοσυστήματος και της ίδιας της ζωής στην περιοχή. Η εφαρμογή των παραπάνω προϋποθέτει μια υδατική πολιτική, η οποία θα συμπεριλαμβάνει τις τέσσερις βασικές αρχές που διέπουν τη βιώσιμη διαχείριση των υδατικών πόρων και οι οποίες είναι (Μυλόπουλος, 1999): 1. Ενιαία και ολοκληρωμένη αντιμετώπιση των τεχνικών, οικονομικών, περιβαλλοντικών και κοινωνικών παραμέτρων διαχείρισης των υδατικών πόρων. 2. Διαχείριση της ζήτησης και όχι διαχείριση της προσφοράς του νερού. 3. Θεώρηση του νερού ως οικονομικού αγαθού και κοστολόγησή του σύμφωνα με την πλήρη αξία του. 4. Αποκεντρωμένη διαχείριση των υδατικών πόρων στο κατώτατο δυνατό διοικητικό επίπεδο, σε άμεση συσχέτιση με τη διαχείριση των χρήσεων γης. Η σύνθεση των αρχών της βιώσιμης διαχείρισης των υδατικών πόρων με τις αντίστοιχες της αειφορικής γεωργίας δίνει, λοιπόν, το περίγραμμα, στο οποίο είναι σκόπιμο να κινηθεί η αρδευόμενη γεωργία για μια ορθολογική και αειφορική αξιοποίηση των φυσικών πόρων στον πρωτογενή τομέα (Σχήμα 1.8). Ένας από τους πρωταρχικούς στόχους της πρέπει να είναι η αύξηση της αποδοτικότητας των αρδευτικών δικτύων και, όπου κρίνεται απαραίτητο, η μείωση των απολήψεων νερού (άρα και των αρνητικών επιπτώσεων στο ισοζύγιο προσφοράς και ζήτησης νερού καθώς και στη διάβρωση των εδαφών). Αυτό θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί με την επέκταση της χρήσης πιο αποτελεσματικών μεθόδων άρδευσης, όπως για παράδειγμα της στάγδην άρδευσης. Προτεραιότητα μπορεί, επίσης, να δοθεί στη συντήρηση και αναβάθμιση των υφιστάμενων δικτύων με σκοπό την περαιτέρω μείωση των απωλειών άρδευσης.

23 12 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 Αειφορική διαχείριση στη γεωργία Διασφαλίζει τα βασικά για τον άνθρωπο τρόφιμα Προστατεύει το περιβάλλον και τους φυσικούς πόρους Είναι οικονομικά βιώσιμη Βελτιώνει την ποιότητα ζωής των γεωργών και του συνόλου της κοινωνίας Βιώσιμη διαχείριση υδατικών πόρων Αξιοποιεί τα ανανεώσιμα υδατικά αποθέματα Προστατεύει & διατηρεί το μόνιμο υδατικό δυναμικό και συντηρεί τη ζωή του οικοσυστήματος (υγροτόπου) Στηρίζει την οικονομική ανάπτυξη Βελτιστοποιεί τη χρήση του νερού και ελαχιστοποιεί τη ρύπανσή του Αειφορική διαχείριση στην αρδευόμενη γεωργία Ορθολογική χρήση υδατικών πόρων στη γεωργία Αύξηση παραγωγικότητας του αρδευτικού νερού Μείωση χρήσης λιπασμάτων και φυτοφαρμάκων Εφαρμογή βιολογικής γεωργίας Απαγόρευση ή περιορισμός αρδεύσεων σε οικολογικά ευαίσθητες περιοχές Οικονομικά βιώσιμη γεωργία και αύξηση της οικονομικής αποτελεσματικότητας των αρδεύσεων Σχήμα 1.8: Πλαίσιο εφαρμογής των αρχών της αειφόρου ανάπτυξης στην αρδευόμενη γεωργία Η ορθολογική χρήση των υδατικών πόρων στη γεωργία μπορεί, επίσης, να επιτευχθεί και με τη βοήθεια έμμεσων διαχειριστικών μέτρων και πολιτικών, όπως είναι για παράδειγμα η μέτρηση της κατανάλωσης του νερού και η τιμολόγησή του, η περιορισμένη έκδοση νέων αδειών γεωτρήσεων και η εφαρμογή χρονικών περιορισμών άντλησης, ιδιαίτερα τους κρίσιμους καλοκαιρινούς μήνες. Είναι, επίσης, δυνατόν να δοθούν οικονομικά κίνητρα (επιδοτήσεις) για την εφαρμογή βελτιωμένων μεθόδων άρδευσης και την επιλογή λιγότερο υδροβόρων καλλιεργειών. Η αύξηση άλλωστε της οικονομικής αποτελεσματικότητας των αρδεύσεων αποτελεί μεγάλη πρόκληση καθώς επιφέρει ταυτόχρονα θετικά αποτελέσματα και στο περιβάλλον αλλά και στους ίδιους τους γεωργούς (εισόδημα). Η επιλογή των κατάλληλων καλλιεργειών, καλλιεργητικών μεθόδων, επενδύσεων και ποσοτήτων εισροών (συμπεριλαμβανο-

24 ΓΕΩΡΓΙΑ, ΑΡΔΕΥΣΕΙΣ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ 13 μένου και του νερού) είναι πιθανό να επιδράσει σε σημαντικό βαθμό στην όσο το δυνατόν βέλτιστη χρήση του νερού. Για την προστασία της ποιότητας των υδατικών πόρων αλλά και της ποιότητας του εδάφους είναι σκόπιμο να χρησιμοποιούνται λιγότερο επιζήμιες και φιλικότερες στο περιβάλλον καλλιεργητικές πρακτικές. Συνιστάται, λοιπόν, μείωση της χρήσης των φυτοφαρμάκων και των λιπασμάτων, καθώς και ενθάρρυνση της βιολογικής γεωργίας και των ολοκληρωμένων μεθόδων καλλιέργειας. Ειδικότερα, όσον αφορά τη βιολογική καλλιέργεια υπάρχουν μεγάλα περιθώρια επέκτασής της στη χώρα μας, καθώς, σε σύγκριση με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες, βρίσκεται πολύ πίσω στο ποσοστό των βιολογικά καλλιεργούμενων εκτάσεων (περίπου 1% επί της καλλιεργούμενης γης). Η αειφορική διαχείριση στην αρδευόμενη γεωργία οφείλει, επίσης, να προστατεύει τις οικολογικά ευαίσθητες περιοχές που βρίσκονται κοντά σε αγρο-οικοσυστήματα καθώς και να μη θέτει σε κίνδυνο τη βιοποικιλότητα της περιοχής. Έτσι, περιοχές με υψηλό δείκτη ευαισθησίας και με μεγάλη οικολογική αξία δεν πρέπει να υφίστανται μεγάλες πιέσεις από τη γεωργία και για το λόγο αυτό συνιστάται σε ορισμένες περιπτώσεις απαγόρευση ή σημαντικός περιορισμός των αρδεύσεων. Η αποφυγή της μονοκαλλιέργειας είναι ακόμα ένα μέτρο, το οποίο λαμβάνεται για την προστασία των ενδιαιτημάτων, αλλά και για τη διατήρηση του φυσικού τοπίου. Η εκπαίδευση και η συνεχής κατάρτιση των γεωργών στις νέες τεχνολογίες, στη σωστή χρήση τους και στην αντιμετώπιση συνθηκών έκτακτης ανάγκης, χρήζουν επίσης ιδιαίτερης προσοχής. Με αυτό τον τρόπο επιτυγχάνεται η συνειδητοποίηση των μακροχρόνιων επιπτώσεων από την αλόγιστη και σπάταλη χρήση των υδατικών πόρων, αλλά και από τη ρύπανση που προέρχεται από τις γεωργικές εκμεταλλεύσεις (ΥΠΑΝ, 2003). 1.5 Θεσμικό πλαίσιο για την αρδευόμενη γεωργία στην Ευρωπαϊκή Ένωση και την Ελλάδα Η περιβαλλοντική διάσταση στην αγροτική πολιτική Τα τελευταία χρόνια έλαβαν χώρα διάφορα μέτρα και δράσεις, τόσο σε ευρωπαϊκό, όσο και σε εθνικό επίπεδο, με στόχο την επίτευξη ενός ικανοποιητικού και αποδεκτού επιπέδου ισορροπίας ανάμεσα στην εντατικοποίηση της γεωργικής παραγωγής και στο σεβασμό της φύσης και του περιβάλλοντος. Οι σχετικές ζυμώσεις πραγματοποιήθηκαν κυρίως στα όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και στη συνέχεια, η ελληνική νομοθεσία υιοθέτησε και ενσωμάτωσε τις αντίστοιχες προτάσεις και οδηγίες, ανάλογα με τις ιδιαιτερότητες του ελληνικού χώρου.

25 14 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 Το 1998 ήταν μια καταλυτική ημερομηνία για την Ε.Ε. καθώς το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, στη σύνοδο του Κάρντιφ, κλήθηκε να ενσωματώσει το περιβάλλον και την αειφόρο ανάπτυξη σε κάθε κοινοτική πολιτική και να εκπονήσει ένα σύνολο δεικτών, κατάλληλων για την παρακολούθηση της ενσωμάτωσης αυτής. Στο πλαίσιο αυτό, καταρτίστηκε το 2000 μια σειρά από γεωργο-περιβαλλοντικούς δείκτες για την ενσωμάτωση των περιβαλλοντικών προβληματισμών στην κοινή γεωργική πολιτική, η σημασία και η χρησιμότητα των οποίων εξετάζεται στο πέμπτο κεφάλαιο της διατριβής. Ένα χρόνο νωρίτερα, η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων είχε εκδώσει την ανακοίνωση Κατευθύνσεις για μια αειφόρο γεωργία (ΕΕΚ, 1999), που αποτέλεσε ουσιαστικά την αφετηρία για την ενσωμάτωση της αειφορική θεώρησης στο γεωργικό τομέα 5. Η στρατηγική αυτή της ενσωμάτωσης είχε συγκεκριμένους στόχους, οι σημαντικότεροι από τους οποίους ήταν οι εξής: Η εξασφάλιση της προστασίας των επιφανειακών και των υπόγειων υδάτων, η πρόληψη της ρύπανσης και η προαγωγή της βιώσιμης χρήσης του νερού Ο περιορισμός των κινδύνων από τα χημικά προϊόντα γεωργικής χρήσης Ο περιορισμός της υποβάθμισης του εδάφους Η διατήρηση του τοπίου και της βιοποικιλότητας Παράλληλα με αυτούς τους στόχους, η αειφορική γεωργία πρέπει, σύμφωνα με την Επιτροπή, να διαφυλάσσει την πολιτιστική κληρονομιά και να αντικατοπτρίζει τις ανησυχίες της κοινωνίας όσον αφορά την κοινωνική διάσταση της γεωργίας, δηλαδή τη διατήρηση της βιωσιμότητας των αγροτικών περιοχών και ενός ισορροπημένου αναπτυξιακού προτύπου. Η περαιτέρω ενθάρρυνση της ολοκληρωμένης και αειφόρου ανάπτυξης της υπαίθρου και της πολύ-λειτουργικής γεωργίας προωθήθηκε από την οδηγία της Επιτροπής για τη θέσπιση του 6 ου κοινοτικού προγράμματος δράσης για το περιβάλλον (2002). Σύμφωνα με αυτήν πρέπει να αξιοποιηθούν όλες οι υφιστάμενες δράσεις της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής (ΚΑΠ) που μπορούν να συνεισφέρουν στην περιβαλλοντική προστασία και την αειφόρο ανάπτυξη στο πρωτογενή τομέα. Επίσης, η οδηγία τονίζει πως όλες οι μελλοντικές αγροτικές πολιτικές οφείλουν να συμβάλλουν στην υιοθέτηση 5 Η ανακοίνωση αυτή ουσιαστικά έδωσε νέα διάσταση (συμπεριλαμβάνοντας κυρίως την έννοια της αειφορίας) στην προϋπάρχουσα κοινοτική νομοθεσία και συγκεκριμένα στον κανονισμό 2078/92/ΕΟΚ σχετικά με μεθόδους γεωργικής παραγωγής που συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις προστασίας του περιβάλλοντος καθώς και με τη διαχείριση του φυσικού χώρου.

26 ΓΕΩΡΓΙΑ, ΑΡΔΕΥΣΕΙΣ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ 15 πρακτικών ολοκληρωμένης γεωργίας, εκτατικών μορφών παραγωγής καθώς και βιολογικής γεωργίας. Κατά τα τελευταία χρόνια, η εθνική στρατηγική της αειφορικής ανάπτυξης ακολούθησε, σε αντιστοιχία με την Ε.Ε., ένα πρόγραμμα αγροτικής ανάπτυξης το οποίο περιλάμβανε ειδικά επιμέρους προγράμματα και δράσεις που αποσκοπούσαν (UN, 2004): Στην εφαρμογή καλύτερων καλλιεργητικών μεθόδων και αειφορικότερων μεθόδων παραγωγής Στην ορθολογική χρήση των υδατικών πόρων με στόχο τη διατήρηση των αποθεμάτων και την αποφυγή της ερημοποίησης Στη σταδιακή άρση των κρατικών ενισχύσεων στον πρωτογενή τομέα και των μηχανισμών εκείνων που διαστρεβλώνουν τη λειτουργία της αγοράς Στην εισαγωγή νέων οικονομικών εργαλείων με στόχο την εσωτερικοποίηση του εξωτερικού κόστους της αρδευόμενης γεωργίας Στην εφαρμογή προγραμμάτων βιολογικής γεωργίας Στην προστασία της βιοποικιλότητας στις οικολογικά ευαίσθητες περιοχές Στην ενημέρωση των γεωργών Αξίζει ενδεικτικά να γίνει αναφορά σε μια δέσμη μέτρων για την ενίσχυση των μεθόδων γεωργικής παραγωγής που αποσκοπούν στην προστασία του περιβάλλοντος και στη διατήρηση της φυσιογνωμίας του αγροτικού χώρου, που εφαρμόστηκε στο πλαίσιο του τρίτου άξονα του Εγγράφου Προγραμματισμού Αγροτικής Ανάπτυξης. Στα μέτρα αυτά συμπεριλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, η ενίσχυση της βιολογικής γεωργίας (ΚΥΑ 567/125316/ ), η μείωση της νιτρορύπανσης γεωργικής προέλευσης (ΚΥΑ 628/137354/ , ΦΕΚ 1248/Β/ ), η προστασία των απειλούμενων αυτόχθονων φυλών αγροτικών ζώων (ΚΥΑ / , ΦΕΚ 306/Β/ ) και η διατήρηση των γεωργικών εκτάσεων για την προστασία των ειδών άγριας πανίδας (ΚΥΑ / ) 6. Παράλληλα με τα μέτρα αυτά, το Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων θέσπισε τους Κώδικες Ορθής Γεωργικής Πρακτικής για την ολοκληρωμένη διαχείριση των αγροτικών περιοχών, των υδατικών πόρων και της βιοποικιλότητας, ενώ εφάρμοσε συγχρόνως και ένα πρόγραμμα ολοκληρωμένης φυτοπροστασίας. 6 Αναλυτικά τα μέτρα δράσης παρουσιάζονται στην ιστοσελίδα του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων:

27 16 ΚΕΦΑΛΑΙΟ Υδατική πολιτική, περιβάλλον και γεωργία Στην προηγούμενη ενότητα δεν έγινε ειδική και εκτενής αναφορά σε μέτρα και πολιτικές που αφορούν το αρδευτικό νερό. Ο λόγος είναι πως η διαχείρισή του στη γεωργία υπάγεται ουσιαστικά στη γενικότερη πολιτική διαχείρισης των υδατικών πόρων και λιγότερο στην αγροτική πολιτική. Θα ήταν, επομένως, λάθος να εξεταστεί χωριστά από τις υπόλοιπες χρήσεις του νερού. Κρίνεται, λοιπόν, σκόπιμο να γίνει στη συνέχεια μια γενική περιγραφή της υδατικής πολιτικής, τόσο σε ευρωπαϊκό, όσο και σε εθνικό επίπεδο και μέσα από αυτήν να εντοπιστεί και να τονιστεί η αγροτική διάσταση του νερού. Η υδατική πολιτική της Ε.Ε. μετά το 2000 καθορίζεται με την Οδηγία 2000/60/ΕΚ για τη θέσπιση πλαισίου Κοινοτικής δράσης στον τομέα της πολιτικής των υδάτων. Η οδηγία αυτή γνωστή και ως Οδηγία Πλαίσιο για το Νερό αποτέλεσε μια φιλόδοξη και καινοτόμο προσπάθεια με στόχο τη σύνθεση του συνόλου των αρχών που διέπουν την ορθολογική και ολοκληρωμένη διαχείριση των υδατικών πόρων. Σύμφωνα μ αυτήν, το νερό δεν αποτελεί πλέον εμπορικό προϊόν αλλά κληρονομιά, η οποία πρέπει να προστατευτεί. Είναι, επομένως, απαραίτητο, να ενσωματωθεί στο άμεσο μέλλον η προστασία και η βιώσιμη διαχείριση του νερού σε όλους τους τομείς της ανθρώπινης δραστηριότητας, συμπεριλαμβανομένης και της γεωργικής. Οι κύριοι στόχοι της Οδηγίας Πλαίσιο, όπως ορίζονται στο Άρθρο 1 του κειμένου της, είναι οι εξής: Η αποτροπή της περαιτέρω υποβάθμισης των υδάτων, καθώς και η προστασία και βελτίωση των υδατικών πόρων και των χερσαίων οικοσυστημάτων που τους περιέχουν ή τους περιβάλλουν. Η προώθηση της βιώσιμης διαχείρισης του νερού, βάσει μιας μακροπρόθεσμης προστασίας των υδατικών πόρων. Η βελτίωση του υδάτινου περιβάλλοντος μέσω της εφαρμογής συγκεκριμένων μέτρων για τη σταδιακή μείωση της απόρριψης ρυπαντικών ουσιών προτεραιότητας και την εξάλειψη της απόρριψης τοξικών ρυπαντικών ουσιών προτεραιότητας. Η διασφάλιση της προοδευτικής μείωσης της ρύπανσης των υπόγειων υδάτων και η αποφυγή της περαιτέρω ρύπανσής τους. Η αντιμετώπιση των επιπτώσεων ακραίων φαινομένων πλημμυρών και ξηρασίας.

28 ΓΕΩΡΓΙΑ, ΑΡΔΕΥΣΕΙΣ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ 17 Με βάση αυτούς τους στόχους, είναι δυνατό να συνοψίσουμε πως η αειφορική διαχείριση σε τοπικό και περιφερειακό επίπεδο, σε συνδυασμό με την αποκατάσταση των ήδη επιβαρημένων - από πλευράς ρύπανσης ή υδατικού ελλείμματος υδατικών πόρων, αποτελεί τον κύριο άξονα δράσης της Οδηγίας 7. Αξίζει ακόμα να σημειωθεί ότι πρωτεύουσα σημασία δίνεται στην ποιότητα των υδάτων και πως ο έλεγχος της ποσότητας φαίνεται να αντιμετωπίζεται ως ένα επικουρικό μέτρο για τη διασφάλιση της ποιότητας. Ωστόσο, επειδή η λήψη αποφάσεων και μέτρων - όπως αναφέρεται παρακάτω - είναι δυνατό να γίνει σε περιφερειακό επίπεδο, είναι στην ευχέρεια του τοπικού φορέα διαχείρισης των υδάτων να διαμορφώσει μια πολιτική που να επικεντρώνεται στο ποσοτικό ζήτημα, όταν αυτό είναι το κύριο πρόβλημα (π.χ. στις μεσογειακές χώρες και ειδικότερα στην Ελλάδα), δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στις μεθόδους διαχείρισης της ζήτησης του νερού. Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό γνώρισμα της Οδηγίας είναι ότι οποιαδήποτε ανάλυση, είτε περιβαλλοντική, είτε οικονομική, θα πρέπει να γίνεται σε επίπεδο λεκάνης απορροής, λαμβάνοντας υπόψη τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της 8. Έτσι, λοιπόν, σύμφωνα με την Οδηγία, πρέπει καταρχήν να προσδιοριστεί η περιοχή της λεκάνης απορροής ποταμού ή του συνόλου λεκανών απορροής με τη μορφή μιας υδρολογικής περιφέρειας. Στη συνέχεια, η περιοχή αυτή πρέπει να διερευνηθεί ως προς τις κύριες χρήσεις του νερού, τις αντίστοιχες πιέσεις που οι χρήσεις αυτές ασκούν στη λεκάνη απορροής και γενικότερα ως προς την επίδραση των χρήσεων στην υφιστάμενη κατάσταση του εκάστοτε υδατικού πόρου. Επίσης, η Οδηγία ορίζει ότι είναι απαραίτητο να εξεταστεί η κοινωνικο-οικονομική διάσταση των δραστηριοτήτων εκείνων που αναπτύσσονται στα γεωγραφικά πλαίσια της λεκάνης και έχουν ως αποτέλεσμα τη χρήση και τη ρύπανση του νερού. Καινοτομία της συγκεκριμένης οδηγίας είναι και η οικονομική διάσταση που δίνεται στη διαχείριση των υδατικών πόρων, με την πρόθεση να τιμολογηθεί κάθε χρήση τους με βάση την ανάκτηση του πλήρους κόστους της. 7 Οι περιβαλλοντικοί στόχοι για τα επιφανειακά και υπόγεια νερά, καθώς και για τις προστατευόμενες περιοχές αναγράφονται στο Άρθρο 4 της Οδηγίας. 8 Η επιλογή της λεκάνης απορροής ως χωρικού επιπέδου αναφοράς δεν αποτελεί καινοτομία της Οδηγίας Πλαίσιο όσον αφορά την ελληνική πραγματικότητα. Από το 1987, σύμφωνα με την τότε ισχύουσα νομοθεσία (Ν.1739/87), προτάθηκαν ως βασικές μονάδες διαχείρισης των υδατικών πόρων τα υδατικά διαμερίσματα (14 συνολικά στη χώρα), τα οποία σχηματίστηκαν από την συνάθροιση μικρότερων λεκανών απορροής. Το προεδρικό διάταγμα 60/98 καθόρισε, στη συνέχεια, τόσο τα ακριβή όρια των υδατικών διαμερισμάτων όσο και τη χωρική αρμοδιότητα των αρμόδιων υπηρεσιών και μάλιστα με όρια όχι διοικητικά, αλλά, όπως γίνεται διεθνώς, με βάση τις υδρολογικές λεκάνες.

29 18 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 Η Ελλάδα, όπως και όλα τα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ήταν υποχρεωμένη να εναρμονίσει το εθνικό της δίκαιο προς τις διατάξεις της Οδηγίας 2000/60 μέχρι τις 22 Δεκεμβρίου του Έτσι, μολονότι είχε τη δυνατότητα να προσδιορίσει κάποια ήδη προϋπάρχουσα (εθνική ή διεθνή) αρχή προτίμησε να προσφύγει στη λύση μιας νέας αρχής, αλλά και ενός νέου νόμου (Ν. 3199/2003). Σύμφωνα με το νόμο αυτό, κάθε χρήση υδατικών πόρων πρέπει να αποβλέπει στη βιώσιμη και ισόρροπη ικανοποίηση των αναπτυξιακών αναγκών και να διασφαλίζει τη μακροπρόθεσμη προστασία των υδάτων, την επάρκεια των αποθεμάτων τους και τη διατήρηση της ποιότητάς τους, ιδιαίτερα δε τη μείωση και την αποτροπή της ρύπανσής τους. Ο νόμος αυτός τονίζει επίσης, ότι η διαχείριση της ζήτησης πρέπει να γίνεται με βάση τις δυνατότητες των υδατικών αποθεμάτων, σε επίπεδο λεκάνης απορροής και ότι πρέπει να επιδιώκεται η εξοικονόμηση νερού με τις κατάλληλες τεχνικές, μεθόδους, οικονομικά κίνητρα και εργαλεία. Ο νόμος αυτός έχει δεχτεί αρκετές επικρίσεις, κυρίως από περιβαλλοντικές οργανώσεις και φορείς έρευνας, όσον αφορά τους συμβιβασμούς που έγιναν κατά την ενσωμάτωση των στόχων της Οδηγίας. Έτσι, ενώ ο κύριος στόχος της Οδηγίας για αναχαίτιση οποιασδήποτε περαιτέρω υποβάθμισης και επίτευξη καλής οικολογικής κατάστασης σε όλους τους υδατικούς πόρους, προϋποθέτει τη θέσπιση ορίων ρύπανσης και αντίστοιχων κυρώσεων, η νέα εθνική νομοθεσία εξετάζει το συγκεκριμένο στόχο γενικά και αόριστα στις διατάξεις της. Επίσης, η ποσοτική διάσταση των υδατικών πόρων, που είναι ίσως και η σημαντικότερη για την Ελλάδα, φαίνεται να παραμερίζεται κατά πολύ, ενώ όσον αφορά την τιμολόγηση του νερού και την ανάκτηση του πλήρους κόστους του δεν διαφαίνεται μια καθαρή πρόθεση για καθολική επιβολή της τιμολόγησης. Είναι ωστόσο εφικτό, ο νόμος αυτός να γίνει η αφετηρία για μια ολοκληρωμένη αειφορική διαχείριση των υδατικών πόρων, αρκεί οι επιμέρους αδυναμίες και ατέλειές του να αντιμετωπιστούν συστηματικά και με άξονα το μακροχρόνιο κοινωνικό όφελος (Λατινόπουλος, 2004). Ιδιαίτερη πρόκληση αποτελεί η εφαρμογή του νόμου 3199/2003 στον αγροτικό χώρο, ο οποίος παρουσιάζει ίσως τις περισσότερες ιδιομορφίες, αλλά και τα περισσότερα προβλήματα, όπως για παράδειγμα: Εποχικότητα της ζήτησης, η οποία είναι ιδιαίτερα αυξημένη κατά τους καλοκαιρινούς μήνες, εξαιτίας των αρδεύσεων και των τουριστικών αναγκών και η οποία έρχεται σε αντιδιαστολή με την περιορισμένη δυνατότητα προσφοράς νερού τους μήνες αυτούς, προκαλώντας έτσι εποχιακές ελλείψεις σε πολλές περιοχές.

30 ΓΕΩΡΓΙΑ, ΑΡΔΕΥΣΕΙΣ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ 19 Μεγάλη εξάρτηση της γεωργίας από τις αρδεύσεις και προνομιακή μεταχείριση των αγροτών στην τιμολόγηση του νερού και στον έλεγχο της ρύπανσής του, εξαιτίας των αγροτικών δραστηριοτήτων. Υπερεκμετάλλευση (υπεραντλήσεις) και κατά συνέπεια υφαλμύρωση των υπόγειων υδροφορέων σε πολλές περιοχές της χώρας. Ωστόσο, το σοβαρότερο πρόβλημα, που αποτελεί και τη μεγαλύτερη πρόκληση για τον Ελλαδικό χώρο, είναι αυτή καθ αυτή η αποδοχή της νέας νομοθεσίας και των επιμέρους διατάξεών της από τους διάφορους εμπλεκόμενους φορείς και χρήστες. Στο Σχήμα 1.9 παρουσιάζεται με διαγραμματικό τρόπο η στάση των σημαντικότερων ομάδων φορέων ή χρηστών (σε Ευρωπαϊκό επίπεδο) σε τρία από τα σημαντικότερα ζητήματα της Οδηγίας: τον περιορισμό των επικίνδυνων ουσιών, την τιμολόγηση με βάση το πλήρες κόστος του νερού και τον περιορισμένο χρονικό ορίζοντα της εφαρμογής της (Kaika, 2003). Από το σχετικό διάγραμμα μπορούμε να παρατηρήσουμε την ισχυρή αντίθεση ορισμένων φορέων σε κάποιο από τα τρία αυτά ζητήματα της Οδηγίας. Στην περίπτωση της Ελλάδας είναι αναγκαίο να γίνει ιδιαίτερη αναφορά και να εξεταστεί κατά προτεραιότητα η επικείμενη στάση του αγροτικού τομέα, γιατί: α) φαίνεται να αντιτίθεται και στα τρία παραπάνω ζητήματα, β) αποτελεί τον κυριότερο καταναλωτή νερού, γ) λόγω των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών του (χαμηλό εισόδημα, ξηρό κλίμα, κατακερματισμός του κλήρου κ.τ.λ.), παρουσιάζει πολύ μεγάλη ανελαστικότητα σε οποιαδήποτε μεταβολή της οικονομικής και περιβαλλοντικής θεώρησης του νερού. Η Οδηγία Πλαίσιο 2000/60/ΕΚ, όπως προαναφέρθηκε, αποτέλεσε τη βάση για τις μεταγενέστερες οδηγίες στην Ε.Ε. οι οποίες είχαν ως σκοπό είτε να δώσουν κατευθύνσεις στις σχετικά γενικόλογες διατάξεις αυτής, είτε να επεκτείνουν τους στόχους της σε πολιτικές που επηρεάζουν άμεσα ή έμμεσα τους υδατικούς πόρους. Στην πρώτη κατηγορία ανήκει μεταξύ άλλων η ανακοίνωση της Επιτροπής: Πολιτικές τιμολόγησης Πολιτικές για την ενίσχυση της αειφορίας των υδατικών πόρων (ΕΕΚ, 2000b), η οποία τονίζει την ανάγκη για τιμολογιακές πολιτικές με τις οποίες θα λαμβάνονται υπόψη όλοι οι διαφορετικοί τύποι κόστους, οι οποίοι συνδέονται με τις διάφορες χρήσεις του νερού (ειδική αναφορά γίνεται στο επόμενο κεφάλαιο). Στη δεύτερη κατηγορία ανήκει η Απόφαση 1600/2002/ΕΚ για τη θέσπιση του 6 ου κοινοτικού προγράμματος δράσης για το περιβάλλον, η οποία ακολουθεί πλήρως τις διατάξεις της Οδηγίας Πλαίσιο σε ό,τι αφορά τις πολιτικές βιώσιμης διαχείρισης των υδατικών πόρων. Επιπλέον, στην κατηγορία αυτή ανήκουν και όλες οι μεταρρυθμίσεις της ΚΑΠ που πραγματοποιήθηκαν το 2003 και αφορούσαν το αρδευτικό νερό. Ενδεικτικά,

31 20 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 ορισμένα σχετικά μέτρα που πρότεινε η νέα ΚΑΠ είναι: η στήριξη των επενδύσεων για τη βελτίωση των υποδομών της άρδευσης, η ενίσχυση των γεωργών για τη μετάβασή τους σε βελτιωμένες τεχνικές άρδευσης, η ενθάρρυνση για την ελάττωση της κατανάλωσης νερού και η τήρηση των θεσμοθετημένων απαιτήσεων που απορρέουν από την εφαρμογή της Οδηγίας για τα υπόγεια νερά (Οδηγία 80/68) στο πλαίσιο της ενισχυμένης πολύ-συμμόρφωσης στον αγροτικό χώρο. NGOs* Τοπικές Αρχές Ενώσεις καταναλωτών Ιδιωτική βιομηχανία νερού Χημική βιομηχανία Αγροτικός τομέας Περιορισμός των επικίνδυνων ουσιών Τιμολόγηση με βάση το πλήρες κόστος του νερού Περιορισμένος χρονικός ορίζοντας εφαρμογής Ισχυρή Συμφωνία Ισχυρή Διαφωνία *Μη κυβερνητικές οργανώσεις Σχήμα 1.9 : Οι θέσεις των σημαντικότερων εμπλεκόμενων φορέων κατά την εφαρμογή της Οδηγίας 2000/60

32 Κεφάλαιο 2: Η οικονομική θεώρηση του νερού στη γεωργία 2.1 Εισαγωγή στην οικονομική θεώρηση του νερού Σε έναν από τους διάλογούς του ο Πλάτωνας 1 αναφέρει: ό,τι είναι σπάνιο είναι και πολύτιμο, ενώ το νερό, το οποίο όπως ο Πίνδαρος λέει 2 είναι το πρώτο αγαθό, είναι επίσης πάρα πολύ φθηνό. Το νόημα της φράσης αυτής θα μπορούσε στη σημερινή πραγματικότητα να αποδοθεί ως εξής: η τιμή ενός αγαθού και συγκεκριμένα του νερού η οποία διαμορφώνεται στην αγορά, δεν είναι απαραίτητο να εκφράζει και την πραγματική αξία του συγκεκριμένου αγαθού. Οι τιμές αγοράς ορίζονται από τις μεταβαλλόμενες συνθήκες, που καθορίζουν την προσφορά και τη ζήτηση των αγαθών, ενώ αντίθετα η αξία αυτών των αγαθών αποτελεί μια έννοια πιο σταθερή και διαχρονική (Hanemann, 2005). Για το λόγο αυτό, οι δυο αυτές έννοιες είναι σκόπιμο να χρησιμοποιούνται σε τελείως διαφορετικές κατευθύνσεις στο πλαίσιο της ολοκληρωμένης διαχείρισης των υδατικών πόρων. Η αποτίμηση της αξίας του νερού πρέπει να έχει ως κύριο στόχο το να καθορίζει, όσο είναι δυνατόν πιο αποτελεσματικά, την κατανομή των υδατικών πόρων στους ανταγωνιστικούς τομείς της ανθρώπινης δραστηριότητας (Winpenny, 2003). Οι τιμές του νερού από την άλλη, οφείλουν να παρέχουν στους διάφορους καταναλωτές τα κατάλληλα κίνητρα για μια ορθολογική και αποτελεσματική αξιοποίηση των υδατικών πόρων. Επίσης, η παραπάνω φράση του Πλάτωνα υποδηλώνει ότι το νερό είναι φθηνό όταν βρίσκεται σε αφθονία. Σήμερα, οι ολοένα αυξανόμενες ανάγκες των ανθρώπων σε νερό, ο έντονος ανταγωνισμός μεταξύ των διαφόρων δραστηριοτήτων για την εξασφάλιση περιορισμένων υδατικών αποθεμάτων και οι μεγάλες πιέσεις που δέχονται οι υδατικοί πόροι από διάφορα ρυπαντικά φορτία έχουν περιορίσει σημαντικά τα διαθέσιμα αποθέματα και έχουν αυξήσει το κόστος προσφοράς του νερού σε πολλές περιοχές του κόσμου, με αποτέλεσμα να θεωρείται απαραίτητη η τιμολόγησή του στις διάφορες χρήσεις του. Στη συνέχεια του κεφαλαίου αυτού περιγράφονται ξεχωριστά τα κυριότερα χαρακτηριστικά της θεωρίας της οικονομικής αποτίμησης και της τιμολόγησης του νερού, με ιδιαίτερη έμφαση στο νερό το οποίο χρησιμοποιείται στη γεωργία. Στο τέλος 1 Ευθύδημος, 304b, Tό γαρ σπάνιο, ώ Ευθύδημε, τίμιον, το δε ύδωρ ευωνότατον, άριστον όν, ως έφη Πίνδαρος 2 Ολυμπιονικών Α1: Άριστον μεν ύδωρ

33 22 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 του κεφαλαίου γίνεται ειδική αναφορά στην οικονομική θεώρηση του νερού με βάση την Οδηγία Πλαίσιο για το Νερό. 2.2 Η αποτίμηση της αξίας του νερού στη γεωργία Ορισμός της έννοιας της αξίας του νερού Στη Διεθνή Διάσκεψη για το Νερό και το Περιβάλλον που πραγματοποιήθηκε το 1992 στο Δουβλίνο τονίστηκε, μεταξύ άλλων, ότι το νερό έχει οικονομική αξία σε όλες τις ανταγωνιστικές χρήσεις του και θα πρέπει να αναγνωριστεί ως οικονομικό αγαθό (ΙCWE,2002). Η πρόταση αυτή είναι στην ουσία ταυτόσημη με την τρίτη από τις αρχές της βιώσιμης διαχείρισης των υδατικών πόρων (Ενότητα 1.4), σύμφωνα με την οποία το νερό πρέπει να εξετάζεται ως ένα οικονομικό αγαθό και να κοστολογείται με βάση την πλήρη αξία του. Η αποτίμηση της αξίας του νερού παρουσιάζεται, επομένως, ως ένα σημαντικό εργαλείο διαχείρισης των υδατικών πόρων, ενώ αποτελεί επίσης και μια πρόκληση, καθώς το νερό διαφέρει σημαντικά από τα συνηθισμένα οικονομικά αγαθά. Μια μεθοδολογικά σωστή αποτίμηση λοιπόν, προϋποθέτει πρώτα από όλα το σωστό ορισμό της έννοιας της αξίας του νερού. Όπως για κάθε αγαθό, έτσι και για το νερό, ισχύει σε γενικές γραμμές ο ορισμός που έχει δοθεί από τον Marshall (1890) για την αξία ενός αγαθού, σύμφωνα με τον οποίο: η αξία ενός αγαθού ή υπηρεσίας είναι ίση με το ποσό το οποίο είναι οριακά διατεθειμένος κάποιος να πληρώσει για την ικανοποίηση που αυτό το αγαθό ή η υπηρεσία θα του προσφέρει, σε σύγκριση με το να παραιτηθεί από αυτήν. Αντίστοιχα, η αξία (χρήσης) του νερού, σύμφωνα με τον Briscoe (1996), είναι ίση με το μέγιστο ποσό το οποίο οι διάφοροι χρήστες του είναι διατεθειμένοι να πληρώσουν. Η επιθυμία αυτή για πληρωμή αντανακλά την προθυμία του συγκεκριμένου χρήστη να θυσιάσει ένα μέρος της κατανάλωσης άλλων αγαθών για μια συγκεκριμένη ποσότητα νερού. Με άλλα λόγια, οι καταναλωτές θα χρησιμοποιούν το νερό όσο το όφελος από ένα επιπλέον κυβικό μέτρο είναι μεγαλύτερο από το κόστος το οποίο καλούνται να πληρώσουν για την ποσότητα αυτή. Επομένως, η αξία του νερού, προκύπτει στο σημείο ισορροπίας της αγοράς, όπου το οριακό κόστος μιας επιπλέον ποσότητας νερού είναι ίσο με το οριακό όφελος από τη χρήση της ποσότητας αυτής (σημείο Χ* στο Σχήμα 2.1). Για κανονικά οικονομικά αγαθά, αυτή η αξία μπορεί να βρεθεί από τον υπολογισμό της περιοχής που βρίσκεται κάτω από τη καμπύλη ζήτησης. Καθώς όμως οι αγορές νερού είναι σπάνιες και όταν εφαρμόζονται συνήθως είναι ατελείς, δεν είναι εύκολος ο καθορισμός της αξίας που αντιστοιχεί σε κάθε διαφορετικό χρήστη νερού (Briscoe,

34 Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ ΤΟΥ ΝΕΡΟΥ ΣΤΗ ΓΕΩΡΓΙΑ ). Αξίζει ωστόσο να σημειωθεί ότι στην παραπάνω οικονομική θεώρηση δεν ελήφθησαν καθόλου υπόψη τρία ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του νερού τα οποία εξετάζονται στη συνέχεια και τα οποία είναι: α) η περιβαλλοντική του διάσταση β) η φυσική του προσφορά και σπανιότητα καθώς και γ) η θεώρησή του ως ιδιωτικό, δημόσιο ή ενδιάμεσο αγαθό. Τιμή νερού ( /m 3 ) Προσφορά Οριακό κόστος Ζήτηση Οριακό όφελος Χ* Όγκος νερού (m 3 ) Σχήμα 2.1: Καμπύλες προσφοράς και ζήτησης νερού και σημείο ισορροπίας Το νερό αποτελεί ένα κατεξοχήν περιβαλλοντικό αγαθό του οποίου η αξία δεν καθορίζεται μόνο από τη χρήση του, όπως συμβαίνει με τα περισσότερα καταναλωτικά αγαθά. Αντίθετα, η συνολική του αξία είναι ίση με το άθροισμα της αξίας χρήσης (actual use value), της αξίας μιας πιθανής μελλοντικής χρήσης (option value) και της εγγενούς αξίας του (intrinsic value) (Turner, 1990). Η τελευταία που ονομάζεται σε ορισμένες περιπτώσεις και εσωτερική αξία είναι η αξία που έχουν αυτά καθ αυτά τα περιβαλλοντικά αγαθά ανεξάρτητα από την παρούσα ή τη μελλοντική ανθρωποκεντρική τους χρησιμότητα. Όπως αναφέρθηκε και στην αρχή του κεφαλαίου αυτού, το νερό όταν είναι διαθέσιμο σε απεριόριστες ποσότητες είναι ελεύθερο αγαθό από οικονομικής απόψεως. Αντίθετα, όταν η προσφορά του παρουσιάζει σπανιότητα σε σχέση με τη ζήτησή του, μπορεί να θεωρηθεί ως ένα οικονομικό αγαθό και να διατίθεται μέσω ενός συστήματος αγοράς. Σε ένα τέτοιο σύστημα, η οικονομική αξία του νερού ορίζεται από την τιμή του και χρησιμεύει ως οδηγός για την κατανομή του μεταξύ των διάφορων εναλλακτικών του χρήσεων. Το δυνητικό αποτέλεσμα αυτής της διαδικασίας είναι η προσφορά των υδατικών πόρων στις χρήσεις εκείνες με τη μεγαλύτερη οικονομική ανταποδοτικότητα (Ward and Michelsen, 2002).

35 24 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 Όσον αφορά τη χρηστική αξία του νερού, αυτή μπορεί να ταξινομηθεί σε τρεις διαφορετικές κατηγορίες. Μπορεί λοιπόν να θεωρηθεί ως ένα ιδιωτικό αγαθό, το οποίο παρέχει μια άμεση ωφέλεια στους καταναλωτές (π.χ. αστική χρήση), ως δημόσιο αγαθό (π.χ. αναψυχή, αισθητική του τοπίου) καθώς και ως ενδιάμεσο αγαθό, όταν είναι απαραίτητο για την παραγωγή άλλων προϊόντων (π.χ. γεωργική και βιομηχανική χρήση). O Samuelson (1954) έκανε πρώτος τη διάκριση μεταξύ συμβατικών αγαθών της αγοράς (ιδιωτικών αγαθών) και δημόσιων αγαθών (αγαθών που όλοι απολαμβάνουν από κοινού). Τα δύο κύρια χαρακτηριστικά των δημόσιων αγαθών είναι ότι είναι μη-ανταγωνιστικά 3 (non-rivalry) και μη-αποκλειόμενα 4 (non-excludable). Σε αυτό το πλαίσιο, το νερό είναι ταυτόχρονα τόσο ιδιωτικό όσο και δημόσιο αγαθό. Όταν χρησιμοποιείται in situ, δηλαδή στο φυσικό του περιβάλλον (π.χ. για ναυσιπλοΐα, για το θαλάσσιο οικοσύστημα, για την βελτίωση του τοπίου κ.τ.λ.), λειτουργεί ως δημόσιο αγαθό, όταν όμως διανέμεται για διάφορες ανθρώπινες χρήσεις, τότε αποτελεί ιδιωτικό αγαθό (Hanemann, 2005). Η αξία μιας συγκεκριμένης ποσότητας νερού, όταν αυτό παρουσιάζεται ως ιδιωτικό αγαθό, είναι ίση με την αξία που της αποδίδει ένας μόνο χρήστης. Συνεπώς, η αθροιστική καμπύλη ζήτησης του νερού, όταν αυτό είναι ιδιωτικό αγαθό, προκύπτει από το οριζόντιο άθροισμα των επιμέρους (ατομικών) συναρτήσεων ζήτησης. Η ίδια περίπου οικονομική θεωρία εφαρμόζεται και στην περίπτωση που το νερό είναι ένα ενδιάμεσο αγαθό, με τη διαφορά ότι εκτιμάται έμμεσα η αξία του μέσω της τιμής του τελικού παραγόμενου προϊόντος. Από την άλλη, όταν οι υδατικοί πόροι αποτελούν δημόσιο αγαθό η αξία τους προκύπτει μέσω όλων όσων παρουσιάζουν ενδιαφέρον για τους συγκεκριμένους πόρους, ενώ η αθροιστική καμπύλη ζήτησης του νερού ισούται με το κατακόρυφο άθροισμα των επιμέρους (ατομικών) συναρτήσεων ζήτησης. Για το λόγο αυτό τα μη αγοραία οφέλη από την περιβαλλοντική προστασία μπορεί σε αρκετές περιπτώσεις να ξεπερνούν τα ιδιωτικά οφέλη από τη χρήση του νερού. Αξίζει επίσης να αναφερθεί ότι ένα από τα σημαντικότερα προβλήματα στην εύρεση της αξίας του νερού παρουσιάζεται στις μάλλον συχνές - περιπτώσεις που ένας υδατικός πόρος έχει περισσότερες από μια χρήσεις με διαφορετικές χρηστικές αξίες (π.χ. ένας ποταμός μπορεί να συνεισφέρει στην ύδρευση ενός οικισμού, στη γεωργική παραγωγή αλλά και στην αναψυχή των επισκεπτών του). Η συνολική αξία του εν λόγω φυσικού πόρου είναι απαραίτητο να συναθροίζει όλες τις επιμέρους αξίες του. 3 Ένα αγαθό είναι μη ανταγωνιστικό, όταν η χρήση του από κάποιο άτομο δεν μειώνει την ωφέλεια που δύναται να παρέχει σε άλλα άτομα. 4 Μη αποκλειόμενα ή μη εξαιρέσιμα αγαθά είναι τα αγαθά που δεν διαιρούνται σε μικρότερες μονάδες τις οποίες μπορεί να αγοράσει ο κάθε καταναλωτής (δεν ισχύει δηλαδή η αρχή του αποκλεισμού).

36 Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ ΤΟΥ ΝΕΡΟΥ ΣΤΗ ΓΕΩΡΓΙΑ Λόγοι αποτίμησης του νερού στη γεωργία Η αειφορική διαχείριση των υδατικών πόρων απαιτεί τη γνώση της συνολικής οικονομικής αξίας του νερού και των υπηρεσιών που αυτό προσφέρει. Σύμφωνα με τον Pearce (1993), μόνο όταν υπάρχουν επαρκείς και αξιόπιστες εκτιμήσεις της αξίας του νερού είναι εφικτή η οικονομική αποτίμηση των παραγωγικών του δυνατοτήτων, αλλά και η αξιολόγηση των σχετικών επενδύσεων. Ειδικότερα, στην περίπτωση του νερού που χρησιμοποιείται στη γεωργία υπάρχουν αρκετοί λόγοι που αιτιολογούν και καθιστούν αναγκαία την αποτίμηση αυτή, οι κυριότεροι από τους οποίους είναι οι εξής: Η αποτίμηση της αξίας του νερού στη γεωργία μπορεί να αποτελέσει πηγή πληροφόρησης σχετικά με την οικονομική συνεισφορά του νερού στη γεωργική παραγωγή. Η συνεισφορά αυτή δεν πρέπει να υπερεκτιμηθεί, γιατί μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα την υπερκατανάλωση νερού και τη μείωση της οικονομικής αποτελεσματικότητάς του. Μπορεί, επίσης, να αποτελέσει χρήσιμη πληροφορία για τη σχέση αξίας και επιδότησης νερού, ούτως ώστε να εξεταστεί, αν και κατά πόσο είναι εφικτή μια πιθανή μείωση ή ακόμα και κατάργηση των επιδοτήσεων του αρδευτικού νερού (Latinopoulos, 2002). Η αποτίμηση της αξίας του νερού μπορεί να αποτελέσει τη βάση για μια σωστή και αποτελεσματική τιμολόγηση. Η επικρατούσα τάση υποτιμολόγησης του αρδευτικού νερού παγκοσμίως και η συχνή έλλειψη μηχανισμών ανάκτησης του κόστους στα αρδευτικά συστήματα έχουν σαν αποτέλεσμα την πλημμελή λειτουργία και την περιορισμένη συντήρηση των συστημάτων (Tiwari, 1998) αυτών. Η γνώση της αξίας του νερού είναι σημαντική για την επιλογή της κατάλληλης πολιτικής τιμολόγησης και της σωστή κατανομής του νερού μεταξύ των διαφόρων ανταγωνιστικών χρήσεων του. Η οικονομική ανταποδοτικότητα των νέων εγγειοβελτιωτικών έργων και των αρδευτικών δικτύων και η αποκατάσταση των υπαρχόντων έργων πρέπει, επίσης, να βασίζεται στην οικονομική αποτίμηση των υδατικών πόρων (Young 1996). Έτσι, η γνώση του συνολικού οφέλους από τη χρήση του νερού (δηλαδή η συνολική αξία του νερού) είναι απαραίτητη για την εκπόνηση μιας ανάλυσης κόστους-οφέλους, η οποία θα πρέπει με τη σειρά της να διασφαλίζει ότι το συνολικό όφελος ενός νέου έργου θα να είναι τουλάχιστο ίσο με το συνολικό του κόστος. Η αποτίμηση της αξίας του νερού στη γεωργία είναι χρήσιμη όχι μόνο για τον αγροτικό τομέα, αλλά και για τους υπόλοιπους, ανταγωνιστικούς στην

37 26 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 κατανάλωση νερού, τομείς. Η αιτία είναι ότι η αξία του αρδευτικού νερού μπορεί να αποτελέσει το εναλλακτικό κόστος, τόσο της βιομηχανικής, όσο και της αστικής χρήσης του νερού και αντίστροφα Η αξία του νερού στη γεωργία Η αποτίμηση του νερού στη γεωργία είναι ένα σύνθετο και δύσκολο εγχείρημα. Η πλειοψηφία των μελετών, που έχουν πραγματοποιηθεί με σκοπό την εύρεση της αξίας του αρδευτικού νερού, εξετάζουν κυρίως την οικονομική συνεισφορά των αρδεύσεων στην αξία της γεωργικής παραγωγής (Small and Carruthers, 1991; Turner et al., 2004) και σπανιότερα λαμβάνουν υπόψη την περιβαλλοντική και ενδογενή αξία των υδατικών πόρων (Bakker and Matsuno; 200, Renwick, 2001). Φαίνεται, λοιπόν, ότι το αρδευτικό νερό αντιμετωπίζεται συνήθως ως ένα ενδιάμεσο αγαθό, που συνεισφέρει έμμεσα στο γεωργικό εισόδημα. Με βάση το θεωρητικό αυτό πλαίσιο, η αξία του αρδευτικού νερού μπορεί να οριστεί ως το μέγιστο ποσό, το οποίο είναι διατεθειμένος να πληρώσει ένας γεωργός που είναι πλήρως ενημερωμένος και λειτουργεί ορθολογικά. Η επιθυμία αυτή για πληρωμή μπορεί να αναπαρασταθεί γραφικά με μια καμπύλη ζήτησης, η οποία θα απεικονίζει την ποσότητα νερού που καταναλώνεται σε διάφορες τιμές χρέωσής του (Young, 1996). Όταν η ακαθάριστη πρόσοδος των αρδευόμενων καλλιεργειών είναι μικρή, τότε και η αξία του νερού θα είναι επίσης χαμηλή. Όταν πάλι οι υδατικοί πόροι χρησιμοποιούνται σε καλλιέργειες με προϊόντα υψηλής αξίας, τότε και η αξία του νερού θα είναι αρκετά μεγάλη. Σε ορισμένες, μάλιστα, περιπτώσεις η εν λόγω αξία είναι της ίδιας τάξης μεγέθους με την αξία του νερού στην αστική και βιομηχανική χρήση του (Briscoe, 1996). Επειδή το νερό που χρησιμοποιείται στον γεωργικό χώρο δεν αποτελεί από μόνο του κάποιο κλειστό σύστημα, αλλά προέρχεται από υδατικούς πόρους με πολλαπλές δυνητικές χρησιμότητες και συχνά ανήκει σ ένα ευρύτερο οικοσύστημα με ποικίλες περιβαλλοντικές λειτουργίες, είναι σκόπιμο η αξία του να συμπεριλαμβάνει - όσο αυτό είναι δυνατόν - και τις μη χρηστικές αξίες που συνεπάγεται η χρήση του. Μια από αυτές είναι η δυνατότητα διαδοχικής χρήσης, αλλά και επαναχρησιμοποίησής του μέσω των επιστροφών ροής. Η κατανάλωση νερού για αρδεύσεις δημιουργεί ακόμα σημαντικές έμμεσες αξίες στα επόμενα στάδια του κύκλου του νερού μέσω της διήθησης και της ανατροφοδότησης του εδάφους (Hoekstra et al., 2005). Πολλές φορές, οι αρδεύσεις έχουν επίσης ένα κοινωνικό όφελος πολύ μεγαλύτερο από την αύξηση του ευημερίας των γεωργών, καθώς συμβάλλουν στην οικονομική βιωσιμότητα και την κοινωνική συνοχή των αγροτικών περιοχών. Τέλος, όπως όλα τα περιβαλλοντικά αγαθά, έτσι και οι υδατικοί πόροι που χρησιμοποιούνται στη γεωργία έχουν μια ενδογενή αξία, η οποία

38 Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ ΤΟΥ ΝΕΡΟΥ ΣΤΗ ΓΕΩΡΓΙΑ 27 είναι χρήσιμο να συμπεριλαμβάνεται στην αποτίμηση της συνολικής αξίας του αρδευτικού νερού. Στο Σχήμα 2.2 παρουσιάζονται αναλυτικά οι κύριες συνιστώσες της πλήρους αξίας του νερού στη γεωργία σύμφωνα με τους Rogers et al. (2002). Η ανάλυση ωστόσο, που θα ακολουθήσει στα επόμενα κεφάλαια θα επικεντρώνεται στην οικονομική αξία και κυρίως στην αξία χρήσης του νερού. Ενδογενής αξία Συνολική αξία Προσαρμογή με βάση το κοινωνικό όφελος Οικονομική αξία Καθαρά κέρδη από έμμεσες χρήσεις Καθαρά κέρδη από επιστροφές ροής Αξία χρήσης του νερού Σχήμα 2.2: Συνολική αξία του νερού στη γεωργία Μέθοδοι αποτίμησης της αξίας του νερού στη γεωργία Ένα από τα σημαντικότερα μεθοδολογικά προβλήματα, αλλά και πρακτικά ζητήματα σχετικά με την εκτίμηση της αξίας του νερού είναι η επιλογή της κατάλληλης μεθόδου αποτίμησης. Η επιλογή αυτή εξαρτάται σε σημαντικό βαθμό από την ύπαρξη μιας αξιόπιστης αγοράς νερού, από την κύρια χρήση του νερού, καθώς και από τη θεώρησή του ως ιδιωτικό, δημόσιο ή ενδιάμεσο αγαθό. Διαφορετικές μέθοδοι μπορούν να χρησιμοποιηθούν παράλληλα, ώστε να ληφθεί υπόψη το σύνολο όλων αυτών των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών του νερού και των αντίστοιχων αξιών τους. Στο Σχήμα 2.3 απεικονίζεται διαγραμματικά η ταξινόμηση των κυριότερων μεθόδων αποτίμησης της αξίας του νερού, όπως προτάθηκε από τον Agudelo (2001). Σύμφωνα με την ταξινόμηση αυτή διακρίνονται οι εξής υποκατηγορίες: Μέθοδοι που στηρίζονται στη λειτουργία της αγοράς νερού και υπολογίζουν την αξία του νερού μέσα από δεδομένα αγορών και μισθώσεων αδειών χρήσης του.

39 28 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 Μέθοδοι που αποτιμούν την αξία του νερού ως ενδιάμεσο αγαθό, το οποίο χρησιμοποιείται για την παραγωγή ενός άλλου προϊόντος. Μέθοδοι αποτίμησης του νερού ως καθαρά ιδιωτικού αγαθού (με κύρια αξία την αξία χρήσης του) μέσα από τη συνάρτηση ζήτησής του. Μέθοδοι που αποσκοπούν στην εκτίμηση των μη χρηστικών αξιών των υδατικών πόρων, οι οποίοι αντιμετωπίζονται στη συγκεκριμένη περίπτωση ως δημόσιο αγαθό. Αποτίμηση της αξίας του νερού Εκτίμηση αξίας μέσω της λειτουργίας αγοράς νερού Θεώρηση του νερού ως ενδιάμεσου αγαθού Θεώρηση του νερού ως τελικού αγαθού Έμμεση αξία από αγορές και μισθώσεις αδειών χρήσης νερού Συνάρτηση ζήτησης του παραγωγού Αποτίμηση υπολειμματικής αξίας Το νερό ως ιδιωτικό αγαθό Συνάρτηση ζήτησης του καταναλωτή Το νερό ως δημόσιο αγαθό Μέθοδος του κόστους ταξιδιού Προστιθέμενη αξία Ηδονιστική μέθοδος Εναλλακτικό κόστος Μέθοδος εξαρτημένης αξιολόγησης Συνάρτηση μεταφοράς του κέρδους Σχήμα 2.3: Οικονομική θεώρηση του νερού και οι αντίστοιχες μέθοδοι αποτίμησής του Είναι ωστόσο σκόπιμο να τονιστεί το γεγονός ότι κάθε παρόμοια ταξινόμηση έχει μεν ως κύριο σκοπό να υποδείξει τις καταλληλότερες μεθόδους που είναι δυνατόν να εφαρμοστούν ανάλογα με την λειτουργία και χρήση των υδατικών πόρων, αλλά δεν

40 Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ ΤΟΥ ΝΕΡΟΥ ΣΤΗ ΓΕΩΡΓΙΑ 29 μπορεί να αποκλείσει την επιλογή οποιασδήποτε μεθόδου για μια άλλη κατηγορία ή ακόμα και τη συνδυασμένη χρήση περισσότερων από μια μεθόδους. Ο σημαντικότερος λόγος γι αυτό είναι ο πολύ-λειτουργικός και πολυχρηστικός ρόλος του νερού που, όπως έχει ήδη αναφερθεί, είναι δυνατόν να του προσδίδει ποικίλες αξίες ταυτόχρονα. Σύμφωνα με τη διεθνή βιβλιογραφία, οι μέθοδοι αποτίμησης της αξίας του νερού που χρησιμοποιείται στη γεωργία μπορούν να κατηγοριοποιηθούν σύμφωνα με τη γενική ταξινόμηση των Mitchell and Carson (1989), η οποία δεν περιορίζει αποκλειστικά το νερό ως ενδιάμεσο αγαθό παραγωγής γεωργικών προϊόντων. Σύμφωνα με την κατηγοριοποίηση αυτή, δύο είναι τα βασικά χαρακτηριστικά που ορίζουν την ταξινόμηση των μεθόδων: α) η πηγή των δεδομένων (παρατήρηση του πραγματικού κόσμου ή υποθετικές ερωτήσεις) και β) η τεχνική που ακολουθείται με στόχο την εκτίμηση της χρηματικής αξίας του φυσικού πόρου (άμεσες ή έμμεσες τεχνικές). Προκύπτουν, κατ αυτό τον τρόπο τέσσερις κατηγορίες μεθόδων, οι οποίες διακρίνονται στον Πίνακα 2.1. Σημειώνεται ότι η ταξινόμηση αυτή διαφοροποιείται από τη συνήθη κατηγοριοποίηση σε τεχνικές αποκαλυπτόμενων και δηλούμενων προτιμήσεων η οποία χρησιμοποιείται συχνά στον χώρο της αποτίμησης περιβαλλοντικών αγαθών καθώς συμπεριλαμβάνει και την παράμετρο της αμεσότητας της μεθόδου, που είναι πολύ βασική στην περίπτωση των ενδιάμεσων αγαθών. Πίνακας 2.1: Ταξινόμηση των μεθόδων αποτίμησης της αξίας του νερού στη γεωργία Άμεσες Έμμεσες Δεδομένα από παρατηρήσεις Αγορά νερού Προσομοίωση αγοράς νερού Ηδονιστική μέθοδος Ανάλυση της συνάρτησης παραγωγής του νερού Εκτίμηση της υπολειμματικής αξίας του νερού Μαθηματικός προγραμματισμός Πολυκριτηριακή ανάλυση Εκτίμηση γεωργικού οφέλους από τη βελτίωση της ποιότητας του αρδευτικού νερού Δεδομένα από υποθέσεις Εξαρτημένη αξιολόγηση Δεν εφαρμόζεται κάποια συγκεκριμένη μέθοδος για την αποτίμηση του νερού στο γεωργικό χώρο Η κατηγορία των άμεσων μεθόδων αποτίμησης, με δεδομένα που προέρχονται από παρατηρήσεις του πραγματικού κόσμου, περιλαμβάνει τις τιμές του νερού στην περίπτωση λειτουργίας αγοράς νερού, καθώς και τις τιμές από κατάλληλα σχεδιασμένες προσομοιώσεις αγοράς νερού. Η επιλογή των τιμών αγοράς νερού είναι

41 30 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 ίσως ο πιο προφανής τρόπος για την εκτίμηση της αξίας του νερού. Όταν δηλαδή το αρδευτικό νερό τιμολογείται και οι τιμές του διαφοροποιούνται με βάση ορισμένα πρότυπα ποιότητας και ποσότητας, τότε είναι εφικτή η εκτίμηση της ζήτησης του νερού με τη βοήθεια της οικονομετρικής ανάλυσης επί των δεδομένων ενοικιάσεων ή παραχωρήσεων (πωλήσεων) αδειών χρήσης του νερού για αρδευτικούς σκοπούς. Ωστόσο, η αγορά νερού δεν χρησιμοποιείται συχνά, ενώ όταν εφαρμόζεται, είναι αρκετά επιρρεπής σε κρατικές παρεμβάσεις (μέσω αγροτικών πολιτικών αλλά και πολιτικών διαχείρισης των υδατικών πόρων) και συνεπακόλουθα σε αποτυχίες της αγοράς. Όσον αφορά τις άμεσες μεθόδους με υποθετικά δεδομένα, αυτές, στο χώρο της γεωργίας, εκπροσωπούνται κυρίως από τη μέθοδο της εξαρτημένης αξιολόγησης (Contingent Valuation Method). Η εφαρμογή της μεθόδου αυτής στη γεωργία αποσκοπεί στην εκτίμηση των προτιμήσεων των γεωργών και στην εύρεση της επιθυμίας τους για πληρωμή (Willingness to Pay), είτε για τα υφιστάμενα έργα προσφοράς νερού, είτε για τη δυνητική βελτίωσή των έργων αυτών 5 (Tiwari, 2000, Μάλλιος, 2005). Η εφαρμογή της, όμως, παρουσιάζει ορισμένες μεθοδολογικές αδυναμίες, όπως είναι για παράδειγμα η μεροληψία πληροφόρησης (information bias) και η μεροληψία στρατηγικής (strategic bias). Ειδικότερα στην περίπτωση των γεωργών, οι απαντήσεις τους είναι δυνατόν να έχουν στρατηγικό χαρακτήρα ώστε να υποβαθμίσουν την εκτιμώμενη αξία του νερού, αν αντιληφθούν ότι η έρευνα που διενεργείται αποσκοπεί στη μελλοντική οικονομική τους επιβάρυνση μέσω π.χ. της τιμολόγηση του νερού. Συνεπώς, αν και η εξαρτημένη αξιολόγηση αποτελεί ένα αρκετά συνηθισμένο εργαλείο στην αποτίμηση της αξίας του αστικού νερού αλλά και των υδατικών πόρων ως δημόσιων αγαθών, σπάνια εφαρμόζεται στο γεωργικό χώρο όπου το νερό έχει σε μεγάλο βαθμό την ιδιότητα του συντελεστή παραγωγής. Σύμφωνα με τα παραπάνω, η αποτίμηση της αξίας του νερού στη γεωργία γίνεται τις περισσότερες φορές με τη χρήση μεθόδων που προέρχονται από την υποκατηγορία των έμμεσων τεχνικών και συγκεκριμένα αυτών που χρησιμοποιούν δεδομένα από παρατηρήσεις του πραγματικού κόσμου. Ο λόγος είναι ότι η υποκατηγορία αυτή ταιριάζει περισσότερο στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του νερού που χρησιμοποιείται στη γεωργία, δηλαδή του νερού ως ενδιάμεσου προϊόντος. Όπως φαίνεται στον Πίνακα 2.1, αρκετές τεχνικές ανήκουν στην κατηγορία αυτή, οι περισσότερες από τις οποίες (συνάρτηση παραγωγής του νερού, εκτίμηση της υπολειμματικής αξίας, μαθηματικός 5 Η μέθοδος της εξαρτημένης αξιολόγησης στηρίζεται σε υποθετικές άμεσες ερωτήσεις προς τους αγρότες για συγκεκριμένα σενάρια επιθυμίας για πληρωμή με τη μέθοδο των ερωτηματολογίων.

42 Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ ΤΟΥ ΝΕΡΟΥ ΣΤΗ ΓΕΩΡΓΙΑ 31 προγραμματισμός και πολυκριτηριακή ανάλυση) αναλύονται εκτενέστερα σε επόμενα κεφάλαια 6. Η εκτίμηση της αξίας του νερού μέσω των συναρτήσεων παραγωγής (crop water functions) εφαρμόζεται, κυρίως, σε μικρές πειραματικές εκτάσεις και σε επίπεδο αγροτικής εκμετάλλευσης, όπου υπολογίζεται η συμβολή διαφορετικών ποσοτήτων άρδευσης στην απόδοση των γεωργικών προϊόντων και κατά προέκταση στο γεωργικό εισόδημα (Kim and Schaible, 2000). Η μέθοδος της υπολειμματικής αξίας (residual valuation) εκτιμά τη συμβολή της αρδευόμενης γεωργίας στο γεωργικό εισόδημα, συγκρίνοντας το οικονομικό αποτέλεσμα στις αρδευόμενες γεωργικές εκμεταλλεύσεις (ή και σε μεγαλύτερες γεωργικές εκτάσεις) με το αντίστοιχο αποτέλεσμα των ξηρικών καλλιεργειών στην ίδια περιοχή (Rodriguez et al.,2002; Bate and Dubourg, 1997). Η κυριότερη τεχνική που εφαρμόζεται για τη συγκεκριμένη αποτίμηση είναι αυτή της μεταβολής του ακαθάριστου κέρδους (change in net income), η οποία χρησιμοποιείται στο Κεφάλαιο 5 για την αποτίμηση της αξίας του νερού στην περιοχή μελέτης της παρούσας διατριβής. Σε αντιστοιχία με τον γενικό ορισμό της αξίας του νερού, η εκτίμηση της αξίας του στη γεωργία στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό στην ευημερία (ικανοποίηση) που προσφέρει μια συγκεκριμένη ποσότητα νερού στο γεωργό και στα υπόλοιπα αγαθά που είναι διατεθειμένος να θυσιάσει για την ποσότητα αυτή. Ωστόσο, η επιλογή της ποσότητας άρδευσης αποτελεί ένα μέρος μόνο της διαδικασίας λήψης αποφάσεων από μέρος του γεωργού, η οποία περιλαμβάνει πληθώρα επιλογών όσον αφορά τις εισροές και εκροές σε μια γεωργική εκμετάλλευση, οι οποίες μάλιστα αλληλοσυνδέονται μεταξύ τους. Χρονικές καθυστερήσεις στην παραγωγή, αβεβαιότητα των τιμών εισροών και προϊόντων, αβεβαιότητα όσον αφορά τις παραγωγικές δυνατότητες, απαιτήσεις σε προσφορά εργασίας και διαφορετικές δυνατότητες εκμετάλλευσης της οικογενειακής εργασίας αποτελούν ορισμένες μόνο παραμέτρους που κάνουν πιο πολύπλοκη την λήψη μιας απόφασης στο γεωργικό χώρο (Hufmman, 1992). Η πολυπλοκότητα αυτή μπορεί να αντιμετωπιστεί στην περίπτωση της αποτίμησης της αξίας του νερού με τη βοήθεια τόσο του μαθηματικού προγραμματισμού, όσο και της πολυκριτηριακής ανάλυσης. 6 Αναλυτικά, η μεθοδολογία αποτίμησης της αξίας του νερού μέσω της συνάρτησης παραγωγής και της μεθόδου της υπολειμματικής αξίας παρουσιάζεται στο Κεφάλαιο 5 ενώ η αποτίμηση της αξία του νερού μέσω του μαθηματικού προγραμματισμού και της πολυκριτηριακής ανάλυσης περιγράφεται στο Κεφάλαιο 7.

43 32 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 Αν η αγορά γεωργικής γης και ακίνητης γεωργικής περιουσίας στην περιοχή μελέτης είναι σε λειτουργία και μάλιστα σε συνθήκες ανταγωνισμού, τότε η σύγκριση των τιμών της αξίας της γης όπως αυτή μπορεί να προκύψει από δεδομένα πωλήσεων αρδευόμενης και μη αρδευόμενης γης είναι δυνατό να δώσει χρήσιμα και πειστικά συμπεράσματα για την αποτίμηση της αξίας του αρδευτικού νερού. Η μέθοδος που εφαρμόζεται για το σκοπό αυτό ονομάζεται ηδονιστική μέθοδος (hedonic valuation) και στηρίζεται στην οικονομετρική ανάλυση με εξαρτημένη μεταβλητή την αξία της γεωργικής γης και πλήθος ανεξάρτητων μεταβλητών, μεταξύ των οποίων και η παράμετρος της χρήσης νερού για αρδεύσεις (Torell et al.; 1990, Faux and Perry, 1999; Latinopoulos et al., 2004). Το πρόβλημα της συγκεκριμένης μεθόδου είναι ότι σε αρκετές αντίστοιχες έρευνες, αν και υπάρχουν επαρκή δεδομένα, δεν είναι δυνατόν να εξαχθούν στατιστικώς σημαντικά αποτελέσματα της συμβολής του νερού στις τιμές πώλησης της γης (Young 1996). Τέλος, μια ακόμα έμμεση μέθοδος υπολογισμού της αξίας του νερού στο γεωργικό τομέα αποτελεί και η εκτίμηση του οφέλους στη γεωργία από τη βελτίωση της ποιότητας του νερού. Η μέθοδος αυτή συνδυάζει την αξία χρήσης του νερού, ως ενδιάμεσου αγαθού παραγωγής γεωργικών προϊόντων, με την περιβαλλοντική αξία του. Η μεθοδολογία είναι περίπου η ίδια μ αυτήν που ακολουθείται στις συναρτήσεις παραγωγής και στην υπολειμματική αποτίμηση του νερού, μόνο που στη συγκεκριμένη περίπτωση γίνεται προσπάθεια υπολογισμού της συμβολής στο γεωργικό εισόδημα της βελτίωσης της ποιότητας του νερού και όχι της αύξησης της ποσότητάς του. Για την ακρίβεια, η αξία του νερού εκτιμάται μέσω της αύξησης των γεωργικών αποδόσεων και κατά προέκταση του εισοδήματος των γεωργών, η οποία οφείλεται στην ελάττωση της ρύπανσης ή ακόμα και στη μειωμένη περιεκτικότητα σε άλατα του αρδευτικού νερού. 2.3 Η τιμολόγηση του νερού στη γεωργία Βασικές αρχές και στόχοι τιμολόγησης του νερού στη γεωργία Ως τιμή του νερού ορίζεται το ποσό το οποίο επιλέγεται από το ευρύτερο κοινωνικοπολιτικό σύστημα για την εξασφάλιση της ανάκτησης του πλήρους κόστους του νερού, τη διασφάλιση της ισότητας μεταξύ των διαφορετικών χρηστών (και χρήσεων) και την προώθηση της αειφορίας (Rogers et al., 2002). Συγκεκριμένα, στο χώρο της γεωργίας, η τιμή του αρδευτικού νερού αντιπροσωπεύει, είτε μια άμεση χρέωση της κατανάλωσής του, είτε ένα πρόστιμο που καλούνται οι γεωργοί να πληρώσουν για την υπέρβαση μιας μέγιστης επιτρεπόμενης ποσότητας κατανάλωσης ώστε, σε κάθε περίπτωση, να

44 Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ ΤΟΥ ΝΕΡΟΥ ΣΤΗ ΓΕΩΡΓΙΑ 33 μπορούν να έχουν το δικαίωμα πρόσβασης και χρήσης του αρδευτικού νερού στις καλλιεργούμενες εκτάσεις τους. Η εφαρμογή μιας τιμολογιακής πολιτικής του νερού στη γεωργία γενικότερα και η επιλογή της τιμής του νερού ειδικότερα, είναι σκόπιμο να στηρίζεται σε μια σειρά στόχων πολιτικής της κεντρικής κυβέρνησης, της τοπικής αυτοδιοίκησης και του φορέα διαχείρισης των υδατικών πόρων. Οι κυριότεροι από τους στόχους αυτούς είναι οι εξής: 1. Βελτιστοποίηση της κατανομής των υδατικών πόρων. Όπως έχει ήδη αναφερθεί, ο κυριότερος στόχος της τιμολόγησης του νερού, όχι μόνο στη γεωργία αλλά και σε όλους τους τομείς δραστηριότητας, είναι η έμμεση βοήθεια που αυτή μπορεί να προσφέρει στην εύρεση της βέλτιστη κατανομής των υδατικών πόρων μεταξύ των ανταγωνιστικών χρηστών και χρήσεων. Ανάλογα, λοιπόν, με τα κριτήρια προτεραιότητας κατανομής του νερού (αποτελεσματικότητα, δικαιοσύνη, ισότητα) επιλέγεται και η αντίστοιχη πολιτική τιμολόγησης. Η πολιτική αυτή είναι σκόπιμο να ενθαρρύνει τις ορθολογικές επενδύσεις από κρατικούς φορείς και ιδιώτες, καθώς και να εξασφαλίζει την ισότητα στο δικαίωμα χρήσης των υδατικών πόρων και στα αντίστοιχα οφέλη της χρήσης αυτής (Bosworth et al., 2002). 2. Χρηματοδότηση της λειτουργίας και της συντήρησης των εγγειοβελτιωτικών έργων και των αρδευτικών δικτύων. Σε περιοχές που το νερό δεν τιμολογείται ή που η χρέωσή του είναι χαμηλή, τα κεφάλαια για τη συντήρηση των έργων προέρχονται σε μεγάλο βαθμό από την κεντρική χρηματοδότηση. Αυτό συνεπάγεται μεγάλη εξάρτηση της λειτουργίας των συγκεκριμένων έργων από τη φορολόγηση των πολιτών, ενώ είναι συχνή επίσης και η υποχρηματοδότηση για τη συντήρησή τους. Περιορισμένη συντήρηση οδηγεί με τη σειρά της σ ένα φαύλο κύκλο χειρότερων υπηρεσιών προσφοράς νερού, χαμηλότερης παραγωγικότητας, απροθυμίας των γεωργών να πληρώσουν για το νερό και σταδιακής απομάκρυνσής τους από τη γεωργία (Perry, 2001). Επομένως, η εφαρμογή της τιμολόγησης θα έχει το διπλό όφελος της ελάφρυνσης των φορολογούμενων και της ανάκτησης του κόστους λειτουργίας και συντήρησης των έργων με αποτέλεσμα την εύρυθμη και μακροχρόνια λειτουργία αυτών. 3. Οικονομικά πιο αποτελεσματική και περιβαλλοντικά λιγότερο επιζήμια χρήση των υδατικών πόρων. Η αύξηση του ανταγωνισμού για περιορισμένους υδατικούς πόρους και η ολοένα και συχνότερη εμφάνιση ελλειμμάτων νερού καθιστά πιο επιτακτική την ανάγκη ευαισθητοποίησης των γεωργών αναφορικά με τις επιπτώσεις της υπερκατανάλωσης νερού για αρδεύσεις. Το επιχείρημα της

45 34 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 προσφοράς επιδοτούμενων ή δωρεάν ποσοτήτων νερού, για την αύξηση της παραγωγής τροφίμων και την αντιμετώπιση της φτώχειας, γίνεται άρα ολοένα και ασθενέστερο σε σχέση με την ανάγκη διασφάλισης ότι οι περιορισμένοι πόροι χρησιμοποιούνται όσο πιο αποτελεσματικά γίνεται (Perry, 2001). Επίσης, μια ορθή πολιτική τιμολόγησης είναι δυνατό να καταστήσει τους γεωργούς υπεύθυνους για τις περιβαλλοντικές συνέπειες των πράξεών τους που μπορεί να προκύψουν από τη μη-σημειακή ρύπανση, αλλά και από την υπερκατανάλωση υδατικών πόρων, οι οποίοι αποτελούν δημόσια αγαθά με μεγάλη κοινωνική και οικολογική αξία (OECD, 2002). 4. Ανάκτηση του κόστους των επενδύσεων. Ορισμένα από τα οφέλη των δημόσιων επενδύσεων που πραγματοποιήθηκαν προς όφελος της αρδευόμενης γεωργίας είναι απαραίτητο να κεφαλαιοποιηθούν, ώστε να ακολουθήσουν νέες επενδύσεις σε άλλες αγροτικές περιοχές. 5. Στόχοι αγροτικής πολιτικής. Παράλληλα με τους παραπάνω στόχους της τιμολογιακής πολιτικής, είναι απαραίτητο να λαμβάνονται υπόψη και οι συνέπειές της στον αγροτικό χώρο και στους ίδιους τους γεωργούς. Με άλλα λόγια, η οικονομική επιβάρυνση που θα κληθεί να πληρώσει ο εκάστοτε γεωργός δεν πρέπει να ξεπερνάει τη μέγιστη δυνατότητά του για πληρωμή και να θέτει σε κίνδυνο το εισόδημά του. 6. Διοικητικοί στόχοι. Η επιλογή μιας συγκεκριμένης πολιτικής πρέπει να διασφαλίζει σε σημαντικό βαθμό την αποδοχή της από τους εμπλεκόμενους φορείς και να είναι όσο το δυνατόν απλή κατά την εφαρμογή της. Οι παραπάνω στόχοι είναι πιθανό να ακολουθούν λεξικογραφικές προτιμήσεις, οι οποίες παίρνουν βαθμό προτεραιότητας ανάλογα με την κοινωνική αποδοχή τους. Η διαδικασία επιλογής της κατάλληλης πολιτικής τιμολόγησης στηρίζεται δηλαδή σε ένα πλαίσιο πολυδιάστατης λήψης αποφάσεων και μπορεί να χρησιμοποιηθεί, όπως περιγράφεται στο Κεφάλαιο 8, η μεθοδολογία της πολυκριτηριακής ανάλυσης για την αξιολόγηση των αποτελεσμάτων από την εφαρμογή μιας τιμολογιακής πολιτικής στο γεωργικό χώρο. Σύμφωνα με τον Kiefer (1999), οι παραπάνω στόχοι μπορούν να απεικονιστούν με τη μορφή διανυσμάτων που ξεκινούν από την αρχή των αξόνων (Σχήμα 2.4). Ο βαθμός επίτευξης του κάθε στόχου φανερώνεται με αντίστοιχες τιμές που είναι δυνατόν να πάρει μέσα στο διάστημα [0,1]. Ο σκοπός, λοιπόν, της τιμολογιακής πολιτικής θα πρέπει να είναι η επέκταση του πεδίου των αποτελεσμάτων, δηλαδή η αύξηση της επιφάνειας που ορίζεται από τους επιλεγμένους στόχους. Σ αυτό

46 Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ ΤΟΥ ΝΕΡΟΥ ΣΤΗ ΓΕΩΡΓΙΑ 35 το πλαίσιο, για την αποδοχή της τιμολόγησης μπορεί να χρησιμοποιηθεί ένας δείκτης τιμών που θα υπολογίζει το συνολικό αποτέλεσμα για κάθε εναλλακτική τιμολόγηση 7. Αποδοχή πολιτικής Οικονομική αποτελεσματικότητα Επάρκεια εισοδήματος Ισότητα Δικαιοσύνη Βαθμός δυσκολίας διοικητικής εφαρμογής Σταθερότητα εισοδήματος Κίνητρο για την προστασία των υδατικών πόρων Σχήμα 2.4: Αντικειμενικοί στόχοι κατά την επιλογή πολιτικής τιμολόγησης του νερού Τιμολόγηση και ανάκτηση του πλήρους κόστους του αρδευτικού νερού Σύμφωνα λοιπόν με όσα αναφέρθηκαν στην προηγούμενη ενότητα, ένας από τους βασικούς στόχους μιας μεταρρύθμισης της πολιτικής τιμολόγησης του αρδευτικού νερού είναι η ανάκτηση του συνολικού οικονομικού, αλλά και περιβαλλοντικού κόστους του νερού. Η ανάκτηση του συνολικού κόστους στηρίζεται στη σημαντική και ολοένα και πιο διαδεδομένη αρχή της ισότητας, η οποία απαιτεί με τη σειρά της την υιοθέτηση της αρχής ο ρυπαίνων πληρώνει, κυρίως όταν πρόκειται για περιβαλλοντικά ευαίσθητες περιοχές με μεγάλη οικολογική αξία. Επιτρέπει επομένως, η αρχή αυτή, την αύξηση της χρέωσης του γεωργού και την εφαρμογή μιας τιμολόγησης που θα παρέχει περιβαλλοντικά κίνητρα, τόσο στους καταναλωτές νερού, όσο και στους υπεύθυνους διανομής του (Massarutto, 2003). Έχει ωστόσο αποδειχθεί ότι η ανάκτηση του κόστους 7 Το συνολικό αποτέλεσμα μιας πολιτικής τιμολόγησης, σύμφωνα με τον Kiefer (1999) μπορεί να δίνεται με τη μορφή ενός σταθμισμένου μέσου: q R = w r s k sk k= 1 όπου ο βαθμός του καθενός κριτηρίου r sk ομογενοποιείται στο διάστημα [0,1] για όλα τα q κριτήρια στα οποία αποδίδεται ένα ειδικό βάρος πολιτικής (w). Ο στόχος αυτού που θα επιλέξει το σύστημα τιμών θα πρέπει να είναι η μεγιστοποίηση της παραπάνω συνάρτησης, υπό ορισμένους βέβαια περιορισμούς.

47 36 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 θα έχει περιορισμένες θετικές συνέπειες, αν τα έσοδα που εισπράττονται δεν χρησιμοποιούνται για τη βελτίωση των υπηρεσιών προσφοράς νερού στους γεωργούς, αλλά έχουν καθαρά φορο-εισπρακτικό χαρακτήρα. Αν δηλαδή παραμείνουμε αποκλειστικά στην εφαρμογή της οικονομικού χαρακτήρα αρχής: ο χρήστης πληρώνει. Οι Rogers et al. (2002), όπως και στην περίπτωση του υπολογισμού της συνολικής αξίας του νερού έτσι και τώρα, για την εύρεση του πλήρους κόστους του νερού, χρησιμοποιούν μια αντίστοιχη σχηματική απεικόνιση (Σχήμα 2.5). Σύμφωνα με αυτήν, το οικονομικό ή χρηματικό κόστος περιλαμβάνει τρεις κύριες υποκατηγορίες κόστους: το κόστος προσφοράς νερού, το κόστος ευκαιρίας και τις οικονομικές εξωτερικότητες. Το κόστος προσφοράς του νερού υποδιαιρείται με τη σειρά του στο κόστος λειτουργίας και συντήρησης και στο κόστος κεφαλαίου και αποσβέσεων. Στη συνέχεια της ενότητας αυτής εξετάζονται επιγραμματικά οι διάφορες μορφές του κόστους του νερού. Περιβαλλοντικές εξωτερικότητες Οικονομικές εξωτερικότητες Κόστος ευκαιρίας Συνολικό οικονομικό κόστος Συνολικό κόστος Κόστος κεφαλαίου και αποσβέσεων Κόστος λειτουργίας και συντήρησης Κόστος προσφοράς νερού Σχήμα 2.5: Οι συνιστώσες του κόστους του νερού στη γεωργία Το κόστος καταρχήν της λειτουργίας ενός εγγειοβελτιωτικού έργου συμπεριλαμβάνει όλα τα έξοδα που επιτρέπουν την ομαλή και εύρυθμη λειτουργία του. Μεταξύ άλλων αποτελείται από το κόστος άντλησης, αποθήκευσης, μεταφοράς και διανομής του νερού. Όσον αφορά το κόστος συντήρησης, αυτό αντιστοιχεί στο κόστος διατήρησης ενός στοιχείου (έργο) σε καλή κατάσταση λειτουργίας ως το τέλος της λειτουργικής (οικονομικής) του ζωής. Το κόστος κεφαλαίων περιλαμβάνει τις δαπάνες νέων επενδύσεων, το κόστος απόσβεσης (για την αποκατάσταση των υπαρχόντων

48 Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ ΤΟΥ ΝΕΡΟΥ ΣΤΗ ΓΕΩΡΓΙΑ 37 υποδομών στο μέλλον) και αντικατάστασης κεφαλαίων, ενώ το κόστος ευκαιρίας (του κεφαλαίου) αποτελεί μια έμμεση εκτίμηση των προσδοκιών κέρδους των επενδυτών σε μια εναλλακτική επένδυση με το αντίστοιχο κεφάλαιο και διαφορετικό επιτόκιο. Τέλος, οι οικονομικές εξωτερικότητες περικλείουν όλες τις αρνητικές οικονομικές επιπτώσεις από τη λειτουργία ενός εγγειοβελτιωτικού έργου, σε δραστηριότητες εκτός της αρδευόμενης γεωργίας. Το περιβαλλοντικό κόστος του νερού, που παρουσιάζεται με τη μορφή των περιβαλλοντικών εξωτερικοτήτων στο Σχήμα 2.5, αντιπροσωπεύει το κόστος της ποσοτικής ή ποιοτικής υποβάθμισης που προκαλείται από τους διάφορους χρήστες νερού στους υδατικούς πόρους, στο έδαφος, στη βιοποικιλότητα και γενικότερα στο οικοσύστημα, και μπορεί να έχει τη μορφή της απώλειας εισοδήματος ή ευημερίας σε τρίτα πρόσωπα, τόσο στην παρούσα, όσο και στις μελλοντικές γενιές. Η απώλεια ευημερίας μπορεί να αφορά τη μείωση της παραγωγής, την ελάττωση της κατανάλωσης καθώς και απώλειες σε μη χρηστικές αξίες που είναι δύσκολο να αποτιμηθούν (WATECO, 2002). Απώλεια ευημερίας παρουσιάζεται και εξαιτίας της πρόκλησης προβλημάτων υγείας (λόγω ρύπανσης των υδατικών πόρων), της αδυναμίας ενασχόλησης με κάποια δραστηριότητα αναψυχής με την οποία συνδέονταν στο παρελθόν ο συγκεκριμένος πόρος (π.χ. ψάρεμα, σπορ κ.ά.) αλλά και της ίδιας της αξίας ύπαρξης του πόρου. Αξίζει, ωστόσο, να τονιστεί ότι από το προκύπτον περιβαλλοντικό κόστος πρέπει να αφαιρείται οποιοδήποτε πιθανό εξωτερικό περιβαλλοντικό όφελος (π.χ. αντιπλημμυρική προστασία, συμβολή της γεωργίας στην αισθητική του τοπίου) 8. Στο Σχήμα 2.6 απεικονίζεται η επίδραση του περιβαλλοντικού κόστους (περιβαλλοντικής εξωτερικότητας) στον ορθό προσδιορισμό του επιπέδου προσφοράς αρδευτικού νερού, καθώς και η διαφορά μεταξύ του ιδιωτικού βέλτιστου και του κοινωνικού βέλτιστου επιπέδου προσφοράς νερού 9. Σημειώνεται ότι η αειφορική τιμολόγηση διαφοροποιείται από τη συνηθισμένη τιμολόγηση που βασίζεται στην οικονομική αποτελεσματικότητα, στο ότι συμπεριλαμβάνει ένα ποσό για την κάλυψη του κόστους που προκύπτει από την εξάντληση των υδατικών πόρων (Pearce, 1993; Pearce 1999a). Η συγκεκριμένη κατηγορία κόστους προκύπτει όταν το νερό αποτελεί μη ανανεώσιμο πόρο, ονομάζεται κόστος σπανιότητας (scarcity cost) και χρησιμοποιείται ιδιαίτερα στις περιπτώσεις της μη 8 Ωστόσο, αυτά τα οφέλη δεν πρέπει να υπερεκτιμώνται κατά την ανάλυση κόστους-οφέλους στο πλαίσιο μιας μελέτης περιβαλλοντικών επιπτώσεων με σκοπό την έγκριση και κατασκευή ενός έργου. 9 Η διαφορετική μορφή του κόστους προσφοράς σε σχέση με το Σχήμα 2.1 οφείλεται στο γεγονός ότι για να υπεισέλθει το περιβαλλοντικό κόστος στο διάγραμμα ισορροπίας της αγοράς είναι σκόπιμο να χρησιμοποιηθεί το μακροχρόνιο οριακό κόστος και όχι το βραχυχρόνιο.

49 38 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 αειφορικής διαχείρισης των υδατικών πόρων, όταν δηλαδή ο ρυθμός κατανάλωσης των υδατικών πόρων υπερβαίνει το ρυθμό αναπλήρωσής τους ή όταν παρατηρείται σημαντική ποιοτική υποβάθμισή τους (ειδικά όταν αυτή είναι δύσκολα αναστρέψιμη). Για την εκτίμηση του κόστους σπανιότητας είναι απαραίτητο να υπολογιστεί η μακροχρόνια ζήτηση και προσφορά νερού, αλλά και η μακροχρόνια μεταβολή του υδατικού ισοζυγίου. Στο Σχήμα 2.7, απεικονίζεται η προσφορά του νερού σε συνθήκες επάρκειας και ανεπάρκειας νερού, καθώς και η συνολική ζήτηση για νερό, όπως αυτή προκύπτει από τη ζήτηση δύο χρηστών (Α και Β). Όσο μεγαλύτερη είναι η ελάττωση του πόρου τόσο θα αυξάνεται η τιμή που πληρώνει ο κάθε χρήστης και θα μειώνεται ταυτόχρονα η συνολική του κατανάλωση. Η διαφορά μεταξύ των τιμών σε συνθήκες διαθεσιμότητας και σε συνθήκες έλλειψης νερού είναι δυνατό να θεωρηθεί ως το κόστος της απώλειας του συγκεκριμένου υδατικού πόρου. Τιμή νερού Ζήτηση Μακροχρόνιο κοινωνικό οριακό κόστος Εξωτερικό κόστος Μακροχρόνιο ιδιωτικό οριακό κόστος Κοινωνικά βέλτιστη Ιδιωτικά βέλτιστη Ποσότητα νερού Σχήμα 2.6: Η επίδραση της εξωτερικότητας στην προσφορά νερού Προβλήματα κατά την τιμολόγηση του νερού στη γεωργία Σύμφωνα με τους Easter et al. (1997), μια αποτελεσματική κατανομή του νερού μεγιστοποιεί το συνολικό καθαρό όφελος υπό τις υπάρχουσες τεχνολογικές συνθήκες και την υφιστάμενη διαθεσιμότητα υδατικών πόρων. Για να επιτευχθεί αυτή η αποτελεσματικότητα 10 είναι απαραίτητο η τιμή του νερού να είναι ίση με το οριακό κόστος της παροχής μιας επιπλέον μονάδας νερού συν την αξία σπανιότητας του υδατικού πόρου (Johansson, 2000). Έχει παρατηρηθεί, ωστόσο, πως τις πιο πολλές 10 Η αποτελεσματική αυτή κατανομή ονομάζεται και βέλτιστη κατανομή (first best allocation)

50 Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ ΤΟΥ ΝΕΡΟΥ ΣΤΗ ΓΕΩΡΓΙΑ 39 φορές η τιμή του νερού στη γεωργία απέχει πολύ από το να αντικατοπτρίζει το συνολικό οριακό κόστος του, αλλά καλύπτει μόνο ένα μέρος του κόστους προσφοράς - και συγκεκριμένα του μεταβλητού κόστους - ενώ το υπόλοιπο καλύπτεται από δημόσιες δαπάνες και κατά προέκταση από την επιβάρυνση των φορολογούμενων. Στην πραγματικότητα, λοιπόν, η βέλτιστη κατανομή αντικαθίσταται συνήθως από την καλύτερη κατά περίπτωση εναλλακτική κατανομή 11, σύμφωνα πάντα με τις επικρατούσες κοινωνικο-πολιτικές και οικονομικές συνθήκες στην αρδευόμενη γεωργία. Τιμή νερού Συνολική ζήτηση Συνολική προσφορά με ανεπάρκεια νερού Συνολική προσφορά με επάρκεια νερού Ζήτηση Β Ζήτηση Α Τιμή με ανεπάρκεια Τιμή με επάρκεια Κόστος υδατικού πόρου Ποσότητα νερού Σχήμα 2.7: Γραφική αναπαράσταση του κόστους σπανιότητας των υδατικών πόρων Η κυριότερη αιτία απόκλισης από τη βέλτιστη σε αποτελεσματικότητα κατανομή των υδατικών πόρων που χρησιμοποιούνται στη γεωργία είναι η κρατική παρέμβαση στη διαμόρφωση των τιμών του νερού. Η παρέμβαση αυτή έχει κατά κανόνα τη μορφή της επιδότησης του νερού, δηλαδή της μεταφοράς πλούτου από την κυβέρνηση στους διάφορους χρήστες νερού. Η επιδότηση των γεωργών αντιστοιχεί επομένως στη διαφορά μεταξύ του οριακού κόστους του νερού και στο χρηματικό ποσό, το οποίο οι τελευταίοι καταβάλλουν για την κατανάλωση μιας συγκεκριμένης ποσότητάς του. Η υποτιμολόγηση λόγω της επιδότησης του αρδευτικού νερού διαφοροποιεί σημαντικά τη συνολική ζήτησή του και άρα επαναπροσδιορίζει το σημείο ισορροπίας της αγοράς του αρδευτικού νερού. Το αποτέλεσμα αυτό παρουσιάζεται στο Σχήμα 2.8, όπου οι γεωργοί χρεώνονται για μια συγκεκριμένη ποσότητα νερού με μια τιμή P 1, η οποία είναι 11 Second best allocation

51 40 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 μικρότερη από το οριακό κόστος προσφοράς της ποσότητας αυτής. Άρα, η ζήτηση του νερού θα μετατοπιστεί από το σημείο ισορροπίας (Χ*) προς μια μεγαλύτερη ποσότητα νερού (Χ 1 ). Η επακόλουθη όμως της μετατόπισης αυτής αύξηση του κόστους (περιοχή κάτω από την καμπύλη οριακού κόστους καμπύλη προσφοράς νερού) είναι μεγαλύτερη από την αύξηση του οφέλους (περιοχή κάτω από την καμπύλη οριακού οφέλους καμπύλη ζήτησης). Η διαφορά που προκύπτει μεταξύ του κόστους και του οφέλους (γραμμοσκιασμένη επιφάνεια στο Σχήμα 2.8) ορίζει την απώλεια ευημερίας από την επιδότηση του νερού (Briscoe, 1996). Πρέπει ακόμη να σημειωθεί ότι σ αυτήν την απώλεια είναι σκόπιμο να συνεκτιμηθεί και η απώλεια ευημερίας από τις περιβαλλοντικές εξωτερικότητες και το κόστος σπανιότητας των υδατικών πόρων (Σχήματα 2.6 και 2.7 αντίστοιχα). Η σταδιακή και ολοένα αυξανόμενη ανάγκη εκτίμησης του περιβαλλοντικού κόστους και του κόστους σπανιότητας ώθησε τις κυβερνήσεις - που μέχρι πρόσφατα θεωρούσαν την επέκταση των αρδεύσεων ως ένα μέσο για την προώθηση και εξασφάλιση της παραγωγής τροφίμων - να επαναπροσδιορίσουν τη σκοπιμότητα και την ωφελιμότητα των επιδοτήσεων του αρδευτικού νερού. Τιμή νερού ( /m 3 ) Απώλεια ευημερίας P 1 Χ* X 1 Όγκος νερού (m 3 ) Σχημα 2.8: Οικονομικό αποτέλεσμα της επιδότησης του νερού Πέρα όμως από τις επιδοτήσεις, διάφορες επιπλέον αιτίες είναι πιθανόν να έχουν ως αποτέλεσμα την περιορισμένη αποτελεσματικότητα της πολιτικής τιμολόγησης στην κατανομή των υδατικών πόρων. Μια από αυτές είναι το υψηλό κόστος εφαρμογής ορισμένων μεθόδων τιμολόγησης, το οποίο μπορεί να συντελέσει στη μετατόπιση του

52 Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ ΤΟΥ ΝΕΡΟΥ ΣΤΗ ΓΕΩΡΓΙΑ 41 σημείου ισορροπίας από το βέλτιστο επίπεδο αποτελεσματικότητας και σε ορισμένες περιπτώσεις είναι πιθανό να καταστήσει οικονομικά ασύμφορη την εφαρμογή τους 12. Μια άλλη αιτία αναποτελεσματικότητας αποτελεί και η ατελής πληροφόρηση. Ατελής ή μη συμμετρική πληροφόρηση (asymmetric information) παρατηρείται όταν το νερό τιμολογείται από μια δημόσια υπηρεσία και ο γεωργός έχει πλήρη πληροφόρηση σχετικά με την οριακή αξία του νερού που χρησιμοποιεί, ενώ η δημόσια υπηρεσία δεν έχει κάποια πρόσβαση σ αυτήν την πληροφορία (Johansson, 2000). Επομένως, είναι δύσκολος ο καθορισμός της τιμής που μπορεί να φέρνει σε ισορροπία το οριακό όφελος από την κατανάλωση μιας ποσότητας νερού με το οριακό της κόστος. Μάλιστα, οι γεωργοί έχουν κίνητρο να υποτιμήσουν την αξία του νερού ώστε να παραπλανήσουν την αρμόδια υπηρεσία και να επιτύχουν μικρότερες τιμές νερού. Τέλος, η θετική συμβολή της τιμολόγησης περιορίζεται και από τις θετικές οικονομίες κλίμακας που παρουσιάζονται στην αρδευόμενη γεωργία. Συγκεκριμένα, το ανά μονάδα όγκου κόστος της επεξεργασίας και προσφοράς νερού μειώνεται όσο αυξάνεται ο αριθμός των χρηστών σε ένα δίκτυο. Αυτό έχει ως συνέπεια, η τιμολόγηση με βάση το οριακό κόστος να μην καλύπτει το συνολικό κόστος, γιατί το οριακό κόστος θα είναι σε κάθε περίπτωση μικρότερο από το μέσο κόστος, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται σημαντικές απώλειες στον παραγωγό (Markandya, 2002) Ελαστικότητα της ζήτησης του νερού στη γεωργία Η τιμολόγηση του αρδευτικού νερού παρουσιάζει δύο διαφορετικά επίπεδα απόκρισης των γεωργών στις τιμές χρέωσής τους. Στο πρώτο επίπεδο επιδιώκεται να συνειδητοποιήσει ο γεωργός πως η αύξηση της κατανάλωσης νερού θα συνεπάγεται και αύξηση της οικονομικής του επιβάρυνσης, ώστε να περιορίσει τις σημαντικές σπατάλες. Στο δεύτερο επίπεδο, που αποτελεί και τον απώτερο στόχο της τιμολόγησης (Perry, 2001), επιζητείται η ισορροπία μεταξύ προσφοράς και ζήτησης νερού σε κάθε πιθανή διαθεσιμότητα των υδατικών πόρων. Στην πραγματικότητα, ο βαθμός απόκρισης των γεωργών στις διαφορετικές τιμές του νερού εκφράζεται μέσα από την ελαστικότητα της ζήτησής του. Οι περισσότερες μελέτες έχουν δείξει ότι σε αντίθεση με τις άλλες χρήσεις του νερού όπου η ελαστικότητα είναι πολύ μικρή και πολλές φορές μηδενική στη γεωργία το νερό παρουσιάζει κάποια ελαστικότητα ζήτησης. Με άλλα λόγια, οι γεωργοί αντιδρούν συνήθως, έστω και μετριοπαθώς, στις μεταβολές της τιμής του νερού και στην αύξηση του κόστους εφαρμογής των αρδεύσεων (OECD, 1997a; 12 Αναλυτικά το κόστος εφαρμογής των μεθόδων και η επίδρασή του στην αποτελεσματικότητα της τιμολόγησης παρουσιάζονται στην Ενότητα

53 42 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 OECD, 1999). Σύμφωνα με τη διεθνή βιβλιογραφία, η ζήτηση του νερού είναι ανελαστική ως ένα δεδομένο επίπεδο τιμών και μετά παρουσιάζεται για ένα εύρος τιμών ελαστική. Το επίπεδο τιμών μέχρι το οποίο η ζήτηση είναι ανελαστική δείχνει τις δυνατότητες για αύξηση των τιμών χωρίς σημαντική διαταραχή των καλλιεργητικών δραστηριοτήτων. Ωστόσο μια τιμολόγηση στο ανελαστικό τμήμα της ζήτησης θα έχει περισσότερο φοροεισπρακτικό χαρακτήρα, καθώς οι τιμές του νερού δεν θα μεταβάλουν την συνολική κατανάλωσή του. Διάφορες γεωργικές αποφάσεις καθορίζουν την ελαστικότητα ζήτησης του αρδευτικού νερού. Οι Chohin-Kuper et al. (2003) ορίζουν ως σημαντικότερες γεωργικές αποφάσεις στα σενάρια τιμολόγησης αυτές που αφορούν: Την επένδυση σε εξοπλισμό αρδεύσεων και απόκτησης αδειών χρήσης των υδατικών πόρων (μεσοπρόθεσμη απόφαση). Το καλλιεργητικό σχέδιο μεταξύ καλλιεργειών που χρησιμοποιούν διαφορετικές ποσότητες αρδευτικού νερού ή και καλλιεργειών που δεν χρειάζονται καθόλου άρδευση (συνήθως είναι ετήσια απόφαση). Την επιλογή διαφορετικών αρδευτικών πρακτικών, όπως για παράδειγμα του προγραμματισμού των αρδεύσεων και του μέγιστου βάθους άρδευσης για κάθε καλλιέργεια (βραχυχρόνια απόφαση). Οι παραπάνω αποφάσεις δεν είναι ανεξάρτητες η μια από την άλλη, αλλά λαμβάνονται υπό το πρίσμα μιας ενιαίας συνδυασμένης στρατηγικής που αποσκοπεί στη μεγιστοποίηση του οφέλους των γεωργών. Δεδομένου ότι οι υπό εκτέλεση καλλιεργητικές μέθοδοι και πρακτικές μπορεί να διαρκέσουν μήνες ή ακόμα και χρόνια, η ελαστικότητα ζήτησης του αρδευτικού νερού θα είναι πάντα μικρότερη στο βραχυπρόθεσμο ορίζοντα από ότι στο μακροπρόθεσμο (Rodriguez et al., 2002). Η ελαστικότητα ζήτησης του νερού στη γεωργία διαφοροποιείται σημαντικά ανάλογα με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της περιοχής μελέτης, τα κυριότερα από τα οποία είναι τα εξής (OECD, 2002; Bosworth et al. 2002): Η αρχική τιμή του νερού: όσο χαμηλότερη είναι τόσο πιο πολύ ανταποκρίνονται οι γεωργοί στις μεταβολές των τιμών. Η ελαστικότητα υποκατάστασης του νερού από άλλους συντελεστές παραγωγής: όσο μεγαλύτερη είναι η δυνατότητα υποκατάστασης τόσο πιο ελαστική είναι η ζήτηση του νερού.

54 Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ ΤΟΥ ΝΕΡΟΥ ΣΤΗ ΓΕΩΡΓΙΑ 43 Το ποσοστό του κόστους άρδευσης σε σχέση με το συνολικό κόστος παραγωγής: μεγάλη συμμετοχή του κόστους άρδευσης στο κόστος παραγωγής συνεπάγεται και μεγαλύτερη ελαστικότητα. Η διαθεσιμότητα και το σχετικό κόστος των εναλλακτικών υδατικών πόρων: η δυνατότητα χρήσης εναλλακτικών υδατικών πόρων αυξάνει σημαντικά την ελαστικότητα ζήτησης. Η ελαστικότητα ζήτησης των παραγόμενων προϊόντων: μικρή ελαστικότητα ζήτησης των παραγόμενων προϊόντων σημαίνει δυνατότητα μεταφοράς του κόστους άρδευσης στις τιμές των γεωργικών προϊόντων και μεγαλύτερη ανελαστικότητα στη ζήτηση του νερού. Οι υφιστάμενες καλλιεργητικές πρακτικές: αν για παράδειγμα γίνεται υπερκατανάλωση νερού τότε είναι δυνατός ο περιορισμός της κατανάλωσης και επομένως υπάρχει μεγαλύτερη ελαστικότητα της ζήτησης. Η δυνατότητα επιλογής εναλλακτικών καλλιεργειών: όσο περισσότερες είναι οι εναλλακτικές καλλιέργειες, τόσο πιο ελαστική είναι η ζήτηση, αφού δίνεται η δυνατότητα στους γεωργούς να επιλέξουν λιγότερο απαιτητικές σε άρδευση καλλιέργειες. Η δυνατότητα επιλογής πιο αποτελεσματικής τεχνολογίας άρδευσης: αυξάνει την ελαστικότητα ζήτησης, ιδιαίτερα όταν το κόστος εφαρμογής της τεχνολογίας αυτής δεν αντισταθμίζει τα οικονομικά οφέλη από την μείωση της κατανάλωσης νερού Μέθοδοι τιμολόγησης του αρδευτικού νερού Οι μέθοδοι τιμολόγησης του αρδευτικού νερού διακρίνονται σύμφωνα με τον Johansson (2000) σε τρεις γενικές κατηγορίες: α) στις μεθόδους που είναι άμεσα συνδεδεμένες με την κατανάλωση νερού και οι οποίες ονομάζονται ογκομετρικές μέθοδοι (volumetric methods), β) στις μη ογκομετρικές (non-volumetric) μεθόδους, που επιχειρούν να προσεγγίσουν έμμεσα την χρήση του νερού και όχι με μετρήσεις της συνολικής κατανάλωσης και γ) στις μεθόδους που βασίζονται στην λειτουργία της αγοράς νερού στη γεωργία (water markets). Στις κατηγορίες αυτές οι Johansson et al. (2002) προσέθεσαν μια επιπλέον, που αφορά τις ποσοστώσεις (quotas) των αδειών χρήσης του αρδευτικού νερού. Η μέθοδος της ογκομετρικής τιμολόγησης βασίζεται στις μετρήσεις της κατανάλωσης νερού στις αρδευόμενες καλλιέργειες ή στη μέτρηση του χρόνου εφαρμογής των αρδεύσεων. Ειδική περίπτωση της ογκομετρικής μεθόδου αποτελεί η τιμολόγηση με βάση το οριακό κόστος (marginal cost pricing). Σύμφωνα μ αυτήν, το οριακό κόστος προσφοράς του νερού εξισώνεται με την τιμή του. Όταν το κόστος εφαρμογής της νέας

55 44 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 τιμολογιακής πολιτικής και το κόστος σπανιότητας του πόρου δεν αποτελούν σημαντικές συνιστώσες του συνολικού κόστους, τότε το οριακό κόστος προσφοράς νερού περιλαμβάνει κυρίως το κόστος διανομής και είναι επομένως, πιο εύκολη και εφικτή η εφαρμογή της συγκεκριμένης μεθόδου. Ωστόσο, συνήθως, το κόστος εφαρμογής της ογκομετρικής μεθόδου είναι αρκετά αυξημένο, καθώς απαιτείται μια κεντρική υπηρεσία ή ένας φορέας διαχείρισης που θα καθορίζει τις τιμές, θα μετρά την κατανάλωση και θα συγκεντρώνει τα έσοδα της τιμολογιακής πολιτικής. Άλλα μειονεκτήματα της ογκομετρικής τιμολόγησης είναι η δυσκολία εκτίμησης του συνολικού κόστους, καθώς και το ότι δεν εξετάζει το θέμα της ισότητας κατά την κατανομή του πόρου. Τα τελευταία χρόνια έχουν αναπτυχθεί εναλλακτικές μορφές της μεθόδου αυτής ανάλογα με τις εκάστοτε συνθήκες και τους στόχους της τιμολόγησης του αρδευτικού νερού. Παραδείγματα αποτελούν η κλιμακωτή τιμολόγηση (tiered pricing) και η ογκομετρική τιμολόγηση με πρόσθετο μέρισμα (volumetric pricing with a bonus). Η πρώτη χρησιμοποιεί μια κλίμακα τιμών ανά μονάδα όγκου νερού για διαφορετικά επίπεδα κατανάλωσής του, ενώ η δεύτερη χρεώνει τους γεωργούς μόνο αν υπερβαίνουν ένα συγκεκριμένο επίπεδο κατανάλωσης, καθώς επίσης τους επιβραβεύει και οικονομικά όταν χρησιμοποιούν ποσότητες νερού μικρότερες από ένα συγκεκριμένο κατώτατο όριο (Tsur and Dinar, 1999). Οι μη ογκομετρικές μέθοδοι τιμολόγησης ακολουθούν έναν έμμεσο τρόπο εκτίμησης της συνολικής ποσότητας νερού που εφαρμόζουν οι γεωργοί στα χωράφια τους. Είναι τις πιο πολλές φορές ευκολότερες στην εφαρμογή τους και ταιριάζουν περισσότερο σε επιφανειακά δίκτυα συνεχούς παροχής αρδευτικού νερού (Johansson et al., 2002). Διάφορες τεχνικές ανήκουν στη κατηγορία αυτή μεταξύ των οποίων: α) η τιμολόγηση των εκροών (output pricing), η οποία χρεώνει ένα ποσό τους γεωργούς για κάθε μονάδα παραγόμενου προϊόντος, β) η τιμολόγηση των εισροών (input pricing), σύμφωνα με την οποία οι γεωργοί πληρώνουν έναν επιπλέον φόρο στις εισροές της αρδευόμενης γεωργίας, γ) η στρεμματική τιμολόγηση (area pricing) που είναι η πιο κοινή μέθοδος εξαιτίας της ευκολίας εφαρμογής της και η οποία χρεώνει ανά μονάδα αρδευόμενης έκτασης, με διαφοροποίηση ορισμένες φορές των τιμών ανάλογα με την επιλογή καλλιέργειας, καλλιεργητικής περιόδου και μεθόδου άρδευσης, και τέλος δ) η στρεμματική τιμολόγηση με βάση την συμβολή του νερού στην αύξηση της αξίας της γης (betterment levy pricing), η οποία στηρίζεται επίσης στη χρέωση ανά μονάδα αρδευόμενης έκτασης, αλλά με βάση τις τιμές της γεωργικής γης (ηδονιστική προσέγγιση στην εκτίμηση της αξίας του νερού).

