METAB ΟΛΙΚΕΣ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΕΣ ΕΠΙΔΡΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΦΥΣΙΚΗΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΑΣΚΗΣΗΣ - ΜΕΛΕΤΗ ΠΑΡΑΓΟΝΤΩΝ ΚΙΝΔΥΝΟΥ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΙΔΙΚΗ ΗΛΙΚΙΑ.

Μέγεθος: px
Εμφάνιση ξεκινά από τη σελίδα:

Download "METAB ΟΛΙΚΕΣ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΕΣ ΕΠΙΔΡΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΦΥΣΙΚΗΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΑΣΚΗΣΗΣ - ΜΕΛΕΤΗ ΠΑΡΑΓΟΝΤΩΝ ΚΙΝΔΥΝΟΥ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΙΔΙΚΗ ΗΛΙΚΙΑ."

Transcript

1 METAB ΟΛΙΚΕΣ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΕΣ ΕΠΙΔΡΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΦΥΣΙΚΗΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΑΣΚΗΣΗΣ - ΜΕΛΕΤΗ ΠΑΡΑΓΟΝΤΩΝ ΚΙΝΔΥΝΟΥ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΙΔΙΚΗ ΗΛΙΚΙΑ Too Αντώνη Χριστόδουλου Διδακτορική Διατριβή που υποβάλλεται c καθηγητικό σώμα για τη μερική εκπλήρωση των υποχρεώσεων απόκτησης του διδακτορικού τίτλου του Διατμηματικού Μεταπτυχιακού Προγράμματος «Άσκηση και Ποιότητα Ζωής» των Τμημάτων Επιστήμης Φυσικής Αγωγής και Αθλητισμού του Δημοκρίτειου Παν/μίου Θράκης και του Παν/μίου Θεσσαλίας. Κομοτηνή 2008 Εγκεκριμένο από το Καθηγητικό σώμα: Ιος Επιβλέπων: Τοκμακίδης Σάββας, Καθηγητής 2 s Επιβλέπων: Δούδα Ελένη, Επίκ. Καθηγήτρια 3 ς Επιβλέπων: Τούσουλης Δημήτρης, Επίκ. Καθηγητής

2 Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας Υ ΠΕΙΡΕΣ ΙΑ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗΣ & ΠΛΗΡΟΦΟΡΗΣΗΣ Ειαικιι Συλλογή «Γκρίζα Βιβλιογραφία» Αριθ. Εισ.: 6464/1 Ημερ. Εισ.: "^30/07/2008 Δωρεά: Ταξιθετικός Κωδικός: _Δ ΧΡ1 ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ

3 Στην οικογένειά μου 2008 Αντώνης Χριστόδουλος ALL RIGHTS RESERVED

4 Επταμελής Εξεταστική Επιτροπή: Τοκμακίδης Σάββας, Καθηγητής ΤΕΦΑΑ, Δ.Π. Θράκης Δούδα Ελένη, Επίκ. Καθηγήτρια ΤΕΦΑΑ, Δ.Π. Θράκης Τούσουλης Δημήτριος, Επίκ. Καθηγητής Τμήματος Ιατρικής Παν/μίου Αθηνών Κουρέτας Δημήτριος, Καθηγητής Τμήματος Βιοχημείας & Βιοτεχνολογίας Παν/ μίου Θεσσαλίας Κουτεντάκης Γιάννης, Καθηγητής ΤΕΦΑΑ Παν/μίου Θεσσαλίας Λαπαρίδης Κων/νος, Αναπλ. Καθηγητής ΤΕΦΑΑ, Δ.Π. Θράκης Τζιαμούρτας Αθανάσιος, Επίκ. Καθηγητής ΤΕΦΑΑ Παν/μίου Θεσσαλίας

5 IV ΠΕΡΙΛΗΨΗ Αντώνης Χριστόδουλος: Μεταβολικές και λειτουργικές επιδράσεις της φυσικής δραστηριότητας και της άσκησης - Μελέτη παραγόντων κινδύνου από την παιδική ηλικία (Υπό την επίβλεψη του Καθηγητή κ. Σάββα Τοκμακίδη) Σκοπός της μελέτης ήταν να καταγράψει τη συχνότητα εμφάνισης των τεκμηριωμένων και νεότερων παραγόντων καρδιαγγειακού κινδύνου σε παιδιά του Δημοτικού και να διερευνήσει τις πιθανές συσχετίσεις τους με επιλεγμένες παραμέτρους της συμπεριφοράς. Το δείγμα της έρευνας αποτέλεσαν 378 μαθητές ηλικίας 11.4±0.4 ετών από τη Βορειοανατολική Αττική. Οι συμμετέχοντες αξιολογήθηκαν στους ανθρωπομετρικούς δείκτες, στις διατροφικές συνήθειες, στη φυσική δραστηριότητα και σε επιλεγμένες δοκιμασίες φυσικής κατάστασης. Επιπλέον, 112 μαθητές υποβλήθηκαν και σε κλινικό (μέτρηση αρτηριακής πίεσης) και εργαστηριακό έλεγχο (λιπιδαιμικό προφίλ, απολιποπρωτεΐνες, γλυκόζη πλάσματος, C-αντιδρώσα πρωτεΐνη, TNF-α, αντιπονεκτίνη). Το 28.3% των μαθητών ήταν υπέρβαροι και το 9.5% παχύσαρκοι, χωρίς σημαντικές διαφορές μεταξύ των δύο φύλων (χ2=.098, df=2, ρ<.754). Η συχνότητα του υπερβολικού βάρους και της παχυσαρκίας με βάση τα αυτοαναφερόμενα ανθρωπομετρικά δεδομένα ήταν σημαντικά χαμηλότερη σε σχέση με τις αντικειμενικές μετρήσεις (24.6% και 3.7% αντίστοιχα, ρ<.0005). Επιπλέον, διαπιστώθηκε ότι το 50% των μαθητών δεν εκπλήρωνε τις οδηγίες για φυσική δραστηριότητα, ενώ το 67% είχε χαμηλή καρδιοαναπνευστική αντοχή. Το 1/3 των μαθητών ανέφερε πρόσληψη κορεσμένων λιπών 10% της συνολικής θερμιδικής πρόσληψης, ενώ για το 22.3% του δείγματος η συνολική πρόσληψη λιπών υπερέβαινε το 30% της συνολικής θερμιδικής πρόσληψης. Το 9.8% του δείγματος εμφάνισε 3 καθιερωμένους παράγοντες καρδιαγγειακού κινδύνου, το 3.6% είχε μεταβολικό σύνδρομο, ενώ το 10.7% των μαθητών παρουσίασε αυξημένες τιμές της C- αντιδρώσας πρωτεΐνης (CRP3 mg/l). Οι υπέρβαροι και παχύσαρκοι μαθητές παρουσίασαν υψηλότερη πρόσληψη λιπών (ρ<.001) και κορεσμένων λιπαρών οξέων (ρ<.001), χαμηλότερη καρδιοαναπνευστική αντοχή (ρ<.001) και δυσμενέστερο προφίλ καρδιαγγειακού και μεταβολικού κινδύνου, σε σχέση με τα παιδιά φυσιολογικού βάρους.

6 Η παχυσαρκία σχετίστηκε με χαμηλότερες τιμές ανππονεκτίνης και μια χαμηλού βαθμού συστηματική φλεγμονή, η οποία εκδηλώθηκε με αυξημένες τιμές της CRP. Οι παράμετροι της συμπεριφοράς και η φυσική κατάσταση συσχετίστηκαν με την πλειοψηφία των τεκμηριωμένων και νεότερων παραγόντων κινδύνου. Ωστόσο, με εξαίρεση τις συσχετίσεις της φυσικής δραστηριότητας, οι οποίες παρέμειναν αμετάβλητες, οι υπόλοιπες συσχετίσεις στην πλειοψηφία τους εξαλείφθηκαν όταν έγινε ρύθμιση ως προς την παχυσαρκία. Συμπερασματικά, οι ανθυγιεινές διατροφικές συνήθειες και η μειωμένη φυσική δραστηριότητα, σε συνδυασμό με την παρουσία τεκμηριωμένων και νεότερων παραγόντων καρδιαγγειακού κινδύνου σιο παρόν δείγμα, προαναγγέλλουν την εμφάνιση σοβαρών καρδιαγγειακών ασθενειών στο μέλλον, αν δε ληφθούν έγκαιρα μέτρα. Επισημαίνεται η ανάγκη εφαρμογής προγραμμάτων πρόληψης και προαγωγής της υγείας από την παιδική ηλικία, με έμφαση στην αύξηση της φυσικής δραστηριότητας, τη βελτίωση της φυσικής κατάστασης και την ισορροπημένη διατροφή. Λέξεις κλειδιά: παχυσαρκία, φυσική δραστηριότητα, διατροφή, παράγοντες καρδιαγγειακού κινδύνου, φλεγμονώδεις δείκτες

7 VI ABSTRACT Antonios Christodoulos: Metabolic and functional effects of physical activity and exercise - Study of risk factors in childhood (Under the supervision of Professor Tokmakidis Savvas) The aim of the present study was to examine the prevalence of established and recently identified cardiovascular risk factors in Greek primary school children and investigate their possible relationships with selected behavioural parameters. The study sample consisted of 378 children aged 11.4±0.4 years from the prefecture of Northern Attica, Greece. Children were subjected to anthropometry, dietary intake, physical activity, fitness, clinical (blood pressure) and biochemical assessments (lipid profile, apolipoproteins, plasma glucose, C-reactive protein, TNF-α, adiponectin). 28.3% of the pupils were overweight and 9.5% were obese, without significant gender differences (χ2=.098, df=2, p<.754). The estimating rates of overweight and obesity based on selfreported anthropometric data were significantly lower compared to objective masures (24.6% and 3.7% respectively, p<.0005). 50% of the sample did not fulfill the guidelines for physical activity and 67% demonstrated low cardiorespiratory fitness. Fat and saturated fat consumption was high (30% and 10% of total energy, respectively) in 22.3% and 30% of the participants. 9.8% of the sample exhibited 3 established cardiovascular risk factors and 3.6% were diagnosed with metabolic syndrome, whereas 10.7% of the participants exhibited high C-reactive protein values (CRP3 mg/l). Overweight and obese pupils demonstrated higher fat (p<.001) and saturated fat consumption (p<.001), lower cardiorespiratory fitness (p<.001) and more adverse cardiovascular and metabolic risk profiles than normal weight children. Obesity was correlated with lower adiponectin values and a low-grade systemic inflammation, which became clinically evident by high CRP values. Behavior-related parameters and physical fitness were associated with the majority of the established and recently identified cardiovascular risk factors. The relationships between physical activity and cardiovascular risk factors were robust and only slightly affected by adjustment for confounding variables, while relationships between dietary parameters, physical fitness and cardiovascular risk factors were largely

8 explained by the confounding effect of obesity. The unhealthy dietary and physical activity patterns, together with the adverse cardiovascular risk factor profile observed in the present sample, predict an unfavourable cardiovascular incidence for this population in the future, unless effective health measures will be implemented. Health education programs aiming at the promotion of physical activity, physical fitness improvement and balanced nutrient intake are of substantial importance for future public health and should begin early in life. Key words: obesity, physical activity, diet, cardiovascular risk factors, inflammatory factors

9 viii ΠΡΟΛΟΓΟΣ Ολοκληρώνοντας μια μακρόχρονη και δύσκολη πορεία, όπως αυτή της διδακτορικής διατριβής, δεν μπορεί κάποιος παρά να κοιτάξει πίσω και να θυμηθεί όλους όσους σημάδεψαν αυτή τη διαδρομή. Έτσι, αρχικά θα ήθελα να ευχαριστήσω από τα βάθη της ψυχής μου τον καθηγητή κ. Σάββα Τοκμακίδη, χάρη στην εμπιστοσύνη και τη στήριξη του οποίου η παρούσα εργασία έλαβε σάρκα και οστά. Ένα πολύ μεγάλο ευχαριστώ οφείλω και στην επίκουρη καθηγήτρια κα. Ελένη Δούδα για τις πολύτιμες συμβουλές της αναφορικά με τη δομή και το περιεχόμενο της εργασίας, καθώς και στον επίκουρο καθηγητή κ. Δημήτρη Τούσουλη για την πολύ σημαντική συμβολή του στο εργαστηριακό μέρος. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να αναφερθεί και η ανεκτίμητη συμβολή της βιοχημικού κας Ελένης Γκίκα, χωρίς τη βοήθεια της οποίας δεν θα ήταν δυνατή η πραγματοποίηση ενός μεγάλου μέρους των εργαστηριακών αναλύσεων. Επίσης θα ήθελα να εκφράσω ένα πολύ μεγάλο ευχαριστώ στο συνάδελφο και σχολικό σύμβουλο κ. Κώστα Μπουζιώτα για την ευγενική παραχώρηση των ερευνητικών εργασιών του, καθώς και για τις πολύτιμες συμβουλές του σε όλη την πορεία της διατριβής μου. Ιδιαίτερα ευχαριστώ και τους συναδέλφους Χριστίνα Υφαντή και Ανδρέα Φλουρή, οι οποίοι από τα πανεπιστήμιά τους στη Δανία και τον Καναδά αντίστοιχα φρόντιζαν να μου εξασφαλίζουν την πλέον πρόσφατη και επίκαιρη βιβλιογραφία, καθώς και τη συνάδελφο Φωτεινή Βενετσάνου, για τις συμβουλές της στη στατιστική επεξεργασία των αποτελεσμάτων. Τέλος, ευχαριστώ ολόψυχα τους μαθητές που συμμετείχαν στην έρευνα, τους γονείς τους, τους διευθυντές των σχολείων, καθώς και τους συναδέλφους εκπαιδευτικούς. Και βέβαια, το πιο μεγάλο ευχαριστώ ανήκει στην οικογένειά μου, που με αγάπη και υπομονή με στήριξε σε όλη αυτή τη διαδρομή.

10 IX ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ ΠΕΡΙΛΗΨΗ... ϊν ABSTRACT... νί ΠΡΟΛΟΓΟΣ...viii ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ... ix ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΠΙΝΑΚΩΝ...xii ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΣΧΗΜΑΤΩΝ......xiv ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΩΝ ΚΑΙ ΣΥΜΒΟΛΩΝ... xvi I. METΑΒΟΛΙΚΕΣ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΕΣ ΕΠΙΔΡΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΦΥΣΙΚΗΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΑΣΚΗΣΗΣ - ΜΕΛΈΤΗ ΠΑΡΑΓΟΝΤΩΝ ΚΙΝΔΎΝΟΥ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΙΔΙΚΗ ΗΛΙΚΙΑ... 1 Προσδιορισμός του προβλήματος... 2 Σκοπός της εργασίας...5 Σημασία της έρευνας... 5 Ερευνητικές υποθέσεις... 6 Οριοθετήσεις - Περιορισμοί της έρευνας Λειτουργικοί ορισμοί -Συντομογραφίες II. ΑΝΑΣΚΟΠΗΣΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑΣ...20 Παράγοντες καρδιαγγειακού κινδύνου που σχετίζονται με τον τρόπο ζωής Φυσική δραστηριότητα...20 Φυσική κατάσταση και αερόβια ικανότητα Διατροφή...29 Βιολογικοί παράγοντες κινδύνου Παχυσαρκία...32 Λιπίδια και λιποπρωτεΐνες αίμαπος Απολιποπρωτεΐνες Αρτηριακή Υπέρταση Νεότεροι παράγοντες καρδιαγγειακού κινδύνου Μεταβολικό Σύνδρομο...45 Φλεγμονώδεις ρυθμιστές C-Αντιδρώσα Πρωτεΐνη...48

11 X Κυτταροκίνες...49 Σύνοψη...52 III. ΜΕΘΟΔΟΛΟΠΑ Δείγμα Πειραματικός σχεδιασμός Περιγραφή Δοκιμασιών...57 Σχεδιασμός της έρευνας Στατιστική ανάλυση IV. ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ...69 α. Έλεγχος κανονικότητας των κατανομών β. Συχνότητα υπερβολικού βάρους και παχυσαρκίας: διαφορές μεταξύ αυτοαναφερόμενων και πραγματικών ανθρωπομετρικών δεδομένων γ Σχέση της παχυσαρκίας με τη διατροφή, τη φυσική δραστηριότητα και τη φυσική κατάσταση δ. Σχέση του φύλου και της παχυσαρκίας με τους τεκμηριωμένους παράγοντες καρδιαγγειακού κινδύνου ε. Σχέση της διατροφής, της φυσικής δραστηριότητας και της φυσικής κατάστασης με τους καθιερωμένους παράγοντες κινδύνου στ. Νεότεροι παράγοντες καρδιαγγειακού κινδύνου Μεταβολικό σύνδρομο: Σχέση με την παχυσαρκία και τις παραμέτρους της συμπεριφοράς Δείκτες φλεγμονής: Σχέσεις με το φύλο, την παχυσαρκία, τις παραμέτρους της συμπεριφοράς και τους άλλους παράγοντες κινδύνου V. ΣΥΖΗΤΗΣΗ Συχνότητα της παιδικής παχυσαρκίας και περιβαλλοντικοί παράγοντες που σχετίζονται με την εμφάνισή της Τεκμηριωμένοι παράγοντες κινδύνου και οι σχέσεις τους με την παχυσαρκία και τις παραμέτρους της συμπεριφοράς Συχνότητα του μεταβολικού συνδρόμου και παράγοντες που σχετίζονται με την εμφάνισή του στην παιδική ηλικία Δείκτες φλεγμονής: Σχέσεις με το φύλο, την παχυσαρκία, τις παραμέτρους της συμπεριφοράς και τους άλλους παράγοντες κινδύνου

12 XI VI. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I. Περιοχή της μελέτης ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙΙα. Έγκριση διεξαγωγής της έρευνας από το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙΙβ. Πίνακας Αναλυτικής Κατάστασης Σχολείων της έρευνας ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ III. Ενημερωτική επιστολή προς τους γονείς ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Γ/α. Ερωτηματολόγιο φυσικής δραστηριότητας ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΐνβ. Υπολογισμός του χρόνου συμμετοχής σε φυσικές δραστηριότητες και της αντίστοιχης ενεργειακής δαπάνης ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Va. Ερωτηματολόγιο διατροφής ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ νβ. Φωτογραφίες τροφίμων και ποτών ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Vy. Πίνακες σύνθεσης τροφίμων ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Via. Καρτέλα καταγραφής ανθρωπομετρικών δεδομένων ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ νίβ. Καρτέλα καταγραφής επιδόσεων φυσικής κατάστασης ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ VII. Τεχνική μέτρησης δερματοπτυχών ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Villa. 'Ταξινόμηση των τιμών του ΔΜΣ στους ενήλικες ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ νΐΐΐβ. Όρια ΔΜΣ για το υπερβολικό βάρος και την παχυσαρκία σε παιδιά ετών., με βάση την ηλικία και το φύλο. (προσαρμοσμένο από Cole et al., 2000)...198

13 χϋ ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΠΙΝΑΚΩΝ Πίνακας 2.1. Επίπεδα ΦΔ παιδιών σε διάφορες χώρες ανάλογα με το χρησιμοποιούμενο κριτήριο, με βάση δημοσιευμένες έρευνες Πίνακας 2.2. Επίδραση της ΦΔ και της VO2 max στους βιολογικούς παράγοντες κινδύνου με βάση δημοσιευμένες έρευνες Πίνακας 3.1. Συμμετοχή των μαθητών ανά σχολείο...54 Πίνακας 3.2. Χαρακτηριστικά των παιδιών που έλαβαν μέρος σε όλες τις μετρήσεις της έρευνας, σε σχέση με εκείνα που απείχαν από τις αιματολογικές εξετάσεις...55 Πίνακας 3.3. Μέσος χρόνος συμμετοχής σε ΦΔ (min/εβδομάδα) για τις επιμέρους πτυχές της ΦΔ και για τη συνολική ΦΔ σε δυο διαδοχικές μετρήσεις σε διάστημα μιας εβδομάδας...60 Πίνακας 3.4. Τιμές ICC και κύρια επίδραση του παράγοντα «μέτρηση» στις επαναλαμβανόμενες μετρήσεις ΦΔ Πίνακας3.5. Προσδιορισμός του ποσοστού λίπους με βάση τις δερματοπτυχές Πίνακας 3.6. Κριτήρια ορισμού των παραγόντων καρδιαγγειακού κινδύνου Πίνακας 4.1. 'Ελεγχος κατανομής των δύο φύλων στο δείγμα Πίνακας 4.2. Ηλικία και ανθρωπομετρικά χαρακτηριστικά του δείγματος Πίνακας4.3. Σύγκριση μεταξύ αυτοαναφερόμενων και πραγματικών τιμών για το ύψος, το βάρος και το ΔΜΣ...70 Πίνακας 4.4. Διαφορές μεταξύ αυτοαναφερόμενων και πραγματικών ανθρωπομετρικών δεδομένων σε σχέση με το φύλο και την κατηγορία ΔΜΣ Πίνακας 4.5. Ποσοστά υπερβολικού βάρους και παχυσαρκίας σε σχέση με το φύλο, με βάση τις αυτοαναφερόμενες τιμές ύψους και βάρους Πίνακας 4.6. Δείκτες παχυσαρκίας σε σχέση με το φύλο και την κατηγορία ΔΜΣ...75 Πίνακας 4.7. Πίνακας 4.8. Πίνακας 4.9. Συσχετίσεις μεταξύ δεικτών παχυσαρκίας, διατροφής και ΦΔ στα κορίτσια Συσχετίσεις μεταξύ δεικτών παχυσαρκίας, διατροφής και ΦΔ στα αγόρια...77 Συσχετίσεις μεταξύ δεικτών παχυσαρκίας και φυσικής κατάστασης... 78

14 xiii Πίνακας Διαφορές μεταξύ φυσιολογικών και υπέρβαρων/ παχύσαρκων παιδιών στις διατροφικές παραμέτρους...79 Πίνακας Διαφορές στις παραμέτρους της ΦΔ σε σχέση με το φύλο και την κατηγορία ΔΜΣ Πίνακας Διαφορές στη φυσική κατάσταση σε σχέση με το φύλο και το ΔΜΣ Πίνακας Αποτελέσματα ανάλυσης παλινδρόμησης για το ΔΜΣ, την περιφέρεια μέσης και το ποσοστό σωματικού λίπους Πίνακας Συσχετίσεις μεταξύ δεικτών παχυσαρκίας και παραγόντων κινδύνου Πίνακας Διαφορές μεταξύ φυσιολογικών και υπέρβαρων/ παχύσαρκων παιδιών σε σχέση με τους καθιερωμένους παράγοντες καρδιαγγειακού κινδύνου...88 Πίνακας Τιμές του στατιστικού F για τις διαφορές στους παράγοντες καρδιαγγειακού κινδύνου σε σχέση με την κατηγορία ΔΜΣ και το φύλο Πίνακας Κατανομή τιμών των παραγόντων κινδύνου σε σχέση με το ΔΜΣ Πίνακας Συσχετίσεις μεταξύ της ΦΔ, της καρδιοαναπνευστικής αντοχής και των παραγόντων καρδιαγγειακού κινδύνου Πίνακας Συσχετίσεις μεταξύ του σκορ μεταβολτκού κινδύνου και των ανθρωπομετρικών δεικτών...96 Πίνακας Συσχετίσεις μεταξύ της διατροφής, της ΦΔ, της καρδιοαναπνευστικής αντοχής και του σκορ μεταβολτκού κινδύνου Πίνακας Πίνακας Πίνακας Αποτελέσματα ανάλυσης παλινδρόμησης για το σκορ μεταβολτκού κινδύνου Σχέση του σκορ μεταβολτκού κτνδύνου με τους άλλους παράγοντες καρδιαγγετακού κινδύνου...99 Ρυθμισμένες μέσες τιμές για τους δείκτες φλεγμονής σε σχέση με το φύλο και την κατηγορία ΔΜΣ Πίνακας Κατανομή τιμών των παραγόντων κινδύνου σε σχέση με το φύλο και το ΔΜΣ Πίνακας Πίνακας Συσχετίσεις μεταξύ δεικτών παχυσαρκίας και δεικτών φλεγμονής Αποτελέσματα ανάλυσης παλινδρόμησης για τη CRP Πίνακας Σχέση των δεικτών φλεγμονής με τους άλλους παράγοντες κινδύνου

15 XIV ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΣΧΗΜΑΤΩΝ Σχήμα 1. Ποσοστά υπέρβαρων/ παχύσαρκων παιδιών σε διάφορες ευρωπαϊκές χώρες και στην Ελλάδα, με βάση δημοσιευμένες έρευνες...34 Σχήμα 2. Σύνθεση του δείγματος σε σχέση με τη χώρα προέλευσης και το μορφωτικό επίπεδο των γονέων Σχήμα 3. Ηλεκτρονικό ψηφιακό χειροδυναμόμετρο τύπου Τ.Κ.Κ GRIP D Σχήμα 4. Αποκλίσεις μεταξύ αυτοαναφερόμενων και πραγματικών τιμών ύψους και βάρους ανά κατηγορία ΔΜΣ. Δ= (αυτοαναφερόμενη τιμή) - (πραγματική τιμή)...72 Σχήμα 5. Βαθμός απόκλισης μεταξύ της αυτοαναφερόμενης και της πραγματικής του ΔΜΣ σε σχέση με το υπερβολικό σωματικό βάρος και την παχυσαρκία Σχήμα 6. Ποσοστά υπερβολικού βάρους και παχυσαρκίας στο συνολικό δείγμα με βάση τα αυτοαναφερόμενα και τα πραγματικά στοιχεία. Στατιστικά σημαντικές διαφορές μεταξύ αυτοαναφερόμενων και πραγματικών τιμών ΔΜΣ (χ2=277.66, ρ<.0005) Σχήμα 7. Διαφορές μεταξύ των δύο φύλων στη φυσική κατάσταση (*: ρ<.05, φ: ρ<.001) Σχήμα 8. Διαφορές μεταξύ αγοριών και κοριτσιών στις καθιστικές δραστηριότητες...82 Σχήμα 9. Καθιστικές δραστηριότητες του δείγματος σε σχέση με το ΔΜΣ. Δεν παρατηρήθηκαν στατιστικά σημαντικές διαφορές μεταξύ φυσιολογικών και υπέρβαρων/ παχύσαρκων παιδιών, με εξαίρεση την παρακολούθηση τηλεόρασης (Μελέτη: χ2=5.43, ρ<.143, φροντιστήριο: χ2=4.84, ρ<.184, τηλεόραση: χ2=5.90, ρ<.05, ηλεκτρονικοί υπολογιστές: χ2=.04, ρ<.979) Σχήμα 10. Αποκλίσεις των δύο φύλων στις συμπεριφορές διατροφής και φυσικής δραστηριότητας σε σχέση με τις κατευθυντήριες γραμμές για την υγεία. <$ = αγόρια, $ = κορίτσια. *: ρ<.05, φ: ρ<.001 σε σχέση με το άλλο φύλο...84 Σχήμα 11. Διαφορές μεταξύ φυσιολογικών και υπέρβαρων/παχύσαρκων (ΥΠ/ΠΣ) παιδιών στις συμπεριφορές διατροφής και φυσικής δραστηριότητας σε σχέση με τις κατευθυντήριες γραμμές για την υγεία. *: ρ<.05, φ: ρ<.005, φ: ρ<.001 σε σχέση με τα παιδιά φυσιολογικού βάρους...85

16 XV Σχήμα 12. Συχνότητα μη φυσιολογικών τιμών στους καθιερωμένους παράγοντες κινδύνου σε σχέση με το φύλο...91 Σχήμα 13. Κατανομή των παραγόντων καρδιαγγειακού κινδύνου σε σχέση με το ΔΜΣ Σχήμα 14. Κατανομή των παραγόντων καρδιαγγειακού κινδύνου στα δύο φύλα...92 Σχήμα 15. Κατανομή των παραγόντων του ΜΣ στα δύο φύλα. ΠΜ=περίμετρος μέσης, ΑΠ=αρτηριακή πίεση, ΜΣμ= συχνότητα του ΜΣ με βάση τα κατώτερα όρια τριγλυκεριδίων και γλυκόζης...95 Σχήμα 16. Κατανομή των τιμών της CRP σε αγόρια και κορίτσια σε σχέση με το ΔΜΣ Σχήμα 17. Απεικόνιση των μηχανισμών που συνδέουν την υπερβολική συσσώρευση λίπους με την αντίσταση στην ινσουλίνη και τη φλεγμονώδη διεργασία στην εξέλιξη της στεφανιαίας νόσου και του διαβήτη τύπου II (βασισμένο στους Aldhahi & Hamdy, 2003; Lyon et al., 2003)

17 ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΩΝ ΚΑΙ ΣΥΜΒΟΛΩΝ Αρο Α-1 Απολιποπρωτεΐνη Α-1 Αρο Β CETP ΔΑΠ ΔΜΣ Απολτποπρωτεΐνη Β Πρωτεΐνη-μεταφορέας εστέρων χοληστερόλης Διαστολική αρτηριακή πίεση Δείκτης μάζας σώματος HDL-CAinonpocrtEtw] υψηλής πυκνότητας IL-6 Ιντερλευκίνη 6 LCAT LDL-C Lp(a) MET M/I ΜΣ ΜΤ ΠΜ ΣΑΠ ΣΝ ΤΑ TC TG TNF-a ΥΠ/ΠΣ V02max ΦΔ Ακυλοτρανσφεράση της λεκιθίνης-χοληστερόλης Λιποπρωτεΐνη χαμηλής πυκνότητας Λιποπρωτεΐνη α Μεταβολικό ισοδύναμο Αναλογία μέσης/ ισχίων Μεταβολικό σύνδρομο Μέση τιμή Περιφέρεια μέσης Συστολική αρτηριακή υπέρταση Στεφανιαία νόσος Τυπική απόκλιση Ολική χοληστερόλη Τριγλυκερίδια Παράγοντας νέκρωσης των όγκων α Υπέρβαρα/παχύσαρκα παιδιά Μέγιστη πρόσληψη οξυγόνου Φυσική Δραστηριότητα

18 1 L ΜΕΤΑΒΟΛΙΚΕΣ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΕΣ ΕΠΙΔΡΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΦΥΣΙΚΗΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΑΣΚΗΣΗΣ - ΜΕΛΕΤΗ ΠΑΡΑΓΟΝΤΩΝ ΚΙΝΔΥΝΟΥ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΙΔΙΚΗ ΗΛΙΚΙΑ Από τις αρχές του 20οό αιώνα στις δυτικές κοινωνίες σημειώθηκε μια απότομη αύξηση στη συχνότητα των καρδιαγγειακών νοσημάτων, με συνέπεια αυτά να αποτελούν σήμερα τη συχνότερη αιτία θανάτου σε παγκόσμια κλίμακα (American Heart Association, 2008). Τα καρδιαγγειακά νοσήματα συναστούν σημαντική αιτία νοσηρότητας των πληθυσμών, απορροφώντας μεγάλα ποσοστά από τους διαθέσιμους οικονομικούς πόρους των συστημάτων υγείας των κρατών (The International Task Force for Prevention of Coronary Heart Disease in Cooperation with the International Atherosclerosis Society, 1998). Σύμφωνα με εκτιμήσεις στην Ευρωπαϊκή Ένωση, τα καρδιαγγειακά νοσήματα ευθύνονται για 2.0 εκατομμύριο θανάτους ή πάνω από το 40% των θανάτων ετησίως (European Heart Network, 2008), που αντιστοιχούν σε ετήσια άμεση δαπάνη υγειονομικής περίθαλψης ύψους 192 δις. Το γενικότερο κόστος για την οικονομία ανέρχεται σε εχππλέον 64 δις ετησίως (Leal, Luengo-Femandez, Gray, Petersen & Rayner, 2006). Στις ΗΠΑ το αντίστοιχο συνολικό κόστος ανέρχεται σε $394 δις ή 296 δις (American Heart Association, 2008). Κυρτότερη έκφραση των καρδιαγγειακών ασθενειών αποτελεί η στεφανιαία νόσος (ΣΝ), αιτία τής οποίας είναι η αθηροσκλήρωση των στεφανιαίων αγγείων (Henderson, 1996), Παρόλο που από τη δεκαετία του 1970 παρατηρήθηκε μια σημαντική πτώση στη συχνότητα της ΣΝ (McMenemy, 1999) αυτή εξακολουθεί να αποτελεί σήμερα τη βασικότερη αιτία χαμένων ετών ζωής στις ανεπτυγμένες χώρες (Murrey & Lopez, 1986) και τη συχνότερη αιτία θανάτου στην Ευρωπαϊκή Ένωση (British Heart Foundation, 2000; European Heart Network, 2008). Εκττμάται ότι το 2003 η ΣΝ κόστισε στην Ευρωπαϊκή Ένωση *- 45 δις, δηλαδή το Vi του συνολικού κόστους των καρδιαγγειακών ασθενειών. Από τα χρήματα αυτά, μόνο το 3.3% δαπανήθηκε για την πρόληψη της ασθένειας (Leal et al, 2006). Παρόλο που εκδηλώσεις της νόσου και αρχές της επιδημιολογίας της είχαν καταγραφεί ήδη από το 18%, η επτδημιολογική έρευνα συστηματοποιήθηκε μόλις στη δεκαετία του 1950, στρέφοντας το ενδιαφέρον της στους παράγοντες που συντελούσαν στην αύξηση της

19 Εισαγωγή 2 ΣΝ στους πληθυσμούς. Η διερεύνηση των παραγόντων κινδύνου και των επιπτώσεων τους βασίστηκε σε μεγάλες επιδημιολογτκές μελέτες, αρχής χενομένης από τη μελέτη Framingham Heart, μιας από τις σημαντικότερες προοπτικές μελέτες παρακολούθησης του πληθυσμού της κωμόπολης Framingham των ΗΠΑ (Kannel, McGee & Gordon, 1976). Η προσέγγιση της ΣΝ μέσω των παραγόντων κινδύνου απέδωσε σημαντικά οφέλη αναφορικά με την αιτιολογία και την παθοφυσιολογία της. Έτσι είναι γνωστό σήμερα ότι η ΣΝ είναι μια νόσος πολυπαραγοντικής αιτιολογίας (Labarthe, 1998). Το αιτιολογικό της σύμπλεγμα συνθέτουν τόσο μη τροποποιήσιμοι παράγοντες, όπως το φύλο, η ηλικία ή η κληρονομικότητα, όσο και τροποποιήσιμοι παράγοντες, όπως ο τρόπος ζωής και ορισμένα βιολογικά χαρακτηριστικά. Στα χαρακτηριστικά του τρόπου ζωής περιλαμβάνονται η ανθυγιεινή διατροφή, η έλλειψη φυσικής δραστηριότητας, το κάπνισμα και το υπερβολικό άγχος. Στους βιολογικούς παράγοντες κινδύνου περιλαμβάνονται η παχυσαρκία, η αρτηριακή υπέρταση και οι διαταραχές του μεταβολισμού των λιπιδίων (Wood, 2001). Προσδιορισμός του προβλήματος Παρόλο που η κλινική εκδήλωση μιας καρδιοπάθειας λαμβάνει χώρα μετέπειτα στη ζωή, τα έως τώρα επιστημονικά στοιχεία συνηγορούν στην άποψη ότι η δημιουργία αθηρωματικών πλακών είναι μια μακροχρόνια διαδικασία που ξεκινά από την παιδική ηλικία (Strong et ah, 1999). Ευρήματα από τη Bogalusa Heart Study (Tracy, Newman, Wattigney & Berenson, 1995), μίας από τις μεγαλύτερες διαχρονικές επιδημιολογτκές μελέτες στις ΗΠΑ, αναφέρουν αθηρωματικές αλλοιώσεις στην αορτή και τις στεφανιαίες αρτηρίες παιδιών που πέθαναν από διάφορες αιτίες. Η παρουσία και η έκταση των αλλοιώσεων παρουσίασε ισχυρή συσχέτιση με τεκμηριωμένους παράγοντες κινδύνου όπως η παχυσαρκία, η δυσλιπιδαιμία και η αρτηριακή υπέρταση (Berenson et al., 1992). Είναι γεγονός ότι παραδοσιακοί παράγοντες καρδιαγγειακού κινδύνου, οι οποίοι παλαιότερα απούσιαζαν από τις μικρές ηλικίες, όπως η παχυσαρκία, η αρτηριακή υπέρταση, ή οι δυσλιπιδαιμίες αναφέρονται όλο και συχνότερα σε παιδικούς πληθυσμούς (Freedman, Dietz, Srinivasan & Berenson, 1999; Boreham et al., 2001). Στη Bogalusa Heart Study περίπου 60% των υπέρβαρων παιδιών εμφάνιζαν τουλάχιστον έναν μείζονα παράγοντα καρδιαγγειακού κινδύνου, ενώ το 20% αυτών είχαν τουλάχιστον δύο παράγοντες (Freedman, Khan, Dietz, Srinivasan & Berenson, 2001). Εκτός από τους τεκμηριωμένους παράγοντες κινδύνου, έχει βρεθεί ότι και μια σειρά από νεότερους παράγοντες κινδύνου, όπως το μεταβολικό σύνδρομο (ΜΣ) και οι

20 Εισανωνΰ 3 φλεγμονώδεις δείκτες δρουν συνεργισπκά και εμπλέκονται σε προαθηρογόνες διαδικασίες ήδη από την παιδική ηλικία (Bacha, Saad, Gungor & Arslanian, 2004; Nemet et al., 2003; Stefan et al., 2002; Tray hum & Beattie, 2001). Οι συνέπειες των μεταβολών αυτών στην επιδημιολογία των παραγόντων καρδιαγγειακού κινδύνου δεν είναι δυνατόν να εκτιμηθούν με ακρίβεια, αλλά σίγουρα συνιστούν έναν επιδημιολογικό εφιάλτη για τις μελλοντικές γενιές, αφού προβλέπεται να οδηγήσουν σε σημαντική αύξηση της συχνότητας των καρδιαγγειακών νοσημάτων, απειλώντας να ανατρέψουν τα αποτελέσματα των στρατηγικών πρόληψης που εφαρμόστηκαν στις βιομηχανοποιημένες χώρες τις τελευταίες δεκαετίες. Στον ελληνικό χώρο η διερεύνηση της επίδρασης των κλασικών παραγόντων κινδύνου στην εμφάνιση της ΣΝ βασίστηκε στα ευρήματα της Μελέτης των Επτά Χωρών, σύμφωνα με τα οποία, στη δεκαετία του 1960 η καρδιαγγειακή νοσηρότητα και θνησιμότητα στην Ελλάδα ήταν πολύ χαμηλή σε σύγκριση με τις άλλες χώρες της Ευρώπης και της Αμερικής (Aravanis, Corcondilas, Dontas, Lekos & Keys, 1970; Menotti, Lanti, Puddu & Kromhout, 2000). Ωστόσο, στοιχεία από μεταγενέστερες μελέτες υποδεικνύουν ότι, παρόλο που η ποιότητα της ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης έχει βελτιωθεί σημαντικά, τις τελευταίες δεκαετίες παρατηρείται μια σημαντική αύξηση στη συχνότητα των καρδιαγγειακών παθήσεων (Καφάτος & Παπουτσάκης, 1998), οι οποίες αποτελούν την πρώτη αιτία νοσηρότητας στον ελληνικό πληθυσμό (Chimonas, 2001). Η αύξηση της καρδιαγχειακής νοσηρότητας στον ενήλικο ελληνικό πληθυσμό τα τελευταία χρόνια συνοδεύεται από μια παράλληλη αύξηση στη συχνότητα εμφάνισης των τεκμηριωμένων παραγόντων καρδιαγγειακού κινδύνου στα παιδιά. Μια πρόσφατη έρευνα στην Κατερίνη έδειξε ότι το 45% περίπου παιδιών ηλικίας χρονών εμφάνιζαν περισσότερους από τρεις τροποποιήσιμους παράγοντες κινδύνου για ΣΝ (Bouziotas et al., 2003). Επιπλέον, ερευνητικά δεδομένα από το Βόλο αναφέρουν αυξημένα επίπεδα λιπιδίων σε μαθητές του Δημοτικού (Magkos et al., 2006), ενώ σε μαθητές αντίστοιχης ηλικίας από την περιοχή των Ιωαννίνων διαπιστώθηκαν υψηλά ποσοστά αρτηριακής υπέρτασης και παχυσαρκίας (Angelopoulos et al., 2006). Αναφορικά με τη συχνότητα της παιδικής παχυσαρκίας στη χώρα μας, έρευνες βασισμένες σε αντικειμενικές μετρήσεις έδειξαν ότι έχει αυξηθεί ανησυχητικά τα τελευταία χρόνια, με αποτέλεσμα να είναι σήμερα από τις υψηλότερες στην Ευρώπη (Lissau et al., 2004; Manios et al., 2004; Magkos, Manios, Christakis, & Kafatos, 2005; Tokmakidis, Kasambalis & Christodoulos, 2006; Wang & Lobstein, 2006). Σε αντίθεση με τα παραπάνω ευρήματα και στηριζόμενοι σε αυτοαναφερόμενα στοιχεία από πανελλήνιο δείγμα

21 Εισανωτή 4 παιδιών σχολικής ηλικίας, οι Karayiannis, Yannakoulia, Terzidou, Sidossis, & Kokkevi (2003) αναφέρουν ποσοστά που υπολείπονται σημαντικά σε σχέση με αντίστοιχες εκτιμήσεις από διάφορες περιοχές της Ελλάδας, καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι η συχνότητα της παιδικής παχυσαρκίας είναι χαμηλότερη στη χώρα μας, σε σύγκριση με τις περισσότερες δυτικές χώρες. Οι παραπάνω αποκλίσεις δημιουργούν ερωτηματικά γύρω από τη δυνατότητα χρησιμοποίησης των αυτοαναφερόμενων δεδομένων ως έγκυρου εργαλείου ανίχνευσης της παχυσαρκίας σ' αυτές τις ηλικίες. Αξίζει να σημειωθεί ότι μόνο μία μελέτη στον ελληνικό χώρο έχει ερευνήσει την εγκυρότητα των αυτοδηλούμενων ανθρωπομετρικών στοιχείων σε εφήβους (Tsigilis, 2006), ενώ δεν υπάρχει αντίστοιχη έρευνα σε παιδιά μικρότερης ηλικίας. Η διόγκωση του προβλήματος της παχυσαρκίας στα Ελληνόπουλα συνιστά μια εξαιρετικά ανησυχητική κατάσταση, δεδομένου ότι η παρουσία της στα παιδιά, όπως και στους ενήλικες, σχετίζεται θετικά με το σύνολο σχεδόν των τεκμηριωμένων παραγόντων καρδιαγγειακού κινδύνου (Jousilahti, Tuomilehto, Vartiainen, Pekkanen & Puska, 1996). Σημαντικές είναι και οι απώτερες επιπτώσεις της παιδικής παχυσαρκίας, καθώς η βλαπτική της επίδραση στη δομή και λειτουργία των αγγείων μακροπρόθεσμα συμβάλλει στην εμφάνιση σοβαρών καρδιαγγειακών νοσημάτων (Raitakari, Juonala & Viikari, 2005; Vanhala, Vanhala, Kumpusalo, Halonen & Takala, 1998; Wabitsch, 2000). Τα ερευνητικά δεδομένα που αφορούν τη συχνότητα εμφάνισης της παχυσαρκίας και των παραγόντων καρδιαγγειακού κινδύνου στα Ελληνόπουλα προέρχονται από αστικές (Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Κατερίνη) και αγροτικές ή ημιαγροτικές περιοχές (Κρήτη, Βόλος). Επίσης οι μελέτες που εξέτασαν τη σχέση αυτών των παραγόντων με τις παραμέτρους της συμπεριφοράς επικεντρώθηκαν κυρίως στο λιπιδαιμικό προφίλ και την αρτηριακή πίεση του αίματος. Επιπλέον, τα συμπεράσματά τους δεν είναι γενικεύσιμα, δεδομένου ότι οι περιβαλλοντικοί παράγοντες λειτουργούν με έναν σύνθετο τρόπο και είναι πιθανόν η συνεργιστική τους επίδραση να διαφέρει από περιοχή σε περιοχή και από πληθυσμό σε πληθυσμό (Kannel et al., 1976). Τέλος, δεν υπάρχουν δεδομένα αναφορικά με τη συχνότητα εμφάνισης των νεότερων παραγόντων καρδιαγγειακού κινδύνου, όπως το ΜΣ και οι φλεγμονώδεις δείκτες, ή τη σχέση τους με την παχυσαρκία, τη φυσική δραστηριότητα, τη φυσική κατάσταση και τις διατροφικές συνήθειες των Ελληνοπαίδων. Επομένως, είναι προφανής η ανάγκη περισσότερων ερευνών στον ελληνικό χώρο αναφορικά με τους παράγοντες καρδιαγγειακού κινδύνου στην παιδική ηλικία και τη σχέση τους με τις παραμέτρους της συμπεριφοράς.

22 Εισανωνή 5 Σε προηγούμενη έρευνα του Εργαστηρίου μας (Tokmakidis et al., 2006) διαπιστώθηκαν υψηλά ποσοστά υπερβολικού βάρους και παχυσαρκίας σε ένα μικρό δείγμα μαθητών από την περιοχή της Βορειοανατολικής Αττικής. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με την έλλειψη ερευνητικών δεδομένων από τη συγκεκριμένη περιοχή, οδήγησαν στη διεξαγωγή της παρούσας έρευνας, η οποία επιχειρεί να καταγράψει τους παράγοντες καρδιαγγειακού κινδύνου σε μαθητές και μαθήτριες της Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης και να διερευνήσει τις πιθανές συσχετίσεις τους με τις διατροφικές συνήθειες, τη φυσική δραστηριότητα και τη φυσική κατάσταση των παιδιών. Σκοπός της εργασίας Ειδικότερα η παρούσα διδακτορική διατριβή είχε ως σκοπό: Να καταγράψει τη συχνότητα εμφάνισης των τεκμηριωμένων και νεότερων παραγόντων καρδιαγγειακού κινδύνου σε παιδιά του Δημοτικού. Να διερευνήσει τη σχέση της διατροφής, της φυσικής δραστηριότητας και της φυσικής κατάστασης με το προφίλ καρδιαγγειακού και μεταβολικού κινδύνου των μαθητών. Να εξετάσει την εγκυρότητα του αυτοαναφερόμενου σωματικού βάρους και ύψους ως διαγνωστικής μεθόδου για την εκτίμηση της παχυσαρκίας στην παιδική ηλικία. Σημασία της έρευνας Αρκετές έρευνες έδειξαν ότι, τόσο η παχυσαρκία και οι επιπλοκές της (Andersen, Wedderkopp, Hansen, Cooper & Froberg, 2003; Freedman et al., 2001; Guo & Chumlea, 1999; Katzmarzyk et al., 2001), όσο και οι συμπεριφορές που σχετίζονται με την υγεία (Raitakari et al., 1994; Mikkila et al., 2005), έχουν τις ρίζες τους στην παιδική ηλικία και τείνουν να μεταφέρονται στην ενήλικο ζωή. Τα παιδιά αποτελούν τους ενήλικες του μέλλοντος συνεπώς η έγκαιρη ανίχνευση των παραγόντων καρδιαγγειακού κινδύνου και των παραμέτρων που συντελούν στην εμφάνισή τους στην παιδική ηλικία θα πρέπει να αποτελεί βασική προτεραιότητα για τους φορείς που σχετίζονται με την υγεία. Με βάση τα παραπάνω, η παρούσα έρευνα αναμένεται να προσφέρει πολύτιμες πληροφορίες αναφορικά με τη συχνότητα της παιδικής παχυσαρκίας και το προφίλ καρδιαγγειακού κινδύνου των παιδιών. Τα συμπεράσματά της θα συμβάλλουν στη χάραξη τεκμηριωμένων πολιτικών υγείας και στην εφαρμογή αποτελεσματικών στρατηγικών πρόληψης και πρώιμης παρέμβασης σε παιδιά με αυξημένο καρδιαγγειακό κίνδυνο.

23 Εισαγωγή 6 Ερευνητικές υποθέσεις Οι σημαντικότερες ερευνητικές υποθέσεις που εξετάστηκαν στα πλαίσια της παρούσας διδακτορικής διατριβής παρουσιάζονται παρακάτω: α) Ο παράγοντας «φύλο» δεν επηρεάζει τη συχνότητα εμφάνισης υπερβολικού σωματικού βάρους και παχυσαρκίας. Μηδενική Υπόθεση #2: Δεν υπάρχει σημαντική κύρια επίδραση του παράγοντα «φύλο» στη συχνότητα υπερβολικού σωματικού βάρους και παχυσαρκίας: Η0: μαγόρια μκορίτσια Εναλλακτική Υπόθεση #1: Υπάρχει σημαντική κύρια επίδραση του παράγοντα «φύλο» στη συχνότητα υπερβολικού σωματικού βάρους και παχυσαρκίας: He: μαγόρια^μκορίτσια β) Τα αυτοαναφερόμενα δεδομένα διαφέρουν σημαντικά σε σχέση με τους πραγματικούς ανθρωπομετρικούς δείκτες. Μηδενική υπόθεση #2: Οι μέσες τιμές των ανθρωπομετρικών δεικτών που βασίζονται σε αυτοαναφερόμενα δεδομένα δεν διαφέρουν σημαντικά σε σχέση με εκείνες που προκύπτουν από πραγματικές μετρήσεις: rio* 1αυτοαναφερόμενα ^πραγματικά Εναλλακτική υπόθεση #2: Οι μέσες τιμές των ανθρωπομετρικών δεικτών που βασίζονται σε αυτοαναφερόμενα δεδομένα διαφέρουν σημαντικά σε σχέση με εκείνες που προκύπτουν από πραγματικές μετρήσεις: He: μαυτοαναφερόμενα^μπραγματικά γ) Ο παράγοντας «φύλο» επηρεάζει σημαντικά το μέγεθος της απόκλισης μεταξύ πραγματικών και αυτοαναφερόμενων ανθρωπομετρικών δεδομένων. Μηδενική Υπόθεση #3: Δεν υπάρχει στατιστικά σημαντική διαφορά μεταξύ αγορών και κοριτσιών στο βαθμό απόκλισης των αυτοαναφερόμενων από τις πραγματικές τιμές των ανθρωπομετρικών δεδομένων: Η( μαγόρια μκορίτσια Εναλλακτική Υπόθεση #3: Υπάρχει στατιστικά σημαντική διαφορά μεταξύ αγορών και κοριτσιών στο βαθμό απόκλισης των αυτοαναφερόμενων από τις πραγματικές τιμές των ανθρωπομετρικών δεδομένων: He: μαγόριαΐ^μκορίτσια δ) Ο δείκτης μάζας σώματος (ΔΜΣ) επηρεάζει σημαντικά το μέγεθος της απόκλισης μεταξύ πραγματικών και αυτοαναφερόμενων ανθρωπομετρικών δεδομένων.

24 Eiooyorm 7 Μηδενική Υπόθεση #4: Δεν υπάρχει (ποτιστικά σημαντική διαφορά μεταξύ φυσιολογικών και υπέρβαρων/παχύσαρκων μαθητών στο βαθμό απόκλισης των αυτοαναφερόμενων από τις πραγματικές τιμές των ανθρωπομετρικών δεδομένων: Η0: μφυσιολογικά ~μυπέρβαρα/παχύσαρκα Εναλλακτική Υπόθεση #4: Το μέγεθος τη απόκλισης των αυτοαναφερόμενων ανθρωπομετρικών δεδομένων είναι μεγαλύτερο στους υπέρβαρους και παχύσαρκους μαθητές σε σχέση με τους μαθητές φυσιολογικού βάρους: He: μφυσιολογικά^μυπέρβαρα/ παχύσαρκα ε) Ο παράγοντας «φύλο» επηρεάζει σημαντικά τους δείκτες παχυσαρκίας (περιφέρεια μέσης, περιφέρεια ισχίων, αναλογία μέσης/ισχίων, ποσοστό σωματικού λίπους). Μηδενική Υπόθεση #5: Δεν υπάρχει στατιστικά σημαντική διαφορά μεταξύ αγοριών και κοριτσιών στους δείκτες παχυσαρκίας: Ηο: μαγόρια μκορίτσια Εναλλακτική Υπόθεση #5: Υπάρχει στατιστικά σημαντική διαφορά μεταξύ αγοριών και κοριτσιών στους δείκτες παχυσαρκίας: He: μαγόρια'μκορίτσια στ) Ο δείκτης μάζας σώματος (ΔΜΣ) επηρεάζει σημαντικά τους άλλους δείκτες παχυσαρκίας (περιφέρεια μέσης, περιφέρεια ισχίων, αναλογία μέσης/ισχίων, ποσοστό σωματικού λίπους). Μηδενική Υπόθεση #6: Δεν υπάρχει στατιστικά σημαντική διαφορά μεταξύ φυσιολογικών και υπέρβαρων/παχύσαρκων μαθητών στους δείκτες παχυσαρκίας: Η0: μ<ρυσιολογικά μυπέρβαρα/παχύσαρκα Εναλλακτική Υπόθεση #6: Οι υπέρβαροι και παχύσαρκοι μαθητές παρουσιάζουν υψηλότερες δείκτες παχυσαρκίας σε σχέση με τους μαθητές φυσιολογικού βάρους: He: μφησιολογιχύυμυπέρβαρα/παχύσαρκα ζ) Ο παράγοντας «φύλο» επηρεάζει σημαντικά τις διατροφικές παραμέτρους (ημερήσια θερμιδική πρόσληψη και μακροθρεπτικά στοιχεία της διατροφής). Μηδενική υπόθεση #7: Δεν υπάρχει σημαντική κύρια επίδραση του παράγοντα «φύλο» στις διατροφικές παραμέτρους: Ηο: μαγόρια μκορίτσια Εναλλακτική υπόθεση #7: Υπάρχει σημαντική κύρια επίδραση του παράγοντα «φύλο» στις διατροφικές παραμέτρους: He: μανόριαϊ^μκορίτσια

25 Eiaayorrn η) Οι διατροφικές παράμετροι (ημερήσια θερμιδική πρόσληψη, μακροθρεπτικά στοιχεία της διατροφής) διαφέρουν σημαντικά μεταξύ φυσιολογικών και υπέρβαρων/παχύσαρκων παιδιών. Μηδενική υπόθεση #δ: Δεν υπάρχει σημαντική κύρια επίδραση του παράγοντα «ΔΜΣ» στις διατροφικές παραμέτρους: Η0: μφοσιολογικά μυπέρβαρα/παχύσαρκα Εναλλακτική υπόθεση #8: Υπάρχει σημαντική κύρια επίδραση του παράγοντα «ΔΜΣ» στις διατροφικές παραμέτρους: He: μ<ρυσιολογικά#μοπέρβαρα/παχύσαρκα θ) Ο παράγοντας «φύλο» επηρεάζει σημαντικά το χρόνο συμμετοχής σε φυσικές δραστηριότητες. Μηδενική Υπόθεση #9: Δεν υπάρχει σημαντική κύρια επίδραση του παράγοντα «φύλο» στη συμμετοχή σε φυσικές δραστηριότητες: Η0: μαγόρια μκορίτσια Εναλλακτική Υπόθεση #9: Υπάρχει σημαντική κύρια επίδραση του παράγοντα «φύλο» στη συμμετοχή σε φυσικές δραστηριότητες: He: μαγόρια^μκορίτοια ι) Ο χρόνος συμμετοχής σε φυσικές δραστηριότητες διαφέρει σημαντικά μεταξύ φυσιολογικών και υπέρβαρων/παχύσαρκων παιδιών. Μηδενική Υπόθεση #10: Δεν υπάρχει σημαντική κύρια επίδραση του παράγοντα «ΔΜΣ» στη συμμετοχή σε φυσικές δραστηριότητες: Ηο jj-φυσιολογικά ^-υπέρβαρα/παχύσαρκα ΕναλλΛκτική Υπόθεση #10: Υπάρχει σημαντική κύρια επίδραση του παράγοντα «ΔΜΣ» στη συμμετοχή σε φυσικές δραστηριότητες: He: μφυσιολογικά#μυπέρβαρα/παχύσαρκα ια) Ο παράγοντας «φύλο» επηρεάζει σημαντικά τις επιδόσεις στις δοκιμασίες φυσικής κατάστασης (καρδιοαναπνευστική αντοχή, μυϊκή αντοχή κορμού, ισομετρική δύναμη χεριού, ευλυγισία). Μηδενική υπόθεση #11: Δεν υπάρχει σημαντική κύρια επίδραση του παράγοντα «φύλο» στις επιδόσεις φυσικής κατάστασης (καρδιοαναπνευστική αντοχή, μυϊκή αντοχή κορμού, ισομετρική δύναμη χεριού, ευλυγισία): Η0: 1αγόρια 1κορΙτσια

26 Εισανω'/ή 9 Εναλλακτική υπόθεση #11: Υπάρχει σημαντική κύρια επίδραση του παράγοντα «φύλο» στις επιδόσεις φυσικής κατάστασης (καρδιοαναπνευστική αντοχή, μυϊκή αντοχή κορμού, ισομετρική δύναμη χεριού, ευλυγισία): ΗεΙ μαγόρια^μκορίτσια ιβ) Ο παράγοντας «ΔΜΣ» επηρεάζει σημαντικά τις επιδόσεις στις δοκιμασίες φυσικής κατάστασης (καρδιοαναπνευστική αντοχή, μυϊκή αντοχή κορμού, ισομετρική δύναμη χεριού, ευλυγισία). Μηδενική υπόθεση #12: Δεν υπάρχει σημαντική κύρια επίδραση του ΔΜΣ στις δοκιμασίες φυσικής κατάστασης (καρδιοαναπνευστική αντοχή, μυϊκή αντοχή κορμού, ισομετρική δύναμη χεριού, ευλυγισία): Η( μφυσιολογικα~μυπφβαρα/παχύσαρκα Εναλλακτική υπόθεση #12: Υπάρχει σημαντική κύρια επίδραση του ΔΜΣ στις δοκιμασίες φυσικής κατάστασης (καρδιοαναπνευστική αντοχή, μυϊκή αντοχή κορμού, ισομετρική δύναμη χεριού, ευλυγισία): Ηη: μφΐ)(κολογικά^μιπί:ρβαρα/παχύσαρκα ιγ) Οι ανθρωπομετρικοί δείκτες σχετίζονται σημαντικά με τη διατροφή, τη φυσική δραστηριότητα και τη φυσική κατάσταση. Μηδενική υπόθεση #13: Ο θεωρητικός συντελεστής συσχέτισης ρ μεταξύ των ανθρωπομετρικών δεικτών και της διατροφής, της φυσικής δραστηριότητας και της φυσική κατάστασης είναι ίσος με μηδέν: Η0: ρ=0 Εναλλακτική υπόθεση #13: Ο θεωρητικός συντελεστής συσχέτισης ρ μεταξύ των ανθρωπομετρικών δεικτών και της διατροφής, της φυσικής δραστηριότητας και της φυσική κατάστασης είναι διαφορετικός από το μηδέν: Ηε: ρ^ο ιδ) Ο παράγοντας «φύλο» δεν επηρεάζει τους βιοχημικούς δείκτες ή την αρτηριακή πίεση του αίματος. Μηδενική υπόθεση #14: Δεν υπάρχει σημαντική κύρια επίδραση του παράγοντα «φύλο» στους βιοχημικούς δείκτες και στην αρτηριακή πίεση του αίματος: Ης: μαγόρια μκορίτσια Εναλλακτική υπόθεση #14: Υπάρχει σημαντική κύρια επίδραση του παράγοντα «φύλοχ στους βιοχημικούς δείκτες και στην αρτηριακή πίεση του αίματος: Ηε: μαγόρια^μκορίτσια

27 Εισανωνιί 10 ιε) Ο παράγοντας «ΔΜΣ» επηρεάζει σημαντικά τα επίπεδα των τεκμηριωμένων παραγόντων καρδιαγγειακού κινδύνου. Μηδενική Υπόθεση #15: Δεν υπάρχει σημαντική κύρια επίδραση του παράγοντα «ΔΜΣ» στα επίπεδα των τεκμηριωμένων παραγόντων καρδιαγγειακού κινδύνου: Η0: μφοσιολογικά μοπέρβαρα/παχύσαρκα Εναλλακτική Υπόθεση #15: Υπάρχει σημαντική κύρια επίδραση του παράγοντα «ΔΜΣ» στα επίπεδα των παραγόντων καρδιαγγειακού κινδύνου: He: μφυσιολογικάτ^μυπέρβαρα/παχύσαρκα ιστ) Οι ανθρωπομετρικοί δείκτες (περίμετρος μέσης, περίμετρος ισχίων, αναλογία μέσης/ισχίων) σχετίζονται σημαντικά με τα επίπεδα των τεκμηριωμένων παραγόντων καρδιαγγειακού κινδύνου. Μηδενική υπόθεση #16: Ο θεωρητικός συντελεστής συσχέτισης ρ μεταξύ των ανθρωπομετρικών δεικτών και των τεκμηριωμένων παραγόντων καρδιαγγειακού κινδύνου είναι ίσος με μηδέν: Η0: ρ=0 Εναλλακτική υπόθεση #16: Ο θεωρητικός συντελεστής συσχέτισης ρ μεταξύ των ανθρωπομετρικών δεικτών και των τεκμηριωμένων παραγόντων καρδιαγγειακού κινδύνου είναι διαφορετικός από το μηδέν: Ηε: ρ^ο ιζ) Ο παράγοντας «φύλο» δεν επηρεάζει σημαντικά την κατανομή του συνόλου των τεκμηριωμένων παραγόντων καρδιαγγειακού κινδύνου. Μηδενική Υπόθεση #17: Λεν υπάρχει σημαντική κύρια επίδραση του παράγοντα «φύλο» στην κατανομή του συνόλου των τεκμηριωμένων παραγόντων καρδιαγγειακού κινδύνου: Η( μαχόρια μκορίτσια Εναλλακτική Υπόθεση #17: Υπάρχει σημαντική κύρια επίδραση του παράγοντα «φύλο» στην κατανομή του συνόλου των τεκμηριωμένων παραγόντων καρδιαγγειακού κινδύνου: Ηε: μαγόριατ^μκορίτσια ιη) Ο ΔΜΣ επηρεάζει σημαντικά την κατανομή του συνόλου των τεκμηριωμένων παραγόντων καρδιαγγειακού κινδύνου στο δείγμα. Μηδενική Υπόθεση #18: Δεν υπάρχει σημαντική κύρια επίδραση του παράγοντα «ΔΜΣ» στην κατανομή του συνόλου των τεκμηριωμένων παραγόντων καρδταγγετακού κινδύνου στο δείγμα: Η< μφυσιολονικά μυπέρβαρα/παχύσαρκα

28 Εισαγωγή 11 Εναλλακτική Υπόθεση #18: Υπάρχει σημαντική κύρια επίδραση του παράγοντα «ΔΜΣ» στην κατανομή του συνόλου των τεκμηριωμένων παραγόντων καρδιαγγειακού κινδύνου στο δείγμα: He: μφυοιολογικά^μυπέρβαρα/παχύσαρκα ιθ) Η διατροφή, η φυσική δραστηριότητα και η φυσική κατάσταση σχετίζονται σημαντικά με τα επίπεδα των τεκμηριωμένων παραγόντων καρδιαγγειακού κινδύνου. Μηδενική υπόθεση #19: Ο θεωρητικός συντελεστής συσχέτισης ρ μεταξύ της διατροφής, της φυσικής δραστηριότητας, της φυσικής κατάστασης και των τεκμηριωμένων παραγόντων καρδιαγγειακού κινδύνου είναι ίσος με μηδέν: Η0: ρ=0 Εναλλακτική υπόθεση #19: Ο θεωρητικός συντελεστής συσχέτισης ρ μεταξύ της διατροφής, της φυσικής δραστηριότητας, της φυσικής κατάστασης και των τεκμηριωμένων παραγόντων καρδιαγγειακού κινδύνου είναι διαφορετικός από το μηδέν: Ηε: ρ/0 κ) Ο παράγοντας «φύλο» επηρεάζει σημαντικά τη συχνότητα εμφάνισης του μεταβολικού συνδρόμου. Μηδενική Υπόθεση #20: Λεν υπάρχει σημαντική κύρια επίδραση του παράγοντα «φύλο» στη συχνότητα εμφάνισης του μεταβολικού συνδρόμου: Hc: μαγόρια μκορίτσια Εναλλακτική Υπόθεση #20: Υπάρχει σημαντική κύρια επίδραση του παράγοντα «φύλο» στη συχνότητα εμφάνισης του μεταβολικού συνδρόμου: Ηε: μαγόρια^ρ κορίτσια κα) Ο παράγοντας «ΔΜΣ» επηρεάζει σημαντικά τη συχνότητα εμφάνισης του μεταβολικού συνδρόμου. Μηδενική Υπόθεση #21: Δεν υπάρχει σημαντική κύρια επίδραση του παράγοντα «ΔΜΣ» στη συχνότητα εμφάνισης του μεταβολικού συνδρόμου: -Η-ο 1φυσιολογικά 1υπέρβαρα/παχύσαρκα Εναλλακπκή Υπόθεση #21: Υπάρχει σημαντική κύρια επίδραση του παράγοντα «ΔΜΣ» στη συχνότητα εμφάνισης του μεταβολικού συνδρόμου: Ηε : μφυσιολογικά ^μ»πέρ βαρα/ παχύσαρκα κβ) Οι ανθρωπομετρικοί δείκτες (ΔΜΣ, περίμετρος μέσης, περίμετρος ισχίων, αναλογία μέσης/ ισχίων, ποσοστό σωματικού λίπους) σχετίζονται σημαντικά με το σκορ μεταβολικού κινδύνου.

29 Eiaayorrn 12 Μηδενική υπόθεση #22: Ο θεωρητικός συντελεστής συσχέτισης ρ μεταξύ των ανθρωπομετρικών δεικτών και του σκορ μεταβολικού κινδύνου είναι ίσος με μηδέν: Η0: ρ=0 Εναλλακτική υπόθεση #22: Ο θεωρητικός συντελεστής συσχέτισης ρ μεταξύ των ανθρωπομετρικών δεικτών και του σκορ μεταβολικού κινδύνου είναι διαφορετικός από το μηδέν: Ηε: ρ#0 κγ) Η διατροφή, η φυσική δραστηριότητα και η φυσική κατάσταση σχετίζονται σημαντικά με το σκορ μεταβολικού κινδύνου. Μηδενική υπόθεση #23: Ο θεωρητικός συντελεστής συσχέτισης ρ μεταξύ της διατροφής, της φυσικής δραστηριότητας, της φυσικής κατάστασης και του σκορ μεταβολικού κινδύνου είναι ίσος με μηδέν: Η0: ρ=0 Εναλλακτική υπόθεση #23: Ο θεωρητικός συντελεστής συσχέτισης ρ μεταξύ της διατροφής, της φυσικής δραστηριότητας, της φυσικής κατάστασης και του σκορ μεταβολικού κινδύνου είναι διαφορετικός από το μηδέν: Ηε: ρ#0 κδ) Το σκορ μεταβολικού κινδύνου σχετίζεται σημαντικά με τα επίπεδα των τεκμηριωμένων παραγόντων καρδιαγγειακού κινδύνου. Μηδενική υπόθεση #24: Ο θεωρητικός συντελεστής συσχέτισης ρ μεταξύ του σκορ μεταβολικού κινδύνου και των τεκμηριωμένων παραγόντων καρδιαγγειακού κινδύνου είναι ίσος με μηδέν: Η0: ρ=0 Εναλλακτική υπόθεση #24: Ο θεωρητικός συντελεστής συσχέτισης ρ μεταξύ του σκορ μεταβολικού κινδύνου και των τεκμηριωμένων παραγόντων καρδιαγγειακού κινδύνου είναι διαφορετικός από το μηδέν: Ηε: ρ#0 κε) Ο παράγοντας «φύλο» επηρεάζει σημαντικά τα επίπεδα των κυτταροκινών και της CRP. Μηδενική Υπόθεση #25: Δεν υπάρχει σημαντική κύρια επίδραση του παράγοντα «φύλο» στα επίπεδα των κυτταροκινών και της CRP: Hc: μαγόρια μκορίτσια Εναλλακτική Υπόθεση #25: Υπάρχει σημαντική κύρια επίδραση του παράγοντα «φύλο» στα επίπεδα των κυτταροκινών και της CRP:

30 Εισανω?ή 13 He: μαγόρια^μκορίτσια κστ) Ο παράγοντας «ΔΜΣ» επηρεάζει σημαντικά τα επίπεδα των κυτταροκινών και της CRP. Μηδενική Υπόθεση #26: Δεν υπάρχει σημαντική κύρια επίδραση του παράγοντα «ΔΜΣ» στα επίπεδα των κυτταροκινών και της CRP: Η ο- μφυσιολογικά μυπέρβαρα/παχύσαρκα Εναλλακτική Υπόθεση #26: Υπάρχει σημαντική κύρια επίδραση του παράγοντα «ΔΜΣ» στα επίπεδα των κυτταροκινών και της CRP: He: μφυσιολογικαύμοπέρβαρα/παχύσαρκα κζ) Ο παράγοντας «φύλο» επηρεάζει σημαντικά την κατανομή των φυσιολογικών, οριακά υψηλών και υψηλών τιμών της CRP στο δείγμα. Μηδενική Υπόθεση #27: Δεν υπάρχει σημαντική κύρια επίδραση του παράγοντα «φύλο» στην κατανομή των τιμών της CRP στο δείγμα: Η0: μαγόρια μκορίτσια Εναλλακτική Υπόθεση #27: Υπάρχει σημαντική κύρια επίδραση του παράγοντα «φύλο» στην κατανομή των τιμών της CRP στο δείγμα: He: μαγόρια^μκορίτσια κη) Ο ΔΜΣ επηρεάζει σημαντικά την κατανομή των τιμών της CRP στο δείγμα. Μηδενική Υπόθεση #28: Δεν υπάρχει σημαντική κύρια επίδραση του παράγοντα «ΔΜΣ» στην κατανομή των τιμών της CRP στο δείγμα: Ηο: μφυσιολογικά μυπέρβαρα/παχύσαρκα Εναλλακτική Υπόθεση #28: Υπάρχει σημαντική κύρια επίδραση του παράγοντα «ΔΜΣ» στην κατανομή των τιμών της CRP στο δείγμα: He: μφυσιολογικά^μυπέρβαρα/ παχύσαρκα κθ) Οι ανθρωπομετρικοί δείκτες, η διατροφή, η φυσική δραστηριύτητα και η φυσική κατάσταση επηρεάζει σημαντικά τα επίπεδα των κυτταροκινών και της CRP. Μηδενική υπόθεση #29: Ο θεωρητικύς σύντελεστής συσχέτισης ρ των ανθρωπομετρικών δεικτών, της διατροφής, της φυσικής δραστηριότητας και της φυσικής κατάστασης με τα επίπεδα των κυτταροκινών και της CRP είναι ίσος με μηδέν: Η0: ρ=0 Εναλλακτική υπόθεση #29: Ο θεωρητικός συντελεστής συσχέτισης ρ των ανθρωπομετρικών δεικτών, της διατροφής, της φυσικής δραστηριότητας και της φυσικής κατάστασης με τα επίπεδα των κυτταροκινών και της CRP είναι διαφορετικός από το μηδέν:

31 Εισαγωγή 14 Ηε: ρ#0 λ) Τα επίπεδα των τεκμηριωμένων παραγόντων καρδιαγγειακού κινδύνου σχετίζονται σημαντικά με τα επίπεδα των κυτταροκινών και της CRP. Μηδενική υπόθεση #30: Ο θεωρητικός συντελεστής συσχέτισης ρ μεταξύ των τεκμηριωμένων παραγόντων καρδιαγγειακού κινδύνου, των κυτταροκινών και της CRP είναι ίσος με μηδέν: Η0: ρ=0 Εναλλακτική υπόθεση #30: Ο θεωρητικός συντελεστής συσχέτισης ρ μεταξύ των τεκμηριωμένων παραγόντων καρδιαγγειακού κινδύνου, των κυτταροκινών και της CRP είναι διαφορετικός από το μηδέν: Ηε: ρ#0 Οριοθετήσεις - Περιορισμοί της έρευνας Τα όρια και οι περιορισμοί της έρευνας αναφορικά με την επιλογή του δείγματος και τη διαδικασία των μετρήσεων αναφέρονται συνοπτικά παρακάτω: Περιορισμός ως προς την επιλογή του δείγματος: Οι δοκιμαζόμενοι ήταν αγόρια και κορίτσια από το 4 Γραφείο Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης Ανατολικής Αττικής. Οι συμμετέχοντες έπρεπε να είναι υγιείς, να μην πάσχουν από κάποιο χρόνιο νόσημα και να μη λαμβάνουν κάποια φαρμακευτική αγωγή κατά την περίοδο των μετρήσεων. Η συμμετοχή των μαθητών ήταν σε εθελοντική βάση. Η επιλογή ενός απόλυτα τυχαίου δείγματος για τη βιοχημική αξιολόγηση ήταν προφανώς αδύνατη, καθώς υπάρχει το ενδεχόμενο η αιμοληψία να λειτούργησε αποτρεπτικά, επηρεάζοντας το βαθμό ανταπόκρισης γονέων/παιδιών και ενδεχομένως το μέγεθος και τη σύνθεση του τελικού δείγματος. Περιορισμός ως προς την χρονολογική ηλικία: τα άτομα του δείγματος έπρεπε να είναι μαθητές της ΣΤ' τάξης του δημοτικού. Περιορισμός ως προς τις μετρήσεις φυσικής κατάστασης: Τα τεστ που επιλέχθηκαν από τη δέσμη του EUROFIT θεωρήθηκε ότι θα παρουσίαζαν τις διαφορές μεταξύ των παχύσαρκων και μη παχύσαρκων παιδιών. Περιορισμός ως προς τη μέτρηση δέρματα πτυχών: Για την εύρεση του ποσοστού σωματικού λίπους χρησιμοποιήθηκαν οι πτυχές του τρικέφαλου, του υποπλάτιου και του γαστροκνήμιου.

32 Εισαγωγή 15 Λειτουργικοί ορισμοί -Συντομογραφίες Στις επόμενες γραμμές παρατίθενται οι θεωρητικοί ορισμοί της σημαντικότερης ορολογίας που θα συναντήσουμε στα κεφάλαια που ακολουθούν: Αερόβια ικανότητα: Αντιπροσωπεύει την ικανότητα πρόσληψης, μεταφοράς και κατανάλωσης οξυγόνου στη μονάδα του χρόνου. Είναι γενικός δείκτης της λειτουργικής προσαρμοστικότητας του οργανισμού, ο οποίος θεωρείται το πιο σημαντικό κριτήριο εκτίμησης της βιολογικής αξίας του ατόμου. Ο όρος είναι συνώνυμος με τη μεγίστη πρόσληψη οξυγόνου (VO2 max). Αθηρωματικός δείκτης: Είναι οι αναλογίες της ολικής χοληστερόλης προς την HDL-C ή της LDL-C προς την HDL-C. Αντιπονεκτίνη: Ειδική πρωτεΐνη που προέρχεται αποκλειστικά από το λιπώδη ιστό. Εμφανίζει προστατευτική δράση ως προς την έναρξη και εξέλιξη της αθηροσκλήρυνσης μέσω αντιφλεγμονωδών και αντιαθηρογόνων δράσεων. Απολιποπρωτεΐνες (Αρο): Πρωτεϊνικά συστατικά των λιποπρωτεϊνών, τα οποία είναι απαραίτητα για τη μεταφορά και το μεταβολισμό τους. Η απολιποπρωτεΐνη Α-1 (Αρο Α- 1) αποτελεί την κυρία πρωτεΐνη των Αίποπρωτεινων υψηλης πυκνότητας ή ϊ Γ.) ί j, ενω η απολιποπρωτεΐνη Β (Αρο Β) είναι το κύριο συστατικό των λιποπρωτεϊνών χαμηλής πυκνότητας (LDL-C). Αρτηριακή πίεση - αρτηριακή υπέρταση: Η αρτηριακή πίεση χαρακτηρίζει την πίεση που ασκείται στις αρτηρίες κατά τη ροή του αίματος. Διακρίνεται σε συστολική, η οποία αναπτύσσεται στα τοιχώματα των αρτηριών κατά τη φάση της συστολής, και σε διαστολική, η οποία αναπτύσσεται στη φάση της διαστολής και μετριέται σε mm Hg. Ως αρτηριακή υπέρταση χαρακτηρίζονται οι τιμές της διαστολικής πίεσης 90 mm Hg ή της συστολικής πίεσης 140 mmhg. Στα παιδιά ως παθολογική θεωρείται η υπέρβαση του ορίου της 95ns εκατοστιαίας θέσης. Γλυκόζη: Προέρχεται από το μεταβολισμό των υδατανθράκων και αποτελεί την κυρίαρχη πηγή ενέργειας του οργανισμού. Η συγκέντρωσή της στο αίμα διατηρείται σε

33 Eioaymvn 16 στενά φυσιολογικά όρια από ορμόνες που ρυθμίζουν την κίνησή της μέσα κι έξω από την κυκλοφορία. Η ομοιόσταση της γλυκόζης στο αίμα είναι ζωτικής σημασίας για τη λειτουργία του εγκεφάλου και ολόκληρου του οργανισμού. Τα διαστήματα αναφοράς της γλυκόζης στον ορό για τα παιδιά και τους εφήβους είναι mg/ dl ή mmol/l. C-αντιδρώσα πρωτεΐνη: Πολύπλοκο σύμπλεγμα πρωτεϊνών που αποτελεί τον κύριο εκπρόσωπο των πρωτεϊνικών δεικτών φλεγμονής οξείας φάσης. Θεωρείται ισχυρός προγνωστικός δείκτης μελλοντικού καρδιαγγειακού κινδύνου. Ευκαμψία ή ευλυγισία: Ως ευκαμψία χαρακτηρίζεται η ικανότητα εκτέλεσης κινήσεων σε μεγάλο εύρος και αποτελεί ένα από τα βασικά συστατικά της φυσικής κατάστασης ενός ατόμου. Η ευκαμψία επιτρέπει ένα αυξημένο εύρος κίνησης σε μία άρθρωση (π.χ. ισχίο) ή σε ένα σύνολο αρθρώσεων (π.χ. σπονδυλική στήλη). Κεντρική παχυσαρκία: Ορίζεται ως η εναπόθεση σπλαχνικού και υποδόριου λίπους στην περιοχή της κοιλιάς. Η μέτρηση της περιμέτρου της μέσης (ΠΜ) αποτελεί έναν απλό και αξιόπιστο δείκτη εκτίμησης της κεντρικής παχυσαρκίας. Τιμές της ΠΜ 102 cm στους άντρες και 88 cm στις γυναίκες σηματοδοτούν αυξημένο κίνδυνο μεταβολικών και καρδιαγγειακών επιπλοκών. Στα παιδιά ως κεντρική παχυσαρκία ορίζεται η υπέρβαση του ορίου της 90ή? εκατοστιαίας θέσης της ΠΜ. Κυτταροκίνες (cytokines): Πρωτεΐνες χαμηλού μοριακού βάρους που παράγονται από διάφορα είδη κυττάρων και έχουν ποίκιλλες ανοσολογικές και φλεγμονώδεις δράσεις. Οι κύριες φλεγμονώδεις κυτταροκίνες είναι οι ιντερλευκίνες και ο παράγοντας νέκρωσης των όγκων-α (TNF-α), ενώ η αντιπονεκτίνη είναι κυτταροκίνη με αντιφλεμονώδεις ιδιότητες. Λιποπρωτεΐνη α: Η λυτοπρωτεΐνη (α) ή Lp(a) περιγράφηκε αρχικά ως μια κατηγορία λmoπpωτεϊvώv δομικά όμοια με την LDL-C, ωστόσο σήμερα είναι γνωστό ότι αποτελεί ένα ξεχωριστό σύμπλεγμα λιποπρωτεϊνών με μοναδική δομή και λειτουργία. Υψηλά επίπεδα της Lp(a) σχετίζονται με αυξημένο κίνδυνο για στεφανιαία νόσο. Λιποπρωτεΐνη υψηλής πυκνότητας (HDL-C): Αποτελεί το μεταφορέα της χοληστερόλης από τους περιφερικούς ιστούς στο ήπαρ και θεωρείται παράγοντας με αγγειοπροστατευτική δράση.

34 Εισανωνιί 17 Αιποπρωτέϊνη χαμηλής πυκνότητας (LDL-C): Το μεγαλύτερο ποσοστό της χοληστερόλης στον ορό βρίσκεται στις λιποπρωτεΐνες χαμηλής πυκνότητας. Η LDL-C μεταβολίζεται κατά κύριο λόγο στο ήπαρ. Αποτελείται από ένα πλήθος σωματιδίων με διαφορετικό μέγεθος και περιεχόμενο σε λιπίδια. Υπάρχει θετική συσχέτιση μεταξύ εμφάνισης στεφανιαίας νόσου και επιπέδων της LDL-C. Μακροθρεπτικά συστατικά της διατροφής: Είναι οι υδατάνθρακες, τα λίπη και οι πρωτεΐνες, τα οποία χαρακτηρίζονται και ως βασικές θρεπτικές ουσίες, επειδή χρειάζονται σε μεγαλύτερες ποσότητες και αποτελούν τους φορείς ενέργειας στον οργανισμό. Μέγιστη πρόσληψη οξυγόνου: Ο ανώτατος όγκος οξυγόνου που μπορούν να καταναλώσουν οι ιστοί ενός ατόμου κατά τη μέγιστη προσπάθεια στη μονάδα του χρόνου ονομάζεται μέγιστη πρόσληψη οξυγόνου (συντομογραφικά V02max). Η vcbmax υποδηλώνει τη μέγιστη ταχύτητα παροχής μυϊκής ενέργειας από τον αερόβιο μηχανισμό και αποτελεί μετρήσιμη ποσότητα της αερόβιας ικανότητας ενός ατόμου. Εκφράζεται σε απόλυτες (L/min) ή σχετικές τιμές (ml/kg/min). Μεταβολικό ισοδύναμο (MET:) Εκφράζει το ρυθμό ενεργειακής κατανάλωσης στη διάρκεια μιας φυσικής δραστηριότητας σε σχέση με την ηρεμία. Ένα MET ισοδυναμεί με την ενεργειακή δαπάνη σε κατάσταση ηρεμίας, η οποία είναι ίση με πρόσληψη οξυγόνου 3.5 ml/kg/min. Μεταβολικό σύνδρομο (ΜΣ): Είναι η συνύπαρξη πολλών αλληλοσυσχετιζόμενων κλινικών και μεταβολικών διαταραχών. Το ΜΣ υφίσταται όταν συνυπάρχουν τρεις ή περισσότεροι παράγοντες κινδύνου, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται η δυσλιπιδαιμία (υψηλά επίπεδα τριγλυκεριδίων και μειωμένη HDL-C), η αυξημένη συστολική ή διαστολική πίεση, η διαταραγμένη ανοχή στη γλυκόζη και η αυξημένη περίμετρος μέσης. Μυϊκή αντοχή: Η μυϊκή αντοχή αναπαριστά πόσο καλά ο μυς ή η μυϊκή ομάδα παράγει υπομέγιστη δύναμη για μια συγκεκριμένη χρονική περίοδο. Ο αριθμός των συνολικών επαναλήψεων μιας δράσης του μυός σε συγκεκριμένο χρονικό διάστημα δίνει ένα κοινό μέτρο για την έκφραση της μυϊκής αντοχής.

35 Ewayor/n 18 Μυϊκή δύναμη: Είναι η ικανότητα του ανθρώπου να υπερνικά ή να αντιστέκεται στο βάρος του σώματός του ή σε εξωτερικές αντιστάσεις με την ενέργεια των μυών του. Αποτελεί ένα από τα βασικά συστατικά της φυσικής κατάστασης. Ολική χοληστερόλη (TC): Αποτελεί απαραίτητο συστατικό των κυτταρικών μεμβρανών και πρόδρομο μόριο όλων των στεροειδικών ορμονών και χολικών οξέων. Στο αίμα μεταφέρεται ως συστατικό διαφόρων λιποπρωτεϊνών, κυρίως της LDL-C (65-70%) και της HDL-C (20%). Τα επίπεδα της χοληστερόλης στο αίμα ρυθμίζονται με τη βοήθεια κατάλληλων μηχανισμών απορρόφησης, βιοσύνθεσης, μεταφοράς και απομάκρυνσης. Διαταραχή των μηχανισμών αυτών έχει ως αποτέλεσμα τις υψηλές συγκεντρώσεις χοληστερόλης, δηλαδή την υπερχοληστερολαιμία, η οποία σχετίζεται με υψηλό κίνδυνο αθηροσκλήρωσης. Τα όρια αναφοράς για τις ηλικίες ετών είναι στα αγόρια mg/ dl και στα κορίτσια mg/ dl. Παράγοντας νέκρωσης των όγκων a (TNF-a): Πρωτεΐνη 157 αμινοξέων με ευρύ φάσμα φλεγμονωδών δράσεων. Συμμετέχει και ρυθμίζει τη φλεγμονώδη αντίδραση ασκώντας παρακρινική και αυτοκρινική δράση στα λευκοκύτταρα. Παράγοντες καρδιαγγειακού κινδύνου: Με τον όρο «παράγοντας» ή «δείκτης» καρδιαγγειακού κινδύνου ορίζεται κάθε χαρακτηριστικό ή γεγονός που συμβαίνει πριν και συνδιακυμαίνεται με τη συχνότητα της καρδιαγγειακής νόσου. Ο όρος αυτός περιλαμβάνει τροποποιήσιμα χαρακτηριστικά του τρόπου ζωής, όπως το κάπνισμα, την καθιστική ζωή, τη διατροφή κ.ά., βιοχημικές παραμέτρους, καθώς και μη τροποποιήσιμα χαρακτηριστικά, όπως την ηλικία, το φύλο και το οικογενειακό ιστορικό πρώιμης στεφανιαίας νόσου. Παχυσαρκία: Ορίζεται ως η συγκέντρωση περίσσειας λίπους στον οργανισμό, η οποία προκαλεί αύξηση του σωματικού βάρους πέραν των φυσιολογικών ορίων. Για νεαρούς άνδρες το όριο παχυσαρκίας ανέρχεται στο 22% του σωματικού βάρους, ενώ σε νεαρές γυναίκες η παχυσαρκία αντιστοιχεί σε ποσοστό σωματικού λίπους 35%. Στα παιδιά οι αντίστοιχες τιμές είναι: αγόρια25%, κορίτσια30%. Τριγλυκερίδια: Είναι εστέρες λιπαρών οξέων με γλυκερόλη. Αποτελούν το 95% του υποθηκευμένου λίπους στο σώμα. Κυκλοφορούν στο πλάσμα ενσωματωμένα σε

36 Εισανωνή 19 λτποπρωτεΐνες. Η συγκέντρωσή τους στον ορό ενδιαφέρετ κυρίως λόγω της θετικής τους σχέσης με τον κίνδυνο αθηροσκλήρωσης. Τα όρια αναφοράς είναι για τα αγόρια mg/dl και για τα κορίτσια mg/dl (ηλικίες ετών). Φυσική δραστηριότητα (ΦΔ): Αναφέρεται σε οποιαδήποτε κίνηση του σώματος, η οποία παράγεται από τους σκελετικούς μυς και επιφέρει ενεργειακή δαπάνη πάνω από το επίπεδο ηρεμίας. Φυσική κατάσταση: Η φυσική κατάσταση είναι ένας γενικός δείκτης του βιολογικού δυναμικού του ατόμου, ο οποίος δεν αναφέρεται σε μία συγκεκριμένη ικανότητα, αλλά σε ένα φάσμα φυσικών ικανοτήτων. Αποτελείται από παράγοντες υγείας (μυϊκή δύναμη και αντοχή, ευλυγισία, καρδιοαναπνευστική αντοχή, σύσταση του σώματος) και παράγοντες κινητικής ή αθλητικής απόδοσης (ισορροπία σώματος, χρόνος αντίδρασης, ταχύτητα, ευκινησία).

37 20 II. ΑΝΑΣΚΟΠΗΣΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑΣ Μελέτες έχουν δείξει ότι η εμφάνιοη των τεκμηριωμένων παραγόντων καρδιαγγειακοό κινδύνου στα παιδιά σχετίζεται με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά του τρόπου ζωής, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται η χαμηλή αερόβια ικανότητα (Hofman & Walter, 1989), η αυξημένη πρόσληψη λίπους στη διατροφή (Deckelbaum, 1990; World Health Organization Group, 2003) και η ανεπαρκής ΦΔ (Bouziotas et al., 2004; Takada et al., 1998). Ωστόσο, άλλοι ερευνητές αναφέρουν ότι στα παιδιά το δυσμενές προφίλ καρδιαγγειακοό κινδύνου στην παιδική ηλικία επηρεάζεται κυρίως από το σωματικό λίπος, παρά από τη φυσική κατάσταση ή άλλες συγχέουσες μεταβλητές (Boreham et al., 2001). Από τα παραπάνω γίνεται φανερό πως η ανεξάρτητη επίδραση των παραμέτρων του τρόπου ζωής στους καθιερωμένους παράγοντες καρδιαγγειακοό κινδύνου στα παιδιά δεν είναι απόλυτα σαφής. Επιπλέον, η σχέση των παραμέτρων της συμπεριφοράς με τους νεότερους παράγοντες καρδιαγγειακοό κινδύνου (μεταβολικό σύνδρομο, δείκτες φλεγμονής) δεν έχει τεκμηριωθεί πλήρως και απαιτεί περαιτέρω διερεόνηση, ώστε να αναπτυχθούν αποτελεσματικές στρατηγικές πρόληψης στην παιδική ηλικία. Στην ανασκόπηση που ακολουθεί παρουσιάζονται τα δεδομένα της βιβλιογραφίας που αφορούν τη συχνότητα εμφάνισης των τεκμηριωμένων και νεότερων παραγόντων κινδύνου στα παιδιά, καθώς και τη σχέση τους με επιλεγμένες παραμέτρους της συμπεριφοράς. Παράγοντες καρδιαγγειακοό κινδύνου που σχετίζονται με τον τρόπο ζωής Φυσική δραστηριότητα Η ΦΔ αποτελεί συμπεριφορά και αναφέρεται σε οποιαδήποτε κίνηση του σώματος που παράγεται από τους σκελετικούς μύες και επιφέρει ενεργειακή δαπάνη πάνω από το επίπεδο ηρεμίας (Caspersen, Powell & Christenson, 1985). Η άσκηση ορίζεται ως ένα υποσύνολο της ΦΔ και περιλαμβάνει κάθε προγραμματισμένη, συστηματικά επαναλαμβανόμενη, δομημένη, κίνηση του σώματος που στοχεύει στη βελτίωση ή διατήρηση του επιπέδου φυσικής κατάστασης (Molnar & Livingstone, 2005).

38 Ανασκόπηση βιβλιογραφία 21 Η ΦΔ αποτελεί το σημαντικότερο ίσως συνθετικό του τρόπου ζωής των νέων ατόμων, καθώς σχετίζεται άμεσα με τη φυσική τους ανάπτυξη και την ολοκλήρωση των νοητικών, συναισθηματικών και ψυχοκινητικών τους χαρακτηριστικών (Sallis & Owen, 1999). To 1988 το Αμερικανικό Κολλέγιο Αθλητιατρικής στηριζόμενο στις κατευθυντήριες γραμμές για ενήλικες για πρώτη φορά εξέδωσε συστάσεις για τη ΦΔ νέων ατόμων, σύμφωνα με τις οποίες παιδιά και έφηβοι έπρεπε να συμμετέχουν σε ΦΔ υψηλή έντασης για λεπτά καθημερινά (American College of Sports Medicine, 1988). Οι συστάσεις αυτές στη συνέχεια αναπροσαρμόστηκαν και με βάση τις τελευταίες οδηγίες (Biddle, Sallis & Cavill, 1999) όλα τα νεαρά άτομα (ηλικίας 6-17 ετών) θα πρέπει τις περισσότερες μέρες της εβδομάδας να συμμετέχουν σε ΦΔ μέτριας έως υψηλής έντασης για 60 λεπτά τουλάχιστον, προκειμένου να αποκομίζουν ουσιαστικά οφέλη για την υγεία τους. Τα στοιχεία σχετικά με το αν η νέα γενιά είναι αρκετά δραστήρια παραμένουν αντικρουόμενα. Όταν χρησιμοποιούνται μέθοδοι ανάκλησης με ερωτηματολόγια, το 60-70% των παιδιών θεωρούνται αρκετά δραστήρια, ενώ αντικειμενικότερες μέθοδοι αξιολόγησης της ΦΔ (επιταχυνσιόμετρα) αναφέρουν σημαντικά χαμηλότερα ποσοστά. Οι Riddoch & Boreham (1995), μετά από μια πολύ προσεκτική ανασκόπηση 37 μελετών καταλήγουν πως, με βάση τα διαθέσιμα ερευνητικά στοιχεία, δεν μπορεί να διατυπωθεί κάποιο συμπέρασμα, σχετικά με το επίπεδο ΦΔ των παιδιών. Είναι γεγονός ότι τα ευρήματα διαφοροποιούνται σημαντικά, ανάλογα με το κριτήριο που χρησιμοποιείται κάθε φορά για να οριστούν τα "επαρκή επίπεδα ΦΔ" για τη διασφάλιση της υγείας (Armstrong, 1998; Kelly, 2000; Sallis, Buono, Roby, Micale & Nelson, 1993; Tell & Vellar, 1998) (Πίνακας 2.1). Για να γίνει αυτό περισσότερο κατανοητό, οι Armstrong, Williams, Balding, Gentle & Kirby (1991), χρησιμοποιώντας ως κριτήριο τη συμμετοχή σε ΦΔ 3 φορές/εβδομάδα x 20 λεπτά/ημέρα με καρδιακή συχνότητα 139 παλμούς/λεπτό, αναφέρουν ότι μόλις το 2% των κοριτσιών ήταν αρκετά δραστήρια. Αντίθετα, θέτοντας ως κατώφλι την ενεργειακή δαπάνη 3 kcal/kg/ημέρα, ένα όριο που έχει βρεθεί ότι σχετίζεται με την υγεία στους ενήλικες, ο Blair και οι συνεργάτες του (1989) διαπίστωσαν πως το 94% των αγοριών και το 88% των κοριτσιών είναι αρκετά δραστήρια, ώστε να επιτυγχάνουν οφέλη για την υγεία τους. Ο Shephard (1986) χρησιμοποίησε ως κριτήριο τη συμμετοχή σε ΦΔ μέτριας έντασης για 3 ώρες/εβδομάδα, ένα όριο που αντιστοιχεί περίπου στην ενεργειακή δαπάνη των 3 kcal/kg/ημέρα, και εκτίμησε ότι το 75% περίπου των παιδιών που συμμετείχαν στη μελέτη Canada Fitness Survey εκπλήρωναν το συγκεκριμένο κριτήριο.

39 Πίνακας 2.1. Επίπεδα ΦΔ παιδιών σε διάφορες χώρες ανάλογα με το χρησιμοποιούμενο κριτήριο, με βάση δημοσιευμένες έρευνες. Αναφορά Χώρα Δείγμα (ηλικία) Μέθοδος Κριτήριο Αποτελέσματα Shephard, 1986 Καναδάς 5278 Α /Κ Ερωτηματολόγιο 3 ώρες ΦΔ/ εβδ. Το 75% του δείγματος κάλυπτε το κριτήριο. (7-19 ετών) -3 6 Cl Ο Ά 3 Η Ον ΙΛ a * -3 ψ- CL Ο α I τ ' νο CO CCl W Ε X X CO X -ο X οε a cr 3 a ω IN CM O -1 Cl Ο δ* 3 Η c IN νο IN. δ * 1 CL Ο X 3 Η tv tv 00 «Ο CQ. W -ο ΕW ο CM X CO % Β a χ Β 6 Ο ΛΙ 00 a &Ο 6 ο ο Η οο -2 «a W ω Β Ο cr Η ρ -w τ- Cl W CO 00 B LC Ο tv CM lo α CL O' cr *3- CD B ω H e 3 -cr -Ρ ο *-» -B H ε & o Cl o 3 N o χ ο Λ1 ω Ρ- cr Β X w a cr CD B * co. -3 ε Β ο. ο X 3 Η 6? οιυ ο -3 f ο. Ql ο X XD Ο Η a 3 Η tv 1 ο ο X -o X oε a cr 3 aω Ε β X -a χ α cr ω S x -o X oε a cr M S' < S CM < -3 co orh -3 vd IN -3 IN 63 β rh rh 63 rh 00 SO r-i r i it ON rh ό CO rh 1 rh vo rh ON, CO rh g ON B < Rffi 63 I CCl, < < W IN 00 ON rh -M" ϋ 1 ' '< 3 ofcj cn us O pc; ώ b 3 73 a ώ s o o I Β X Ο. -CT ο. X ο X -Β * -3 Ο Β ο. ο X a cr θ Μ -Β Η 5 X ο CO tx S' cr 1 -a B CM 0 to -B f a 1 Η -CT < 6* m CT F S χ -ο Β ο Β δ Οε 1 Β Η cy. O o 43 Oo a -O ox cr o a B (Ν Γ ^ 2 S5 Ό a cr B * Q , «Γ o r < rf % cr ca a w g, o 2 s rh -3 OoCM «5 Q rh 60 C ps 'C o 1 (0 u J φ ςβ X T3 «β a 3<6 (H φ 0 O co 1Λ M a rr ε c,υ 3 2 v Λ s P H < Φ V o o s u 2H CO 2 Anderssen, A /K (15 ετών) (2 καθημ., 2 ΣΚ) ΜΕΦΔ/ημ. 15-χρονοι: 55.4% εκπλήρωναν το κριτήριο. Σημείωση: A = αγόρια, Κ = κορίτσια, ΦΔ = φυσική δραστηριότητα, ΜΦΔ = μέτρια ΦΔ, ΕΦΔ = έντονη ΦΔ, ΜΕΦΔ = μέτρια και έντονη ΦΔ, VO- max = μέγιστη πρόσληψη οξυγόνου, ΚΣ = καρδιακή συχνότητα, π/λ. = παλμοί/λεπτό, CSA = επιταχυνσιόμετρο, ΣΚ = Σαββατοκύριακο. (συνεχίζεται)

40 Q- -cr Ρ Ρ-* α. 2 Τ Ο CO Ο CD -W ο 2 *< α Ρ- ~ρ < Ρ α -3 X νο IS Ον Ρ-» ρ * IS οο \p ΟΝ \0-3 co Ο δ σ< -3-3 Ρ CM Ροο νο ΡW Ο I * ο LO Ρ Ο ΟΝ * Τ Η Η 2 LO 00 CM Ο ρ -στ τ α Ο ο ο Ρ Ρ Ρ Ρ Ρ Ρ 3 ο. 3 ο_ 3 Ο- -CT -ΣΤ U5 < Ο- q -α ρ Η Ρ Η 2 -CΤ 2 ω W Ρ Ρ Ρ ο *- Η 6 2 Ρ Ο ο_ Ρ Ο <Τ -3 I * «Ο Ο LT οο Ρ- Ρ Ο ο Ρ Ρ -3 2 co ο Ρ Ρ ΛΙ ΛΙ -W XC0 - Ρ PL δ < < Ρ - e Ρ Ο- θ Ρ ο οο Ο ο 3 ρ οθ * ύ- Ρ 0θ ρ- Ρ 3 Cl 5 c ΣΤ < Ρ -ΣΤ ρ Ρ ο Ρ Ο cs Ρ Ρ νο ο Ο νο 3 3 ρ Ρ ο νο Ο Ο. ρ. ΣΤ < θ ω -α Ρρρ *< Ο Ό α < -3 ρρ - Ο Ρ Ο. Ο Ε Ο CD D W g "- ΣΤ CO- Ο Ο 2 Ρ. ΣΤ <Γ θ 2 -ρ Ρ Ρ ο Νθ Ον νο α οθ -ο w Ο- -ρτ ο_ * -3 ρ CO Ρ Ο Ο οο Ρ* J3 ο << ο Η Q_ * Ο Η α. -στ ο_ χ Ρ. ^CT Ο νο 3 α. f Q- «Ο Ρ w 3 α. -στ Ρ *S ρ ts IS 00 ο Η Μ cη U5 Η Η ΟΛ U3 Η Β] Η ω Η W2 W ρ co MD CO 9 co CO -Φ ΛΙ co ΛΙ ΛΙ ΛΙ < ΛΙ < < <a θ <1 θ θ θ θ Ρ- ΣΤ ο no i i P- ΣΓ B- ST W ΣΤ CT I CM NO Φ co P Q CM P_ p 0 _r ΣΤ P <X rh < p < < < cn cn cn cn U U U U X! 00 IS LO < α 2-3 Ρ00 (Ν Ρ- ΣΤ Ο co ΟΛ Η W co ΛΙ < θ ΟΛ Η W ΛΙ < θ ρ - ο ο. f ο_ * Ρ 3 ο_ -ΣΤ 1S -α α Β α Ι Ο χ Ο Β- Β" <Γ e 2 -Β ρβ ω X ο VO 2 00 ο ο ΟΟ ΣΤ Ρ Ο Η 3 νο 00 α -3 I-J Ο ο (Ν Ρ\ < θ Ρ- ΣΤ < θ W -Ρ ρρ ο (Ν -3 ρ < θ W Ρ - ο Ο- Ρ ο_ Ρ Ρ Ρ 3-3 δ Ο ο * ΣΤ Β - -οο Ρ- X Ρ Ο < θ ΣΤ Ο Ρ -οο Ρ Q- Ρ -οο Ρ- < θ W <1 θ ΣΤ Ο Ρ -οο II <1 θ W < θ CL Ρ -οο Ρ- II <1 θ ΣΤ Ρ -Ο Ρ ο_ (Ο -ΣΤ 3 ορ 9- II <1 θ 6 δ -S Ο Ο «II ο * Ρ ο_ -Ρ ο Ρ Ρ CQ. CP- Ρ W 2 W ον ο_ S Ρ- -ο ι 1 0 Β X α Β Β ω < cn U -ο' Ε ω X "ο Β- Ρ -ο Ρ «ο Ο. Ρ 4? Ρ Ο <Ν <Τ Ρ * ρ -ο αο 9- ρ < ο ο (Ν 0) Λ ΟΟ Τ3 3 2 Ρ * -Ρ ορρ * ρ <Τ ΣΤ NT Ρ -οο NT Η τ Ρ οο -Ρ Ο Ρη LO ο ο(ν τ CT οο -Ρο NT Ρ Ρ Ρ Ρ- ο_ ο Η νο Ο ο (Ν <υ ω 15 Ρη Ό Ο Ο(Ν 0J ΡΣ υρ 0) Ο ο_ -ο < ΟΟ Ρ- ΣΤ W Ρ Ο -Ο - Ρ UT Ο ΣΤ δ- ΣΤ 'θ -Ο Ο. Ρ

41 Ανασκόπηση βιβλιογραφία 24 Την άποψη ότι τα σημερινά παιδιά είναι λιγότερο δραστήρια σε σχέση με τις προηγούμενες δεκαετίες ενισχύουν κάποια δεδομένα που στηρίζονται σε έμμεσες παρατηρήσεις. Έτσι ο Dumin (1992) εκτιμά ότι η ΦΔ των σημερινών παιδιών μειώθηκε, δεδομένου ότι η ημερήσια ενεργειακή τους πρόσληψη είναι περίπου 600 kcal χαμηλότερη συγκριτικά με τους συνομηλίκους τους πριν 60 χρόνια. Την παρατήρηση αυτή επιβεβαιώνουν ερευνητικά δεδομένα από τις ΗΠΑ και τη Σουηδία, που κατέληξαν σε παρόμοιες διαπιστώσεις (Nicklas, Webber, Srinivasan & Berenson, 1993; Sunnegardh, Bratteby, Hagman, Samuelson & Sjolin, 1986). Σε συνδυασμό με την τεκμηριωμένη διαχρονική μείωση των επιδόσεων στην αερόβια ικανότητα, την αύξηση του χρόνου τηλεθέασης και τη δραματική αύξηση της παιδικής και εφηβικής παχυσαρκίας παγκοσμίως (Chinn & Rona, 1994; Chinn & Rona, 2001; Freedman, Srinivasan, Valdez, Williamson & Berenson, 1997; Magkos, Manios, Christakis & Kafatos, 2005; Tomkinson, Leger, Olds & Cazorla, 2003; Troiano, Flegal, Kuczmarski, Campbell & Johnson, 1995; Wang & Lobstein, 2006), τα στοιχεία αυτά υποδηλώνουν ότι ένα υψηλό ποσοστό νέων ατόμων έχει υιοθετήσει ένα υποκινητικό τρόπο ζωής (Trudeau & Shephard, 2005). Έρευνες σε ενήλικες έχουν δείξει ότι η ΦΔ συνεπάγεται μειωμένο κίνδυνο στεφανιαίας νόσου, εμφράγματος του μυοκαρδίου, διαβήτη τύπου II, αλλά και μη καρδιακών χρόνιων ασθενειών, όπως η οστεοπόρωση και ο καρκίνος του παχέος εντέρου (Farrell et al., 1998; Helmiich, Ragland, Leung & Paffenbarger, 1991; McMurray, Ainsworth, Harrell, Griggs & Williams, 1998; Schnohr, Lange, Scharling & Jensen, 2006; Tell & Vellar, 1998). Ωστόσο, η καλά τεκμηριωμένη, ισχυρή και ανεξάρτητη αρνητική σχέση μεταξύ ΦΔ και καρδιαχγειακής υγείας δεν έχει ακόμη αποδειχθεί πλήρως στα παιδιά (Baranowski et al., 1992; Froberg & Andersen, 2005). Ένα πρόβλημα που παρατηρείται στη διερεύνηση αυτής της σχέσης στην παιδική ηλικία είναι η αξιοπιστία και η εγκυρότητα των διαφόρων εργαλείων που χρησιμοποιούνται για την καταγραφή των επιπέδων ΦΔ. Οι πιο συνηθισμένες μέθοδοι αξιολόγησης της ΦΔ είναι τα ερωτηματολόγια ανάκλησης, η άμεση παρατήρηση, η χρήση αισθητήρων κίνησης, η καταγραφή της καρδιακής συχνότητας και η μέθοδος του ισότοπου doubly labelled water. Κάθε μία απ' αυτές έχει τα πλεονεκτήματα και τους περιορισμούς της (Molnar & Livingstone, 2000). Την εκτίμηση των συμπερασμάτων δυσχεραίνουν και τα διαφορετικά κριτήρια που τίθενται κάθε φορά για να ορίσουν τα επαρκή επίπεδα ΦΔ, καθώς δεν υπάρχουν επαρκή επιστημονικά στοιχεία για τη σχέση ανάμεσα στη δοσολογία και τα ευεργετικά οφέλη της ΦΔ, από τα οποία να προκύπτουν οι κατευθυντήριες γραμμές για τη ΦΔ των παιδιών (Andersen et al., 2006; Twisk, 2001).

42 Ανασκόπηση βιβλιογραφία 25 Η διερεύνηση της σχέσης μεταξύ ΦΔ και καρδιαγγειακής υγείας στην παιδική ηλικία, εκτός από τη δυσκολία αξιολόγησης των επιπέδων ΦΔ, παρουσιάζει ένα επιπλέον πρόβλημα, που σχετίζεται με τον ορισμό της καρδιαγγειακής υγείας. Δεδομένου ότι η νοσηρότητα και θνητότητα από στεφανιαία νόσο σπανίζουν στα παιδιά και η κλινική εκδήλωση της ΣΝ και άλλων καρδιαγγειακών ασθενειών τυπικά εμφανίζονται σε μεταγενέστερες ηλικίες, η επίδραση της ΦΔ στην υγεία των παιδιών εκτιμάται από τη σχέση της με καθιερωμένους παράγοντες καρδιαγγειακού κινδύνου, όπως είναι η παχυσαρκία, το λιπιδαιμικό προφίλ και η αρτηριακή πίεση (Boreham & Riddoch, 2001). Τα συμπεράσματα των μελετών που ερεύνησαν αυτή τη σχέση παρατίθενται και αξιολογούνται αναλυτικά στην ενότητα "Βιολογικοί παράγοντες κινδύνου" (βλ. επίσης Πίνακα 2.2). Φυσική κατάσταση και αερόβια ικανότητα Παρότι πρόκειται για δύο διαφορετικές έννοιες, η ΦΔ και η φυσική κατάσταση συχνά χρησιμοποιούνται εναλλάξ (Pate et al., 1995). Η φυσική κατάσταση είναι έμφυτο χαρακτηριστικό και αναφέρεται γενικά στην ικανότητα εκτέλεσης φυσικής εργασίας (Caspersen et al., 1985). Παρότι είναι κατά βάση γενετικά καθορισμένη, επιδέχεται προσαρμογές (Bouchard et al., 1986; Bouchard, Dionne, Simoneau & Boulay, 1992; Bouchard et al., 1998). Η φυσική κατάσταση είναι μια πολυδιάστατη έννοια που δισκρίνεται σε δύο κατηγορίες: α) τη φυσική κατάσταση με στόχο τη βελτίωση της υγείας (health-related fitness) και β) τη φυσική κατάσταση με στόχο την ανάπτυξη της επιδεξιότητας (skillrelated fitness). Η τελευταία κατηγορία περιλαμβάνει ικανότητες όπως η ισορροπία, ο ρυθμός, ο προσανατολισμός στο χώρο, ο χρόνος αντίδρασης, η ισχύς και η ταχύτητα. Η πρώτη κατηγορία αποτελείται από την καρδιοαναπνευστική αντοχή, τη μυϊκή δύναμη και αντοχή, την ευλυχισία και τη σύσταση του σώματος. Τα στοιχεία αυτά συμβάλλουν στη διατήρηση της λειτουργικής ικανότητας του οργανισμού και προστατεύουν το άτομο από ασθένειες που σχετίζονται με την υποκινητικότητα (Corbin et al., 2000; Sheefeldt & Vogel, 1987). Η ικανότητα ωστόσο που έχει συσχετιστεί περισσότερο με την υγεία, ιδιαίτερα την καρδιαγγειακή υγεία, είναι η αερόβια ικανότητα (ή αλλιώς καρδιοαναπνευστική αντοχή), η οποία ορίζεται ως "η ικανότητα διατήρησης μιας σωματικής δραστηριότητας μέτριας έντασης για παρατεταμένο χρονικό διάστημα" (Baranowsky et al., 1992).

43 Π ίν α κ α ς 2.2. Επίδραση της ΦΔ και της V O 2 max στους βιολογικούς παράγοντες κινδύνου με βάση δημοσιευμένες έρευνες. Μ ελέτη Χώρα Δ είγ μ α (η λ ικ ία ) Β α σ ικά ευρήματα Panico et al., 1987 Ιταλία 743 A, 598 Κ Η συστολική πίεση παρουσίασε ανεξάρτητη συσχέτιση με τη ΦΔ των παιδιών. cr 6 -cr ο ο_ W Q. ρ ο -Ρ ρ Η -0J XΟ -CT 8 ο Ρ- -ετ X -CT χ Ρ Ρ Ρ Ρ ο. 04 ετ ετ ο -ο Ρ ο_ X Ρ ο_ ετ ο οο CL Ρ " Ρ 3" οο Ρ -ετ X Ρ X ετ 3 ετ Ρ Ρ CD δ -00 ο_ Q_ ο. CCl 3 ετ Ρ Ρ ο ο_ Ρ X Ρ Ρ Ρ Ρ I» ο_ α 3 -Ο ετ ο_ Ρ X Η Ρ Η Ρ 0 D ετ ο ΟΟ I y κ ετ Ρ οο Ρ- -ρ 3Ρ CT θ α ου X Ρ οθ ρ 6 y; u 1 Ο κ - ο -< 6ο ετ -α 3 Ρ W u Η 3 ρ ω Ρ cr ο. 3 3 X U Jj Ρ X U Η κ Μ CD X ό 1-3 Ρ Ρ g «ετ ΟΟ Γ4 0-Λ Ρ- Ο Ρ Ο X Ρ -Ρ -Ρ -Ρ Ρ g ocp 9- Ρ Ρ Ρ οο ρ ο Ρ CD οο -Ρ Ρ- 3 ο C 3 κ θ' ετ Ο ι-3 43 XD Ρ D θ' Ο -3 o' Ο " Η ι/' U 3 CQ- -Ο Q. ετ Ρ -ρ a Ρ ετ ο ρ -ΟΟ X Ο Ρ Ο οθ X Ο Κ U Η <~Γ CT Ο ω c-r -cr g Q_ cr ρ Q- Ρ Ο -Ρ οθ ί-3 X ετ X <χ -Ρ -3 ο X 6 ρ 2 Ρ Τ-» οθ OJ ο- Q < * -ετ ο ο. ετ ρ α. Ρ LT W 3 «X α3 δ ό 0Γ CT Ρ -Ρ <ΧΓ α Ρ00 Ρ- ετ ο1-3 ρ -ΟΟ -ετ 8 ΡΡ Ρ- Μ W U Η ετ ρ ΟΟ Ρ- X ο3 οο Ο -3 ο_ Ρ ΟΟ «X Ρ Ο οο <-τ Ο. οο Ρ -Ο Χ_ Ρ- Ρ X U X Ρ X 2 ετ ρ -Ρ 3Κ CD 00 X <1 θ 3 6 Ρ "α. ο «3 Η Ρ Ο οθ ΟΛ -P P c00 u Ρ 1 kj s -ετ P P 0 < -co X X θ P- P ΟΛ cr P Ρ ετ Ολ-Λ u 00 H P- P cr X P-.a cr Ρ -οο ω 00 ιο 5 Ρ cr O 6 P CL ο _b w X P -ετ p P X -<3 CO 00 Ρ 0 X Ρ < Ρ -j Ρ_ e 3 cr X Ρ cr οο ϋ 6 P cr H Q_ -O XP CD -00 Q_ CP- co <1 U J: U P P X P w E S' ΓΗ x κ (N -3 On -3 X---S -3-3 r-t -3 co 00 rh 00 co -3 rh ω LO 00-3 O IN p vd p CN p 00 p CO P 00 j-h < < r 1 < On P 00 r-< < < XO LO rh < rh 1 cr IN CO ό vo ON On rh ON ό rh r-i CN rh O OX rh CO rh O rh co r^ v ' < C κ «3 3% 3 <1 < G < CΚ < ΠX αι c ο U <β C α δ μ-. Ο X tn CO On C Ρ X bjd Ρ CO co ON <υ ρ Η "ρ U C CD X ρ CD ΟΛ Ρ CD Ό Ρ< Ον CO Ον S 4-» 15 cn On 00 rh ON ON rh CO On ON Vh" rh ON (D s rh 13 <: P q; on CD bjd P «8 P E 3 O P =8 g 0Λ P M ( QJ O p P ffi < cn αγόρια, Κ = κορίτσια, ΦΔ = φυσική δραστηριότητα, VO2 max := μέγιστη πρόσληψη οξυγόνου, VLDL-C = μικρά, πυκνά σωματίδια LDL-C. II <

44 co X -CO ρ <Ν r4 CP d X d ο Ι Ο 3. -ετ ο. ο ω ο g δ ο 03 ο '2 ο α - W < d Ο. -3 X cr p -w X bo s LD <N CL hj CP cr -CO d- -co P* hj P 5 T p d d- cr o co CT CD -3 BS P CD (N oo d X e as L4 in O CL as Jh 2 as H <1 e -CO d- cr Ολ-Ρ P a CO PL d d p cr P -o & p D cr CL CO P -O CL a d- d -3 pco <N cr CT c 2 as Q CP cr x Po D o -3 Q_ P CO X X p o CP Q ω ^ CL CO O -o c oo d X e P c P -cr x e B o P d d. cl CO oo cr B 'p- _ a cr w d P x -o Ql d a X d- < d- < a θ o P e Ά -Ρ -d cr CO U α d -CO H Ρ C0 CP d- d. cr h-j d s cr Pσ D d K Ρ -d -co CO 9- XPi PL a d- CP CO ax -cr o CL d d * Q_ -p < CN r-h < os L4 LX S-. O CL as as 8 C* O X d d cr o_ CO P -P X d O H -3 pco o 3 5h0) <N d o< as as cu 2 5 :0 PX X P p c o p d Ρ- Ο- ω to, d -i- CL d o & d d cr B Q- O 3- d d d- cr o d * cr CD -co Q. co. D -S Cl O * d P 1X1 P o p d o -f on On H 3 p cr c 3 Q_ P -CO 2x cr B d X 'p' O P d o d P -cr o c o CP cr o x d a. cr p Q_ d CP -cr a X obp o d X X as 6 -P ocp d p cr ο P -CO S' -cr ap d d- 1 o o CN o o CN d X d CL B P < cr On C O -O -Q G Vh O) r Q o P X as CP cr p S' P 5 -cr a P d PL cr o CO cr CD -CO Q_ CPU CP O.5 x -o a P d dl 3 D O P -O IP d cr p Q. -d ccp co -3 pco u hj P 2 o H U is 9- o CL B -O ad_ d oo 5 x 3 p P.a CO oo -O a 3 x o Q- c -O a P d d- cr o CO O P o B d cn H UJ 2 ΛΙ <1 e ON < 3 2 -o 6 o o o B LP o Q_ B CP 3 cr o 3- CD -p CL -o Bd -d Pco d- d X cr d- -o x d PQ O CL < CP cr p CP X o P -cr X U d o X L CP B Q 3- P -J o 3- M P -d o cr X P CP -P O o 3 a -o io P Ο -ω d χ g d. O c 3 ω d -3 p «8 P o M i 0) as Λ v y ;g 7D.5 d o as -P CQ #ώ c a M -C u -cr 9- o Q_ oo 3 -CO CLP o -3 Q- d s x 3 -co d- o CO CL O X NO ON ON U 3 P d. d x d * 2 u - P 2 o -3 CL CO X X P D CP -CO X cr 3- P CO d- d X B S' < e a oo co -E S -d Xcr 3- P d Q- -O X d d p (N oo d X tn ON On as L4 d 8 & -P1 a d 9- CL < Θ CP cr p cr ο d Q_ oo CO D _P a. ο x 1X1 CP cr X POo d X pa o CL < ϋ H CO O -3 CL P CO X X P d -3 <N x cl d d p x d B p CO d- -d ap cr Q_ d co X cr E S' <1 e a -< -P 9- o -p OO a B < * a X U H 3 p a IO ω -δ 5 a B o -G d- cr d CO -cr d r- Cl cr p Q_ d W CO d- CP 3 d- -o X -o αγόρια, K = κορίτσ ια, ΦΔ = φυσική δραστηριότητα, VCbmax - μεγίστη πρόσληψη οξυγόνου, V LD L-C = μικρά, πυκνά σω ματίδια LDL-C. II < Kjo

45 Π ίν α κ α ς 2.2 (συνέχεια) Μ ελ έτη Χώρα Δ είγ μ α (η λ ικ ία ) Β α σ ικά ευρήματα Tw isk, Van Mechelen, Ο λλανδία 83 A, 98 Κ Η ΦΔ σχετίστηκε α ρ νη τικά με το σω ματικό λίπος στα αγόρια. Δεν βρέθηκαν συσχετίσεις Kem per & Post, 1997 (13-29 ετών) της ΦΔ ή της VCh max με τα λ ιπ ίδ ια ή τη αρτηριακή πίεση. Schm idt, Stensel & Σινγκαπ ούρη 784 A, 897 Κ Τα π α ιδιά με χαμηλά επίπεδα ΦΔ είχαν υψηλότερες τιμές TC, LD L-C, TG, T C L /IT D L -C ΙΟ δ π α ο. -cr e d ο. οο dρ C0 G- CT -S C0 ο <~Τ Ρ ο 3 X -d δ ο G d ο_ C0 Ρ -ο X d * X ON On L4 cr P L4 2- -α δρ sr α_ «δ * U Η LT G X nj B <N o Ρ c_r co u 1 D U 1 Ρ p Ρ Ρ X o x dd w f * d * u 2 Ω H3 G G- -d S P X cr 5 <3 Θ CO ON < IN to CO d G- 6 d «cr CD -oj Gl CQ. cr o co P Q_ d -cr 3x o P o -Q oo c-r P o P co G- c-r -cr 9- o GL 0O X CP d *5 X 03 g v cr δ d D CO CL -d d -co cr X cr G- d X d «cr CD -co CL CQ cr cr D co cr -cr x o δ d oo d * cr -cr 3 x o P D -co G- cr co Q_ co P -o X cr CL d X d X (C g ΓΊ o cr c-r CO co 3- P co X 3 D ns co 0 -r 1 X P g PL -d Q_ -M CO 6 -cr -< cr - p CO a. lo δ a H CO CL oo δ e a ρ CO 2. o" -co O' co D a δ 0 H a ρ -cr U 1 P J cr ρ U H P x CO s <N or cr p -oj P D -cr 3 P d G- W * cr CD -co Q_ CQ. X cr CL d X d G. CD -3 6 B d oo c-r d "3x cr cr -cr s CQ. cr 9- CL d a. -o Xd cr d 3 x cr or -cr s CQ. cr 9- co O Q_ G d Q- -O Xd O Hd p I a * U I J P K cr cr op- P -CO -cr 3P cr Q_ d c-r cr p W S < Po P P o -o CL X P o Q_ co CD -P P o P < e c_r 'Sr d P P -oj P D S' «X -3 co -3 ON (N p 0 p LO O L- co -3 LO OJ <N CO rh co P CO (N < κ < VO t 1 < r-1 < ΓΗ On X (N X O co N^ VO LO rh X rh LO CO rh rh a CJ UD -0 -d ω 13 -Mo 0 < s Q 0 0 p (N 4-1 cr 1j cr cr w _o 'S a Q. CQ g" QJ P O «8 O(N bid cr P O -Q 0) cr X < -G OP LO OO(N O 2 cr n3 QJ c-r CD 53 cr jp G O G 2 OJ ο- 0) cr ο G E d M-m Lh -ο *N cr G G d 0 *G O G 2 rd cr O n3 P G d 0 cr CQ K O < < Gh s vo O <N P 0 PL cr D to «cr -3 δ δ a «to -G C? w vo O o (N cr o c-r -cr a Pi o δ a oo ts< w I * «X Ι_Λ -cr Pi O -3 d -d 3 αγόρια, Κ = κορίτσ ια, ΦΔ = φυσική δραστηριότητα, VO2 max ::: μεγίστη πρόσληψη οξυγόνου, V LD L-C = μικρά, πυκνά σω ματίδια LDL-C. P o Pm O ω bo P < <

46 Ανασκόπηση [huxioyoamiac 29 Η καρδιοαναπνευστική αντοχή αξιολογείται με τη μέτρηση της μεγίστης κατανάλωσης οξυγόνου (VChmax), δηλαδή της μεγίστης ποσότητας οξυγόνου που ένα άτομο μπορεί να προσλάβει από τον εισπνεόμενο αέρα εκτελώντας δυναμικού τύπου άσκηση με τη συμμετοχή ενός μεγάλου μέρους της συνολικής μυϊκής μάζας. Η VChmax επηρεάζεται από την ηλικία, το φύλο, τις συνήθειες άσκησης, την κληρονομικότητα και την καρδιαγγειακή κλινική κατάσταση. Η αξιολόγηση της καρδιοαναπνευστικής αντοχής συχνά προτιμάται σε σχέση με την εκτίμηση της ΦΔ, καθώς είναι περισσότερο αντικειμενική και ενέχει μικρότερη πιθανότητα λάθους ταξινόμησης (Thomas, Baker & Davies, 2003). Σύμφωνα με τους Bell, Macek, Rutenfranz & Saris (1986), τιμές κάτω από 35 ml/kg/min στα κορίτσια και κάτω από 40 ml/kg/min στα αγόρια αποτελούν δείκτες χαμηλής καρδιοαναπνευστικής ικανότητας. Πληθώρα ερευνητικών δεδομένων σε ενηλίκους αναφέρουν μια ισχυρή και σταθερή συσχέτιση μεταξύ της V02max και της καρδιαγγειακής θνησιμότητας, η οποία είναι ανεξάρτητη από την επίδραση πιθανών σογχυτικών παραγόντων (Blair et al., 1995; Cooper et al., 1976; Farrell et al., 1998; Sandvik et al., 1993). Αν και έχει διατυπωθεί η άποψη ότι τα επίπεδα ΦΔ ενδεχομένως να αποτελούν καλύτερο δείκτη υγείας μακροπρόθεσμα (Haskell, 1994), πρόσφατα ερευνητικά δεδομένα αναφέρουν ότι η ευεργετική επίδραση της VChmax στη μείωση του καρδιαγγειακού κινδύνου είναι ανεξάρτητη και σημαντικά μεγαλύτερη από εκείνη της ΦΔ (Williams, 2001). Στα παιδιά και τους εφήβους, τα αποτελέσματα που αφορούν τη σχέση της V Ο2 max με τους παράγοντες καρδιαγγειακού κινδύνου είναι αντικρουόμενα. Οι διαφορές που παρατηρούνται μεταξύ των ερευνών αποδίδονται εν μέρει στην επίδραση του γενετικού παράγοντα, της ανάπτυξης και της ωρίμανσης (Armstrong et al., 1991; Malina & Bouchard, 1991, Tell & Vellar, 1988). Ένας σημαντικός αριθμός ερευνών έχει εξετάσει τη σχέση μεταξύ της VO2 max και των παραγόντων κινδύνου για ΣΝ (Boreham et al., 2001; Hofman & Walter, 1989; Hofman et al., 1987; Tell & Vellar, 1988), πολλές από τις οποίες έχουν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι σημαντικό ρυθμιστικό παράγοντα αποτελεί και το σωματικό λίπος. Τα κυριότερα συμπεράσματα των μελετών αυτών συνοψίζονται παρακάτω (βλ. ενότητα "Βιολογικοί παράγοντες κινδύνου" και Πίνακα 2.2). Διατροφή Μεταξύ των παραγόντων που σχετίζονται με τον τρόπο ζωής και που θα μπορούσαν να επηρεάσουν ευνοϊκά τον καρδιαγγειακό κίνδυνο περιλαμβάνεται και η διατροφή

47 Α νασκόπηση βιβλιογραφίας 30 (Wood, 2001). Kcrcd τη διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών πληθαίνουν τα επιστημονικά στοιχεία αναφορικά με τις προστατευτικές επιπτώσεις που μπορεί να έχει στην υγεία μια διατροφή με αυξημένη πρόσληψη φρούτων, λαχανικών, ακατέργαστων καρπών και δημητριακών, μέτρια κατανάλωση ψαριών, καθώς και μειωμένη έως μέτρια πρόσληψη γαλακτοκομικών προϊόντων με χαμηλή περιεκτικότητα σε λιπαρά. Μια τέτοια διατροφή δεν είναι απαραίτητο να περιορίζει τη συνολική πρόσληψη λιπών, εφόσον η συνολική ενεργειακή πρόσληψη δεν υπερβαίνει την ενεργειακή δαπάνη και εφόσον δίνεται έμφαση κυρίως σε φυτικά έλαια, τα οποία περιέχουν χαμηλές ποσότητες κορεσμένων και μερικώς υδρογονωμένων λιπών (World Health Organization Study Group, 2003). Η Παγκόσμια Οργάνωση Υγείας (World Health Organization Study Group, 2003) σονιστά ότι η συνολική πρόσληψη λίπους πρέπει να παρέχει λιγότερο από 30% της συνολικής προσλαμβανόμενης ενέργειας, ενώ τα κορεσμένα λιπαρά οξέα δεν θα πρέπει να ξεπερνούν το 10% του συνολικού λίπους που προσλαμβάνεται με τις τροφές. Οι ίδιες οδηγίες έχουν υιοθετηθεί και για τα παιδιά. Αρκετοί ερευνητές ωστόσο αναφέρουν ότι στα παιδιά το ποσοστό της συνολικής ενεργειακής πρόσληψης που προέρχεται από λίπη προσεγγίζει (World Health Organization, 1999) ή ακόμη και υπερβαίνει το 40% (Magkos et al., 2006). Η υψηλή πρόσληψη λίπους μέσω των τροφών στις νεαρές ηλικίες (Boreham, Savage, Primrose, Cran & Strain, 1993; Post & Welten, 1995) μπορεί εν μέρει να ερμηνευτεί από την αυξανόμενη προτίμηση των εφήβων στο πρόχειρο και γρήγορο φαγητό (McGinnis, 1992; Woteki & Filer, 1995). Η σωστή διατροφή έχει συσχετιστεί με μειωμένη ολική θνησιμότητα, καθώς επίσης και με μειωμένη θνησιμότητα από στεφανιαία νόσο (WHO Study Group, 2003; Wood, 2001). Με βάση τα διαθέσιμα ερευνητικά στοιχεία, τα μακροθρεπτικά συστατικά της διατροφής φαίνεται ότι επηρεάζουν τα επίπεδα των λιπιδίων και λυιοπρωτεϊνών του αίματος (Mensink et al., 2003), καθώς και άλλους τεκμηριωμένους παράγοντες κινδύνου, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται η αρτηριακή υπέρταση, η γλυκόζη πλάσματος, οι δείκτες φλεγμονής και θρόμβωσης, καθώς και η ενδοθηλιακή λειτουργία (Esposito et al., 2004; Psaltopoulou et al., 2004). Η υψηλή κατανάλωση κορεσμένων λιπαρών οξέων και χοληστερόλης και η χαμηλή πρόσληψη πολυακόρεστων λιπών αυξάνουν τα επίπεδα της ολικής χοληστερόλης στους ενήλικες, η οποία με τη σειρά της συμβάλλει στην ανάπτυξη αθηρωματικών πλακών στο εσωτερικό των αρτηριών (Willet, 1990). Από την άλλη μεριά, τα μονοακόρεστα λιπαρά οξέα μειώνουν την ολική χοληστερόλη, εμποδίζουν την οξείδωση της LDL-C, ενώ παράλληλα δεν μειώνουν την HDL-C (Πίτσαβος, Παναγιωτάκος, Χρυσοχόου &

48 Ανασκόπηση βι/ίλιονοαωία: 31 Τούτουζας, 2001). Στοιχεία από τη μελέτη ΑΤΤΙΚΗ δείχνουν ότι η μεσογειακού τύπου διατροφή σχετίζεται με μειωμένη ολική χοληστερόλη, τριγλυκερίδια, αρτηριακή πίεση και γλυκόζη πλάσματος, καθώς και με αυξημένα επίπεδα HDL-C και Αρο Α-1 (Πίτσαβος, Χρυσοχόου & Παναγιωτάκος, 2002). Αναφορικά με τη σχέση της διατροφής και των παραγόντων καρδιαγγειακού κινδύνου στα παιδιά, τα στοιχεία είναι λιγοστά. Οι Shea et al. (1991) βρήκαν ότι σε παιδιά ισπανικής καταγωγής η υψηλή κατανάλωση κορεσμένων λιπών σχετίστηκε με αυξημένα επίπεδα ολικής και LDL-χοληστερόλης ήδη από την προσχολική ηλικία. Τα αποτελέσματα αυτά επιβεβαίωσαν οι Gonzalez-Requejo et al. (1995) στην Ισπανία με ένα ευρύτερο ηλικιακό φάσμα παιδιών (2-12 ετών), διαπιστώνοντας επιπλέον ότι η αυξημένη πρόσληψη μονοακόρεστων λιπαρών οξέων σχετίστηκε με αυξημένα επίπεδα HDL-C και Αρο Α, καθώς και με χαμηλότερες τιμές ολικής χοληστερόλης, LDL-C και Αρο Β. Σε μια άλλη μελέτη με παιδιά ετών στις ΗΠΑ (Perry, Tremblay, Signorile, Kaplan & Miller, 1997) διαπιστώθηκε ότι το ολικό και το κορεσμένο λίπος της διατροφής μπορούσαν να προβλέψουν το 59.4% της διακύμανσης στα επίπεδα των τριγλυκεριδίων. Επιπλέον, το σύνολο των προσλαμβανόμενων θερμίδων και η πρόσληψη λίπους και υδατανθράκων αποτελούσαν προγνωστικούς δείκτες του σωματικού λίπους. Ωστόσο, δεδομένα από τη χώρα μας και αλλού δείχνουν ότι η σχέση της διατροφής με το προφίλ καρδιαγγειακού κινδύνου στα παιδιά είναι αδύναμη (Aguilera et al., 1996) ή και ανύπαρκτη (Bouziotas et al., 2004; Petridou et al., 1995; Prewitt, Haynes, Graves, Haines & Tyroler, 1988). Οι διαφορές μεταξύ των ερευνών υποδηλώνουν ότι η επίδραση της διατροφής στους παράγοντες καρδιαγγειακού κινδύνου είναι πιθανόν να διαφέρουν από πληθυσμό σε πληθυσμό, ή να οφείλονται στη δυσκολία καταγραφής των διατροφικών συνηθειών με τρόπο έγκυρο και αξιόπιστο. Παρόλο όμως που τα στοιχεία που συνδέουν τη διατροφή με τους παράγοντες καρδιαγγειακού κινδύνου στην παιδική ηλικία είναι αντιφατικά, πρόσφατα δεδομένα από τις μελέτες Cardiovascular Young Finns Study (Mikkilae et al., 2007) και Boyd Orr Study (Ness et al., 2005) υποστηρίζουν ότι τα ποιοτικά χαρακτηριστικά της διατροφής στην παιδική ηλικία επηρεάζουν τον καρδιαγγειακό κίνδυνο στην ενήλικο ζωή. Επειδή λοιπόν οι διατροφικές συνήθειες, όπως και οι συμπεριφορές που σχετίζονται με τη ΦΔ έχουν την τάση να μεταφέρονται στην ενήλικο ζωή (Mikkilae et al., 2005; Telama et al., 1997), η αξιολόγησή τους στα παιδιά είναι απαραίτητη, προκειμένου να αναπτυχθούν αποτελεσματικά προγράμματα αγωγής υγείας.