56 Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ ΤΟΥ ΝΕΡΟΥ ΣΤΗ ΓΕΩΡΓΙΑ 45 Η τρίτη κατηγορία μεθόδων τιμολόγησης του αρδευτικού νερού περιλαμβάνει τις αγορές νερού. Οι αγορές αυτές προϋποθέτουν τη δυνατότητα αγοραπωλησίας αδειών χρήσης για προκαθορισμένες ποσότητες νερού με δικαίωμα πώλησής τους σε τιμές που καθορίζονται από τους νόμους της αγοράς. Σύμφωνα με τους Hearne and Easter (1995), η μέθοδος αυτή παρέχει τα απαραίτητα μέσα για την κατάλληλη κατανομή των υδατικών πόρων σύμφωνα με την πραγματική αξία του νερού και είναι δυνατόν να συμβάλει στην αύξηση της αποτελεσματικότητας της χρήσης του αλλά και στην προστασία των αποθεμάτων του. Οι αγορές νερού παρέχουν επίσης ένα πιο ευέλικτο μηχανισμό κατανομής των υδατικών πόρων, όμως παρουσιάζουν σχετική πολυπλοκότητα και αρκετές δυσκολίες κατά την εφαρμογή τους, η οποία πολλές φορές μάλιστα οδηγεί σε ατελείς αγορές, όπου τα περισσότερα πλεονεκτήματα της μεθόδου αναιρούνται. Η επιλογή της κατάλληλης μεθόδου τιμολόγησης εξαρτάται σε σημαντικό βαθμό από τους στόχους πολιτικής της τιμολόγησης, από τις ιδιαίτερες κοινωνικο-οικονομικές συνθήκες της εκάστοτε περιοχής, καθώς και από τις υφιστάμενες υποδομές της γεωργίας. Όταν λοιπόν, ο πρωτεύων στόχος είναι η ανάκτηση του κόστους, η πιο προφανής επιλογή είναι μια σχετικά εύκολη στην εφαρμογή της μη ογκομετρική μέθοδος, όπως για παράδειγμα η στρεμματική τιμολόγηση ή η τιμολόγηση των εκροών. Αντίθετα, όταν επιδιώκεται η μεγιστοποίηση της αποτελεσματικότητας χρήσης των υδατικών πόρων, οι ογκομετρικές μέθοδοι είναι οι πλέον κατάλληλες. Ωστόσο, η θετική συμβολή των τελευταίων περιορίζεται σημαντικά όταν το κόστος εφαρμογής τους είναι υψηλό 13, με αποτέλεσμα να μη διασφαλίζονται τα απαραίτητα έσοδα και να μη γίνεται ανάκτηση του κόστους λειτουργίας και συντήρησης (Bosworth et al., 2002). Όσον αφορά τις μεθόδους αγοράς και τις εμπορεύσιμες άδειες νερού, αυτές είναι οι πιο κατάλληλες για την ορθή κατανομή των υδατικών πόρων και τη διασφάλιση της περιβαλλοντικής προστασίας, αλλά είναι επίσης αρκετά πιθανό να μην μπορούν να καλύψουν τα έξοδα λειτουργίας και συντήρησης. Η συμβολή των διαφορετικών μεθόδων στην εκπλήρωση των δυνητικών στόχων της τιμολόγησης παρουσιάζεται στον Πίνακα 2.2. Τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των μεθόδων τιμολόγησης σχετικά με το βαθμό δυσκολίας εφαρμογής τους, την αποτελεσματικότητά τους και τη δυνατότητα περιορισμού της ζήτησης του αρδευτικού νερού απεικονίζονται στον Πίνακα 2.3. Επίσης στον Πίνακα Α1 του Παραρτήματος Α παρουσιάζονται ορισμένα παραδείγματα από τη διεθνή βιβλιογραφία σχετικά με τις μεθόδους και τις τιμές που επιλέγονται, ενώ 13 Το κόστος εφαρμογής διαφοροποιείται σε μεγάλο βαθμό από περιοχή σε περιοχή εξαιτίας διαφορών στο κλίμα, τη δημογραφία της περιοχής, της δομής της κοινωνίας, των τοπικών υπηρεσιών ύδατος, των δικαιωμάτων χρήσης του νερού και της γενικότερης οικονομικής κατάστασης

57 46 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 στον Πίνακα Α2 περιγράφονται οι πολιτικές στις οποίες στοχεύει η τιμολόγηση του νερού στη γεωργία σε διάφορες χώρες του κόσμου. Πίνακας 2.2. Η συμβολή των μεθόδων τιμολόγησης στους στόχους πολιτικής Μέθοδοι τιμολόγησης Μη-ογκομετρικές μέθοδοι Ανάκτηση του κόστους Αντικειμενικοί στόχοι τιμολόγησης Κατανομή και ποιότητα υδατικών πόρων Δικαιοσύνη Ναι Όχι Όχι Ογκομετρικές μέθοδοι Ίσως Ναι Ναι Μέθοδοι που στηρίζονται στη λειτουργία αγοράς Όχι Ναι Ίσως Πίνακας 2.3: Σύγκριση των κυριότερων μεθόδων τιμολόγησης του νερού Μέθοδος τιμολόγησης Εφαρμογή Αποτελεσματικότητα Περιορισμός της ζήτησης Ογκομετρική Πολύπλοκη Βέλτιστη Εύκολος Εκροών Σχετικά Εύκολη Περιορισμένη Σχετικά εύκολος Εισροών Εύκολη Περιορισμένη Σχετικά εύκολος Στρεμματική Εύκολη Καμία Δύσκολος Κλιμακωτή Σχετικά πολύπλοκη Βέλτιστη Σχετικά εύκολος Αγορά νερού Δύσκολη Βέλτιστη Δεν ορίζεται (Πηγή: Tsur and Dinar, 1995) Η πολιτική τιμολόγησης στην Ελλάδα Οι πολιτικές τιμολόγησης του αρδευτικού νερού διαφοροποιούνται γεωγραφικά στην Ευρωπαϊκή Ένωση και εμφανίζουν έντονες αντιθέσεις μεταξύ των βόρειων και των Μεσογειακών χωρών. Συγκεκριμένα, στη Νότια Ευρώπη η ισότητα κατά την κατανομή των υδατικών πόρων αποτελεί καίριο ζήτημα και το νερό χρεώνεται συχνά με βάση τη στρεμματική μέθοδο. Αντίθετα, στις βόρειες χώρες το νερό τιμολογείται σχεδόν πάντα με βάση την κατανάλωσή του, μέσα από ογκομετρικές τεχνικές που εξασφαλίζουν την αποτελεσματικότητα της κατανομής (Roth, 2001). Στην Ελλάδα, στις περισσότερες περιπτώσεις, εφαρμόζεται η στρεμματική μέθοδος τιμολόγησης. Οι Έλληνες γεωργοί χρησιμοποιούν σε μεγάλο ποσοστό κρατικά αρδευτικά δίκτυα και οι αρδευτικές εισφορές δεν καλύπτουν πάντα το κόστος

58 Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ ΤΟΥ ΝΕΡΟΥ ΣΤΗ ΓΕΩΡΓΙΑ 47 λειτουργίας και συντήρησης, ούτε και το κόστος κεφαλαίου. Τα αρδευτικά δίκτυα, αλλά και γενικότερα, τα εγγειοβελτιωτικά έργα βασίζονται με άλλα λόγια στην κεντρική χρηματοδότηση, ενώ το αρδευτικό νερό είναι κατά βάση επιδοτούμενο. Αυτού του είδους η πολιτική των αρδεύσεων απεικονίζεται στο Σχήμα 2.9, όπου φανερώνεται η συσχέτιση μεταξύ των δαπανών άρδευσης, της χρηματοδότησης των αρδεύσεων και της ανάκτησης του κόστους. Όπως μπορεί κανείς να διακρίνει, το σύνολο των δαπανών είναι ίσο με το σύνολο της χρηματοδότησης με κύρια πηγή χρηματοδότησης τον κρατικό προϋπολογισμό και δευτερεύουσα πηγή τις εισφορές των γεωργών. Μέρος των εσόδων που προκύπτουν από την ανάκτηση του κόστους των αρδεύσεων εισέρχονται απευθείας στα κρατικά ταμεία, ενώ τα υπόλοιπα καλύπτουν κυρίως κάποιο ποσοστό των εξόδων λειτουργίας και συντήρησης των έργων. Είναι ωστόσο σκόπιμο να τονιστεί ότι τα αρδευτικά δίκτυα δεν αποτελούν τον απόλυτο κανόνα για την ελληνική γεωργία, η οποία χαρακτηρίζεται και από ένα μεγάλο αριθμό γεωργικών εκμεταλλεύσεων, που αντλούν νερό από ατομικές γεωτρήσεις με πολύ σημαντικές επιπτώσεις στους υδατικούς πόρους των περιοχών αυτών (π.χ. Θεσσαλία, Χαλκιδική κ.λπ.). Στις εκμεταλλεύσεις αυτές, οι γεωργοί λαμβάνουν σχετικά εύκολα και δωρεάν την άδεια για τη γεώτρηση και δε χρεώνονται το νερό που αντλούν και χρησιμοποιούν για τις αρδεύσεις. Με άλλα λόγια, το νερό των γεωτρήσεων δεν τιμολογείται, παρόλο που το κόστος σπανιότητας των συγκεκριμένων υδατικών πόρων είναι πολύ υψηλό (Latinopoulos, 2005). Ωστόσο, η κατανάλωση είναι κατά βάση πιο ορθολογική από ότι στα συλλογικά δίκτυα, διότι το κόστος ανά μονάδα όγκου νερού είναι αρκετά μεγαλύτερο εξαιτίας δαπανών ηλεκτρικής ενέργειας, διάνοιξης, συντήρησης και αντικατάστασης των γεωτρήσεων και λειτουργεί, συνεπώς, το κόστος αυτό ως μια έμμεση τιμολόγηση του αρδευτικού νερού. Αν και έχει διατυπωθεί πολλές φορές θεωρητικά η ανάγκη μιας πολιτικής, που θα συνδυάζει τους περιβαλλοντικούς στόχους με τους στόχους για καλύτερη ποιότητα και καλύτερη διαχείριση των υδατικών πόρων, δεν έχει σημειωθεί στην πράξη ως σήμερα κάποια αξιόλογη προσπάθεια που θα προτρέπει τους γεωργούς να πληρώσουν τα σημαντικά κόστη συντήρησης και αποκατάστασης των αρδευτικών συστημάτων. Οι κυριότεροι λόγοι στους οποίους οφείλεται η καθυστερημένη εφαρμογή μεταρρυθμίσεων στην τιμολογιακή πολιτική του αρδευτικού νερού στην Ελλάδα είναι: (α) οι κλιματικές συνθήκες που καθιστούν το νερό απαραίτητο συντελεστή παραγωγής, (β) η μεγάλη σημασία του αγροτικού τομέα στην ελληνική οικονομία και κοινωνία και (γ) η επικρατούσα αντίληψη ότι τα εγγειοβελτιωτικά έργα είναι έργα με πολλές και

59 48 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 διαφορετικές λειτουργίες, που συμβάλλουν, τόσο στην κοινωνική ευημερία, όσο και στην περιβαλλοντική προστασία. Κρατικός προϋπολογισμός Έμμεση ανάκτηση του κόστους Άμεση ανάκτηση του κόστους Δαπάνες αρδεύσεων Χρηματοδότηση των αρδεύσεων Ροή κεφαλαίων Ζήτηση κεφαλαίων Σχήμα 2.9: Χρηματοδότηση των αρδεύσεων και ανάκτηση του κόστους στην Ελλάδα 2.4 Η οικονομική θεώρηση του νερού στο πλαίσιο της Οδηγίας 2000/60 Μια από τις κυριότερες καινοτομίες της Οδηγίας Πλαίσιο 2000/60 είναι η χρήση των οικονομικών μέτρων και ειδικότερα της πολιτικής της τιμολόγησης του νερού με σκοπό την προστασία και τη βιώσιμη διαχείρισή του. Οι βασικές αρχές που αφορούν την οικονομική συνιστώσα του νερού παρουσιάζονται στο άρθρο 9 και στο Παράρτημα ΙΙΙ της Οδηγίας και μπορούν να συνοψιστούν στα εξής: Πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η αρχή της ανάκτησης του κόστους του νερού, συμπεριλαμβανομένου του περιβαλλοντικού κόστους και του κόστους των φυσικών πόρων, βάσει της αρχής ο ρυπαίνων πληρώνει. Μέχρι το 2010 οι πολιτικές τιμολόγησης θα πρέπει να παρέχουν τα κατάλληλα κίνητρα στους χρήστες, ώστε να χρησιμοποιούν αποτελεσματικά τους υδατικούς πόρους και να συμβάλλουν στην επίτευξη των περιβαλλοντικών στόχων της Οδηγίας. Επίσης, πρέπει να διασφαλίζεται η

60 Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ ΤΟΥ ΝΕΡΟΥ ΣΤΗ ΓΕΩΡΓΙΑ 49 κατάλληλη και αποτελεσματική χρήση του νερού, διακρινόμενη τουλάχιστον σε βιομηχανική, αστική και γεωργική. Κατά την ανάκτηση του πλήρους κόστους πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι μακροπρόθεσμες προβλέψεις: α) της προσφοράς και της ζήτησης νερού στην περιοχή της λεκάνης απορροής, β) του όγκου και των υπηρεσιών του νερού και γ) των σχετικών επενδύσεων. Θα πρέπει, επίσης, να επιλέγεται ο πιο αποτελεσματικός συνδυασμός μέτρων για τις χρήσεις του νερού, ο οποίος θα στηρίζεται στο ελάχιστο δυνητικό κόστος των μέτρων αυτών. Με βάση την Οδηγία, πολλοί είναι οι λόγοι που δικαιολογούν τη χρήση των οικονομικών μέτρων και την τιμολογιακή πολιτική του νερού. Καταρχήν, μια τέτοια πολιτική είναι πολύ πιθανόν να έχει θετικές επιπτώσεις στη διασφάλιση των βασικών αναγκών σε νερό, στην αποθάρρυνση της αλόγιστης σπατάλης και στην αποτροπή της άντλησης ποσοτήτων νερού μεγαλύτερων από τον υφιστάμενο ρυθμό φυσικής ανανέωσης των υδατικών αποθεμάτων. Η πολιτική αυτή μπορεί, με άλλα λόγια, να αποτελέσει κίνητρο για τη μείωση της ρύπανσης και τη βελτίωση της αποδοτικότητας στην κατανάλωση νερού. Η χρήση οικονομικών μέτρων μπορεί επίσης να κινητοποιήσει τους απαραίτητους χρηματοοικονομικούς πόρους που θα εξασφαλίσουν την οικονομική βιωσιμότητα των υδραυλικών έργων και των φορέων παροχής σχετικών υπηρεσιών, καθώς και τη χρηματοδότηση ισχύουσα ή νέα - για την προστασία του περιβάλλοντος. Επίσης, η Οδηγία έρχεται να καλύψει τις ατέλειες των υφιστάμενων πολιτικών τιμολόγησης του νερού σ όλους τους τομείς δραστηριότητας, και ειδικότερα στη γεωργία Η Οδηγία Πλαίσιο με επίκεντρο την οικονομική θεώρηση του νερού στη γεωργία Μεταξύ των διαφόρων τομέων χρήσης του νερού, αυτός που παρουσιάζει ίσως το μεγαλύτερο ενδιαφέρον από πλευράς δυνατότητας εφαρμογής οικονομικών μέτρων και τιμολογιακής πολιτικής, είναι ο γεωργικός. Ορισμένοι από τους λόγους που καθιστούν σημαντική τη συγκεκριμένη χρήση και έχουν ήδη αναφερθεί στις προηγούμενες ενότητες είναι οι εξής: α) το μεγάλο μερίδιο που έχει η γεωργική χρήση στη συνολική κατανάλωση νερού, β) η ιδιότητα που έχει το ίδιο το νερό να αποτελεί ενδιάμεσο αγαθό παραγωγής τροφίμων, γ) η υφιστάμενη τιμολόγησή του, που συνήθως είναι πολύ χαμηλότερη από το συνολικό κόστος του νερού και δ) η ισχυρή αντίθεση των γεωργών

61 50 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 να χρεωθούν αυτό το κόστος. Πρέπει, λοιπόν, το αρδευτικό νερό να πάψει να θεωρείται μόνο ως ένα ενδιάμεσο μέσο παραγωγής αλλά ταυτόχρονα να αποτελέσει και ένα σημαντικό πόρο διαφύλαξης των οικονομικών, κοινωνικών και περιβαλλοντικών δομών κάθε αγροτικής περιοχής. Τα τέλη άρδευσης στην Ελλάδα υπολογίζονται κατά κανόνα ως συνάρτηση της αρδευόμενης έκτασης. Με τον τρόπο αυτό το οριακό κόστος της χρήσης του νερού είναι μηδενικό, γεγονός που οδηγεί σε χρήση νερού σε επίπεδα πολύ μεγαλύτερα από το κοινωνικά βέλτιστο, σε περιβαλλοντική υποβάθμιση και σε πιθανές απώλειες αρκετά σημαντικών ποσοτήτων νερού από άλλες ανταγωνιστικές χρήσεις με πιθανώς αρκετά μεγαλύτερο οριακό όφελος. Μεγαλύτερο είναι το πρόβλημα της υποτιμολόγησης στα επιφανειακά αρδευτικά δίκτυα, όπου οι γεωργοί σε πολλές χώρες (και ειδικά στην Ελλάδα) χρεώνονται μόλις ένα μικρό ποσοστό του οικονομικού κόστους του νερού. Αντίθετα, όσον αφορά την άρδευση με υπόγεια νερά, οι γεωργοί επιβαρύνονται με επιπρόσθετα - ατομικά κυρίως - κόστη και φαίνεται να έχουν επιπρόσθετα κίνητρα για μια οικονομικά πιο αποδοτική άρδευση. Ωστόσο, δεν είναι βέβαιο πως η άρδευση με υπόγεια νερά είναι ταυτόχρονα και πιο αειφορική, καθώς το κόστος εξάντλησης του φυσικού πόρου στα υπόγεια νερά είναι σαφώς μεγαλύτερο από ότι στα επιφανειακά. Άλλος ένας παράγοντας, που οδηγεί στην κατανάλωση ποσοτήτων νερού πολύ μεγαλύτερων από τις κοινωνικά βέλτιστες, είναι οι ακολουθούμενες εμπορικές πολιτικές στο χώρο της γεωργίας (π.χ. ΚΑΠ). Τέτοιες πολιτικές ενθαρρύνουν την επιλογή υδροβόρων καλλιεργειών μέσα από έμμεσες επιδοτήσεις, μειώνοντας μ αυτόν τον τρόπο ακόμα περισσότερο το κόστος του νερού που επωμίζονται οι γεωργοί. Προβλήματα τιμολόγησης του αρδευτικού νερού προκύπτουν και από το γεγονός της ανομοιογένειας κάθε περιοχής, ως προς τις προτεραιότητες που έχει στο πλαίσιο τις αγροτικής της ανάπτυξης, όπως επίσης και από τις κοινωνικές επιπτώσεις που προκύπτουν κατά την οικονομική διαχείριση του νερού, που είναι αρκετά σημαντικές στον αγροτικό χώρο. Πρέπει λοιπόν, η τιμολόγηση του νερού να έρχεται σε συμφωνία με τις αρχές και τους στόχους της ΚΑΠ και να μην αποτελεί εμπόδιο για την εμπορία των γεωργικών προϊόντων. Με άλλα λόγια, η έμμεση αύξηση των τιμών των αγροτικών προϊόντων εξαιτίας της αύξησης του κόστους του νερού είναι αναγκαίο να γίνει μέσα σε κάποιο πλαίσιο, στο οποίο δεν θα επηρεάζεται η ανταγωνιστικότητα των ευρωπαϊκών γεωργικών προϊόντων. Οποιαδήποτε πολιτική τιμολόγησης του αρδευτικού νερού πρέπει επίσης να συνοδεύεται από μια πολιτική ενημέρωσης των αγροτών, η οποία θα έχει ως στόχο να τους πείσει, κατά το δυνατό, για την οικονομική και περιβαλλοντική

62 Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ ΤΟΥ ΝΕΡΟΥ ΣΤΗ ΓΕΩΡΓΙΑ 51 της αναγκαιότητα, αλλά και για το ότι η τιμολόγηση αποτελεί μια μακροχρόνια διαδικασία με μακροπρόθεσμα αποτελέσματα και όχι με άμεσες ωφέλειες. Ένα μέρος των εσόδων, που θα προκύπτουν από την τιμολόγηση του νερού, είναι σκόπιμο να χρησιμοποιούνται για τον εκσυγχρονισμό της τεχνολογίας, καθώς και την εν γένει βελτίωση των μεθόδων καλλιέργειας και άρδευσης. Τέλος, κατά την εφαρμογή της Οδηγίας είναι αναγκαίο να στηριχτούν τα αγροτικά εισοδήματα, για να μην τεθεί σε κίνδυνο η βιωσιμότητα των γεωργικών επιχειρήσεων, ενώ το κόστος που επωμίζεται ο κάθε γεωργός ξεχωριστά δεν θα πρέπει να υπερβαίνει τη μέγιστη δυνατότητά του να πληρώσει για το νερό. Με άλλα λόγια, εάν σοβαροί κοινωνικοί λόγοι το επιβάλλουν, δεν είναι απαραίτητο να γίνεται η ανάκτηση του κόστους από κάθε χρήστη ξεχωριστά, αλλά να μοιράζονται οι χρήστες το κόστος μ ένα δίκαιο, διαφανή και κοινωνικά αποδεκτό τρόπο, έτσι ώστε να επιτυγχάνεται η οικονομική αειφορία σε ένα ευρύτερο γεωγραφικό ή διοικητικό πλαίσιο (Massarutto, 2003) Προτεινομένη μεθοδολογία υπολογισμού και ανάκτησης του πλήρους κόστους του νερού Με βάση όσα έχουν ήδη αναφερθεί, η ανάκτηση του πλήρους κόστους του νερού φαίνεται να αποτελεί τον απώτερο στόχο της Οδηγίας, όσον αφορά την οικονομική διάσταση των υδατικών πόρων. Το άρθρο 9 αυτής ορίζει, πως στο πλήρες κόστος είναι απαραίτητο να συμπεριλαμβάνεται τόσο το περιβαλλοντικό κόστος όσο κι αυτό των φυσικών πόρων, χωρίς ωστόσο να δίνει ακριβείς ορισμούς των σχετικών εννοιών, αλλά ούτε και κάποια μεθοδολογική προσέγγιση για τον υπολογισμό των αντίστοιχων μεγεθών. Το κενό αυτό έρχεται σε πρώτη φάση να το καλύψει με μια ανακοίνωση της (COM(2000)477) η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων - με θέμα τις πολιτικές τιμολόγησης για την ενίσχυση της αειφορίας των υδάτων στην οποία αναλύονται διεξοδικά οι διάφορες μορφές κόστους του νερού. Σύμφωνα, λοιπόν, με την ανακοίνωση αυτή, το συνολικό κόστος τιμολόγησης του νερού πρέπει να περιλαμβάνει εκτός του χρηματικού κόστους (ή οικονομικού κόστους σύμφωνα με τα προηγούμενα) και το περιβαλλοντικό κόστος, καθώς και το κόστος σε υδατικούς πόρους (ή κόστος σπανιότητας) Για την ανάκτηση του κόστους του νερού ο υπολογισμός του πλήρους κόστους δεν αρκεί από μόνος του, αλλά πρέπει να εντάσσεται σε ένα ευρύτερο διαχειριστικό σχέδιο οικονομικής εφαρμογής της Οδηγίας. Για το λόγο αυτό η WATECO (Working Group on Water and Economics), σε ειδική οδηγία που εξέδωσε το 2002 (WATECO, 2002) με θέμα την οικονομική διάσταση κατά την εφαρμογή της Οδηγίας Πλαίσιο πρότεινε μια διαδικασία, η οποία πρέπει να περιλαμβάνει τα εξής στάδια:

63 52 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 1. Καθορισμό των χρήσεων και υπηρεσιών του νερού. H περιοχή αναφοράς καθορίζεται από γεωγραφικά κριτήρια. Ωστόσο μπορεί να γίνει και σε διοικητικό επίπεδο, για λόγους διαθεσιμότητας των απαραίτητων δεδομένων. 2. Διερεύνηση των φορέων διαχείρισης του νερού, των διαφόρων χρηστών και των πηγών ρύπανσης στην περιοχή αναφοράς. Ουσιαστικά, στο στάδιο αυτό προσδιορίζεται ποιοι συμμετέχουν στη διαμόρφωση του συνολικού κόστους του νερού και με ποια μορφή (οικονομικό, περιβαλλοντικό, κόστος υδατικών πόρων). 3. Εκτίμηση του οικονομικού κόστους του υδατικού πόρου. 4. Εκτίμηση του περιβαλλοντικού κόστους και του κόστους των υδατικών πόρων. 5. Εύρεση της μεθόδου ανάκτησης του κόστους. Το στάδιο αυτό περιλαμβάνει την επιλογή της μεθόδου τιμολόγησης (αγοραίες τιμές, φόροι κ.τ.λ.), καθώς και της τιμής ανά μονάδα κατανάλωσης του νερού. 6. Εύρεση της κατάλληλης κατανομής του συνολικού κόστους στους διάφορους χρήστες νερού. 7. Υπολογισμό του βαθμού ανάκτησης του κόστους. Όσον αφορά την επιλογή πεδίου αναφοράς, πέρα από τη διαθεσιμότητα των απαραίτητων δεδομένων, η επιλογή της διοικητικής διαίρεσης έχει το επιπρόσθετο πλεονέκτημα του πιο εύκολου και με μεγαλύτερη ακρίβεια υπολογισμού του διοικητικού κόστους. Η κλίμακα της λεκάνης απορροής αποτελεί ωστόσο τη βάση για την εκτίμηση του περιβαλλοντικού κόστους, του κόστους σε υδατικούς πόρους καθώς και του εξωτερικού περιβαλλοντικού οφέλους 14. Επομένως, λαμβάνοντας υπόψη και τη γενική σύσταση της Οδηγίας που ορίζει τη λεκάνη απορροής ως το προτεινόμενο επίπεδο διαχείρισης των υδατικών πόρων, είναι σκόπιμο να επιλέγεται ως περιοχή αναφοράς οποιασδήποτε τιμολογιακής πολιτικής η εκάστοτε λεκάνη απορροής. Η μέθοδος τιμολόγησης του νερού είναι απαραίτητο να περιλαμβάνει σημαντικά κίνητρα για την αειφορική χρήση του νερού, δηλαδή για την ορθολογική κατανάλωση και τον έλεγχο της ρύπανσης. Για το λόγο αυτό, η τιμή του νερού πρέπει να καθορίζεται με τρόπο σαφή, τόσο από την καταναλισκόμενη ποσότητα, όσο και από την παραγόμενη ρύπανση (σύμφωνα πάντα με την αρχή ο ρυπαίνων πληρώνει ). Άρα συνιστάται τόσο από την Επιτροπή, όσο και από τη WATECO, όπου είναι εφικτή η 14 Δεδομένου ότι αντιπροσωπεύει την περιοχή, στο πλαίσιο της οποίας επενεργούν οι εξωτερικοί περιβαλλοντικοί παράγοντες.

64 Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ ΤΟΥ ΝΕΡΟΥ ΣΤΗ ΓΕΩΡΓΙΑ 53 εφαρμογή της, η επιλογή της ογκομετρικής μεθόδου, η οποία σε μια μορφή τιμολόγησης του νερού μπορεί να έχει την εξής μορφή: P = F + aq + by (2.1) όπου: P = συνολική τιμή του νερού ανά μονάδα όγκου (π.χ, /m 3 ) F = σταθερό κόστος π.χ. σχετιζόμενο με τη γενική φορολογία. a = τέλος ανά μονάδα χρησιμοποιούμενου νερού b = τέλος ανά μονάδα παραγόμενης ρύπανσης Q = συνολική ποσότητα χρησιμοποιούμενου νερού Υ = συνολική παραγόμενη ρύπανση Για μια βέλτιστη οικονομική, περιβαλλοντική και κοινωνική αποτελεσματικότητα είναι ίσως σκόπιμη η χρήση ενός κλιμακωτού τιμολογίου, που θα συνδυάζει μια δωρεάν (ή με πολύ χαμηλή χρέωση) βασική ποσότητα νερού με βαθμιαία αυξανόμενες μοναδιαίες τιμές στις επιπλέον ποσότητες, με στόχο τον περιορισμό της σπατάλης. Για την απλή περίπτωση δύο επιπέδων χρέωσης η κλιμακωτή τιμολόγηση έχει τη μορφή: P = F + a 1 Q 1 + a 2 (Q-Q 1 )+ by (2.2) όπου a 1 = τέλος ανά μονάδα βασικής ποσότητας νερού (αρκετά μικρότερο από το a 2 ή ακόμα και ίσο με μηδέν) a 2 = τέλος ανά μονάδα χρησιμοποιούμενου νερού, επιπλέον της βασικής ποσότητας Q Q = ποσότητα χρησιμοποιούμενου νερού μικρότερη ή ίση της βασικής ποσότητας Q 1 έτσι ώστε: (0 Q Q 1 ) Ο όρος a 2 (Q-Q 1 ) μπορεί να υποδιαιρεθεί σε αρκετούς (n) επιπλέον όρους ανάλογα με τους στόχους της τιμολογιακής πολιτικής και την κοινωνικο-οικονομική συνιστώσα, ενώ μπορούν επίσης να οριστούν διάφορα επίπεδα (k) παραγόμενης ρύπανσης, Υ κ, έτσι ώστε: P = F + a 1 Q 1 + a 2 (Q 2 -Q 1 ) + +a n (Q-Q n-1 ) + b 1 Y 1 + b 2 (Y 2 -Y 1 ) + b k (Y-Y k-1 ) (2.3) Αξίζει ωστόσο να σημειωθεί ότι η δυσκολία υπολογισμού της ρύπανσης, που προέρχεται από κάθε γεωργική εκμετάλλευση και των επιμέρους επιπτώσεων αυτής στους υδατικούς πόρους και τα οικοσυστήματα καθιστά πολλές φορές σκόπιμη την ενσωμάτωση της ποιοτικής παραμέτρου στην ποσοτική κατά την τιμολόγηση του αρδευτικού νερού, έτσι ώστε τελικά η αξία του να προκύπτει από την εξίσωση:

65 54 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 P = F + d 1 Q 1 + d 2 (Q 2 -Q 1 ) + +d n (Q-Q n-1 ) (2.4) όπου: d i > a i d j = τέλος ανά μονάδα νερού, το οποίο καθορίζεται, τόσο από την ποσοτική, όσο και από την ποιοτική υποβάθμιση των υδατικών πόρων

66 Κεφάλαιο 3: Περιγραφή και χωρική ανάλυση της περιοχής μελέτης 3.1 Περιγραφή της περιοχής μελέτης Γενικά χαρακτηριστικά Σύμφωνα με τις απαιτήσεις της Οδηγίας-Πλαίσιο, οποιαδήποτε περιβαλλοντική ή οικονομική ανάλυση, που σχετίζεται με τη διαχείριση των υδατικών πόρων, δεν πρέπει να πραγματοποιείται με βάση τα διοικητικά όρια μιας περιοχής αλλά σ ένα γεωγραφικό επίπεδο που καθορίζεται από τα όρια μιας υδρολογικής λεκάνης απορροής. Καθώς το κύριο αντικείμενο μελέτης της παρούσας διατριβής είναι η γεωργία και οι αρδεύσεις, η επιλεγόμενη λεκάνη απορροής είναι σκόπιμο να έχει ως κύρια χρήση γης τη γεωργική και μάλιστα, με σημαντικό ποσοστό αυτής να είναι αρδευόμενη. Για το λόγο αυτό, επιλέχθηκε ως περιοχή μελέτης η λεκάνη απορροής του ποταμού Λουδία, η οποία, όπως περιγράφεται στις επόμενες ενότητες του παρόντος κεφαλαίου, είναι κατά βάση μια γεωργική περιοχή, με αρκετά υδροβόρες καλλιέργειες και με πολύ υψηλές στρεμματικές καταναλώσεις νερού. Η λεκάνη του Λουδία βρίσκεται στην Περιφέρεια της Κεντρικής Μακεδονίας, σε απόσταση 30 περίπου χιλιομέτρων από την πόλη της Θεσσαλονίκης. Η συνολική της έκταση είναι Km 2, από τα οποία 822 Km 2 (56,7%) βρίσκονται στο νομό Πέλλας, 448 Km 2 (30,9%) στο νομό Ημαθίας και 180 Km 2 (12,4%) στο νομό Θεσσαλονίκης. Στη λεκάνη του Λουδία περιλαμβάνονται μερικώς ή ολικώς 21 Καποδιστριακοί Δήμοι με 73 Δημοτικά Διαμερίσματα (Σχήμα 3.1). Ο συνολικός πληθυσμός της περιοχής, σύμφωνα με την απογραφή του 2001, ανέρχεται σε κατοίκους με μέση πυκνότητα 93 κατοίκους/κm 2. Οι σημαντικότεροι οικισμοί που βρίσκονται εντός των ορίων της λεκάνης είναι τα Γιαννιτσά ( κάτοικοι), η Αλεξάνδρεια ( κάτοικοι) και η Κρύα Βρύση (6.535 κάτοικοι). Η λεκάνη απορροής του Λουδία οριοθετείται ανατολικά και δυτικά από τις λεκάνες απορροής του Αξιού και του Αλιάκμονα αντίστοιχα, βόρεια από το όρος Πάικο και νότια από το Θερμαϊκό κόλπο. Το υψόμετρο στο μεγαλύτερο τμήμα της δεν ξεπερνάει τα 4 m ενώ στο ορεινό - ημιορεινό βορειο-δυτικό τμήμα της κυμαίνεται από 50 έως και 1639 m (Σχήμα 3.2). Ο ποταμός Λουδίας (ή Λυδίας ή Μαυρονέρι) αρχικά ήταν η υπερχείλιση της λίμνης των Γιαννιτσών. Άρχιζε από τη νοτιοανατολική όχθη της λίμνης και κατέληγε στα έλη του δέλτα του ποταμού Αξιού, ο οποίος καθ όλο το μήκος του περιβαλλόταν από εκτεταμένα έλη. Για την αποξήρανση της λίμνης Γιαννιτσών ο Λουδίας εκβαθύνθηκε και διευθετήθηκε, έτσι ώστε να αδειάσει τη λίμνη και να δέχεται τα νερά

67 56 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3 ορισμένων χειμάρρων και ποταμών της βόρειας πλευράς της λίμνης. Το σημερινό του μήκος είναι 39 Km και αρχίζει από το σημείο μηδέν Γιαννιτσών όπου συμβάλλουν η κύρια στραγγιστική τάφρος της λίμνης Γιαννιτσών 1, ο ποταμός Μπάλιτσα, που φέρνει τα νερά των πηγών Αραβησσού και οι χείμαρροι Γιαννιτσών και Τσεκρέ-Τσιναρλή. Εκβάλλει στο Θερμαϊκό κόλπο, ανάμεσα στις εκβολές του Αξιού και του Αλιάκμονα. Έχει βάθος νερού 5m, πλάτος κοίτης 50m και ζώνη κατάληψης με τα αναχώματά του 200m (Κωνσταντινίδης, 1989). Σχήμα 3.1: Διοικητική διαίρεση της λεκάνης του ποταμού Λουδία Ο Λουδίας λειτουργεί, κυρίως, ως στραγγιστική τάφρος, στην οποία απορρέουν τα νερά της πεδιάδας Θεσσαλονίκης - και ειδικότερα, τα νερά του Αξιού και του Αλιάκμονα που χρησιμοποιούνται στις γεωργικές εκμεταλλεύσεις - καθώς και τα υγρά απόβλητα των ανθρώπινων δραστηριοτήτων της ευρύτερης περιοχής. Χαρακτηριστικό γνώρισμα 1 Η στραγγιστική τάφρος αποτελεί ουσιαστικά την επέκταση του ποταμού Λουδία προς Νοτιοδυτικά

68 ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΚΑΙ ΧΩΡΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ΠΕΡΙΟΧΗΣ ΜΕΛΕΤΗΣ 57 του ποταμού εξαιτίας αυτής της λειτουργίας του είναι ότι εμφανίζει τη μέγιστη παροχή του κατά τη θερινή περίοδο. Επίσης, αξίζει να σημειωθεί ότι παρατηρείται συχνά το φαινόμενο της διείσδυσης αλμυρού νερού στις εκβολές του, το μέγεθος και η έκταση της οποίας εξαρτάται κυρίως από την παροχή του ποταμού. Όσο μικρότερη είναι η παροχή του ποταμού τόσο μεγαλύτερη είναι η διείσδυση του θαλασσινού νερού (Πανώρας και Χατζηγιαννάκης, 1992) Υψόμετρο Σχήμα 3.2: Γεωμορφολογία και αρδευτικά δίκτυα της λεκάνης του ποταμού Λουδία Εγγειοβελτιωτικά έργα και αρδεύσεις Οι κύριες πηγές για την άρδευση, όχι μόνο της λεκάνης του Λουδία αλλά και ολόκληρης της πεδιάδας της Θεσσαλονίκης είναι οι υδροληψίες των φραγμάτων του Αξιού και του Αλιάκμονα ποταμού. Σχηματίζονται επομένως δύο μεγάλες ζώνες άρδευσης στην λεκάνη του Λουδία: η ζώνη του Αξιού και η ζώνη του Αλιάκμονα, με φυσική διαχωριστική γραμμή τον ποταμό Λουδία (Σχήμα Β1 στο Παράρτημα Β). Η πρώτη διαχωρίζεται σε δύο μεγάλα τμήματα: α) στο τμήμα που βρίσκεται ανάμεσα στον Αξιό και στο Γαλλικό ποταμό και υδροδοτείται από την ανατολική προσαγωγό διώρυγα του Αξιού (η ζώνη αυτή βρίσκεται εκτός περιοχής μελέτης) και β) στο τμήμα ανάμεσα στον

69 58 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3 Αξιό και το Λουδία, η οποία βρίσκεται εξ ολοκλήρου εντός της περιοχής μελέτης (ανατολικός τομέας της λεκάνης) και υδροδοτείται από τη δυτική προσαγωγό διώρυγα του Αξιού. Όσον αφορά τη ζώνη του Αλιάκμονα, αυτή καλύπτει ουσιαστικά το 75% της συνολικής έκτασης που εξυπηρετείται από αρδευτικά δίκτυα και περιλαμβάνει όλα τα δίκτυα που βρίσκονται δυτικά του Λουδία. Από το 1960 και έπειτα άρχισε η κατασκευή των αρδευτικών δικτύων στην πεδιάδα της Θεσσαλονίκης με σκοπό την όσο δυνατόν μεγαλύτερη διάδοση των αρδεύσεων στην περιοχή (η διαχρονική επέκταση των αρδεύσεων παρουσιάζεται στο Σχήμα 3.3). Παράλληλα, αναπτύχθηκαν σταδιακά 28 Τοπικοί Οργανισμοί Εγγείων Βελτιώσεων (ΤΟΕΒ) με στόχο τη λειτουργία και συντήρηση των δικτύων 2. Οι 27 από αυτούς, αποτελούν τη δευτεροβάθμια οργάνωση του Γενικού Οργανισμού Εγγείων Βελτιώσεων (ΓΟΕΒ) Θεσσαλονίκης Λαγκαδά, καθώς υδροδοτούνται από έργα Α τάξης του Αξιού ή του Αλιάκμονα 3 (Κωνσταντινίδης, 1989). Στα όρια της λεκάνης του Λουδία περιλαμβάνουν 21 ΤΟΕΒ καθώς και 5 περιοχές με πρόχειρα έργα (δίκτυα) που βρίσκονται υπό την εποπτεία του ΓΟΕΒ (Σχήμα 3.4). Αρδευόμενη έκταση (σε 10 3 στρέμματα) Σχήμα 3.3: Η εξέλιξη των αρδεύσεων στην πεδιάδα Θεσσαλονίκης Ο σκοπός και η αρμοδιότητα του ΓΟΕΒ Θεσσαλονίκης-Λαγκαδά είναι: α) η διοίκηση, λειτουργία και συντήρηση των έργων Α τάξης και των έργων Β τάξης όπου δεν έχει ιδρυθεί κάποιος ΤΟΕΒ, β) η μελέτη και κατασκευή συμπληρωματικών έργων, γ) η συστηματοποίηση των εδαφών, δ) ο προγραμματισμός και η εποπτεία των εργασιών συντήρησης και λειτουργίας, και ε) η λήψη κάθε δυνατού μέτρου για την καλύτερη αξιοποίηση των εγγειοβελτιωτικών έργων και τη γεωργική ανάπτυξη στην περιοχή της 2 Συνολικά υπάρχουν 32 δίκτυα στην πεδιάδα Θεσσαλονίκης από τα οποία τα 24 είναι επιφανειακά (συνολικής έκτασης 765 χιλ.στρ.) και 8 είναι υπόγεια (συνολικής έκτασης 170 χιλ.στρ.). Στην πεδιάδα λειτουργούν ακόμη 46 αρδευτικά αντλιοστάσια και 14 αντλιοστάσια στράγγισης. 3 Μόνο ο ΤΟΕΒ Εδεσσαίου, που χρησιμοποιεί αποκλειστικά νερά του ποταμού Εδεσσαίου, δεν υπάγεται στην αρμοδιότητα του ΓΟΕΒ

70 ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΚΑΙ ΧΩΡΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ΠΕΡΙΟΧΗΣ ΜΕΛΕΤΗΣ 59 δικαιοδοσίας του 4. Οι οικονομικοί πόροι του ΓΟΕΒ προέρχονται από τις στρεμματικές εισφορές που επιβάλλονται στους ωφελούμενους από τα έργα γεωργούς και εισπράττονται μέσω των ΤΟΕΒ. Οι κρατικές επιδοτήσεις αποτελούν, επίσης, σημαντικό μέρος των εσόδων του, ιδιαίτερα στις περιπτώσεις που αφορούν τη λειτουργία έργων που βρίσκονται ακόμα σε πρώιμο στάδιο ανάπτυξής τους. Αναλυτικά τα έσοδα και τα έξοδα του ΓΟΕΒ παρουσιάζονται στα διαγράμματα του Σχήματος Β3 του Παραρτήματος Β. Όσον αφορά τους πόρους των ΤΟΕΒ, αυτοί προέρχονται κυρίως από τις στρεμματικές εισφορές των μελών τους, ενώ δευτερεύουσες χρηματοδοτικές πηγές αποτελούν οι δωρεές και τα κρατικά δάνεια (Κωνσταντινίδης, 1989). A/A TOEB 1 Δίκτυο Καλής 2 1Δ. Πέλλας 3 Κυμίνων - Μαλγάρων 4 Πρασινάδας 5 Ξεχασμένης 6 Ζερβοχωρίου 7 Καρυώτισσας 8 Αλεξάνδρειας 9 Βραχιάς Άδενδρου 10 Κλειδίου 11 Βρυσακίου 12 Σταυρού 13 Ακρολίμνης 14 Παλαιού Μυλοτόπου 15 Σχοινά 16 Δροσερού 17 Χαλκηδόνας 18 Κρύας Βρύσης 19 Κορυφής 20 Μογλενίτσας 21 Παλαιού Σκυλιτσίου 22 Τρικάλων 23 Γιαννιτσών 24 Βόδα 25 Νησίου 26 Μ. Μοναστηρίου = ΤΟΕΒ λεκάνης Λουδία = Πρόχειρα έργα και περιοχές υπό την εποπτεία του ΓΟΕΒ Θεσ/νίκης = Περιοχή λεκάνης εκτός των αρμοδιοτήτων του ΓΟΕΒ Θεσ/νίκης Σχήμα 3.4: Όρια δικαιοδοσίας των ΤΟΕΒ και του ΓΟΕΒ στη λεκάνη του Λουδία Περιβάλλον, οικοσύστημα και καθεστώς προστασίας Οι εκβολές του Λουδία, μαζί με τις εκβολές του Αξιού και του Αλιάκμονα σχηματίζουν το Δέλτα Αξιού Λουδία Αλιάκμονα, το οποίο αποτελεί ένα οικοσύστημα με μεγάλη οικολογική αξία αλλά και ένα χώρο όπου αναπτύσσονται ανθρωπογενείς δραστηριότητες σημαντικής οικονομικής αξίας. Πιο συγκεκριμένα, η περιοχή του Δέλτα φιλοξενεί και συντηρεί ένα σημαντικό αριθμό απειλούμενων και σπάνιων ειδών χλωρίδας και 4 ΒΔ 629/1960

71 60 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3 πανίδας ενώ παράλληλα παράγει το 60-70% της συνολικής ποσότητας ρυζιού της χώρας (οι ορυζώνες της περιοχής μπορούν να διακριθούν στη δορυφορική εικόνα του Σχήματος 3.5, στην οποία εμφανίζονται με τη μορφή του έντονου χρωματισμού, κυρίως στα νότια της λεκάνης) καθώς επίσης και το 90% των μυδιών όλης της χώρας. Σημείο μηδέν Σχήμα 3.5: Δορυφορική εικόνα του νότιου μέρους της λεκάνης του Λουδία και του Δέλτα Αξιού Λουδία - Αλιάκμονα Εξαιτίας της μεγάλης οικολογικής αξίας του, το Δέλτα Αξιού - Λουδία - Αλιάκμονα εντάχθηκε το 1974, με βάση το Νομοθετικό Διάταγμα 191/74, στις 11 υγροτοπικές περιοχές Ramsar της χώρας (Ramsar Convention, 1971). Η σύμβαση Ramsar καθιστά την περιοχή (Σχήμα 3.6) ένα ενιαίο υγροβιότοπο διεθνούς σημασίας, όπου είναι απαραίτητο να τηρούνται συγκεκριμένες υποχρεώσεις, όπως για παράδειγμα: Η οριοθέτηση των υγροτόπων Η σύνταξη και εφαρμογή σχεδιασμού με σκοπό την προώθηση της διατήρησης των υγροτόπων και την ορθολογική χρήση των υγροτόπων

72 ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΚΑΙ ΧΩΡΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ΠΕΡΙΟΧΗΣ ΜΕΛΕΤΗΣ 61 Η προστασία των υγροτόπων και της υδρόβιας ορνιθοπανίδας οριοθετώντας προστατευόμενες περιοχές και παρέχοντας επαρκή μέσα για τη φύλαξή τους Πηγή: (ΕΚΒΥ,2004) Σχήμα 3.6: Ζώνες προστασίας υγροτόπων στο Δέλτα Αξιού Λουδία - Αλιάκμονα Η περιοχή του Δέλτα έχει επίσης ενταχθεί στο ειδικό καθεστώς προστασίας ως Μεσογειακή Περιοχή, σύμφωνα με τη σύμβαση της Βαρκελώνης (1976), με βάση την οποία πρέπει να προστατεύονται τα μεσογειακά είδη που βρίσκονται σε κίνδυνο καθώς επίσης και οι βιότοποι που θεωρούνται ζωτικοί για τη διατήρησή τους (UNEP, 1976).

73 62 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3 Για το σκοπό αυτό καθιερώθηκαν περιοχές βιολογικής και οικολογικής αξίας με κριτήρια όπως: η γενετική ποικιλία, τα ικανοποιητικά επίπεδα των πληθυσμών των ειδών, οι κατάλληλοι βιότοποι, οι αντιπροσωπευτικοί τύποι οικοσυστημάτων καθώς και οι περιοχές με ευρύτερο επιστημονικό, αισθητικό, ιστορικό, εκπαιδευτικό ή πολιτιστικό ενδιαφέρον. Μια από τις σπουδαιότερες οικολογικές αξίες της περιοχής του Δέλτα είναι η πλούσια ορνιθοπανίδα της. Για το λόγο αυτό, έχει ενταχθεί στις 26 ελληνικές Περιοχές Ειδικής Προστασίας (ΠΕΠ), που ορίζει η κοινοτική οδηγία 79/409/EOK για τη διατήρηση των άγριων πουλιών. Βάσει αυτής πρέπει να διατηρηθεί όχι μόνο ο πληθυσμός των αγρίων πουλιών αλλά και επαρκής έκταση και ποικιλία βιοτόπων για να επιτευχθεί η προστασία τους. Είναι, επίσης, απαραίτητη η αποφυγή της ρύπανσης και της υποβάθμισης των συγκεκριμένων βιοτόπων. Η πράξη εναρμόνισης του ελληνικού Δικαίου με την κοινοτική οδηγία είναι η ΚΥΑ /1985 σχετικά με τα μέτρα διαχείρισης της άγριας ορνιθοπανίδας (ΦΕΚ 757/Β/85). Σημειώνεται ότι η περιοχή εντάσσεται στο καθεστώς προστασίας της σύμβασης της Βέρνης (Bern Convention, 1979) - που έχει ως σκοπό τη διατήρηση της αυτοφυούς χλωρίδας, της άγριας πανίδας και των φυσικών ενδιαιτημάτων καθώς και στο Ευρωπαϊκό Δίκτυο Προστατευόμενων Περιοχών Φύση 2000 (Natura 2000), που έχει επίσης ως στόχο τη διατήρηση των φυσικών οικοτόπων, της άγριας πανίδας και της αυτοφυούς χλωρίδας (Council of the European Communities,1992). Τέλος, για την προστασία της εν λόγω περιοχής έχει εκδοθεί Κοινή Υπουργική Απόφαση με στόχο την προστασία των υγροτόπων της Αλυκής Κίτρους, του κάτω ρου και του Δέλτα των ποταμών Αλιάκμονα, Λουδία, Αξιού, Γαλλικού, της λιμνοθάλασσας Καλοχωρίου και της ευρύτερης περιοχής τους (ΚΥΑ 14874/3291/1.6.98, ΦΕΚ 687/Β/ ). Ειδικότερα, με την απόφαση αυτή επιδιώκεται η διατήρηση και διαχείριση των σπανίων οικοτόπων και των ειδών χλωρίδας και πανίδας και κυρίως της ορνιθοπανίδας που συντίθεται από αρκετά σημαντικά είδη. Αναμένεται μάλιστα η έκδοση αντίστοιχου προεδρικού διατάγματος, στο οποίο θα χαρακτηρίζονται και θα οριοθετούνται οι περιοχές και οι ζώνες προστασίας (περιοχές απόλυτης προστασίας, περιοχές προστασίας της φύσης Δέλτα ποταμών, περιοχές προστασίας της φύσης χερσαίων οικοσυστημάτων και περιοχές γεωργικών καλλιεργειών). Εκτός από το παραπάνω καθεστώς προστασίας που ισχύει στην περιοχή, διάφορα γεωργο-περιβαλλοντικά μέτρα συμβάλλουν περαιτέρω στη διατήρηση του οικοσυστήματος, ενώ παράλληλα ενισχύουν και το εισόδημα των γεωργών σε

74 ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΚΑΙ ΧΩΡΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ΠΕΡΙΟΧΗΣ ΜΕΛΕΤΗΣ 63 περίπτωση συμμόρφωσής τους. Μια σειρά σχετικών μέτρων εγκρίθηκε από τον τρίτο Άξονα Προτεραιότητας του Εγγράφου Προγραμματισμού Αγροτικής Ανάπτυξης (ΕΠΑΑ ), από τα οποία εφαρμογή στην περιοχή μελέτης βρίσκουν τα εξής: Τα Μέτρα 3.1 και 3.2 περί Βιολογικής Γεωργίας (ΚΥΑ 567/125316/ , ΦΕΚ 129/Β/ ) και Βιολογικής Κτηνοτροφίας (ΚΥΑ /586/ , ΦΕΚ 1292/Β/ ) αντίστοιχα. Το Μέτρο 3.13: Διατήρηση Γεωργικών Εκτάσεων για την Προστασία της Άγριας Ζωής, η εφαρμογή του οποίου προτείνεται κυρίως στης περιοχές που ανήκουν στο πρόγραμμα Φύση 2000 και αποσκοπεί στη διατήρηση των γεωργικών εκμεταλλεύσεων οι οποίες συντελούν α) στη διατήρηση και προστασία της απειλούμενης και σπάνιας άγριας ζωής, β) στην εναρμόνιση με την οδηγία 79/409/ΕΟΚ, γ) στη προστασία της γενετικής ποικιλότητας (ΚΥΑ /2003, ΦΕΚ 1733/Β/ ). Συγκεκριμένα το Μέτρο 3.13 βρίσκει ειδική εφαρμογή στην περιοχή μελέτης μέσω της Δράσης V: Επεμβάσεις στην καλλιέργεια ρυζιού στο Δέλτα Αξιού Εκβολές Λουδία Δέλτα Αλιάκμονα Αλυκή Κίτρους και η οποία στοχεύει στη χειμερινή κατάκλυση των ορυζώνων, οι οποίοι συμβάλλουν στην προστασία της ορνιθοπανίδας της περιοχής. Απαραίτητη προϋπόθεση για την υλοποίηση της συγκεκριμένης δράσης είναι η συλλογική συμμετοχή των δικαιούχων ανά διώρυγα λειτουργίας των ΤΟΕΒ. 3.2 Γεωργικός τομέας και μέση αντιπροσωπευτική εκμετάλλευση Κλάδοι παραγωγής και κύρια χαρακτηριστικά των εκμεταλλεύσεων Όπως αναφέρθηκε στην προηγούμενη ενότητα, η λεκάνη του Λουδία επιλέχτηκε ως περιοχή μελέτης, καθώς παρουσιάζει έντονο γεωργικό χαρακτήρα (η γεωργία και η δευτερογενής επεξεργασία των παραγομένων προϊόντων αποτελεί την κύρια οικονομική απασχόληση της περιοχής) και μεγάλη εντατικότητα αρδεύσεων. Σημειώνεται ότι, από τα 1450 Km 2 συνολικής έκτασης της λεκάνης, τα 992 Km 2 καλλιεργούνται και μάλιστα, από αυτά το 91% (903 Km 2 ) αρδεύονται συστηματικά, είτε μέσα από τα οργανωμένα αρδευτικά δίκτυα στην περιοχή δικαιοδοσίας του ΓΟΕΒ Θεσσαλονίκης, είτε με ιδιωτικές γεωτρήσεις στο βόρειο μέρος της λεκάνης. Η μεγάλη έκταση της περιοχής μελέτης και ο αριθμός των γεωργικών εκμεταλλεύσεων που ξεπερνάει τις (περίπου από τις οποίες οι είναι αμιγώς γεωργικές), κατέστησε εξαιρετικά χρονοβόρα και πρακτικά αδύνατη τη συλλογή πρωτογενών γεωργικών δεδομένων στo πλαίσιο της παρούσας διατριβής. Για το λόγο

75 64 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3 αυτό, χρησιμοποιήθηκαν δευτερογενή κυρίως δεδομένα που συλλέχθηκαν από τις αρμόδιες τοπικές υπηρεσίες. Αρχικά λοιπόν, έγινε καταγραφή των καλλιεργούμενων εκτάσεων και της συνολικής παραγωγής κάθε καλλιέργειας σε επίπεδο δημοτικών διαμερισμάτων για το σύνολο της λεκάνης του Λουδία, με τη βοήθεια των γεωργικών στατιστικών δελτίων της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας (Πίνακας Β.1 στο Παράρτημα Β). Η χρονική περίοδος η οποία επιλέχθηκε ήταν η εξαετία Ο σκοπός της διαχρονικής μελέτης των δεδομένων αυτών δεν ήταν η εύρεση κάποιας μακροχρόνιας τάσης στην επιλογή καλλιεργειών, αλλά η αποφυγή καταγραφής ακραίων καταστάσεων (ειδικά στις αποδόσεις), καθώς και η αύξηση της βάσης δεδομένων, που είναι αναγκαία για την εφαρμογή ορισμένων μεθόδων που αναπτύσσονται στα επόμενα κεφάλαια. Για τη γεωγραφική απεικόνιση διαφόρων μεγεθών της βάσης δεδομένων και τη μετέπειτα χωρική τους ανάλυση κρίθηκε αναγκαία η χρήση Γεωγραφικών Συστημάτων Πληροφοριών (Geographical Information Systems G.I.S.). Ένα Γεωγραφικό Σύστημα Πληροφοριών αποτελεί δυναμικό εργαλείο συλλογής, αποθήκευσης, διαχείρισης, ανάκτησης, μετασχηματισμού και απεικόνισης χωρικών δεδομένων από τον πραγματικό κόσμο (Burrough, 1992, Burrough and McDonnell, 1998). Μια απλή διάρθρωση ενός Γ.Σ.Π. περιλαμβάνει: α) το υπολογιστικό σύστημα και τα περιφερειακά του, β) το απαραίτητο λογισμικό (software) για την επεξεργασία των δεδομένων και γ) τα δεδομένα. Στην παρούσα διατριβή, επιλέχθηκε ως λογισμικό το MAPINFO 7.0 (Mapinfo, 2002). Τα δεδομένα που χρησιμοποιήθηκαν κατ αρχήν ήταν οι καλλιεργούμενες εκτάσεις ανά δημοτικό διαμέρισμα, η ποσοστιαία γεωγραφική κατανομή των κυριοτέρων από τις οποίες παρουσιάζεται στο Σχήμα 3.7. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα του σχήματος αυτού, στην περιοχή καλλιεργούνται όλες σχεδόν οι δυναμικές καλλιέργειες. Συγκεκριμένα, στα κεντρικά, νότια και ανατολικά, η κυρίαρχη καλλιέργεια είναι το βαμβάκι. Σημαντικές εκτάσεις ρυζιού παρατηρούνται στα νοτιοανατολικά, στην περιοχή δηλαδή του Δέλτα. Η καλλιέργεια καλαμποκιού συναντάται σε όλη σχεδόν την έκταση της λεκάνης ενώ του σκληρού σιταριού στις βόρειες, πιο ορεινές περιοχές. Τέλος οι ροδακινιές αποτελούν τη σημαντικότερη καλλιέργεια - πολλές φορές μάλιστα σε επίπεδα μονοκαλλιέργειας, στα δυτικά των Γιαννιτσών και της Αλεξάνδρειας. Η συνολική έκταση όλων των καλλιεργειών στα όρια της περιοχής μελέτης απεικονίζεται στο διάγραμμα του Σχήματος 3.8, όπου φαίνεται πως οι κυριότερες κατά σειρά καλλιέργειες είναι το βαμβάκι (32,7% της συνολικής γεωργικής έκτασης), οι ροδακινιές (17,7%), το καλαμπόκι (9,6%), το σκληρό σιτάρι (6,9%), τα τεύτλα (6,6%) και το ρύζι (6,2%).

76 ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΚΑΙ ΧΩΡΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ΠΕΡΙΟΧΗΣ ΜΕΛΕΤΗΣ 65 στρ. στρ. στρ. Σχήμα 3.7: Κατανομή καλλιεργειών και μέση έκταση εκμετάλλευσης ,7% Έκταση καλλιεργειών (στρ.) ,7% 9,6% 6,9% 6,6% 6,2% ,5% 3,4% 3,2% 2,4% 0 1,6% 1,6% 0,9% 0,6% 0,6% 0,5% 0,4% 0,4% 0,2% 0,2% 0,7% Βαμβάκι Ροδακινιές Καλαμπόκι Σιτάρι σκληρό Τεύτλα Ρύζι Σπαράγγια Καπνός Μηδική Λοιπές κηπευτικές Βιομηχανική τομάτα Λοιπά δένδρα Μηλιές Λοιπές αροτριαίες Αχλαδιές Σιτάρι μαλακό Κριθάρι Λάχανα Αμπέλια Μποστανικά Αγρανάπαυση Σχήμα 3.8: Συνολική έκταση των καλλιεργειών στα όρια της λεκάνης του Λουδία

77 66 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3 Ιδιαίτερη αναφορά - μεταξύ άλλων - απαιτούν οι καλλιέργειες: α) ρυζιού, λόγω της πολύ μεγάλης συμμετοχής της περιοχής στη συνολική παραγωγή της χώρας, β) ροδάκινων, καθώς στις περισσότερες περιπτώσεις ξεπερνούν το 80% των εκτάσεων δενδροκαλλιέργειας και επειδή είναι κύρια πηγή εισοδήματος, τόσο του γεωργικού τομέα, όσο και του τομέα μεταποίησης στην ευρύτερη περιοχή, γ) τεύτλων, εξαιτίας του εργοστασίου ζάχαρης που βρίσκεται στον οικισμό Πλατύ και δ) σπαραγγιών, εξαιτίας της δυναμικής τους ανάπτυξης την τελευταία δεκαπενταετία. Πέρα από την περιγραφή και ανάλυση των κλάδων παραγωγής στην περιοχή μελέτης, είναι χρήσιμο να διερευνηθεί η γενικότερη εικόνα του γεωργικού χώρου. Για το σκοπό αυτό χρησιμοποιήθηκαν στοιχεία από απογραφές της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας και ειδικότερα, από γεωργικές απογραφές και έρευνες διάρθρωσης των γεωργικών εκμεταλλεύσεων, με επίπεδο αναφοράς σε κάθε περίπτωση τα δημοτικά διαμερίσματα. Από την ανάλυση των δεδομένων αυτών προέκυψαν διάφορα σημαντικά μεγέθη που αφορούν το μέγεθος των γεωργικών εκμεταλλεύσεων, τη μορφή κατοχής τους, την απασχόληση και την εποχιακή εργασία στη γεωργία. Η καλλιεργούμενη γη στη λεκάνη του Λουδία κατανέμεται, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, σ ένα πολύ μεγάλο αριθμό εκμεταλλεύσεων, με αποτέλεσμα το μικρό μέσο μέγεθος και τον πολυτεμαχισμό τους. Η μέση έκταση ανά εκμετάλλευση βρέθηκε ίση με 46,7 στρέμματα, μέγεθος που βρίσκεται πολύ κοντά στον εθνικό μέσο όρο της ατομικής εκμετάλλευσης που είναι περίπου ίσος με 50 στρέμματα (το μέσο αντίστοιχο μέγεθος στην Ε.Ε. ξεπερνάει τα 180 στρέμματα). Ωστόσο, όπως φαίνεται και στο Σχήμα 3.7, υπάρχει αρκετά σημαντική γεωγραφική διαφοροποίηση του συγκεκριμένου μεγέθους καθώς σε όλες τις νοτιοανατολικές περιοχές - όπου κυριαρχεί η παραγωγή ρυζιού και βαμβακιού - η μέση έκταση είναι μεγαλύτερη από 45 στρέμματα (σε ορισμένες περιπτώσεις μάλιστα φθάνει μέχρι και τα 110). Αντίθετα, σε αρκετά δημοτικά διαμερίσματα στα δυτικά της λεκάνης με κύριο χαρακτηριστικό τη δενδροκαλλιέργεια εμφανίζονται εκμεταλλεύσεις μικρότερες των 30 στρεμμάτων. Όσον αφορά τη μορφή κατοχής των γεωργικών εκμεταλλεύσεων, αυτή διακρίνεται σε τρεις κατηγορίες: α) σε ιδιόκτητες (59,3% του συνόλου των εκτάσεων), β) σε ενοικιαζόμενες (39,3%) και γ) σε άλλες μορφές ιδιοκτησίας, συμπεριλαμβανόμενης και της μεσιακής (εξ ημισείας). Το ποσοστό των ιδιόκτητων γεωργικών εκτάσεων σε συνδυασμό με την συνολική απασχόληση στο γεωργικό τομέα παρουσιάζονται στο Σχήμα 3.9. Από τη σύγκριση του σχήματος αυτού με το Σχήμα 3.7, μπορεί να εξαχθεί το συμπέρασμα ότι το μέσο μέγεθος της εκμετάλλευσης είναι, τις πιο πολλές φορές, αντιστρόφως ανάλογο του ποσοστού ιδιόκτητης γης.

78 ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΚΑΙ ΧΩΡΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ΠΕΡΙΟΧΗΣ ΜΕΛΕΤΗΣ 67 Ο γεωργικός χαρακτήρας της περιοχής μελέτης επιβεβαιώνεται και από τον αριθμό των εργαζομένων στη γεωργία. Σύμφωνα, λοιπόν, με τη γεωργική απογραφή του 2001, συνολικά απασχολούνται στις εκμεταλλεύσεις περίπου άτομα, (24% του συνολικού πληθυσμού) εκ των οποίων οι απασχολούνται αποκλειστικά με τη γεωργία. Ο αριθμός των απασχολούμενων ανά εκμετάλλευση (Σχήμα 3.9) υπολογίστηκε σε 1.77 άτομα, με το μέγεθος αυτό να κυμαίνεται από ένα έως και τρία άτομα. Στα παραπάνω μεγέθη αξίζει επίσης να προστεθεί και ο αριθμός των εποχιακών εργατών, που ανέρχεται σε άτομα ανά καλλιεργητική περίοδο (περίπου 3 εργάτες ανά εκμετάλλευση). Σχήμα 3.9: Ποσοστό ιδιοκτησίας γεωργικής γης και απασχόληση ανά εκμετάλλευση Εύρεση των οικονομικών μεγεθών της μέσης εκμετάλλευσης Η εφαρμογή οποιασδήποτε ανάλυσης και μεθοδολογίας στο γεωργικό χώρο καθιστά απαραίτητη την αναφορά σε ένα ενιαίο και συγκρίσιμο μέγεθος εκμεταλλεύσεων στις διάφορες υποπεριοχές μελέτης (Berbel and Gomez-Limon, 2000, Λατινόπουλος κ.ά., 2005) Για το λόγο αυτό, προκρίνεται στην παρούσα διατριβή η χρήση της μέσης εκμετάλλευσης ανά δημοτικό διαμέρισμα ως βασικό επίπεδο μελέτης. Ως μέση εκμετάλλευση χρησιμοποιήθηκε μια έκταση 100 στρεμμάτων, όπου όλα τα μεγέθη αντιστοιχούν στις μέσες τιμές τους στην περιοχή αναφοράς (δημοτικό διαμέρισμα).

79 68 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3 Διάφορα κριτήρια μπορούν να χρησιμοποιηθούν για τη μέτρηση και τη σύγκριση του οικονομικού μεγέθους των γεωργικών εκμεταλλεύσεων, μεταξύ των οποίων, η ακαθάριστη πρόσοδος (ή ακαθάριστο εισόδημα) και το ακαθάριστο κέρδος. Με τον όρο ακαθάριστη πρόσοδος ορίζεται η συνολικά παραγόμενη ποσότητα προϊόντων εκφρασμένη σε χρηματικές μονάδες, η οποία επιτυγχάνεται ως αποτέλεσμα της οικονομικής δραστηριότητας που αναπτύσσεται σε μια γεωργική εκμετάλλευση σε ορισμένο χρονικό διάστημα. Η ακαθάριστη πρόσοδος παριστάνει κατά έναν τρόπο την παραγωγικότητα της εκμετάλλευσης ή του κλάδου παραγωγής, τόσο ως σύνολο όσο και ανά συντελεστή παραγωγής (Κιτσοπανίδης και Καμενίδης, 1992). Το πρόβλημα με την επιλογή της ακαθάριστης προσόδου είναι ότι παραβλέπει κάθε μορφή κόστους παραγωγής των γεωργικών προϊόντων και συνεπώς, δημιουργεί ροπή προς καλλιέργειες με υψηλές τιμές και αποδόσεις ανεξαρτήτως κόστους. Σε αντίθεση με την ακαθάριστη πρόσοδο, σημαντικό μέρος του κόστους παραγωγής συμπεριλαμβάνεται στον ορισμό του ακαθάριστου κέρδους, το οποίο υπολογίζεται ως η διαφορά της ακαθάριστης προσόδου από το μεταβλητό κόστος μιας εκμετάλλευσης ή ενός κλάδου παραγωγής. Το μεταβλητό κόστος περιλαμβάνει μια σειρά από δαπάνες που πραγματοποιεί ο γεωργός στη διάρκεια κάθε καλλιεργητικής περιόδου με σημαντικότερες αυτές των: 1) σπόρων και φυτών προς μεταφύτευση, 2) λιπασμάτων, 3) φυτοπροστατευτικών προϊόντων, 4) ειδικών δαπανών που αφορούν το αρδευτικό νερό, τη θέρμανση και την ξήρανση, 5) εξόδων εμπορίας (διαλογή, συσκευασία) και μεταποίησης και 6) λοιπών εξόδων. Το ακαθάριστο κέρδος ενός κλάδου παραγωγής αποτελεί και δείκτη του τι προσθέτει ο κλάδος αυτός στο συνολικό ακαθάριστο κέρδος μιας εκμετάλλευσης, με αποτέλεσμα να έχει μεγάλη χρησιμότητα στις συγκρίσεις των διαφόρων καλλιεργειών για τη σύνταξη ενός άριστου σχεδίου παραγωγής στο οποίο επιδιώκεται, μέσω προγραμματισμού, η πιο αποτελεσματική αξιοποίηση των συντελεστών παραγωγής 5. Ειδική περίπτωση ακαθάριστου κέρδους αποτελεί το Τυπικό Ακαθάριστο Κέρδος (ΤΑΚ), το οποίο ορίζεται με βάση τη μέση κατάσταση (τιμών και απόδοσης) μιας συγκεκριμένης περιοχής για κάθε κλάδο παραγωγής των γεωργικών εκμεταλλεύσεων. Το ΤΑΚ προτείνεται ως μονάδα μέτρησης του μεγέθους των γεωργικών εκμεταλλεύσεων (Απόφαση 85/377/ ΕΟΚ) και μπορεί να περιορίσει την επίδραση της διακύμανσης των αποδόσεων και των τιμών μιας περιοχής (Κιτσοπανίδης, 1993). 5 Εφαρμογή αυτής της ιδιότητας γίνεται στα Κεφάλαια 5, 7 και 8

80 ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΚΑΙ ΧΩΡΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ΠΕΡΙΟΧΗΣ ΜΕΛΕΤΗΣ 69 Σχήμα 3.10: Μεθοδολογία υπολογισμού του ακαθάριστου κέρδους Στο Σχήμα 3.10 απεικονίζεται η μεθοδολογία υπολογισμού του ακαθάριστου κέρδους, η οποία ακολουθήθηκε στην παρούσα εργασία. Πρόκειται ουσιαστικά για την εφαρμογή του ΤΑΚ στην περιοχή μελέτης, διότι στηρίζεται σε μέσες τιμές και αποδόσεις, τόσο στο χρόνο, όσο και στο χώρο. Η διαφορά με τον ορισμό της Ε.Ε. έγκειται στο γεγονός ότι στο μεταβλητό κόστος συμπεριλαμβάνεται το κόστος εργασίας, το οποίο μάλιστα διαφοροποιείται ανάλογα με την εφαρμογή ή όχι άρδευσης (ξηρική ή αρδευόμενη γεωργία) και τη μέθοδο άρδευσης. Η αιτία για αυτή τη διαφοροποίηση είναι ότι στις

81 70 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3 μεγάλες εκμεταλλεύσεις η εργασία αποτελεί μεταβλητό συντελεστή παραγωγής. Όσον αφορά τα δεδομένα που χρησιμοποιήθηκαν, αυτά προήλθαν τόσο από τις προαναφερθείσες γεωργικές στατιστικές, όσο και από τους γεωργικούς δείκτες της περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας για τα έτη Με βάση την παραπάνω μεθοδολογία, έγινε εκτίμηση του ακαθάριστου κέρδους κάθε κλάδου παραγωγής ξεχωριστά για όλες τις περιοχές αναφοράς. Στη συνέχεια, υπολογίστηκε το οικονομικό αποτέλεσμα της μέσης αντιπροσωπευτικής εκμετάλλευσης για κάθε δημοτικό διαμέρισμα και επομένως, και το μέσο ακαθάριστο κέρδος ανά στρέμμα (Σχήμα 3.11). Οι περιοχές με το μεγαλύτερο οικονομικό αποτέλεσμα ανά στρέμμα είναι αυτές που βρίσκονται στα δυτικά της λεκάνης. Αξίζει όμως να σημειωθεί ότι οι τελευταίες έχουν αρκετά μικρό μέγεθος μέσης εκμετάλλευσης, με αποτέλεσμα να διαφοροποιείται σημαντικά το συνολικό οικονομικό αποτέλεσμα του γεωργού. Σχήμα 3.11: Διακύμανση ακαθάριστου κέρδους ανά στρέμμα στην περιοχή μελέτης 3.3 Κατάτμηση του χώρου σε ομοιογενείς περιοχές αναφοράς Εισαγωγή στη θεωρία της ανάλυσης σε συστάδες Το μέγεθος της βάσης δεδομένων, που προέκυψε με χωρικό επίπεδο αναφοράς τα δημοτικά διαμερίσματα, έχει το πλεονέκτημα της αναλυτικής περιγραφής της περιοχής μελέτης και τη δυνατότητα εφαρμογής διαφόρων μεθοδολογιών, οι οποίες αναπτύσ- 6 Δείκτες για την Εφαρμογή της Αγροτικής Διαρθρωτικής Πολιτικής

82 ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΚΑΙ ΧΩΡΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ΠΕΡΙΟΧΗΣ ΜΕΛΕΤΗΣ 71 σονται στα επόμενα κεφάλαια. Ωστόσο, σε πολλές περιπτώσεις είναι σκόπιμη η μελέτη, επεξεργασία και ανάλυση μιας περιοχής να πραγματοποιείται με βάση έναν περιορισμένο, αλλά ταυτόχρονα αντιπροσωπευτικό αριθμό παρατηρήσεων. Για το λόγο αυτό, πρέπει οι μέσες γεωργικές εκμεταλλεύσεις που παρουσιάστηκαν στη προηγούμενη ενότητα, να ομαδοποιηθούν σε όσο το δυνατόν περισσότερο ομοιογενείς, ως προς συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, ομάδες. Μια μέθοδος η οποία χρησιμοποιείται συχνά για την ταξινόμηση της γεωργικής γης σε ομάδες χωρικά οροθετημένων ομοιογενών εκμεταλλεύσεων είναι η ανάλυση σε συστάδες (Hardiman et al., 1993, Gomez-Limon et al, 2004). Η μέθοδος της ανάλυσης σε συστάδες (cluster analysis) αφορά τη διερεύνηση κατά πόσο, με βάση συγκεκριμένες μεταβλητές, οι παρατηρήσεις είναι όμοιες μεταξύ τους, συνιστούν δηλαδή ομοιογενείς ομάδες, έτσι ώστε να θεωρηθεί ότι καθεμία από αυτές αποτελεί μέλος μιας και μοναδικής κοινής συστάδας (Σιάρδος, 1999). Δύο είναι οι κύριες κατηγορίες τεχνικών, βάσει των οποίων εφαρμόζεται η συγκεκριμένη μέθοδος: η ιεραρχική ανάλυση σε συστάδες και η ανάλυση σε συστάδες Κ μέσων. Στη συνέχεια περιγράφεται μόνο η πρώτη, δηλαδή η ιεραρχική μέθοδος, η οποία και εφαρμόζεται στην παρούσα διατριβή, καθώς η ανάλυση σε συστάδες Κ μέσων χρησιμοποιείται κυρίως σε περιπτώσεις δειγμάτων με πολύ μεγάλο αριθμό παρατηρήσεων. Η ιεραρχική ανάλυση διαχωρίζεται λοιπόν με τη σειρά της σε δύο επιμέρους μεθόδους: α) τη συσωρευτική ιεραρχική ανάλυση και β) την επιμεριστική ιεραρχική ανάλυση. Σύμφωνα με τη συσωρευτική ανάλυση, που είναι και η πιο διαδεδομένη από τις δύο, οι ομάδες σχηματίζονται με την ενσωμάτωση των παρατηρήσεων σε ολοένα και μεγαλύτερες συστάδες, μέχρι το επίπεδο της μιας και μόνο συστάδας. Η επιμεριστική μέθοδος αντίθετα, ξεκινάει έχοντας όλες τις παρατηρήσεις ομαδοποιημένες σε μια συστάδα και τις επιμερίζει στη συνέχεια μέχρι να φθάσει σε έναν αριθμό ίσο με αυτόν των παρατηρήσεων. Το κύριο κριτήριο που καθορίζει αν δυο παρατηρήσεις εντάσσονται ή όχι σε μια κοινή ομάδα είναι η απόσταση μεταξύ των τιμών τους. Η απόσταση αυτή προσδιορίζεται με τη βοήθεια ενός μέτρου απόστασης, η επιλογή του οποίου στηρίζεται σε σημαντικό βαθμό στο είδος των μεταβλητών που εξετάζονται. Τα κυριότερα μέτρα απόστασης που χρησιμοποιούνται στην ανάλυση σε συστάδες είναι τα εξής (Anderberg, 1973, Σιάρδος, 1999): α. Η Ευκλείδεια απόσταση : 2 ed = ( i i ) (3.1) i d X Y

83 72 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3 β. Το τετράγωνο της Ευκλείδειας απόστασης: 2 sed = ( i i ) (3.2) i d X Y γ. Η απόσταση Chebychev, που ορίζεται ως η μέγιστη απόλυτη διαφορά των τιμών των παρατηρήσεων στο σύνολο των μεταβλητών: d = max X Y (3.3) cd i i i δ. Ο συντελεστής συσχέτισης Pearson μεταξύ των τιμών των παρατηρήσεων, που δίνεται από τη σχέση: r = ( X X)( Y Y) 2 2 ( X X) ( Y Y) (3.4) Στις εξισώσεις ( ) τα Χ i και Υ i αποτελούν τα χαρακτηριστικά, ή αλλιώς γνωρίσματα των διανυσμάτων (παρατηρήσεων) Χ, Υ έτσι ώστε Χ = (Χ 1,Χ 2,,Χ ν ), και Υ = (Υ 1,Υ 2,,Υ ν ). Επίσης, τα μεγέθη X και Υ αντιστοιχούν στις μέσες τιμές των τιμών των παρατηρήσεων για τις συγκεκριμένες μεταβλητές. Παράλληλα με τη μέτρηση της απόστασης μεταξύ των παρατηρήσεων είναι επίσης απαραίτητο να προσδιοριστούν και τα κατάλληλα κριτήρια ομοιότητας με βάση τα οποία θα ομαδοποιηθούν οι παρατηρήσεις σε συστάδες. Τα κριτήρια ομοιότητας, αποτελούν στην ουσία ειδικές μεθόδους που ορίζουν πόσες και ποιες παρατηρήσεις πρέπει να συνδυαστούν σε κάθε στάδιο ανάλυσης. Ορισμένες από τις βασικότερες μεθόδους που καθορίζουν την εγγύτητα των παρατηρήσεων και κατά προέκταση των συστάδων που αυτές σχηματίζουν, είναι οι παρακάτω: Η μέθοδος του εγγύτερου γείτονα (nearest neighbour), όπου η εγγύτητα δύο συστάδων καθορίζεται από την απόσταση των δυο πιο κοντινών παρατηρήσεων ανάμεσα στις δύο συστάδες. Η μέθοδος του απώτερου γείτονα (farthest neighbour), στην οποία η απόσταση μεταξύ δύο συστάδων υπολογίζεται ως αυτή μεταξύ των απώτερων σημείων τους. Η μέθοδος του μέσου δεσμού μεταξύ των ομάδων, η οποία ορίζει την απόσταση μεταξύ δύο συστάδων ως τη μέση τιμή των αποστάσεων όλων των ζευγών των παρατηρήσεων, όπου κάθε μέλος του ζεύγους προέρχεται από διαφορετική συστάδα. Η διαφοροποίηση της μεθόδου αυτής σε σχέση με τις δύο προηγούμενες είναι ότι χρησιμοποιεί όλες τις παρατηρήσεις και όχι απλά την εγγύτερη ή την απώτερη (Σχήμα 3.12).

84 ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΚΑΙ ΧΩΡΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ΠΕΡΙΟΧΗΣ ΜΕΛΕΤΗΣ 73 Η μέθοδος Ward, η οποία υπολογίζει τους αριθμητικούς μέσους όλων των μεταβλητών για κάθε συστάδα και στη συνέχεια το τετράγωνο της Ευκλείδειας απόστασης καθεμίας παρατήρησης προς τους μέσους της αντίστοιχης συστάδας. Οι αποστάσεις που προκύπτουν αθροίζονται για όλες τις παρατηρήσεις και έτσι, σε κάθε στάδιο συγχωνεύονται οι συστάδες εκείνες που δίνουν τη μικρότερη αύξηση στο συνολικό άθροισμα των τετραγώνων των αποστάσεων εντός της συστάδας. Εγγύτερος γείτονας Απώτερος γείτονας Μέσος δεσμός Σχήμα 3.12: Σχηματική αναπαράσταση των κριτηρίων ομοιότητας μεταξύ δύο συστάδων Εφαρμογή της θεωρίας ανάλυσης σε συστάδες στην περιοχή μελέτης Η ομαδοποίηση των γεωργικών εκμεταλλεύσεων και η δημιουργία ομοιογενών γεωργικών περιοχών πραγματοποιήθηκε στην περιοχή μελέτης με σκοπό τη δημιουργία ενός ενδιάμεσου χωρικού επιπέδου το οποίο πρέπει να περιέχει ένα σημαντικό αριθμό γεωργών, αλλά ταυτόχρονα και μια όσο το δυνατό μικρότερη διαφοροποίηση στις καλλιεργητικές, οικονομικές και κλιματικές συνθήκες. Για το λόγο αυτό χρησιμοποιήθηκε η θεωρία της ανάλυσης σε συστάδες, στην οποία ακολουθήθηκαν μια σειρά από στάδια, σύμφωνα πάντα με τη γενική μεθοδολογία της ανάλυσης αυτής (Norusis, 1994). Στην αρχή είναι απαραίτητο να καθοριστεί η μήτρα των συντελεστών που θα χρησιμοποιηθεί ως μέτρο όλων των αποστάσεων. Οι συντελεστές αυτοί πρέπει να προσδιορίζουν το αν και κατά πόσο υπάρχει ομοιογένεια μεταξύ δυο γεωργικών περιοχών. Για το σκοπό αυτό είναι δυνατό να χρησιμοποιηθεί μια σειρά από μεταβλητές, μεταξύ των οποίων και οι εξής: Η σύνθεση των καλλιεργειών Η γεωργική απασχόληση Οι αρδευόμενες εκτάσεις Η μέση έκταση των εκμεταλλεύσεων και το ποσοστό ιδιόκτητης γεωργικής γης Η ύπαρξη οργανωμένου δικτύου Η διοικητική κατανομή

85 74 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3 Οι κλιματικές συνθήκες Ο βαθμός εκμηχάνισης της γεωργίας και η τεχνολογία των αρδεύσεων Η ποιότητα του εδάφους Η διαθεσιμότητα υδατικών πόρων Επειδή ωστόσο η περιοχή μελέτης παρουσιάζει μια σχετική ομοιογένεια ως προς αρκετούς από τους παραπάνω παράγοντες αλλά και καθώς οι μεθοδολογίες που θα αναπτυχθούν στα επόμενα κεφάλαια στηρίζονται σε μεγάλο βαθμό στη λήψη αποφάσεων και τη συμπεριφορά των γεωργών, είναι σκόπιμο η ομαδοποίηση και κατά προέκταση τα κριτήρια ομοιότητας να στηρίζονται όσο είναι δυνατόν σε μεταβλητές που προσδιορίζουν ταυτόχρονα και τη συμπεριφορά των γεωργών (Berbel and Rodriguez-Ocana, 1998). Για το λόγο αυτό επιλέχτηκαν ως μεταβλητές ταξινόμησης (classification variables) οι εκτάσεις των κυριότερων καλλιεργειών σε κάθε περιοχή αναφοράς. Η χωρική διαφοροποίηση των εκτάσεων αυτών ορίζει επομένως την απόσταση μεταξύ των περιοχών (παρατηρήσεων). Η επιλογή των ποσοστιαίων εκτάσεων των καλλιεργειών ως μεταβλητών ταξινόμησης έχει επίσης το πρόσθετο πλεονέκτημα ότι, ανεξάρτητα από τη μέθοδο μέτρησης της απόστασης, δεν είναι απαραίτητη η τυποποίηση ούτε και η επανακλιμάκωση των μεταβλητών. Το επόμενο στάδιο, μετά το σχηματισμό της μήτρας των αποστάσεων, είναι η επιλογή και η εφαρμογή της μεθόδου (κριτηρίου) που ορίζει την απόσταση με βάση την οποία θα συνδυαστούν οι παρατηρήσεις και στη συνέχεια οι συστάδες. Η μέθοδος που χρησιμοποιήθηκε είναι η μέθοδος Ward (Ward, 1963) και η απόσταση των καλλιεργητικών σχεδίων μετρήθηκε με την τετραγωνική Ευκλείδεια απόσταση. Για την διαδικασία αυτή χρησιμοποιήθηκε το στατιστικό πρόγραμμα SPSS 10 (SPSS, 1999) και ακολουθήθηκε η ιεραρχική συσσωρευτική μέθοδος, όπου οι μέσες γεωργικές εκμεταλλεύσεις συναθροίστηκαν σε ολοένα και μεγαλύτερες συστάδες. Κάθε συστάδα που προέκυψε από αυτή τη διαδικασία μπορεί να θεωρηθεί ως μια γεωργική μονάδα, η οποία αντανακλά τις διαχειριστικές αποφάσεις όλων των γεωργών που βρίσκονται μέσα στα όρια της περιοχής αυτής και είναι επομένως δυνατό να αναλυθεί αυτόνομα. Ως συνέπεια, μπορεί να θεωρηθεί πως οι γεωργοί της εν λόγω συστάδας λειτουργούν με τον ίδιο τρόπο σε οποιαδήποτε αλλαγή πολιτικής (π.χ. στην τιμολόγηση του αρδευτικού νερού) μεταβάλλοντας σχεδόν ομοιόμορφα το σχέδιο παραγωγής τους (Gomez-Limon and Riesgo, 2004). Η παραπάνω διαδικασία πραγματοποιήθηκε ξεχωριστά, τόσο για το σύνολο της λεκάνης του Λουδία, όσο και μόνο για το τμήμα της που βρίσκεται υπό την αρμοδιότητα του ΓΟΕΒ Θεσσαλονίκης.

86 ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΚΑΙ ΧΩΡΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ΠΕΡΙΟΧΗΣ ΜΕΛΕΤΗΣ 75 Στη συνέχεια, πρέπει να οριστεί ο αριθμός των συστάδων στις οποίες θα χωριστεί η περιοχή μελέτης. Έπειτα από διαδοχικές εφαρμογές της μεθόδου για διαφορετικό αριθμό συστάδων (από 2 έως 10) 7, επιλέχτηκε ως βέλτιστη λύση 8 αυτή των επτά συστάδων για το σύνολο της λεκάνης και έξι συστάδων για την περιοχή του ΓΟΕΒ Θεσσαλονίκης. Τα στάδια σχηματισμού των συστάδων αλλά και οι περιοχές από τις οποίες αυτές αποτελούνται είναι δυνατό να απεικονιστούν με τη βοήθεια ενός δενδρογράμματος, το οποίο θα εμφανίζει τις συνδυασμένες συστάδες και τις τιμές των συντελεστών σε κάθε στάδιο. Σημειώνεται ότι ένα δενδρόγραμμα δεν αποτυπώνει τις πραγματικές αποστάσεις, αλλά τις επανακλιμακώνει στο διάστημα 0-25 και συνεπώς, εμφανίζει το λόγο των αποστάσεων μεταξύ των διαδοχικών σταδίων. Το αντίστοιχο δενδρόγραμμα ανάλυσης για την περιοχή μελέτης (για το σύνολο της λεκάνης του Λουδία) παρουσιάζεται στο Σχήμα 3.13 και σύμφωνα με αυτό, στην κλίμακα 0-25, η διαμόρφωση των επτά συστάδων πραγματοποιείται στο διάστημα 0-3. Τα αποτελέσματα της ανάλυσης σε συστάδες που προέκυψαν από την εφαρμογή του SPSS εξαχθήκαν στο MAPINFO όπου και χρησιμοποιήθηκαν περαιτέρω για τη γεωγραφική απεικόνιση των ευρύτερων περιοχών που δημιουργήθηκαν από τη συνένωση των δημοτικών διαμερισμάτων σε συστάδες. Στο Σχήμα 3.14 απεικονίζονται οι επτά ομάδες περιοχών που σχηματίστηκαν στα όρια της λεκάνης του Λουδία. Με τη βοήθεια του MAPINFO υπολογίστηκε ακόμη η ακριβής κατανομή των καλλιεργειών σε κάθε συστάδα. Για τον υπολογισμό της κατανομής αυτής έγινε χρήση του σταθμισμένου (ως προς την συνολικά καλλιεργούμενη έκταση) μέσου όρου των εκτάσεων των εκμεταλλεύσεων στις διάφορες υποπεριοχές της εκάστοτε συστάδας. Στον Πίνακα 3.1, παρουσιάζεται η κατανομή των καλλιεργειών στις επτά συστάδες της λεκάνης του Λουδία, σε καθεμία από τις οποίες σημειώνονται (με έντονη γραφή) οι κυριότερες καλλιέργειές τους. Τα ποσοστά που αναγράφονται στον Πίνακα 3.1 αντιπροσωπεύουν τη μέση εκμετάλλευση κάθε συστάδας. Η ερμηνεία των αποτελεσμάτων του πίνακα αυτού, αλλά και ορισμένες διευκρινίσεις σχετικά με τη διακύμανση των εκτάσεων των βασικότερων καλλιεργειών κάθε συστάδας περιγράφεται στη συνέχεια. 7 Η παρουσίαση των συνδυασμένων συστάδων κάθε σταδίου και των αποστάσεων κάθε ζεύγους παρατηρήσεων δε περιλαμβάνεται στη διατριβή λόγω της μεγάλης έκτασης των απαιτούμενων πινάκων. 8 Η λύση αυτή παρείχε σημαντικό βαθμό ομοιογένειας (μικρές αποστάσεις εντός των συστάδων) χωρίς να αυξάνει σημαντικά ο αριθμός των συστάδων.

87 76 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3 Σχήμα 3.13: Δενδρόγραμμα ανάλυσης σε συστάδες για την περιοχή μελέτης

88 ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΚΑΙ ΧΩΡΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ΠΕΡΙΟΧΗΣ ΜΕΛΕΤΗΣ 77 Συστάδα Πίνακας 3.1: Κατανομή καλλιεργειών στις επτά συστάδες της περιοχής μελέτης Σιτάρι μαλακό Σιτάρι σκληρό Καλαμπόκι Ρύζι Καπνός Βαμβάκι Τεύτλα Μηδική Σπαράγγια Ροδάκινα 1 0,02 % 0,58 % 10,20 % 42,71 % 0,00 % 32,06 % 1,79 % 6,25 % 0,85 % 0,02 % 2 0,16 % 11,08 % 3,47 % 1,26 % 1,88 % 62,15 % 5,60 % 2,71 % 1,16 % 1,57 % 3 0,49 % 5,25 % 10,20 % 0,42 % 3,87 % 30,55 % 14,24 % 1,71 % 1,34 % 20,38 % 4 1,07 % 5,74 % 12,96 % 0,11 % 3,68 % 4,20 % 4,86 % 3,23 % 3,03 % 48,46 % 5 0,55 % 2,86 % 4,38 % 0,00 % 0,30 % 0,06 % 0,83 % 1,81 % 0,95 % 82,03 % 6 16,88 % 33,71 % 14,56% 0,00 % 7,17 % 0,00 % 0,00 % 5,19 % 0,00 % 2,07 % 7 0,33 % 5,79 % 22,31 % 0,00 % 11,20 % 5,32 % 8,11 % 3,31 % 18,28 % 14,91 % Σχήμα 3.14: Περιοχές που ορίζουν οι συστάδες στο σύνολο της λεκάνης Συστάδα 1: Εμφανίζει σημαντικό ποσοστό καλλιέργειας ρυζιού (πάνω από 25% σε όλες τις περιοχές) και βαμβακιού (έως και 50% ανά περιοχή), ενώ καλαμπόκι και μηδική αποτελούν τις αμέσως επόμενες επιλογές. Συστάδα 2: Το βαμβάκι είναι η κύρια καλλιέργεια (50%-85% ανά περιοχή) με το σκληρό σιτάρι και τα τεύτλα να ακολουθούν. Συστάδα 3: Το βαμβάκι είναι η κύρια καλλιέργεια (30%-40%), αλλά μεγάλη συμμετοχή στο σχέδιο παραγωγής έχουν και οι ροδακινιές (15%-30%) και τα τεύτλα.

89 78 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3 Συστάδα 4: Οι ροδακινιές είναι η κύρια καλλιέργεια (35%-60%), ενώ ακολουθούν το καλαμπόκι και το σκληρό σιτάρι. Συστάδα 5: Τα ροδάκινα αποτελούν στην ουσία μονοκαλλιέργεια (75%-90%). Συστάδα 6: Καλλιεργούνται κυρίως σιτηρά με κύρια επιλογή το σκληρό σιτάρι (25%-40%). Συστάδα 7: Δεν υπάρχει κυρίαρχη καλλιέργεια. Σημαντικές εκτάσεις παρουσιάζουν τα κηπευτικά (20%-40%) και ιδιαίτερα τα σπαράγγια, το καλαμπόκι και τα καπνά. Για να είναι εφικτή η χρήση των συγκεκριμένων ομάδων γεωργικών περιοχών με τη μορφή αυτόνομων μονάδων ανάλυσης, κρίθηκε απαραίτητος ο υπολογισμός μιας σειράς παραμέτρων και δεδομένων στο χωρικό επίπεδο των περιοχών αυτών. Με τη βοήθεια λοιπόν του MAPINFO, υπολογίστηκαν όλα τα βασικά χαρακτηριστικά για τις μέσες γεωργικές εκμεταλλεύσεις που ορίζουν οι συστάδες ανάλυσης με ορισμένα από τα αποτελέσματά τους να παρουσιάζονται στον Πίνακα 3.2. Από τον πίνακα αυτόν διαπιστώνεται ότι η διαφοροποίηση που προέκυψε από την ανάλυση σε συστάδες, σε πολλά από τα γεωργικά μεγέθη, όπως για παράδειγμα στη μέση έκταση της εκμετάλλευσης και στο ακαθάριστο κέρδος ανά στρέμμα, είναι αρκετά σημαντική. Πίνακας 3.2: Χαρακτηριστικά γεωργικών εκμεταλλεύσεων ανά συστάδα ανάλυσης Συστάδα Μέση έκταση εκμετάλλευσης (στρ.) Ποσοστό ιδιόκτητης γης Μέση απασχόληση ανά εκμετάλλευση Ποσοστό αποκλειστικής απασχόλησης Μέση εποχιακή εργασία ανά εκμετάλλευση Ακαθάριστο κέρδος ( /στρ.) Ακαθάριστο κέρδος ( /εκμεταλ.) 1 81,5 50,89 % 1,35 82,61 % 1,12 99, ,9 2 61,58 51,94 % 1,60 77,94 % 3,42 109, ,3 3 46,02 61,12 % 1,70 82,23 % 4,07 173, ,4 4 33,53 75,10 % 1,77 85,78 % 3,02 251, ,5 5 26,96 82,94 % 1,86 84,95 % 2,84 324, ,5 6 36,43 60,27 % 1,64 95,42 % 0,12 67, ,1 7 38,93 63,96 % 1,85 91,99 % 3,38 218, ,4 Ανάλογη διαδικασία με αυτή που ακολουθήθηκε για το σύνολο της λεκάνης του Λουδία πραγματοποιήθηκε και για το τμήμα της λεκάνης που βρίσκεται υπό τη δικαιοδοσία του ΓΟΕΒ Θεσσαλονίκης. Στο Σχήμα 3.15 απεικονίζονται οι έξι περιοχές που διαμορφώθηκαν από την εφαρμογή της ανάλυσης σε συστάδες καθώς και η ποσοστιαία κατανομή των βασικότερων καλλιεργειών στις περιοχές αυτές 9. Το γεγονός ότι εξετάζεται ξεχωριστά η συγκεκριμένη περιοχή από το σύνολο της λεκάνης του 9 Γίνεται χρήση της ίδιας αντιστοιχίας αριθμού συστάδας και χαρακτηριστικών καλλιεργειών με την προηγούμενη (σύνολο λεκάνης). Για το λόγο αυτό η περιοχή που ανταποκρίνεται στη συστάδα 6 της περιοχής του ΓΟΕΒ παρουσιάζεται στο χάρτη του Σχήματος 3.15 ως συστάδα (cluster) 7.

90 ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΚΑΙ ΧΩΡΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ΠΕΡΙΟΧΗΣ ΜΕΛΕΤΗΣ 79 Λουδία μοιάζει να αντιτίθεται στις αρχές της Οδηγίας-Πλαίσιο 2000/60/ΕΚ και της αντίστοιχης ελληνικής νομοθεσίας (Ν. 3199/2003), που προτείνουν την οποιαδήποτε ανάλυση να διενεργείται στα όρια της λεκάνης απορροής. Ο λόγος ωστόσο αυτής της απόκλισης στη συγκεκριμένη διατριβή είναι ότι στο επίπεδο του ΓΟΕΒ είναι πιο εύκολη η διαχείριση των υδατικών πόρων, καθώς και η μεταβολή της υδατικής πολιτικής στη γεωργία. Επομένως, είναι και ευκολότερη - αλλά και πιο ρεαλιστική - η μοντελοποίηση της λήψης αποφάσεων υδατικής και αγροτικής πολιτικής και η εκτίμηση των αποτελεσμάτων της, τόσο στη γεωργία, όσο και στο περιβάλλον. Τα σχετικά στοιχεία δίνονται αναλυτικά στο Κεφάλαιο 8. Σχήμα 3.15: Συστάδες και κατανομή βασικών καλλιεργειών στο ΓΟΕΒ Θεσσαλονίκης

91 80 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3

92 Κεφάλαιο 4: Δείκτες αειφορίας των αρδεύσεων και της γεωργίας 4.1 Μεθοδολογία δημιουργίας ενός συστήματος δεικτών αειφορίας Εισαγωγή στη θεωρία των δεικτών αειφορίας Η περιγραφή της περιοχής μελέτης και των διάφορων χαρακτηριστικών της δεν πρέπει να διενεργείται αποσπασματικά και ανεξάρτητα από τους σκοπούς μιας έρευνας. Αντίθετα, είναι χρήσιμο να εντάσσεται σ ένα ευρύτερο μεθοδολογικό πλαίσιο που να ενσωματώνει αυτές τις πληροφορίες σ ένα ενιαίο σύστημα, το οποίο με τη σειρά του να εξετάζει σφαιρικά και ολοκληρωμένα όλα τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της περιοχής αυτής, σε συνάρτηση με τους γενικότερους αλλά και τους ειδικότερους σκοπούς της έρευνας. Για το λόγο αυτό, χρησιμοποιούνται συχνά συστήματα, τα οποία περιλαμβάνουν μια σειρά από δείκτες, αντιπροσωπευτικούς και άμεσα συσχετιζόμενους με την περιοχή και το υπό εξέταση πρόβλημα. Ο όρος δείκτης φανερώνει μια απλή μεταβλητή ή μια μεταβλητή που προκύπτει από τη σύνθεση επιμέρους παραμέτρων και αποσκοπεί στην παροχή κάποιας συγκεκριμένης πληροφορίας ή στην περιγραφή ενός φαινόμενου. Χρησιμοποιείται κυρίως για να απλοποιήσει, αλλά και να ποσοτικοποιήσει την πληροφορία που αφορά σύνθετα φαινόμενα (Λέκα κ.ά., 2005). Οι δείκτες αποτελούν επίσης εργαλείο, το οποίο συμβάλλει στην καλύτερη επεξεργασία, κατανόηση και τυποποίηση των δεδομένων μιας περιοχής. Η διαμόρφωση ενός συστήματος δεικτών δίνει επιπλέον τη δυνατότητα να παραχθούν συγκεκριμένα αποτελέσματα, τα οποία μπορούν στη συνέχεια να διαμορφώσουν ένα υπόβαθρο για διερεύνηση, συσχέτιση και επεξήγηση των διαφόρων μεταβολών, που πραγματοποιούνται άμεσα ή που είναι πιθανό να προκύψουν μελλοντικά στην περιοχή μελέτης. Ένας δείκτης, που επιλέγεται για να αποτυπώσει και να επεξηγήσει την υφιστάμενη κατάσταση του περιβάλλοντος και την αλληλεπίδρασή του με κάποιο τομέα της ανθρώπινης δραστηριότητας, ονομάζεται περιβαλλοντικός δείκτης. Όταν ωστόσο εντάσσεται σ ένα ευρύτερο πλαίσιο που εξετάζει ταυτόχρονα, υπό το πρίσμα των αρχών της βιώσιμης ανάπτυξης, την κατάσταση του περιβάλλοντος, της κοινωνίας και της οικονομίας, τότε ο δείκτης αυτός ορίζεται ως δείκτης αειφορίας. Ομοίως, και το σύστημα που απαρτίζεται από τέτοιους δείκτες και που στοχεύει στην όσο το δυνατόν πιο ολοκληρωμένη αντιμετώπιση ενός προβλήματος συνιστά ένα σύστημα δεικτών αειφορίας.