49 Ανασκόπηση /h/lxioygamiac 32 Βιολογικοί παράγοντες κινδύνου Παχυσαρκία Η παχυσαρκία ορίζεται ως συσσώρευση υπερβολικής ποσότητας λίπους στο σώμα, η οποία προκαλεί αύξηση του σωματικού βάρους πέραν των φυσιολογικών ορίων. Για νεαρούς άνδρες το όριο παχυσαρκίας ανέρχεται στο 22% του σωματικού βάρους, ενώ σε νεαρές γυναίκες η παχυσαρκία αντιστοιχεί σε ποσοστό 35% (Lohman, Houtkooper & Going, 1997). Στα παιδιά οι αντίστοιχες τιμές είναι 25% για τα αγόρια και 30% για τα κορίτσια (Bell et al., 1986). Για τη μελέτη της σύστασης του σώματος έχουν αναπτυχθεί πολλές μέθοδοι (υδροστατικό ζύγισμα, ανάλυση βιοηλεκτρικής αντίστασης, μέτρηση απορρόφησης ακτινών X διπλής ενέργειας, πληθυσμογραφία) (Me Ardle, Katch & Katch, 2001), οι περισσότερες από τις οποίες όμως δεν έχουν πρακτική εφαρμογή για την εκτίμηση της σύνθεσης του σώματος σε μεγάλους πληθυσμούς (Kokkinos & Economides, 2003). Για την έμμεση εκτίμηση της εναπόθεσης λίπους στο σώμα χρησιμοποιούνται επίσης η μέτρηση των δερματοπτυχών και ο Δείκτης Μάζας Σώματος. Η μέθοδος των δερματοπτυχών αποτελεί μία ευρέως διαδεδομένη, εύχρηστη και οικονομική μέθοδο υπολογισμού του ποσοστού λίπους στο σώμα. Η λογική μέτρησης των δερματοπτυχών για τον υπολογισμό του συνολικού λίπους του σώματος στηρίζεται στην αρχή ότι το 50% περίπου του σωματικού λίπους εναποτίθεται υποδόρια. Η μέτρηση πραγματοποιείται με τη βοήθεια ειδικού εργαλείου, τύπου λαβίδας, ενώ οι πιο κοινές περιοχές μέτρησης είναι οι τρικέφαλοι, η κοιλιακή χώρα, το στήθος, οι μηροί, η περιοχή της ωμοπλάτης, καθώς και η υπερλαγόνια χώρα (Me Ardle et al., 2001). Από τις πληροφορίες που προκύπτουν υπολογίζεται η σωματική πυκνότητα και το ποσοστό λίπους του σώματος, με τη βοήθεια συγκεκριμένων μαθηματικών εξισώσεων, οι οποίες ωστόσο παρουσιάζουν μικρές αποκλίσεις μεταξύ τους και επιλέγονται ανάλογα με το φύλο, την ηλικία και τον πληθυσμό που αξιολογείται (Lohman et al., 1997; Slaughter et al., 1988). To τυπικό σφάλμα μέτρησης υπολογίζεται στο 3.3%, όταν το άτομο που κάνει τη μέτρηση είναι εξοικειωμένο με τη μέθοδο (Heyward, 1998). Ο ΔΜΣ υπολογίζεται ως το πηλίκο του βάρους του σώματος δια του τετραγώνου του ύψους (ΔΜΣ = kg/ m2) και αποτελεί μια πολύ εύχρηστη, αν και αδρή μέθοδος εκτίμησης της παχυσαρκίας σε μεγάλους πληθυσμούς (Geiss, Parhofer & Schwandt, 2001). Με βάση τα κριτήρια που έχει ορίσει η Παγκόσμια Οργάνωση Υγείας (World Health Organization, 1989), άνδρες και γυναίκες με ΔΜΣ από 25 έως 29.9 kg/m2 θεωρούνται υπέρβαροι, ενώ το όριο της παχυσαρκίας αντιστοιχεί σε ΔΜΣ30 kg/ m2. Θα πρέπει βέβαια να σημειωθεί ότι

50 Ανασκόπηση βιβλιογραφίας 33 ο ΔΜΣ είναι μια έμμεση εκτίμηση του σωματικού λίπους και μπορεί να μην υποδηλώνει πάντα την πραγματική εναπόθεση λίπους στο σώμα, ιδιαίτερα σε άτομα με αυξημένη μυϊκή μάζα (Shephard, 2005). Στα παιδιά και τους εφήβους η εκτίμηση της παχυσαρκίας μέσω του ΔΜΣ είναι πιο πολύπλοκη, εξαιτίας των μεταβολών που λαμβάνουν χώρα στο βάρος, το ύψος και τη σύσταση του σώματος κατά τη διάρκεια της ανάπτυξης (Horlick 2001). Ωστόσο, πρόσφατα ερευνητικά δεδομένα έχουν δείξει ότι ο ΔΜΣ εμφανίζει υψηλή συσχέτιση με το ποσοστό σωματικού λίπους σε παιδιά (r= ), όπως αυτό υπολογίστηκε με τη μέθοδο της απορρόφησης ακτινών X διπλής ενέργειας (Lindsay et al., 2001). Επιπλέον, σε υπέρβαρα παιδιά ο ΔΜΣ σχετίζεται περισσότερο με το λιπώδη ιστό (r= ) παρά με την άλιπη μάζα σώματος (r= ), ενώ σε παιδιά φυσιολογικού βάρους η σχέση αυτή εμφανίζεται αντίστροφη (r= έναντι r= , αντίστοιχα) (Freedman et al., 2005). Έτσι, ο ΔΜΣ αναγνωρίζεται πλέον από την IOTF ως ένα αξιόπιστο εργαλείο εκτίμησης της παιδικής παχυσαρκίας (Bellizzi & Dietz, 1999). Πρόσφατα μάλιστα καθορίστηκαν διεθνώς όρια ΔΜΣ για παιδιά από 2-18 ετών για κατάταξη σωματικού υπέρβαρου και παχυσαρκίας, ανάλογα με αυτά των ενηλίκων, ώστε ο καθορισμός της παχυσαρκίας να είναι ενιαίος απ' την παιδική ηλικία έως την ενηλικίωση (Cole, Bellizzi, Flegal & Dietz, 2000). Στην ηλικία των 11.0 ετών στα αγόρια για παράδειγμα, οι τιμές του ΔΜΣ είναι για το φυσιολογικό βάρος <20.54 kg/m2, για το υπερβολικό βάρος από kg/m2 και για την παχυσαρκία kg/m2. Για τα κορίτσια της ίδιας ηλικίας οι αντίστοιχες τιμές είναι ΔΜΣ<20.73 kg/m2, 20.74<ΔΜΣ<25.41 kg/m2 και ΔΜΣ25.42 kg/m2 (Παράρτημα IX). Τα τελευταία χρόνια η παχυσαρκία έχει εξελιχτεί σε παγκόσμια επιδημία, τόσο στους ενήλικες, όσο και στα παιδιά και τους εφήβους (Lobstein, Baur & Uauy, 2004; Wang & Lobstein, 2006; World Health Organization, 2000). Κατά τη διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών η κλινική παχυσαρκία έχει αυξηθεί στη Μεγάλη Βρετανία από 8% σε 16.5% στις γυναίκες και από 6% σε 15% στους άντρες (Fox, 1997). Σχεδόν το 61% των ενηλίκων ηλικίας ετών στην Αμερική θεωρούνται υπέρβαροι ή παχύσαρκοι, ενώ στην Ευρώπη εκτιμάται ότι το 15% περίπου των αντρών και το 20% των γυναικών είναι παχύσαρκοι. Ενδεικτικό της έκτασης του προβλήματος είναι το γεγονός ότι, αν συνεχιστούν οι σημερινές τάσεις, το 2025 η συχνότητα της παχυσαρκίας θα ξεπεράσει το 40% του πληθυσμού στις ΗΠΑ, το 30% στην Ευρώπη και το 20% στη Βραζιλία (Kopelman 2000). Ανησυχητική είναι και η αύξηση της παιδικής παχυσαρκίας σε παγκόσμια κλίμακα (Deckelbaum & Williams, 2001; Wang & Lobstein, 2006), αν και οι διαφορές στον ορισμό

51 Ανασκόπηση βιβλιογραφίαν 34 του υπερβολικού βάρος και της παχυσαρκίας στα παιδιά και τους εφήβους υποδηλώνουν ότι η πραγματική συχνότητα εμφάνισής της δεν είναι γνωστή (Chinn & Rona, 2002). Στις βιομηχανοποιημένες χώρες, καθώς και σε κοινωνίες που γνώρισαν σημαντικές κοινωνικοοικονομικές μεταβολές, ο ρυθμός αύξησης της παιδικής παχυσαρκίας ήταν δραματικός. Από τη δεκαετία του 1970 ως τα τέλη του 1990 τα ποσοστά υπερβολικού βάρους ή παχυσαρκίας σε παιδιά σχολικής ηλικίας έχουν διπλασιαστεί ή τριπλασιαστεί σε χώρες όπως ο Καναδάς, οι Ηνωμένες Πολιτείες, η Βραζιλία, η Αυστραλία, η Ιαπωνία, η Φινλανδία, η Γερμανία, η Ισπανία και το Ηνωμένο Βασίλειο (Wang & Lobstein, 2006). Στη χώρα μας η παιδική παχυσαρκία ακολουθεί την ίδια αυξητική τάση που παρατηρείται διεθνώς (Ανδρικόπουλος, 2005; Lissau et al. 2004; Wang & Lobstein, 2006), με αποτέλεσμα να είναι σήμερα από τις υψηλότερες στην Ευρώπη (Σχήμα 1). Στη διάρκεια της τελευταίας εικοσαετίας το ποσοστό των υπέρβαρων και παχύσαρκων αγοριών ηλικίας 12 ετών στην Κρήτη αυξήθηκε κατά 1.6 (από 16.5% σε 26.9%) και 3.1 φορές (από 4.2% σε 12.7%), αντίστοιχα (Magkos et al., 2005). Παρόμοια είναι τα ευρήματα σε παιδιά σχολικής ηλικίας από άλλες περιοχές (Krassas, Tzotzas, Tsametis & Konstantinidis, 2001; Magkos, Manios, Christakis & Kafatos, 2005; Mamalakis, Kafatos, Manios, Anagnostopoulou & Apostolaki, 2000; Manios et al., 2004; Tokmakidis et al., 2006) με εξαίρεση την έρευνα των Karayannis et al. (2003). Θα πρέπει να επισημανθεί, ωστόσο, ότι η συγκεκριμένη έρευνα βασίστηκε σε αυτοαναφερόμενα στοιχεία, γεγονός που αυξάνει το επίπεδο αμφισβήτησης για την ακρίβεια και εγκυρότητα των αποτελεσμάτων (Tokmakidis, Christodoulos & Mantzouranis, 2007). Πορτογαλία (Padez et al. 2004) Ιταλία (De Vito et al. 1999). 20,3 :iu: 21.4 Γερμανία (Kromeyer-Hauschild et al 1999) Μ Μ. Βρετανία (Reilly & Dorosty 1999) Τουρκία (Sur et al 2003) Πανελλήνιο δείγμα (Karayiannis et al. 2003) Κρήτη (Magkos et al. 1982) Θεσσαλονίκη (Krassas et al 2001) Αν. Αττική (Tokmakidis et al. 2006) Βόλος (Manios et al 2004) Κρήτη (Magkos et al. 2002) Αλεξανδρούπολη (Tokmakidis et al 2006) Ιωάννινα (Angelopoulos et al., 2006) Υπερβολικό βάρος Παχυσαρκία I 12 16,5 3Γ JAA Μ mr Κ2 ι 12α.. J S ! 1 14,3! i! 1! Ποσοστό (%) Σχήμα 1. Ποσοστά υπέρβαρων/ παχύσαρκων παιδιών σε διάφορες ευρωπαϊκές χώρες και στην Ελλάδα, με βάση δημοσιευμένες έρευνες.

52 Ανασκ 'παση βιβλιογραφίας 35 Αν συνεχιστούν οι σημερινές τάσεις, εκτιμάται ότι το 2010 το 46% των παιδιών στην Αμερική, το 41% στην περιοχή της ανατολικής Μεσογείου και το 38% των παιδιών στην Ευρώπη (συμπεριλαμβανομένης της πρώην Σοβιετικής Ένωσης) θα είναι υπέρβαρα. Επιπλέον, ένα στα επτά παιδιά στην Αμερική και ένα στα δέκα παιδιά στην ανατολική Μεσόγειο και την Ευρώπη το 2010 προβλέπεται ότι θα είναι παχύσαρκα (Wang & Lobstein, 2006). Η διατήρηση και μεταφορά του φαινομένου της παχυσαρκίας από την παιδική ηλικία στην ενήλικο ζωή (tracking) έχει προκαλέσει ιδιαίτερο ενδιαφέρον μεταξύ των ερευνητών. Δεδομένα από τη μελέτη Amsterdam Growth Study έδειξαν ότι τα επίπεδα σωματικού λίπους στην εφηβεία μπορούσαν σε μεγάλο βαθμό να προβλέψουν τα αντίστοιχα επίπεδα σωματικού λίπους στην ενηλικίωση (Twisk, Kemper & Snel, 1995). Επιπλέον οι Vanhala et al. (1998) αναφέρουν ότι το -50% των παχύσαρκων παιδιών γίνονται παχύσαρκοι ενήλικες. Σε πρόσφατα ευρήματα από τη Bogalusa Heart Study σε παιδιά ηλικίας 2-17 ετών (Freedman et al., 2005) διαπιστώθηκε ότι το ποσοστό των υπέρβαρων παιδιών (ΔΜΣ95 εκατοστημόριο) που έγιναν παχύσαρκοι ενήλικες (ΔΜΣ30 kg/m2) κυμάνθηκε από 77-88%. Πέρα από το γεγονός ότι τα παχύσαρκα παιδιά αντιμετωπίζουν αυξημένη πιθανότητα να παραμείνουν παχύσαρκα και ως ενήλικες (Togashi et al., 2002), εκθέτουν παράλληλα την υγεία τους σε σοβαρούς κινδύνους, τόσο άμεσους, όσο και απώτερους. Αναλυτικότερα, τα υπέρβαρα και παχύσαρκα παιδιά έχουν αυξημένες πιθανότητες να εμφανίσουν υψηλές τιμές αρτηριακής πίεσης, δυσμενές προφίλ λιπιδίων, καθώς και αυξημένες τιμές γλυκόζης νηστείας στο αίμα (Andersen et al., 2003; Crawford, Story, Wang, Ritchie & Sabry, 2001; Guo & Chumlea, 1999). Έρευνα σε 1533 παιδιά σχολικής ηλικίας από την Πορτογαλία (Ribeiro et al., 2004) έδειξε ότι οι μαθητές με υψηλά ποσοστά σωματικού λίπους είχαν διπλάσιες πιθανότητες να εμφανίζουν 2 ή 3 επιπλέον παράγοντες κινδύνου, σε σχέση με τα παιδιά με χαμηλά ποσοστά λίπους. Σημαντικές είναι και οι ψυχολογικές επιπτώσεις της παιδικής παχυσαρκίας, καθώς από πολύ μικρή ηλικία τα παχύσαρκα παιδιά παρουσιάζουν μειωμένη αυτοεκτίμηση, η οποία στην εφηβική ηλικία συνοδεύεται επιπλέον από κατάθλιψη, νευρικότητα και επικίνδυνη συμπεριφορά (Davison & Birch, 2001; Strauss, 2000). Επιπλέον η παιδική και εφηβική παχυσαρκία επιδρά βλαπτικά στη δομή και λειτουργία των αγγείων μακροπρόθεσμα, συμβάλλοντας σημαντικά στη μελλοντική εμφάνιση καρδιαγγειακών παθήσεων, όπως μεταβολικού συνδρόμου, διαβήτη τύπου II, καρωτιδικής νόσου και στεφανιαίας νόσου (Vanhala et al., 1998; Wabitsch, 2000). Στη

53 Ανασκόπηση βιβλιογραφίας 36 μελέτη Cardiovascular Risk in Young Finns Study (Raitakari et al., 2005) διαπιστώθηκε ότι οι καρωτιδικές αρτηρίες ατόμων που στην παιδική ηλικία είχαν υψηλό ΔΜΣ και αυξημένο πάχος δερματοπτυχών παρουσίασαν αυξημένο πάχος του έσω-μέσου χιτώνα και μειωμένη ελαστικότητα στην ενηλικίωση. Αυτή η συσχέτιση ερμηνεύτηκε εν μέρει από το φαινόμενο διατήρησης της παχυσαρκίας από την παιδική ηλικία στην ενηλικίωση. Με βάση τα ευρήματα της μελέτης Harvard Growth Study, οι Must, Jacques, Dallah, Bajema & Dietz (1992) κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι τα παχύσαρκα παιδιά εμφανίζουν αυξημένη μελλοντικά νοσηρότητα και θνησιμότητα από καρδιαγγειακές παθήσεις, ανεξάρτητα από το σωματικό τους βάρος ως ενήλικες. Έχει διατυπωθεί η άποψη ότι μεσολαβεί μια λανθάνουσα περίοδος ετών, πριν εκδηλωθεί οποιαδήποτε επιβλαβής επίδραση της παχυσαρκίας στην υγεία (Malina & Bouchard, 1991). Επομένως γίνεται φανερό ότι θα πρέπει να καταβληθούν έντονες προσπάθειες πρόληψης και αντιμετώπισης της παχυσαρκίας κατά τη διάρκεια της παιδικής ηλικίας, προκειμένου να αποτραπεί η ανάπτυξη ενός προφίλ υψηλού καρδιαγγειακού κινδύνου στη διάρκεια της ενηλικίωσης. Παρά το γεγονός ότι η παχυσαρκία εμφανίζει ένα ισχυρό γενετικό υπόβαθρο (Bouchard et al., 1988; Heberbrant, Wulftange & Goerg, 2000), η ραγδαία αύξησή της σε παγκόσμιο επίπεδο τα τελευταία 20 χρόνια δεν δικαιολογείται μόνο από μεταβολές στη γενετική ταυτότητα, καθώς το χρονικό αυτό διάστημα είναι πολύ μικρό για να επηρεάσει σημαντικά το γενετικό υπόστρωμα ενός οποιουδήποτε πληθυσμού (Deckelbaum & Williams, 2001). Αντίθετα, η αλληλεπίδραση των γενετικών παραγόντων με χαρακτηριστικά του σύγχρονου τρόπου ζωής που ευνοούν το θετικό ισοζύγιο ενέργειας και κατά συνέπεια την αύξηση της λιπώδους μάζας, φαίνεται ως πιο αποδεκτή ερμηνεία. Αναφορικά με τη συμβολή των περιβαλλοντικών παραγόντων, τα δεδομένα από τον ελληνικό χώρο (Bouziotas et al., 2001, Christodoulos, Flouris & Tokmakidis, 2005; Koutedakis, Bouziotas, Flouris & Nelson, 2005; Manios et al., 2004) και αλλού (Kimm et al., 2001; Kimm et al., 2005; Willett & Leibel, 2002) συνηγορούν στην άποψη ότι τον καθοριστικότερο ρόλο στην εμφάνιση του υπερβολικού σωματικού βάρους και της παχυσαρκίας φαίνεται να έχει η μειωμένη ΦΔ και η χαμηλή VChmax, παρά οι διατροφικές παράμετροι. Εντούτοις, δεδομένων των αντικειμενικών μεθοδολογικών δυσκολιών στη μέτρηση αυτών των δύο παραμέτρων κρίνεται απαραίτητη η διεξαγωγή περισσότερων μελετών, ενώ και τα σχετικά ευρήματα θα πρέπει να αξιολογούνται με προσοχή.

54 Ανασκόπησ PiPhoyoatoiac 37 Λιπίδια και λιποπρωτεΐνες αίματος Ένας από τους μείζονες, τροποποιήσιμους παράγοντες καρδιαγγειακού κινδύνου είναι και η δυσλιπιδαιμία, η οποία εκφράζει μια γενικότερη διαταραχή των λιπιδίων (ολικής χοληστερόλης, τριγλυκεριδίων) και των λιποπρωτεϊνών (LDL-C και HDL-C) στον ορό του αίματος (National Cholesterol Education Program, 2002). Η δυσλιπιδαιμία στην παιδική ηλικία αποτελεί έναν ιδιαίτερα σημαντικό παράγοντα ανησυχίας, επειδή σχετίζεται με αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης μεταβολικού συνδρόμου και καρδιαγγειακών παθήσεων στην ενήλικο ζωή (Berenson et al., 1998; Raitakari et al., 1995). Επιπλέον, η δυσλιπιδαιμία είναι μεταξύ των παραγόντων που μαζί με την παχυσαρκία και την αντίσταση στην ινσουλίνη αποτελούν κριτήρια ορισμού του μεταβολικού συνδρόμου (Eckel, Grundy & Zimmet, 2005) και οι επιδημιολογικές μελέτες συνηγορούν στην άποψη ότι οι βιοχημικές μεταβολές στο λιπιδαιμικό προφίλ και το γλυκαιμικό έλεγχο έχουν τις ρίζες τους στην παιδική ηλικία (Steinberger, Moran, Hong, Jacobs & Sinaiko, 2001). Ολική χοληστερόλη. Η ολική χοληστερόλη (TC) διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο στην ανάπτυξη της στεφανιαίας νόσου, καθώς υψηλή συγκέντρωσή της στο πλάσμα ευνοεί το σχηματισμό αθηρωμστικών πλακών, τόσο σε ενήλικες (Hickman et al., 1998; National Heart, Lunge & Blood Institute, 1984), όσο και σε παιδιά (Berenson et al., 1992). Γενικά στα παιδιά και σε νεαρά άτομα συγκεντρώσεις TC πάνω από 200 mg/dl ή 5.18 mmol/l σηματοδοτούν υψηλό κίνδυνο για την υγεία (Bell et al., 1986). LDL χοληστερόλη. Αιτιώδη ρόλο στην εξέλιξη της στεφανιαίας νόσου διαδραματίζει και η λπιοπρωτεΐνη χαμηλής πυκνότητας (LDL-C), λόγω της τάσης της να οξειδώνεται και να εισχωρεί στα τοιχώματα των αρτηριών (Hickman et al., 1998). Στα παιδιά τιμές κάτω από 110 mg/dl ή 2.84 mmol/l είναι επιθυμητές, συγκεντρώσεις από mg/dl ή mmol/l θεωρούνται οριακά επικίνδυνες, ενώ τιμές ίσες ή μεγαλύτερες από 130 mg/dl ή 3.35 mmol/l σηματοδοτούν υψηλό καρδιαγγειακό κίνδυνο (Bell et al., 1986). HDL χοληστερόλη. Η λmoπpωτεΐvη υψηλής πυκνότητας (HDL-C) είναι αντιαθηρογόνος και εμφανίζει ισχυρή αντίστροφη σχέση με τη ΣΝ (Hickman et al., 1998; National Heart, Lunge & Blood Institute, 1984). Πιστεύεται ότι η HDL-C διαδραματίζει αγγειοπροστατευτικό ρόλο διευκολύνοντας τη μεταφορά της χοληστερόλης από τους περιφερειακούς ιστούς (περιλαμβανομένων των τοιχωμάτων των αγγείων) στο συκώτι. Τα χαμηλά επίπεδα της HDL-C θεωρείται ότι επιδρούν αρνητικά στην ικανότητα του σώματος να απομακρύνει την περίσσεια χοληστερόλης (Newsholme & Leech, 1992). Σύμφωνα με το National Cholesterol Education Program (1992), τιμές χαμηλότερες από 35 mg/dl ή 0.91 mmol/l σηματοδοτούν υψηλό μελλοντικό κίνδυνο αθηροσκλήρωσης.

55 Ανασκόπηση βιβλιογραφίας 38 Αθηρωματικοί δείκτες. Εκτός από τις απόλυτες τιμές των συγκεντρώσεων, για την εκτίμηση του κινδύνου αθηροσκλήρωσης συχνά χρησιμοποιούνται και οι αναλογίες της ολικής χοληστερόλης προς την HDL ή της LDL προς την HDL. Οι αναλογίες αυτές ονομάζονται αθηρωματικοί δείκτες, θεωρούνται ισχυροί προγνωστικοί δείκτες για ΣΝ (Bell et al., 1986) και είναι επιθυμητό να έχουν όσο το δυνατόν χαμηλότερες τιμές. Συγκεκριμένα στα παιδιά, για την αναλογία TC/ HDL-C τιμές μεγαλύτερες από 0.45 και για την αναλογία LDL-C/HDL-C τιμές μεγαλύτερες από 2.75 συνιστούν αυξημένο κίνδυνο (Montoye, 1985). Αρκετοί ερευνητές χρησιμοποιούν την αναλογία της HDL προς την TC, με τις υψηλότερες τιμές να δηλώνουν στην περίπτωση αυτή μεγαλύτερη αγγειοπροστασία (Linder, DuRant & Mahoney, 1983; Montoye, 1985). Στα παιδιά η αναλογία της HDL-C/TC δεν θα πρέπει να είναι μικρότερη από 0.18 (Bell et al., 1986). Τριγλυκερίδια. Οι αυξημένες τιμές τριγλυκεριδίων (TG) συχνά έχουν συσχετιστεί με υψηλές τιμές LDL-C και χαμηλές τιμές HDL-C (Malina & Bouchard, 1991) και θεωρείται ότι αποτελούν ανεξάρτητο παράγοντα καρδιαγγειακού κινδύνου (Gaziano, Hennekens, O'Donnell, Breslow & Buring, 1997). Στα παιδιά τιμές TG μεγαλύτερες από 130 mg/dl ή 1.47 mmol/l θεωρείται ότι αυξάνουν τις πιθανότητες εκδήλωσης ΣΝ στη μετέπειτα ζωή (National Cholesterol Education Program, 1992). Οι μεταβολές στα επίπεδα της TC, της LDL-C, της HDL-C και των TG σε σχέση με την ηλικία έχουν προσελκύσει το ενδιαφέρον αρκετών ερευνητών (Freedman, Srinivasan, Cresanta, Webber & Berenson, 1987; Hickman et al., 1998; Lauer, Lee & Clarke, 1988). Φαίνεται ότι τα επίπεδα της TC τείνουν να παραμένουν σταθερά για μια σειρά ετών, ανεξάρτητα από το αν είναι υψηλά ή χαμηλά (Berenson, Srinivasan, Nicklas & Webber, 1988; Lauer et al., 1988; Twisk et al., 1995). Oi Barker, Osmond, Golding, Kuh & Wadsworth (1989) ανέφεραν ότι το 40% των ατόμων που παρουσίασαν τιμές TC90 εκατοστημόριο, παρέμειναν στο ίδιο επίπεδο χρόνια αργότερα, θεωρία που υποστηρίχθηκε και από τα συμπεράσματα της μελέτης Muscatine (Lauer et al., 1988). Κατά παρόμοιο τρόπο, τα επίπεδα της LDL-C και της HDL-C διατηρούνται σταθερά για ένα ορισμένο χρονικό διάστημα (Berenson et al., 1988; Lauer et al., 1988), ενώ τα στοιχεία για τα TG δεν είναι τόσο ισχυρά (Malina & Bouchard, 1991). Η σχέση που συνδέει το λιπιδαιμικό προφίλ, τη ΦΔ και τη φυσική κατάσταση αποτέλεσε προσφιλές πεδίο έρευνας για πολλούς ερευνητές. Έχει βρεθεί ότι στους ενήλικες η ΦΔ έχει θετική επίδραση στο προφίλ λιπιδίων του πλάσματος (Tran, Weltman, Glass & Mood, 1983). Στα παιδιά ομόχρονες μελέτες έδειξαν ότι η ΦΔ σχετίζεται θετικά με τις συγκεντρώσεις της HDL-C (Bouziotas et al. 2004; Raitakari et al., 1997; Suter & Hawes,

56 Αν σκόπηση βιβλιονηαφίαζ ) και αρνητικά με τα TG (Raitakari et al., 1997; Tell & Vellar, 1988), την LDL (Craig et al., 1996; Suter & Hawes, 1993) και τους αθηρωματικούς δείκτες ( Boreham et al., 2002, Bouziotas et al. 2004). Αναφορικά με την TC, τα ερευνητικά στοιχεία συνηγορούν στην άποψη ότι σε μεγάλο βαθμό δεν επηρεάζεται από την άσκηση (Armstrong et al., 1991; Tell & Vellar, 1988). Επίσης αρκετές διαχρονικές μελέτες έχουν δείξει ευνοϊκή επίδραση της ΦΔ στο λιπιδαιμικό προφίλ. Στη μελέτη Amsterdam Growth and Health Study (Twisk et al., 1995; Twisk et al., 1997) δεν βρέθηκαν σημαντικές συσχετίσεις μεταξύ των επιπέδων ΦΔ, της TC, και της αναλογίας TC/HDL-C, ωστόσο διαπιστώθηκε θετική σχέση ανάμεσα στη ΦΔ και την HDL-C. Στη μελέτη Cardiovascular Risk Young Finns Study (Raitakari et al., 1994a; Raitakari et al., 1997) τα αγόρια που παρέμειναν κινητικά δραστήρια από τα 12 έως τα 18 τους χρόνια παρουσίασαν χαμηλότερη αναλογία TC/HDL-C σε σχέση με τους λιγότερο δραστήριους συνομηλίκους τους. Ωστόσο, σε άλλες μελέτες οι συγκεντρώσεις των λιπιδίων και λυιοπρωτεϊνών του αίματος δεν σχετίστηκαν σημαντικά με τα επίπεδα ΦΔ των παιδιών (Armstrong et al., 1991). Αντικρουόμενα είναι και τα αποτελέσματα των ερευνών που εξέτασαν τη σχέση μεταξύ της μέγιστης πρόσληψης οξυγόνου και του λιπιδαιμικού προφίλ σε παιδιά. Αρκετοί ερευνητές έχουν αποτύχει να διαγνώσουν κάποια σημαντική σοσχέτιση της VO2 max με την TC, την HDL-C ή τα TG σε παιδιά (Andersen et al., 1989; Armstrong et al., 1991; Suter & Hawes, 1993; Wilmore & McNamara, 1972). Υπάρχουν ωστόσο στοιχεία και για το αντίθετο (Boreham et al., 2002; Hofman & Walter, 1989; Tell & Vellar, 1988). Στη μελέτη The Young Hearts Project στην Βόρεια Ιρλανδία (Boreham et al., 2002) διαπιστώθηκε θετική συσχέτιση μεταξύ της VChmax και της αναλογίας HDL-C/TC. Σε παρόμοια αποτελέσματα κατέληξαν οι Tell & Vellar (1988) στη μελέτη The Oslo Youth Study σε 785 παιδιά ηλικίας ετών. Στην ίδια μελέτη η VO2 max στα αγόρια παρουσίασε επιπλέον αρνητική συσχέτιση με την TC, ενώ στα κορίτσια σχετίστηκε αρνητικά με τα επίπεδα τριγλυκεριδίων και θετικά με την HDL-C. Η θετική συσχέτιση της VΟ2 max με την HDL επιβεβαιώθηκε και από άλλες μελέτες (Hofman & Walter, 1989). Η ευνοϊκή επίδραση της VChmax στο λιπιδαιμικό προφίλ έχει αποδειχτεί και σε μελέτες παρέμβασης, οι οποίες είχαν ως στόχο τη βελτίωση της φυσικής κατάστασης και την προαγωγή της υγείας σε παιδιά και εφήβους (Gutin, Cucuzzo, Islam, Smith & Stachura, 1996; Kang et al., 2002). Μάλισια, οι μεταβολές στις τιμές των λιπιδίων ήταν εντονότερες στα παιδιά που στην έναρξη των προγραμμάτων παρουσίαζαν δυσμενέστερο

57 Ανασκόπηση βιβλιογραφίας 40 it S λιπιδαιμικό προφίλ (Kang et al., 2002). Η διαπίστωση αυτή υπογραμμίζει την ακόμη μεγαλύτερη σημασία της VΟι max στα παιδιά με αυξημένο καρδιαγγειακό κίνδυνο, ενώ δικαιολογεί ενδεχομένως ως ένα βαθμό την απουσία σημαντικών μεταβολών στο λιπιδαιμικό προφίλ σε ορισμένες μελέτες, όπου τα προγράμματα παρέμβασης εφαρμόστηκαν σε άτομα με φυσιολογικά επίπεδα λιπιδίων (Linder et al., 1983; Webber et al., 1996). Τα παραπάνω ερευνητικά δεδομένα υποστηρίζουν την ευνοϊκή επίδραση της ΦΔ και της VChmax στο λιπιδαιμικό προφίλ παιδιών, χωρίς ωστόσο να υπάρχει ομοφωνία απόψεων μεταξύ των ερευνητών. Οι διαφορές μεταξύ των ερευνητών σε μεγάλο βαθμό ερμηνεύονται από το γεγονός ότι η σχέση των λιπιδίων του αίματος με ΦΔ ή/και τη V02 max επηρεάζεται από μεταβλητές όπως η ωρίμανση, το ποσοστό σωματικού λίπους ή η παρουσία άλλων παραγόντων καρδιαγγειακού κινδύνου (Armstrong et al., 1991 Malina & Bouchard, 1991; Raitakari et al., 1994a; Tell & Vellar, 1988). Oi Froberg & Andersen (2005) αναφέρουν ότι σε αρκετές έρευνες η σχέση της ΦΔ με το λιπιδαιμικό προφίλ αποδεικνύεται αδύναμη, γεγονός που ερμηνεύεται από το μεγάλο εύρος διακύμανσης των παραμέτρων της ΦΔ, αλλά και των παραγόντων καρδιαγγειακού κινδύνου. Εξάλλου, πρόσφατα ερευνητικά στοιχεία από την European Heart Study (Andersen et al., 2003) υποστηρίζουν την άποψη ότι η ΦΔ παρουσιάζει ισχυρότερες συσχετίσεις με τη συνύπαρξη των παραγόντων κινδύνου, συγκριτικά με τις συσχετίσεις που διαπιστώνονται με τους μεμονωμένους παράγοντες κινδύνου. Επιπλέον, ορισμένα οφέλη της ΦΔ ενδέχεται να εμφανίζονται μακροπρόθεσμα και να μην είναι δυνατόν να διαπιστωθούν σε ομόχρονες μελέτες (Froberg & Andersen, 2005). Απολιποπρωτεΐνες Εκτός από τα κλασικά λιπίδια και τις λιποπρωτεΐνες χαμηλής και υψηλής πυκνότητας (LDL-C και HDL-C), τα τελευταία χρόνια έχει τεκμηριωθεί και η σχέση ορισμένων νέων βιοχημικών παραμέτρων, των απολιποπρωτεϊνών, με την εμφάνιση καρδιαγγειακών παθήσεων. Οι απολιποπρωτεΐνες συμμετέχουν στη δομή των λιποπρωτεϊνών ως πρωτεΐνες του εξωτερικού τους τμήματος, επιτελώντας παράλληλα και άλλες λειτουργίες, όπως η ενεργοποίηση ή αναστολή ειδτκών ενζύμων που ρυθμίζουν το μεταβολισμό των λιπιδίων (Τοκμακίδης, 2003). Ορισμένες απολιποπρωτεΐνες αποτελούν ισχυρούς προγνωστικούς δείκτες για την εμφάνιση στεφανιαίας νόσου, η προγνωστική αξία των οποίων μερικές φορές ξεπερνά την

58 Ανασκόπηση βιβλιογραφίας 41 αντίστοιχη άλλων λιπιδίων και λιποπρωτεϊνών. Συγκεκριμένα, η απολιποπρωτείνη Α-1 (Αρο Α-1), η οποία αποτελεί την κύρια πρωτεΐνη της HDL-C, έχει αποδειχτεί ότι έχει αγγειοπροστατευτική δράση (Von Duvillard, 1997). Αντίθετα, η απολιποπρωτείνη Β (Αρο Β), η οποία σχετίζεται με την LDL-C θεωρείται ισχυρότερος προγνωστικός δείκτης για ΣΝ απ' ό,τι η ίδια η LDL-C, ιδιαίτερα όταν γίνεται αναφορά στην αναλογία Αρο Α-1/Αρο Β (Clavel, Leaute, Jouanel & Van Praagh, 1997). Για το προφίλ των λιποπρωτεϊνών στα παιδιά υπάρχουν σχετικά λίγα δεδομένα. Σε νεαρά άτομα τιμές της Αρο Α<1.4 mmol/l και της Αρο Β1.3 mmol/l μπορεί να σηματοδοτούν κίνδυνο για μελλοντική ΣΝ (Macek et al., 1985; Bell et al., 1986). Στη μελέτη Cardiovascular Risk Young Finns Study διαπιστώθηκε μια αντίστροφη σχέση μεταξύ των επιπέδων ΦΔ και των επιπέδων Αρο Β σε άρρενες εφήβους, όχι όμως και στα κορίτσια. Δεν βρέθηκε σχέση μεταξύ της ΦΔ και της Αρο Α-1 (Raitakari et al., 1997). Η Craig και οι συνεργάτες της (1996) μελέτησαν τη σχέση ΦΔ και επιλεγμένων παραγόντων καρδιαγγειακού κινδύνου σε ένα δείγμα 49 κοριτσιών, ηλικίας 8-11 ετών. Ο χρόνος συμμετοχής σε ΦΔ4 METS ήταν σε θέση να προβλέψει τα επίπεδα της LDL-C και της Αρο Β, ανεξάρτητα από το σωματικό λίπος και την πρόσληψη κορεσμένων λιπών. Καθώς δεν διαπιστώθηκε ανάλογη σχέση για τη συνολική ενεργειακή δαπάνη, οι ερευνητές διατύπωσαν την άποψη ότι η σχέση της ΦΔ με το λιπιδαιμικό προφίλ καθορίζεται από την ένταση των δραστηριοτήτων. Η λιποπρωτεΐνη (α) ή Lp(a) περιγράφηκε για πρώτη φορά το 1963 ως μια κατηγορία λιποπρωτεϊνών δομικά όμοια με την LDL χοληστερόλη, ωστόσο σήμερα είναι γνωστό ότι αποτελεί ένα ξεχωριστό σύμπλεγμα λ ιποπρωτεϊνών με μοναδική δομή και λειτουργία. Υπάρχουν ερευνητικά στοιχεία που συνηγορούν στην άποψη ότι τα υψηλά επίπεδα Lp(a) αντιπροσωπεύουν ανεξάρτητο κίνδυνο για ΣΝ και πρώιμο έμφραγμα του μυοκαρδίου, ιδιαίτερα σε άντρες της Καυκάσιας φυλής (Kronenberg, Steinmetz, Kostner & Dieplinger, 1996; Scanu, 1992). Η σχέση αυτή αποδίδεται κυρίως στις θρομβογόνες ιδιότητες της Lp(a), οι οποίες διαταράσσουν την ομαλή λειτουργία του ινωδολυτικού συστήματος (Bartens & Wanner, 1994). Ωστόσο, κάποιες άλλες έρευνες θέτουν αυτή τη σχέση υπό αμφισβήτηση (Ridker, Hennekens & Stampfer, 1993). Η συγκέντρωση της Lp(a) στον ορό εμφανίζει μεγάλη διακύμανση (από 0.1 έως 300 mg/dl) (Kronenberg et al., 1996). Ως ανώτατο φυσιολογικό όριο για την Lp(a) έχουν οριστεί τα 30 mg/dl, ένα όριο που συχνά υιοθετείται και σε παιδικούς πληθυσμούς (Thomas et al., 2003). Οποια δήποτε τιμή πάνω από 30 mg/dl θεωρείται ότι αυξάνει σημαντικά τον κίνδυνο για ανάπτυξη ΣΝ (Kronenberg et al., 1996), ενώ την επιβλαβέστερη επίδραση στην υγεία θεωρείται ότι έχουν τα αυξημένα επίπεδα της Lp(a)

59 Ανασκόπηση βιβλιογραφίας 42 σε συνδυασμό με υψηλές τιμές της LDL-C. Σε ένα δείγμα 175 μαθητών ηλικίας ετών, διαπιστώθηκε ότι τρία παιδιά εμφάνισαν αυτόν το δυσμενή συνδυασμό, ενώ 48 παιδιά παρουσίασαν μεμονωμένη αύξηση των επιπέδων της Lp(a) με υποδεέστερη κλινική σημασία (Sveger, Flodmark, Nordborg, Nilsson-Ehle & Borgfors, 2000). Ωστόσο, τα δεδομένα σχετικά με τη διασπορά της Lp(a) στις μικρές ηλικίες είναι λιγοστά και μέχρι να καθοριστούν κάποια όρια αναφοράς διεθνώς, οποιαδήποτε συμπεράσματα πρέπει να ερμηνεύονται με προσοχή. Η διατροφή και τα αντιλιπιδαιμικά φάρμακα δεν έχουν σημαντική επίδραση στα επίπεδα της Lp(a), με την πιθανή εξαίρεση της νιασίνης (Mackinnon & Hubinger, 1999; Scanu, 1996; Von DuviUard, 1997). Δεδομένου ότι η τακτική ΦΔ σχετίζεται με ευνοϊκές μεταβολές στα λιπίδια και τις λιποπρωτεΐνες του πλάσματος, τίθεται το ερώτημα, αν μπορεί να επηρεάσει θετικά και την Lp(a), καθώς θεωρείται ότι τα επίπεδά της είναι γενετικά καθορισμένα και παραμένουν σχετικά σταθερά στη διάρκεια της ζωής (Berg, 1994; Scanu, 1996). Με βάση τα διαθέσιμα επιστημονικά στοιχεία σε ενήλικες, η συγκέντρωση της Lp(a) στο πλάσμα δεν φαίνεται να επηρεάζεται από τη ΦΔ (Mackinnon & Hubinger, 1999). Οι Taimela et al. (1994) στα πλαίσια της μελέτης Cardiovascular Risk Young Finns Study εξέτασαν την επίδραση της ΦΔ στην Lp(a) σε άτομα ηλικίας 9-24 ετών. Διαπιστώθηκε μια αντίστροφη σχέση μεταξύ της ΦΔ και των επιπέδων της Lp(a) στο πλάσμα, καθώς στα πιο δραστήρια άτομα παρατηρήθηκε μικρότερη συχνότητα εμφάνισης τιμών της Lp(a) πάνω από 25 mg/dl. Εξετάζοντας τη σχέση μεταξύ της VCtemax και της Lp(a), οι Austin, Warty, Janosky & Arslanian (1993) αναφέρουν μια σημαντική αρνητική συσχέτιση μεταξύ των δύο παραμέτρων σε 59 αγόρια και κορίτσια με διαβήτη τύπου I και σε 18 υγιείς εθελοντές παρόμοιας ηλικίας ( ετών). Μια παρόμοια συσχέτιση αναφέρεται επίσης ανάμεσα στην προβλεπόμενη VO2 max και στα επίπεδα της Lp(a) από τους MacAuley et al. (1997), αλλά μόνο σε κορίτσια. Παρά τις επιφυλάξεις που εκφράζονται αναφορικά με τη σχέση της Lp(a) και της ΦΔ ή/ και της V02max, απαιτούνται περαιτέρω έρευνες, προκειμένου να επιβεβαιωθούν οι παραπάνω παρατηρήσεις και να ερμηνευτούν οι πιθανοί εμπλεκόμενοι μηχανισμοί. Αρτηριακή Υπέρταση Η αρτηριακή υπέρταση, δηλαδή η υψηλή συστολική (140 mmhg) ή/και διαστολική (90 mmhg) πίεση του αίματος αναγνωρίζεται ως ένας από τους τεκμηριωμένους.

60 Ανασκόπηση βιβλιογραφίας 43 τροποποιήσιμους παράγοντες καρδιαγγειακού κινδύνου, καθώς επιταχύνει την ανάπτυξη της ΣΝ (Berenson et al., 1998) και συνεισφέρει σημαντικά στην παθογένεια της καρδιακής ανεπάρκειας και των εγκεφαλικών αγγειακών επεισοδίων (Williams, et al., 2002). Στα παιδιά η αρτηριακή πίεση φυσιολογικά αυξάνεται με την ηλικία, ενώ τιμές συστολικής ή διαστολικής πίεσης, οι οποίες σε επαναλαμβανόμενες μετρήσεις υπερβαίνουν την 95η εκατοστιαία θέση κατά φύλο, ηλικία και ύψος θεωρούνται υψηλές (National Heart, Lung, and Blood Institute, 1987; Williams, et al., 2002). Έχει τεκμηριωθεί η άποψη ότι η υπέρταση είναι μια διαδικασία που ξεκινά από την παιδική ηλικία (Clarke, Schrott, Leaverton, Connor & Lauer, 1978), ενώ οι αυξημένες τιμές αρτηριακής πίεσης σε μικρή ηλικία αποτελούν ισχυρό προγνωστικό δείκτη αρτηριακής υπέρτασης στην ενήλικο ζωή (Bao, Threefoot, Srinivasan & Berenson, 1995; Lauer & Clarke, 1989). Ωστόσο, οι υψηλές τιμές αρτηριακής πίεσης που παρατηρούνται σε νεαρή ηλικία ενδέχεται να σχετίζονται με τη διαδικασία της ανάπτυξης, καθώς παιδιά που ανιχνεύονται ως υπερτασικά συχνά γίνονται νορμοτασικοί ενήλικες χωρίς καμιά παρέμβαση (Twisk et al., 1995). Τα δεδομένα από έρευνες σε παιδικούς πληθυσμούς των Η.Π.Α. και της Ευρώπης υποδεικνύουν μια διαχρονική τάση μείωσης στις τιμές της αρτηριακής πίεσης (Gidding, Bao, Srinivasan & Berenson, 1995; Hansen et al., 2005; Luepker, Jacobs, Prineas & Sinaiko, 1999; McCarron, Davey Smith & Okasha, 2002; McCarron, Okasha, McEwen & Davey Smith, 2001; Roberts, 1978; Watkins et al., 2004). Παρόλα αυτά, ένα σημαντικό ποσοστό πατδτών παρουσιάζουν υψηλές τιμές συστολικής ή/ και διαστολικής αρτηριακής πίεσης (Angelopoulos et al., 2006; Lauer et al., 1975). Επιδημιολογικές μελέτες έχουν δείξει ότι η ΦΔ ή/και η φυσική κατάσταση μειώνουν την αρτηριακή πίεση του αίματος σε υπερτασικούς ενήλικες (Hagberg, 1990). Η πλειοψηφία των ερευνητών συμφωνούν ότι η ΦΔ και η φυσική κατάσταση μπορούν να επιφέρουν παρόμοια οφέλη και στα παιδιά (Boreham et al., 1997; Dwyer & Gibbons, 1994; Hofman et al., 1987; Hofman & Walter, 1989; Telama & Vellar, 1988), αν και ορισμένες μελέτες δεν επιβεβαίωσαν αυτή τη σχέση (Jenner, Vandongen & Beilin, 1992; Raitakari et al., 1997). Παιδιά με αυξημένα επίπεδα ΦΔ έχουν συχνά χαμηλότερα επίπεδα αρτηριακής πίεσης σε σχέση με τους λιγότερο δραστήριους συνομηλίκους τους (Boreham et al., 1997; Bouziotas et al., 2004; Hofman et al., 1987). Έρευνες στη χώρα μας (Λαπούσης & συν., 2005) και αλλού (Telama & Vellar, 1988) έδειξαν επίσης ότι χαμηλές τιμές αρτηριακής πίεσης σε παιδιά και εφήβους σχετίζονται με υψηλή αερόβια ικανότητα. Ακόμη, η

61 Ανασκόπηση!Si(l/.ioyoa<piac 44 συμμετοχή σε οργανωμένα προγράμματα άσκησης με στόχο τη βελτίωση της αερόβιας ικανότητας μπορεί να μειώσει τα επίπεδα της συστολικής πίεσης σε κορίτσια εφηβικής ηλικίας με αυξημένες τιμές αρτηριακής πίεσης (Ewart, Young & Hagberg, 1998). Επιπλέον, ο Hofman και οι συνεργάτες σε δύο διαφορετικές έρευνες (Hofman et al., 1987; Hofman & Walter, 1989) διαπίστωσαν ότι οι μακροπρόθεσμες μεταβολές στην αερόβια ικανότητα σχετίζονται αρνητικά με τις μεταβολές της αρτηριακής πίεσης. Με βάση τα διαθέσιμα στοιχεία φαίνεται ότι η σχέση της αερόβιας ικανότητας με τη συστολική αρτηριακή πίεση είναι ισχυρότερη απ' ό,τι με τη διαστολική πίεση (Hofman & Walter, 1989). Αυτό οφείλεται ενδεχομένως στο γεγονός ότι η συστολική πίεση μεταβάλλεται ευκολότερα σ' αυτή την ηλικία (Brotons, Singh, Nishio & Labarthe, 1989). Από την άλλη μεριά, η διαστολική πίεση προσδιορίζεται με μικρότερη ακρίβεια σ' αυτές τις ηλικίες, γεγονός που μπορεί να συγκαλύπτει την όποια πιθανή συσχέτιση (Dwyer & Gibbon, 1994). Οι μηχανισμοί με τους οποίους η ΦΔ μειώνει την αρτηριακή πίεση δεν έχουν διευκρινιστεί πλήρως. Ως πιθανοί μηχανισμοί αναφέρονται η ρύθμιση του σωματικού βάρους (Krotkiewski & Mandroukas, 1979), η μείωση του όγκου του εξωκυττάριου υγρού, η μειωμένη συμπαθητική δραστηριότητα του νευρικού συστήματος, καθώς και η μείωση των περιφερικών αντιστάσεων (Mertens & Van Gaal, 2000). Επιπλέον, η ευνοϊκή επίδραση της ΦΔ και της αερόβιας ικανότητας στην αρτηριακή πίεση του αίματος είναι ανεξάρτητη από την επίδραση της ηλικίας, του φύλου, της σύστασης του σώματος ή της ωρίμανσης (Dwyer & Gibbon, 1994; Telama & Vellar, 1988). Τα ευρήματα αυτά αποκτούν ιδιαίτερη σημασία, καθώς υποδηλώνουν πως ένας δραστήριος τρόπος ζωής από την παιδική ηλικία μακροπρόθεσμα θα μείωνε τον κίνδυνο ανάπτυξης υπέρτασης. Νεότεροι παράγοντες καρδιαγγειακού κινδύνου Προσφάτως, εκτός από τους τεκμηριωμένους παράγοντες κινδύνου έχει αναγνωριστεί και μια σειρά από νέους (αναδυόμενους) παράγοντες κινδύνου, μεταξύ των οποίων σομπεριλαμβάνονται το μεταβολικό σύνδρομο (ΜΣ) και οι φλεγμονώδεις δείκτες, οι οποίοι εμπλέκονται σε προφλεγμονώδεις διαδικασίες που λαμβάνουν χώρα στο αγγειακό ενδοθήλιο κατά τα πρώιμα στάδια του αθηρωματικού καταρράκτη (Funahashi et al., 1999; Isomaa et al. 2001; Pai et al., 2004). To ΜΣ και οι φλεγμονώδεις δείκτες φαίνεται ότι συμπληρώνουν το αιτιολογικό μωσαϊκό της ΣΝ και η διερεύνηση των σχέσεών τους με τις παραμέτρους της συμπεριφοράς αλλά και με τους υπόλοιπους παράγοντες κινδύνου αναμένεται να δώσει νέα διάσταση στην κατανόηση του καρδιαγγειακού κινδύνου.

62 Ανασκόπηση βιβλιογραφίας 45 Μεταβολικό Σύνδρομο Η σχέση των γνωστών παραγόντων κινδύνου (δυσλιπιδαιμία, αρτηριακή υπέρταση, παχυσαρκία) με την παθογένεια της ΣΝ είναι γνωστή και καλά τεκμηριωμένη (Kannel, 1995). Καθένας από τους παράγοντες αυτούς μπορεί να έχει μια ανεξάρτητη επίδραση στην εξέλιξη της αθηροσκλήρωσης, όταν όμως ομαδοποιούνται έχουν συνεργιστική δράση και αυξάνουν ακόμα περισσότερο τον κίνδυνο εκδήλωσης ΣΝ (Isomaa et al. 2001). Έτσι, τα τελευταία χρόνια έχει αναγνωριστεί μια νέα κλινική οντότητα, το μεταβολικό σύνδρομο (ΜΣ), που χαρακτηρίζεται από κεντρικού τύπου παχυσαρκία, διαταραγμένη ανοχή στη γλυκόζη, αρτηριακή υπέρταση, υψηλά επίπεδα τριγλυκεριδίων και μειωμένη HDL-C (Expert Panel on the Detection, Evaluation and Treatment of High Blood Cholesterol in Adults, 2001). To ΜΣ αποτελεί μια απειλητική κατάσταση για την υγεία, καθώς συνεπάγεται αυξημένο κίνδυνο καρδιαγγειακής νόσου και σακχαρώδους διαβήτη τύπου II (Wilson, Dagostino, Parise & Meigs, 2002). Η παθογένεια του ΜΣ δεν έχει κατανοηθεί πλήρως. Είναι γνωστό ότι καθοριστικό ρόλο στην εμφάνιση του συνδρόμου διαδραματίζουν η παχυσαρκία, και ιδιαίτερα η κεντρική παχυσαρκία (Srinivasan, Myers & Berenson, 2002), η καθιστική ζωή και η ανθυγιεινή διατροφή, σε συνδυασμό με γενετικούς παράγοντες (Chen, Srinivasan, Elkasabny & Berenson, 1999b; Grundy, Abate & Chandalia, 2002; Lakka et al., 2003). Επιπλέον, έχει γίνει αποδεκτό ότι το ΜΣ έχει τις ρίζες του στην παιδική ηλικία (Bao, Srinivasan, Wattigney & Berenson, 1994), γεγονός που καθιστά απαραίτητη τη διερεύνηση του συνδρόμου στα παιδιά. Με βάση τα στοιχεία από τη μελέτη NHANES υπολογίζεται ότι περίπου 47 εκατομμύρια Αμερικανοί πάσχουν από ΜΣ, ενώ εκτιμάται ότι το 2010 ο αριθμός των πασχόντων θα ανέλθει σε εκατομμύρια (Hansen, 1999). Σε μια μελέτη με δεδομένα από τη Σκανδιναβία, την Πολωνία, την Ολλανδία, την Αγγλία και την Ιταλία βρέθηκε ότι η συχνότητα του συνδρόμου ήταν 15.7% στους άντρες και 14.2% στις γυναίκες (Hu et al., 2004). Στην Πορτογαλία η συχνότητα του ΜΣ εκτιμάται σε 19.1% στους άντρες και 27% στις γυναίκες (Santos, Lopes & Barros, 2004), ενώ στη χώρα μας, με βάση τα στοιχεία της μελέτης ΑΤΤΙΚΗ τα αντίστοιχα ποσοστά είναι 25% και 15% (Panagiotakos et al., 2004). Είναι γεγονός ότι το ΜΣ εμφανίζεται όλο και συχνότερα στην παιδική και εφηβική ηλικία. Από τα στοιχεία της μελέτης NHANES σας ΗΠΑ την περίοδο βρέθηκε ότι η συχνότητα του ΜΣ ήταν 4.2%, ενώ με βάση πιο πρόσφατα δεδομένα (NHANES ) το ποσοστό αυτό υπολογίζεται σε 4-9.2% (de Ferranti et al., 2004; Duncan, Li & Zhou, 2004). Η συχνότητά του ΜΣ σε 12-χρονους Γάλλους ήταν 5.8% (Platat, Wagner,

63 Ανασκόπηση βιβλιογραφίας 46 Klumpp, Schweitzer & Simon, 2006) και σε έφηβους Μεξικανούς 7.2% (Rodriguez-Moran, Salazar-Vazquez, Violante & Guerrero-Romero, 2004), ενώ σε παιδιά από το Ιράν το ποσοστό του συνδρόμου ήταν σημαντικά υψηλότερο (14.1%) (Kelishadi et al., 2007b). Στη χώρα μας και με βάση τις δύο μοναδικές έως τώρα αναφορές από την Κρήτη και την Πιερία, η συχνότητα του συνδρόμου υπολογίζεται σε 3.8% στις ηλικίες ετών (Λιναρδάκης, Σαρρή, Μπερτσιάς & Καφάτος, 2007) και 10% στην ηλικία των 17 ετών (Flouris, Bouziotas, Chris todoulos & Koutedakis, 2008). To υπερβολικό σωματικό /λίπος στα παιδιά, όπως και στους ενήλικες, έχει συσχετιοτεί με μια σειρά μεταβολικών επιπλοκών, μεταξύ των οποίων και οι παράγοντες του ΜΣ (Weiss et al. 2004), αλλά και με τη μεταφορά τους από την παιδική στην ενήλικο ζωή (Katzmarzyk et al., 2001, Twisk et al., 1999). Γενικά, τα μέχρι τώρα ερευνητικά στοιχεία σε παιδιά και εφήβους συνηγορούν στην άποψη ότι υπάρχει μια ευθεία συσχέτιση μεταξύ της παχυσαρκίας και του ΜΣ. Μια πρόσφατη μελέτη της ερευνητικής ομάδας του Καφάτου στην Κρήτη αναφέρει ότι ο κίνδυνος εμφάνισης του ΜΣ σε παχύσαρκα παιδιά και εφήβους ήταν 85 φορές υψηλότερος σε σχέση με τα παιδιά φυσιολογικού βάρους (Λιναρδάκης και συν., 2007). Στη Φινλανδία οι Vanhala et al. (1998) βρήκαν ότι τα παχύσαρκα παιδιά είχαν τριπλάσιες πιθανότητες να αναπτύξουν το ΜΣ ως ενήλικες. Στη μελέτη NHANES (de Ferranti et al., 2004) η συχνότητα του συνδρόμου σε υπέρβαρα και παχύσαρκα παιδιά ήταν 31.2%. Επιπλέον, σε μια άλλη μελέτη στις ΗΠΑ οι Weiss et al. (2004) διαπίστωσαν ότι σε παιδιά και εφήβους η αύξηση του ΔΜΣ κατά μισή μονάδα τυπικής απόκλισης σχετίστηκε με σημαντική αύξηση του σχετικού κινδύνου εμφάνισης ΜΣ (odds ratio: 1.55, 95% C.1: ). Πλήθος ερευνητικών δεδομένων υποστηρίζουν πως στο ΜΣ η κατανομή του λίπους στο σώμα διαδραματίζει καθοριστικότερο ρόλο σε σχέση με το βαθμό της παχυσαρκίας. Η περίσσεια λίπους στην κοιλιακή χώρα (κεντρική ή αντρικού τύπου παχυσαρκία) αυξάνει σε μεγαλύτερο βαθμό τον μεταβολικό κίνδυνο απ' ό,τι η περιφερειακού τύπου κατανομή του σωματικού λίπους, ανεξάρτητα από άλλους παράγοντες (Lakka et al., 2002). Μάλιστα φαίνεται ότι στους ενήλικες η κοιλιακή παχυσαρκία προηγείται και ουσιαστικά αποτελεί τον παράγοντα που "πυροδοτεί"" και την εμφάνιση των άλλων παραγόντων του συνδρόμου (Palaniappan et al., 2004). Αρκετές μελέτες έχουν διερευνήσει τη σχέση μεταξύ της κατανομής του σωματικού λίπους και του μεταβολικού κινδύνου σε παιδικούς πληθυσμούς. Τα διαθέσιμα στοιχεία από έρευνες σε παιδιά από τις Η.Π.Α. (Freedman, Serdula, Srinivasan & Berenson, 1999b; Katzmarzyk et al., 2004), τη Σουηδία (Flodmark, Sveger & Nilsson-Ehle, 1994), την Ιταλία

64 Ανασκόπηση /ίιβλιονραφίαζ 47 (Maffeis, Pietrobelli, Grezzani, Provera & Tato, 2001), την Ισπανία (Moreno et al., 2002) και την Κύπρο (Savva et al., 2000) συνηγορούν στην άποψη ότι η κεντρική κατανομή λίπους παρουσιάζει υψηλή συσχέτιση τόσο με τους μεμονωμένους παράγοντες καρδιαγγειακού κινδύνου, όσο και με τη συνύπαρξή τους. Το ΜΣ είναι μια διαταραχή πολυπαραγοντικής αιτιολογίας και ως τέτοια, φαίνεται ότι επηρεάζεται από συγκεκριμένες παραμέτρους της συμπεριφοράς. Μελέτες σε ενήλικες έχουν δείξει ότι το σύμπλεγμα των παραγόντων του ΜΣ συσχετίζεται αρνητικά με τη ΦΔ (Laaksonen et al., 2002), η ευεργετική επίδραση της οποίας είναι ακόμη μεγαλύτερη σε άτομα με χαμηλή καρδιοαναπνευστική αντοχή (Franks, Ekelund, Brage, Wong & Wareham, 2004). Τα ερευνητικά δεδομένα αναφορικά με τη σχέση της ΦΔ και της VChmax με το ΜΣ στα παιδιά είναι περιορισμένα και σχετικά πρόσφατα. Τα διαθέσιμα στοιχεία από τη European Youth Heart Study (Andersen et al., 2006; Brage et al., 2004a-b), τη Γαλλία (Platat et al., 2006) και το Ιράν (Kelishadi et al., 2007b), συνηγορούν στην άποψη ότι τα αυξημένα επίπεδα ΦΔ δρουν προστατευτικά ενάντια στους παράγοντες του ΜΣ ήδη από την παιδική ηλικία. Ο ρόλος της VChmax είναι επίσης ευεργετικός (Andersen et al., 2004), ωστόσο δεν είναι απόλυτα σαφές αν η προστατευτική δράση της είναι ανεξάρτητη από το σωματικό λίπος ή τη ΦΔ (Rizzo, Ruiz, Hurtig-Wennlof, Ortega & Sjostrom, 2007). Η ισορροπημένη διατροφή φαίνεται επίσης ότι ασκεί ευεργετική επίδραση στο ΜΣ, ωστόσο τα ερευνητικά στοιχεία είναι περιορισμένα. Μια έρευνα στο Ιράν (Esmaillzadeh et al., 2007) έδειξε ότι γυναίκες που ακολουθούσαν μια διατροφή πλούσια σε φρούτα, πράσινα λαχανικά, δημητριακά, πουλερικά και όσπρια εμφάνιζαν μικρότερο κίνδυνο εκδήλωσης του ΜΣ. Επίσης, αναλύοντας δεδομένα από τη μελέτη NHANES , οι Pan & Pratt (2008) διαπίστωσαν ότι η συχνότητα του ΜΣ σε παιδιά και εφήβους ετών παρουσίασε αντίστροφη συσχέτιση με έναν Δείκτη Υγιεινής Διατροφής (Healthy Eating Index), ο οποίος μεταξύ άλλων περιελάμβανε και αυξημένη κατανάλωση φρούτων. Στην Κρήτη οι Λιναρδάκης και συν. (2007) αναφέρουν ότι τα παιδιά και οι έφηβοι με ΜΣ, σε σύγκριση με εκείνους που δεν παρουσίασαν παράγοντες του ΜΣ, είχαν υψηλότερη πρόσληψη κορεσμένων λιπαρών οξέων, μεγαλύτερη κατανάλωση κρέατος και μικρότερη κατανάλωση φρούτων και λαχανικών. Ωστόσο, είναι φανερό ότι απαιτούνται περισσότερες έρευνες στον ελληνικό χώρο, προκειμένου να διερευνηθούν πλήρως οι σχέσεις του ΜΣ με τις παραμέτρους της συμπεριφοράς στην παιδική ηλικία και να αναπτυχθούν οι κατάλληλες στρατηγικές πρόληψης.

65 Ανασκόπηση ίίιβλισνραωία: 48 Φλεγμονώδεις ρυθμιστές C-Αντιδρώσα Πρωτεΐνη Η CRP είναι μια πρωτεΐνη του πλάσματος κι ένας δείκτης φλεγμονής οξείας φάσεως. Παρόλο που είναι πια γνωστό ότι ο σχηματισμός της αθηρωματικής πλάκας ενέχει φλεγμονώδη διεργασία (Ablij & Members, 2002), οι μηχανισμοί που συνδέουν τη CRP με τη διαδικασία της αθηρωμάτωσης δεν είναι πλήρως κατανοητοί. Συγκεκριμένα, δεν έχει καταστεί απολύτως σαφές, αν η CRP συμμετέχει ευθέως στην αθηροσκλυντική διεργασία ή αν αποτελεί έναν δείκτη ενδοθηλιακής καταστροφής και κατ' επέκταση αντικατοπτρίζει το βαθμό ευπάθειας και αστάθειας των αθηρωματικών πλακών (Libby & Ridker, 1999). Φυσιολογικά η CRP εντοπίζεται στο πλάσμα σε μικρές ποσότητες, αν και η ηλικία, το κάπνισμα και η παχυσαρκία επηρεάζουν τα επίπεδα συγκέντρωσής της (Haverkate, Thompson, Pyke, Gallimore & Pepys, 1997). Επιπλέον, σε ορισμένες έρευνες οι γυναίκες εμφανίζουν υψηλότερες τιμές CRP από τους άντρες (Ford, Giles, Mokdad & Myers, 2004; Imhof et al., 2003; Rifai & Ridker, 2003), ωστόσο οι διαφορές αποδίδονται στη χρήση οιστρογόνων (Hutchinson et al., 2000). Στους ενήλικες έχει βρεθεί ότι η CRP συσχετίζεται με την πλειοψηφία των ανθρωπομετρικών δεικτών (Hak et al., 1999; Yudkin, Stehouwer, Emeis & Coppack, 1999), μια συσχέτιση μάλλον αναμενόμενη, αφού η συγκέντρωση της CRP στο πλάσμα παρουσιάζει ευθεία συσχέτιση με τα επίπεδα των προφλεγμονωδών κυτταροκινών TNF-a και 1L-6, οι οποίες εκκρίνονται από το λιπώδη ιστό (Mendall et al., 1997). Έχει αναφερθεί επίσης ότι οι υψηλές τιμές της CRP σχετίζονται με την αντίσταση στην ινσουλίνη και τους παράγοντες του ΜΣ, ωστόσο οι συσχετίσεις αυτές σε ορισμένες έρευνες ήταν ανεξάρτητες (Bermudez, Rifai, Buring, Manson & Ridker, 2002; Lemieux et al., 2001), ενώ σε άλλες ερμηνεύτηκαν από την επίδραση της παχυσαρκίας (Hak et al., 1999). Ορισμένοι ερευνητές μελέτησαν τη σχέση της CRP με τη ΦΔ, διαπιστώνοντας ότι τα αυξημένα επίπεδα ΦΔ σχετίστηκαν με χαμηλές τιμές της CRP (Geffken et al., 2001; Rohde, Hennekens & Ridker, 1999). Oi Church et al. (2002) αναφέρουν επίσης ότι σε ένα δείγμα 722 αντρών η CRP παρουσίασε αντίστροφη συσχέτιση με τη V02max, η οποία μάλιστα ήταν ανεξάρτητη από την παχυσαρκία ή την κατανομή του λίπους. Από την άλλη μεριά, σε μια μελέτη των Marcell, McAuley, Traustadottir & Reaven (2005), ένα παρεμβατικό πρόγραμμα συστηματικής άσκησης διάρκειας 16 εβδομάδων δεν μείωσε σημαντικά τα επίπεδα της CRP σε 51 υπέρβαρα άτομα μέσης ηλικίας, παρόλο που διαπιστώθηκε μείωση του σωματικού βάρους και βελτίωση της V02max.