93 82 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4 Η χρησιμότητα αυτών των δεικτών έγκειται καταρχήν στην πληροφόρηση που παρέχουν στο ευρύ κοινό για την κατάσταση του περιβάλλοντος και την πορεία μιας περιοχής προς τη βιώσιμη ανάπτυξη. Συμβάλλουν, επίσης, στη συστηματοποίηση της περιβαλλοντικής και οικονομικής πληροφόρησης, στην παροχή πληροφοριών σχετικά με τη σχέση περιβάλλοντος και κοινωνικο-οικονομικής δραστηριότητας και στον εντοπισμό των αδυναμιών και των προβλημάτων μιας περιοχής. Δίνουν μάλιστα έμφαση στα άμεσα προς επίλυση θέματα και αποτρέπουν την περιβαλλοντική υποβάθμιση που μπορεί να προκύψει εξαιτίας της ανθρώπινης δραστηριότητας. Αν συνδυαστούν με κατάλληλα μοντέλα, οι δείκτες αειφορίας μπορούν, επίσης, να χρησιμεύσουν και ως εργαλεία εκτίμησης μιας υφιστάμενης ή μελλοντικής πολιτικής καθώς και ως εργαλεία ελέγχου του, αν και κατά πόσο οι αναπτυξιακές επιλογές είναι επιτυχείς και προάγουν τη βιώσιμη ανάπτυξη (Hardi and Barg, 1997) Τα στάδια ανάπτυξης ενός δείκτη και ενός συστήματος δεικτών αειφορίας Η ανάπτυξη και ο περαιτέρω υπολογισμός ενός δείκτη αειφορίας είναι απαραίτητο να ακολουθούν μια συγκεκριμένη και προκαθορισμένη διαδικασία. Το πρώτο στάδιο αυτής της διαδικασίας, για οποιοδήποτε δείκτη, είναι η αναγνώριση και ο προσδιορισμός της πληροφορίας που επιζητείται να ποσοτικοποιηθεί με στόχο την καταγραφή πιθανών περιβαλλοντικών και κοινωνικο-οικονομικών προβλημάτων. Για το σκοπό αυτό, πρέπει να γίνει τόσο ανασκόπηση της σχετικής βιβλιογραφίας, όσο και άμεση επαφή και γνωμάτευση του κοινού. Έτσι λοιπόν, στην περίπτωση ενός δείκτη που καταγράφει ένα περιβαλλοντικό πρόβλημα, μεταξύ αυτών που πρέπει να παρέχουν σχετικές συμβουλές και απόψεις, είναι σκόπιμο να συμπεριλαμβάνονται όσοι είναι υπεύθυνοι για την πρόκληση του προβλήματος, όσοι υφίστανται τις άμεσες ή έμμεσες συνέπειες της περιβαλλοντικής υποβάθμισης, όσοι κατέχουν σχετική γνώση και εμπειρογνωμοσύνη (π.χ. επιστημονική κοινότητα, τοπικοί μη κυβερνητικοί οργανισμοί) και βέβαια όσοι έχουν διοικητικές και λειτουργικές ευθύνες και αρμοδιότητες στην ευρύτερη περιοχή (κυβέρνηση, τοπική αυτοδιοίκηση). Στο επόμενο στάδιο ανάπτυξης ενός δείκτη είναι απαραίτητο να προκαθορίζονται οι αντικειμενικοί στόχοι που επιδιώκονται να επιτευχθούν με τη συγκεκριμένη επιλογή και να γίνει ενσωμάτωση του δείκτη αειφορίας στο σύστημα των δεικτών. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι ασαφείς και υπερβολικά ευρείς στόχοι έχουν μικρή χρησιμότητα στην επιλογή δεικτών (Winograd et al., 1999). Είναι επομένως απαραίτητο οι στόχοι να τίθενται με ακρίβεια και σαφήνεια, καθώς επίσης και να παρουσιάζουν συγκεκριμένες προδιαγραφές για την υλοποίησή τους. Επειδή δεν υπάρχουν ομάδες δεικτών που να είναι κοινά αποδεκτές και με δυνατότητα εφαρμογής σε οποιοδήποτε εξεταζόμενο πρόβλημα, μια σειρά από κριτήρια πρέπει να

94 ΔΕΙΚΤΕΣ ΑΕΙΦΟΡΙΑΣ ΤΗΣ ΓΕΩΡΓΙΑΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΑΡΔΕΥΣΕΩΝ 83 λαμβάνονται υπόψη για την επιλογή των κατάλληλων σε κάθε περίπτωση δεικτών. Τα κριτήρια αυτά είναι σκόπιμο να σχετίζονται με τη χρησιμότητα, την επιστημονική τεκμηρίωση και αποδοχή, και τη δυνατότητα υπολογισμού τους. Σύμφωνα με την Παγκόσμια Τράπεζα (World Bank, 1999), τα κυριότερα κριτήρια κατά την επιλογή δεικτών είναι τα εξής: Άμεση συσχέτιση του δείκτη με το πρόβλημα στο οποίο αναφέρεται. Σαφήνεια σχεδιασμού των δεικτών, ώστε να αποφεύγονται συγχύσεις κατά την ανάπτυξη, τον υπολογισμό και την ερμηνεία τους. Ρεαλιστικό κόστος μετρήσεων και υπολογισμού των δεικτών. Με άλλα λόγια, να υπολογίζονται με δεδομένα, που είναι ήδη διαθέσιμα ή που μπορούν να συγκεντρωθούν με σχετική ευκολία. Υψηλή ποιότητα και αξιοπιστία. Η ποιότητα των δεικτών είναι άμεσα συνδεδεμένη με την ποιότητα των δεδομένων από τα οποία υπολογίζονται. Έτσι, αν ένας ιδανικός δείκτης για την εφαρμογή σε ένα συγκεκριμένο πρόβλημα στηρίζεται σε μη αξιόπιστα δεδομένα είναι καλύτερο να ακυρωθεί και να επιλεγεί στη θέση του ένας παρεμφερής δείκτης με μεγαλύτερη αξιοπιστία δεδομένων. Επιλογή της κατάλληλης χρονικής και χωρικής κλίμακας, ειδικά για τα περιβαλλοντικά προβλήματα, τα οποία δεν μπορούν να περιοριστούν με βάση τα διοικητικά όρια. Στα παραπάνω κριτήρια είναι δυνατόν να προστεθούν, επίσης, και τα εξής (Καυκαλάς και Πιτσιάβα, 2004): Αντιπροσωπευτική εικόνα μέσω των δεικτών των συνθηκών και των πιέσεων που ασκούνται στο χώρο και το περιβάλλον. Ευαισθησία στις μεταβολές των συνθηκών ισορροπίας του περιβάλλοντος που εκφράζει κάθε δείκτης. Παροχή βάσης για σύγκριση των τιμών των δεικτών (πιθανόν μέσα από μια τιμή αναφοράς ή από ένα ποιοτικό επίπεδο). Επιστημονική εγκυρότητα και δυνατότητα προσαρμογής τους στο χρόνο, αν αυτό κριθεί απαραίτητο. Δυνατότητα σύνδεσης με άλλες βάσεις δεδομένων και ενσωμάτωσης σε διάφορα μοντέλα πρόβλεψης. Είναι απαραίτητο στο σημείο αυτό να τονιστεί το γεγονός ότι σπάνια ορίζεται ένας δείκτης αειφορίας μόνος του, ανεξάρτητα δηλαδή από ένα σύστημα δεικτών. Ο λόγος

95 84 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4 είναι, πως ένας ανεξάρτητος δείκτης δεν είναι δυνατόν να αποτελέσει ένδειξη της αειφορικότητας μιας πολιτικής ή μιας δραστηριότητας, αν δεν συνδυαστεί παράλληλα με κάθε άλλη διαθέσιμη πληροφορία που σχετίζεται με αυτόν. Επομένως, τα δύο στάδια, του προσδιορισμού της πληροφορίας και του καθορισμού των απαραίτητων στόχων, που αναφέρθηκαν παραπάνω, σε συνδυασμό με τα κριτήρια που οφείλει να ικανοποιεί κάθε δείκτης, υπεισέρχονται σε μια αναλυτική διαδικασία διερεύνησης, ανάπτυξης και υπολογισμού όλων των απαραίτητων δεικτών αειφορίας που πρέπει να περιέχονται σε κάθε σύστημα. Στο Σχήμα 4.1, απεικονίζονται τα κυριότερα στάδια ανάπτυξης ενός δείκτη σ ένα σύστημα δεικτών αειφορίας με ειδική εφαρμογή στη διαχείριση των υδατικών πόρων (Lorenz, 1999), αλλά με δυνατότητα υιοθέτησής τους σε κάθε πρόβλημα αειφορικής διαχείρισης. Σύμφωνα με το σχήμα αυτό, τα δύο προαναφερθέντα στάδια διαμόρφωσης των δεικτών σε συνδυασμό με την ανάπτυξη του εννοιολογικού μοντέλου του συστήματος, συμβάλλουν σημαντικά στο σχηματισμό μιας ομάδας δυνητικών δεικτών. Οι τελευταίοι, αξιολογούνται με βάση μια σειρά από κριτήρια (ενδεικτικά αναφέρονται τρία μόνο στο Σχήμα 4.1) και κατόπιν διερευνάται η διαθεσιμότητα και η ποιότητα των δεδομένων τους. Αν ικανοποιηθούν, τόσο τα κριτήρια αξιολόγησης, όσο και τα κριτήρια διαθεσιμότητας δεδομένων η διαδικασία θα προχωρήσει με την ανάπτυξη και τον υπολογισμό των δεικτών. Σε αντίθετη περίπτωση θα πρέπει να διενεργηθεί περαιτέρω συγκέντρωση δεδομένων και επαναξιολόγηση. Ιδιαίτερη σημασία στη διαμόρφωση ενός συστήματος δεικτών έχει η επιλογή και η ανάπτυξη του εννοιολογικού μοντέλου του συστήματος. Το μοντέλο αυτό καθορίζει ουσιαστικά το πλαίσιο στο οποίο γίνεται η χρήση των δεικτών, επεξηγεί τη λειτουργία του συστήματος και διευκρινίζει το τι πρόκειται να μετρηθεί, αλλά και το τι αναμένεται από τις μετρήσεις αυτές. Τα πιο δημοφιλή στη διεθνή βιβλιογραφία εννοιολογικά μοντέλα είναι αυτά που στηρίζονται στην προσέγγιση αιτίου-αιτιατού και τα οποία διακρίνονται σε δυο κύριες κατηγορίες: 1. Στο μοντέλο Πίεσης Κατάστασης Αντίδρασης, γνωστό ως PSR (Pressure State Response), το οποίο αναπτύχθηκε από τον ΟΟΣΑ. 2. Στο μοντέλο Κινητήριων Δυνάμεων Πίεσης Κατάστασης Επίπτωσης Αντίδρασης, γνωστό ως DPSIR (Driving Force Pressure State Impact Response), που είναι ουσιαστικά επέκταση του πρώτου και το οποίο αναπτύχθηκε από την Ευρωπαϊκή Ένωση.

96 ΔΕΙΚΤΕΣ ΑΕΙΦΟΡΙΑΣ ΤΗΣ ΓΕΩΡΓΙΑΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΑΡΔΕΥΣΕΩΝ 85 Καθορισμός απαραίτητης πληροφορίας Ανάπτυξη του εννοιολογικού μοντέλου Διαμόρφωση των δυνητικών δεικτών Αξιολόγηση των δυνητικών δεικτών με βάση: 1. Την επιστημονική ορθότητα 2. Τη συνάφεια με τους στόχους πολιτικής 3. Τη δυνατότητα μέτρησης και αποτίμησής τους Σύγκριση των δυνητικών δεικτών με βάση τη διαθεσιμότητα δεδομένων Κοινωνικο-οικονομικά δεδομένα Περιβαλλοντικά δεδομένα Μη επαρκή δεδομένα Επαρκή δεδομένα Δίκτυο μετρήσεων Έρευνα ερωτηματολογίου Ανάπτυξη και υπολογισμός δεικτών Σχήμα 4.1: Στάδια ανάπτυξης ενός δείκτη σ ένα σύστημα δεικτών αειφορίας Το μοντέλο PSR εφαρμόζεται σε περιπτώσεις που επιζητείται η εύρεση της σχέσης αιτίου - αιτιατού μεταξύ των ανθρώπινων δραστηριοτήτων και των επιπτώσεών τους στο περιβάλλον και στους φυσικούς πόρους (Λέκα κ.ά., 2005). Πιο συγκεκριμένα, στην περίπτωση των περιβαλλοντικών δεικτών και των δεικτών αειφορίας, με το σύστημα PSR διερευνώνται:

97 86 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4 Οι πιέσεις που ασκεί ο άνθρωπος στο περιβάλλον (Ρ), οι οποίες εκτιμώνται συνήθως μέσα από τη διαχρονική εξέλιξη της χρήσης των φυσικών πόρων στην περιοχή μελέτης. Οι πιέσεις αυτές ασκούνται συνήθως από την κοινωνία και μετατρέπονται σε ένα πλήθος φυσικών διαδικασιών που εκδηλώνονται ως αλλαγές στην κατάσταση του περιβάλλοντος. Η υφιστάμενη κατάσταση του περιβάλλοντος (S), σύμφωνα με την περιγραφή της ποιότητας και της ποσότητας των φυσικών πόρων στην περιοχή μελέτης. Οι τρόποι αντίδρασης (απόκρισης) και δραστηριοποίησης (R) της κοινωνίας στις κυριότερες αρνητικές περιβαλλοντικές επιπτώσεις με στόχο την παρεμπόδιση και την αντιστάθμιση των αρνητικών συνεπειών της οποιασδήποτε μεταβολής στην κατάσταση του περιβάλλοντος. Σε προέκταση του μοντέλου αυτού, το DPSIR περικλείει επιπλέον, τόσο τα κίνητρα (κινητήριες δυνάμεις) που οδηγούν την ανθρώπινη δραστηριότητα στη δημιουργία πιέσεων στο περιβάλλον, όσο και την αποτίμηση των περιβαλλοντικών, αλλά και των κοινωνικο-οικονομικών επιπτώσεων (I) εξαιτίας της αλλαγής της κατάστασης του περιβάλλοντος. Το μοντέλο αυτό αποτελεί ένα γενικότερο πλαίσιο περιβαλλοντικής πληροφόρησης και γι αυτό το λόγο τα περισσότερα κράτη μέλη της Ε.Ε. καθώς και διάφοροι διεθνείς οργανισμοί, όπως για παράδειγμα η Eurostat, η Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Περιβάλλοντος και ο ΟΟΣΑ, το έχουν αποδεχθεί ως το πλέον κατάλληλο για τη δόμηση της περιβαλλοντικής πληροφόρησης Συστήματα δεικτών για τη διαχείριση των υδατικών πόρων και τη γεωργία Ένα σύστημα δεικτών αειφορίας μπορεί να βρει εφαρμογή σε διάφορα πεδία ανθρώπινης δραστηριότητας που σχετίζονται άμεσα ή έμμεσα με το περιβάλλον. Ένα από τα πεδία αυτά αποτελεί και η αρδευόμενη γεωργία, της οποίας η αειφορική διαχείριση προϋποθέτει, όπως ήδη παρουσιάστηκε στο πρώτο κεφάλαιο, τη σύνθεση των αρχών της βιώσιμης διαχείρισης των υδατικών πόρων με τις αρχές της αειφορικής διαχείρισης της γεωργίας. Με άλλα λόγια, ένα σύστημα δεικτών αειφορίας για την αρδευόμενη γεωργία αποτελείται από δύο επιμέρους υπο-συστήματα δεικτών, τα οποία αναλύονται στη συνέχεια. Σύστημα δεικτών βιώσιμης διαχείρισης των υδατικών πόρων Η διαχείριση των υδατικών πόρων μιας περιοχής είναι δυνατόν να αναπαρασταθεί με τη βοήθεια ενός συστήματος δεικτών. Όταν οι δείκτες που το συγκροτούν προέρχονται από μια εννοιολογική θεώρηση που στηρίζεται στις τέσσερις αρχές που διέπουν τη

98 ΔΕΙΚΤΕΣ ΑΕΙΦΟΡΙΑΣ ΤΗΣ ΓΕΩΡΓΙΑΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΑΡΔΕΥΣΕΩΝ 87 βιώσιμη διαχείριση των υδατικών πόρων (Μυλόπουλος, 1999) 1, τότε μπορεί το σύστημα αυτό να χαρακτηριστεί ως ένα σύστημα δεικτών αειφορίας. Για την ένταξη σ αυτό όλων των δραστηριοτήτων ενός διευρυμένου χωρικού επιπέδου, όπως είναι για παράδειγμα η λεκάνης απορροής του Λουδία, προτείνεται η επιλογή της μεθοδολογικής προσέγγισης DPSIR (Winograd et al., 1999). Στο Σχήμα 4.2 αναπαρίσταται σχηματικά ένα μοντέλο DPSIR για τη βιώσιμη διαχείριση των υδατικών πόρων. Κινητήρια δύναμη Εκμετάλλευση υδατικών πόρων Προστασία περιβάλλοντος Πίεση Αντίδραση Δείκτες χρήσης νερού Δείκτες ζήτησης νερού Δείκτες εφαρμογής μέτρων προστασίας των υδατικών πόρων Κατάσταση Δείκτες διαθεσιμότητας υδατικών πόρων Δείκτες ποιότητας των υδατικών πόρων Δείκτες διαχείρισης της ζήτησης Επίπτωση Δείκτες πληθυσμού απειλούμενων ειδών πανίδας και χλωρίδας Δείκτες επιπτώσεων στην υγεία των ανθρώπων Σχήμα 4.2: Σύστημα δεικτών αειφορίας για τη βιώσιμη διαχείριση των υδατικών πόρων Στο σύστημα του Σχήματος 4.2, οι δείκτες πίεσης αποτελούν τη βασική επεξήγηση των προβλημάτων διαχείρισης, τα οποία είναι δυνατόν να αφορούν, είτε κάποιο υπάρχον πρόβλημα, είτε κάποιο πρόβλημα που μπορεί να προκύψει στο μέλλον λόγω των υφιστάμενων ανθρώπινων δραστηριοτήτων. Στην κατηγορία αυτή, επομένως, 1 Αναλυτικά οι αρχές αυτές παρουσιάζονται στην Ενότητα 1.4 της παρούσας διατριβής.

99 88 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4 υπάγονται όσοι δείκτες παρέχουν πληροφορίες απαραίτητες για την κατανόηση της συμβολής του νερού στην οικονομική δραστηριότητα της περιοχής (π.χ. δείκτες χρήσης), καθώς και όσοι φανερώνουν δραστηριότητες που πιθανώς να επιβαρύνουν το υδατικό οικοσύστημα, το περιβάλλον και τους διαθέσιμους υδατικούς πόρους (π.χ. δείκτες ζήτησης). Οι δείκτες κατάστασης περιγράφουν όσα φυσικά χαρακτηριστικά είναι δυνατόν να μετρηθούν και να αποτιμηθούν και τα οποία σε πολλές περιπτώσεις αντανακλούν το αποτέλεσμα των παραπάνω πιέσεων. Με άλλα λόγια, οι δείκτες αυτοί παρουσιάζουν την υφιστάμενη λειτουργία του υδατικού συστήματος μέσα από την απεικόνιση του βιοτικού και αβιοτικού περιβάλλοντος. Σημειώνεται ότι η ποιότητα και η διαθεσιμότητα των υδατικών πόρων σε κάθε δεδομένη χρονική στιγμή αποτελούν δύο από τους σημαντικότερους δείκτες της κατηγορίας αυτής. Στη συνέχεια εξετάζονται τα μακροχρόνια αποτελέσματα της ανθρώπινης δραστηριότητας στους υδατικούς πόρους μέσα από τους δείκτες επίπτωσης. Οι δείκτες αυτοί παρέχουν πληροφορίες σχετικά με: α) τη μακροχρόνια λειτουργία του οικοσυστήματος (π.χ. δείκτες βιοποικιλότητας) και β) τα αποτελέσματα της περιβαλλοντικής υποβάθμισης στην υγεία του ανθρώπου, στην προσφορά φυσικών πόρων και την παραγωγικότητα του οικοσυστήματος καθώς και στην παροχή υπηρεσιών στο χώρο της λεκάνης απορροής (Lorenz et al., 2001). Αξίζει να τονιστεί ότι, με βάση τις αρχές της αειφορίας, το κόστος και το όφελος από την προσφορά αγαθών και υπηρεσιών σε μια λεκάνη απορροής πρέπει, κατά το δυνατόν, να ισοκατανέμεται μεταξύ των διαφόρων υποπεριοχών της λεκάνης. Τέλος, οι δείκτες αντίδρασης ή απόκρισης δείχνουν τις πολιτικές που ακολουθούνται και τις δράσεις που λαμβάνουν χώρα προκειμένου να δοθεί λύση στα υφιστάμενα προβλήματα. Ορισμένα παραδείγματα δεικτών αντίδρασης είναι δυνατό να αφορούν είτε μέτρα προστασίας των υδατικών πόρων (νομοθετικό πλαίσιο, αποτελεσματικά πρόστιμα σε δραστηριότητες που προκαλούν έμμεση ή άμεση ρύπανση των υδατικών πόρων), είτε μέτρα διαχείρισης της ζήτησης (τιμολόγηση του νερού, εφαρμογή συστήματος αδειών χρήσης των υδατικών πόρων κ.ά). Σύστημα δεικτών αειφορικής διαχείρισης της γεωργίας Σε αντιστοιχία με το προηγούμενο σύστημα, η μέθοδος DPSIR μπορεί να αποτελέσει βάση και για τη δημιουργία ενός πλαισίου γεωργο-περιβαλλοντικών δεικτών, με επίκεντρο την κατάσταση του περιβάλλοντος στις αγροτικές περιοχές και τις μεταβολές του εξαιτίας της γεωργικής δραστηριότητας (OECD, 1997b, OECD, 2001). Όπως και

100 ΔΕΙΚΤΕΣ ΑΕΙΦΟΡΙΑΣ ΤΗΣ ΓΕΩΡΓΙΑΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΑΡΔΕΥΣΕΩΝ 89 στην περίπτωση της διαχείρισης των υδατικών πόρων, έτσι και στη γεωργία, ο χαρακτηρισμός ενός συστήματος δεικτών ως αειφορικού, είναι απαραίτητο να βασίζεται σε συγκεκριμένους άξονες που διέπουν την αειφορία στη γεωργία 2. Σε συνδυασμό με τους άξονες αυτούς, είναι σκόπιμο οι δείκτες που θα διαμορφωθούν να απαντούν και σε μια σειρά σημαντικών ερωτημάτων, όπως (Pearce, 1999b): Ποια είναι τα εξωτερικά οφέλη και κόστη της γεωργίας και πόσο είναι διατεθειμένη η κοινωνία να πληρώσει για να επιτύχει τους περιβαλλοντικούς της στόχους; Ποια είναι η σχέση μεταξύ κυβερνητικής πολιτικής και γεωργίας και ποιες οι συνέπειες από την προώθηση των αρχών της αειφορικής γεωργίας; Ποιες είναι οι βασικές αιτίες, αλλά και τα αποτελέσματα των επιπτώσεων της γεωργίας στο περιβάλλον; Με βάση τα παραπάνω, διαμορφώθηκε ένα σύστημα δεικτών αειφορίας, στηριζόμενο στο μοντέλο DPSIR, με κινητήριες δυνάμεις τη γεωργική ανάπτυξη (συμπεριλαμβανομένου και του γεωργικού εισοδήματος) και την προστασία του περιβάλλοντος (Σχήμα 4.3). Στο σύστημα αυτό, οι δείκτες που αφορούν τις πιέσεις αποσκοπούν στον εντοπισμό των αιτίων που οδήγησαν ή είναι πιθανόν να οδηγήσουν στο άμεσο μέλλον σε ανεπιθύμητες μεταβολές του περιβάλλοντος. Αφορούν δηλαδή τους τρόπους εκείνους με τους οποίους οι κινητήριες δυνάμεις επηρεάζουν το περιβάλλον (π.χ. κατανάλωση αζωτούχων λιπασμάτων, χρήση υδατικών πόρων). Οι δείκτες κατάστασης του γεωργο-περιβαλλοντικού συστήματος υπογραμμίζουν τα θετικά ή αρνητικά αποτελέσματα της γεωργίας στο περιβάλλον. Πιο συγκεκριμένα, οι δείκτες αυτοί επισημαίνουν τις ενδεχόμενες ανεπιθύμητες μεταβολές που πρέπει να αντιμετωπιστούν, καθώς και τα ιδιαίτερα γνωρίσματα, τα οποία θα πρέπει να διατηρηθούν, όπως για παράδειγμα το γεωργικό φυσικό τοπίο και τα πολύτιμα αγροοικοσυστήματα (Επιτροπή των Ευρωπαϊκών κοινοτήτων, 2000c). Για το σκοπό αυτό, χρησιμοποιούνται στο συγκεκριμένο σύστημα, δείκτες της βιοποικιλότητας, της αισθητικής του τοπίου και της διαθεσιμότητας, αλλά και ποιότητας των φυσικών πόρων. 2 Οι άξονες αυτοί (Weil, 1990) περιγράφονται αναλυτικά στην Ενότητα 1.4.

101 90 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4 Κινητήρια δύναμη Γεωργική ανάπτυξη και γεωργικό εισόδημα Προστασία περιβάλλοντος Αντίδραση Δείκτες ρύπανσης Πίεση Δείκτες χρήσης φυσικών πόρων Δείκτες εφαρμογής μέτρων προστασίας του περιβάλλοντος Κατάσταση Δείκτες εφαρμογής οικονομικών κινήτρων προστασίας του περιβάλλοντος Δείκτες βιοποικιλότητας Δείκτες διαθεσιμότητας φυσικών πόρων Δείκτες αισθητικής του τοπίου Επίπτωση Οικονομικές επιπτώσεις αλλαγών του περιβάλλοντος Δείκτες ρυθμού εξάντλησης αποθεμάτων Σχήμα 4.3: Σύστημα περιβαλλοντικών δεικτών διαχείρισης γεωργικών εκμεταλλεύσεων Σχετικά με τους δείκτες επίπτωσης στο παραπάνω σύστημα, αυτοί μπορούν να διαχωριστούν σε δυο μεγάλες κατηγορίες. Η πρώτη κατηγορία περιλαμβάνει τους δείκτες που φανερώνουν τις μακροχρόνιες συνέπειες της περιβαλλοντικής υποβάθμισης από τη γεωργία στο περιβάλλον και τους φυσικούς πόρους (π.χ. ρυθμός εξάντλησης των φυσικών αποθεμάτων) ενώ η δεύτερη, που είναι και η πλέον συνήθης στη διεθνή βιβλιογραφία (Bazzani et al., 2002), αφορά τις επιπτώσεις της περιβαλλοντικής υποβάθμισης στις ανθρώπινες δραστηριότητες και στην οικονομία της ευρύτερης περιοχής. Όσον αφορά την καταγραφή και ανάδειξη της αντίδρασης απόκρισης της κοινωνίας στις αρνητικές (ή θετικές) περιβαλλοντικές συνέπειες της γεωργίας, αυτή γίνεται κυρίως

102 ΔΕΙΚΤΕΣ ΑΕΙΦΟΡΙΑΣ ΤΗΣ ΓΕΩΡΓΙΑΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΑΡΔΕΥΣΕΩΝ 91 με την επιλογή δεικτών που καταμετρούν και αποτιμούν τα μέτρα που εφαρμόζονται για την προστασία του περιβάλλοντος, είτε αυτά είναι περιοριστικά είτε είναι οικονομικά κίνητρα που λειτουργούν μέσα από τους νόμους της αγοράς. Ενιαίο σύστημα δεικτών αειφορίας των αρδεύσεων και της γεωργίας Η εφαρμογή καθενός από τα δύο προαναφερθέντα συστήματα ξεχωριστά είναι δυνατόν να αποφέρει πολύ σημαντικά συμπεράσματα και αποτελέσματα στη μελλοντική διαχείριση των υδατικών πόρων και των γεωργικών εκμεταλλεύσεων αντίστοιχα. Ωστόσο, η αποσύνδεση της περιβαλλοντικής διάστασης της γεωργίας από τη βιώσιμη διαχείριση των υδατικών πόρων και τανάπαλιν, περιορίζει σημαντικά την προσπάθεια για μια ολοκληρωμένη διαχείριση των αρδεύσεων και της γεωργίας. Επομένως, κρίνεται σκόπιμη η δημιουργία ενός κοινού εννοιολογικού πλαισίου και ενός άρτιου και ολοκληρωμένου συστήματος δεικτών, το οποίο θα περιλαμβάνει όλα τα απαραίτητα χαρακτηριστικά των δύο προηγουμένων υποσυστημάτων. Ταυτόχρονα, θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη του και να δίνει ιδιαίτερη έμφαση στην κοινωνικοοικονομική διάσταση των μεταβολών που είναι πιθανό να πραγματοποιηθούν στην αρδευόμενη γεωργία, είτε αυτές αποτελούν συνέπεια περιβαλλοντικών αλλαγών, είτε αποτέλεσμα διαρθρωτικών αλλαγών και νέων μέτρων αγροτικής ή υδατικής πολιτικής. Ένα σύστημα που κινείται με βάση αυτές τις προδιαγραφές και που στηρίζεται πάλι στο μοντέλο DPSIR παρουσιάζεται στο Σχήμα 4.4. Στο σχήμα αυτό κάθε κατηγορία δεικτών απεικονίζεται με τρεις διαστάσεις, με την κάθε διάσταση να αντιπροσωπεύει και ένα διαφορετικό αντικείμενο διαχείρισης (περιβάλλον, υδατικοί πόροι, γεωργικές εκμεταλλεύσεις). Τα τρία αυτά αντικείμενα αλληλεπιδρούν μεταξύ τους και δημιουργείται έτσι ένα σύνθετο πλέγμα συσχετίσεων και ένα ολοκληρωμένο πλαίσιο ανάπτυξης δεικτών. 4.2 Διαμόρφωση συστήματος δεικτών στην περιοχή μελέτης Ακολουθώντας το θεωρητικό πλαίσιο της προηγούμενης ενότητας για τη δημιουργία ενός συστήματος δεικτών στην αρδευόμενη γεωργία και λαμβάνοντας υπόψη τα κριτήρια που είναι απαραίτητο να πληροί κάθε δείκτης (δες Ενότητα 4.1.2), καθώς και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά γνωρίσματα, τις αδυναμίες και τα προβλήματα της περιοχής μελέτης, επιλέχθηκαν συνολικά 32 δείκτες αειφορίας. Οι δείκτες αυτοί ικανοποιούν επιπλέον και μια σειρά ειδικών κριτηρίων που είναι δυνατόν να τεθούν όταν εξετάζεται η αειφορία στην αρδευόμενη γεωργία (MAF, 1997):

103 92 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4 Περιλαμβάνουν εισροές και εκροές των γεωργών που ελέγχονται άμεσα από τους ίδιους (π.χ. ποσότητα νερού που εφαρμόζεται στις αρδεύσεις). Σχετίζονται και επηρεάζονται, είτε άμεσα είτε έμμεσα, από τη διαχείριση του νερού στη γεωργία, ώστε μια μεταβολή αυτής να αντικατοπτρίζεται στα αποτελέσματα των δεικτών. Δίνουν τη δυνατότητα σύγκρισης μεταξύ διαφορετικών αγροτικών εκμεταλλεύσεων και διαφορετικών κλάδων παραγωγής. Παρουσιάζουν την πρόοδό τους σε σχέση με επιλεγμένους στόχους πολιτικής σε μια λογική κλίμακα χρόνου. Έχουν τη δυνατότητα να συναθροίζονται σε ομάδες εκμεταλλεύσεων ή μικρών περιοχών ώστε να παρέχουν σύνθετους δείκτες για μια ολόκληρη περιοχή (π.χ. λεκάνη απορροής). Σχήμα 4.4: Σύστημα δεικτών αειφορικής διαχείρισης των αρδεύσεων και της γεωργίας

104 ΔΕΙΚΤΕΣ ΑΕΙΦΟΡΙΑΣ ΤΗΣ ΓΕΩΡΓΙΑΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΑΡΔΕΥΣΕΩΝ 93 Η σχηματική απεικόνιση των 32 αυτών δεικτών μπορεί να γίνει τοποθετώντας τους σε μια από τις πέντε κατηγορίες του μοντέλου DPSIR του Σχήματος 4.4. Επειδή ωστόσο έγινε ήδη αρκετά εκτεταμένη και λεπτομερής αναφορά στο εν λόγω μοντέλο, είναι σχεδόν αυτονόητο το που αντιστοιχεί κάθε δείκτης (η πλειοψηφία άλλωστε ανήκει στους δείκτες Πίεσης, Κατάστασης και Επίπτωσης). Για το λόγο αυτό, επιλέχτηκε η σχηματική αναπαράσταση του συστήματος των δεικτών να προσδιορίζεται από το θεματικό χώρο στον οποίο ανήκει κάθε δείκτης (Σχήμα 4.5). Σχήμα 4.5: Σύστημα δεικτών αειφορίας στην περιοχή μελέτης

105 94 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4 Με τη μέθοδο αυτή σχηματίστηκαν λοιπόν 6 ομάδες δεικτών, συχνά αναφερόμενες στη βιβλιογραφία και ως συστάδες δεικτών 3. Η πρώτη ομάδα περικλείει τους δείκτες που αντιστοιχούν σε θέματα αγροτικής οικονομίας, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται πληροφορίες για το εισόδημα των γεωργών, τις οικονομικές ενισχύσεις στον γεωργικό τομέα, τις τιμές και το κόστος παραγωγής των αγροτικών προϊόντων, το κόστος, την τιμή και την αξία του αρδευτικού νερού, καθώς και το κόστος και τα έσοδα του φορέα διαχείρισης των υδατικών πόρων. Σε ξεχωριστή ομάδα από αυτήν των δεικτών αγροτικής οικονομίας ενσωματώνονται όσοι δείκτες είναι δυνατόν να περιγράψουν τα κοινωνικά χαρακτηριστικά της περιοχής μελέτης, σε συνάρτηση βέβαια με τα χαρακτηριστικά της αρδευόμενης γεωργίας. Οι δείκτες που επιλέχτηκαν για το σκοπό αυτό είναι η απασχόληση στον πρωτογενή τομέα (συνολική, κύρια ή δευτερεύουσα, πλήρης ή εποχιακή), η αποδοτικότητα της εργασίας και η μορφή ιδιοκτησίας των γεωργικών εκμεταλλεύσεων. Η ποιότητα και η ποσότητα των διαθέσιμων υδατικών πόρων αποτυπώνονται μέσα από δυο διαφορετικές ομάδες, οι οποίες αποτελούν και την κατεξοχήν σύνδεση του συστήματος των δεικτών με τη βιώσιμη διαχείριση των υδατικών πόρων. Πλήθος δεικτών είναι δυνατόν να περιγράψει τις πιθανές πιέσεις της γεωργίας στους υδατικούς πόρους, την υφιστάμενη ποιοτική και ποσοτική τους κατάσταση, καθώς και τις περιβαλλοντικές και κοινωνικο-οικονομικές επιπτώσεις από την υποβάθμισή τους (Bos, 1997, Winograd et al. 1999, Nixon et al. 2003). Στην πράξη, επιλέχθηκαν τελικά έξι δείκτες που σχετίζονται με τη διαθεσιμότητα και την κατανάλωση των υδατικών πόρων καθώς και τέσσερις δείκτες ποιότητας. Στους πρώτους συμπεριλαμβάνονται δείκτες συνολικής, αλλά και στρεμματικής κατανάλωσης νερού στη γεωργία, φυσικής προσφοράς νερού, οικονομικής αποδοτικότητας των αρδεύσεων και απωλειών νερού εξαιτίας των συστημάτων άρδευσης. Όσον αφορά τη δεύτερη ομάδα δεικτών, ιδιαίτερα έμφαση δόθηκε στη μέτρηση της επιβάρυνσης του συστήματος από τη χρήση λιπασμάτων (νιτρικά και φωσφορικά) και φυτοφαρμάκων, όπως επίσης και στη μέτρηση ορισμένων ποιοτικών παραμέτρων του ποταμού Λουδία. Οι χρήσεις γης στην περιοχή μελέτης, και ειδικότερα στις προστατευόμενες περιοχές, η βιοποικιλότητα (εκφρασμένη από τον αριθμό άγριων ειδών πανίδας), η αξία του αγροτικού τοπίου, οι περιβαλλοντικές δραστηριότητες που λαμβάνουν χώρα σε ολόκληρη τη λεκάνη του Λουδία καθώς επίσης και το νομικό περιβαλλοντικό πλαίσιο 3 Προτιμάται ο όρος ομάδα δεικτών γιατί ο όρος συστάδα δεικτών μπορεί να δημιουργήσει κάποια σύγχυση σε σχέση με τις συστάδες (clusters) των περιοχών που σχηματίστηκαν στο προηγούμενο Κεφάλαιο.

106 ΔΕΙΚΤΕΣ ΑΕΙΦΟΡΙΑΣ ΤΗΣ ΓΕΩΡΓΙΑΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΑΡΔΕΥΣΕΩΝ 95 της περιοχής συγκροτούν μια ομάδα δεικτών, αρκετά ετερόκλητων μεταξύ τους, που συνθέτουν ωστόσο μια γενική εικόνα για το φυσικό περιβάλλον και την αλληλεπίδρασή του με τις ανθρώπινες δραστηριότητες. Η γεωργία και οι αρδεύσεις αποτελούν σημαντικούς προσδιοριστικούς παράγοντες αυτής της εικόνας αλλά υπεισέρχονται συνήθως με έμμεσο τρόπο. Γι αυτό το λόγο, όπως θα αναφερθεί στη συνέχεια, οι συγκεκριμένοι δείκτες δεν ανήκουν στους βασικούς που θα χρησιμοποιηθούν για την μετέπειτα ανάλυση. Οι επιλογές των γεωργών όσον αφορά τη διαχείριση των γεωργικών τους εκμεταλλεύσεων συνιστούν την τελευταία ομάδα δεικτών. Η ομάδα αυτή επηρεάζει σημαντικά ολόκληρο το σύστημα της αρδευόμενης γεωργίας και του περιβάλλοντος και αποτελείται από τους εξής δείκτες: (α) το μέσο μέγεθος των εκμεταλλεύσεων, (β) την κατανομή των καλλιεργειών, (γ) το ποσοστό των αρδευόμενων εκτάσεων και (δ) το βαθμό εφαρμογής της βιολογικής αλλά και της ολοκληρωμένης γεωργίας. Επειδή οι περισσότεροι από τους δείκτες αυτούς είναι στην ουσία αποτέλεσμα αποφάσεων που λαμβάνονται από τους ίδιους τους γεωργούς, είναι ευαίσθητοι σε κάθε πιθανή μεταβολή της ακολουθούμενης πολιτικής, όπως επίσης και στην επιβολή νέων μέτρων. Πέρα από τις προαναφερθείσες ταξινομήσεις που έχουν ως κριτήριο διαφοροποίησης το θεματικό χώρο και την κατηγορία δεικτών στο μοντέλο DPSIR, οι δείκτες αειφορίας της περιοχής μελέτης είναι επίσης σκόπιμο να διαχωριστούν σε ομάδες σύμφωνα με τη σπουδαιότητά τους, αλλά και το βαθμό συσχέτισής τους με τους απώτερους στόχους του συστήματος δεικτών. Για το σκοπό αυτό, χρησιμοποιήθηκε ένα μοντέλο ομαδοποίησης των δεικτών που βρίσκει εφαρμογή κυρίως στην καταγραφή και αποτίμηση των χωρικών επιπτώσεων μεγάλων έργων (Καυκαλάς και Πιτσιάβα, 2004) ή νέων πολιτικών μεταρρυθμίσεων. Σύμφωνα με το μοντέλο αυτό, οι 32 δείκτες του Σχήματος 4.5, μπορούν να κατηγοριοποιηθούν σε 3 μεγάλες ομάδες που είναι οι εξής: 1. Οι βασικοί δείκτες (Β), οι οποίοι περιλαμβάνουν όσους δείκτες είναι απαραίτητο να παρακολουθούνται συστηματικά, δεδομένου ότι θεωρούνται κρίσιμοι για την αειφορική λειτουργία της αρδευόμενης γεωργίας και για την καταγραφή των περιβαλλοντικών αλλά και των κοινωνικο-οικονομικών επιπτώσεών της. 2. Οι δείκτες πλαισίου (Π), οι οποίοι περιλαμβάνουν τους δείκτες που αναφέρονται σε γενικότερα φαινόμενα, τα οποία αλληλεπιδρούν με τα φαινόμενα που παρακολουθούνται από τους βασικούς δείκτες και που επιτρέπουν την καλύτερη κατανόηση, ερμηνεία και εκτίμηση των τάσεων που διαπιστώνονται.

107 96 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4 3. Οι ειδικοί δείκτες (Ε), που αποτελούνται από δείκτες που αφορούν ειδικές μόνο κατηγορίες φαινομένων και πληροφοριών και για το λόγο αυτό υπολογίζονται μόνο κατά περίπτωση, εφόσον δηλαδή προκύψει κάποιο ειδικό ζήτημα λόγω ανάγκης ή ζήτησης. Από την εφαρμογή του μοντέλου αυτού προέκυψαν τελικά 11 βασικοί δείκτες 4, 11 δείκτες πλαισίου και 10 ειδικοί δείκτες, οι οποίοι ομαδοποιήθηκαν εκ νέου σε τρεις οικογένειες δεικτών. Οι τρεις αυτές οικογένειες δεικτών ταυτίζονται με τα τρία επίπεδα δράσης του Σχήματος 4.4, και αφορούν συγκεκριμένα: α) τους δείκτες διαχείρισης των υδατικών πόρων (Πίνακας 4.1), β) τους περιβαλλοντικούς δείκτες (Πίνακας 4.2) και γ) τους δείκτες διαχείρισης των γεωργικών εκμεταλλεύσεων (Πίνακας 4.3). Πίνακας 4.1: Δείκτες διαχείρισης υδατικών πόρων Υ_Β1 Υ_Β2 Υ_Β3 Υ_Β4 Υ_Β5 Υ_Π1 Υ_Π2 Υ_Ε1 Βασικοί Κόστος άρδευσης, τιμή και αξία του νερού στη γεωργία Κόστος και έσοδα φορέα διαχείρισης των υδατικών πόρων Συνολική ετήσια και μηνιαία ζήτηση νερού στη γεωργία Εντατικότητα κατανάλωσης αρδευτικού νερού Τεχνική και οικονομική αποδοτικότητα των αρδεύσεων Πλαισίου Ποσοστό υδατικών πόρων της περιοχής που καταναλώνεται στη γεωργία Φυσική προσφορά νερού Βροχοπτώσεις Ειδικοί Απώλειες αρδευτικών δικτύων Πίνακας 4.2: Περιβαλλοντικοί δείκτες Π_Β1 Π_Β2 Π_Π1 Π_Π2 Π_Π3 Π_Π4 Π_Ε1 Π_Ε2 Π_Ε3 Π_Ε4 Βασικοί Χρήση νιτρικών και φωσφορικών λιπασμάτων Χρήση φυτοφαρμάκων Πλαισίου Συγκεντώσεις ΝΟ 3, ΡΟ 4 και DO στο νερό Συγκεντρώσεις διαφόρων μετάλλων στο νερό Χρήσεις γης και γεωργία Νομικό περιβαλλοντικό πλαίσιο της περιοχής Ειδικοί Χρήσεις γης σε προστατευόμενες περιοχές (Συνθήκη Ramsar) Αριθμός άγριων και μη ενδημικών ειδών Αξία του φυσικού τοπίου Πλήθος περιβαλλοντικών δραστηριοτήτων που αναπτύσσονται στην περιοχή 4 Στο Παράρτημα Γ παρουσιάζονται αναλυτικά τα τεχνικά δελτία των έντεκα βασικών δεικτών του συστήματος της περιοχής μελέτης

108 ΔΕΙΚΤΕΣ ΑΕΙΦΟΡΙΑΣ ΤΗΣ ΓΕΩΡΓΙΑΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΑΡΔΕΥΣΕΩΝ 97 Πίνακας 4.3: Δείκτες διαχείρισης γεωργικών εκμεταλλεύσεων Γ_Β1 Γ_Β2 Γ_Β3 Γ_Β4 Γ_Π1 Γ_Π2 Γ_Π3 Γ_Π4 Γ_Π5 Γ_Ε1 Γ_Ε2 Γ_Ε3 Γ_Ε4 Γ_Ε5 Βασικοί Ακαθάριστο κέρδος γεωργικών εκμεταλλεύσεων Κύρια και δευτερεύουσα απασχόληση στη γεωργία Αποδοτικότητα εργασίας Κατανομή καλλιεργειών στη μέση εκμετάλλευση Πλαισίου Οικονομική ενίσχυση στη γεωργία Τιμές γεωργικών προϊόντων και δαπάνες παραγωγής Ανάγκες σε εποχιακή εργασία Μέσο μέγεθος γεωργικών εκμεταλλεύσεων Ποσοστό γεωργικής γης που αρδεύεται Ειδικοί Συμμετοχή γεωργίας στο ακαθάριστο προϊόν της περιοχής Συμμετοχή γεωργίας στη συνολική απασχόληση της περιοχής Μορφή ιδιοκτησίας γεωργικών εκμεταλλεύσεων Συνολική παραγωγή βιολογικών προϊόντων Αριθμός εκμεταλλεύσεων σε προγράμματα ολοκληρωμένης γεωργίας Αξίζει σε αυτό το σημείο να τονιστεί ότι η χρήση των δεικτών αειφορίας στην παρούσα διατριβή είναι επικουρική και στοχεύει στην απεικόνιση των πολύπλοκων σχέσεων που διέπουν ένα σύστημα γεωργίας-αρδεύσεων-περιβάλλοντος, καθώς και στον εντοπισμό των κρισιμότερων παραμέτρων που καθορίζουν και επηρεάζουν το σύστημα αυτό. Για το λόγο αυτό, δεν κρίθηκε σκόπιμη η αποτίμηση κάθε δείκτη ξεχωριστά με σκοπό την εξαγωγή συμπερασμάτων για την υφιστάμενη κατάσταση του συστήματος. Αντίθετα, δόθηκε ιδιαίτερη σημασία στον λεπτομερή προσδιορισμό του εννοιολογικού μοντέλου, με βαρύτητα στον εντοπισμό των βασικών δεικτών του συστήματος. Από τους τελευταίους, μάλιστα, θα προέλθουν οι κυριότεροι στόχοι και οι αντικειμενικές συναρτήσεις στις διάφορες εφαρμογές της πολυκριτηριακής ανάλυσης που θα ακολουθήσει. Η συνδυασμένη εφαρμογή, άλλωστε, των δεικτών αειφορίας με τις μεθόδους βελτιστοποίησης και πολυκριτηριακής ανάλυσης μπορεί να δώσει σημαντικές απαντήσεις σε διάφορα ερωτήματα, όπως για παράδειγμα: Ποια θα είναι η επίπτωση στο περιβάλλον από τη μείωση των επιδοτήσεων στο γεωργικό χώρο; Ποιες θα είναι οι περιβαλλοντικές επιπτώσεις μιας εναλλακτικής αγροτικής πολιτικής; Ποιες θα είναι οι περιβαλλοντικές επιπτώσεις από την επέκταση των υφιστάμενων πολιτικών στο μέλλον; Ποιες θα είναι οι οικονομικές επιπτώσεις από την συμμόρφωση του γεωργικού χώρου σε συγκεκριμένους περιβαλλοντικούς στόχους (Paris, 1999);

109 98 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4 Ποιες θα είναι οι περιβαλλοντικές και οικονομικές επιπτώσεις από την εφαρμογή μιας νέας τιμολογιακής πολιτικής στο νερό που χρησιμοποιείται στη γεωργία; Ποιες θα είναι οι κοινωνικο-οικονομικές επιπτώσεις από τη μείωση της προσφοράς νερού, είτε εξαιτίας διαχειριστικών μέτρων, είτε λόγω μείωσης των φυσικών αποθεμάτων; Πέρα από την εκτίμηση των επιπτώσεων συγκεκριμένων μέτρων και πολιτικών στο σύστημα γεωργίας-αρδεύσεων-περιβάλλοντος, οι δείκτες αειφορίας μπορούν επίσης να αποτελέσουν και το θεωρητικό υπόβαθρο μιας πολυκριτηριακής ανάλυσης που θα εξετάζει αντίστροφα το παραπάνω πρόβλημα. Η αντίστροφη αυτή θεώρηση αφορά τις ειδικές περιπτώσεις όπου διερευνάται πρώτα η ανάγκη λήψης μέτρων και αποφάσεων (απόκριση της κοινωνίας δείκτης R στο σύστημα DPSIR) για την αντιμετώπιση μη επιθυμητών καταστάσεων και έπειτα καθορίζεται το είδος και η ένταση των μέτρων αυτών. Η ανάγκη ανάληψης κοινωνικής και πολιτικής δράσης υποδηλώνει στην ουσία την απόκλιση μεταξύ του τι επιθυμεί η κοινωνία και του τι πραγματικά εισπράττει. Επομένως, η ανάγκη για απόκριση (αντίδραση) της κοινωνίας είναι δυνατόν να περιγραφεί από μια σχέση που περιλαμβάνει μια σειρά από δείκτες πίεσης, κατάστασης και επίπτωσης (Lorenz et al., 2001) και η οποία μπορεί να έχει τη μορφή της συνάρτησης: R = f[ w ( r c ), w ( r c ), w ( r c )] (4.1) 1 p p 2 s s 3 i i όπου, R = ανάγκη για απόκριση, w 1, w 2, w 3 = συντελεστές βάρους (w βασικού δείκτη > w δείκτη πλαισίου > w ειδικού δείκτη ), r p, r s, r i = υφιστάμενα επίπεδα δεικτών πίεσης, κατάστασης και επίπτωσης, αντίστοιχα c p, c s, c i = βέλτιστα επίπεδα δεικτών πίεσης, κατάστασης και επίπτωσης, αντίστοιχα Επειδή στην πράξη υπάρχει χρονική υστέρηση μεταξύ της λήψης ορισμένων μέτρων, της μέτρησης των άμεσων επιπτώσεων και της απόκρισης της κοινωνίας στα νέα δεδομένα που θα προκύψουν, ο δείκτης αυτός είναι δυνατόν να συμπεριλαμβάνει και την παράμετρο του χρόνου και να πάρει έτσι τη μορφή: R' = f[( w ( r c ), w ( r c ), w ( r c )), t] (4.2) 1 p p 2 s s 3 i i

110 ΔΕΙΚΤΕΣ ΑΕΙΦΟΡΙΑΣ ΤΗΣ ΓΕΩΡΓΙΑΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΑΡΔΕΥΣΕΩΝ 99 Η πρόβλεψη των πιθανών επιπτώσεων από τη λήψη διαφόρων μέτρων και την εφαρμογή εναλλακτικών πολιτικών στο χώρο της αρδευόμενης γεωργίας, αλλά και η αποτίμηση των δεικτών απόκρισης της κοινωνίας συνιστούν τη βάση για την εφαρμογή της πολυκριτηριακής ανάλυσης που διαπραγματεύεται στα επόμενα κεφάλαια. Η πρώτη από τις εφαρμογές αυτές (Κεφάλαιο 7) επιχειρεί να προβλέψει την αντίδραση των γεωργών σε διαφορετικά σενάρια τιμολόγησης του αρδευτικού νερού, έτσι ώστε να διαμορφωθεί η καμπύλη ζήτησης του νερού που χρησιμοποιείται στη γεωργία. Η πληροφορία αυτή είναι απαραίτητη για τη λήψη οποιουδήποτε μέτρου διαχείρισης των υδατικών πόρων στις αγροτικές περιοχές. Με τη βοήθεια της πολυκριτηριακής ανάλυσης και των (βασικών) δεικτών αειφορίας, υπολογίστηκε επίσης ένας αρκετά μεγάλος αριθμός δυνητικών καταστάσεων του συστήματος γεωργίας-αρδεύσεων-περιβάλλοντος (βέλτιστων ή μη) που μπορεί να προκύψουν από την αειφορική διαχείρισή του. Οι λύσεις αυτές στη συνέχεια αξιολογούνται με βάση τα αποτελέσματά τους, αλλά και την ανάγκη περαιτέρω απόκρισης της κοινωνίας σε καθεμία από αυτές, ώστε να προκρίνουν τελικά τα απαραίτητα μέτρα και τα οικονομικά κίνητρα για την επίτευξή τους (Κεφάλαιο 8). Πριν από όλα αυτά, όμως, κρίθηκε σκόπιμο να εξεταστεί αναλυτικά ένας βασικός δείκτης του παραπάνω συστήματος που δεν χρησιμοποιείται άμεσα στις μετέπειτα εφαρμογές της πολυκριτηριακής ανάλυσης, αλλά που σε κάθε περίπτωση αποτελεί ένα μέτρο σύγκρισης όλων των οικονομικών αποτελεσμάτων που προέκυψαν. Ο δείκτης αυτός είναι η αξία του νερού (Υ_Β1), με ιδιαίτερη έμφαση στη χωρική διαφοροποίηση της αξίας του νερού σε ολόκληρη την έκταση της λεκάνης του Λουδία. Ο υπολογισμός του πραγματοποιείται στο κεφάλαιο που ακολουθεί και προϋποθέτει την προγενέστερη εκτίμηση αρκετών από τους παραπάνω δείκτες αειφορίας (Υ_Β3, Υ_Β4, Υ_Π2, Υ_Ε1, ΓΒ_1, ΓΒ_4 κ.ά).

111 100 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4

112 Κεφάλαιο 5: Αποτίμηση της αξίας του αρδευτικού νερού στην περιοχή μελέτης 5.1 Αποτίμηση της αξίας του νερού με τη μέθοδο της μεταβολής του ακαθάριστου κέρδους Περιγραφή της μεθόδου Όπως αναφέρθηκε στο προηγούμενο κεφάλαιο, ο υπολογισμός της αξίας του νερού στη γεωργία, καθώς και της χωρικής διαφοροποίησης αυτής της αξίας σε ολόκληρη τη λεκάνη του Λουδία, αποτελεί ένα πολύ βασικό μέτρο σύγκρισης για κάθε οικονομικό αποτέλεσμα, που είναι πιθανό να προκύψει από τις εφαρμογές της πολυκριτηριακής ανάλυσης. Για το σκοπό αυτό, επιλέχτηκε και εφαρμόστηκε η μέθοδος της μεταβολής του ακαθάριστου κέρδους, η οποία στηρίζεται στην έμμεση εκτίμηση της συμβολής των αρδεύσεων στο γεωργικό εισόδημα, συγκρίνοντας το οικονομικό αποτέλεσμα δύο διαφορετικών σεναρίων προσφοράς ή κατανάλωσης αρδευτικού νερού στην περιοχή μελέτης. Σημειώνεται ότι η μεταβολή του ακαθάριστου κέρδους (change in net-income) 1 αποτελεί προέκταση μιας γενικότερης μεθόδου αποτίμησης της αξίας του νερού ως ενδιάμεσου πόρου για την παραγωγή άλλων αγαθών, η οποία ονομάζεται υπολειμματική αποτίμηση (residual valuation). Απαραίτητη προϋπόθεση για την εφαρμογή της υπολειμματικής αποτίμησης είναι η σωστή εκτίμηση της προστιθέμενης αξίας κάθε παραγωγικού πόρου στη διαδικασία παραγωγής. Με άλλα λόγια, όταν είναι εφικτή η χρήση κατάλληλων τιμών για όλες τις εισροές εκτός από μια (το νερό στη συγκεκριμένη περίπτωση), το υπόλοιπο της συνολικής αξίας του προϊόντος είναι δυνατόν να αποδοθεί σ αυτήν, δηλαδή στην υπολειπόμενη εισροή (Heady, 1952). Γίνεται, συνεπώς, αντιληπτό ότι η συγκεκριμένη μέθοδος βρίσκει πεδίο εφαρμογής κυρίως σε περιπτώσεις μονοκαλλιέργειας καθώς και σε περιπτώσεις που χρησιμοποιείται ως επίπεδο αναφοράς η γεωργική εκμετάλλευση. Όταν, όμως εξετάζεται ένα σχέδιο παραγωγής που περιλαμβάνει πολλές καλλιέργειες, το οποίο μάλιστα συνήθως χαρακτηρίζει μια ευρύτερη γεωργική περιοχή (π.χ. ένα δημοτικό διαμέρισμα ή ακόμα και μια λεκάνη απορροής), είναι προτιμότερη η επιλογή της μεθόδου της μεταβολής του ακαθάριστου κέρδους. Σύμφωνα μ αυτήν, η επιθυμία 1 Η ακριβής μετάφραση του όρου change in net income μπορεί να αποδοθεί ως μεταβολή της καθαρής προσόδου ή του καθαρού εισοδήματος. Επειδή, ωστόσο, σε όρους καθαρά γεωργο-οικονομικούς η εκτιμώμενη μεταβολή αφορά το ακαθάριστο κέρδος των γεωργών (αφού, όπως θα φανεί στη συνέχεια της ενότητας αυτής, λαμβάνει υπόψη και το μεταβλητό κόστος παραγωγής), χρησιμοποιείται στην παρούσα διατριβή ο όρος μεταβολή του ακαθάριστου κέρδους.

113 102 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5 για πληρωμή ενός γεωργού σε μια δεδομένη αύξηση της ποσότητας του νερού θεωρείται ίση με τη μεταβολή του γεωργικού εισοδήματος που συνεπάγεται η συγκεκριμένη αύξηση του νερού. Σε αρκετές περιπτώσεις συγκρίνεται το οικονομικό αποτέλεσμα δύο ακραίων καλλιεργητικών σεναρίων, όπως για παράδειγμα μεταξύ της αρδευόμενης και της ξηρικής γεωργίας στην ίδια περιοχή και σε δεδομένες κλιματολογικές και εδαφολογικές συνθήκες (Gibbons, 1986). Η διαφορά στο οικονομικό τους αποτέλεσμα (ακαθάριστο κέρδος) μπορεί να θεωρηθεί ότι οφείλεται εξολοκλήρου στους υδατικούς πόρους που καταναλώνονται μέσω των αρδεύσεων και να αποτελέσει επομένως την αξία του αρδευτικού νερού ως ενδιάμεσου αγαθού παραγωγής γεωργικών προϊόντων. H εφαρμογή της συγκεκριμένης μεθόδου προτείνεται κυρίως για περιοχές όπου το νερό συνεισφέρει σε σημαντικό βαθμό στην αξία των παραγόμενων γεωργικών προϊόντων, έτσι ώστε να αποφεύγονται, κατά το δυνατόν, σημαντικές αποκλίσεις από την πραγματική αξία που μπορεί να προκύψουν όταν κάποια εισροή, είτε δεν ληφθεί υπόψη, είτε υπολογιστεί λανθασμένα (Young,1996). Κρίνεται, επομένως, κατάλληλη για τον υπολογισμό της αξίας χρήσης του αρδευτικού νερού (δες Ενότητα 2.2.3) στην παρούσα διατριβή, καθώς: το χωρικό επίπεδο μελέτης περικλείει μια ολόκληρη λεκάνη απορροής (σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Οδηγία Πλαίσιο για το Νερό), στην οποία μάλιστα υπάρχει πληθώρα διαφορετικών καλλιεργειών (Σχήμα 3.7), οι περισσότερες από τις οποίες αρδεύονται εντατικά. Αξίζει επιπλέον να υπογραμμιστεί ότι, με βάση τα αποτελέσματα μετα-ανάλυσης που πραγματοποιήθηκε (από την ανάλυση υφιστάμενων μελετών οικονομικής αποτίμησης του αρδευτικού νερού) για την εκτίμηση των διαφόρων παραμέτρων που επηρεάζουν την αξία του αρδευτικού νερού (Latinopoulos, 2003), η μέθοδος που επιλέχτηκε δεν φαίνεται να προϊδεάζει, ούτε για υπερεκτίμηση, ούτε για υποεκτίμηση της αξίας του αρδευτικού νερού. Ένα από τα μειονεκτήματα της μεθόδου της μεταβολής του ακαθάριστου κέρδους είναι ότι στην περίπτωση που εξετάζονται δύο διαφορετικά επίπεδα κατανάλωσης νερού, απαιτούνται αρκετές a priori παραδοχές και αποφάσεις (Agudelo, 2001) σχετικά με: Την επιλογή των καλλιεργειών και των αντίστοιχων εκτάσεων που θα καταλαμβάνουν. Την επίδραση των εναλλακτικών σεναρίων προσφοράς νερού στην παραγωγικότητα των καλλιεργειών. Τον προγραμματισμό των αρδεύσεων και την επιλογή των μεθόδων άρδευσης αλλά και της χρησιμοποιούμενης τεχνολογίας.

114 ΑΠΟΤΙΜΗΣΗ ΤΗΣ ΑΞΙΑΣ ΤΟΥ ΑΡΔΕΥΤΙΚΟΥ ΝΕΡΟΥ 103 Στην πράξη η μεταβολή του ακαθάριστου κέρδους εφαρμόζεται, συνήθως, για την αξιολόγηση ενός αρδευτικού δικτύου που πρόκειται να κατασκευαστεί, υπολογίζοντας τη δυνητική προστιθέμενη αξία του νερού στο ήδη υπάρχον γεωργικό εισόδημα (Rodriguez et al., 2002, Said et al. 2002). Στην παρούσα διατριβή, ωστόσο, ακολουθήθηκε μια αντίστροφη διαδικασία, γιατί στην περιοχή μελέτης υπάρχουν πλήρως εγκατεστημένα μεγάλα αρδευτικά δίκτυα, τα οποία λειτουργούν εδώ και δεκαετίες. Έτσι, η μεταβολή του ακαθάριστου κέρδους χρησιμοποιείται για τον υπολογισμό της αξίας του νερού στο πλαίσιο μιας πιθανής απώλειας γεωργικού εισοδήματος εξαιτίας της παύσης των αρδεύσεων και της υποχρεωτικής χρήσης ξηρικών καλλιεργειών. Ο λόγος που προτιμήθηκε αυτού του είδους η ανάλυση είναι γιατί θεωρήθηκε πιο χρήσιμο, αλλά και μεθοδολογικά πιο ορθό, να γίνει μια εκ των προτέρων αποτίμηση της αξίας του νερού που θα απωλεσθεί εξαιτίας μιας πιθανής μεταγενέστερης πολιτικής μείωσης των αρδεύσεων παρά μια εκ των υστέρων αποτίμηση των αρδευτικών δικτύων που λειτουργούν στην περιοχή εδώ και πολλά χρόνια (Λατινόπουλος και Μυλόπουλος, 2005). Από την άλλη πλευρά, η επίλυση ειδικά διαμορφωμένων προβλημάτων, ανεξάρτητων της παραπάνω μεθοδολογίας, με τη βοήθεια του γραμμικού προγραμματισμού μπορεί επίσης να συμβάλλει στην αποτίμηση της αξίας του νερού στη γεωργία. Συγκεκριμένα, με το γραμμικό προγραμματισμό καθίσταται εφικτή η εξέταση της επίδρασης διαφόρων επιπέδων τιμών του αρδευτικού νερού στη συνολική κατανάλωσή του, στα όρια μιας περιοχής μελέτης (συνήθως μιας γεωργικής εκμετάλλευσης), καθώς και η εύρεση της οριακής αξίας του νερού στη γεωργία. Σπανιότερα, αντί για τη μεταβολή της τιμής του νερού, εκτιμάται η επίδραση της μεταβολής της προσφερόμενης ποσότητας νερού και υπολογίζεται έτσι η αξία του στα διάφορα εναλλακτικά σενάρια προσφοράς. Η συνδυασμένη εφαρμογή του γραμμικού προγραμματισμού και της μεθόδου της μεταβολής του ακαθάριστου κέρδους είναι δυνατό να δώσει αξιόλογα αποτελέσματα και χρήσιμα συμπεράσματα (Bowen and Young, 1985). Μπορεί επίσης, να εξαλείψει και ορισμένα από τα μειονεκτήματα-αδυναμίες της εφαρμογής καθεμίας από τις μεθόδους αυτές ξεχωριστά. Για το λόγο αυτό, όπως αναφέρεται στις επόμενες ενότητες του κεφαλαίου, ακολουθείται μια παρόμοια συνδυαστική μέθοδος, σύμφωνα με την οποία υπολογίζεται για κάθε περιοχή αναφοράς: α) το υφιστάμενο ακαθάριστο κέρδος των γεωργών, β) η συνολική κατανάλωση νερού στη γεωργία και γ) ένα βέλτιστο καλλιεργητικό σχέδιο για την ξηρική γεωργία (μαζί με τα αντίστοιχα οικονομικά του αποτελέσματα), με τη βοήθεια του γραμμικού προγραμματισμού. Η διαφορά μεταξύ των δύο καταστάσεων (υφιστάμενης αρδευόμενης και βέλτιστης ξηρικής γεωργίας)

115 104 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5 ορίζει το πλαίσιο εφαρμογής της μεθόδου της μεταβολής του ακαθάριστου κέρδους στην παρούσα διατριβή, το οποίο μειώνει σημαντικά την υποκειμενικότητα της συγκεκριμένης μεθόδου και αναιρεί, επομένως, σε σημαντικό βαθμό τα προαναφερθέντα προβλήματα των a priori παραδοχών Ανάπτυξη μαθηματικού μοντέλου Σύμφωνα με τα παραπάνω, η ανά μονάδα όγκου αξία του αρδευτικού νερού (WVAL j ), εκφρασμένη σε /m 3, σε μια περιοχή αναφοράς j, η οποία βρίσκεται εντός της περιοχής μελέτης (στο εσωτερικό δηλαδή της λεκάνης του Λουδία), θα προκύπτει από το γενικό τύπο: INPAj WVAL j = (5.1) TCWR j όπου, ο αριθμητής (INPA j ) ορίζει τη μεταβολή του ακαθάριστου κέρδους των γεωργικών εκμεταλλεύσεων (στην περιοχή αναφοράς) εξαιτίας των αρδεύσεων, ενώ ο παρονομαστής (ΤCWR j ) εκφράζει τις συνολικές απαιτήσεις σε νερό όλων των αρδευόμενων καλλιεργειών της περιοχής αυτής. Η εξίσωση αυτή είναι σχεδόν ταυτόσημη με την αντίστοιχη εξίσωση των Tardieu και Prefol (2002). Οι τελευταίοι, ονομάζουν τον παραπάνω λόγο ως στρατηγική αξία του νερού στη γεωργία, μια αξία δηλαδή η οποία φανερώνει τις στρατηγικές επιλογές που έχει ο γεωργός στο να μπορεί να τροποποιήσει το σχέδιο παραγωγής του και να προσαρμόσει τις αρδευτικές του ανάγκες σύμφωνα με τη συνολικά προσφερόμενη ποσότητα νερού στην αρχή κάθε καλλιεργητικής περιόδου 2. Στην ενότητα που ακολουθεί, παρουσιάζεται αναλυτικά ο τρόπος υπολογισμού των συνολικών απαιτήσεων σε νερό των καλλιεργειών κάθε περιοχής αναφοράς (ΤCWR j ), βάσει της εκτίμησης της εξατμισοδιαπνοής των καλλιεργειών, αλλά και των επιλεγόμενων πρακτικών και μεθόδων άρδευσης. Πριν από αυτό όμως κρίνεται απαραίτητο να διατυπωθεί το μαθηματικό μοντέλο που θα αποτιμά τις μεταβολές του ακαθάριστου κέρδους των εκμεταλλεύσεων κάθε περιοχής (INPA j ). Για την εκτίμηση λοιπόν της μεταβολής του ακαθάριστου κέρδους είναι σκόπιμο να υπολογιστούν πρώτα οι μεταβολές λόγω της άρδευσης (λόγω της προτίμησης δηλαδή 2 Η στρατηγική αξία έρχεται σε αντιδιαστολή στο άρθρο των Tardieu και Prefol με τη βραχυχρόνια αξία ή αλλιώς, την αξία τακτικής. Η τελευταία προέρχεται ουσιαστικά από την ίδια εξίσωση, αλλά αφορά τις επιλογές ενός γεωργού κατά τη διάρκεια της καλλιεργητικής περιόδου (δηλαδή περιορίζεται στις επιλογές των αρδεύσεων) με αποτέλεσμα οι τιμές που προκύπτουν να είναι σημαντικά μικρότερες από τις τιμές της στρατηγικής αξίας.

116 ΑΠΟΤΙΜΗΣΗ ΤΗΣ ΑΞΙΑΣ ΤΟΥ ΑΡΔΕΥΤΙΚΟΥ ΝΕΡΟΥ 105 της αρδευόμενης από την ξηρική γεωργία) σε δύο άλλα μεγέθη: α) στην ακαθάριστη πρόσοδο (BPA j ), και β) στις δαπάνες των γεωργικών εκμεταλλεύσεων (CPA j ) (Rodriguez et al., 2002). Οι μεταβολές αυτές συνδέονται με τη σχέση: INPA j = BPA CPA (5.2) j j Όσον αφορά τη μεταβολή της ακαθάριστης προσόδου μιας περιοχής j, αυτή προκύπτει από τη σχέση (5.3), στην οποία παραλείπεται ο δείκτης j για απλότητα στους υπολογισμούς: BPA m m' = Yi Py S i i i i Y 0 i P 0 y i S 0 i (5.3) Οι εκθέτες 0 και 1 αντιστοιχούν στις δυο διαφορετικές καταστάσεις από πλευράς αρδεύσεων. Συγκεκριμένα, ο εκθέτης 1 αναφέρεται στην υφισταμένη κατάσταση όπου το σύνολο σχεδόν των εκτάσεων αρδεύεται εντατικά, ενώ ο εκθέτης 0 αναφέρεται στο βέλτιστο σε κάθε περίπτωση σχέδιο παραγωγής χωρίς την πραγματοποίηση των αρδεύσεων (περιλαμβάνει δηλαδή μόνο ξηρικές καλλιέργειες). Όσον αφορά τους υπόλοιπους συμβολισμούς ισχύουν: i = είδος καλλιέργειας m = σύνολο καλλιεργειών στην υφιστάμενη κατάσταση m = σύνολο καλλιεργειών στο βέλτιστο ξηρικό σχέδιο Υ 1 = απόδοση αρδευόμενων καλλιεργειών (kg/στρέμμα) S 1 = έκταση αρδευόμενων καλλιεργειών (στρέμματα) P 1 y = τιμή προϊόντων αρδευόμενων καλλιεργειών ( /kg) Y 0 = απόδοση ξηρικών καλλιεργειών (kg/στρέμμα) S 0 = έκταση ξηρικών καλλιεργειών (στρέμματα) P y 0 = τιμή προϊόντων ξηρικών καλλιεργειών ( /kg) Αντίστοιχα, για την ίδια περιοχή j υπολογίστηκε και η μεταβολή των δαπανών των γεωργικών εκμεταλλεύσεων σύμφωνα με τον τύπο: m m' CPA C S (5.4) 1 1 = Ci Si i i 0 i 0 i όπου: C 1 = μεταβλητές δαπάνες αρδευόμενων καλλιεργειών ( /στρέμμα) C 0 = μεταβλητές δαπάνες ξηρικών καλλιεργειών ( /στρέμμα)

117 106 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5 Οι μεταβλητές δαπάνες των αρδευόμενων καλλιεργειών, σύμφωνα με το Σχήμα 3.10 αλλά και με βάση τις αρχές της μεθόδου της υπολειμματικής αποτίμησης, μπορούν να υπολογιστούν ως το άθροισμα των δαπανών για όλες τις εισροές εκτός από το κόστος του νερού. Άρα στη σχέση 5.4, ο όρος C 1 μπορεί να εκφραστεί και ως εξής: n 1 1 = 1 C X i, g PX (5.5) i, g g = 1 όπου: g = είδος εισροής n = αριθμός εισροών που είναι απαραίτητες για την καλλιέργεια i X i,g = ποσότητα εισροής g στην καλλιέργεια i P X = κόστος ανά μονάδα εισροής g Αντίστοιχα και οι δαπάνες των ξηρικών καλλιεργειών μπορούν να υπολογιστούν σύμφωνα με τον παρακάτω τύπο: n' 0 0 C = X P (5.6) g = 1 i, g X i, g όπου: n = αριθμός εισροών που είναι απαραίτητες για την αντίστοιχη ξηρική καλλιέργεια i. Στο σημείο αυτό είναι σκόπιμο να τονιστεί ότι, όσον αφορά τις ξηρικές καλλιέργειες, αυτές επιλέχτηκαν έπειτα από την εφαρμογή γραμμικού προγραμματισμού, στη μήτρα του οποίου εισήχθησαν εκείνες οι ξηρικές καλλιέργειες, που θεωρήθηκαν πως ήταν συμβατές με το φυσικό περιβάλλον και τις συνθήκες της αγοράς, αλλά και οικονομικά πιο αποδοτικές από τις υπόλοιπες. Το μοντέλο αυτό περιλάμβανε μια σειρά από περιορισμούς τοπικών καλλιεργητικών πρακτικών, συνθηκών αγοράς και εμπορίας των αγροτικών προϊόντων, ενώ η αντικειμενική συνάρτηση του γραμμικού προγραμματισμού επεδίωκε τη μεγιστοποίηση του συνολικού ακαθάριστου κέρδους (Β 0 ) σε, σύμφωνα με την εξίσωση: max B 0 = max m' i [( Y P C ) S ] i Y i i i (5.7) Αντικαθιστώντας στην εξίσωση (5.2) τους όρους BPA j και CPA j με τα αντίστοιχα δεξιά μέλη των εξισώσεων (5.3) και (5.4) προκύπτει για τη μεταβολή του ακαθάριστου κέρδους η εξίσωση:

118 ΑΠΟΤΙΜΗΣΗ ΤΗΣ ΑΞΙΑΣ ΤΟΥ ΑΡΔΕΥΤΙΚΟΥ ΝΕΡΟΥ 107 [ ] [ ] = ' m i i i i Y i m i i i i Y i j S C S P Y S C S P Y INPA (5.8) Η τελική μορφή της σχέσης αυτής δίνεται με τη περαιτέρω αντικατάσταση στην παραπάνω εξίσωση, των μεταβλητών C 1 και C 0. Η τελική αυτή εξίσωση (5.9) έρχεται σε συμφωνία με αντίστοιχες μαθηματικές εκφράσεις της μεταβολής του ακαθάριστου κέρδους που παρουσιάζονται στη διεθνή βιβλιογραφία (Young and Haveman, 1985, Agudelo, 2001). = = = ' 0 ' 1 0, , 1 1,, m i i n g X g i Y i m i i n g X g i Y i j S P X P Y S P X P Y INPA g i i g i i (5.9) 5.2 Υπολογισμός των αναγκών των καλλιεργειών σε νερό Η εκτίμηση της εξατμισοδιαπνοής Ο υπολογισμός της αξίας χρήσης του νερού, θεωρούμενου ως ενδιάμεσο αγαθό παραγωγής γεωργικών προϊόντων, στηρίζεται, σύμφωνα με τις προηγούμενες ενότητες, στη συμβολή μιας επιπλέον ποσότητας νερού στην οικονομική παραγωγικότητα της γεωργίας. Είναι επομένως απαραίτητο να υπολογιστεί η συνολική ποσότητα νερού που καταναλώνεται σε κάθε περιοχή αναφοράς και να συγκριθεί με τη δυνητική κατανάλωση νερού σ ένα μελλοντικό σενάριο αγροτικής πολιτικής ή πολιτικής διαχείρισης των υδατικών πόρων. Στην προκειμένη περίπτωση, το δυνητικό αυτό σενάριο αφορά την περίπτωση της ξηρικής γεωργίας, όπου μονάχα η φυσική προσφορά νερού λαμβάνεται υπόψη. Επομένως είναι σκόπιμη η εκτίμηση μόνο των υφιστάμενων αναγκών των καλλιεργειών σε νερό (ο όρος ΤCWR j στην εξίσωση 5.1). ΔCWR j = ΤCWR j 1 ΤCWR j 0, όπου TCWR j 0 = 0 και άρα, (5.10) ΔCWR j = TCWR j 1 Είναι, λοιπόν, αναγκαία η εύρεση της ποσότητας εκείνης του νερού άρδευσης, η οποία χρειάζεται για την κανονική ανάπτυξη και τη βέλτιστη απόδοση των υφιστάμενων καλλιεργειών σε κάθε υποπεριοχή μελέτης. Το αρχικό στάδιο για την εκτίμηση της ποσότητας αυτής, είναι ο υπολογισμός του νερού που χάνεται από μια έκταση καλλιεργούμενης γης εξαιτίας της διαπνοής από τα φυτά, της εξάτμισης από το έδαφος και της εξάτμισης από το φύλλωμα των καλλιεργειών, όταν αυτό είναι υγρό. Η

119 108 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5 διαδικασία με την οποία το νερό μεταφέρεται στην ατμόσφαιρα εξαιτίας αυτών των τριών φυσικών διεργασιών περιγράφεται ουσιαστικά από το φαινόμενο της εξατμισοδιαπνοής, το μέγεθος της οποίας (ET) πρέπει να εκτιμηθεί και να διαφοροποιηθεί χωρικά στη λεκάνη απορροής του Λουδία. Η εξατμισοδιαπνοή, ωστόσο, μεταβάλλεται σημαντικά από περιοχή σε περιοχή, βάσει ποικίλων κλιματικών, φυτικών και εδαφικών παραγόντων. Οι σημαντικότεροι κλιματικοί παράγοντες που την επηρεάζουν είναι η ηλιακή ακτινοβολία, ο άνεμος, η υγρασία και η θερμοκρασία της ατμόσφαιρας, ενώ όσον αφορά τους κυριότερους φυτικούς και εδαφικούς παράγοντες, αυτοί, σύμφωνα με τον Παπαζαφειρίου (1999), μπορούν να συνοψιστούν στους εξής: Το φυτικό είδος. Η τιμή της εξατμισοδιαπνοής μεταξύ των φυτικών ειδών διαφοροποιείται εξαιτίας ανομοιοτήτων σε ό,τι αφορά την περίοδο ανάπτυξης, την πυκνότητα του φυλλώματος, το ύψος και την πυκνότητα του ριζικού συστήματος των καλλιεργειών, καθώς επίσης και τον τρόπο σποράς τους. Η ανακλαστικότητα της καλλιέργειας. Η ανακλαστικότητα κάθε καλλιέργειας καθορίζει το μέρος εκείνο της ηλιακής ακτινοβολίας, το οποίο μετατρέπεται σε καθαρή ηλιακή ακτινοβολία και απορροφάται από τις επιφάνειες, οι οποίες τη δέχονται. Το ποσοστό κάλυψης του εδάφους από την καλλιέργεια. Αν το ποσοστό κάλυψης από το φύλλωμα είναι μικρό, μεγάλο μέρος της επιφάνειας του εδάφους είναι γυμνό και εκτίθεται στην ηλιακή ακτινοβολία. Άρα, όσο μικρότερο είναι το ποσοστό φυτοκάλυψης, τόσο μεγαλύτερη είναι η ενέργεια που απορροφάται και είναι, επομένως, διαθέσιμη για εξάτμιση και διαπνοή. Συνεπώς, όσο η κάλυψη του εδάφους αυξάνει, τόσο μεγαλώνει και το ποσοστό της εξατμισοδιαπνοής που οφείλεται στη διαπνοή. Το ύψος της καλλιέργειας. Σε γενικές γραμμές οι υψηλές καλλιέργειες παρουσιάζουν πιο έντονη εξατμισοδιαπνοή από ότι οι χαμηλές. Το βάθος και η πυκνότητα του ριζικού συστήματος. Οι δύο αυτοί παράγοντες επηρεάζουν έμμεσα την εξατμισοδιαπνοή σε συνάρτηση με την περιεχόμενη στο έδαφος υγρασία και τα χαρακτηριστικά του εδάφους. Το στάδιο ανάπτυξης της καλλιέργειας. Διακρίνονται τέσσερα βασικά στάδια ανάπτυξης, στα οποία μεταβάλλεται διαρκώς η εξατμισοδιαπνοή κάθε καλλιέργειας. Το πρώτο στάδιο περιλαμβάνει τη περίοδο αμέσως μετά τη σπορά ή τη φύτευση και ονομάζεται αρχικό στάδιο ή στάδιο εγκατάστασης της καλλιέργειας. Στο

120 ΑΠΟΤΙΜΗΣΗ ΤΗΣ ΑΞΙΑΣ ΤΟΥ ΑΡΔΕΥΤΙΚΟΥ ΝΕΡΟΥ 109 στάδιο αυτό, εξαιτίας της χαμηλής φυτοκάλυψης επικρατεί η εξάτμιση από το έδαφος. Στο δεύτερο στάδιο η καλλιέργεια αναπτύσσεται με κύριο χαρακτηριστικό την μεγάλη μεταβλητότητα της φυτοκάλυψης (από 10% έως και 100%) και για το λόγο αυτό ονομάζεται στάδιο ταχείας ανάπτυξης. Στη συνέχεια, στο στάδιο της μέσης περιόδου, επικρατεί πλήρης (ή σχεδόν πλήρης) κάλυψη του εδάφους από την καλλιέργεια και πραγματοποιείται η άνθηση, καθώς επίσης και το δέσιμο του καρπού. Τέλος, ακολουθεί το στάδιο της ωρίμανσης και συγκομιδής (τελικό στάδιο). Από τα παραπάνω γίνεται εύκολα αντιληπτό ότι κάθε καλλιέργεια, σε κάθε περιοχή αναφοράς, έχει μια και μοναδική τιμή η οποία καθορίζει τις ανάγκες σε νερό εξαιτίας της εξατμισοδιαπνοής. Πρέπει άρα να χρησιμοποιηθεί μια μέθοδος που να μπορεί να προσδιορίζει, όσο είναι δυνατόν, τις ανάγκες σε νερό όλων των καλλιεργειών με βάση τις εκάστοτε συνθήκες. Για το σκοπό αυτό, υπολογίζεται καταρχήν, η εξατμισοδιαπνοή μιας καλά αρδευόμενης καλλιέργειας με σταθερά χαρακτηριστικά φυτοκόμης. Η καλλιέργεια αυτή - που συνήθως είναι ο χορτοτάπητας ή η μηδική - ονομάζεται καλλιέργεια αναφοράς και η αντίστοιχη εξατμισοδιαπνοή αναφέρεται ως εξατμισοδιαπνοή αναφοράς (ΕΤ o ). Έπειτα, όπως φαίνεται και στο Σχήμα 5.1, υπολογίζεται η εξατμισοδιαπνοή καλλιέργειας (ET c ) 3, με πολλαπλασιασμό της ΕΤ o επί ένα φυτικό συντελεστή (Κ c ) που είναι χαρακτηριστικός για κάθε καλλιέργεια. ET c = K ET (5.11) c o Διάφορες άμεσες και έμμεσες μέθοδοι υπολογισμού έχουν αναπτυχθεί και εφαρμοστεί κατά το παρελθόν για την εκτίμηση της εξατμισοδιαπνοής αναφοράς. Οι άμεσες μέθοδοι στηρίζονται σε πειραματικές κυρίως μετρήσεις, ενώ οι έμμεσες σε εμπειρικές ή θεωρητικές σχέσεις, οι οποίες χρησιμοποιούνται όταν δεν υπάρχουν επαρκή δεδομένα μετρήσεων. Οι πιο χαρακτηριστικές από τις έμμεσες μεθόδους είναι η Blaney-Criddle, η μέθοδος Penman και η συνδυασμένη μέθοδος Penman-Monteith (Blaney and Criddle; 1962, Penman, 1963). Στην παρούσα διατριβή επιλέχθηκε η συνδυασμένη μέθοδος Penman-Monteith, που έχει χαρακτηριστεί ως η ακριβέστερη μέθοδος εκτίμησης τις εξατμισοδιαπνοής αναφοράς (Jensen et al., 1990) και συστήνεται από την Επιτροπή Ειδικών του FAO για την αναθεώρηση των μεθοδολογιών υπολογισμού των απαιτήσεων σε νερό των καλλιεργειών (Smith et al., 1991, Allen et al., 1994). 3 Η εξατμισοδιαπνοή που υπολογίζεται μ αυτή τη μέθοδο ονομάζεται δυνητική εξατμισοδιαπνοή και διαφέρει από την πραγματική εξατμισοδιαπνοή στο ότι δεν λαμβάνει υπόψη την πραγματική κατάσταση της εδαφικής υγρασίας και της βλάστησης.

121 110 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5 Κλιματικοί παράγοντες Καλλιέργεια αναφοράς (χορτοτάπητας ή μηδική) Θερμοκρασία Ακτινοβολία Ταχύτητα ανέμου Υγρασία Καλά αρδευόμενη καλλιέργεια Εξατμισοδιαπνοή αναφοράς Φυτικός συντελεστής K c Εξατμισοδιαπνοή καλλιέργειας Σχήμα 5.1: Εξατμισοδιαπνοή αναφοράς και εξατμισοδιαπνοή καλλιέργειας mid ini end Στάδιο ανάπτυξης Αρχικό Ταχείας ανάπτυξης Μέσης περιόδου Τελικό Σχήμα 5.2: Μεταβολή του φυτικού συντελεστή ετήσιας καλλιέργειας κατά τη βλαστική περίοδο Όσον αφορά τους φυτικούς συντελεστές (K c ), σύμφωνα με τους Doorenbos και Pruitt (1977), αντιπροσωπεύουν το λόγο της εξατμισοδιαπνοής καλλιέργειας προς την

122 ΑΠΟΤΙΜΗΣΗ ΤΗΣ ΑΞΙΑΣ ΤΟΥ ΑΡΔΕΥΤΙΚΟΥ ΝΕΡΟΥ 111 εξατμισοδιαπνοή αναφοράς. Ο κυριότερος διαχωρισμός τους γίνεται με βάση την κατηγορία των καλλιεργειών, δηλαδή σε φυτικούς συντελεστές ετήσιων καλλιεργειών και σε φυτικούς συντελεστές λοιπών κατά βάση πολυετών καλλιεργειών. Ειδικότερα, για την κατηγορία των ετήσιων καλλιεργειών, η τιμή των K c δεν είναι σταθερή, αλλά μεταβάλλεται κατά τη διάρκεια της βλαστικής περιόδου ανάλογα με τα στάδια ανάπτυξης της κάθε καλλιέργειας. Στο Σχήμα 5.2 απεικονίζεται η μεταβολή του φυτικού συντελεστή K c από το αρχικό στάδιο εγκατάστασης μιας καλλιέργειας (K c ini ), στο στάδιο της μέσης περιόδου (K c mid ) ως και το τελικό στάδιο ωρίμανσής της (K c end ) Οι ανάγκες των καλλιεργειών σε αρδευτικό νερό Οι τιμές της εξατμισοδιαπνοής καλλιέργειας, όπως αυτές προκύπτουν από την εφαρμογή της συνδυασμένης μεθόδου Penman-Monteith προσδιορίζουν σε μεγάλο βαθμό τις ανάγκες των καλλιεργειών σε αρδευτικό νερό. Ωστόσο, το νερό των αρδεύσεων δεν αποτελεί τη μοναδική πηγή νερού για τις καλλιέργειες, αφού αυτές χρησιμοποιούν επιπλέον το νερό των βροχοπτώσεων, της εδαφικής υγρασίας και της υπόγειας στάθμης, όταν αυτή βρίσκεται κοντά στην επιφάνεια του εδάφους. Η ποσοτική εκτίμηση του νερού που προέρχεται από την υπόγεια στάθμη, αλλά και την εδαφική υγρασία είναι αρκετά δύσκολη και πέρα από τα όρια της παρούσας διατριβής. Για το λόγο αυτό, αγνοείται η συμβολή των δύο αυτών πηγών νερού στην κάλυψη των αναγκών σε αρδευτικό νερό στην περιοχή μελέτης. Αντίθετα, η συμβολή των βροχοπτώσεων, ακόμα και κατά τη διάρκεια των θερινών μηνών που παρουσιάζουν χαμηλό ύψος βροχόπτωσης, είναι πολύ σημαντική και είναι δυνατόν να εκτιμηθεί σχετικά εύκολα, με τη βοήθεια εμπειρικών μεθόδων. Είναι, επομένως, απαραίτητο να αφαιρεθεί από την τιμή της εξατμισοδιαπνοής καλλιέργειας η ποσότητα του νερού που αντιστοιχεί στη φυσική τροφοδοσία των φυτών μέσω των βροχοπτώσεων. Η ποσότητα αυτή δεν αντιστοιχεί στο σύνολο των κατακρημνισμάτων που φτάνουν στο έδαφος, αλλά στο ποσοστό αυτών που διεισδύει στο έδαφος και χρησιμοποιείται τελικά από τα φυτά για την ανάπτυξή τους. Το μέρος αυτό της βροχής ονομάζεται ενεργή βροχόπτωση (P e ) και η διαφορά της από την πραγματική βροχόπτωση έγκειται σε διάφορους παράγοντες μεταξύ των οποίων: το ύψος και η ένταση της βροχής, η αποθηκευτικότητα του ριζοστρώματος και η διηθητικότητα του εδάφους. Για τον υπολογισμό της ενεργού βροχόπτωσης χρησιμοποιούνται διάφορες μέθοδοι που στηρίζονται κυρίως στη στατιστική υδρολογία, σε συνδυασμό με ορισμένες εμπειρικές μεθόδους. Μια απλή εμπειρική σχέση που εφαρμόζεται συχνά στη διεθνή

123 112 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5 βιβλιογραφία γι αυτό το σκοπό (Λατινόπουλος και Κρεστενίτης, 1987) και χρησιμοποιείται στην παρούσα διατριβή είναι η εξής: P e = P ( C + 0,125P) (5.12) όπου Ρ είναι το συνολικό μηνιαίο ύψος βροχής (με την προϋπόθεση ότι Ρ 7mm) και C είναι ένας εμπειρικός συντελεστής με τιμές από 10 έως 20, με τις τιμές κοντά στο 10 να αντιστοιχούν σε πεδινές περιοχές κοντά στη θάλασσα και τις μεγαλύτερες τιμές να αντιστοιχούν σε ορεινές, ηπειρωτικές και επικλινείς περιοχές. Οι συνολικές ανάγκες σε αρδευτικό νερό μιας περιοχής μελέτης είναι επίσης σκόπιμο να συμπεριλαμβάνουν τις απώλειες νερού που πραγματοποιούνται, τόσο κατά τη μεταφορά του, όσο και κατά την εφαρμογή του στο χωράφι. Αυτό ουσιαστικά συνεπάγεται αυξημένες ανάγκες σε αρδευτικό νερό, η εκτίμηση των οποίων γίνεται με τη βοήθεια ενός συντελεστή που ονομάζεται αποδοτικότητα άρδευσης (Ε p ) και ο οποίος χαρακτηρίζει το ύψος των εν λόγω απωλειών. Η αποδοτικότητα άρδευσης ενός δικτύου, στην απλή της μορφή, ισοδυναμεί με το γινόμενο της αποδοτικότητας διανομής (Ε d ) επί την αποδοτικότητα εφαρμογής της άρδευσης (Ε f ). E p = E E (5.13) d f Η αποδοτικότητα διανομής (Ε d ) αποτελεί μέτρο των απωλειών που σχετίζονται με την οργάνωση, τη λειτουργία, το μέγεθος και το είδος των αρδευτικών δικτύων. Η σημαντικότερη παράμετρος η οποία λαμβάνεται υπόψη στην προκειμένη περίπτωση είναι το είδος του δικτύου, το αν είναι δηλαδή επιφανειακό (ελεύθερης ροής) ή υπό πίεση δίκτυο. Όπως φαίνεται στον πίνακα 5.1, τα επιφανειακά δίκτυα - που καλύπτουν και το μεγαλύτερο ποσοστό της αρδευόμενης έκτασης στη λεκάνη του Λουδία - παρουσιάζουν σημαντικά μεγαλύτερες απώλειες νερού από τα υπό πίεση δίκτυα. Η αποδοτικότητα εφαρμογής της άρδευσης (Ε f ) φανερώνει το ποσοστό των απωλειών του νερού με τη μορφή της επιφανειακής απορροής και της βαθειάς διήθησης, το οποίο εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τη μέθοδο άρδευσης αλλά και από τον τύπο και την κατάσταση του εδάφους. Τη χαμηλότερη αποδοτικότητα εφαρμογής της άρδευσης την παρουσιάζουν, σύμφωνα με τον Πίνακα 5.1, οι επιφανειακές μέθοδοι άρδευσης (π.χ. κατάκλυση, αυλάκια), ενώ μεγαλύτερες τιμές εμφανίζει η τεχνητή βροχή (καταιονισμός) και η στάγδην άρδευση.

124 ΑΠΟΤΙΜΗΣΗ ΤΗΣ ΑΞΙΑΣ ΤΟΥ ΑΡΔΕΥΤΙΚΟΥ ΝΕΡΟΥ 113 Πίνακας 5.1: Αποδοτικότητα διανομής και εφαρμογής σε οργανωμένα αρδευτικά δίκτυα Τύπος δικτύου Συντήρηση και λειτουργία Αποδοτικότητα διανομής (Ε d ) Πολύ καλή μέχρι άριστη 0,60 0,75 Επιφανειακό Ικανοποιητική 0,50 0,60 Ελλιπής 0,35 0,50 Κακή 0,20 0,35 Υπό πίεση Ικανοποιητική μέχρι άριστη 0,80 0,95 Μέθοδος άρδευσης Κατάκλυση (λεκάνες) Περιορισμένη διάχυση (λωρίδες) Αυλάκια Καταιονισμός: Κλασικό σύστημα Αυτοκινούμενος εκτοξευτήρας υψηλής πίεσης Αυτοκινούμενη γραμμή άρδευσης Περιστρεφόμενο σύστημα (Pivot) Στάγδην άρδευση Πηγή: (Παπαζαφειρίου, 1999) Αποδοτικότητα εφαρμογής (Ε f ) 0,60 0,80 0,60 0,75 0,50 0,75 0,60 0,80 0,55 0,75 0,75 0,90 0,75 0,90 0,80 0,95 Οι συνολικές καθαρές ανάγκες λοιπόν σε αρδευτικό νερό σε κάθε περιοχή αναφοράς j (TCWR j ) με βάση το υφιστάμενο σχέδιο παραγωγής, τις καλλιεργητικές και τις αρδευτικές πρακτικές και μεθόδους δίνεται από την παρακάτω σχέση: ETc TCWR j = E d j j P E f e j j (5.14) 5.3 Η αποτίμηση του αρδευτικού νερού στη λεκάνη απορροής του Λουδία Χωρική διαφοροποίηση των αναγκών σε νερό στη λεκάνη του Λουδία Για τις ανάγκες της αποτίμησης της αξίας του αρδευτικού νερού στην περιοχή μελέτης, αλλά και της χωρικής διαφοροποίησης της αξίας αυτής με βάση τα ιδιαίτερα τοπικά χαρακτηριστικά κάθε περιοχής είναι καταρχήν απαραίτητη η εκτίμηση των αναγκών σε αρδευτικό νερό σε κάθε περιοχή αναφοράς. Για το σκοπό αυτό, με τη βοήθεια των γεωγραφικών συστημάτων πληροφοριών και των λογισμικών MapInfo (MapInfo, 2002) και Vertical Mapper (Northwood Technologies Inc. and Malconi Mobile Ltd., 2001), δημιουργήθηκε καταρχήν ένας τετραγωνικός κάνναβος (grid) στο σύνολο της έκτασης της λεκάνης του Λουδία, για τον καθορισμό ενός σταθερού χωρικού επιπέδου αναφοράς. Κάθε κελί j του καννάβου, ορίζει αυτό το επίπεδο αναφοράς και έχει διαστάσεις 225m 225m, έτσι ώστε η έκτασή του να είναι ίση με 50 στρέμματα περίπου (Σχήμα 5.3). Το σύνολο όλων αυτών των κελιών ( κελιά περίπου) καλύπτουν τη συνολική έκταση της λεκάνης απορροής του Λουδία. Είναι σκόπιμο να τονιστεί το γεγονός ότι, για τον υπολογισμό των αναγκών σε νερό, αλλά και για τη μετέπειτα

125 114 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5 εύρεση της αξίας του αρδευτικού νερού, οι διάφορες τιμές κάθε μεταβλητής που χρησιμοποιήθηκε στην ανάλυση καταχωρούνταν σε αντίστοιχα αρχεία καννάβου με το ίδιο μέγεθος κελιού (cell size) και την ίδια γεωγραφική αναφορά. 225 m 225 m Κελί αναφοράς Σχήμα 5.3: Δημιουργία τετραγωνικού καννάβου στη λεκάνη του Λουδία Σε αυτό το σημείο πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι η οριοθέτηση της λεκάνης του Λουδία έγινε με τη ψηφιοποίηση χαρτών της Γεωγραφικής Υπηρεσίας Στρατού (Γ.Υ.Σ.), κλίμακας 1: και κατόπιν με τη δημιουργία θεματικών επιπέδων για τις ισοϋψείς του εδάφους και για το υδρογραφικό δίκτυο (Σχήμα 3.2). Η εκτίμηση των αναγκών σε νερό των καλλιεργειών σε κάθε περιοχή j βασίστηκε, όπως αναφέρθηκε και στην προηγούμενη ενότητα, στη συνδυασμένη μέθοδο Penman- Monteith κατά FAO (Allen et al., 1998). Απαραίτητα δεδομένα για την εφαρμογή της συγκεκριμένης μεθόδου είναι οι βασικοί κλιματικοί παράγοντες, όπως για παράδειγμα: η μέση μέγιστη θερμοκρασία, η μέση ελάχιστη θερμοκρασία, η ταχύτητα του ανέμου, η μέση σχετική υγρασία και η μέση βροχόπτωση. Εννέα μετεωρολογικοί και βροχομετρικοί σταθμοί στο εσωτερικό της λεκάνης του Λουδία ή και λίγο έξω από αυτήν, χρησιμοποιήθηκαν για να δημιουργήσουν την αναγκαία βάση δεδομένων που με την εισαγωγή της στα γεωγραφικά συστήματα πληροφοριών συνέβαλε στην περαιτέρω χωρική τους ανάλυση.

126 ΑΠΟΤΙΜΗΣΗ ΤΗΣ ΑΞΙΑΣ ΤΟΥ ΑΡΔΕΥΤΙΚΟΥ ΝΕΡΟΥ 115 Εξετάστηκαν λοιπόν οι μηνιαίες τιμές όλων των φυσικών μεγεθών για τη χρονική περίοδο και υπολογίστηκαν οι μέσες μηνιαίες τιμές τους στους αντίστοιχους σταθμούς μέτρησης. Οι σταθμοί αυτοί απεικονίζονται στο Σχήμα 5.4, όπου εκτός από τη σημειακή τους θέση διακρίνεται και η επιφάνεια επιρροής που ορίζει η θέση τους, με βάση τη μέθοδο των πολυγώνων Thiessen. Η κατασκευή των πολυγώνων Thiessen πραγματοποιήθηκε με τη χάραξη των μεσοκαθέτων στα ευθύγραμμα τμήματα που συνδέουν γειτονικούς σταθμούς μέτρησης. Η συγκεκριμένη μέθοδος χρησιμοποιείται στην παρούσα διατριβή για τη δημιουργία θεματικών επιπέδων που να απεικονίζουν τη χωρική διαφοροποίηση των μετεωρολογικών δεδομένων που δεν έχουν πολλούς σταθμούς μέτρησης στην ευρύτερη περιοχή της λεκάνης του Λουδία (ταχύτητα ανέμου, υγρασία, εξάτμιση) 4. Οι σημειακές μετρήσεις της θερμοκρασίας (μέγιστη και ελάχιστη) και της βροχόπτωσης μετατράπηκαν σε αντίστοιχα θεματικά επίπεδα με τη βοήθεια του Vertical Mapper και των μεθόδων χωρικής παρεμβολής (spatial interpolation). Ειδικότερα, εφαρμόστηκε η μεθοδολογία ανάλυσης του εγγύτερου γείτονα (nearest neighbor analysis), η οποία αποσκοπεί στη σχεδίαση μιας περιοχής επιρροής γύρω από τις σημειακές μετρήσεις, έτσι ώστε να είναι δυνατόν να αποδοθούν τιμές στα αλληλεπικαλυπτόμενα κελιά του καννάβου (Gold and Roos, 1994). Με τον τρόπο αυτό, η μέθοδος του εγγύτερου γείτονα συνέβαλε στο να προσδιοριστούν οι μέσες μηνιαίες, αλλά και οι ετήσιες ισοκαμπύλες βροχόπτωσης (ισοϋέτιες) και θερμοκρασίας στα όρια της περιοχής μελέτης. Στα σχήματα 5.5 και 5.6 απεικονίζονται αντίστοιχα οι ισοϋέτιες και οι ισόθερμες καμπύλες μέγιστης θερμοκρασίας για το μήνα Ιούλιο (κρισιμότερος μήνας για τις αρδεύσεις στην περιοχή μελέτης), με βάση τις μέσες μηνιαίες τιμές των τελευταίων 30 χρόνων. Στη συνέχεια, ακολουθώντας ουσιαστικά την αντίστροφη διαδικασία στον Vertical Mapper, οι μέσες μηνιαίες τιμές των θεματικών επιπέδων που αντιστοιχούσαν σε μια συγκεκριμένη γεωγραφική έκταση καταχωρήθηκαν ως σημειακές τιμές σε αρχεία καννάβου, ώστε να είναι εφικτή η εφαρμογή της μεθόδου Penman-Monteith σε κάθε κελί j. Για το σκοπό αυτό δημιουργήθηκε και ένα επιπλέον αρχείο καννάβου, το οποίο προσδιορίζει το υψόμετρο, το γεωγραφικό πλάτος και το γεωγραφικό μήκος κάθε περιοχής αναφοράς. 4 Για την ηλιοφάνεια χρησιμοποιήθηκαν για όλη τη λεκάνη ενιαίες τιμές, σύμφωνα με τις μετρήσεις του σταθμού των Τρικάλων Ημαθίας

127 116 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5 Βροχόπτωση Εξάτμιση Θερμοκρασία Υγρασία Ηλιοφάνεια Άνεμος Σχήμα 5.4: Σταθμοί δεδομένων στην περιοχή μελέτης και επιφάνειες επιρροής τους σύμφωνα με τη μέθοδο των πολυγώνων Thiessen Σχήμα 5.5: Ισοϋέτιες καμπύλες μέσου ύψους βροχής (mm) κατά το μήνα Ιούλιο για την περίοδο

128 ΑΠΟΤΙΜΗΣΗ ΤΗΣ ΑΞΙΑΣ ΤΟΥ ΑΡΔΕΥΤΙΚΟΥ ΝΕΡΟΥ 117 Σχήμα 5.6: Ισοκαμπύλες μέσης μέγιστης θερμοκρασίας ( 0 C) κατά το μήνα Ιούλιο για την περίοδο Για την εκτίμηση της εξατμισοδιαπνοής αναφοράς (ET o ) χρησιμοποιήθηκε μια ειδική φόρμα υπολογισμού της μέσω του προγράμματος Excel, την οποία προτείνει και εφαρμόζει ο FAO. Στη φόρμα αυτή εισάγονται τα μηνιαία κλιματικά δεδομένα, οι γεωγραφικές συντεταγμένες και το υψόμετρο κάθε περιοχής και υπολογίζεται αυτόματα η ET o (Πίνακας Δ1 στο Παράρτημα Δ). Η επανάληψη αυτής της διαδικασίας σε όλες τις περιοχές αναφοράς j (και στις δηλαδή) πραγματοποιήθηκε με τη δημιουργία μιας ρουτίνας (μακροεντολής) στη visual basic. Η ρουτίνα αυτή εισάγει καταρχήν στη φόρμα υπολογισμού της ET o τα δεδομένα κάθε περιοχής αναφοράς από κατάλληλα διαμορφωμένα φύλλα εργασίας του Excel, στα οποία είχαν προηγουμένως μετατραπεί τα διάφορα θεματικά επίπεδα του καννάβου. Στη συνέχεια, υπολογίζει τις μηνιαίες τιμές της ET o και τις μεταφέρει σ ένα νέο φύλλο εργασίας όπου κάθε σειρά αποτελεσμάτων αντιστοιχεί σε μια περιοχή αναφοράς (δημιουργία πίνακα ). Τα αποτελέσματα αυτά παίρνουν, τέλος, γεωγραφική αναφορά (συντεταγμένες) και εισάγονται στο MapInfo ως αρχεία καννάβου. Η εκτίμηση, ωστόσο, της εξατμισοδιαπνοής καλλιέργειας (ET c ) απαιτεί τον πολλαπλασιασμό της ET o που προκύπτει από την προηγούμενη διαδικασία με ένα μέσο φυτικό συντελεστή (K c avg ) ο οποίος πρέπει να είναι ανάλογος με τη σύνθεση των καλλιεργειών κάθε περιοχής. Το μικρότερο δυνατό επίπεδο αναφοράς για τη σύνθεση των καλλιεργειών και επομένως και για τον υπολογισμό των φυτικών συντελεστών είναι αυτό του δημοτικού διαμερίσματος.

129 118 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5 Μέσες τιμές του συντελεστή K c για τις κυριότερες καλλιέργειες σε επίπεδο χώρας περιλαμβάνονται στην ΚΥΑ του 1989 για τον προσδιορισμό κατώτατων και ανώτατων ορίων των αναγκαίων ποσοτήτων για την ορθολογική χρήση νερού στην άρδευση, (Κ.Υ.Α.,1989). Επειδή, όμως, οι τιμές αυτές είναι ετήσιες, η εκτίμηση της εξατμισοδιαπνοής καλλιέργειας στην περιοχή μελέτης δεν θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί για κάθε μήνα ξεχωριστά. Για το λόγο αυτό χρησιμοποιήθηκαν αποτελέσματα από πειραματικές μετρήσεις της εξατμισοδιαπνοής καλλιέργειας στην πεδιάδα Θεσσαλονίκης (Papazafiriou, 1996) αλλά και σε άλλες περιοχές της Ελλάδας τα οποία, σε συνδυασμό με τις κατά τόπους εκτιμήσεις της εξατμισοδιαπνοής αναφοράς (με τη συνδυασμένη μέθοδο Penman-Monteith κατά FAO), προσδιόρισαν τελικά τους φυτικούς συντελεστές στα διάφορα στάδια ανάπτυξης των καλλιεργειών (Παπαζαφειρίου, 1999). Με βάση λοιπόν: α) τους συντελεστές K c στα διάφορα στάδια ανάπτυξης, β) τη χρονική περίοδο που διαρκούν τα στάδια αυτά για κάθε καλλιέργεια, και γ) την κατανομή των καλλιεργειών στη μέση εκμετάλλευση (δείκτης Γ_Β4), υπολογίστηκαν οι μέσοι μηνιαίοι φυτικοί συντελεστές σε κάθε δημοτικό διαμέρισμα, οι οποίοι αποτέλεσαν και ένα νέο θεματικό επίπεδο στο MapInfo. Από το νέο αυτό θεματικό επίπεδο και το επίπεδο (αρχείο καννάβου) της ΕΤ ο υπολογίστηκε τελικά η δυνητική εξατμισοδιαπνοή καλλιέργειας (ΕΤ c ) σε κάθε κελί j της λεκάνης του Λουδία. Στη συνέχεια, σύμφωνα με την εξίσωση (5.14), για τον προσδιορισμό των αναγκών σε νερό των καλλιεργειών είναι σκόπιμο να διαμορφωθούν δύο ακόμη θεματικά επίπεδα, ένα για την ενεργή βροχόπτωση και ένα για την αποδοτικότητα διανομής και εφαρμογής των αρδεύσεων. Το πρώτο από αυτά χρησιμοποιεί τα δεδομένα του δείκτη της φυσικής προσφοράς νερού (Υ_Π2) και τις ισοϋέτιες που διαμορφώθηκαν νωρίτερα. Με εφαρμογή, επομένως, της εξίσωσης (5.12) σε κάθε κελί του σχετικού κανάββου υπολογίστηκε η ενεργός βροχόπτωση (P e ), η οποία στη συνέχεια αφαιρέθηκε από την τιμή της εξατμισοδιαπνοής καλλιέργειας της αντίστοιχης περιοχής. Για την όσο το δυνατόν καλύτερη προσέγγιση της υφιστάμενης κατάστασης σχετικά με τις απώλειες των αρδεύσεων (δηλαδή του δείκτη Υ_Ε1), η λεκάνη του Λουδία διαχωρίστηκε κατ αρχήν σε δύο ευρύτερες ζώνες, τη ζώνη που λειτουργούν συλλογικά δίκτυα του ΓΟΕΒ Θεσσαλονίκης και στις υπόλοιπες περιοχές εκτός του ΓΟΕΒ. Στην πρώτη ζώνη οι απώλειες κατά τη μεταφορά (αποδοτικότητα διανομής Ε d ) προσδιορίστηκαν από το είδος του δικτύου που λειτουργεί σε κάθε ΤΟΕΒ (επιφανειακό ή υπό πίεση), λαμβάνοντας υπόψη τον Πίνακα 5.1. Αντίθετα, στις περιοχές εκτός δικτύου δόθηκε μια ενιαία τιμή για τις απώλειες ίση με 10%, σύμφωνα με τις διατάξεις της ΚΥΑ (1989).