66 Ανασκόπηση βιβλιογραφίας 49 Δεδομένης της έξαρσης του φαινομένου της παχυσαρκίας, αλλά και της αύξησης της συχνότητας του ΜΣ στην παιδική ηλικία, τα τελευταία χρόνια αρκετές έρευνες μελέτησαν τους δείκτες φλεγμονής σε παιδιά. Παρόμοια με τους ενήλικες, διαπιστώθηκε ότι τα επίπεδα CRP εμφανίζονται αυξημένα στα υπέρβαρα και παχύσαρκα παιδιά (Lambert et al., 2004; Moran et al., 2005; Valle et al., 2005; Yoshida, Kaneshi, Shimabukuro, Sunagawa & Ohta, 2006), γεγονός που συνηγορεί στην άποψη ότι από πολύ νωρίς η συσσώρευση λίπους προάγει μια χαμηλού βαθμού συστηματική φλεγμονή. Σε μια έρευνα των Cook et al. (2000) τα επίπεδα της CRP παρουσίασαν επίσης σημαντικές συσχετίσεις με την πλειοψηφία των παραγόντων καρδιαγγειακού κινδύνου, οι οποίες ωστόσο, με εξαίρεση το ινωδογόνο, τη συστολική πίεση του αίματος και την HDL-C, ερμηνεύτηκαν από την επίδραση της παχυσαρκίας. Σε γενικές γραμμές, για τις παρατηρούμενες συσχετίσεις μεταξύ της CRP και των περισσότερων παραγόντων καρδιαγγειακού κινδύνου και ΜΣ φαίνεται ότι υπεύθυνη είναι η παχυσαρκία (Ford, Ajani & Mokdad, 2005; Fliura, Kikuchi, Nagasaki & Uchiyama, 2003; Lambert et al., 2004; Yoshida et al., 2006). Αναφορικά με τη σχέση της CRP με τη ΦΔ και τη VC^max υπάρχουν περιορισμένα ερευνητικά στοιχεία, τα οποία συνηγορούν στην άποψη ότι η ευεργετική επίδραση της ΦΔ και της VC^max στη φλεγμονώδη απάντηση είναι έμμεση και ερμηνεύεται από την ισχυρή αρνητική συσχέτιση της ΦΔ και της VO2 max με την παχυσαρκία (Isasi et al., 2003; Platat et al., 2006). Από την άλλη μεριά, τα ευρήματα της μελέτης Ten Towns Children's Study (Cook et al., 2000) έρχονται σε αντίθεση με το συμπέρασμα αυτό, καθώς αναφέρουν μια ανεξάρτητη συσχέτιση μεταξύ της CRP και της φυσικής κατάστασης. Θα πρέπει βέβαια να αναφερθεί ότι στη συγκεκριμένη μελέτη (Cook et al., 2000) η φυσική κατάσταση αξιολογήθηκε έμμεσα με τη χρήση της καρδιακής συχνότητας ηρεμίας. Με βάση τα έως τώρα διαθέσιμα στοιχεία δεν μπορεί να υποστηριχτεί μια ανεξάρτητη σχέση της ΦΔ και της VC^max με τα επίπεδα της CRP στα παιδιά. Είναι βέβαιο ότι απαιτούνται περισσότερες μελέτες, προκειμένου να αποσαφηνιστούν πλήρως οι σχέσεις και οι αλληλεπιδράσεις μεταξύ των παραπάνω παραμέτρων στην παιδική ηλικία, δεδομένης της σχέσης τους με την υγεία. Κοτταροκί νες Ο λιπώδης ιστός, ο οποίος μέχρι πρόσφατα εθεωρείτο θέση αποθήκευσης της περίσσειας των λιπιδίων του ανθρώπινου οργανισμού, σήμερα έχει εξακριβωθεί ότι είναι ένα ενεργό ενδοκρινικό όργανο και, μέσω της έκκρισης μιας σειράς πρωτεϊνών, διαδραματίζει ενεργό

67 Ανασκόπηση βιβλιογραφίας 50 ρόλο στη ρύθμιση του μεταβολισμού (Bengmark, 2004). Μεταξύ αυτών των πρωτεϊνών, οι οποίες είναι γνωστές ως κυτταροκίνες, περιλαμβάνεται ο παράγοντας νέκρωσης του όγκου-α (TNF-α) και η αντιπονεκτίνη (Havel, 2002; Kahn & Flier, 2000). Πρόσφατα διαπιστώθηκε ότι με τις δράσεις και τις αλληλεπιδράσεις τους οι κυτταροκίνες εμπλέκονται σε διαδικασίες που σχετίζονται με τη ρύθμιση του μεταβολισμού της γλυκόζης και των λιπών, την αντίσταση στην ινσουλίνη και την αθηρογένεση (Trayhum & Beattie, 2001). Ο TNF-α παράγεται από τα λιποκύτταρα και εμφανίζει πολλαπλές προφλεγμονώδεις δράσεις, ενώ επηρεάζει τη σύνθεση, έκκριση και δραστηριότητα των άλλων κυτταροκινών (Mohamed-Ali et al., 1999). Σε αντίθεση με τον TNF-α, η αντιπονεκτίνη παρουσιάζει αντιαθηρογόνες και αντιφλεγμονώδεις ιδιότητες (Ronti, Lupattelli & Mannarino, 2006). Ο TNF-α αναστέλλει τη δραστικότητα της αντιπονεκτίνης ενώ, από την άλλη μεριά, τα υψηλά επίπεδα αντιπονεκτίνης αναστέλλουν την παραγωγή του TNF-α από τα μακροφάγα και καταστέλλουν την προφλεγμονώδη δράση του σια αγγεία (Ouchi et al., 2000; Ouchi et al., 2001). Έχει διατυπωθεί η άποψη ότι διαταραχές στην έκφραση και την έκκριση της αντιπονεκτίνης ενδέχεται να διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στην παθογένεια του σακχαρώδη διαβήτη τύπου II (Daimon et al., 2003). Συγκεκριμένα, στους ενήλικες έχει βρεθεί ότι η υποαντιπονεκτιναιμία αποτελεί ανεξάρτητο παράγοντα κινδύνου για την εμφάνιση σακχαρώδη διαβήτη τύπου II (Lindsay et al., 2002). Η προγνωστική της αξία έγκειται προφανώς στη σχέση της με την αντίσταση στην ινσουλίνη, η οποία έχει βρεθεί ότι είνι ισχυρότερη απ' ό,τι με την παχυσαρκία (Weyer et al., 2001). Η αντιπονεκτίνη θεωρείται επίσης ένας από τους αναδυόμενους παράγοντες κινδύνου για στεφανιαία νόσο, καθώς σε αρκετές μελέτες έχει συσχετιστεί με δείκτες ενδοθηλιακής δυσλειτουργίας και συστηματικής φλεγμονής, όπως είναι η CRP και ο TNF-α (Kriketos et al., 2004). Στα παιδιά έχει βρεθεί ότι τα επίπεδα της αντιπονεκτίνης μειώνονται στην παχυσαρκία και επανέρχονται με την απώλεια βάρους (Asayama et al., 2003; Reinehr, Roth, Menke & Andler, 2004). Γενικά, με βάση τα διαθέσιμα στοιχεία, φαίνεται ότι η παχυσαρκία παρουσιάζει ευθεία συσχέτιση με τον TNF-α και αρνητική συσχέτιση με την αντιπονεκτίνη (Denizmen Aygun, Gungor, Ustundag, Gurgoze, & Sen, 2005; Nemet et al., 2003; Stefan et al., 2002; Tsou et al., 2004; Valle et al., 2005). Επιπλέον, φαίνεται ότι σε παιδιά και εφήβους η υποαντιπονεκτιναιμία διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στην παθογένεση της αντίστασης στην ινσουλίνη κατ των παραγόντων του μεταβολικού συνδρόμου (Bacha et al., 2004; Ogawa et al., 2005).

68 Ανασκόπηση lhl)).imoa<oiaz 51 Οι μηχανισμοί με τους οποίους η αντιπονεκτίνη επιδρά στην αντίσταση στην ινσουλίνη δεν έχουν διευκρινιστεί πλήρως. Ένας πιθανός μηχανισμός είναι η βελτίωση της περιφερικής δράσης της ινσουλίνης μέσω της επιτάχυνσης του ρυθμού οξείδωσης των ελεύθερων λιπαρών οξέων στους σκελετικούς μύες. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα τη μείωση των επιπέδων των τριγλυκεριδίων στα μυϊκά κύτταρα, την αυξημένη δράση της ινσουλίνης και την επακόλουθη πρόσληψη γλυκόζης από τους μύες (Yamauchi et al., 2001). Μια άλλη πιθανή ερμηνεία είναι η αναστολή της παραγωγής του TNF-α, ο οποίος ως γνωστόν επηρεάζει αρνητικά την ευαισθησία της ινσουλίνης (Hotamisligil, Arner, Caro, Atkinson, & Spiegelman, 1995). Έχει διαπιστωθεί επίσης ότι στα παιδιά η αντιπονεκτίνη παρουσιάζει ανεξάρτητη αρνητική συσχέτιση με τη CRP και θετική συσχέτιση με την HDL-C (Butte et al., 2005; Diamond, Cuthbertson, Hanna & Eichler, 2004; Winer et al., 2006). Ανεξάρτητη θετική συσχέτιση έχει βρεθεί και μεταξύ του TNF-a και της CRP (Yoshida et al., 2006), ενώ οι Nemet et al. (2003) αναφέρουν ότι ο TNF-α δεν σχετίστηκε με την αντίσταση στην ινσουλίνη σε ένα δείγμα παιδιών ισπανικής και ασιατικής-αμερικανικής καταγωγής. Τα επιστημονικά ευρήματα που αφορούν τη σχέση των κυτταροκινών με τη διατροφή, τη ΦΔ και τη φυσική κατάσταση είναι αντικρουόμενα. Σε πειραματόζωα έχει αναφερθεί ότι τα επίπεδα αντιπονεκτίνης αυξάνονται μετά από μείωση της θερμιδικής πρόσληψης (Berg, Combs, Du, Brownlee & Scherer, 2001). Ωστόσο, τα λιγοστά ερευνητικά στοιχεία σε παιδιά (Butte et al., 2005), νεαρούς άντρες (Yannakoulia et al., 2003) και ασθενείς με διαβήτη τύπου II (Hotta et al., 2000) δείχνουν ότι η αντιπονεκτίνη δεν επηρεάζεται από τις παραμέτρους της διατροφής. Σε νεαρές παχύσαρκες γυναίκες διαπιστώθηκε ότι ένα συστηματικό πρόγραμμα προπόνησης 7 μηνών με λεπτά αερόβιας άσκησης την ημέρα είχε ως αποτέλεσμα τη μείωση των επιπέδων του TNF-α και την αύξηση της αντιπονεκτίνης (Kondo, Kobayashi & Murakami, 2006). Ωστόσο, υπάρχουν έρευνες στις οποίες τα προγράμματα παρέμβασης δεν επηρέασαν σημαντικά τις κυτταροκίνες (Barbeau et al., 2002; Hulver et al., 2002; Marcel et al., 2005; Nassis et al., 2005). Σε μια μελέτη με 197 παιδιά ηλικίας ετών στη Γερμανία (Halle, Korsten-Reck, Wolfarth & Berg, 2004) ο TNF-α σχετίστηκε αρνητικά με την αερόβια ικανότητα. Από την άλλη μεριά, οι Platat et al. (2006) αναφέρουν ότι σε Γάλλους εφήβους η ΦΔ δεν παρουσίασε συσχέτιση με την αντιπονεκτίνη. Τέλος, σε μια μελέτη στην Αμερική οι Nemet et al. (2003) διαπίστωσαν ότι σε ένα δείγμα 30 παιδιών η αερόβια ικανότητα σχετίστηκε αρνητικά με την αντιπονεκτίνη και θετικά με τον TNF-a.

69 Ανασκόπηση βιβλιονοαιοίασ 52 Τα διαθέσιμα στοιχεία δείχνουν ότι οι προφλεγμονώδεις-προαθηρογόνες διαδικασίες λαμβάνουν χώρα από την παιδική ηλικία. Οι κυτταροκίνες φαίνεται να αποτελούν τον συνδετικό κρίκο ανάμεσα στην παχυσαρκία, το μεταβολικό σύνδρομο και την αθηρογένεση. Η υψηλής συχνότητα της παχυσαρκίας στα Ελληνόπουλα και η έλλειψη μελετών από τον ελληνικό χώρο σχετικά με τους φλεγμονώδεις ρυθμιστές καθιστά απαραίτητη τη διεξαγωγή ερευνών, προκειμένου να διευκρινιστεί ο ρόλος τους στη διαμόρφωση του προφίλ καρδιαγγειακού κινδύνου στις μικρές ηλικίες. Σύνοψη Με βάση τα παραπάνω είναι προφανές ότι οι τεκμηριωμένοι, αλλά και οι νεότεροι παράγοντες καρδιαγγειακού κινδύνου εμφανίζονται όλο και συχνότερα σε παιδιά και εφήβους. Ωστόσο, η σχέση αυτών των παραγόντων με τη φυσική δραστηριότητα, τη φυσική κατάσταση και τη διατροφή δεν έχει αποσαφηνιστεί πλήρως. Η διεξαγωγή περαιτέρω ερευνών και η συλλογή δεδομένων από διαφορετικούς παιδικούς πληθυσμούς αναμένεται να δώσει πολύτιμες πληροφορίες για τους παράγοντες της συμπεριφοράς που επηρεάζουν το προφίλ καρδιαγγειακού κινδύνου στην παιδική ηλικία και να συμβάλλει στην ανάπτυξη των κατάλληλων προγραμμάτων πρόληψης και πρώιμης παρέμβασης.

70 53 III. ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ Στο κεφάλαιο που ακολουθεί παρουσιάζονται ο σχεδιασμός και η μεθοδολογία του ερευνητικού έργου, αναφέρονται τα χαρακτηριστικά του δείγματος και οι μετρήσεις που πραγματοποιήθηκαν στην πειραματική διαδικασία της παρούσας μελέτης. Δείγμα Στη μελέτη συμμετείχαν Π-χρονοι μαθητές από την περιοχή της Βορειοανατολικής Αττικής. Σύμφωνα με την απογραφή του 2001, ο μαθητικός πληθυσμός ηλικίας ετών στη Νομαρχία Ανατολικής Αττικής ανέρχεται σε παιδιά ( αγόρια, κορίτσια) (Γενική Γραμματεία της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας της Ελλάδος, 2004). Στην περιοχή του 4ου Γραφείου Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης Ανατολικής Αττικής, όπου πραγματοποιήθηκε η παρούσα έρευνα, το σχολικό έτος λειτουργούσαν συνολικά 25 δημόσια δημοτικά σχολεία με μαθητές (1681 αγόρια, 1453 κορίτσια). Ο συνολικός αριθμός των μαθητών της ΣΤ' τάξης τη συγκεκριμένη σχολική χρονιά ανήλθε στους 518 (264 κορίτσια, 254 αγόρια,). Για τους σκοπούς της έρευνας επιλέχθηκαν με τη μέθοδο των τυχαίων αριθμών 15 από τα 25 δημόσια δημοτικά σχολεία της περιοχής (βλ. Παράρτημα I). Από τους 393 μαθητές της ΣΤ' τάξης που ήταν εγγεγραμμένοι στα συγκεκριμένα σχολεία (205 κορίτσια, 188 αγόρια), στην έρευνα συμμετείχαν εθελοντικά 378 μαθητές (197 κορίτσια, 181 αγόρια, ποσοστό συμμετοχής 96.2%). Εννέα μαθητές απούσιαζαν τις ημέρες των εξετάσεων λόγω ασθένειας, ενώ 5 μαθητές δεν ολοκλήρωσαν όλα τα τεστ (Πίνακας 3.1). Από το σύνολο των 378 μαθητών, 136 μαθητές με σύμφωνη γνώμη των γονέων τους δέχτηκαν να υποβληθούν σε εργαστηριακό έλεγχο, από τους οποίους τελικά προσήλθαν οι 112 (54 κορίτσια, 58 αγόρια). Στο Σχήμα 2 παρουσιάζονται τα δημογραφικά χαρακτηριστικά του συνολικού δείγματος (π=378) σε σχέση με το φύλο. Η πλειοψηφία των μαθητών που συμμετείχαν στη μελέτη είχε Ελληνική υπηκοότητα και προέρχονταν κυρίως από οικογένειες μεσαίου και υψηλού μορφωτικού επιπέδου.

71 Μεθοδολογία 54 Πίνακας 3.1. Συμμετοχή των μαθητών ανό σχολείο. Εγγεγραμμένοι Συμμετοχή στην Συμμετοχή σε όλες Σχολείο μαθητές έρευνα τις μετρήσεις C? 9 «? $ ό 9 Σταμάτα Πολυδένδρι Αφιδνών Βαρνάβα Δροσιάς Ιο Κρυονερίου ο Κρυονερίου Ροδόπολη Ιο Διονύσου ο Διονύσου Καπανδρίτι Ιο Αγίου Στεφάνου ο Αγίου Στεφάνου Άνοιξης Νέων ΓΙαλατίων Σύνολο Ποσοστό(%) Χώρα προέλευσης Μορφ ωτικό επίπεδο γονέων Αλβανία Μϊ\ ΤΕΙ / Πανεπιστήμιο 44,4 45,7 10% 2% Γυμνάσιο/ Λύκειο : : ; Δημοτικό,Ι8,4 [7, Ποσοστό(%) Μητέρα ο Πατέρας ΣχΠΡα 2. Σύνθεση του δείγματος σε σχέση με τη χώρα προέλευσης και το μορφωτικό επίπεδο των γονέων.

72 Μεθοδολογία 55 Δεν διαπιστώθηκαν στατιστικά σημαντικές διαφορές στα ανθρωπομετρικά χαρακτηριστικά μεταξύ των παιδιών που ολοκλήρωσαν όλες τις μετρήσεις και εκείνων που απείχαν από τις αιματολογικές εξετάσεις (Πίνακας 3.2). Η διαφορά του 0.1 έτους που παρατηρήθηκε μεταξύ των κοριτσιών που συμμετείχαν στις αιματολογικές εξετάσεις και του συνόλου των κοριτσιών της ΣΤ' τάξης που φοιτούσαν στα συγκεκριμένα σχολεία, παρότι στατιστικά σημαντική, θεωρήθηκε ότι δεν μπορεί να επηρεάσει τα αποτελέσματα. Τα αποτελέσματα που παρουσιάζονται στην παρούσα μελέτη αναφορικά με τη συχνότητα υπερβολικού βάρους και παχυσαρκίας, καθώς και τη σχέση της παχυσαρκίας με τη διατροφή, τη φυσική δραστηριότητα και τη φυσική κατάσταση, αφορούν το σύνολο του δείγματος (π=378). Στις ενότητες που αφορούν τους τεκμηριωμένους και τους νεότερους παράγοντες καρδιαγγειακού κινδύνου, καθώς και τη σχέση τους με την παχυσαρκία και τις παραμέτρους της συμπεριφοράς, παρουσιάζονται τα αποτελέσματα των 112 μαθητών με πλήρη δεδομένα. Πίνακας 3.2. Χαρακτηριστικά των παιδιών που έλαβαν μέρος σε όλες τις μετρήσεις της έρευνας, σε σχέση με εκείνα που απείχαν από τις αιματολογικές εξετάσεις. Συμμετοχή σε όλες τις μετρήσεις (π=112) Αξιολόγηση διατροφής, ΦΔ και φυσικής κατάστασης(π=266) Ρ Ηλικία (έτη) Αγόρια (π=181) ± ± Κορίτσια (π=197) ± ± Ύψος (cm) Αγόρια (π=181) ± ± Κορίτσια (π=197) ± ± Βάρος (kg) Αγόρια (π=181) ± ± Κορίτσια (π=τ97) ± ± ΔΜΣ (kg/m2) Αγόρια (π=181) ± ± Κορίτσια (π=197) ± ± Περιφέρεια Αγόρια (π=181) ± ± μέσης (cm) Κορίτσια (π=197) ± ± Περιφέρεια Αγόρια (π=181) ± ± ισχίων (cm) Κορίτσια (π=197) ± ± ΦΔ = φυσική δραστηριότητα, ΔΜΣ = δείκτης μάζας σώματος.

73 Μεθοδολονία 56 Πειραματικός σχεδιασρός Η έρευνα πραγματοποιήθηκε στη διάρκεια του σχολικού έτους Η διεξαγωγή της έρευνας εγκρίθηκε από το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο και το Υπουργείο Παιδείας - Τμήμα Β, Αγωγής Υγείας και Περιβαλλοντικής Αγωγής με αριθμό πρωτοκόλλου 6459 στις 19/01/2006 (βλ. Παράρτημα II). Τηρήθηκαν όλες οι προϋποθέσεις για την προστασία των προσωπικών δεδομένων και του ιατρικού απορρήτου. Η διαδικασία συλλογής των δεδομένων ήταν πλήρως σύμφωνη με τη Διακήρυξη του Ελσίνκι για την ηθική μεταχείριση ατόμων που συμμετέχουν σε ερευνητικές μελέτες. Για την υλοποίηση της μελέτης πραγματοποιήθηκε αρχικά μια επίσκεψη ανά σχολικό συγκρότημα. Στη διάρκεια αυτών των επισκέψεων ενημερώθηκαν οι σύλλογοι διδασκόντων και οι μαθητές. Παράλληλα ζητήθηκε η ενυπόγραφη συγκατάθεση των γονέων για τη συμμετοχή των παιδιών τους στην έρευνα, κατόπιν λεπτομερούς ενημέρωσής τους μέσω επιστολής (βλ. Παράρτημα III). Όπου κατέστη δυνατόν, πραγματοποιήθηκαν και συναντήσεις με τους γονείς. Σε επόμενη επίσκεψη και αφού είχε εξασφαλιστεί η έγκριση των γονέων και η άδεια από τους διευθυντές των σχολείων γινόταν ο προγραμματισμός των μετρήσεων. Η διάρκεια της επιτόπιας έρευνας ανά τάξη ή τμήμα ήταν 3-4 διδακτικές ώρες, σε 2 διαδοχικές ημέρες, και πραγματοποιήθηκε κατά τις πρώτες ώρες του ημερήσιου προγράμματος (09:00-11:00), στη διάρκεια των μαθημάτων της Φυσικής Αγωγής και της Ολυμπιακής Παιδείας. Η συλλογή δεδομένων αφορούσε: α) την καταγραφή των δημογραφικών χαρακτηριστικών του δείγματος (ηλικία, εθνικότητα, μορφωτικό επίπεδο γονέων), β) την αξιολόγηση της φυσικής δραστηριότητας και της διατροφής μέσω ερωτηματολογίων, γ) τη μέτρηση των ανθρωπομετρικών δεικτών (ύψος, βάρος, περιφέρειες του σώματος), δ) την αξιολόγηση της φυσικής κατάστασης (καρδιοαναπνευστική αντοχή, μυϊκή δύναμη και αντοχή, ευλυγισία, σύσταση του σώματος), ε) τη μέτρηση της συστολικής και διαστολικής αρτηριακής πίεσης του αίματος, στ) εργαστηριακό έλεγχο για τον προσδιορισμό επιλεγμένων βιοχημικών παραμέτρων (γλυκόζη πλάσματος, λιπίδια και λιποπρωτεΐνες του αίματος, απολιποπρωτε'ΐνες, δείκτες φλεγμονής). Την πρώτη μέρα των μετρήσεων οι μαθητές ενημερώθηκαν για το χρονοδιάγραμμα της έρευνας και τονίστηκε ότι η συμμετοχή ήταν σε εθελοντική βάση. Διαβεβαιώθηκαν ότι

74 Λ 'κθοόολθ7ία 57 οι πληροφορίες που θα προκόψουν θα χρησιμοποιηθούν με σεβασμό στην προστασία των προσωπικών δεδομένων, αποκλειστικά και μόνο στα πλαίσια της έρευνας. Τονίστηκε η δυνατότητα αποχώρησής τους οποιαδήποτε στιγμή το επιθυμούσαν, χωρίς καμιά απαίτηση ή άλλη υποχρέωση από μέρους τους. Στη συνέχεια μοιράστηκαν τα ερωτηματολόγια διατροφής και ΦΔ (βλ. Παραρτήματα IV-V), στα οποία μεταξύ άλλων ζητήθηκαν και πληροφορίες που αφορούσαν δημογραφικά (ηλικία, εθνικότητα, μορφωτικό επίπεδο γονέων) και ανθρωπομετρικά χαρακτηριστικά (σωματικό βάρος, ύψος). Αφού προηγουμένως δόθηκαν προφορικώς και γραπτώς οι αναγκαίες τυποποιημένες οδηγίες για τον τρόπο συμπλήρωσης των ερωτηματολογίων, ελεύθερα και ήρεμα οι μαθητές τα συμπλήρωσαν με την παρουσία του ερευνητή. Τη δεύτερη μέρα των μετρήσεων αξιολογήθηκαν οι ανθρωπομετρικοί δείκτες και η φυσική κατάσταση (βλ. Παράρτημα VI). Στη διάρκεια των ανθρωπομετρικών μετρήσεων οι μαθητές ήταν ντυμένοι ελαφριά και χωρίς υποδήματα. Οι μετρήσεις στο χώρο του σχολείου ολοκληρώθηκαν με τα τεστ φυσικής κατάστασης. Πριν την εκτέλεση των δοκιμασιών φυσικής κατάστασης δόθηκαν στους δοκιμαζόμενους οι αναγκαίες τυποποιημένες οδηγίες για τον τρόπο εκτέλεσης. Καθ' όλη τη διάρκεια εκτέλεσης των δοκιμασιών καρδιοαναπνευστικής αντοχής, ισομετρικής δύναμης χεριού, αναδιπλώσεων από την κατάκλιση και δίπλωσης από καθιστή θέση οι μαθητές παρακινούνταν από τους ερευνητές να καταβάλλουν το μέγιστο των δυνατοτήτων τους. Η μέτρηση της αρτηριακής πίεσης και οι αιμοληψίες για τον προσδιορισμό των βιοχημικών παραμέτρων (γλυκόζης, λιπιδίων, λιποπρωτεϊνών, απολιποπρωτεϊνών και δεικτών φλεγμονής) πραγματοποιήθηκαν κατόπιν συνεννόησης με τους γονείς, εκτός ωρολογίου προγράμματος, σε πιστοποιημένο εργαστήριο από ειδικευμένο ιατρικό προσωπικό, σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία. Οι αναλύσεις των δειγμάτων πραγματοποιήθηκαν στην Α Πανεπιστημιακή Καρδιολογική Κλινική Αθηνών και στο Βιοχημικό Εργαστήριο του Γενικού Κρατικού Νοσοκομείου Νίκαιας. Περιγραφή Δοκιμασιών Ανθρωπομετρικοί δείκτες. Για τη μέτρηση των ανθρωπομετρικών δεικτών οι μαθητές ήταν ντυμένοι ελαφριά και χωρίς υποδήματα, σύμφωνα με τις οδηγίες τής Παγκόσμιας Οργάνωσης Υγείας (World Health Organization, 1989). Το σωματικό βάρος των συμμετεχόντων μετρήθηκε με ψηφιακή ζυγαριά ακρίβειας (Seca Beam Balance 710), με προσέγγιση ±100 gr. Το ύψος μετρήθηκε με αναστημόμετρο Seca Stadiometer 208, με προσέγγιση ±0.5 cm. Από τα στοιχεία αυτά υπολογίστηκε ο ΔΜΣ με τον τύπο:

75 Μεθοδολογία 58 ΔΜΣ = μάζα σώματος (kg) / ύψος2 (m2) Η περίμετρος της μέσης μετρήθηκε στο μέσον του διαστήματος μεταξύ του πλευρικού τόξου και της λαγόνιας ακρολοφίας, στο ύψος του ομφαλού και με τη χρήση πλαστικής εύκαμπτης ταινίας. Με το δοκιμαζόμενο σε όρθια θέση, με τις φτέρνες ενωμένες και τα χέρια χαλαρά στο πλάι ή λίγο ανοικτά για να μην εμποδίζουν τον εξεταστή, η μετροταινία τοποθετούνταν σταθερά σε οριζόντια θέση, σε επαφή με το δέρμα, χωρίς να το πιέζει. Η μέτρηση καταγραφόταν στο τέλος μιας κανονικής εκπνοής με ακρίβεια 0.1 cm. Για τη μέτρηση της περιφέρειας του ισχίου, ο δοκιμαζόμενος στεκόταν πλευρικά προς τον εξεταστή, σε όρθια θέση με τις φτέρνες ενωμένες και τα χέρια να βρίσκονται χαλαρά στο πλάι ελαφρώς ανοικτά ή να σταυρώνουν μπροστά στο στήθος για να διευκολύνουν τη μέτρηση. Η μετροταινία εφαρμοζόταν ακριβώς επάνω στη μεγαλύτερη περιφέρεια του ισχίου και σταθερά σε οριζόντια θέση, χωρίς να πιέζει το δέρμα. Η μέτρηση καταγραφόταν με ακρίβεια 0.1 cm. Από τα παραπάνω υπολογίστηκε ο λόγος της περιμέτρου της μέσης προς την περίμετρο των ισχίων (λόγος Μ/Ι). Φυσική δραστηριότητα. Τα δεδομένα που αφορούσαν τη ΦΔ συλλέχθηκαν με το Ερωτηματολόγιο Φυσικής Δραστηριότητας και Τρόπου Ζωής (ΕΦΔΤΖ). Το ΕΦΔΤΖ αποτελεί ένα σταθμισμένο, έγκυρο και αξιόπιστο εργαλείο για την αξιολόγηση της ΦΔ μαθητών και μαθητριών, που ανταποκρίνεται στις ιδιαίτερες πολιτισμικές συνθήκες της χώρας μας (Argiropoulou, Michalopoulou, Aggeloussis & Avgerinos, 2004). To πρώτο μέρος του ερωτηματολογίου αφορά δημογραφικά στοιχεία των δοκιμαζόμενων και των γονέων τους (σχολείο φοίτησης, ηλικία, φύλο, αριθμός μελών στην οικογένεια, μορφωτικό επίπεδο και επάγγελμα γονέων). Στο δεύτερο μέρος του ερωτηματολογίου αξιολογείται η συμμετοχή των μαθητών σε ΦΔ και σπορ στη διάρκεια μιας τυπικής εβδομάδας και πιο συγκεκριμένα τις τελευταίες 7 ημέρες. Οι πληροφορίες που συλλέχθηκαν για τις ανάγκες τις έρευνας αφορούσαν: α) στην αξιολόγηση του χρόνου συμμετοχής σε εξωσχολικές ΦΔ και σπορ (συμμετοχή σε οργανωμένες αθλητικές δραστηριότητες και δραστηριότητες αναψυχής), β) στην ένταση εκτέλεσής τους, γ) σιον τύπο της δραστηριότητας και δ) στη συχνότητα εμπλοκής τους σε εβδομαδιαία βάση. Η ένταση εκτέλεσης των δραστηριοτήτων αξιολογήθηκε με βάση το ενεργειακό τους κόστος σε μεταβολικά ισοδύναμα. Το μεταβολικό ισοδύναμο (MET) εκφράζει το ρυθμό

76 Μεθοδολογία 59 ενεργειακής κατανάλωσης στη διάρκεια μιας δραστηριότητας σε σχέση με την ηρεμία. Η βάση αυτών των υπολογισμών είναι η θεώρηση ότι στο μεταβολισμό ηρεμίας (δηλαδή 1 MET) ο άνθρωπος χρειάζεται 3.5 ml Ο2 ανά kg σωματικού βάρους ανά λεπτό (3.5 ml 02/kg/min) ή 1 χιλιοθερμίδα ανά kg σωματικού βάρους ανά ώρα (1 kcal/kg/ώρα). Σύμφωνα με το μοντέλο που προτείνεται από τους Pate et al. (1995) η ταξινόμηση των φυσικών δραστηριοτήτων με βάση την έντασή τους ορίζεται ως εξής: α) Δραστηριότητες ελαφριάς έντασης: Στην κατηγορία αυτή εντάσσονται δραστηριότητες που αυξάνουν την ενεργειακή δαπάνη μέχρι και 3 METs. β) Δραστηριότητες μέτριας έντασης: Η ένταση εκτέλεσης των δραστηριοτήτων ισοδυναμεί με το γρήγορο βάδισμα. Το άτομο αισθάνεται ζεστό και ελαφρώς λαχανιασμένο. Σ'αυτή την κατηγορία εντάσσονται δραστηριότητες με μεταβολικό κόστος από METs. γ) Δραστηριότητες υψηλής έντασης: Η ένταση εκτέλεσης των δραστηριοτήτων ισοδυναμεί τουλάχιστον με αργό τρέξιμο. Το άτομο είναι λαχανιασμένο και ιδρωμένο. Σ'αυτή την κατηγορία εντάσσονται δραστηριότητες με μεταβολικό κόστος 6 METs. Με βάση λοιπόν τα στοιχεία που συλλέχθηκαν υπολογίστηκε ο χρόνος συμμετοχής (σε ώρες/εβδομάδα) σε δραστηριότητες μέτριας (3-5.9 METs) και υψηλής έντασης (6 METs). Επιπλέον, υπολογίστηκε η εβδομαδιαία ενεργειακή δαπάνη (kcal/kg/εβδομάδα) για κάθε δραστηριότητα πολλαπλασιάζοντας το χρόνο που είχε αφιερωθεί στη συγκεκριμένη δραστηριότητα επί το μεταβολικό της κόστος, σύμφωνα με τους πίνακες των Ainsworth et al. (2000) (βλ. Παράρτημα IV). Τέλος, αξιολογήθηκε ο χρόνος που οι μαθητές αφιέρωναν καθημερινά σε καθιστικές δραστηριότητες (μελέτη, φροντιστήριο, παρακολούθηση τηλεόρασης, ενασχόληση με ηλεκτρονικά παιχνίδια). Τα κριτήρια εγκυρότητας και αξιοπιστίας του ΕΦΔΤΖ διερευνήθηκαν σε προηγούμενη έρευνα στη χώρα μας (Αυγερινός, Αργυροπούλου, Almond & Μιχαλοπούλου, 2004). Συγκεκριμένα, σε μαθητές γυμνασίου η συσχέτιση του ΕΦΔΤΖ με το «Ερωτηματολόγιο καταγραφής της ΦΔ με ανάκληση διαφορετικών ημερών» ήταν r=.79 και με το επιταχυνσιόμετρο CSA r=.63, ενώ σε μαθητές του δημοτικού η συσχέτιση του ΕΦΔΤΖ με το CSA ήταν r=.56. Επιπλέον, σε μαθητές γυμνασίου ο συντελεστής επαναλαμβανόμενων μετρήσεων σε διάστημα μιας εβδομάδας (test-retest reliability) ήταν r=.77. Για τον έλεγχο της αξιοπιστίας του ΕΦΔΤΖ στην παρούσα έρευνα υπολογίστηκε ο intraclass συντελεστής συσχέτισης επαναλαμβανόμενων μετρήσεων σε διάστημα μιας εβδομάδας, σε τυχαίο δείγμα 64 μαθητών από τα ίδια σχολεία (Πίνακες 3.3 και 3.4). Η εγκυρότητα του ερωτηματολογίου δεν ελέγχθηκε άμεσα στην παρούσα έρευνα. Ωστόσο, στο δείγμα των 64 μαθητών, η συνολική ΦΔ σχετίστηκε θετικά με την

77 Μεθοδολογία 60 προβλεπόμενη μεγίστη πρόσληψη οξυγόνου (r=.416) και αρνητικά με το ποσοστό σωματικού λίπους (r.499), προάγοντας έτσι ένα έμμεσο κριτήριο εγκυρότητας (Katzmarzyk, Malina, Song & Bouchard, 1998). Τα αποτελέσματα αυτά αποτελούν ικανοποιητικές ενδείξεις εγκυρότητας και αξιοπιστίας του ΕΦΔΤΖ για την αξιολόγηση της ΦΔ μαθητών στη χώρα μας. Πίνακας 3.3. Μέσος χρόνος συμμετοχής σε ΦΔ (min/ εβδομάδα) για τις επιμέρους πτυχές της ΦΔ και για τη συνολική ΦΔ σε δυο διαδοχικές μετρήσεις σε διάστημα μιας εβδομάδας. I1! μέτρηση 2i μέτρηση ΦΔ από (min/εβδομάδα): ΜΟ ΤΑ MO ΤΑ Άθληση σε σύλλογο Άθληση σε γυμναστήρια, κέντρα fitness ΦΔ ελεύθερου χρόνου Συνολική ΦΔ Πίνακας 3.4. Τιμές ICC και κύρια επίδραση του παράγοντα «μέτρηση» στις επαναλαμβανόμενες μετρήσεις ΦΔ. ΦΔ από (min/εβδομάδα): Single ICC Average ICC F P Άθληση σε σύλλογο Άθληση σε γυμναστήρια, κέντρα fitness ΦΔ ελεύθερου χρόνου Συνολική ΦΔ Δοκιμασίες φυσικής κατάστασης. Η αξιολόγηση της φυσικής κατάστασης αφορούσε στην καρδιοαναπνευστική αντοχή, τη μυϊκή δύναμη και αντοχή, την ευλυγισία και τη σύσταση του σώματος. Οι δοκιμασίες που χρησιμοποιήθηκαν ήταν αντίστοιχα το παλίνδρομο τρέξιμο αντοχής 20 μ., το τεστ δύναμης χεριού, οι αναδιπλώσεις από την κατάκλιση, η δίπλωση από την εδραία θέση και η μέθοδος των δερματοπτυχών, οι οποίες περιλαμβάνονται στην Ευρωπαϊκή Δέσμη Δοκιμασιών EUROFIT (Συμβούλιο της Ευρώπης, 1992). Η συγκεκριμένη δέσμη τα τελευταία χρόνια έχει χρησιμοποιηθεί επανειλημμένα με σκοπό την αξιολόγηση της φυσικής κατάστασης και των δεικτών υγείας Ευρωπαϊκών παιδικών πληθυσμών (Deforche et al., 2003; Serrano et al., 1999). Ο τρόπος διεξαγωγής των δοκιμασιών περιγράφεται στο σχετικό εγχειρίδιο (Συμβούλιο της Ευρώπης, 1992), αναφέρεται δε συνοπτικά παρακάτω:

78 Μεθοδολοτία 61 - Καρδιοαυαπνευστική αντοχή (V02max): Οι δοκιμαζόμενοι υποβλήθηκαν στη δοκιμασία του παλίνδρομου τρεξίματος (Leger, Merrier, Gadoury & Lambert, 1988), κατά την οποία κινούνταν μεταξύ δύο γραμμών που απείχαν μεταξύ τους 20 μ., ακολουθώντας έναν προκαθορισμένο ρυθμό που δινόταν με ηχητικό σήμα. Το τεστ ξεκινά με ρυθμό βάδισης (8.5 km/min) και σταδιακά καταλήγει σε γρήγορο τρέξιμο (0.5 km/min). Το στάδιο στο οποίο ο μαθητής εγκαταλείπει την προσπάθεια αποτελεί την επίδοσή του, από την οποία γίνεται εκτίμηση της μέγιστης πρόσληψης οξυγόνου (σε ml/kg/min) με τη βοήθεια πινάκων (Leger et al., 1988). Η συγκεκριμένη δοκιμασία αποτελεί μια έγκυρη και αξιόπιστη μέθοδο για την εκτίμησης της αερόβιας ικανότητας παιδιών (Faude, Nowacki & Urhausen, 2004). Ο συντελεστής συσχέτισης μεταξύ της V02max και της απόδοσης στο παλίνδρομο τρέξιμο είναι 0.76 για παιδιά σχολικής ηλικίας, ενώ η αξιοπιστία του τεστ είναι επίσης αποδεκτή και κυμαίνεται από (Κλεισούρας, 1991). - Ισομετρική δύναμη χεριού: Προσδιορίστηκε με ηλεκτρονικό ψηφιακό χειροδυναμόμετρο τύπου Τ.Κ.Κ GRIP D (Takei Scientific Instruments Co, Japan) (Σχ. 3). Σε κάθε μαθητή ο εξεταστής ρύθμιζε τη λαβή του οργάνου έτσι, ώστε οι δύο ράβδοι του να βρίσκονται στην ίδια απόσταση με την πρώτη φάλαγγα του μέσου δακτύλου. Στη συνέχεια χρησιμοποιώντας το χέρι της προτίμησής τους οι μαθητές επιχειρούσαν να σφίξουν βαθμιαία και συνεχόμενα επί 2 sec τουλάχιστον το δυναμόμετρο, κρατώντας το μακριά από το σώμα τους. Κάθε μαθητής επαναλάμβανε το τεστ δύο φορές και βαθμολογούνταν η καλύτερη προσπάθεια σε kg. Σχήμα 3. Ηλεκτρονικό ψηφιακό χειροδυναμόμετρο τύπου Τ.Κ.Κ GRIP D. - Αναδιπλώσεις σε 30 δευτερόλεπτα: Είναι μια δοκιμασία ελέγχου της μυϊκής αντοχής των κοιλιακών μυών. Η διαδικασία εκτέλεσης της δοκιμασίας είναι η εξής: Ο εξεταζόμενος βρίσκεται σε ύπτια κατάκλιση με τα χέρια ενωμένα πίσω από το κεφάλι και τα κάτω άκρα λυγισμένα στα γόνατα και σταθεροποιημένα στο έδαφος από τον εξεταστή ή κάποιο άλλο άτομο. Από τη θέση αυτή ο μαθητής καλείται να εκτελέσει άρση του κορμού. Πλήρης

79 Μεθοδολοτία 62 αναδίπλωση θεωρούνταν όταν ο εξεταζόμενος ξεκινούσε από την καθιστή θέση, ξάπλωνε πίσω με την πλάτη και τους ώμους να ακουμπούν στο στρώμα και επανερχόταν στην καθιστή θέση με τους αγκώνες να ακουμπούν στα γόνατα. Η διάρκεια εκτέλεσης της δοκιμασίας στην ευρωπαϊκή δέσμη είναι 30 sec. Η αξιοπιστία της δοκιμασίας ξεπερνάει το 0.84 (Κλεισούρας, 1991), ενώ η αποδοχή της στηρίζεται στη λογική εγκυρότητα (Hall, Heltzler & Weltman, 1992; Safrit, 1995). - Δίπλωση από την εδραία θέση: Η συγκεκριμένη δοκιμασία παρουσιάστηκε πρώτη φορά από τους Wells & Dillon (1952). Για την εκτέλεσή της χρειάστηκε η κατασκευή ενός ειδικού κουτιού με μήκος 45 εκ., πλάτος 35 εκ. και ύψος 32 εκ. Η επάνω πλευρά του κουτιού εξείχε 15 εκ., οπότε το συνολικό μήκος της επάνω επιφάνειας του κουτιού ήταν 60 εκ. Ένας χάρακας μήκους 30 εκ. ήταν τοποθετημένος στο επάνω μέρος του κουτιού. Σύμφωνα με τις οδηγίες της ευρωπαϊκής δέσμης Eurofit ζητήθηκε από τους μαθητές να καθίσουν στο δάπεδο με τεντωμένα τα κάτω άκρα, τοποθετώντας τα πέλματα των ποδιών σε πλήρη επαφή με το όργανο μέτρησης, που ήταν ειδικά κατασκευασμένο και βαθμονομημένο γγ αυτή τη μέτρηση. Από τη θέση αυτή, οι εξεταζόμενοι, χωρίς να λυγίσουν τα γόνατά τους, εκτελούσαν μια κάμψη του κορμού προς τα εμπρός αργά και βαθμιαία, με σκοπό να μετακινήσουν το δείκτη του χάρακα στην επάνω επιφάνεια του κιβωτίου όσο πιο μακριά μπορούσαν. Η θέση της μεγαλύτερης δίπλωσης έπρεπε να διατηρηθεί για 2 sec τουλάχιστον. Η μετακίνηση του δείκτη καθόριζε και την επίδοση. Η δίπλωση εκτελούνταν αργά και προοδευτικά, χωρίς ταλαντεύσεις. Συνολικά εκτελούνταν δύο προσπάθειες, από τις οποίες καταγραφόταν η καλύτερη επίδοση σε εκατοστά. Η δοκιμασία εκφράζει μεμονωμένα την κινητικότητα της άρθρωσης του ισχίου (ελαστικότητα των οπίσθιων μηριαίων μυών) και του κάτω μέρους της ράχης (Μανδρούκας, 1996), ενώ πρέπει να σημειωθεί ότι δεν επηρεάζεται από τα ανθρωπομετρικά χαρακτηριστικά. Μόνο όταν οι τιμές του κλάσματος του μήκους των άνω άκρων/μήκος των κάτω άκρων είναι ακραίες μπορούν να επηρεαστούν τα αποτελέσματα. Η αξιοπιστία της δοκιμασίας κυμαίνεται από και είναι καλύτερη σε παιδιά σχολικής ηλικίας παρά σε ενήλικες (Κλεισούρας, 1991). - Σύσταση του σώματος: Χρησιμοποιήθηκε η μέθοδος των δερματοπτυχών, η οποία αποτελεί μια από τις πλέον διαδεδομένες μεθόδους υπολογισμού της σύστασης του σώματος. Μετρήθηκαν οι δερματοπτυχές υποπλάτιου, τρικεφάλου και γαστροκνημίου με τη χρήση δερματοπτυχόμετρου (Harpenden calliper, British Indicators Ltd). Όλες οι μετρήσεις έγιναν στη δεξιά πλευρά του σώματος, με τους δοκιμαζόμενους σε όρθια θέση. Η καταγραφή γινόταν στα 2 πρώτα δευτερόλεπτα μετά την εφαρμογή του

80 Μεθοδολογία 63 δερματοπτυχόμετρου στην πτυχή και με ακρίβεια 0.2 mm (Τοκμακίδης, 2003). Για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με την τεχνική μέτρησης βλ. επίσης Παράρτημα VII. Το ποσοστό λίπους του σώματος υπολογίστηκε με ειδικές εξισώσεις για παιδιά, με βάση το φύλο και το άθροισμα των δερματοπτυχών (Lohman et al., 1997; Slaughter et al. 1988) (Πίνακας 3.5). Πίνακας 3.5. Προσδιορισμός του ποσοστού λίπους με βάση τις δερματοπτυχές. Μεταβλητές Εξίσωση Αγόρια τρι + γκ %ΣΛ = * (Σιπτ) τρι + υπ % ΣΛ = * (Σ2πτ) Χρήση αν Σπτ 35 mm Κορίτσια τρι + γκ % ΣΛ = * (Σ2πτ) τρι + υπ % ΣΛ = * (Σ2πτ) Χρήση αν Σπτ 35 mm ΠΤ = πτυχές, Σ = άθροισμα, τρι = τρικέφαλος, γκ = γαστροκνήμιος, υπ = υποπλάτιος, ΣΛ = σωματικό λίπος. Διατροφή. Η συλλογή των διατροφικών δεδομένων έγινε με τη μέθοδο της 24ωρης ανάκλησης (Farris & Nicklas, 1993). Οι συμμετέχοντες κλήθηκαν να καταγράψουν με ακρίβεια το είδος και την ποσότητα όλων των γευμάτων και ποτών που κατανάλωσαν στη διάρκεια της προηγούμενης ημέρας, υπό τον όρο ότι ήταν μια συνηθισμένη ημέρα. Για την ακριβή εκτίμηση των ποσοτήτων και του μεγέθους μιας κανονικής μερίδας χρησιμοποιήθηκαν έγχρωμες φωτογραφίες τροφίμων και ποτών (βλ. Παράρτημα V). Η ανάλυση των τροφίμων έγινε σύμφωνα με τους «Πίνακες σύνθεσης τροφίμων και ελληνικών φαγητών» (Trichopoulou, 1992), καθώς και τις ετικέτες συσκευασμένων τροφίμων που κυκλοφορούν στην ελληνική αγορά, με βάση τα οποία εκτιμήθηκαν: Προσλαμβανόμενη ενέργεια (σε kcal/ ημέρα), Υδατάνθρακες, πρωτεΐνες, ολικό λίπος και κορεσμένα λιπαρά οξέα ως ποσοστό της προσλαμβανόμενης ενέργειας. Διατροφική χοληστερόλη (σε mg/ημέρα) Αρτηριακή Πίεση Αίματος. Η μέτρηση της αρτηριακής πίεσης πραγματοποιήθηκε πριν την αιμοληψία, με τον κάθε εξεταζόμενο σε καθιστή θέση και μετά από ανάπαυση 5-10 λεπτών, με υδραργυρικό σφυγμομανόμετρο, κατάλληλο σε μέγεθος περιχειρίδος, καλύπτοντας 50-75% της περιμέτρου του αριστερού βραχίονα. Ο πρώτος και τέταρτος τόνος Korotkoff μετρήθηκαν δύο φορές, με μεσοδιαστήματα 1-2 λεπτών και ο μέσος όρος

81 Μεθοδολογία 64 των μετρήσεων αποτέλεσε αντίστοιχα τη συστολική και διαστολική αρτηριακή πίεση (Task Force on Blood Pressure Control in Children, 1987). Λήψη αίματος και βιοχημικές αναλύσεις. Για τον προσδιορισμό των βιοχημικών παραμέτρων λήφθηκαν από τους συμμετέχοντες ml αίματος από τη μεσοβασιλική φλέβα του χεριού σε καθιστή θέση, μεταξύ 7:30 και 9:30 π.μ., μετά από 12ωρη νηστεία. Τα δείγματα αφέθηκαν να πήξουν και στη συνέχεια φυγοκεντρήθηκαν σε 4000 rpm επί 15 λεπτά για την παρασκευή ορού. Στη συνέχεια ο ορός διαχωρίστηκε σε πλαστικά σωληνάρια Eppendorf και κατσψύχθηκε στους -70 C μέχρι να χρησιμοποιηθεί για τις αναλύσεις, που περιλάμβαναν τον προσδιορισμό των παρακάτω παραμέτρων: Γλυκόζη ορού, ολική χοληστερόλη (TC), χαμηλής πυκνότητας λυτοπρωτεΐνη (LDL-C), υψηλής πυκνότητας λmoπpωτεΐvη (HDL-C), τριγλυκερίδια (TG). Απολυιοπρωτεΐνη Α-1 (Αρο Α-1), απολιποπρωτεΐνη Β (Αρο Β), λιποπρωτεΐνη (α) [Lp(a)]_ Αντυτονεκτίνη, παράγοντας νέκρωσης των όγκων α (TNF-α) και C-αντιδρώσα πρωτεΐνη (CRP). Ο προσδιορισμός της γλυκόζης και των λιπιδίων έγινε με ενζυμικές φωτομετρικές μεθόδους σε φασματοφωτόμετρο Dimension RXL, Dupont, της εταιρείας Dade Behring (Marburg, Germany). Οι απολιποπρωτεΐνες και η CRP προσδιορίστηκαν σε νεφελόμετρο Β Ν II της ίδιας εταιρείας. Η HDL-C εκτιμήθηκε σύμφωνα με τη μέθοδο καθίζησης. Όλοι οι παραπάνω βιοχημικοί προσδιορισμοί έγιναν με αντιδραστήρια της εταιρείας Dade Behring. Ο προσδιορισμός της αντιπονεκτίνης έγινε με αντιδραστήρια της εταιρείας BioVendor (Heidelberg, Germany), ενώ ο TNF-α προσδιορίστηκε με αντιδραστήρια της εταιρείας Bender MedSystems (Vienna, Austria). H LDL-C υπολογίστηκε με τον τύπο του Friedwald: LDL-C=TC-TG/5 (Friedewald, Levy & Fredrickson, 1972). Επιπλέον υπολογίστηκαν ως αθηρωματικοί δείκτες οι λόγοι TC/HDL-C και LDL-C/HDL-C, καθώς και ο λόγος ΑροΒ/ ΑροΑ. Ορκη,ιός παραγόντων καρδιαγγειακού κινδύνου. Με βάση το φύλο και την ηλικία τα παιδιά ταξινομήθηκαν σε φυσιολογικά και υπέρβαρα/παχύσαρκα, σύμφωνα με τα διεθνώς αποδεκτά όρια του ΔΜΣ ανά ηλικία και φύλο (Cole et al., 2000), τα οποία αντιστοιχούν στις τιμές αναφοράς του ΔΜΣ ενηλίκων (υπερβολικό βάρος: kg/m2, παχυσαρκία: kg/m2) (βλ. Παράρτημα VIII). Για τον ορισμό της κεντρικής παχυσαρκίας

82 Μεθοδολογία 65 χρησιμοποιήθηκε η 90ή εκατοστιαία θέση της περιμέτρου μέσης (Λιναρδάκης, Βαρδαβάς & Καφάτος, 2007), η οποία υπολογίστηκε με βάση το σύνολο των μαθητών της περιοχής που συμμετείχαν στις ανθρωπομετρικές μετρήσεις (η=378). Η πρόσληψη λίπους και κορεσμένων λιπαρών οξέων θεωρήθηκε υψηλή όταν υπερέβαινε τα προτεινόμενα από την Παγκόσμια Οργάνωση Υγείας ποσοστά (30% και 10% της συνολικής προσλαμβανόμενης ενέργειας, αντίστοιχα) (World Health Organization Study Group, 2003). To όριο για τη διατροφική χοληστερόλη ορίστηκε στα 300 mg/ημέρα (National Cholesterol Education Program, 1992). Τα επίπεδα της ΦΔ θεωρήθηκαν ανεπαρκή όταν η συμμετοχή σε δραστηριότητες μέτριας και υψηλής έντασης ήταν χαμηλότερη σε σχέση με τις διεθνείς συστάσεις, δηλαδή κάτω από 60 min/ημέρα και 30 min/ημέρα αντίστοιχα. Για τη δοκιμασία της καρδιοαναπνευστικής αντοχής επιδόσεις 35 ml/kg/min στα αγόρια και 30 ml/kg/min στα κορίτσια θεωρήθηκαν δείκτες φυσιολογικής καρδιαγγειακής λειτουργίας (Bell et al., 1986). Η αρτηριακή πίεση και οι βιοχημικοί δείκτες αξιολογήθηκαν σε σχέση με το φυσιολογικό εύρος τιμών της κάθε παραμέτρου στα παιδιά. Στον Πίνακα 3.6 συνοψίζονται οι τιμές που χρησιμοποιήθηκαν ως κριτήρια ορισμού της υπέρτασης, των διαταραχών στο λιπτδαιμτκό προφίλ και της ύπαρξης φλεγμονής στο συγκεκρτμένο δείγμα, με βάση δημοστευμένες έρευνες (Bell et al., 1986; Thomas et al., 2003; Williams et al., 2002). Πίνακας 3.6. Κριτήρια ορισμού των παραγόντων καρδιαγγειακού κινδύνου. Κλινικοί και βιοχημικοί παράγοντες καρδιαγγειακού κινδύνου Συστολική πίεση: Β 127 mm Hg TC/HDL-C: 4.25 $ 126 mm Hg LDL-C/HDL-C: 2.75 Διαστολική πίεση: d 83 mm Hg ApoA-1: < 125 mg/ dl $ 82 mm Hg ApoB: 125 mg/ dl Τριγλυκερίδια: 130 mg/ dl ApoB/ ApoA-1: 1.0 Ολική Χοληστερόλη: 200 mg/ dl Γλυκόζη: 110 mg/dl HDL χοληστερόλη: < 40 mg/ dl Lp(a): 30 mg/dl LDL χοληστερόλη: 130 mg/dl CRP: 3 mg/l Ορισμός παραγόντων μεταβολικού συνδρόμου. Ο ορισμός του μεταβολτκού συνδρόμου (ΜΣ) και των διαγνωστικών του κριτηρίων παρουσιάζει διαφοροποιήσεις μεταξύ μελετών (National Cholesterol Education Program, 2002; Alberti, Zimmet & Shaw, 2006;

83 Μεθοδολογία 66 International Diabetes Federation, 2005), ενώ δεν υπάρχει ξεχωριστός ορισμός για τα παιδιά. Έτσι για τον καθορισμό του ΜΣ στο παρόν δείγμα χρησιμοποιήθηκαν όρια που προέκυψαν ως σύνθεση ορίων προηγούμενων μελετών (Ford et al., 2005; Kelishadi et al., 2007b; Λιναρδάκης και συν., 2007; Platat et al., 2006) και σύμφωνα με τα κριτήρια του National Cholesterol Education Program (2002). Συγκεκριμένα, ως ΜΣ ορίστηκε η συνύπαρξη τριών ή περισσοτέρων από τους παρακάτω παράγοντες: γλυκόζη νηστείας 110 mg/dl, τριγλυκερίδια 110 mg/dl, HDL-C<50 mg/dl, περίμετρος μέσης 90ή εκατοστιαία θέση (κατά ηλικία και φύλο), και συστολική ή διαστολική πίεση 90ή εκατοστιαία θέση (κατά ηλικία, φύλο και ύψος). Επειδή στα παιδιά για τον ορισμό της υπεργλυκαιμίας και της υπερτριγλυκεριδαιμίας έχουν προταθεί επίσης ως κατώτερο όριο τα 100 mg/ dl (Grundy, Brewer, Cleeman, Smith & Lenfant, 2004; de Ferranti et al., 2004), η συχνότητα εμφάνισης του συνδρόμου υπολογίστηκε και με αυτά τα όρια. Για τη διερεύνηση της πιθανής σχέσης ανάμεσα στη συνύπαρξη των παραγόντων του ΜΣ και τις υπόλοιπες παραμέτρους που εξετάστηκαν, δημιουργήθηκε επιπλέον ένα ποσοτικό σκορ ΜΣ, με βάση τις τιμές της γλυκόζης, της HDL-C, των τριγλυκεριδίων, της περιμέτρου της μέσης και της συστολικής και διαστολικής αρτηριακής πίεσης του αίματος (Franks et al., 2004; Brage et al., 2004b). Για κάθε μια από τις παραπάνω μεταβλητές οι τιμές κάθε παιδιού μετατράπηκαν σε μονάδες τυπικής απόκλισης (τιμές ζ). Για την HDL- C, οι τιμές ζ πολλαπλασιάστηκαν επιπλέον με το (-1), ώστε υψηλότερες τιμές να δείχνουν υψηλότερο μεταβολικό κίνδυνο. Για τη συστολική και διαστολική πίεση υπολογίστηκε ο μέσος όρος των ζ τιμών τους. Το άθροισμα όλων των ζ τιμών δια του αριθμού των παραγόντων αποτέλεσε το σκορ μεταβολικού κινδύνου κάθε μαθητή σε μονάδες τυπικής απόκλισης: Ζ-σΚΟρ ΜΣ = {ΖπερψέτρουΜέσης + ΖΓλυκόζης + Ztg + (-1)*ZhDL-C + [(ΖςΑΠ + ΖδΑπ)/2]/5}, όπου ΣΑΠ = συστολική αρτηριακή πίεση, ΔΑΠ = διαστολική αρτηρική πίεση. Ανάλογες εκτιμήσεις του μεταβολικού κινδύνου σε παιδικούς πληθυσμούς έχουν γίνει και σε προηγούμενες έρευνες, καθώς ο ποσοτικός δείκτης που προκύπτει παρουσιάζει μεγαλύτερη στατιστική ευαισθησία, σε σύγκριση με μια προσέγγιση που θα στηριζόταν στη χρήση των διαχωριστικών ορίων (cut-off points) για κάθε παράγοντα του ΜΣ (Ragland, 1992). Υπολογίστηκε επίσης ένα z-σκορ μεταβολικού κινδύνου χωρίς το κριτήριο της κεντρικής παχυσαρκίας: Z-σκορ ΜΣεπ = { ΖΓλυκόζης + Ztg + (-1)*Zhdl-c + [(ΖςαΠ + Ζλαπ)/2]/4}, όπου Z-σκορ ΜΣεπ = σκορ μεταβολικού κινδύνου εξαιρουμένης της παχυσαρκίας.

84 Μεθοδολογία 67 Σχεδιασμός της έρευνας Χρησιμοποιήθηκε παραγονττκός σχεδιασμός 2x2, με ανεξάρτητες μεταβλητές το ΔΜΣ (Φυσιολογικά - Υπέρβαρα/Παχύσαρκα) και το φύλο (αγόρια - κορίτσια). Εξαρτημένες μεταβλητές ήταν κατά περίπτωση οι ανθρωπομετρικοί δείκτες (ΔΜΣ, περιφέρεια μέσης, αναλογία μέσης/ισχίων), οι διατροφικές παράμετροι (θερμιδική πρόσληψη, ποσοστό συμμετοχής υδατανθράκων, πρωτεϊνών, λίπους, κορεσμένων λιπαρών οξέων και χοληστερόλης στη διατροφή), η ΦΔ (χρόνος συμμετοχής σε δραστηριότητες μέτριας και υψηλής έντασης, συνολική ΦΔ, εβδομαδιαία ενεργειακή δαπάνη από τη συμμετοχή σε ΦΔ), οι επιδόσεις στις δοκιμασίες φυσικής κατάστασης (VCEmax, μυϊκή δύναμη και αντοχή, ευλυγισία, σύσταση του σώματος), οι παράγοντες καρδιαγγειακού κινδύνου (αρτηριακή πίεση, γλυκόζη πλάσματος, λιπίδια, λιποπρωτεΐνες, απολιποπρωτεΐνες, Lp(a), αντιπονεκτίνη, TNF-α, CRP) και το Ζ-σκορ μεταβολικού κινδύνου. Στατκττική ανάλυση Έγινε έλεγχος κανονικότητας των κατανομών για όλες τις εξεταζόμενες παραμέτρους. Για να διαπιστωθεί αν ο αριθμός αγοριών και κοριτσιών του δείγματος διαφέρει από την αναλογία των δύο φύλων στο συνολικό μαθητικό πληθυσμό ηλικίας ετών στην περιοχή της Ανατολικής Αττικής χρησιμοποιήθηκε το τεστ χ2 καλής προσαρμογής. Η κανονικότητα των κατανομών στις ποσοτικές μεταβλητές αξιολογήθηκε με το τεστ των Kolmogorov-Smimov (K-S). Στις μεταβλητές που το τεστ K-S ήταν στατιστικά σημαντικό εφαρμόστηκαν μη παραμετρικές στατιστικές μέθοδοι ή έγινε λογαριθμική μετατροπή πριν τη διενέργεια των αναλύσεων. Αρχικά εφαρμόστηκαν περιγραφικές μέθοδοι. Οι συνεχείς μεταβλητές παρουσιάζονται ως μέσες τιμές ± τυπική απόκλιση ή ως διάμεσες τιμές και ενδοτεταρτημοριακό εύρος, όταν δεν ακολουθούν την κανονική κατανομή. Οι κατηγορικές μεταβλητές περιγράφονται ως απόλυτες ή/και σχετικές συχνότητες. Οι διαφορές μεταξύ αυτοαναφερόμενων και πραγματικών ανθρωπομετρικών δεικτών εξετάστηκαν με το Student's t-test για ζευγαρωτές παρατηρήσεις. Έγινε έλεγχος χ2 (Chisquare test), προκειμένου να εξεταστεί αν υπήρξαν σημαντικές διαφορές στα ποσοστά υπερβολικού βάρους και παχυσαρκίας μεταξύ των δύο φύλων, αλλά και σε σχέση με τα αυτοαναφερόμενα και τα πραγματικά στοιχεία. Η επίδραση του φύλου και της κατηγορίας ΔΜΣ στο μέγεθος της απόκλισης των αυτοαναφερόμενων από τις πραγματικές τιμές εξετάστηκαν με την πολυμεταβλητή ανάλυση διακύμανσης (multivariate ANOVA).

85 ΜηΟοδολονία 68 Η σχέση των δεικτών παχυσαρκίας (βάρος, ΔΜΣ, περίμετρος μέσης, άθροισμα δερματοπτοχών, ποσοστό σωματικού λίπους) με τη διατροφή, τη φυσική δραστηριότητα και τη φυσική κατάσταση αξιολογήθηκε με το συντελεστή συσχέτισης του Pearson. Επιπλέον, εφαρμόστηκε η μέθοδος της ανάλυσης συνδιακύμανσης για να εξεταστούν τυχόν διαφορές στη διατροφή, τη ΦΔ και τη φυσική κατάσταση ως προς το ΔΜΣ και το φύλο, με ρύθμιση ως προς την ηλικία, ώστε να εξασφαλιστεί ότι για τις όποιες πιθανές διαφορές μεταξύ των ομάδων δεν θα ευθυνόταν η χρονολογική ηλικία (Beunen, 1989). Στις αναλύσεις που παρουσίασαν στατιστικά σημαντικές διαφορές πραγματοποιήθηκαν post-hoc αναλύσεις και έλεγχος επίδρασης του δείγματος (effect size), για να εκτιμηθεί η σπουδαιότητα των διαφορών. Για να διαπιστωθεί η ανεξάρτητη επίδραση των παραμέτρων της συμπεριφοράς στο ΔΜΣ εφαρμόστηκαν αναλύσεις πολλαπλής παλινδρόμησης (multivariate regression analysis). Οι σχέσεις των βιολογικών παραγόντων καρδιαγγειακού κινδύνου και του ΜΣ με το ΔΜΣ, τη διατροφή, τη φυσική δραστηριότητα και τη φυσική κατάσταση συνοψίστηκαν με το συντελεστή συσχέτισης του Pearson. Για να εξεταστούν τυχύν διαφορές στα επίπεδα των παραγόντων καρδιαγγειακού κινδύνου και στο σκορ μεταβολικού κινδύνου σε σχέση με το φύλο κα το ΔΜΣ εφαρμόστηκαν αναλύσεις συνδιακύμανσης, με ρύθμιση ως προς την ηλικία. Στις αναλύσεις που παρουσίασαν στατιστικά σημαντικές διαφορές πραγματοποιήθηκαν post-hoc αναλύσεις και έλεγχος επίδρασης του δείγματος (effect size), για να εκτιμηθεί η σπουδαιότητα των διαφορών. Με τον έλεγχο χ2 διερευνήθηκε η ύπαρξη στατιστικά σημαντικών διαφορών στη συχνότητα των παραγόντων καρδιαγγειακού κινδύνου και ΜΣ σε σχέση με το φύλο και το ΔΜΣ. Τέλος, αναλύσεις πολλαπλής παλινδρόμησης εφαρμόστηκαν για να διαπιστωθεί η ανεξάρτητη επίδραση των δεικτών παχυσαρκίας και των παραμέτρων της συμπεριφοράς στο σκορ μεταβολικού κινδύνου και σε επιλεγμένους βιολογικούς παράγοντες κινδύνου. Για όλες τις στατιστικές αναλύσεις χρησιμοποιήθηκε το στατιστικό πρόγραμμα SPSS 13.0 (SPSS Inc, Chicago, IL). To επίπεδο στατιστικής σημαντικότητας ορίστηκε σε ρ<.05.

86 69 IV. ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ Στο παρόν κεφάλαιο γίνεται η παρουσίαση του ερευνητικού έργου, σναφέροντατ ο έλεγχος κανονικότητας των κατανομών, η συχνότητα εμφάνισης υπερβολικού βάρους και παχυσαρκίας στα δύο φύλα, καθώς και οι διαφορές μεταξύ αυτοαναφερόμενων και πραγματικών ανθρωπομετρικών δεδομένων. Σόι συνέχεια εξετάζεται η σχέση της παχυσαρκίας με τη διατροφή, τη φυσική δραστηριότητα και τη φυσική κατάσταση, καθώς και η σχέση των παραμέτρων της συμπεριφοράς με τους τεκμηριωμένους παράγοντες κινδύνου. Ακολουθεί η παρουσίαση των αποτελεσμάτων αναφορικά με τους νεότερους παράγοντες καρδιαγγειακού κινδύνου (μεταβολικό σύνδρομο, δείκτες φλεγμονής) και τη σχέσης τους με την παχυσαρκία και τις παραμέτρους της συμπεριφοράς. Τέλος, εξετάζεται η σχέση του μεταβολικού συνδρόμου και των δεικτών φλεγμονής (CRP, αντιπονεκτίνης, TNF-α) με το φύλο, την παχυσαρκία, τις παραμέτρους της συμπεριφοράς και τους άλλους παράγοντες καρδιαγγειακού κινδύνου. α. Έλεγχος κανονικότητας των κατανομών Από τα αποτελέσματα του τεστ χ2 (Πίνακας 4.1) διαπιστώθηκε ότι η αναλογία αγοριών και κοριτσιών στο δείγμα δεν διαφοροποιήθηκε σημαντικά σε σχέση με την κατανομή των δύο φύλων στον μαθητικό πληθυσμό ηλικίας ετών στην Ανατολική Αττική (αγόρια: 52.50%, κορίτσια: 47.50%), αλλά και σε σχέση με την κατανομή των δύο φύλων στο σύνολο της ελληνικής επικράτειας (αγόρια: 52.08%, κορίτσια: 47.92%) (Γενική Γραμματεία της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας της Ελλάδος, 2004). Πίνακας 4.1. Έλεγχος κατανομής των δύο φύλων στο δείγμα. Παρατηρούμενη συχνότητα (%) Αναμενόμενη συχνότητα (%) Κορίτσια 197 (52.10) (47.50) Αγόρια 181 (47.90) 198,5 (52.50) χ2=3.23, df=l, ρ<.072

87 Α -οτελέσιιατα 70 β. Συχνότητα υπερβολικού βάρους και παχυσαρκίας: διαφορές μεταξύ αυτοαναφερόμενων και πραγματικών ανθρωπομετρικών δεδομένων Στον Πίνακα 4.2 παρουσιάζονται τα περιγραφικά στατιστικά για την ηλικία, το ύψος, το σωματικό βάρος και το ΔΜΣ στο σύνολο του δείγματος. Με βάση τα κριτήρια της Διεθνούς Ομάδας Εργασίας για την Παχυσαρκία (Cole et al., 2000), το 28.3% των μαθητών ήταν υπέρβαροι και το 9.5% παχύσαρκοι. Για τη μελέτη της επίδρασης του φύλου στη συχνότητα της παχυσαρκίας (μηδενική υπόθεση αριθμός 1) χρησιμοποιήθηκε το τεστ χ2. Το 28.9% των κοριτσιών ήταν υπέρβαρα και το 9.7% παχύσαρκα. Τα αντίστοιχα ποσοστά για τα αγόρια ήταν 27.6% και 9.4%. Δεν παρατηρήθηκαν στατιστικά σημαντικές διαφορές μεταξύ των δύο φύλων (χ2=0.098, ρ=0.754). Στον Πίνακα 4.3 παρουσιάζονται οι μέσοι όροι των αυτοαναφερόμενων και πραγματικών τιμών για το ύψος, το βάρος και το ΔΜΣ. Οι μέσες τιμές του ΔΜΣ ήταν στα φυσιολογικά επίπεδα για την ηλικία, δηλαδή κάτω από kg/ m2 για τα κορίτσια και κάτω από kg/ m2 για τα αγόρια. Πίνακας 4.2. Ηλικία και ανθρωπομετρικά χαρακτηριστικά του δείγματος. Εξεταζόμενες παράμετροι ΜΤ±ΤΑ Εύρος τιμών (min-max) Ηλικία (έτη) Ύψος (cm) Βάρος (kg) ΔΜΣ (kg/ m2) ΜΤ=Μέση τιμή, ΤΑ=τυπική απόκλιση, ΔΜΣ==δείκτης μάζας σώματος. Πίνακας 4.3. Σύγκριση μεταξύ αυτοαναφερόμενων και πραγματικών τιμών για το ύψος, το βάρος και το ΔΜΣ. Αυτοαναφερόμενες τιμές Πραγματικές τιμές t Ρ Κορίτσια (π=197) Ύψος (cm) Βάρος (kg) ΔΜΣ (kg/m2) Αγόρια (π=181) Ύψος (cm) Βάρος (kg) ΔΜΣ (kg/m2)

88 Αποτελέσιιατα 71 Χρησιμοποιήθηκε t-test ζευγαρωτών παρατηρήσεων για να απορριφθεί ή να γίνει αποδεκτή η μηδενική υπόθεση αριθμός 2. Από τα αποτελέσματα διαπιστώθηκαν σημαντικές αποκλίσεις μεταξύ αυτοαναφερόμενων και πραγματικών ανθωπομετρικών δεδομένων στα δύο φύλα, με εξαίρεση το ύψος για τα κορίτσια, στο οποίο οι διαφορές ήταν οριακά σημαντικές (ρ<.089). Γενικά, οι μαθητές δήλωσαν μικρότερο σωματικό βάρος και μεγαλύτερο ύψος από το πραγματικό, με αποτέλεσμα ο αυτοαναφερόμενος ΔΜΣ να είναι επίσης σημαντικά μικρότερος σε σχέση με τον πραγματικό. Για την αποδοχή ή την απόρριψη των μηδενικών υποθέσεων 3 και 4 (επίδραση του φύλου και της κατηγορίας ΔΜΣ στο μέγεθος της απόκλισης μεταξύ πραγματικών και αυτοαναφερόμενων ανθρωπομετρικών δεδομένων) χρησιμοποιήθηκε πολυμεταβλητή ανάλυση συνδιακύμανσης (MANCOVA), με ρύθμιση ως προς την ηλικία, αφού ελέγχθηκαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής της. Ως ανεξάρτητες μεταβλητές ορίστηκαν το φύλο (αγόρια - κορίτσια) και η κατηγορία ΔΜΣ (φυσιολογικά - υπέρβαρα - παχύσαρκα), ενώ ως εξαρτημένες μεταβλητές ορίστηκαν οι διαφορές μεταξύ αυτοαναφερόμενων και πραγματικών τιμών ύψους, βάρους και ΔΜΣ. Ο έλεγχος Shapiro-Wilk έδειξε ότι όλες οι μεταβλητές ακολουθούσαν την κανονική κατανομή. Ο έλεγχος σφαιρικότητας του Bartlett έδειξε πως υπήρξε συσχέτιση μεταξύ των μεταβλητών (χ2= , ρ<.0005). Το τεστ του Levene έδειξε ανισότητα των διακυμάνσεων για τις διαφορές μεταξύ αυτοαναφερόμενων και πραγματικών τιμών στο βάρος και το ΔΜΣ. Παρόλα αυτά η πολυμεταβλητή ανάλυση συνδιακύμανσης εφαρμόστηκε, καθώς είναι αρκετά ανθεκτική στην παραβίαση των προϋποθέσεων (Hair et al., 1998; Μαυρομάτης, 1999). Για τη μελέτη της επίδρασης του φύλου, της κατηγορίας ΔΜΣ και της αλληλεπίδρασής τους σιο γραμμικό συνδυασμό των εξαρτημένων μεταβλητών επιλέχθηκε το κριτήριο Pillai's trace, το οποίο αφενός είναι ανθεκτικό στις παραβιάσεις των προϋποθέσεων εφαρμογής της MANOVA, αφετέρου είναι το καταλληλότερο στις περιπτώσεις ανισομεγεθών ομάδων (Hair et al., 1998). Σύμφωνα με τα αποτελέσματα, μόνο η μεταβλητή "κατηγορία ΔΜΣ" είχε σημαντική κύρια επίδραση στο μέγεθος της απόκλισης μεταξύ αυτοαναφερόμενων και πραγματικών τιμών (Pillai's trace=0.261, F(6,670)=16.73, ρ<.0005, η2=.13). Η επίδραση της μεταβλητής "φύλο" και η αλληλεπίδραση φύλου και ΔΜΣ δεν ήταν στατιστικά σημαντικές (ρ.05). Ακολούθησαν μονομεταβλητοί έλεγχοι για την ανίχνευση της κύριας επίδρασης της ανεξάρτητης μεταβλητής "κατηγορία ΔΜΣ" στο μέγεθος της απόκλισης μεταξύ αυτοαναφερόμενων και πραγματικών τιμών. Για τον καθορισμό των επιπέδων στα οποία σημειώθηκαν διαφορές εφαρμόστηκαν τεστ πολλαπλών συγκρίσεων Bonferroni.

89 Αποτελέσιιατα 72 Διαπιστώθηκε ότι τα υπέρβαρα και παχύσαρκα αγόρια είχαν την τάση να υποεκτιμούν το βάρος τους σε μεγαλύτερο βαθμό, σε σύγκριση με τα αγόρια φυσιολογικού βάρους (Πίνακας 4.4). Στο σύνολο του δείγματος η επίδραση ήταν σημαντικότερη για το βάρος ( 2,342=46.29, ρ<.0005, η2=.22) και το ΔΜΣ ( 2,342= 54.07, ρ<.0005, η2=.24), ενώ για το ύψος το μέγεθος της επίδρασης ήταν μικρό ( 2,342= 8.25, ρ<.0005, η2=.05) (Σχ. 4-5). Πίνακας 4.4. Διαφορές μεταξύ αυτοαναφερόμενων και πραγματικών ανθρωπομετρικών δεδομένων σε σχέση με το φύλο και την κατηγορία ΔΜΣ. Φυσιολογικά Υπέρβαρα Παχύσαρκα Διαφορά (Δ) Φύλο π=235 π=107 π=36 ΪΔΜΣ Ύψος (cm) Βάρος (kg) ΔΜΣ (kg/m2) Κορίτσια -0.06± ±4.29 (2,33«=4.79 Αγόρια * 2.37±4.25* (2,33ί;=5.13 Κορίτσια -0.72± * * 12,3351=15.19 Αγόρια * *8 (2,336)=34.04 Κορίτσια * -1.71±2.55* (2,336)=18.70 Αγόρια * * (2,336)=41.45 Δ= (αυτοαναφερύμενη τιμή) - (πραγματική τιμή). Στατιστικά σημαντικές διαφορές σε σχέση με τα φυσιολογικά παιδιά του ίδιου φύλου για: *: ρ<.05, f: ρ<.005, φ: ρ<.001. Στατιστικά σημαντικές διαφορές σε σχέση με τα υπέρβαρα παιδιά του ίδιου φύλου για: #: ρ<.05, : ρ<.01. Δ - Ύψος (cm) Δ - Βάρος (kg) Φυσιολογικά Υπέρβαρα Παχύσαρκα Σχήμα 4. Αποκλίσεις μεταξύ αυτοαναφερόμενων και πραγματικών τιμών ύψους και βάρους ανά κατηγορία ΔΜΣ. Δ= (αυτοαναφερύμενη τιμή) - (πραγματική τιμή).

90 Αποτελέσιιατα 73 Ο Δ - ΒΜΙ (kg/m2) Φυσιολογικά 11 Υπέρβαρα Παχύσαρκα Σχήμα 5. Βαθμός απόκλισης μεταξύ της αυτοαναφερόμενης και της πραγματικής του ΔΜΣ σε σχέση με το υπερβολικό σωματικό βάρος και την παχυσαρκία. Από την ανάλυση χ2 προέκυψε ότι τα ποσοστά υπερβολικού βάρους και παχυσαρκίας που προέκυψαν με βάση τα αυτοσναφερόμενα στοιχεία ήταν τόσο στα αγόρια όσο και στα κορίτσια σημαντικά χαμηλότερα σε σχέση με εκείνα που προέκυψαν με βάση τις πραγματικές μετρήσεις (Πίνακας 4.5). Στο σύνολο του δείγματος, τα ποσοστά υπερβολικού βάρους και παχυσαρκίας με βάση τις αυτοαναφερόμενες τιμές ύψους και βάρους ήταν αντίστοιχα κατά 3.7% και 5.8% χαμηλότερα σε σχέση με τα πραγματικά ποσοστά (χ2=277.66, ρ<.0005) (Σχήμα 6). Πίνακας 4.5. Ποσοστά υπερβολικού βάρους και παχυσαρκίας σε σχέση με το φύλο, με βάση τις αυτοαναφερόμενες τιμές ύψους και βάρους. Κορίτσια, π (%) Αγόρια, π (%) Αυτοαναφερόμενα δεδομένα Φυσιολογικά 141 (71.6%) 130 (71.8%) Υπέρβαρα 49 (24.9%) 44 (24.3%) Παχύσαρκα 7 (3.5%) 7 (3.9%) Πραγματικά δεδομένα Φυσιολογικά 121 (61.4%) 114 (63.0%) Υπέρβαρα 57 (28.9%) 50 (27.6%) Παχύσαρκα 19 (9.7%) 17 (9.4%) Κορίτσια: χ2=154.34, ρ<.0005, Αγόρια: χ2==124.31, ρ<.0005.

91 Αποτελέσιιατα Ό Ηe ο e ο υ Φυσιολογικά Υπέρβαρα Παχύσαρκα Αυτοδηλούμενος ΔΜΣ 71,7 24,6 3,7 Πραγματικός ΔΜΣ 62,2 28,3 9,5 Σχήμα 6. Ποσοστά υπερβολικού βάρους και παχυσαρκίας στο συνολικό δείγμα με βάση τα αυτοαναφερόμενα και τα πραγματικά στοιχεία. Στατιστικά σημαντικές διαφορές μεταξύ αυτοαναφερόμενων και πραγματικών τιμών ΔΜΣ (χ2=277.66, ρ<.0005). Λόγω του μικρού αριθμού παχύσαρκων παιδιών στο δείγμα, τα υπέρβαρα και παχύσαρκα παιδιά ενσωματώθηκαν σε μία υποκατηγορία. Σε όλες τις αναλύσεις που ακολουθούν, όπου ορίζεται ως ανεξάρτητη μεταβλητή η "κατηγορία ΔΜΣ", αυτή περιλαμβάνει δύο υποκατηγορίες, τα φυσιολογικά και τα υπέρβαρα/παχύσαρκα παιδιά. Στον Πίνακα 4.6 παρουσιάζονται τα περιγραφικά στατιστικά για τους υπόλοιπους δείκτες παχυσαρκίας (περιφέρεια μέσης, περιφέρεια ισχίων, αναλογία μέσης/ισχίων, ποσοστό σωματικού λίπους) ανά φύλο και κατηγορία ΔΜΣ. Για να εξεταστεί η επίδραση του φύλου και της κατηγορίας ΔΜΣ στους δείκτες παχυσαρκίας χρησιμοποιήθηκε πολυμεταβλητή ανάλυση διακύμανσης, αφού ελέγχθηκαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής της. Ως ανεξάρτητες μεταβλητές ορίστηκαν το φύλο (αγόρια - κορίτσια) και η κατηγορία ΔΜΣ (φυσιολογικά - υπέρβαρα/παχύσαρκα), ενώ ως εξαρτημένες μεταβλητές ορίστηκαν οι δείκτες παχυσαρκίας. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα, η αλληλεπίδραση φύλου και ΔΜΣ ήταν στατιστικά σημαντική (Pillai's trace =0.059, F(3,369)=7.69, ρ<.0005, η2=.06). Στατιστικά σημαντική ήταν επίσης η κύρια επίδραση της μεταβλητής "φύλο" (Pillai's trace=0.113, F(3,369)=15.74, ρ<.0005, η2=.113) και της μεταβλητής "κατηγορία ΔΜΣ" (Pillai's trace=0.574, F(3,369)=165.95, ρ<.0005, η2=.574). Ακολούθησαν μονομεταβλητοί έλεγχοι για την ανίχνευση των κύριων επιδράσεων και της αλληλεπίδρασης των ανεξάρτητων μεταβλητών στα ανθρωπομετρικά χαρακτηριστικά. Για τον καθορισμό των επιπέδων στα οποία σημειώθηκαν διαφορές εφαρμόστηκαν τεστ πολλαπλών συγκρίσεων Bonferroni.

92 Λποτελέσιιατα 75 Η μεταβλητή "φύλο" είχε σημαντική κύρια επίδραση στην περιφέρεια μέσης (F(i,375)=6.15, ρ<.014, η2=.016) και στην αναλογία μέσης/ισχίων (F(ΐ,375)=33.27, ρ<.0005, η2=.082). Τα αγόρια στο σύνολό τους είχαν υψηλότερες τιμές περιμέτρου μέσης (72.82 ±10.48 cm έναντι cm) και αναλογίας μέσης/ ισχίων από τα κορίτσια (0.87±0.05 έναντι 0.84±0.06). Η κύρια επίδραση του φύλου στην περιφέρεια του ισχίου ήταν οριακά σημαντική (F(i/375)=3.49, ρ<.062, η2=.009), ενώ δεν διαπιστώθηκαν σημαντικές επιδράσεις στο ποσοστό σωματικού λίπους. Η αλληλεπίδραση του "φύλου" και της "κατηγορίας ΔΜΣ", καθώς και η κύρια επίδραση του παράγοντα "κατηγορία ΔΜΣ" ήταν στατιστικά σημαντικές σε όλες τις εξεταζόμενες παραμέτρους. Όπως ήταν αναμενόμενο, οι μέσοι όροι των περιφερειών του σώματος και του σωματικού λίπους ήταν μεγαλύτεροι στα υπέρβαρα/παχύσαρκα παιδιά, σε σχέση με τα φυσιολογικά παιδιά (Πίνακας 4.6). Πίνακας 4.6. Δείκτες παχυσαρκίας σε σχέση με το φύλο και την κατηγορία ΔΜΣ. Παράμετροι Περιφέρεια μέσης (cm) Περιφέρεια ισχίων (cm) Αναλογία μέσης/ ισχίων (WHR) Σωματικό λίπος (%) Κατηγορίες Κορίτσια Αγόρια Σύνολο ΔΜΣ' ' π=197 π=181 π=378 Φυσιολογικά i6.25 ΥΠ/ ΠΣ * * * Fame F(i, 37ΐ)= F(i/37i)= Fp, 37ΐ)= Φυσιολογικά ΥΠ/ ΠΣ 91.70±7.06t 90.10±6.23* * Fame F(i,37i)= F(i,37i)= Fp, 37ΐ) Φυσιολογικά 0.82± ± ΥΠ/ ΠΣ * * * Γ ΔΜΣ Γ(1, 371)-'^Ο.00 ^(1, 371)-35'1 '/ ^(1, 371)-^^ ' / Φυσιολογικά ΥΠ/ ΠΣ * 34.76±6.97* * Fame F(i, 37ΐ)=82.31 F(i, 37ΐ)= Fp, 37ΐ)= ΔΜΣ=Δείκτης μάζας σώματος, ΥΠ/ΠΣ=υπέρβαρα/παχύσαρκα. Στατιστικά σημαντικές διαφορές σε σχέση με τα φυσιολογικά παιδιά του ίδιου φύλου για: *: ρ<.05, : ρ<.01, f: ρ< 005, φ: ρ<.001.

93 Αποτελέσματα 76 γ. Σχέση της παχυσαρκίας με τη διατροφή, τη φυσική δραστηριότητα και τη φυσική κατάσταση Οι συσχετίσεις των δεικτών παχυσαρκίας με τη ΦΔ και τη διατροφή παρουσιάζονται στον πίνακα 4.7 για τα κορίτσια και στον πίνακα 4.8 για τα αγόρια. Και στα δύο φύλα οι δείκτες παχυσαρκίας συσχετίστηκαν αρνητικά με την πρόσληψη υδατανθράκων, ενώ στα κορίτσια παρουσίασαν επιπλέον σημαντικές θετικές συσχετίσεις με την πρόσληψη πρωτεϊνών. Στα κορίτσια η πρόσληψη λιπών και κορεσμένων λιπαρών οξέων παρουσίασε χαμηλές, ωστόσο σημαντικές αρνητικές συσχετίσεις με το ΔΜΣ (r=0.192, ρ<.05) και το σωματικό λίπος (r=0.241, ρ<.05) αντίστοιχα, ενώ στα αγόρια ισχυρές συσχετίσεις διαπιστώθηκαν με το σωματικό λίπος (r=0.438, ρ<.001 και r=0.523, ρ<.001, αντίστοιχα). Η ενεργειακή πρόσληψη και η πρόσληψη διατροφικής χοληστερόλης δεν σχετίστηκαν με τους δείκτες παχυσαρκίας σε κανένα από τα δύο φύλα. Μεταξύ της ΦΔ και των δεικτών παχυσαρκίας διαπιστώθηκαν χαμηλές, ωστόσο σημαντικές αρνητικές συσχετίσεις. Συγκεκριμένα, στα κορίτσια η έντονη ΦΔ σχετίστηκε αρνητικά με το ΔΜΣ, την περίμετρο μέσης και την αναλογία μέσης ισχίων. Επιπλέον, η συνολική ΦΔ και η ενεργειακή δαπάνη από ΦΔ σχετίστηκαν σημαντικά με το ΔΜΣ. Στα αγόρια οι δείκτες παχυσαρκίας συσχετίστηκαν κυρίως με την έντονη ΦΔ και την ενεργειακή δαπάνη από ΦΔ. Η μέτρια ΦΔ και η συνολική ΦΔ δεν παρουσίασαν καμία σημαντική συσχέτιση με τους δείκτες παχυσαρκίας σε κανένα από τα δύο φύλα. Πίνακας 4.7. Συσχετίσεις μεταξύ δεικτών παχυσαρκίας, διατροφής και ΦΔ στα κορίτσια. Κορίτσια Βάρος ΔΜΣ Περίμετρος Περίμετρος Σωματικό (π=197) (kg) (kg/m2) μέσης (cm) ισχίων (cm) WHR λίπος (%) Ενεργειακή πρόσληψη NS NS NS NS NS NS (Kcal/ημέρα) Υδατάνθρακες (%) -.238s ,235 -,255s NS -.255s Πρωτεΐνες (%) NS.285* Λίπη (%) NS,192s NS NS NS NS Κορεσμένα λίπη (%) NS NS NS NS NS,241s Χοληστερόλη (mg/ημέρα) NS NS NS NS NS NS Μέτρια ΦΔ (min/εβδ.) NS NS NS NS NS NS Έντονη ΦΔ (min/εβδ.) NS -.166* -.189* NS -.163* NS Συνολική ΦΔ (min/εβδ.) NS -.141* NS NS NS NS ΕΔΦΔ (kcal/kg/εβδ.) NS -.145* NS NS NS NS ΦΔ=φυσική δραστηριότητα, ΕΔΦΔ=ενεργειακή δαπάνη από ΦΔ, ννήκ=αναλογία μέσης/ισχίων, Ν5=μη σημαντική συσχέτιση. *: ρ<.05, : ρ<.01, f: ρ<.005, φ: ρ<.001.

94 Αποτεΐέσαατα 77 Πίνακας 4.8. Συσχετίσεις μεταξύ δεικτών παχυσαρκίας, διατροφής και ΦΔ στα αγόρια. Αγόρια Βάρος ΔΜΣ Περίμετρος Περίμετρος Σωματικό (η=181) (kg) (kg/m2) μέσης (cm) ισχίων (cm) WHR λίπος (%) Ενεργειακή πρόσληψη (kcal/ ημέρα) NS NS NS NS NS NS Υδατάνθρακες (%) NS -.150* -.186* -.175* NS -.433* Πρωτεΐνες (%) NS NS NS.170* NS NS Λίπη (%) NS NS NS NS.154*.438* Κορεσμένα λίπη (%) NS NS NS NS.163*.523* Χοληστερόλη (mg/ημέρα) NS NS NS NS NS NS Μέτρια ΦΔ (min/ εβδ.) NS NS NS NS NS NS Έντονη ΦΔ (min/εβδ.) -,197s -.182* -.223^ -.177* -.210s -,215s Συνολική ΦΔ (min/εβδ.) NS NS NS NS NS NS ΕΔΦΔ (kcal/kg/εβδ.) NS -.166* -,194s -.153* -.182* -,215s ΦΔ=φυσική δραστηριότητα, ΕΔΦΔ=ενεργειακή δαπάνη από ΦΔ, ννηκ=αναλογία μέσης/ ισχίων, Ν5=μη σημαντική συσχέτιση. *: ρ<.05, : ρ<.01, f: ρ<.005, φ: ρ<.001. Στον Πίνακα 4.9 παρουσιάζονται οι συσχετίσεις μεταξύ των ανθρωπομετρικών δεικτών και της φυσικής κατάστασης. Διαπιστώθηκαν στατιστικά σημαντικές συσχετίσεις και στα δύο φύλα για όλες τις παραμέτρους, εκτός από την ευλυγισία στα κορίτσια. Όλες οι παράμετροι της φυσικής κατάστασης παρουσίασαν αρνητική συσχέτιση με τους ανθρωπομετρικούς δείκτες, με εξαίρεση την ισομετρική δύναμη χεριού. Στα κορίτσια την υψηλότερη συσχέτιση παρουσίασε η V02max με το το ποσοστό σωματικού λίπους (r=-.539, ρ<.001), ενώ υψηλή θετική συσχέτιση βρέθηκε μεταξύ της ισομετρικής δύναμης χεριού και του σωματικού βάρους (r=.522, ρ<.001). Στα αγόρια η ισομετρική δύναμη χεριού παρουσίασε σημαντικά υψηλή θετική συσχέτιση με το σωματικό βάρος (r=.589, ρ<.001), καθώς και με τις περιμέτρους ισχίων (r=.492, ρ<.001) και μέσης (r=.450, ρ<.001). Η V02max παρουσίασε υψηλή αρνητική συσχέτιση με την περίμετρο μέσης (r.545, ρ<.001) και το ΔΜΣ (γ=.526, ρ<.001). Το τεστ των κοιλιακών παρουσίασε και στα δύο φύλα μέτριες συσχετίσεις με τους ανθρωπομετρικούς δείκτες (r μεταξύ και -.264), ενώ το τεστ της ευλυγισίας παρουσίασε χαμηλές συσχετίσεις με τους ανθρωπομετρικούς δείκτες μόνο στα αγόρια (r μεταξύ και -.174).

95 Λποτ&χσιιατα 78 Πίνακας 4.9. Συσχετίσεις μεταξύ δεικτών παχυσαρκίας και φυσικής κατάστασης. Βάρος ΔΜΣ Περίμετρος Περίμετρος Σωματικό (kg) (kg/m2) μέσης (cm) ισχίων (cm) WHR λίπος (%) Κορίτσια (n=197) V Ozmax (ml/ kg/ min) NS Κοιλιακοί (επαναλήψεις σε 30 ') NS NS Δύναμη χεριού (Ν) *.365*.464+ NS NS Ευλυγισία (cm) NS NS NS NS -.184* NS Αγόρια (n=181) VC2max (ml/kg/ min) Κοιλιακοί (επαναλήψεις σε 30") Δύναμη χεριού (Ν) NS.253+ Ευλυγισία (cm) -.174* NS * NS Ν5=μη σημαντική συσχέτιση, Ν==Newton. *: p<.05, : p<-01, f: p<.005, φ: p<.001. Στον Πίνακα 4.10 παρουσιάζονται τα διατροφικά χαρακτηριστικά του δείγματος σε σχέση με τις κατηγορίες ΔΜΣ και το φύλο. Η μέση ημερήσια θερμιδική πρόσληψη ανήλθε περίπου στις 1650 kcal/ημέρα. Αναφορικά με τα επιμέρους μακροθρεπτικά στοιχεία, η κατανάλωση υδατανθράκων ανήλθε στο 52.4% της ημερήσιας θερμιδικής πρόσληψης, των λιπών στο 26.5% και των πρωτεϊνών στο 21%. Η πρόσληψη χοληστερόλης ήταν εντός των προτεινόμενων για την ηλικία ορίων (<300 mg/ημέρα). Από την πολυμεταβλητή ανάλυση συνδιακύμανσης προέκυψε στατιστικά σημαντική κύρια επίδραση του ΔΜΣ στις διατροφικές παραμέτρους (Pillai's Trace=.073, F(3,352)=9.19, ρ<.0005, η2=.07). Συγκεκριμένα, τα παιδιά φυσιολογικού βάρους ανέφεραν σημαντικά υψηλότερη πρόσληψη υδατανθράκων και χαμηλότερη πρόσληψη πρωτεϊνών, λίπους και κορεσμένων λιπαρών οξέων, σε σχέση με τα υπέρβαρα/παχύσαρκα παιδιά. Δεν παρατηρήθηκαν διαφορές στην ενεργειακή πρόσληψη ή την πρόσληψη χοληστερόλης. Το φύλο δεν είχε σημαντική κύρια επίδραση στις διατροφικές παραμέτρους (F(3352)=1.67, ρ.05), ενώ δεν παρατηρήθηκε αλληλεπίδραση μεταξύ κατηγοριών ΔΜΣ και φύλου (F(3,352)=1.30, ρ.05). Τα κορίτσια ανέφεραν ελαφρώς υψηλότερη πρόσληψη υδατανθράκων σε σχέση με τα αγόρια (ρ=0.175), ενώ η πρόσληψη πρωτεϊνών ήταν υψηλότερη στα αγόρια (F(i,354)=4.78, ρ<.03, η2=.013). Δεν διαπιστώθηκαν στατιστικό σημαντικές διαφορές μεταξύ των δύο φύλων στις υπόλοιπες διατροφικές παραμέτρους.

96 Αποτελέσιιατο. 79 Πίνακας Διαφορές μεταξύ φυσιολογικών και 1διατροφικές παραμέτρους. υπέρβαρων/ παχύσαρκων παιδιών στις Παράμετροι Κατηγορίες Κορίτσια Αγόρια Σύνολο ΔΜΣ π=197 η=181 n=378 Ενεργειακή Φυσιολογικά ± πρόσληψη ΥΠ/ ΠΣ (kcal/ ημέρα) FaME F(j, 3541=0.54 F(ι, 354)=3.63 F(l, 354)=0.79 Υδατάνθρακες Φυσιολογικά (%) ΥΠ/ ΠΣ * * Fa με F(1354) F(t, 354) F(i, 354)=22.44 Πρωτεΐνες (%) Φυσιολογικά ΥΠ/ ΠΣ * * * Fame Fa 354)=14.70 F(i 354j=4.88 F(1,354=17.91 Λίπη (%) Φυσιολογικά ΥΠ/ ΠΣ * * * Fame F(l,354)=7.99 F(l, 354)=4.03 F(i, 354j=11.55 Κορεσμένα λίπη Φυσιολογικά (%) ΥΠ/ ΠΣ * * Fame F(i, 354)= 8.28 F(i, 354;=2.16 F(i, 3541=9.23 Χοληστερόλη Φυσιολογικά (mg/ημέρα) ΥΠ/ ΠΣ Fame F(l, 354)=0.04 F(i, 354j=0.13 Fa, 3541=0.02 ΔΜΣ=Δείκτης μάζας σώματος, ΥΠ/ΠΣ=υπέρβαρα/παχύσαρκα. Στατιστικά σημαντικές διαφορές σε σχέση με τα φυσιολογικά παιδιά του ίδιου φύλου για: *: p<.05, : p<.01, f: p<.005, 1: p<.001. Στον Πίνακα 4.11 παρουσιάζεται η ΦΔ του δείγματος σε σχέση με το ΔΜΣ και το φύλο. Η συνολική ΦΔ του δείγματος ανήλθε στα ~70 min/ημέρα. Με βάση την πολυμεταβλητή ανάλυση συνδιακύμανσης δεν υπήρξε κύρια επίδραση της κατηγορίας ΔΜΣ (Pillai's Trace=.01/ F(3,370)=l-63, ρ,05) ή αλληλεπίδραση μεταξύ ΔΜΣ και φύλου (Pillai's Trace=.01, F(3,370)=.731/ ρ.05). Από την άλλη μεριά, διαπιστώθηκε σημαντική κύρια επίδραση του φύλου στις παραμέτρους της ΦΔ (Pillai's Trace=.07, F(3,370)=9.47, ρ<.001, η2=.07). Συγκεκριμένα, τα αγόρια δήλωσαν περισσότερο χρόνο συμμετοχής σε ΦΔ υψηλής έντασης σε σχέση με τα κορίτσια (2.65 ώρες/εβδομάδα έναντι 1.39 ωρών/εβδομάδα, F(i,372)=20.33, ρ<.001, η2=.05), ενώ οι διαφορές στην ενεργειακή δαπάνη από ΦΔ προσέγγισαν το επίπεδο της στατιστικής σημαντικότητας (41.02 kcal/kg/εβδομάδα έναντι kcal/kg/εβδομάδα, F(i,372)=2.84, ρ<.093, η2=.01). Τα κορίτσια ανέφεραν

97 Αποτελέσματα 80 περισσότερο χρόνο συμμετοχής σε ΦΔ μέτριας έντασης (6.73 ώρες/εβδομάδα έναντι 5.41 ωρών/εβδομάδα, F(i,372)=5.75, ρ<.017), ενώ δεν βρέθηκαν διαφορές στη συνολική ΦΔ (8.11 ώρες/εβδομάδα έναντι 8.06 ωρών/εβδομάδα, F(i,372)=.01, ρ<.932). Πίνακας Διαφορές στις παραμέτρους της ΦΔ σε σχέση με το φύλο και την κατηγορία ΔΜΣ. Παράμετροι Κατηγορίες ΔΜΣ Κορίτσια Αγόρια Σύνολο η=197 η=181 n=378 ΦΔ μέτριας έντασης Φυσιολογικά (ώρες/εβδ.) ΥΠ/ ΠΣ 6.45± Fa μς F(i,372)=0.54 F(l,372)=0.19 F(l, 3721=0.67 ΦΔ υψηλής έντασης Φυσιολογικά 1.57± (ώρες/εβδ.) ΥΠ/ ΠΣ * Fa μς F(l, 372)=0.89 F(i, 372)=3.73 F(l, 3721=4.19 Συνολική ΦΔ Φυσιολογικά (ώρες/εβδ.) ΥΠ/ ΠΣ Fame F(l, 372)=1.15 F(l, 372)=1.56 F(i, 372)=2.69 ΕΔΦΔ (kcal/kg/εβδ.) Φυσιολογικά ΥΠ/ ΠΣ 32.81± Fame F(l,372)=1.69 F(l, 3721=1-43 F(l, 3721=3.10 Οι διαφορές στις παραμέτρους φυσικής κατάστασης σε σχέση με το ΔΜΣ και το φύλο παρουσιάζονται στον πίνακα Με βάση την πολυμεταβλητή ανάλυση συνδιακύμανσης δεν υπήρξε σημαντική αλληλεπίδραση των δύο παραγόντων (Pillai's Trace=.01, F(i,338)=.75, ρ<.525). Ωστόσο, η κύρια επίδραση της κατηγορίας ΔΜΣ (Pillai's Trace=.189, F(3,338)=26.28, ρ<.0005, η2=.19) και του φύλου (Pillai's Trace=.232, F(3,338)=34.00, ρ<.0005, η2=.23) ήταν στατιστικά σημαντικές. Αναλυτικότερα, στο σύνολο του δείγματος διαπιστώθηκε στατιστικά σημαντική κύρια επίδραση του ΔΜΣ στη V02max (F(i,340) =66.07, ρ<.0005, η2=.16) και τη μυϊκή αντοχή κορμού (Fp^op 37.16, ρ<.0005, η2=.099), ενώ η επίδραση στην ισομετρική δύναμη χεριού ήταν μικρή (F(i,340)= 7.60, ρ<.007, η2=.058). Οι ξεχωριστές αναλύσεις έδειξαν ότι τα φυσιολογικά αγόρια και κορίτσια σημείωσαν καλύτερες επιδόσεις στην καρδιοαναπνευστική αντοχή (F(i,340)= 38.13, ρ<.0005, η2=.101 και F(i,340)=28.23, ρ<.0005, η2=.077, αντίστοιχα) και στους κοιλιακούς (F(i,340)= 13.41, ρ<.0005, η2=.038 και F(i,340)=24.81, ρ<.0005, η2=.068, αντίστοιχα), σε σχέση με τα υπέρβαρα και παχύσαρκα παιδιά. Από την άλλη μεριά, τα υπέρβαρα/ παχύσαρκα αγόρια σημείωσαν καλύτερες επιδόσεις στην ισομετρική δύναμη χεριού, ωστόσο η τιμή του η2 ήταν χαμηλή

98 Αποτελέσιιατα 81 (F(i,340)=7.29/ ρ<.008/ η2=.056). Οι επιδόσεις στο τεστ της ευλυγισίας δεν διαφοροποιήθηκαν σημαντικά μεταξύ φυσιολογικών και υπέρβαρων/ παχύσαρκων παιδιών. Πίνακας Διαφορές στη φυσική κατάσταση σε σχέση με το φύλο και το ΔΜΣ. Παράμετροι Κατηγορίες Κορίτσια Αγόρια Σύνολο ΔΜΣ π=197 π=181 π=378 V02max (ml/kg/ min) Φυσιολογικά 30.25± ΥΠ/ ΠΣ * * * Κοιλιακοί (επαναλήψεις σε 30' ) Φυσιολογικά ΥΠ/ ΠΣ lli4.16t * Ισομετρική δύναμη χεριού Φυσιολογικά 72.66± (Newton) ΥΠ/ ΠΣ * s Ευλυγισία (cm) Φυσιολογικά ΥΠ/ ΠΣ νθ^3χ=προβλεπόμενη μέγιστη πρόσληψη οξυγόνου. Στατιστικά σημαντικές διαφορές σε σχέση με τα φυσιολογικά παιδιά του ίδιου φύλου για: *: ρ<.05, : ρ<.01, φ: ρ<.005, φ: ρ<.001. Οι διαφορές μεταξύ των δύο φύλων στις δοκιμασίες φυσικής κατάστασης απεικονίζονται στο Σχήμα 7. Τα κορίτσια υπερείχαν των αγοριών στην ευλυγισία (F(i,340)=58.73, ρ<.0005/ η2=.15). Τα αγόρια σημείωσαν καλύτερες επιδόσεις στα τεστ της καρδιοαναπνευσπκής αντοχής (F(i,340)=20.13, ρ<.0005, η2=.056) και των κοιλιακών (F(i,340)=4.61, ρ<.032, η2=.013). Οι επιδόσεις στο τεστ της ισομετρικής δύναμης χεριού δεν διαφοροποιήθηκαν σημαντικά μεταξύ των δύο φύλων (F(i,340)=2.62, ρ<.108, η2=.021). Σχήμα 7. Διαφορές μεταξύ των δύο φύλων στη φυσική κατάσταση (*: ρ<.05, φ: ρ<.001).

99 ΑποτελέσίΜτα 82 Αναφορικά με τις καθιστικές δραστηριότητες, με βάση το τεστ χ2 δεν παρατηρήθηκαν στατιστικά σημαντικές διαφορές μεταξύ αγοριών και κοριτσιών, με εξαίρεση την ενασχόληση με υπολογιστές και ηλεκτρονικά παιχνίδια (Σχήμα 8). Αναλυτικότερα, για την πλειοψηφία των μαθητών (κορίτσια: 68%, αγόρια: 67%, χ2= 1.07, ρ<.784) ο χρόνος διαβάσματος κυμάνθηκε από 1-3 ώρες/ημέρα, ενώ το 68.2% του δείγματος (κορίτσια: 69.9%, αγόρια: 66.3%, χ2=3.67, ρ<.299) αφιέρωνε τον ίδιο χρόνο (1-3 ώρες/ημέρα) για φροντιστήριο. Το ποσοστό των μαθητών που παρακολουθούσε από 1-3 ώρες την ημέρα τηλεόραση ανήλθε στο ~43%, ενώ υπήρχε κι ένα ποσοστό μαθητών (κορίτσια: 27%, αγόρια: 20.6%) που αφιέρωνε περισσότερες από 3 ώρες την ημέρα μπροστά στην τηλεόραση (χ2=3.62, ρ<.164). Ο χρόνος ενασχόλησης με υπολογιστές και ηλεκτρονικά παιχνίδια για την πλειοψηφία των μαθητών (κορίτσια: 82.7%, αγόρια: 68.9%) δεν ξεπερνόύσε τη 1 ώρα/ημέρα. Από την άλλη μεριά, το 24.3% και 6.8% των αγοριών ανέφεραν ότι αφιέρωναν καθημερινά 1-3 ώρες και πάνω από 3 ώρες αντίστοιχα στη χρήση υπολογιστή ή την ενασχόληση με ηλεκτρονικά παιχνίδια (χ2=9.71, ρ<.008). Παρόμοιες κατανομές συχνοτήτων προέκυψαν όταν οι αναλύσεις έγιναν σε σχέση με το ΔΜΣ, χωρίς να προκύψουν στατιστικά σημαντικές διαφορές μεταξύ φυσιολογικών και υπέρβαρων/παχύσαρκων παιδιών, με εξαίρεση την παρακολούθηση τηλεόρασης (Σχήμα 9) Τηλεόραση Υπολογιστής δ f Φροντιστήριο δ Διάβασμα/ Μελέτη 0% 20% 40% 60% 80% 100% I <1 ώρα 1-3 ώρες 3 ώρες Σχήμα 8. Διαφορές μεταξύ αγοριών και κοριτσιών στις καθιστικές δραστηριότητες.

100 Αποτελέσματα 83 Τηλεόραση Φυσιολογικά ΥΠ/ΠΣ 28,9 36,3 37,6 26,1 50,7 20,4 * Φυσιολογικά Υπολογιστής ΥΠ/ΠΣ 76,4 18,3 75,5 18,7 5,8 g Φυσιολογικά Φροντιστήριο ΥΠ/ΠΣ 70,7 63,8 21,2 Διάβασμα/ Μελέτη Φυσιολογικά ΥΠ/ΠΣ 64,8 27,6 72,1 22,1 40% 60% 80% 100% I <1 ώρα 1-3 ώρες 3 ώρες Σχήμα 9. Καθιστικές δραστηριότητες του δείγματος σε σχέση με το ΔΜΣ. Δεν παρατηρήθηκαν στατιστικά σημαντικές διαφορές μεταξύ φυσιολογικών και υπέρβαρων/ παχύσαρκων παιδιών, με εξαίρεση την παρακολούθηση τηλεόρασης (Μελέτη: χ2=5.43, ρ<.143, φροντιστήριο: χ2=4.84, ρ<.184, τηλεόραση: χ2=5.90, ρ<.05, ηλεκτρονικοί υπολογιστές: χ2=.04, ρ<.979). Στο Σχήμα 10 απεικονίζονται τα ποσοστά των μαθητών που παρουσίασαν αποκλίσεις στις συμπεριφορές διατροφής και φυσικής δραστηριότητας, σε σχέση με τις κατευθυντήριες γραμμές για την υγεία. Στο 25.5% και 29.9% των κοριτσιών διαπιστώθηκε αντίστοιχα αυξημένη πρόσληψη λίπους και κορεσμένων λιπαρών οξέων. Τα αντίστοιχα ποσοστά για τα αγόρια ήταν 26.9% και 31.6%. Επιπλέον, για το 29.8% των αγοριών και το 22.9% των κοριτσιών (χ2=2.23, ρ<.135) η πρόσληψη χοληστερόλης υπερέβαινε το όριο των 300 mg/ημέρα. Το 63.6% του δείγματος δεν εκπλήρωνε τις οδηγίες για συμμετοχή σε ΦΔ μέτριας έντασης 1 ώρα/ημέρα. Το αντίστοιχο ποσοστό για τη συμμετοχή σε δραστηριότητες υψηλής έντασης 30 λεπτά/ημέρα ήταν 73.4%, με σημαντική διαφοροποίηση μεταξύ αγοριών και κοριτσιών (61.3% έναντι 84.3%, αντίστοιχα, χ2=25.63, ρ<.0001). Παράλληλα, το 72.1% των αγοριών και το 69.4% των κοριτσιών σημείωσε χαμηλή V02max (χ2=.31, ρ<.577).

101 Αποτελέσματα 84 Διατροφικό λίπος Κορεσμένα λίπη Χοληστερόλη Μέτρια ΦΔ Έντονη ΦΛ Χαμηλή ΥΌ2max: 30%τηςΣΕΠ 10%τηςΣΕΠ 300 mg/ημέρα <60 min/ημέρα <30 min/ημέρα <$ < 35 ml/kg/m in $ < 30 ml/kg/min! Κορίτσια Αγόρια Σχήμα 10. Αποκλίσεις των δύο φύλων στις συμπεριφορές διατροφής και φυσικής δραστηριύτητας σε σχέση με τις κατευθυντήριες γραμμές για την υγεία. ΣΕΠ = συνολική ημερήσια ενεργειακή πρόσληψη, $ = αγόρια, $ = κορίτσια. *: ρ<.05, φ: ρ<.001 σε σχέση με το άλλο φύλο. Οι αντίστοιχες διαφορές σε σχέση με την κατηγορία ΔΜΣ παρουσιάζονται στο Σχήμα 11. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα του τεστ χ2 οι αποκλίσεις στη διατροφή ήταν συχνότερες στα υπέρβαρα και παχύσαρκα παιδιά, σε σχέση με τα παιδιά φυσιολογικού βάρους. Συγκεκριμένα, το 34.6% και το 37.5% των υπέρβαρων/ παχύσαρκων παιδιών ανέφερε αυξημένη πρόσληψη λίπους και κορεσμένων λιπαρών οξέων, αντίστοιχα. Τα αντίστοιχα ποσοστά για τα παιδιά φυσιολογικού βάρους ήταν 20.6% και 26.5% (χ2=8.54, ρ<.003 και χ2=4.85, ρ<.028, αντίστοιχα). Για την πρόσληψη χοληστερόλης δεν διαπιστώθηκαν στατιστικά σημαντικές διαφορές (χ2=1.53, ρ<.216). Τα ποσοστά των μαθητών που δεν εκπλήρωναν τις οδηγίες για συμμετοχή σε ΦΔ μέτριας έντασης δεν παρουσίασαν σημαντική διαφοροποίηση μεταξύ φυσιολογικών και υπέρβαρων/παχύσαρκων παιδιών (χ2=2.52, ρ<.112). Ωστόσο, το ποσοστό των υπέρβαρων/παχύσαρκων μαθητών που δεν εκπλήρωναν τις οδηγίες για συμμετοχή σε ΦΔ υψηλής έντασης, όπως επίσης και το ποσοστό των υπέρβαρων/παχύσαρκων παιδιών με χαμηλή VChmax ήταν σημαντικά υψηλότερα σε σχέση με τα αντίστοιχα ποσοστά των μαθητών φυσιολογικού βάρους (80.4% έναντι 68.9%, χ2=5.99, ρ<.014 και 90.1% έναντι 58.9%, χ2=41.13, ρ<.0005, αντίστοιχα).

102 Α ποτε/χσιιατα 85 Διατροφικό λίπος Κορεσμένα λίπη Χοληστερόλη Μέτρια ΦΔ Έντονη ΦΔ Χαμηλή V02mav: 30% τηςσεπ 10% τηςσεπ 300 mg/ημέρα <60 min/ημέρα <30 min/ημέρα c?<35 ml/kg/min 5 <30 ml/kg/min Φυσιολογικά 1ΥΙΊ/ΠΣ Σχήμα 11. Διαφορές μεταξύ φυσιολογικών και υπέρβαρων/παχύσαρκων (ΥΓΊ/ΠΣ) παιδιών στις συμπεριφορές διατροφής και φυσικής δραστηριότητας σε σχέση με τις κατευθυντήριες γραμμές για την υγεία. ΣΕΠ = συνολική ημερήσια ενεργειακή πρόσληψη, $ = αγόρια, $ = κορίτσια. *: ρ<.05, f. ρ< 005, φ: ρ<.001 σε σχέση με τα παιδιά φυσιολογικού βάρους. Για να εξεταστεί η ανεξάρτητη επίδραση των διατροφικών παραμέτρων, της ΦΔ και της V02max στους δείκτες παχυσαρκίας εφαρμόστηκαν αναλύσεις πολλαπλής παλινδρόμησης ξεχωριστά για τα δύο φύλα. Από τα αποτελέσματα βρέθηκε ότι στα κορίτσια η VC^max και η πρόσληψη πρωτεϊνών συνέβαλαν σημαντικά στην πρόβλεψη του ΔΜΣ και του ποσοστού σωματικού λίπους, ενώ για την περιφέρεια μέσης στατιστικά σημαντική ήταν και η συμβολή της ΦΔ υψηλής έντασης (Πίνακας 4.13). Στα αγόρια ο μοναδικός σημαντικός προγνωστικός δείκτης του ΔΜΣ και της περιφέρειας μέσης ήταν η VC^max, ενώ στην πρόβλεψη του ποσοστού σωματικού λίπους εκτός από τη VC^max στατιστικά σημαντική ήταν και η συμβολή της πρόσληψης κορεσμένων λιπαρών οξέων. Οι εξισώσεις παλινδρόμησης ερμήνευσαν στα κορίτσια το 28.6%-41.4% και στα αγόρια το 29.6%-47.8% της διακύμανσης των δεικτών παχυσαρκίας. Παρόμοια αποτελέσματα προέκυψαν και όταν στις αναλύσεις αντί της ΦΔ μέτριας και υψηλής έντασης συμπεριλήφθηκε η συνολική ΦΔ.

103 Αποτελέσματα 86 Πίνακας Αποτελέσματα ανάλυσης παλινδρόμησης για το ΔΜΣ, την περιφέρεια μέσης και το ποσοστό σωματικού λίπους. Κορίτσια (π=197) Αγόρια (n=181) Παράμετροι β (SE) β (SE) Ανεξάρτητη μεταβλητή: ΔΜΣ Πρόσληψη πρωτεϊνών (%) 0.29 (0.06)* NS VOzmax (ml/ kg/ min) (0.06)* (0.05)* R * 0.296* Ανεξάρτητη μεταβλητή: Περιφέρεια μέσης Πρόσληψη πρωτεϊνών (%) 0.26 (0.15)* NS V02max (ml/ kg/ min) (0.15)* (0.13)* ΦΔ υψηλής έντασης (ώρες/ εβδ.) (0.04)* NS R * 0.349* Ανεξάρτητη μεταβλητή: Ποσοστό σωματικού λίπους Πρόσληψη πρωτεϊνών (%) 0.25 (0.18)* NS Πρόσληψη κορεσμένων λιπών (%) NS 0.33 (0.46)* V02max (ml/ kg/ min) (0.18)* (0.19)* R * 0.478* Σε όλα τα μοντέλα παλινδρόμησης συμπεριλήφθησαν επίσης, χωρίς ωστόσο σημαντική συμβολή, η ηλικία, το μορφωτικό επίπεδο των γονέων, η ΦΔ και η πρόσληψη υδατανθράκων, β = συντελεστής παλινδρόμησης, SE = τυπικό σφάλμα. *: ρ<.05, : ρ<.01, φ: ρ<.001.

104 , λ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ» Αποτε/.ε<ηιατα *d S1 δ. Σχέση του φύλου και της παχυσαρκίας με τους τεκμηριωμένους παράγοντες καρδιαγγειακού κινδύνου. Στον Πίνακα 4.14 συνοψίζονται οι συσχετίσεις των ανθρωπομετρικών δεικτών με τους καθιερωμένους παράγοντες καρδιαγγειακού κινδύνου. Οι δείκτες παχυσαρκίας σχετίστηκαν με την πλειοψηφία των παραγόντων κινδύνου, με εξαίρεση την αρτηριακή πίεση. Οι χαμηλότερες συσχετίσεις παρατηρήθηκαν μεταξύ των ανθρωπομετρικών δεικτών, της TC και της HDL-C (από έως.219). Από την άλλη μεριά, τα τριγλυκερίδια και οι αθηρωματικοί δείκτες TC/HDL-C και LDL-C/HDL-C παρουσίασαν υψηλές συσχετίσεις με τους ανθρωπομετρικούς δείκτες (από.330 έως.422, ρ<0.001). Πίνακας Συσχετίσεις μεταξύ δεικτών παχυσαρκίας και παραγόντων κινδύνου. Βάρος ΔΜΣ Περίμετρος Περίμετρος Σωματικό (kg) (kg/m2) μέσης (cm) ισχίων (cm) WHR λίπος (%) TG (mg/dl).346*.370*.370*.363*.224*.343* TC (mg/ dl) NS.219* NS NS NS.201* LDL-C (mg/dl).224*.283*.233* NS.198*,262s HDL-C (mg/dl) -,259s ,263s -.245* NS -.207* TC/HDL-C.417*.422*.418*.382*.277s.392* LDL-C/ HDL-C α.338*.347*.342*.291*.250*.328* Γλυκόζη (mg/ dl).320*.334*.293*.313* NS,260s Apo A-l (mg/ dl) -.257* * -.249* NS -.230* Apo B (mg/dl).230*.268s.237* NS.206*.263s Apo B/ Apo A-la.339*.321*.315*.290*.201*.331* Lp(a) (mg/dl)a,272s.239*.219*.218* NS NS ΣΑΠ (mm Hg) NS NS NS NS NS NS ΔΑΠ (mm Hg).213* NS NS NS NS NS α=0 υπολογισμός του συντελεστή συσχέτισης έγινε μετά από λογαριθμική μετατροπή των τιμών της μεταβλητής. ΣΑΠ=συστολική αρτηριακή πίεση, ΔΑΠ=διαστολική αρτηριακή πίεση, Νθ^μη σημαντική συσχέτιση. *: ρ<.05, : ρ<.01, f: ρ< 005, φ: ρ<.001. Για τον έλεγχο των ερευνητικών υποθέσεων (επίδραση του φύλου και της κατηγορίας ΔΜΣ στους καθιερωμένους παράγοντες κινδύνου) χρησιμοποιήθηκε ανάλυση συνδιακύμανσης, με ρύθμιση ως προς την ηλικία. Ως ανεξάρτητες μεταβλητές ορίστηκαν το φύλο και η κατηγορία ΔΜΣ. Ως εξαρτημένες μεταβλητές ορίστηκαν οι τιμές των παραγόντων καρδιαγγειακού κινδύνου. Δεν υπήρξε στατιστικά σημαντική κύρια επίδραση του φύλου (Pillai's Trace=.160, F(i3,77)=1.13, ρ<.346) ή αλληλεπίδραση μεταξύ

105 Αποτελέσματα 88 κατηγορίας ΔΜΣ και φύλου (Pillai's Trace=.081, F(i3,77)=.52, ρ<.904). Η κύρια επίδραση της κατηγορίας ΔΜΣ ήταν στατιστικά σημαντική (Pillai's Trace=.243, F(i3,77)=1.90, ρ<.043, η2=.24), χωρίς να παρουσιάσουν όλες οι διαφορές στατιστική σημαντικότητα (Πίνακες ). Πίνακας Διαφορές μεταξύ φυσιολογικών και υπέρβαρων/παχύσαρκων παιδιών σε σχέση με τους καθιερωμένους παράγοντες καρδιαγγειακού κινδύνου. Παράμετροι Κατηγορίες ΔΜΣ Κορίτσια (π=54) Αγόρια (π=58) Σύνολο(π=112) TG (mg/dl) Φυσιολογικά ΥΠ/ ΠΣ * * TC (mg/dl) Φυσιολογικά ± ΥΠ/ ΠΣ ± LDL-C (mg/dl) Φυσιολογικά ΥΠ/ ΠΣ HDL-C Φυσιολογικά (mg/dl) ΥΠ/ ΠΣ TC/HDL-C Φυσιολογικά ΥΠ/ ΠΣ * * LDL-C/ HDL-C Φυσιολογικά ΥΠ/ ΠΣ * Γλυκόζη Φυσιολογικά (mg/dl) ΥΠ/ ΠΣ * Apo A-l Φυσιολογικά (mg/dl) ΥΠ/ ΠΣ Apo B (mg/ dl) Φυσιολογικά ΥΠ/ ΠΣ Apo B/ Φυσιολογικά Apo A-l ΥΠ/ ΠΣ * Lp(a) (mg/dl) Φυσιολογικά ΥΠ/ ΠΣ ΣΑΠ Φυσιολογικά (mm Hg) ΥΠ/ ΠΣ ΔΑΠ Φυσιολογικά (mm Hg) ΥΠ/ ΠΣ ΣΑΠ=συστολική αρτηριακή πίεση, ΔΑΠ=διαστολική αρτηριακή πίεση. Στατιστικά σημαντικές διαφορές σε σχέση με τα φυσιολογικά παιδιά της ίδιας υποκατηγορίας για: *: ρ< 05, : ρ<.01, f: ρ<.005, φ: ρ<.001.

106 Αποτελέσιιατα 89 Πίνακας Τιμές του στατιστικού F για τις διαφορές στους παράγοντες καρδιαγγειακού κινδύνου σε σχέση με την κατηγορία ΔΜΣ και το φύλο. Παράμετροι Famz FΦύλο FΔΜΣχΦόλο TG (mg/dl) * TC (mg/dl) LDL-C (mg/dl) HDL-C (mg/dl) TC/HDL-C * LDL-C/ HDL-C 7.113s Γλυκόζη (mg/ dl) 6.058* Αρο A-l (mg/ dl) Αρο B (mg/dl) Αρο B/Apo A-l 5.096* Lp(a) (mg/dl) ΣΑΠ (mm Hg) ΔΑΠ (mm Hg) *: p<.05, : p<.01, t- p<-005, φ: p<.001. Αναλυτικότερα στο σύνολο του δείγματος τα υπέρβαρα/παχύσαρκα παιδιά είχαν σημαντικά υψηλότερες τιμές τριγλυκεριδίων και γλυκόζης, και δυσμενέστερους αθηρωματικούς δείκτες (TC/HDL-C, LDL-C/HDL-C, Αρο Β/Αρο Α-1). Η HDL-C και ο λόγος Αρο Β/Αρο Α-1 παρουσίασαν οριακά σημαντικές διαφορές στα κορίτσια (ρ<.067 και ρ<.089, αντίστοιχα), ενώ η LDL-C παρουσίασε οριακές διαφορές στα αγόρια (ρ<.081). Στη συνέχεια εξετάστηκε η κατανομή των τιμών των παραγόντων κινδύνου σε σχέση με την κατηγορία ΔΜΣ. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα του τεστ χ2, στα υπέρβαρα/παχύσαρκα παιδιά παρατηρήθηκε σημαντικά υψηλότερη συχνότητα μη φυσιολογικών τιμών LDL-C και γλυκόζης (ρ<.031 και ρ<.016, αντίστοιχα). Τα ποσοστά των μαθητών με χαμηλές τιμές της Αρο Α-1 και αυξημένες τιμές διαστολικής πίεσης ήταν επίσης υψηλότερα στα υπέρβαρα/παχύσαρκα παιδιά, ωστόσο με οριακή στατιστική σημαντικότητα (ρ<.082). Τα υπέρβαρα/παχύσαρκα παιδιά παρουσίασαν υψηλότερα ποσοστά μη φυσιολογικών τιμών ολικής χοληστερόλης και τριγλυκεριδίων, όμως οι διαφορές δεν άγγιξαν το όριο της στατιστικής σημαντικότητας, ενδεχομένως λόγω του μικρού αριθμού περιπτώσεων σε ορισμένα κελιά. Η κατανομή των τιμών στους υπόλοιπους παράγοντες καρδιαγγειακού κινδύνου ήταν παρόμοια στα φυσιολογικά και τα υπέρβαρα/παχύσαρκα παιδιά (Πίνακας 4.17).

107 Αποτελέσματα 90 Πίνακας Κατανομή τιμών των παραγόντων κινδύνου σε σχέση με το ΔΜΣ. Παράμετροι Τιμή Όρια Φυσιολογικά (π=67) ΥΠ/ΠΣ (π=45) X2 TG (mg/dl) Φυσιολογική < (88.1%) 34 (75.6%) Οριακά υψηλή (9%) 6 (13.3%) 3.83 Υψηλή (3%) 5(11.1%) TC (mg/dl) Φυσιολογική < (56.7%) 21 (46.7%) Οριακά υψηλή (25.4%) 11 (24.4%) 1.98 Υψηλή (17.9%) 13 (28.9%) LDL-C Φυσιολογική < (67.2%) 24 (53.3%) (mg/dl) Οριακά υψηλή (28.4%) 12 (26.7%) 6.92 Υψηλή (4.5%) 9 (20.0%)* HDL-C Φυσιολογική (100%) 45 (100%) (mg/dl) Χαμηλή <40 0 (0%) 0 (0%) TC/HDL-C Φυσιολογική < (100%) 44 (97.8%) Υψηλή (0%) 1 (2.2%) LDL-C/ HDL- Φυσιολογική < (100%) 44 (97.8%) C Υψηλή (0%) 1 (2.2%) Γλυκόζη Φυσιολογική < (97%) 38 (84.4%) (mg/ dl) Υψηλή (3%) 7 (15.6%)* Apo A-l Φυσιολογική (97%) 40 (88.9%) (mg/dl) Χαμηλή <125 2 (3%) 5(11.1%) Apo B Φυσιολογική < (100%) 44 (97.8%) (mg/dl) Υψηλή (0%) 1 (2.2%) Apo B/Apo Φυσιολογική < (98.5%) 44 (97.8%) A-l Υψηλή (1.5%) 1 (2.2%) Lp(a) Φυσιολογική <30 59 (88.1%) 39 (86.7%) (mg/dl) Υψηλή 30 8 (11.9%) 6 (13.3%) ΣΑΠ (mm Φυσιολογική <95η ΕΘ 67 (100%) 45 (100%) Hg) Υψηλή 95ι ΕΘ 0 (0%) 0 (0%) ΔΑΠ (mm Φυσιολογική <95ι ΕΘ 67 (100%) 43 (95.6%) Hg) Υψηλή 95ι ΕΘ 0 (0%) 2 (4.4%) 3.03 ΕΘ=εκατοστιαία θέση. Στατιστικά σημαντικές διαφορές σε σχέση με τα παιδιά φυσιολογικού βάρους για: *: ρ<.05. Οι τυχόν διαφορές στην κατανομή των τιμών στους καθιερωμένους παράγοντες κινδύνου εξετάστηκε και σε σχέση με το φύλο. Σύμφωνα με το τεστ χ2 δεν διαπιστώθηκαν στατιστικά σημαντικές διαφορές μεταξύ αγοριών και κοριτσιών. Με βάση τα κριτήρια ορισμού των παραγόντων καρδιαγγειακού κινδύνου (Πίνακας 3.6), η συχνότητα εμφάνισης διαταραχών στο λιπιδαιμικό προφίλ κυμάνθηκε από % στα αγόρια και από % στα κορίτσια (Σχήμα 12). Ακόμη, το 12.1% των αγοριών είχε μη φυσιολογικές τιμές Lp(a) (30 mg/dl) και το 10.3% παρουσίαζε αυξημένα επίπεδα

108 Αποτελέσματα 91 γλυκόζης (110 mg/dl). Τα αντίστοιχα ποσοστά για τα κορίτσια ήταν 13% και 5.6%. Οι τιμές της Αρο Α-1 βρέθηκαν χαμηλές στο 6.3% του δείγματος. Οι τιμές της HDL-C και της συστολικής πίεσης ήταν εντός των προτεινόμενων για την ηλικία ορίων (HDL-C40 mg/dl, συστολική πίεση: αγόρια<127 mm Hg, κορίτσια< 126 mm Hg) για το σύνολο του δείγματος. Οι αθηρωματικοί δείκτες, η Αρο Β και ο λόγος Αρο Β/ Αρο Α-1 κυμάνθηκαν επίσης σε φυσιολογικά επίπεδα για την πλειοψηφία του δείγματος TC/HDL-C LDL-C/HDL-C Γλυκόζη 110 mg/dl ΠΓ Αρο Α-1 < 125 mg/dl ^Μ5.2 I7 Αρο Β 125 mg/dl ^ 1.7 Κορίτσια Η Αγόρια Ποσοστό (%) Σχήμα 12. Συχνότητα μη φυσιολογικών τιμών στους καθιερωμένους παράγοντες κινδύνου σε σχέση με το φύλο. Η κατανομή του συνόλου των παραγόντων καρδιαγγειακού κινδύνου σε σχέση με την κατηγορία ΔΜΣ και το φύλο παρουσιάζεται στα Σχήματα 13 και 14. Το 9.8% του συνολικού δείγματος εμφάνισε 3 παράγοντες κινδύνου, χωρίς στατιστικά σημαντικές διαφοροποιήσεις μεταξύ των δύο φύλων (κορίτσια: 7.4%, αγόρια: 12,1%, χ2=.708, ρ<.702). Ωστόσο, το ποσοστό των υπέρβαρων/παχύσαρκων παιδιών με 3 παράγοντες κινδύνου ήταν σημαντικά υψηλότερο σε σχέση με το αντίστοιχο των φυσιολογικών παιδιών (3.0% έναντι 19.9%, χ2=8.974, ρ<.011).

109 Αποτελέσιιατα Φυσιολογικά Αριθμός παραγόντων κινδύνου Υπερβαρα/Παχύσαρκα Σχήμα 13. Κατανομή των παραγόντων καρδιαγγετακοό κινδύνου σε σχέση με το ΔΜΣ. Ποσοστό (%) Σχήμα 14. Κατανομή των παραγόντων καρδιαγγειακού κινδύνου στα δύο φύλα.

110 Αποτελέσματα 93 ε. Σχέση της διατροφής, της φυσικής δραστηριότητας και της φυσικής κατάστασης με τους καθιερωμένους παράγοντες κινδύνου Η ερευνητική υπόθεση 19 εξετάστηκε με αναλύσεις συσχέτισης. Από τα αποτελέσματα φάνηκε ότι τα επίπεδα τριγλυκεριδίων σχετίστηκαν θετικά με την πρόσληψη πρωτεϊνών (r=.267, ρ<.008) και διατροφικής χοληστερόλης (r=.315, ρ<.002), και αρνητικά με την πρόσληψη υδατανθράκων (r=-.242, ρ<.017). Η ημερήσια ενεργειακή πρόσληψη παρουσίασε οριακά στατιστικές σημαντικές συσχετίσεις με την HDL-C (r=-.186, ρ<.068) και με το δείκτη TC/HDL-C (r=.180, ρ<.078). Μετά από ρύθμιση ως προς το ποσοστό σωματικού λίπους, τη ΦΔ και τη φυσική κατάσταση, η μόνη συσχέτιση που παρέμεινε στατιστικά σημαντική ήταν εκείνη μεταξύ τριγλυκεριδίων και διατροφικής χοληστερόλης (partial r=0.264, ρ<.020). Στον πίνακα 4.18 παρουσιάζονται οι συσχετίσεις της της ΦΔ, και της φυσικής κατάστασης με τους παράγοντες καρδιαγγειακού κινδύνου. Τα επίπεδα τριγλυκεριδίων παρουσίασαν σημαντικές αρνητικές συσχετίσεις με τη συνολική ΦΔ και την ενεργειακή δαπάνη από ΦΔ, ενώ η σχέση τους με τη μέτρια ΦΔ ήταν οριακά σημαντική (ρ<.057). Ο δείκτης TC/HDL-C σχετίστηκε αρνητικά με τη συνολική ΦΔ (ρ<.05). Η Αρο Β σχετίστηκε σημαντικά με τη ΦΔ υψηλής έντασης και οριακά με τη συνολική ΦΔ (ρ<.065). Ανάλογες αρνητικές συσχετίσεις διαπιστώθηκαν και για την αναλογία Αρο Β/ Αρο Α-1, με υψηλότερο ωστόσο συντελεστή για τη συνολική ΦΔ (r=-.219, ρ<.033). Οι τιμές της συστολικής και διαστολικής πίεσης σχετίστηκαν αρνητικά με τη μέτρια και τη συνολική ΦΔ, ενώ η διαστολική πίεση σχετίστηκε επιπλέον σημαντικά με την ενεργειακή δαπάνη από ΦΔ (r=-.194, ρ<.045). Με εξαίρεση τη σχέση της ΦΔ υψηλής έντασης με την Αρο Β και την αναλογία Αρο Β/Αρο Α-1, οι άλλες συσχετίσεις παρέμειναν αμετάβλητες μετά τη ρύθμιση ως προς το ποσοστό σωματικού λίπους και την πρόσληψη λίπους. Αναφορικά με της παραμέτρους της φυσικής κατάστασης, οι σημαντικότερες αρνητικές συσχετίσεις παρατηρήθηκαν ανάμεσα στη VCL max και την πλειοψηφία των παραγόντων κινδύνου, με εξαίρεση τα τριγλυκερίδια, την ολική χοληστερόλη, την Lp(a) και την αρτηριακή πίεση. Επιπλέον, η V02max σχετίστηκε θετικά με την HDL-C και την Αρο Α-1. Η δύναμη των κοιλιακών παρουσίασε σημαντική αρνητική συσχέτιση με τον αθηρωματικό δείκτη TC/HDL-C και οριακές αρνητικές συσχετίσεις με την LDL-C (ρ<.084) και το δείκτη LDL-C/HDL-C (ρ<.063). Η ισομετρική δύναμη χεριού παρουσίασε σημαντικές θετικές συσχετίσεις με την Lp(a) και τη συστολική πίεση του αίματος. Τέλος, η ευλυγισία παρουσίασε σημαντικές αρνητικές συσχετίσεις με την ολική χοληστερόλη και τη

111 Αποτελέσματα 94 γλυκόζη του πλάσματος. Μετά από ρύθμιση ως προς το ποσοστό σωματικού λίπους και την πρόσληψη λίπους στη διατροφή, οι παραπάνω συσχετίσεις εξανεμίστηκαν, με εξαίρεση τη σχέση της V02max με το δείκτη LDL-C/HDL-C (partial r=-0.201, ρ<.05), της ισομετρικής δύναμης χεριού με τη συστολική πίεση (partial r=0.333, ρ<.001) και της ευλυγισίας με την ολική χοληστερόλη (partial r=-0.202, ρ<.04). Πίνακας Συσχετίσεις μεταξύ της ΦΔ, της καρδιοαναπνευσττκής αντοχής και των παραγόντων καρδιαγγειακού κινδύνου. Ισομετρική Μέτρια Έντονη Συνολική δύναμη ΦΔ ΦΔ ΦΔ ΕΔΦΔ V 02max Κοιλιακοί χεριού Ευλυγισία TGa NS -.248* -.245* NS NS NS NS TC NS NS NS NS NS NS NS -.221* LDL-C NS NS NS NS -, NS NS HDL-C NS NS NS NS.211* NS NS NS TC/HDL-C NS NS -.192* NS -.346* -.209* NS NS LDL-C/HDL- NS NS NS NS -.329* NS NS Ο* Γλυκόζη NS NS NS NS -.221* NS NS -.223* Αρο Α-1 NS NS NS NS.229* NS NS NS Αρο Β NS -.200* NS -.229* NS NS NS Αρο Β/ NS -.201* -.219* NS -.316* NS NS NS Αρο Α-1α Lp(a) NS NS NS NS NS NS.220* NS ΣΑΠ -.192* NS -.215* NS NS NS.325* NS ΔΑΠ -.231* NS -.240* -.194* NS NS NS NS Ο υπολογισμός του συντελεστή συσχέτισης έγινε μετά από λογαριθμική μετατροπή των τιμών της μεταβλητής. Οι μονάδες μέτρησης όπως και στους προηγούμενους πίνακες. Ν5=μη σημαντική συσχέτιση. *: ρ<.05, : ρ< 01, f: ρ< 005, φ: ρ<.001.

112 Αποτελέσματα 95 στ. Νεότεροι παράγοντες καρδιαγγειακού κινδύνου 1. Μεταβολικό σύνδρομο: Σχέση με την παχυσαρκία και τις παραμέτρους της συμπεριφοράς Με βάση τα κριτήρια που είχαν τεθεί, το 24.1% του δείγματος εμφάνισε έναν παράγοντα του ΜΣ, το 10.7% είχε δύο παράγοντες, το 1.8% είχε τρεις παράγοντες και το 1.8% εμφάνισε τέσσερις παράγοντες του ΜΣ. Η υπερτρτγλυκεριδαιμία ήταν ο παράγοντας με την υψηλότερη συχνότητα εμφάνισης και στα δύο φύλα (κορίτσια: 16.7%, αγόρια 15.5%), ακολουθούμενη από τις χαμηλές τιμές της HDL-C (16.7%) στα κορίτσια και από την κεντρική παχυσαρκία στα αγόρια (13.8%). Η συχνότητα εμφάνισης του ΜΣ ήταν 3.6%, χωρίς στατιστικά σημαντικές διαφορές μεταξύ των δύο φύλων (κορίτσια: 5.6%, αγόρια 1.7%, χ2=1.19, ρ<.28). Από το σύνολο των 4 μαθητών με ΜΣ, ένας ήταν υπέρβαρος και 3 παχύσαρκοι. Με βάση το κατώτερο όριο τα 100 mg/ dl για την υπεργλυκαιμία και την υπερτρτγλυκεριδαιμία (Grundy et al., 2004; de Ferranti et al., 2004), η συχνότητα εμφάνισης του συνδρόμου ήταν 5.4%. Και στην περίπτωση αυτή οι μαθητές με 3 παράγοντες του ΜΣ ήταν υπέρβαροι (16.7%) ή παχύσαρκοι (83.3%). Η κατανομή των παραγόντων του ΜΣ σε αγόρια και κορίτσια παρουσιάζεται στο Σχήμα ο X 3 10 Κορίτσια Ο Αγόρια ΠΜ 90ή ΕΘ Γλυκόζη 110 mg/dl HDL-C < 50 mg/dl TG 110 mg/dl ΑΠ 90ή ΕΘ ΜΣ (%) ΜΣ (%) 11,1 5,6 16,7 16,7 13 5,6 5,6 13,8 10,3 10,3 15,5 3,4 1,7 5,2 Σχήμα 15. Κατανομή των παραγόντων του ΜΣ στα δύο φύλα. ΠΜ=περίμετρος μέσης, ΑΠ=αρτηριακή πίεση, ΜΣ«=συχνότητα του ΜΣ με βάση τα κατώτερα όρια τριγλυκεριδίων και γλυκόζης.