130 ΑΠΟΤΙΜΗΣΗ ΤΗΣ ΑΞΙΑΣ ΤΟΥ ΑΡΔΕΥΤΙΚΟΥ ΝΕΡΟΥ 119 Όσον αφορά τη χωρική διαφοροποίηση της αποδοτικότητας εφαρμογής (E f ) των αρδεύσεων, αυτή εκτιμήθηκε σύμφωνα με πληροφορίες από τους αρμόδιους φορείς (Διευθύνσεις Γεωργίας) για τις επιλεγόμενες μεθόδους άρδευσης στις υφιστάμενες καλλιέργειες. Οι σχετικές πληροφορίες ελέγχθηκαν από τα γεωργικά στατιστικά δελτία του κάθε Δημοτικού Διαμερίσματος (Πίνακας Β1 στο Παράρτημα Β), στα οποία καταγράφεται ο αριθμός των γεωργικών μηχανημάτων και των συστημάτων άρδευσης, και κατόπιν τροποποιήθηκαν όπου αυτό κρίθηκε σκόπιμο. Οι τιμές που χρησιμοποιήθηκαν ανάλογα με το σύστημα άρδευσης 5 προήλθαν επίσης από τον Πίνακα 5.1. Έχοντας, επομένως, εκτιμήσει όλα τα απαραίτητα μεγέθη και έχοντας δημιουργήσει όλα τα θεματικά επίπεδα των μεγεθών αυτών στο MapInfo, έγινε πλέον εφικτός ο υπολογισμός, τόσο των συνολικών αναγκών σε νερό των καλλιεργειών (δείκτης Υ_Β3), όσο και της εντατικότητας κατανάλωσης αρδευτικού νερού (δείκτης Υ_Β4) σε κάθε περιοχή αναφοράς. Τα συγκεκριμένα αποτελέσματα στην αρχική τους μορφή ήταν καταχωρημένα σε αρχεία καννάβου. Στη συνέχεια, με τη συνδρομή της μεθόδου της χωρικής παρεμβολής (μέθοδος του εγγύτερου γείτονα), δημιουργήθηκε ένας νέος θεματικός χάρτης (Σχήμα 5.7), όπου η λεκάνη του Λουδία διαχωρίστηκε σε αρκετές υποπεριοχές, ομοιογενείς ως προς τις στρεμματικές ανάγκες σε νερό των μέσων γεωργικών τους εκμεταλλεύσεων. Αξίζει να τονιστεί ότι οι περιοχές αυτές δεν έχουν σ όλη τους την επιφάνεια την ίδια υδατοκατανάλωση, αλλά μόνο εκεί που υπάρχουν γεωργικές εκμεταλλεύσεις. Επίσης, η μέση τιμή της υδατοκατανάλωσης στη γεωργία δεν είναι δυνατόν να χαρακτηρίζει κάθε εκμετάλλευση που βρίσκεται στο εσωτερικό της συγκεκριμένης περιοχής. Αποτελεί, ωστόσο, μια αρκετά ικανοποιητική προσέγγιση των αναγκών σε νερό της μέσης γεωργικής εκμετάλλευσης (όπως αυτή ορίστηκε στο Κεφάλαιο 3) και, όπως θα φανεί στη συνέχεια, σημαντικό προσδιοριστικό παράγοντα της αξίας του αρδευτικού νερού στη συγκεκριμένη περιοχή. Παρατηρώντας το Σχήμα 5.7, διαπιστώνεται η μεγάλη διαφοροποίηση της αναγκαίας για τη γεωργία υδατοκατανάλωσης στα όρια της λεκάνης του Λουδία. Συγκεκριμένα, το νότιο και ανατολικό τμήμα της λεκάνης παρουσιάζει πολύ υψηλότερες τιμές απαιτήσεων σε νερό, οι οποίες σε σημαντικό ποσοστό οφείλονται στις εκτεταμένες καλλιέργειες ρυζιού και βαμβακιού, καθώς και στην ύπαρξη επιφανειακών δικτύων άρδευσης, με αρκετά μεγάλες απώλειες μεταφοράς. Ένας ακόμη λόγος που δημιουργεί αυτή τη διαφοροποίηση, είναι ότι οι νοτιοανατολικές περιοχές εμφανίζουν αρκετά μεγαλύτερη εξατμισοδιαπνοή συγκριτικά με τις υπόλοιπες εκτάσεις της λεκάνης, βάσει 5 Ε f = 0,7 για επιφανειακές μεθόδους άρδευσης, E f = 0,8 για καταιονισμό και E f =0,9 για στάγδην άρδευση

131 120 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5 των κλιματικών τους συνθηκών (υψηλότερες θερμοκρασίες και λιγότερες βροχοπτώσεις). Ανάγκες σε νερό (m 3 /στρέμμα) Σχήμα 5.7: Ανάγκες των καλλιεργειών σε αρδευτικό νερό στη λεκάνη του Λουδία Χωρική διαφοροποίηση της αξίας του νερού στη λεκάνη του Λουδία Στην ενότητα 5.1 περιγράφηκε αναλυτικά η μεθοδολογία υπολογισμού της αξίας του αρδευτικού νερού, σύμφωνα με τη μέθοδο της μεταβολής του ακαθάριστου κέρδους. Η μέθοδος αυτή μπορεί να εφαρμοστεί συνολικά για το επίπεδο της λεκάνης απορροής και να προκύψει έτσι η μέση αξία του νερού. Όμως, σε μια τόσο μεγάλη έκταση ο υπολογισμός της μέσης αξίας δεν θα είχε κανένα πρακτικό ενδιαφέρον. Αντίθετα, μια πολιτική διαχείρισης των υδατικών πόρων, που θα εξασφαλίζει την αποτελεσματική και κοινωνικά δίκαιη κατανομή του νερού σε συνδυασμό και με μια πιθανή μελλοντική προοπτική τιμολόγησης της αγροτικής χρήσης του, επιβάλλουν μια πιο λεπτομερή ανάλυση που θα γίνεται μεν στο πλαίσιο της λεκάνης απορροής (όπως δηλαδή επιτάσσει η Οδηγία-Πλαίσιο), αλλά θα εξετάζει επιπλέον και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των επιμέρους υποπεριοχών (Λατινόπουλος και Μυλόπουλος, 2005). Για το λόγο αυτό πραγματοποιήθηκε συνδυασμένη χρήση της μεθόδου της μεταβολής του ακαθάριστου κέρδους με τη βοήθεια των Γεωγραφικών Συστημάτων Πληροφοριών, η οποία αποτελεί στην ουσία προέκταση της όλης διαδικασίας που ακολουθήθηκε στην προηγούμενη ενότητα για τη χωρική διαφοροποίηση των αναγκών σε αρδευτικό νερό.

132 ΑΠΟΤΙΜΗΣΗ ΤΗΣ ΑΞΙΑΣ ΤΟΥ ΑΡΔΕΥΤΙΚΟΥ ΝΕΡΟΥ 121 Γίνεται, συνεπώς, αντιληπτό από τα παραπάνω ότι τα Γεωγραφικά Συστήματα Πληροφοριών αποτελούν βασικό εργαλείο για την εύρεση της αξίας του νερού στη γεωργία. Σύμφωνα, άλλωστε, με τους Bateman et al. (2002), η δημιουργική χρήση του χώρου δίνει συνήθως κίνητρο για την ενσωμάτωση των τεχνικών των Γεωγραφικών Συστημάτων Πληροφοριών στην επιστήμη της οικονομίας του περιβάλλοντος και της αποτίμησης των φυσικών πόρων. Πρέπει να σημειωθεί πως ο όρος δημιουργική χρήση αναφέρεται στην ανάπτυξη των κατάλληλων τεχνικών και μεθόδων μέσω των οποίων είναι δυνατόν να εξαχθούν κρίσιμα συμπεράσματα από τα χωρικά δεδομένα, τα οποία μπορούν μετέπειτα να χρησιμοποιηθούν με τρόπο κατάλληλο, ώστε να γίνουν καλύτερα αντιληπτές οι κινητήριες δυνάμεις που κρύβονται πίσω από κάθε χωρικό σύστημα (Irwin and Geoghegan, 2001). Μετά την εύρεση των αναγκών σε νερό (ΤCWR j ) κάθε περιοχής αναφοράς στη λεκάνης του Λουδία, είναι απαραίτητος ο υπολογισμός του αριθμητή (INPA j ) της σχέσης 5.1, δηλαδή της μεταβολής του ακαθάριστου κέρδους των γεωργικών εκμεταλλεύσεων (στην ίδια περιοχή αναφοράς) εξαιτίας των αρδεύσεων. Με άλλα λόγια, επιδιώκεται η εκτίμηση της χωρικής διαφοροποίησης της μεταβολής του ακαθάριστου κέρδους, ή αλλιώς, η τιμή του σε κάθε κελί j του καννάβου. Για το σκοπό αυτό, δημιουργήθηκε ένα νέο θεματικό επίπεδο, το οποίο, όπως και για την περίπτωση του μέσου φυτικού συντελεστή K c, βασίστηκε στην κατανομή των καλλιεργειών στη μέση εκμετάλλευση (δείκτης Γ_Β4). Η ποσοστιαία κατανομή της έκτασης κάθε καλλιέργειας στην υφιστάμενη μέση εκμετάλλευση αποδίδεται με τον όρο S 1 i στην εξίσωση (5.9). Οι υπόλοιπες παράμετροι του αριστερού αθροίσματος της συγκεκριμένης εξίσωσης είναι εκ των προτέρων γνωστοί, αφού χρησιμοποιήθηκαν για τον υπολογισμό του ακαθάριστου κέρδους των γεωργικών εκμεταλλεύσεων (δείκτη Γ_Β1) ανά Δημοτικό Διαμέρισμα της λεκάνης του Λουδία (Σχήμα 3.11). Άρα μένει να υπολογιστεί στη συνέχεια το δεξί άθροισμα, δηλαδή το συνολικό ακαθάριστο κέρδος της μέσης εκμετάλλευσης, στο δυνητικό σενάριο της ξηρικής γεωργίας. Μια μέθοδος που εφαρμόζεται σε αρκετές περιπτώσεις όπου αναζητείται η κατάλληλη κατανομή των εκμεταλλεύσεων, ώστε να μεγιστοποιείται το γεωργικό εισόδημα και παράλληλα να ικανοποιείται ένα πλήθος καλλιεργητικών περιορισμών, είναι αυτή του γραμμικού προγραμματισμού. Η αντικειμενική συνάρτηση του γραμμικού προγραμματισμού που επιδιώκει τη μεγιστοποίηση του ακαθάριστου κέρδους κάθε υποπεριοχής περιγράφεται από την εξίσωση (5.7). Για την επίλυση του προβλήματος αυτού έγινε χρήση του λογισμικού βελτιστοποίησης LINDO - Linear Interactive and Discrete Optimizer (LINDO Systems Inc., 1997) και υπολογίστηκαν, τελικά, οι εκτάσεις

133 122 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5 κάθε ξηρικής καλλιέργειας (S 0 i ). Ένα σχετικό παράδειγμα σύνταξης της μήτρας σ ένα πρόβλημα γραμμικού προγραμματισμού, καθώς επίσης και τα αποτελέσματα από την επίλυσή του με τη βοήθεια του LINDO, παρουσιάζονται στον Πίνακα Δ2 του Παραρτήματος Δ. Όσον αφορά τις ξηρικές καλλιέργειες που εισήχθησαν στις μήτρες υπολογισμού του γραμμικού προγραμματισμού, αυτές αντιπαραβλήθηκαν με τις κυριότερες υφιστάμενες αρδευόμενες καλλιέργειες στον Πίνακα 5.2 Πίνακας 5.2: Καλλιέργειες σ ένα υφιστάμενο και ένα ξηρικό σχέδιο παραγωγής Υφιστάμενες αρδευόμενες καλλιέργειες (S i 1 ) Βαμβάκι ποτιστικό Ρύζι Καλαμπόκι Ροδακινιά Τεύτλα Μηδική Σπαράγγια Βιομηχανική Ντομάτα Κηπευτικά Σιτάρι σκληρό Καπνός ποτιστικός Λοιπές κηπευτικές καλλιέργειες Δυνητικές ξηρικές καλλιέργειες (S i 0 ) Βαμβάκι ξηρικό Σιτάρι μαλακό Κριθάρι Ελιές Όσπρια Βίκος για σανό Βερίκοκα όψιμα Αρακάς Μπάμιες ξηρικές Σιτάρι σκληρό Καπνός ξηρικός Αμπέλια Έχοντας εκτιμήσει όλους τους όρους της εξίσωσης (5.9) για το σύνολο των υποπεριοχών j είναι πλέον εύκολη η δημιουργία ενός νέου θεματικού χάρτη, στον οποίο θα παρουσιάζεται η οικονομική συμβολή των αρδεύσεων στη γεωργία, δηλαδή η χωρική απεικόνιση της μεταβολής του ακαθάριστου κέρδους (INPA j ). Στη συνέχεια, οι περιοχές του χάρτη έπρεπε να μετατραπούν σε σημεία του καννάβου, έτσι ώστε σε κάθε κελί j να αντιστοιχεί και μια τιμή της INPA j. Τέλος, διαιρώντας κάθε σημειακή παρατήρηση του συγκεκριμένου θεματικού χάρτη με τις κατά τόπους τιμές των αναγκών σε νερό (ΤCWR j ) υπολογίστηκε η αξία χρήσης του νερού στη γεωργία (WVAL j ), εκφρασμένη σε ανά κυβικό μέτρο, καθώς και η χωρική μεταβολή της στο εσωτερικό της λεκάνης απορροής του Λουδία. Αναλυτικά, τα διάφορα στάδια υπολογισμού της αξίας του νερού στη γεωργία απεικονίζονται μέσα από τα κυριότερα ενδιάμεσα θεματικά επίπεδα του MapInfo, στο Σχήμα 5.8. Το αποτέλεσμα αυτής της διαδικασίας, δηλαδή οι χωρικές τιμές της WVAL στο εσωτερικό της λεκάνης του Λουδία, παρουσιάζονται στη συνέχεια, στο χάρτη του Σχήματος 5.9.

134 ΑΠΟΤΙΜΗΣΗ ΤΗΣ ΑΞΙΑΣ ΤΟΥ ΑΡΔΕΥΤΙΚΟΥ ΝΕΡΟΥ 123 Σχήμα 5.8: Μεθοδολογία υπολογισμού της αξίας του νερού στη γεωργία Αξία αρδευτικού νερού ( /m 3 ) Σχήμα 5.9: Η αξία του αρδευτικού νερού στη λεκάνη του Λουδία

135 124 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5 Όπως φαίνεται στο θεματικό χάρτη του Σχήματος 5.9, η αξία του αρδευτικού νερού εμφανίζει σημαντικές μεταβολές από περιοχή σε περιοχή καθώς κυμαίνεται από 0,04 /m 3 έως και 0,42 /m 3. Οι αντίστοιχες σημειακές τιμές από τις οποίες προκύπτουν οι χωρικές προσεγγίσεις της αξίας του νερού ξεκινούν από τα 0,02 /m 3 και φθάνουν ως και τα 0,45 /m 3. Οι τιμές αυτές διαχωρίστηκαν σε 18 κλάσεις (με εύρος κλάσης ίσο με 0,025) και απεικονίζονται σ ένα ιστόγραμμα σχετικών συχνοτήτων 6 στο Σχήμα Στο ιστόγραμμα αυτό, η μεγαλύτερη συχνότητα (περίπου 25%) παρατηρείται μεταξύ 0,10 και 0,125 /m 3 ενώ σχεδόν στο 22% των παρατηρήσεων το νερό αποτιμάται χαμηλότερα από 0,05 /m 3. Διαπιστώνεται, ακόμη, ότι σ ένα αρκετά μεγάλο ποσοστό των αγροτικών εκτάσεων της λεκάνης του Λουδία (περίπου στο 40%) η αξία του νερού φαίνεται να υπερβαίνει τα 0,15 /m Σχετική συχνότητα Αξία του νερού ( /m 3 ) Σχήμα 5.10: Ιστόγραμμα σχετικής συχνότητας της αξίας του αρδευτικού νερού Αξίζει να σημειωθεί ότι το ιστόγραμμα της σχετικής συχνότητας της αξίας του νερού δεν προσεγγίζει σε καμιά περίπτωση την κανονική κατανομή (ή αλλιώς κατανομή κατά Gauss), αλλά ούτε και κάποια άλλη συμμετρική κατανομή. Δεν ενδείκνυται, επομένως, 6 Σχετική συχνότητα μιας κλάσης είναι η συχνότητα της κλάσης διηρημένη με το άθροισμα των συχνοτήτων όλων των κλάσεων.

136 ΑΠΟΤΙΜΗΣΗ ΤΗΣ ΑΞΙΑΣ ΤΟΥ ΑΡΔΕΥΤΙΚΟΥ ΝΕΡΟΥ 125 η χρησιμοποίηση στατιστικών ελέγχου για τον εντοπισμό των ορίων εμπιστοσύνης και των ακραίων τιμών. Ωστόσο, είναι αρκετά εμφανές ότι οι τιμές που είναι μεγαλύτερες των 0,30 /m 3 αντιστοιχούν σ ένα πολύ μικρό ποσοστό του συνόλου των παρατηρήσεων (μικρότερο από 1%) και αποτελούν άρα μεμονωμένες περιπτώσεις. Για το λόγο αυτό, μπορούν να χαρακτηριστούν και ως ακραίες τιμές, οι οποίες μάλιστα δεν ελήφθησαν υπόψη στη μετέπειτα ανάλυση. Όσον αφορά τη μέση αξία του νερού στη λεκάνη του Λουδία, αυτή υπολογίστηκε με τη βοήθεια των Γεωγραφικών Συστημάτων Πληροφοριών και του σταθμισμένου μέσου όρου της αξίας κάθε υποπεριοχής (WVAL j ) 7 και βρέθηκε ίση με 0,126 /m 3 (σχεδόν στο όριο της κλάσης με τη μεγαλύτερη συχνότητα). Η χωρική διαφοροποίησή της αξίας του αρδευτικού νερού είναι δυνατόν να διερευνηθεί, είτε α) βάσει των περιοχών αναφοράς της περιοχής μελέτης, είτε β) βάσει των συστάδων ανάλυσης. Στο πλαίσιο της χωρικής ανάλυσης που εξετάζει τις περιοχές αναφοράς (j), εντάσσονται τα αποτελέσματα του Σχήματος 5.9, από το οποίο συνάγεται πως στο δυτικό και βόρειο μέρος της λεκάνης οι τιμές είναι αρκετά υψηλότερες από ότι στις νότιες και ανατολικές περιοχές. Παρατηρώντας, επομένως, το συγκεκριμένο θεματικό χάρτη σε συνδυασμό με τον χάρτη του σχήματος 5.7 διαφαίνεται μια συσχέτιση μεταξύ της αξίας του νερού και των συνολικών αρδευτικών αναγκών μιας περιοχής, η οποία εξετάζεται και σχολιάζεται στη συνέχεια. Η διακύμανση της μέσης αξίας του αρδευτικού νερού στις περιοχές που ορίζουν οι διάφορες συστάδες ανάλυσης απεικονίζεται στα Σχήματα 5.11 (λεκάνη του Λουδία) και 5.12 (περιοχή δικαιοδοσίας του ΓΟΕΒ Θεσσαλονίκης). Συγκρίνοντας τα δύο σχήματα διαπιστώνεται ότι η διακύμανση των τιμών μεταξύ των συστάδων είναι μεγαλύτερη όταν εξετάζεται το σύνολο της λεκάνης. Επίσης, με βάση τα αποτελέσματα αυτής της ανάλυσης, η αξία του νερού φαίνεται ότι είναι μεγαλύτερη στις περιοχές εκείνες που κυριαρχούν οι καλλιέργειες ροδάκινων (συστάδα 4 και στα δύο σχήματα), καπνού και κηπευτικών (συστάδα 7 στο Σχήμα 5.11 και συστάδα 6 στο Σχήμα 5.12). Αντίθετα, το νερό παρουσιάζει τη χαμηλότερη αξία χρήσης του στις γεωργικές εκμεταλλεύσεις που εξυπηρετούνται από τα συλλογικά δίκτυα του ΓΟΕΒ Θεσσαλονίκης και ιδιαίτερα σ αυτές που βρίσκονται μέσα ή στην ευρύτερη περιοχή του Δέλτα των ποταμών Αξιού Λουδία Αλιάκμονα (συστάδα 1 και στα δύο σχήματα 8 ). 7 Τιμές άνω των 0,30 /m 3 δεν συνυπολογίστηκαν στην εύρεση της μέσης αξίας. 8 Η πρώτη συστάδα είναι η ίδια περιοχή είτε εξετάζεται συνολικά η λεκάνη του Λουδία (Σχήμα 3.14) είτε η περιοχή υπό τη δικαιοδοσία του ΓΟΕΒ Θεσσαλονίκης (Σχήμα 3.15).

137 126 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5 Με άλλα λόγια, η αξία χρήσης του νερού παρουσιάζεται αντιστρόφως ανάλογη της περιβαλλοντικής αξίας του, η οποία στην περιοχή του Δέλτα είναι σίγουρα πολύ μεγαλύτερη από οποιαδήποτε άλλη περιοχή της λεκάνης απορροής. Αν λοιπόν οι δύο αυτές χρήσεις ήταν ανταγωνιστικές μεταξύ τους, τότε η αρδευόμενη γεωργία θα έπρεπε να περιοριστεί σημαντικά στις συγκεκριμένες γεωργικές εκτάσεις. Ωστόσο, η καλλιέργεια ορυζώνων (όπου χρησιμοποιούνται μεγάλες ποσότητες νερού με μικρή αξία ανά κυβικό μέτρο) στην περιοχή του Δέλτα συμβάλλει σημαντικά στη διατήρηση της πανίδας (μάλιστα, όπως αναφέρεται στην Ενότητα 3.1.3, επιδοτείται και για το λόγο αυτό). Επομένως, σ ό,τι τουλάχιστον αφορά την κατανάλωση νερού (και όχι την ποιοτική του κατάσταση), οι δύο χρήσεις δεν φαίνεται να ανταγωνίζονται μεταξύ τους. Αντίθετα, αποτελούν δύο από τις κύριες συνιστώσες της συνολικής αξίας του νερού ως αγρο-περιβαλλοντικού αγαθού. Συστάδα 1 0,025 Συστάδα 2 0,081 Συστάδα 3 0,146 Συστάδα 4 0,209 Συστάδα 5 Συστάδα 6 Συστάδα 7 0,170 0,182 0, ,05 0,1 0,15 0,2 0,25 Aξία του νερού ( /m 3 ) Σχήμα 5.11: Μέση αξία του νερού στις συστάδες ανάλυσης της λεκάνης του Λουδία Συστάδα 1 0,025 Συστάδα 2 0,075 Συστάδα 3 0,138 Συστάδα 4 Συστάδα 5 0,158 0,166 Συστάδα 6 0, ,05 0,1 0,15 0,2 0,25 Aξία του νερού ( /m 3 ) Σχήμα 5.12: Μέση αξία του νερού στις συστάδες ανάλυσης του ΓΟΕΒ Θεσσαλονίκης

138 ΑΠΟΤΙΜΗΣΗ ΤΗΣ ΑΞΙΑΣ ΤΟΥ ΑΡΔΕΥΤΙΚΟΥ ΝΕΡΟΥ 127 Η αξία του νερού, όπως έχει ήδη αναφερθεί, αποτελεί την επιθυμία του γεωργού για πληρωμή, έτσι ώστε να διασφαλίσει την εφαρμογή στο χωράφι του μιας συγκεκριμένης ποσότητας νερού (Briscoe, 1996). Η επιθυμία αυτή για πληρωμή μπορεί να αναπαρασταθεί γραφικά σε συνάρτηση με τη μέση στρεμματική κατανάλωση του νερού ανά περιοχή αναφοράς. Με τον τρόπο αυτό, γίνεται εφικτή για κάθε περιοχή j, η συσχέτιση της αξίας χρήσης του αρδευτικού νερού με την υφιστάμενη κατανάλωσή του στη γεωργία, μέσα από ένα διάγραμμα διασποράς που συνδέει τα δύο αυτά μεγέθη και συμπεριλαμβάνει όλες τις σημειακές εκτιμήσεις της αξίας του νερού, εκτός από τις ακραίες του τιμές. Το αποτέλεσμα αυτής της διαδικασίας αποτυπώνεται στο διάγραμμα του σχήματος 5.13, το οποίο είναι δυνατό να διαχωριστεί σε δύο τμήματα: α) σ ένα τμήμα όπου η στρεμματική κατανάλωση νερού ξεπερνάει τα 900 m 3 και φθάνει ως και τα 1400 m 3 ανά στρέμμα, στο οποίο η αξία του νερού παρουσιάζει μια πολύ μικρή διακύμανση, με τιμές κοντά στο επίπεδο των 0,02 /m 3, και β) σ ένα τμήμα όπου η μέση στρεμματική κατανάλωση κυμαίνεται από 400 m 3 έως και 900 m 3, με την αξία του νερού να εμφανίζει αρκετά μεγάλο εύρος τιμών (0,02 /m /m 3 ) και ως εκ τούτου να μην παρουσιάζει σημαντική συσχέτιση με την υδατοκατανάλωση. Γίνεται άρα αντιληπτό ότι υπάρχει σε γενικές γραμμές μια αρνητική συσχέτιση μεταξύ της αξίας και της κατανάλωσης του αρδευτικού νερού, αλλά επίσης ότι η σχέση αυτή δεν είναι απόλυτη ούτε και τόσο απλοϊκή, όσο διαφαίνεται από την εξίσωση (5.1). Σχήμα 5.13: Γράφημα διασποράς της αξίας του νερού και της κατανάλωσής του

139 128 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5 Εκ πρώτης όψεως λοιπόν, μια τιμολογιακή πολιτική που θα στηρίζεται στην ογκομετρική τιμολόγηση δεν θα έχει καμιά συνέπεια στις γεωργικές αποφάσεις και επομένως και στην εξοικονόμηση νερού αν δεν ξεπερνάει τα 0,02 /m 3, δηλαδή την κατώτερη επιθυμία για πληρωμή στα όρια της περιοχής μελέτης. Άρα, μια χαμηλή τιμολόγηση του αρδευτικού νερού θα έχει περισσότερο φοροεισπρακτικό χαρακτήρα, παρά θα συμβάλει στην αποτελεσματικότερη χρήση του νερού 9. Επίσης, είναι φανερό ότι οι περιοχές στις οποίες οι γεωργοί θα αντιδράσουν πρώτοι σε κάποια ενδεχόμενη τιμολόγηση του νερού, είτε μεταβάλλοντας το καλλιεργητικό τους σχέδιο είτε μειώνοντας την κατανάλωση νερού μέσα από αποδοτικότερα συστήματα άρδευσης, είναι αυτές που βρίσκονται στο νοτιο-ανατολικό άκρο της λεκάνης, δηλαδή στην περιοχή που ορίζει η πρώτη συστάδα ανάλυσης. Όσον αφορά τις τοπικές αλλά και τις συνολικές επιπτώσεις της τιμολόγησης με τιμές άνω των 0,02 /m 3, αυτές δεν είναι δυνατόν να εκτιμηθούν βάσει της αξία χρήσης του αρδευτικού νερού, αλλά προαπαιτούν την κατασκευή της καμπύλης ζήτησής του σε κάθε υποπεριοχή μελέτης (συστάδα ανάλυσης στην παρούσα εργασία). Για το σκοπό αυτό, διάφορες μέθοδοι μπορούν να εφαρμοστούν, με πιο κοινές από όλες αυτές του γραμμικού και του μη γραμμικού προγραμματισμού. Στην παρούσα διατριβή ωστόσο επιλέχθηκε η εκτίμηση της καμπύλης ζήτησης με τη βοήθεια της πολυκριτηριακής ανάλυσης. Αφού, λοιπόν, πραγματοποιηθεί στο επόμενο κεφάλαιο μια εισαγωγή στη θεωρία της πολυκριτηριακής ανάλυσης, ακολουθεί στη συνέχεια (Κεφάλαιο 7) εφαρμογή αυτής με στόχο την κατασκευή της καμπύλης ζήτησης του νερού σε κάθε συστάδα ανάλυσης μέσα από την εκτίμηση των συναρτήσεων χρησιμότητας των γεωργών στις διάφορες περιοχές. 9 Φοροεισπρακτικό χαρακτήρα παρουσιάζει κάθε μορφή τιμολόγησης στα ανελαστικά τμήματα της καμπύλης ζήτησης του νερού και ιδιαίτερα σ αυτά που εμφανίζονται στις υψηλές τιμές του νερού. Στο σημείο αυτό ωστόσο, η καμπύλη ζήτησης δεν έχει ακόμα διαμορφωθεί οπότε το μόνο εμφανές ανελαστικό τμήμα είναι αυτό το οποίο ορίζεται από την τιμή μηδέν ως την ελάχιστη επιθυμία για πληρωμή.

140 Κεφάλαιο 6: Βασικές αρχές και μέθοδοι της πολυκριτηριακής ανάλυσης 6.1 Εισαγωγή στη θεωρία της πολυκριτηριακής ανάλυσης Πλαίσιο εφαρμογής της πολυκριτηριακής ανάλυσης Στα προηγούμενα κεφάλαια παρουσιάστηκε αναλυτικά η σχέση της γεωργίας με το περιβάλλον, την κοινωνία και την οικονομία. Διαμορφώθηκε επίσης ένα σύστημα δεικτών αειφορίας, το οποίο μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως βάση αποτίμησης των υφιστάμενων πιέσεων στην περιοχή μελέτης αλλά και πρόβλεψης των πιθανών επιπτώσεων από τη δυνητική εφαρμογή νέων πολιτικών και την επιβολή συγκεκριμένων μέτρων στη γεωργία και τις αρδεύσεις. Υπολογίστηκε στη συνέχεια η αξία του αρδευτικού νερού και η χωρική του διαφοροποίηση στην έκταση της λεκάνης του Λουδία. Όλα τα παραπάνω αποτελούν χρήσιμα στοιχεία και εργαλεία που χρησιμοποιούνται στη συνέχεια της διατριβής με σκοπό τη διερεύνηση των διαδικασιών λήψης αποφάσεων (decision making) στο χώρο της αρδευόμενης γεωργίας, τόσο από πλευράς των γεωργών, όσο και από τους υπεύθυνους χάραξης αγροτικής ή υδατικής πολιτικής. Η επίλυση των πολύπλοκων και ιδιαίτερα σημαντικών προβλημάτων λήψης αποφάσεων είναι αδύνατο να πραγματοποιηθεί με αποτελεσματικό τρόπο μέσω μιας μονόπλευρης και μονοδιάστατης ανάλυσης, αλλά απαιτεί μια συνθετική και πολυδιάστατη προσέγγιση. Για το λόγο αυτό χρησιμοποιείται στη συνέχεια η πολυκριτηριακή ανάλυση, η οποία αποτελεί κλάδο της θεωρίας των αποφάσεων και εργαλείο της επιχειρησιακής έρευνας, το οποίο αξιολογεί τα πολλαπλά και κατά κανόνα αντικρουόμενα κριτήρια κατά τη διαδικασία λήψης μια απόφασης (Zoints, 1992). Είναι ουσιαστικά ένας τρόπος αντιμετώπισης σύνθετων προβλημάτων μέσα από τη θεώρησή τους ως ένα σύνολο επιμέρους προβλημάτων τα οποία παρουσιάζουν συνοχή μεταξύ τους, καλύπτουν πλήρως το εξεταζόμενο αντικείμενο και δίνουν τη δυνατότητα στους εκάστοτε αποφασίζοντες (decision makers) να τα διαχειριστούν εύκολα αλλά και αποτελεσματικά, στο πλαίσιο πάντα ενός συστήματος προτιμήσεων και αξιών, το οποίο χρησιμοποιούν συνειδητά ή ίσως και ασυνείδητα. Στην παρούσα διατριβή η πολυκριτηριακή ανάλυση χρησιμοποιείται ως εξής: α) Με την πλέον κοινή μεθοδολογία, όπου δηλαδή ακολουθείται η διαδικασία λήψης αποφάσεων (multicriteria decision-making) για την εύρεση των βέλτιστων κατά περίπτωση λύσεων. Συγκεκριμένα, μ αυτή την μεθοδολογία υπολογίζεται ένας

141 130 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6 σημαντικός αριθμός δυνητικών καταστάσεων του συστήματος γεωργία αρδεύσεις περιβάλλον που διαφοροποιείται βάσει των εναλλακτικών τρόπων προσέγγισης της έννοιας της αειφορικής διαχείρισης του συστήματος αλλά και των ποικίλων σεναρίων αγροτικής και υδατικής πολιτικής, που μπορούν να εφαρμοστούν στην περιοχή μελέτης (Κεφάλαιο 8). β) Με την αντίστροφη διαδικασία, μέσω δηλαδή του προσδιορισμού της συμπεριφοράς μιας κοινωνικής ομάδας, η οποία στηρίζεται στην παρατήρηση των υφιστάμενων επιλογών των μελών της και στην εύρεση των βασικότερων παραμέτρων που φαίνεται να επηρεάζουν τις αποφάσεις τους. Με τον τρόπο αυτό επιτυγχάνεται η εκτίμηση των συναρτήσεων χρησιμότητας των γεωργών στις διάφορες περιοχές και επιχειρείται η πρόβλεψη των αντιδράσεών τους στα διαφορετικά σενάρια τιμολόγησης του αρδευτικού νερού, έτσι ώστε τελικά να διαμορφωθεί η καμπύλη ζήτησης του νερού στη γεωργία (Κεφάλαιο 7) Ιστορική αναδρομή της μεθόδου της πολυκριτηριακής ανάλυσης Η πολυκριτηριακή ανάλυση είναι ένας αρκετά εξελισσόμενος χώρος της επιχειρησιακής έρευνας, τόσο σε θεωρητικό, όσο και σε πρακτικό επίπεδο, καθώς από τη δεκαετία του 1960 έως και σήμερα η ανάπτυξή της ήταν ραγδαία. Αξίζει να αναφερθεί ότι η προσπάθεια σύνθεσης πολλαπλών κριτηρίων χρονολογείται από τα τέλη του 19 ου αιώνα και την εργασία του Pareto, ο οποίος έθεσε τις βασικές αρχές και έννοιες τόσο της αποτελεσματικότητας όσο και της μεταγενέστερης πολυκριτηριακής ανάλυσης. Έπειτα, οι Von Neumann και Morgenstern (1944) ανέπτυξαν τη θεωρία της χρησιμότητας, που βρίσκει σημαντική εφαρμογή σε διάφορες μεθοδολογίες και τεχνικές της πολυκριτηριακής ανάλυσης αποφάσεων (δες πολυκριτήρια θεωρία χρησιμότητας στην Ενότητα 6.2.3). Στη συνέχεια, η έννοια της αποτελεσματικότητας κατά Pareto διευρύνθηκε από τον Koopmans (1951), ο οποίος εισήγαγε την αποτελεσματικότητα ενός συνόλου εναλλακτικών δραστηριοτήτων, που δεν κυριαρχούνται από άλλες δραστηριότητες (non-dominated set), και η οποία, όπως αναφέρεται στις ενότητες και στα κεφάλαια που ακολουθούν, αποτελεί τη βάση για τη λήψη αποφάσεων σε σύνθετα προβλήματα με πληθώρα κριτηρίων και εφικτών λύσεων. Στηριζόμενοι, λοιπόν, στις προαναφερθείσες εργασίες, οι Charnes και Cooper (1961) πραγματοποίησαν τη σύνδεση μεταξύ της θεωρίας του γραμμικού προγραμματισμού και της πολυκριτηριακής ανάλυσης 1, ενώ τέσσερα χρόνια αργότερα ο Fishburn (1965) 1 Πιο συγκεκριμένα, συνέδεσαν τη θεωρία του γραμμικού προγραμματισμού με τον προγραμματισμό στόχων (goal programming)

142 ΒΑΣΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΚΑΙ ΜΕΘΟΔΟΙ ΤΗΣ ΠΟΛΥΚΡΙΤΗΡΙΑΚΗΣ ΑΝΑΛΥΣΗΣ 131 επεξέτεινε τη θεωρία της χρησιμότητας σε προβλήματα λήψης αποφάσεων με πολλαπλά κριτήρια. Σε ό,τι αφορά την Ευρωπαϊκή Σχολή της πολυκριτηριακής ανάλυσης, τα θεμέλιά της τέθηκαν από το Roy (1968), ο οποίος διατύπωσε τη θεωρία των σχέσεων υπεροχής (outranking relations), μια θεωρία που διαφοροποιείται σημαντικά από όλα τα προηγούμενα μεθοδολογικά ρεύματα. Από τις αρχές της δεκαετίας του 1970 η πολυκριτηριακή ανάλυση βρήκε πεδίο εφαρμογής σ ένα ευρύ επιστημονικό και ερευνητικό πεδίο, ολοένα και διευρυνόμενο στα επόμενα χρόνια. Μεταξύ άλλων λοιπόν, χρησιμοποιήθηκε για τη λήψη αποφάσεων στον αγροτικό χώρο, τόσο σε επίπεδο γεωργικών εκμεταλλεύσεων όσο και σε επίπεδο ευρύτερου τοπικού και περιφερειακού σχεδιασμού. Μια ανασκόπηση στην έως τώρα έρευνα αποδεικνύει άλλωστε ότι οι πολλαπλοί στόχοι και κριτήρια είναι ο κανόνας και όχι η εξαίρεση στη λήψη αποφάσεων στη γεωργία, είτε ο αποφασίζων είναι ο γεωργός είτε κάποιος που ασκεί και εφαρμόζει πολιτική στον αγροτικό χώρο. Οι Wheeler και Russell (1977) είναι οι πρώτοι που εισήγαγαν τους πολλαπλούς στόχους σ ένα πρόβλημα λήψης γεωργικών αποφάσεων σε επίπεδο γεωργικής εκμετάλλευσης. Αντίστοιχα, σε περιφερειακό επίπεδο, η πρώτη απόπειρα να λαμβάνονται ταυτόχρονα υπόψη η οικονομική και περιβαλλοντική συνιστώσα στο χώρο της γεωργίας πραγματοποιήθηκε από τους Hitchens et al. (1978). Σημαντικές, επίσης, πρώιμες μελέτες που διερεύνησαν το συγκεκριμένο αντικείμενο και ανέδειξαν την ανάγκη σχεδιασμού σύνθετων και πολυδιάστατων μοντέλων λήψης αποφάσεων στο γεωργικό χώρο εκπονήθηκαν από τους Gasson (1973), Harper και Eastman (1980), Cary και Holmes (1982). Αντίστοιχα, σημαντική υπήρξε και η αξιοποίηση των δυνατοτήτων της πολυκριτηριακής ανάλυσης στο πεδίο της διαχείρισης των υδατικών πόρων, σε συνδυασμό μάλιστα πολλές φορές και με την αειφορική διαχείριση του περιβάλλοντος. Οι εργασίες των Duckstein και Opricovic (1980) καθώς και των Gershon και Duckstein (1983) μπορούν να χαρακτηριστούν ως δυο από τις σημαντικότερες πρόδρομες εργασίες στον χώρο της πολυκριτήριας λήψης αποφάσεων για τη διαχείριση των υδατικών πόρων Στάδια εφαρμογής της πολυκριτηριακής ανάλυσης Οι κύριοι στόχοι της πολυκριτηριακής ανάλυσης μπορούν να συνοψιστούν στους εξής τρεις (Δούμπος, 2004): 1. Ανάλυση της ανταγωνιστικής φύσης των κριτηρίων 2. Μοντελοποίηση των προτιμήσεων του αποφασίζοντος 3. Εντοπισμός ικανοποιητικών λύσεων

143 132 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6 Απαραίτητη προϋπόθεση για την επίτευξη και των τριών αυτών στόχων είναι η δυνατότητα διατύπωσης όλων των κριτηρίων σε ποσοτικούς όρους, έτσι ώστε να μπορούν να ενσωματωθούν σε μια ενιαία αριθμητική έκφραση. Με αφετηρία, λοιπόν, τους παραπάνω στόχους, το προτεινόμενο μεθοδολογικό πλαίσιο λήψης απόφασης με τη βοήθεια της πολυκριτηριακής ανάλυσης (Roy, 1996) περιλαμβάνει τέσσερα βασικά στάδια (Σχήμα 6.1): 1 ο Στάδιο: Καθορισμός του αντικειμένου της απόφασης, ορισμός και δόμηση του προβλήματος ανάπτυξης εναλλακτικών σεναρίων. 2 ο Στάδιο: Καθορισμός μιας συνεπούς οικογένειας κριτηρίων, ορισμός του συνόλου κριτηρίων αξιολόγησης. 3 ο Στάδιο: Ανάπτυξη του υποδείγματος σύνθεσης των κριτηρίων, επιλογή της μεθόδου αξιολόγησης (επιλογή μεταξύ διακριτών και συνεχών μεθόδων, προσδιορισμός του συστήματος προτιμήσεων του αποφασίζοντα) και εφαρμογή της μεθόδου. 4 ο Στάδιο: Υποστήριξη της απόφασης και τελικά συμπεράσματα. Στάδιο 1 ο Καθορισμός του αντικειμένου της απόφασης Στάδιο 2 ο Καθορισμός μιας συνεπούς οικογένειας κριτηρίων Στάδιο 3 ο Ανάπτυξη του μοντέλου ολικής προτίμησης Στάδιο 4 ο Υποστήριξη της απόφασης Σχήμα 6.1: Βασικά στάδια πολυκριτήριας λήψης απόφασης Πηγή: (Roy, 1996) Το παραπάνω πλαίσιο είναι δυνατόν να συμπληρωθεί με επιπλέον ενέργειες αλλά και να διαχωριστεί σε επιμέρους στάδια, έτσι ώστε να παρουσιαστεί πιο αναλυτικά και ολοκληρωμένα η λήψη αποφάσεων με τη βοήθεια της πολυκριτηριακής ανάλυσης (DTLR, 2001). Η προκύπτουσα αυτή, διευρυμένη διαδικασία, περιγράφεται στη συνέχεια βήμα προς βήμα ως εξής:

144 ΒΑΣΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΚΑΙ ΜΕΘΟΔΟΙ ΤΗΣ ΠΟΛΥΚΡΙΤΗΡΙΑΚΗΣ ΑΝΑΛΥΣΗΣ Καθορισμός του γενικότερου πλαισίου (αντικειμένου) λήψης αποφάσεων και των στόχων της πολυκριτηριακής ανάλυσης. Στο στάδιο αυτό είναι σκόπιμο να οριστεί ο κύριος σκοπός της ανάλυσης μέσω του οποίου προκύπτουν οι επιμέρους αντικειμενικές συναρτήσεις του εκάστοτε μοντέλου. Βασική προϋπόθεση αποτελεί η γνώση του ποιοι είναι οι αποφασίζοντες και ποιοι είναι αυτοί που πιθανόν θα επηρεαστούν από τη λήψη μια απόφασης που θα στηρίζεται στην πολυκριτηριακή ανάλυση. 2. Προσδιορισμός των δυνητικών σεναρίων, δηλαδή των κύριων και δευτερευόντων αξόνων πολιτικής. 3. Καθορισμός των αντικειμενικών στόχων και κριτηρίων που καθορίζουν και προσδιορίζουν κάθε δυνατή επιλογή. Τα κριτήρια αυτά αποτελούν το μέτρο απόδοσης (επίδοσης) με το οποίο κρίνονται τα δυνητικά σενάρια (άξονες πολιτικής). Τα συγκεκριμένα κριτήρια είναι δυνατό να αξιολογηθούν βάσει συγκεκριμένων παραμέτρων, όπως για παράδειγμα: α) της πληρότητάς τους, β) της αμεσότητας συσχέτισής τους με τις διάφορες πιθανές επιλογές πολιτικής, γ) της αμοιβαίας ανεξαρτησίας τους, και δ) του περιορισμένου αριθμού τους (να αποφεύγεται δηλαδή η δημιουργία μεγαλύτερων και πιο απαιτητικών μοντέλων από ότι χρειάζεται). 4. Περιγραφή του αναμενόμενου αποτελέσματος κάθε εναλλακτικής επιλογής Επιλογή του μοντέλου σύνθεσης των κριτηρίων και της μεθόδου αξιολόγησης. 6. Καθορισμός της τιμής των στόχων (στην περίπτωση που εξετάζεται ένα πρόβλημα προγραμματισμού στόχων). 7. Εύρεση συντελεστών βάρους για κάθε αντικειμενικό στόχο, έτσι ώστε να εκφράζουν τη σχετική τους σημασία στην τελική απόφαση. 8. Συνδυασμός συντελεστών βάρους και αντικειμενικών στόχων για την εύρεση του τελικού αποτελέσματος κάθε εναλλακτικής επιλογής. 9. Εξέταση των αποτελεσμάτων και των ιδιαιτεροτήτων των διαθέσιμων εναλλακτικών επιλογών. 10. Ανάλυση ευαισθησίας και υποστήριξη της τελικής απόφασης. Για την εξέταση των αποτελεσμάτων στα διακριτά προβλήματα 3 είναι δυνατόν να χρησιμοποιηθούν τέσσερις διαφορετικές προβληματικές: α) η επιλογή μεταξύ της καλύτερης εναλλακτικής, β) η ταξινόμηση των εναλλακτικών σε υποκατηγορίες καταλληλότητας, γ) η κατάταξη των εναλλακτικών από τις καλύτερες προς τις 2 Ως εναλλακτική επιλογή ορίζεται κάθε πιθανός συνδυασμός των ανεξάρτητων μεταβλητών που αποτελεί λύση του υπό εξέταση προβλήματος και που πρέπει να εξεταστεί ως προς την καταλληλότητά του. 3 Στη επόμενη ενότητα γίνεται διάκριση των μεθόδων πολυκριτηριακής ανάλυσης, ανάλογα με το χαρακτηρισμό του προβλήματος σε διακριτό ή συνεχές

145 134 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6 χειρότερες και δ) η απλή περιγραφή των εναλλακτικών λύσεων. Αντίστοιχα, τα αποτελέσματα που θα προκύψουν μπορούν να χρησιμοποιηθούν: για τον προσδιορισμό μιας συνολικής αξιολόγησης κάθε εναλλακτικής, για την πραγματοποίηση διμερών συγκρίσεων μεταξύ των εναλλακτικών, καθώς και για τη διερεύνηση του συνόλου των εναλλακτικών λύσεων όταν αυτό είναι συνεχές (Δούμπος, 2004). 6.2 Περιγραφή των κυριότερων μεθόδων πολυκριτηριακής ανάλυσης Βασικές κατηγορίες μεθόδων πολυκριτηριακής ανάλυσης Στην πολυκριτηριακή ανάλυση δεν υπάρχει κάποια συγκεκριμένη μέθοδος η οποία να πλεονεκτεί των υπολοίπων. Αντίθετα, μια πληθώρα μεθοδολογιών και τεχνικών έχει αναπτυχθεί τα τελευταία χρόνια με στόχο να καλυφθούν όσο το δυνατόν πληρέστερα οι αυξανόμενες απαιτήσεις της επιχειρησιακής έρευνας. Με άλλα λόγια, το είδος των προς εξέταση προβλημάτων είναι αυτό που σε κάθε περίπτωση καθορίζει ή τουλάχιστον υποδεικνύει την επιλογή και εφαρμογή μιας συγκεκριμένης μεθόδου. Σύμφωνα με τους Pardalos et al. (1995), υπάρχουν τέσσερις βασικές κατηγορίες μεθόδων πολυκριτηριακής ανάλυσης: 1. Ο πολυκριτήριος μαθηματικός προγραμματισμός (multi-objective mathematical programming) 2. Η πολυκριτήρια θεωρία χρησιμότητας (multi-attribute utility theory) 3. Η θεωρία των σχέσεων υπεροχής (outranking relations theory) 4. Η αναλυτική συνθετική προσέγγιση (preference disaggregation approach) Το κυριότερο χαρακτηριστικό, που καθορίζει την επιλογή μιας από αυτές τις κατηγορίες, είναι το είδος του συνόλου των εναλλακτικών επιλογών και πιο συγκεκριμένα, η ιδιότητά του να χαρακτηριστεί είτε ως ένα διακριτό είτε ως ένα συνεχές σύνολο (Σχήμα 6.2). Στις περιπτώσεις, λοιπόν, που το σύνολο των εναλλακτικών επιλογών προσδιορίζεται από το σύνολο των περιορισμών ενός προβλήματος επιλέγεται, συνήθως, μια μέθοδος που στηρίζεται στον πολυκριτήριο μαθηματικό προγραμματισμό, ο οποίος, όπως θα διαπιστωθεί στη συνέχεια, αποτελεί μια γενίκευση της μεθοδολογίας του μαθηματικού προγραμματισμού, όταν επιζητείται η ταυτόχρονη βελτιστοποίηση πολλαπλών αντικειμενικών συναρτήσεων. Έτσι, κατ αναλογία με τα προβλήματα γραμμικού (μονοκριτηριακού) προγραμματισμού, οι μεταβλητές απόφασης είναι δυνατόν να πάρουν οποιεσδήποτε τιμές εντός ενός καθορισμένου πεδίου τιμών. Όσον αφορά τα προβλήματα όπου είναι εφικτή η πλήρης καταγραφή όλων των εναλλακτικών επιλογών (διακριτά προβλήματα), επιλέγεται

146 ΒΑΣΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΚΑΙ ΜΕΘΟΔΟΙ ΤΗΣ ΠΟΛΥΚΡΙΤΗΡΙΑΚΗΣ ΑΝΑΛΥΣΗΣ 135 εναλλακτικά μία από τις υπόλοιπες τρεις μεθοδολογίες, οι οποίες στοχεύουν στη σύνθεση όλων των κριτηρίων με τρόπο που να καθιστά δυνατή την αξιολόγηση ενός πεπερασμένου αριθμού δυνητικών επιλογών. Είδη προβλημάτων λήψης αποφάσεων Συνεχή Διακριτά Πολυκριτήριος μαθηματικός προγραμματισμός Πολυκριτήρια θεωρία χρησιμότητας Θεωρία των σχέσεων υπεροχής Αναλυτική - συνθετική προσέγγιση Πηγή: (Δούμπος και Ζοπουνίδης, 2004) Σχήμα 6.2: Είδη προβλημάτων και κατηγορίες μεθόδων πολυκριτηριακής ανάλυσης Επισημαίνεται, όμως, ότι η συγκεκριμένη διάκριση δεν είναι απόλυτη, καθώς οποιαδήποτε από τις τέσσερις κατηγορίες μπορεί, υπό προϋποθέσεις και με την κατάλληλη διαμόρφωση του μοντέλου, να χρησιμοποιηθεί, τόσο για συνεχή, όσο και για διακριτά προβλήματα 4. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η πολυκριτήρια θεωρία χρησιμότητας η οποία, όπως περιγράφεται αναλυτικά στην Ενότητα 6.2.3, στηρίζεται στη λογική της αναγωγής ενός πολυκριτηριακού προβλήματος σε μονοκριτηριακό. Η αναγωγή αυτή γίνεται μέσω της εκτίμησης μιας συνολικής συνάρτησης χρησιμότητας που συνθέτει τα επιμέρους κριτήρια του αποφασίζοντα σ ένα ενιαία μέτρο λήψης απόφασης. Ανάλογα, λοιπόν, με το είδος των κριτηρίων (ποιοτικά ή ποσοτικά) καθορίζεται το είδος των δυνητικών επιλογών και επομένως, είναι δυνατή η προσαρμογή και εφαρμογή της συγκεκριμένης μεθόδου και στα δύο είδη προβλημάτων. Στις επόμενες ενότητες του κεφαλαίου αυτού περιγράφονται συνοπτικά τα κυριότερα χαρακτηριστικά των τριών μεθόδων (πολυκριτήριος μαθηματικός προγραμματισμός, 4 Οι συνεχείς γραμμές στο Σχήμα 6.2 υποδηλώνουν την άμεση δυνατότητα συμβολής της συγκεκριμένης κατηγορίας μεθόδων σε κάθε είδος προβλήματος λήψης αποφάσεων, ενώ οι διακεκομμένες γραμμές φανερώνουν μια λιγότερο συνηθισμένη και υπό προϋποθέσεις εφαρμοσιμότητά τους.

147 136 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6 πολυκριτήρια θεωρία χρησιμότητας και προγραμματισμός στόχων), που θα χρησιμοποιηθούν στη συνέχεια της παρούσας διατριβής Πολυκριτήριος μαθηματικός προγραμματισμός Ο πολυκριτήριος μαθηματικός προγραμματισμός (ΠΜΠ, multiobjective linear programming) χρησιμοποιείται για την επίλυση προβλημάτων ταυτόχρονης βελτιστοποίησης διαφόρων αντικειμενικών συναρτήσεων κάτω από ορισμένους περιορισμούς, οι οποίοι είναι συνήθως γραμμικοί. Με άλλα λόγια, ο ΠΜΠ αποτελεί προέκταση του μαθηματικού προγραμματισμού, και ειδικότερα του γραμμικού προγραμματισμού, για τις περιπτώσεις εκείνες όπου υπάρχουν περισσότερες από μια αντικειμενικές συναρτήσεις (Steuer, 1986). Ένα πρόβλημα που επιλύεται με τη βοήθεια του γραμμικού προγραμματισμού, ανάλογα με το αν είναι πρόβλημα μεγιστοποίησης ή ελαχιστοποίησης, έχει μια από τις παρακάτω δύο γενικές μορφές. Μεγιστοποίηση: c T x Υπό τους περιορισμούς: A x b x 0 Ελαχιστοποίηση: c T x Υπό τους περιορισμούς: A x b x 0 (6.1) όπου: x = (x 1, x 2, x n ) είναι το διάνυσμα των n μεταβλητών απόφασης (decision variables) του οποίου τις τιμές καλείται να υπολογίσει ο γραμμικός προγραμματισμός. c T = (c 1, c 2, c n ) είναι το ανάστροφο διάνυσμα των συντελεστών των μεταβλητών απόφασης στην αντικειμενική συνάρτηση του γραμμικού προγραμματισμού. Α = πίνακας (m*n) με τους συντελεστές των μεταβλητών απόφασης στους m περιορισμούς του μοντέλου. b = (b 1, b 2, b m ) είναι το διάνυσμα με τα ανώτατα ή τα κατώτατα όρια των m περιορισμών. Τα περισσότερα προβλήματα λήψης απόφασης, ωστόσο, δεν είναι μονοδιάστατα αλλά λαμβάνουν υπόψη τους μια σειρά από (k) κριτήρια, τα οποία στο πλαίσιο του ΠΜΠ μπορούν να εκφραστούν ως αντικειμενικές συναρτήσεις με τη μορφή: f ( x)= c x όπου j = 1,2,,k (6.2) j T j Το πλήθος των k αντικειμενικών συναρτήσεων υπεισέρχεται στη συνέχεια σε μια διαδικασία ταυτόχρονης βελτιστοποίησης με σκοπό να βρεθεί η πιο αποτελεσματική

148 ΒΑΣΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΚΑΙ ΜΕΘΟΔΟΙ ΤΗΣ ΠΟΛΥΚΡΙΤΗΡΙΑΚΗΣ ΑΝΑΛΥΣΗΣ 137 λύση (efficient solution). H γενική μαθηματικά διατύπωση ενός τέτοιου προβλήματος - σε αντιστοιχία με την περίπτωση του γραμμικού προγραμματισμού - είναι η εξής: Ζητείται το διάνυσμα x = [x 1, x 2, x n ] που βελτιστοποιεί το διανυσματικό μέτρο επίδοσης: { f ( x), f ( x)..., f ( x) } 1 2 k υπό τους περιορισμούς: Αx b x 0 (6.3) Μια από τις σημαντικότερες διαφορές του ΠΜΠ από το μονοστοχικό μαθηματικό προγραμματισμό είναι ότι δεν αναζητεί τη βέλτιστη λύση που θα ικανοποιεί ταυτόχρονα όλες τις συναρτήσεις, καθώς αυτό είναι τις περισσότερες φορές πρακτικά αδύνατο, αλλά το σύνολο των αποτελεσματικών (άριστων κατά Pareto) λύσεων. Μια λύση ορίζεται ως αποτελεσματική, μόνο αν δεν υπάρχει καμιά άλλη λύση που να υπερτερεί αυτής σ όλες τις αντικειμενικές συναρτήσεις, δηλαδή που να κυριαρχεί έναντι της εξεταζόμενης 5. Το πλήθος αυτών των λύσεων που είναι πολλές φορές αρκετά μεγάλο και που συνήθως αυξάνει γεωμετρικά, όσο αυξάνει ο αριθμός των αντικειμενικών συναρτήσεων, ορίζει το σύνολο των αποτελεσματικών λύσεων (efficient set). Ο προσδιορισμός του συνόλου αυτού και η επιλογή εκ μέρους του αποφασίζοντα της εναλλακτικής λύσης που ανταποκρίνεται καλύτερα στις προτιμήσεις του αποτελεί το βασικότερο στόχο του ΠΜΠ. Για την εύρεση αποτελεσματικών λύσεων στον ΠΜΠ είναι σκόπιμο στα πρώτα στάδια ανάλυσης να διαμορφώνεται ο πίνακας πληρωμών (payoff matrix). Η διαδικασία που ακολουθείται για το σκοπό αυτό είναι η βελτιστοποίηση κάθε αντικειμενικής συνάρτησης ως ανεξάρτητη συνάρτηση και ο υπολογισμός των λύσεων που προκύπτουν με βάση τη βελτιστοποίηση αυτή στις υπόλοιπες αντικειμενικές συναρτήσεις. Η κύρια διαγώνιος του τετραγωνικού πίνακα που σχηματίζεται αποτελεί την ιδεατή λύση (ideal point) η οποία, ωστόσο, όταν οι στόχοι είναι αντικρουόμενοι (στην πλειοψηφία δηλαδή των περιπτώσεων), δεν είναι εφικτή. Η απόκλιση κάθε αντικειμενικής συνάρτησης από την ιδεατή λύση, αποτελεί ένα πολύ σημαντικό μέτρο σύγκρισης των διαφόρων εναλλακτικών σεναρίων ή ακόμα και ένα μέσο υπολογισμού της καλύτερης συμβιβαστικής λύσης (compromising programming). 5 Σε ένα σύστημα αντικειμενικών συναρτήσεων που ορίζει ο ΠΜΠ μια λύση x g κυριαρχεί μιας άλλης x i αν και μόνο αν: - Για κάθε f j ισχύει: f j (x g ) f j (x i ) - Υπάρχει f j τέτοιο ώστε: f j (x g ) > f j (x i )

149 138 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6 Η γραφική αναπαράσταση του συνόλου των αποτελεσματικών λύσεων μπορεί να πραγματοποιηθεί στην ειδική περίπτωση όπου εξετάζονται δύο αντικειμενικές συναρτήσεις (Δούμπος και Ζοπουνίδης, 2004). Μια τέτοια κατάσταση, μεγιστοποίησης δύο κριτηρίων, παρουσιάζεται στο Σχήμα 6.3. Στο σχήμα αυτό, το σύνολο των αποτελεσματικών λύσεων βρίσκεται στην καμπύλη Α - Ε ενώ όλες οι υπόλοιπες εφικτές λύσεις μπορούν να θεωρηθούν ως μη αποτελεσματικές. Για παράδειγμα, η λύση που ορίζει το σημείο Ζ είναι μη αποτελεσματική γιατί υπάρχουν οι λύσεις Γ και Δ οι οποίες υπερέχουν έναντι της Ζ στο ένα από τα δύο κριτήρια χωρίς να υστερούν στο δεύτερο: f 1 (Γ) = f 1 (Z) και f 2 (Γ) > f 2 (Z), καθώς επίσης και f 1 (Δ) > f 1 (Z) ενώ f 2 (Δ) = f 2 (Ζ) Πρέπει ωστόσο να τονιστεί ότι δεν εντοπίζεται πάντα εύκολα το σύνολο των αποτελεσματικών λύσεων, ειδικά στις περιπτώσεις όπου εξετάζεται γραμμικά η σχέση μεταξύ των διαφόρων κριτηρίων. Αν, λοιπόν, η σχέση αυτή είναι της μορφής του Σχήματος 6.3 (z = w 1 f 1 + w 2 f 2 ), τότε μόνο ορισμένες από τις λύσεις θα εντοπιστούν άμεσα (συγκεκριμένα στο παράδειγμά μας, οι λύσεις Β και Η). f 2 Α Β max z = w 1 f 1 + w 2 f 2 Γ Η Ζ Δ Ε Σύνολο εφικτών λύσεων Σχήμα 6.3: Σύνολο εφικτών και αποτελεσματικών λύσεων ΠΜΠ f 1 Όταν ο αριθμός των κριτηρίων είναι μεγαλύτερος των δύο, το σύνολο των αποτελεσματικών λύσεων δεν μπορεί να εκτιμηθεί γραφικά. Εφαρμόζονται, λοιπόν, κατά κύριο λόγο, τρεις τεχνικές πολυκριτήριου μαθηματικού προγραμματισμού: α) η μέθοδος των περιορισμών (constrained method), β) η μέθοδος στάθμισης των κριτηρίων (weighting method) και γ) η πολυκριτηριακή εφαρμογή της μεθόδου simplex (multi-objective simplex method). Από τις τρεις αυτές μεθόδους μόνο η τελευταία είναι δυνατόν να δώσει μια ακριβή και πλήρη εκτίμηση του αποτελεσματικού συνόλου των

150 ΒΑΣΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΚΑΙ ΜΕΘΟΔΟΙ ΤΗΣ ΠΟΛΥΚΡΙΤΗΡΙΑΚΗΣ ΑΝΑΛΥΣΗΣ 139 λύσεων, αλλά καθώς η δυνατότητα εφαρμογής της περιορίζεται μόνο σε προβλήματα μικρού μεγέθους δεν θα αναλυθεί στη συνέχεια. Η κύρια ιδέα της μεθόδου των περιορισμών είναι η βελτιστοποίηση μιας μόνο από τις αντικειμενικές συναρτήσεις (f p ), καθώς οι υπόλοιπες χρησιμοποιούνται ως περιορισμοί του μοντέλου. Το σύνολο των αποτελεσματικών λύσεων προκύπτει κατόπιν από την παραμετρική διαφοροποίηση του δεξιού μέρους αυτών των περιορισμών (L q ). Η μαθηματική διατύπωση της συγκεκριμένης μεθόδου είναι η εξής 6 : Μεγιστοποίηση: υπό τους περιορισμούς: f p (x) Αx b f q (x) L q για q = 1,2,, p -1, p+1, k (6.4) Αντίθετα, στην περίπτωση της μεθόδου στάθμισης των κριτηρίων, η βασική φιλοσοφία είναι ο συνδυασμός όλων των αντικειμενικών συναρτήσεων σε μια μόνο αντικειμενική συνάρτηση. Παράλληλα, σε κάθε κριτήριο αποδίδεται ένας συντελεστής βάρους (w j ) και το σύνολο των αποτελεσματικών λύσεων προκύπτει από την παραμετρική διαφοροποίηση αυτών των συντελεστών βάρους 7. Μεγιστοποίηση: υπό τους περιορισμούς: k j= 1 w f ( x) j j Αx b w j 0 (6.5) Ο ΠΜΠ αποτελεί ουσιαστικά το πρώτο στάδιο σε ένα πρόβλημα λήψης αποφάσεων. Χρησιμοποιώντας οποιαδήποτε από τις τεχνικές του ΠΜΠ, οι εφικτές λύσεις μπορούν να κατηγοριοποιηθούν σε δύο σύνολα: στο σύνολο των αποτελεσματικών και στο σύνολο των μη αποτελεσματικών λύσεων. Στο επόμενο στάδιο πρέπει να ληφθούν υπόψη οι προτιμήσεις του αποφασίζοντα, καθώς αυτός καλείται να διαλέξει, μεταξύ των αποτελεσματικών, τη βέλτιστη κατ αυτόν λύση (Romero and Rehman, 2003). Άρα, η τελική επιλογή είναι ζήτημα της προσωπικής κρίσης, της διαίσθησης και της εμπειρίας του αποφασίζοντα. Το μεγαλύτερο ωστόσο μειονέκτημα του ΠΜΠ είναι η αδυναμία του να παρέχει αποτελέσματα για το σύνολο των αποτελεσματικών λύσεων σε σύνθετα και μεγάλου μεγέθους προβλήματα. Ο λόγος είναι ότι, όπως θα φανεί και από τις ειδικές εφαρμογές της μεθόδου στάθμισης των κριτηρίων (Κεφάλαιο 8), 6 Εξετάζεται η περίπτωση ενός προβλήματος μεγιστοποίησης 7 Απαραίτητη προϋπόθεση είναι ότι οι συντελεστές βάρους να είναι όλοι μεγαλύτεροι του μηδενός, ώστε να μην προκύπτουν κατώτερες λύσεις

151 140 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6 εκατοντάδες αποτελεσματικά σημεία είναι πιθανό να προκύψουν ακόμα και για μεσαίου μεγέθους προβλήματα Πολυκριτήρια θεωρία χρησιμότητας Η εφαρμογή της κλασικής θεωρίας της χρησιμότητας στο χώρο της επιχειρησιακής έρευνας και στη διαδικασία λήψης αποφάσεων γίνεται κατά κύριο λόγο μέσω της πολυκριτήριας θεωρίας χρησιμότητας (multi-attribute utility theory), σκοπός της οποίας είναι η δημιουργία ενός ολοκληρωμένου μοντέλου που θα αναπαριστάνει το σύστημα αξιών, το οποίο συνειδητά ή ασυνείδητα ακολουθούν οι αποφασίζοντες, είτε αυτοί είναι μεμονωμένα άτομα, είτε είναι μια ομάδα ατόμων με κοινό αντικείμενο απόφασης. Η μοντελοποίηση αυτή πραγματοποιείται με τη βοήθεια μιας συνάρτησης χρησιμότητας (αξιών), η οποία εκφράζει τη συνολική επίδοση (χρησιμότητα) σε κάθε συνδυασμό κριτηρίων, έτσι ώστε να είναι δυνατή η ταξινόμηση (στα διακριτά προβλήματα) ή η σύγκριση (στα συνεχή προβλήματα) των εναλλακτικών λύσεων. Ως καλύτερη συμβιβαστική λύση 8 θεωρείται, λοιπόν, αυτή η οποία μεγιστοποιεί την ακόλουθη συνάρτηση χρησιμότητας: U (x) = U(f 1 (x),, f k (x)) (6.6) Γενικά, οι συναρτήσεις χρησιμότητας είναι μη γραμμικές αύξουσες συναρτήσεις, οριζόμενες στο πεδίο τιμών των αντίστοιχων κριτηρίων αξιολόγησης, και ικανοποιούν τις ακόλουθες δύο βασικές ιδιότητες (Δούμπος και Ζοπουνίδης, 2004): U(x ) > U(x ) x P x (η εναλλακτική x προτιμάται της x ) U(x ) = U(x ) x I x (η εναλλακτική x είναι ισοδύναμη της x ) (6.7) Όπου x και x είναι οι δύο διανυσματικοί χώροι που αντιστοιχούν στις τιμές των ανεξάρτητων μεταβλητών σε δύο διαφορετικές εναλλακτικές εφικτές λύσεις. Μια από τις πλέον συνηθισμένες μορφές συνάρτησης χρησιμότητας είναι η προσθετική (ή αλλιώς συνάρτηση σταθμισμένου μέσου), η οποία εκφράζεται ως εξής: U = k j= 1 w u( f ( x)) (6.8) j j 8 Η καλύτερη συμβιβαστική λύση είναι η λύση που ανταποκρίνεται καλύτερα από τις υπόλοιπες στις προτιμήσεις του αποφασίζοντα και αντιστοιχεί στη βέλτιστη λύση ενός μονοκριτηριακού προβλήματος

152 ΒΑΣΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΚΑΙ ΜΕΘΟΔΟΙ ΤΗΣ ΠΟΛΥΚΡΙΤΗΡΙΑΚΗΣ ΑΝΑΛΥΣΗΣ 141 όπου u (f 1 (x)), u(f 2 (x)), u(f k (x)) είναι οι συναρτήσεις μερικών χρησιμοτήτων των αντίστοιχων κριτηρίων αξιολόγησης και w j 0, είναι οι συντελεστές βάρους των κριτηρίων αυτών. Η συνάρτηση χρησιμότητας απεικονίζεται στο χώρο με τη μορφή ισοσταθμικών καμπυλών, που καλούνται καμπύλες αδιαφορίας (indifference curves). Η καλύτερη συμβιβαστική λύση βρίσκεται στο σημείο στο οποίο η καμπύλη αδιαφορίας εφάπτεται του πεδίου των αποτελεσματικών λύσεων, που ονομάζεται αλλιώς και σύνορο Pareto 9. Θεωρώντας, λοιπόν, το σύνολο των αποτελεσματικών λύσεων του Σχήματος 6.3 και προσθέτοντας σ αυτό καμπύλες αδιαφορίας U j προκύπτει η γραφική απεικόνιση της καλύτερης συμβιβαστικής λύσης για την περίπτωση των δύο κριτηρίων (Σχήμα 6.4). f 2 Καλύτερος συμβιβασμός Σύνολο αποτελεσματικών λύσεων Σύνολο εφικτών λύσεων Σχήμα 6.4: Καλύτερη συμβιβαστική λύση πολυκριτήριας θεωρίας χρησιμότητας f 1 Στην πράξη, όπως και στον ΠΜΠ, τα μοντέλα που περιλαμβάνουν πλέον των δύο κριτηρίων είναι δύσκολο να εκτιμήσουν πλήρως το σύνορο Pareto. Ένα άλλο, επίσης, μειονέκτημα της πολυκριτήριας θεωρίας χρησιμότητας είναι η υποκειμενικότητά της, καθώς στηρίζεται σε σημαντικές παραδοχές για τις προτιμήσεις του αποφασίζοντα. Για τους δύο αυτούς λόγους η συγκεκριμένη μέθοδος χρησιμοποιείται κατά βάση σε διακριτά προβλήματα με την ταυτόχρονη αλληλεπίδραση του ερευνητή με τον αποφασίζοντα. Έτσι, αφού εκτιμηθεί από μέρους του ερευνητή η ολική χρησιμότητα 9 Ένα σημείο είναι βέλτιστο εφόσον δεν υπάρχει εφικτό διάνυσμα x που να μπορεί να βελτιώσει κάποιο κριτήριο, χωρίς ταυτόχρονα να χειροτερέψει τουλάχιστον ένα άλλο. Ο ορισμός αυτός οδηγεί σε ένα σύνολο λύσεων που καλούνται βέλτιστες κατά Pareto ή μη-κυριαρχούμενες (non-dominated) και συμβολίζονται με x p (x p x). Το σύνολο x p καλείται σύνολο Pareto, ενώ η απεικόνισή του F p = f (x p ) ορίζει ένα σύνολο που καλείται σύνορο Pareto (Pareto frontier).

153 142 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6 των διαφόρων εναλλακτικών δραστηριοτήτων, ο αποφασίζων καλείται να κατατάξει τις εναλλακτικές λύσεις από τις καλύτερες προς τις χειρότερες, να τις διαχωρίσει σε κατηγορίες με βάση τη συνολική χρησιμότητά τους και τελικά, να επιλέξει μια ή ορισμένες από αυτές. Στην παρούσα διατριβή ωστόσο (Κεφάλαιο 7), η πολυκριτήρια θεωρία χρησιμότητας εφαρμόζεται σ ένα μη διακριτό πρόβλημα, στο οποίο επιδιώκεται καταρχήν να προσδιοριστεί η καμπύλη χρησιμότητας των γεωργών και στη συνέχεια, να εκτιμηθεί η συμπεριφορά τους σε διάφορα σενάρια τιμολόγησης του νερού, με στόχο όπως έχει ήδη αναφερθεί τη διαμόρφωση της καμπύλης ζήτησης του νερού στις διάφορες περιοχές αναφοράς της λεκάνης του Λουδία Προγραμματισμός στόχων Ο προγραμματισμός στόχων (goal programming) είναι μια ειδική μορφή πολυκριτήριου γραμμικού προγραμματισμού που πλησιάζει αρκετά, όσον αφορά τον τρόπο επίλυσής της, στη μέθοδο του απλού γραμμικού προγραμματισμού. Εφαρμόστηκε πρώτη φορά από τους Charnes και Cooper (1961) οι οποίοι προσπάθησαν να πετύχουν την ταυτόχρονη βελτιστοποίηση πολλαπλών αντικειμενικών συναρτήσεων, βασιζόμενοι στην υπόθεση ότι κάθε περιορισμός ενός μοντέλου γραμμικού προγραμματισμού αποτελεί δυνητικά μια ξεχωριστή συνάρτηση που μπορεί να θεωρηθεί ως αντικειμενική συνάρτηση με συγκεκριμένο στόχο, ο οποίος πρέπει να ικανοποιηθεί. Επομένως, ο προγραμματισμός στόχων, σε αντίθεση με τον ΠΜΠ, δεν εξετάζει ταυτόχρονα όλες τις αντικειμενικές συναρτήσεις για να εντοπίσει τη βέλτιστη λύση, αλλά αντίθετα επιζητά τις λύσεις εκείνες, οι οποίες ανταποκρίνονται στους προκαθορισμένους στόχους που θα θέσει ο αποφασίζων. Ο προσδιορισμός των τιμών των στόχων πραγματοποιείται με γνώμονα τη διασφάλιση ικανοποιητικών επιπέδων στις διάφορες αντικειμενικές συναρτήσεις του μοντέλου. Η σαφής οριοθέτησή τους έχει μεγάλη σημασία, καθώς επιτρέπει την αξιολόγηση του βαθμού στον οποίο ανταποκρίνεται η κάθε εφικτή λύση στους στόχους αυτούς (Keeney and Raiffa, 1993), αλλά και επειδή μια πιθανά εσφαλμένη οριοθέτησή τους μπορεί να οδηγήσει σε λύσεις που δεν θα είναι αποτελεσματικές. Επιχειρείται, συνεπώς, να βρεθεί μια λύση η οποία θα δίνει αποτελέσματα που θα είναι όσο πιο κοντά γίνεται στους θεσπισμένους στόχους, αποτελέσματα δηλαδή, που θα ελαχιστοποιούν τις αποκλίσεις από τους στόχους αυτούς. Το σύνολο των αποκλίσεων εισάγεται στην αντικειμενική συνάρτηση του προγραμματισμού στόχων, η γενική μορφή της οποίας είναι η εξής:

154 ΒΑΣΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΚΑΙ ΜΕΘΟΔΟΙ ΤΗΣ ΠΟΛΥΚΡΙΤΗΡΙΑΚΗΣ ΑΝΑΛΥΣΗΣ = j Ελαχιστοποίηση Z g( d j, d ) υπό τους περιορισμούς: j + j j f ( x) d + d = c j + d j, d j, x 0 για j=1,..., k (6.9) όπου: c j d + - j και d j x = τιμή στόχος της αντικειμενικής συνάρτησης f j = θετικές και αρνητικές αποκλίσεις από το στόχο c j, και = διάνυσμα μεταβλητών απόφασης Το παραπάνω μοντέλο περιλαμβάνει μια αντικειμενική συνάρτηση 10, τους περιορισμούς στόχων (goal constraints) και τους περιορισμούς μη αρνητικών τιμών στις μεταβλητές απόφασης και στις αποκλίσεις από τους στόχους. Αυτό επομένως που διαφοροποιεί ένα τέτοιο μοντέλο από όλες τις υπόλοιπες μεθόδους είναι ότι δεν συμπεριλαμβάνει τις μεταβλητές απόφασης στην αντικειμενική του συνάρτηση (Schniederjans, 1995). Αναφορικά με την εισαγωγή των προτιμήσεων του αποφασίζοντα μέσω της χρήσης των συντελεστών βάρους, δύο είναι οι κύριες τεχνικές που χρησιμοποιούνται στον προγραμματισμό στόχων: 1. Λεξικογραφικός Προγραμματισμός Στόχων (Lexicographic Goal Programming) Οι συντελεστές βάρους, w i, υποδηλώνουν την προτεραιότητα των στόχων σε μια λεξικογραφική διαδικασία βελτιστοποίησης, στην οποία εξετάζονται κατά σειρά οι στόχοι με την υψηλότερη προτεραιότητα. Η επίτευξη των στόχων, που έχουν καταταγεί σ ένα συγκεκριμένο επίπεδο προτεραιότητας P i, είναι ισχυρά πιο επιθυμητή από την επίτευξη οποιουδήποτε άλλου στόχου ή ομάδας στόχων, που βρίσκονται σε χαμηλότερο επίπεδο προτεραιότητας. 2. Σταθμισμένος Προγραμματισμός Στόχων (Weighted Goal Programming) Οι συντελεστές βάρους υποδηλώνουν τη σημαντικότητα των στόχων μέσα από τη στάθμισή τους στο ίδιο επίπεδο προτίμησης (υπό τη μορφή παραχωρήσεων). Η τεχνική αυτή λαμβάνει, επομένως, ταυτόχρονα υπόψη της όλους τους στόχους σε 10 Σημειώνεται ότι ο όρος αντικειμενική συνάρτηση (objective function) δεν παρατηρείται συχνά στις εφαρμογές του προγραμματισμού στόχων, όπου προτιμάται ο αντίστοιχος όρος της συνάρτησης επίτευξης στόχων (achievement function).

155 144 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6 μια σύνθετη συνάρτηση που ελαχιστοποιεί το άθροισμα των αποκλίσεών τους από τα επιθυμητά τους επίπεδα 11. Η λεξικογραφική διαδικασία βελτιστοποίησης μπορεί να αποδοθεί με τη μορφή μαθηματικής έκφρασης ως εξής: + Ελαχιστοποίηση Z = Pi ( d j + d j ) i υπό τους περιορισμούς: j + j j f ( x) d + d = c j + d j, d j, x 0 για j =1,..., k και i = 1,2, m (6.10) όπου P i είναι οι συντελεστές προτεραιότητας, οι οποίοι υποδηλώνουν την κατάταξη των στόχων και για τους οποίους δεν επιτρέπεται η αντικατάσταση στόχων από διαφορετικές προτεραιότητες. Ταυτόχρονα ισχύει P 1 > P 2 > P m όπου m είναι ο συνολικός αριθμός των προτεραιοτήτων. Όσον αφορά τη μέθοδο του σταθμισμένου προγραμματισμού στόχων, χρησιμοποιείται η ακόλουθη σχέση: + + Ελαχιστοποίηση Z = ( w j d j + w j d j ) j υπό τους περιορισμούς: j + j j f ( x) d + d = c j + d j, d j, x 0 για j =1,..., k (6.11) όπου τα w + - j και w j εκφράζουν τα σχετικά βάρη που αποδίδονται στις θετικές και αρνητικές μεταβλητές απόκλισης και κατά προέκταση στις αντίστοιχες αντικειμενικές συναρτήσεις (στόχους). Ο προγραμματισμός στόχων αποτελεί μια από τις πιο διαδεδομένες τεχνικές στο χώρο της πολυκριτηριακής ανάλυσης με σημαντικές εφαρμογές σε πλήθος πρακτικών περιπτώσεων, μεταξύ των οποίων και στη λήψη αποφάσεων στο γεωργικό χώρο. Η δυνατότητα να χρησιμοποιεί χωρίς σημαντικές δυσκολίες ένα μεγάλο αριθμό αντικειμενικών συναρτήσεων, καθώς και η δυνατότητα του να ορίζει τους στόχους σύμφωνα με τις επιθυμίες του αποφασίζοντα συνιστούν τα κύρια στοιχεία στα οποία 11 Παραλλαγές της τεχνικής αυτής, οι οποίες παρουσιάζονται αναλυτικά στο Κεφάλαιο 8 της παρούσας διατριβής, είναι ο minimax προγραμματισμός στόχων, καθώς και ο ανεπτυγμένος προγραμματισμός στόχων (extended goal programming)

156 ΒΑΣΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΚΑΙ ΜΕΘΟΔΟΙ ΤΗΣ ΠΟΛΥΚΡΙΤΗΡΙΑΚΗΣ ΑΝΑΛΥΣΗΣ 145 υπερτερεί έναντι των υπολοίπων μεθόδων. Ωστόσο, ο προγραμματισμός στόχων παρουσιάζει και ορισμένα προβλήματα τα κυριότερα από τα οποία είναι τα εξής: Η πιθανότητα του να καταλήξει κανείς σε όμοιες λύσεις με ένα απλό πρόγραμμα γραμμικού προγραμματισμού. Αυτό συμβαίνει όταν χρησιμοποιείται η λεξικογραφική μέθοδος και δεν γίνεται εφικτή η μετάβαση στο δεύτερο επίπεδο προτεραιότητας, καθώς και όταν στον σταθμισμένο προγραμματισμό στόχων επιλεγούν ορισμένα πολύ υψηλά επίπεδα στόχων και τα υπόλοιπα τεθούν πολύ χαμηλά (Romero and Rehman, 2003). Το θεωρητικό πρόβλημα, σύμφωνα με το οποίο κατά την εφαρμογή του λεξικογραφικού ΠΣ η μεγιστοποίηση της αντικειμενικής συνάρτησης δεν δίνει αποτελέσματα όμοια με αυτά που θα προέκυπταν από τη βελτιστοποίηση της συνάρτησης χρησιμότητας του αποφασίζοντα 12. Λαμβάνοντας υπόψη τις παραπάνω αδυναμίες και εφαρμόζοντας κατά κύριο λόγο το ανεπτυγμένο προγραμματισμό στόχων, επιχειρείται στη συνέχεια της παρούσας διατριβής (Κεφάλαιο 8) η αξιολόγηση διαφόρων εναλλακτικών σεναρίων διαχείρισης του συστήματος γεωργίας - αρδεύσεων - περιβάλλοντος, κάτω από τις υφιστάμενες συνθήκες, αλλά και σε διάφορα πιθανά σενάρια της υδατικής πολιτικής. 12 Η παρατήρηση αυτή στηρίζεται στην άποψη ότι η αντικειμενική συνάρτηση του λεξικογραφικού προγραμματισμού στόχων δεν μπορεί να αποδώσει ούτε και να προσεγγίσει ικανοποιητικά τη συνάρτηση χρησιμότητας του αποφασίζοντα.

157 146 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6

158 Κεφάλαιο 7: Εφαρμογή πολυκριτηριακής ανάλυσης για την εκτίμηση της καμπύλης ζήτησης του νερού στη γεωργία 7.1 Η ανάγκη προσδιορισμού της καμπύλης ζήτησης του νερού Η χρήση οικονομικών μέτρων και ειδικότερα η τιμολόγηση του νερού αποτελούν, σύμφωνα με την Οδηγία 2000/60, βασικά εργαλεία της νέας Ευρωπαϊκής υδατικής πολιτικής, με πρωταρχικό στόχο την προστασία και τη βιώσιμη διαχείρισή των υδατικών πόρων. Ως το 2010 λοιπόν, οι πολιτικές τιμολόγησης σε κάθε λεκάνη απορροής θα πρέπει να παρέχουν τα κατάλληλα κίνητρα, έτσι ώστε οι υδατικοί πόροι να χρησιμοποιούνται αποτελεσματικά και να συμβάλλουν στους περιβαλλοντικούς στόχους της Οδηγίας, εξασφαλίζοντας ταυτόχρονα ότι οι κοινωνικές και οικονομικές επιπτώσεις από τα συγκεκριμένα μέτρα θα είναι οι ελάχιστες δυνατές. Η εφαρμογή της τιμολόγησης του νερού στο γεωργικό τομέα θα έχει ως αποτέλεσμα - σύμφωνα με την οικονομική θεωρία - την αντίδραση των γεωργών στην αύξηση της τιμής του νερού μέσω της μείωσης της κατανάλωσής του. Το μέγεθος της μείωσης αυτής αντιστοιχεί ουσιαστικά στην αρνητική κλίση της καμπύλη ζήτησης του νερού σε κάθε τιμή χρέωσής του. Επειδή, ωστόσο, η ελαστικότητα ζήτησης του νερού είναι πιθανόν να είναι αρκετά μικρή, έτσι ώστε να περιορίζει σε σημαντικό βαθμό την αποτελεσματικότητα της τιμολόγησης, είναι σκόπιμη η εκ των προτέρων εκτίμηση της καμπύλης ζήτησης. Επιπλέον, μια τέτοια πολιτική είναι πιθανό να δημιουργήσει σημαντικά κοινωνικά και οικονομικά προβλήματα, όπως για παράδειγμα τη συρρίκνωση του γεωργικού εισοδήματος και τη μείωση της εργασίας στο γεωργικό τομέα (Gomez-Limon and Riesgo, 2004). Επομένως, τα προβλήματα αυτά πρέπει να διερευνηθούν στο πλαίσιο μιας ολοκληρωμένης ανάλυσης των αποτελεσμάτων και των επιπτώσεων της τιμολόγησης. Όσον αφορά την υφιστάμενη κατάσταση στην περιοχή μελέτης, την αρμοδιότητα της τιμολόγησης του αρδευτικού νερού την έχουν οι ΤΟΕΒ, οι οποίοι χρησιμοποιούν τις εισφορές αυτές για την κάλυψη των εξόδων λειτουργίας και συντήρησής τους (δες Ενότητα 3.1.2). Η μέθοδος που εφαρμόζεται είναι η στρεμματική τιμολόγηση, η οποία διαφοροποιεί τις τιμές μόνο για την καλλιέργεια ρυζιού, καθώς και για τη χρήση επιφανειακού ή υπόγειου δικτύου μεταφοράς νερού. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι συγκεκριμένες εισφορές παρουσιάζουν σημαντικές διαφορές μεταξύ των διαφόρων ΤΟΕΒ που βρίσκονται στη λεκάνη του Λουδία, καθώς κυμαίνονται από 7 έως και 18 /στρέμμα/έτος (Λατινόπουλος κ.ά., 2005). Βρέθηκε, ωστόσο, πως αυτή η χωρική διακύμανση των τιμών δεν έχει καμία σχέση αναλογίας με την ανά στρέμμα

159 148 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7 κατανάλωση νερού (Latinopoulos and Mylopoulos, 2004), γεγονός που τονίζει την αδυναμία μιας ούτως ή άλλως αναποτελεσματικής μεθόδου τιμολόγησης, αλλά και την αναγκαιότητα εφαρμογής μιας νέας πολιτικής, στην οποία ένας κεντρικός φορέας διαχείρισης υδατικών πόρων όπως προτείνει η Οδηγία 2000/60/ΕΚ θα ορίζει τιμές ανά μονάδα κατανάλωσης νερού, θα συγκεντρώνει τις εισφορές των αγροτών και θα εποπτεύει την ορθή εφαρμογή του συστήματος. Στο πλαίσιο των παραπάνω, το παρόν κεφάλαιο έχει ως στόχο να συμβάλει στη διερεύνηση των πιθανών επιπτώσεων της τιμολόγησης του αρδευτικού νερού (στη λεκάνη απορροής του Λουδία), τόσο στη ζήτησή του, όσο και σε ορισμένους κρίσιμους παράγοντες της γεωργικής παραγωγής. Για τον προσδιορισμό της καμπύλης ζήτησης του νερού, η μέθοδος που χρησιμοποιείται πιο συχνά είναι αυτή του Γραμμικού Προγραμματισμού (εξίσωση 6.1), καθώς έχει τη δυνατότητα να υπολογίζει και να προσαρμόζει τη βέλτιστη κατανομή των φυσικών πόρων με βάση τις μεταβολές που υφίστανται διάφοροι εξωγενείς παράγοντες, όπως είναι στη συγκεκριμένη περίπτωση η τιμή του νερού. Τα μοντέλα Γραμμικού Προγραμματισμού που εφαρμόζονται στο γεωργικό χώρο μεγιστοποιούν συνήθως μια αντικειμενική συνάρτηση, το γεωργικό εισόδημα, το οποίο προσεγγίζεται κυρίως μέσω της συνάρτησης της ακαθάριστης προσόδου. Η παραδοσιακή αυτή μέθοδος, που στηρίζεται στη βελτιστοποίηση μιας μόνο συνάρτησης, είναι δυνατόν να διευρυνθεί και να γίνει πιο ολοκληρωμένη με τη βοήθεια της πολυκριτηριακής ανάλυσης (Patrick and Blake, 1980; Herath, 1981). Η τελευταία προτιμήθηκε στην παρούσα διατριβή έναντι του Γραμμικού Προγραμματισμού, γιατί προσομοιώνει καλύτερα τη διαδικασία λήψης αποφάσεων από τους γεωργούς, επιτρέποντας τον συνυπολογισμό διαφόρων επιπλέον κριτηρίων (αντικειμενικών συναρτήσεων), βάσει των οποίων προσεγγίζονται καλύτερα η συμπεριφορά και οι καλλιεργητικές επιλογές των γεωργών (Gomez-Limon and Berbel, 2000). Συνεπώς, η κατανομή των πόρων και των συντελεστών παραγωγής (έδαφος, εργασία, νερό) που προκύπτουν από την ταυτόχρονη βελτιστοποίηση διαφόρων αντικρουόμενων κριτηρίων θα δώσουν ένα πιο ρεαλιστικό αποτέλεσμα και θα συμβάλουν στον εντοπισμό αποτελεσματικότερων μέτρων και πολιτικών στο χώρο της αρδευόμενης γεωργίας. 7.2 Αναλυτική περιγραφή της μεθόδου Τα βασικά στάδια του μοντέλου Στο διάγραμμα που ακολουθεί (Σχήμα 7.1) παρουσιάζεται αναλυτικά η διαδικασία που ακολουθήθηκε για τον προσδιορισμό της καμπύλης ζήτησης του νερού στη γεωργία και

160 ΕΚΤΙΜΗΣΗ ΤΗΣ ΚΑΜΠΥΛΗΣ ΖΗΤΗΣΗΣ ΤΟΥ ΝΕΡΟΥ ΣΤΗ ΓΕΩΡΓΙΑ 149 για την εκτίμηση των επιπτώσεων από την πιθανή μελλοντική εφαρμογή μιας τιμολογιακής πολιτικής στον αγροτικό χώρο. Ταξινόμηση περιοχών σε ομοιογενείς ομάδες Ανάλυση συστάδων Εφαρμογή μεθόδου πολυκριτήριας θεωρίας χρησιμότητας Εύρεση αντικειμενικών συναρτήσεων που περιγράφουν τη συμπεριφορά των γεωργών Εκτίμηση συνάρτησης χρησιμότητας γεωργών σε κάθε συστάδα ανάλυσης Εκτίμηση της σχέσης: κατανάλωσης νερού γεωργικού εισοδήματος για κάθε καλλιέργεια Επικύρωση αποτελεσμάτων (α) Γραμμικές συναρτήσεις (β) Μη γραμμικές συναρτήσεις Κατασκευή νέας καμπύλης ζήτησης σε κάθε συστάδα ανάλυσης Καμπύλη ζήτησης αγροτικού νερού Σύγκριση αποτελεσμάτων Εκτίμηση μέσης καμπύλης ζήτησης στη λεκάνη απορροής Υπολογισμός ελαστικότητας ζήτησης και αξιολόγηση αποτελεσμάτων τιμολόγησης Σχήμα 7.1: Μεθοδολογία προσδιορισμού της καμπύλης ζήτησης του νερού στη γεωργία

161 150 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7 Όπως προκύπτει από το Σχήμα 7.1, όλη η διαδικασία πραγματοποιείται στο χωρικό επίπεδο που ορίζουν οι συστάδες ανάλυσης (δες Ενότητα 3.3.2), σ ένα επίπεδο δηλαδή στο οποίο οι γεωργοί λειτουργούν με τον ίδιο τρόπο σε κάθε νέα πολιτική (όπως για παράδειγμα στην τιμολόγηση του νερού), μεταβάλλοντας σχεδόν ομοιόμορφα το σχέδιο παραγωγής τους. Στη συγκεκριμένη χωρική μονάδα, η συμπεριφορά των γεωργών θεωρείται σταθερή στη βραχυπρόθεσμη, αλλά και στη μεσοπρόθεσμη περίοδο, επειδή η λήψη αποφάσεων προκαθορίζεται από μια σειρά ψυχολογικών παραγόντων που παραμένουν σταθεροί στο χρόνο (Gomez-Limon and Riesgo, 2004). Το πρώτο, λοιπόν, στάδιο που απαιτείται να πραγματοποιηθεί για τον προσδιορισμό της καμπύλης ζήτησης του νερού είναι η εύρεση εκείνων των αντικειμενικών συναρτήσεων, που περιγράφουν τη συμπεριφορά των γεωργών σε κάθε υποπεριοχή μελέτης (συστάδα ανάλυσης). Στη συνέχεια, οι αντικειμενικές συναρτήσεις εισάγονται σ ένα σύνθετο μοντέλο πολυκριτηριακής ανάλυσης που βασίζεται στη θεωρία της πολυκριτήριας θεωρίας χρησιμότητας. Το μοντέλο αυτό παρουσιάζεται αναλυτικά στην επόμενη ενότητα. Από την ανάλυση μέσω του συγκεκριμένου μοντέλου προκύπτουν οι συναρτήσεις χρησιμότητας κάθε ομάδας γεωργών που συνθέτουν μια συστάδα ανάλυσης. Έπειτα πραγματοποιείται επικύρωση των αποτελεσμάτων με στόχο, τόσο την αξιολόγηση της αξιοπιστίας της μεθόδου, όσο και την επιλογή των πιο κατάλληλων συναρτήσεων χρησιμότητας. Το επόμενο στάδιο της ανάλυσης περιλαμβάνει δύο διαφορετικές προσεγγίσεις για την εκτίμηση της καμπύλης ζήτησης του νερού, οι οποίες στηρίζονται και οι δύο στη μεγιστοποίηση των συναρτήσεων χρησιμότητας των γεωργών, μέσω της άριστης κατανομής, τόσο των συντελεστών παραγωγής όσο και των υδατικών πόρων. Η διαφορά των δύο προσεγγίσεων έγκειται στον τρόπο με τον οποίο συμπεριλαμβάνεται η παράμετρος της κατανάλωσης νερού στις διάφορες καλλιέργειες: α. Το νερό μεγιστοποιεί τη γεωργική παραγωγή, ανεξάρτητα από την τιμή χρέωσής του (γραμμικές συναρτήσεις). β. Το νερό μεγιστοποιεί το οικονομικό αποτέλεσμα (γεωργικό εισόδημα), ανάλογα με την τιμή χρέωσής του (μη γραμμικές συναρτήσεις). Στη δεύτερη προσέγγιση, είναι απαραίτητη η προγενέστερη εκτίμηση της σχέσης κατανάλωσης νερού γεωργικού εισοδήματος για κάθε αρδευόμενη καλλιέργεια που συνιστά μεταβλητή απόφασης του μοντέλου. Οι συναρτήσεις ζήτησης των δύο μεθόδων συγκρίνονται κατόπιν και εξάγονται συμπεράσματα σχετικά με την επίδραση

162 ΕΚΤΙΜΗΣΗ ΤΗΣ ΚΑΜΠΥΛΗΣ ΖΗΤΗΣΗΣ ΤΟΥ ΝΕΡΟΥ ΣΤΗ ΓΕΩΡΓΙΑ 151 του τρόπου θεώρησης του αρδευτικού νερού στο μοντέλο εκτίμησης της ζήτησής του. Στο τέλος του κεφαλαίου γίνεται εκτίμηση της μέσης καμπύλης ζήτησης της λεκάνης απορροής του Λουδία, υπολογίζεται η ελαστικότητα ζήτησης σε κάθε υποπεριοχή μελέτης και σε κάθε τιμή του νερού, ενώ αξιολογούνται επίσης, τα αποτελέσματα της τιμολόγησης στον αγροτικό χώρο όσον αφορά το γεωργικό εισόδημα και την εργασία στον πρωτογενή τομέα Εφαρμογή της πολυκριτήριας θεωρίας χρησιμότητας Η εκτίμηση της καμπύλης ζήτησης του νερού σε μια περιοχή, όπου το νερό παρέχεται ουσιαστικά δωρεάν, μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο στηριζόμενη σε υποθετικά σενάρια συμπεριφοράς του γεωργού σε δεδομένες συνθήκες τιμολόγησης. Η προσπάθεια, να προσομοιωθεί όσο το δυνατόν καλύτερα η δυνητική αυτή συμπεριφορά, επιτάσσει τη χρησιμοποίηση ενός σχετικά σύνθετου μοντέλου, το οποίο δεν θα βασίζεται αποκλειστικά στη μεγιστοποίηση του κέρδους, αλλά θα περιλαμβάνει και άλλα κριτήρια που θα λαμβάνουν συνήθως υπόψη τους οι γεωργοί κατά τη λήψη αποφάσεων σχετικών με τις καλλιεργητικές τους επιλογές. Καθίσταται, επομένως, σκόπιμη η εφαρμογή μεθόδων πολυκριτηριακής ανάλυσης με στόχο την ταυτόχρονη βελτιστοποίηση των πολλαπλών αντικειμενικών συναρτήσεων (κριτηρίων) των γεωργών που ανήκουν σε κάθε συστάδα ανάλυσης. Η τεχνική που προτιμήθηκε στην παρούσα διατριβή είναι αυτή της πολυκριτήριας θεωρίας χρησιμότητας, βάσει της οποίας απαιτείται η διαμόρφωση μιας συνάρτησης χρησιμότητας που θα εκφράζει τη συνολική χρησιμότητα των γεωργών σε κάθε κριτήριο (εξίσωση 6.6). Μεταξύ των πιθανών μορφών της συνάρτησης αυτής επιλέχθηκε η προσθετική συνάρτηση χρησιμότητας 1 (εξίσωση 6.8) η οποία ωστόσο προϋποθέτει ότι τα διάφορα κριτήρια είναι μεταξύ τους ανεξάρτητα. Παράλληλα γίνεται η υπόθεση ότι η συνάρτηση είναι γραμμική 2 και ότι το άθροισμα των συντελεστών βάρους ισούται με τη μονάδα (Σw i = 1). Η μεθοδολογία που παρουσιάζεται στη συνέχεια βασίζεται ουσιαστικά σε μια τεχνική που ανέπτυξαν οι Sumpsi et al. (1997) και η οποία συμπληρώθηκε από τους Amador et al. (1998). Σύμφωνα με την τεχνική αυτή, υπολογίζονται οι συντελεστές βάρους που είναι απαραίτητοι για την εκτίμηση των συναρτήσεων χρησιμότητας των γεωργών, 1 Παρόλο που η αθροιστική συνάρτηση χρησιμότητας αποτελεί μια απλοποιημένη μορφή της πραγματικής χρησιμότητας πολλές έρευνες έχουν δείξει ότι τα αποτελέσματά τους προσεγγίζουν πολύ ικανοποιητικά πολύ πιο σύνθετα μοντέλα (Amador et al., 1998, Huirne and Hardaker, 1998). 2 Συνεπάγεται ότι κάθε μερική οριακή συνάρτηση χρησιμότητας είναι σταθερή.

163 152 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7 δηλαδή των μαθηματικών εκφράσεων, που φανερώνουν και αναπαριστάνουν τη συμπεριφορά τους. Τα βασικά στάδια της μεθοδολογίας αυτής έχουν ως εξής: 1 ο Στάδιο: Το πρώτο στάδιο της ανάλυσης περιλαμβάνει την εύρεση μιας ομάδας q κριτηρίων που επηρεάζουν ή ακόμα και καθορίζουν τις γεωργικές αποφάσεις. Τα κριτήρια αυτά είναι απαραίτητο να μπορούν να εκφραστούν μέσα από μαθηματικές σχέσεις (αντικειμενικές συναρτήσεις) f 1 (x), f i (x), f q (x) ως συνάρτηση των μεταβλητών απόφασης (π.χ. έκταση που καταλαμβάνει κάθε καλλιέργεια στη μέση εκμετάλλευση). Είναι, επίσης, απαραίτητο να οριστεί το σύνολο των εφικτών αποφάσεων (F), το οποίο ουσιαστικά οριοθετείται από τους περιορισμούς στους οποίους υπόκειται το μοντέλο. 2 ο Στάδιο Στη συνέχεια, αφού καθοριστούν οι αντικειμενικές συναρτήσεις διαμορφώνονται οι πίνακες πληρωμής για κάθε περιοχή αναφοράς. Οι πίνακες αυτοί είναι τετραγωνικοί και απεικονίζουν τις τιμές που παίρνει κάθε κριτήριο όταν βελτιστοποιείται μια αντικειμενική συνάρτηση (περιλαμβανομένης και της αντικειμενικής συνάρτησης του ίδιου του κριτηρίου). Έτσι, το πρώτο στοιχείο οποιουδήποτε πίνακα πληρωμής προκύπτει από την επίλυση του παρακάτω μοντέλου μαθηματικού - γραμμικού συνήθως - προγραμματισμού: Max f 1 (x) ή Min f 1 (x) υπό τους περιορισμούς: x F (7.1) * Η βέλτιστη λύση του παραπάνω μοντέλου (f 1 = f 11 ) αποτελεί την πρώτη τιμή του πίνακα πληρωμών. Οι υπόλοιπες τιμές της πρώτης στήλης του πίνακα υπολογίζονται με απλή αντικατάσταση των τιμών των μεταβλητών απόφασης, οι οποίες βελτιστοποίησαν την 7.1 στις υπόλοιπες q-1 αντικειμενικές συναρτήσεις. Συνεχίζοντας την ίδια διαδικασία, διαμορφώνοντας δηλαδή άλλα q-1 μοντέλα μαθηματικού προγραμματισμού, διαμορφώνεται τελικά ο πίνακας πληρωμών ως εξής 3 : f... f... f... f f... f... f... f f... f... f... f * i 1q * i1 i2 i iq * q1 q2 qi q (7.2) 3 Γενικά, για κάθε στοιχείο του πίνακα f ig θα πρέπει πρώτα να λυθεί το μοντέλο Μax f i (x) υπό τους περιορισμούς x F και στη συνέχεια να αντικατασταθεί το αντίστοιχο βέλτιστο διάνυσμα των μεταβλητών απόφασης x * στην αντικειμενική συνάρτηση f g (x).

164 ΕΚΤΙΜΗΣΗ ΤΗΣ ΚΑΜΠΥΛΗΣ ΖΗΤΗΣΗΣ ΤΟΥ ΝΕΡΟΥ ΣΤΗ ΓΕΩΡΓΙΑ 153 όπου: f i * = βέλτιστη τιμή (ideal value) για το κριτήριο i f ig = τιμή της αντικειμενικής συνάρτησης g όταν η συνάρτηση i μεγιστοποιείται 3 ο Στάδιο Όταν έχει πλέον υπολογιστεί ο πίνακας πληρωμών, τότε είναι δυνατόν να σχηματιστεί ένα σύστημα q αριθμού εξισώσεων, με στόχο την εύρεση των συντελεστών βάρους των διαφόρων κριτηρίων των γεωργών. * f1... f12... f1i... f1q w 1 f 1 * fi1... fi2... fi... fiq wi = fi * f w q1... fq2... fqi... f q q f q w w w = 1 1 i q (7.3) Το σύστημα αυτό, σε αλγεβρική μορφή μπορεί να γραφτεί επίσης ως εξής: q i= 1 q i= 1 wf i ig w = 1 i = f i, i = 1, 2,..., q και (7.4) όπου: w i = συντελεστής βάρους κριτηρίου i f i = υφιστάμενη τιμή κριτηρίου i Στις περιπτώσεις εκείνες στις οποίες η επίλυση του συστήματος (7.4) μπορεί να δώσει μια μη αρνητική λύση, η λύση αυτή θα αντιστοιχεί στους συντελεστές βάρους των κριτηρίων και θα μπορεί, επομένως, να αναπαραστήσει και να προσομοιώσει τη λήψη αποφάσεων στο γεωργικό χώρο. 4 ο Στάδιο Στην αντίθετη περίπτωση (η οποία είναι και η πιο συνηθισμένη), όταν δηλαδή δεν υπάρχει μια ακριβής λύση για το παραπάνω πρόβλημα, η κατανομή των βαρών που προσεγγίζει πιο πολύ την υφιστάμενη κατάσταση πρέπει να διερευνηθεί περαιτέρω. Η διαδικασία που ακολουθείται τότε, είναι η δημιουργία ενός μοντέλου σταθμισμένου προγραμματισμού στόχων, το οποίο χρησιμοποιεί μεταβλητές ποσοστιαίας θετικής ή αρνητικής απόκλισης από τις υφιστάμενες τιμές των κριτηρίων, τις οποίες επιδιώκει να ελαχιστοποιήσει (Romero, 1991). Το μοντέλο αυτό έχει την εξής μορφή:

165 154 ΚΕΦΑΛΑΙΟ min ( d d 1) ( d + i + d i ) ( d + q + d q) f1 fi fq υπό τους περιορισμούς: wf wf wf d + d = f i 1i q 1q wf wf wf d + d = f + 1 i1 i ii q iq i i i wf wf wf d + d = f + 1 q1 i qi q qq q q q (7.5) w w w = 1 1 i q το οποίο σε αλγεβρική μορφή μπορεί επίσης να γραφτεί και ως εξής: Min q i= 1 d + d f + i i i υπό τους περιορισμούς: q i= 1 q i= 1 wf d + d = f + i ig i i i w = 1 i, i=1, 2,..., q (7.6) όπου d + i και d - i είναι οι θετικές και αρνητικές αποκλίσεις αντίστοιχα από τους στόχους (πραγματικές τιμές) κάθε κριτηρίου. Λύνοντας το παραπάνω μοντέλο γίνεται μια αρχική εκτίμηση των συντελεστών βάρους w i. Για να διαπιστωθεί, όμως, αν οι συντελεστές βάρους που προέκυψαν είναι ικανοί να προσομοιώσουν την υφιστάμενη συμπεριφορά των γεωργών κατά τη λήψη αποφάσεων, είναι σκόπιμη η επίλυση ενός ακόμη μοντέλου μαθηματικού προγραμματισμού, η συνάρτηση βελτιστοποίησης του οποίου - όπως θα φανεί στη συνέχεια είναι ουσιαστικά η πολυκριτήρια συνάρτηση χρησιμότητας:

166 ΕΚΤΙΜΗΣΗ ΤΗΣ ΚΑΜΠΥΛΗΣ ΖΗΤΗΣΗΣ ΤΟΥ ΝΕΡΟΥ ΣΤΗ ΓΕΩΡΓΙΑ 155 w1 w w i q Max f1( x) fi( x) fq( x) k1 ki kq υπό τους περιορισμούς: f ( x) d + d = f, i=1,2,...,q + i i i i x F (7.7) όπου, k i είναι ένας συντελεστής ομοιογένειας κάθε αντικειμενικής συνάρτησης. Συνήθως ως συντελεστής ομοιογένειας χρησιμοποιείται η διαφορά μεταξύ της βέλτιστης και της κατώτατης τιμής κάθε αντικειμενικής συνάρτησης. Η λύση του μοντέλου (7.7) θεωρείται ικανοποιητική και η όλη διαδικασία σταματάει όταν τα αποτελέσματα δώσουν τιμές αρκετά κοντά στις υφιστάμενες τιμές, τόσο των κριτηρίων, όσο και των μεταβλητών απόφασης (δες Ενότητα 7.3.3, σχετικά με την επικύρωση των αποτελεσμάτων). 5 ο Στάδιο Αν τα αποτελέσματα του προηγούμενου σταδίου αποκλίνουν σημαντικά από τις πραγματικές τιμές, τότε εφαρμόζεται η μέθοδος της δοκιμής και του σφάλματος (trial and error) κατά την οποία: α) όταν μια αντικειμενική συνάρτηση παρουσιάζει αρνητική απόκλιση, τότε ο συντελεστής βάρους της πρέπει να αυξηθεί, ενώ β) όταν παρουσιάζει θετική απόκλιση ο συντελεστής βάρους πρέπει να μειωθεί. Η εν λόγω διαδικασία πραγματοποιείται έως ότου θεωρηθεί ότι η τελική κατανομή των συντελεστών βάρους δίνει αποτελέσματα αρκετά κοντά στις υφιστάμενες τιμές. Σε κάθε περίπτωση, σε όποιο στάδιο και να σταματήσει η διαδικασία εκτίμησης των συντελεστών βάρους (τρίτο, τέταρτο ή πέμπτο) η τελική συνάρτηση χρησιμότητας του κάθε γεωργού ή μιας ομάδας γεωργών προκύπτει από την εξίσωση (7.7), η οποία μπορεί να γραφτεί και ως εξής 4 : f ( x) (7.8) q i U = wi i 1 f * = i f i* όπου, f i* είναι η κατώτατη τιμή (nadir value) για την αντικειμενική συνάρτηση i. 4 Μια ελαφρώς διαφορετική μορφή της συνάρτησης αυτής παρουσιάζεται από τους Gomez-Limon et al. n fi( x) fi* (2003) και τους Gomez-Limon and Riesgo (2004), με τη μορφή: U = wi f * f i= 1 i i*

167 156 ΚΕΦΑΛΑΙΟ Εφαρμογή της μεθόδου στην περιοχή μελέτης Μεταβλητές απόφασης, περιορισμοί και κριτήρια Ως μεταβλητές απόφασης σε κάθε συστάδα ανάλυσης ορίζεται το σύνολο των μεταβλητών x j που αφορούν τις υφιστάμενες καλλιέργειες της περιοχής. Οι καλλιεργητικές αποφάσεις (επιλογή μεταξύ των διαφορετικών μεταβλητών απόφασης) που λαμβάνονται από τους γεωργούς, υπόκεινται σ ένα σύνολο περιορισμών που αφορούν βασικά χαρακτηριστικά του αγροτικού χώρου, τα οποία είναι κοινά για όλα τα μέλη της ομάδας των γεωργών που υπάγονται σε κάθε συστάδα ανάλυσης, όπως είναι για παράδειγμα: το κλίμα της περιοχής, οι περιορισμοί της αγοράς και οι απαιτήσεις της ΚΑΠ. Οι περιορισμοί που χρησιμοποιήθηκαν στην παρούσα διατριβή, για να ορίσουν το σύνολο F των εφικτών αποφάσεων σε κάθε υποπεριοχή μελέτης, μπορούν να κατηγοριοποιηθούν στις παρακάτω ομάδες: Συνολικής καλλιεργήσιμης έκτασης (π.χ. X j 100 στρέμματα, λόγω του μεγέθους της μέσης εκμετάλλευσης) Αγροτικής πολιτικής και ειδικότερα της ΚΑΠ (π.χ. περιορισμοί στην ελάχιστη έκταση που πρέπει να βρίσκεται σε αγρανάπαυση) Αγοράς και εμπορίας των γεωργικών προϊόντων, λαμβάνοντας παράλληλα υπόψη το συγκριτικό πλεονέκτημα που παρέχουν ορισμένα προϊόντα στην περιοχή μελέτης (π.χ. ελάχιστη έκταση ροδάκινων) Αμειψισποράς Όσον αφορά τα κριτήρια που εισάγονται στο μοντέλο απόφασης, αυτά πρέπει να αντικατοπτρίζουν όχι μόνο την υφιστάμενη συμπεριφορά των γεωργών, αλλά και να καθορίζουν τη μελλοντική τους στάση. Με άλλα λόγια, είναι σκόπιμο να αποτελούν διαρκείς στόχους βελτιστοποίησης σε κάθε πιθανό σενάριο πολιτικής που μπορεί να εφαρμοστεί στον αγροτικό χώρο. Στην παρούσα εργασία, τα κριτήρια αυτά επιλέχθηκαν με βάση αντίστοιχα παραδείγματα της διεθνούς βιβλιογραφίας, καθώς επίσης και βάσει των ειδικών συνθηκών της ελληνικής γεωργίας. Στο πλαίσιο αυτό, θεωρήθηκε λοιπόν, πως τα βασικά κριτήρια που επηρεάζουν τις αποφάσεις των γεωργών στην ευρύτερη περιοχή μελέτης - ανεξάρτητα από τη συστάδα ανάλυσης - είναι τα εξής: 1. Το ακαθάριστο κέρδος της μέσης γεωργικής εκμετάλλευσης (GM). Το μέγεθος αυτό αποτελεί ουσιαστικά προσέγγιση του γεωργικού εισοδήματος και επομένως, ένας γεωργός που παίρνει ορθολογικές αποφάσεις επιχειρεί να το μεγιστοποιήσει:

168 ΕΚΤΙΜΗΣΗ ΤΗΣ ΚΑΜΠΥΛΗΣ ΖΗΤΗΣΗΣ ΤΟΥ ΝΕΡΟΥ ΣΤΗ ΓΕΩΡΓΙΑ 157 max GM j X j (7.9) j Για την εύρεση του ακαθάριστου κέρδους των καλλιεργειών σε κάθε συστάδα ανάλυσης (GM j ) υπολογίστηκε καταρχήν η μέση χωρική τιμή του για κάθε έτος χωριστά (με τη βοήθεια των γεωγραφικών συστημάτων πληροφοριών), και στη συνέχεια, ο μέσος όρος των τιμών αυτών για την εξαετία σε σταθερές τιμές του Η ανθρώπινη εργασία (LB). Ένας γεωργός επιδιώκει, όσο είναι δυνατόν, να ελαχιστοποιήσει τις απαιτήσεις της εκμετάλλευσής του σε ανθρώπινη εργασία, με στόχο να μειώσει το κόστος εργασίας αλλά και να αυξήσει τον ελεύθερο χρόνο του. Συνεπώς ισχύει η σχέση: min LBj X j (7.10) j Οι μέσες απαιτήσεις σε εργασία ανά καλλιέργεια (LB j ) υπολογίστηκαν ακολουθώντας παρόμοια διαδικασία με αυτή που πραγματοποιήθηκε για το ακαθάριστο κέρδος. 3. Ο κίνδυνος του γεωργικού εισοδήματος. Ο κίνδυνος του εισοδήματος αποτελεί έναν αρκετά σημαντικό παράγοντα για τη λήψη αποφάσεων στο αγροτικό χώρο, ο οποίος μπορεί επίσης να εκφραστεί και αντίστροφα, ως ασφάλεια δηλαδή του εισοδήματος στη μέση γεωργική εκμετάλλευση. Στην πρώτη διατύπωση, επιθυμία του γεωργού είναι η ελαχιστοποίηση του κινδύνου, ενώ στη δεύτερη η μεγιστοποίηση της ασφάλειας του εισοδήματός του. Για μια πιο ολοκληρωμένη εξέταση του συγκεκριμένου κριτηρίου επιλέχτηκαν τρεις διαφορετικές προσεγγίσεις εκτίμησης του τρόπου με τον οποίο αντιλαμβάνονται οι γεωργοί τις έννοιες του κινδύνου και της ασφάλειας του εισοδήματός τους. Επειδή, όμως, η συνάρτηση χρησιμότητας του γεωργού πρέπει να αποτελείται από ανεξάρτητα μεταξύ τους κριτήρια, ο διαχωρισμός αυτός συνεπάγεται την ανάγκη διερεύνησης τριών διαφορετικών συναρτήσεων χρησιμότητας, ανάλογα με τον τρόπο θεώρησης του κινδύνου του γεωργικού εισοδήματος. α. Η πρώτη προσέγγιση, που είναι και η πλέον συνήθης στη διεθνή βιβλιογραφία, θεωρεί τον κίνδυνο ως συνάρτηση της διακύμανσης (variance) του εισοδήματος (Markowitz, 1952). Η εκτίμησή του (RK) σε κάθε συστάδα ανάλυσης γίνεται με σύγκριση της διακύμανσης του οικονομικού αποτελέσματος μεταξύ όλων των υφιστάμενων καλλιεργειών με τη βοήθεια της σχέσης:

169 158 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7 X (7.11) j [ Cov] X j όπου [Cov] είναι ένας πίνακας διακύμανσης - συνδιακύμανσης του μέσου (χωρικά) ακαθάριστου κέρδους των καλλιεργειών για την περίοδο β. Ένας άλλος τρόπος θεώρησης του κινδύνου στηρίζεται στις μεταβολές του οικονομικού αποτελέσματος, όχι σε σχέση με όλες τις εναλλακτικές καλλιέργειες, αλλά μόνο αναφορικά με τις διαχρονικές τιμές της ίδιας της καλλιέργειας. Για το σκοπό αυτό γίνεται χρήση της μεταβλητής της αρνητικής ημι-διακύμανσης (negative semivariance) του εισοδήματος κάθε καλλιέργειας, η οποία εκφράζει τον κίνδυνο του να έχει κάποιος μια καλλιέργεια με ακαθάριστο κέρδος μικρότερο από το μέσο ακαθάριστο κέρδος της καλλιέργειας στην περιοχή μελέτης 5. Ο συνολικός κίνδυνος στο γεωργικό εισόδημα υπολογίζεται από το άθροισμα των αρνητικών αυτών ημι-διακυμάνσεων (SD), σύμφωνα με την εξίσωση: k 2 (GM jm GM j) m k GM jm GM j (7.12) όπου: k GM jm = αριθμός παρατηρήσεων = ακαθάριστο κέρδος καλλιέργειας j και παρατήρησης m GM j = μέσο ακαθάριστο κέρδος καλλιέργειας j Για να έχει ωστόσο το μοντέλο τη δυνατότητα να ελαχιστοποιήσει όχι μόνο την αθροιστική διακύμανση αλλά και τη μέγιστη διακύμανση καθεμίας από τις καλλιέργειες, έτσι ώστε να αποφεύγονται όσες από αυτές ενέχουν μεγάλο οικονομικό ρίσκο (Romero, 2000), χρησιμοποιήθηκε μια ακόμα μεταβλητή η οποία υπολογίζει τη μέγιστη αρνητική ημι-διακύμανση (MD) σε κάθε συστάδα ανάλυσης. γ. Μια τρίτη εναλλακτική μέθοδος που χρησιμοποιήθηκε για την εκτίμηση της ασφάλειας του γεωργικού εισοδήματος είναι ο υπολογισμός του ποσοστού του γεωργικού εισοδήματος (ακαθάριστου κέρδους) που αντιστοιχεί σε επιδοτήσεις γεωργικών προϊόντων και επομένως, σε εισόδημα που δεν επηρεάζεται από τη 5 Στην περίπτωση της κλασικής θεώρησης του Markowitz γίνεται η παραδοχή ότι η αρνητική ημιδιακύμανση είναι ίση με τη θετική, γεγονός που δεν ισχύει αν δεν ακολουθούν κανονική κατανομή οι παρατηρήσεις της υπό εξέτασης μεταβλητής.

170 ΕΚΤΙΜΗΣΗ ΤΗΣ ΚΑΜΠΥΛΗΣ ΖΗΤΗΣΗΣ ΤΟΥ ΝΕΡΟΥ ΣΤΗ ΓΕΩΡΓΙΑ 159 λειτουργία της αγοράς (SB). Ο λόγος που συμπεριλήφθηκε αυτή η έμμεση μορφή έκφρασης του κινδύνου είναι, διότι η εμπειρία από την ελληνική γεωργική πραγματικότητα φανερώνει, πως οι επιδοτούμενες καλλιέργειες αποτελούν τις πρώτες επιλογές των γεωργών επειδή εξασφαλίζουν μεγαλύτερο εισόδημα με μικρότερο κίνδυνο (ειδικά, όταν οι επιδοτήσεις είναι στρεμματικές). Πρόκειται, επομένως, για μια ακόμα συνάρτηση μεγιστοποίησης, η οποία γράφεται ως εξής: max SBj X j (7.13) j Στον Πίνακα Δ3 του Παραρτήματος Δ παρουσιάζονται αναλυτικά τα δεδομένα (μεταβλητές απόφασης, περιορισμοί, κριτήρια απόφασης) καθώς και ο τρόπος με τον οποίο αυτά εισάγονται στο μοντέλο της πολυκριτηριακής ανάλυσης, για την ειδική εφαρμογή του στην πρώτη συστάδα ανάλυσης Αποτελέσματα Συναρτήσεις χρησιμότητας Καθώς, λοιπόν, στην προηγούμενη ενότητα επιλέχτηκαν τα κριτήρια απόφασης των γεωργών και εκφράστηκαν με τη μορφή αντικειμενικών συναρτήσεων f i (x) και αφού βρέθηκε ο χώρος των εφικτών αποφάσεων (F) σε κάθε συστάδα ανάλυσης, έγινε πλέον δυνατή η εφαρμογή των υπολοίπων σταδίων της πολυκριτήριας θεωρίας χρησιμότητας για τη διερεύνηση των συναρτήσεων χρησιμότητας των γεωργών. Το πρώτο βήμα προς αυτή την κατεύθυνση είναι η δημιουργία πινάκων πληρωμών για κάθε περιοχή αναφοράς, αλλά και για κάθε διαφορετική θεώρηση του κινδύνου του γεωργικού εισοδήματος. Ακολουθώντας τη διαδικασία που περιγράφηκε στην ενότητα προέκυψαν συνολικά 21 διαφορετικοί πίνακες, οι οποίοι ομαδοποιήθηκαν ανά συστάδα ανάλυσης (Πίνακες 7.1 έως και 7.7) ως εξής: Πίνακας 7.1: Πίνακες πληρωμών για την 1 η συστάδα ανάλυσης Συνάρτηση που βελτιστοποιείται GM LB RK GM LB RK Συνάρτηση που βελτιστοποιείται GM LB SB GM LB SB Συνάρτηση που βελτιστοποιείται GM LB SD MD GM LB SD MD

171 160 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7 Πίνακας 7.2: Πίνακες πληρωμών για τη 2 η συστάδα ανάλυσης GM LB RK GM LB RK GM LB SD MD GM LB SD MD GM LB SB GM LB SB Πίνακας 7.3: Πίνακες πληρωμών για την 3 η συστάδα ανάλυσης GM LB RK GM LB RK GM LB SD MD GM LB SD MD GM LB SB GM LB SB Πίνακας 7.4: Πίνακες πληρωμών για την 4 η συστάδα ανάλυσης GM LB RK GM LB RK GM LB SD MD GM LB SD MD GM LB SB GM LB SB Πίνακας 7.5: Πίνακες πληρωμών για την 5 η συστάδα ανάλυσης GM LB RK GM LB RK GM LB SD MD GM LB SD MD GM LB SB GM LB SB

172 ΕΚΤΙΜΗΣΗ ΤΗΣ ΚΑΜΠΥΛΗΣ ΖΗΤΗΣΗΣ ΤΟΥ ΝΕΡΟΥ ΣΤΗ ΓΕΩΡΓΙΑ 161 Πίνακας 7.6: Πίνακες πληρωμών για την 6 η συστάδα ανάλυσης GM LB RK GM LB RK GM LB SD MD GM LB SD MD GM LB SB GM LB SB Πίνακας 7.7: Πίνακες πληρωμών για την 7 η συστάδα ανάλυσης GM LB RK GM LB RK GM LB SD MD GM LB SD MD GM LB SB GM LB SB Στη συνέχεια, οι τιμές από τους πίνακες πληρωμής εισήχθησαν στο σύστημα εξισώσεων (7.3) με σκοπό να βρεθούν οι τιμές των συντελεστών βάρους w i. Κανένα, όμως, από τα συστήματα αυτά δεν έδωσε μια ακριβή λύση και για το λόγο αυτό κρίθηκε σκόπιμη η εφαρμογή του τέταρτου σταδίου ανάλυσης, το οποίο περιλαμβάνει τη διαμόρφωση και την επίλυση ειδικών μοντέλων σταθμισμένου προγραμματισμού στόχων (εξισώσεις 7.5 και 7.6). Τα συγκεκριμένα μοντέλα επιχειρούν να βελτιστοποιήσουν ταυτόχρονα 3 ή 4 κριτήρια (ανάλογα με τη θεώρηση του κινδύνου) ελαχιστοποιώντας τις αποκλίσεις κάθε κριτηρίου από τις υφιστάμενες τιμές τους. Για να το πετύχουν αυτό προσαρμόζουν τόσο τις μεταβλητές των θετικών και αρνητικών αποκλίσεων (d + i, d - i ) όσο και τους συντελεστές βάρους. Η επίλυση των σύνθετων αυτών προβλημάτων πραγματοποιήθηκε με τη βοήθεια του λογισμικού επίλυσης συστημάτων γραμμικού και μη γραμμικού προγραμματισμού What s Best! (1998) που χρησιμοποιεί ως περιβάλλον εργασίας τα φύλλα εργασίας του Excel. Το αποτέλεσμα της παραπάνω διαδικασίας είναι η αρχική εκτίμηση των συντελεστών βάρους (w i ) των κριτηρίων απόφασης των γεωργών. Έπειτα, γίνεται χρήση των συντελεστών αυτών στο μοντέλο (7.7) ούτως ώστε να υπολογιστούν οι εκάστοτε συναρτήσεις χρησιμότητας. Για παράδειγμα, στην έβδομη συστάδα ανάλυσης και συγκεκριμένα, για την περίπτωση της κλασικής θεώρησης του κινδύνου του

173 162 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7 εισοδήματος (διακύμανση), η εφαρμογή του σταθμισμένου προγραμματισμού στόχων δίνει τα εξής αποτελέσματα: w 1 (GM) = 0,665 w 2 (LB) = 0,111 w 3 (RK) = 0,224 Οι βέλτιστες και οι κατώτατες τιμές των κριτηρίων προκύπτουν από τον αντίστοιχο πίνακα πληρωμών, έτσι ώστε: f 1 * (GM) = f 1* (GM) = f 2 * (LB) = f 2* (LB) = f 3 * (RK) = 50 f 3* (RK) = Άρα, σύμφωνα με την εξίσωση (7.8), η συνάρτηση χρησιμότητας είναι η εξής: GM LAB SD U = 0, 665 * + 0, 111* + 0, 224 * ή στην πιο απλή μορφή της: U = 0,665 GM 0,402 LAB 1,746 SD Με τον ίδιο τρόπο υπολογίστηκαν οι συναρτήσεις χρησιμότητας για όλες τις συστάδες ανάλυσης, οι οποίες και παρουσιάζονται στους πίνακες 7.8 ως και 7.14, σε αντιστοιχία με τους συντελεστές βάρους των διαφόρων κριτηρίων. Αξίζει να τονιστεί ότι σε αρκετές περιπτώσεις παρατηρήθηκαν σημαντικές αποκλίσεις των εκτιμήσεων από την υφιστάμενη κατάσταση και για το λόγο αυτό εφαρμόστηκε η μέθοδος της δοκιμής και του σφάλματος μέσα από τις κατάλληλες αυξομειώσεις των συντελεστών βάρους. Οι νέοι συντελεστές βάρους και οι νέες συναρτήσεις χρησιμότητας, που προήλθαν έπειτα από αυτές τις διορθώσεις εμφανίζονται στους προαναφερθέντες πίνακες μέσα σε παρενθέσεις, δίπλα και κάτω αντίστοιχα από τις αρχικές τιμές τους, μόνο για τις περιπτώσεις, όμως, που τα αποτελέσματα που προέκυψαν από την εφαρμογή της δοκιμής και του σφάλματος κρίθηκαν πως ήταν σαφώς καλύτερα από τα προηγούμενα 6. 6 Αναλυτικότερα, η διαδικασία της επικύρωσης των αποτελεσμάτων και της ανάγκης εφαρμογής της μεθόδου δοκιμής και σφάλματος παρουσιάζονται στην επόμενη ενότητα.

174 ΕΚΤΙΜΗΣΗ ΤΗΣ ΚΑΜΠΥΛΗΣ ΖΗΤΗΣΗΣ ΤΟΥ ΝΕΡΟΥ ΣΤΗ ΓΕΩΡΓΙΑ 163 Πίνακας 7.8: Συντελεστές βάρους και συναρτήσεις χρησιμότητας - 1 η συστάδα ανάλυσης GM w 1 = 0,49 LB w 2 = 0,51 RK w 3 = 0,00 GM w 1 = 0,24 (0,33) 7 LB w 2 = 0,42 (0,33) SD w 3 = 0,00 (0,00) MD w 4 = 0,34 (0,33) U = 0,49 GM 2,156 LB U = 0,24 GM 1,831 LB 6,906 MD (U = 0,33 GM 1,438 LB 6,702 MD) 6 GM w 1 = 0,12 LB w 2 = 0,33 SΒ w 3 = 0,55 U = 0,12 GM 1,383 LB + 2,612 SB Πίνακας 7.9: Συντελεστές βάρους και συναρτήσεις χρησιμότητας - 2 η συστάδα ανάλυσης GM w 1 = 0,45 LB w 2 = 0,54 SD w 3 = 0,01 U = 0,45 GM 2,990 LB 0,021 RK GM w 1 = 0,51 LB w 2 = 0,47 SD w 3 = 0,00 MD w 4 = 0,02 U = 0,51 GM 2,595 LB 0,627 MD GM w 1 = 0,44 LB w 2 = 0,54 SΒ w 3 = 0,02 U = 0,45 GM 2,923 LB + 0,077 SB Πίνακας 7.10: Συντελεστές βάρους και συναρτήσεις χρησιμότητας - 3 η συστάδα ανάλυσης GM w 1 = 0,69 (0,57) LB w 2 = 0,31 (0,43) RK w 3 = 0,00 (0,00) U = 0,69 GM 1,824 LB (U = 0,57 GM 2,522 LB) GM w 1 = 0,84 LB w 2 = 0,16 SD w 3 = 0,00 MD w 4 = 0,00 U = 0,84 GM 0,982 LB GM w 1 = 0,62 LB w 2 = 0,17 SΒ w 3 = 0,21 U = 0,62 GM 1,026 LB + 0,871 SB 7 Οι αριθμοί μέσα στην παρένθεση είναι το αποτέλεσμα της διαδικασίας trial and error.

175 164 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7 Πίνακας 7.11: Συντελεστές βάρους και συναρτήσεις χρησιμότητας - 4 η συστάδα ανάλυσης GM w 1 = 0,52 (0,60) LB w 2 = 0,48 (0,40) RK w 3 = 0,00 (0,00) U = 0,52 GM 3,485 LB (U = 0,60 GM 2,954 LB) GM w 1 = 0,53 (0,45) LB w 2 = 0,27 (0,28) SD w 3 = 0,00 (0,00) MD w 4 = 0,20 (0,27) U = 0,53 GM 1,996 LB 11,713 MD (U = 0,45 GM 1,996 LB 16,351MD) GM w 1 = 0,46 LB w 2 = 0,24 SΒ w 3 = 0,31 U = 0,46 GM 1,610 LB + 1,003 SB Πίνακας 7.12: Συντελεστές βάρους και συναρτήσεις χρησιμότητας - 5 η συστάδα ανάλυσης GM w 1 = 0,78 LB w 2 = 0,22 RK w 3 = 0,00 U = 0,78 GM 1,338 LB GM w 1 = 0,78 LB w 2 = 0,22 SD w 3 = 0,00 MD w 4 = 0,00 U = 0,78 GM 1,338 LB GM w 1 = 0,75 LB w 2 = 0,25 SΒ w 3 = 0,00 U = 0,57 GM 1,476 LB Πίνακας 7.13: Συντελεστές βάρους και συναρτήσεις χρησιμότητας - 6 η συστάδα ανάλυσης GM w 1 = 0,49 (0,52) LB w 2 = 0,36 (0,40) RK w 3 = 0,15 (0,08) U = 0,49 GM 0,675 LB 2,974 RK (U = 0,52 GM 0,743 LB 1,663 RK) GM w 1 = 0,45 LB w 2 = 0,49 SD w 3 = 0,06 MD w 4 = 0,00 U = 0,45 GM 0,912 LB 4,56 SD GM w 1 = 0,43 LB w 2 = 0,28 SΒ w 3 = 0,29 U = 0,43 GM 0,526 LB + 0,556 SB

176 ΕΚΤΙΜΗΣΗ ΤΗΣ ΚΑΜΠΥΛΗΣ ΖΗΤΗΣΗΣ ΤΟΥ ΝΕΡΟΥ ΣΤΗ ΓΕΩΡΓΙΑ 165 Πίνακας 7.14: Συντελεστές βάρους και συναρτήσεις χρησιμότητας - 7 η συστάδα ανάλυσης GM w 1 = 0,67 LB w 2 = 0,11 RK w 3 = 0,22 U = 0,67 GM 0,402 LB 1,746 RK GM w 1 = 0,91 LB w 2 = 0,09 SD w 3 = 0,00 MD w 4 = 0,00 U = 0,91 GM 0,31 LB GM w 1 = 0,49 LB w 2 = 0,11 SΒ w 3 = 0,40 U = 0,49 GM 0,403 LB + 0,511 SB Επικύρωση των αποτελεσμάτων Η αξιολόγηση της αξιοπιστίας της μεθόδου της πολυκριτηριακής ανάλυσης, ο έλεγχος της ποιότητας των αποτελεσμάτων, η διερεύνηση της αναγκαιότητας εφαρμογής της μεθόδου δοκιμής και σφάλματος, η σύγκριση των συναρτήσεων χρησιμότητας διαφορετικών μοντέλων και η επιλογή των πιο κατάλληλων από αυτά αποτελούν ορισμένες μόνο από τις αιτίες που καθιστούν επιβεβλημένη την επικύρωση του συγκεκριμένου μοντέλου. Με τον όρο επικύρωση (validation) ενός μοντέλου, περιγράφεται η διαδικασία που πραγματοποιείται ώστε να αποδειχθεί ότι η μέθοδος ανάλυσης (μοντέλο) που εφαρμόστηκε δίνει σωστά και έγκυρα αποτελέσματα. Η επικύρωση χρησιμοποιείται, επίσης, για τον προσδιορισμό των δυνατοτήτων εφαρμογής του μοντέλου, για τον έλεγχο της ακρίβειας και της αξιοπιστίας των αποτελεσμάτων του καθώς και για τον εντοπισμό των περιορισμών κατά τη χρήση του. Η διαδικασία της επικύρωσης ξεκινάει από το σημείο που σταμάτησε η ανάλυση των αποτελεσμάτων της μεθόδου της πολυκριτηριακής ανάλυσης, από τη μεγιστοποίηση δηλαδή των συναρτήσεων χρησιμότητας κάθε συστάδας ανάλυσης, υπό τους αντίστοιχους καλλιεργητικούς περιορισμούς των περιοχών αυτών. Υπολογίζονται, επομένως, τα βέλτιστα επίπεδα χρησιμότητας, αλλά και οι αντίστοιχες τιμές, τόσο των αντικειμενικών συναρτήσεων, όσο και των μεταβλητών απόφασης (σχέδιο παραγωγής της μέσης εκμετάλλευσης) στα επίπεδα αυτά. Στη συνέχεια, πραγματοποιείται το κύριο στάδιο της διαδικασίας της επικύρωσης, το οποίο περιλαμβάνει τη μέτρηση των αποκλίσεων της υφιστάμενης κατάστασης από την προβλεπόμενη για κάθε μοντέλο ξεχωριστά. Οι αποκλίσεις των αντικειμενικών συναρτήσεων εκφράζονται ως ποσοστιαίες αποκλίσεις των κριτηρίων από τις

177 166 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7 πραγματικές τιμές, ενώ για τις μεταβλητές απόφασης χρησιμοποιείται ένας συνολικός δείκτης απόκλισης (divergence index), που προκύπτει από το άθροισμα των απολύτων τιμών των αποκλίσεων όλων των μεταβλητών (Arriaza and Gomez-Limon, 2003). Στον Πίνακα 7.15 παρουσιάζεται ένα παράδειγμα μεταξύ του προβλεπόμενου (για το μοντέλο SB 8 ) και του υφιστάμενου σχεδίου παραγωγής στην 5 η συστάδα ανάλυσης καθώς και του υπολογισμού του συνολικού δείκτη απόκλισης (Σ.Δ.Α = 26,98). Πίνακας 7.15: Διαφορές υφιστάμενου και προβλεπόμενου σχεδίου παραγωγής Μεταβλητές απόφασης Υφιστάμενο σχέδιο παραγωγής Προβλεπόμενο σχέδιο παραγωγής Απόκλιση (στρ.) Σιτάρι μαλακό 0,55 0,00 0,55 Σιτάρι σκληρό 4,42 0,00 4,42 Καλαμπόκι 4,38 0,00 4,38 Μποστανικά 0,76 0,00 0,76 Βαμβάκι (ποτιστικό) 0,06 0,00 0,06 Τεύτλα 0,83 0,50 0,33 Μηδική 1,81 5,57-3,76 Βιομηχανική Τομάτα 0,43 1,57-1,14 Λάχανα 0,12 1,30-1,18 Σπαράγγια 0,95 0,00 0,95 Λοιπές Κηπευτικές 0,65 2,46-1,81 Ροδακινιές 81,53 82,00-0,47 Κριθάρι 0,12 0,00 0,12 Αχλαδιές 0,37 0,00 0,37 Μηλιές 0,67 5,20-4,53 Λοιπά Δένδρα 1,25 0,00 1,25 Αμπέλια 0,30 0,00 0,30 Καπνός 0,30 0,50-0,20 Αγρανάπαυση 0,50 0,90-0,40 Σύνολο 100,00 100,00 26,98 Είναι σαφές ότι όσο μικρότερες είναι οι αποκλίσεις των μεταβλητών και των κριτηρίων, τόσο πιο ρεαλιστικά και αξιόπιστα αποτελέσματα δίνει το εξεταζόμενο μοντέλο. Αξίζει ωστόσο να σημειωθεί ότι δεν υπάρχουν κάποια συγκεκριμένα ανώτατα επιτρεπτά όρια, τα οποία να προκαθορίζουν ή ακόμα και να μαρτυρούν για την αξιοπιστία των αποτελεσμάτων των μοντέλων, διότι υπάρχουν πολλοί εξωγενείς παράγοντες που επηρεάζουν θετικά ή αρνητικά το εύρος των τιμών των δυνητικών αποκλίσεων (κριτηρίων και μεταβλητών απόφασης). Παράδειγμα τέτοιων παραγόντων αποτελούν οι περιορισμοί (σύνολο F) του κάθε μοντέλου και η ελαστικότητά που του αποδίδουν στο να παρεκκλίνει από την υφιστάμενη κατάσταση. Εντούτοις, αναφορικά με τα κριτήρια λήψης απόφασης, μια απόκλιση της τάξης μεγέθους ± 25% σε σχέση με υφιστάμενες τιμές θεωρήθηκε ως μια καλή προσέγγιση της πραγματικότητας και για το λόγο αυτό, 8 Τα τρία διαφορετικά μοντέλα παίρνουν το όνομά τους από τη μεταβλητή (ή τις μεταβλητές) που χρησιμοποιούνται για να υπολογίσουν τον κίνδυνο του εισοδήματος (οι άλλες δύο είναι άλλωστε κοινές).

178 ΕΚΤΙΜΗΣΗ ΤΗΣ ΚΑΜΠΥΛΗΣ ΖΗΤΗΣΗΣ ΤΟΥ ΝΕΡΟΥ ΣΤΗ ΓΕΩΡΓΙΑ 167 στις περισσότερες περιπτώσεις χρησιμοποιήθηκε ως το ανώτατο όριο πάνω από το οποίο λάμβανε χώρα η μέθοδος δοκιμής και σφάλματος. Το συμπέρασμα που προκύπτει από τα παραπάνω είναι ότι η μέθοδος της δοκιμής και σφάλματος αποτελεί στην ουσία μια δυναμική και επαναληπτική διαδικασία άρρηκτα συνδεδεμένη με την επικύρωση των αποτελεσμάτων. Στην πράξη, δηλαδή, οι δύο αυτές διαδικασίες εναλλάσσονται μεταξύ τους έως το σημείο που μια περαιτέρω δοκιμή της πρώτης δε φαίνεται να βελτιώνει πλέον τα τελικά αποτελέσματα της επικύρωσης. Στους πίνακες που ακολουθούν (Πίνακες ) παρουσιάζονται τα αποτελέσματα της επικύρωσης των τριών μοντέλων για τις επτά συστάδες ανάλυσης, ενώ γίνεται, και ειδική αναφορά στη διαφοροποίησή τους λόγω της εφαρμογής της μεθόδου δοκιμής και σφάλματος. Πίνακας 7.16: Επικύρωση των μοντέλων - 1 η συστάδα ανάλυσης Απόκλιση αντικειμενικών συναρτήσεων: Μοντέλο RK Δείκτης συνολικής απόκλισης μεταβλητών απόφασης: GM -17,7% LB 15,5% RK 25,2% 59,10 Απόκλιση αντικειμενικών συναρτήσεων: Μοντέλο SD MD Δείκτης συνολικής απόκλισης μεταβλητών απόφασης: GM -1,1% LB 21,8% SD 22,5% MD 50,1% 44,37 Μοντέλο SD MD (Trial and error) Απόκλιση αντικειμενικών συναρτήσεων: Δείκτης συνολικής απόκλισης μεταβλητών απόφασης: GM -8,8% LB 19,9% SD 12,1% MD 40,1% 39,65 Απόκλιση αντικειμενικών συναρτήσεων: Μοντέλο SB Δείκτης συνολικής απόκλισης μεταβλητών απόφασης: GM 4,2% LB 14,2% SB -11,4% 11,46 Πίνακας 7.17: Επικύρωση των μοντέλων - 2 η συστάδα ανάλυσης Απόκλιση αντικειμενικών συναρτήσεων: Μοντέλο RK Δείκτης συνολικής απόκλισης μεταβλητών απόφασης: GM -4,6% LB 20,5% RK 32,6% 38,01 Απόκλιση αντικειμενικών συναρτήσεων: Μοντέλο SD MD Δείκτης συνολικής απόκλισης μεταβλητών απόφασης: GM -16,7% LB 12,8% SD 4,3% MD -0,4% 32,06

179 168 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7 Απόκλιση αντικειμενικών συναρτήσεων: Μοντέλο SB Δείκτης συνολικής απόκλισης μεταβλητών απόφασης: GM 11,4% LB 15,8% SB 3,1% 37,16 Πίνακας 7.18: Επικύρωση των μοντέλων - 3 η συστάδα ανάλυσης Απόκλιση αντικειμενικών συναρτήσεων: Μοντέλο RK Δείκτης συνολικής απόκλισης μεταβλητών απόφασης: GM -16,5% LB -1,8% RK -24,1% 58,88 Απόκλιση αντικειμενικών συναρτήσεων: Μοντέλο RK (Trial and error) Δείκτης συνολικής απόκλισης μεταβλητών απόφασης: GM -12,4% LB 3,4% RK -16,2% 53,08 Απόκλιση αντικειμενικών συναρτήσεων: Μοντέλο SD MD Δείκτης συνολικής απόκλισης μεταβλητών απόφασης: GM -16,8% LB -2,4% SD -5,6% MD 0,6% 48,40 Απόκλιση αντικειμενικών συναρτήσεων: Μοντέλο SB Δείκτης συνολικής απόκλισης μεταβλητών απόφασης: GM -18,9% LB -17,9% SB -12,1% 22,74 Πίνακας 7.19: Επικύρωση των μοντέλων - 4 η συστάδα ανάλυσης Απόκλιση αντικειμενικών συναρτήσεων: Μοντέλο RK Δείκτης συνολικής απόκλισης μεταβλητών απόφασης: GM 5,4% LB 22,3% RK 12,6% 38,02 Απόκλιση αντικειμενικών συναρτήσεων: Μοντέλο RK (Trial and error) Δείκτης συνολικής απόκλισης μεταβλητών απόφασης: GM -4,5% LB 13,1% RK 10,2% 37,44 Απόκλιση αντικειμενικών συναρτήσεων: Μοντέλο SD MD Δείκτης συνολικής απόκλισης μεταβλητών απόφασης: GM -13,3% LB 2,1% SD -21,7% MD 0,1% 25,73 Μοντέλο SD MD (Trial and error) Απόκλιση αντικειμενικών συναρτήσεων: Δείκτης συνολικής απόκλισης μεταβλητών απόφασης: GM 6,2% LB 1,5% SD -5,9% MD 17,1% 33,38 Απόκλιση αντικειμενικών συναρτήσεων: Μοντέλο SB Δείκτης συνολικής απόκλισης μεταβλητών απόφασης: GM -18,0% LB -1,8% SB -17,5% 32,16

180 ΕΚΤΙΜΗΣΗ ΤΗΣ ΚΑΜΠΥΛΗΣ ΖΗΤΗΣΗΣ ΤΟΥ ΝΕΡΟΥ ΣΤΗ ΓΕΩΡΓΙΑ 169 Πίνακας 7.20: Επικύρωση των μοντέλων - 5 η συστάδα ανάλυσης Απόκλιση αντικειμενικών συναρτήσεων: Μοντέλο RK Δείκτης συνολικής απόκλισης μεταβλητών απόφασης: GM -32,5% LB 17,6% RK -56,1% 85,34 Απόκλιση αντικειμενικών συναρτήσεων: Μοντέλο SD MD Δείκτης συνολικής απόκλισης μεταβλητών απόφασης: GM -12,4% LB -8,5% SD -11,5% MD 0,1% 14,86 Απόκλιση αντικειμενικών συναρτήσεων: Μοντέλο SB Δείκτης συνολικής απόκλισης μεταβλητών απόφασης: GM -11,9% LB -7,4% SB -23,3% 26,98 Πίνακας 7.21: Επικύρωση των μοντέλων - 6 η συστάδα ανάλυσης Απόκλιση αντικειμενικών συναρτήσεων: Μοντέλο RK Δείκτης συνολικής απόκλισης μεταβλητών απόφασης: GM -7,3% LB 6,6% RK 26,2% 37,56 Απόκλιση αντικειμενικών συναρτήσεων: Μοντέλο RK (Trial and error) Δείκτης συνολικής απόκλισης μεταβλητών απόφασης: GM -16,8% LB 0,6% RK 7,4% 37,56 Απόκλιση αντικειμενικών συναρτήσεων: Μοντέλο SD MD Δείκτης συνολικής απόκλισης μεταβλητών απόφασης: GM -14,2% LB 3,0% SD 13,1% MD 14,9% 29,48 Απόκλιση αντικειμενικών συναρτήσεων: Μοντέλο SB Δείκτης συνολικής απόκλισης μεταβλητών απόφασης: GM -28,0% LB -25,3% SB -17,0% 28,42 Πίνακας 7.22: Επικύρωση των μοντέλων - 7 η συστάδα ανάλυσης Απόκλιση αντικειμενικών συναρτήσεων: Μοντέλο RK Δείκτης συνολικής απόκλισης μεταβλητών απόφασης: GM -22,5% LB 17,6% RK -56,1% 55,34 Απόκλιση αντικειμενικών συναρτήσεων: Μοντέλο SD MD Δείκτης συνολικής απόκλισης μεταβλητών απόφασης: GM -22,5% LB 17,6% SD -10,5% MD -5,6% 45,34 Απόκλιση αντικειμενικών συναρτήσεων: Μοντέλο SB Δείκτης συνολικής απόκλισης μεταβλητών απόφασης: GM -21,4% LB 7,9% SB -14,0% 18,36

181 170 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7 Παρατηρώντας τους Πίνακες (7.16) (7.22) δεν είναι εύκολο να εξαχθούν σαφή συμπεράσματα σχετικά με την ακρίβεια και την αξιοπιστία του κάθε μοντέλου ξεχωριστά. Είναι, όμως, δυνατή η μεταξύ τους σύγκριση, έτσι ώστε να επιλεγεί τελικά το μοντέλο εκείνο που προσομοιώνει καλύτερα τη συμπεριφορά των γεωργών. Για να είναι πιο εύκολη η σύγκριση, έγινε μια σύνοψη τριών βασικών στατιστικών δεδομένων (μέσος όρος, μέγιστη και ελάχιστη απόκλιση) για το σύνολο των συστάδων ανάλυσης, η οποία δίνεται στον Πίνακα Σύμφωνα με τον Πίνακα αυτό, το μοντέλο που λαμβάνει υπόψη τον κίνδυνο εισοδήματος σύμφωνα με τη κλασική μέθοδο της διακύμανσης (RK) φαίνεται να υστερεί έναντι των άλλων δυο 9. Το μοντέλο SD-MD από την άλλη, πλεονεκτεί των υπολοίπων όσον αφορά τη μέση απόκλιση των κριτηρίων. Αντίθετα, όταν λαμβάνεται υπόψη η στάση των γεωργών ως προς τις επιδοτήσεις, το αντίστοιχο μοντέλο (SB) παρουσιάζει μικρότερο συνολικό δείκτη απόκλισης και επομένως, ένα σχέδιο παραγωγής που προσεγγίζει περισσότερο τις υφισταμένες καλλιεργητικές επιλογές, αλλά και μικρότερο εύρος διακύμανσης των κριτηρίων. Στις επόμενες ενότητες, κατά τον προσδιορισμό της καμπύλης ζήτησης κάθε περιοχής, γίνεται συνήθως χρήση και των τριών αυτών μοντέλων (ή τουλάχιστον των δύο πιο αξιόπιστων), ούτως ώστε να ληφθεί υπόψη η επίδραση της διαφορετικής μεθοδολογικής προσέγγισης στην καταγραφή της συμπεριφοράς των γεωργών σε μια πιθανή τιμολόγηση του νερού. Πίνακας 7.23: Σύγκριση των αποτελεσμάτων της επικύρωσης των τριών μοντέλων Μοντέλο RK Μοντέλο SD - MD Μοντέλο SB Κριτήρια Σ.Δ.Α. Κριτήρια Σ.Δ.Α. Κριτήρια Σ.Δ.Α. Μέσος όρος 19,2 % 52,3 10,9 % 34,8 14,4 % 25,3 min 0,6 % 37,4 0,1 % 14,9 1,8 % 11,5 max 56,1 % 85,3 40,1 % 48,4 28,0 % 37,2 Σ.Δ.Α. = Συνολικός Δείκτης Απόκλισης 9 Οι σχετικά μεγάλες αποκλίσεις του μοντέλου αυτού έδωσαν το έναυσμα για την αναζήτηση μιας άλλης μορφής συνάρτησης χρησιμότητας, που θα εισάγει με διαφορετικό τρόπο τα κριτήρια απόφασης. Εκτός του κινδύνου του εισοδήματος, από διαφορετική οπτική γωνία εξετάστηκε αρχικά και το γεωργικό εισόδημα (μέσω της ακαθάριστης προσόδου), αλλά τα αποτελέσματα ήταν κατώτερα και γι αυτό το λόγο δεν παρουσιάζονται στην παρούσα εργασία.

182 ΕΚΤΙΜΗΣΗ ΤΗΣ ΚΑΜΠΥΛΗΣ ΖΗΤΗΣΗΣ ΤΟΥ ΝΕΡΟΥ ΣΤΗ ΓΕΩΡΓΙΑ Προσδιορισμός της καμπύλης ζήτησης όταν οι αρδεύσεις μεγιστοποιούν την παραγωγικότητα Η εφαρμογή μιας τιμολογιακής πολιτικής στο χώρο των αρδεύσεων που καταργεί την ισχύουσα αναποτελεσματική στρεμματική τιμολόγηση και υιοθετεί την ογκομετρική μέθοδο (σύμφωνα με τις αρχές της Οδηγίας Πλαίσιο 2000/60/ΕΚ) έχει ως άμεσο αποτέλεσμα να συνυπολογίζεται η παράμετρος του κόστους του νερού κατά τη λήψη γεωργικών αποφάσεων, αφού ένα από τα βασικά κριτήρια απόφασης, το γεωργικό εισόδημα, θα εξαρτάται πλέον τόσο από την τιμή χρέωσης, όσο και από τη συνολική κατανάλωσή νερού. Επομένως, η πρόβλεψη των δυνητικών συνεπειών της τιμολόγησης, μέσω του προσδιορισμού της καμπύλης ζήτησης, μπορεί να πραγματοποιηθεί συμπεριλαμβάνοντας την παράμετρο του αρδευτικού νερού στη διαδικασία λήψης γεωργικών αποφάσεων που αναπτύχθηκε νωρίτερα. Όπως αναφέρθηκε στην αρχή του κεφαλαίου, στην παρούσα διατριβή εφαρμόζονται δύο διαφορετικές προσεγγίσεις για την εκτίμηση της καμπύλης ζήτησης του αρδευτικού νερού. Οι προσεγγίσεις αυτές στηρίζονται και οι δύο στη μεγιστοποίηση των συναρτήσεων χρησιμότητας των γεωργών. Διαφοροποιούνται ωστόσο, ως προς το πλαίσιο βάσει του οποίου εισάγεται η παράμετρος των αρδεύσεων στο μοντέλο, αν δηλαδή η κατανάλωση νερού αποσκοπεί στη μεγιστοποίηση (α) της γεωργικής παραγωγής ή (β) του εισοδήματος των αγροτών. Στη συγκεκριμένη ενότητα εξετάζεται η πρώτη περίπτωση, η περίπτωση δηλαδή κατά την οποία το νερό χρησιμοποιείται στις γεωργικές εκμεταλλεύσεις, έτσι ώστε να επιτυγχάνεται η μεγαλύτερη δυνατή απόδοση σε όλες τις καλλιέργειες. Με άλλα λόγια, η κατανάλωση νερού είναι πάντα ίση με τις αντίστοιχες ανάγκες κάθε καλλιέργειας, ανεξάρτητα της τιμής χρέωσής του 10. Σύμφωνα λοιπόν με τα παραπάνω, η εκτίμηση της καμπύλης ζήτησης σε μια περιοχή (συστάδα ανάλυσης) προκύπτει ως αποτέλεσμα των βραχυπρόθεσμων και μεσοπρόθεσμων μεταβολών των καλλιεργητικών αποφάσεων των γεωργών εξαιτίας της αύξησης της τιμής του νερού, διατηρώντας όμως σταθερή την κατανάλωσή του (ανά στρέμμα) σε κάθε καλλιέργεια ξεχωριστά. Για το λόγο αυτό, στο νέο μοντέλο δίνεται η δυνατότητα μετάβασης από καλλιέργειες με μεγάλες ανάγκες άρδευσης, σε: Καλλιέργειες που βρίσκονται εκ των προτέρων στη μέση εκμετάλλευση και έχουν μικρότερες ανάγκες σε νερό άρδευσης. 10 Επειδή βάσει της συγκεκριμένης θεώρησης, η σχέση του νερού με το ακαθάριστο κέρδος κάθε καλλιέργειας είναι δεδομένη και σταθερή, η συνολική κατανάλωση νερού αποτελεί γραμμική συνάρτηση των μεταβλητών απόφασης και επομένως, το μοντέλο χαρακτηρίζεται ως γραμμικό.

183 172 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7 Καλλιέργειες που δεν έχουν απαιτήσεις άρδευσης (ξηρικές καλλιέργειες) και εισάγονται ως νέες μεταβλητές απόφασης, υπό την προϋπόθεση ότι μπορούν να καλλιεργηθούν στην περιοχή μελέτης (βάσει των εδαφο-κλιματικών συνθηκών αλλά και των συνθηκών της αγοράς). Το πρώτο βήμα, λοιπόν, για τον προσδιορισμό της καμπύλης ζήτησης είναι η παραμετροποίηση της τιμής του νερού, ξεκινώντας από τη μηδενική χρέωση και καταλήγοντας σε μια χρέωση ίση με 0,20 /m 3 (τιμή που ενδεικτικά αντιστοιχεί περίπου στο μισό του κατώτερου κλιμακίου της τρέχουσας αστικής χρέωσης της ΕΥΑΘ). Στην αρχική κατάσταση, αφαιρείται από το ακαθάριστο κέρδος κάθε καλλιέργειας η πάγια χρέωση του νερού και κατόπιν θεωρείται η τιμή του ίση με μηδέν. Σε όλες τις άλλες περιπτώσεις, το γινόμενο της τιμής επί τις ανάγκες σε νερό (ανά στρέμμα) κάθε καλλιέργειας ισοδυναμεί με το στρεμματικό κόστος του νερού, το οποίο αφαιρείται από το αρχικό ακαθάριστο κέρδος. Άμεση συνέπεια αυτής της διαδικασίας είναι η διαφοροποίηση όλων των τιμών του ακαθάριστου κέρδους με βάση την τιμή του νερού. Σε κάθε συστάδα ανάλυσης, οι γεωργοί θα προσπαθήσουν να μεγιστοποιήσουν τη χρησιμότητά τους, κάτω από τις νέες συνθήκες που επιφέρει η τιμολόγηση. Επομένως, η μεγιστοποίηση των συναρτήσεων χρησιμότητας πρέπει να πραγματοποιηθεί για όλο το εύρος των δυνητικών τιμών του νερού. Οι μήτρες υπολογισμού που χρησιμοποιούνται γι αυτό το σκοπό είναι παρόμοιες με τις αντίστοιχες μήτρες που εφαρμόστηκαν νωρίτερα (κατά τον προσδιορισμό των συναρτήσεων χρησιμότητας), παρουσιάζουν ωστόσο ορισμένες σημαντικές διαφορές, κυρίως όσον αφορά: Τους συντελεστές ακαθάριστου κέρδους, οι οποίοι όπως αναφέρθηκε παραπάνω περιλαμβάνουν πλέον το κόστος χρήσης του νερού και διαφοροποιούνται σε κάθε σενάριο τιμολόγησης. Έναν επιπλέον περιορισμό στη συνολική κατανάλωση νερού, ούτως ώστε αυτή να μην υπερβαίνει την υφιστάμενη. Το ανώτατο όριο του εν λόγω περιορισμού είναι δυνατόν να περιοριστεί περαιτέρω, αν μειωθούν τα φυσικά αποθέματα, ενώ μπορεί παράλληλα να χρησιμοποιηθεί και για την εξέταση των πιθανών συνεπειών από την εφαρμογή περιοριστικών μέτρων στην προσφορά του νερού, με την εφαρμογή για παράδειγμα ποσοστώσεων στη χρήση του. Τις νέες μεταβλητές απόφασης (ξηρικές καλλιέργειες) και τους αντίστοιχους περιορισμούς στην έκταση, που αυτές θα καταλαμβάνουν στη μέση εκμετάλλευση κάθε περιοχής.

184 ΕΚΤΙΜΗΣΗ ΤΗΣ ΚΑΜΠΥΛΗΣ ΖΗΤΗΣΗΣ ΤΟΥ ΝΕΡΟΥ ΣΤΗ ΓΕΩΡΓΙΑ 173 Η επίλυση των αντίστοιχων μοντέλων έγινε και πάλι με τη βοήθεια του λογισμικού What s Best. Σε κάθε συστάδα ανάλυσης και για κάθε τιμή χρέωσης του νερού έγινε εκτίμηση, τόσο του βέλτιστου σχεδίου παραγωγής (μεταβλητών απόφασης), όσο και των τιμών των αντικειμενικών συναρτήσεων αλλά και της συνολικής κατανάλωσης νερού στη μέση εκμετάλλευση. Η σχέση, λοιπόν, της τιμής του νερού και της συνολικής του κατανάλωσης αποτυπώθηκε διαγραμματικά με την κατασκευή της καμπύλης ζήτησης (όπως αναφέρθηκε και στην προηγούμενη ενότητα κατασκευάστηκαν τελικά τρεις καμπύλες ζήτησης για κάθε συστάδα, ανάλογα με τα κριτήρια που συμπεριλήφθησαν στο μοντέλο λήψης αποφάσεων). Οι καμπύλες αυτές παρουσιάζονται αναλυτικά στα διαγράμματα που ακολουθούν (Σχήματα ). Τιμή νερού ( /m 3 ) 0,25 0,2 0,15 0,1 0,05 SD-MD RK SB Κατανάλωση νερού (m 3 /στρ.) Σχήμα 7.2: Καμπύλη ζήτησης νερού στην 1 η συστάδα ανάλυσης (γραμμική ανάλυση) Τιμή νερού ( /m 3 ) 0,25 0,2 0,15 0,1 0,05 SD-MD RK SB Κατανάλωση νερού (m 3 /στρ.) Σχήμα 7.3: Καμπύλη ζήτησης νερού στη 2 η συστάδα ανάλυσης (γραμμική ανάλυση)

185 174 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7 Τιμή νερού ( /m 3 ) 0,25 0,2 0,15 0,1 0,05 SD-MD RK SB Κατανάλωση νερού (m 3 /στρ.) Σχήμα 7.4: Καμπύλη ζήτησης νερού στην 3 η συστάδα ανάλυσης (γραμμική ανάλυση) Τιμή νερού ( /m 3 ) 0,25 0,2 0,15 0,1 0,05 SD-MD RK SB Κατανάλωση νερού (m 3 /στρ.) Σχήμα 7.5: Καμπύλη ζήτησης νερού στην 4 η συστάδα ανάλυσης (γραμμική ανάλυση) 0,25 0,2 SD-MD SB Τιμή νερού ( /m 3 ) 0,15 0,1 0, Κατανάλωση νερού (m 3 /στρ.) Σχήμα 7.6: Καμπύλη ζήτησης νερού στην 5 η συστάδα ανάλυσης (γραμμική ανάλυση)

186 ΕΚΤΙΜΗΣΗ ΤΗΣ ΚΑΜΠΥΛΗΣ ΖΗΤΗΣΗΣ ΤΟΥ ΝΕΡΟΥ ΣΤΗ ΓΕΩΡΓΙΑ 175 Τιμή νερού ( /m 3 ) 0,25 0,2 0,15 0,1 0,05 SD-MD RK SB Κατανάλωση νερού (m 3 /στρ.) Σχήμα 7.7: Καμπύλη ζήτησης νερού στην 6 η συστάδα ανάλυσης (γραμμική ανάλυση) Τιμή νερού ( /m 3 ) 0,25 0,2 0,15 0,1 0,05 SD-MD RK SB Κατανάλωση νερού (m 3 /στρ.) Σχήμα 7.8: Καμπύλη ζήτησης νερού στην 7 η συστάδα ανάλυσης (γραμμική ανάλυση) Το πρώτο συμπέρασμα που μπορεί να βγει από τα παραπάνω διαγράμματα είναι ότι - όπως ήταν άλλωστε αναμενόμενο - οι καμπύλες ζήτησης έχουν όλες αρνητική κλίση. Υψηλότερες δηλαδή τιμές του νερού σχετίζονται με μικρότερη κατανάλωση και άρα και με μικρότερη ζήτηση νερού. Η επιλογή ενός εκ των τριών μοντέλων χρησιμότητας μεταβάλλει συνήθως λίγο (π.χ. 2 η συστάδα ανάλυσης) έως πολύ (π.χ. 3 η συστάδα ανάλυσης) τη μορφή της καμπύλης ζήτησης (με εξαίρεση την περίπτωση της πέμπτης συστάδας ανάλυσης όπου τα μοντέλα RK και SD - MD καταλήγουν σε πανομοιότυπα αποτελέσματα). Από τη σύγκριση των γραφημάτων προκύπτει, επίσης, ότι το μοντέλο που λαμβάνει υπόψη τις επιδοτήσεις των αγροτών (SB) είναι ίσως το πιο συντηρητικό, καθώς εμφανίζει στις περισσότερες περιοχές μικρότερη ελαστικότητα από τα άλλα δύο.

187 176 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7 Είναι προφανές ότι υπάρχουν αρκετά μεγάλες διαφορές στις καμπύλες ζήτησης μεταξύ των συστάδων ανάλυσης, καθώς σε ορισμένες περιοχές οι γεωργοί φαίνεται να περιορίζουν σημαντικά τη χρήση νερού λόγω αύξησης των τιμών (μεγάλη ελαστικότητα ζήτησης), ενώ σε άλλες τα αποτελέσματα της τιμολόγησης στον περιορισμό της κατανάλωσης νερού είναι πολύ πιο περιορισμένα (μικρή ελαστικότητα ζήτησης) 11. Συγκεκριμένα, μεγαλύτερη ελαστικότητα παρουσιάζουν η πρώτη, δεύτερη και έβδομη συστάδα ανάλυσης. Αντίθετα, η 6 η συστάδα δεν έχει πολλά περιθώρια μείωσης της κατανάλωσης νερού, αφού έχει ήδη σε μεγάλο ποσοστό μη αρδευόμενες καλλιέργειες. Όσον αφορά την 4 η και 5 η συστάδα, οι γεωργοί των περιοχών αυτών δείχνουν αρκετά μικρότερη ευαισθησία στις υψηλές τιμές του νερού εξαιτίας της κυριαρχίας (σχεδόν σε επίπεδο μονοκαλλιέργειας) της καλλιέργειας ροδακίνων, μιας καλλιέργειας δηλαδή με αρκετά μεγάλο ακαθάριστο κέρδος, το οποίο δεν φαίνεται να επηρεάζεται από το εφαρμοζόμενο εύρος τιμών του νερού. Στο σημείο αυτό κρίνεται σκόπιμο, πριν από την εξαγωγή περαιτέρω συμπερασμάτων σχετικών με τη ζήτηση του νερού στη γεωργία και με τις πιθανές επιπτώσεις της τιμολόγησης στον αγροτικό χώρο, να εφαρμοστεί και η δεύτερη μέθοδος προσδιορισμού της καμπύλης ζήτησης, έτσι ώστε να καταστεί εφικτή, τόσο η σύγκριση των δύο μεθόδων, όσο και η εξαγωγή ασφαλέστερων συμπερασμάτων. 7.5 Προσδιορισμός της καμπύλης ζήτησης όταν οι αρδεύσεις μεγιστοποιούν το γεωργικό εισόδημα Περιγραφή του μοντέλου Σύμφωνα με τη διεθνή βιβλιογραφία, η παραπάνω μεθοδολογία, κατά την εφαρμογή της οποίας θεωρείται δεδομένη η χρήση συγκεκριμένων ποσοτήτων νερού σε κάθε καλλιέργεια για τη μεγιστοποίηση της παραγωγικότητάς της, αποτελεί μια πολύ συνηθισμένη περίπτωση. Ωστόσο, στηρίζεται στην παραδοχή ότι η κατανάλωση νερού ανά καλλιέργεια είναι σταθερή και ανεξάρτητη της τιμής χρέωσής του και άρα ότι η μόνη δυνατότητα του γεωργού στις υψηλότερες τιμές του νερού είναι η επιλογή εναλλακτικών, οικονομικά πιο συμφερουσών υπό τις νέες συνθήκες, καλλιεργειών. Με άλλα λόγια, η σχέση κατανάλωσης νερού - γεωργικού εισοδήματος εξετάζεται ως μια γραμμική σχέση που βασίζεται αποκλειστικά στην έμμεση μείωση της ζήτησης του νερού μέσω της μεταβολής του σχεδίου παραγωγής της μέσης εκμετάλλευσης. Για το λόγο αυτό, παρόλο που με την προηγούμενη μέθοδο μπορεί να επιτευχθεί σε κάθε 11 Η μικρή ελαστικότητα οφείλεται τις περισσότερες φορές στις περιορισμένες δυνατότητες υποκατάστασης των καλλιεργειών με άλλες λιγότερο υδροβόρες καλλιέργειες, που θα έχουν ωστόσο παρόμοια ή, τουλάχιστον, όχι ιδιαίτερα διαφορετικά κέρδη.

188 ΕΚΤΙΜΗΣΗ ΤΗΣ ΚΑΜΠΥΛΗΣ ΖΗΤΗΣΗΣ ΤΟΥ ΝΕΡΟΥ ΣΤΗ ΓΕΩΡΓΙΑ 177 σενάριο τιμολόγησης το καλύτερο δυνατό εισόδημα υπό συνθήκες βέλτιστης απόδοσης των καλλιεργειών, δεν διασφαλίζεται απαραίτητα (ειδικά σε περιπτώσεις υψηλών τιμών του νερού) ότι το εισόδημα που προκύπτει υπό τις συνθήκες αυτές είναι και το μέγιστο δυνατό (Haouari and Azaiez, 2001). Για να γίνει πιο κατανοητή η πρόταση αυτή παρουσιάζεται στο Σχήμα 7.9 η γραφική αναπαράσταση της σχέσης τιμής νερού και ακαθάριστου κέρδους μιας καλλιέργειας, όταν ο γεωργός έχει τη δυνατότητα να μειώσει την ποσότητα άρδευσής της 12. Μια αύξηση, λοιπόν, της τιμής από P 1 σε P 2, σύμφωνα με την οικονομική θεωρία, θα προκαλέσει μείωση τη ζήτησης του νερού από Q 1 σε Q 2. Στην προηγούμενη ενότητα η μείωση αυτή γινόταν με την επιλογή μιας καλλιέργειας με λιγότερες αρδευτικές ανάγκες και η οποία απέφερε ένα ακαθάριστο κέρδος GM j < GM 1 (η διαφορά GM 1 -GM j ήταν η δυνητικά μικρότερη από όλες τις εναλλακτικές επιλογές, σύμφωνα πάντα και με τους περιορισμούς του μοντέλου). Στην προκειμένη, ωστόσο, περίπτωση, ο γεωργός έχει τη δυνατότητα να μειώσει την ποσότητα νερού στην ίδια την καλλιέργεια, δημιουργώντας στην ουσία ένα έλλειμμα νερού (υγρασίας). Η μείωση αυτή επιδρά αρνητικά στα φυτά και επηρεάζει σε μικρό ή μεγάλο βαθμό την ανάπτυξη και τελικά, την απόδοσή τους (μείωση απόδοσης από Υ 1 σε Υ 2 ). Το μέγεθος αυτής της επίδρασης εξαρτάται από διάφορους παράγοντες, όπως για παράδειγμα το είδος της καλλιέργειας, την ποικιλία, το μέγεθος και το χρόνο εμφάνισης του ελλείμματος υγρασίας (Παπαζαφειρίου, 1999) 13. Η μείωση της απόδοσης, από Υ 1 σε Υ 2, όπως είναι φυσικό, έχει αρνητική επίπτωση στο ακαθάριστο κέρδος της καλλιέργειας, το οποίο θα μειωθεί με τη σειρά του από GM 1 σε GM 2. Την τελική απόφαση θα την πάρει, επομένως, ο γεωργός αφού συγκρίνει για κάθε σενάριο τιμολόγησης τη διαφορά του ακαθάριστου κέρδους εξαιτίας του ελλείμματος υγρασίας των υφιστάμενων καλλιεργειών μ αυτό της βέλτιστης εναλλακτικής καλλιέργειας (GM 2 -GM j ). Είναι άρα απαραίτητο - όπως και σε κάθε μεθοδολογία που στηρίζεται στη βέλτιστη χρήση του αρδευτικού νερού - να εκτιμηθεί αρχικά η σχέση κατανάλωσης αρδευτικού νερού και απόδοσης καλλιεργειών και στη συνέχεια, να εξεταστούν οι διαφορετικές στρατηγικές ελάττωσης της χρήσης των υδατικών πόρων στη γεωργία (Ortega et al., 2004). 12 Εξετάζεται μόνο το ακαθάριστο κέρδος, γιατί αυτό καταρχήν θα μεταβληθεί λόγω της τιμολόγησης, προκαλώντας συνεπακόλουθα και τη μεταβολή της χρησιμότητας του γεωργού. Η ανάγκη επομένως λήψης νέων καλλιεργητικών αποφάσεων προκύπτει μόνο από το κριτήριο αυτό, αλλά η διαδικασία απόφασης θα στηρίζεται, όπως και προηγουμένως, σε όλα τα κριτήρια. 13 Για τις ανάγκες της εργασίας, γίνεται η παραδοχή ότι ένας γεωργός γνωρίζει σε μεγάλο βαθμό τη σχέση νερού απόδοσης και άρα λειτουργεί ορθολογικά, όσον αφορά τη μείωση της κατανάλωσης νερού κάθε καλλιέργειας.

189 178 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7 Σχήμα 7.9: Κατανάλωση νερού, απόδοση καλλιέργειας και γεωργικό εισόδημα Σημειώνεται ότι οι περισσότερες μελέτες που σχετίζονται με τον προσδιορισμό της καμπύλης ζήτησης του νερού, μέσω της εκτίμησης της σχέσης κατανάλωσης νερού γεωργικού εισοδήματος, εξετάζουν κυρίως την περίπτωση κατά την οποία η προσφορά νερού είναι περιορισμένη εξαιτίας των κλιματικών ή των υδρολογικών συνθηκών (Reca et al. 2001; Ghahraman and Sepaskhah, 2004; Ortega et al., 2004). Αντίθετα, στην παρούσα διατριβή διερευνάται η δυνατότητα των γεωργών να αποκλίνουν από το μέγιστο επίπεδο παραγωγικότητας με στόχο να πετύχουν το βέλτιστο ακαθάριστο κέρδος, ανεξάρτητα από πιθανούς περιορισμούς στην προσφορά νερού. Το μοντέλο που χρησιμοποιήθηκε στηρίζεται σε μη γραμμικές σχέσεις νερού και απόδοσης των καλλιεργειών και αποσκοπεί στον ταυτόχρονο προσδιορισμό της βέλτιστης (από πλευράς γεωργού) κατανομής των εδαφικών και υδατικών πόρων.

190 ΕΚΤΙΜΗΣΗ ΤΗΣ ΚΑΜΠΥΛΗΣ ΖΗΤΗΣΗΣ ΤΟΥ ΝΕΡΟΥ ΣΤΗ ΓΕΩΡΓΙΑ 179 Περιλαμβάνει τρία βασικά στάδια ανάλυσης, τα οποία είναι τα εξής: 1. Η εκτίμηση της σχέσης κατανάλωσης νερού και απόδοσης για κάθε αρδευόμενη καλλιέργεια που βρίσκεται στην υφιστάμενη μέση εκμετάλλευση (εκτός από το ρύζι για το οποίο δεν ήταν δυνατό να βρεθεί η σχέση αυτή). 2. Ο υπολογισμός των συναρτήσεων του ακαθάριστου κέρδους συναρτήσει του είδους της καλλιέργειας, της τιμής του νερού και του βάθους άρδευσης (ή του ελλείμματος νερού). 3. Η δημιουργία του τελικού μοντέλου, το οποίο μέσω της πολυκριτήριας θεωρίας χρησιμότητας θα κατανείμει τους υδατικούς και εδαφικούς πόρους με τον καλύτερο δυνατό τρόπο για τους γεωργούς Εκτίμηση της σχέσης κατανάλωσης νερού γεωργικού εισοδήματος Το πρώτο, λοιπόν, στάδιο για τη δημιουργία του νέου μη γραμμικού μοντέλου περιλαμβάνει τον προσδιορισμό για κάθε αρδευόμενη καλλιέργεια (στην εκάστοτε συστάδα ανάλυσης), της σχέσης νερού - απόδοσης (water yield relationship). Μια συνάρτηση που προτείνεται από τον FAO (Doorenbos and Kassam, 1979) και χρησιμοποιείται συχνά για να εκφράσει τη συγκεκριμένη σχέση παρουσιάζεται στην εξίσωση (7.14). Σύμφωνα μ αυτήν, ο λόγος της πραγματικής απόδοσης των καλλιεργειών (Υ α ) προς τη μέγιστή τους απόδοση (Υ m ) εξαρτάται από το λόγο της πραγματικής (ET a ) 14 προς τη μέγιστη (ΕΤ c ) εξατμισοδιαπνοή, καθώς επίσης και από το συντελεστή ανταπόκρισης παραγωγής (ky) 15 κάθε καλλιέργειας για κάθε βλαστική περίοδο n (n=1, r). Y Y a m ET = a n ky n 1 1 ETcn = r n 1 (7.14) Στις περισσότερες καλλιέργειες οι σχέσεις νερού-απόδοσης έχουν ομαλές, σχεδόν επίπεδες κορυφές (Σχήμα 7.9) και μια σχετικά μικρή ελάττωση της κατανάλωσης νερού δεν θα επιφέρει μεγάλες μεταβολές στην απόδοση των προϊόντων (Small and Carruthers, 1991). Υπάρχει, επομένως, η δυνατότητα ανακατανομής των υδατικών πόρων πέρα από το σημείο ET c που μεγιστοποιεί την παραγωγή. Το έλλειμμα που προκύπτει από τη μείωση της κατανάλωσης νερού μπορεί να λάβει χώρα σε οποιαδήποτε βλαστική περίοδο. Για λόγους απλοποίησης των υπολογισμών έγινε η 14 Η πραγματική εξατμισοδιαπνοή αντιπροσωπεύει το νερό που χρησιμοποιείται από μια καλλιέργεια κάτω από τις πραγματικές συνθήκες που επικρατούν στη μέση εκμετάλλευση. 15 Ο συντελεστής αυτός αντικατοπτρίζει την επίδραση της διαθεσιμότητας νερού στην παραγωγή.

191 180 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7 υπόθεση ότι οποιαδήποτε μείωση θα αφορά ολόκληρη τη βλαστική περίοδο και ότι το έλλειμμα θα κατανέμεται ομοιόμορφα σε όλα τα στάδιά της. Πρέπει επίσης να τονιστεί πως οι σχέσεις νερού - απόδοσης δεν θεωρήθηκαν ως δεδομένες, αλλά υπολογίστηκαν και τροποποιήθηκαν βάσει των ιδιαιτεροτήτων της περιοχής μελέτης, έτσι ώστε να συσχετίζουν την κατανάλωση νερού με την παραγωγή γεωργικών προϊόντων μέσα από κοίλες συναρτήσεις (εξίσωση 7.15). Η αιτία που χρησιμοποιούνται κοίλες συναρτήσεις αντί για γραμμικές είναι ότι οι πρώτες προσεγγίζουν καλύτερα τη μορφή των περισσότερων εμπειρικών σχέσεων νερού απόδοσης. Y = a + b VIR b VIR (7.15) j 2 j( VIR ) j 1 j j 2 j j όπου Υ j (VIR) είναι η πραγματική απόδοση της καλλιέργειας j σε συνάρτηση με το αντίστοιχο μεταβλητό επίπεδο κατανάλωσης νερού VIR j. Οι συντελεστές α, b 1 και b 2 της εξίσωσης (7.15) υπολογίστηκαν σύμφωνα με τις τοπικές κλιματικές συνθήκες, τα χαρακτηριστικά των υφιστάμενων καλλιεργειών καθώς και των δικτύων άρδευσης σε κάθε συστάδα ανάλυσης (Κεφάλαιο 3). Είναι στην πράξη αποτέλεσμα μιας ανάλυσης παλινδρόμησης της απόκρισης των καλλιεργειών σε διαδοχικές μειώσεις της κατανάλωσης νερού (οι υπόλοιπες παράμετροι θεωρήθηκαν σταθερές). Η απόκριση των καλλιεργειών εκτιμήθηκε νωρίτερα με τη βοήθεια ενός ειδικού λογισμικού του FAO που ονομάζεται CROPWAT (Smith, 1992). Στο Σχήμα 7.10 απεικονίζεται ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα εφαρμογής του λογισμικού CROPWAT στην περιοχή μελέτης, όπου παρουσιάζονται οι απώλειες στην απόδοση μιας καλλιέργειας (βαμβάκι στη συγκεκριμένη περίπτωση) εξαιτίας της πλημμελούς άρδευσης. Το σενάριο που απεικονίζεται περιλαμβάνει μια μείωση της τάξης του 25% της κατανάλωσης νερού, η οποία λαμβάνει χώρα ομοιόμορφα στη διάρκεια του έτους. Στις χρονικές περιόδους κατά τις οποίες το έλλειμμα εδαφικής υγρασίας (SMD) είναι μεγαλύτερο (κάτω από τη γραμμή) της ωφέλιμης υγρασίας (RAM) προκαλείται απώλεια παραγωγής, η οποία για το παράδειγμα αυτό βρέθηκε ίση με 10% της μέγιστης δυνατής. Η κάτω γραμμή του διαγράμματος απεικονίζει την συνολικά διαθέσιμη υγρασία (TAM) κατά τη διάρκεια ολόκληρης της βλαστικής περιόδου. Η διαδικασία αυτή πραγματοποιήθηκε για κάθε καλλιέργεια χωριστά με παραμετροποίηση των τιμών της κατανάλωσης νερού ξεκινώντας από το 100% της ποσότητας νερού που μεγιστοποιεί την απόδοση και καταλήγοντας κοντά στο 50% αυτής.

192 ΕΚΤΙΜΗΣΗ ΤΗΣ ΚΑΜΠΥΛΗΣ ΖΗΤΗΣΗΣ ΤΟΥ ΝΕΡΟΥ ΣΤΗ ΓΕΩΡΓΙΑ 181 Σχήμα 7.10: Εφαρμογή του CROPWAT για την περίπτωση της καλλιέργειας βαμβακιού Στο επόμενο στάδιο της ανάλυσης, και αφού έχει ήδη προηγηθεί η εκτίμηση όλων των σχέσεων νερού - απόδοσης, υπολογίζονται σε κάθε συστάδα ανάλυσης οι συναρτήσεις του ακαθάριστου κέρδους των καλλιεργειών, οι οποίες δεν είναι πλέον ανεξάρτητες της κατανάλωσης νερού. Αντίθετα, καθώς η ακαθάριστη πρόσοδος ενσωματώνει την παράμετρο της απόδοσης των καλλιεργειών (σύμφωνα με την εξίσωση 7.15 είναι συνάρτηση δευτέρου βαθμού της κατανάλωσης νερού), το ακαθάριστο κέρδος προκύπτει, επίσης, από μια αντίστοιχη συνάρτηση δευτέρου βαθμού. Αξίζει να σημειωθεί ότι, πέρα από την ακαθάριστη πρόσοδο, τόσο οι μεταβλητές δαπάνες (λόγω των δαπανών νερού) όσο και οι επιδοτήσεις των προϊόντων (όταν αυτές συνδέονται με την παραγωγή) εισέρχονται στη συνάρτηση του ακαθάριστου κέρδους με τη μορφή συναρτήσεων 1 ου βαθμού ως προς την κατανάλωση νερού (Latinopoulos, 2005). Δύο παραδείγματα της σχέσης νερού - ακαθάριστου κέρδους παρουσιάζονται στα Σχήματα 7.11 και Στα σχήματα αυτά απεικονίζονται - ενδεικτικά για την 3 η συστάδα ανάλυσης - οι διαφορετικές τιμές του ακαθάριστου κέρδους που παίρνουν οι καλλιέργειες βαμβακιού και σπαραγγιού σε διαφορετικά σενάρια τιμολόγησης και ελλείμματος υγρασίας. Διαπιστώνεται, λοιπόν, ότι και για τις δύο καλλιέργειες, όταν το νερό διατίθεται δωρεάν (p=0) οι βέλτιστες τιμές σημειώνονται στο σημείο μεγιστοποίησης της απόδοσης (VIR = 100% αναγκών σε νερό των καλλιεργειών). Όσο, όμως, αυξάνεται η τιμή του νερού το μέγιστο της συνάρτησης μετατοπίζεται προς τα αριστερά, σε επίπεδα δηλαδή άρδευσης που είναι μικρότερα από τα προηγούμενα. Για παράδειγμα, όταν η τιμή του νερού είναι ίση με 0,06 /m 3 η βελτιστοποίηση του

193 182 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7 ακαθάριστου κέρδους προϋποθέτει ένα έλλειμμα νερού ίσο με 11,5% για το βαμβάκι και 10,5% για το σπαράγγι Ακαθάριστο κέρδος ( /στρ.) p=0 p=0,02 p=0,04 p=0,06 p=0, Κατανάλωση αρδευτικού νερού (m 3 /στρ.) Σχήμα 7.11: Ακαθάριστο κέρδος βαμβακιού σε σχέση με την κατανάλωση νερού για διάφορες τιμές χρέωσής του Ακαθάριστο κέρδος ( /στρ.) GM (p=0) GM (p=0.02) GM (p=0.04) GM (p=0.06) Κατανάλωση αρδευτικού νερού (m3/στρ.) Σχήμα 7.12: Ακαθάριστο κέρδος σπαραγγιού σε σχέση με την κατανάλωση νερού για διάφορες τιμές χρέωσής του

194 ΕΚΤΙΜΗΣΗ ΤΗΣ ΚΑΜΠΥΛΗΣ ΖΗΤΗΣΗΣ ΤΟΥ ΝΕΡΟΥ ΣΤΗ ΓΕΩΡΓΙΑ Κατασκευή νέων καμπυλών ζήτησης Το νέο μοντέλο που εφαρμόζεται για τον προσδιορισμό της καμπύλης ζήτησης σε κάθε συστάδα ανάλυσης στηρίζεται στην πολυκριτηριακή ανάλυση του γραμμικού μοντέλου και κάνει χρήση των ίδιων συναρτήσεων χρησιμότητας. Η διαφορά του σε σχέση με το προηγούμενο (δηλαδή το γραμμικό μοντέλο) έγκειται στο γεγονός ότι το νέο μοντέλο κατανέμει εκτός από τους εδαφικούς πόρους (γεωργική γη) και τους υδατικούς (αρδευτικό νερό), με στόχο πάντα τη μεγιστοποίηση της ωφέλειας των γεωργών. Η λήψη, ωστόσο, αποφάσεων που λαμβάνουν χώρα ταυτόχρονα για δύο διαφορετικούς συντελεστές παραγωγής προϋποθέτει ότι οι γεωργοί είναι σε θέση να εκτιμήσουν τις μεταβολές του εισοδήματός τους (ακαθάριστο κέρδος) σε κάθε πιθανή κατανομή των συντελεστών αυτών. Η παράμετρος του νερού ενσωματώνεται στο μοντέλο με τη μορφή: (α) νέων μεταβλητών απόφασης, (β) νέων συντελεστών ακαθάριστου κέρδους των καλλιεργειών και γ) επιπλέον περιορισμών, όσον αφορά την κατανάλωση νερού κάθε καλλιέργειας. Οι μεταβλητές απόφασης που εισάγονται στο παρόν μοντέλο αφορούν την κατανάλωση νερού ανά στρέμμα σε κάθε αρδευόμενη καλλιέργεια. Οι συντελεστές ακαθάριστου κέρδους διαμορφώνονται σύμφωνα με τη διαδικασία που ακολουθήθηκε στην προηγούμενη ενότητα και είναι, επομένως, μεταβλητοί στις διαφορετικές τιμές χρέωσης του νερού, καθώς και στα εναλλακτικά επίπεδα άρδευσης. Η νέα συνάρτηση μεγιστοποίησης του ακαθάριστου κέρδους παίρνει, λοιπόν, την παρακάτω μορφή: max GM j ( VIR X j ) j (7.16) j Όσον αφορά, τέλος, το σύνολο των περιορισμών, αυτό διευρύνεται με στόχο την οριοθέτηση της κατανάλωσης νερού κάθε καλλιέργειας, ορίζοντας ένα εύρος τιμών που κυμαίνεται από 100% έως και 50% των αρδευτικών τους αναγκών. Τα σενάρια τιμολόγησης (παραμετροποίηση των τιμών του νερού) που διερευνώνται είναι, επίσης, ίδια με τα αντίστοιχα του γραμμικού μοντέλου. Η λύση για κάθε συστάδα ανάλυσης προκύπτει για άλλη μια φορά με τη βοήθεια του What s Best, το οποίο όμως στην παρούσα φάση χρησιμοποιεί μη γραμμικές μεθόδους επίλυσης. Επιλέγεται, λοιπόν, η εφαρμογή ειδικών τεχνικών διαδοχικού γραμμικού προγραμματισμού (successive linear programming) με στόχο την κατά το δυνατόν καλύτερη προσέγγιση του μη γραμμικού προβλήματος μ ένα αντίστοιχο γραμμικό. Το ειδικό γραμμικό αυτό μοντέλο εξετάζει κατά βάση όσες τιμές βρίσκονται σε εγγύτητα με τις υφιστάμενες αρχικές τιμές του κάθε σεναρίου. Ένα από τα μειονεκτήματα των τεχνικών αυτών είναι

195 184 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7 ότι τα αποτελέσματά τους δεν παρέχουν ολικά βέλτιστες λύσεις (global optima), άλλα τοπικά βέλτιστες (local optima), ανάλογα με τις αρχικές τιμές των μεταβλητών απόφασης. Για την αντιμετώπιση του συγκεκριμένου προβλήματος γίνεται χρήση της μεθόδου δοκιμής και σφάλματος, για εναλλακτικές αρχικές τιμές των μεταβλητών απόφασης, μέσα από μια σειρά πολλαπλών επαναλήψεων της διαδικασίας βελτιστοποίησης. Οι καμπύλες ζήτησης που σχηματίστηκαν τελικά σε κάθε συστάδα ανάλυσης παρουσιάζονται στα Σχήματα (7.13) (7.19). Τιμή νερού ( /m 3 ) 0,25 0,2 0,15 0,1 0,05 SD-MD (NL) RK (NL) SB (NL) Κατανάλωση νερού (m 3 /στρ.) Σχήμα 7.13: Καμπύλη ζήτησης στην 1 η συστάδα ανάλυσης (μη γραμμική ανάλυση) Τιμή νερού ( /m 3 ) 0,25 0,2 0,15 0,1 0,05 SD-MD (NL) RK (NL) SB (NL) Κατανάλωση νερού (m 3 /στρ.) Σχήμα 7.14: Καμπύλη ζήτησης στη 2 η συστάδα ανάλυσης (μη γραμμική ανάλυση)

196 ΕΚΤΙΜΗΣΗ ΤΗΣ ΚΑΜΠΥΛΗΣ ΖΗΤΗΣΗΣ ΤΟΥ ΝΕΡΟΥ ΣΤΗ ΓΕΩΡΓΙΑ 185 Τιμή νερού ( /m 3 ) 0,25 0,2 0,15 0,1 0,05 SD-MD (NL) RK (NL) SB (NL) Κατανάλωση νερού (m 3 /στρ.) Σχήμα 7.15: Καμπύλη ζήτησης στην 3 η συστάδα ανάλυσης (μη γραμμική ανάλυση) Τιμή νερού ( /m 3 ) 0,25 0,2 0,15 0,1 0,05 SD-MD (NL) RK (NL) SB (NL) Κατανάλωση νερού (m 3 /στρ.) Σχήμα 7.16: Καμπύλη ζήτησης στην 4 η συστάδα ανάλυσης (μη γραμμική ανάλυση) 0,25 0,2 SD-MD (NL) SB (NL) Τιμή νερού ( /m 3 ) 0,15 0,1 0, Κατανάλωση νερού (m 3 /στρ.) Σχήμα 7.17: Καμπύλη ζήτησης στην 5 η συστάδα ανάλυσης (μη γραμμική ανάλυση)

197 186 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7 Τιμή νερού ( /m 3 ) 0,25 0,2 0,15 0,1 0,05 SD-MD (NL) RK (NL) SB (NL) Κατανάλωση νερού (m 3 /στρ.) Σχήμα 7.18: Καμπύλη ζήτησης στην 6 η συστάδα ανάλυσης (μη γραμμική ανάλυση) Τιμή νερού ( /m 3 ) 0,25 0,2 0,15 0,1 0,05 SD-MD (NL) RK (NL) SB (NL) Κατανάλωση νερού (m 3 /στρ.) Σχήμα 7.19: Καμπύλη ζήτησης στην 7 η συστάδα ανάλυσης (μη γραμμική ανάλυση) Σύγκριση των αποτελεσμάτων των δύο μεθόδων Από μια πρώτη παρατήρηση των διαγραμμάτων προκύπτει ότι τα αποτελέσματα των δύο μοντέλων δεν φαίνεται να παρουσιάζουν πολύ μεγάλες διαφορές μεταξύ τους. Αυτό ήταν αναμενόμενο, καθώς και τα δύο στηρίζονται στην ίδια γενική μεθοδολογία. Για την καλύτερη, ωστόσο, σύγκρισή τους και για τον εντοπισμό των διαφορών που μπορεί να επιφέρει στα αποτελέσματα η επιλογή του ενός εκ των δύο, είναι σκόπιμο να εξεταστούν παράλληλα, μέσω της γραφικής αναπαράστασής τους σε ένα κοινό διάγραμμα για κάθε συστάδα ανάλυσης. Η απεικόνιση και των τριών συναρτήσεων ζήτησης (βάσει των διαφορετικών συναρτήσεων χρησιμότητας) θα προκαλούσε σύγχυση και θα έκανε λιγότερο ευδιάκριτες τις διαφορές μεταξύ των δύο μοντέλων. Ως εκ τούτου, επιλέχτηκαν οι δύο από τις τρεις συναρτήσεις που, σύμφωνα

198 ΕΚΤΙΜΗΣΗ ΤΗΣ ΚΑΜΠΥΛΗΣ ΖΗΤΗΣΗΣ ΤΟΥ ΝΕΡΟΥ ΣΤΗ ΓΕΩΡΓΙΑ 187 με την ενότητα 7.3.3, δίνουν συνολικά τα πιο αξιόπιστα αποτελέσματα (SD MD και SB). Τα σχετικά διαγράμματα παρουσιάζονται στα Σχήματα Τιμή νερού ( /m 3 ) 0,25 0,2 0,15 0,1 0,05 SD-MD SB SD-MD (NL) SB (NL) Κατανάλωση νερού (m 3 /στρ.) Σχήμα 7.20: Σύγκριση γραμμικής - μη γραμμικής ανάλυσης στην 1 η συστάδα ανάλυσης Τιμή νερού ( /m 3 ) 0,25 0,2 0,15 0,1 0,05 SD-MD SB SD-MD (NL) SB (NL) Κατανάλωση νερού (m 3 /στρ.) Σχήμα 7.21: Σύγκριση γραμμικής - μη γραμμικής ανάλυσης στη 2 η συστάδα ανάλυσης Τιμή νερού ( /m 3 ) 0,25 0,2 0,15 0,1 0,05 SD-MD SB SD-MD (NL) SB (NL) Κατανάλωση νερού (m 3 /στρ.) Σχήμα 7.22: Σύγκριση γραμμικής - μη γραμμικής ανάλυσης στην 3 η συστάδα ανάλυσης

199 188 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7 Τιμή νερού ( /m 3 ) 0,25 0,2 0,15 0,1 0,05 SD-MD SB SD-MD (NL) SB (NL) Κατανάλωση νερού (m 3 /στρ.) Σχήμα 7.23: Σύγκριση γραμμικής - μη γραμμικής ανάλυσης στην 4 η συστάδα ανάλυσης Τιμή νερού ( /m 3 ) 0,25 0,2 0,15 0,1 0,05 SD-MD SB SD-MD (NL) SB (NL) Κατανάλωση νερού (m 3 /στρ.) Σχήμα 7.24: Σύγκριση γραμμικής - μη γραμμικής ανάλυσης στην 5 η συστάδα ανάλυσης Τιμή νερού ( /m 3 ) 0,25 0,2 0,15 0,1 0,05 SD-MD SB SD-MD (NL) SB (NL) Κατανάλωση νερού (m 3 /στρ.) Σχήμα 7.25: Σύγκριση γραμμικής - μη γραμμικής ανάλυσης στην 6 η συστάδα ανάλυσης

200 ΕΚΤΙΜΗΣΗ ΤΗΣ ΚΑΜΠΥΛΗΣ ΖΗΤΗΣΗΣ ΤΟΥ ΝΕΡΟΥ ΣΤΗ ΓΕΩΡΓΙΑ 189 Τιμή νερού ( /m 3 ) 0,25 0,2 0,15 0,1 0,05 SD-MD SB SD-MD (NL) SB (NL) Κατανάλωση νερού (m 3 /στρ.) Σχήμα 7.26: Σύγκριση γραμμικής - μη γραμμικής ανάλυσης στην 7 η συστάδα ανάλυσης Συγκρίνοντας, λοιπόν, τα διαγράμματα των δύο μοντέλων, διαπιστώνεται ότι, σε γενικές γραμμές, η επιλογή ενός μοντέλου διαφοροποιεί τη μορφή της καμπύλης ζήτησης, αλλά όχι σε μεγάλο βαθμό. Η κυριότερη επίδραση της επιλογής του μη γραμμικού μοντέλου είναι η εξομάλυνση της καμπύλης ζήτησης, δηλαδή η μείωση των τμημάτων που εμφανίζουν πολύ μεγάλη ή πολύ μικρή κλίση. Αιτία γι αυτό είναι η αύξηση του αριθμού των δυνητικών επιλογών του γεωργού σε μια ενδεχόμενη αύξηση της τιμής του νερού, καθώς, πριν γίνει οποιαδήποτε αλλαγή του σχεδίου παραγωγής, είναι δυνατόν να εξαντληθεί προηγουμένως κάθε περιθώριο μεγιστοποίησης της χρησιμότητας του γεωργού με το υπάρχον σχέδιο, μειώνοντας την κατανάλωση νερού σε μια ή περισσότερες καλλιέργειες. Μειώνεται, συνεπώς, τόσο το εύρος των τιμών στο οποίο είναι ανελαστική η συμπεριφορά του γεωργού, όσο και η μεταβολή της ζήτησης όταν καθίσταται πλέον ωφέλιμη η αλλαγή καλλιέργειας. Η εξομάλυνση της καμπύλης ζήτησης είναι πιο εμφανής στις υψηλές τιμές νερού, όπου μεταβάλλεται σημαντικά η καμπύλη της συνάρτησης του ακαθάριστου κέρδους (δες Ενότητα 7.5.2) και καθίσταται πιο συμφέρουσα η λύση του συμβιβασμού με την ύπαρξη ελλείμματος νερού. Όσον αφορά τη συνολική κατανάλωση νερού, δεν είναι εύκολο να εξαχθεί ένα συμπέρασμα σχετικά με το πιο από τα δύο μοντέλα καταλήγει σε εξοικονόμηση νερού. Υπάρχουν περιοχές στις οποίες η κατανάλωση νερού είναι μικρότερη όταν εφαρμόζεται το γραμμικό μοντέλο (π.χ. 3 η συστάδα ανάλυσης), περιοχές που συμβαίνει το αντίστροφο (1 η και 5 η συστάδα ανάλυσης), καθώς και περιοχές όπου τα αποτελέσματα των μοντέλων συμπίπτουν απόλυτα (6 η συστάδα ανάλυσης 16 ). Μια πιθανή εξήγηση γι 16 Στη συγκεκριμένη συστάδα ανάλυσης δεν είναι κρίνεται σκόπιμη η εφαρμογή πλημμελούς άρδευσης για καμία καλλιέργεια σε καμία τιμή του νερού

201 190 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7 αυτό είναι ότι σε μια αύξηση της τιμής του νερού, το μη γραμμικό μοντέλο έχει τη δυνατότητα διατήρησης στο σχέδιο παραγωγής ορισμένων αρδευόμενων καλλιεργειών μέσω της εφαρμογής πλημμελούς άρδευσης. Το αν η συνολική ζήτηση μειώνεται ή όχι σε σχέση με το γραμμικό μοντέλο, εξαρτάται ως ένα βαθμό από τις εναλλακτικές του τελευταίου στη δεδομένη αύξηση της τιμής του νερού. Στις περιπτώσεις δηλαδή που επιλέγονται ξηρικές καλλιέργειες το γραμμικό μοντέλο καταλήγει σε μεγαλύτερη εξοικονόμηση νερού, ενώ όταν παραμένουν οι υφιστάμενες (από το προηγούμενο επίπεδο τιμολόγησης) καλλιέργειες τότε καταναλώνονται συγκριτικά μεγαλύτερες ποσότητες νερού. Σε κάθε περίπτωση πάντως, η επιλογή του μη γραμμικού μοντέλου συνεπάγεται και μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα χρήσης του αρδευτικού νερού ως προς τη χρησιμότητα που προσδίδει μια επιπλέον μονάδα του (1m 3 ) στον αγρότη. Ένα ακόμη συμπέρασμα που προκύπτει από την παραπάνω ανάλυση είναι ότι, ανεξάρτητα του μοντέλου (γραμμικού ή μη-γραμμικού) και της συνάρτησης χρησιμότητας, οι καμπύλες ζήτησης παρουσιάζουν σημαντικές διαφορές μεταξύ των συστάδων ανάλυσης. Αυτό καθιστά σύνθετη και πολύπλοκη τη διαδικασία επιλογής μιας ενιαίας τιμολογιακής πολιτικής στο σύνολο της λεκάνης απορροής (όπως επιτάσσει η Ε.Ε και η Οδηγία Πλαίσιο), καθώς τα αποτελέσματα και οι επιπτώσεις της θα ποικίλλουν από περιοχή σε περιοχή. Οι συνθήκες εφαρμογής μιας ενιαίας τιμολόγησης στη λεκάνη του Λουδία εξετάζονται σε επόμενη ενότητα με την κατασκευή μιας μέσης καμπύλης ζήτησης η οποία αντιπροσωπεύει το σύνολο των γεωργών που δραστηριοποιούνται εντός της λεκάνης απορροής. Προηγουμένως όμως, κρίνεται εξίσου χρήσιμο να εξεταστούν τα αποτελέσματα της τιμολόγησης σε κάθε συστάδα ξεχωριστά, μελετώντας: (α) την επίδρασή των τιμών του νερού τόσο στο γεωργικό εισόδημα όσο και στην εργασία στον αγροτικό χώρο, και (β) την ελαστικότητα που παρουσιάζει η ζήτηση του νερού στις διάφορες μεταβολές των τιμών αυτών. 7.6 Ελαστικότητα ζήτησης και αξιολόγηση των αποτελεσμάτων της τιμολόγησης Η ελαστικότητα ζήτησης του αρδευτικού νερού - όπως και κάθε άλλου αγαθού αποτελεί μέτρο της ευαισθησίας της ζητούμενης ποσότητάς του σε σχέση με τη μεταβολή στην τιμή του. Υπολογίζεται επομένως, από το πηλίκο της ποσοστιαίας μεταβολής της ποσότητας νερού (ΔQ/Q) προς την ποσοστιαία μεταβολή της τιμής του (ΔP/P). Ε d = ΔQ ΔP = Q P Δ Q P ΔP Q (7.17)

202 ΕΚΤΙΜΗΣΗ ΤΗΣ ΚΑΜΠΥΛΗΣ ΖΗΤΗΣΗΣ ΤΟΥ ΝΕΡΟΥ ΣΤΗ ΓΕΩΡΓΙΑ 191 Σύμφωνα με την οικονομική θεωρία, η ζήτηση του νερού είναι ελαστική όταν η ελαστικότητα ως προς την τιμή είναι μικρότερη από το -1, δηλαδή όταν η ποσοστιαία μείωση της κατανάλωσης νερού υπερβαίνει την ποσοστιαία αύξηση της τιμής του. Αντίστοιχα, όταν η ελαστικότητα κυμαίνεται από -1 έως 0 η ζήτηση χαρακτηρίζεται ως ανελαστική. Κατά τη διαδικασία προσδιορισμού της καμπύλης ζήτησης του αρδευτικού νερού ελήφθησαν υπόψη δύο από τις τρεις γεωργικές αποφάσεις που, σύμφωνα με τους Chohin-Kuper et al. (2003), καθορίζουν την ελαστικότητα ζήτησης και που μπορούν να εφαρμοστούν σε βραχυχρόνια περίοδο 17. Οι αποφάσεις αυτές αφορούν συγκεκριμένα τη δυνατότητα μεταβολής του καλλιεργητικού σχεδίου, όπως επίσης και τη δυνατότητα εφαρμογής διαφορετικών αρδευτικών πρακτικών. Αντίθετα, δεν διερευνήθηκε η επίδραση μακροχρόνιων επιλογών, όπως για παράδειγμα της επένδυσης σε εξοπλισμό άρδευσης, γιατί κάτι τέτοιο θα απαιτούσε την εκτίμηση της μακροχρόνιας καμπύλης ζήτησης του νερού, το οποίο ξεφεύγει από τα όρια της παρούσας εργασίας. Η εκτίμηση της ελαστικότητας πραγματοποιήθηκε για όλες τις συστάδες ανάλυσης, σύμφωνα με το μη γραμμικό μοντέλο SD-MD. Εξετάστηκαν τα τμήματα της καμπύλης ζήτησης που ορίζονται για διαστήματα τιμών ίσα με 0,02 /m 3 και τα αποτελέσματα που βρέθηκαν παρουσιάζονται αναλυτικά στον Πίνακα Πίνακας 7.24: Ελαστικότητα ζήτησης για κάθε πεδίο τιμών του νερού Τιμή ( /m 3 ) 1 η Συστάδα 2 η Συστάδα 3 η Συστάδα Ελαστικότητα ζήτησης 4 η Συστάδα 5 η Συστάδα 6 η Συστάδα 7 η Συστάδα 0,00 0,02-0,20-0,10 0,00-0,13 0,00-0,19-0,05 0,02 0,04 0,00 0,00-0,14 0,00 0,00-0,38-0,11 0,04 0,06 0,00-0,05-0,03 0,00-0,13-0,11-0,02 0,06 0,08-0,22-0,07-0,30 0,00-0,05-0,04-0,53 0,08 0,10 0,00-0,77 0,00-0,01 0,00 0,00-0,02 0,10 0,12-2,32-2,86-0,43-0,02-0,08 0,00-0,02 0,12 0,14-0,14 0,00 0,00-0,42 0,00 0,00-0,22 0,14 0,16-0,66-0,89-0,31-0,05 0,00 0,00-0,42 0,16 0,18-0,46-0,54-0,03-0,17-0,26-2,21-0,83 0,18 0,20-0,32-1,00-0,09-0,19-0,30 0,00-1,22 17 Δες Ενότητα 2.3.4

203 192 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7 Από Πίνακα 7.24 διαπιστώνεται ότι η ζήτηση του νερού στη γεωργία είναι ανελαστική στις περισσότερες περιοχές της λεκάνης του Λουδία και για την πλειονότητα των σεναρίων τιμολόγησης. Τα τμήματα που παρουσιάζουν μηδενική ελαστικότητα αντιστοιχούν σε κατακόρυφες μετακινήσεις της καμπύλης ζήτησης, δηλαδή σε μηδενική μείωση της ποσότητας του νερού. Αυτό σημαίνει ότι οποιαδήποτε αύξηση της τιμής στα τμήματα αυτά θα έχει καθαρά φοροεισπρακτικό χαρακτήρα. Σε αντίθεση με άλλες χρήσεις του νερού, παρατηρείται ωστόσο ότι υπάρχει σε γενικές γραμμές μια αντίδραση των γεωργών στις αυξήσεις των τιμών, και ειδικότερα όσον αφορά τις υψηλότερες τιμές, όπου το κόστος της τιμολόγησης αρχίσει να επιβαρύνει σημαντικά το γεωργικό εισόδημα και να κάνει πλέον ασύμφορη την επιλογή ορισμένων καλλιεργειών. Εμφανίζονται δηλαδή ορισμένα ελαστικά έως και πολύ ελαστικά τμήματα στην καμπύλη ζήτησης αρκετών περιοχών (1 η, 2 η, 6 η και 7 η συστάδα), όλα όμως για τιμές μεγαλύτερες από 0,10 /m 3. Η διαφοροποίηση της συμπεριφοράς των γεωργών στις υψηλές τιμές του νερού φαίνεται ίσως πιο καθαρά στον Πίνακας 7.25, όπου οι καμπύλες ζήτησης χωρίζονται σε δύο ίσα τμήματα, ένα από 0 ως 0,10 /m 3 και ένα δεύτερο από 0,10 ως 0,20 /m 3. Σε όλες τις περιοχές, λοιπόν, του δεύτερου τμήματος της καμπύλης η ελαστικότητα ζήτησης του δεύτερου τμήματος είναι σαφώς μεγαλύτερη απ ό,τι στο πρώτο, φανερώνοντας μεγαλύτερη ευαισθησία στις υψηλότερες τιμές νερού. Τα δύο αυτά επίπεδα τιμών θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν σ ένα σύστημα κλιμακωτής τιμολόγησης με δύο κλίμακες τιμών (two - tiered pricing system) εναλλακτικά της απλής ογκομετρικής μεθόδου, με στόχο να προσδώσουν επιπλέον κίνητρα για την ορθολογική χρήση του νερού και την αποφυγή των ιδιαίτερα υδροβόρων καλλιεργειών. Πίνακας 7.25: Ελαστικότητα ζήτησης για δύο επίπεδα τιμών του νερού Τιμή ( /m 3 ) 1 η Συστάδα 2 η Συστάδα 3 η Συστάδα Ελαστικότητα ζήτησης 4 η Συστάδα 5 η Συστάδα 6 η Συστάδα 7 η Συστάδα 0,00 0,10-0,08-0,20-0,09-0,03-0,04-0,14-0,15 0,10 0,20-0,78-1,06-0,17-0,17-0,13-0,44-0,54 Η εφαρμογή της πολιτικής τιμολόγησης, εκτός από τη δυνατότητα μεταβολής της κατανάλωσης, η οποία αναλύθηκε παραπάνω, επιφέρει και άλλες έμμεσες συνέπειες στον αγροτικό χώρο, που έρχονται συνήθως σε αντιδιαστολή με τη θετική συμβολή της στην εξοικονόμηση νερού. Δύο μεγέθη που επηρεάζονται από την τιμολόγηση το

204 ΕΚΤΙΜΗΣΗ ΤΗΣ ΚΑΜΠΥΛΗΣ ΖΗΤΗΣΗΣ ΤΟΥ ΝΕΡΟΥ ΣΤΗ ΓΕΩΡΓΙΑ 193 νερού, και αποτελούν ταυτόχρονα κριτήρια απόφασης στον αγροτικό χώρο, είναι το γεωργικό εισόδημα και η εργασία στις γεωργικές εκμεταλλεύσεις. Ξεκινώντας την ανάλυση από το πρώτο, είναι σχεδόν αυτονόητο ότι η επιβολή υψηλότερων τιμών στο αρδευτικό νερό συνεπάγεται τη συρρίκνωση του ακαθάριστου κέρδους και επομένως, και του γεωργικού εισοδήματος. Για το λόγο αυτό, το σύνολο του αγροτικού πληθυσμού έρχεται αρκετά συχνά αντιμέτωπο με κάθε προοπτική εφαρμογής της ογκομετρικής μεθόδου (Merrett, 2002), προσπαθώντας να διατηρήσει το status quo της δωρεάν ή πάγιας στρεμματικής τιμολόγησης και να αποφύγει τη μείωση της ευημερίας που προκύπτει από την απώλεια εισοδήματος. Απώλεια εισοδήματος λόγω της αύξησης της τιμής του νερού μπορεί να προέλθει από: 1. Την αύξηση των εισφορών που εισπράττονται άμεσα από τον αρμόδιο φορέα και οι οποίες ισούνται με το γινόμενο της τιμής του νερού επί την καταναλισκόμενη ποσότητά του. Το ποσό αυτό αποτελεί επιπρόσθετη μεταβλητή δαπάνη όλων των αρδευόμενων καλλιεργειών και έχει ως συνέπεια τη μείωση του ακαθάριστου κέρδους, χωρίς να είναι απαραίτητη η μεταβολή του σχεδίου παραγωγής. 2. Τη μεταβολή του καλλιεργητικού σχεδίου και την αντικατάσταση των υδροβόρων καλλιεργειών με άλλες καλλιέργειες με μικρότερες αρδευτικές ανάγκες αλλά και με μικρότερο οικονομικό αποτέλεσμα. 3. Την πλημμελή άρδευση καλλιεργειών για τη μείωση του κόστους των αρδεύσεων, που συνεπάγεται όμως, χαμηλότερες αποδόσεις και άρα χαμηλότερο εισόδημα. Όσον αφορά τη σχέση τιμής νερού γεωργικής εργασίας, οι περισσότερες μελέτες που έχουν γίνει μέχρι σήμερα καταδεικνύουν μια αρνητική συσχέτιση (π.χ. Gomez-Limon and Berbel, 2000). Η βασική αιτία είναι ότι η μεταβολή του σχεδίου παραγωγής προς ξηρικές καλλιέργειες ισοδυναμεί με τη μετάβαση από την εντατική γεωργία σε μια μορφή εκτατικής γεωργίας, όπου οι απαιτήσεις σε ανθρώπινο δυναμικό είναι σαφώς μικρότερες. Παρόλο, λοιπόν, που οι γεωργοί κατά τη λήψη αποφάσεων προσπαθούν να ελαχιστοποιήσουν τις ώρες εργασίας τους, μια σημαντική μείωση των αναγκών σε εργασία και μάλιστα, σε σύντομο χρονικό διάστημα, μπορεί να επιφέρει σημαντικές μεταβολές στον κοινωνικό ιστό της ευρύτερης περιοχής με αξιοσημείωτες κοινωνικοοικονομικές προεκτάσεις. Για τη διερεύνηση των αποτελεσμάτων της τιμολόγησης ως προς το γεωργικό εισόδημα και την εργασία στον πρωτογενή τομέα, χρησιμοποιήθηκε ένα ενιαίο γράφημα σε κάθε συστάδα ανάλυσης, το οποίο παρουσιάζει ταυτόχρονα τις μεταβολές

205 194 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7 των δύο αυτών μεγεθών, σε συνάρτηση με τις μεταβολές της τιμής του νερού. Ταυτόχρονα, εξετάζεται (σε κάθε περιοχή και σενάριο τιμολόγησης) η σχέση της μεταβολής του εισοδήματος με την αύξηση ή τη μείωση των εσόδων του φορέα που είναι υπεύθυνος για τις αρδευτικές εισφορές. Τα γραφήματα της 1 ης και 2 ης συστάδας απεικονίζονται στα Σχήματα 7.27 και 7.28, ενώ τα αποτελέσματα των υπόλοιπων συστάδων παρατίθενται στο Παράρτημα Δ (Σχήματα Δ1 Δ5). Σχήμα 7.27: Αποτελέσματα της τιμολόγησης νερού στην 1 η συστάδα ανάλυσης Σχήμα 7.28: Αποτελέσματα της τιμολόγησης νερού στη 2 η συστάδα ανάλυσης

206 ΕΚΤΙΜΗΣΗ ΤΗΣ ΚΑΜΠΥΛΗΣ ΖΗΤΗΣΗΣ ΤΟΥ ΝΕΡΟΥ ΣΤΗ ΓΕΩΡΓΙΑ 195 Παρατηρώντας τα διαγράμματα των αποτελεσμάτων της τιμολόγησης σε όλες τις συστάδες ανάλυσης προκύπτουν αρκετά χρήσιμα συμπεράσματα. Καταρχήν, όλες οι περιοχές εμφανίζουν απώλειες εισοδήματος οι οποίες αυξάνουν αναλογικά με την αύξηση της τιμής του νερού. Επίσης, με εξαίρεση ίσως την πρώτη συστάδα ανάλυσης, οι απαιτήσεις σε εργασία μειώνονται καθώς οι τιμές του νερού αυξάνουν. Το πιο σημαντικό συμπέρασμα όμως είναι ότι, όπως και στην περίπτωση της καμπύλης ζήτησης, τα μεγέθη διαφοροποιούνται σημαντικά από περιοχή σε περιοχή και, ως εκ τούτου, υπάρχουν περιοχές όπου η τιμολόγηση μπορεί να επιφέρει αρκετά κρίσιμα αποτελέσματα, αλλά και περιοχές που επηρεάζονται πολύ λίγο από την αύξηση του κόστους των αρδεύσεων. Στην πρώτη κατηγορία ανήκει η 1 η συστάδα ανάλυσης, στην οποία τιμές νερού μεγαλύτερες από 0,16 /m 3 μηδενίζουν στην ουσία το οικονομικό αποτέλεσμα της γεωργίας. Το ίδιο παρατηρείται και στην 6 η συστάδα ανάλυσης για τιμές μεγαλύτερες από 0,18 /m 3. Το επιπρόσθετο πρόβλημα της περιοχής αυτής είναι ότι η τιμολόγηση, ακόμα και σε χαμηλά επίπεδα χρέωσης του νερού, μειώνει κατακόρυφα την προσφορά εργασίας στο γεωργικό χώρο. Αντίθετα, σε άλλες περιοχές, όπως η 3 η, 5 η και 7 η συστάδα ανάλυσης, τα κοινωνικο-οικονομικά τους χαρακτηριστικά διατηρούνται σε αρκετά ικανοποιητικά επίπεδα, ακόμα και στις υψηλότερες τιμές του νερού. Όπως προαναφέρθηκε, οι απώλειες εισοδήματος σε ένα σενάριο τιμολόγησης προκύπτουν, είτε από την άμεση καταβολή των εισφορών στον αρμόδιο φορέα, είτε μέσα από καλλιεργητικές αποφάσεις (αλλαγή καλλιεργειών, πλημμελής άρδευση) που μεγιστοποιούν σε κάθε περίπτωση τη χρησιμότητα των γεωργών. Όσο μεγαλύτερη είναι η συμβολή της πρώτης παραμέτρου τόσο πιο αναποτελεσματική είναι συνήθως η πολιτική τιμολόγησης, καθώς οι εισφορές δεν θα συνδυάζονται από μια πολιτική εξοικονόμησης νερού. Αντιστρέφοντας, λοιπόν, την καμπύλη της μεταβολής του ακαθάριστου κέρδους στα Σχήματα 7.27 και 7.28, σχηματίζεται η καμπύλη απωλειών του γεωργικού εισοδήματος στις διάφορες τιμές του νερού η οποία συγκρίνεται διαγραμματικά με τα άμεσα έσοδα (του φορέα) από την τιμολόγηση. Όπως και πριν, τα διαγράμματα για την 1 η και 2 η συστάδα παρουσιάζονται εντός της ενότητας αυτής (Σχήματα 7.29 και 7.30), ενώ αυτά των υπόλοιπων 5 συστάδων ανάλυσης απεικονίζονται στα Σχήματα Δ6 έως και Δ10 στο Παράρτημα Δ. Σε γενικές γραμμές, οι καμπύλες απώλειας εισοδήματος και εσόδων τιμολόγησης έχουν μικρές διαφορές στις χαμηλές τιμές του νερού, ενώ διαφοροποιούνται κυρίως όταν αυξάνει το κόστος χρέωσής του (όπου αναγκάζεται ο γεωργός να μειώσει την κατανάλωση νερού).