113 Λποτελέσΐίατα 96 Η ερευνητική υπόθεση 22 (σχέση του σκορ μεταβολικού κινδύνου με τους ανθρωπομετρικούς δείκτες) εξετάστηκε με αναλύσεις συσχέτισης (Πίνακας 4.19). Από τα αποτελέσματα προέκυψαν ισχυρές θετικές συσχετίσεις του σκορ μεταβολικού κινδύνου με όλους τους ανθρωπομετρικούς δείκτες. Όλες οι συσχετίσεις μειώθηκαν όταν από το σκορ μεταβολικού κινδύνου εξαιρέθηκε η κεντρική παχυσαρκία, εξακολούθησαν όμως να είναι στατιστικά σημαντικές σε επίπεδο ρ< Πίνακας Συσχετίσεις μεταξύ του σκορ μεταβολικού κινδύνου και των ανθρωπομετρικών δεικτών. Pearson's r Μεταβλητές Ζ-σκορ ΜΣ Ζ-σκορ ΜΣεπ Βάρος (kg) ΔΜΣ (kg/m2) Περίμετρος μέσης (cm) Περίμετρος ισχίων (cm) Μ/Ι.471,268 % σωματικού λίπους Ζ-σκορ ΜΣεπ=οκορ μεταβολικού κινδύνου εξαιρουμένης της κεντρικής παχυσαρκίας. Όλες οι συσχετίσεις ήταν στατιστικά σημαντικές σε επίπεδο ρ< Οι συσχετίσεις του σκορ μεταβολικού κινδύνου με τη διατροφή, τη ΦΔ και τη φυσική κατάσταση συνοψίζονται στον Πίνακα 4.20 (ερευνητική υπόθεση 23). Διαπιστώθηκε ότι το σκορ μεταβολικού κινδύνου σχετίστηκε αρνητικά με τη ΦΔ μέτριας έντασης και τη συνολική ΦΔ, την ενεργειακή δαπάνη από ΦΔ, τη V02max, τους κοιλιακούς και την ευλυχισία. Από την άλλη μεριά, θετικές συσχετίσεις προέκυψαν ανάμεσα στο σκορ μεταβολικού κινδύνου και την πρόσληψη πρωτεϊνών και χοληστερόλης, καθώς και με την ισομετρική δύναμη χεριού. Η συσχέτιση μεταξύ του σκορ μεταβολικού κινδύνου και της πρόσληψης υδατανθράκων παρουσίασε οριακή στατιστική σημαντικότητα (ρ=0.06). Με εξαίρεση την πρόσληψη χοληστερόλης και τις παραμέτρους της ΦΔ, οι συσχετίσεις των υπόλοιπων παραμέτρων εξανεμίστηκαν όταν η περιφέρεια μέσης εξαιρέθηκε από το συνολικό σκορ μεταβολικού κινδύνου (Ζ-σκορ ΜΣεπ).

114 ΛπυτεΑέσιιατα 97 Πίνακας Συσχετίσεις μεταξύ της διατροφής, της ΦΔ, της καρδιοαναπνευστικής αντοχής και του σκορ μεταβολικού κινδύνου. Μεταβλητές Pearson's r Ζ-σκορ ΜΣ Partial r Ζ-σκορ ΜΣεπ Ενεργειακή πρόσληψη (kcal/ημέρα) NS NS Υδατάνθρακες (% της ΣΕΠ) NS Πρωτεΐνες (% της ΣΕΠ).233* NS Λίπη (% της ΣΕΠ) NS NS Κορεσμένα λίπη (% της ΣΕΠ) NS NS Χοληστερόλη (mg/ ημέρα) * ΦΔ μέτριας έντασης (min/εβδ.) -.251* -.354» ΦΔ υψηλής έντασης (min/ εβδ.) NS NS Συνολική ΦΔ (min/εβδ.) -, » ΕΔΦΔ (kcal/ kg/ εβδ.) -.231* -.226* ^^2 max (ml/ kg/ min) -.391» NS Κοιλιακοί (επαναλήψεις σε 30 sec.) -.239* NS Ισομετρική δύναμη χεριού (Newton).287» NS Ευλυγισία (cm) -.249* NS Ζ-σκορ ΜΣεπ = σκορ μεταβολικού κινδύνου εξαιρουμένης της κεντρικής παχυσαρκίας. Partial Γ=συσχέτιση των παραμέτρων της διατροφής, της ΦΔ και της VCbmax με το σκορ μεταβολικού κινδύνου, αφού ελέγχθηκε η επίδραση της κεντρικής παχυσαρκίας. Ν5=μη σημαντική συσχέτιση. *: ρ<05, : ρ<.01, f: ρ< 005, φ: ρ<.001. Προκειμένου να εξεταστεί η ανεξάρτητη επίδραση των παραμέτρων της συμπεριφοράς στο σκορ μεταβολικού κινδύνου εφαρμόστηκαν αναλύσεις πολλαπλής παλινδρόμησης. Αφού λήφθηκαν υπόψη η ηλικία και το φύλο, βρέθηκε ότι η συνολική ΦΔ και η πρόσληψη χοληστερόλης συνέβαλαν σημαντικά και ανεξάρτητα στην πρόβλεψη του σκορ μεταβολικού κινδύνου (Πίνακας 4.21, μοντέλο 1). Όταν στο μοντέλο συμπεριλήφθηκαν οι παράμετροι της φυσικής κατάστασης, ο συντελεστής παλινδρόμησης της ΦΔ μετώθηκε από -.23 σε -.16 (ρ<.069). Η σχέση του σκορ μεταβολικού κινδύνου με την πρόσληψη χοληστερόλης παρέμεινε ανεξάρτητη, όπως και εκείνη της VC^max και της ισομετρικής δύναμης χεριού (Πίνακας 4.21, μοντέλο 2). Ωστόσο, όταν η κεντρική παχυσαρκία εξαιρέθηκε από το σκορ μεταβολικού κινδύνου και προστέθηκε στο μοντέλο πρόβλεψης, μόνο η ΦΔ κατ οριακά η διατροφική χοληστερόλη εξακολούθησαν να παρουσιάζουν σημαντική συσχέτιση με το σκορ μεταβολικού κινδύνου (Πίνακας 4.21, μοντέλο 3).

115 Αποτελέσιιατα 98 Πίνακας Αποτελέσματα ανάλυσης παλινδρόμησης για το σκορ μεταβολικού κινδύνου. Μοντέλο 1 Μοντέλο 2 Μοντέλο 3 Μεταβλητές β (SE) β (SE) β (SE) Ηλικία (έτη) NS NS NS Φύλο NS NS NS Πρωτεΐνες (% της ΣΕΠ) NS NS NS Χοληστερόλη (mg/ ημέρα) 0.21 (0.08)* 0.19 (0.07)* 0.15 (0.07) Συνολική ΦΔ (min/εβδ.) (0.00)* (0.00) (0.00)3 V 2 max (ml/ kg/ min) (0.01)+ NS Ισομετρική δύναμη χεριού (Newton) (0.01)+ NS Περιφέρεια μέσης (cm) (0.00)+ R * 0.29* Στο μοντέλο 3 η κεντρική παχυσαρκία εξαιρέθηκε από το σκορ μεταβολικού κινδύνου, β = συντελεστής παλινδρόμησης, SE = τυπικό σφάλμα, Ν5=μη σημαντική συσχέτιση. *: ρ<.05, : ρ<.01, t: ρ<.005, φ: ρ<.001. Στον Πίνακα 4.22 συνοψίζονται οι συσχετίσεις του σκορ μεταβολικού κινδύνου με τους τεκμηριωμένους παράγοντες κινδύνου, οι οποίοι δεν περιλαμβάνονται στα κριτήρια ορισμού του ΜΣ (ερευνητική υπόθεση 24). Το σκορ μεταβολικού κινδύνου παρουσίασε ισχυρές θετικές συσχετίσεις με τους δείκτες TC/HDL-C, LDL-C/HDL-C, Αρο Β/ Αρο Α-1, και χαμηλότερες συσχετίσεις με την Αρο Β και την Lp(a). Ισχυρή αρνητική συσχέτιση διαπιστώθηκε ανάμεσα στο σκορ μεταβολικού κινδύνου και στην Αρο Α-1. Η ολική χοληστερόλη δεν συσχετίστηκε με το σκορ μεταβολικού κινδύνου, ενώ η σχέση της LDL-C ήταν οριακά σημαντική (r=.182, ρ<.07). Με εξαίρεση την Lp(a), όλες οι υπόλοιπες συσχετίσεις παρέμειναν στατιστικά σημαντικές και μετά τη ρύθμιση ως προς το ποσοστό σωματικού λίπους. Τα αποτελέσματα των συσχετίσεων δεν διαφοροποιήθηκαν σημαντικά όταν αντί του ποσοστού σωματικού λίπους έγινε ρύθμιση ως προς την κεντρική παχυσαρκία.

116 Αποτκλέσηατα 99 Πίνακας Σχέση του σκορ μεταβολικού κινδύνου με τους άλλους παράγοντες καρδιαγγειακού κινδύνου. Pearson's r Partial r Παράγοντες κινδύνου Ζ-σκορ ΜΣ Ζ-σκορ ΜΣεπΡ Ζ-σκορ ΜΣεπυ TC (mg/dl) NS NS NS LDL-C (mg/dl).182 NS NS TC/HDL-C.648*.528*.539* LDL-C/HDL-Ca.491*.353*.357* Apo A-l (mg/ dl) -.497* -.499* -.499* Apo B (mg/dl).331*.214*.233* Apo B/Apo A-la.554*.487*.496* Lp(a) (mg/ dl).205* NS NS Ζ-σκορ ΜΣρπ=σκορ μεταβολικού κινδύνου εξαιρούμενης της κεντρικής παχυσαρκίας. α=0 υπολογισμός του συντελεστή συσχέτισης έγινε μετά από λογαριθμική μετατροπή των τιμών της μεταβλητής, β= συντελεστής συσχέτισης μετά από ρύθμιση ως προς το ποσοστό σωματικού λίπους, γ=συντελεστής συσχέτισης μετά από ρύθμιση ως προς την κεντρική παχυσαρκία. NS=pp σημαντική συσχέτιση. *: ρ<.05, φ: ρ< Δείκτες φλεγμονής: Σχέσεις με το φύλο, την παχυσαρκία, τις παραμέτρους της συμπεριφοράς και τους άλλους παράγοντες κινδύνου Στον Πίνακα 4.23 παρουσιάζονται τα περιγραφικά στατιστικά για τους δείκτες φλεγμονής (CRP, αντιπονεκτίνη και TNF-α) ανά φύλο και κατηγορία ΔΜΣ. Για να εξεταστεί η επίδραση του φύλου και της κατηγορίας ΔΜΣ χρησιμοποιήθηκε πολυμεταβλητή ανάλυση συνδιακύμανσης. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα, δεν υπήρξε στατιστικά σημαντική αλληλεπίδραση φύλου και ΔΜΣ (Pillai's trace =.037, F(3,77)=.99, ρ<.404) ή κύρια επίδραση του φύλου (Pillai's trace=.030, F(3,77)=.787, ρ<.505) Ωστόσο, η κύρια επίδραση της κατηγορίας ΔΜΣ ήταν στατιστικά σημαντική (Pillai's trace=.262, F(3.77)=9.11, ρ<.0005, η2=.26). Διαπιστώθηκαν σημαντικά υψηλότερα επίπεδα CRP στα υπέρβαρα/παχύσαρκα παιδιά σε σχέση με τα φυσιολογικά παιδιά, με τις διαφορές να παρουσιάζουν σημαντικότητα στο σύνολο του δείγματος (F(i,79)=24.99, ρ<.0005, η2=.24), αλλά και ξεχωριστά στα δύο φύλα (κορίτσια: F(i,79)=6.38, ρ<.014, η2=.08, αγόρια: F(i,79)=20.69, ρ<.0005, η2=.21).

117 Λποτελέσαατα 100 Πίνακας Ρυθμισμένες μέσες τιμές για τους δείκτες φλεγμονής σε σχέση με το φύλο και την κατηγορία ΔΜΣ. Παράμετροι Κατηγορίες ΔΜΣ Κορίτσια (π=54) Αγόρια (π=58) Σύνολο (π=112) CRP (mg/l) Φυσιολογικά ± ΥΠ/ ΠΣ 1.52±1.47* * * Αντιπονεκτίνη Φυσιολογικά 18.46± (Pg/mL) ΥΠ/ ΠΣ ± * TNF-α (pg/ml) Φυσιολογικά ΥΠ/ ΠΣ 0,24± Στατιστικά σημαντικές διαφορές σε σχέση με τα φυσιολογικά παιδιά του ίδιου φύλου για: *: ρ<.05. φ: pc.001. Οι τιμές της avτraovεκτίvης ήταν υψηλότερες στα παιδιά φυσιολογικού βάρους. ωστόσο οι διαφορές ήταν στατιστικά σημαντικές μόνο στο σύνολο του δείγματος (F(i,79)=4.77, ρ<.032), οριακά σημαντικές στα κορίτσια (F(i,79)=3.52, ρ<.064) και με μικρό μέγεθος επίδρασης (η2=.06 και η2=.04, αντίστοιχα). Τα επίπεδα του παράγοντα TNF-α δεν διαφοροποιήθηκαν σημαντικά μεταξύ των δύο κατηγοριών του ΔΜΣ. Στη συνέχεια εξετάστηκε η συχνότητα εμφάνισης φυσιολογικών (<1 mg/l), οριακά υψηλών (1-3 mg/l) και υψηλών τιμών της CRP (3 mg/l) στο σύνολο του δείγματος, αλλά και σε σχέση με το φύλο και το ΔΜΣ (ερευνητικές υποθέσεις 27 και 28). Τα % του δείγματος είχαν φυσιολογικές τιμές CRP, το 14.3% είχε οριακά υψηλές τιμές και το 10.7% είχε τιμές της CRP 3 mg/l, τιμή που σηματοδοτεί αυξημένο καρδιαγγειακό κίδυνο (Pearson et al., 2003). Σύμφωνα με τα αποτελέσματα του τεστ χ2 (Πίνακας 4.24), δεν διαπιστώθηκαν στατιστικά σημαντικές διαφορές στην κατανομή των τιμών μεταξύ αγοριών και κοριτσιών (χ2=2.16, ρ<.340). Από την άλλη μεριά, τα ποσοστά των υπέρβαρων/ παχύσαρκων παιδιών με οριακά υψηλές και υψηλές τιμές CRP ήταν σημαντικά υψηλότερα σε σύγκριση με τα αντίστοιχα ποσοστά των παιδιών με φυσιολογικό ΔΜΣ (χ2=23.09, ρ<.0005). Τα αποτελέσματα δεν διαφοροποιήθηκαν σημαντικά όταν η ανάλυση πραγματοποιήθηκε ξεχωριστά για τα δύο φύλα (Σχ. 17).

118 Αποτελέσιιατα 101 Πίνακας Κατανομή τιμών των παραγόντων κινδύνου σε σχέση με το φύλο και το ΔΜΣ. Φύλο Παράμετρος Τιμή Όριο Κορίτσια (η=54) Αγόρια (η=58) π (%) η (%) CRP (mg/l) Φυσιολογική <1 61 (91.0%) 23 (51.1%) Οριακά υψηλή (6.0%) 12 (26.7%) Υψηλή 3 2 (3.0%) 10 (22.2%) Κατηγορία ΔΜΣ Παράμετρος Τιμή Όριο Φυσιολογικά (η=54) ΥΠ/ΠΣ (η=58) π (%) π (%) CRP (mg/l) Φυσιολογική <1 61 (91.0%) 23 (51.1%) Οριακά υψηλή (6.0%) 12 (26.7%) Υψηλή 3 2 (3.0%) 10 (22.2%) ο ο CRP<1 mg/l CRP από 1-3 mg/l Φυσιολογικά Αγόρια ΥΠ/ΠΣ Αγόρια Φυσιολογικά Κορίτσια "1,111 Κορίτσια CRP3 mg/l Σχήμα 16. Κατανομή των τιμών της CRP σε αγόρια και κορίτσια σε σχέση με το ΔΜΣ.

119 Αποτελέσματα 102 Η σχέση των δειχτών φλεγμονής με τους ανθρωπομετρικούς δείκτες, τις παραμέτρους της συμπεριφοράς και τη φυσική κατάσταση του δείγματος (ερευνητική υπόθεση 29) διερευνήθηκε με αναλύσεις συσχέτισης. Στον Πίνακα 4.25 συνοψίζονται οι συσχετίσεις των δεικτών φλεγμονής με τους ανθρωπομετρικούς δείκτες. Η CRP παρουσίασε υψηλές θετικές συσχετίσεις με όλους τους ανθρωπομετρικούς δείκτες. Από την άλλη μεριά, η αντιπονεκτίνη παρουσίασε χαμηλές, ωστόσο στατιστικά σημαντικές συσχετίσεις με το ΔΜΣ, την περιφέρεια μέσης και το ποσοστό σωματικού λίπους. Τα επίπεδα του TNF-α δεν συσχετίστηκαν με τους ανθρωπομετρικούς δείκτες. Παρόμοια αποτελέσματα προέκυψαν και όταν οι αναλύσεις συσχέτισης διενεργήθηκαν ξεχωριστά για τα δύο φύλα. Πίνακας Συσχετίσεις μεταξύ δεικτών παχυσαρκίας και δεικτών φλεγμονής. Βάρος ΔΜΣ Περίμετρος Περίμετρος Σωματικό (kg) (kg/m2) μέσης (cm) ισχίων (cm) WFIR λίπος (%) CRP (mg/l) Αντιπονεκτίνη (pg/ml) NS -.203* -.203* NS NS -.206* TNF-α (pg/ ml) NS NS NS NS NS NS a=0 υπολογισμός του συντελεστή συσχέτισης έγινε μετά από λογαριθμική μετατροπή των τιμών της μεταβλητής. NS==μη σημαντική συσχέτιση. *: ρ<.05, : ρ<.01, f: ρ< 005, φ: ρ<.001. Δεν βρέθηκαν σημαντικές συσχετίσεις μεταξύ των παραμέτρων της συμπεριφοράς και των δεικτών φλεγμονής, με εξαίρεση τη σχέση της CRP με την πρόσληψη κορεσμένων λιπαρών οξέων (r=.250, ρ<.16), τη V02max (r=-.386, ρ<.005) και την ευλυγισία (r=-.215, ρ<.037). Οι ξεχωριστές αναλύσεις συσχέτισης έδειξαν ότι η σχέση μεταξύ της CRP και της VCEmax ήταν ισχυρότερη στα κορίτσια σε σχέση με τα αγόρια (r=-.460, ρ<.001 έναντι r=-.360, ρ<.015). Επιπλέον, στα κορίτσια διαπιστώθηκε σημαντική αρνητική συσχέτιση της αντιπονεκτίνης με την πρόσληψη χοληστερόλης (r=-.299, ρ<.044), καθώς και μια θετική συσχέτιση του TNF-α με τη ΦΔ μέτριας έντασης (r=.415, ρ<.007), τη συνολική ΦΔ (r=.403, ρ<.009) και την ενεργειακή δαπάνη από ΦΔ (r=.350, ρ<.027). Μετά από ρύθμιση ως προς το ποσοστό σωματικού λίπους η σχέση της αντιπονεκτίνης με την πρόσληψη χοληστερόλης ήταν οριακά σημαντική (r=-.284, ρ<.068), ενώ η σχέση του TNF-a με τις παραμέτρους της ΦΔ παρέμεινε ουσιαστικά αμετάβλητη (r=,383, ρ<.021, r=.377, ρ<.023 και γ=.380, ρ<.022, αντίστοιχα).

120 Αποτελέσματα 103 Οι παράγοντες που σχετίστηκαν σημαντικά με τη CRP (πρόσληψη κορεσμένων λιπαρών οξέων, VChmax, ευλυγισία) περιλήφθηκαν σε ένα μοντέλο πολλαπλής παλινδρόμησης, προκειμένου να εξεταστεί η ανεξάρτητη επίδρασή τους στη διακύμανση της CRP. Από τα αποτελέσματα βρέθηκε ότι μετά από ρύθμιση ως προς την ηλικία και το φύλο, η V02max ήταν ο μοναδικός σημαντικός προγνωστικός δείκτης της CRP (β=-.320, SE=.02, ρ<.001). Ωστόσο, η ρύθμιση ως προς το σωματικό λίπος έδειξε ότι η σχέση της V02max με τη CRP οφειλόταν στη συσχέτιση των δύο μεταβλητών με τη σύσταση του σώματος (Πίνακας 4.26). Πίνακας Αποτελέσματα ανάλυσης παλινδρόμησης για τη CRP. Μοντέλο 1 Μοντέλο 2 Μεταβλητές β (SE) β (SE) Ηλικία (έτη) NS NS Φύλο NS NS V Ο2 max (ml/ kg/ min) (0.02)* NS Ευλυγισία (cm) NS NS Κορεσμένα λίπη (%) NS NS % σωματικού λίπους (0.01)* R2 0.17* 0.44* β = συντελεστής παλινδρόμησης, SE = τυπικό σφάλμα, φ: ρ<.001. Οι συσχετίσεις των δεικτών φλεγμονής με τους άλλους παράγοντες καρδιαγγειακού και μεταβολικού κινδύνου συνοψίζονται στον Πίνακα 4.27 (ερευνητική υπόθεση 30). Η CRP παρουσίασε τσχυρή θετική συσχέτιση με τα επίπεδα τριγλυκεριδίων, την LDL-C, τον αθηρωματικό δείκτη TC/HDL-C, την Αρο Β και την αναλογία Αρο Β/Αρο Α-1. Οι συσχετίσεις αυτές παρέμειναν ουσιαστικά αμετάβλητες μετά τη ρύθμιση ως προς την παχυσαρκία (r=.258, ρ<.020, r=.213, ρ<.056, r=.304, ρ<.006, r=.269, ρ<.015 και r=.261, ρ<.019, αντίστοιχα). Οι υπόλοιποι παράγοντες είτε δεν σχετίστηκαν με τη CRP (αρτηριακή πίεση, ολική χοληστερόλη, Αρο Α-1, Lp(a)), είτε η συσχέτισή τους μειώθηκε σε μη σημαντικά επίπεδα μετά τη ρύθμιση ως προς την παχυσαρκία (γλυκόζη, HDL-C, LDL- C/HDL-C). Η σχέση της CRP με το σκορ μεταβολικού κινδύνου μειώθηκε σε επίπεδα οριακής στατιστικής σημαντικότητας (r=.193, ρ<.08). Η αντιπονεκτίνη παρουσίασε σημαντική θετική συσχέτιση με την HDL-C (r=.232, ρ<.05), σημαντική αρνητική συσχέτιση με το σκορ μεταβολικού κινδύνου (r=-.223, ρ<.030) και οριακή αρνητική

121 Αποτελέσματα 104 συσχέτιση με τα τριγλυκερίδια (r.187, ρ<.066). Ο παράγοντας TNF-α παρουσίασε οριακή συσχέτιση με τη διαστολική πίεση (γ.194, ρ<.070). Όλες οι συσχετίσεις της αντιπονεκτίνης και του TNF-a με τους υπόλοιπους παράγοντες κινδύνου εξαλείφθηκαν μετά τη ρύθμιση ως προς το ποσοστό σωματικού λίπους ή την κεντρική παχυσαρκία. Πίνακας Σχέση των δεικτών φλεγμονής με τους άλλους παράγοντες κινδύνου. CRP (mg/l)a Αντιπονεκτίνη (pg/ml) TNF-a (pg/ml)a TG (mg/ dl)a.402* NS TC (mg/dl) NS NS NS LDL-C (mg/dl).219* NS NS HDL-C (mg/dl) -.239*.232* NS TC/HDL-C.371* NS NS LDL-C/ HDL-C a.288* NS NS Γλυκόζη (mg/dl).210* NS NS Apo A-l (mg/ dl) NS NS NS Αρο B (mg/ dl).284+ NS NS Apo B/Apo A-la,265 NS NS Lp(a) (mg/ dl)a NS NS NS ΣΑΠ (mm Hg) NS NS NS ΔΑΠ (mm Hg) NS NS.194 Ζ-σκορ ΜΣ.536* -.223* NS α=ο υπολογισμός του συντελεστή συσχέτισης έγινε μετά από λογαριθμική μετατροπή των τιμών της μεταβλητής. Ν5=μη σημαντική συσχέτιση. *: ρ<.05, : ρ<.01, f: ρ<.005, φ: ρ<.001. Οι ξεχωριστές αναλύσεις συσχέτισης για τα δύο φύλα έδειξαν ότι η σχέση της CRP με τα τριγλυκερίδια ήταν ισχυρότερη στα κορίτσια (r=.501, ρ<.0005 έναντι r=.283, ρ<.05), ενώ η σχέση της με το σκορ μεταβολικού κινδύνου ήταν ισχυρότερη στα αγόρια (r=.595, ρ<.0005 έναντι r=.478, ρ<.001). Οι συντελεστές συσχέτισης της CRP με τον αθηρωματικό δείκτη TC/HDL-C ήταν παρόμοιοι για αγόρια και κορίτσια (τ=.373, ρ<.010 έναντι r=.357, ρ<.013, αντίστοιχα). Η CRP σχετίστηκε σημαντικά με την Αρο Β (r=.320, ρ<.027) και την αναλογία Αρο Β/Αρο Α-1 μόνο στα κορίτσια (r=.280, ρ<.05). Στα κορίτσια διαπιστώθηκε επίσης σημαντική αρνητική συσχέτιση της αντιπονεκτίνης με τα επίπεδα τριγλυκεριδίων (γ=-.331, ρ<.023). Στα αγόρια ο παράγοντας TNF-a σχετίστηκε θετικά με τα τριγλυκερίδια (r=.303, ρ<.05), τη συστολική (r=.333, ρ<.024) και διαστολική πίεση (r=.290, ρ<.05), καθώς και με το σκορ μεταβολικού κινδύνου (γ=.326, ρ<.05).

122 105 V. ΣΥΖΗΤΗΣΗ Στην παρούσα έρευνα καταγράφηκε η συχνότητα εμφάνισης των τεκμηριωμένων και νεότερων παραγόντων καρδιαγγειακού κινδύνου σε μαθητές και μαθήτριες της Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης στην περιοχή της Βορειοανατολικής Αττικής. Παράλληλα, διερευνήθηκαν οι πιθανές συσχετίσεις αυτών των παραγόντων με τον τρόπο ζωής των μαθητών, δηλαδή με τις διατροφικές τους συνήθειες, τη φυσική δραστηριότητα και τη φυσική τους κατάσταση. Συχνότητα της παιδικής παχυσαρκίας και περιβαλλοντικοί παράγοντες που σχετίζονται με την εμφάνισή της Στο σύνολο του δείγματος διαπιστώθηκε ότι το -30% των μαθητών ήταν υπέρβαροι και το 10% παχύσαρκοι. Τα ευρήματα αυτά επιβεβαιώνουν προηγούμενες αναφορές, σύμφωνα με τις οποίες τα ποσοστά παχυσαρκίας στα Ελληνόπουλα είναι από τα υψηλότερα στην Ευρώπη (Lissau et al., 2004; Wang & Lobstein, 2006). Πράγματι, σε σύγκριση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες, τα ποσοστά υπέρβαρων/παχύσαρκων παιδιών στο παρόν δείγμα ήταν υψηλότερα σε σχέση με τις χώρες της Βόρειας Ευρώπης ( %) (Kromeyer-Hauschild, Zellner, Jaeger & Hoyer, 1999; Reilly & Dorosty, 1999) και παρόμοια με εκείνα των Μεσογειακών χωρών ( %) (De Vito, La Torre, Langiartno, Berardi & Ricciardi, 1999; Padez, Fernandes, Mourao, Moreira & Rosado, 2004), με εξαίρεση την Τουρκία (14.0%) (Sur et al., 2005). Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της μελέτης, το φύλο δεν επηρεάζει τη συχνότητα του υπερβολικού βάρους και της παχυσαρκίας (ερευνητική υπόθεση #1). Οι περισσότερες έρευνες έρχονται σε συμφωνία με το εύρημα αυτό (Magkos et al., 2005; Mamalakis & Kafatos, 1996; Manios et al., 2005; Sur et al., 2005), γεγονός που σημαίνει ότι το πρόβλημα της παιδικής παχυσαρκίας είναι κοινό στα δύο φύλα. Τα δεδομένα μας συμφωνούν με πρόσφατες έρευνες από άλλες περιοχές της Ελλάδας, οι οποίες αναφέρουν ανησυχητικά ποσοστά παιδικής παχυσαρκίας, τόσο στα αστικά κέντρα, όσο και στην ελληνική περιφέρεια. Αναλυτικότερα, τα ποσοστά παχυσαρκίας στο συγκεκριμένο δείγμα είναι παρόμοια ή χαμηλότερα σε σχέση με άλλους παιδικούς

123 Σν&ίττιση 106 πληθυσμούς παρόμοιας ηλικίας από την Κρήτη, το Βόλο και τα Ιωάννινα (Angelopoulos et al., 2006; Mamalakis et al., 2000; Manios et al., 2004) και υψηλότερα, σε σύγκριση με την περιοχή της Θεσσαλονίκης (Krassas, Tzotzas, Tsametis & Konstantinidis, 2001). Τα ποσοστά παιδικής παχυσαρκίας στην παρούσα μελέτη εμφανίζονται επίσης αυξημένα σε σχέση με τα ποσοστά που αναφέρθηκαν σε πανελλήνιο δείγμα παιδιών σχολικής ηλικίας (Karayiannis et al., 2003), στο οποίο όμως η συλλογή των δεδομένων βασίστηκε σε αυτοαναφερόμενα στοιχεία. Παρόλο που για πρακτικούς και οικονομικούς λόγους τα αυτοαναφερόμενα ανθρωπομετρικά δεδομένα έχουν χρησιμοποιηθεί ακόμη και σε επιδημιολογικές μελέτες μεγάλης κλίμακας, όπως για παράδειγμα στη μελέτη των Συμπεριφορών Υγείας σε Παιδιά Σχολικής Ηλικίας (Health Behavior in School-Aged Children, Lissau et al., 2004), η εγκυρότητά τους δεν έχει ερευνηθεί επαρκώς σε διαφορετικούς νεανικούς πληθυσμούς. Επιπλέον, έχει διατυπωθεί η άποψη ότι σε πληθυσμούς με υψηλότερες τιμές ΔΜΣ είναι πιθανόν να παρατηρηθούν μεγαλύτερες αποκλίσεις μεταξύ αυτοαναφερόμενων και πραγματικών τιμών (Deurenberg, Yap & van Staveren, 1998; Hauck, White, Cao, Woolf & Strauss, 1995; Himes, Hannan, Wall & Neumark-Sztainer, 2005). Επειδή στον ελληνικό χώρο δεν υπάρχουν δεδομένα αναφορικά με την εγκυρότητά των αυτοδηλούμενων ανθρωπομετρικών στοιχείων σε μικρές ηλικίες, στην παρούσα μελέτη εξετάστηκε η εγκυρότητά αυτών των δεδομένων ως εργαλείου για την εκτίμηση του υπερβολικού βάρους και της παχυσαρκίας σε παιδιά. Τα αποτελέσματα της έρευνας αποκάλυψαν σημαντικές αποκλίσεις μεταξύ αυτοαναφερόμενων και πραγματικών δεδομένων και στα δύο φύλα, επιβεβαιώνοντας την ερευνητική υπόθεση 2. Οι αποκλίσεις ήταν σχετικά μικρές για το ύψος (~0.5 cm) και σημαντικά μεγαλύτερες για το βάρος (-1.5 kg). Οι διαφορές αυτές συμφωνούν με προηγούμενες έρευνες σε εφήβους στην Ελλάδα (Tokmakidis et al., 2007; Tsigilis, 2006), την Ιταλία (Giacchi, Mattel & Rossi, 1998), την Ουαλία (Elgar, Roberts, Tudor-Smith & Moore, 2005) και την Αυστραλία (Wang, Patterson & Hills, 2002), έρχονται ωστόσο σε αντίθεση με τα αποτελέσματα των Brener, Mcmanus, Galuska, Lowry και Wechsler (2003), οι οποίοι κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι οι αυτοαναφερόμενες τιμές ύψους και βάρους παρέχουν ακριβή στοιχεία για τη συχνότητα υπερβολικού βάρους και παχυσαρκίας. Εντούτοις, οι τελευταίοι ερευνητές βασίστηκαν αποκλειστικά στο συντελεστή συσχέτισης μεταξύ αυτοαναφερόμενων και πραγματικών τιμών, ο οποίος δεν επαρκεί από μόνος του για να διασφαλίσει την εγκυρότητά ενός ερευνητικού εργαλείου (Elgar et al., 2005; Tsigilis, 2006). Αξίζει να σημειωθεί ότι στην έρευνα των Brener et al. (2003) η ευαισθησία

124 Συζήτηση 107 της εξέτασης, δηλαδή η ικανότητά της να διαγνώσει σωστά τα άτομα με πρόβλημα βάρους, ήταν μόλις 54.9%, αποτυγχάνοντας να ανιχνεύσει σχεδόν τις μισές περιπτώσεις υπερβολικού βάρους και παχυσαρκίας στο δείγμα της έρευνας. Οι αποκλίσεις μεταξύ αυτοαναφερόμενων και πραγματικών δεδομένων ήταν ανεξάρτητες από το φύλο των μαθητών, γεγονός που οδηγεί στην απόρριψη της ερευνητικής υπόθεσης #3. Το εύρημα το οποίο έρχεται σε συμφωνία με προηγούμενες μελέτες (Elgar et al., 2005; Fortenberry, 1992; Himes & Story, 1992; Tsigilis, 2006; Wang et al., 2002), ωστόσο υπάρχουν και αναφορές στις οποίες το μέγεθος της απόκλισης είναι μεγαλύτερο στα κορίτσια (Brener et al., 2003; Giacchi et al., 1998; Goodman, Hinden, & Khandelwal, 2000; Strauss, 1999). Οι διαφορές αυτές μεταξύ των δύο φύλων σχετίζονται ενδεχομένως με την ύπαρξη κοινωνικών στερεοτύπων, τα οποία επιβάλλουν στα κορίτσια ένα λεπτό και καλλίγραμμο σώμα (Field et al., 1999). Επιπλέον, βρέθηκε ότι ο βαθμός απόκλισης των αυτοαναφερόμενων τιμών επηρεάστηκε από το πραγματικό σωματικό βάρος, γεγονός που στηρίζει την ερευνητική υπόθεση 4. Συγκεκριμένα, οι υπέρβαροι και οι παχύσαρκοι μαθητές υποεκτίμησαν το βάρος τους σε μεγαλύτερο βαθμό σε σύγκριση με τους ελαφρύτερους συμμαθητές τους, κάτι που αποτελεί κοινό εύρημα στη βιβλιογραφία (Fortenberry, 1992; Himes & Faricy, 2001; Strauss, 1999; Tsigilis, 2006; Wang et al., 2002). Αν και αποτελεί σαφώς ένα αντικειμενικά μετρήσιμο φαινόμενο (π.χ. μέσω του ΔΜΣ ή του ποσοστού λίπους στο σώμα), η παχυσαρκία είναι ταυτόχρονα μια υποκειμενική, συναισθηματική εμπειρία του σώματος και της εικόνας του σώματος, η οποία έχει συσχετιστεί σημαντικά με εσωτερικές καταστάσεις, όπως η χαμηλή αυτοεκτίμηση (French, Story, & Perry, 1995; Goodman et al., 2000). Δεδομένου ότι η χαμηλή αυτοεκτίμηση σχετίζεται με μεγαλύτερες αποκλίσεις στο αυτοαναφερόμενο βάρος (Elgar et al., 2005), οι συγκεκριμένες αποκλίσεις αντανακλούν ενδεχομένως διαφορετικές αντιλήψεις για την εικόνα του σώματος και υποδηλώνουν μια απροθυμία αποδοχής της παχυσαρκίας, η οποία ωθεί τα παιδιά με προβλήματα βάρους σε περισσότερο «κοινωνικά επιθυμητές απαντήσεις». Τέλος, οι αποκλίσεις μεταξύ αυτοαναφερόμενων και πραγματικών δεδομένων, κυρίως για το σωματικό βάρος, επηρέασαν σημαντικά την ακρίβεια υπολογισμού του ΔΜΣ, με αποτέλεσμα να προκύψουν σημαντικές διαφορές μεταξύ εκτιμώμενων και πραγματικών ποσοστών υπερβολικού βάρους και παχυσαρκίας. Έτσι, τα ποσοστά υπερβολικού βάρους και παχυσαρκίας με βάση τα αυτοαναφερόμενα στοιχεία ήταν αντίστοιχα κατά 3.7% και 5.8% χαμηλότερα σε σχέση με τα πραγματικά ποσοστά. Το μέγεθος της υποεκτίμησης των προβλημάτων βάρους στο δείγμα της παρούσας έρευνας είναι για το υπερβολικό βάρος

125 Συζήτηση 108 μικρότερο και για την παχυσαρκία υψηλότερο σε σχέση μ' αυτό που έχει αναφερθεί από τους Elgar et al., (2005) σε Ουαλλούς εφήβους (4.8% και 1.6%, αντίστοιχα). Οι παραπάνω αποκλίσεις υποδηλώνουν ότι τα αυτοαναφερόμενα ανθρωπομετρικά δεδομένα που λαμβάνονται από παιδιά και εφήβους ενδέχεται να μην είναι τόσο έγκυρα όσο τα στοιχεία που λαμβάνονται από πραγματικές μετρήσεις, γεγονός που δημιουργεί ερωτηματικά γύρω από τη δυνατότητα χρησιμοποίησης αυτών των δεδομένων ως έγκυρου εργαλείου ανίχνευσης και καταγραφής προβλημάτων βάρους σ' αυτές τις ηλικίες. Επομένως, οι έρευνες που στηρίζονται σε αυτοαναφερόμενα στοιχεία για το ύψος και το βάρος θα πρέπει να λαμβάνουν πραγματικές τιμές των ανθρωπομετρικών δεικτών από ένα τουλάχιστον τυχαίο δείγμα, προκειμένου να εξετάζεται το μέγεθος και η κατεύθυνση των αποκλίσεων (Elgar et al., 2005). Σε σχέση με τη διατροφή και τη ΦΔ των μαθητών δεν βρέθηκαν σημαντικές διαφοροποιήσεις μεταξύ των δύο φύλων (απόρριψη ερευνητικών υποθέσεων 7 και 9). Η μέση ημερήσια πρόσληψη θερμίδων (-1650 kcal/ημέρα) ήταν χαμηλότερη σε σχέση με παιδιά αντίστοιχης ηλικίας από το Βόλο (Manios et al., 2004) και παρόμοια σε σχέση μαθητές από την περιοχή των Ιωαννίνων (Angelopoulos et al., 2006). Στα επιμέρους μακροθρεπτικά στοιχεία ή στην ενεργειακή πρόσληψη δεν υπήρξε σημαντική διαφοροποίηση μεταξύ αγοριών και κοριτσιών. Εξαίρεση αποτέλεσε η διατροφική χοληστερόλη, καθώς το ποσοστό των αγοριών με αυξημένη πρόσληψη (300 mg/ημέρα) ήταν σχεδόν διπλάσιο σε σχέση με εκείνο των κοριτσιών (32,8% έναντι 16,7%). Στο σύνολό τους, οι μαθητές της παρούσας μελέτης ανέφεραν ότι αφιέρωναν -7 ώρες/εβδομάδα σε ΦΔ, με τα αγόρια να αφιερώνουν σχεδόν διπλάσιο χρόνο σε δραστηριότητες υψηλής έντασης, σε σχέση με τα κορίτσια (2.65 ώρες/εβδομάδα έναντι 1.39 ωρών/εβδομάδα). Αν και ο συνολικός χρόνος συμμετοχής σε ΦΔ δεν παρουσίασε σημαντικές διαφορές μεταξύ των δύο φύλων, η ενεργειακή δαπάνη από τη συμμετοχή σε ΦΔ ήταν οριακά υψηλότερη στα αγόρια, προφανώς λόγω της συμμετοχής σε δραστηριότητες υψηλότερης έντασης. Τα αποτελέσματα αυτά συμφωνούν με προηγούμενες έρευνες στην Ελλάδα και αλλού (Katzmarzyk, Malina & Bouchard, 1999; Manios, Kafatos & Codrington, 1999a; Manios et al., 2004; Molnar & Livingstone, 2000; Mota, Santos, Guerra, Ribeiro & Duarte, 2003; Sallis, 1993; Sur et al., 2005), σύμφωνα με τις οποίες τα αγόρια συμμετέχουν σε ΦΔ που επιφέρουν μεγαλύτερη ενεργειακή δαπάνη σε σχέση με τα κορίτσια. Οι διαφορές στη ΦΔ μεταξύ αγοριών και κοριτσιών που παρατηρούνται στις διάφορες έρευνες φαίνεται να διαμορφώνονται από κοινωνικούς και πολιτισμικούς παράγοντες

126 Συζήτηση 109 (Angelopoulos et al., 2006; Manios et al., 2004) και σχετίζονται σε μεγάλο βαθμό με τις αντιλήψεις των γονέων, των εκπαιδευτικών αλλά και των ίδιων των παιδιών σχετικά με τον τρόπο ζωής και τις συνήθειες που αρμόζουν στο κάθε φύλο (Manios et al., 1999a; Vilhjalmsson & Kristjansdottir, 2003). Μια άλλη ερμηνεία αναφέρεται στην ύπαρξη ενός βιολογικά καθορισμένου μηχανισμού εξοικονόμησης ενέργειας στα κορίτσια, ο οποίος επιτρέπει την αποθήκευση του απαραίτητου για την έναρξη της έμμηνου ρήσης σωματικού λίπους (Goran, Reynolds & Lindquist, 1999; Koutedakis et al., 2005). Πράγματι, σε κορίτσια πριν την έναρξη της εφηβείας έχει παρατηρηθεί μια μείωση της ΦΔ κατά 50% (Kanbur, Derman & Kinik, 2002). Όσον αφορά στις διαφορές στη φυσική κατάσταση μεταξύ των δυο φύλων, τα δεδομένα μας επιβεβαιώνουν την ερευνητική υπόθεση 11 για τις τρεις από τις τέσσερις δοκιμασίες. Συγκεκριμένα, τα αγόρια σημείωσαν καλύτερες επιδόσεις από τα κορίτσια στα τεστ των κοιλιακών και της καρδιοαναπνευστικής αντοχής, ενώ τα κορίτσια παρουσίασαν σημαντικά καλύτερες επιδόσεις στην ευκαμψία. Μέχρι και τα 11 περίπου χρόνια τους, αγόρια και κορίτσια αναπτύσσονται βιολογικά με αντίστοιχους ρυθμούς και οι διαφορές που έχουν αναφερθεί σε ανάλογες έρευνες υπέρ των αγοριών (De Bisschop, Darot & Ferry, 1998; Eiberg et al., 2005; Raudsepp & Paasuke, 1995) αποδίδονται στο γεγονός ότι τα αγόρια είναι πιο δραστήρια κινητικά από τα κορίτσια (Falgairette, Gavarry, Bernand, 1996). Η υπεροχή των κοριτσιών ατην ευλυγισία συμφωνεί με τα αποτελέσματα προηγούμενων ερευνών (Deforsche et al., 2003; Πυλιανίδης, Γεωργούλιας, Αγγελούσης, Μητηλέτσης & Μαρτινίδης, 2004; Χριστόδουλος, Δούδα, Μπουζιώτας & Τοκμακίδης, 2004; Tokmakidis et al., 2006). Οι διαφορές που διαπιστώθηκαν μεταξύ των δύο φύλων στη VΟ2 max ερμηνεύονται από τη μεγαλύτερη συμμετοχή των αγοριών σε δραστηριότητες υψηλής έντασης (Falgairette et al., 1996). Μέχρι τα 12 περίπου χρόνια η VO2 max σε απόλυτες τιμές είναι παρόμοια στα δύο φύλα, ενώ οι παρατηρούμενες διαφορές από την εφηβεία και μετά αποδίδονται στην υποκινητικότητα, στη χαμηλότερη συγκέντρωση αιμοσφαιρίνης και οτη μεγαλύτερη συσσώρευση λίπους στα κορίτσια (Κλεισούρας 2004). Δεν έχουμε στοιχεία για τα επίπεδα αιμοσφαιρίνης του αίματος, ενώ το σωματικό λίπος δεν διέφερε σημαντικά στα δύο φύλα. Επιπλέον, οι ατομικές διαφορές στη VChmax σε σημαντικό βαθμό καθορίζονται από το γενετικό υπόβαθρο (Bouchard et al., 1998). Ανεξάρτητα από την ύπαρξη ή μη σημαντικών διαφορών μεταξύ των δύο φύλων, ένα σημαντικό ποσοστό του δείγματος παρουσίασε αποκλίσεις στις συμπεριφορές διατροφής και ΦΔ σε σχέση με τις κατευθυντήριες γραμμές για την υγεία. Το 25-30% του δείγματος

127 Συζήτηση 110 εμφάνισε ανθυγιεινές διατροφικές συνήθειες (αυξημένη πρόσληψη χοληστερόλης, λιπών ή κορεσμένων λιπαρών οξέων), ενώ βρέθηκε και ένα σημαντικά υψηλό ποσοστό των μαθητών που δεν εκπλήρωναν τις οδηγίες για συμμετοχή σε ΦΔ. Από την άλλη μεριά, το -43% των μαθητών αφιέρωνε από 1-3 ώρες/ημέρα στην παρακολούθηση τηλεόρασης. Ως αποτέλεσμα, τα 2/3 των παιδιών είχαν χαμηλή VChmax, ποσοστό ιδιαίτερα ανησυχητικό, αν ληφθεί υπόψη ότι η μειωμένη καρδιοαναπνευστική αντοχή αποτελεί ανεξάρτητο προδιαθεσικό παράγοντα για την ανάπτυξη παχυσαρκίας στην παιδική ηλικία (Koutedakis et al., 2005) και ισχυρό προγνωστικό δείκτη για μελλοντική ανάπτυξη καρδιοπαθειών (Katzmarzyk et al., 2001). Το γεγονός ότι παρόμοιες αποκλίσεις σε σχέση με τις κατευθυντήριες γραμμές για την υγεία έχουν αναφερθεί και σε άλλους παιδικούς πληθυσμούς της χώρας μας (Bouziotas et al., 2001; Bouziotas & Koutedakis, 2003; Magkos et al., 2006) επιβεβαιώνει τα χαμηλά επίπεδα ΦΔ και αερόβιας ικανότητας των Ελληνοπαίδων, σε σχέση με παιδιά άλλων χωρών (Tomkinson et al., 2003), καθώς και την απομάκρυνσή τους από τα παραδοσιακά διατροφικά πρότυπα και από το μοντέλο της Μεσογειακής διατροφής (Hassapidou, Fotiadou, Maglara & Papadopoulou, 2006; Yannakoulia, Karayianrds, Terzidou, Kokkevi & Sidossis, 2004). Επομένως η προαγωγή υγιεινών διατροφικών προτύπων, η αύξηση της φυσικής δραστηριότητας και η βελτίωση της V02max θα πρέπει να αποτελούν σημαντικές προτεραιότητες στα προγράμματα παρέμβασης με στόχο την προαγωγή της υγείας στην παιδική ηλικία. Ενδιαφέροντα στοιχεία προέκυψαν και από τη διερεύνηση της σχέσης μεταξύ των δεικτών παχυσαρκίας και των συμπεριφορών διατροφής και ΦΔ, η οποία επιβεβαίωσε την ερευνητική υπόθεση 8 και ως ένα βαθμό την 13, όχι όμως και την ερευνητική υπόθεση 10. Η ημερήσια θερμιδική πρόσληψη δεν παρουσίασε διαφορές μεταξύ φυσιολογικών και υπέρβαρων παιδιών. Ωστόσο, υπάρχει η πιθανότητα τα παιδιά να υποεκτίμησαν τη θερμιδική τους πρόσληψη για διάφορες αιτίες. Είναι γεγονός ότι η διατροφική αξιολόγηση που στηρίζεται σε αυτοαναφερόμενα δεδομένα υπόκειται σε σφάλμα υποεκτίμησης, το οποίο στα παιδιά αυτής της ηλικίας ανέρχεται σε 17-33% της συνολικής ενεργειακής πρόσληψης (Champagne, Baker, DeLany, Harsha & Bray, 1998) και εξαρτάται από τα φυσιολογικά και ψυχολογικά χαρακτηριστικά των συμμετεχόντων (Hill & Davies, 2001). Θα μπορούσε επομένως να υποθέσει κάποιος ότι η συνολική ενεργειακή πρόσληψη του δείγματος ήταν πιθανώς υψηλότερη, κάτι που ενισχύεται και από τις υψηλές τιμές του ΔΜΣ. Έχει βρεθεί ότι ο ΔΜΣ επηρεάζει αρνητικά την ακρίβεια των αυτοαναφερόμενων στοιχείων, με τα παχύσαρκα παιδιά να παρουσιάζουν την τάση να

128 Σοίήτηση 111 υποεκτιμούν την ενεργειακή τους πρόσληψη σε μεγαλύτερο βαθμό, σε σύγκριση με τα παιδιά φυσιολογικού βάρους (Bandini, Schoeller, Cyr & Dietz, 1990; Sur et al., 2005). Από την άλλη μεριά, διαπιστώθηκαν σημαντικές διαφορές στα ποιοτικά χαρακτηριστικά της διατροφής. Τα υπέρβαρα/ παχύσαρκα παιδιά, σε σύγκριση με τα παιδιά φυσιολογικού βάρους, ανέφεραν σημαντικά χαμηλότερη πρόσληψη υδατανθράκων και υψηλότερη πρόσληψη πρωτεϊνών, λίπους και κορεσμένων λιπαρών οξέων. Η ΦΔ, όπως καταγράφηκε με το ΕΦΔΤΖ δεν σχετίστηκε με το ΔΜΣ ή το ποσοστό σωματικού λίπους. Εξαίρεση αποτέλεσαν η ΦΔ υψηλής έντασης και η ενεργειακή δαπάνη από ΦΔ, οι οποίες σχετίστηκαν με το ΔΜΣ και την περίμετρο μέσης. Τα αποτελέσματα των ερευνών που αφορούν τη σχέση της παχυσαρκίας με τη διατροφή και τη ΦΔ είναι αντικρουόμενα. Σε μια μελέτη στις ΗΠΑ (Perry et al., 1997) διαπιστώθηκε ότι το σύνολο των προσλαμβανόμενων θερμίδων και η πρόσληψη λίπους και υδατανθράκων αποτελούσαν προγνωστικούς δείκτες του σωματικού λίπους σε παιδιά ετών. Αρκετοί ερευνητές ωστόσο δεν μπόρεσαν να διαπιστώσουν παρόμοιες συσχετίσεις (Bumiat, 2002; Twisk et al., 1997). Παρόμοια αντιφατικά αποτελέσματα παρατηρούνται και σε σχέση με τη ΦΔ, η οποία σε ορισμένες έρευνες αναφέρεται ότι αποτελεί ανεξάρτητο προγνωστικό δείκτη της παχυσαρκίας σε παιδιά και εφήβους (Kimm et al., 2005; Maffeis, Talamini & Tato, 1998), ενώ κάποιες άλλες έρευνες κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι δεν σχετίζεται με την παχυσαρκία (Goran et al., 1998; Krassas, Tzotzas, Tsametis & Konstantinidis, 2001a). Ανάλογες διαφοροποιήσεις παρατηρούνται και σε δεδομένα που προέρχονται από ομόχρονες μελέτες σε παιδικούς πληθυσμούς της χώρας μας. Σε μια μελέτη σε 11-χρονους μαθητές στην περιοχή του Βόλου, οι Manios et al. (2004) δεν διαπίστωσαν συσχέτιση ανάμεσα στο ΔΜΣ και την ενεργειακή πρόσληψη ή την πρόσληψη λιπών. Από την άλλη μεριά, μια πρόσφατη έρευνα στην περιοχή των Ιωαννίνων (Angelopoulos et al., 2006) αναφέρει σημαντική αρνητική συσχέτιση ανάμεσα στο ΔΜΣ και στην ημερήσια θερμιδική πρόσληψη. Σε μια από τις περιορισμένες διαχρονικές μελέτες στη χώρα μας, οι Koutedakis et al. (2005) αναφέρουν ότι σε εφήβους από την Πιερία η ενεργειακή πρόσληψη και η κατανάλωση λίπους στη διατροφή, σε αντίθεση με τη ΦΔ και τη V02max, δε σχετίστηκαν με την εμφάνιση παχυσαρκίας μακροπρόθεσμα. Η ασυμφωνία που παρατηρείται στα αποτελέσματα των προαναφερθέντων μελετών είναι πιθανόν να οφείλεται σε διαφορές στο σχεδίασμά κατ τη μεθοδολογία τους, αλλά και σε πιθανές διαφορές στα χαρακτηριστικά των διερευνώμενων πληθυσμών (Goran et al., 1998). Η αξιολόγηση της ΦΔ και της διατροφής παρουσιάζει αντικειμενικές δυσκολίες.

129 Συζήτηση 112 μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται η έλλειψη ευρέως αποδεκτών εργαλείων καταγραφής, καθώς και η τάση υπερεκτίμησης της ΦΔ και υποεκτίμησης της ενεργειακής πρόσληψης, λόγω της ανάγκης για μεγαλύτερη κοινωνική αποδοχή, ιδιαίτερα στα υπέρβαρα και παχύσαρκα παιδιά (Koutedakis et al., 2005; Maffeis, Schutz, Zaffanello, Piccoli & Pinelli, 1994; Sur et al., 2005). Εξάλλου, θα πρέπει να σημειωθεί ότι ακόμη και σε έρευνες όπου οι διατροφικές παράμετροι ή η ΦΔ σχετίστηκαν με την παχυσαρκία (McGloin et al., 2002; Ekelund et al., 2004; Ekelund et al., 2005), ερμήνευσαν ένα μικρό μόνο ποσοστό της διακύμανσης του σωματικού λίπους, γεγονός που υπογραμμίζει και την πολυπαραγοντικότητα της νόσου (Swinburn, Egger & Raza, 1999). Προς το παρόν και με βάση τις διαθέσιμες μεθόδους δεν μπορεί να εκτιμηθεί με βεβαιότητα η ανεξάρτητη συμβολή της διατροφής και της ΦΔ στην εμφάνιση του υπερβολικού βάρους και της παχυσαρκίας (Ekelund et al., 2005). Η Γίολυπαραγοντική αιτιολογία της νόσου απαιτεί παρεμβάσεις ευρείας κλίμακας, προκειμένου να μειωθεί η συχνότητα της παιδικής παχυσαρκίας και να προληφθούν οι επιπλοκές της στη μελλοντική υγεία των σημερινών παιδιών. Είναι προφανές ότι η διαταραχή της ενεργειακής ισορροπίας του οργανισμού, που οδηγεί στην εκτροπή του σωματικού βάρους από τα φυσιολογικά όρια και στην εμφάνιση της παχυσαρκίας, προκαλείται άλλοτε από αυξημένη θερμιδική πρόσληψη και άλλοτε από μειωμένη ενεργειακή δαπάνη ή από την αλληλεπίδραση των δύο αυτών περιβαλλοντικών παραγόντων, σε ένα υπόβαθρο που καθορίζεται γενετικά. Επιπλέον, οι συνέπειες μιας διαταραχής της ενεργειακής ισορροπίας στην εξέλιξη της παχυσαρκίας μπορεί να ποικίλουν στις διάφορες φάσεις της ανάπτυξης, καθώς και μεταξύ διαφορετικών πληθυσμών (Goran & Sun, 1998). Τέλος, υπάρχουν στοιχεία που συνηγορούν στην άποψη ότι η μεταβολική απάντηση του οργανισμού σε μια διαταραχή της ενεργειακής ισορροπίας επηρεάζεται σημαντικά από το γονότυπο (Bouchard et al., 1990; Bouchard, 1995). Επομένως, άτομα με γενετική προδιάθεση ενδεχομένως να μην είναι σε θέση να αντισταθμίσουν αποτελεσματικά περιοδικές διακυμάνσεις στην ενεργειακή δαπάνη ή τη θερμιδική πρόσληψη. Η παρατεταμένη αδυναμία αντιστάθμισης μιας τέτοιας διαταραχής μακροπρόθεσμα εκδηλώνεται ως αύξηση των αποθεμάτων λίπους στο σώμα (Goran & Sun, 1998). Αναφορικά με τη σχέση παχυσαρκίας και φυσικής κατάστασης, διαπιστώθηκε ότι τα υπέρβαρα παιδιά παρουσίασαν χαμηλότερες επιδόσεις σε σχέση με τα παιδιά φυσιολογικού βάρους στις δοκιμασίες που απαιτούσαν κάθετη ή οριζόντια μετατόπιση του σωματικού βάρους, κάτι που αποτελεί κοινό εύρημα στη βιβλιογραφία (Deforche et

130 Συζήτηση 113 al., 2003; Juhee et al., 2005; Kimm et al., 2005; Manios et al., 2002; Tokmakidis et al., 2006) και επιβεβαιώνει την ερευνητική υπόθεση 12. Οι χαμηλότερες επιδόσεις των υπέρβαρων παιδιών στα συγκεκριμένα τεστ οφείλονται προφανώς στα αυξημένα ποσοστά λίπους στο σώμα τους, που αποτελούν ένα επιπλέον φορτίο στη διάρκεια εκτέλεσης των δοκιμασιών (Astrand & Rodahl, 1986). Μια άλλη ερμηνεία είναι ότι τα υπέρβαρα παιδιά αποφεύγουν τις δραστηριότητες που απαιτούν μετατόπιση του σωματικού βάρους, εξαιτίας της μεγαλύτερης ενεργειακής δαπάνης που χρειάζονται, σε σύγκριση με τα παιδιά φυσιολογικού βάρους (Bar-Or, 1993). Σε δοκιμασίες που απαιτούν δύναμη ή ταχύτητα μετακίνησης των άνω άκρων, φαίνεται ότι το υπερβολικό σωματικό βάρος δεν εμποδίζει την απόδοση. Στην παρούσα μελέτη, τα υπέρβαρα/παχύσαρκα παιδιά παρουσίασαν καλύτερες επιδόσεις στη δοκιμασία της ισομετρικής δύναμης χεριού, σε σχέση με τα παιδιά φυσιολογικού βάρους. Αυτό συμφωνεί με τα συμπεράσματα των Deforche et al. (2003) oe παιδιά και εφήβους στο Βέλγιο. Οι αυξημένες επιδόσεις δύναμης στα υπέρβαρα/παχύσαρκα παιδιά ερμηνεύονται από τις διαφορές στην άλιπη μάζα σώματος, η οποία αναπτύσσεται παράλληλα με το λιπώδη ιστό, για να υποστηρίξει το πρόσθετο φορτίο του υπερβολικού λίπους (Forbes, 1964). Εξαιτίας της αντικειμενικής δυσκολίας να καταγραφεί η ΦΔ με τρόπο έγκυρο και αξιόπιστο στα παιδιά, αρκετοί ερευνητές προτείνουν τη χρήση της φυσικής κατάστασης και ιδιαίτερα της καρδιοαναπνευστικής αντοχής, ως αδρού δείκτη εκτίμησης της ΦΔ (Huang & Malina, 2002). Με βάση τα παραπάνω, η σημαντική και ανεξάρτητη συσχέτιση της VCbmax με τους δείκτες παχυσαρκίας, η οποία έχει αναφερθεί σε πολλές έρευνες (Andersen & Haraldsdottir, 1995; Guerra, Ribeiro, Costa, Duarte & Mota, 2002; Mamalakis et al., 2000; Manios et al. 2004; Sur et al., 2005), ουσιαστικά αντικατοπτρίζει τις διαφορές μεταξύ φυσιολογικών και υπέρβαρων/παχύσαρκων παιδιών στη ΦΔ, οι οποίες δεν στάθηκε δυνατόν να καταγραφούν με ερωτηματολόγια. Η ευνοϊκή επίδραση της ΦΔ στον έλεγχο του σωματικού βάρους επιτυγχάνεται με δύο μηχανισμούς: αφενός άμεσα με την αύξηση της ενεργειακής δαπάνης που προκύπτει από τη συμμετοχή στην εκάστοτε δραστηριότητα και μειώνει την πιθανότητα θετικού ενεργειακού ισοζυγίου (Poehlman, 1989), όσο και μακροπρόθεσμα, χάρη στην αύξηση της άλιπης μάζας του σώματος, τη συνακόλουθη αύξηση του βασικού μεταβολισμού και την προοδευτική αύξηση της συμμετοχής των λιπαρών οξέων στην παραγωγή ενέργειας (Goldberg, Prentice, Davies & Murgatroyd, 1990).