207 196 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7 Σχήμα 7.29: Απώλεια εισοδήματος και έσοδα φορέα στην 1 η συστάδα ανάλυσης Σχήμα 7.30: Απώλεια εισοδήματος και έσοδα φορέα στη 2 η συστάδα ανάλυσης

208 ΕΚΤΙΜΗΣΗ ΤΗΣ ΚΑΜΠΥΛΗΣ ΖΗΤΗΣΗΣ ΤΟΥ ΝΕΡΟΥ ΣΤΗ ΓΕΩΡΓΙΑ Υπολογισμός της καμπύλης ζήτησης του αρδευτικού νερού για τη λεκάνη του Λουδία Η Οδηγία Πλαίσιο 2000/60/ΕΚ αλλά και η αντίστοιχη ελληνική νομοθεσία (Ν. 3199/2003) ορίζουν ότι η τιμολόγηση του νερού, όπως και κάθε άλλο διαχειριστικό μέτρο, πρέπει να πραγματοποιείται στο χωρικό επίπεδο της λεκάνης απορροής. Αυτό σημαίνει ότι η τιμή χρέωσης του νερού είναι προτιμότερο να είναι κοινή για όλους τους γεωργούς που δραστηριοποιούνται εντός των ορίων της λεκάνης του Λουδία, ανεξάρτητα από τις επιπτώσεις που θα έχει η τιμολόγηση σε κάθε γεωργό ή ομάδα γεωργών ξεχωριστά. Για το λόγο αυτό, είναι χρήσιμο να προσδιοριστεί η καμπύλη ζήτησης του αρδευτικού νερού σε ολόκληρη τη λεκάνη απορροής. Αυτό μπορεί να γίνει με δύο τρόπους: (α) με την εφαρμογή όλης της προηγούμενης διαδικασίας (εύρεση συναρτήσεων χρησιμότητας, εφαρμογή πολυκριτήριας θεωρίας χρησιμότητας και εκτίμηση αποτελεσμάτων σε διαφορετικά επίπεδα τιμολόγησης) στο χωρικό επίπεδο που ορίζει η λεκάνη του Λουδία και (β) με τη σταθμισμένη συνάθροιση όλων των επιμέρους (ανά συστάδα ανάλυσης) καμπυλών ζήτησης σε μια ενιαία καμπύλη ζήτησης ολόκληρης της περιοχής μελέτης. Η επιλογή της πρώτης μεθόδου προϋποθέτει την αναγωγή όλων των δεδομένων (μεταβλητών απόφασης, συντελεστών των κριτηρίων απόφασης, περιορισμών κ.ά.) στο χωρικό επίπεδο της λεκάνης απορροής και κατόπιν την εφαρμογή της ίδιας διαδικασίας που ακολουθήθηκε νωρίτερα. Η λεκάνη απορροής σ αυτή τη περίπτωση θεωρείται ως μια ενιαία ομοιογενής περιοχή στην οποία μεγιστοποιείται η συνάρτηση χρησιμότητας (SD-MD) του μέσου γεωργού. Η καμπύλη που προκύπτει με αυτόν τον τρόπο παρουσιάζεται στο διάγραμμα του Σχήματος ,25 Τιμή νερού ( /m 3 ) 0,2 0,15 0,1 0, Κατανάλωση νερού (m 3 /στρ.) Σχήμα 7.31: Καμπύλη μέσης ζήτησης όταν η λεκάνη του Λουδία θεωρείται ενιαία

209 198 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7 Όσον αφορά τη δεύτερη μέθοδο προσδιορισμού της μέσης καμπύλης ζήτησης, αυτή στηρίζεται πρώτον στον υπολογισμό της χωρικά σταθμισμένης ζήτησης νερού σε όλες τις συστάδες ανάλυσης, για κάθε πιθανό σενάριο τιμολόγησης, και έπειτα, στη συνάθροιση των επιμέρους καταναλώσεων για το σύνολο της αρδευόμενης έκτασης της λεκάνης απορροής. Για να είναι συγκρίσιμες οι δύο μέθοδοι, επιλέγονται και σε αυτή την περίπτωση, οι καμπύλες που προκύπτουν από το μη γραμμικό μοντέλο με συνάρτηση χρησιμότητας την SD-MD. Στο Σχήμα 7.32 απεικονίζονται οι καμπύλες ζήτησης όλων των συστάδων ανάλυσης εκ των οποίων προκύπτει η μέση σταθμισμένη καμπύλη ζήτησης της λεκάνης απορροής (μαύρη έντονη γραμμή). Επίσης, στον Πίνακα 7.26, παρουσιάζονται οι τιμές της ελαστικότητας της μέσης ζήτησης και για τους δύο τρόπους υπολογισμού. Τιμή νερού ( /m 3 ) 0,25 0,2 0,15 0,1 0,05 1η Συστάδα 2η Συστάδα 3η Συστάδα 4η Συστάδα 5η Συστάδα 6η Συστάδα 7η Συστάδα Λεκάνη απορροής Κατανάλωση νερού (m 3 /στρ.) Σχήμα 7.32: Καμπύλη μέσης ζήτησης όταν η λεκάνη του Λουδία υποδιαιρείται σε συστάδες ανάλυσης Πίνακας 7.26: Ελαστικότητα ζήτησης του αρδευτικού νερού στη λεκάνη απορροής Τιμή ( /m 3 ) Μέθοδος Α (λεκάνη = ενιαία περιοχή) Ελαστικότητα ζήτησης Μέθοδος Β (λεκάνη = άθροισμα συστάδων ανάλυσης) 0,00 0,02 0,00-0,10 0,02 0,04-0,52-0,04 0,04 0,06-0,17-0,03 0,06 0,08-0,88-0,17 0,08 0,10-0,02-0,23 0,10 0,12-0,02-1,34 0,12 0,14-0,03-0,15 0,14 0,16-0,06-0,40 0,16 0,18-0,16-0,34 0,18 0,20-0,18-0,44

210 ΕΚΤΙΜΗΣΗ ΤΗΣ ΚΑΜΠΥΛΗΣ ΖΗΤΗΣΗΣ ΤΟΥ ΝΕΡΟΥ ΣΤΗ ΓΕΩΡΓΙΑ 199 Η τιμή χρήσης του νερού, που θα επιλεγεί από τον αρμόδιο φορέα και θα εφαρμοστεί στο σύνολο των γεωργών της περιοχής μελέτης, είναι απαραίτητο να λαμβάνει υπόψη πέρα από την καμπύλη ζήτησης και την προσφορά του αρδευτικού νερού, δηλαδή την ποσότητα των υδατικών πόρων, η οποία είναι διαθέσιμη για την κάλυψη των αρδευτικών αναγκών της περιοχής. Η μέση υφιστάμενη προσφορά νερού ετησίως στις γεωργικές εκμεταλλεύσεις της περιοχής μελέτης είναι ίση περίπου με 600 m 3 /στρέμμα, καλύπτοντας έτσι τη συνολική ζήτηση. Ωστόσο, δεδομένης της φυσικής σπανιότητας του πόρου και της αύξησης των ανταγωνιστικών χρήσεων νερού στην ευρύτερη περιοχή και ειδικότερα στο πολεοδομικό συγκρότημα της Θεσσαλονίκης, η μελλοντική προσφορά νερού στη γεωργία είναι πιθανό να περιοριστεί. Αυτό το ενδεχόμενο έχει ακόμα μεγαλύτερη πιθανότητα να συμβεί σε περίπτωση, που η ΠΓΔΜ αυξήσει τις απολήψεις νερού από τον ποταμό Αξιό (τα νερά του οποίου χρησιμοποιούνται για την άρδευση όλων των περιοχών ανατολικά του Λουδία), περιορίζοντας έτσι σημαντικά την ποσότητα νερού που εισέρχεται στον Ελλαδικό χώρο και κατά συνέπεια, και των διαθέσιμων αποθεμάτων που προορίζονται για τη γεωργία. Για το ενδεχόμενο αυτό εξετάστηκε ένα μετριοπαθές σενάριο μείωσης της υφιστάμενης προσφοράς νερού κατά 15%, περιορίζοντας έτσι τις μέσες δυνατότητες κατανάλωσης αρδευτικού νερού σε 500 m 3 /στρέμμα. Το σημείο όπου η νέα αυτή (ανελαστική) καμπύλη προσφοράς τέμνει τη μέση καμπύλη ζήτησης, ορίζει το σημείο ισορροπίας της αγοράς νερού ή αλλιώς τη βέλτιστη τιμή του νερού. Όπως φαίνεται στο Σχήμα 7.33, η τιμή του νερού διαφέρει σημαντικά ανάλογα με τη μέθοδο που ακολουθείται για την εκτίμηση της μέσης καμπύλης ζήτησης στη λεκάνη του Λουδία. Συγκεκριμένα, η πρώτη μέθοδος καταλήγει σε μια τιμή χρέωσης του νερού ίση με 0,04 /m 3, ενώ η δεύτερη δίνει υπερδιπλάσια τιμή, ίση περίπου με 0,09 /m 3. Τιμή νερού ( /m 3 ) 0,25 0,2 0,15 0,1 0,05 Μέση ζήτηση (μέθοδος Β) Συνολική προσφορά Μέση ζήτηση (μέθοδος Α) Κατανάλωση νερού (m 3 /στρ.) Σχήμα 7.33: Εύρεση της βέλτιστης τιμής του αρδευτικού νερού στην περιοχή μελέτης

211 200 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7 Η τιμή του νερού μπορεί να διαμορφώνεται, λοιπόν, ανάλογα και με τη σπανιότητα των υδατικών πόρων, καλύπτοντας έτσι μια σημαντική, κατά την Οδηγία 2000/60/ΕΚ, συνιστώσα του συνολικού κόστους του νερού. Ο τρόπος εκτίμησης του κόστους αυτού, που αναφέρεται ως κόστος σπανιότητας (ή κόστος απώλειας των υδατικών πόρων) έχει ήδη αναλυθεί στο Κεφάλαιο 2 (Σχήμα 2.7) και εφαρμόζεται στην περιοχή μελέτης για διάφορα σενάρια μείωσης της προσφοράς νερού. Στον Πίνακα 7.27 παρουσιάζονται τα αποτελέσματα των εναλλακτικών επιπέδων μείωσης της συνολικής προσφοράς νερού στη διαμόρφωση του ύψους της τιμής του, όταν όλοι οι υπόλοιποι παράγοντες που επηρεάζουν τις μεταβλητές και τα κριτήρια απόφασης παραμένουν σταθεροί. Πίνακας 7.27: Τιμή ισορροπίας του νερού σε σενάρια μείωσης της προσφοράς του Μείωση προσφοράς νερού (%) 10% 15% 20% 25% 30% 40% 50% Τιμή ισορροπίας ( /m 3 ) 0,03 0,09 0,10 0,10 0,11 0,14 >0,20 Η μέθοδος που χρησιμοποιήθηκε για τον υπολογισμό των παραπάνω σεναρίων ήταν η μέθοδος της κατάτμησης του χώρου σε συστάδες και η στάθμιση στη συνέχεια των αποτελεσμάτων όλων των συστάδων (μέθοδος Β). Η συγκεκριμένη μεθοδολογία κρίθηκε ορθότερη από την απευθείας εφαρμογή της όλης ανάλυσης στο επίπεδο της λεκάνης απορροής (μέθοδος Α). Τα κυριότερα επιχειρήματα, που αιτιολογούν αυτή την απόφαση, είναι τα εξής: Η μέθοδος Β προσεγγίζει καλύτερα τη συμπεριφορά των γεωργών στην υφιστάμενη κατάσταση της μηδενικής χρέωσης της τιμής του νερού, καθώς στο επίπεδο αυτό εκτιμά μια μέση ζήτηση ίση περίπου με την πραγματική (600 m 3 /στρέμμα). Για τις υπόλοιπες τιμές δεν υπάρχει δυνατότητα άμεσης σύγκρισης, αλλά, επειδή η καμπύλη της μεθόδου Β σύμφωνα με το Σχήμα 7.33 είναι αρκετά πιο ομαλή, με μικρότερες κλίσεις, λιγότερες ακραίες τιμές ελαστικότητας και με μεγαλύτερη ελαστικότητα στις υψηλότερες τιμές του νερού, θεωρείται ως μια πιο ακριβής τεχνική εκτίμησης της δυνητικής συμπεριφοράς των γεωργών σε ένα ενδεχόμενο τιμολόγησης του νερού. Ανεξάρτητα, όμως, από την τελική μορφή της καμπύλης ζήτησης, το κυριότερο πρόβλημα της ενιαίας τιμής του νερού σε ολόκληρη τη λεκάνη απορροής είναι η ανομοιογένεια που παρουσιάζουν οι διάφορες υποπεριοχές μελέτης (αυτό άλλωστε

212 ΕΚΤΙΜΗΣΗ ΤΗΣ ΚΑΜΠΥΛΗΣ ΖΗΤΗΣΗΣ ΤΟΥ ΝΕΡΟΥ ΣΤΗ ΓΕΩΡΓΙΑ 201 είναι και ένα επιπλέον επιχείρημα υπέρ της σταθμισμένης μέσης καμπύλης ζήτησης). Η χωρική αυτή ανομοιογένεια προκαλεί ανισότητες, τόσο ως προς το επίπεδο εξοικονόμησης νερού σε κάθε συστάδα ανάλυσης, όσο και ως προς τις κοινωνικοοικονομικές συνέπειες της πολιτικής τιμολόγησης. Στο Σχήμα 7.34 απεικονίζεται το επίπεδο ισορροπίας, το σημείο δηλαδή όπου η καμπύλη μέσης ζήτησης τέμνει την αντίστοιχη καμπύλη προσφοράς, για το προηγούμενο υποθετικό σενάριο διαθεσιμότητας υδατικών πόρων (-15% της υφιστάμενης). Η τιμή στο σημείο αυτό εκτιμήθηκε, όπως προαναφέρθηκε, ίση με 0,09 /m 3. Η μείωση της ζήτησης νερού βάσει της τιμής αυτής παρουσιάζει ωστόσο σοβαρές διακυμάνσεις από περιοχή σε περιοχή. Για παράδειγμα, στην πρώτη και έκτη συστάδα ανάλυσης η κατανάλωση μειώνεται κατά 24,7% και 37,2% αντίστοιχα, ποσοστά πολύ υψηλότερα από τη μέση μείωση στο σύνολο της λεκάνης απορροής (15%). Το γεωργικό εισόδημα μειώνεται επίσης σημαντικά, καθώς εκτιμώνται απώλειες της τάξης του 39,3% και 35,9% αντίστοιχα στις περιοχές αυτές. Από την άλλη, στην 5 η συστάδα ανάλυσης, όπου η ζήτηση παρουσιάζεται τελείως ανελαστική, το ποσοστό εξοικονόμησης υδατικών πόρων περιορίζεται στο 5,4%, ενώ και η μείωση του γεωργικού εισοδήματος παραμένει σε σχετικά χαμηλά επίπεδα, καθώς εκτιμάται σε 13,2% (αντίστοιχα μικρά ποσοστά μείωσης του γεωργικού εισοδήματος εμφανίζουν επίσης η 3 η και 4 η συστάδα ανάλυσης). Τιμή νερού ( /m 3 ) 0,25 0,2 0,15 0,1 0,05 1η Συστάδα 2η Συστάδα 3η Συστάδα 4η Συστάδα 5η Συστάδα 6η Συστάδα 7η Συστάδα Λεκάνη απορροής Συνολική προσφορά Κατανάλωση νερού (m 3 /στρ.) Σχήμα 7.34: Σημείο ισορροπίας της αγοράς νερού και συναρτήσεις ζήτησης όλων των συστάδων ανάλυσης Δύο μέτρα που θα μπορούσαν να ληφθούν, ώστε να περιορίσουν τις ανισότητες της τιμολόγησης είναι αυτά της (α) κλιμακωτής τιμολόγησης, η οποία προτείνεται και στην ενότητα 2.4.2, καθώς και (β) της επιβολής ενός περιβαλλοντικού φόρου για όσους

213 202 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7 γεωργούς κάνουν υπερκατανάλωση νερού. Ειδικότερα για την περίπτωση του περιβαλλοντικού φόρου, τα έσοδά του θα ήταν ίσως χρήσιμο να επιστρέφονται με τη μορφή επιδότησης σ εκείνους τους γεωργούς, που εξοικονομούν το περισσότερο νερό και που παρουσιάζουν τις μεγαλύτερες απώλειες εισοδήματος.

214 Κεφάλαιο 8: Εφαρμογή πολυκριτηριακής ανάλυσης για τη βέλτιστη κατανομή των εδαφικών και υδατικών πόρων 8.1 Πλαίσιο εφαρμογής της πολυκριτήριας λήψης αποφάσεων στη γεωργία Η ορθολογική αξιοποίηση και η αειφορική χρήση των φυσικών πόρων στην αρδευόμενη γεωργία αποτελούν πρωταρχικούς στόχους κάθε μελλοντικής αγροτικής πολιτικής, αλλά και της πολιτικής διαχείρισης των υδατικών πόρων στον αγροτικό χώρο. Για το λόγο αυτό είναι σκόπιμο να εξετάζεται σε κάθε περίπτωση η υφιστάμενη χρήση των συγκεκριμένων πόρων, καθώς και οι πιθανές επιπτώσεις από τη λήψη νέων μέτρων στην αρδευόμενη γεωργία. Κάθε νέο μέτρο, που σχεδιάζεται να εφαρμοστεί στο χώρο αυτό, και το οποίο άμεσα ή έμμεσα είναι πιθανό να επιδράσει στην κατανομή και την αποτελεσματικότητα χρήσης της γεωργικής γης και του αρδευτικού νερού, πρέπει να εναρμονίζεται με το γενικό πλαίσιο της αειφορικής διαχείρισης του συστήματος αρδεύσεων γεωργίας, το οποίο περιγράφηκε στο πρώτο κεφάλαιο (Σχήμα 1.8). Το πλαίσιο αυτό αποτελεί το βασικό υπόβαθρο για τη λήψη σχετικών αποφάσεων. Ωστόσο, η τελική απόφαση καθορίζεται σε μεγάλο βαθμό και από τις επιδιώξεις του αρμόδιου φορέα, δηλαδή του φορέα πολιτικής, ο οποίος έχει το ρόλο του αποφασίζοντα. Η ιδιαίτερη στάση του συγκεκριμένου φορέα προσδιορίζεται από τη σημασία που προσδίδει σε κάθε επιμέρους πολιτική, ανάμεσα από το σύνολο των πολιτικών στις οποίες στηρίζεται η αειφορική διαχείριση του εν λόγω συστήματος. Οι βασικοί άξονες πολιτικής στην αρδευόμενη γεωργία μπορούν να χωριστούν σε δύο κύριες κατηγορίες: τον κοινωνικο-οικονομικό και τον περιβαλλοντικό. Στο Σχήμα 8.1 παρουσιάζεται ένα τυπικό παράδειγμα κατανομής ορισμένων σημαντικών στόχων της αειφορικής διαχείρισης στους δύο αυτούς άξονες (στο παράδειγμα αυτό βασίζεται η ανάλυση που θα ακολουθήσει στις επόμενες ενότητες). Οι κοινωνικο-οικονομικοί στόχοι περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, τη διασφάλιση του εισοδήματος των γεωργών, την κοινωνική συνοχή στον αγροτικό χώρο, την αξιοποίηση του εργατικού δυναμικού και τη διασφάλιση της βιωσιμότητας του φορέα, που είναι υπεύθυνος για την λειτουργία και συντήρηση των αρδευτικών δικτύων. Οι περιβαλλοντικοί στόχοι, από την άλλη, αφορούν κυρίως τη διασφάλιση της ποιότητας των υδατικών πόρων (και κατ επέκταση τη διατήρηση της βιοποικιλότητας και της περιβαλλοντικής αξίας της ευρύτερης περιοχής), την επάρκεια της προσφοράς νερού μέσω της διαχείρισης της ζήτησης (τόσο για την κάλυψη των αρδευτικών αναγκών, όσο και για τις λοιπές χρήσεις του νερού), καθώς επίσης και τη βελτιστοποίηση της αποδοτικότητας των αρδεύσεων.

215 204 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8 Πολιτική διασφάλισης εισοδήματος αγροτών ΑΞΟΝΕΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ Πολιτική διασφάλισης της ποιότητας των υδατικών πόρων Πολιτική κοινωνικής συνοχής και αξιοποίησης του εργατικού δυναμικού Κοινωνικοί και οικονομικοί άξονες Άξονες σχετικοί με το περιβάλλον και τους φυσικούς πόρους Πολιτική διασφάλισης της επάρκειας των υδατικών πόρων - διαχείριση της ζήτησης Πολιτική διασφάλισης της βιωσιμότητας των ΤΟΕΒ και ΓΟΕΒ της περιοχής Πολιτική βελτιστοποίησης αποδοτικότητας των αρδεύσεων Πολιτική αειφορικής διαχείρισης Σχήμα 8.1: Άξονες πολιτικής αειφορικής διαχείρισης στην αρδευόμενη γεωργία Η βαρύτητα που δίνεται σε καθένα από τους παραπάνω στόχους προκαθορίζει την τελική απόφαση, σύμφωνα με την οποία θα ληφθούν τα μέτρα εκείνα που αποσκοπούν στην ικανοποίηση των στόχων με την υψηλότερη σπουδαιότητα (χρησιμότητα). Αντίστοιχα και η κατανομή των υδατικών και εδαφικών πόρων θα διαμορφωθεί ανάλογα με τις τελικές επιλογές του αποφασίζοντα. Είναι, συνεπώς, προφανές ότι η διαδικασία αυτή αποτελεί ουσιαστικά ένα πρόβλημα πολυκριτήριας λήψης αποφάσεων που, σε αντίθεση με το προηγούμενο κεφάλαιο, οι αποφασίζοντες δεν είναι άμεσα οι γεωργοί αλλά οι εκάστοτε φορείς χάραξης πολιτικής. Στο παρελθόν, διάφορες τεχνικές πολυκριτήριας λήψης αποφάσεων αναπτύχθηκαν και χρησιμοποιήθηκαν για το σχεδιασμό των γεωργικών εκμεταλλεύσεων σε τοπικό ή περιφερειακό επίπεδο (Ghosh et al., 1993, Manos and Gavezos, 1995, Pal and Basu, 1996). Στην πλειοψηφία τους όμως, δεν συμπεριελάμβαναν στόχους (κριτήρια) συνυφασμένους με το περιβάλλον και τη διαχείριση των υδατικών πόρων. Τα τελευταία χρόνια, ωστόσο, οι τεχνικές πολυκριτήριας λήψης αποφάσεων έχουν αρχίσει να δίνουν έμφαση στη λήψη σύνθετων περιβαλλοντικών και οικονομικών αποφάσεων, με ειδική μάλιστα εφαρμογή στο χώρο της γεωργίας (Tiwari et al., 1999). Στις περισσότερες από τις μελέτες αυτές, δεν ήταν εφικτή η αποτίμηση όλων των αντικειμενικών συναρτήσεων σε οικονομικούς όρους και για το λόγο αυτό, η αξιολόγηση των εναλλακτικών

216 ΒΕΛΤΙΣΤΗ ΚΑΤΑΝΟΜΗ ΤΩΝ ΦΥΣΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ ΣΤΗ ΓΕΩΡΓΙΑ 205 αποφάσεων πραγματοποιούνταν συνήθως με τη βοήθεια ειδικά διαμορφωμένων δεικτών. Στην παρούσα εργασία χρησιμοποιείται η μέθοδος της πολυκριτήριας λήψης αποφάσεων στο επίπεδο των συστάδων ανάλυσης της περιοχής μελέτης. Η μέθοδος αυτή επιχειρεί καταρχήν να εκτιμήσει τη βέλτιστη κατανομή των πόρων σε συγκεκριμένα σενάρια στόχων και με δεδομένες τις προτιμήσεις του αποφασίζοντα. Στη συνέχεια, το πλαίσιο λήψης απόφασης γίνεται λιγότερο αυστηρά καθορισμένο, με διακυμάνσεις, τόσο στους στόχους απόφασης, όσο και στους συντελεστές βάρους κάθε στόχου (κριτηρίου). Το αποτέλεσμα αυτής της διαδικασίας είναι ο προσδιορισμός ενός αρκετά μεγάλου αριθμού δυνητικών καταστάσεων του συστήματος γεωργίας αρδεύσεων περιβάλλοντος, οι οποίες προέρχονται από διαφορετικές προσεγγίσεις, με κοινό όμως στόχο τους την αειφορική διαχείριση του συστήματος. Όλες οι λύσεις αξιολογούνται στη συνέχεια με βάση την επίδοση των κριτηρίων, η οποία με τη σειρά της καθορίζεται από ένα δείκτη επίδοσης, που έχει νωρίτερα υπολογιστεί. Τέλος, εκτιμώνται οι επιπτώσεις της μείωσης των διαθέσιμων υδατικών πόρων στην τελική επίδοση των κριτηρίων και εξετάζεται η αποτελεσματικότητα της τιμολόγησης του αρδευτικού νερού. 8.2 Δημιουργία μοντέλου πολυκριτηριακής ανάλυσης Συνοπτική περιγραφή του μοντέλου Η λήψη αποφάσεων για την αειφορική διαχείριση του συστήματος γεωργίας αρδεύσεων περιβάλλοντος στηρίζεται, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, σ ένα σύνθετο μοντέλο πολυκριτηριακής ανάλυσης. Η διαδικασία που ακολουθήθηκε μπορεί να διαχωριστεί σε δύο διακριτά στάδια: (α) ένα στάδιο δημιουργίας σύνθεσης του μοντέλου, που περιλαμβάνει όλες τις απαραίτητες ενέργειες για την εισαγωγή των δεδομένων της πολυκριτηριακής ανάλυσης (Σχήμα 8.2), και (β) ένα στάδιο εφαρμογής του μοντέλου κατά το οποίο υπολογίζονται και αξιολογούνται τα αποτελέσματα της πολυκριτηριακής ανάλυσης (Σχήμα 8.3). Στο πρώτο στάδιο, επιλέγονται καταρχήν, τα κριτήρια που θεωρούνται αναγκαία για τη λήψη αποφάσεων. Για το σκοπό αυτό, χρησιμοποιήθηκαν οι βασικοί δείκτες αειφορίας της περιοχής μελέτης (δες Κεφάλαιο 4 και Παράρτημα Γ), οι οποίοι αποτελούν τη μαθηματική έκφραση των κρίσιμων πολιτικών που αφορούν την αειφορική λειτουργία της αρδευόμενης γεωργίας, σχετικά με την περιβαλλοντική αλλά και με την κοινωνικοοικονομική της διάσταση.

217 206 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8 Καθορισμός πιθανών αξόνων πολιτικής Δείκτες αειφορίας γεωργίας και αρδεύσεων Θέσπιση κριτηρίων Κοινωνικά - Οικονομικά Περιβαλλοντικά Α 1 Α 2 Α 3 Α 4 Α 5 Α 6 Β 1 Β 2 Β 3 Μοντέλο Πολυκριτηριακής Ανάλυσης Οριοθέτηση των περιορισμών Επιλογή των μεταβλητών απόφασης S 1 S 2 S i S n Εδαφικοί και υδατικοί πόροι Δυνητικές καλλιέργειες Εναλλακτικά σενάρια Καθορισμός στόχων και συντελεστών βάρους Πλαίσιο πολιτικής κατά τη λήψη αποφάσεων Σχήμα 8.2: Μεθοδολογία εισαγωγής δεδομένων στο μοντέλο πολυκριτηριακής ανάλυσης

218 ΒΕΛΤΙΣΤΗ ΚΑΤΑΝΟΜΗ ΤΩΝ ΦΥΣΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ ΣΤΗ ΓΕΩΡΓΙΑ 207 Μοντέλο Πολυκριτηριακής Ανάλυσης Πολυκριτήριος μαθηματικός προγραμματισμός (ΠΜΠ) Προγραμματισμός στόχων (ΠΣ) Μέθοδος στάθμισης των κριτηρίων Σταθμισμένος προγραμματισμός στόχων Υπολογισμός των εφικτών λύσεων σε όλα τα εναλλακτικά σενάρια Ανάλυση ευαισθησίας στις τιμές των στόχων Εύρεση του συνόλου των αποτελεσματικών λύσεων Υπολογισμός βέλτιστων λύσεων για διάφορα εναλλακτικά σενάρια Για κάθε λύση: (ΠΜΠ) Αποτίμηση της επίδοσης των κριτηρίων 1. Κατανομή υδατικών και εδαφικών πόρων Διαμόρφωση του δείκτη σύγκρισης των εφικτών λύσεων (SE-ENV) (ΠΣ) 2. Εκτίμηση των επιπτώσεων: α. Οικονομικών β. Κοινωνικών γ. Πολιτικών Αξιολόγηση των εναλλακτικών λύσεων Δυνατότητα εφαρμογής μέτρων για την επίτευξη της δυνητικής λύσης Σχήμα 8.3: Μεθοδολογία εξαγωγής αποτελεσμάτων από το μοντέλο πολυκριτηριακής ανάλυσης

219 208 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8 Το επόμενο βήμα που απαιτείται, είναι η επιλογή των μεταβλητών απόφασης που θα εισέλθουν στη διαδικασία της πολυκριτηριακής ανάλυσης. Σε αντίθεση με τη μέθοδο που ακολουθήθηκε για την εκτίμηση της ζήτησης του νερού, το συγκεκριμένο μοντέλο περιλαμβάνει ως μεταβλητές απόφασης μόνο τις εκτάσεις των καλλιεργειών και ενσωματώνει έμμεσα όλες τις υπόλοιπες παραμέτρους. Ο λόγος είναι πως εξαιτίας του μεγέθους του μοντέλου κρίθηκε σκόπιμο να χρησιμοποιηθούν μόνο γραμμικές σχέσεις. Παράλληλα με την επιλογή των μεταβλητών απόφασης, είναι επίσης αναγκαίος ο προσδιορισμός του συνόλου των εφικτών αποφάσεων, βάσει των περιορισμών στις καλλιεργητικές αποφάσεις των γεωργών. Το πολιτικό πλαίσιο, σύμφωνα με το οποίο καθορίζονται οι αποφάσεις και λαμβάνονται νέα μέτρα στο χώρο της αρδευόμενης γεωργίας ορίζει - όπως αναφέρθηκε στην προηγούμενη ενότητα - εκτός από το είδος των κριτηρίων, τόσο τους στόχους (goal targets) που πρέπει να ικανοποιούν τα κριτήρια αυτά όσο και τη σημασία που τους αποδίδεται εκ μέρους του αποφασίζοντα. Όσον αφορά λοιπόν τα επίπεδα των στόχων κάθε κριτηρίου, ιδιαίτερη έμφαση δόθηκε στη διατήρηση κατά το δυνατόν της υφιστάμενης κατάστασης στους κοινωνικο-οικονομικούς δείκτες και στη βελτίωση της επίδοσης των περιβαλλοντικών δεικτών. Από την άλλη, η σημασία κάθε κριτηρίου αποτυπώνεται στους αντίστοιχους συντελεστές βάρους της πολυκριτηριακής ανάλυσης. Επειδή η επιλογή μιας μεθόδου για τη λήψη αποφάσεων πρέπει να χαρακτηρίζεται τόσο από πληρότητα όσο και από αντικειμενικότητα, κρίθηκε αναγκαία η εξέταση αρκετών διαφορετικών πολιτικών προσεγγίσεων στο χώρο της αρδευόμενης γεωργίας, μέσα από διάφορα εναλλακτικά σενάρια σχετικά με τα επίπεδα των στόχων και με τους συντελεστές βάρους των κριτηρίων. Όπως φαίνεται στο Σχήμα 8.3, για τις ανάγκες της παρούσας εργασίας χρησιμοποιήθηκαν δύο διαφορετικές τεχνικές πολυκριτηριακής ανάλυσης: α) ο προγραμματισμός στόχων και β) ο πολυκριτήριος μαθηματικός προγραμματισμός (ΠΜΠ). Από την εφαρμογή τους υπολογίστηκαν βέλτιστες λύσεις (κατανομή των υδατικών και εδαφικών πόρων) σε συγκεκριμένα σενάρια στόχων και συντελεστών βάρους (μέσω του προγραμματισμού στόχων), καθώς επίσης και ένα σύνολο αποτελεσματικών λύσεων για έναν αρκετά μεγάλο αριθμό εναλλακτικών σεναρίων της πολιτικής των αρδεύσεων και της γεωργίας (μέσω του ΠΜΠ). Εκτιμήθηκαν, επίσης, για όλες τις δυνητικές καταστάσεις, οι επιπτώσεις της κατανομής των πόρων στο περιβάλλον, την κοινωνία και την οικονομία της περιοχής μελέτης. Σημειώνεται πως ως περιοχή μελέτης για την εφαρμογή των παραπάνω μεθοδολογιών ορίστηκε η έκταση που βρίσκεται υπό τη δικαιοδοσία του ΓΟΕΒ Θεσσαλονίκης (οι συστάδες ανάλυσης της περιοχής αυτής

220 ΒΕΛΤΙΣΤΗ ΚΑΤΑΝΟΜΗ ΤΩΝ ΦΥΣΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ ΣΤΗ ΓΕΩΡΓΙΑ 209 παρουσιάζονται στο Σχήμα 3.15) και όχι ολόκληρη η λεκάνη απορροής του Λουδία. Οι λόγοι για την απόκλιση αυτή από τις επιταγές της Οδηγίας Πλαίσιο ήταν η όσο το δυνατόν μεγαλύτερη ομοιογένεια της περιοχής, καθώς επίσης και η ύπαρξη ενός ενιαίου φορέα διαχείρισης των αρδεύσεων σε ολόκληρη την περιοχή μελέτης Επιλογή κριτηρίων και εναλλακτικών σεναρίων Οι αντικειμενικές συναρτήσεις που χρησιμοποιούνται σ ένα μοντέλο πολυκριτήριας λήψης απόφασης πρέπει να ενσωματώνουν όλους τους βασικούς στόχους πολιτικής, που λαμβάνονται υπόψη κατά τη διαδικασία απόφασης. Όπως αναφέρθηκε και παραπάνω, οι στόχοι αυτοί στο παρόν μοντέλο, προέρχονται από ένα ευρύτερο πλαίσιο πολιτικής που σχετίζεται με την αειφορία της αρδευόμενης γεωργίας και το οποίο έχει ήδη αναλυθεί επαρκώς στο Κεφάλαιο 4. Για το λόγο αυτό, τα κριτήρια του μοντέλου προέρχονται, ως επί το πλείστον, από τους δείκτες αειφορίας και δη τους βασικούς δείκτες της περιοχής μελέτης. Συνολικά στο μοντέλο συμπεριλαμβάνονται εννέα κριτήρια, τα οποία ορίζονται όλα στο επίπεδο της μέσης εκμετάλλευσης κάθε περιοχής αναφοράς. Αναλυτικά, τα κριτήρια αυτά παρουσιάζονται στον Πίνακα 8.1. Πίνακας 8.1: Κριτήρια λήψης απόφασης στην αρδευόμενη γεωργία Κριτήρια Αντικειμενικές συναρτήσεις Κωδικός κριτηρίου Αντίστοιχος δείκτης αειφορίας Α1 Μεγιστοποίηση ακαθάριστου κέρδους gm Γ_Β1 Α2 Διασφάλιση υφιστάμενης ανθρώπινης εργασίας labour Γ_Β2 Α3 Ελαχιστοποίηση κινδύνου στο εισόδημα του γεωργού risk - Α4 Μεγιστοποίηση απόδοσης συνολικής εργασίας labef Γ_Β3 Α5 Ελαχιστοποίηση του κόστους εγκατάστασης νέων πολυετών καλλιεργειών crcha Γ_Β4 Α6 Διασφάλιση των εσόδων του φορέα (ΓΟΕΒ) w_man Υ_Β2 Β1 Διασφάλιση της μη υπέρβασης μιας μέγιστης επιτρεπόμενης κατανάλωσης αρδευτικού νερού water Υ_Β3 Β2 Διασφάλιση της μη υπέρβασης μιας μέγιστης επιτρεπόμενης χρήσης αζωτούχων λιπασμάτων nitro Π_Β1 Β3 Μεγιστοποίηση της αποδοτικότητας των αρδεύσεων watef Υ_Β4 Η μεγιστοποίηση του ακαθάριστου κέρδους (gm) είναι η ίδια συνάρτηση με αυτή που χρησιμοποιήθηκε στο προηγούμενο Κεφάλαιο (Εξίσωση 7.9). Χρησιμοποιείται η μέση χωρική τιμή της συστάδας ανάλυσης (βάσει των συστάδων του ΓΟΕΒ Θεσσαλονίκης)

221 210 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8 για κάθε έτος χωριστά και στη συνέχεια, ο μέσος όρος των τιμών αυτών για την εξαετία , σε σταθερές τιμές του Ο πρωταρχικός στόχος του συγκεκριμένου κριτηρίου είναι να παραμείνει το γεωργικό εισόδημα της μέσης εκμετάλλευσης τουλάχιστον στα σημερινά επίπεδα. Αντίθετα από ότι συμβαίνει στις ατομικές προτιμήσεις των γεωργών, σε επίπεδο φορέα διαχείρισης ή φορέα χάραξης της πολιτικής, η ανθρώπινη εργασία (LB) στον πρωτογενή τομέα δεν αποτελεί κριτήριο ελαχιστοποίησης αλλά μεγιστοποίησης. Η αιτιολόγηση γι αυτό είναι πως η διατήρηση του εργατικού δυναμικού στην ύπαιθρο είναι σημαντικός παράγοντας διασφάλισης της κοινωνικής συνοχής και της ανάπτυξης των αγροτικών περιοχών. Επομένως, η συνάρτηση 7.10, αφού πρώτα αλλάξει η κατεύθυνση της βελτιστοποίησης (από min να γίνει max), ορίζει το κριτήριο labour. Για το λόγο αυτό προστίθενται και νέοι περιορισμοί που αποτρέπουν την υπερβολική αύξηση της εργασίας, τουλάχιστον σε βραχυπρόθεσμο ορίζοντα. Η παράμετρος της εργασίας, ωστόσο, εξετάζεται και ως προς την οικονομική της αποδοτικότητά (labef), έτσι ώστε τόσο το ανθρώπινο δυναμικό όσο και το επενδυμένο κεφάλαιο σε γεωργικά μηχανήματα να χρησιμοποιούνται όσο το δυνατόν πιο αποτελεσματικά και να επιλέγονται, τελικά, εκείνοι οι κλάδοι παραγωγής. οι οποίοι παρουσιάζουν το μεγαλύτερο συγκριτικό πλεονέκτημα από την εργασία. Για τη μαθηματική διατύπωση αυτού του κριτηρίου συμπεριλήφθηκε πέρα της ανθρώπινης (LB) και η μηχανική (ΜB) εργασία. Επίσης, ως οικονομικό μέτρο απόδοσης επιλέχθηκε η ακαθάριστη πρόσοδος (GP) αντί για το ακαθάριστο κέρδος (GM) με στόχο η τελική συνάρτηση να είναι ανεξάρτητη του κόστους εργασίας (εξίσωση 8.1). max labef = max GP X / j j X j j ( LB j + MB j) (8.1) j Το τρίτο κριτήριο της συνάρτησης βελτιστοποίησης των γεωργών, ο κίνδυνος δηλαδή του εισοδήματος, αν και είναι εκτός του πλαισίου των δεικτών αειφορίας, εισάγεται στο συγκεκριμένο μοντέλο για να περιορίσει την πιθανότητα σημαντικών μελλοντικών απωλειών γεωργικού εισοδήματος και να δοθεί, έτσι, μεγαλύτερη σημασία από μέρος του αποφασίζοντα στις προτιμήσεις των γεωργών. Επειδή ο κύριος στόχος είναι η αποφυγή των δυνητικών αρνητικών διακυμάνσεων του εισοδήματος και καθώς η συγκεκριμένη μέγεθος έδωσε αρκετά ικανοποιητικά αποτελέσματα στο προηγούμενο κεφάλαιο, επιλέχθηκε για τη μέτρηση του κινδύνου η αρνητική ημιδιακύμανση του ακαθάριστου κέρδους (εξίσωση 7.12).

222 ΒΕΛΤΙΣΤΗ ΚΑΤΑΝΟΜΗ ΤΩΝ ΦΥΣΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ ΣΤΗ ΓΕΩΡΓΙΑ 211 Η δυνατότητα ανακατανομής των καλλιεργειών στην περιοχή μελέτης είναι απαραίτητη προϋπόθεση για κάθε διαχειριστική απόφαση που λαμβάνεται στην αρδευόμενη γεωργία. Σ ένα ρεαλιστικό, όμως, σενάριο υπάρχουν πεπερασμένα όρια στη δυνατότητα μετάβασης από τη μια καλλιέργεια στην άλλη, τόσο στο βραχυπρόθεσμο, όσο και στο μεσοπρόθεσμο χρονικό ορίζοντα που εξετάζει η παρούσα εργασία. Ο ισχυρισμός αυτός δικαιολογείται από το αυξημένο κόστος επένδυσης σε νέες καλλιέργειες (ΝΙ), καθώς επίσης και από τις απώλειες επενδύσεων εξαιτίας της εγκατάλειψης υφιστάμενων πολυετών καλλιεργειών. Επειδή το τελευταίο είναι σχετικά δύσκολο να εκτιμηθεί στο χωρικό επίπεδο της συστάδας ανάλυσης, το κριτήριο που επιλέγεται (crcha) στηρίζεται αποκλειστικά στην ελαχιστοποίηση του κόστους εγκατάστασης νέων πολυετών καλλιεργειών (εξίσωση 8.2). min crcha = min NI j X j (8.2) j Στο πλαίσιο της πολυκριτηριακής ανάλυσης στην αρδευόμενη γεωργία είναι ακόμη απαραίτητο να λαμβάνεται υπόψη η οικονομική βιωσιμότητα του φορέα, που είναι υπεύθυνος για τη λειτουργία και τη συντήρηση των αρδευτικών δικτύων (ΓΟΕΒ Θεσσαλονίκης). Πρέπει με άλλα λόγια να εξασφαλίζονται τα έσοδα που κρίνονται αναγκαία για την κάλυψη των λειτουργικών και διοικητικών του εξόδων, καθώς και των εξόδων συντήρησης των δικτύων του. Στον πίνακα 8.2 παρουσιάζονται τα υφιστάμενα έσοδα του ΓΟΕΒ, τόσο στο σύνολο της έκτασης κάθε συστάδας ανάλυσης, όσο και επιμερισμένα στη μέση εκμετάλλευσή τους. Προσδιορίζεται, επίσης, η τιμή χρέωσης του νερού - στην περίπτωση που εφαρμοστεί η ογκομετρική μέθοδος τιμολόγησης - για την κάλυψη των εσόδων αυτών. Με βάση τα παραπάνω, το κριτήριο που επιλέγεται (w_man) για την περαιτέρω ανάλυση μεγιστοποιεί τα έσοδα του φορέα, σε λογικά όμως επίπεδα τα οποία καθορίζονται από τα συνολικά του έξοδα. Πίνακας 8.2: Υφιστάμενα έσοδα ΓΟΕΒ και ελάχιστη τιμή χρέωσης ανά m 3 1 η συστάδα 2 η συστάδα 3 η συστάδα 4 η συστάδα 5 η συστάδα 7 η συστάδα Μέσα έσοδα ( /100 στρ.) Συνολικά έσοδα ( ) Εύρος τιμών (σε ) για την κάλυψη των εσόδων Προσέγγιση τιμής (μέθοδος σταθμισμένου μέσου) 0,02-0,04 0,02-0,04 0,02-0,04 0,02-0,04 0,00-0,02 0,02-0,04 0,024 0,029 0,028 0,023 0,016 0,023

223 212 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8 Η συνολική κατανάλωση νερού στη γεωργία είναι απαραίτητο να καθορίζεται από το υδατικό ισοζύγιο μιας περιοχής, καθώς επίσης και από τη ζήτηση και την αποτελεσματικότητα χρήσης του νερού στις ανταγωνιστικές του χρήσεις. Για το λόγο αυτό, ορίζεται ένα επίπεδο κατανάλωσης νερού στη μέση εκμετάλλευση κάθε συστάδας ανάλυσης, η υπέρβαση του οποίου είναι πιθανό να δημιουργήσει πιέσεις στο οικοσύστημα και στις ανταγωνιστικές χρήσεις του νερού και να καταστήσει μη αειφορική τη συμβολή των αρδεύσεων στο εν λόγω σύστημα. Το κριτήριο, επομένως, που επιλέγεται (water) στηρίζεται στον περιορισμό της ζήτησης του νερού κατά τη διάρκεια ολόκληρης της αρδευτικής περιόδου, έτσι ώστε να συμβαδίζει όσο το δυνατόν με τη φυσική προσφορά των υδατικών πόρων. min water = min IR j X j (8.3) j Όπως και στην περίπτωση της εργασίας, έτσι και για το αρδευτικό νερό εξετάζεται επιπλέον η αποδοτικότητα χρήσης του. Εισάγεται δηλαδή ένα νέο κριτήριο (watef), το οποίο υπολογίζει την παραγωγικότητα του νερού στη μέση εκμετάλλευση (εκφρασμένη σε οικονομικές μονάδες). Η μαθηματική διατύπωση της παραγωγικότητας του νερού προκύπτει από το λόγο της μέσης ακαθάριστης προσόδου των καλλιεργειών προς τις συνολικές ανάγκες τους σε νερό. max watef = max / j GPj X j X j IR j j (8.4) Τέλος, για τον έλεγχο της ποιότητας των υδατικών πόρων και τον περιορισμό της ρύπανσης που προέρχεται από τη γεωργία χρησιμοποιήθηκε το κριτήριο της εντατικότητας χρήσης λιπασμάτων (nitro), ενός μεγέθους δηλαδή που συνδέεται άμεσα με τη νιτρορύπανση. Στη βάση αυτή, πραγματοποιήθηκε εκτίμηση της μέσης κατανάλωσης αζωτούχων λιπασμάτων ανά καλλιέργεια (FER j ) σε κάθε συστάδα ανάλυσης, ώστε να γίνει εφικτή η εύρεση της συνολικής κατανάλωσης νιτρικών στη μέση εκμετάλλευση κάθε περιοχής. Η σχετική μαθηματική διατύπωση είναι: min nitro =min FER j X j (8.5) j Ο τρόπος με τον οποίο συνδυάζονται όλα τα παραπάνω κριτήρια στη διαμόρφωση του μοντέλου της πολυκριτηριακής ανάλυσης καθορίζεται από τη γενικότερη πολιτική στο χώρο της αρδευόμενης γεωργίας. Ανάλογα δηλαδή, με τις πολιτικές επιδιώξεις του αρμόδιου φορέα αλλά και τις βασικές κατευθυντήριες γραμμές που ορίζει η κοινωνία,

224 ΒΕΛΤΙΣΤΗ ΚΑΤΑΝΟΜΗ ΤΩΝ ΦΥΣΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ ΣΤΗ ΓΕΩΡΓΙΑ 213 διαμορφώνονται τόσο οι στόχοι όσο και οι συντελεστές βάρους του μοντέλου ανάλυσης. Όταν, ωστόσο, οι προτιμήσεις του αποφασίζοντα δεν είναι εκ των προτέρων γνωστές - όπως συμβαίνει στην προκειμένη περίπτωση - δημιουργείται ένα σύνολο δυνητικών εναλλακτικών σεναρίων, τα όρια του οποίου ορίζονται από τα όρια ανοχής του συστήματος, ώστε αυτό να δύναται να χαρακτηριστεί ως αειφορικό. Πρέπει στο σημείο αυτό να σημειωθεί ξανά ότι, σε αντίθεση με τη μεθοδολογία του προηγούμενου κεφαλαίου, ο αποφασίζων δεν είναι αυτή τη φορά ο γεωργός, αλλά ο φορέας που ασκεί την εκάστοτε πολιτική. Για το λόγο αυτό, η λύση που προκύπτει σε κάθε εναλλακτικό σενάριο δεν είναι άμεσα εφαρμόσιμη, καθώς η βέλτιστη κατανομή των πόρων δεν μπορεί εύκολα να επιβληθεί στους γεωργούς. Ίσως, λοιπόν, θα αναμένονταν να ακολουθηθεί μια διαδικασία που θα εξέταζε και θα αξιολογούσε τις πιθανές επιπτώσεις της επιλογής μιας συγκεκριμένης δέσμης μέτρων στον αγροτικό χώρο. Κάτι τέτοιο, όμως, δεν θα αναδείκνυε όλες τις δυνητικές καταστάσεις που μπορεί να προέλθουν από τη διαχείριση των υδατικών και εδαφικών πόρων στη γεωργία. Έτσι, ακόμα και η διερεύνηση των επιπτώσεων ενός μέτρου, όπως για παράδειγμα της τιμολόγησης του αρδευτικού νερού, πρέπει να πραγματοποιηθεί, έχοντας λάβει νωρίτερα υπόψη τις βέλτιστες δυνητικές καταστάσεις του συστήματος, αλλά και τις επιθυμίες του αποφασίζοντα Καθορισμός μεταβλητών απόφασης και περιορισμών του μοντέλου Για το σχηματισμό της μήτρας του συγκεκριμένου μοντέλου πολυκριτηριακής ανάλυσης έγινε χρήση μεταβλητών, που σχετίζονται αποκλειστικά με το σχέδιο παραγωγής της μέσης εκμετάλλευσης κάθε περιοχής. Συνεπώς, όλες οι μεταβλητές απόφασης είναι εκφρασμένες σε μονάδες έκτασης γεωργικής γης. Το νερό χρησιμοποιείται έμμεσα, με έναν ενδιάμεσο τρόπο σε σχέση με το γραμμικό και μη γραμμικό μοντέλο που εφαρμόστηκαν για τον προσδιορισμό της καμπύλης ζήτησης. Δεν αποτελεί, πλέον, μεταβλητή απόφασης αλλά επαυξάνει ουσιαστικά τον αριθμό των μεταβλητών απόφασης, καθώς κάθε αρδευόμενη καλλιέργεια εισάγεται στη μήτρα υπολογισμού πολλές φορές υπό διαφορετικά σενάρια (πλημμελούς) άρδευσης. Τα σενάρια αυτά είναι όλα γραμμικές προσεγγίσεις των μη γραμμικών σχέσεων νερού - εισοδήματος, με συγκεκριμένη τιμή ακαθάριστου κέρδους για διάφορες ποσότητες νερού που προκύπτουν από την παραμετροποίηση του επιπέδου κατανάλωσης VIR j (100%, 90%, 80% και 70% των βασικών αναγκών σε νερό κάθε καλλιέργειας). Ο λόγος που επιλέχθηκε αυτή η προσέγγιση είναι κυρίως η αδυναμία του λογισμικού της πολυκριτηριακής ανάλυσης - το οποίο εφαρμόζεται στη συνέχεια - να συμπεριλάβει μη γραμμικές συναρτήσεις στη μήτρα υπολογισμού του.

225 214 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8 Πέρα της διαφοροποίησης του τρόπου με τον οποίο εισάγεται η παράμετρος του αρδευτικού νερού, το πολυκριτηριακό μοντέλο περιλαμβάνει αρκετές νέες μεταβλητές απόφασης με στόχο να προσεγγίσει καλύτερα αποφάσεις και καλλιεργητικές επιλογές που αρμόζουν στις αρχές της αειφορικής διαχείρισης του συστήματος (π.χ. βιολογικές καλλιέργειες και ειδικές επιλέξιμες καλλιέργειες). Αναλυτικά, λοιπόν, όλες οι μεταβλητές απόφασης μπορούν να ομαδοποιηθούν στις παρακάτω ομάδες: Υφιστάμενες καλλιέργειες (αρδευόμενες και μη) Δυνητικές ξηρικές καλλιέργειες και δυνατότητα αγρανάπαυσης Υφιστάμενες καλλιέργειες με μεταβλητά επίπεδα κατανάλωσης νερού Βιολογικές καλλιέργειες Ειδικές επιλέξιμες καλλιέργειες (π.χ. ρύζι στην περιοχή Ramsar) Επιπλέον εκτάσεις υφιστάμενων ή νέες εκτάσεις καλλιεργειών με σημαντικό κόστος εγκατάστασης Οι περιορισμοί στους οποίους υπόκεινται άμεσα ή έμμεσα οι φυσικοί πόροι που συνδέονται με τη γεωργική παραγωγή δεν διαφοροποιούνται σημαντικά από το μη γραμμικό μοντέλο προσδιορισμού της καμπύλης ζήτησης του νερού και ομαδοποιούνται με τη σειρά τους στις εξής κατηγορίες: Συνολικής καλλιεργήσιμης έκτασης Αγροτικής πολιτικής και ειδικότερα της ΚΑΠ (π.χ. αγρανάπαυση, ποσοστώσεις) Αγοράς και εμπορίας γεωργικών προϊόντων Αμειψισποράς Μέγιστης συνολικής κατανάλωσης νερού στη γεωργία κατά τους κρίσιμους καλοκαιρινούς μήνες Ελάχιστης κατανάλωσης νερού στη γεωργία κατά την αρδευτική περίοδο για τη διατήρηση του οικοσυστήματος του Λουδία, καθώς αποτελεί στραγγιστική τάφρο Ειδικοί περιορισμοί κάθε υποπεριοχής (π.χ. κατανομή καλλιεργειών στις περιοχές του Δέλτα του Λουδία που ανήκουν στη ζώνη προστασίας που ορίζει η σύμβαση Ramsar) Συνολικά, ο αριθμός των μεταβλητών απόφασης κυμαίνεται από 56 (1 η συστάδα ανάλυσης) έως και 74 (4 η συστάδα ανάλυσης), ανάλογα με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά κάθε περιοχής, ενώ το πλήθος των περιορισμών ποικίλει από 35 (1 η συστάδα ανάλυσης) έως και 50 (5 η συστάδα ανάλυσης). Συνυπολογίζοντας το γεγονός ότι το μοντέλο περιλαμβάνει και 9 αντικειμενικές συναρτήσεις (κριτήρια), διαπιστώνεται η

226 ΒΕΛΤΙΣΤΗ ΚΑΤΑΝΟΜΗ ΤΩΝ ΦΥΣΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ ΣΤΗ ΓΕΩΡΓΙΑ 215 ανάγκη χρήσης ενός λογισμικού το οποίο να μπορεί να επιλύνει σύνθετα προβλήματα πολυκριτηριακής ανάλυσης με αρκετά μεγάλες διαστάσεις. Για το λόγο αυτό, χρησιμοποιήθηκε το λογισμικό ΜΟΡΕΝ (Caballero et al., 2005), το οποίο είναι ένα εργαλείο ειδικά σχεδιασμένο για την επίλυση παρόμοιων προβλημάτων πολυκριτήριου μαθηματικού προγραμματισμού και προγραμματισμού στόχων Μεθοδολογία επίλυσης του μοντέλου πολυκριτηριακής ανάλυσης Επίλυση με τη μέθοδο του προγραμματισμού στόχων Η πρώτη μέθοδος πολυκριτηριακής ανάλυσης που χρησιμοποιήθηκε για την εύρεση της βέλτιστης κατανομής των καλλιεργειών και των υδατικών πόρων σε κάθε συστάδα ανάλυσης είναι αυτή του προγραμματισμού στόχων. Βάσει της μεθόδου αυτής, ο αποφασίζων καθορίζει συγκεκριμένες τιμές στόχων για μια σειρά από αντικειμενικές συναρτήσεις (κριτήρια) και επιχειρεί να εντοπίσει τη λύση εκείνη που δίνει αποτελέσματα όσο πιο κοντά γίνεται στους θεσπισμένους στόχους (δες Ενότητα 6.2.4). Μια από τις πιο διαδεδομένες τεχνικές προγραμματισμού στόχων είναι αυτή του σταθμισμένου προγραμματισμού στόχων, κατά την οποία ορίζεται μια νέα αντικειμενική συνάρτηση που προκύπτει από το άθροισμα των αποκλίσεων όλων των κριτηρίων από τους θεσπισμένους στόχους (εξίσωση 6.11). Κατά την εφαρμογή της τεχνικής αυτής στο υπό εξέταση πρόβλημα, κρίνεται απαραίτητο οι μεταβλητές της αντικειμενικής συνάρτησης να αντιπροσωπεύουν ποσοστιαίες αποκλίσεις από τα επίπεδα των στόχων, έτσι ώστε οι διαφορετικές μονάδες μέτρησης κάθε μεταβλητής να μην επηρεάζουν την τελική λύση (εξίσωση 8.6) n + d i + di Min z = wi 100 (8.6) g i= 1 i Η τεχνική του σταθμισμένου προγραμματισμού στόχων υποδηλώνει πως ο αποφασίζων μεγιστοποιεί μια προσθετική συνάρτηση χρησιμότητας, αποσυνδεδεμένη από τα κριτήρια απόφασης (Tamiz et al., 1998). Το πρόβλημα δηλαδή από την εφαρμογή της είναι ότι δεν δίνει σημασία στις σημαντικές αποκλίσεις από τους στόχους κάθε κριτηρίου χωριστά. Για το λόγο αυτό, μπορεί εναλλακτικά να χρησιμοποιηθεί η μέθοδος του minimax προγραμματισμού στόχων κατά την οποία επιζητείται η ελαχιστοποίηση της μέγιστης απόκλισης από τους στόχους (εξίσωση 8.7). Με άλλα λόγια, οι λύσεις που προκύπτουν αντιστοιχούν στην maximin συνάρτηση χρησιμότητας 1 Στο Σχήμα Δ11 στο Παράρτημα Δ, παρουσιάζεται το περιβάλλον εργασίας του προγράμματος αυτού.

227 216 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8 του αποφασίζοντα ή αλλιώς στη συνάρτηση Tchebycheff, καθώς βελτιστοποιεί την χειρότερη επίδοση μεταξύ των κριτηρίων (Steuer, 1989). + d i + d i Min D = Max yi= 1,2,... n = wi 100 (8.7) g i Μια τρίτη, ενδιάμεση τεχνική, η οποία εμπεριέχει τα πλεονεκτήματα των δύο παραπάνω είναι ο ανεπτυγμένος γραμμικός προγραμματισμός (extended goal programming). Η μαθηματική του έκφραση προκύπτει από το συνδυασμό των εξισώσεων (8.6) και (8.7) σε μια ενιαία συνάρτηση της μορφής: Min n + d i + d i λ D + (1 λ) wi 100 (8.8) g i= 1 i όπου λ είναι ένας παράγοντας στάθμισης μεταξύ των δύο προηγούμενων τεχνικών. Οι τιμές του λ κυμαίνονται στο διάστημα [0,1], έτσι ώστε όσο πιο κοντά είναι στο μηδέν, τα αποτελέσματα να προσεγγίζουν αυτά του σταθμισμένου προγραμματισμού στόχων, ενώ όσο προσεγγίζουν τη μονάδα να δίνουν αποτελέσματα παρόμοια με τον minimax προγραμματισμό στόχων. Στην παρούσα εργασία, επιλέχθηκε να χρησιμοποιηθεί ο ανεπτυγμένος προγραμματισμός στόχων για να αποφευχθούν οι μεγάλες αποκλίσεις των κριτηρίων που παρατηρήθηκαν σε δοκιμαστικές εφαρμογές της σταθμισμένης μεθόδου, χωρίς παράλληλα να υπάρχει ο κίνδυνος να προκύψουν λύσεις συνολικά κατώτερες. Στη μεταβλητή λ δόθηκε η τιμή 0,5 έτσι ώστε να είναι ισοβαρής η επίδραση των δύο επιμέρους τεχνικών. Τα εναλλακτικά σενάρια που εξετάστηκαν στο πλαίσιο της πολιτικής λήψης αποφάσεων στο χώρο της αρδευόμενης γεωργίας διαμορφώθηκαν με βάση τις μεταβολές στους συντελεστές βάρους και παρουσιάζονται στον Πίνακα 8.3. Στο πρώτο από αυτά, εξετάζεται η περίπτωση κατά την οποία όλες οι επιμέρους πολιτικές έχουν το ίδιο βάρος (w i = 0,11), όλα τα κριτήρια δηλαδή είναι ισοσταθμισμένα (σενάριο ισόρροπης ανάπτυξης). Στη συνέχεια, διερευνώνται δύο ακραία σενάρια, όπου τουλάχιστον το 75% των συντελεστών βάρους αντιστοιχεί σ έναν από τους δύο κύριους άξονες πολιτικής (περιβαλλοντικό ή κοινωνικο-οικονομικό). Με τον τρόπο αυτό αναζητούνται τα όρια της αειφορικής πολιτικής στα δεδομένα επίπεδα στόχων των εννέα κριτηρίων. Τέλος, εξετάζονται δύο ακόμα ενδιάμεσες καταστάσεις, οι οποίες επιτρέπουν στον αποφασίζοντα να κλίνει προς τον έναν άξονα, χωρίς ωστόσο να παραβλέπει τον άλλο.

228 ΒΕΛΤΙΣΤΗ ΚΑΤΑΝΟΜΗ ΤΩΝ ΦΥΣΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ ΣΤΗ ΓΕΩΡΓΙΑ 217 Πίνακας 8.3: Συντελεστές βάρους στα διάφορα σενάρια πολιτικής Συντελεστές βάρους gm labour risk labef crcha water nitro watef w_man Ισόρροπη ανάπτυξη 0,11 0,11 0,11 0,11 0,11 0,11 0,11 0,11 0,11 Μόνο κοινωνικο-οικονομικοί στόχοι 0,20 0,20 0,20 0,20 0,04 0,02 0,02 0,02 0,10 Μόνο περιβαλλοντικοί στόχοι 0,04 0,04 0,04 0,04 0,05 0,25 0,25 0,25 0,04 Προτεραιότητα οι κοινωνικοοικονομικοί στόχοι 0,14 0,14 0,14 0,14 0,08 0,08 0,08 0,08 0,12 Προτεραιότητα οι περιβαλλοντικοί στόχοι 0,09 0,09 0,09 0,09 0,10 0,15 0,15 0,15 0, Επίλυση με τη μέθοδο του πολυκριτήριου μαθηματικού προγραμματισμού Ένα από τα σημαντικότερα μειονεκτήματα του προγραμματισμού στόχων είναι ότι στηρίζεται σε αυθαίρετες επιλογές των επιπέδων, τόσο των στόχων, όσο και των συντελεστών βάρους. Τα μειονεκτήματα αυτά μπορούν να εξαλειφθούν αν, παράλληλα με τον προγραμματισμό στόχων, χρησιμοποιηθεί και ο πολυκριτήριος μαθηματικός προγραμματισμός. Σύμφωνα με τη μέθοδο αυτή, επιδιώκεται η ταυτόχρονη βελτιστοποίηση όλων των κριτηρίων και αναζητείται αντί μιας βέλτιστης λύσης, το σύνολο των αποτελεσματικών (Pareto) λύσεων. Στην παρούσα εργασία, χρησιμοποιήθηκε η μέθοδος στάθμισης των κριτηρίων, (εξίσωση 6.5) η οποία μεγιστοποιεί μια μόνο αντικειμενική συνάρτηση που ενσωματώνει όλα τα επιμέρους κριτήρια. Η στάθμιση των κριτηρίων συνεπάγεται ουσιαστικά την παραμετροποίηση των συντελεστών βάρους (w i ) της αντικειμενικής συνάρτησης, έτσι ώστε κάθε φορά να αντικατοπτρίζει ένα νέο σενάριο πολιτικής απόφασης. Θα μπορούσε, επομένως, να θεωρηθεί, κατά κάποιο τρόπο, και ως μια εκτεταμένη ανάλυση ευαισθησίας της προηγούμενης μεθόδου, όσον αφορά τους συντελεστές βάρους. Ο αριθμός των εναλλακτικών σεναρίων που εξετάζει η παραπάνω μέθοδος αυξάνει γεωμετρικά με την αύξηση του αριθμού των κριτηρίων, καθώς επίσης και με το εύρος της παραμετροποίησης των συντελεστών βάρους. Για το λόγο αυτό, και δεδομένου του μεγέθους του προβλήματος (9 κριτήρια), η εξέταση περισσοτέρων από πέντε επιπέδων προτίμησης (συντελεστών βάρους) σε κάθε κριτήριο θα συνεπάγονταν αρκετές χιλιάδες δυνητικές λύσεις που θα ήταν δύσκολο να υποστούν επεξεργασία αλλά και να αξιολογηθούν. Χρησιμοποιήθηκαν, λοιπόν, 5 επίπεδα συντελεστών βάρους, στο διάστημα [0,05 ως 0,30] που να ικανοποιούν ταυτόχρονα και τον περιορισμό: wi = 1. i

229 218 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8 Οι λύσεις του μοντέλου υπολογίστηκαν μέσω επαναληπτικής διαδικασίας που πραγματοποιεί το λογισμικό MOPEN, κατά την οποία διενεργήθηκαν συνολικά σχεδόν επαναλήψεις για κάθε συστάδα ανάλυσης. Τα αποτελέσματα της διαδικασίας αυτής (οι βέλτιστες κατανομές των μεταβλητών απόφασης και τα επίπεδα τιμών των 9 κριτηρίων σε κάθε κατανομή) εξήχθησαν από το MOPEN και εισήχθησαν στη βάση δεδομένων, για την περαιτέρω ανάλυσή τους, με τη βοήθεια της Visual Fortran. Από το σύνολο όλων των εφικτών λύσεων που προκύψανε, πρέπει να προσδιοριστούν στη συνέχεια οι λύσεις εκείνες που είναι οι πιο αποτελεσματικές. Αυτό γίνεται στην επόμενη ενότητα όπου αναπτύσσεται και εφαρμόζεται η μεθοδολογία αξιολόγησης όλων των αποτελεσμάτων, τόσο του προγραμματισμού στόχων, όσο και του πολυκριτήριου μαθηματικού προγραμματισμού. 8.4 Αποτελέσματα πολυκριτηριακής ανάλυσης και βέλτιστη κατανομή των πόρων Βέλτιστες λύσεις από την εφαρμογή του προγραμματισμού στόχων Τα πρώτα αποτελέσματα από την εφαρμογή του προγραμματισμού στόχων είναι η εύρεση της βέλτιστης κατανομής των εδαφικών (σχέδιο παραγωγής μέσης εκμετάλλευσης) και των υδατικών πόρων (συνολική κατανάλωση νερού και κατανάλωση νερού ανά καλλιέργεια) σε κάθε συστάδα ανάλυσης. Στο επόμενο στάδιο, εξετάζονται οι επιπτώσεις της κατανομής αυτής, τόσο στο περιβάλλον, όσο και στην κοινωνία. Υπολογίζεται, συγκεκριμένα, η επίδοση των εννέα κριτηρίων στα πέντε εναλλακτικά σενάρια πολιτικής, διερευνάται ο αριθμός των κριτηρίων που ικανοποιούνται πλήρως, καθώς επίσης και αυτών που αποκλίνουν από τα επιθυμητά επίπεδα των στόχων, ενώ εκτιμάται τέλος και το μέγεθος της ποσοστιαίας απόκλισης από τα επίπεδα αυτά. Στους Πίνακες 8.4 και 8.5 παρουσιάζονται τα σχετικά αποτελέσματα ενδεικτικά για την 1 η και 3 η συστάδα ανάλυσης, εκφρασμένα ανά μέση εκμετάλλευση (100 στρ.). Οι τιμές που είναι υπογραμμισμένες υποδηλώνουν ότι στο συγκεκριμένο σενάριο, ο στόχος αυτός δεν έχει ικανοποιηθεί πλήρως. Το κριτήριο που εμφανίζει το μεγαλύτερο βαθμό απόκλισης όχι μόνο για τις δύο αυτές περιοχές, αλλά και για το σύνολο της περιοχής μελέτης είναι αυτό της διασφάλισης των εσόδων του ΓΟΕΒ (w_man). Αν, ωστόσο, στο μέλλον εφαρμοστούν πολιτικές τιμολόγησης του αρδευτικού νερού, το εν λόγω κριτήριο θα ικανοποιείται πάντα και θα έχει λόγο ύπαρξης μόνο αν ο ΓΟΕΒ αποκτήσει κερδοσκοπικό χαρακτήρα. Σημαντικές αποκλίσεις από τους στόχους παρουσιάζουν επίσης, σ όλες σχεδόν τις συστάδες ανάλυσης, τα κριτήρια του ακαθάριστου κέρδους και της συνολικής κατανάλωσης αρδευτικού νερού, τα οποία μάλιστα σε πολλές περιπτώσεις ικανοποιούνται εναλλάξ, ανάλογα με το υποθετικό σενάριο πολιτικής.

230 ΒΕΛΤΙΣΤΗ ΚΑΤΑΝΟΜΗ ΤΩΝ ΦΥΣΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ ΣΤΗ ΓΕΩΡΓΙΑ 219 Πίνακας 8.4: Επίδοση κριτηρίων στα διάφορα σενάρια πολιτικής (1 η συστάδα) gm labour risk labef crcha water nitro watef w_man Ισόρροπη ανάπτυξη , Μόνο κοινωνικο-οικονομικοί στόχοι , Μόνο περιβαλλοντικοί στόχοι ,5 910 Προτεραιότητα οι κοινωνικοοικονομικοί στόχοι , Προτεραιότητα οι περιβαλλοντικοί στόχοι , Πίνακας 8.5: Επίδοση κριτηρίων στα διάφορα σενάρια πολιτικής (3 η συστάδα) gm labour risk labef crcha water nitro watef w_man Ισόρροπη ανάπτυξη , Μόνο κοινωνικο-οικονομικοί στόχοι , Μόνο περιβαλλοντικοί στόχοι ,0 472 Προτεραιότητα οι κοινωνικοοικονομικοί στόχοι , Προτεραιότητα οι περιβαλλοντικοί στόχοι , Η διαφορά των επιπέδων των στόχων (g i ) από τις αντίστοιχες τιμές τους στην υφιστάμενη κατάσταση (f i ) είναι δυνατόν να αποτελέσει ένα μέτρο απόκλισης του τι επιθυμεί η κοινωνία από το τι πραγματικά εισπράττει. Με τη χρήση, επομένως, μιας σχέσης ανάλογης με αυτήν της εξίσωσης (4.1) μπορεί να περιγραφεί συνολικά η ανάγκη απόκρισης της κοινωνίας. Αν στη θέση των υφιστάμενων τιμών χρησιμοποιηθούν οι βέλτιστες τιμές g i (x) κάθε σεναρίου, τότε το αποτέλεσμα της προηγούμενης συνάρτησης μπορεί να φανερώσει τα όρια των δυνατοτήτων για την επίτευξη των στόχων κάθε πολιτικής. Οι δύο παραπάνω δείκτες είναι αρκετά χρήσιμοι για την εξαγωγή σημαντικών συμπερασμάτων, αλλά έχουν τα εξής μειονεκτήματα: (α) υπεισέρχεται σε μεγάλο βαθμό ο υποκειμενικός παράγοντας του καθορισμού των στόχων και (β) δεν προσφέρουν μια κοινή βάση για σύγκριση των αποτελεσμάτων των διαφορετικών πολιτικών. Προτιμήθηκε, επομένως, να χρησιμοποιηθεί ένας ενιαίος δείκτης που θα εκτιμά το επίπεδο βελτιστοποίησης των κριτηρίων απόφασης σε κάθε εξεταζόμενο σενάριο, συγκρίνοντάς το, όχι με στόχους που θέτει ο αποφασίζων, αλλά με το βέλτιστο επίπεδο το οποίο θα μπορούσε να πετύχει, αν εξέταζε κάθε κριτήριο ξεχωριστά (ιδεατή λύση). Ο εν λόγω δείκτης Μ i δίνει για όλα τα κριτήρια απόφασης, τιμές μέσα στο διάστημα [0 1]: g(x) f M = i i* i * fi fi* (8.9) όπου f i * είναι η ιδεατή λύση του κριτηρίου i και f i* η κατώτατη λύση του.

231 220 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8 Ειδικότερα, κριτήρια με τιμές κοντά στο μηδέν υποδηλώνουν μεγάλη απόκλιση από τις βέλτιστες δυνατές τιμές τους, ενώ αντίθετα, όσο προσεγγίζουν τη μονάδα τόσο πλησιάζουν στην ιδεατή λύση. Δεδομένης, επομένως, της επιλογής του ανεπτυγμένου προγραμματισμού στόχων (με συντελεστή λ ίσο με 0,5), τα προτιμότερα σενάρια θα είναι αυτά που πετυχαίνουν υψηλό μέσο όρο τιμών για τους δείκτες όλων των κριτηρίων αλλά, ταυτόχρονα, δεν εμφανίζουν και δείκτες με πολύ χαμηλές τιμές. Η επίδοση των κριτηρίων απόφασης, τόσο στην υφιστάμενη κατάσταση, όσο και στα πέντε επιλεγμένα σενάρια πολιτικής, είναι δυνατόν να απεικονιστούν διαγραμματικά με βάση τις τιμές του παραπάνω δείκτη. Στο πλαίσιο αυτό, παρουσιάζονται στα Σχήματα 8.4 και 8.5 οι αποδόσεις των δεικτών (τιμές των Μ i ) για τις περιοχές που ανήκουν στην 1 η και 3 η συστάδα ανάλυσης (τα αντίστοιχα σχήματα για τις υπόλοιπες περιοχές παρατίθενται στο Παράρτημα Δ), ενώ στο Σχήμα 8.6 απεικονίζονται τα σχετικά αποτελέσματα για το σύνολο της περιοχής μελέτης. Ερμηνεύοντας τα διαγράμματα αυτά, είναι φανερό ότι η υφιστάμενη κατάσταση δίνει ιδιαίτερη έμφαση στα οικονομικά κριτήρια, αγνοώντας σχεδόν την περιβαλλοντική διάσταση της αρδευόμενης γεωργίας. Υπάρχουν, επομένως, μεγάλα περιθώρια βελτίωσης των περιβαλλοντικών δεικτών στο άμεσο μέλλον, κατεύθυνση στην οποία πρέπει να στραφεί η πολιτική διαχείρισης των υδατικών πόρων (με μέτρα που περιορίζουν την υπερεκμετάλλευση των υδατικών πόρων), αλλά και η αγροτική πολιτική (με μέτρα που μειώνουν τη ρύπανση γεωργικής προέλευσης). Ένα πρόσθετο συμπέρασμα που προκύπτει εύκολα από την παρατήρηση αυτών των διαγραμμάτων είναι ότι ο προσανατολισμός προς έναν και μόνο άξονα (οικονομία ή περιβάλλον) δεν δίνει ιδιαίτερα ικανοποιητικά αποτελέσματα για το σύνολο των δεικτών και επομένως δεν είναι συμβατός με τις αρχές της αειφορίας (κάτι που εξ ορισμού ήταν αναμενόμενο). Όταν για παράδειγμα ο προγραμματισμός στόχων λαμβάνει υπόψη του μόνο τους κοινωνικο-οικονομικούς στόχους, το τελικό αποτέλεσμα δεν διαφοροποιείται ιδιαίτερα από την υφιστάμενη κατάσταση, επιβεβαιώνοντας την άποψη ότι η λήψη αποφάσεων έως τώρα είναι σχεδόν ανεξάρτητη της περιβαλλοντικής διάστασης και ότι οι κοινωνικο-οικονομικοί στόχοι έχουν μικρά περιθώρια περαιτέρω βελτίωσης. Από την άλλη πλευρά, η επιλογή ενός ακραίου περιβαλλοντικού σεναρίου μπορεί να συμβάλλει σημαντικά στη βελτίωση της επίδοσης των περιβαλλοντικών κριτηρίων (κατανάλωση νερού, αποτελεσματικότητα χρήσης νερού και κατανάλωσης λιπασμάτων) χειροτερεύοντας όμως αισθητά τους κοινωνικο-οικονομικούς δείκτες. Ανάμεσα στις δύο αυτές καταστάσεις βρίσκονται λοιπόν όλες οι πιθανές αποφάσεις αλλά και όλες οι εφικτές λύσεις στα δεδομένα επίπεδα των στόχων.

232 ΒΕΛΤΙΣΤΗ ΚΑΤΑΝΟΜΗ ΤΩΝ ΦΥΣΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ ΣΤΗ ΓΕΩΡΓΙΑ 221 Υφιστάμενη κατάσταση Σενάριο ισόρροπης ανάπτυξης watef w_man gm 1,00 0,80 0,60 0,40 0,20 0,00 labour risk watef w_man gm 1,00 0,80 0,60 0,40 0,20 0,00 labour risk nitro labef nitro labef water crcha water crcha Προτεραιότητα οι κοινωνικο-οικονομικοί στόχοι Προτεραιότητα οι περιβαλλοντικοί στόχοι gm 1,00 gm 1,00 w_man 0,80 labour w_man 0,80 labour 0,60 0,40 0,60 0,40 watef 0,20 0,00 risk watef 0,20 0,00 risk nitro labef nitro labef water crcha water crcha Μόνο κοινωνικο-οικονομικοί στόχοι gm 1,00 Μόνο περιβαλλοντικοί στόχοι gm 1,00 w_man 0,80 labour w_man 0,80 labour 0,60 0,60 0,40 0,40 watef 0,20 risk watef 0,20 risk 0,00 0,00 nitro labef nitro labef water crcha water crcha Σχήμα 8.4: Επίδοση κριτηρίων σε διαφορετικές πολιτικές 1 η συστάδα ανάλυσης

233 222 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8 Υφιστάμενη κατάσταση Σενάριο ισόρροπης ανάπτυξης gm 1,00 gm 1,00 w_man 0,80 labour w_man 0,80 labour 0,60 0,60 0,40 0,40 watef 0,20 0,00 risk watef 0,20 0,00 risk nitro labef nitro labef water crcha water crcha Προτεραιότητα οι κοινωνικο-οικονομικοί στόχοι Προτεραιότητα οι περιβαλλοντικοί στόχοι gm 1,00 gm 1,00 w_man 0,80 0,60 labour w_man 0,80 0,60 labour 0,40 0,40 watef 0,20 0,00 risk watef 0,20 0,00 risk nitro labef nitro labef water crcha water crcha watef Μόνο κοινωνικο-οικονομικοί στόχοι w_man gm 1,00 0,80 0,60 0,40 0,20 0,00 labour risk watef w_man Μόνο περιβαλλοντικοί στόχοι gm 1,00 0,80 0,60 0,40 0,20 0,00 labour risk nitro labef nitro labef water crcha water crcha Σχήμα 8.5: Επίδοση κριτηρίων σε διαφορετικές πολιτικές 3 η συστάδα ανάλυσης

234 ΒΕΛΤΙΣΤΗ ΚΑΤΑΝΟΜΗ ΤΩΝ ΦΥΣΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ ΣΤΗ ΓΕΩΡΓΙΑ 223 Υφιστάμενη κατάσταση Σενάριο ισόρροπης ανάπτυξης watef w_man gm 1,00 0,80 0,60 0,40 0,20 0,00 labour risk watef w_man gm 1,00 0,80 0,60 0,40 0,20 0,00 labour risk nitro labef nitro labef water crcha water crcha Προτεραιότητα οι κοινωνικο-οικονομικοί στόχοι Προτεραιότητα οι περιβαλλοντικοί στόχοι watef w_man gm 1,00 0,80 0,60 0,40 0,20 0,00 labour risk watef w_man gm 1,00 0,80 0,60 0,40 0,20 0,00 labour risk nitro labef nitro labef water crcha water crcha watef Μόνο κοινωνικο-οικονομικοί στόχοι w_man gm 1,00 0,80 0,60 0,40 0,20 0,00 labour risk watef w_man Μόνο περιβαλλοντικοί στόχοι gm 1,00 0,80 0,60 0,40 0,20 0,00 labour risk nitro labef nitro labef water crcha water crcha Σχήμα 8.6: Επίδοση κριτηρίων σε διαφορετικές πολιτικές ΓΟΕΒ Θεσσαλονίκης

235 224 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8 Ένα ακόμα σημείο το οποίο πρέπει να υπογραμμιστεί στην παρούσα ανάλυση είναι το γεγονός ότι, σύμφωνα με τα αποτελέσματα όλων των συστάδων ανάλυσης, δεν υπάρχει κάποια ένδειξη ότι η βέλτιστη λύση η λύση δηλαδή που θα βελτιώσει περισσότερο τη σημερινή κατάσταση της αρδευόμενης γεωργίας προς την κατεύθυνση της αειφορίας θα προέρχεται απαραίτητα από τη θεώρηση της ισόρροπης ανάπτυξης (της ισοστάθμισης δηλαδή των κριτηρίων). Παρόλο, δηλαδή, τη βέβαιη επίτευξη μιας καλύτερης λύσης από τη σημερινή, δεν είναι αναγκαίο η λύση αυτή να είναι και η καλύτερη δυνατή. Αντίθετα, όταν δίνεται μια μικρή προτεραιότητα σε έναν από τους δύο βασικούς άξονες (και ειδικά στην περιβαλλοντική πολιτική) οι βέλτιστες κατανομές που προκύπτουν καταλήγουν επίσης σε αρκετά ισορροπημένες και άρα αειφορικές λύσεις. Μια τεχνική που εφαρμόζεται συχνά στον προγραμματισμό στόχων, με σκοπό τον έλεγχο της επίδρασης της μεταβολής των επιπέδων των στόχων στα τελικά αποτελέσματα της πολυκριτηριακής ανάλυσης, είναι η ανάλυση ευαισθησίας. Η ανάλυση αυτή αποσκοπεί εκτός από τη μείωση των σφαλμάτων υποκειμενικότητας, και στην καλύτερη κατανόηση των έμμεσων σχέσεων (ανταγωνιστικών ή συμπληρωματικών) μεταξύ των κριτηρίων απόφασης. Πραγματοποιήθηκε, λοιπόν, μια σειρά από επαναληπτικές εφαρμογές του μοντέλου της ισόρροπης ανάπτυξης κάθε συστάδας ανάλυσης, στις οποίες κάθε φορά μεταβάλλονταν ελαφρώς το επίπεδο ενός στόχου. Η κατεύθυνση μεταβολής που ενδιαφέρει πιο πολύ στην παρούσα φάση είναι αυτή που τείνει προς την κατεύθυνση της βελτιστοποίησης (μικρότερα επίπεδα στόχων για κριτήρια που ελαχιστοποιούνται και μεγαλύτερα για κριτήρια που μεγιστοποιούνται). Για το λόγο αυτό, ως εύρος μεταβολής επιλέχθηκε το διάστημα [ - 25%, +10%] για τα κριτήρια που επιζητείται η διασφάλιση μιας μέγιστης τιμής και το διάστημα [ -10%, +25%] για αυτά που αποσκοπούν στην εξασφάλιση μιας ελάχιστης τιμής. Στα διαγράμματα που ακολουθούν (Σχήματα ) παρουσιάζονται τα αποτελέσματα της ανάλυσης ευαισθησίας των περισσότερων κριτηρίων, ενδεικτικά και πάλι για την 1 η και 3 η συστάδα ανάλυσης. Στα σχήματα αυτά, απεικονίζεται η μεταβολή των κριτηρίων απόφασης από το επίπεδο της βέλτιστης κατανομής στο σενάριο ισόρροπης ανάπτυξης, ως αποτέλεσμα της ποσοστιαίας μεταβολής ενός στόχου. Σε γενικές γραμμές διαπιστώνεται πως υπάρχουν κριτήρια, όπως για παράδειγμα το γεωργικό εισόδημα και η κατανάλωση νερού, των οποίων μια μικρή διακύμανση των στόχων επηρεάζουν σημαντικά την τελική λύση, ενώ αντίθετα η μεταβολή των στόχων της κατανάλωσης λιπασμάτων και των εσόδων του ΓΟΕΒ, φαίνεται να έχουν πολύ

236 ΒΕΛΤΙΣΤΗ ΚΑΤΑΝΟΜΗ ΤΩΝ ΦΥΣΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ ΣΤΗ ΓΕΩΡΓΙΑ 225 μικρότερη επίδραση στα τελικά αποτελέσματα του μοντέλου. Πρέπει να σημειωθεί ότι το συγκεκριμένο συμπέρασμα, καθώς και αυτά που ακολουθούν και αφορούν την ανάλυση ευαισθησίας προκύπτουν εξετάζοντας όλες τις συστάδες ανάλυσης και όχι μόνο τις δύο περιοχές για τις οποίες παρατίθενται τα διαγράμματα. Εξετάζοντας στη συνέχεια αναλυτικά και συγκεκριμένα, τις συνέπειες της θέσπισης εναλλακτικών στόχων στο ακαθάριστο κέρδος, προκύπτει ότι υψηλότεροι στόχοι ακαθάριστου κέρδους συνεπάγονται μεγαλύτερες ανάγκες σε υδατικούς πόρους και σε ανθρώπινη εργασία. Η κατανάλωση λιπασμάτων επηρεάζεται συνήθως αρνητικά, αλλά όχι σε όλες τις περιοχές αναφοράς, ενώ οι υπόλοιπες παράμετροι (κριτήρια) δεν φαίνεται να έχουν ομοιόμορφη συμπεριφορά στη διακύμανση των τιμών του ακαθάριστου κέρδους. Όσον αφορά τη μεταβολή του στόχου της κατανάλωσης νερού στις υπό εξέταση περιοχές, παρατηρείται σημαντική αύξηση της αποτελεσματικότητας χρήσης του νερού στα χαμηλότερα επίπεδα του στόχου. Αυτό εξηγείται εν μέρει από το γεγονός ότι το γεωργικό εισόδημα (ακαθάριστο κέρδος) εμφανίζεται μεν να ελαττώνεται στα επίπεδα αυτά, αλλά με ρυθμό αρκετά μικρότερο από τον αντίστοιχο της κατανάλωσης αρδευτικού νερού. Αξίζει, επίσης, να σημειωθεί ότι τα έσοδα του ΓΟΕΒ, υπό τις υφιστάμενες μεθόδους (στρεμματικής) τιμολόγησης και με σταθερές τιμές χρέωσης, μειώνονται σε όλα τα σενάρια κατά τα οποία περιορίζεται η ζήτηση του νερού. μεταβολή παραμέτρων 30,00% 20,00% 10,00% 0,00% -10,00% -20,00% -30,00% -10% -5% 0% +5% +10% +15% +20% +25% μεταβολή στόχου gm labour risk labef crcha water nitro watef w_man Σχήμα 8.7: Ανάλυση ευαισθησίας για τη μεταβολή του στόχου gm 1 η συστάδα

237 226 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8 μεταβολή παραμέτρων 15,00% 10,00% 5,00% 0,00% -5,00% -10,00% -15,00% -10% -5% 0% +5% +10% +15% +20% +25% μεταβολή στόχου gm labour risk labef crcha water nitro watef w_man Σχήμα 8.8: Ανάλυση ευαισθησίας για τη μεταβολή του στόχου labour 1 η συστάδα μεταβολή παραμέτρων 20,00% 10,00% 0,00% -10,00% -20,00% -30,00% -25% -20% -15% -10% -5% 0% +5% +10% μεταβολή στόχου gm labour risk labef crcha water nitro watef w_man Σχήμα 8.9: Ανάλυση ευαισθησίας για τη μεταβολή του στόχου risk 1 η συστάδα μεταβολή παραμέτρων 25,00% 15,00% 5,00% -5,00% -15,00% -25,00% -25% -20% -15% -10% -5% 0% +5% +10% μεταβολή στόχου gm labour risk labef crcha water nitro watef w_man Σχήμα 8.10: Ανάλυση ευαισθησίας για τη μεταβολή του στόχου water 1 η συστάδα

238 ΒΕΛΤΙΣΤΗ ΚΑΤΑΝΟΜΗ ΤΩΝ ΦΥΣΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ ΣΤΗ ΓΕΩΡΓΙΑ 227 μεταβολή παραμέτρων 25,00% 15,00% 5,00% -5,00% -15,00% -25,00% -25% -20% -15% -10% -5% 0% +5% +10% μεταβολή στόχου gm labour risk labef crcha water nitro watef w_man Σχήμα 8.11: Ανάλυση ευαισθησίας για τη μεταβολή του στόχου nitro 1 η συστάδα μεταβολή παραμέτρων 25,00% 15,00% 5,00% -5,00% -15,00% -25,00% -10% -5% 0% +5% +10% +15% +20% +25% μεταβολή στόχου gm labour risk labef crcha water nitro watef w_man Σχήμα 8.11: Ανάλυση ευαισθησίας για τη μεταβολή του στόχου w_man 1 η συστάδα μεταβολή παραμέτρων 20,00% 10,00% 0,00% -10,00% -20,00% -10% -5% 0% +5% +10% +15% +20% +25% μεταβολή στόχου gm labour risk labef water nitro watef w_man Σχήμα 8.12: Ανάλυση ευαισθησίας για τη μεταβολή του στόχου gm 3 η συστάδα

239 228 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8 μεταβολή παραμέτρων 20,00% 15,00% 10,00% 5,00% 0,00% -5,00% -10,00% -15,00% -20,00% -10% -5% 0% +5% +10% +15% +20% +25% μεταβολή στόχου gm labour risk labef water nitro watef w_man Σχήμα 8.13: Ανάλυση ευαισθησίας για τη μεταβολή του στόχου labour 3 η συστάδα μεταβολή παραμέτρων 15,00% 10,00% 5,00% 0,00% -5,00% -10,00% -15,00% -20,00% -25% -20% -15% -10% -5% 0% +5% +10% +15% μεταβολή στόχου gm labour risk labef water nitro watef w_man Σχήμα 8.14: Ανάλυση ευαισθησίας για τη μεταβολή του στόχου risk 3 η συστάδα 30,00% μεταβολή παραμέτρων 20,00% 10,00% 0,00% -10,00% -20,00% -30,00% -25% -20% -15% -10% -5% 0% +5% +10% +15% μεταβολή στόχου gm labour risk labef water nitro watef w_man Σχήμα 8.15: Ανάλυση ευαισθησίας για τη μεταβολή του στόχου water 3 η συστάδα

240 ΒΕΛΤΙΣΤΗ ΚΑΤΑΝΟΜΗ ΤΩΝ ΦΥΣΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ ΣΤΗ ΓΕΩΡΓΙΑ 229 μεταβολή παραμέτρων 20,00% 15,00% 10,00% 5,00% 0,00% -5,00% -10,00% -15,00% -20,00% -25% -20% -15% -10% -5% 0% +5% +10% +15% μεταβολή στόχου gm labour risk labef water nitro watef w_man Σχήμα 8.16: Ανάλυση ευαισθησίας για τη μεταβολή του στόχου nitro 3 η συστάδα 10,00% μεταβολή παραμέτρων 5,00% 0,00% -5,00% -10,00% -15,00% -20,00% -10% -5% 0% +5% +10% +15% +20% +25% μεταβολή στόχου gm labour risk labef water nitro watef w_man Σχήμα 8.17: Ανάλυση ευαισθησίας για τη μεταβολή του στόχου w_man 3 η συστάδα Σύνολο αποτελεσματικών λύσεων πολυκριτήριου μαθηματικού προγραμματισμού Η διαφορά του πολυκριτήριου μαθηματικού προγραμματισμού από τον προγραμματισμό στόχων, σε ό,τι αφορά την ερμηνεία και τη σημασία των αποτελεσμάτων, είναι αξιοσημείωτη. Έτσι, λοιπόν, ενώ στην προηγούμενη περίπτωση αναζητούνταν η καλύτερη δυνατή λύση για κάθε εξεταζόμενο σενάριο, η εφαρμογή του ΠΜΠ συνεπάγεται αυτόματα την αναζήτηση όχι μιας βέλτιστης, αλλά ενός συνόλου αποτελεσματικών λύσεων. Όπως αναφέρθηκε και στην Ενότητα 6.2.2, μια λύση θεωρείται αποτελεσματική, αν και μόνο αν δεν υπάρχει καμιά εναλλακτική της που να υπερτερεί σ όλες τις αντικειμενικές συναρτήσεις. Το πρόβλημα του ΠΜΠ είναι ότι σε μεσαίου και μεγάλου μεγέθους προβλήματα το πλήθος (ή αλλιώς το σύνολο) των αποτελεσματικών λύσεων αυξάνει σημαντικά και γίνεται, επομένως, αρκετά δύσκολη η εύρεσή τους, αλλά και αρκετά πολύπλοκη η περαιτέρω αξιοποίησή τους.

241 230 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8 Στην παρούσα εργασία έγινε χρήση ενός μικρού σχετικά αριθμού διαφορετικών επιπέδων τιμών των συντελεστών βάρους και κατέστη δυνατή η εκτίμηση όλων των εφικτών λύσεων, αλλά και του συνόλου των αποτελεσματικών λύσεων με τη βοήθεια του λογισμικού ΜΟΡΕΝ. Παρ όλα αυτά, η πρακτική χρησιμότητα της παράθεσης των συγκεκριμένων αποτελεσμάτων είναι μάλλον αρκετά μικρή, εξαιτίας του μεγάλου πλήθους των λύσεων (>100 σε κάθε συστάδα ανάλυσης), που δεν επιτρέπει την άμεση σύγκριση των επιμέρους αποτελεσμάτων (τόσο των τιμών των μεταβλητών απόφασης όσο και των τιμών των κριτηρίων σε κάθε δυνητική κατανομή των πρώτων). Κρίθηκε, λοιπόν, σκόπιμη η χρησιμοποίηση ενός σύνθετου δείκτη σύγκρισης των εφικτών λύσεων κάθε συστάδας ανάλυσης, ο οποίος θα προσδιορίζει ταυτόχρονα τις κοινωνικο-οικονομικές (SE) και τις περιβαλλοντικές (ENV) τους συνέπειες (δύο κύριοι άξονες πολιτικής). Για την εκτίμησή του, απαιτείται αρχικά ο υπολογισμός της επίδοσης όλων των κριτηρίων (βάσει της εξίσωσης 8.9) για το σύνολο των αποτελεσμάτων της μεθόδου στάθμισης. Στη συνέχεια, ο δείκτης SE-ENV προκύπτει από το μέσο όρο των τιμών των κριτηρίων που ανήκουν σε κάθε άξονα πολιτικής ξεχωριστά. Ως συνέπεια της διαδικασίας αυτής, κάθε εφικτή λύση του ΠΜΠ μπορεί πλέον να περιγραφεί με ένα διάνυσμα δύο τιμών ( M, M πολιτικής. A B ) που φανερώνει τη συνολική επίδοσή σε κάθε άξονα Πιο αναλυτικά, η τιμή του M A υπολογίζεται από το μέσο όρο των δεικτών Μ i για τα i κριτήρια που αντιστοιχούν στην κατηγορία των κοινωνικο-οικονομικών κριτηρίων, έτσι ώστε: n MA = se index = M i ( A ) (8.10) i όπου n = 6 (πλήθος κοινωνικο-οικονομικών κριτηρίων). Αντίστοιχα, η τιμή του εκτιμάται από το μέσο όρο των M i για περιβαλλοντικά κριτήρια ως εξής: M B p MB = env. index = M i ( B ) (8.11) i όπου ρ = 3 (πλήθος περιβαλλοντικών κριτηρίων) Οι τιμές του δείκτη SE-ENV έχουν κατόπιν τη δυνατότητα να αναπαρασταθούν γραφικά, σ ένα διάγραμμα διασποράς, στο οποίο οι άξονες ορίζουν το βαθμό επίδοσης κάθε πολιτικής και παίρνουν τιμές στο διάστημα [0,1]. Στο διάγραμμα αυτό μπορούν, επίσης, να απεικονιστούν για την ίδια περιοχή αναφοράς (συστάδα

242 ΒΕΛΤΙΣΤΗ ΚΑΤΑΝΟΜΗ ΤΩΝ ΦΥΣΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ ΣΤΗ ΓΕΩΡΓΙΑ 231 ανάλυσης): (α) τα αποτελέσματα του προγραμματισμού στόχων, (β) η υφιστάμενη κατάσταση του συστήματος γεωργίας αρδεύσεων περιβάλλοντος, καθώς επίσης και (γ) οι δυνητικές καταστάσεις από την εφαρμογή συγκεκριμένων μέτρων ή δέσμης μέτρων στο χώρο της αρδευόμενης γεωργίας. Μια αρκετά χρήσιμη δυνατότητα που παρέχεται από την αναπαράσταση των αποτελεσμάτων του ΠΜΠ στο επίπεδο των δύο διαστάσεων, είναι η εύρεση ενός πεδίου αποτελεσματικών λύσεων, καταστάσεων δηλαδή κατά τις οποίες είναι αδύνατη η περαιτέρω βελτίωση της επίδοσης των περιβαλλοντικών κριτηρίων χωρίς ταυτόχρονα να χειροτερέψει η επίδοση των κοινωνικο-οικονομικών, και το αντίθετο. Σημειώνεται πως μια αποτελεσματική λύση, η οποία ορίζεται σ αυτό το πλαίσιο δεν αποτελεί απαραίτητα και αποτελεσματική λύση του αρχικού μοντέλου του πολυκριτήριου μαθηματικού προγραμματισμού. Σχήμα 8.18: Αποτελέσματα ΠΜΠ στο σύστημα SE-ENV για την 1 η συστάδα ανάλυσης

243 232 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8 Σχήμα 8.19: Αποτελέσματα ΠΜΠ στο σύστημα SE-ENV για την 3 η συστάδα ανάλυσης Στα δύο διαγράμματα (Σχήματα 8.18 και 8.19) απεικονίζονται τα αποτελέσματα της μεθόδου στάθμισης, εκφρασμένα στο σύστημα SE-ENV και διαμορφώνεται το σύνολο των αποτελεσματικών λύσεων του συστήματος αυτού σε δύο περιοχές αναφοράς (1 η και 3 η συστάδα ανάλυσης). Εισάγονται, ακόμα, οι βέλτιστες λύσεις του προγραμματισμού στόχων και η υφιστάμενη επίδοση των σχετικών δεικτών. Τα αντίστοιχα διαγράμματα για τις υπόλοιπες συστάδες ανάλυσης παρουσιάζονται στα σχήματα Δ17 Δ20 στο Παράρτημα Δ. Από την ανάλυση όλων των διαγραμμάτων διασποράς μπορεί να βγει το συμπέρασμα ότι εναλλακτικές κατανομές των καλλιεργειών και των υδατικών πόρων μπορεί να επιφέρουν σημαντικές αλλαγές στο χώρο της αρδευόμενης γεωργίας. Ωστόσο, όπως φαίνεται σε όλες τις περιοχές αναφοράς, τα όρια της μετάβασης σε καταστάσεις όπου τα περιβαλλοντικά κριτήρια βελτιώνουν τις υφιστάμενες τιμές τους, χωρίς να ζημιώνονται οι αγρότες και η κοινωνία της υπαίθρου, είναι σχετικά περιορισμένα. Αντίθετα, η εξισορρόπηση των δύο βασικών αξόνων πολιτικής επιβάλλει τη θυσία ορισμένων κοινωνικο-οικονομικών στόχων, κάτι το οποίο με τη σειρά του απαιτεί τη λήψη άμεσων μέτρων και την πραγματοποίηση διαρθρωτικών αλλαγών στο χώρο της γεωργίας.

244 ΒΕΛΤΙΣΤΗ ΚΑΤΑΝΟΜΗ ΤΩΝ ΦΥΣΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ ΣΤΗ ΓΕΩΡΓΙΑ 233 Μια ακόμα παρατήρηση που προκύπτει από τα σχήματα αυτά είναι ότι τα αποτελέσματα που προέκυψαν από την εφαρμογή του προγραμματισμού στόχων φαίνεται ότι μεροληπτούν ελαφρώς προς τους κοινωνικο-οικονομικούς στόχους. Αυτό είναι πιθανό να συμβαίνει, επειδή στο τελικό μοντέλο η κατηγορία αυτή περιλαμβάνει περισσότερα κριτήρια, αλλά και γιατί η κύρια επιδίωξη κατά τη λήψη αποφάσεων είναι η διατήρηση των υφιστάμενων τιμών τους (για την ελαχιστοποίηση της κοινωνικής αντίδρασης και την όσο το δυνατόν πιο ρεαλιστική διαμόρφωση του μοντέλου), σε αντίθεση με τα περιβαλλοντικά κριτήρια, στα οποία επιζητείται συνήθως η βελτίωση της υπάρχουσας κατάστασης. Αξίζει να τονιστεί επίσης, ότι τα ακραία σενάρια του προγραμματισμού στόχων, καθώς και το σενάριο που είναι περιβαλλοντικά προσανατολισμένο εμφανίζονται συνήθως στα όρια του συνόλου των αποτελεσματικών λύσεων, ενώ τα υπόλοιπα - στα οποία έχουν συμπεριληφθεί επιπλέον αυτών που εξετάστηκαν νωρίτερα και νέα σενάρια που δίνουν βαρύτητα σε συγκεκριμένα κριτήρια 2 - παρουσιάζονται ως λιγότερο αποτελεσματικά στο σύστημα SE-ENV Διαφοροποίηση των λύσεων σε σενάρια μείωσης της προσφοράς νερού Μέχρι το σημείο αυτό, οι υδατικοί πόροι έχουν χρησιμοποιηθεί στην πολυκριτηριακή ανάλυση θεωρώντας ως δεδομένο ότι η φυσική προσφορά νερού θα είναι πάντα τέτοια που να καλύπτει τις ανάγκες της ζήτησης σε όλες τις χρήσεις, συμπεριλαμβανομένης και της γεωργικής. Επειδή, όμως, μια τέτοια υπόθεση είναι επισφαλής, ειδικά βάσει των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών της περιοχής μελέτης (δες ενότητα 7.7), κρίνεται αναγκαίο να εξεταστούν οι επιπτώσεις της πιθανής μείωσης της προσφοράς νερού στα αποτελέσματα του συγκεκριμένου μοντέλου. Η μεταβολή της προσφοράς νερού για τις ανάγκες των αρδεύσεων εισάγεται στο μοντέλο του προγραμματισμού στόχων μέσω των περιορισμών που χρησιμοποιούνται ήδη για τη διαθεσιμότητα νερού τους κρίσιμους καλοκαιρινούς μήνες. Εξετάστηκαν διαδοχικά πέντε σενάρια, στα οποία η διαθεσιμότητα νερού μειώνεται κατά 10%, 20%, 30%, 40% και 50% σε σχέση με τα σημερινά μεγέθη κάθε συστάδας ανάλυσης. Το αποτέλεσμα των δυνητικών αυτών σεναρίων αξιολογείται στη συνέχεια ως προς τις επιδόσεις των κριτηρίων του προγραμματισμού στόχων, για την ειδική περίπτωση της ισόρροπης ανάπτυξης. 2 Συγκεκριμένα, εξετάσθηκαν σενάρια που δίνουν ιδιαίτερη βαρύτητα στη διασφάλιση του εισοδήματος, στη διαχείριση της ζήτησης νερού και στον έλεγχο της νιτρορύπανσης.

245 234 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8 Στα Σχήματα 8.20 και 8.21 παρουσιάζονται οι αποκλίσεις των κριτηρίων σε σχέση με τις βέλτιστες τιμές τους στο σημερινό επίπεδο προσφοράς νερού. Παρατηρείται, λοιπόν, πως όσο πιο δυσμενές είναι το μελλοντικό σενάριο της διαθεσιμότητας νερού, τόσο πιο μεγάλες αποκλίσεις θα παρουσιάζουν τα διάφορα κριτήρια. Συγκεκριμένα, η μείωση της προσφοράς νερού φαίνεται να επηρεάζει αρνητικά το γεωργικό εισόδημα, τα έσοδα του ΓΟΕΒ και την εργασία στον πρωτογενή τομέα, ενώ αντίθετα αυξάνει την οικονομική παραγωγικότητα του νερού (με εξαίρεση την πρώτη συστάδα ανάλυσης). Το μέγεθος της μεταβολής καθεμίας από τις παραμέτρους αυτές διαφέρει από περιοχή σε περιοχή, ανάλογα με τις δυνατότητες υποκατάστασης των υδροβόρων καλλιεργειών, αλλά και την υφιστάμενη παραγωγικότητα του αρδευτικού νερού. Σημειώνεται ότι στην παραπάνω ανάλυση δεν εξετάστηκε το ενδεχόμενο της πιθανής αύξησης της τιμής του νερού, η οποία μπορεί να προκύψει λόγω της αύξησης: (α) του κόστους σπανιότητας του πόρου και (β) του εναλλακτικού του κόστους προς τις πιο αποδοτικές μη γεωργικές χρήσεις (οι οποίες πιθανόν να αντιμετωπίσουν και αυτές πρόβλημα από τη μειωμένη προσφορά νερού). Σ ένα τέτοιο ενδεχόμενο, οι προβλέψεις θα ήταν ακόμα πιο δυσοίωνες σε ό,τι αφορά τη βιωσιμότητα της αρδευόμενης γεωργίας. Ο λόγος, ωστόσο, που δεν λήφθηκε υπόψη κάτι τέτοιο είναι διότι καταρχήν δεν υπάρχουν διαθέσιμα δεδομένα για την (παραγωγική) αξία του νερού στις υπόλοιπες χρήσεις αυτού, αλλά και γιατί είναι ιδιαίτερα πολύπλοκη και αρκετά υποκειμενική η διαδικασία κατανομής του νερού στις κύριες χρήσεις του, καθώς σε παρόμοιες αποφάσεις υπεισέρχονται τις πιο πολλές φορές αρκετά έντονα οι παράγοντες της πολιτικής βούλησης και του μοντέλου ανάπτυξης της κάθε περιοχής. μεταβολή παραμέτρων 20,0% 10,0% 0,0% -10,0% -20,0% -30,0% -40,0% -50,0% 0% 10% 20% 30% 40% 50% μείωση προσφοράς νερού gm labour risk labef water nitro watef w_man Σχήμα 8.20: Επιπτώσεις της μείωσης της προσφοράς νερού - 1η συστάδα ανάλυσης

246 ΒΕΛΤΙΣΤΗ ΚΑΤΑΝΟΜΗ ΤΩΝ ΦΥΣΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ ΣΤΗ ΓΕΩΡΓΙΑ 235 μεταβολή παραμέτρων 50,0% 30,0% gm 10,0% labour risk -10,0% labef -30,0% water nitro -50,0% watef 0% 10% 20% 30% 40% 50% w_man μείωση προσφοράς νερού Σχήμα 8.21: Επιπτώσεις της μείωσης της προσφοράς νερού - 3 η συστάδα ανάλυσης Αξιολόγηση των εναλλακτικών σεναρίων τιμολόγησης του αρδευτικού νερού Η μεθοδολογία που αναπτύχθηκε στο παρόν κεφάλαιο είχε ως αποτέλεσμα την εύρεση των δυνατοτήτων της αρδευόμενης γεωργίας όπως αυτές ορίζονται από την ορθολογική κατανομή των εδαφικών και υδατικών πόρων να εκπληρώσει μια σειρά από στόχους και κριτήρια, που αποσκοπούν στην αειφορική διαχείριση του συστήματος γεωργίας, αρδεύσεων και περιβάλλοντος. Η μεταβολή, όμως, της υφιστάμενης κατανομής προς οποιαδήποτε κατάσταση, της οποίας τα αποτελέσματα κρίνονται επί του παρόντος ως πιο επιθυμητά, απαιτεί τη λήψη μέτρων που, είτε θα επιβάλλουν την επιλογή των αναγκαίων καλλιεργητικών πρακτικών, είτε θα δίνουν τα κατάλληλα κίνητρα για το σκοπό αυτό. Ο προσδιορισμός των μέτρων που πρέπει να ληφθούν, έτσι ώστε να επιτευχθεί η βέλτιστη λύση για την αειφορική διαχείριση του συστήματος, αποτελεί ίσως αντικείμενο περαιτέρω έρευνας και ανάλυσης που είναι πέρα από τους σκοπούς της παρούσας εργασίας. Αυτό, το οποίο μπορεί όμως να πραγματοποιηθεί επί του παρόντος, είναι η αξιολόγηση των επιπτώσεων από συγκεκριμένα μέτρα διαχείρισης των υδατικών πόρων, όπως για παράδειγμα της τιμολόγησης του αρδευτικού νερού. Τα αποτελέσματα της τιμολόγησης - τα οποία εκτιμήθηκαν στο προηγούμενο κεφάλαιο - είναι δυνατό να χρησιμοποιηθούν στο παραπάνω πλαίσιο πολυκριτηριακής ανάλυσης, με στόχο τον προσδιορισμό της αποτελεσματικότητας του εν λόγω μέτρου και του τρόπου που αυτή επηρεάζεται από την επιλογή των τιμών χρέωσης του νερού. Από την κατανομή των πόρων στα διάφορα σενάρια τιμολόγησης του αρδευτικού νερού υπολογίζονται καταρχήν οι τιμές των εννέα κριτηρίων στις περιοχές αναφοράς (συστάδες ανάλυσης). Οι τιμές αυτές χρησιμοποιούνται στη συνέχεια για τον υπολογισμό του δείκτη επίδοσης (εξίσωση 8.9), που φανερώνει ουσιαστικά τη διαφορά των βέλτιστων επιπέδων των κριτηρίων από τα επίπεδα, που συνεπάγεται η εκάστοτε

247 236 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8 τιμή χρέωσης του νερού. Στα Σχήματα 8.22 και 8.23, παρουσιάζονται τα αποτελέσματα αυτής της διαδικασίας σε δύο συστάδες ανάλυσης (1 η και 3 η ). Αυτό που παρατηρείται στα δύο σχήματα είναι ότι η πρώτη περιοχή είναι πολύ πιο ευαίσθητη στις αυξανόμενες τιμές του νερού, κάτι το οποίο ήταν μάλλον αναμενόμενο εξαιτίας της αρκετά μεγάλης ελαστικότητας ζήτησης του νερού (Σχήμα 7.32). Συγκρίνοντας στη συνέχεια το Σχήμα 8.22 με το αντίστοιχο των αποτελεσμάτων του προγραμματισμού στόχων στην ίδια περιοχή (Σχήμα 8.4) διαπιστώνεται ότι τιμή νερού ίση με 0,04 /m 3 αντιστοιχεί σε προσπάθεια βελτίωσης της υπάρχουσας κατάστασης, έχοντας ως πλαίσιο λήψης απόφασης το σενάριο της ισόρροπης ανάπτυξης. Όσο εν συνεχεία αυξάνεται η τιμή του νερού, τόσο η τελική λύση προσεγγίζει το αποτέλεσμα των πολιτικών, που δίνουν μεγαλύτερη έμφαση στο περιβάλλον. watef w_man Υφιστάμενη κατάσταση gm 1,00 0,80 0,60 0,40 0,20 0,00 labour risk watef p = 0,04 w_man gm 1,00 0,80 0,60 0,40 0,20 0,00 labour risk nitro labef nitro labef water crcha water crcha p = 0,08 gm 1,00 p = 0,16 gm 1,00 w_man 0,80 0,60 labour w_man 0,80 0,60 labour 0,40 0,40 w atef 0,20 0,00 risk watef 0,20 0,00 risk nitro labef nitro labef w ater crcha water crcha Σχήμα 8.22: Επίδραση της τιμολόγησης στην επίδοση των κριτηρίων 1 η συστάδα

248 ΒΕΛΤΙΣΤΗ ΚΑΤΑΝΟΜΗ ΤΩΝ ΦΥΣΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ ΣΤΗ ΓΕΩΡΓΙΑ 237 Αντίθετα από την προηγούμενη περιοχή, στην 3 η συστάδα ανάλυσης η επίδραση της τιμολόγησης είναι αρκετά περιορισμένη (Σχήμα 8.23), εξαιτίας και της μικρής ελαστικότητας ζήτησης του αρδευτικού νερού στην περιοχή αυτή. Επομένως, η επιλογή υψηλότερων τιμών χρέωσης του αρδευτικού νερού δεν φαίνεται να μεταβάλλει σημαντικά την επίδοση των κριτηρίων, η οποία προσεγγίζει αρκετά την περίπτωση βελτιστοποίησης, όταν δίνεται ελαφρά προτεραιότητα στους περιβαλλοντικούς στόχους (Σχήμα 8.5). watef w_man Υφιστάμενη κατάσταση gm 1,00 0,80 0,60 0,40 0,20 0,00 labour risk watef p = 0,04 w_man gm 1,00 0,80 0,60 0,40 0,20 0,00 labour risk nitro labef nitro labef water crcha water crcha p = 0,08 gm 1,00 p = 0,12 gm 1,00 w_man 0,80 labour w_man 0,80 labour 0,60 0,60 0,40 0,40 watef 0,20 risk watef 0,20 risk 0,00 0,00 nitro labef nitro labef water crcha water crcha Σχήμα 8.23: Επίδραση της τιμολόγησης στην επίδοση των κριτηρίων 3 η συστάδα Η αξιολόγηση των επιπτώσεων μιας μελλοντικής πολιτικής τιμολόγησης του αρδευτικού νερού μπορεί να πραγματοποιηθεί και μέσω του συστήματος SE-ENV όπου παρουσιάζεται το σύνολο των εφικτών και αποτελεσματικών λύσεων σχετικά με την κατανομή των πόρων στην αρδευόμενη γεωργία. Στα Σχήματα απεικονίζονται τα δυνητικά σημεία κάθε σεναρίου τιμολόγησης στο σχετικό διάγραμμα

249 238 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8 διασποράς, βάσει των οποίων φαίνεται και πάλι ότι στην 1 η συστάδα ανάλυσης η τιμή του νερού επηρεάζει πολύ περισσότερο το τελικό αποτέλεσμα. Γίνεται, επίσης, σαφές ότι η τιμολόγηση δίνει μια σημαντική ώθηση προς την κατεύθυνση της περιβαλλοντικής θεώρησης (και της αειφορίας), αλλά και ότι από μόνη της δεν καταλήγει στις πιο αποτελεσματικές λύσεις. Συνεπώς υπάρχουν περιθώρια εφαρμογής συμπληρωματικών μέτρων για την περαιτέρω αύξηση της αποτελεσματικότητας της τιμολόγησης σε κάθε περιοχή αναφοράς. Παραδείγματα τέτοιων μέτρων μπορούν να αποτελέσουν: (α) η έμμεση επιστροφή του εισοδήματος που χάνεται από την τιμολόγηση του νερού, ειδικά για τις περιπτώσεις όπου μικρές μεταβολές στην τιμή του νερού περιορίζουν σημαντικά το περιθώριο κέρδους του αγρότη, και (β) η επιβολή ποσοστώσεων στην κατανάλωση νερού στις περιοχές με μικρή ελαστικότητα ζήτησης του αρδευτικού νερού. Σχήμα 8.24: Αξιολόγηση της τιμολόγησης στο σύστημα SE-ENV - 1 η συστάδα ανάλυσης

250 ΒΕΛΤΙΣΤΗ ΚΑΤΑΝΟΜΗ ΤΩΝ ΦΥΣΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ ΣΤΗ ΓΕΩΡΓΙΑ 239 Σχήμα 8.25: Αξιολόγηση της τιμολόγησης στο σύστημα SE-ENV - 3 η συστάδα ανάλυσης

251 240 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8

252 Κεφάλαιο 9: Συμπεράσματα Στο πλαίσιο της παρούσας διατριβής επιχειρήθηκε μια συνδυασμένη εφαρμογή της οικονομικής θεωρίας και των τεχνικών της πολυκριτηριακής ανάλυσης με κύριο αντικείμενο μελέτης τους υδατικούς πόρους που χρησιμοποιούνται στη γεωργία. Ο υπολογισμός της αξίας του νερού ως ενδιάμεσου αγαθού παραγωγής γεωργικών προϊόντων, η εκτίμηση των αποτελεσμάτων διαφόρων τιμολογιακών πολιτικών και η δημιουργία ενός μοντέλου λήψης και αξιολόγησης αποφάσεων στον χώρο της αρδευόμενης γεωργίας, ήταν οι πιο βασικοί από τους επιμέρους στόχους της εργασίας αυτής. Αξίζει να σημειωθεί ότι η ανάλυση στηρίχτηκε στις αρχές της βιώσιμης διαχείρισης των υδατικών πόρων και της αειφορικής γεωργίας. Συνεπώς, το νερό δεν αντιμετωπίστηκε μόνο ως συντελεστής παραγωγής γεωργικών προϊόντων, αλλά και ως φυσικός πόρος, ο οποίος προσδιορίζει, αλλά και προσδιορίζεται από τη λειτουργία ενός ευρύτερου συστήματος που διαμορφώνει το τρίπτυχο της γεωργίας, των αρδεύσεων και του περιβάλλοντος. Ως περιοχή μελέτης επιλέχθηκε η λεκάνη απορροής του ποταμού Λουδία. Η επιλογή του χωρικού επιπέδου της λεκάνης απορροής έγινε σύμφωνα με τη γενική αρχή της Οδηγίας Πλαίσιο, ότι οποιαδήποτε ανάλυση, είτε περιβαλλοντική είτε οικονομική, θα πρέπει να γίνεται στο επίπεδο αυτό. Όσον αφορά την επιλογή της συγκεκριμένης περιοχής, αυτή αιτιολογείται λόγω του ότι η γεωργία αποτελεί την κύρια οικονομική δραστηριότητα αλλά και εξαιτίας της μεγάλης εντατικότητας των αρδεύσεων. Στη συνέχεια, η λεκάνη απορροής υποδιαιρέθηκε σε μικρότερες, ομοιογενείς ως προς τις καλλιεργητικές επιλογές, περιοχές, με σκοπό τη δημιουργία ενός ενδιάμεσου χωρικού επιπέδου ανάλυσης (συστάδες ανάλυσης). Ο κύριος λόγος αυτής της κατάτμησης του χώρου ήταν για να δοθεί η δυνατότητα να ληφθούν υπόψη τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά κάθε περιοχής στην μετέπειτα ανάλυση, ώστε τα αποτελέσματα που θα προκύψουν να είναι πιο αντιπροσωπευτικά, αλλά και πιο αξιόπιστα. Η μεθοδολογική προσέγγιση που ακολουθήθηκε στην παρούσα διατριβή είναι δυνατόν να συνοψιστεί στα παρακάτω έξι διακριτά στάδια ενότητες του ερευνητικού έργου που παράχθηκε: 1. Συγκέντρωση δεδομένων, γεωγραφική τους απεικόνιση (με τη βοήθεια των ΓΣΠ) και ανάλυσή τους με κατάτμηση του χώρου σε συστάδες.

253 242 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9 2. Δημιουργία ενός ενιαίου και ολοκληρωμένου συστήματος δεικτών αειφορίας που περιγράφει και επεξηγεί τη λειτουργία του τρίπτυχου γεωργίας αρδεύσεων περιβάλλοντος. 3. Αποτίμηση της αξίας του νερού ως ενδιάμεσου αγαθού (ως παραγωγικού πόρου). 4. Υπολογισμός της καμπύλης ζήτησης του αρδευτικού νερού, μέσω της εκτίμησης των συναρτήσεων χρησιμότητας των γεωργών και στη συνέχεια, αξιολόγηση των διαφόρων τιμολογιακών πολιτικών, ως προς τη μεταβολή, τόσο της ζήτησης του νερού, όσο και της ευημερίας των γεωργών. 5. Δημιουργία ενός πλαισίου πολυκριτήριας λήψης αποφάσεων στο γεωργικό χώρο, που λαμβάνει υπόψη του τις εκάστοτε επιθυμίες των αρμόδιων φορέων πολιτικής. Το μοντέλο απόφασης περιλαμβάνει μια σειρά από κοινωνικο-οικονομικά και περιβαλλοντικά κριτήρια, ώστε η λήψη οποιασδήποτε απόφασης να διέπεται κατά το δυνατόν από τις αρχές της αειφορίας. 6. Αξιολόγηση των πολιτικών τιμολόγησης ως προς την αποτελεσματικότητά τους στην εκπλήρωση των στόχων (κριτηρίων) που πιθανά να θέσει ο αρμόδιος φορέας. Σύμφωνα με τον πιο πάνω διαχωρισμό, τα κύρια συμπεράσματα από τις επιμέρους συνδεδεμένες όμως μεταξύ τους ενότητες είναι τα ακόλουθα: Από τα αποτελέσματα της ανάλυσης σε συστάδες προέκυψε ότι η περιοχή μελέτης δεν πρέπει να αντιμετωπιστεί ως μια ενιαία χωρική μονάδα, καθώς η διαφοροποίηση μεταξύ των συστάδων, σε πολλά από τα μεγέθη που εξετάστηκαν (π.χ. μέση έκταση εκμετάλλευσης, ακαθάριστο κέρδος ανά στρέμμα), διαπιστώθηκε πως ήταν αρκετά σημαντική. Η αξία του αρδευτικού νερού, ως ενδιάμεσου αγαθού γεωργικών προϊόντων, βρέθηκε πως παρουσιάζει μεγάλο εύρος τιμών μεταξύ των διαφόρων περιοχών της λεκάνης του Λουδία. Οι τιμές αυτές κυμαίνονται συνήθως από 0,02 έως και 0,30 /m 3, ενώ σε μεμονωμένες περιπτώσεις παρουσιάστηκαν και ακόμα υψηλότερες τιμές. Όσον αφορά τη μέση αξία του αρδευτικού νερού στην περιοχή μελέτης, αυτή υπολογίστηκε ίση με 0,126 /m 3. Οι καλλιεργητικές συνήθειες (επιλογές) των γεωργών σε κάθε συστάδα ανάλυσης προσομοιώθηκαν με τη βοήθεια της πολυκριτήριας θεωρίας χρησιμότητας. Η διαδικασία αυτή ανέδειξε ως κύριο κριτήριο των γεωργικών αποφάσεων τη μεγιστοποίηση του ακαθάριστου κέρδους, ενώ διαπιστώθηκε επίσης ότι ο γεωργός λαμβάνει υπόψη του, σε μικρό ή μεγαλύτερο βαθμό (ανάλογα με την περιοχή), και τα κριτήρια της ελαχιστοποίησης της εργασίας και του κινδύνου του εισοδήματος. Η

254 ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ 243 επικύρωση αυτών των αποτελεσμάτων έδειξε ακόμα ότι η χρήση της κλασικής θεώρησης του κινδύνου, ως διακύμανση του εισοδήματος, έδωσε τα χειρότερα αποτελέσματα σε σχέση με τις υπόλοιπες δύο μεθοδολογίες εκτίμησης του εν λόγω κριτηρίου. Η ζήτηση του νερού στη γεωργία βρέθηκε ανελαστική στις περισσότερες περιοχές της λεκάνης του Λουδία και για την πλειονότητα των σεναρίων τιμολόγησης. Ωστόσο, αντίθετα με άλλες ανταγωνιστικές χρήσεις, παρατηρείται ότι υπάρχουν περιθώρια εξοικονόμησης σημαντικών ποσοτήτων νερού με την υιοθέτηση ενός συστήματος ογκομετρικής τιμολόγησης. Τα περιθώρια αυτά μεγαλώνουν για τιμές μεγαλύτερες από 0,10 /m 3, όταν δηλαδή το κόστος της τιμολόγησης αρχίσει να επιβαρύνει σημαντικά το γεωργικό εισόδημα, έτσι ώστε να κάνει πλέον ασύμφορη την επιλογή ορισμένων υδροβόρων καλλιεργειών και να αυξήσει τελικά την ελαστικότητα της ζήτησης. Από τη σύγκριση των καμπυλών ζήτησης της μέσης εκμετάλλευσης όλων των συστάδων ανάλυσης, προκύπτει επίσης το συμπέρασμα ότι οι καμπύλες αυτές διαφοροποιούνται αρκετά από περιοχή σε περιοχή. Συγκεκριμένα, σε περιοχές όπου η παραγωγική αξία του νερού είναι μικρή, οι γεωργοί προβλέπεται να μειώσουν σημαντικά τη χρήση νερού σε μια ενδεχόμενη αύξηση τιμών (μεγάλη ελαστικότητα ζήτησης). Από την άλλη πλευρά, γεωργικές εκτάσεις με μεγάλη αξία νερού (ως ενδιάμεσο αγαθό) παρουσιάζουν πολύ μικρότερη ελαστικότητα και επομένως, τα αποτελέσματα της τιμολόγησης αναμένεται να είναι αρκετά περιορισμένα. Πρέπει να σημειωθεί ακόμα ότι η χωρική ανομοιογένεια, εκτός από την εξοικονόμηση νερού, προκαλεί επίσης ανισότητες και ως προς τις κοινωνικο-οικονομικές συνέπειες της πολιτικής της τιμολόγησης. Οι ανισότητες αυτές είναι απαραίτητο να ληφθούν σοβαρά υπόψη από τους αρμόδιους φορείς σε περίπτωση που τελικά εφαρμοστεί μια ενιαία πολιτική τιμολόγησης σε ολόκληρη την έκταση της λεκάνης απορροής. Το νερό μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως: (α) μεταβλητή έμμεσης απόφασης, μέσω της επιλογής υδροβόρων, λιγότερο υδροβόρων και τελικά ξηρικών καλλιεργειών, αλλά και (β) μεταβλητή άμεσης απόφασης, με τη δυνατότητα που έχει ο γεωργός να χρησιμοποιήσει πλημμελή άρδευση στις υφιστάμενες καλλιέργειές του. Για το λόγο, αυτό διερευνήθηκαν δύο μοντέλα προσδιορισμού της καμπύλης ζήτησης: ένα γραμμικό που εξετάζει το νερό μόνο ως έμμεση μεταβλητή και ένα μη γραμμικό που εξετάζει και τις δύο περιπτώσεις. Παρατηρήθηκε, λοιπόν, ότι η επιλογή οποιουδήποτε από τα δύο μοντέλα δεν διαφοροποιεί σε μεγάλο βαθμό τη γενική μορφή της καμπύλης ζήτησης. Η χρήση ωστόσο του μη γραμμικού μοντέλου φαίνεται να εξομαλύνει την καμπύλη ζήτησης, καθώς έχει τη δυνατότητα να εκτιμήσει τη μείωση της κατανάλωσης νερού στις υπάρχουσες καλλιέργειες πριν προβεί σε οποιαδήποτε αλλαγή στο σχέδιο

255 244 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9 παραγωγής. Η εξομάλυνση της καμπύλης ζήτησης γίνεται πιο εμφανής στις υψηλές τιμές νερού, στις οποίες η καμπύλη της συνάρτησης του ακαθάριστου κέρδους (ως προς την κατανάλωση νερού) μεταβάλλεται σημαντικά και καθίσταται συνεπώς συμφέρουσα η λύση του συμβιβασμού με την ύπαρξη ελλείμματος νερού. Για την εκτίμηση της καμπύλης ζήτησης ολόκληρης της λεκάνης απορροής μπορούν να χρησιμοποιηθούν δύο μέθοδοι: (α) ο υπολογισμός των συναρτήσεων χρησιμότητας των γεωργών στο χωρικό επίπεδο που ορίζει η λεκάνη του Λουδία, και (β) η σταθμισμένη συνάθροιση όλων των επιμέρους καμπυλών ζήτησης (των συστάδων ανάλυσης) σε μια ενιαία καμπύλη για ολόκληρη την περιοχή. Τα αποτελέσματα της σύγκρισης των δύο μεθόδων προέκριναν την επιλογή της δεύτερης διαδικασίας, επιβεβαιώνοντας στην πράξη ότι ο χώρος δεν πρέπει να εξετάζεται ως ενιαίος, αλλά είναι χρήσιμο να υποδιαιρείται σε ομοιογενείς περιοχές. Η διαμόρφωση ενός μοντέλου πολυκριτήριας λήψης αποφάσεων στην αρδευόμενη γεωργία κατέδειξε αρχικά ότι η υφιστάμενη κατανομή των εδαφικών και των υδατικών πόρων δίνει ιδιαίτερη έμφαση στην κοινωνικο-οικονομική διάσταση της αρδευόμενης γεωργίας. Υπάρχουν, επομένως, μεγάλα περιθώρια βελτίωσης των περιβαλλοντικών δεικτών στο άμεσο μέλλον και μετάβασης σε ένα πιο αειφορικό μοντέλο χρήσης των φυσικών πόρων. Προς την κατεύθυνση αυτή είναι σκόπιμο να στραφεί, τόσο η πολιτική διαχείρισης των υδατικών πόρων με μέτρα που θα περιορίζουν την υπερεκμετάλλευση των υδατικών πόρων, όσο και η αγροτική πολιτική με μέτρα που θα μειώνουν τη ρύπανση γεωργικής προέλευσης. Η εφαρμογή του προγραμματισμού στόχων για την εύρεση της βέλτιστης κατανομής των υδατικών και εδαφικών πόρων δίνει τη δυνατότητα στον εκάστοτε φορέα πολιτικής να διαμορφώσει, να εκτιμήσει και τελικά, να αξιολογήσει διάφορα σενάρια κατανομής των πόρων αυτών, σύμφωνα με τις ιδιαίτερες προτιμήσεις του (κριτήρια, στόχοι κριτηρίων και συντελεστές βάρους). Συγκρίνοντας ορισμένα ενδεικτικά σενάρια (με τη βοήθεια ενός δείκτη επίδοσης των κριτηρίων που αναπτύχθηκε στην παρούσα διατριβή) βγαίνει το συμπέρασμα ότι ο προσανατολισμός προς έναν μόνο άξονα πολιτικής (οικονομία ή περιβάλλον) δεν δίνει ιδιαίτερα ικανοποιητικά αποτελέσματα για το σύνολο των στόχων που επιλέχθηκαν και επομένως δεν είναι συμβατός με τις αρχές της αειφορίας. Αντίθετα, η επίδοση των κριτηρίων απόφασης βελτιώνεται στις περιπτώσεις που επιζητείται η ισόρροπη ανάπτυξη, όπως επίσης και όταν δίνεται μια μικρή προτεραιότητα στα περιβαλλοντικά κριτήρια. Πρέπει να τονιστεί ότι η ανάλυση ευαισθησίας είναι αναγκαίο να ακολουθεί κάθε φορά τον προγραμματισμό στόχων, για

256 ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ 245 να περιορίζει την υποκειμενικότητά του, αλλά και για να διερευνά πιθανές ανταγωνιστικές ή συμπληρωματικές σχέσεις μεταξύ των κριτηρίων απόφασης. Όσον αφορά τα αποτελέσματα του πολυκριτήριου μαθηματικού προγραμματισμού, αυτά μπορούν να χρησιμοποιηθούν σε συνδυασμό με τον δείκτη SE-ENV (που αναπτύχθηκε επίσης στην παρούσα διατριβή), με στόχο να ορίσουν το γενικό πεδίο των εφικτών λύσεων (δυνητικών κατανομών των φυσικών πόρων) σε κάθε περιοχή μελέτης. Μεταξύ των λύσεων αυτών εντοπίζεται στη συνέχεια το σύνολο των αποτελεσματικών (κατά Pareto) λύσεων του συγκεκριμένου συστήματος. Ωστόσο, στην παρούσα φάση, δεν κρίνεται σκόπιμο να επιλεγεί και να προταθεί κάποια από τις λύσεις αυτές ως βέλτιστη, γιατί: (α) η βέλτιστη λύση πρέπει σε κάθε περίπτωση να ορίζεται από τις προτιμήσεις του αποφασίζοντα και όχι του μελετητή, (β) ο αποφασίζων πρέπει να λάβει συγκεκριμένα μέτρα, η αποτελεσματικότητα των οποίων παίζει καθοριστικό ρόλο στο τελικό αποτέλεσμα. Για το λόγο αυτό, ακολουθείται η αντίστροφη διαδικασία, δηλαδή του προσδιορισμού του χώρου των εφικτών και αποτελεσματικών αποφάσεων και της μετέπειτα κατάταξης των δυνητικών μέτρων στο χώρο αυτό. Σύμφωνα, λοιπόν, με το αμέσως παραπάνω πλαίσιο, αξιολογήθηκαν διάφορες τιμολογιακές πολιτικές στο αρδευτικό νερό. Το αποτέλεσμα της αξιολόγησης βρέθηκε σε μεγάλο βαθμό να επηρεάζεται από την ελαστικότητα της ζήτησης του νερού. Συγκεκριμένα, μεγάλη ελαστικότητα ζήτησης φαίνεται να επιφέρει διαφοροποίηση της κατανομής των πόρων σε κάθε αύξηση της τιμής και σαφή μετακίνηση προς τις περιβαλλοντικές λύσεις. Αντίστοιχα, μικρή ελαστικότητα ζήτησης αφήνει στενά περιθώρια διαχείρισης του συστήματος μέσω της τιμολόγησης και δίνει λύσεις με αρκετά μικρή επίδοση στα περιβαλλοντικά κριτήρια, ακόμα και σε υψηλές τιμές του νερού. Μέσα από την ανάλυση αυτή γίνεται λίγο - πολύ κατανοητό ότι η τιμολογιακή πολιτική έχει σχετικά περιορισμένες δυνατότητες, όταν εφαρμόζεται ως ανεξάρτητο εργαλείο διαχείρισης των υδατικών πόρων στη γεωργία, αλλά και ότι μπορεί να κινηθεί προς την κατεύθυνση της αειφορικής διαχείρισης, αν συνδυαστεί με μια σειρά από συνοδευτικά μέτρα (στήριξης του εισοδήματος των γεωργών που κάνουν ορθολογική χρήση των υδατικών πόρων, ποσοστώσεις στην κατανάλωση νερού, συντήρηση των δικτύων, κίνητρα στους γεωργούς για την επιλογή της στάγδην άρδευσης κ.ά.). Συνοπτικά, η συμβολή της παρούσας διατριβής στη σχετική έρευνα συνίσταται στα εξής σημεία: 1. Στο σύνολό της η έρευνα που έγινε εμφανίζεται για πρώτη φορά ως εφαρμογή στον Ελλαδικό χώρο και κυρίως, με τον ολοκληρωμένο χαρακτήρα της.

257 246 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9 2. Συνδυάζεται η μεθοδολογία διαμόρφωσης ενός συστήματος δεικτών αειφορίας με τη διαδικασία λήψης αποφάσεων στην αρδευόμενη γεωργία. 3. Συνδυάζονται, επίσης, η οικονομική θεωρία, η θεωρία της χρησιμότητας και οι τεχνικές της πολυκριτηριακής ανάλυσης, έτσι ώστε να διαμορφωθεί μια όσο το δυνατόν πιο αντιπροσωπευτική και ρεαλιστική καμπύλη ζήτησης του αρδευτικού νερού. 4. Εξάγονται πολύτιμα αποτελέσματα σχετικά με τις συνέπειες της τιμολόγησης του αρδευτικού νερού, τόσο στους γεωργούς, όσο και στην ευρύτερη κοινωνία και στο περιβάλλον. Τα αποτελέσματα αυτά μπορεί να αποβούν ιδιαίτερα χρήσιμα για τις μελλοντικές αποφάσεις διαχείρισης των υδατικών πόρων, οι οποίες στο πλαίσιο των επιταγών της Οδηγίας - Πλαίσιο θα περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, και την τιμολόγηση σύμφωνα με το πλήρες κόστος του νερού. 5. Προτείνεται ένα νέο πλαίσιο αξιολόγησης διαχειριστικών αποφάσεων και δυνητικών μέτρων στην αρδευόμενη γεωργία, η καθιέρωση του οποίου θα πρέπει βέβαια να εξεταστεί περαιτέρω. Η ερευνητική μεθοδολογία που αναπτύχθηκε στην παρούσα διατριβή μπορεί να χρησιμοποιηθεί για περαιτέρω εξειδικευμένη διερεύνηση, εξετάζοντας επιπλέον στοιχεία για μια πιο σφαιρική, αλλά και λεπτομερειακή εξέταση ορισμένων ζητημάτων. Στο πλαίσιο αυτό, μπορούν να αξιολογηθούν, εναλλακτικά της απλής ογκομετρικής μεθόδου, τα αποτελέσματα και άλλων μεθόδων τιμολόγησης, όπως για παράδειγμα της κλιμακωτής τιμολόγησης αλλά και της εφαρμογής μιας αγοράς νερού στην περιοχή μελέτης, όπου οι γεωργοί περιοχών με μεγαλύτερη αξία εναλλακτικής χρήσης του πόρου να μπορούν να αγοράζουν το μερίδιο (ποσόστωση) των υπόλοιπων γεωργών. Τέλος, σε επίπεδο πρακτικής εφαρμογής, για λήψη αποφάσεων με στόχο την αλλαγή τιμολογιακής πολιτικής, η ερευνητική μεθοδολογία που αναπτύχθηκε μπορεί να αποτελέσει πολύτιμο εργαλείο ανάλυσης. Για το σκοπό αυτό, απαιτείται η πραγματοποίηση μιας αναλυτικής και αξιόπιστης εκτίμησης του υδατικού ισοζυγίου κάθε ευρύτερης περιοχής μελέτης και η πρόβλεψη της μελλοντικής διαθεσιμότητας νερού για τη γεωργία. Έτσι, θα μπορούσε να καταστεί δυνατή η καλύτερη διαμόρφωση του μοντέλου απόφασης, τόσο από πλευράς θέσπισης στόχων κατανάλωσης νερού, όσο και για την ορθότερη οριοθέτηση των περιορισμών που αφορούν την προσφορά του. Ταυτόχρονα, κατόπιν υπολογισμού της συμβολής της γεωργίας στη μείωση των συνολικών αποθεμάτων νερού, θα μπορούσε να γίνει εφικτός και ο προσδιορισμός του κόστους σπανιότητας του νερού (κόστος υδατικού πόρου). Επομένως, μια τιμολογιακή πολιτική που θα αποσκοπεί στην ανάκτηση του πλήρους κόστους του νερού θα έχει

258 ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ 247 πλέον τη δυνατότητα να συμπεριλάβει (προσθέσει) και το κόστος αυτό στην τιμή χρέωσης του.

259 248 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9

260 Βιβλιογραφία 1. Agudelo J. I. (2001) The Economic Valuation of Water: Principles and Methods, Value of Water Research Report Series No. 5, IHE, Delft, The Netherlands. 2. Allen R.G., Pereira L.S., Raes D. and Smith M. (1998) Crop evapotranspiration: Guidelines for computing crop water requirements, FAO Irrigation and Drainage Paper No 56, FAO, Rome 3. Allen R.G., Smith M., Perrier A. and Pereira A. (1994) An update for the definition of reference evapotranspiration, ICID Bulletin, Vol. 43(2): Amador F., Sumpsi J.M. and Romero C. (1998) A non-interactive methodology to assess farmers utility functions: an application to large farms in Andalusia, Spain, European Review of Agricultural Economics, Vol. 25: Anderberg M.R. (1973) Cluster Αnalysis for Αpplications, New York, Academic Press. 6. Arriaza M. and Gomez-Limon J.A. (2003) Modelling farmers response to a decoupled subsidy via Multi-Attribute Utility Theory and E-V analysis, Proc. Inter. Conference of Agricultural Economists, August, Durban, South Africa. 7. Bakker M. and Matsuno Y. (2001) A framework for valuing ecological services of irrigation water, Irrigation and Drainage Systems, Vol.15: Baldock D., Caraveli H., Dwyer J., Einschütz S., Petersen J. E., Sumpsi-Vinas J. and Varela-Ortega C. (2000), The Environmental Impacts of Irrigation in the EU. Report to the Environment Directorate of the European Commission. 9. Bate R. and Dubourg W. (1997) A Net-Back Analysis of Irrigation Water Demand in East Anglia, CSERGE Working Paper WM 95-01, London, UK. 10. Bateman I.J., Pones A.P., Lovett A.A., Lake I.R. and Day B.H. (2002) Applying geographical information systems (GIS) to environmental and resource economics, Environmental and Resource Economics, Vol. 22: Bazzani G., Gallerani V. and Viaggi D. (2002), Indicators for assessing environmental impact on water use, Proceedings of WADI Meeting, Bologna, Italy. 12. Berbel J. and Gomez-Limon J.A. (2000), The Impact of water-pricing policy in Spain: an analysis of three irrigated areas, Agricultural Water Management, Vol. 43: Berbel J. and Rodriguez-Ocana A. (1998) An MCDM approach to production analysis: An application to irrigated farms in Southern Spain, European Journal of Operational Research, Vol. 107: Bern Convention (1979) Convention on the Conservation of European Wildlife and Natural Habitats, European Treaty Series No. 104, U.N. Registration No U.K. Command Papers No

261 Blaney H.F. and Criddle W.D. (1962) Determining consumptive use and irrigation water requirements, USDA Technology Bulletin, Bos M.G. (1997) Performance Indicators for Irrigation and Drainage, Irrigation and Drainage Systems, Vol. 11: Bosworth B., Cornish G., Perry C. and van Steenbergen F. (2002), Water Charging in Irrigated Agriculture Lessons from the Literature, HR Wallingford, Report OD Bowen R. and Young R. (1985), Financial and economic irrigation net benefit functions for Egypt's Northern Delta, Water Resources Research, Vol. 9: Briscoe J. (1996) Water as an Economic Good: The Idea and What it Means in Practice, Proceedings of the World Congress of the International Commission on Irrigation and Drainage, Cairo, Burrough P.A. (1992) Principles of Geographical Information Systems for Land Resources Assessment, Clarendon Press, Oxford. 21. Burrough P.A. and McDonnell A. (1998) Principles of Geographical Information Systems, Oxford University Press, New York. 22. Caballero R., Luque M., Molina J. and Ruiz F. (2005) MOPEN: A computational package for Linear Multiobjective and Goal Programming problems, Decision Support Systems, Vol. 41: Cary J.W. and Holmes W.E. (1982) "Relationships among farmers' goals and farm adjustment strategies: Some empirics of a multidimensional approach", Australian Journal of Agricultural Economics, Vol. 26: Charnes A. and Cooper W. (1961) Management Models and Industrial Applications of Linear Programming, Wiley, New York. 25. Chohin-Kuper A., Rieu T. and Montginoul M. (2003), Water policy reforms: pricing water, cost recovery, water demand and impact on agriculture. Lessons from the Mediterranean experience, Water Pricing Seminar: Agencia Catalana del Agua and World Bank Institute. 26. Cornish G., Perry C., Bosworth B. and Burke J. (2004) Water charging in irrigated agriculture: An analysis of international experience, FAO Water Reports No.28, FAO, Rome. 27. Council of the European Communities (1992) Council Directive on the conservation of natural habitats and of wild fauna and flora, 92/43/EEC, L.206, Doorenbos J. and Kassam A.H. (1979) Yield Response to Water, FAO Irrigation and Drainage Paper No.33, Rome, Italy. 29. Doorenbos J. and Pruitt W.O. (1977) Guidelines for predicting crop water requirements, FAO Irrigation and Drainage Paper, Vol. 24 (2 nd edition), Rome, Italy

262 Dougherty T.C, Hall A.W. and Wallingford, H.R. (1995) Environmental Impact Assessment of irrigation and drainage projects, FAO Irrigation and Drainage Paper, 53, Food and Agriculture Organization of the United Nations, Rome. 31. DTLR (2001) Multi-criteria analysis: A manual, Department for Transport, Local Government and the Regions, UK. 32. Duckstein L. and Opricovic S. (1980) Multi-objective optimization in river basin development, Water Resources Research, Vol. 16: Easter, K.W., Becker N. and Tsur Y. (1997) Economic Mechanisms for Managing Water Resources: Pricing, Permits and Markets, in: A.K. Biswas (eds) Water Resources: Environmental Planning, Management and Development, McGraw-Hill, New York. 34. Faures J., Hoogeveen J. and Bruinsma J. (2002), The FAO Irrigated Area Forecast for 2030, Proc. World Bank Conf. Irrigation Water Policies: Micro and Macro Considerations, Agadir, Morocco. 35. Faux J. and Perry G. (1999) Estimating Irrigation Water Value Using Hedonic Price Analysis : A Case Study in Malheur County, Oregon, Land Economics, Vol. 75, No.3: Fishburn P.C. (1965) Independence in utility theory with whole product sets, Operations Research, Vol.13: Gasson R. (1973) "Goals and values of farmers", Journal of Agricultural Economics, Vol.24, Gershon M. and Duckstein L. (1983) Multi-objective approaches to river basin planning, Journal of Water Resources Planning Management, ASCE, Vol. 109: Ghahraman B. and Sepaskhah A. (2004), Linear and non-linear optimization models for allocation of a limited water supply, Irrigation and Drainage, Vol. 53: Ghosh D., Pal B.B. and Basu M. (1993) Determination of optimal land allocation in agricultural planning through goal programming with penalty functions, Operational Research, Vol. 30, No 1: Gibbons D. (1986), The Economic Value of Water, Resources for the Future, Washington D.C. 42. Gold C.M. and Roos T (1994) Surface modelling with guaranteed consistency an object-based approach, in Nievergelt J., Roos T., Schek H. and Widmayer P. (eds.), IGIS 94, Proceedings of the International Workshop on Advanced Research in Geographic Information Systems, Lecture Notes in Computer Science, Springer-Verlag. 43. Gomez-Limon J.A. and Berbel J. (2000) Multicriteria analysis of derived water demand functions: a Spanish case study, Agricultural Systems, Vol. 63:

263 Gomez-Limon J.A., Riesgo L. and Arriaza M. (2003) Multi-criteria analysis of factors use level: The case of water for irrigation, Proc. Inter. Conference of Agricultural Economists, August, Durban, South Africa. 45. Gomez-Limon J.Α., Riesgo L. and Arriaza M. (2004) Multi-criteria Analysis of Input Use in Agriculture, Journal of Agricultural Economics, Vol.55: Gomez-Limon J.Α. and Riesgo L. (2004) Irrigation water pricing: differential impacts on irrigated farms, Agricultural Economics, Vol.31: Hanemann W.M. (2005) The economic conception of water, in: P. Rogers and R. Llamas (eds) Water Crisis: Myth or Reality?, Taylor and Francis, USA. 48. Haouari M. and Azaiez M.N. (2001) Theory and methodology: optimal cropping patterns under water deficits, European Journal of Operational Research, Vol. 130: Hardi P. and Barg S.(1997) Measuring Sustainable Development: Review of Current Practice, Occasional Paper No.17, Industry Canada, Ontario. 50. Hardiman R.T., Lacey R. and Yi Y.M. (1993) Use of Cluster Analysis for Identification and Classification of Farming Systems in Qingyang County, Central North China, Agricultural Systems, Vol. 33: Harper W.H. and Eastman C.F. (1980) "An evaluation of goal hierarchies for small farm operators", American Journal of Agricultural Economics, Vol. 62: Heady, E. (1952) Economics of agricultural production and resource use, Englewood Cliffs, NJ, Prentice Hall. 53. Hearne R.R. and Easter K.W. (1995) Water allocation and water markets: An analysis of gains-from-trade in Chile, World Bank Technical Paper No. 315, Washington D.C. 54. Herath, H.M.G. (1981) An empirical evaluation of multiattribute utility theory in peasant agriculture, Oxford Agrarian Studies, Vol. 10: Hitchens M.T., Thampapillai D.J. and Sinden J.A. (1978) The opportunity cost criterion for land allocation, Review of Marketing and Agricultural Economics, Vol. 46: Hoekstra A., Savenije H. and Chapagain A. (2005) An integrated approach towards assessing the value of water: A case study on the Zambezi basin, Integrated Assessment, Vol. 2, No.4: Hoffman R.O., Howell T.A., and Solomon K.H. (1990), Management of Farm Irrigation Systems, American Society of Agricultural Engineers, Monograph No 9, St. Joseph, U.S. 58. Huffman W.E. (1992) Costs and Returns: A perspective on estimating costs of human capital and more, in: Ahearn M.C. and Vasavada U. (eds) Costs and Returns for Agricultural Commodities: Advances in Concepts and Measurement, Boulder Co, Westview Press, pp: Huirne R.B and Hardaker J.B. (1998) A multi-attribute utility model to optimise sow replacement decisions, European Review of Agricultural Economics, Vol. 25:

264 ICWE (1992) The Dublin Statement on Water and Sustainable Development, International Conference on Water and Environment, Dublin, January. 61. Irwin E.G. and Geoghegan J. (2001) Theory, data, methods: Developing spatially explicit economic models of land-use change, Agriculture, Ecosystems and Environment, Vol. 85(1): Jensen M.E., Burman R.D. and Allen R.G. (1990) Evapotranspiration and irrigation water requirements, ASCE Manuals and Reports on Engineering Practice No.70, ASCE, New York. 63. Johansson R.C. (2000), Pricing Irrigation Water A Literature Survey, The World Bank Rural Development Department, Policy Research Working Paper Johansson R.C., Tsur Y., Roe T., Doukkali R. and Dinar A. (2002) Pricing Irrigation Water: A Review of Theory and Practice, Water Policy, Vol. 4: Kaika M. (2003), The Water Framework Directive: A New Directive for a Changing Social, Political and Economic European Framework, European Planning Studies, Vol.11, No Keeney R.L. and Raiffa H. (1993) Decisions with Multiple Objectives: Preferences and Value Trade-Offs, Cambridge University Press, Cambridge. 67. Kiefer J. (1999) The Search for Acceptable Water Rates: Research Needs and Possibilites, Water Resources Update, Vol. 114: Kim C.S. and Schaible G. (2000), Economic Benefits Resulting From Irrigation Water Use: Theory and an Application to Groundwater Use, Environmental and Resource Economics, Vol. 17: Koopmans T.C. (1951) Activity Analysis of Production and Allocation, John Willey and Sons, New York. 70. Latinopoulos D. (2002) The economic value of irrigation water: Analysis and critical assessment of valuation studies, MSc dissertation, Department of Economics, UCL, London. 71. Latinopoulos D. (2003) Economic valuation of irrigation water: implications from a metaanalysis, Proc. 8th Inter. Conf. on Environmental Science and Technology, Lemnos Island, Vol. A: Latinopoulos D. (2005) Derivation of irrigation water demand functions through linear and non-linear optimization models: Application to an intensively irrigated area in Northern Greece, Water Science and Technology: Water Supply, Vol. 5, No 6: Latinopoulos D. and Mylopoulos Y. (2004) Efficiency and equity considerations on irrigation water pricing: a case study in Loudias river basin, Inter. Confer. Protection and Restoration of the Environment VII, Mykonos, 28 June 1 July 2004.

265 Latinopoulos P., Tziakas V. and Mallios Z. (2004) Valuation of Irrigation Water by the Hedonic Price Method: A Case Study in Chalkidiki, Greece, Water, Air & Soil Pollution: Focus, 4 (4-5), (2004), Latinopoulos P. (2005) Valuation And Pricing Of Irrigation Water: An Analysis In Greek Agricultural Areas, Global NEST Journal, Vol. 7,No.3: LINDO Systems Incorporation (1997) Optimization Modeling with LINDO, 5 th edition, Duxbury Press. 77. LINDO Systems (1998) What's Best User Manual, Chicago. 78. Lorenz C.M. (1999) Indicators for sustainable management of rivers, Thesis in Vrije Universiteit, Amsterdam. 79. Lorenz C., Gilbert A. And Cofino W. (2001) Environmental Auditing: Indicators for Transboundary River Management, Environmental Management, Vol.28, No.1: MAF (1997) Indicators of Sustainable Irrigated Agriculture, Technical Paper No 00/03, Ministry of Agriculture and Forestry, Wellington, New Zealand. 81. Manos B. and Gavezos E. (1995) A multi-objective programming model for farm regional planning in Northern Greece, Quarterly Journal of International Agriculture, Vol. 34, No.1: Mapinfo (2002) Mapinfo Professional Reference Guide, Mapinfo Corporation, New York. 83. Markandya A. (2002) The Cost and Pricing of Water, World Bank Document. 84. Markowitz H. (1952) Portfolio Selection, Journal of Finance, Vol. 7: Marshall A. (1890) Principles of Economics, 1 st Edition, Macmillan, London, UK. 86. Massarutto A. (2003), Water Pricing and Irrigation Water Demand: Economic Efficiency versus Environmental Sustainability, European Environment, Vol. 13: Merrett S. (2002) Twelve theses on the cost and use of irrigation water, Irrigation and Drainage, Vol. 51: Mitchell R.C. and Carson R.T. (1989) Using Surveys to Value Public Goods: The Contingent Valuation Method, Washington, D.C., Resources for the Future. 89. Nixon S., Trent Z., Marcuello C. and Lallana C. (2003) Europe s Water: An Indicatorbased Assessment, Topic Report 1/2003, European Environmental Agency, Copenhagen, Denmark. 90. Northwood Technologies Inc. and Malconi Mobile Ltd. (2001) Vertical Mapper Spatial Analysis and Display Software, Version 3, User s Manual. 91. Norusis M. (1994) Cluster analysis in SPSS Professional Statistics 6.1, Chicago Press, SPSS Inc. 92. OECD (1997a) Agricultural Water Pricing in OECD Countries, OECD, Paris. 93. OECD (1997b) Environmental Indicators for Agriculture, Paris

266 OECD (1999), The Price of Water: Trends in OECD Countries, OECD, Paris. 95. OECD (2001) Environmental Indicators for Agriculture: Volume 3 Methods and Results, Paris. 96. OECD (2002) Transition to Full-Cost Pricing of Irrigation Water for Agriculture in OECD Countries, OECD, Paris. 97. OECD (2004), Agriculture and the environment: Lessons learned from a decade of OECD work, Organisation for Economic Co-operation and Development, Paris, 36 p. 98. Ortega J.F., de Juan J.A. and Tarjuelo J.M. (2004) Evaluation of the water cost effect on water resource management: Application to typical crops in a semiarid region, Agricultural Water Management, Vol. 66, No 2: Pal B.B. and Basu I. (1996) Selection of appropriate priority structure for optimal land allocation in agricultural planning through goal programming, Indian Journal of Agricultural Economics, Vol. 51: Papazafiriou Z.G. (1996) Crop evapotranspiration: Regional studies in Greece, Proceedings of the International Symposium of Applied Agrometeorology and Agroclimatology, European Commission COST 77,79, 711, EUR Pardalos P.M., Siskos Y. and Zopounidis C. (1995) Advances in Multicriteria Analysis, Kluwer Academic Publishers, Dordrecht Paris K. (1999) OECD Agri-Environmental Indicators: Work In Progress, Information Paper provided to the Joint ECE/Eurostat Work Session on Methodological Issues on Environmental Statistics, Jerusalem, Israel Patrick F. and Blake B.F. (1980) Measurement and modelling of farmers goals: an evaluation and suggestions, Southern Journal of Agricultural Economics, Vol. 1: Pearce D. (1993) Blueprint 3: Measuring sustainable development, CSERGE, Earthscan Publications Ltd, London Pearce D. (1999a) Water pricing: investigating conceptual and theoretical issues, Proceedings of the Conference Pricing Water: economics, environment and society, Sintra, 6-7 September Pearce D. (1999b) Measuring Sustainable Development: Implications for Agrienvironmental Indicators, in OECD (1999) Measuring the Impacts of Agriculture: The York Workshop, Paris Penman H.L. (1963) Vegetation and hydrology, Tech. Comm. No.53, Commonwealth Bureau of Soils, Harpenden, England Perry C.J. (2001) Water at Any Price? Issues and Options in Charging for Irrigation Water, Irrigation and Drainage, Vol. 50: No.1: Ramsar Convention (1971) Convention on Wetlands of International Importance especially as Waterfowl Habitat, Ramsar, Iran,

267 Reca J., Roldan J., Alcaide M., Lopez R. and Camacho E. (2001) Optimisation model for water allocation in deficit irrigation systems: Description of the model, Agricultural Water Management, Vol. 48: Renwick M. (2001) Valuing water in a multiple-use system: Irrigated agriculture and reservoir fisheries, Irrigation and Drainage Systems, Vol.15: Rodriguez M., Fernadez F., Correa J., Ferrer E. and Ferrero N. (2002) Evaluation of Irrigation Projects and Water Resource Management: A Methodological Proposal, Sustainable Development, Vol. 10: Rogers, P., De Silva, R. and Bhatia, R. (2002) Water is an Economic Good: How to Use Prices to Promote Equity, Efficiency and Sustainability, Water Policy, Vol. 4: Romero C. (2000) Risk programming for agricultural resource allocation: A multidimensional risk approach, Annals of Operations Research, Vol. 94: Romero C. (1991) Handbook of Critical Issues in Goal Programming, Pergamon Press, Oxford Romero C. and T. Rehman (2003) Multiple criteria analysis for agricultural decisions, 2 nd Edition, Elsevier Science B.V., Amsterdam, The Netherlands 117. Roth E. (2001) Water Pricing in the EU: A Review, European Environmental Bureau, No. 2001/ Roy B. (1968) Classement et choix en présence de point de vue multiples: La méthode ELECTRE, R.I.R.O., Vol. 8 : Roy B. (1996) Multicriteria Methodology for Decision Aiding, Kluwer Academic Publishers, Dordrecht Said A., Glover T., Stevens D. and Sehlke G. (2002) Physical and Economic Sustainability: The Case of the Big Lost River, Conference on Sustainable Development of Energy, Water and Environment Systems in Dubrovnik, Croatia Samuelson P.A. (1954) The pure theory of public expenditure, Review of Economics and Statistics, Vol. 36, No 4: Schniederjans M.J. (1995), Goal Programming: Methodology & Applications, Kluwer Academic Publishers, Boston Small L.E. and Carruthers I. (1991) Farmer financed irrigation, the economics of reform, Cambridge, Cambridge University Press Smith M. (1992) CROPWAT - A Computer Program for Irrigation Planning and Management, FAO Irrigation and Drainage Paper No. 46, Rome, Italy Smith M., Allen R.G., Monteith J.L., Perrier A., Pereira L. and Segeren A. (1991) Report of the expert consultation on procedures for revision of FAO guidelines for prediction of crop water requirements, UN-FAO, Rome SPSS (1999) SPSS Base 10.0 User's Guide, Chicago, IL, Ref HA32.S

268 Steuer R.E. (1986) Multiple Criteria Optimization: Theory, Computation, and Application, J. Wiley, New York Sumpsi J.M., Amador F. and Romero C. (1997) On farmers objectives: a multicriteria approach, European Journal of Operational Research, Vol. 96: Tamiz M., Jones D.F., and Romero C. (1998) Goal programming for decision making: an overview of the current state-of-the-art, European Journal of Operational Research, Vol. 111: Tardieu H. and Prefol B. (2002) Full Cost or Sustainability Cost Pricing in Irrigated Agriculture. Charging for Water Can Be Effective, but is it Sufficient?, Irrigation and Drainage, Vol. 51: Tiwari D.N. (1998) Determining Economic Value Of Irrigation Water: Comparison Of Willingness To Pay And Indirect Valuation Approaches As A Measure Of Sustainable Resource Use, CSERGE Working Paper No , CSERGE, University College London Tiwari D.N. (2000) Sustainability criteria and cost-benefit analysis: an analytical framework for environmental-economic decision making at the project level, Environmental and Development Economics, Vol. 5: Tiwari D.N., Loof R. and Paudval G.N. (1999) Environmental economic decision making in lowland irrigated agriculture using multi-criteria analysis technique, Agricultural Systems, Vol. 60: Torell L., Libbin J. and Miller M. (1990) The Market Value of Water in the Ogallala Aquifer, Land Economics, Vol. 66: Tsur Y. and Dinar A. (1995) Efficiency and Equity Considerations in Pricing and Allocating Irrigation Water, The World Bank Agriculture and Natural Resources Department, Policy Research Working Paper No Tsur Y. and Dinar A. (1999) The Relative Efficiency and Implementation Costs of Alternative Methods for Pricing Irrigation Water, World Bank Economic Review, Vol. 11, No. 2: Turner K. (1990) Environmental economics: Towards an interdisciplinary approach, Paper for the IBC Technical Services Seminar on Environmental Economics, London Turner K., Georgiou S., Clarke R., Brouwer R. and Burke J. (2004) Economic valuation of water resources in agriculture. From the sectoral to a functional perspective of water resources management, FAO Water Reports No. 27, FAO, Rome UN (2004) Freshwater country profile Greece, UN Department of Economic and Social Affairs, Division for Sustainable Development, /agenda21/natlinfo/countr/greece/watergreece04f.pdf [Assessed 3 January 2006] 140. UNEP (1976) Convention for the protection of the marine environment and the coastal region of the Mediterranean (Barcelona Convention), Barcelona, Spain.

269 Von Neumann J. and Morgenstern O. (1944) Theory of Games and Economic Behavior, Princeton, New Jersey Ward F.A. and Michelsen A. (2002) The economic value of water in agriculture: concepts and policy implications, Water Policy, Vol. 4: Ward J.H. (1963) Hierarchical grouping to optimize an objective function, Journal of the American Statistical Association, Vol.58: WATECO (2002), Economics and the Environment: The Implementation challenge of the Water Framework Directive, a Guidance Document, Working Group 2.6, WATECO Weil R.R (1990) Defining and Using the Concept of Sustainable Agriculture, Journal of Agronomy Education, Vol. 19: Wheeler B.M. and Russell J.R. (1977) Goal programming and agricultural planning, Operational Research Quarterly, Vol. 28: Winograd M., Aguilar M., Farrow A., Segnestam L., Linddal M. and Dixon J. (1999) Conceptual Framework to Develop and Use Water Indicators, Technical Note of CIAT/World Bank/UNEP Project Rural Sustainability Indicators: Outlook for Central America, Cali, Colombia Winpenny J. (2003) Financing water for all, Report of the World Panel on Financing Water Infrastructure World Bank (1999) Environmental Performance Indicator, A Second Edition Note, The World Bank, Washington D.C., USA Young R.A. and Haveman R.H. (1985), Economics of Water Resources: a Survey, in: Kneese A. and Sweenly J. (eds) Handbook of Natural Resource and Energy Economics, Vol II: , Elsevier Science Publishers Young R.A. (1996), Measuring Economic Benefits for Water Investments and Policies, World Bank Technical Paper Νο. 338, Washington, D.C Zalidis G., Dimitriadis X., Antonopoulos A. and Gerakis A. (1997) Estimation of a network irrigation efficiency to cope with reduced water supply, Irrigation and drainage systems, Vol. 11: Zoints S. (1992) Some thoughts on research in multiple criteria decision making, Computers and Operations Research, Vol. 19 (7): Απόφαση 1600/2002/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τη θέσπιση του έκτου κοινοτικού προγράμματος δράσης για το περιβάλλον, L242, Γεράκης Π. και Κουτράκης Ε. (1999) Υγρότοποι και Γεωργία, Σημειώσεις μαθήματος Γεωπονίας, ΑΠΘ Δούμπος Μ. (2004) Πολυκριτήρια Συστήματα Αποφάσεων, Πολυτεχνείο Κρήτης, Τμήμα Μηχανικών Παραγωγής και Διοίκησης, Χανιά.

270 Δούμπος Μ. και Ζοπουνίδης Κ. (2004) Λήψη αποφάσεων με πολλαπλά κριτήρια: Μια εισαγωγή στις βασικές έννοιες, μεθοδολογία και εφαρμογές στο Γρηγορούδης Ε., Δούμπος Μ., Ζοπουνίδης Κ. και Ματσατσίνης Ν.Φ. (επιμ.) Πολυκριτήρια ανάλυση αποφάσεων: Μεθοδολογικές προσεγγίσεις και εφαρμογές, Εκδόσεις Νέων Τεχνολογιών, Αθήνα Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Kοινοτήτων (1985), Απόφαση της επιτροπής για τη θέσπιση κοινοτικής τυπολογίας των γεωργικών εκμεταλλεύσεων, Βρυξέλλες, L220, Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (1999), Ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Συμβούλιο, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και την Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή: Κατευθύνσεις για μια αειφόρο γεωργία, COM(1999) 22 τελικό, Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Kοινοτήτων (2000a), Οδηγία 2000/60/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τη θέσπιση πλαισίου κοινοτικής δράσης στον τομέα της πολιτικής υδάτων, Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, L327, Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Kοινοτήτων (2000b), Ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Συμβούλιο, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και την οικονομική και κοινωνική επιτροπή: Πολιτικές τιμολόγησης για την ενίσχυση της αειφορίας των υδατικών πόρων, Βρυξέλλες, COM(2000)477 τελικό Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Kοινοτήτων (2000c), Ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Συμβούλιο και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο: Δείκτες για την ενσωμάτωση των περιβαλλοντικών προβληματισμών στην κοινή γεωργική πολιτική, Βρυξέλλες, COM(2000) 20 τελικό, Καυκαλάς Γ. και Πιτσιάβα Μ. (2004) Χωρικές Επιπτώσεις Εγνατίας Οδού, Παρατηρητήριο Χωρικών Επιπτώσεων Εγνατίας Οδού, Τελική Έκθεση, Οκτώβριος 2004, Θεσσαλονίκη Κιτσοπανίδης Γ. και Καμενίδης Χ. (1992) Αγροτική Οικονομική, B Έκδοση, Εκδόσεις Ζήτη, Θεσσαλονίκη Κιτσοπανίδης Γ. (1993) Οικονομική Γεωργικής Παραγωγής: Αρχές και Εφαρμογές, Εκδόσεις Ζήτη, Θεσσαλονίκη ΚΥΑ (1989) Προσδιορισμός κατώτατων και ανώτατων ορίων των αναγκαίων ποσοτήτων για την ορθολογική χρήση νερού στην άρδευση, ΦΕΚ 428/Β (Φ.16/6631) 167. Κωνσταντινίδης Κ. (1989) Τα Εγγειοβελτιωτικά Έργα στην Πεδιάδα Θεσσαλονίκης, Εκδόσεις Γεωτεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδας, Θεσσαλονίκη Λατινόπουλος Δ. (2004) Η εφαρμογή της οδηγίας πλαίσιο για το νερό στην Ελλάδα και η ενσωμάτωσή της στην εθνική νομοθεσία στο Γ. Καυκαλάς (επιμ.) Ζητήματα Χωρικής Ανάπτυξης. Θεωρητικές Προσεγγίσεις και πολιτικές, Εκδόσεις Κριτική, Αθήνα.

271 Λατινόπουλος Δ., Λατινόπουλος Π. και Μυλόπουλος Γ. (2005) Η μεταβολή της ζήτησης του αρδευτικού νερού ως συνέπεια της τιμολόγησής του, Πρακτικά 5ου Εθνικού Συνεδρίου της Ελληνικής Επιτροπής Διαχείρισης Υδατικών Πόρων, Ξάνθη Λατινόπουλος Δ. και Μυλόπουλος Γ. (2005) Η οικονομική αξιολόγηση του νερού στη γεωργία: Εφαρμογή στη λεκάνη απορροής του Λουδία, Πρακτικά HELECO 05, Τ.Ε.Ε., Αθήνα, 3-6 Φεβρουαρίου Λατινόπουλος Π. και Κρεστενίτης Ι. (1987) Εγγειοβελτιωτικά Έργα, Διδακτικές Σημειώσεις, Τμήμα Πολιτικών Μηχανικών Α.Π.Θ., Θεσσαλονίκη Λέκα Α., Γκούμας Σ. και Κασσιός Κ. (2005) Η Σύγχρονη Σημασία και ο Ρόλος των Περιβαλλοντικών Δεικτών στη Διαχείριση του Περιβάλλοντος, Πρακτικά HELECO 05, Τ.Ε.Ε., Αθήνα, 3-6 Φεβρουαρίου Μάλλιος Ζ. (2005) Αποτίμηση Της Αξίας Του Αρδευτικού Νερού Με Τη Μέθοδο Της Εξαρτημένης Αξιολόγησης, Διδακτορική Διατριβή, ΑΠΘ, Θεσσαλονίκη Μπεόπουλος Ν. (2001) Γεωργία και Περιβάλλον, Βιώσιμη Ελλάδα και το Μεσογειακό σχέδιο δράσης, Κείμενα Εργασίας του ΕΚΠΑΑ: Εισηγήσεις Ομιλητών στη Συνάντηση Εργασίας του ΕΚΠΑΑ με θέμα Βιώσιμη Ελλάδα & το Μεσογειακό Σχέδιο Δράσης, Μυλόπουλος Γ. (1999) Βιώσιμη διαχείριση υδατικών πόρων, Σημειώσεις προγράμματος Μεταπτυχιακών Σπουδών, Α.Π.Θ N.3199/2003 Προστασία και διαχείριση των υδάτων εναρμόνιση με την Οδηγία 2000/60/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 23 ης Οκτωβρίου 2000, ΦΕΚ 280/ Πανώρας Α. και Χατζηγιαννάκης Σ. (1992) Εκτίμηση της παροχής και της ποιότητας του νερού του παλιρροιακού ποταμού Λουδία, Υδροτεχνικά, Tόμος 2 (1): Παπαζαφειρίου Ζ. (1999) Οι ανάγκες σε νερό των καλλιεργειών, Εκδόσεις Ζήτη, Θεσσαλονίκη 179. ΟΟΣΑ (2000), Εκθέσεις Περιβαλλοντικών Επιδόσεων Σιάρδος Γ. (1999) Μέθοδοι Πολυμεταβλητής Στατιστικής Ανάλυσης, με την επίλυση ασκήσεων μέσω του στατιστικού προγράμματος SPSS, Μέρος Πρώτο: Διερεύνηση Σχέσεων Μεταξύ Μεταβλητών, Εκδόσεις Ζήτη, Θεσσαλονίκη ΥΠΑΝ (2003), Σχέδιο Προγράμματος Διαχείρισης των Υδατικών Πόρων της Χώρας, ΥΠΑΝ, ΙΓΜΕ, ΕΜΠ, ΚΕΠΕ, Αθήνα ΥΠΕΧΩΔΕ (2001) Master Plan για την αξιοποίηση των υδατικών πόρων της ευρύτερης περιοχής της Θεσσαλονίκης με σκοπό την κάλυψη των αναγκών ύδρευσης Χατζηλάκου Δ. (2001) Υδάτινο περιβάλλον και διαχείριση υδατικών πόρων, Βιώσιμη Ελλάδα και το Μεσογειακό σχέδιο δράσης, Κείμενα Εργασίας του ΕΚΠΑΑ: Εισηγήσεις Ομιλητών στη Συνάντηση Εργασίας του ΕΚΠΑΑ με θέμα Βιώσιμη Ελλάδα & το Μεσογειακό Σχέδιο Δράσης,

272 ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Α Παραδείγματα τιμολόγησης του νερού στη γεωργία

273 262 ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Α Πίνακας Α.1: Διεθνή παραδείγματα μεθόδων και τιμών τιμολόγησης νερού στη γεωργία Χώρα / Περιοχή (έτος) Αλγερία Εθνικός μέσος όρος (1995) Αργεντινή Εθνικός μέσος όρος (1997) Αυστραλία N.S. Wales, Queensland (1995) Southern Murray- Darling ( ) Μέθοδος τιμολόγησης Δίπλευρη τιμολόγηση (Σταθερή χρέωση + ογκομετρική τιμολόγηση) Τιμή (US$) / Τιμή (US$) /ha Ανάκτηση κόστους m 20,0 30,0 4,0 8,0 Όχι ξεκάθαρη (σημαντικές δημόσιες επενδύσεις) Στρεμματική - 70,0 12% Λ & Σ Ογκομετρική 1,2 7,4-100% Λ & Σ Ογκομετρική 10,2-60% Λ & Σ Victoria (1995) Ογκομετρική 4,4 - Σχεδόν το 100% Λ & Σ Βουλγαρία Στρεμματική ή Εθνικά και ογκομετρική Περιφερειακά 5,9 (μέγιστη (ανάλογα με την 10,0 85,0 αρδευτικά τιμολόγηση) καλλιέργεια) + συστήματα(2001) κόστος άντλησης Βραζιλία Επιλεγμένα δημόσια Δίπλευρη δίκτυα (1995) τιμολόγηση 3,1 33,8 3,7 τον μήνα - Γαλλία Adour-Garon (1997) Ογκομετρική 5,3-100% Λ & Σ Rhon-Med (1994) Σταθερή 3,1 (επιφανειακό) ογκομετρική και 6,5 (υπόγειο) - 100% Λ & Σ Ποικίλει από <60% έως και 100% των εξόδων Λ&Σ Ελλάδα Κρήτη (1997) Ογκομετρική 21,0 82,0-100% Λ & Σ Εθνικός μέσος όρος (1997) - 92,0 210, % Λ & Σ Ηνωμένο Βασίλειο Ουαλία (1997) Ογκομετρική 13,0 28,0-100% του κόστους Η.Π.Α. N. Sacramento (1997) Tehama (1997) Pacific North West (1990) Ιαπωνία Εθνικός μέσος όρος (1997) Ινδία Εθνικός μέσος όρος (2001) Ιορδανία Ογκομετρική Ογκομετρική Ογκομετρική 4,9 ως το 80% της κατανάλωσης και κλιμακωτές αυξήσεις στη συνέχεια 4,9 ως το 80% της κατανάλωσης και κλιμακωτές αυξήσεις στη συνέχεια 13,4 (μέσος όρος) Στρεμματική - 246,0 (ρύζι) Στρεμματική ανά καλλιέργεια 0,4 1,6 1, ,0 8,0 30,0 (τεύτλα) 100% Λ & Σ και του κόστους κεφαλαίου 100% Λ & Σ και του κόστους κεφαλαίου 17% του συνολικού κόστους Λ & Σ και μέρος του κόστους κεφαλαίου - Εθνικός μέσος όρος (1999) Ογκομετρική 21,1 - Περίπου 50% των εξόδων Λ & Σ

274 ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ ΤΙΜΟΛΟΓΗΣΗΣ ΤΟΥ ΝΕΡΟΥ ΣΤΗ ΓΕΩΡΓΙΑ 263 Χώρα / Περιοχή (έτος) Ισπανία Andalucia, Valencia (1995) Μέθοδος τιμολόγησης Δίπλευρη τιμολόγηση Τιμή (US$) / Τιμή (US$) /ha Ανάκτηση κόστους m 27,0 133,0 90,0-129,0 100% Λ & Σ και μέρος του κόστους κεφαλαίου Castille (1995) Ογκομετρική 70,0-100% Λ & Σ 42 διαφορετικά δίκτυα (1995) Διάφορες - 8,3 266,0 - Ισραήλ $180,0 το πρώτο 50% του νερού, Mekorot (2002) $290,0 το τελευταίο 20% Πολύπλευρη $220,0 το τιμολόγηση επόμενο 30% και - - Ιταλία Εθνικός μέσος όρος (1996) Καναδάς Εθνικός μέσος όρος (1996) Καζακστάν Εθνικός μέσος όρος (1997) Κίνα Επαρχία Shaanxi (1999) Κολομβία Εθνικός μέσος όρος (1995) Μαρόκο Εθνικός μέσος όρος (2002) Μεξικό Εθνικός μέσος όρος (1997) Μπαγκλαντές 6 σημαντικά επιφανειακά αρδευτικά δίκτυα (1998) Megnha Dhonagoda and Pabna (1998) North Bengal (1998) Νέα Ζηλανδία Lower Waitaki (1997) Νιγηρία Αρδευτικά δίκτυα στην κοιλάδα του Νίγηρα (1995) Ουγγαρία Εθνικός μέσος όρος (2000) Ρουμανία Εθνικός μέσος όρος (2000) Στρεμματική - 21,0 78,2 - Δίπλευρη τιμολόγηση 1,7 1,9 6,6 36,7 100% Λ & Σ Ογκομετρική 0,4 - Σύνθετη (ογκομετρική και στρεμματική και με επιπλέον εισφορές) Στρεμματική ανά καλλιέργεια Ογκομετρική Καμία σύνδεση τιμής και κόστους 27,0 49,5 50,0 150,0 - $20,0 (επιφαν.) $30,0-40,0 (υπ.) - 52,0 52% Λ & Σ - - Στρεμματική - 60, % Λ & Σ Σταθερή χρέωση ανά καλλιεργητική περίοδο - 0,4 3 Ανεπαρκής Στρεμματική - 7,7 21, % Λ & Σ Ανά καλλιέργεια ανά περίοδο - 63,0 Στρεμματική - 11,0 27,5 Στρεμματική με προσαρμογή σε κάθε αρδευτική περίοδο Στρεμματική και/ή ογκομετρική Περίπου 65% των εξόδων Λ & Σ 100% Λ & Σ και έκτακτες δαπάνες κεφαλαίου - 124,0 (ρύζι) Όχι ξεκάθαρη σχέση 3,7 31,2 5,2 31,2 Ογκομετρική 0,4 - Λ & Σ και μέρος του κόστους κεφαλαίου Τιμές ανεξάρτητες του κόστους

275 264 ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Α Χώρα / Περιοχή (έτος) Σλοβακία Εθνικός μέσος όρος (1999) Σουδάν Διάφορα αρδευτικά δίκτυα ( ) Συρία Εθνικός μέσος όρος (1997) Τουρκία Δυτική Τουρκία (1998) Νοτιο-ανατολική και Κεντρική Ανατολία (1998) Εθνικός μέσος όρος (1995) Φιλιππίνες Εθνικός μέσος όρος (1997) Μέθοδος τιμολόγησης Τιμή (US$) / Τιμή (US$) /ha Ανάκτηση κόστους m Ογκομετρική 0 48,9 - Στρεμματική ανά καλλιέργεια Σταθερή στρεμματική Στρεμματική - Στρεμματική - Στρεμματική ανά καλλιέργεια Στρεμματική ανά καλλιέργεια και ανά προέλευση υδατικών πόρων - 15,8 28,1 (βαμβάκι) 11,8 21,1 (λοιπές) του συνολικού κόστους Κάθε σύστημα ορίζει τις τιμές εκείνες που καλύπτουν τα έξοδα Λ & Σ - 50, ,0 49,5 (επιφαν.) 96,5 (υπόγειο) 19,8 (επιφαν.) 44,0 (υπογειο) 70% Λ & Σ 70% Λ & Σ Το περισσότερα έξοδα Λ & Σ - 77,0 46% Λ & Σ Πηγή: (Cornish et al., 2004)

276 ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ ΤΙΜΟΛΟΓΗΣΗΣ ΤΟΥ ΝΕΡΟΥ ΣΤΗ ΓΕΩΡΓΙΑ 265 Πίνακας Α.2: Διεθνή παραδείγματα πολιτικών που επηρεάζουν την τιμολόγηση του νερού στη γεωργία Χώρα Αυστραλία Ανάκτηση κόστους Λ & Σ και αποκατάσταση κεφαλαίου Διαφοροποίηση τιμολόγησης με βάση: ΙΣ ΠΕ ΙΔ ΤΑ ΔΠ ΑΠ Χ Χ Χ Χ Καναδάς Λ & Σ Χ Χ Χ Χ Χ Γαλλία Ελλάδα Ιταλία Ιαπωνία Λ & Σ και αποκατάσταση κεφαλαίου Λ & Σ και διοικητικό κόστος Λ & Σ και % κόστους αποκατάστασης κεφαλαίου Λ & Σ και % κόστους αποκατάστασης κεφαλαίου Χ Χ Χ Χ Άλλα οικονομικά εργαλεία Εμπορεύσιμες άδειες Εμπορεύσιμες άδειες και περιβαλλοντική νομοθεσία Ποσοστώσεις (ανάλογα με τη διαθεσιμότητα νερού) Αγροτική πολιτική και πολιτικές αγροτικής ανάπτυξης Χ Χ Χ Χ Χ Ποσοστώσεις Χ Μεξικό Λ & Σ Χ Χ Ολλανδία Λ & Σ Χ Χ μ.δ. Χ Χ Χ Νέα Ζηλανδία 100% του κόστους Πορτογαλία Λ & Σ Ισπανία Λ & Σ και % κόστους αποκατάστασης κεφαλαίου Μεταβιβάσιμες άδειες Αγροτική πολιτική και πολιτική διαχείρισης υδατικών πόρων Όρια ρύπανσης και εισφορές για την αποφυγή πλημμυρών Ανταγωνισμός με άλλες χρήσεις νερού Ισχυρός Μέτριος Σε εξάρτηση με τις κλιματικές συνθήκες Ισχυρός Ισχυρός (στη Νότια Ιταλία) Ισχυρός (σε περιόδους ξηρασίας) Ισχυρός Μικρός Χ Χ Χ Χ Χ Χ Κανένα Αυξανόμενος Χ Αγροτική πολιτική και πολιτικές αγροτικής ανάπτυξης Ποσοστώσεις και σε μερικές περιπτώσεις λειτουργία αγοράς Μικρός Ισχυρός Τουρκία Λ & Σ Χ Αγροτική πολιτική Μικρός Βρετανία ΗΠΑ 100% του κόστους Λ & Σ και % κόστους αποκατάστασης κεφαλαίου Χ Χ Χ Χ Χ Ποσοστώσεις Χ Χ Χ Χ Εμπορεύσιμες άδειες Αυξανόμενος σε ορισμένες περιοχές Ισχυρός = ναι, Χ = όχι, μ.δ. = μη διαθεσιμότητα δεδομένων ΙΣ = ισότητα κατά την τιμολόγηση ΠΕ = ποιότητα εδάφους ΙΔ = ιστορικά δικαιώματα ιδιοκτησίας Λ & Σ = Λειτουργίας και Συντήρησης ΤΑ = τεχνολογία αρδεύσεων ΔΠ = δυνατότητα πληρωμής από τους αγρότες ΑΠ = γενικότερη αγροτική πολιτική Πηγή: (OECD, 1997a)

277 266 ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Α

278 ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Β Περιοχή μελέτης (Χάρτες Δεδομένα)

279 268 ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Β Σχήμα Β1: Ζώνες άρδευσης στη λεκάνη του Λουδία Πηγή: (Υ.ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε, 2001)

280 ΧΑΡΤΕΣ ΚΑΙ ΔΕΔΟΜΕΝΑ 269 Σχήμα Β2: Όρια δικαιοδοσίας των ΤΟΕΒ και του ΓΟΕΒ Θεσσαλονίκης Πηγή: (ΓΟΕΒ Θεσσαλονίκης) Έσοδα Έξοδα 18.5% 7.0% 1.0% 1.5% 2.0% 1.5% 14.2% 29.1% 18.3% 74.5% Εισφορές ΤΟΕΒ Εισφορές Περιοχών Εισφορές Νομικών Προσώπων 14.0% 18.4% Διοίκηση Επίβλεψη έργων Συντήρηση έργων Λειτουργία έργων Αντλιοστάσια Υπόγειο δίκτυο Προμήθεια υλικών Επιστροφές ΑΤΕ Τόκοι δανείου Πηγή: (Προϋπολογισμός 2002,ΓΟΕΒ Θεσσαλονίκης) Σχήμα Β3: Κατανομή εσόδων - εξόδων του ΓΟΕΒ Θεσσαλονίκης Πίνακας Β1: Γεωργικό στατιστικό δελτίο δημοτικού διαμερίσματος (Ε.Σ.Υ.Ε)

281 270 ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Β ΝΟΜΟΣ ΔΗΜΟΣ ή ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ή ΚΟΙΝΟΤΙΚΟ ΔΙΑΜΕΡΙΣΜΑ Ημαθίας ΕΤΟΣ 2002 Αλεξάνδρειας Αλεξάνδρειας ΑΡΟΤΡΑΙΕΣ ΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΕΣ Είδος Έκταση (σε στρ.) Παραγωγή σε Kg Είδος Έκταση (σε στρ.) Παραγωγή σε Kg 1) Σιτηρά για καρπό 5) Κτηνοτροφικά Φυτά Σιτάρι μαλακό 80 32, Για καρπό (κτην. όσπρια) Σιτάρι σκληρό ,500 Βίκος Κριθάρι 50 17,500 Ρόβι Βρώμη Λούπινα Σίκαλη Λαθούρια Καλαμπόκι χωρίς συγκαλλιέργεια 3,200 3,200,000 Μπιζέλια κτηνοτροφικά Καλαμπόκι με συγκαλλιέργεια Κουκιά κτηνοτροφικά Ρύζι ,000 Φακή κτηνοτροφική Σόργο Σπόρος τριφυλλιών Λοιπά σιτηρά Λοιπά κτηνοτρ. φυτά για καρπό 2) Όσπρια βρώσιμα 5.2 Για χόρτο και ριζώματα Φασόλια χωρίς συγκαλλιέργεια Κριθάρι για σανό Φασόλια με συγκαλλιέργεια Βρώμη για σανό Κουκιά Βίκος για σανό Φακή Λοιπά σανά Λαθούρια Μηδική 1,650 2,475,000 Ρεβίθια Τριφύλλια ετήσια & λοιπά πολυετή Μπιζέλια Κοφτολίβαδα Λοιπά βρώσιμα όσπρια Καλαμπόκι χλωρό Σόργο χλωρό 3) Βιομηχανικά Φυτά Τεύτλα κτηνοτροφικά Καπνός ανατολικού τύπου Καπνός Μπέρλεϋ, Βιρτζίνια , Για γρασίδια Βαμβάκι ποτιστικό 24,360 9,013,200 Κριθάρι 5 xxxxxxxxx Βαμβάκι ξερικό Βρώμη 5 xxxxxxxxx Σουσάμι Βίκος 30 xxxxxxxxx Ηλίανθος Λαθούρια xxxxxxxxx Σόργο xxxxxxxxxxxx Τεχνητοί λειμώνες (λιβάδια) xxxxxxxxx α) Χόρτο xxxxxxxxxxx β) Καρπός xxxxxxxxxxx 6) Μποστανικά - πατάτες Αραχίδα Καρπούζια ,000 Σόγια Πεπόνια 25 50,000 Ζαχαρότευτλα 5,700 34,200,000 Πατάτες ανοίξεως Κολοκύθες για πασατέμπο Πατάτες καλοκαιρινές ,000 Πιπεριές ξερές Πατάτες φθινοπώρου και χειμώνα Λοιπά βιομηχανικά φυτά xxxxxxxxxxx Γλυκοπατάτες 4) Αρωματικά φυτα που καλλιεργούνται (μέντα, ρίγανη κλπ.) xxxxxxxxxxx Σύνολο εκτάσεων αροτραίων 36,650 xxxxxxxxx Ποτίστηκαν 35,970 xxxxxxxxx

282 ΧΑΡΤΕΣ ΚΑΙ ΔΕΔΟΜΕΝΑ 271 ΓΗ ΛΑΧΑΝΟΚΗΠΩΝ - ΦΥΤΩΡΙΑ - ΣΠΟΡΕΙΑ - ΕΜΠΟΡΙΚΟΙ ΑΝΘΟΚΗΠΟΙ (ΚΗΠΕΥΤΙΚΗ ΓΗ) Έκταση γης στην οποία φυτεύτηκαν ή σπάρθηκαν λαχανοκομικά είδη (κήποι, περιβόλια, δενδρώνες, χωράφια), δηλαδή η καθαρή έκταση Έκταση φυτωρίων (σπορείων) παραγωγής μόνο φυταρίων λαχανικών για μεταφύτευση Έκταση φυτωρίων καρποφόρων δένδρων για μεταφύτευση Έκταση φυτωρίων δασικών δένδρων για μεταφύτευση Έκταση φυτωρίων καλλωπιστικών φυτών για μεταφύτευση Έκταση φυτωρίων αμερικάνικων αμπέλων Έκταση καπνοσπορείων για χρήση των ίδιων των καλλιεργητών τους ή πώληση φυταρίων καπνού σε άλλους Έκταση εμπορικών ανθόκηπων, παραγωγής ανθέων που κόπτονται ή φυτών ανθέων Έκταση θερμοκηπίων κάθε τύπου για λαχανικά Έκταση θερμοκηπίων κάθε τύπου για άνθη Σύνολο των ανωτέρω Ποτίστηκαν Στρέμματα ΛΑΧΑΝΟΚΟΜΙΚΑ ΕΙΔΗ Είδος Έκταση (σε στρ.) Παραγωγή σε Kg Είδος Έκταση (σε στρ.) Παραγωγή σε Kg Λάχανα 25 62,500 Τομάτες επιτραπέζιες για νωπή χρήση ,000 Κουνουπίδια 15 30,000 Τομάτες επιτραπέζιες για νωπή χρήση υπό κάλυψη (θερμοκήπια) ,000 Σπανάκι 25 30,000 Φασολάκια Χλωρά 15 22,500 Πράσα 10 50,000 Μπάμιες ποτιστικές 50 20,000 Κρεμμυδάκια χλωρά 35 52,500 Μπάμιες ξερικές Κρεμμύδια ξερά 10 30,000 Κολοκυθάκια 5 12,500 Σέλινα Αγγούρια υπαίθρου Σκόρδα: α) Χλωρά Αγγούρια υπό κάλυψη (θερμοκήπια) 10 35,000 β) Ξερά 25 12,500 Αγγουράκια για τουρσί Μπιζέλια χλωρά Κολοκύθες Ραπανάκια Μελιτζάνες υπαίθρου 35 70,000 Αρακάς: α) Χλωρός Μελιτζάνες υπό κάλυψη β) Ξερός Πιπεριές χλωρές 10 30,000 Κουκιά χλωρά Αγκινάρες Παντζάρια 15 12,000 Σπαράγγια ,000 Μαρούλια 20 6,000 Φράουλες Αντίδια και Ραδίκια 10 2,000 Αμπελόφυλλα εμπορεύσιμα Κοκκάρι Σέσκουλα - Σινάπια Σύνολο 2,095 xxxxxxxx Καρότα 15 6,000 Τομάτα βιομηχανική 730 2,920,000 ΑΜΠΕΛΟΙ - ΣΤΑΦΙΔΑΜΠΕΛΟΙ Εκταση σε στρέμματα Παραγωγή σε χιλιόγραμμα Είδος Φυτείες που έγιναν στη διάρκεια του έτους Σύνολο άμπελων και σταφιδάμπελων Ξερών σταφίδων Σταφυλιών επιτραπέζιων Σταφυλιών που γλευκοποιήθηκαν Άμπελοι, κυρίως για οινοπαραγωγή Άμπελοι, κυρίως για επιτραπέζια σταφύλια Σταφίδες α. Κορινθιακή β. Σουλτανίνα γ. Λοιπές σταφίδες Σύνολο εκτάσεων xxxxxxxxx xxxxxxxxxxxx xxxxxxx xxxxxxxx Ποτίστηκαν xxxxxxxxx xxxxxxxxxxxx xxxxxxx xxxxxxxx

283 272 ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Β ΔΕΝΔΡΩΔΕΙΣ ΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΕΣ ΕΙΔΟΣ ΔΕΝΔΡΩΝ ΕΚΤΑΣΕΙΣ ΚΑΝΟΝΙΚΩΝ ΔΕΝΔΡΩΔΩΝ ΣΕ ΣΤΡΕΜΜΑΤΑ ΑΡΙΘΜΟΣ ΔΕΝΔΡΩΝ ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΠΟΥ ΣΥΓΚΟΜΙΣΘΗΚΕ ΣΕ kgr Λεμονιές Πορτοκαλιές Μανταρινιές Νεραντζιές Κιτριές Φραπιές Περγαμοτιές Γκρεϊπ φρουτ Αχλαδιές Μηλιές Βερικοκιές Ροδακινιές Κερασιές Βυσσινιές Κυδωνιές Κορομηλιές Συκιές α) για νωπά σύκα β) για ξερά σύκα Δαμασκηνιές α) για νωπά δαμάσκηνα β) για ξερά δαμάσκηνα Αμυγδαλιές Καρυδιές Λεπτοκαρυές Φιστικιές Καστανιές Χαρουπιές Ελαιόδεντρα: α) για βρώσιμες ελιές β) για ελιές ελαιοποιήσεως Ακτινίδια Αβοκάντο Μαστιχόδεντρα Ροδιές Μεσπιλιές (μουσμουλιές) Μπανανιές Άλλα δένδρα Σύνολο εκτάσεων Ποτίστηκαν 1, ,000 50,000 1, ,000 6,000, ,570 78,500 1,570, , ,000 90, ,450 70, , , , , ,900 1,000 4,400 4,400 ΑΝΑΚΕΦΑΛΑΙΩΣΗ Αροτραίες καλλιέργειες Γη λαχανοκήπων (κηπευτική γη) Δενδρώδεις καλλιέργειες Κατηγορίες Καλλιεργειών Άμπελοι - Σταφιδάμπελοι Αγρανάπαυση 1-5 ετών Σύνολο των εκτάσεων που καλλιεργούνται και της αγραναπαύσεως και σύνολο αυτών που ποτίστηκαν Εκτάσεις σε στρέμματα Σύνολο Από αυτές ποτίστηκαν 36,650 35,970 2,095 2,095 4,400 4, ,095 42,465

284 ΧΑΡΤΕΣ ΚΑΙ ΔΕΔΟΜΕΝΑ 273 ΓΕΩΡΓΙΚΑ ΜΗΧΑΝΗΜΑΤΑ Είδος μηχανήματος Διαξονικοί ελκυστήρες (τρακτέρ) Μονοαξονικοί ελκυστήρες Θεριζοαλωνιστικές μηχανές (κομπίνες) Απλές Θεριζοαλωνιστικές μηχανές κάθε τύπου (αυτοδετικές και μη) Αλωνιστικές μηχανές κάθε τύπου Απλές χορτοσυλλεκτικές μηχανές Βαμβακοσυλλεκτικές Τευτλοεξαγωγείς Κλαδευτικά μηχανήματα Εκκοκκιστές αραβοσίτου Σπαρτικές μηχανές σίτου Σπαρτικές μηχανές βαμβακιού, αραβοσίτου Σιτοδιαλογείς Μηχανοκίνητοι ψεκαστήρες υψηλής πίεσης Μηχανοκίνητοι ψεκαστήρες επινώτιοι Μηχανοκίνητοι ψεκαστήρες γραμμικών καλλιεργειών Μηχανοκίνητοι θειωτήρες Μηχανές αρμαθιάσματος καπνού Αριθμός Είδος μηχανήματος Αριθμός 1300 Αντλίες αρδεύσεων α) Πετρελαιοκίνητες β) Βενζινοκίνητες γ) Ηλεκτροκίνητες δ) Άλλες αντλίες και μαγκανοπήγαδα Συγκροτήματα τεχνητής βροχής Αυτοκινούμενοι μεγάλοι εκτοξευτήρες Συγκροτήματα άρδευσης με σταγόνες

285 274 ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Β

286 ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Γ Τεχνικά δελτία των βασικών δεικτών αειφορίας

287 276 ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Γ Δείκτης Υ_Β1: ΚΟΣΤΟΣ ΑΡΔΕΥΣΗΣ, ΤΙΜΗ ΚΑΙ ΑΞΙΑ ΝΕΡΟΥ ΣΤΗ ΓΕΩΡΓΙΑ Ονομασία Κόστος άρδευσης, τιμή και αξία του νερού στη γεωργία Κατηγορία Επίπεδο Ορισμός Μέθοδος υπολογισμού Τυπική Μορφή Μονάδα μέτρησης Περιοχή εφαρμογής Στόχοι Δείκτης διαχείρισης υδατικών πόρων Βασικός Δαπάνη για την πραγματοποίηση των αρδεύσεων, τιμή χρέωσής του από τον εκάστοτε φορέα διαχείρισης (ΤΟΕΒ) και αξία του αρδευτικού νερού Εύρεση της συνολικής ποσότητας νερού που καταναλώνεται στις αρδεύσεις (δείκτες Υ_Β3 και ΥΒ_4) και επιμερισμός των δαπανών άρδευσης ανάλογα με τον καταναλισκόμενο όγκο νερού. Η τιμή του νερού είναι ίση με τη μέση τιμή χρέωσής του στην περιοχή αρμοδιότητας του κάθε ΤΟΕΒ Η διαδικασία υπολογισμού της αξίας του νερού παρουσιάζεται αναλυτικά στο κεφάλαιο 5 και στηρίζεται στην εύρεση της υπολειμματικής αξίας του νερού Κόστος, τιμή και αξία ανά κυβικό μέτρο ανά δημοτικό διαμέρισμα ή συστάδα ανάλυσης Πίνακας περιοχής αναφοράς και αντίστοιχων οικονομικών μεγεθών /m 3 Χάρτης λεκάνης απορροής και αξίας του νερού στη γεωργία Οποιαδήποτε περιοχή αναφοράς (cell) στο πλέγμα (grid) της λεκάνης, Δημοτικά Διαμερίσματα, ΤΟΕΒ, Συστάδες ανάλυσης (Clusters) Ουσιαστικά πρόκειται για τρεις διαφορετικούς δείκτες με κοινή μονάδα μέτρησης. Το κόστος αποτελεί δείκτη πίεσης στο αγροτικό εισόδημα, η τιμή του νερού αποτελεί δείκτη απόκρισης της κοινωνίας στην ανάγκη αειφορικής διαχείρισης και προστασίας των υδατικών πόρων και η αξία του νερού με τις κατά τόπους μεταβολές της αλλά και τις πιθανές μεταβολές της στο χρόνο συνθέτει ένα κρίσιμο δείκτη επίπτωσης τόσο της περιβαλλοντικής πολιτικής όσο και της περιβαλλοντικής υποβάθμισης (π.χ. της εξάντλησης των υδατικών αποθεμάτων της περιοχής) Προδιαγραφές Ισότητα και αποτελεσματικότητα τιμολόγησης του νερού Τιμολόγηση με βάση στόχους αειφορικής πολιτικής διαχείρισης και όχι φοροεισπρακτικής οικονομικής πολιτικής Δεδομένα Πηγές Προβλήματα Ομάδα δεικτών 1. Βροχομετρικά δεδομένα 2. Κλιματικά δεδομένα 3. Συνολική εξατμισοδιαπνοή 4. Συστήματα άρδευσης 5. Δαπάνες άρδευσης και τιμή χρέωσης του νερού 1. ΔΕΗ 2. Υπουργείο Γεωργίας 3. ΤΟΕΒ και ΓΟΕΒ Θεσσαλονίκης Τόσο οι δαπάνες άρδευσης όσο και το κέρδος κάθε καλλιέργειες, στο οποίο στηρίζεται ο υπολογισμός της αξίας του νερού, υπολογίζονται από δευτερογενή δεδομένα. Αγροτική οικονομία + Κοινωνία της υπαίθρου Γεωργικές εκμετ/σεις Ποσότητα υδατικών πότων Ποιότητα υδατικών πόρων Φυσικό περιβάλλον

288 ΤΕΧΝΙΚΑ ΔΕΛΤΙΑ ΒΑΣΙΚΩΝ ΔΕΙΚΤΩΝ ΑΕΙΦΟΡΙΑΣ 277 Δείκτης Υ_Β2: ΚΟΣΤΟΣ ΚΑΙ ΕΣΟΔΑ ΦΟΡΕΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΤΩΝ ΥΔΑΤΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ Ονομασία Κόστος και έσοδα φορέα διαχείρισης των υδατικών πόρων Κατηγορία Επίπεδο Ορισμός Μέθοδος υπολογισμού Τυπική Μορφή Μονάδα μέτρησης Περιοχή εφαρμογής Στόχοι Δείκτης διαχείρισης υδατικών πόρων Βασικός Κόστος λειτουργίας και συντήρησης δικτύων και διοικητικό κόστος ΓΟΕΒ και ΤΟΕΒ, έσοδα και μεταβολή των εσόδων με βάση τη διαφοροποίηση της τιμής χρέωσης του νερού αλλά και των μεταβολών των καλλιεργητικών επιλογών των γεωργών Και τα δυο μπορούν να προέλθουν από τον ετήσιο προϋπολογισμό των αντίστοιχων φορέων. Τα μελλοντικά έσοδα είναι δυνατόν να προβλεφθούν αν εκτιμηθεί η συμπεριφορά των γεωργών σε διάφορα επίπεδα χρέωσης του νερού Έσοδα και έξοδα ανά ΤΟΕΒ που βρίσκεται στην περιοχή μελέτης Πίνακας ΤΟΕΒ και αντίστοιχων οικονομικών μεγεθών (ανά ΤΟΕΒ) Γράφημα εσόδων εξόδων ΤΟΕΒ, Συστάδες ανάλυσης (Clusters) των ΤΟΕΒ Χάρτης περιοχής δικαιοδοσίας ΓΟΕΒ Θεσσαλονίκης και εσόδων των ΤΟΕΒ Η διασφάλιση της άρτιας λειτουργίας του φορέα διαχείρισης αλλά και της σωστής λειτουργίας και συντήρησης των αρδευτικών δικτύων προϋποθέτει την οικονομική βιωσιμότητα των ΤΟΕΒ στην περιοχή μελέτης. Η αξιοποίηση των εσόδων της τιμολόγησης πρέπει να πραγματοποιείται μέσα στους ΤΟΕΒ με τον εκσυγχρονισμό των δικτύων και την παροχή οικονομικών κινήτρων σε αειφορικότερα συστήματα άρδευσης Προδιαγραφές Διασφάλιση τουλάχιστον των υφιστάμενων εσόδων Δημιουργία μικρού πλεονάσματος και διαχείρισή του με βάση τους στόχους της βιώσιμης ανάπτυξης Δεδομένα Πηγές Προβλήματα 1. Ετήσιος προϋπολογισμός ΓΟΕΒ και ΤΟΕΒ της περιοχής μελέτης 2. Τιμή χρέωσης του αρδευτικού νερού (δείκτης Υ_Β1) 3. Εκτάσεις καλλιεργειών (δείκτης Γ_Β4) ΓΟΕΒ και ΤΟΕΒ πεδιάδας Θεσσαλονίκης Ο δείκτης αυτός είναι δυνατόν να υπολογίσει τα μελλοντικά έσοδα του φορέα αλλά είναι σχετικά δύσκολο να εκτιμήσει το ποια θα είναι τα έξοδά του και τι πολιτική θα ακολουθήσει στο άμεσο μέλλον Ομάδα δεικτών Αγροτική οικονομία Κοινωνία της υπαίθρου Γεωργικές εκμετ/σεις Ποσότητα υδατικών πότων Ποιότητα υδατικών πόρων Φυσικό περιβάλλον +

289 278 ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Γ Δείκτης Υ_Β3: ΣΥΝΟΛΙΚΗ ΕΤΗΣΙΑ ΚΑΙ ΜΗΝΙΑΙΑ ΖΗΤΗΣΗ ΝΕΡΟΥ ΣΤΗ ΓΕΩΡΓΙΑ Ονομασία Συνολική ετήσια και μηνιαία ζήτηση νερού στη γεωργία Κατηγορία Δείκτης διαχείρισης υδατικών πόρων Επίπεδο Βασικός Ορισμός Μέθοδος υπολογισμού Συνολικές ανάγκες των καλλιεργειών σε νερό ανά καλλιεργητική περίοδο αλλά και ανά κρίσιμους μήνες για κάθε περιοχή αναφοράς Η διαδικασία αναλύεται στα Κεφάλαια 5 και 7. Σε γενικές γραμμές υπολογίζεται η εξατμισοδιαπνοή και οι ανάγκες σε νερό όλων των καλλιεργειών σε κάθε περιοχή και σε συνάρτηση με το αντίστοιχο σχέδιο παραγωγής εκτιμάται η υφιστάμενη ζήτηση νερού. Με τη βοήθεια της πολυκριτηριακής ανάλυσης είναι δυνατόν να βρεθεί και η μεταβολή της συνολικής ζήτησης σε διαφορετικές τιμές του νερού. Τυπική Μορφή Συνολική ποσότητα νερού στη γεωργία και μεταβολή αυτής στα διάφορα σενάρια πολιτικής Πίνακας περιοχής αναφοράς και συνολικής χρήσης αρδευτικού νερού Χάρτης λεκάνης απορροής και συνολικής κατανάλωσης νερού ανά περιοχή αναφοράς Μονάδες μέτρησης m 3 /συστάδα ανάλυσης/έτος (ή μήνα) και m 3 στο σύνολο της λεκάνης Περιοχή εφαρμογής Συστάδες ανάλυσης (Clusters), σύνολο λεκάνης απορροής Στόχοι Η εύρεση της συνολικής κατανάλωσης νερού ανά αρδευτική περίοδο και της χρονικής διακύμανσης αυτής είναι χρήσιμη στη διαχείριση των υδατικών πόρων της περιοχής καθώς αποτελεί σημαντικό στοιχείο διαμόρφωσης του υδατικού ισοζυγίου της περιοχής και γιατί αποτελεί ταυτόχρονα δείκτη πίεσης στα υδατικά αποθέματα της περιοχής αλλά και δείκτη επίπτωσης από την εφαρμογή της τιμολογιακής ή οποιασδήποτε άλλης πολιτικής Προδιαγραφές Η συνολική ζήτηση να συμβαδίζει κατά το δυνατό με τη φυσική προσφορά του νερού Αποφυγή δημιουργία πιέσεων στο οικοσύστημα αλλά και στις ανταγωνιστικές χρήσεις του νερού Δεδομένα Πηγές Προβλήματα 1. Βροχομετρικά δεδομένα 2. Κλιματικά δεδομένα 3. Συνολική εξατμισοδιαπνοή 4. Συστήματα άρδευσης 5. Εκτάσεις καλλιεργειών (δείκτης Γ_Β4) Αντίστοιχες με τις πηγές των δεικτών Υ_Β1 και Γ_Β4 Στηρίζεται στη βέλτιστη χρήση του νερού και στα υφιστάμενα συστήματα αρδεύσεων αλλά δεν λαμβάνει υπόψη την πιθανή υπερκατανάλωση που μπορεί να πραγματοποιείται από ορισμένους γεωργούς. Ομάδα δεικτών Αγροτική οικονομία Κοινωνία της υπαίθρου Γεωργικές εκμετ/σεις Ποσότητα υδατικών πότων Ποιότητα υδατικών πόρων Φυσικό περιβάλλον +

290 ΤΕΧΝΙΚΑ ΔΕΛΤΙΑ ΒΑΣΙΚΩΝ ΔΕΙΚΤΩΝ ΑΕΙΦΟΡΙΑΣ 279 Δείκτης Υ_Β4: ΕΝΤΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΤΑΝΑΛΩΣΗΣ ΑΡΔΕΥΤΙΚΟΥ ΝΕΡΟΥ Ονομασία Εντατικότητα κατανάλωσης αρδευτικού νερού Κατηγορία Δείκτης διαχείρισης υδατικών πόρων Επίπεδο Βασικός Ορισμός Μέθοδος υπολογισμού Χωρική διαφοροποίηση της κατανάλωσης νερού και εντατικότητα χρήσης του για τις ανάγκες των κατά τόπους καλλιεργητικών σχεδίων Όπως και στον προηγούμενο, η αναλυτική περιγραφή της διαδικασίας υπολογισμού γίνεται στα Κεφάλαια 5 και 7. Με τη βοήθεια του γραμμικού προγραμματισμού και της πολυκριτηριακής ανάλυσης υπολογίζεται και η καμπύλη ζήτησης ανά μέση εκμετάλλευση Κατανάλωση νερού ανά τυπική εκμετάλλευση Τυπική Μορφή Πίνακας περιοχής αναφοράς και στρεμματικής κατανάλωσης νερού Γράφημα: Καμπύλη ζήτησης του νερού σε κάθε περιοχή αναφοράς Μονάδες μέτρησης Περιοχή εφαρμογής Στόχοι Προδιαγραφές Δεδομένα m 3 /στρέμμα, m 3 /μέση εκμετάλλευση Οποιαδήποτε περιοχή αναφοράς (cell) σε ένα πλέγμα (grid) υποπεριοχών της λεκάνης, Δημοτικά Διαμερίσματα, ΤΟΕΒ, Συστάδες ανάλυσης (Clusters) Η διαχείριση της ζήτησης αποτελεί βασικό άξονα της βιώσιμης διαχείρισης των υδατικών πόρων. Η εύρεση της ζήτησης σε διάφορα εναλλακτικά σενάρια δίνει τη δυνατότητα εφαρμογής της κατάλληλης πολιτικής. Επίσης η εύρεση της χωρικής διαφοροποίησης της κατανάλωσης νερού μπορεί να αποτελέσει μια βάση για μια πιθανή μελλοντική εφαρμογή μιας αγοράς υδατικών πόρων Όσο δυνατόν περιορισμός της υφιστάμενης στρεμματικής κατανάλωσης με τις ελάχιστες οικονομικές και κοινωνικές επιπτώσεις Τα ίδια με το δείκτη Υ_Β3 Πηγές Οι ίδιες με το δείκτη Υ_Β3 Προβλήματα Όσο μεγαλύτερο το μέγεθος της περιοχής αναφοράς τόσο λιγότερο αντιπροσωπευτική η καμπύλη ζήτησης. Αυτή ήταν και μια από τις κύριες αιτίες του διαχωρισμού της λεκάνης σε ομοιογενείς συστάδες Ομάδα δεικτών Αγροτική οικονομία Κοινωνία της υπαίθρου Γεωργικές εκμετ/σεις Ποσότητα υδατικών πότων Ποιότητα υδατικών πόρων Φυσικό περιβάλλον +

291 280 ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Γ Δείκτης Υ_Β5: ΤΕΧΝΙΚΗ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΑΠΟΔΟΤΙΚΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΑΡΔΕΥΣΕΩΝ Ονομασία Τεχνική και οικονομική αποδοτικότητα των αρδεύσεων Κατηγορία Δείκτης διαχείρισης υδατικών πόρων Επίπεδο Βασικός Ορισμός Μέθοδος υπολογισμού Μέση απόδοση παραγόμενου προϊόντος και οικονομική αποδοτικότητα της χρήσης αρδευτικού νερού στη μέση εκμετάλλευση κάθε περιοχής Εύρεση της μέση απόδοσης των προϊόντων σε κάθε υπο-περιοχή μελέτης και του ακαθάριστου κέρδους αυτού και διαίρεση με τη συνολική κατανάλωση νερού (δηλαδή με το δείκτη Υ_Β3) Παραγωγικότητα του νερού στη μέση εκμετάλλευση Τυπική Μορφή Πίνακας περιοχής αναφοράς και μέσης παραγωγικότητας του νερού στη γεωργία Χάρτης λεκάνης απορροής και μέσης παραγωγικότητας του νερού ανά συστάδα ανάλυσης Μονάδες μέτρησης Kg/m 3 /καλλιέργεια, /συνολική κατανάλωση νερού στη μέση εκμετάλλευση Περιοχή εφαρμογής Δημοτικά Διαμερίσματα, ΤΟΕΒ, Συστάδες ανάλυσης (Clusters) Στόχοι Προδιαγραφές Δεδομένα Πηγές Προβλήματα Ο δείκτης αυτός μοιάζει αρκετά με το δείκτη Υ_Β1 της αξίας του νερού μόνο που αυτός συγκρίνει τη χωρική διαφοροποίηση των τιμών με βάση την υφιστάμενη κατάσταση στις υπόλοιπες περιοχές ενώ ο δείκτης της αξίας του νερού τη συγκρίνει με μια δυσμενέστερη κατάσταση της ίδιας υπο-περιοχής αναφοράς Επιλογή των καλλιεργειών που παρουσιάζουν τη μεγαλύτερη αποδοτικότητα σε κάθε περιοχή και που ταυτόχρονα μεγιστοποιούν κατά το δυνατόν το οικονομικό αποτέλεσμα των αρδεύσεων 1. Μέσες αποδόσεις και συνολική παραγωγή ανά καλλιέργεια 2. Κοινά με τους δύο προηγούμενους δείκτες 1. Γεωργικά στατιστικά δελτία της Εθνικής Στατιστικής υπηρεσίας 2. Κοινές με τους δύο προηγούμενους δείκτες Μικρή αξία του δείκτη όταν συγκρίνει την αποδοτικότητα με βάση τη συνολική παραγωγή σε περιοχές έντονα διαφοροποιημένες ως προς τις καλλιεργητικές επιλογές Ομάδα δεικτών Αγροτική οικονομία Κοινωνία της υπαίθρου Γεωργικές εκμετ/σεις Ποσότητα υδατικών πότων Ποιότητα υδατικών πόρων Φυσικό περιβάλλον +