131 Συύίτηση 114 Αλλά και η καρδιοαναπνευστική αντοχή δρα προστατευτικά ενάντια στην ανάπτυξη της παχυσαρκίας στην παιδική ηλικία (Johnson et al. 2000; Koutedakis et al., 2005). H σχέση αυτή ερμηνεύεται από το γεγονός ότι τα χαμηλά επίπεδα καρδιοαναπνευστικής αντοχής αντικατοπτρίζουν την περιορισμένη ικανότητα οξείδωσης των ενδομυϊκών λιπαρών οξέων (Konig et al., 2003), γεγονός που έχει ως συνέπεια την επίσης περιορισμένη ανοχή στα λίπη των τροφών και τελικά την αύξηση του σωματικού βάρους και λίπους (Koutedakis et al., 2005). Αυτό συμβαδίζει ως ένα βαθμό με τα αποτελέσματα της παρούσας έρευνας: παρόλο που η πρόσληψη κορεσμένων λιπαρών οξέων στη διατροφή των υπέρβαρων αγοριών ήταν εντός των συνιστώμενων ορίων (~10% της συνολικής ενεργειακής πρόσληψης), αποτέλεσε σημαντικό προγνωστικό δείκτη του ποσοστού σωματικού λίπους, εξαιτίας ενδεχομένως της περιορισμένης ικανότητας μεταβολισμού των λιπιδίων. Σε αρκετές έρευνες έχει παρατηρηθεί ότι τα υπέρβαρα παιδιά συμμετέχουν λιγότερο σε δραστηριότητες που απαιτούν καλή φυσική κατάσταση (Deforsche et al., 2003; Manios et al., 2004). Επομένως, τα παιδιά που αυξάνουν τα επίπεδα σωματικής δραστηριότητας και βελτιώνουν την αντοχή τους, μπορούν να ελέγξουν καλύτερα το βάρος τους καταναλώνοντας περισσότερες θερμίδες και «καίγοντας» αποτελεσματικότερα τα λίπη, ενώ παράλληλα είναι σε θέση να συμμετέχουν για περισσότερο χρόνο σε σωματικές δραστηριότητες χωρίς να κουράζονται. Η βελτίωση της καρδιοαναπνευστικής αντοχής θα πρέπει κατά συνέπεια να αποτελεί σημαντική προτεραιότητα στα προγράμματα παρέμβασης με στόχο την πρόληψη της παιδικής παχυσαρκίας. Η έλλειψη στατιστικά σημαντικής συσχέτισης ανάμεσα στις καθιστικές ασχολίες (τηλεόραση, ηλεκτρονικός υπολογιστής) με το ΔΜΣ συμφωνεί με τα ευρήματα των Savva et al. (2002) στην Κύπρο, έρχεται όμως σε αντίθεση με άλλες έρευνες στη χώρα μας και αλλού (Anastassea-Vlachou, Fryssira-Kanioura, Papathanasiou-Klontza, Xipolita- Zachariadi & Matsaniotis, 1996; Crespo et al., 2001; Manios et al., 2004). Αυτό μπορεί να οφείλεται στη δυσκολία καταγραφής των σχετικών παραμέτρων με τρόπο έγκυρο και αξιόπιστο. Εξάλλου, παρότι επικρατεί η άποψη ότι τα μειωμένα επίπεδα φυσικής δραστηριότητας συνεπάγονται αυξημένη συμμετοχή σε καθιστικού τύπου δραστηριότητες (Crespo et al., 2001), οι Marshall, Biddle, Sallis, McKenzie & Conway (2002) πρόσφατα έδειξαν ότι οι καθιστικές και οι φυσικές δραστηριότητες μπορούν κάποιες φορές να ανταγωνίζονται και άλλες φορές να συνυπάρχουν, χωρίς να αποτελούν απαραίτητα δυο όψεις του ίδιου νομίσματος. Αυτό σημαίνει πως κάποια παιδιά μπορεί να παρακολουθούν αρκετές ώρες τηλεόραση και παρόλα αυτά να συμμετέχουν επαρκώς σε

132 ΣοΕήτηοη III φυσικές δραστηριότητες σε διαφορετικές χρονικές περιόδους της ημέρας. Βέβαια, σε καμιά περίπτωση δεν θα πρέπει να ενθαρρύνεται η αυξημένη παρακολούθηση τηλεόρασης σ' αυτές τις ηλικίες, καθώς στη διάρκεια της τηλεθέασης μειώνεται σημαντικά ο μεταβολισμός ηρεμίας (Klesges, Shelton & Klesges, 1993), ενώ παράλληλα τα παιδιά γίνονται δέκτες διαφημίσεων ανθυγιεινών τροφών ή συνηθίζουν να καταναλώνουν τροφές και σνακ με υψηλή περιεκτικότητα ακατάλληλων θερμίδων (Crespo et al., 2001). Τεκμηριωμένοι παράγοντες κινδύνου και οι σχέσεις τους με την παχυσαρκία και τις παραμέτρους της συμπεριφοράς Αναφορικά με το λιπιδαιμικό προφίλ του δείγματος δεν διαπιστώθηκαν σημαντικές διαφοροποιήσεις στα δύο φύλα, γεγονός που επιβεβαιώνει την ερευνητική υπόθεση 14. Σε σύγκριση με συνομηλίκους τους από τη Μαγνησία (Magkos et al., 2006), τα παιδιά του παρόντος δείγματος είχαν ευνοϊκότερο προφίλ λιπιδίων, με υψηλότερες τιμές HDL-C (+38%) και χαμηλότερες τιμές TC (-7.6%), LDL-C (-23%), TG (-19%) και TC/HDL-C (- 33%). Οι διαφορές αυτές ερμηνεύονται εν μέρει από την υψηλή πρόσληψη λιπών και κορεσμένων λιπαρών οξέων που διαπιστώθηκαν στα παιδιά από τη Μαγνησία (40% και 15% της συνολικής θερμιδικής πρόσληψης, αντίστοιχα). Από την άλλη μεριά, σε σχέση με παιδιά από την την Πιερία (Bouziotas et al., 2001) και την Κρήτη (Magkos et al., 2005), το παρόν δείγμα παρουσίασε υψηλότερες τιμές ολικής χοληστερόλης και τριγλυκεριδίων. Στις προαναφερθείσες έρευνες, όπως και στην παρούσα μελέτη, κοινή είναι η διαπίστωση ότι το προφίλ καρδιαγγειακού κινδύνου στα Ελληνόπουλα έχει επιδεινωθεί σε σχέση με προηγούμενες δεκαετίες. Οι τιμές της αρτηριακής πίεσης ήταν φυσιολογικές για την πλειοψηφία των παιδιών που συμμετείχαν στην έρευνα, εύρημα που συμφωνεί με τα αποτελέσματα των Bouziotas et al. (2001) και Papadopoulou-Alataki et al. (2004), έρχεται ωστόσο σε αντίθεση με τα δεδομένα των Angelopoulos et al. (2006). Η υψηλή συχνότητα εμφάνισης αρτηριακής πίεσης που διαπιστώθηκε σε 11-χρονους μαθητές από την περιοχή των Ιωαννίνων στην τελευταία έρευνα σχετίστηκε ως έναν βαθμό με το χαμηλό κοινωνικοοικονομικό επίπεδο του δείγματος και με τις ανθυγιεινές συμπεριφορές που παρατηρούνται στις κατώτερες κοινωνικές τάξεις (Angelopoulos et al., 2006; Fernandes, Sesso, Martins & Sawaya, 2003). Εκτός από τα κλασικά λιπίδια και τις λιποπρωτεΐνες (TC, TG, HDL-C, LDL-C), στην παρούσα μελέτη διερευνήθηκαν και ορισμένοι νεότεροι παράγοντες κινδύνου, όπως οι απολιποπρωτεΐνες και η Lp(a). Ένα μικρό ποσοστό του δείγματος παρουσίασε διαταραχές των απολιποπρωτεϊνών, ενώ η Lp(a) εμφάνισε υψηλές τιμές σε ποσοστό που κυμάνθηκαν

133 Συζήτηση 116 από 12.1% στα αγόρια έως 13% στα κορίτσια. Η έλλειψη δημοσιευμένων δεδομένων καθιστά αδύνατη τη σύγκριση με παιδιά από άλλες περιοχές της Ελλάδας. Παρ' ότι οι μεθοδολογικές δυσκολίες δεν επιτρέπουν άμεσες συγκρίσεις με διεθνή δεδομένα, τα επίπεδα των απολιποπρωτεϊνών και της Lp(a) στο παρόν δείγμα παρουσιάζονται ευνοϊκότερα συγκριτικά με άλλους παιδικούς πληθυσμούς (Herd, Gower, Dashti & Goran, 2001; Yoshida et al., 2006). Διαπιστώθηκε ότι οι υψηλότερες τιμές του ΔΜΣ, της περιφέρειας μέσης ή του σωματικού λίπους σχετίστηκαν με ένα δυσμενέστερο προφίλ καρδιαγγειακού κινδύνου, γεγονός που οδηγεί στην αποδοχή των ερευνητικών υποθέσεων 15 και 16. Οι υψηλότερες συσχετίσεις παρατηρήθηκαν ανάμεσα στους ανθρωπομετρικούς δείκτες, τα τριγλυκερίδια και τους αθηρωματικούς δείκτες TC/HDL-C και LDL-C/HDL-C. Οι αναλύσεις έδειξαν ακόμη ότι τα υπέρβαρα/παχύσαρκα παιδιά είχαν δυσμενέστερο λιπιδαιμικό προφίλ σε σχέση με τα παιδιά φυσιολογικού βάρους. Συγκεκριμένα, τα υπέρβαρα/παχύσαρκα παιδιά είχαν σημαντικά υψηλότερες τιμές τριγλυκεριδίων, γλυκόζης, TC/HDL-C, LDL- C/HDL-C και Αρο Β/Αρο Α-1, ενώ τα επίπεδα της HDL-C ήταν οριακά χαμηλότερα στα υπέρβαρα κορίτσια, σε σύγκριση με τα φυσιολογικά κορίτσια. Γενικά, οι δείκτες παχυσαρκίας που έχουν χρησιμοποιηθεί στις διάφορες έρευνες παρουσιάζουν χαμηλές συσχετίσεις με την ολική χοληστερόλη και την LDL-C, και ισχυρότερες συσχετίσεις με τα τριγλυκερίδια και την HDL-C (Frerichs, Webber, Srinivasan & Berenson, 1978; Laskarzewski et al., 1980; Raitakari et al., 1994b). Τα ευρήματα της παρούσας έρευνας σε γενικές γραμμές συμφωνούν τόσο με ομόχρονες όσο και με διαχρονικές μελέτες (Chn, 2001; Katzmarzyk, Tremblay, Perusse, Despres & Bouchard, 2003; Kuzawa, Adair, Avila, Cadungog & Le, 2003, Manios et al., 2004, Petridou et al., 1995), παρόλο που οι συγκρίσεις μεταξύ των ερευνών μπορεί να επηρεαστούν από την ηλικία του εκάστοτε δείγματος, τους χρησιμοποιούμενους δείκτες ή τις στατιστικές μεθόδους που εφαρμόστηκαν. Δεδομένου ότι τόσο η παχυσαρκία όσο και το λιπιδαιμικό προφίλ σε μεγάλο βαθμό διαμορφώνονται από τις συνήθειες του τρόπου ζωής που αποκτώνται και υιοθετούνται από την παιδική ηλικία (Mikkila et al., 2005; Raitakari et al., 1994a; Telama & Yang, 1997), η διατήρηση αυτών των συνηθειών στην ενήλικο ζωή σημαίνει αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης καρδιαγγειακής νόσου. Η σχέση του ΔΜΣ με τα επίπεδα τριγλυκεριδίων ερμηνεύεται από την αυξημένη έκκριση των πλούσιων σε τριγλυκερίδια λιποπρωτεϊνών πολύ χαμηλής πυκνότητας (VLDL-C) στην παχυσαρκία, καθώς και από μια πιθανή βλάβη στο μηχανισμό της υδρόλυσης και απομάκρυνσης των τριγλυκεριδίων των VLDL-C (Beil, Grundy, Crouse &

134 Συζιϊτηση 117 Zech, 1982; Grundy & Barnett, 1990). Οι παθοφυσιολογικοί μηχανισμοί που είναι υπεύθυνοι για τη σχέση μεταξύ της κεντρικής παχυσαρκίας και της δυσλιπιδαιμίας εντοπίζονται στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των ενδοκοιλιακών λιποκυττάρων, τα οποία παράγουν σε μεγάλες ποσότητες ελεύθερα λιπαρά οξέα (Engfeldt & Arner, 1988). Η αυξημένη αυτή λιπόλυση επιφέρει αυξημένα επίπεδα ελεύθερων λιπαρών οξέων στην πυλαία κυκλοφορία και στο ήπαρ (Bjorntorp, 1992). Η υπερβολική έκθεση των ηπατικών ιστών στα ελεύθερα λιπαρά οξέα με τη σειρά της προκαλεί αυξημένη ηπατική λιπογένεση και δυσλιπιδαιμία, η οποία χαρακτηρίζεται από αυξημένα επίπεδα τριγλυκεριδίων, LDL- C, VLDL και Αρο Β, από μειωμένα επίπεδα της HDL-C, καθώς και από αύξηση των μικρών, πυκνών μορίων LDL-C (Bjorntorp, 1992; Kissebah, 1996). Επομένως, οι θετικές συσχετίσεις που παρατηρήθηκαν στην παρούσα μελέτη ανάμεσα στην περιφέρεια μέσης και το λιπιδαιμικό προφίλ (TG, LDL-C, αθηρωματικοί δείκτες, Αρο Β), ερμηνεύονται από τους αυξημένους ρυθμούς λιπόλυσης που συνοδεύουν την κοιλιακή παχυσαρκία. Επιπλέον, υπάρχουν ενδείξεις ότι, τόσο στους ενήλικες (Malcom et al., 1989; Phinney et al., 1994), όσο και στα παιδιά (Mamalakis, Kafatos, Manios, Kalogeropoulos & Andrikopoulos, 2002), ο ενδοκοιλιακός υποδόριος ιστός περιέχει αυξημένες ποσότητες κορεσμένων λιπαρών οξέων, σε σχέση με άλλους υποδόριους ιστούς. Τα κορεσμένα λιπαρά οξέα φαίνεται ότι αυξάνουν τη δραστηριότητα της πρωτεΐνης CETP (cholesteryl ester transfer protein). H CETP είναι μια πρωτεΐνη του πλάσματος η οποία είναι υπεύθυνη για τη μεταφορά εστέρων χοληστερόλης από την HDL-C σε λιποπρωτεΐνες χαμηλότερης πυκνότητας, μειώνοντας έτσι τα επίπεδα της HDL-C (Groener, van Ramshorst, Katan, Mensink & van Tol, 1991; Lagrost & Barter, 1991; Lagrost et al., 1999). Συνεπώς, είναι πιθανόν η αρνητική σχέση ανάμεσα στην κεντρική παχυσαρκία και τα επίπεδα της HDL-C στο δείγμα μας να οφείλεται στην αυξημένη απελευθέρωση κορεσμένων λιπαρών οξέων και τη συνεπαγόμενη αύξηση της δραστηριότητας της CETP (Mamalakis, Kafatos, Manios, Kalogeropoulos & Andrikopoulos, 2001). Η αύξηση των VLDL-C στην παχυσαρκία, καθώς και η αυξημένη δραστηριότητα της CETP φαίνεται ότι ερμηνεύουν και την θετική συσχέτιση των δεικτών παχυσαρκίας με την LDL-C. Αναφορικά με τις τιμές της Lp(a), εμφάνισαν θετικές συσχετίσεις με το ΔΜΣ και την περιφέρεια μέσης. Παρόλο που πιστεύεται ότι τα επίπεδά της Lp(a) είναι κατά βάση γενετικά καθορισμένα, ανάλογες συσχετίσεις έχουν αναφερθεί και σε άλλες έρευνες σε παιδιά (Glowinska, Urban, Koput & Galar, 2003; Kimm et al., 1999; Wang & Wang, 2003), και φαίνεται ότι εντάσσονται στη γενικότερη διαταραχή του μεταβολισμού των λιπιδίων, η οποία συνοδεύει την παχυσαρκία (Marcovina & Morrisett, 1995; Scanu, 1992).

135 Συζήτηση 118 Ενδιαφέροντα στοιχεία προέκυψαν κι από τη σχέση της κατανομής των παραγόντων καρδιαγγειακού κινδύνου με το φύλο και την κατηγορία ΔΜΣ, επιβεβαιώνοντας τις ερευνητικές υποθέσεις 17 και 18. Συγκεκριμένα, το ποσοστό των υπέρβαρων/παχύσαρκων παιδιών που εμφάνισαν ταυτόχρονη συνύπαρξη 3 παραγόντων κινδύνου ήταν σημαντικά υψηλότερο σε σχέση με το αντίστοιχο των φυσιολογικών παιδιών (3.0% έναντι 19.9%). Μια έρευνα σε εφήβους στην Ταϊβάν (Chu, Rimrn, Wang, Liou, & Shieh, 1998) έδειξε ότι το ποσοστό των υπέρβαρων παιδιών με περισσότερους από έναν παράγοντα καρδιαγγειακού κινδύνου κυμάνθηκε από 55% (κορίτσια) έως 70% (αγόρια). Ανάλογα ήταν και τα ευρήματα από τη Bogalusa Heart Study (Freedman, Dietz, Srinivasan & Berenson, 1999), σύμφωνα με τα οποία στις ηλικίες ετών το 71% των παιδιών με 3 παράγοντες κινδύνου ήταν υπέρβαρα (ΔΜΣ 95'ΐ εκατοστιαία θέση). Στην ίδια έρευνα και για την ηλικιακή ομάδα των 5-10 ετών βρέθηκε ότι, σε σύγκριση με τα παιδιά φυσιολογικού βάρους, τα υπέρβαρα παιδιά είχαν 9.7 φορές περισσότερες πιθανότητες να παρουσιάζουν 2 παράγοντες κινδύνου και 43.5 φορές περισσότερες πιθανότητες να εμφανίζουν 3 παράγοντες κινδύνου. Είναι γνωστό ότι η ταυτόχρονη συνύπαρξη παραγόντων κινδύνου, όπως η παχυσαρκία, η συστολική πίεση και τα αυξημένα επίπεδα της LDL-C και των τριγλυκεριδίων, δρα συνεργιστικά και αυξάνει σημαντικά τον κίνδυνο εμφάνισης εκτεταμένων αθηρωματικών βλαβών στις στεφανιαίες αρτηρίες, ακόμη και σε μικρές ηλικίες (Berenson et al., 1992; Berenson et al. 1998). Συνεπώς, τα υπέρβαρα παιδιά που παρουσιάζουν ταυτόχρονα και άλλους παράγοντες καρδιαγγειακού κινδύνου αποτελούν ομάδα υψηλής προτεραιότητας για προγράμματα πρόληψης και πρώιμης παρέμβασης. Τα ευρήματα της έρευνας στηρίζουν την ερευνητική υπόθεση 19 σε ό,τι αφορά τη ΦΔ, όχι όμως και σε σχέση με τη διατροφή και τη φυσική κατάσταση. Συγκεκριμένα, διαπιστώθηκε ότι οι συσχετίσεις της ΦΔ με τους καθιερωμένους παράγοντες καρδιαγγειακού κινδύνου ήταν περισσότερο ανθεκτικές και παρέμειναν ουσιαστικά αμετάβλητες μετά τον έλεγχο για πιθανές συγχέουσες μεταβλητές, σε αντίθεση με τη διατροφή και τις παραμέτρους της φυσικής κατάστασης. Παρόμοια αποτελέσματα έχουν αναφερθεί στη χώρα μας (Bouziotas et al., 2004) και αλλού (Katzmarzyk et al., 1999; Takada et al., 1998). Υπάρχουν ωστόσο και αναφορές, σύμφωνα με τις οποίες η παχυσαρκία αποτελεί τον καθοριστικότερο παράγοντα για την παθογένεια των παραγόντων καρδιαγγειακού κινδύνου στην παιδική ηλικία (Boreham et al., 2001; Mamalakis et al., 2001).

136 ZvCtjiT] σιι 119 Σε γενικές γραμμές και με βάση τα διαθέσιμα ερευνητικά στοιχεία, δεν διαπιστώνεται σημαντική σοσχέτιση μεταξύ της διατροφής και των καθιερωμένων παραγόντων κινδύνου. Αυτή η απουσία συσχέτισης φαίνεται ότι οφείλεται πιθανόν στην αδυναμία των ερωτηματολογίων διατροφής να προάγουν ακριβή εκτίμηση των διατροφικών συνηθειών, δεδομένου ότι η καταγραφή αφορά περιορισμένο χρονικό διάστημα (1-7 ημέρες), ενώ οι βιοχημικοί δείκτες διαμορφώνονται μακροπρόθεσμα (Beynen, Hermus & Hautvast, 1980; Mamalakis et al., 2001). Ωστόσο, ο ρόλος της διατροφής δεν θα πρέπει να υποβαθμίζεται, αφού είναι γνωστό άλλωστε ότι η ισορροπημένη διατροφή επιδρά ευεργετικά στο προφίλ καρδιαγγειακού κινδύνου, χάρη στις θετικές μεταβολές που επιφέρει στη σύσταση του σώματος, αλλά και στους υπόλοιπους παράγοντες κινδύνου (Chrysohoou, Panagiotakos, Pitsavos, Das & Stefanadis, 2004, de Lorgeril et al., 1999; Καστόρινη & Παναγιωτάκος, 2007; Psaltopoulou et al., 2004). Από την άλλη μεριά, η ευεργετική επίδραση της ΦΔ στους παράγοντες καρδιαγγειακού κινδύνου συνδέεται με προσαρμογές στον καταβολισμό των λιπαρών οξέων, όπως είναι η αύξηση της δραστικότητας των οξειδωτικών ενζύμων (Mole, Oscai & Holloszy, 1971) και η αυξημένη κινητοποίηση των ελεύθερων λιπαρών οξέων από τα λιποκύτταρα κατά την υπομέγιστη και παρατεταμένη μυϊκή προσπάθεια (Abemethy, Thayer & Taylor, 1990). Οι μεταβολές αυτές έχουν ως αποτέλεσμα την αυξημένη διαθεσιμότητα των λιπαρών οξέων στα μυϊκά κύτταρα κατά την άσκηση και την αύξηση της HDL-C στο πλάσμα (Haskell, 1984; Tran et al., 1983). Υπάρχουν ερευνητικά δεδομένα που συνδέουν την αύξηση της HDL-C μέσω της ΦΔ με την αύξηση της δραστηριότητας του ενζύμου ακυλοτρανσφεράση της λεκιθίνηςχοληστερόλης (lecithin:cholesterol acyltransferase, LCAT), καθώς και με τη μείωση των επιπέδων της CETP. Πράγματι, έχει βρεθεί ότι η αύξηση της ΦΔ επιφέρει μείωση των επιπέδων της CETP, σε συνάρτηση με μια αύξηση της HDL-C (Foger et al., 1994; Seip et al., 1993). Επιπλέον, έρευνες σε ενήλικες έχουν δείξει ότι η δραστηριότητα της LCAT αυξάνεται ως ανταπόκριση στην προπόνηση, ενώ σε αθλητές είναι 2-7 φορές υψηλότερη σε σχέση με υποκινητικά άτομα. Αυτή η αύξηση της δραστηριότητας της LCAT συμβαδίζει επίσης με μια αύξηση των επιπέδων της HDL-C (Marniemi, Dahlstrom, Kvist, Seppanen & Hietanen, 1982; Tsopanakis, Kotsarellis, Tsopanakis, 1988). Στο παρόν δείγμα η ΦΔ δεν σχετίστηκε με την HDL-C, ωστόσο διαπιστώθηκε ισχυρή και ανεξάρτητη αντίστροφη συσχέτιση της ΦΔ και της VO2 max με τους αθηρωματικούς δείκτες TC/HDL- C και LDL-C/HDL-C, αντίστοιχα.

137 Συζήτηση 120 Επιπλέον, έχει βρεθεί ότι στα παιδιά η ΦΔ επιδρά θετικά στη μείωση της αρτηριακής πίεσης (Katzmarzyk et al., 1999; Ribeiro et al., 2004; Rocchini et al., 1988). Παρόλο που οι μηχανισμοί με τους οποίους η ΦΔ συμβάλλει στη μείωση της αρτηριακής πίεσης δεν έχουν διευκρινιστεί πλήρως, ως πιθανοί μηχανισμοί αναφέρονται η ρύθμιση του σωματικού βάρους (Krotkiewski & Mandroukas, 1979), η μείωση του όγκου του εξωκυττάριου υγοού, η μειωμένη συμπαθητική δραστηριότητα του νευρικού συστήματος και η ομαλοποίηση του συστήματος ρενίνης - αγγειοτενσίνης - αλδοστερόνης (Mertens & Van Gaal, 2000). Επειδή ακόμη και ήπιες αυξήσεις της αρτηριακής πίεσης σε νεαρή ηλικία αυξάνουν μακροπρόθεσμα τον καρδιαγγειακό κίνδυνο (McCarron et al., 2000), κρίνεται αναγκαία η εφαρμογή προγραμμάτων πρώιμης παρέμβασης από την παιδική ηλικία. Καθώς μάλιστα η φαρμακευτική παρέμβαση απαιτεί κατάλληλη συμμόρφωση και επιπλέον συνδέεται με την πιθανότητα εμφάνισης ανεπιθύμητων παρενεργειών, θα πρέπει να δίνεται ιδιαίτερη έμφαση στη μη φαρμακευτική αντιμετώπιση. Αυτή συνίσταται σε μεταβολές του τρόπου ζωής και μεταξύ άλλων περιλαμβάνει την αύξηση της φυσικής δραστηριότητας και την υιοθέτηση υγιεινών διατροφικών συνηθειών (Williams et al., 2002). Συχνότητα του μεταβολικού συνδρόμου και παράγοντες που σχετίζονται με την εμφάνισή του στην παιδική ηλικία Η συχνότητα εμφάνισης του ΜΣ δεν διέφερε σημαντικά στα δύο φύλα, εύρημα που στηρίζει την ερευνητική υπόθεση 20 και επιβεβαιώνει πρηγούμενες μελέτες (Ford et al., 2005; Λιναρδάκης και συν., 2007; Viner, Segal, Lichtarowicz-Krynska & Hindmarsh, 2005). Επιπλέον, η συχνότητα του συνδρόμου ήταν παρόμοια με παιδιά αντίστοιχης ηλικίας από την Κρήτη (Λιναρδάκης και συν., 2007) και παρόμοια ή χαμηλότερη σε σχέση με παιδιά άλλων χωρών. Έρευνες που χρησιμοποίησαν ανάλογους ορισμούς του ΜΣ αναφέρουν ότι η συχνότητά του σε 12-χρονους Γάλλους ήταν 5,8% (Platat et al., 2006) και σε έφηβους Μεξικανούς 7,2% (Rodriguez-Moran et al., 2004). Σε έφηβους Αμερικανούς που μετείχαν στη μελέτη National Health and Nutrition Examination Survey (NHANES) η συχνότητα του ΜΣ κυμάνθηκε από 4-5,2% (Cook, Weitzman, Auinger, Nguyen & Dietz, 2003; Ford et al., 2005). Σε δεδομένα από την ίδια μελέτη (NHANES) οι de Ferranti et al. (2004) βρήκαν ότι η συχνότητα του ΜΣ στις ηλικίες ετών ήταν ~9,2%, ενώ σε παιδιά από το Ιράν το ποσοστό του ΜΣ ήταν σημαντικά υψηλότερο (14,1%) (Kelishadi et al., 2007b). Ωστόσο, οι δύο τελευταίες έρευνες στον ορισμό του ΜΣ χρησιμοποίησαν χαμηλότερα όρια για την υπερτριγλυκεριδαιμία (100 mg/dl) και την κεντρική

138 Συζήτηση 121 παχυσαρκία (75π εκατοστιαία θέση). Τα παραπάνω στοιχεία δείχνουν ότι το ΜΣ αποτελεί κοινό παιδιατρικό πρόβλημα παγκοσμίως. Ανεξάρτητα από τις διαφοροποιήσεις που μπορεί να παρατηρούνται από περιοχή σε περιοχή ή από χώρα σε χώρα, διαπιστώνεται ότι η συχνότητα του ΜΣ σε παιδικούς πληθυσμούς παρουσιάζει μια αυξητική τάση τόσο στις ανεπτυγμένες όσο και στις αναπτυσσόμενες χώρες. Δεδομένου ότι το ΜΣ διαδραματίζει κεντρικό ρόλο στα πρώιμα στάδια του αθηρωματικού καταρράκτη, η παραπάνω διαπίστωση επισημαίνει την ανάγκη για χάραξη τεκμηριωμένων πολιτικών υγείας και εφαρμογή αποτελεσματικών στρατηγικών πρόληψης και πρώιμης παρέμβασης σε διεθνές, εθνικό και τοπικό επίπεδο. Από τα αποτελέσματα επιβεβαιώθηκαν οι ερευνητικές υποθέσεις 21 και 22, καθώς το ΜΣ διαγνώστηκε μόνο σε υπέρβαρα και παχύσαρκα παιδιά, ενώ και η συσχέτιση του συνδρόμου με τους δείκτες παχυσαρκίας και ιδιαίτερα με την κοιλιακή παχυσαρκία ήταν ισχυρή και ανεξάρτητη από την επίδραση άλλων μεταβλητών. Πράγματι, έχει βρεθεί ότι η παιδική παχυσαρκία σχετίζεται με τη συνύπαρξη των παραγόντων του ΜΣ και με τη μεταφορά τους στην ενήλικο ζωή (Katzmarzyk et al., 2001, Twisk et al., 1999). Στη μοναδική προς το παρόν δημοσιευμένη έρευνα για το ΜΣ σε παιδιά στη χώρα μας, ο κίνδυνος εμφάνισης του ΜΣ σε παχύσαρκα παιδιά και εφήβους ήταν 85 φορές υψηλύτερος σε σχέση με τα παιδιά φυσιολογικού βάρους (Λιναρδάκης και συν., 2007). Σε μια διαχρονική μελέτη στη Φινλανδία (Vanhala et al., 1998) βρέθηκε ότι τα παχύσαρκα παιδιά είχαν τριπλάσιες πιθανότητες να αναπτύξουν το ΜΣ ως ενήλικες. Δεδομένου ότι η παχυσαρκία σχετίζεται με την πλειοψηφία των παραγόντων καρδιαγγειακού και μεταβολικού κινδύνου, η διατήρηση ενός φυσιολογικού σωματικού βάρους στα παιδιά μπορεί να είναι ευεργετική για την πρόληψη του ΜΣ και τη μείωση του κινδύνου εμφάνισης αθηρωματικής νόσου στην ενήλικο ζωή. Στην παρούσα μελέτη εξετάστηκε επίσης η ανεξάρτητη σχέση της διατροφής, της ΦΔ κατ της φυσικής κατάστασης με το ΜΣ στο δείγμα μας. Η αξιολόγηση των συσχετίσεων αυτών έγινε με τη δημιουργία ενός ποσοτικού δείκτη μεταβολικού κινδύνου, ο οποίος προέκυψε από το μέσο όρων των τιμών των μεταβολικών παραγόντων κινδύνου, αφού προηγουμένως μετατράπηκαν σε μονάδες τυπικής απόκλισης ζ. Ένας τέτοιος δείκτης παρουσιάζει μεγαλύτερη στατιστική ευαισθησία, σε σύγκριση με μια προσέγγιση που θα στηριζόταν στη χρήση διαχωριστικών τιμών (cut-off points) για κάθε παράγοντα του ΜΣ (Ragland, 1992). Τα αποτελέσματα στηρίζουν την ερευνητική υπόθεση 23 μόνο σε σχέση με τη ΦΔ, καθώς οι συσχετίσεις της διατροφής και της φυσικής κατάστασης με το σκορ μεταβολικού

139 Συζήτηση 122 κινδύνου εξαλείφθηκαν μετά από τον έλεγχο ως προς τις πιθανές συγχέουσες μεταβλητές. Τα ευρήματα της παρούσας έρευνας συμφωνούν με προηγούμενες μελέτες σε ενήλικες, σύμφωνα με τις οποίες η ΦΔ παρουσιάζει αρνητική συσχέτιση με το σκορ μεταβολτκού κινδύνου, ανεξάρτητα από την επίδραση άλλων συγχυτικών παραγόντων. Πράγματι, σε μια προοπτική μελέτη σε άνδρες ετών στη Φινλανδία, οι Laaksonen et al. (2002) αναφέρουν ότι ο κίνδυνος εμφάνισης ΜΣ ήταν κατά 48% μικρότερος για τα άτομα που συμμετείχαν σε ΦΔ για 3 ώρες την εβδομάδα. Εξίσου σημαντική ήταν και η μείωση του μεταβολτκού κινδύνου για τους άντρες με υψηλή VΟ2 max, ωστόσο φαίνεται ότι η σχέση της VC^max και του ΜΣ επηρεαζόταν από την κεντρική παχυσαρκία, καθώς και από άλλους συγχυτικούς παράγοντες. Παρόμοιες συσχετίσεις μεταξύ ΦΔ και μεταβολικού κινδύνου βρέθηκαν και στην προοπτική μελέτη των Franks et al. (2004) σιην Αγγλία, η οποία διερεύνησε την παθογένεια του σακχαρώδους διαβήτη τύπου II και των μεταβολικών διαταραχών που σχετίζονται με αυτόν. Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι η ευεργετική επίδραση της ΦΔ στον κίνδυνο ΜΣ ήταν ακόμη μεγαλύτερη σε άτομα με χαμηλή VC^max. Τα αποτελέσματα της παρούσας έρευνας ενισχύουν επίσης τα λιγοστά ερευνητικά δεδομένα από τη Δανία (Brage et al., 2004a-b), τη Γαλλία (Platat et al., 2006) και το Ιράν (Kelishadi et al., 2007b), σύμφωνα με τα οποία τα αυξημένα επίπεδα ΦΔ δρουν προστατευτικά ενάντια στους παράγοντες του ΜΣ ήδη από την παιδική ηλικία. Μεταξύ των παραμέτρων της διατροφής, η πρόσληψη χοληστερόλης ήταν ο μοναδικός παράγοντας που παρουσίασε ανεξάρτητη συσχέτιση με το σκορ μεταβολτκού κινδύνου. Με εξαίρεση την έρευναν των Λιναρδάκη και συν. (2007) στην Κρήτη, που αναφέρουν θετική σχέση ανάμεση στο ΜΣ και την πρόσληψη κορεσμένων λιπαρών οξέων, δεν υπάρχουν άλλα ερευνητικά δεδομένα αναφορικά με την πρόσληψη λιπών και τη σχέση της με το ΜΣ. Ωστόσο, παλαιότερες έρευνες έχουν δείξει ότι η αυξημένη πρόσληψη χοληστερόλης με τις τροφές επηρεάζει αρνητικά ξεχωριστές παραμέτρους του ΜΣ και συγκεκριμένα την αρτηριακή πίεση (Melby et al., 1987) και την HDL-C (Boreham et al., 1999), ενώ και στην παρούσα μελέτη η πρόσληψη χοληστερόλης παρουσίασε σημαντική κατ ανεξάρτητη συσχέτιση με τα επίπεδα τριγλυκεριδίων. Επίσης, σε μια πολύ πρόσφατη έρευνα στην Αμερική με πολυετή δεδομένα από τη μελέτη NHANES (Pan & Pratt, 2008) διαπιστώθηκε ότι η συχνότητα του ΜΣ σε παιδιά και εφήβους ετών παρουσίασε αντίστροφη συσχέτιση με έναν Δείκτη Υγιεινής Διατροφής (Healthy Eating Index), καθώς και με την κατανάλωση φρούτων. Με βάση τα αποτελέσματα των αναλύσεων και σε αντίθεση με τη ΦΔ, η αντίστροφη συσχέτιση της V02max με το σκορ μεταβολικού κινδύνου ερμηνεύτηκε από την κοινή

140 Συζήτηση 123 συσχέτιση των δύο παραμέτρων με την κοιλιακή παχυσαρκία, η οποία αποτελεί ένα από τα γενεσιουργό αίτια του ΜΣ (Palaniappan et al., 2004). Η διαπίστωση αυτή συμφωνεί με ορισμένες μελέτες (Ball et al., 2004; Rizzo, Ruiz, Hurtig-Wennlof, Ortega & Sjostrom, 2007), ωστόσο υπάρχουν και έρευνες που κατέληξαν σε διαφορετικά συμπεράσματα. Συγκεκριμένα, στη European Youth Heart Study (EYHS) η VC^max παρουσίασε ανεξάρτητη συσχέτιση με την αντίσταση οτην ινσουλίνη σε ένα δείγμα 873 παιδιών από την Εσθονία και τη Σουηδία (Ruiz et al., 2007). Ανάλογα συμπεράσματα αναφέρουν και οι Brage et al. (2004a-b) σε δεδομένα από την ίδια μελέτη (EYHS), που αφορούσαν παιδιά από τη Δανία. Θα πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι στη διαχρονική μελέτη The Amsterdam Growth and Health Longitudinal Study (Ferreira, Twisk, van Mechelen, Kemper & Stehouwer, 2005) η πτώση της VO2 max κατά την εφηβεία και την πρώιμη ενηλικίωση σχετίστηκε με την εκδήλωση ΜΣ στην ηλικία των 36 ετών, ανεξάρτητα από τη ΦΔ και τα ποσοστά σωματικού λίπους. Σύμφωνα με τους ερευνητές, η συσχέτιση αυτή οφείλεται σε μηχανισμούς που δεν είναι πλήρως κατανοητοί και μπορεί να περιλαμβάνουν την αντίσταση στην ινσουλίνη, την πρόκληση φλεγμονής, τη θρομβογένεση, τη σκληρότητα των αρτηριών, ή κάποιο κοινό γενετικό υπόβαθρο που προδιαθέτει σε χαμηλή V02max και στην εκδήλωση ΜΣ. Πιθανές διαφορές στη σύσταση του σώματος μεταξύ των διαφορετικών παιδικών πληθυσμών θα μπορούσαν ενδεχομένως να ερμηνεύσουν τις παρατηρούμενες διαφορές μεταξύ των ερευνών, καθώς τόσο η λπιώδης μάζα όσο και η κατανομή του λίπους έχει βρεθεί ότι επηρεάζουν τη δυναμική της ινσουλίνης στα παιδιά (Goran & Gower, 1999). Στην παρούσα μελέτη, για παράδειγμα, οι μέσες τιμές του ΔΜΣ προσέγγιζαν την 85π εκατοστιαία θέση ως προς το φύλο και την ηλικία, ενώ στην EYHS (Ruiz et al., 2007) αντιστοιχούσαν μόλις στην 50ή εκατοστιαία θέση. Επομένως, θα μπορούσε να υποθέσει κάποιος ότι η πιθανή θετική επίδραση της V02max στο σκορ μεταβολικού κινδύνου επικαλύπτεται από την επιβλαβή επίδραση της παχυσαρκίας. Επιπλέον, τα παιδιά της παρούσας έρευνας ήταν μεγαλύτερα σε σχέση με την EYHS. Είναι γνωστό ότι στη διάρκεια της ανάπτυξης και της εφηβείας παρατηρούνται φυσιολογικές μεταβολές στην αντίσταση στην ινσουλίνη (Moran et al., 1999), οι οποίες θα μπορούσαν να αποτελέσουν άλλη μια πιθανή ερμηνεία για τις παρατηρούμενες διαφορές. Παρόλο που στην παρούσα έρευνα δεν εκτιμήθηκε το στάδιο ανάπτυξης των παιδιών, έχει βρεθεί ότι η σχέση της ινσουλίνης με τη v02max και την παχυσαρκία δεν επηρεάζεται

141 Συζήτηση 124 από τη βιολογική ανάπτυξη και το επίπεδο ωρίμαναης (Cook et al., 1993; Moran et al., 1999; Ruiz et al., 2007). Πολιτισμικές ή άλλες διαφορές μεταξύ των διερευνούμενων πληθυσμών, ή ακόμη διαφορές στη στατιστική επεξεργασία των δεδομένων μεταξύ των ερευνών θα μπορούσαν επίσης να ερμηνεύσουν τα αντιφατικά αποτελέσματα. Εξάλλου, τόσο στην παρούσα έρευνα, όσο και στις προηγούμενες, τα μοντέλα παλινδρόμησης που χρησιμοποιήθηκαν ερμήνευσαν ένα μικρό μόνο ποσοστό της διακύμανσης της ινσουλίνης ή του σκορ μεταβολικού κινδύνου (16-28%). Αυτό σημαίνει ότι και άλλοι παράγοντες, πέραν της σύστασης του σώματος, της κατανομής του λίπους ή της VO? max διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στις μεταβολές της αντίστασης στην ινσουλίνη. Η διαφορετική σχέση της ΦΔ και της VC^max με το σκορ μεταβολικού κινδύνου ερμηνεύεται προφανώς από το γεγονός ότι, ενώ η ΦΔ αποτελεί συμπεριφορά που συνδέεται με τον τρόπο ζωής, η V02max αναφέρεται σε ένα χαρακτηριστικό που επηρεάζεται τόσο από τροποποιήσιμους παράγοντες, όπως η ποσότητα, η ένταση και ο τύπος της φυσικής δραστηριότητας (Astrand & Rodahl, 1986), όσο και από μη τροποποιήσιμους παράγοντες, όπως το ισχυρό γενετικό υπόβαθρο (Bouchard et al., 1998). Από την άλλη μεριά, η ΦΔ συντελεί στην εμφάνιση μιας σειράς προσαρμογών που εκτείνονται πέρα από τη βελτίωση της VO2 max ή τη μείωση της κοιλιακής παχυσαρκίας και συντελούν από κοινού στη μείωση του μεταβολικού κινδύνου. Αναλυτικότερα, μελέτες έχουν δείξει ότι η συστηματική ΦΔ και ιδίως η αερόβια άσκηση προάγει τη μεταφορά της γλυκόζης, λόγω αύξησης ευαισθησίας της ινσουλίνης και των μεταφορέων της (Sato et al., 1996). Σημαντικές είναι και οι προσαρμογές που παρατηρούνται στο μεταβολισμό των λιπών, οι οποίες αναφέρθηκαν στην προηγούμενη ενότητα. Έχει διατυπωθεί η άποψη ότι οι μηχανισμοί δράσης της ινσουλίνης και ο μεταβολικός κίνδυνος είναι πιθανόν να επηρεάζονται και από άλλες φυσικές ικανότητες εκτός από την νο2 max, όπως για παράδειγμα από τη μυϊκή δύναμη (Ball et al., 2004). Σε μια επιδημιολογική μελέτη από το ινστιτούτο Cooper των ΗΠΑ (Jurca et al., 2005) διαπιστώθηκε ότι τα αυξημένα επίπεδα δύναμης μειώνουν σημαντικά τον κίνδυνο εκδήλωσης του ΜΣ σε άντρες και η μείωση αυτή είναι ανεξάρτητη από την ύπαρξη των καθιερωμένων παραγόντων καρδιαγγειακού κινδύνου. Ωστόσο, τα ερευνητικά δεδομένα σε παιδιά είναι ελάχιστα. Σε μια πρόσφατη έρευνα από την Αυστραλία με παιδιά και εφήβους (Benson, Torode & Singh, 2006) διαπιστώθηκε όττ η μυϊκή δύναμη ήταν ισχυρός προγνωστικός δείκτης καλύτερης ευαισθησίας στην

142 Σνέήτηση 125 ινσουλίνη. Στην παρούσα έρευνα η ισομετρική δύναμη παρουσίασε θετική συσχέτιση με το σκορ μεταβολικού κινδύνου, ενδεχομένως λόγω της θετικής συσχέτισης της άλιπης μάζας του σώματος με το λιπώδη ιστό (Forbes, 1964). Είναι προφανές ότι απαιτούνται περισσότερες μελέτες γύρω από το συγκεκριμένο ερευνητικό πεδίο, προκειμένου οι σχέσεις και οι αλληλεπιδράσεις μεταξύ της παχυσαρκίας και των διαφορετικών παραμέτρων της φυσικής κατάστασης να διευκρινιστούν πλήρως. Εξάλλου, είναι γνωστό ότι η προπόνηση δύναμης συμβάλλει στη βελτίωση της σύστασης του σώματος και στη μείωση του ενδοκοιλιακού λίπους (Treuth, Hunter, Figueroa-Colon & Goran, 1998; Winett & Carpinelli, 2001), το οποίο παρουσιάζει ισχυρή συσχέτιση με το ΜΣ. Δεδομένου ότι τα παχύσαρκα παιδιά μειονεκτούν στην εκτέλεση δραστηριοτήτων που απαιτούν μετατόπιση του σωματικού βάρους, συστήνεται τα προγράμματα πρόληψης που απευθύνονται σ' αυτά τα παιδιά να συμπεριλαμβάνουν και προπόνηση δύναμης (Deforche et al., 2003). Στην παρούσα μελέτη επιβεβαιώθηκε επιπλέον η ερευνητική υπόθεση 24, καθώς το σκορ μεταβολικού κινδύνου παρουσίασε ισχυρές συσχετίσεις με τους άλλους παράγοντες καρδιαγγειακού κινδύνου, οι οποίες παρέμειναν υψηλές και μετά τον έλεγχο της επίδρασης του ποσοστού σωματικού λίπους ή της κεντρικής παχυσαρκίας. Προηγούμενες έρευνες σε ενήλικες (Jia et al., 2005) και παιδιά (Chen, Srinivasan, Elkasabany & Berenson, 1999a; Kelishadi et al., 2007a; Sinaiko et al., 2006) έχουν δείξει ότι η αντίσταση στην ινσουλίνη και οι παράγοντες του ΜΣ τείνουν να συνυπάρχουν και με άλλους παράγοντες καρδιαγγειακού κινδύνου. Τα ευρήματα αυτά συνηγορούν στην άποψη ότι το ΜΣ δεν είναι μια απλή κλινική οντότητα, αλλά ένα σύνολο διαφορετικών παραγόντων κινδύνου, οι οποίοι ωστόσο αλληλεπιδρούν και αλληλοενισχύονται μεταξύ τους, αυξάνοντας δραματικά τον κίνδυνο στεφανιαίας νόσου και διαβήτη τύπου II (Haffner, 2006). Επιπλέον, παράγοντες κινδύνου που συνυπάρχουν στην παιδική ηλικία είναι πιθανότερο να μεταφερθούν συνολικά στην ενήλικο ζωή, παρά ως μεμονωμένοι παράγοντες (Bao et al., 1994; Chen, Srinivasan, Li, Xu & Berenson, 2005). Συμπερασματικά, μεταξύ των παραγόντων που σχετίζονται με τον τροπο ζωής, η ΦΔ ήταν ο μοναδικός ανεξάρτητος προγνωστικός δείκτης του σκορ μεταβολικού κινδύνου στα παιδιά. Η σχέση της πρόσληψης χοληστερόλης και της V02max με το σκορ μεταβολικού κινδύνου οφείλεται στην ευνοϊκή επίδραση των δύο αυτών παραμέτρων στην παχυσαρκία, η οποία αποτέλεσε τον ισχυρότερο προγνωστικό δείκτη του σκορ μεταβολικού κινδύνου. Αναφορικά με την επίδραση της δύναμης στον μεταβολικό κίνδυνο είναι προφανές ότι απαιτούνται περισσότερες μελέτες. Η ανεξάρτητη συσχέτιση του σκορ μεταβολικού κινδύνου με τους άλλους καθιερωμένους παράγοντες κινδύνου

143 Συϋ. )τηση 126 συνιστά αυξημένο μελλοντικό καρδιαγγειακό κίνδυνο για τα παιδιά με πολλαπλούς παράγοντες κινδύνου και επιβάλλει τη λήψη άμεσων μέτρων πρόληψης. Κατάλληλα εκπαιδευτικά προγράμματα που ευαισθητοποιούν τα παιδιά σε θέματα υγιεινής διατροφής και ΦΔ μπορούν να συμβάλλουν στη μείωση της παχυσαρκίας και των μεταβολικών διαταραχών που οδηγούν στην εμφάνιση του ΜΣ. Δεδομένου ότι στα παιδιά, όπως και στους ενήλικες, η συνύπαρξη παχυσαρκίας και χαμηλής V02max συνδέεται με αυξημένο κίνδυνο ΜΣ (Eisenmann, Welk, Wickel & Blair, 2007; Franks et al., 2004; Laaksonen et al., 2002), ιδιαίτερη έμφαση θα πρέπει να δίνεται στην βελτίωση της νο2 max, μέσω συμμετοχής σε ΦΔ υψηλής έντασης. Δείκτες φλεγμονής: Σχέσεις με το φύλο, την παχυσαρκία, τις παραμέτρους της συμπεριφοράς και τους άλλους παράγοντες κινδύνου Στα πλαίσια της μελέτης διερευνήθηκαν και οι δείκτες φλεγμονής, σε σχέση με τις παραμέτρους της συμπεριφοράς και τους άλλους παράγοντες καρδιαγγειακού κινδύνου. Σε σύγκριση με παιδιά παρόμοιας ηλικίας από άλλες χώρες, το δείγμα της έρευνας είχε υψηλότερα επίπεδα αντιπονεκτίνης και CRP (Butte et al., 2005; Platat et al., 2006; Yoshida et al., 2006) και χαμηλότερες τιμές TNF-α (Tsou et al., 2004). Ακόμη διαπιστώθηκε ότι το 10.7% των μαθητών παρουσίαζε αυξημένα επίπεδα CRP, ποσοστό παρόμοιο μ' αυτό που έχει αναφερθεί σε παιδιά από την Ισπανία (~12%) (Valle et al., 2005) και υψηλότερο σε σχέση με παιδιά από τις ΙΤ.Π.Α. (5,5%) (Lambert et al., 2004). Δεν επιβεβαιώθηκε η ερευνητική υπόθεση 25, καθώς οι τιμές της αντιπονεκτίνης, του TNF-α και της CRP δεν διαφοροποιήθηκαν σημαντικά μεταξύ αγοριών και κοριτσιών. Τα αποτελέσματα αναφορικά με την επίδραση του φύλου οτις κυτταροκίνες και τη CRP δεν παρουσιάζουν ομοιογένεια μεταξύ των ερευνών. Έτσι, υπάρχουν μελέτες στις οποίες δεν διαπιστώθηκαν διαφορές μεταξύ των δύο φύλων στα επίπεδα της αντιπονεκτίνης (Asayama et al., 2003; Stefan et al., 2002) και της CRP (Isasi et al., 2003; Moran et al., 2005), ενώ κάποιοι άλλοι ερευνητές κατέληξαν σε αντίθετα συμπεράσματα (Butte et al., 2005; Nemet et al., 2003; Tsou et al., 2004; Yoshida et al., 2006). Οι διαφοροποιήσεις μεταξύ αγοριών και κοριτσιών, όπου παρατηρούνται, ερμηνεύονται από τις διαφορές στο λιπώδη ιστό (Lyon, Law & Hsueh, 2003) και από την επίδραση των ορμονών του φύλου (Bottner et al., 2004; Tsou et al., 2004). Από την άλλη μεριά, η ερευνητική υπόθεση 26 επαληθεύτηκε μόνο για την CRP και την αντιπονεκτίνη, καθώς διαπιστώθηκαν σημαντικές διαφορές σε σχέση με την κατηγορία ΔΜΣ, με τα υπέρβαρα/παχύσαρκα παιδιά να εμφανίζουν υψηλότερες τιμές CRP και

144 ΣοΟίτηση 127 χαμηλότερες τιμές αντιπονεκτίνης. Ακόμη, οι υψηλές τιμές του ΔΜΣ, της περιφέρειας μέσης και του σωματικού λίπους σχετίστηκαν με χαμηλές τιμές αντιπονεκτίνης. Τα επίπεδα του TNF-α δεν συσχετίστηκαν με κανέναν από τους ανθρωπομετρικούς δείκτες και δεν διαφοροποιήθηκαν σημαντικά μεταξύ φυσιολογικών και υπέρβαρων/ παχύσαρκων παιδιών. Τα αποτελέσματα μας συνάδουν με προηγούμενες μελέτες σε παιδιά, σύμφωνα με τις οποίες η παχυσαρκία συνδέεται με μειωμένα επίπεδα αντιπονεκτίνης (Nemet et al., 2003; Tsou et al., 2004) και αυξημένα επίπεδα TNF-α (Nemet et al., 2003), αν και η τελευταία σχέση δεν έχει επιβεβαιωθεί σε όλες τις έρευνες (Eliakim et al., 2006). Οι ακριβείς μηχανισμοί ελάττωσης των επιπέδων της αντιπονεκτίνης στην παχυσαρκία δεν έχουν διευκρινιστεί πλήρως. Ένας από αυτούς θα μπορούσε να είναι ο παράγοντας TNF-α, που εκφράζεται και υπερεκκρίνεται σε καταστάσεις αυξημένης συσσώρευσης κοιλιακού λίπους, αναστέλλοντας τη δράση της avτmovεκτίvης. Πράγματι, στην παρούσα έρευνα η σντιιιονεκτίνη συσχετίστηκε αρνητικά με τον TNF-α (r=-.228, ρ<.034). Η CRP παρουσίασε ισχυρές θετικές συσχετίσεις με όλους τους ανθρωπομετρικούς δείκτες, με υψηλότερη συσχέτιση εκείνη με το σωματικό λίπος (τ=.659). Αρκετές πρόσφατες έρευνες σε παιδιά έχουν αναφέρει ότι αυξημένες τιμές ΔΜΣ συνδέονται με υψηλές τιμές CRP (Butte et al., 2005; Hiura et al., 2003; Valle et al., 2005; Yoshida et al., 2006). Παλαιότερα δεδομένα από τη NHANES στην Αμερική (Visser et al., 2001) αναφέρουν ότι τα υπέρβαρα παιδιά είχαν ~3.5 φορές περισσότερες πιθανότητες να εμφανίζουν υψηλές τιμές CRP ( 2.2 mg/l). Στη μελέτη "The Quebec Child and Adolescent Health and Social Survey" στον Καναδά (Lambert et al., 2004) η αύξηση του ΔΜΣ κατά μία μονάδα τυπικής απόκλισης συσχετίστηκε με αύξηση της συγκέντρωσης της CRP κατά 52%. Είναι χαρακτηριστικό ότι στην παρούσα μελέτη το 52% των υπέρβαρων/ παχύσαρκων αγοριών και το 45% των υπέρβαρων/ παχύσαρκων κοριτσιών είχαν οριακά υψηλές (από 1-3 mg/l) ή υψηλές τιμές CRP ( 3 mg/l). Αν και οι επιδράσεις της συστηματικής φλεγμονής χαμηλού βαθμού στα παιδιά δεν είναι γνωστές, έχει αποδειχτεί ότι στους ενήλικες η φλεγμονή αυξάνει τον κίνδυνο καρδιακών ασθενειών και διαβήτη τύπου II (Aldhahi & Hamdy, 2003; Jialal & Devaraj, 2001; Lyon et al., 2003; Pradhan, Manson, Rifai, Buring & Ridker, 2001; Ridker, 2001). Επομένως, είναι προφανές ότι η φλεγμονώδης απάντηση που προκαλεί η παχυσαρκία στον παιδικό οργανισμό αποτελεί έναν πρόσθετο παράγοντα κινδύνου για την εμφάνιση καρδιαγγειακής νόσου και άλλων χρόνιων παθήσεων στην ενήλικο ζωή.

145 Συζήτηση 128 Παρόλο που η πρόσληψη ενέργειας και μακροθρεπτικών στοιχείων έχει συσχετιστεί με την παχυσαρκία, η σχέση της διατροφής με τους δείκτες φλεγμονής και τις κυτταροκίνες δεν έχει αποσαφηνιστεί πλήρως. Σε πειραματόζωα έχει αναφερθεί ότι τα επίπεδα αντιπονεκτίνης αυξάνονται μετά από μείωση της θερμιδικής πρόσληψης (Berg et al., 2001). Τα λιγοστά ερευνητικά στοιχεία σε παιδιά (Butte et al., 2005), νεαρούς άντρες (Yannakoulia et al., 2003) και ασθενείς με διαβήτη τύπου II (Hotta et al., 2000) δείχνουν ότι οι τιμές της αντιπονεκτίνης δεν σχετίζονται με τις παραμέτρους της διατροφής. Τα αποτελέσματα της παρούσας έρευνας συνηγορούν στην απουσία συσχέτισης μεταξύ διατροφικών παραμέτρων, κυτταροκινών και δεικτών φλεγμονής, καθώς η συσχέτιση που παρατηρήθηκε μεταξύ της CRP και της πρόσληψης κορεσμένων λιπαρών οξέων στο σύνολο του δείγματος, όπως και η σχέση της αντιπονεκτίνης με την πρόσληψη χοληστερόλης στα κορίτσια οφείλονταν στην κοινή συσχέτιση αυτών των παραμέτρων με την παχυσαρκία. Αντιφατικά είναι και τα αποτελέσματα των προηγούμενων ερευνών αναφορικά με τη σχέση της ΦΔ και της φυσικής κατάστασης με τις κυτταροκίνες και τους φλεγμονώδετς ρυθμιστές. Σε μια ομόχρονη έρευνα σε Γάλλους εφήβους οι Platat et al. (2006) δεν βρήκαν συσχέτιση μεταξύ της ΦΔ και της αντιπονεκτίνης, τα επίπεδα της οποίας φαίνεται ότι δεν επηρεάζονται και από την προπόνηση (Barbeau et al., 2002; Hulver et al., 2002; Marcel et al., 2005; Nassis et al., 2005). Σχετικά με τον παράγοντα TNF-α στα παιδιά, μια μελέτη στη Γερμανία αναφέρει ότι σχετίστηκε αρνητικά με τη φυσική κατάσταση (Halle, Korsten- Reck, Wolfarth & Berg, 2004), ενώ αντίθετα οι Nemet et al. (2003) στην Αμερική διαπίστωσαν θετική συσχέτιση με την αερόβια ικανότητα. Στα κορίτσια της παρούσας έρευνας διαπιστώθηκε μια σημαντική θετική συσχέτιση του TNF-α με τη μέτρια και τη συνολική ΦΔ, καθώς και με τη συνολική ενεργειακή δαπάνη από ΦΔ, η οποία μάλιστα δεν επηρεάστηκε σημαντικά από τη ρύθμιση ως προς το ποσοστό σωματικού λίπους. Η συσχέτιση αυτή ήταν μη αναμενόμενη, δεδομένου ότι θα περίμενε κάποιος τα παιδιά με υψηλότερα επίπεδα ΦΔ να έχουν χαμηλότερα ποσοστά λίπους και επομένως χαμηλότερα επίπεδα TNF-a. Η μικρή διακύμανση του TNF-a, η απουσία συσχέτισης μεταξύ παχυσαρκίας και TNF-a, καθώς και η απουσία διαφορών στα επίπεδα της ΦΔ μεταξύ φυσιολογικών και υπέρβαρων/ παχύσαρκων παιδιών συνετέλεσαν ενδεχομένως στο παράδοξο αυτό εύρημα, το οποίο χρήζει οπωσδήποτε περαιτέρω διερεύνησης. Επιπλέον, οι παράμετροι της ΦΔ δεν σχετίστηκαν με τη CRP, ενώ και η δταπιστωθείσα ισχυρή συσχέτιση μεταξύ της VC^max και της CRP ερμηνεύτηκε από την ισχυρή αρνητική συσχέτιση της VC^max με το σωματικό λίπος. Τα αποτελέσματα αυτά

146 Συζήτηση 129 συνάδουν με τα ευρήματα προηγούμενων ερευνών (Isasi et al., 2003; Platat et al., 2006) και ενισχύουν την άποψη ότι η ευεργετική επίδραση της ΦΔ και της VΟ2 max στη φλεγμονώδη απάντηση είναι έμμεση και οφείλεται στη μείωση του σωματικού λίπους που συμβαδίζει συνήθως με την αύξηση της ΦΔ και τη βελτίωση της VC^max. Ωστόσο το συμπέρασμα αυτό έρχεται σε αντίθεση με τα ευρήματα της μελέτης Ten Towns Children's Study (Cook et al., 2000), όπου διαπιστώθηκε ανεξάρτητη συσχέτιση μεταξύ της CRP και της φυσικής κατάστασης. Η αντίφαση μεταξύ των δύο μελετών οφείλεται ενδεχομένως στον διαφορετικό τρόπο αξιολόγησης της φυσικής κατάστασης, καθώς στην προαναφερθείσα μελέτη χρησιμοποιήθηκε η καρδιακή συχνότητα ηρεμίας, η οποία αποτελεί έναν αδρό δείκτη αξιολόγησης της φυσικής κατάστασης. Τέλος εξετάστηκε η σχέση των κυτταροκινών και της CRP με τους υπόλοιπους παράγοντες καρδιαγγειακού και μεταβολικού κινδύνου, σε συνάρτηση και με την παχυσαρκία. Σε συμφωνία με μια προηγούμενη έρευνα σε παιδιά (Nemet et al., 2003) η αντιπονεκτίνη παρουσίασε θετική συσχέτιση με την HDL-C, η οποία ερμηνεύεται από την ευνοϊκή επίδραση της αντιπονεκτίνης στη δραστηριότητα της λιποπρωτεϊνικής λιπάσης (von Eynatten et al., 2004). Ο ρόλος της αντιπονεκτίνης στη μείωση του καρδιαγγειακού κινδύνου προέρχεται κατά βάση από την κατασταλτική τροποποίηση της βιολογικής δράσης του TNF-α. Έρευνες in vitro έδειξαν ότι τα αυξημένα επίπεδα αντιπονεκτίνης αναστέλλουν την παραγωγή TNF-a από τα μακροφάγα (Pittas, Nandidi & Greenberg, 2004; Ouchi et al., 1999; Ouchi et al., 2000). Παράλληλα, οι υψηλές τιμές αντιπονεκτίνης περιορίζουν την πρόσληψη λιπιδίων από τα μακροφάγα για τη δημιουργία αφρωδών κυττάρων, τα οποία αποτελούν τη θεμέλια λίθο στην παθογένετα της αθηροσκληρωτικής δτεργασίας και την εμφάνιση καρδιαγγειακής νόσου (Ouchi et al., 2001). FI CRP παρουσίασε ισχυρές συσχετίσεις με αρκετούς από τους καθιερωμένους παράγοντες κινδύνου, ωστόσο στ περισσότερες ερμηνεύτηκαν από την επίδραση της παχυσαρκία. Εξαίρεση αποτέλεσαν οι συσχετίσεις με τα επίπεδα τριγλυκεριδίων, την LDL-C, το δείκτη TC/HDL-C, την Αρο Β και την αναλογία Αρο Β/Αρο Α-1, οι οποίες παρέμειναν σχεδόν αμετάβλητες μετά τη ρύθμιση ως προς την παχυσαρκία. Σε ανάλογες διαπιστώσεις κατέληξαν οι Cook et al. (2000), οι οποίοι μελέτησαν τις παραπάνω σχέσεις σε παιδιά ηλικίας 9-11 ετών, στα πλαίσια της μελέτης Ten Towns Children's Study. Οι ερευνητές αναφέρουν ότι η παχυσαρκία ήταν ο ισχυρότερος προγνωστικός δείκτης της CRP, η οποία παρουσίασε ανεξάρτητη συσχέτιση με την HDL-C και με το ινωδογόνο. Διαπιστώθηκε μια ισχυρή θετική συσχέτιση μεταξύ της CRP και του σκορ μεταβολικού κινδύνου (r=.536, ρ<.001), η οποία σε μεγάλο βαθμό ερμηνεύτηκε από την επίδραση της

147 Συζήτηση 130 παχυσαρκίας. Οι Ford et al. (2005) αναλύοντας δεδομένα από τη μελέτη NHANES διαπίστωσαν ότι τα παιδιά και οι έφηβοι με ΜΣ είχαν σημαντικά υψηλότερα επίπεδα CRP (ΜΤ=3.8 mg/l) σε σχέση με τους συνομηλίκους τους χωρίς ΜΣ (ΜΤ=1.4 mg/l). Και σ' αυτή την έρευνα, οι διαφορές οφείλονταν στην επίδραση της κοιλιακής παχυσαρκίας. Αρκετές άλλες μελέτες σε παιδιά και ενήλικες έχουν εξετάσει τη σχέση της CRP με το ΜΣ ή με την αντίσταση στην ινσουλίνη (Cook et al., 2000; Hak et al., 1999; Lambert et al., 2004; Lemieux et al., 2001; Valle et al., 2005), διαπιστώνοντας ισχυρές συσχετίσεις. Κοινό εύρημα σ' αυτές τις μελέτες, όπως και στην παρούσα έρευνα, ήταν η εξασθένηση της σχέσης μεταξύ της αντίστασης της ινσουλίνης ή του ΜΣ και της CRP, όταν λήφθηκε υπόψη η επίδραση της παχυσαρκίας. Φαίνεται ότι, ακόμη κι αν είναι υπαρκτή κάποια βιολογικά ανεξάρτητη σχέση μεταξύ της CRP και της αντίστασης στην ινσουλίνη, είναι απαραίτητη μεγαλύτερη «έκθεση» στην παχυσαρκία ή στη συγκεκριμένη μεταβολική διαταραχή, προκειμένου η σχέση αυτή να εκδηλωθεί, ή ενδεχομένως απαιτείται μεγαλύτερου βαθμού ενδοθηλιακή φλεγμονή, ώστε να γίνει κλινικά ανιχνεύσιμη (Moran et al., 2005). Τα ευρήματα αυτά ενισχύουν την άποψη ότι το ΜΣ (ή η αντίσταση στην ινσουλίνη) και η πρόκληση φλεγμονής, η οποία εκδηλώνεται με υψηλές τιμές της CRP, έχουν ως κοινό υπόβαθρο την παχυσαρκία (Hak et al., 1999). Αναφορικά δε με τη σχέση της αντίστασης στην ινσουλίνη και της CRP, παραμένει ασαφές αν πρωταρχικά αυξάνονται οι τιμές της CRP ή αν προηγείται η αντίσταση στην ινσουλίνη. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να σημειωθεί ότι υπάρχουν στοιχεία που υποστηρίζουν και τις δύο θεωρίες (Festa et al, 2000; Yudkin et al., 1999). Ο ομόχρονος σχεδιασμός της παρούσας μελέτης δεν επιτρέπει την εξαγωγή συμπερασμάτων σχετικά με την αιτιώδη σχέση των δύο παραμέτρων, ωστόσο, φαίνεται ότι τα μεταβολικά μονοπάτια που προκαλούν την αντίσταση στην ινσουλίνη και τη φλεγμονώδη αντίδραση δρούν συνεργιστικά και το ένα ενισχύει το άλλο (Σχ 18). Πράγματι, το υπερβολικό σωματικό λίπος και ιδιαίτερα το σπλαχνικό λίπος προκαλεί αντίσταση στην ινσουλίνη, η οποία οδηγεί σε αυξημένη παραγωγή της ορμόνης από το πάγκρεας και σε υπερινσουλιναιμία (Sinaiko et al., 2001). Επιπλέον, οι δυσμενείς μεταβολές στη γονιδιακή έκφραση των φλεγμονωδών κυτταροκινών (TNF-α, IL-6), οι οποίες παρατηρούνται στην παχυσαρκία (Heinrich, Castell & Andus, 1990; Hotamisligil et al., 1995) είναι γνωστό ότι διεγείρουν την αυξημένη ηπατική παραγωγή της CRP και προκαλούν ινσουλινοαντίσταση (Steel & Whitehead, 1994; Yudkin et al., 1999). Από την

148 Συ&τησν 131 άλλη μεριά, η αύξηση των τιμών της CRP ως αποτέλεσμα της παχυσαρκίας προάγει τη δραστηριότητα των λευκοκυττάρων και την παραγωγή θρομβωτικών παραγόντων (Steel & Whitehead, 1994; Yeh & Willerson, 2003), και η προκαλούμενη αγγειακή βλάβη μπορεί να αποτελέσει άλλον έναν μηχανισμό που συμβάλλει στην ανάπτυξη αντίστασης στην ινσουλίνη. φ Λιπώδης ιστός φ Ελεύθερα λιπαρά οξέα, φ Οξειδωτικό στρες 1. φ Αντίσταση στην ινσουλίνη φ Υπερινσουλιναιμία ίν 1 Προφλεγμονώδες περιβάλλον (Φ TNF-α, φ IL-6, κ.ά.) Φλεγμονώδης απάντηση (Φ Παραγωγή CRP) 1 1 Μεταβολικό σύνδρομο -4 Ενδοθηλιακή δυσλειτουργία 1 \ Μειωμένη ανοχή στη γλυκόζη \ \ Διαβήτης τύπου II Αγγειακή βλάβη Στεφανιαία νόσος Σχήμα 17. Απεικόνιση των μηχανισμών που συνδέουν την υπερβολική συσσώρευση λίπους με την αντίσταση στην ινσουλίνη και τη φλεγμονώδη διεργασία στην εξέλιξη της στεφανιαίας νόσου και του διαβήτη τύπου II (βασισμένο στους Aldhahi & Hamdy, 2003; Lyon et al., 2003). Συνοψίζοντας τα παραπάνω, διαπιστώθηκε ότι οι συσχετίσεις της CRP και των κυτταροκινών με τους καθιερωμένους παράγοντες καρδιαγγειακού κινδύνου, καθώς και με το σκορ μεταβολικού κινδύνου διαμορφώνονται ουσιαστικά από την καταλυτική επίδραση της παχυσαρκίας. Τα ευρήματα αυτά επιβεβαιώνουν τις πολλαπλές βλαπτικές επιδράσεις της παχυσαρκίας στο μεταβολισμό, οι οποίες είναι ανιχνεύσιμες ήδη από την παιδική ηλικία. Ακόμη, φαίνεται ότι και οι θετικές επιδράσεις της διατροφής και της ΦΔ

149 Συζήτηση 132 σας κυτταροκίνες και τους φλεγμονώδεις ρυθμιστές είναι έμμεσες και σχετίζονται κυρίως με τις ευνοϊκές μεταβολές στη σύσταση του σώματος. Λόγω του ομόχρονου σχεδιασμού της μελέτης και του περιορισμένου μεγέθους του δείγματος, κρίνεται απαραίτητη η επιβεβαίωση των ευρημάτων σε ευρύτερο φάσμα ηλικιών και με εκτίμηση της μακροπρόθεσμης επίδρασης των παραμέτρων της συμπεριφοράς στους παραπάνω δείκτες. Παρόλα αυτά, μελέτες παρέμβασης έδειξαν ότι ο συνδυασμός ισορροπημένης διατροφής και άσκησης επηρεάζει ευνοϊκά τους δείκτες φλεγμονής και οξειδωτικού στρες σε παχύσαρκους ενήλικες (Tchemof, Nolan, Sites, Ades & Poehlman, 2002; Ziccardi et al., 2002), αλλά και σε παχύσαρκα παιδιά (Kelishadi et al., 2008). To γεγονός αυτό υπογραμμίζει την αναγκαιότητα στοχευμένων προγραμμάτων πρόληψης και πρώιμης παρέμβασης ήδη από την παιδική ηλικία. Η αποτελεσματική εφαρμογή τέτοιων προγραμμάτων, εκτός από τη μείωση της συχνότητας της παιδικής παχυσαρκίας αναμένεται να επιφέρει θετικές προσαρμογές και στη φλεγμονώδη απάντηση του οργανισμού, θωρακίζοντας τη μελλοντική υγεία του παιδικού και εφηβικού πληθυσμού της χώρας.