292 ΤΕΧΝΙΚΑ ΔΕΛΤΙΑ ΒΑΣΙΚΩΝ ΔΕΙΚΤΩΝ ΑΕΙΦΟΡΙΑΣ 281 Δείκτης Π_Β1: ΧΡΗΣΗ ΝΙΤΡΙΚΩΝ ΚΑΙ ΦΩΣΦΟΡΙΚΩΝ ΛΙΠΑΣΜΑΤΩΝ Ονομασία Χρήση νιτρικών και φωσφορικών λιπασμάτων Κατηγορία Περιβαλλοντικός δείκτης Επίπεδο Βασικός Ορισμός Μέθοδος υπολογισμού Κατανάλωση νιτρικών και φωσφορικών λιπασμάτων στη μέση γεωργική εκμετάλλευση Εύρεση της κατανομής καλλιεργειών στη μέση γεωργική εκμετάλλευση κάθε περιοχής αναφοράς και των μέσων ποσοτήτων λιπασμάτων που χρησιμοποιούνται σε κάθε καλλιέργεια. Ο δείκτης προκύπτει ως το άθροισμα των γινομένων των εκτάσεων των καλλιεργειών με τις αντίστοιχες καταναλώσεις λιπασμάτων Συνολική κατανάλωση λιπασμάτων στη μέση εκμετάλλευση Τυπική Μορφή Πίνακας χρήσης νιτρικών και φωσφορικών ανά περιοχή και καλλιέργεια Γράφημα τάσης κατανάλωσης λιπασμάτων Χάρτης λεκάνης απορροής και μέσης κατανάλωσης λιπασμάτων Μονάδες μέτρησης Κg (NO 3 ή PO 4 ) / εκμετάλλευση, Κg (NO 3 ή PO 4 ) /στρέμμα Περιοχή εφαρμογής Δημοτικά Διαμερίσματα, Δήμοι, ΤΟΕΒ, Συστάδες ανάλυσης (Clusters) Στόχοι Η συνολική κατανάλωση λιπασμάτων αλλά και η εντατικότητα της χρήσης τους σε κάθε υπο-περιοχή μελέτης αποτελεί σημαντικό δείκτη πίεσης του περιβάλλοντος γενικότερα και της ποιότητας των υδατικών ειδικότερα, εξαιτίας της γεωργικής δραστηριότητας Προδιαγραφές Όσο δυνατόν μικρότερη κατανάλωση λιπασμάτων Συμμόρφωση στην Οδηγία της Ε.Ε. για τη νιτρορρύπανση (91/676/ΕΟΚ) Δεδομένα Πηγές Προβλήματα Δείκτες κατανάλωσης λιπασμάτων ανά καλλιέργεια, πρωτογενή στοιχεία από έρευνα σε αγρότες, δεδομένα από την ελληνική βιβλιογραφία 1. IFA (International Fertilizer industry Association) 2. FAO 3. Ι. Θεριός (1996) Ανόργανη θρέψη και λιπάσματα 1. Χρησιμοποιούνται είτε δευτερογενή δεδομένα, είτε πρωτογενή τα οποία όμως προέρχονται από δείγμα γεωργών και έτσι δεν είναι δυνατόν να αντιπροσωπευτεί άμεσα η καλλιεργητική τακτική κάθε αγρότη 2. Δεν υπάρχει ανώτατο όριο γενικά αποδεκτό για την κατανάλωση φωσφορικών λιπασμάτων Ομάδα δεικτών Αγροτική οικονομία Κοινωνία της υπαίθρου Γεωργικές εκμετ/σεις Ποσότητα υδατικών πότων Ποιότητα υδατικών πόρων Φυσικό περιβάλλον +

293 282 ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Γ Δείκτης Π_Β2: ΧΡΗΣΗ ΦΥΤΟΦΑΡΜΑΚΩΝ Ονομασία Χρήση φυτοφαρμάκων Κατηγορία Περιβαλλοντικός δείκτης Επίπεδο Βασικός Ορισμός Συνολική κατανάλωση φυτοφαρμάκων στη μέση γεωργική εκμετάλλευση Μέθοδος υπολογισμού Εύρεση της κατανομής καλλιεργειών στη μέση γεωργική εκμετάλλευση κάθε περιοχής αναφοράς και των μέσων ποσοτήτων ζιζανιοκτόνων, μυκητοκτόνων και λοιπών φυτοφαρμάκων που χρησιμοποιούνται σε κάθε καλλιέργεια. Ο δείκτης προκύπτει ως το άθροισμα των γινομένων των εκτάσεων των καλλιεργειών με τις αντίστοιχες καταναλώσεις φυτοφαρμάκων Συνολική κατανάλωση φυτοφαρμάκων στη μέση εκμετάλλευση Τυπική Μορφή Πίνακας χρήσης φυτοφαρμάκων ανά καλλιέργεια και περιοχή μελέτης Γράφημα τάσης κατανάλωσης φυτοφαρμάκων Χάρτης λεκάνης απορροής και μέσης κατανάλωσης φυτοφαρμάκων Μονάδες μέτρησης Κg/εκμετάλλευση, Kg/στρέμμα Περιοχή εφαρμογής Δημοτικά Διαμερίσματα, ΤΟΕΒ, Συστάδες ανάλυσης (Clusters) Στόχοι Όπως και στο δείκτη Π_Β1 (χρήση λιπασμάτων) έτσι και σε αυτόν, η συνολική κατανάλωση φυτοφαρμάκων και η εντατικότητα της χρήσης τους αποτελεί σημαντικό δείκτη πίεσης του περιβάλλοντος και της ποιότητας των υδατικών ειδικότερα, εξαιτίας της γεωργικής δραστηριότητας. Προδιαγραφές Περιορισμένη, κατά το δυνατόν, χρήση φυτοφαρμάκων Δεδομένα Δεν υπάρχουν τα απαραίτητα δεδομένα για το δείκτη αυτό. Πηγές - Προβλήματα Η ύπαρξη μεγάλου αριθμού διαφορετικών φυτοφαρμάκων, οι σημαντικές διαφορές στη χρήση τους από αγρότη σε αγρότη και η πολύ μικρή διαθεσιμότητα δευτερογενών δεδομένων, σε συνδυασμό πάντα με το μέγεθος της περιοχής μελέτης κατέστησε αδύνατο τον υπολογισμό του συγκεκριμένου δείκτη στα πλαίσια αυτής της διατριβής παρά τη μεγάλη σπουδαιότητά του στο σύστημα των δεικτών αειφορίας της περιοχής μελέτης Ομάδα δεικτών Αγροτική οικονομία Κοινωνία της υπαίθρου Γεωργικές εκμετ/σεις Ποσότητα υδατικών πότων Ποιότητα υδατικών πόρων Φυσικό περιβάλλον +

294 ΤΕΧΝΙΚΑ ΔΕΛΤΙΑ ΒΑΣΙΚΩΝ ΔΕΙΚΤΩΝ ΑΕΙΦΟΡΙΑΣ 283 Δείκτης Γ_Β1: ΑΚΑΘΑΡΙΣΤΟ ΚΕΡΔΟΣ ΓΕΩΡΓΙΚΩΝ ΕΚΜΕΤΑΛΛΕΥΣΕΩΝ Ονομασία Ακαθάριστο κέρδος γεωργικών εκμεταλλεύσεων Κατηγορία Δείκτης διαχείρισης γεωργικών εκμεταλλεύσεων Επίπεδο Βασικός Ορισμός Ακαθάριστο κέρδος μέσης γεωργικής εκμετάλλευσης στην περιοχή μελέτης Μέθοδος υπολογισμού Τυπική Μορφή Μονάδες μέτρησης Εύρεση της ακαθάριστης προσόδου και των γεωργικών δαπανών στη μέση εκμετάλλευση ανάλογα με το χωρικό επίπεδο μελέτης. Ακαθάριστο κέρδος στη μέση εκμετάλλευση ανά δημοτικό διαμέρισμα Πίνακας περιοχής αναφοράς και ακαθάριστου κέρδους /εκμετάλλευση, /στρέμμα Χάρτης λεκάνης απορροής και ακαθάριστου κέρδους Περιοχή εφαρμογής Δημοτικά Διαμερίσματα, Δήμοι, ΤΟΕΒ, Συστάδες ανάλυσης (Clusters) Στόχοι Εκτίμηση του εισοδήματος του γεωργού και χωρική διαφοροποίησή του στα όρια της λεκάνης του Λουδία. Το γεωργικό εισόδημα αποτελεί κύριο στόχο της αγροτικής πολιτικής και πρέπει να λαμβάνεται υπόψη σε κάθε επιδιωκόμενη μεταρρύθμιση στον αγροτικό χώρο Προδιαγραφές Όσο δυνατόν μεγαλύτερο ακαθάριστο κέρδος Διατήρηση τουλάχιστον της υφιστάμενης κατάστασης Δεδομένα Αναλυτική περιγραφή δεδομένων στο Σχήμα 3.10 στο κεφάλαιο 3 Πηγές Προβλήματα 1. Γεωργικά στατιστικά δελτία της Εθνικής Στατιστικής υπηρεσίας 2. Δείκτες για την Εφαρμογή της Αγροτικής Διαρθρωτικής Πολιτικής (Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας) 1. Έμμεση εκτίμηση του εισοδήματος του γεωργού, η οποία δε λαμβάνει υπόψη τα σταθερά κόστη 2. Στηρίζεται σε δευτερογενή δεδομένα καθώς το μέγεθος της περιοχής μελέτης δε δίνει τη δυνατότητα χρήσης πρωτογενών δεδομένων Ομάδα δεικτών Αγροτική οικονομία Κοινωνία της υπαίθρου Γεωργικές εκμετ/σεις Ποσότητα υδατικών πότων Ποιότητα υδατικών πόρων Φυσικό περιβάλλον +

295 284 ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Γ Δείκτης Γ_Β2: ΚΥΡΙΑ ΚΑΙ ΔΕΥΤΕΡΕΥΟΥΣΑ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗ ΣΤΗ ΓΕΩΡΓΙΑ Ονομασία Κύρια και δευτερεύουσα απασχόληση στη γεωργία Κατηγορία Δείκτης διαχείρισης γεωργικών εκμεταλλεύσεων Επίπεδο Βασικός Ορισμός Μέθοδος υπολογισμού Αριθμός ατόμων που εργάζονται στη μέση γεωργική εκμετάλλευση κάθε περιοχής, είτε ως κύρια είτε ως δευτερεύουσα απασχόληση Από τη γεωργική απογραφή αλλά και τους δείκτες εργασίας ανά καλλιέργεια προκύπτει ο συνολικός αριθμός ωρών που είναι απαραίτητες για την πραγματοποίηση όλων των γεωργικών δραστηριοτήτων της μέσης εκμετάλλευσης κατά τη διάρκεια μιας καλλιεργητικής περιόδου. Συνολικός αριθμός ωρών εργασίας στη μέση εκμετάλλευση ανά δημοτικό διαμέρισμα Τυπική Μορφή Πίνακας απασχόλησης ανά καλλιέργεια και περιοχή αναφοράς Χάρτης λεκάνης απορροής και συνολικών απαιτήσεων εργασίας καθώς και χάρτης της λεκάνης και αριθμός απασχολουμένων Μονάδες μέτρησης εργάτες/εκμετάλλευση, ώρες/εκμετάλλευση και ώρες/στρέμμα Περιοχή εφαρμογής Δημοτικά Διαμερίσματα, ΤΟΕΒ, Συστάδες ανάλυσης (Clusters) Στόχοι Η συνολική απασχόληση στη γεωργία έχει δύο εντελώς διαφορετικούς στόχους. Από πλευράς γεωργών επιδιώκεται η ελαχιστοποίηση των προσωπικών ωρών εργασίας ενώ από τη πλευρά της κοινωνίας επιδιώκεται η κοινωνική συνοχή της υπαίθρου και η διατήρηση του εργατικού δυναμικού στη γεωργία. Στο πλαίσιο της διατριβής αυτής λοιπόν, η πρώτη περίπτωση εξετάζεται ως παράγοντας που επηρεάζει τη λήψη αποφάσεων των γεωργών και η δεύτερη ως παράγοντας που προσδιορίζει την πολιτική δράση στο χώρο της γεωργίας Προδιαγραφές Διατήρηση της συνολικής εργασίας στα υφιστάμενα περίπου επίπεδα Δεδομένα Πηγές Προβλήματα Συνολική απασχόληση στη γεωργία ανά δημοτικό διαμέρισμα και δείκτες απασχόλησης ανά καλλιέργεια (εντάσσεται εν μέρει στον υπολογισμό του δείκτη Γ_Β1) 1. Γεωργική Απογραφή της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας (2001) 2. Δείκτες για την Εφαρμογή της Αγροτικής Διαρθρωτικής Πολιτικής (Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας) Παρόμοια με αυτά που παρουσιάζει ο δείκτης Γ_Β1 Ομάδα δεικτών Αγροτική οικονομία Κοινωνία της υπαίθρου Γεωργικές εκμετ/σεις Ποσότητα υδατικών πότων Ποιότητα υδατικών πόρων Φυσικό περιβάλλον +

296 ΤΕΧΝΙΚΑ ΔΕΛΤΙΑ ΒΑΣΙΚΩΝ ΔΕΙΚΤΩΝ ΑΕΙΦΟΡΙΑΣ 285 Δείκτης Γ_Β3: ΑΠΟΔΟΤΙΚΟΤΗΤΑ ΕΡΓΑΣΙΑΣ Ονομασία Αποδοτικότητα εργασίας Κατηγορία Δείκτης διαχείρισης γεωργικών εκμεταλλεύσεων Επίπεδο Βασικός Ορισμός Μέθοδος υπολογισμού Τυπική Μορφή Μονάδες μέτρησης Μέση απόδοση του παραγόμενου προϊόντος και οικονομική ανταποδοτικότητα της εργασίας που λαμβάνει χώρα στη μέση εκμετάλλευση κάθε περιοχής Εύρεση της μέση απόδοσης των προϊόντων σε κάθε υπο-περιοχή μελέτης και της ακαθάριστης προσόδου αυτού και διαίρεση με τον συνολικό αριθμό ωρών εργασίας (δηλαδή με το δείκτη Γ_Β2) Απόδοση εργασίας στη μέση εκμετάλλευση ανά δημοτικό διαμέρισμα Πίνακας περιοχής αναφοράς και μέσης απόδοσης εργασίας Kg/ώρες εργασίας/καλλιέργεια, /συνολικές ώρες εργασίας μέσης εκμετάλλευσης Περιοχή εφαρμογής Δημοτικά Διαμερίσματα, Συστάδες ανάλυσης (Clusters) Στόχοι Προδιαγραφές Δεδομένα Πηγές Προβλήματα Ο υπολογισμός και η εύρεση της χωρικής διαφοροποίησης της αποδοτικότητας της εργασίας αποτελεί χρήσιμο μέτρο για τη σύγκριση της ανταποδοτικότητας της γεωργικής εργασίας σε διάφορες περιοχές αλλά και για τη σημασία της εργασίας σαν συντελεστή παραγωγής. Επιλογή των καλλιεργειών που παρουσιάζουν το μεγαλύτερο συγκριτικό πλεονέκτημα από την εργασία σε κάθε περιοχή και που ταυτόχρονα μεγιστοποιούν κατά το δυνατόν και τη συνολική αποδοτικότητα της εργασίας 1. Μέσες αποδόσεις και συνολική παραγωγή ανά καλλιέργεια 2. Δεδομένα που χρησιμοποιήθηκαν για τους δύο προηγούμενους δείκτες (ΓΒ_1 και Γ_Β2) 1. Γεωργικά στατιστικά δελτία της Εθνικής Στατιστικής υπηρεσίας 2. Δείκτες για την Εφαρμογή της Αγροτικής Διαρθρωτικής Πολιτικής (Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας) Μικρή αξία του δείκτη όταν συγκρίνει την αποδοτικότητα με βάση τη συνολική παραγωγή σε περιοχές έντονα διαφοροποιημένες ως προς τις καλλιεργητικές επιλογές Ομάδα δεικτών Αγροτική οικονομία Κοινωνία της υπαίθρου Γεωργικές εκμετ/σεις Ποσότητα υδατικών πότων Ποιότητα υδατικών πόρων Φυσικό περιβάλλον +

297 286 ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Γ Δείκτης Γ_Β4: ΚΑΤΑΝΟΜΗ ΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΩΝ ΣΤΗ ΜΕΣΗ ΕΚΜΕΤΑΛΛΕΥΣΗ Ονομασία Κατανομή καλλιεργειών στη μέση εκμετάλλευση Κατηγορία Δείκτης διαχείρισης γεωργικών εκμεταλλεύσεων Επίπεδο Βασικός Ορισμός Μέθοδος υπολογισμού Εκτάσεις που καταλαμβάνουν οι διάφορες καλλιέργειες σε κάθε περιοχή μελέτης αλλά και μεταβολή του σχεδίου παραγωγής με τον χρόνο Παρακολούθηση των χωρικών και χρονικών μεταβολών των γεωργικών επιλογών ως προς το καλλιεργητικό τους σχέδιο Μέσες εκτάσεις ανά δημοτικό διαμέρισμα και ποσοστό διαφοροποίησής τους σε σχέση με μια συγκεκριμένη χρονιά αναφοράς Τυπική Μορφή Πίνακας περιοχής αναφοράς και εκτάσεων καλλιεργειών Γράφημα συνολικής έκτασης των καλλιεργειών Χάρτης λεκάνης απορροής και βασικότερων καλλιεργειών Μονάδες μέτρησης Περιοχή εφαρμογής Αριθμός στρεμμάτων/καλλιέργεια/εκμετάλλευση, % μεταβολή στρεμμάτων/καλλιέργεια/εκμετάλλευση Δημοτικά Διαμερίσματα, Δήμοι, ΤΟΕΒ, Συστάδες ανάλυσης (Clusters) Στόχοι Ο δείκτης αυτός αποτελεί την κυριότερη μεταβλητή απόφασης των γεωργών η οποία σε μεγάλο ποσοστό επηρεάζει άμεσα ή έμμεσα την πλειοψηφία των λοιπών δεικτών. Όταν εκφράζεται ως ποσοστό μεταβολής φανερώνει έμμεσα το επιπλέον κόστος εγκατάστασης νέων καλλιεργειών και αγοράς νέων μηχανημάτων Προδιαγραφές Όσο δυνατόν μικρότερη διακύμανση του υφιστάμενου σχεδίου Πραγματοποίηση μεταβολών όταν αυτές προάγουν μια πιο αειφορική πολιτική Δεδομένα Πηγές Ο πιο εύκολος στον υπολογισμό του δείκτης αφού στηρίζεται μόνο σε δεδομένα εκτάσεων Γεωργικά στατιστικά δελτία της Εθνικής Στατιστικής υπηρεσίας Προβλήματα Δεν παρουσιάζει ιδιαίτερα προβλήματα που να είναι άξια αναφοράς Ομάδα δεικτών Αγροτική οικονομία Κοινωνία της υπαίθρου Γεωργικές εκμετ/σεις Ποσότητα υδατικών πότων Ποιότητα υδατικών πόρων Φυσικό περιβάλλον +

298 ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Δ Φόρμες υπολογισμών μήτρες - αποτελέσματα

299 288 ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Δ Πίνακας Δ1: Φόρμα υπολογισμού δυνητικής εξατμισοδιαπνοής κατά FAO

300 ΦΟΡΜΕΣ ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΩΝ ΜΗΤΡΕΣ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ 289 Πίνακας Δ2: Παράδειγμα μήτρας και αποτελεσμάτων γραμμικού προγραμματισμού (LINDO) για την κατανομή των καλλιεργειών σ ένα σενάριο ξηρικής γεωργίας Max 29.77X X X X X X X X X X X X12 Subject to X1 + X2 + X3 + X4 + X5 + X6 + X7 + X8 + X9 + X10 + X11 + X12 <= 100 X1 + Χ2 + Χ3 <= 50 Χ11 <= 9 X10 <= 7.5 Χ10 + Χ11 <= 12 Χ4 <= 40 Χ5 + Χ6 <= 5 X5 <= 3 Χ7 <= 2 X8 <= 4 Χ9 <= 4 Χ3 <= 15 Χ12 <= 20 LP OPTIMUM FOUND AT STEP 10 OBJECTIVE FUNCTION VALUE 1) VARIABLE VALUE REDUCED COST X X X X X X X X X X X X ROW SLACK OR SURPLUS DUAL PRICES 2) ) ) ) ) ) ) ) ) ) ) ) ) NO. ITERATIONS= 10 RANGES IN WHICH THE BASIS IS UNCHANGED: OBJ COEFFICIENT RANGES VARIABLE CURRENT ALLOWABLE ALLOWABLE COEF INCREASE DECREASE X X INFINITY X INFINITY X X INFINITY X INFINITY X INFINITY X INFINITY X INFINITY X X INFINITY X INFINITY

301 290 ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Δ Πίνακας Δ3: Παράδειγμα μήτρας πολυκριτηριακής ανάλυσης για τον υπολογισμό των συναρτήσεων χρησιμότητας των γεωργών 290 ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Δ

302 ΦΟΡΜΕΣ ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΩΝ ΜΗΤΡΕΣ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ 291 Σχήμα Δ1: Αποτελέσματα της τιμολόγησης νερού στην τρίτη συστάδα ανάλυσης Σχήμα Δ2: Αποτελέσματα της τιμολόγησης νερού στην τέταρτη συστάδα ανάλυσης

303 292 ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Δ Σχήμα Δ3: Αποτελέσματα της τιμολόγησης νερού στην πέμπτη συστάδα ανάλυσης Σχήμα Δ4: Αποτελέσματα της τιμολόγησης νερού στην έκτη συστάδα ανάλυσης

304 ΦΟΡΜΕΣ ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΩΝ ΜΗΤΡΕΣ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ 293 Σχήμα Δ5: Αποτελέσματα της τιμολόγησης νερού στην έβδομη συστάδα ανάλυσης Σχήμα Δ6: Απώλεια εισοδήματος και έσοδα φορέα στην 3 η συστάδα ανάλυσης

305 294 ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Δ Σχήμα Δ7: Απώλεια εισοδήματος και έσοδα φορέα στην 4 η συστάδα ανάλυσης Σχήμα Δ8: Απώλεια εισοδήματος και έσοδα φορέα στην 5 η συστάδα ανάλυσης

306 ΦΟΡΜΕΣ ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΩΝ ΜΗΤΡΕΣ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ 295 Σχήμα Δ9: Απώλεια εισοδήματος και έσοδα φορέα στην 6 η συστάδα ανάλυσης Σχήμα Δ10: Απώλεια εισοδήματος και έσοδα φορέα στην 7 η συστάδα ανάλυσης

307 296 ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Δ Πίνακας Δ4: Παράδειγμα μήτρας προγραμματισμού στόχων που εισάγεται στο λογισμικό MOPEN Problem_Name: TOEB1 Number_of_variables 56 Number_of_Objectives 9 Constrain_Matrix Number_of_Goals 9 Number_of_Constrains ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Δ

308 ΦΟΡΜΕΣ ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΩΝ ΜΗΤΡΕΣ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ 297 Variable_Bounds 0 1e e+010 Constrain_Bounds = 100 <= 25 <= 15 <= 40 >= 20 <= 36 >= 15 <= 7 >= 2 >= 5 <= 12 <= 13 <= 3 <= 6 <= 3 <= 5 <= 5 <= 2.5 <= 5 <= 7.5 <= 3 <= 0.1 <= 0.8 <= 1 <= 0.6 <= 1 <= 20 >= 10 <= <= <= 0 <= 5.76 <= 1.34 <= 1.04 <= 3.96 Variables_Names Y1 = Σιτάρι μαλακό Y2 = Σιτάρι σκληρό Y3 = Καλαμπόκι Y4 = Ρύζι Y5 = Βαμβάκι ποτιστικό Y6 = Τεύτλα Y7 = Μηδική Y8 = Μποστανικά Y9 = Βιομηχανική Τομάτα Y10 = Λάχανα Y11 = Σπαράγγια Y12 = Λοιπές κηπευτικές Y13 = Ροδακινιές P1 = Κριθάρι P2 = Βαμβάκι ξηρικό P3 = Καπνός ξηρικός P4 = Ηλίανθος SA = Αγρανάπαυση Y3a = Καλαμπόκι με 10% λιγότερο νερό Y3b = Καλαμπόκι με 20% λιγότερο νερό Y3c = Καλαμπόκι με 30% λιγότερο νερό Y5a = Βαμβάκι με 10% λιγότερο νερό Y5b = Βαμβάκι με 20% λιγότερο νερό Y5c = Βαμβάκι με 30% λιγότερο νερό Y6a = Τεύτλα με 10% λιγότερο νερό Y6b = Τεύτλα με 20% λιγότερο νερό Y6c = Τεύτλα με 30% λιγότερο νερό Y7a = Μηδική με 10% λιγότερο νερό Y7b = Μηδική με 20% λιγότερο νερό Y7c = Μηδική με 30% λιγότερο νερό Y9a = Τομάτα με 10% λιγότερο νερό Y9b = Τομάτα με 20% λιγότερο νερό Y9c = Τομάτα με 30% λιγότερο νερό Y11a = Σπαράγγια με 10% λιγότερο νερό Y11b = Σπαράγγια με 20% λιγότερο νερό Y11c = Σπαράγγια με 30% λιγότερο νερό Y12a = Κηπευτικά με 10% λιγότερο νερό Y12b = Κηπευτικά με 20% λιγότερο νερό Y12c = Κηπευτικά με 30% λιγότερο νερό Y13a = Ροδάκινα με 10% λιγότερο νερό Y13b = Ροδάκινα με 20% λιγότερο νερό Y13c = Ροδάκινα με 30% λιγότερο νερό V3 = Βιολογική καλλιέργεια καλαμποκιού V5 = Βιολογική καλλιέργεια βαμβακιού V7 = Βιολογική καλλιέργεια μηδικής V12 = Βιολογική καλλιέργεια κηπευτικών V13 = Βιολογική καλλιέργεια ροδακίνων C4 = Επιλέξιμη καλλιέργεια ρυζιού NY7 = Νέα εγκατάσταση μηδικής NY7a = Νέα εγκατάσταση μηδικής με 10% λιγότερο νερό NY7b = Νέα εγκατάσταση μηδικής με 20% λιγότερο νερό NY7c = Νέα εγκατάσταση μηδικής με 30% λιγότερο νερό NY11 = Νέα εγκατάσταση ροδάκινων NY11a = Νέα εγκατάσταση ροδάκινων με 10% λιγότερο νερό NY11b = Νέα εγκατάσταση ροδάκινων με 20% λιγότερο νερό NY11c = Νέα εγκατάσταση ροδάκινων με 30% λιγότερο νερό ΦΟΡΜΕΣ ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΩΝ ΜΗΤΡΕΣ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ 297

309 298 ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Δ Objective_Functions Max Max Min Max Min Min Min Max Max Weights Automatic_Weights No Target_Values >= >= 2100 <= >= 4000 <= 3000 <= <= 1700 >= 26 >= 1350 Number_of_Priority_Levels 1 Weights_on_each_Level Name_the_objectives: Yes Objective_Names GM LABOUR RISK LABEF CRCHA WATER NITRO WATEF W_MAN 298 ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Δ

310 ΦΟΡΜΕΣ ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΩΝ ΜΗΤΡΕΣ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ 299 Πίνακας Δ5: Παράδειγμα πίνακα πληρωμών και βέλτιστης λύσης του προγραμματισμού στόχων Pay-off Matrix GM optimum GM(x*1) = LABOUR(x*1) = 3373 RISK(x*1) = LABEF(x*1) = 4521 CRCHA(x*1) = 3485 WATER(x*1) = NITRO(x*1) = 1480 WATEF(x*1) = W_man(x*1) = 1579 LABOUR optimum GM(x*2) = 9519 LABOUR(x*2) = 4072 RISK(x*2) = LABEF(x*2) = 3461 CRCHA(x*2) = 6798 WATER(x*2) = NITRO(x*2) = 1496 WATEF(x*2) = W_man(x*2) = 1043 RISK optimum GM(x*3) = 4818 LABOUR(x*3) = 1823 RISK(x*3) = LABEF(x*3) = 5112 CRCHA(x*3) = WATER(x*3) = NITRO(x*3) = 1001 WATEF(x*3) = W_man(x*3) = 706 LABEF optimum GM(x*4) = 8301 LABOUR(x*4) = 1918 RISK(x*4) = LABEF(x*4) = 7168 CRCHA(x*4) = WATER(x*4) = NITRO(x*4) = 1538 WATEF(x*4) = W_man(x*4) = 1267 CRCHA optimum GM(x*5) = 3498 LABOUR(x*5) = 1571 RISK(x*5) = LABEF(x*5) = 2405 CRCHA(x*5) = -621 WATER(x*5) = NITRO(x*5) = 1773 WATEF(x*5) = W_man(x*5) = 580 WATER optimum GM(x*6) = 4307 LABOUR(x*6) = 2060 RISK(x*6) = LABEF(x*6) = 4183 CRCHA(x*6) = WATER(x*6) = NITRO(x*6) = 911 WATEF(x*6) = W_man(x*6) = 573 NITRO optimum GM(x*7) = 4905 LABOUR(x*7) = 2611 RISK(x*7) = LABEF(x*7) = 3265 CRCHA(x*7) = 4070 WATER(x*7) = NITRO(x*7) = 802 WATEF(x*7) = W_man(x*7) = 682 WATEF optimum GM(x*8) = 8261 LABOUR(x*8) = 2908 RISK(x*8) = LABEF(x*8) = 5659 CRCHA(x*8) = 7579 WATER(x*8) = NITRO(x*8) = 1120 WATEF(x*8) = W_man(x*8) = 839 W_man optimum GM(x*9) = 9730 LABOUR(x*9) = 2576 RISK(x*9) = LABEF(x*9) = 4302 CRCHA(x*9) = 4006 WATER(x*9) = NITRO(x*9) = 1513 WATEF(x*9) = W_man(x*9) = 1646 GM : ideal =13547 nadir =3498 LABOUR : ideal =4072 nadir =1571 RISK : ideal =10432 nadir = LABEF : ideal =7168 nadir =2405 CRCHA : ideal =-621 nadir =7579 WATER : ideal =28650 nadir =82313 NITRO : ideal =802 nadir =1773 WATEF : ideal =66.78 nadir =20.52 W_man : ideal =1646. nadir =573 ΦΟΡΜΕΣ ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΩΝ ΜΗΤΡΕΣ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ 299

311 300 ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Δ Normalisation :0 Pareto Restoration :1 Extended Goal-Programming results: Ni[1]= e-005 Ni[2]= Ni[3]= e-005 Ni[4]= Ni[5]= Ni[6]= e-005 Ni[7]= Ni[8]= Ni[9]= Priority Level :1 Extended Parameter at this level : MINIMAX = 0.8 Weighted = 0.2 Solution Point: Y1 = 0 Y2 = 0 Y3 = 0 Y4 = Y5 = 36 Y6 = Y7 = 5.76 Y8 = 3 Y9 = 6 Y10 = Y11 = 1.04 Y12 = 0 Y13 = P1 = P2 = 0 P3 = 0 P4 = 0 SA = Y3a = 0 Y3b = 0 Y3c = 0 Y5a = 0 Y5b = 0 Y5c = 0 Y6a = 0 Y6b = 0 Y6c = 0 Y7a = 0 Y7b = 0 Y7c = 0 Y9a = 0 Y9b = 0 Y9c = 0 Y11a = 0 Y11b = 0 Y11c = 0 Y12a = 0 Y12b = 0 Y12c = 0 Y13a = 0 Y13b = 0 Y13c = 0 V3 = 0 V5 = 0 V7 = 0 V12 = 0 V13 = C4 = 20 NY7 = 1.34 NY7a = 0 NY7b = 0 NY7c = 0 NY11 = 0 NY11a = 0 NY11b = 0 NY11c = 0 Deviational variables: n1 = 0 p1 = 0 n2 = 0 p2 = n3 = 0 p3 = 0 n4 = 0 p4 = n5 = 0 p5 = 0 n6 = 0 p6 = n7 = p7 = 0 n8 = 0 p8 = n9 = p9 = 0 Maximum deviation: Goal values at this point: GM = LABOUR = 2700 RISK = LABEF = 4880 CRCHA = 3000 WATER = NITRO = 1428 WATEF = W_man = 1325 Achievement Function value: ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Δ

312 ΦΟΡΜΕΣ ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΩΝ ΜΗΤΡΕΣ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ 301 Σχήμα Δ11: Περιβάλλον εργασίας του λογισμικού ΜΟΡΕΝ Σχήμα Δ12: Εφαρμογή προγραμματισμού στόχων με τη βοήθεια του ΜΟΡΕΝ

313 302 ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Δ Υφιστάμενη κατάσταση Σενάριο ισόρροπης ανάπτυξης watef w_man gm 1,00 0,80 0,60 0,40 0,20 0,00 labour risk watef w_man gm 1,00 0,80 0,60 0,40 0,20 0,00 labour risk nitro labef nitro labef water crcha water crcha Προτεραιότητα οι κοινωνικο-οικονομικοί στόχοι watef w_man gm 1,00 0,80 0,60 0,40 0,20 0,00 labour risk watef Προτεραιότητα οι περιβαλλοντικοί στόχοι w_man gm 1,00 0,80 0,60 0,40 0,20 0,00 labour risk nitro labef nitro labef water crcha water crcha Μόνο κοινωνικο-οικονομικοί στόχοι Μόνο περιβαλλοντικοί στόχοι gm 1,00 gm 1,00 w_man 0,80 labour w_man 0,80 labour 0,60 0,60 0,40 0,40 watef 0,20 risk watef 0,20 risk 0,00 0,00 nitro labef nitro labef water crcha water crcha Σχήμα Δ13: Επίδοση κριτηρίων σε διαφορετικές πολιτικές 2 η συστάδα ανάλυσης

314 ΦΟΡΜΕΣ ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΩΝ ΜΗΤΡΕΣ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ 303 Υφιστάμενη κατάσταση Σενάριο ισόρροπης ανάπτυξης watef w_man gm 1,00 0,80 0,60 0,40 0,20 0,00 labour risk watef w_man gm 1,00 0,80 0,60 0,40 0,20 0,00 labour risk nitro labef nitro labef water crcha water crcha Προτεραιότητα οι κοινωνικο-οικονομικοί στόχοι watef w_man gm 1,00 0,80 0,60 0,40 0,20 0,00 labour risk watef Προτεραιότητα οι περιβαλλοντικοί στόχοι w_man gm 1,00 0,80 0,60 0,40 0,20 0,00 labour risk nitro labef nitro labef water crcha water crcha Μόνο κοινωνικο-οικονομικοί στόχοι Μόνο περιβαλλοντικοί στόχοι gm 1,00 gm 1,00 w_man 0,80 labour w_man 0,80 labour 0,60 0,60 0,40 0,40 watef 0,20 risk watef 0,20 risk 0,00 0,00 nitro labef nitro labef water crcha water crcha Σχήμα Δ14: Επίδοση κριτηρίων σε διαφορετικές πολιτικές 4 η συστάδα ανάλυσης

315 304 ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Δ Υφιστάμενη κατάσταση gm 1,00 Σενάριο ισόρροπης ανάπτυξης gm 1,00 w_man 0,80 labour w_man 0,80 labour 0,60 0,60 0,40 0,40 watef 0,20 risk watef 0,20 risk 0,00 0,00 nitro labef nitro labef water crcha water crcha Προτεραιότητα οι κοινωνικο-οικονομικοί στόχοι gm 1,00 Προτεραιότητα οι περιβαλλοντικοί στόχοι gm 1,00 w_man 0,80 labour w_man 0,80 labour 0,60 0,60 0,40 0,40 watef 0,20 risk watef 0,20 risk 0,00 0,00 nitro labef nitro labef water crcha water crcha watef Μόνο κοινωνικο-οικονομικοί στόχοι w_man gm 1,00 0,80 0,60 0,40 0,20 0,00 labour risk watef w_man Μόνο περιβαλλοντικοί στόχοι gm 1,00 0,80 0,60 0,40 0,20 0,00 labour risk nitro labef nitro labef water crcha water crcha Σχήμα Δ15: Επίδοση κριτηρίων σε διαφορετικές πολιτικές 5 η συστάδα ανάλυσης

ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΥΔΑΤΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ ΚΑΙ ΑΓΡΟΤΙΚΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ

ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΥΔΑΤΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ ΚΑΙ ΑΓΡΟΤΙΚΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΥΔΑΤΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ ΚΑΙ ΑΓΡΟΤΙΚΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ Ιωάννης Συμπέθερος Καθηγητής ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΥΔΑΤΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ - ΦΡΑΓΜΑΤΑ Χειμερινό Εξάμηνο Ακαδ. Έτος 2017-18 Οι αγροτικές καλλιέργειες αποτελούν τον κυριότερο

Διαβάστε περισσότερα

Β. ΜΑΛΙΩΚΑΣ ΚΑΙ ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ ΕΠΕ Βασίλειος Μαλιώκας, Δρ. Πολ. Μηχανικός

Β. ΜΑΛΙΩΚΑΣ ΚΑΙ ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ ΕΠΕ Βασίλειος Μαλιώκας, Δρ. Πολ. Μηχανικός Β. ΜΑΛΙΩΚΑΣ ΚΑΙ ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ ΕΠΕ Βασίλειος Μαλιώκας, Δρ. Πολ. Μηχανικός Γεωργία σημαντική παράμετρος οικονομικής προόδου. Κρίσιμα σημεία: Σύγχρονα και αποδοτικά εγγειοβελτιωτικά αρδευτικά έργα Ορθολογική

Διαβάστε περισσότερα

Κατανάλωση νερού σε παγκόσμια κλίμακα

Κατανάλωση νερού σε παγκόσμια κλίμακα Κατανάλωση νερού σε παγκόσμια κλίμακα ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ - ΜΟΡΦΗ ΕΡΓΟΥ ΚΑΙ ΧΡΗΣΗ ΝΕΡΟΥ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ Προέλευση Μορφή έργων Χρήση Επιφανειακό νερό Φράγματα (ταμιευτήρες) Λιμνοδεξαμενές (ομβροδεξαμενές) Κύρια για

Διαβάστε περισσότερα

«ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΥΔΑΤΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ»

«ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΥΔΑΤΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ» «ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΥΔΑΤΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ» Εισηγητής: Σωκράτης Φάμελλος Χημικός Μηχανικός MSc Διευθυντής Τοπικής Ανάπτυξης, ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΑΕ Οι υδατικοί πόροι αποτελούν βασική παράμετρο της αναπτυξιακής διαδικασίας και της

Διαβάστε περισσότερα

Προστατεύει το. υδάτινο περιβάλλον. Αλλάζει τη. ζωή μας. www.ypeka.gr. www.epperaa.gr

Προστατεύει το. υδάτινο περιβάλλον. Αλλάζει τη. ζωή μας. www.ypeka.gr. www.epperaa.gr Προστατεύει το υδάτινο περιβάλλον Αλλάζει τη ζωή μας www.epperaa.gr www.ypeka.gr Το ΕΠΠΕΡΑΑ προστατεύει το Υδάτινο περιβάλλον βελτιώνει την Ποιότητα της Ζωής μας Ε.Π. «Περιβάλλον και Αειφόρος Ανάπτυξη»

Διαβάστε περισσότερα

ΠΡΟΣΤΑΤΕΥΟΜΕΝΕΣ ΠΕΡΙΟΧΕΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ http://www.minenv.gr/

ΠΡΟΣΤΑΤΕΥΟΜΕΝΕΣ ΠΕΡΙΟΧΕΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ http://www.minenv.gr/ ΠΡΟΣΤΑΤΕΥΟΜΕΝΕΣ ΠΕΡΙΟΧΕΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ, ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΟΙΚΟΣΥΣΤΗΜΑΤΩΝ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ, ΤΟ ΔΙΚΤΥΟ NATURA 2000 ΚΑΙ LIFE+ ΠΡΟΣΤΑΤΕΥΟΜΕΝΕΣ ΠΕΡΙΟΧΕΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ http://www.minenv.gr/ 369 370 371 ΠΑΡΚΟ ΠΡΕΣΠΩΝ.

Διαβάστε περισσότερα

Οι υδατικοί πόροι αποτελούν σημαντικό οικονομικό, αναπτυξιακό και περιβαλλοντικό πόρο.

Οι υδατικοί πόροι αποτελούν σημαντικό οικονομικό, αναπτυξιακό και περιβαλλοντικό πόρο. Ολοκληρωμένη Διαχείριση Υδατικών πόρων Από την Οδηγία 2000/60 στη διαχείριση σε επίπεδο υδατικής λεκάνης Σωκράτης Φάμελλος Χημικός Μηχανικός MSc Αντιδήμαρχος Θέρμης Οι υδατικοί πόροι αποτελούν σημαντικό

Διαβάστε περισσότερα

Η Διαχείριση των Ποταμών σύμφωνα με την Εθνική και Ενωσιακή Νομοθεσία

Η Διαχείριση των Ποταμών σύμφωνα με την Εθνική και Ενωσιακή Νομοθεσία Η Διαχείριση των Ποταμών σύμφωνα με την Εθνική και Ενωσιακή Νομοθεσία Αγγελική Καλλία Δρ. Νομικής Δικηγόρος Καθηγήτρια στο ΕΚΔΔΑ 1. Αρχές Διαχείρισης Ποταμών 2. Ενωσιακό Νομικό Πλαίσιο 3. Εθνικό Νομικό

Διαβάστε περισσότερα

Προστατεύει το. περιβάλλον. Αλλάζει τη. ζωή μας.

Προστατεύει το. περιβάλλον. Αλλάζει τη. ζωή μας. Προστατεύει το περιβάλλον Αλλάζει τη ζωή μας www.epperaa.gr www.ypeka.gr Ε.Π. «Περιβάλλον και Αειφόρος Ανάπτυξη» 2007-2013 αξιοποιεί τις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας Με την αξιοποίηση των ΑΠΕ αναδεικνύεται

Διαβάστε περισσότερα

Η Μελέτη Περίπτωσης για τη Σύρο: Υλοποιημένες δράσεις και η επιθυμητή συμβολή φορέων του νησιού

Η Μελέτη Περίπτωσης για τη Σύρο: Υλοποιημένες δράσεις και η επιθυμητή συμβολή φορέων του νησιού Κείμενο εργασίας στα πλαίσια του ερευνητικού έργου WASSERMed Η Μελέτη Περίπτωσης για τη Σύρο: Υλοποιημένες δράσεις και η επιθυμητή συμβολή φορέων του νησιού Σχολή Χημικών Μηχανικών ΕΜΠ Μονάδα Διαχείρισης

Διαβάστε περισσότερα

ΤΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΗΣ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ ΚΑΙ Η ΜΕΤΑΦΟΡΑ ΝΕΡΟΥ ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΝΩ ΡΟΥ ΤΟΥ ΑΧΕΛΩΟΥ

ΤΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΗΣ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ ΚΑΙ Η ΜΕΤΑΦΟΡΑ ΝΕΡΟΥ ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΝΩ ΡΟΥ ΤΟΥ ΑΧΕΛΩΟΥ ΤΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΗΣ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ ΚΑΙ Η ΜΕΤΑΦΟΡΑ ΝΕΡΟΥ ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΝΩ ΡΟΥ ΤΟΥ ΑΧΕΛΩΟΥ Δρ. Γιάννης Α. Μυλόπουλος, Καθηγητής Πολυτεχνικής Σχολής Α.Π.Θ. 1. Η ΙΔΙΑΙΤΕΡΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΝΕΡΟΥ ΣΤΗΝ

Διαβάστε περισσότερα

Η Διαχείριση των Ποταμών σύμφωνα με την Εθνική και Ενωσιακή Νομοθεσία

Η Διαχείριση των Ποταμών σύμφωνα με την Εθνική και Ενωσιακή Νομοθεσία Η Διαχείριση των Ποταμών σύμφωνα με την Εθνική και Ενωσιακή Νομοθεσία Αγγελική Καλλία Δρ. Νομικής Δικηγόρος Καθηγήτρια στο ΕΚΔΔΑ Δομή Εισήγησης 1. Αρχές Διαχείρισης Ποταμών 2. Ενωσιακό Νομικό Πλαίσιο 3.

Διαβάστε περισσότερα

ΔΗΜΟΤΙΚΗ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ ΥΔΡΕΥΣΗΣ ΑΠΟΧΕΤΕΥΣΗΣ ΜΕΙΖΟΝΟΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣΒΟΛΟΥ

ΔΗΜΟΤΙΚΗ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ ΥΔΡΕΥΣΗΣ ΑΠΟΧΕΤΕΥΣΗΣ ΜΕΙΖΟΝΟΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣΒΟΛΟΥ ΔΗΜΟΤΙΚΗ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ ΥΔΡΕΥΣΗΣ ΑΠΟΧΕΤΕΥΣΗΣ ΜΕΙΖΟΝΟΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣΒΟΛΟΥ (Δ.Ε.Υ.Α.Μ.Β.).) ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΥΔΑΤΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΛΥΨΗ ΤΩΝ ΜΕΛΛΟΝΤΙΚΩΝ ΑΝΑΓΚΩΝ ΤΟΥ ΔΗΜΟΥ ΒΟΛΟΥ ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΟΜΝΗΝΑΚΗΣ Δ/ΝΤΗΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΙΣΜΟΥ

Διαβάστε περισσότερα

Η Διαχείριση των Ποταμών σύμφωνα με την Εθνική και Ενωσιακή Νομοθεσία

Η Διαχείριση των Ποταμών σύμφωνα με την Εθνική και Ενωσιακή Νομοθεσία Η Διαχείριση των Ποταμών σύμφωνα με την Εθνική και Ενωσιακή Νομοθεσία Αγγελική Καλλία Δρ. Νομικής Δικηγόρος Καθηγήτρια στο ΕΚΔΔΑ Δομή Εισήγησης 1. Αρχές Διαχείρισης Ποταμών 2. Ενωσιακό Νομικό Πλαίσιο 3.

Διαβάστε περισσότερα

http://www.eu-water.eu

http://www.eu-water.eu 5ο Ενημερωτικό Δελτίο του έργου EU-WATER Διακρατική ολοκληρωμένη διαχείριση των υδατικών πόρων στη γεωργία http://www.eu-water.eu "Οικονομικά κίνητρα για την υιοθέτηση πρακτικών εξοικονόμησης νερού και

Διαβάστε περισσότερα

Προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή μέσω του σχεδιασμού διαχείρισης υδάτων στην Κύπρο 4/9/2014

Προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή μέσω του σχεδιασμού διαχείρισης υδάτων στην Κύπρο 4/9/2014 Προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή μέσω του σχεδιασμού διαχείρισης υδάτων στην Κύπρο 4/9/2014 1. Υφιστάμενη Κατάσταση Οι υδάτινοι πόροι συνδέονται άμεσα με το κλίμα καθώς ο υδρολογικός κύκλος εξαρτάται σημαντικά

Διαβάστε περισσότερα

3ο Ενημερωτικό Δελτίο του έργου EU-WATER Διακρατική ολοκληρωμένη διαχείριση των υδατικών πόρων στη γεωργία http://www.eu-water.eu Αειφορική Αγροτική Ανάπτυξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση Το πρόγραμμα EU.WATER

Διαβάστε περισσότερα

Αυτορρύθμιση στις αγροτικές περιοχές/ύπαιθρος

Αυτορρύθμιση στις αγροτικές περιοχές/ύπαιθρος Αυτορρύθμιση στις αγροτικές περιοχές/ύπαιθρος Πώς μπορεί να καλυφθεί η απουσία του κράτους; Κρίνα Μπελεάν Δικηγόρος ΔΣ Χανίων Περιβαλλοντολόγος, MSc Στην Ελλάδα, οι κατ εξοχήν αγροτικές περιοχές καταλαμβάνουν

Διαβάστε περισσότερα

Ο ΠΗΝΕΙΟΣ ΠΟΤΑΜΟΣ ΣΕ ΚΡΙΣΗ

Ο ΠΗΝΕΙΟΣ ΠΟΤΑΜΟΣ ΣΕ ΚΡΙΣΗ Διεθνές συνέδριο «Πηνειός Ποταμός: Πηγή Ζωής και Ανάπτυξης στη Θεσσαλία» Ο ΠΗΝΕΙΟΣ ΠΟΤΑΜΟΣ ΣΕ ΚΡΙΣΗ Συλλογική εισήγηση των Μ.Ε. Περιβάλλοντος και Μ.Ε. Υδάτων του ΤΕΕ/ΚΔΘ Παρουσίαση: Ζωή Παπαβασιλείου,

Διαβάστε περισσότερα

Σκοπός «η θέσπιση πλαισίου για την προστασία των επιφανειακών και των υπόγειων υδάτων».

Σκοπός «η θέσπιση πλαισίου για την προστασία των επιφανειακών και των υπόγειων υδάτων». ΗΜΕΡΙΔΑ ΜΕ ΘΕΜΑ: «Κλιματική Αλλαγή, επιπτώσεις στο περιβάλλον και την υγεία. Ενσωμάτωση Γνώσης και Εφαρμογή πολιτικών προσαρμογής στην τοπική αυτοδιοίκηση» Δρ. Ιωάννης Ματιάτος Υδρογεωλόγος, Επιστημονικός

Διαβάστε περισσότερα

Οικονομική ανάλυση και τιμολογιακή πολιτική χρήσεων και υπηρεσιών νερού. Δ. Ασημακόπουλος Σχολή Χημικών Μηχανικών Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο

Οικονομική ανάλυση και τιμολογιακή πολιτική χρήσεων και υπηρεσιών νερού. Δ. Ασημακόπουλος Σχολή Χημικών Μηχανικών Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο Οικονομική ανάλυση και τιμολογιακή πολιτική χρήσεων και υπηρεσιών νερού Δ. Ασημακόπουλος Σχολή Χημικών Μηχανικών Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο Ολοκληρωμένη Διαχείριση Η Ολοκληρωμένη Διαχείριση Υδατικών πόρων

Διαβάστε περισσότερα

Αλλάζει τη. ζωή μας. www.epperaa.gr. www.ypeka.gr. Προστατεύει από τα Απόβλητα

Αλλάζει τη. ζωή μας. www.epperaa.gr. www.ypeka.gr. Προστατεύει από τα Απόβλητα Προστατεύει από τα Απόβλητα Αλλάζει τη ζωή μας www.epperaa.gr www.ypeka.gr Ε.Π. «Περιβάλλον και Αειφόρος Ανάπτυξη» 2007-2013 Το ΕΠΠΕΡΑΑ ενισχύει την Ολοκληρωμένη Διαχείριση Αποβλήτων βελτιώνει την Ποιότητα

Διαβάστε περισσότερα

Υδατικοί πόροι Ν. Αιτωλοακαρνανίας: Πηγή καθαρής ενέργειας

Υδατικοί πόροι Ν. Αιτωλοακαρνανίας: Πηγή καθαρής ενέργειας «ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ ΚΑΙ ΑΝΑΠΤΥΞΗ», ΑΘΗΝΑ, 12-14 Δεκεμβρίου 2012 Υδατικοί πόροι Ν. Αιτωλοακαρνανίας: Πηγή καθαρής ενέργειας Ακράτος Χρήστος Λέκτορας ΤΜΗΜΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΚΑΙ ΦΥΣΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ

Διαβάστε περισσότερα

Εκμετάλλευση και Προστασία των Υπόγειων Υδατικών Πόρων

Εκμετάλλευση και Προστασία των Υπόγειων Υδατικών Πόρων ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΟΙΚΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ Εκμετάλλευση και Προστασία των Υπόγειων Υδατικών Πόρων Ενότητα 2: Θέσπιση πλαισίου Κοινοτικής δράσης στον τομέα της Πολιτικής των Υδάτων

Διαβάστε περισσότερα

ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΥΔΑΤΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ

ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΥΔΑΤΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΟΙΧΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΙΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΥΔΑΤΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΟΥ ΝΕΡΟΥ ΔΙΕΘΝΩΣ & ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ Ελπίδα Κολοκυθά- Αναπλ. καθηγήτρια Α.Π.Θ Άδειες Χρήσης Το παρόν

Διαβάστε περισσότερα

Αικ. Καρυώτη 1.2. & Ν. Γ. Δαναλάτος 1

Αικ. Καρυώτη 1.2. & Ν. Γ. Δαναλάτος 1 ΔΙΕΘΝΕΣ ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΠΗΝΕΙΟΣ ΠΟΤΑΜΟΣ πηγή ζωής & ανάπτυξης στη Θεσσαλία Βελτιστοποίηση παραγωγής καλαμποκιού στη Θεσσαλία: αποτελέσματα εφαρμογής χλωρής λίπανσης με μπιζέλι σε πλήρη και μειωμένη στάγδην άρδευση

Διαβάστε περισσότερα

ΠΡΟΤΑΣΗ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΩΝ ΕΠΙΛΟΓΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΓΡΟΤΙΚΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΜΕΤΑ ΤΟ 2013 ΜΕ ΤΗ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΤΩΝ ΕΤΑΙΡΩΝ ΣΧΕΔΙΟ ΕΓΓΡΑΦΟΥ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

ΠΡΟΤΑΣΗ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΩΝ ΕΠΙΛΟΓΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΓΡΟΤΙΚΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΜΕΤΑ ΤΟ 2013 ΜΕ ΤΗ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΤΩΝ ΕΤΑΙΡΩΝ ΣΧΕΔΙΟ ΕΓΓΡΑΦΟΥ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΠΡΟΤΑΣΗ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΩΝ ΕΠΙΛΟΓΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΓΡΟΤΙΚΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΜΕΤΑ ΤΟ 2013 ΜΕ ΤΗ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΤΩΝ ΕΤΑΙΡΩΝ ΣΧΕΔΙΟ ΕΓΓΡΑΦΟΥ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2012 1 1. Ενίσχυση της ελκυστικότητας του αγροτικού χώρου μέσω βελτίωσης

Διαβάστε περισσότερα

ΠΡΟΤΑΣΗ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΩΝ ΕΠΙΛΟΓΩΝ ΤΩΝ ΘΕΜΑΤΙΚΩΝ ΟΜΑΔΩΝ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΟΥ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΥ, ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΓΡΟΤΙΚΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΜΕΤΑ ΤΟ 2013 ΕΓΓΡΑΦΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

ΠΡΟΤΑΣΗ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΩΝ ΕΠΙΛΟΓΩΝ ΤΩΝ ΘΕΜΑΤΙΚΩΝ ΟΜΑΔΩΝ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΟΥ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΥ, ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΓΡΟΤΙΚΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΜΕΤΑ ΤΟ 2013 ΕΓΓΡΑΦΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΠΡΟΤΑΣΗ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΩΝ ΕΠΙΛΟΓΩΝ ΤΩΝ ΘΕΜΑΤΙΚΩΝ ΟΜΑΔΩΝ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΟΥ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΥ, ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΓΡΟΤΙΚΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΜΕΤΑ ΤΟ 2013 ΕΓΓΡΑΦΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2012 1 Ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας του αγροδιατροφικού τομέα

Διαβάστε περισσότερα

ΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΣΤΕΡΕΑΣ ΕΛΛΑΔΑΣ- ΤΜΗΜΑ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ, ΜΑΘΗΜΑ: ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΚΑΙ ΦΥΣΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ- ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΠ.

ΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΣΤΕΡΕΑΣ ΕΛΛΑΔΑΣ- ΤΜΗΜΑ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ, ΜΑΘΗΜΑ: ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΚΑΙ ΦΥΣΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ- ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΠ. Χ. ΑΠ. ΛΑΔΙΑΣ ΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΣΤΕΡΕΑΣ ΕΛΛΑΔΑΣ- ΤΜΗΜΑ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ, ΜΑΘΗΜΑ: ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΚΑΙ ΦΥΣΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ- Το νερό μπορεί να θεωρηθεί ως φυσικός πόρος, ως οικονομικό αγαθό και

Διαβάστε περισσότερα

2 o Συνέδριο Περιφερειακής Ένωσης Δήμων Θεσσαλίας «Πηνειός Ποταμός: Πηγή Ζωής και Ανάπτυξης στη Θεσσαλία» Λάρισα, 2-3 Νοεμβρίου 2018

2 o Συνέδριο Περιφερειακής Ένωσης Δήμων Θεσσαλίας «Πηνειός Ποταμός: Πηγή Ζωής και Ανάπτυξης στη Θεσσαλία» Λάρισα, 2-3 Νοεμβρίου 2018 [1] 2 o Συνέδριο Περιφερειακής Ένωσης Δήμων Θεσσαλίας «Πηνειός Ποταμός: Πηγή Ζωής και Ανάπτυξης στη Θεσσαλία» Λάρισα, 2-3 Νοεμβρίου 2018 Συμπεράσματα Συνεδρίου Το 2 ο Συνέδριο της ΠΕΔ Θεσσαλίας με θέμα

Διαβάστε περισσότερα

Η Εφαρμογή της Ευρωπαϊκής Οδηγίας- Πλαίσιο περί Υδάτων Πολιτικές Τιμολόγησης Νερού

Η Εφαρμογή της Ευρωπαϊκής Οδηγίας- Πλαίσιο περί Υδάτων Πολιτικές Τιμολόγησης Νερού Η Εφαρμογή της Ευρωπαϊκής Οδηγίας- Πλαίσιο περί Υδάτων Πολιτικές Τιμολόγησης Νερού Αγάθη Χατζηπαντελή Τμήμα Αναπτύξεως Υδάτων Υπουργείο Γεωργίας, Φυσικών Πόρων και Περιβάλλοντος ρβ Το νερό είναι ζωή Το

Διαβάστε περισσότερα

Κοστολόγηση και Τιμολόγηση Νερού

Κοστολόγηση και Τιμολόγηση Νερού ΕΙΔΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΥΔΑΤΩΝ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ & ΚΛΙΜΑΤΙΚΗΣ ΑΛΛΑΓΗΣ Κοστολόγηση και Τιμολόγηση Νερού στο Πλαίσιο της Οδηγίας 2000/60/ΕΚ Ανδρέας Ανδρεαδάκης Καθηγητής ΕΜΠ Ειδικός Γραμματέας

Διαβάστε περισσότερα

Καθ. Γεώργιος Ζαλίδης. Διαβαλκανικό Κέντρο Περιβάλλοντος

Καθ. Γεώργιος Ζαλίδης. Διαβαλκανικό Κέντρο Περιβάλλοντος Καθ. Γεώργιος Ζαλίδης Διαβαλκανικό Κέντρο Περιβάλλοντος Η Ολοκληρωμένη Διαχείριση Υδατικών πόρων βασίζεται στην αντίληψη ότι το νερό είναι ταυτόχρονα: Αναπόσπαστο τμήμα του οικοσυστήματος Φυσικός πόρος

Διαβάστε περισσότερα

Προσυνεδριακή ημερίδα HELECO Ρύπανση εποφανειακών και υπογείων υδάτων. Ιωάννινα, 20 Μαρτίου 2010

Προσυνεδριακή ημερίδα HELECO Ρύπανση εποφανειακών και υπογείων υδάτων. Ιωάννινα, 20 Μαρτίου 2010 Προσυνεδριακή ημερίδα HELECO 2011 Ρύπανση εποφανειακών και υπογείων υδάτων Ιωάννινα, 20 Μαρτίου 2010 Η σημερινή ημερίδα που συνδιοργανώνουμε με το Περιφερειακό Τμήμα Ηπείρου είναι η 5 η από τις 17 προσυνεδριακές

Διαβάστε περισσότερα

Xαιρετισμός Προέδρου.Ε. ΓΕΩΤ.Ε.Ε./Κ.Ε. κου Ιωάννη Γεωργιάδη,Γεωπόνου Μsc στην ημερίδα

Xαιρετισμός Προέδρου.Ε. ΓΕΩΤ.Ε.Ε./Κ.Ε. κου Ιωάννη Γεωργιάδη,Γεωπόνου Μsc στην ημερίδα Xαιρετισμός Προέδρου.Ε. ΓΕΩΤ.Ε.Ε./Κ.Ε. κου Ιωάννη Γεωργιάδη,Γεωπόνου Μsc στην ημερίδα «Προοπτικές αειφορικής ανάπτυξης ενεργειακών καλλιεργειών στην Ελλάδα». ΑΕΙΦΟΡΙΑ είναι μια έννοια που ευρύτατα χρησιμοποιείτε

Διαβάστε περισσότερα

Το πρόγραμμα i adapt

Το πρόγραμμα i adapt Ένα πρόγραμμα της Γενικής Διεύθυνσης Περιβάλλοντος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Το πρόγραμμα i adapt Πιλοτικό πρόγραμμα νέων τεχνολογιών για την αντιμετώπιση της λειψυδρίας. Χρήστος Μακρόπουλος Ημερίδα: «i

Διαβάστε περισσότερα

Διαχείριση Υδάτινων Πόρων στη Βιομηχανική Δραστηριότητα. Δρ. Σπύρος Ι. Κιαρτζής Πρόεδρος Μόνιμης Επιτροπής Βιομηχανίας & Νέων Υλικών ΤΕΕ/ΤΚΜ

Διαχείριση Υδάτινων Πόρων στη Βιομηχανική Δραστηριότητα. Δρ. Σπύρος Ι. Κιαρτζής Πρόεδρος Μόνιμης Επιτροπής Βιομηχανίας & Νέων Υλικών ΤΕΕ/ΤΚΜ Διαχείριση Υδάτινων Πόρων στη Βιομηχανική Δραστηριότητα Δρ. Σπύρος Ι. Κιαρτζής Πρόεδρος Μόνιμης Επιτροπής Βιομηχανίας & Νέων Υλικών ΤΕΕ/ΤΚΜ Διαχείριση Υδάτινων Πόρων αύξηση του πληθυσμού του πλανήτη κλιματικές

Διαβάστε περισσότερα

Η ΟΔΗΓΙΑ ΠΛΑΙΣΙΟ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΥΔΑΤΙΚΟΥΣ ΠΟΡΟΥΣ

Η ΟΔΗΓΙΑ ΠΛΑΙΣΙΟ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΥΔΑΤΙΚΟΥΣ ΠΟΡΟΥΣ Η ΟΔΗΓΙΑ ΠΛΑΙΣΙΟ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΥΔΑΤΙΚΟΥΣ ΠΟΡΟΥΣ Η Οδηγία 2000/60/ΕΚ για τη θέσπιση πλαισίου κοινοτικής δράσης στον τομέα της πολιτικής των υδάτων, γνωστή ως Οδηγία Πλαίσιο για τους Υδατικούς Πόρους, η οποία

Διαβάστε περισσότερα

Βιοποικιλότητα & Αγροτικά Οικοσυστήματα

Βιοποικιλότητα & Αγροτικά Οικοσυστήματα ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΚΑΙ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΜΕΘΟΔΟΥ ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΥ ΤΟΥ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΟΥ ΑΠΟΤΥΠΩΜΑΤΟΣ ΓΙΑ ΑΕΙΦΟΡΑ ΑΓΡΟ- ΟΙΚΟΣΥΣΤΗΜΑΤΑ: Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΜΕΣΟΓΕΙΑΚΟΥ ΕΛΑΙΩΝΑ Χρονική Διάρκεια: Οκτώβριος 2010 Ιούνιος 2014 Προϋπολογισμός:

Διαβάστε περισσότερα

ΤΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ «ΥΔΡΟΜΕΝΤΩΡ»

ΤΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ «ΥΔΡΟΜΕΝΤΩΡ» ΤΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ «ΥΔΡΟΜΕΝΤΩΡ» Συντονιστής: Καθ. Αθανάσιος Λουκάς Επιστ. Υπεύθυνος: Αναπλ. Καθ. Νικήτας Μυλόπουλος Δρ. Λάμπρος Βασιλειάδης Εργαστήριο Υδρολογίας και Ανάλυσης Υδατικών Συστημάτων, Πεδίον Άρεως,

Διαβάστε περισσότερα

INTERREG GREECE - BULGARIA,

INTERREG GREECE - BULGARIA, Εναλλακτικές - Nέες πηγές αρδευτικού νερού Αθανάσιος Πανώρας τέως Ερευνητής ΕΘ.Ι.ΑΓ.Ε. INTERREG GREECE - BULGARIA, BestU - Best water Use Οι διαθέσιμοι υδατικοί πόροι της Χώρας κρίνονται ως επαρκείς (μέχρι

Διαβάστε περισσότερα

Επιτροπή Περιβάλλοντος, Δημόσιας Υγείας και Ασφάλειας των Τροφίμων ΣΧΕΔΙΟ ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗΣ. προς την Επιτροπή Περιφερειακής Ανάπτυξης

Επιτροπή Περιβάλλοντος, Δημόσιας Υγείας και Ασφάλειας των Τροφίμων ΣΧΕΔΙΟ ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗΣ. προς την Επιτροπή Περιφερειακής Ανάπτυξης ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ 2009-2014 Επιτροπή Περιβάλλοντος, Δημόσιας Υγείας και Ασφάλειας των Τροφίμων 16.4.2012 2011/0274(COD) ΣΧΕΔΙΟ ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗΣ της Επιτροπής Περιβάλλοντος, Δημόσιας Υγείας και Ασφάλειας

Διαβάστε περισσότερα

ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΚΑΙ ΒΙΩΣΙΜΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΤΩΝ ΥΔΑΤΩΝ. Αγγελική Καλλία Αντωνίου Δρ. Νομικής, Δικηγόρος, info@kallialaw.gr

ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΚΑΙ ΒΙΩΣΙΜΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΤΩΝ ΥΔΑΤΩΝ. Αγγελική Καλλία Αντωνίου Δρ. Νομικής, Δικηγόρος, info@kallialaw.gr ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΚΑΙ ΒΙΩΣΙΜΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΤΩΝ ΥΔΑΤΩΝ Αγγελική Καλλία Αντωνίου Δρ. Νομικής, Δικηγόρος, info@kallialaw.gr 7 ο Πρόγραμμα Δράσης της Ε. Επιτροπής 2014-2020 ΖΟΥΜΕ ΜΕ ΕΥΗΜΕΡΙΑ ΜΕΣΑ ΣΤΑ ΟΡΙΑ ΤΟΥ ΠΛΑΝΗΤΗ

Διαβάστε περισσότερα

Η Επίδραση και οι Επιπτώσεις της Απουσίας Χωρικού Σχεδίου για την Αγροτική Γή

Η Επίδραση και οι Επιπτώσεις της Απουσίας Χωρικού Σχεδίου για την Αγροτική Γή Η Επίδραση και οι Επιπτώσεις της Απουσίας Χωρικού Σχεδίου για την Αγροτική Γή ΜΕΛΙΔΟΝΙ 12/11/18 Δρ Αλέξανδρος Ε. Στεφανάκης Κτηνίατρος Προεδρος ΓΕΩΤΕΕ- ΠΚ Φυσικό Περιβάλλον Ορίζεται το σύνολο των βιοτικών

Διαβάστε περισσότερα

Αναπτυξιακό Συνέδριο ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΣ ΣΤΕΡΕΑΣ ΕΛΛΑΔΑΣ. για την νέα Προγραμματική Περίοδο 2014 2020

Αναπτυξιακό Συνέδριο ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΣ ΣΤΕΡΕΑΣ ΕΛΛΑΔΑΣ. για την νέα Προγραμματική Περίοδο 2014 2020 Αναπτυξιακό Συνέδριο ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΣ ΣΤΕΡΕΑΣ ΕΛΛΑΔΑΣ για την νέα Προγραμματική Περίοδο 2014 2020 23 04 2013 ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ, ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ ΚΑΙ ΚΛΙΜΑΤΙΚΗΣ ΑΛΛΑΓΗΣ Ειδική Υπηρεσία Διαχείρισης ΕΠΠΕΡΑΑ «Το

Διαβάστε περισσότερα

Υ.Π.Ε.ΚΑ. Ειδική Γραμματεία Κεντρικής Υπηρεσίας Υδάτων (Κ.Υ.Υ.) Ποιοτική Οργάνωση-Αρμοδιότητες-Δράσεις. περιβάλλοντος

Υ.Π.Ε.ΚΑ. Ειδική Γραμματεία Κεντρικής Υπηρεσίας Υδάτων (Κ.Υ.Υ.) Ποιοτική Οργάνωση-Αρμοδιότητες-Δράσεις. περιβάλλοντος Υ.Π.Ε.ΚΑ Ειδική Γραμματεία Κεντρικής Υπηρεσίας Υδάτων (Κ.Υ.Υ.) Ποιοτική Οργάνωση-Αρμοδιότητες-Δράσεις κατάσταση υδάτινου περιβάλλοντος ΕΙΔΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΥΔΑΤΩΝ Αρμοδιότητες Συντονισμός

Διαβάστε περισσότερα

Στρατηγική και το Σχέδιο Δράσης για την Ολοκληρωμένη Διαχείριση Παράκτιων Περιοχών

Στρατηγική και το Σχέδιο Δράσης για την Ολοκληρωμένη Διαχείριση Παράκτιων Περιοχών Στρατηγική και το Σχέδιο Δράσης για την Ολοκληρωμένη Διαχείριση Παράκτιων Περιοχών 2018-2028 Αρμόδια υπηρεσία Απόσπασμα Όρων Εντολής Η Αναθέτουσα Αρχή, είναι το Τμήμα Περιβάλλοντος, του Υπουργείου Γεωργίας,

Διαβάστε περισσότερα

Γκανούλης Φίλιππος Α.Π.Θ.

Γκανούλης Φίλιππος Α.Π.Θ. Σύστηµα Υποστήριξης Αποφάσεων για την Ολοκληρωµένη ιαχείριση Υδάτων της ιασυνοριακής Λεκάνης Απορροής των Πρεσπών Γκανούλης Φίλιππος Α.Π.Θ. Ολοκληρωµένη ιαχείριση Υδατικών Πόρων Global Water Partnership

Διαβάστε περισσότερα

Εκμετάλλευση και Προστασία των Υπόγειων Υδατικών Πόρων

Εκμετάλλευση και Προστασία των Υπόγειων Υδατικών Πόρων ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΟΙΚΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ Εκμετάλλευση και Προστασία των Υπόγειων Υδατικών Πόρων Ενότητα 3: Χρήσεις του Νερού Αναπληρωτής Καθηγητής Νικόλαος Θεοδοσίου ΑΠΘ Άδειες

Διαβάστε περισσότερα

ΑΠΟΚΕΝΤΡΩΜΕΝΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ ΘΡΑΚΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΥΔΑΤΩΝ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ

ΑΠΟΚΕΝΤΡΩΜΕΝΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ ΘΡΑΚΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΥΔΑΤΩΝ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ ΑΠΟΚΕΝΤΡΩΜΕΝΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ ΘΡΑΚΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΥΔΑΤΩΝ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ Περιεχόμενα 1.Αναφορά στο θεσμικό πλαίσιο των υδάτων 2.Εθνικές πολιτικές : Εθνικό πρόγραμμα, Σχέδια Διαχείρισης λεκανών απορροής

Διαβάστε περισσότερα

Αθήνα, 13 Ιανουαρίου 2012

Αθήνα, 13 Ιανουαρίου 2012 Αθήνα, 13 Ιανουαρίου 2012 ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΠΕΚΑ ΓΙΩΡΓΟΥ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΣΤΗΝ ΗΜΕΡΙΔΑ ΤΗΣ ΕΙΔΙΚΗΣ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑΣ ΥΔΑΤΩΝ ΕΞΟΙΚΟΝΟΜΗΣΗ ΝΕΡΟΥ ΜΙΑ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΠΡΟΚΛΗΣΗ ΕΝ ΟΨΕΙ ΤΗΣ ΚΛΙΜΑΤΙΚΗΣ ΑΛΛΑΓΗΣ Θέλω να

Διαβάστε περισσότερα

ΔΗΜΟΣ ΧΑΛΑΣΤΡΑΣ. Ζητήματα ανάπτυξης: παραγωγικές προοπτικές και προστασία των φυσικών πόρων

ΔΗΜΟΣ ΧΑΛΑΣΤΡΑΣ. Ζητήματα ανάπτυξης: παραγωγικές προοπτικές και προστασία των φυσικών πόρων ΔΗΜΟΣ ΧΑΛΑΣΤΡΑΣ Ζητήματα ανάπτυξης: παραγωγικές προοπτικές και προστασία των φυσικών πόρων 1 Η «σύγχρονη» έννοια της ανάπτυξης Στηρίζεται στην βασική παραδοχή της αειφορίας, που επιτάσεις την στενή σχέση

Διαβάστε περισσότερα

Στρατηγική Μελέτη Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων της 1 ης Αναθεώρησης του Σχεδίου Διαχείρισης του ΥΔ Θεσσαλίας

Στρατηγική Μελέτη Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων της 1 ης Αναθεώρησης του Σχεδίου Διαχείρισης του ΥΔ Θεσσαλίας 1 η Αναθεώρηση Σχεδίου Διαχείρισης Λεκανών Απορροής Ποταμών του ΥΔ Θεσσαλίας (EL08) Διαβούλευση επί της Στρατηγικής Μελέτης Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων Στρατηγική Μελέτη Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων της 1

Διαβάστε περισσότερα

ΟΡΙΣΜΟΣ, ΣΤΟΧΟΙ ΚΑΙ ΩΦΕΛΗ ΤΗΣ ΕΕΠΠ

ΟΡΙΣΜΟΣ, ΣΤΟΧΟΙ ΚΑΙ ΩΦΕΛΗ ΤΗΣ ΕΕΠΠ Επισκόπηση της εφαρµογής της περιβαλλοντικής πολιτικής (ΕΕΠΠ) 2019: Επιλογή βασικών στοιχείων σχετικά µε την κατάσταση της εφαρµογής της περιβαλλοντικής νοµοθεσίας στην Ευρώπη ΟΡΙΣΜΟΣ, ΣΤΟΧΟΙ ΚΑΙ ΩΦΕΛΗ

Διαβάστε περισσότερα

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ & ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ & ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΕΡΓΟ LIFE04/ENV/GR/000099 WATER AGENDA Ανάπτυξη και εφαρμογή πολιτικής ολοκληρωμένης διαχείρισης υδατικών πόρων σε μια υδρολογική λεκάνη με την εφαρμογή μιας δημόσιας κοινωνικής συμφωνίας στη βάση των

Διαβάστε περισσότερα

Αρχές και φιλοσοφία της βιολογικής γεωργίας. Δούμα Κατερίνα Γεωπόνος

Αρχές και φιλοσοφία της βιολογικής γεωργίας. Δούμα Κατερίνα Γεωπόνος Αρχές και φιλοσοφία της βιολογικής γεωργίας Δούμα Κατερίνα Γεωπόνος Στάδια εξέλιξης της βιολογικής γεωργίας 1 ο στάδιο: 1920 Ξεκινούν οι πρώτοι προβληματισμοί από τον Αυστριακό Steiner που αγωνίζεται για

Διαβάστε περισσότερα

Επίσηµη Εφηµερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. (Μη νομοθετικές πράξεις) ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ

Επίσηµη Εφηµερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. (Μη νομοθετικές πράξεις) ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ 1.8.2014 L 230/1 II (Μη νομοθετικές πράξεις) ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ ΕΚΤΕΛΕΣΤΙΚΟΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) αριθ. 834/2014 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ της 22ας Ιουλίου 2014 για τη θέσπιση κανόνων σχετικά με την εφαρμογή του κοινού πλαισίου

Διαβάστε περισσότερα

Δρ Παναγιώτης Μέρκος, Γενικός Επιθεωρητής

Δρ Παναγιώτης Μέρκος, Γενικός Επιθεωρητής Δρ Παναγιώτης Μέρκος, Γενικός Επιθεωρητής η μετρήσιμη δυσμενής μεταβολή φυσικού πόρου ή η μετρήσιμη υποβάθμιση υπηρεσίας συνδεδεμένης με φυσικό πόρο, που μπορεί να επέλθει άμεσα ή έμμεσα ΥΠΕΚΑ Ειδική

Διαβάστε περισσότερα

Καταρχήν, σε παγκόσμιο επίπεδο έχει εκπονηθεί το Στρατηγικό Σχέδιο των Ηνωμένων Εθνών για τα Δάση το οποίο θέτει έξι βασικούς στόχους:

Καταρχήν, σε παγκόσμιο επίπεδο έχει εκπονηθεί το Στρατηγικό Σχέδιο των Ηνωμένων Εθνών για τα Δάση το οποίο θέτει έξι βασικούς στόχους: Αξιότιμη κυρία Πρόεδρε, Κύριε Υπουργέ, Κυρίες και κύριοι βουλευτές. Είμαι ιδιαίτερα χαρούμενος σήμερα, γιατί επιτέλους ξεκινάει μια θεσμικά οργανωμένη στο ανώτατο επίπεδο της ελληνικής πολιτείας συζήτηση

Διαβάστε περισσότερα

ενεργειακό περιβάλλον

ενεργειακό περιβάλλον Προστατεύει το ενεργειακό περιβάλλον Αλλάζει τη ζωή μας www.epperaa.gr www.ypeka.gr Ε.Π. «Περιβάλλον και Αειφόρος Ανάπτυξη» 2007-2013 Το ΕΠΠΕΡΑΑ δημιουργεί ένα βιώσιμο Ενεργειακό Περιβάλλον βελτιώνει την

Διαβάστε περισσότερα

Διαχείριση Υδατικών Πόρων

Διαχείριση Υδατικών Πόρων ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΟΙΚΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ Ενότητα 2 : Νομικό πλαίσιο Ευαγγελίδης Χρήστος Τμήμα Αγρονόμων & Τοπογράφων Μηχανικών Άδειες Χρήσης Το παρόν εκπαιδευτικό υλικό υπόκειται

Διαβάστε περισσότερα

ΕΡΓΩΝ ΤΑΜΙΕΥΣΗΣ ΑΡ ΕΥΤΙΚΟΥ ΝΕΡΟΥ. ρ. Ε. Σταυρινός Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης & Τροφίµων ιοικ. Τοµέας Κοιν. Πόρων & Υποδοµών

ΕΡΓΩΝ ΤΑΜΙΕΥΣΗΣ ΑΡ ΕΥΤΙΚΟΥ ΝΕΡΟΥ. ρ. Ε. Σταυρινός Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης & Τροφίµων ιοικ. Τοµέας Κοιν. Πόρων & Υποδοµών ΕΚΤΙΜΗΣΗ ΤΩΝ ΕΠΙΠΤΩΣΕΩΝ ΤΩΝ ΕΡΓΩΝ ΤΑΜΙΕΥΣΗΣ ΑΡ ΕΥΤΙΚΟΥ ΝΕΡΟΥ ΣΤΙΣ ΠΡΟΣΤΑΤΕΥΟΜΕΝΕΣ ΠΕΡΙΟΧΕΣ ρ. Ε. Σταυρινός Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης & Τροφίµων µ ιοικ. Τοµέας Κοιν. Πόρων & Υποδοµών ΠΡΟΣΤΑΤΕΥΟΜΕΝΕΣ

Διαβάστε περισσότερα

ΕΠΑνΕΚ ΤΟΣ Περιβάλλον. Τομεακό Σχέδιο. Αθήνα,

ΕΠΑνΕΚ ΤΟΣ Περιβάλλον. Τομεακό Σχέδιο. Αθήνα, ΕΠΑνΕΚ 2014-2020 ΤΟΣ Περιβάλλον Τομεακό Σχέδιο Αθήνα, 27.3.2014 1. Προτεινόμενη στρατηγική ανάπτυξης του τομέα Η στρατηγική ανάπτυξης του τομέα εκτείνεται σε δραστηριότητες που έχουν μεγάλες προοπτικές

Διαβάστε περισσότερα

Ευρωπαϊκή Θεματική Στρατηγική Εδάφους και. Έργο LIFE ENV/GR/ Soil Sustainability (So.S.)

Ευρωπαϊκή Θεματική Στρατηγική Εδάφους και. Έργο LIFE ENV/GR/ Soil Sustainability (So.S.) Ευρωπαϊκή Θεματική Στρατηγική Εδάφους και Έργο LIFE ENV/GR/000278 Soil Sustainability (So.S.) Σωκράτης Φάμελλος, Χημικός Μηχανικός MSc., Διευθυντής Τοπικής Ανάπτυξης, ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ Α.Ε. Ημερίδα Διαχείριση

Διαβάστε περισσότερα

Ολοκληρωμένη Διαχείριση Αστικού Νερού. Α. Ανδρεαδάκης ομ. Καθηγητής ΕΜΠ

Ολοκληρωμένη Διαχείριση Αστικού Νερού. Α. Ανδρεαδάκης ομ. Καθηγητής ΕΜΠ Ολοκληρωμένη Διαχείριση Αστικού Νερού Α. Ανδρεαδάκης ομ. Καθηγητής ΕΜΠ Προκλήσεις Αστικοποίηση (70% το 2015) Εντατικοποίηση ανταγωνισμού μεταξύ χρηστών Κλιματική Αλλαγή (40% σε περιοχές με έλλειψη νερού)

Διαβάστε περισσότερα

ΓΕΩΠΟΝΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΑΕΙΦΟΡΟΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗ & ΑΝΘΡΩΠΟΓΕΝΕΙΣ ΕΠΕΜΒΑΣΕΙΣ ΣΤΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ

ΓΕΩΠΟΝΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΑΕΙΦΟΡΟΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗ & ΑΝΘΡΩΠΟΓΕΝΕΙΣ ΕΠΕΜΒΑΣΕΙΣ ΣΤΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ ΓΕΩΠΟΝΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΑΕΙΦΟΡΟΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗ & ΑΝΘΡΩΠΟΓΕΝΕΙΣ ΕΠΕΜΒΑΣΕΙΣ ΣΤΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ Καθ. Γεράσιμος ΑΡΑΠΗΣ Εργαστήριο Οικολογίας & Προστασίας Περιβάλλοντος mani@aua.gr Βιώσιμη Ανάπτυξη, Φέρουσα Ικανότητα

Διαβάστε περισσότερα

Αγροτική Ανάπτυξη και Πρακτικές Εξοικονόμησης Νερού στη Γεωργία

Αγροτική Ανάπτυξη και Πρακτικές Εξοικονόμησης Νερού στη Γεωργία ΔΠΜΣ «Επιστήμη & Τεχνολογία Υδατικών Πόρων» Αγροτική Ανάπτυξη και Πρακτικές Εξοικονόμησης Νερού στη Γεωργία Ηλιάνα Αδαμοπούλου Ευστρατία Σεπετζή Διαχείριση Υδατικών Πόρων Δ. Κουτσογιάννης Α. Ευστρατιάδης

Διαβάστε περισσότερα

ΤΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ «ΥΔΡΟΜΕΝΤΩΡ»

ΤΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ «ΥΔΡΟΜΕΝΤΩΡ» Τμήμα Πολιτικών Μηχανικών, ΤΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ «ΥΔΡΟΜΕΝΤΩΡ» http://www.hydromentor.uth.gr/ Συντονιστής: Αθανάσιος Λουκάς, Καθηγητής Επιστ. Υπεύθυνος: Νικήτας Μυλόπουλος, Αν. Καθηγητής Εργαστήριο Υδρολογίας και

Διαβάστε περισσότερα

ΦΥΣΙΚΟΙ ΠΟΡΟΙ Η ΣΧΕΣΗ ΜΑΣ ΜΕ ΤΗ ΓΗ Δ. ΑΡΖΟΥΜΑΝΙΔΟΥ

ΦΥΣΙΚΟΙ ΠΟΡΟΙ Η ΣΧΕΣΗ ΜΑΣ ΜΕ ΤΗ ΓΗ Δ. ΑΡΖΟΥΜΑΝΙΔΟΥ ΦΥΣΙΚΟΙ ΠΟΡΟΙ Η ΣΧΕΣΗ ΜΑΣ ΜΕ ΤΗ ΓΗ Δ. ΑΡΖΟΥΜΑΝΙΔΟΥ είναι οι παραγωγικές δυνάμεις ή το αποτέλεσμα των παραγωγικών δυνάμεων που υπάρχουν και δρουν στο φυσικό περιβάλλον και που για τον σημερινό άνθρωπο μπορούν,

Διαβάστε περισσότερα

Υπουργείο Ανάπτυξης Διεύθυνση Υδατικού Δυναμικού & Φυσικών Πόρων. ΥΠΑΝ - Δ/νση Υδατικού Δυναμικού Γ. 1

Υπουργείο Ανάπτυξης Διεύθυνση Υδατικού Δυναμικού & Φυσικών Πόρων. ΥΠΑΝ - Δ/νση Υδατικού Δυναμικού Γ. 1 Υπουργείο Ανάπτυξης Διεύθυνση Υδατικού Δυναμικού & Φυσικών Πόρων 1 Θεσμικό Πλαίσιο Διαχείρισης Υδατικών Πόρων Πολυνομία, αντιφατικότητα, αποσπασματικότητα 1900-1985: 300 νόμοι, νομοθετικά, βασιλικά, προεδρικά

Διαβάστε περισσότερα

σύνολο της απορροής, μέσω διαδοχικών ρευμάτων, ποταμών, λιμνών και παροχετεύεται στη θάλασσα με ενιαίο στόμιο ποταμού, εκβολές ή δέλτα.

σύνολο της απορροής, μέσω διαδοχικών ρευμάτων, ποταμών, λιμνών και παροχετεύεται στη θάλασσα με ενιαίο στόμιο ποταμού, εκβολές ή δέλτα. ΕΙΣΑΓΩΓΗ Η ΟΔΗΓΙΑ ΠΛΑΙΣΙΟ ΓΙΑ ΤΑ ΝΕΡΑ Η Οδηγία Πλαίσιο για τα νερά ή αλλιώς Οδηγία 2000/60/ΕΚ, οποία τέθηκε σε ισχύ στις 22 Δεκεμβρίου 2000, προτείνει νέους, αποτελεσματικότερους τρόπους προστασίας του

Διαβάστε περισσότερα

Νομοθεσία για τη Διαχείριση των Υδατικών Πόρων

Νομοθεσία για τη Διαχείριση των Υδατικών Πόρων ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ & ΚΛΙΜΑΤΙΚΗΣ ΑΛΛΑΓΗΣ ΕΙΔΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΥΔΑΤΩΝ Νομοθεσία για τη Διαχείριση των Υδατικών Πόρων Υπουργείο Π.Ε.Κ.Α., Ειδική Γραμματεία Υδάτων Αθήνα, Μάιος 2012 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

Διαβάστε περισσότερα

«Βελτίωση της γνώσης σχετικά με τον καθορισμό της ελάχιστα

«Βελτίωση της γνώσης σχετικά με τον καθορισμό της ελάχιστα Αποτελέσματα και προκλήσεις της Πράξης: «Βελτίωση της γνώσης σχετικά με τον καθορισμό της ελάχιστα απαιτούμενης στάθμης/παροχής υδάτινων σωμάτων» Πρόγραμμα «GR02 ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΕΝΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΘΑΛΑΣΣΙΩΝ ΚΑΙ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ

Διαβάστε περισσότερα

ΥΔΑΤΙΚΟΙ ΠΟΡΟΙ ΝΕΟΥ ΔΗΜΟΥ ΣΑΡΩΝΙΚΟΥ ΑΤΤΙΚΗΣ

ΥΔΑΤΙΚΟΙ ΠΟΡΟΙ ΝΕΟΥ ΔΗΜΟΥ ΣΑΡΩΝΙΚΟΥ ΑΤΤΙΚΗΣ ΥΔΑΤΙΚΟΙ ΠΟΡΟΙ ΝΕΟΥ ΔΗΜΟΥ ΣΑΡΩΝΙΚΟΥ ΑΤΤΙΚΗΣ Εισήγηση ΓΙΑΝΝΗ ΚΟΥΜΑΝΤΑΚΗ Ομότιμος Καθηγητής Ε.Μ.Πολυτεχνείου ΕΙΣΑΓΩΓΗ ``Πηγή `` Ζωής, ΝΕΡΟ Κανένα έμβιο ον δεν επιβιώνει χωρίς αυτό Δεν νοείται ανάπτυξη χωρίς

Διαβάστε περισσότερα

LIFE STRYMON «Διαχείριση των υδατικών πόρων στη λεκάνη του Στρυμόνα για τη μείωση των επιπτώσεων από τη γεωργία με τη χρήση σύγχρονων μεθόδων»

LIFE STRYMON «Διαχείριση των υδατικών πόρων στη λεκάνη του Στρυμόνα για τη μείωση των επιπτώσεων από τη γεωργία με τη χρήση σύγχρονων μεθόδων» LIFE STRYMON «Διαχείριση των υδατικών πόρων στη λεκάνη του Στρυμόνα για τη μείωση των επιπτώσεων από τη γεωργία με τη χρήση σύγχρονων μεθόδων» Map1.1 ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ ΒΙΟΤΟΠΩΝ- ΥΓΡΟΤΟΠΩΝ LIFE STRYMON «Διαχείριση

Διαβάστε περισσότερα

ιαχείριση των Υδάτινων Πόρων στην Ελλάδα Ηλίας Μ. Ντεµιάν Svetoslav Danchev Αθήνα, Iούνιος 2010 Ι ΡΥΜΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ & ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΕΡΕΥΝΩΝ

ιαχείριση των Υδάτινων Πόρων στην Ελλάδα Ηλίας Μ. Ντεµιάν Svetoslav Danchev Αθήνα, Iούνιος 2010 Ι ΡΥΜΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ & ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΕΡΕΥΝΩΝ ιαχείριση των Υδάτινων Πόρων στην Ελλάδα ΗλίαςΜ. Ντεµιάν Svetoslav Danchev Αθήνα, Iούνιος 2010 Ατζέντα Παρουσίασης Σκοπός της Μελέτης Παγκόσµια Κρίση του Νερού Προσφορά Υδάτινων Πόρων στην Ελλάδα Η Ζήτηση

Διαβάστε περισσότερα

Η σχέση μας με τη γη ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ : ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΗΛΙΑ

Η σχέση μας με τη γη ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ : ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΗΛΙΑ Η σχέση μας με τη γη ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ : ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΗΛΙΑ *Φέρουσα χωρητικότητα Ο μέγιστος αριθμός ατόμων ενός είδους που μπορεί να υποστηρίζεται από ένα δεδομένο οικοσύστημα. Ο προσδιορισμός της για τον άνθρωπο

Διαβάστε περισσότερα

ΑΓΡΟΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΓΕΩΠΟΝΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ. Αγροτική Πολιτική 8 ου Εξαμήνου ΤΜΗΜΑ ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ & ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ

ΑΓΡΟΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΓΕΩΠΟΝΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ. Αγροτική Πολιτική 8 ου Εξαμήνου ΤΜΗΜΑ ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ & ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΑΓΡΟΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΓΕΩΠΟΝΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ & ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ Αγροτική Πολιτική 8 ου Εξαμήνου Η χρησιμότητα του μαθήματος Η κατανόηση του «σκηνικού» πίσω από τη διαμόρφωση της

Διαβάστε περισσότερα

ΠΡΟΒΛΕΠΕΤΑΙ ΗΔΗ ΣΤΑ 450 ΚΥΒΙΚΑ ΤΟ ΣΤΡΕΜΜΑ ΑΛΛΑ ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΕΦΑΡΜΟΣΤΕΙ Ο Αχελώος «φεύγει», το πλαφόν στο νερό άρδευσης έρχεται

ΠΡΟΒΛΕΠΕΤΑΙ ΗΔΗ ΣΤΑ 450 ΚΥΒΙΚΑ ΤΟ ΣΤΡΕΜΜΑ ΑΛΛΑ ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΕΦΑΡΜΟΣΤΕΙ Ο Αχελώος «φεύγει», το πλαφόν στο νερό άρδευσης έρχεται ΠΡΟΒΛΕΠΕΤΑΙ ΗΔΗ ΣΤΑ 450 ΚΥΒΙΚΑ ΤΟ ΣΤΡΕΜΜΑ ΑΛΛΑ ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΕΦΑΡΜΟΣΤΕΙ Ο Αχελώος «φεύγει», το πλαφόν στο νερό άρδευσης έρχεται Υπερβολική άρδευση με την κατανάλωση να υπερβαίνει κατά 20-25% τις θεωρητικά υπολογισθείσες

Διαβάστε περισσότερα

LIFE ENVIRONMENT STRYMON

LIFE ENVIRONMENT STRYMON LIFE ENVIRONMENT STRYMON Ecosystem Based Water Resources Management to Minimize Environmental Impacts from Agriculture Using State of the Art Modeling Tools in Strymonas Basin Διαχείριση των υδατικών πόρων

Διαβάστε περισσότερα

Συνέδριο για την Αειφόρο Ανάπτυξη των Νησιών Αθήνα 9 Σεπτεμβρίου 2006. Εισαγωγική ομιλία κ. Στ. Δήμα Επιτρόπου Περιβάλλοντος

Συνέδριο για την Αειφόρο Ανάπτυξη των Νησιών Αθήνα 9 Σεπτεμβρίου 2006. Εισαγωγική ομιλία κ. Στ. Δήμα Επιτρόπου Περιβάλλοντος Συνέδριο για την Αειφόρο Ανάπτυξη των Νησιών Αθήνα 9 Σεπτεμβρίου 2006 Εισαγωγική ομιλία κ. Στ. Δήμα Επιτρόπου Περιβάλλοντος Κυρίες και κύριοι, Θα ήθελα να σας ευχαριστήσω για την πρόσκλησή σας να προλογίσω

Διαβάστε περισσότερα

Προτάσεις ομάδας εργασίας για τη διαχείριση νερού της λεκάνης του Ανθεμούντα στον αγροτικό τομέα

Προτάσεις ομάδας εργασίας για τη διαχείριση νερού της λεκάνης του Ανθεμούντα στον αγροτικό τομέα Προτάσεις ομάδας εργασίας για τη διαχείριση νερού της λεκάνης του Ανθεμούντα στον αγροτικό τομέα Στο πλαίσιο των τεσσάρων συναντήσεων της ομάδας εργασίας για τη διαχείριση νερού της λεκάνης του Ανθεμούντα

Διαβάστε περισσότερα

Χρηματοδότηση δράσεων στον Τομέα του Περιβάλλοντος. Προγραμματική Περίοδος 2014-2020

Χρηματοδότηση δράσεων στον Τομέα του Περιβάλλοντος. Προγραμματική Περίοδος 2014-2020 Χρηματοδότηση δράσεων στον Τομέα του Περιβάλλοντος Προγραμματική Περίοδος 2014-2020 ΠΟΡΟΙ Π.Π 2014-2020 ΕΠ - ΥΜΕ - ΠΕΡΑΑ (ΜΕΤΑΦΟΡΕΣ - ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ) ΤΑΜΕΙΟ ΚΑΤΑΝΟΜΕΣ ΠΟΡΩΝ ΚΟΙΝΟΤΙΚΗ ΜΕΤΑΦΟΡΕ ΠΕΠ ΣΥΝΔΡΟΜΗ

Διαβάστε περισσότερα

Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης Βρυξέλλες, 25 Σεπτεμβρίου 2017 (OR. en)

Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης Βρυξέλλες, 25 Σεπτεμβρίου 2017 (OR. en) Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης Βρυξέλλες, 25 Σεπτεμβρίου 2017 (OR. en) 12255/17 AGRI 481 DEVGEN 199 ENV 752 ONU 115 ΣΗΜΕΙΩΜΑ Αποστολέας: Αποδέκτης: Θέμα: Γενική Γραμματεία του Συμβουλίου Η Ειδική Επιτροπή

Διαβάστε περισσότερα

Ενημερωτικό δελτίο για το πρόγραμμα αγροτικής ανάπτυξης για την Ελλάδα

Ενημερωτικό δελτίο για το πρόγραμμα αγροτικής ανάπτυξης για την Ελλάδα Ενημερωτικό δελτίο για το πρόγραμμα αγροτικής ανάπτυξης 2014-2020 για την Ελλάδα Το Πρόγραμμα Αγροτικής Ανάπτυξης (ΠΑΑ) για την Ελλάδα εγκρίθηκε επίσημα από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή στις 11 Δεκεμβρίου 2015,

Διαβάστε περισσότερα

8. Συµπεράσµατα Προτάσεις

8. Συµπεράσµατα Προτάσεις 8. Συµπεράσµατα Προτάσεις Όπως φάνηκε από όλα τα παραπάνω ο οικότοπος των Μεσογειακών Εποχικών Λιµνίων αποτελεί συγκριτικό πλεονέκτηµα των περιοχών µελέτης και η διατήρηση του µπορεί να συνδυαστεί άµεσα

Διαβάστε περισσότερα

Υδατικοί Πόροι -Ρύπανση

Υδατικοί Πόροι -Ρύπανση Υδατικοί Πόροι -Ρύπανση Γήινη επιφάνεια Κατανομή υδάτων Υδάτινο στοιχείο 71% Ωκεανοί αλμυρό νερό 97% Γλυκό νερό 3% Εκμεταλλεύσιμο νερό 0,01% Γλυκό νερό 3% Παγόβουνα Υπόγεια ύδατα 2,99% Εκμεταλλεύσιμο νερό

Διαβάστε περισσότερα

Ε Θ Ν Ι Κ Ο Μ Ε Τ Σ Ο Β Ι Ο Π Ο Λ Υ Τ Ε Χ Ν Ε Ι Ο

Ε Θ Ν Ι Κ Ο Μ Ε Τ Σ Ο Β Ι Ο Π Ο Λ Υ Τ Ε Χ Ν Ε Ι Ο Ε Θ Ν Ι Κ Ο Μ Ε Τ Σ Ο Β Ι Ο Π Ο Λ Υ Τ Ε Χ Ν Ε Ι Ο ΣΧΟΛΗ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ Δ.Π.Μ.Σ.: «ΕΠΙΣΤΗΜΗ & ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ ΥΔΑΤΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ» ΤΟΜΕΑΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΥΔΑΤΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ & ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ Μάθημα: Διαχείριση Υδατικών

Διαβάστε περισσότερα

«Η Οδηγία Πλαίσιο Κοινοτικής Δράσης στον τομέα πολιτικής υδάτων»

«Η Οδηγία Πλαίσιο Κοινοτικής Δράσης στον τομέα πολιτικής υδάτων» «Η Οδηγία Πλαίσιο Κοινοτικής Δράσης στον τομέα πολιτικής υδάτων» (ΟΔΗΓΙΑ 2000/60/ΕΚ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΓΙΑ ΤΗ ΘΕΣΠΙΣΗ ΠΛΑΙΣΙΟΥ ΚΟΙΝΟΤΙΚΗΣ ΔΡΑΣΗΣ ΣΤΟΝ ΤΟΜΕΑ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΤΩΝ

Διαβάστε περισσότερα

ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΗΣ ΕΘΝΙΚΗΣ ΔΑΣΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΓΙΑ ΤΑ ΕΠΟΜΕΝΑ ΧΡΟΝΙΑ (2014-2020)

ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΗΣ ΕΘΝΙΚΗΣ ΔΑΣΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΓΙΑ ΤΑ ΕΠΟΜΕΝΑ ΧΡΟΝΙΑ (2014-2020) ΕΥΡΩΠΑΙΚΗ ΚΑΙ ΕΘΝΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΣΤΑ ΔΑΣΙΚΑ ΟΙΚΟΣΥΣΤΗΜΑΤΑ (ΙΔΙΑΙΤΕΡΑ ΣΤΙΣ ΠΡΟΣΤΑΤΕΥΟΜΕΝΕΣ ΠΕΡΙΟΧΕΣ) Το 2015 θεωρείται μια πολύ σημαντική χρονιά για τα δάση σε παγκόσμιο επίπεδο, καθώς τουλάχιστον τέσσερις

Διαβάστε περισσότερα

Εθνικό Σχέδιο Στρατηγικής Αγροτικής Ανάπτυξης της Ελλάδας για την 4η προγραµµατική περίοδο. Σχόλια του WWF Ελλάς στο 3 ο προσχέδιο Μάιος 2006

Εθνικό Σχέδιο Στρατηγικής Αγροτικής Ανάπτυξης της Ελλάδας για την 4η προγραµµατική περίοδο. Σχόλια του WWF Ελλάς στο 3 ο προσχέδιο Μάιος 2006 Εθνικό Σχέδιο Στρατηγικής Αγροτικής Ανάπτυξης της Ελλάδας για την 4η προγραµµατική περίοδο Σχόλια του WWF Ελλάς στο 3 ο προσχέδιο Μάιος 2006 Γενικά σχόλια Το κείµενο παρουσιάζεται σε γενικές γραµµές ικανοποιητικό

Διαβάστε περισσότερα

Εύη Λίττη ΛΔΚ ΕΠΕ Άνδρος 2008

Εύη Λίττη ΛΔΚ ΕΠΕ Άνδρος 2008 ΥΔΑΤΙΚΟΙ ΠΟΡΟΙ ΣΤΑ ΝΗΣΙΑ ΤΟΥ ΑΙΓΑΙΟΥ Εύη Λίττη ΛΔΚ ΕΠΕ Άνδρος 2008 Περιεχόμενα Παρουσίασης Α. Γενικά Στοιχεία Β. Υφιστάμενη κατάσταση υδατικών πόρων Γ. Ανάπτυξη συστημάτων και εργαλείων διαχείρισης Υδατικών

Διαβάστε περισσότερα

ΠΡΟΚΛΗΣΕΙΣ & ΕΥΚΑΙΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΔΗΜΟΥΣ ΣΤΗ ΝΕΑ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟ

ΠΡΟΚΛΗΣΕΙΣ & ΕΥΚΑΙΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΔΗΜΟΥΣ ΣΤΗ ΝΕΑ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟ ΠΡΟΚΛΗΣΕΙΣ & ΕΥΚΑΙΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΔΗΜΟΥΣ ΣΤΗ ΝΕΑ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟ ΔΡ. ΡΑΛΛΗΣ ΓΚΕΚΑΣ, ΠΡΟΕΔΡΟΣ SKEPSIS Παρουσίαση στο Δημοτικό Συμβούλιο Δήμου Πλαστήρα, Νοέμβριος 2014 ΣΤΟΧΟΣ ΤΗΣ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗΣ ΕΥΡΩΠΗ

Διαβάστε περισσότερα

Χανιά, Νοέμβριος 2013 ΘΕΣΜΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΑΝΑΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΗΣΗ ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΜΕΝΩΝ ΥΓΡΩΝ ΑΠΟΒΛΗΤΩΝ

Χανιά, Νοέμβριος 2013 ΘΕΣΜΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΑΝΑΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΗΣΗ ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΜΕΝΩΝ ΥΓΡΩΝ ΑΠΟΒΛΗΤΩΝ ΘΕΣΜΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΑΝΑΧΡΗΜΟΠΟΙΗΣΗ ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΜΕΝΩΝ ΥΓΡΩΝ ΑΠΟΒΛΗΤΩΝ Οδηγία πλαίσιο για τα απόβλητα 2008/98/ΕΚ Ιεράρχηση αποβλήτων Η επαναχρησιμοποίηση λυμάτων στα υψηλότερα επίπεδα της πυραμίδας Ιεράρχηση

Διαβάστε περισσότερα

Συνοπτική περιγραφή των πιέσεων που ασκεί η γεωργία στο περιβάλλον της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Συνοπτική περιγραφή των πιέσεων που ασκεί η γεωργία στο περιβάλλον της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Συνοπτική περιγραφή των πιέσεων που ασκεί η γεωργία στο περιβάλλον της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Χρήσιμη θα ήταν, πριν ασχοληθούμε με την αγροπεριβαλλοντική πολιτική της Ε.Ε., μια συνοπτική αναφορά στις πιέσεις

Διαβάστε περισσότερα

Ελλάδα Επιχειρησιακό πρόγραµµα : Περιβάλλον και αειφόρος ανάπτυξη

Ελλάδα Επιχειρησιακό πρόγραµµα : Περιβάλλον και αειφόρος ανάπτυξη MEMO/07/499 Βρυξέλλες, 26 Νοεµβρίου 2007 Ελλάδα Επιχειρησιακό πρόγραµµα 2007-2013: Περιβάλλον και αειφόρος ανάπτυξη 1. Επιχειρησιακό πρόγραµµα «Περιβάλλον και αειφόρος ανάπτυξη» 2007-2013: πρόγραµµα στο

Διαβάστε περισσότερα

Μελέτες σκοπιμότητας έργων

Μελέτες σκοπιμότητας έργων ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΥΠΟΔΟΜΗΣ ΣΥΓΚΟΙΝΩΝΙΑΚΩΝ ΕΡΓΩΝ Μελέτες σκοπιμότητας έργων Αθανάσιος Χασιακός ΜΕΛΕΤΗ ΣΚΟΠΙΜΟΤΗΤΑΣ Είναι μια ανάλυση σχετικά με: Αν ένα έργο είναι σκόπιμο να υλοποιηθεί. Με ποια κατασκευαστικά

Διαβάστε περισσότερα

ΣΤΗΡΙΞΗ ΓΙΑ ΕΠΕΝΔΥΣΕΙΣ ΣΕ ΓΕΩΡΓΙΚΕΣ ΕΚΜΕΤΑΛΛΕΥΣΕΙΣ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΓΕΝΟΥΣ ΤΟΜΕΑ

ΣΤΗΡΙΞΗ ΓΙΑ ΕΠΕΝΔΥΣΕΙΣ ΣΕ ΓΕΩΡΓΙΚΕΣ ΕΚΜΕΤΑΛΛΕΥΣΕΙΣ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΓΕΝΟΥΣ ΤΟΜΕΑ ΣΤΗΡΙΞΗ ΓΙΑ ΕΠΕΝΔΥΣΕΙΣ ΣΕ ΓΕΩΡΓΙΚΕΣ ΕΚΜΕΤΑΛΛΕΥΣΕΙΣ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΓΕΝΟΥΣ ΤΟΜΕΑ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ & ΤΡΟΦΙΜΩΝ ΕΙΔΙΚΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ Το νέο Πρόγραμμα Αγροτικής

Διαβάστε περισσότερα

Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης Βρυξέλλες, 18 Μαρτίου 2016 (OR. en)

Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης Βρυξέλλες, 18 Μαρτίου 2016 (OR. en) Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης Βρυξέλλες, 18 Μαρτίου 2016 (OR. en) 7144/16 ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΣΗΜΕΙΟΥ «Ι/A» Αποστολέας: Αποδέκτης: Γενική Γραμματεία του Συμβουλίου ENV 170 FIN 177 AGRI 136 IND 54 SAN 100 Επιτροπή

Διαβάστε περισσότερα

Ορθολογική διαχείριση των υδάτων- Το παράδειγμα της Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας

Ορθολογική διαχείριση των υδάτων- Το παράδειγμα της Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας Ορθολογική διαχείριση των υδάτων- Το παράδειγμα της Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας Δρ. Νικόλαος Τσοτσόλης Γεωπόνος-μέλος του ΓΕΩΤΕΕ, με ειδίκευση στη διαχείριση των εδαφοϋδατικών πόρων (MSc, PhD) Γενικός

Διαβάστε περισσότερα