150 133 VI. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ ΕΙ Διαπιστώθηκαν υψηλά ποσοστά υπερβολικού βάρους (29.5%) και παχυσαρκίας (10.7%) στο δείγμα μας, τα οποία υποστηρίζουν ευρήματα προηγούμενων ερευνητών από τον ελληνικό χώρο σχετικά με την ανησυχητική αύξηση της παιδικής παχυσαρκίας στην Ελλάδα, Ωστόσο, η χρησιμοποίηση συτοσνσφεοόμενοιν τιμών ύψους και βάρους για την εκτίμηση της παχυσαρκίας μπορεί να έχει σημαντικές συνέπειες στην ακρίβεια των υπολογισμών και να οδηγήσει οε εσφαλμένη (υπο)εκτίμηση του προβλήματος. Μελλοντικές ερευνητικές προσπάθειες θα πρέπει να σομπεριλάβουν μεγαλύτερο μέγεθος και διασπορά του δείγματος, καθώς και ένα ευρύτερο φάσμα ηλικιών, προκειμένου να ανιχνευτούν πιθανοί παράγοντες πρόβλεψης της ακρίβειας των αυτοαναφερόμενων ανθρωπομετρικών δεικτών και να ελαχιστοποιηθεί το μέγεθος της απόκλισής τους από τους πραγματικούς δείκτες. ΕΙ Ένα σημαντικό ποσοστό του δείγματος παρουσίασε ανθυγιεινές διατροφικές συνήθειες, ανεπαρκή ΦΔ και χαμηλή καρδιοαναπνευστική αντοχή. Επομένως η προαγωγή υγιεινών διατροφικών συνηθειών, η αύξηση της ΦΔ και η βελτίωση της νθ2 max θα πρέπει να αποτελούν σημαντικές προτεραιότητες στα προγράμματα με σιύχο την προαγωγή ιης υγείας σιην ιιαιδική ηλικία. Εΐ Παρόλο που η ημερήσια θερμιδική πρόσληψη και η συνολική ΦΔ δεν διαφοροποιήθηκαν σημαντικά σε σχέση με την κατηγορία ΔΜΣ, διαπιστώθηκαν διαφορές σε σχέση με τα ποιοτικά χαρακτηριστικά της διατροφής και τη φυσική κατάσταση. Συγκεκριμένα, τα υπέρβαρα/πσχύσαρκα παιδιά ανέφεραν σημαντικά χαμηλότερη πρόσληψη υδατανθράκων και υψηλότερη πρόσληψη πρωτεϊνών, λίπους και κορεσμένων λιπαρών οξέων, σε σχέση με τα παιδιά φυσιολογικού ΔΜΣ. Επιπλέον, τα υπέρβαρα/παχύσαρκα παιδιά σημείωσαν χαμηλότερες επιδόσεις στη νο 2max και τη μυϊκή αντοχή κορμού, σε σχέση με τα παιδιά φυσιολογικού βάρους. Από τη διερεύνηση των ανεξάρτητων συσχετίσεων μεταξύ της παχυσαρκίας και των παραμέτρων της συμπεριφοράς προέκυψε ότι στα κορίτσια η V02max και η πρόσληιμη πρωτεϊνών ήταν σημαντικοί προγνωστικοί δείκτες της παχυσαρκίας. Στα αγόρια η V02max και η πρόσληψη κορεσμένων λιπαρών οξέων συνέβαλαν

151 λ';)ΐιπι:ΐ)άσιιαχα 134 σημαντικά και ανεξάρτητα στην πρόβλεψη του σωματικού λίπους. Επομένως, τα προγράμματα παρέμβασης με στόχο την αντιμετώπιση της παιδικής παχυσαρκίας θα πρέπει να διαφοροποιούνται ανάλογα με τις ανάγκες των δύο φύλων. [χ] Η συχνότητα εμφάνισης λιπιδαιμικών διαταραχών στο σύνολο του δείγματος κυμάνθηκε από %. Τα υπέρβαρα/παχύσαρκα παιδιά παρουσίασαν δυσμενέστερο καρδιαγγειακό προφίλ σε σχέση με τα παιδιά φυσιολογικού βάρους. Το ποσοστό των υπέρβαρων/ παχύσαρκων παιδιών με συνύπαρξη 3 παραγόντων κινδύνου ήταν σημαντικά υψηλότερο σε σχέση με το αντίστοιχο των φυσιολογικών παιδιών (3.0% έναντι 19.9%). Δεδομένου ότι η παχυσαρκία και οι επιπλοκές της μεταφέρονται από την παιδική ηλικία στην ενηλικίωση (Freedman et al., 2001; Vanhala et al., 1998), τα υπέρβαρα/παχύσαρκα παιδιά με περισσότερους παράγοντες καρδιαγγειακού κινδύνου θα πρέπει να αποτελούν ομάδα υψηλής προτεραιότητας για προγράμματα πρώιμης παρέμβασης. Ξ Διαπιστώθηκε ότι η θετική επίδραση της ΦΔ στη μείωση του καρδιαγγειακού κινδύνου είναι ανεξάρτητη από το σωματικό λίπος και την αλληλεπίδραση της διατροφής. Συνεπώς, η προαγωγή της ΦΔ θα πρέπει να αποτελεί το βασικό άξονα των προγραμμάτων παρέμβασης με στόχο την υγεία. Επιπλέον, η ανάπτυξη έγκυρων και αξιόπιστων οργάνων αξιολόγησης της ΦΔ και της διατροφής θα συμβάλλει στην καλύτερη κατανόηση των σχέσεων που διέπουν τις παραμέτρους της συμπεριφοράς με την καρδιαγγειακή υγεία. Ξ Η συχνότητα του ΜΣ ήταν 3.6% ή 5.4%, όταν χρησιμοποιήθηκε το όριο των 100 mg/ dl για τη γλυκόζη πλάσματος και τα τριγλυκερίδια. Το γεγονός ότι το ΜΣ διαγνώστηκε μόνο στα υπέρβαρα/παχύσαρκα παιδιά υπογραμμίζει τον καταλυτικό ρόλο της υπερβολικής συσσώρευσης λίπους στην εμφάνιση του συνδρόμου. Από τις αναλύσεις παλινδρόμησης βρέθηκε ότι η ΦΔ και κατά δεύτερο λόγο η διατροφική χοληστερόλη ήταν οι μοναδικές παράμετροι της συμπεριφοράς που συνέβαλαν σημαντικά στην πρόγνωση του σκορ μεταβολικού κινδύνου. Απαιτούνται ωστόσο περισσότερες μελέτες σε παιδιά, προκειμένου να αποσαφηνιστεί πλήρως η ανεξάρτητη επίδραση της ΦΔ και της VChmax, καθώς επίσης και η επίδραση της μυϊκής δύναμης στο ΜΣ Ξ Τα υπέρβαρα/παχύσαρκα παιδιά παρουσίασαν υψηλότερες τιμές CRP και χαμηλότερες τιμές αντιπονεκτίνης, σε σχέση με φυσιολογικά παιδιά. Επιπλέον, η συχνότητα των οριακά υψηλών και υψηλών τιμών της CRP ήταν ιδιαίτερα αυξημένη στα υπέρβαρα/παχύσαρκα παιδιά. Οι συσχετίσεις των δεικτών φλεγμονής με τη

152 Συιιπεοάσαατα 135 διατροφή, τη ΦΔ και τη φυσική κατάσταση ερμηνεύτηκαν από την κοινή τους συσχέτιση με την παχυσαρκία. Ωστόσο, για την επιβεβαίωση των συγκεκριμένων συμπερασμάτων απαιτούνται περισσότερες μελέτες. 13 Διαπιστώθηκε ότι η CRP και το ΜΣ έχουν ως κοινό υπόβαθρο την παχυσαρκία. Η παχυσαρκία ερμήνευσε επίσης την πλειοψηφία των συσχετίσεων της CRP με τους τεκμηριωμένους παράγοντες κινδύνου. Τα αποτελέσματα αυτά συνηγορούν στην άποψη ότι εκτός από τις μεταβολικές διαταραχές που επιφέρει, η παχυσαρκία προκαλεί και μια χαμηλού βαθμού συστηματική φλεγμονή στον παιδικό οργανισμό, η οποία εκδηλώνεται με αυξημένες τιμές της CRP. Οι μακροπρόθεσμες επιπτώσεις της φλεγμονώδους απάντησης στα παιδιά δεν είναι γνωστές. Δεδομένου όμως ότι στους ενήλικες η φλεγμονή αυξάνει τον κίνδυνο καρδιακών και μεταβολικών ασθενειών (Aldhahi & Hamdy, 2003; Lyon et al., 2003; Ridker, 2001), είναι προφανές ότι και στα παιδιά αποτελεί έναν πρόσθετο παράγοντα καρδιαγγειακού κινδύνου. Συνοψίζοντας, στην παρούσα μελέτη διαπιστώθηκε ότι και οι νεότεροι παράγοντες κινδύνου (μεταβολικό σύνδρομο, CRP, αντιπονεκτίνη) εμφανίζονται ήδη από την παιδική ηλικία. Παράλληλα, τα αποτελέσματά μας ενισχύουν προηγούμενες έρευνες, σύμφωνα με τις οποίες στα Ελληνόπουλα οι ανθυγιεινές διατροφικές συνήθειες, η υποκινητικότητα, η χαμηλή VChmax και η παχυσαρκία συνυπάρχουν και αλληλεπιδρούν μεταξύ τους, ευνοώντας την εμφάνιση σοβαρών μεταβολικών διαταραχών. Καθώς οι παράγοντες καρδιαγγειακού κινδύνου μεταφέρονται από την παιδική ηλικία στην ενηλικίωση, η παρατηρούμενη αύξηση της συχνότητάς τους στα παιδιά ενδεχομένως να προκαλέσει μια έξαρση των καρδιαγγειακών νοσημάτων τα επόμενα χρόνια, αν δε ληφθούν έγκαιρα μέτρα. Σημαντικά προς την κατεύθυνση της πρόληψης μπορεί να λειτουργήσει η εφαρμογή κατάλληλων προγραμμάτων Αγωγής Υγείας, που θα ανταποκρίνονται στις ανάγκες των δύο φύλων και θα στοχεύουν στην αύξηση της ΦΔ, στη βελτίωση της φυσικής κατάστασης και στην υιοθέτηση υγιεινών διατροφικών προτύπων. Το σχολείο, με τα προγράμματα Αγωγής Υγείας που προβλέπει, αποτελεί ιδανικό περιβάλλον για την εφαρμογή τέτοιων παρεμβάσεων. Μαθητές που συμμετείχαν σε ανάλογα προγράμματα αύξησαν το χρόνο συμμετοχής τους σε ΦΔ εκτός σχολείου (Christodoulos, Douda, Polykratis & Tokmakidis, 2006) βελτίωσαν τη V02max, τη σύσταση του σώματος και το λιπιδαιμικό τους προφίλ (Manios, Moschandreas, Hatzis, & Kafatos, 2002), ενώ παράλληλα πλούτισαν τις γνώσεις τους σε βασικά ζητήματα υγείας και άσκησης (Manios, Kafatos, & Codrington, 1999). Δεδομένης της πολυπαραγοντικής

153 Συΐίπεοό.σιιατα 136 αιτιολογίας της παχυσαρκίας, για την αναστροφή της παρούσας κατάστασης απαιτείται βέβαια κινητοποίηση όλων των εμπλεκόμενων κοινωνικών δομών πέραν του σχολείου (οικογένειας, τοπικής κοινωνίας, ιατρικής κοινότητας, φορέων υγείας) με παρεμβάσεις ευρείας κλίμακας, προκειμένου να μειωθεί η συχνότητα της νόσου και να προληφθούν οι επιπλοκές της στη μελλοντική υγεία των σημερινών παιδιών.

154 137 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Ανδρικόπουλος, Γ. (2005). Παιδική παχυσαρκία. Καρδιά & Αγ)'άα, 10 (5), Αυγερινός, Α Αργυροποόλου, Τ., Almond, L. Α Μιχαλοπούλου, Μ. (2000). Ένα νέο όργανο αξιολόγησης της ενεργειακής δαπάνης; Αξιοπιστία και εγκυρότητα του "Ερωτηματολογίου Φυσικής Δραστηριότητας και Τρόπου Ζωής". Αθλητική Απόδοση και Υγεία, 2, ALernethy, Ρ.]., Thayer, R. & Taylor AW. (1990). Acute and chronic responses of skeletal muscle to endurance and sprint exercise; a review. Sports Medicine, 10 (6), Ablij, H. & Members, A. (2002). C-reactive protein; History and revival. European journal of Internal Medicine, 13, Aguilera, F I.upiahez, T, Magana, D Planells, F, Mataix, F,J. <& T.lopis, J, (1996), I.ipid status in a population of Spanish schoolchildren. European journal of Epidemiology, 12 (2), Ainsworth, B.E., Haskell, W.L., Whitt, M.C., Irwin, M.L., Swartz, A.M., Strath, S.J., O'Brien, W.L., Bassett, D.R., Jr., Schmitz, K.H., Emplaincourt, P.O., Jacobs, D.R. Jr. & Leon, A.S. (2000). Compendium of physical activities: an update of activity codes and MET intensities. Medicine & Science in Sports & Exercise, 32 (Suppl. 9), Alberti, K.G., Zimmet, P. & Shaw, J. (2006). Metabolic syndrome-a new world-wide definition. A Consensus Statement from the International Diabetes Federation. Diabetic Medicine, 23 (5), Aldhahi, W. & Hamdy, O. (2003). Adipokines, inflammation, and the endothelium in diabetes. Current Diabetes Reports, 3, American College of Sports Medicine. (1988). Physical fitness in children and youth. Medicine & Science in Sports & Exercise, 20, American Heart Association (2008). Heart Disease and Stroke Statistics Update at-a-glance. Dallas, Texas; American Heart Association. Anastassea-Vlachou, K Fryssira-Kanioura, H Papathanasiou-Klontza, D Xipolita-Zachariadi, A. & Matsaniotis, N. (1996). The effects of television viewing in Greece, and the role of the paediatrician: a familiar triangle revisited. European journal of Pediatrics, 155, Andersen, L.B. & Haraldsdottir, J. (1995). Coronary heart disease risk factors, physical activity, and fitness in young Danes. Medicine & Science in Sports & Exercise, 27 (2), Andersen, LB., Harro, M., Sardinha, L.B., Froberg, K., Ekelund, U., Brage, S. & Anderssen, S.A. (2006). Physical activity and clustered cardiovascular risk in children: a cross-sectional study (The European Youth Heart Study). Lancet, 368, Andersen, L.B., Hasselstrom, H Gronfeldt, V., Hansen, S.E., & Froberg, K. (2004). The relationship between physical fitness and clustered risk, and tracking of clustered risk from adolescence to young adulthood: eight years follow-up in the Danish Youth and Sport Study. International Journal of Behavioral Nutrition & Physical Activity, 1, 6-9.

155 Βιβλιογραφία 138 Andersen, L.B., Henckel, P. & Saltin, B. (1989). Risk factors for cardiovascular disease in year old teenagers. Journal of Internal Medicine, 225 (3), Andersen, L.B., Wedderkopp, N., Hansen, H.S., Cooper, A.R. & Froberg, K. (2003). Biological cardiovascular risk factors cluster in Danish children and adolescents: the European Youth Heart Study. Preventive Medicine, 37(4), Angelopoulos, P.D., Milionis, H.J., Moschonis, G. & Manios, Y. (2006). Relations between obesity and hypertension: preliminary data from a cross-sectional study in primary schoolchildren: the children study. European journal of Clinical Nutrition, 60(10), Aravanis, C., Corcondilas, A., Dontas, A.S., Lekos, D. & Keys, A. (1970). Coronary heart disease in seven countries. IX. The Greek islands of Crete and Corfu. Circulation, 41 (Suppl), Argiropoulou, E.C., Michalopoulou, M, Aggeloussis, N. & Avgerinos, A. (2004). Validity and reliability of physical activity measures in Greek high school age children. Journal of Sports Science & Medicine, 3, Armstrong, N. (1998). Young people's physical activity patterns as assessed by heart rate monitoring. Journal of Sports Science, 16 (Suppl.), Armstrong, N., Balding, J., Gentle, P. & Kirby, B. (1990). Patterns of physical activity among 11 to 16 year old British children. British Medical Journal, 301 (6745), Armstrong, N., Williams, J., Balding, J., Gentle, P. & Kirby, B. (1991). Cardiopulmonary fitness, physical activity patterns and selected coronary risk factor variables in 11 to 16 year olds. Pediatric Exercise Science, 3 (3), Asayama, K., Hidemasa H., Kazushige D., Norihiko U., Takaya N., Kohji K., Akira S. & Matsuo T. (2003). Decrease in serum adiponectin level due to obesity and visceral fat accumulation in children. Obesity Research, 11, Astrand, P.O. & Rodahl K. (1986). Physiological bases of exercise. In P.O. Astrand & K. Rodahl (Eds.), Textbook of work physiology. Physiological bases of exercise, 3rd edition (pp ). New York: McGraw-Hill Book Company. Austin, A., Warty, V., Janosky, J. & Arslanian, S. (1993). The relationship of physical fitness to lipid and lipoprotein (a) levels in adolescents with IDDM. Diabetes Care, 16 (2), Bacha, F., Saad, R., Gungor, N. & Arslanian, S.A. (2004). Adiponectin in youth: relationship to visceral adiposity, insulin sensitivity, and β-cell function. Diabetes Care, 27, Ball, G.D., Shaibi, G.Q., Cruz, M.L., Watkins, M.P., Weigensberg, M.J. & Goran, M.I. (2004). Insulin sensitivity, cardiorespiratory fitness and physical activity in overweight Hispanic youth. Obesity Research, 12, Bandini, L.G., Schoeller, D.A., Cyr, H.N. & Dietz, W.H. (1990). Validity of reported energy intake in obese and nonobese adolescents. American Journal of Clinical Nutrition, 52, Bao, W., Srinivasan, S.R., Wattigney, W.A. & Berenson, G.S. (1994). Persistence of multiple cardiovascular risk clustering related to syndrome X from childhood to young adulthood: The Bogalusa Heart Study. Archives of Internal Medicine, 154, Bao, W., Threefoot, S.A., Srinivasan, S.R. & Berenson, G.S. (1995). Essential hypertension predicted by tracking of elevated blood pressure from childhood to adulthood: the Bogalusa Heart Study. American Journal of Hypertension, 8,

156 ΒιίΙλιονοαφία 139 Baranowski, Τ., Bouchard, C., Bar-Or, O., Bricker, T., Heath, G., Kimm, S.Y.S., Malina, R., Obarzanek, E., Pate, R., Strong, W.B., Truman, B. & Washington R. (1992). Assessment, prevalence, and cardiovascular benefits of physical activity and fitness in youth. Medicine & Science in Sports & Exercise, 24 (6), Barbeau, P., Litaker, M.S., Woods, K.F., Lemmon, C.R., Humphries, M.C., Owens, S. & Gutin, B. (2002). Hemostatic and inflammatory markers in obese youths: Effects of exercise and adiposity. The journal of Pediatrics, 14 (3), Barker, D.J., Osmond, C., Golding, Kuh, D. & Wadsworth, M.E. (1989). Growth in utero, blood pressure in childhood and adult life, and mortality from cardiovascular disease. British Medical journal, 298 (6673), Bar-Or, O. (1993). Physical activity and physical training in childhood obesity, journal of Sports Medicine & Physical Fitness, 33, Bartens, W. & Wanner, C. (1994). Lipoprotein (a): new insights into an atherogenic lipoprotein. The Clinical Investigator, 72 (8), Beil, U., Grundy, S.M., Crouse, J.R. & Zech, L. (1982). Triglyceride and cholesterol metabolism in primary hypertriglyceridemia. Arteriosclerosis, 2, Bell, R.D., Macek, M., Rutenfranz, J. & Saris WHM. (1986). Health indicators and risk factors of cardiovascular diseases during childhood and adolescence. In ). Rutenfranz, R. Mocellin & F. Klimt (Eds.), Children and exercise XII (pp ). Champaign, IL: Human Kinetics. Bellizzi, M.C. & Dietz, W.H. (1999). Workshop on childhood obesity: summary of the discussion. American journal of Clinical Nutrition, 70, Bengmark, S. (2004). Acute and "chronic" phase reaction - a mother of disease. Clinical Nutrition, 23, Benson, A.C., Torode, M.E. & Singh, M.A. (2006). Muscular strength and cardiorespiratory fitness is associated with higher insulin sensitivity in children and adolescents. International journal of Pediatric Obesity, 1 (4), Berenson, G.S. & Srinivasan, S.R. (2001). Emergence of obesity and cardiovascular risk for coronary artery disease: the Bogalusa Heart Study. Preventive Cardiology, 4 (3), Berenson, G.S., Srinivasan, S.R., Bao, W., Newman III, W.P., Tracy, R.E. & Wattigney, W.A. (1998). Association between multiple cardiovascular risk factors and atherosclerosis in children and young adults. The New England journal of Medicine, 338, Berenson, G.S., Srinivasan, S.R., Nicklas, T.A. & Webber, L.S. (1988). Cardiovascular risk factors in children and early prevention of heart disease. Clinical Chemistry, 34 (8B): B Berenson, G.S., Wattigney, W.A., Tracy, R.E., Newman III, W.P., Srinivasan, S.R., Webber, L.S., Delferes, E.R. Jr. & Strong, J.B. (1992). Atherosclerosis of the aorta and coronary arteries and cardiovascular risk factors in persons 6 to 30 years and studied at necropsy (The Bogalusa Heart Study). American Journal of Cardiology, 70, Berg, K. (1994). Lipoprotein (a): an overview. Chemistry & Physics of Lipids; 67/ 68, Berg, A.H., Combs, T.P., Du, X., Brownlee, M. & Scherer, P.E. (2001). The adipocyte secreted protein ACRP30 enhances hepatic insulin action. Nature Medicine, 7,

157 Βιβλιογραφία 140 Bermudez Ε.Α., Rifai, N., Buring, J., Manson J.E. & Ridker, P.M. (2002). Interrelationships among circulating interleukin-6, C-reactive protein, and traditional cardiovascular risk factors in women. Arteriosclerosis, Thrombosis & Vascular Biology, 22, Beunen, G. (1989). Biological age in pediatric exercise research. In O. Bar-Or (Ed.), Advances in Pediatric Sport Sciences, Volume 3, Biological issues (pp. 1-25). Champaign, IL: Human Kinetics. Beynen, A.C., Hermus, R.J. & Hautvast, J.G. (1980). A mathematical relationship between the fatty acid. American Journal of Clinical Nutrition, 33, Biddle, S., Sallis, J.F. & Cavill N. (1999). Young and active? Young people and health-enhancing physical activity - evidence and implications. London: Health Education Authority. Bjorntorp, P. (1992). Abdominal fat distribution and the metabolic syndrome. Journal of Cardiovascidar Pharmacology, 20 (SuppI 8), Blair, S.N., Clark, D.G., Cureton, K.J. & Powell, K.E. (1989a). Exercise and fitness in childhood: implications for a lifetime of health. In C.V. Gisolfi & D.R. Lamb (Eds.), Perspectives in Exercise Science and Sports Medicine, Vol. 2: Youth, Exercise and Sport (pp ). New York: McGraw- Hill. Blair, S.N., Kohl III, H.W., Barlow, C.E., Paffenbarger, R.S., Gibbons, L.W. & Maccra, C.A. (1995). Changes in physical fitness and all-cause mortality: a prospective study of healthy and unhealthy men. Journal of the American Medical Association, 273, Bottner A, Kratzsch J, Muller G, Kapellen, T.M., Bliiher, S., Keller, E., Bliiher, M. & Kies, W. (2004). Gender differences of adiponectin levels develop during the progression of puberty and are related to serum androgen levels. Journal of Clinical Endocrinology & Metabolism,, 89, Boreham, C. & Riddoch, C. (2001). The physical activity, fitness and health of children. Journal of Sport Sciences, 19, Boreham, C.A., Savage, M., Primrose, D., Cran, G. & Strain, J. (1993). Cardiovascular risk factors in schoolchildren. Archives of Disease in Childood, 68, Boreham, C., Twisk, J., Murray, L., Savage, M., Strain, J.J. & Cran, G. (2001). Fitness, fatness and coronary heart disease risk in adolescents - the Northern Ireland Young Hearts Project. Medicine & Science in Sports & Exercise, 33 (2), Boreham, C., Twisk, J., Neville, C., Savage, M., Murray, L. & Gallagher, A. (2002). Associations between physical fitness and activity patterns during adolescence and cardiovascular risk factors in young adulthood: the Northern Ireland Young Hearts Project. International Journal of Sports Medicine, 23 (Suppl 1), S Boreham, C., Twisk, J., Savage, M., Cran, G.W. & Strain, J.J. (1997). Physical activity, sports participation and risk factors in adolescents. Medicine & Science in Sports & Exercise, 29 (6), Boreham, C., Twisk, J., van Mechelen, W., Savage, M., Strain, J.J. & Cran, G.W. (1999). Relationships between the development of biological risk factors for coronary heart disease and lifestyle parameters during adolescence: The Northern Ireland Young Hearts Project. Public Health, 113, Boucard, C. (1995). Individual differences in the response to regular exercise. International Journal of Obesity, 19, 5-8.

158 Βιβλιογραφία 141 Bouchard, C., Daw, E.W., Rice, T., Perusse, L., Gagnon, J., Province, M.A, Leon, A.S., Rao, D.C., Skinner, J.S. & Wilmore, J.H. (1998). Familial resemblance for VCtimax in the sedentary state: the HERITAGE family study. Medicine & Science in Sports & Exercise, 30 (2), Bouchard, C., Dionne, F.T., Simoneau, J.A. & Boulay, M.R. (1992). Genetics of aerobic and anaerobic performances. In J.O. Holloszy (Ed.), Exercise and Sport Sciences Reviews (pp ). Baltimore: Williams & Wilkins. Bouchard, C., Lesage, R., Lortie, G., Simoneau, J.A., Hamel, P., Boulay, M.R., Perusse, L., Theriault, G. & Leblanc, C. (1986). Aerobic performance in brothers, dizygotic and monozygotic twins. Medicine & Science in Sports & Exercise, 18 (6), Bouchard, C., Perusse, L., Leblanc, C., Tremblay, A. & Theriault, G. (1988). Inheritance of the amount and distribution of human body fat. International Journal of Obesity, 12 (3), Bouchard, C., Tremblay, A., Despres, J.P., Nadeau, A., Lupien, P.J., Theriault, G., Dussault, J., Moorjani, S., Pinault, S. & Fournier, G. (1990). The response to long-term overfeeding in identical twins. New England Journal of Medicine, 322 (21), Bouziotas, C. & Koutedakis Y. (2003). A three year study of coronary heart diease risk factors in Greek adolescents. Pediatric Exercise Science, 15, Bouziotas, C., Koutedakis, Y., Nevill, A., Ageli, E Tsigilis, N., Nikolaou, A. & Nakou, A. (2004). Greek adolescents, fitness, fatness, fat intake, activity, and coronary heart disease risk. Archives of Disease in Childhood, 89, Bouziotas, C., Koutedakis, Y., Shiner, R., Pananakakis, Y. & Fotopoulou, V. (2001). The prevalence of selected modifiable coronary heart disease risk factors in 12-year-old Greek boys and girls. Pediatric Exercise Science, 13 (2), Brage, S., Wedderkopp, N., Ekelund, U., Franks, P.W., Wareham, N.J., Andersen, L.B. & Froberg K. (2004a). Objectively measured physical activity correlates with indices of insulin resistance in Danish children: the European Youth Heart Study (EYHS). International Journal of Obesity & Related Metabolic Disorders, 28 (11), Brage, S., Wedderkopp, N., Ekelund, U., Franks, P.W., Wareham, N.J., Andersen, L.B. & Froberg K. (2004b). Features of the metabolic syndrome are associated with objectively measured physical activity and fitness in Danish Children: the European Youth Heart Study (EYHS). Diabetes Care, 27, Brener, N.D., Mcmanus, T., Galuska, D.A., Lowry, R., & Wechsler, IT. (2003). Reliability and validity of self-reported height and weight among high school students. Journal of Adolescent Health, 32 (4), British Heart Foundation (2000). In M. Rayner & S. Peterson (Eds), European cardiovascular disease statistics. London: British Heart Foundation. Brotons, C., Singh, P., Nishio, T. & Labarthe, D.R. (1989). Blood pressure by age in childhood and adolescence: a review of 129 surveys worldwide. International Journal of Epidemiology, 18, Burniat, W. (2002). Child and Adolescent Obesity: Causes and Consequences, Prevention and Management. New York: Cambridge University Press. Butte, N.F., Comuzzie, A.G., Cai, G., Cole, S.A., Mehta, N.R. & Bacino, C.A. (2005). Genetic and environmental factors influencing fasting serum adiponectin in Hispanic youth. The Journal of Clinical Endocrinology & Metabolism, 90 (7),

159 ϋ:!1λιονοα<ρία 142 Γενική Γραμματεία της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας της Ελλάδος (2004). Στατιστικά στοιχεία - Απογραφή πληθυσμού Cited 20 January Caspersen, C.J., Powell, K.E. & Christenson, G.M. (1985). Physical activity, exercise, and physical fitness: definitions and distinctions for health-related research. Public Health Reports, 100 (2), Champagne, C.M., Baker, N.B., DeLany, J.P., Harsha, D.W. & Bray, G.A. (1998). Assessment of energy intake underreporting by doubly labelled water and observations on reported nutrient intakes in children. Journal of the American Dietetic Association, 98, Chen, W., Srinivasan S.R., Elkasabany, A. & Berenson, G.S. (1999a). Cardiovascular risk factors clustering features of insulin resistance syndrome (Syndrome X) in a biracial (black-white) population of children, adolescents, and young adults: The Bogalusa Heart Study. American Journal of Epidemiology, 150 (7), Chen, W., Srinivasan S.R., Elkasabany, A. & Berenson, G.S. (1999b). The association of cardiovascular risk factor clustering related to insulin resistance syndrome (Syndrome X) between young parents and their offspring: the Bogalusa Heart Study. Atherosclerosis, 145 (1), Chen, W., Srinivasan, S.R., Li, S., Xu, J. & Berenson, G.S. (2005). Metabolic syndrome variables at low levels in childhood are beneficially associated with adulthood cardiovascular risk: The Bogalusa Heart Study. Diabetes Care, 28 (1), Chimonas, E.T. (2001). The treatment of coronary heart disease: an update. Part 2: Mortality trends and main causes of death in the Greek population. Current Medical Research & Opinion, 17, Chinn, S. & Rona, R.J. (2002). International definitions of overweight and obesity for children: a lasting solution? Annals of Human Biology, 29 (3), Chinn, S. & Rona, R.J. (2001). Prevalence and trends in overweight and obesity in three cross sectional studies of British Children, British Medical journal, 322, Chinn S, Rona RJ. (1994). Trends in weight-for-height and triceps skinfold thickness for English and Scottish children, and Paediatric & Perinatal Epidemiology, 8 (1), Christodoulos, A.D., Douda, H.T., Polykratis, M. & Tokmakidis, S.P. (2006). Attitudes towards exercise and physical activity behaviours in Greek schoolchildren after a year long health education intervention. British Journal of Sports Medicine, 40, Christodoulos, A.D., Flouris, A.D. & Tokmakidis, S.P. (2005). Obesity and physical fitness of preadolescent children during the academic year and the summer period: effects of organised physical activity. Journal of Child Health Care, 10 (3), Chrysohoou, C., Panagiotakos, D.B., Pitsavos, C., Das, U.N. & Stefanadis, C. (2004). Adherence to the Mediterranean diet attenuates inflammation and coagulation process, in healthy adults: the ATTICA study. Journal of the American College of Cardiology, 44, Chu, N.F. (2001). Prevalence and trends of obesity among school children in Taiwan - the Taipei Children Heart Study. International Journal of Obesity & Related Metabolic Disorders, 25, Chu, N.F., Rimm, E.B., Wang, D.J., Liou, H.S. & Shieh, S.M. (1998). Clustering of cardiovascular disease risk factors among obese schoolchildren: the Taipei Children's Heart Study. American Journal ofclmical Nutrition, 67,

160 BiBhovooma 143 Church, T.S., Barlow, C.E., Earnest, C.P., Kampert J.B., Priest, E.L. & Blair, S.N. (2002). Association between cardiorespiratory fitness and C-reactive protein in men. Arteriosclerosis, Thrombosis & Vascular Biology, 22, Clarke, W.R., Schrott, H.G., Leaverton, P.E., Connor, VV.E. & Lauer, R.M. (1978). Tracking of blood lipids and blood pressures in school age children: the Muscatine Study. Circulation, 58 (4), Clavel, S., Leaute, S., Jouanel, P. & Van Praagh, E. (1997). Lipid and lipoprotein (a) as atherosclerosis factors in young athletes. In N. Armstrong, B. Kirby & J. Welsman (Eds.), Children and exercise XIX ( ). London: E & FN Spon. Cole, T.J., Bellizzi, C., Flegal, K.M. & Dietz, W.H. (2000). Establishing a standard definition for child overweight and obesity worldwide: international survey. British Medical Journal, 320 (7244), Cook, J.S., Hoffman, R.P., Stene, M.A. & Hansen, J.R. (1993). Effects of maturational stage on insulin sensitivity during puberty. Journal of Clinical Endocrinology & Metabolism, 77 (3), Cook, D.G., Mendall, M.A., Whincup, P.H., Carey, I.M., Ballam, L., Morris, J.E., Miller, G.J. & Strachan. D.P. (2000). C-reactive protein concentration in children: relationship to adiposity and other cardiovascular risk factors. Atherosclerosis, 149 (1), Cook, S., Weitzman, M., Auinger, P., Nguyen, M. & Dietz, W.H. (2003). Prevalence of a metabolic syndrome phenotype in adolescents: findings from the third National Health and Nutrition Examination Survey, Archives of Pediatrics & Adolescent Medicine, 157, Cooper, K.H., Pollock, M.L., Martin, R.P., White, S.R., Linnerrud, A.C. & Jackson, A. (1976). Physical fitness levels vs selected coronary risk factors. Journal of the American Medical Association, 236, Corbin, C. B. & Lindsey, R. & Welk, G. (2000). Concepts of Fitness and Wellness, 3rd Edition. Boston, MA: McGraw-Hill. Craig, S.B., Bandini, L.G., Lichtenstein, A.H., Schaefer, E.J. & Dietz, W.H. (1996). The impact of physical activity on lipids, lipoproteins, and blood pressure in preadolescent girls. Pediatrics, 98 (3 Pt 1), Crawford, P.B., Story, M., Wang, M.C., Ritchie, L.D., & Sabry, Z.I. (2001). Ethnic issues in the epidemiology of childhood obesity. Pediatric Clinics of North America, 48 (4), Crespo, C.J., Smit, E., Troiano, R.P., Bartlett, S.J., Macera, C.A. & Andersen, R.E. (2001). Television watching, energy intake and obesity in US children: results from the third national health and nutrition examination survey, Archives of Pediatrics & Adolescent Medicine, 155, Daimon, M., Oizumi, T., Saitoh, T., Kameda, W., Hirata, A., Yamaguchi, H., Ohnuma, H., Igarashi, M., Tominaga, M. & Kato, T. (2003). Decreased serum levels of adiponectin are a risk factor for the progression to type 2 diabetes in the Japanese population: the Funagata study. Diabetes Care, 26, Davison, K.K. & Birch, L.L. (2001). Weight status, parent reaction, and self concept in five-year-old girls. Pediatrics, 107, De Bisschop, C., Darot, D. & Ferry A. (1998). Physical fitness in young mature athletes. Science & Sports, 13 (6),

161 Βιβλιογραφία 144 De Ferranti, S.D., Gauvreaub, K., Ludwig, D.S., Neufeld, E.J., Newburger, J.W. & Rifai N. (2004). Prevalence of the metabolic syndrome in American adolescents: Findings from the third National Health and Nutrition Examination Survey. Circulation, 110, Deckelbaum, R.J. & Williams, C.L. (2001). Childhood obesity: the health issue. Obesity Research, 9 (Suppl 4), 239S-243S. Deckelbaum, RJ. (1990). Nutrition, the child and atherosclerosis. Acta Paediatrica Scandinavica, 365 (Suppl.), Deforche, B., Lefevre, J., De Bourdeaudhuij, I., Hills, A.P., Duquet, W. & Bouckaert, J. (2003). Physical fitness and physical activity in obese and nonobese Flemish youth. Obesity Research, 11, De Lorgeril, M., Salen, P., Martin, J.L., Monjaud, I., Delaye, J. & Mamelle N. (1999). Mediterranean diet, traditional risk factors and the rate of cardiovascular complications after myocardial infarction: final report of the Lyon Diet Heart Study. Circulation, 99 (6), Dencker, M., Thorsson, O., Karlsson, M.K., Linden, C., Svensson, J., Wollmer, P. & Andersen, L.B. (2006). Daily physical activity in Swedish children aged 8-11 years. Scandinavian Journal of Medicine & Science in Sports, 16 (4), Denizmen Aygun, A., Gungor, S., Ustundag, B., Gurgoze, M.K. & Sen, Y. (2005). Proinflammatory cytokines and leptin are increased in serum of prepubertal obese children. Mediators of Inflammation, De Vito, E., La Torre, G., Langiano, E., Berardi, D. & Ricciardi, G. (1999). Overweight and obesity among secondary school children in Central Italy. European Journal of Epidemiology, 15 (7), Deurenberg, P., Yap, M., & van Staveren, W.A. (1998). Body mass index and percent body fat: A meta analysis among different ethnic groups. International Journal of Obesity, 22, Diamond, F.B. Jr., Cuthbertson, D., Hanna, S. & Eichler, D. (2004). Correlates of adiponectin and the leptin/adiponectin ratio in obese and non-obese children. Journal of Pediatric Endocrinology & Metabolism, 17 (8), Duncan, G.E., Li, S.M. & Zhou, X.H. (2004). Prevalence and trends of a metabolic syndrome phenotype among U.S. adolescents, Diabetes Care, 27, Durnin, J. (1992). Physical activity levels - past and present. In N.G. Norgan (Ed.), Physical Activity and Health: Symposium of the Society for the Study of Human Biology (pp ). Cambridge: Cambridge University Press. Dwyer, T. & Gibbons, L.E. (1994). The Australian Schools Health and Fitness Survey: physical fitness related to blood pressure but not lipoproteins. Circulation, 89 (4), Eckel, R.H., Grundy, S.M. & Zimmet, P.Z. (2005). The metabolic syndrome. Lancet, 365, Eiberg, S., Hasselstrom, H., Gronfeldt, V., Froberg, K., Svenson, J. & Andersen, L.B. (2005). Maximum oxygen uptake and objectively measured physical activity in Danish children 6-7 years of age: The Copenhagen school child intervention study. British Journal of Sports Medicine, 39, Eisenmann, J.C., Welk, G.J., Wickel, E.E. & Blair, S.N. (2007). Combined influence of cardiorespiratory fitness and body mass index on cardiovascular disease risk factors among 8-

162 Βιβλιογραφία 18 year old youth: The Aerobics Center Longitudinal Study. International Journal of Pediatric Obesity, 2(2), Ekelund, U., Neovius, M., Linne, Y, Brage, S., Wareham, N. & Roesner, S. (2005). Associations between physical activity and fat mass in adolescents: the Stockholm Weight Development Study. American Journal of Clinical Nutrition, 81, Elgar, F.J., Roberts, C., Tudor-Smith, C., & Moore, L. (2005). Validity of self-reported height and weight and predictors of bias in adolescents. Journal of Adolescent Health, 37 (5), Eliakim, A., Schwindt, C., Zaldivar, F., Casali, P. & Cooper, D.M. (2006). Reduced tetanus antibody titers in overweight children. Autoimmunity, 39 (2), Engfeldt, P. & Arner, P. (1988). Lipolysis in human adipocytes, effects of cell size, age and of regional differences. Hormone & Metabolic Research. Supplement Series, 19, Esmaillzadeh, A., Kimiagar, M., Mehrabi, Y., Azadbakht, L., Hu, F.B. & Willet, W.C. (2007). Dietary patterns, insulin resistance, and prevalence of the metabolic syndrome in women. American Journal of Clinical Nutrition, 85, Esposito, K., Marfella, R., Ciotola, M., Di Palo, C., Giugliano, F., Giugliano, G., D'Armiento, M., DAndrea, F. & Giugliano, D. (2004). Effect of a Mediterranean-style diet on endothelial dysfunction and markers of vascular inflammation in the metabolic syndrome: a randomized trial. Journal of the American Medical Association, 292, European Heart Network (2008). European Cardiovascular Disease Statistics. Oxford: European Heart Network. Ewart, C.K., Young, D.R. & Hagberg, J.M. (1998). Effect of school-based aerobic exercise on blood pressure in adolescent girls at risk of hypertension. American Journal of Public Health, 88 (6), Expert Panel on the Detection, Evaluation and Treatment of High Blood Cholesterol in Adults (2001). Executive summary on the third report of the NCEP expert panel on detection, evaluation and treatment of high blood cholesterol in adults (Adult Treatment Panel III). Journal of the American Medical Association, 285, Falgairette, G.O., Gavarry, T. & Bernand, M. (1996). Evaluation of habitual physical activity from week's heart rate monitoring in French school children. European Journal of Physiology, 74, Farrell, S.W., Kampert, J.B., Kohl III, H.W., Barlow, C.E., Macera, C.A., Paffenbarger, R.S., Gibbons, L.W. & Blair, S.N. (1998). Influences of cardiorespiratory fitness levels and other predictors on cardiovascular disease mortality in men. Medicine & Science in Sports & Exercise, 30, Farris, R. & Nicklas, T. (1993). Characterizing children's eating behavior. In R.M. Suskind & L.L. Suskind (Eds.), Textbook of pediatric nutrition, 2nd edition (pp ). New York: Raven Press. Faude, O., Nowacki, P.E. & Urhausen, A. (2004). Vergleich ausgewaehlter (unblutiger) Testverfahren zur Bestimmung der kardiopulmonalen Ausdauer bei Schulkindern (Comparison of non-invasive tests to assess cardio-respiratory fitness in school children). Deutsche Zeitschrift fiir Sportmedizin, 55 (9), Fernandes, M.T., Sesso, R., Martins, P.A. & Sawaya, A.L. (2003). Increased blood pressure in adolescents of low socioeconomic status with short stature. Pediatric Nephrology, 18,

163 Βιβλιογραφία 146 Ferreira, I., Twisk, J.W.R., van Mechelen, W., Kemper, H.C.G. & Stehouwer, C.D.A. (2005). Development of fatness, fitness, and lifestyle from adolescence to the age of 36 years: determinants of the metabolic syndrome in young adults: The Amsterdam Growth and Health Longitudinal Study. Archives of Internal Medicine, 165 (1), Festa, A., D'Agostino, R. Jr., Howard, G., Mykkanen, L., Tracy, R.P. & Haffner, S.M.. (2000). Chronic subclinical inflammation as part of the insulin resistance syndrome: The Insulin Resistance Atherosclerosis Study (IRAS). Circulation, 102 (1), Field, A.E., Cheung, L Wolf, A.M., Herzog, D.B., Gortmaker, S.L. & Colditz, G.A. (1999). Exposure to the mass media and weight concerns among girls. Pediatrics, 103 (3), e36. Flodmark, C.E., Sveger, T. & Nilsson-Ehle, P. (1994). Waist measurement correlates to a potentially atherogenic lipoprotein profile in obese year-old children. Acta Paediatrica, 83, Flouris, A., Bouziotas, C., Christodoulos, A.D. & Koutedakis, Y. (2008). Longitudinal preventivescreening cutoffs for metabolic syndrome in adolescents. International Journal of Obesity (submitted for publication). Foger, B Wohlfarter, T., Ritsch, A., Lechleitner, M Miller, C.H., Dienstl, A. & Patsch, J.R. (1994). Kinetics of lipids, apolipoproteins, and cholesteryl ester transfer protein in plasma after a bicycle marathon. Metabolism, 43, Forbes, G.B. (1964). Lean body mass and fat mass in obese children. Pediatrics, 34, Ford, E.S., Ajani, U.A. & Mokdad, A.H. (2005). The metabolic syndrome and concentrations of C- reactive protein among U.S. youth. Diabetes Care, 28, Ford, E.S., Giles, W.H., Mokdad, A.H. & Myers, G.L. (2004). Distribution and correlates of C- reactive protein concentrations among adult US women. Clinical Chemistry, 50, Fortenberry, J.D. (1992). Reliability of adolescents' reports of height and weight. Journal of Adolescent Health, 13 (2), Fox, K. (1997). Active living: a prescription for lifelong health and wellbeing. Education for Health, 15 (4), Franks, P.W., Ekelund, U., Brage, S., Wong, M.Y. & Wareham NJ. (2004). Does the association of habitual physical activity with the metabolic syndrome differ by level of cardiorespiratory fitness? Diabetes Care, 27, Freedman, D.S., Dietz, W.FL, Srinivasan, S.R. & Berenson, G.S. (1999a). The relation of overweight to cardiovascular risk factors among children and adolescents: The Bogalusa Heart Study. Pediatrics, 103, Freedman, D.S., Khan, L.K., Dietz, W.H., Srinivasan, S.R. & Berenson, G.S. (2001). Relationship of childhood obesity to coronary heart disease risk factors in adulthood: The Bogalusa Heart Study. Pediatrics, 108, Freedman, D.S., Serdula, M.K., Srinivasan, S.R. & Berenson, G,S. (1999b). Relation of circumferences and skinfold thicknesses to lipid and insulin concentrations in children and adolescents: the Bogalusa Heart Study. American Journal of Clinical Nutrition, 69, Freedman, D.S., Srinivasan, S.R., Cresanta, J.L., Webber, L.S. & Berenson, G.S. (1987). Cardiovascular risk factors from birth to seven years of age: the Bogalusa Heart Study. Serum lipids and lipoproteins. Pediatrics, 80 (5 Pt 2),

164 Βιβλιονοαφία 147 Freedman, D.S., Srinivasan S,R., Valdez, R.A., Williamson, D.F. & Berenson, G.S. (1997). Secular increases in relative weight and obesity among children over two decades: the Bogalusa Heart Study. Pediatrics, 99 (3), Freedman, D.S., Wang, J., Maynard, L.M., Thornton, J.C., Mei Z., Pierson, R.N. Jr., Dietz, W.H. & Horlick, M. (2005). Relation of BMI to fat and fat-free mass among children and adolescents. International Journal of Obesity, 29,1-8. French, S.A., Story, M., & Perry, C.L. (1995). Self-esteem and obesity in children and adolescents: A literature review. Obesity Research, 3 (5), Frerichs, R.R., Webber, L.S., Srinivasan, S.R. & Berenson, G.S. (1978). Relation of serum lipids and lipoproteins to obesity and sexual maturity in white and black children. American Journal of Epidemiology, 108, Friedewald, W.T., Levy, R.I. & Fredrickson, D.S. (1972). Estimation of the concentration of lowdensity lipoprotein cholesterol in plasma, without use of the preparative ultracentrifuge. Clinical Chemistry, 18, Froberg, K. & Andersen, B. (2005). Mini review: Physical activity and fitness and its relations to cardiovascular disease risk factors in children. International Journal of Obesity, 29, S34-S39. Funahashi, T., Nakamura, T., Shimomura, I., Maeda, K., Kuriyama, H., Takahashi, M., Arita, Y. & Matsuzawa, Y. (1999). Role of adipocytokines on the pathogenesis of atherosclerosis in visceral obesity. Internal Medicine, 38, Gaziano, J.M., Hennekens, C.H., O'Donnell, C.J., Breslow, J.L. & Buring, J.E. (1997). Fasting triglycerides, high density lipoprotein and risk of myocardial infarction. Circulation, 96, Geffken, D.F., Cushman, M., Burke, G.L., Polak, J.F., Sakkinen, P.A. & Tracy, R.P. (2001). Association between physical activity and markers of inflammation in a healthy elderly population. American Journal of Epidemiology, 153, Geiss, H.C., Parhofer, K.G. & Schwandt, P. (2001). Parameters of childhood obesity and their relationship to cardiovascular risk factors in healthy prepubescent children. International Journal of Obesity & Related Metabolic Disorders, 25 (6), Giacchi, M., Mattel, R., & Rossi, S. (1998). Correction of the self-reported BMI in a teenage population. International Journal of Obesity, 22 (7), Gidding, S.S., Bao, W., Srinivasan, S.R. & Berenson GS. (1995). Effects of secular trends in obesity on coronary risk factors in children: the Bogalusa Heart Study. Journal of Pediatrics, 127, Glowinska, B., Urban, M., Koput, A. & Galar, M. (2003). New atherosclerosis risk factors in obese, hypertensive and diabetic children and adolescents. Atherosclerosis, 167 (2), Goldberg, G.R., Prentice, A.M., Davies, H.L. & Murgatroyd, P.R. (1990). Residual effect of graded levels of exercise on metabolic rate. European Journal of Clinical Nutrition, 44 (2), Gonzalez-Requejo, A., Sanchez-Bayle, M., Baeza, J., Arnaiz, P., Vila, S., Asensio, J. & Ruiz-Jarabo, C. (1995). Relations between nutrient intake and serum lipid and apolipoprotein levels. Journal of Pediatrics, 127 (1), Goodman, E., Hinden, B.R., & Khandelwal S. (2000). Accuracy of teen and parental reports of obesity and body mass index. Pediatrics, 106 (1 Pt 1),

165 Βι/Ιλιυοοαφία 148 Goran, Μ.Ι. & Gower, Β.Α. (1999). Relation between visceral fat and disease risk in children and adolescents. American Journal of Clinical Nutrition, 70, Goran, M.I., Reynolds, K.D. & Lindquist, C.H. (1999). Role of physical activity in the prevention of obesity in children. International Journal of Obesity & Related Metabolic Disorders, 23 (Suppl. 3), S18-S33. Goran, M.I., Shewchuk, R., Gower, B.A., Nagy, T.R., Carpenter, W.H. & Johnson, R.K. (1998). Longitudinal changes in fatness in white children: no effect of childhood energy expenditure. American Journal of Clinical Nutrition, 67, Goran, M.I. & Sun, M. (1998). Total energy expenditure and physical activity in prepubertal children: recent advances based on the application of the doubly labelled water method. American Journal of Clinical Nutrition, 68, Groener, J.E., van Ramshorst, E.M., Katan, M.B., Mensink, R.P. & van Tol, A. (1991). Diet-induced alteration in the activity of plasma lipid transfer protein in normolipidemic human subjects. Atherosclerosis, 87, Grundy, S.M., Abate, N. & Chandalia, M. (2002). Diet composition and the metabolic syndrome: what is the optimal fat intake? American Journal of Medicine, 113 (Suppl. 9B), 25S-29S. Grundy, S.M. & Barnett, J.P. (1990). Metabolic and health complications of obesity. Disease a-month, 36, Grundy, S.M., Brewer, H.B. Jr., Cleeman, J.I., Smith, S.C. Jr. & Lenfant, C. (2004). Definition of metabolic syndrome: Report of the National Heart, Lung, and Blood Institute/ American Heart Association Conference on scientific issues related to definition. Circulation, 109, Guerra, S., Ribeiro, J.C., Costa, R., Duarte, J. & Mota J. (2002). Relationship between cardiorespiratory fitness, body composition and blood pressure in school children. Journal of Sports Medicine & Physical Fitness, 42 (2), Guo, S.S. & Chumlea, W.C. (1997). Tracking of body mass index in children in relation to overweight in adulthood. American Journal of Clinical Nutrition, 70 (1), 145S-8S. Gutin, B., Cucuzzo, N., Islam, S., Smith, C. & Stachura, M.E. (1996). Physical training, lifestyle education, and coronary risk factors in obese girls. Medicine & Science in Sports & Exercise, 28, Haffner, S.M. (2006). Relationship of metabolic risk factors and development of cardiovascular disease and diabetes. Obesity, 14 (Suppl. 3), Hagberg, J.M. (1990). Exercise, fitness and hypertension. In: C. Bouchard, R.J. Shephard, T.S Stephens, J.R. Sutton & B.D. McPherson (Eds), Exercise, fitness and health ( ). Champaign. IL: Human Kinetics. Hair, J., Anderson, R., Tatham, R., & Black, W. (1998). Multivariate data analysis. New Jersey: Prentice -Hall, Inc. Hak, A.E., Stehouwer, C.D., Bots, M.L., Polderman, K.H., Schalkwijk, C.G., Westendorp, IC, Hofman, A. & Witteman, J.C. (1999). Associations of C-reactive protein with measures of obesity, insulin resistance, and subclinical atherosclerosis in healthy, middle-aged women. Arteriosclerosis, Thrombosis & Vascular Biology, 19,

166 Βιβλιογραφία 149 Hall, G.L., Heltzler, R.K. & Weltman, A. (1992). Relationship of timed sit-up tests to isokinetic abdominal strength. Research Quarterly for Exercise & Sport, 63, Halle, M Korsten-Reck, U., Wolfarth, B. & Berg, A. (2004). Low-grade systemic inflammation in overweight children: impact of physical fitness. Exercise Immunology Review, 10, Hansen, B.C. (1999). The metabolic syndrome X. Annals of the New York Academy of Sciences, 892,1-24. Hansen, S.E., Hasselstrom, H., Gronfeldt, V Froberg, K. & Andersen, L.B. (2005). Cardiovascular disease risk factors in 6-7-year-old Danish children: the Copenhagen School Child Intervention Study. Preventive Medicine, 40 (6), Haq, I.U., Ramsay, L.E., Yeo, W.W., Jackson, P.R. & Wallis, E.J. (1999). Is the Framingham risk function valid for northern European populations? A comparison of methods for estimating absolute coronary risk in high-risk men. Heart, 81, Haskell, W.L. (1994). Dose-response issues from a biological perspective. In C. Bouchard, R.J. Shephard & T. Stephens (Eds.), Physical activity, fitness and health (pp ). Champaign, IL: Human Kinetics. Haskell, W.L. (1984). The influence of exercise on the concentrations of triglyceride and cholesterol in human plasma. Exercise & Sport Sciences Reviews, 12, Hassapidou, M., Fotiadou, E., Maglara, E. & Papadopoulou, S.K. (2006). Energy intake, diet composition, energy expenditure, and body fatness of adolescents in northern Greece. Obesity, 14 (5), Hauck, F.R., White, L., Cao, G., Woolf, N., & Strauss, K. (1995). Inaccuracy of self-reported weights and heights among American Indian adolescents. Annals of Epidemiology, 5 (5), Havel, P.J. (2002). Control of energy homeostasis and insulin action by adipocyte hormones: leptin, acylation stimulating protein, and adiponectin. Current Opinion in Lipidology, 13, Haverkate, F., Thompson, S.G., Pyke, S.D., Gallimore, J.R., Pepys, M.B. (1997). Production of C- reactive protein and risk of coronary events in stable and unstable angina. European Concerted Action on Thrombosis and Disabilities Angina Pectoris Study Group. Lancet, 349, ITeberbrant,}., Wulftange, H. & Goerg, T. (2000). Epidemic obesity: are genetic factors involved via increased rates of assortative mating? International journal of Obesity & Related Metabolic Disorders, 24, Heinrich, P.C., Castell, J.V. & Andus, T. (1990). Interleukin-6 and the acute phase response. The Biochemical Journal, 265, Helmrich, S.P., Ragland, D.R., Leung, R.W. & Paffenbarger, R.S. (1991). Physical activity and reduced occurrence of non-insulin-dependent diabetes mellitus. New England journal of Medicine, 325, Henderson, A. (1996). Coronary heart disease: overview. Lancet, 348,1-4. Herd, S.L., Gower, B.A., Dashti, N. & Goran, M.I. (2001). Body fat, fat distribution and serum lipids, lipoproteins and apolipoproteins in African-American and Caucasian-American prepubertal children. International journal of Obesity, 25,

167 Βιβλιογραφία i 50 Heyward, V.H. (1998). Practical body composition assessment for children, adults, and older adults. International Journal of Sport Nutrition, 8, Hickman, T.B., Briefel, R.R., Carroll, M.D., Rifkind, B.M., Cleeman, J.I., Maurer, K.R. & Johnson, C.L. (1998). Distributions and trends of serum lipid levels among US children and adolescents ages 4-19 years: data from the Third National Health and Nutrition Examination Survey. Preventive Medicine, 27 (6), Hill, R.J. & Davies, P.S. (2001). The validity of self-reported energy intake as determined using the doubly labelled water technique. British Journal of Nutrition, 85, Himes, J.H. & Faricy, A. (2001). Validity and reliability of self-reported stature and weight of US adolescents. American Journal of Human Biology, 13 (2), Himes, J.H. & Story, M. (1992). Validity of self-reported weight and stature of American Indian youth. Journal of Adolescent Health, 13 (2), Himes, J.H., Hannan, P., Wall, M., & Neumark-Sztainer, D. (2005). Factors associated with errors in self-reports of stature, weight, and body mass index in Minnesota adolescents. Annals of Epidemiology, 15 (4), Hiura, M., Kikuchi, T., Nagasaki K. & Uchiyama, M. (2003). Elevation of serum C-Reactive Protein levels is associated with obesity in boys. Hypertension Research, 26, Hofman, A. & Walter, H.J. (1989). The association between physical fitness and cardiovascular risk factors in children in a five-year follow-up study. International Journal of Epidemiology, 18 (4), Hofman, A., Walter, H.J., Connelly, P.A. & Vaughan, R.D. (1987). Blood pressure and physical fitness in children. Hypertension, 9 (2), Horlick, M. (2001). Body mass index in childhood - measuring a moving target. Journal of Clinical Endocrinology & Metabolism, 86, Hotamisligil, G.S, Arner, P., Caro, J.F., Atkinson, R.L. & Spiegelman, B.M. (1995). Increased adipose tissue expression of tumor necrosis factor-a in human obesity and insulin resistance. Journal of Clinical Investigation, 95, Hotta, K., Funahashi, T., Arita, Y., Takahashi, M., Matsuda, M., Okamoto, Y., Iwahashi, H., Kuriyama, H., Ouchi, N., Maeda, K., Nishida, M., Kihara, S., Sakai, N., Nakajima, T., Hasegawa, K., Muraguchi, M., Ohmoto, Y., Nakamura, T., Yamashita, S., Hanafusa, T. & Matsuzawa, Y. (2000). Plasma concentrations of a novel, adipose-specific protein, adiponectin, in type 2 diabetic patients. Arteriosclerosis, Thrombosis & Vascular Biology, 20, Hu, G., Qiao, Q., Tuomilehto, J., Balkau, B., Borch-Johnsen, K., Pyorala, K. & the DECODE Study Group (2004). Prevalence of the metabolic syndrome and its relation to all-cause and cardiovascular mortality in non-diabetic European men and women. Archives of Internal Medicine, 164 (10), Huang, Y.C. & Malina, R.M. (2002). Physical activity and health-related physical fitness in Taiwanese adolescents. Journal of Physiological Anthropology & Applied Human Science, 21 (1), Hulver, M.W., Zheng, D., Tanner, C.J., Houmard, J.A., Kraus, W.E., Slentz, C.A., Sinha, M.K., Pories, W.J., MacDonald, K.G. & Dohm, G.L. (2002). Adiponectin is not altered with exercise training despite enhanced insulin action. American Journal of Physiology, Endocrinology & Metabolism, 283, E861-E865.

168 Βιβλιογραφία 151 Hutchinson, W.L., Koenig, W., Frohlich, M., Sund, M., Lowe, G.D. & Pepys, M.B. (2000). Immunoradiometric assay of circulating C-reactive protein: age-related values in the adult general population. Clinical Chemistry, 46, Imhof, A., Frohlich, M., Loewel, H., Helbecque, N., Woodward, M., Amouyel, P., Lowe G.D. & Koenig W. (2003). Distributions of C-reactive protein measured by high-sensitivity assays in apparently healthy men and women from different populations in Europe. Clinical Chemistry, 49 (4), International Diabetes Federation. The IDF consensus worldwide definition of the metabolic syndrome. IDF Available from / accessed December Isasi, C.R., Deckelbaum, R.J., Tracy, R.P., Stare, T.J., Berglund, L. & Shea, S. (2003). Physical fitness and C-reactive protein level in children and young adults: The Columbia University BioMarkers Study. Pediatrics, 111 (2), Isomaa, B., Almgren, P., Tuomi, T., Forsen, B., Lahti, K., Nissen, M., Taskinen, M.R. & Groop, L. (2001). Cardiovascular morbidity and mortality associated with the metabolic syndrome. Diabetes Care, 24 (4), Jenner, D.A., Vandongen, R. & Beilin, L.J. (1992). Relationships between blood pressure and measures of dietary energy intake, physical fitness and physical activity in Australian children aged years, journal of Epidemiology & Community Health, 46 (2), Jia, E.Z., Yang, Z.J., Chen, Qi, G.Y., You, C.F., Ma, J.F., Zhang, J.X., Wang, Z.Z., Qian, W.C., Li, X.L., Wang, H.Y. & Ma, W.Z. (2005). Significant association of insulin and proinsulin with clustering of cardiovascular risk factors. World journal of Gastroenterology, 11 (1), Jialal, I. & Devaraj, S. (2001). Inflammation and atherosclerosis: the value of the high sensitive C- reactive protein assay as a risk marker. American Journal of Clinical Pathology, 116, SI Johnson, M.S., Figueroa-Colon, R., Herd, S.L., Fields, D.A., Sun, M., Hunter, G.R. & Goran, MI. (2000). Aerobic fitness, not energy expenditure, influences subsequent increase in adiposity in black and white children. Pediatrics, 106 (4), 1-6. Jousilahti, P., Tuomilehto, Vartiainen, E., Pekkanen, J. & Puska, P. (1996). Body weight, cardiovascular risk factors and coronary mortality, 15 year follow-up of middle-aged men and women in eastern Finland. Circulation, 93 (7), Juhee, K., Must, A., Fitzmaurice, G.M., Gillman, M.W., Chomitz, V., Kramer, E., McGowan, R. & Peterson, K.E. (2005). Relationship of physical fitness to prevalence and incidence of overweight among schoolchildren. Obesity Research, 13, Jurca, R Lamonte, M.J., Barlow, C.E., Kampert, J.B., Church, T.S. & Blair, S.N. (2005). Association of muscular strength with incidence of metabolic syndrome in men. Medicine & Science in Sports & Exercise, 37 (11), Καστόρινη, X-M.A. & Παναγιωτάκος Δ.Β. (2007). Τα αντιφλεγμονώδη συστατικά της διατροφής. Καρδιά & Αυγεία, 12 (4), Καφάτος, Α. & Παπουτσάκης, Γ. (1998). Δείκτες θνησιμότητας του Ελληνικού πληθυσμού. Σχέση με αγωγή υγείας και μεσογειακή δίαιτα. Ιατρική, 73, Κλεισούρας, Β. (2004). Εργοφυσιολογία I. 10η έκδοση, αναδομημένη. Αθήνα: Ιατρικές Εκδόσεις Πασχαλίδη.

169 Βιβλιογραφία 152 Κλεισούρας, Β. (1991). Εργομετρία. Μέτρηση της μυϊκής προσπάθειας. Αθήνα: Εκδόσεις Συμμετρία. Kahn, Β.Β. & Flier, J.S. (2000). Obesity and insulin resistance. Journal of Clinical Investigation, 106, Kanbur, N., Derman, O. & Kinik E (2002). Prevalence of obesity in adolescents and the impact of sexual maturation stage on body mass index in obese adolescents. International Journal of Adolescent Medical Health, 14, Kang, H.S., Gutin, B., Barbeau, P., Owens, S., Lemmon, C.R., Allison, J., Litaker, M.S. & Le, N.A. (2002). Physical training improves insulin resistance syndrome markers in obese adolescents. Medicine & Science in Sports & Exercise, 34, Kannel, W.B. (1995). Epidemiologic insights into atherosclerotic cardiovascular disease - From the Framingham Study. In M.L. Pollock & D.H. Schmidt (Eds.), Heart Disease and Rehabilitation, 3rd ed. (pp. 3-16). Champaign, IL: Human Kinetics. Kannel, W.B., McGee, D.L. & Gordon T. (1976). A general cardiovascular risk profile: The Framingham Study. American Journal of Cardiology, 38, Karayiannis, D., Yannakoulia, M., Terzidou, M., Sidossis, L.S., & Kokkevi, A. (2003). Prevalence of overweight and obesity in Greek school-aged children and adolescents. European Journal of Clinical Nutrition, 57 (9), Katzmarzyk, P.T., Gagnon, J., Leon, A.S., Skinner, J.S., Wilmore, J.H., Rao, D.C. & Bouchard, C. (2001). Fitness, fatness, and estimated coronary heart disease risk: the HERITAGE Family Study. Medicine & Science in Sports & Exercise, 33, Katzmarzyk, P.T., Malina, R.M. & Bouchard, C. (1999). Physical activity, physical fitness, and coronary heart disease risk factors in youth: the Quebec Family Study. Preventive Medicine, 29, Katzmarzyk, P.T., Malina, R.M., Song, T.M.K. & Bouchard, C. (1998). Physical activity and health- related fitness in youth: a multivariate analysis. Medicine & Science in Sports & Exercise, 30 (5), Katzmarzyk, P.T., Srinivasan, S.R., Chen, W., Malina, R.M., Bouchard, C. & Berenson, G.S. (2004). Body mass index, waist circumference, and clustering of cardiovascular disease risk factors in a biracial sample of children and adolescents. Pediatrics, 114, Katzmarzyk, P.T., Tremblay, A., Perusse, L., Despres, J.P. & Bouchard, C. (2003). The utility of the international child and adolescent overweight guidelines for predicting coronary heart disease risk factors. Journal of Clinical Epidemiology, 56, Kelishadi, R., Ardalan, G., Adeli, K., Motaghian, M., Majdzadeh, R., Mahmood-Arabi, M.S., Delavari, A., Riazi, M.M., Namazi, R., Ramezani, M.A. & the CASPIAN Study Group. (2007). Factor analysis of cardiovascular risk clustering in pediatric metabolic syndrome: CASPIAN study. Annals of Nutrition & Metabolism, 51(3), Kelishadi, R., Hashemi, M., Mohammadifard, N., Asgary, S., Khavarian, N. (2008). Association of changes in oxidative and proinflammatory states with changes in vascular function after a lifestyle modification trial among obese children Clinical Chemistry, 54 (1), Kelishadi, R., Razaghi, E.M., Gouya, M.M., Ardalan, G., Gheiratmand, R., Delavari, A. & the CASPIAN Study Group (2007). Association of physical activity and the metabolic syndrome in children and adolescents: CASPIAN Study. Hormone Research, 67,46-52.

170 PiBhoyocoia 153 Kelly, L.E. (2000). Patterns of physical activity in 9-10 year old American children as measured by heart rate monitoring. Pediatric Exercise Science, 12, Kimm, S.Y., Barton, B.A., Obarzanek, E., McMahon, R.P., Sabry, Z.I., Waclawiw, M.A., Schreiber, G.B., Morrison, J.A., Similo, S. & Daniels, S.R. (2001). Racial divergence in adiposity during adolescence: the NHLBI Growth and Health Study. Pediatrics, 107: e34. Kimm, S.Y., Glynn, N.W., Obarzanek, E., Kriska, A.M., Daniels, S.R., Barton, B.A. & Liu, K. (2005). Relation between the changes in physical activity and body-mass index during adolescence: a multicentre longitudinal study. Lancet, 366, Kimm, S.Y., Pasagian-Macaulay, A., Aston, C.E., McAllister, A.E., Glynn, N.W., Kamboh, M.I. & Ferrell, R.E. (1999). Correlates of lipoprotein (a) levels in a biracial cohort of young girls: the NHLBI Growth and Health Study. Journal of Pediatrics, 135 (2 Pt 1), Kissebah, A.H. (1996). Intra-abdominal fat: is it a major factor in developing diabetes and coronary artery disease? Diabetes Research & Clinical Practice, 30, Klasson-1 leggebo, L., Anderssen, S.A. (2003). Gender and age differences in relation to the recommendations of physical activity among Norwegian children and youth. Scandinavian Journal of Medicine & Science in Sports, 13 (5), Klesges, R.C., Shelton, M.L. & Klesges, L.M. (1993). Effects of television on metabolic rate: potential implications for childhood obesity. Pediatrics, 91 (2), Kokkinos, P.E. & Economides, E. (2003). Παχυσαρκία και καρδιαγγειακή νόσος: Ο ρόλος της δίαιτας και της άσκησης. Καρδιά & Αγγεία, 8 (4), Konig, D., Vaisanen, S.B., Bouchard, C., Halle, M., Lakka, T.A., Baumstark, M.W., Alen, M., Berg, A. & Rauramaa, R. (2003). Cardiorespiratory fitness modifies the association between dietary fat intake and plasma fatty acids. European Journal of Clinical Nutrition, 57 (7), Kondo. T., Kobayashi, I. & Murakami, M. (2006). Effect of exercise on circulating adipokine levels in obese young women. Endocrine Journal, 53, Kopelman, P.G. (2000). Obesity as a medical problem. Nature, 404, Koutedakis, Y., Bouziotas, C., Flouris, A.D. & Nelson, P.N. (2005). Longitudinal modeling of adiposity in periadolescent Greek schoolchildren. Medicine & Science in Sports & Exercise, 37 (12), Krassas, G.E., Tzotzas, T., Tsametis, C. & Konstantinidis. T. (2001a). Determinants of body mass index in Greek children and adolescents. Journal of Pediatric Endocrinology & Metabolism, 14 (Suppl 5), Krassas, G.E., Tzotzas, T., Tsametis, C., & Konstantinidis, T. (2001b). Prevalence and trends in overweight and obesity among children and adolescents in Thessaloniki, Greece. Journal of Pediatric Endocrinology & Metabolism, 14 (Suppl. 5), Kriketos, A.D., Greenfield, J.R., Peake, P.W., Furler, S.M., Denyer, G.S., Charlesworth, J.A. & Campbell, L.V. (2004). Inflammation, insulin resistance, and adiposity: a study of first-degree relatives of type 2 diabetic subjects. Diabetes Care, 27, Kromeyer-Hauschild, K Zellner, K., Jaeger, U. & Hoyer H. (1999). Prevalence of overweight and obesity among school children in Jena (Germany). International Journal of Obesity & Related Metabolic Disorders, 23 (11),

171 Βιβλιογραφία 154 Kronenberg, F., Steinmetz, A., Kostner, G.M. & Dieplinger, H. (1996). Lipoprotein (a) in health and disease. Critical Reviews in Clinical Laboratory Sciences, 33 (6), Krotkiewski, M. & Mandroukas, K. (1979). Effects of long term physical training on body fat metabolism and blood pressure in obesity. Metabolism, 28, Kuzawa, C.W., Adair, L.S., Avila, J.L., Cadungog, J.H. & Le, N.A. (2003). Atherogenic lipid profiles in Filipino adolescents with low body mass index and low dietary fat intake. American Journal of Human Biology, 15, Λαπούσης, Γ., Λαπαρίδης, K., Πετσιού, Ε., Τοκμακιδης, Σ Μοόγιος, Β., Μακρυγιάννης, Β. & Κοντογιάννη, Α. (2005). FI επίδραση της αερόβιας ικανότητας στην αρτηριακή πίεση σε μαθητές ηλικίας ετών. Αναζητήσεις στη Φυσική Αγωγή & τον Αθλητισμό, 3 (2), Λιναρδάκης, Ε., Βαρδαβάς, Κ. & Καφάτος, Α. (2007). Εκατοστιαίες θέσεις περιμέτρου μέσης παιδιών της Κρήτης ηλικίας 3 έως 6 ετών. Παιδιατρική, 70, Λιναρδάκης, Ε., Σαρρή, Κ., Μπερτσιάς, Γ. & Καφάτος, Α. (2007). Μεταβολικό σύνδρομο σε παιδιά και εφήβους της Κρήτης σε σχέση με τη διατροφή τους. Παιδιατρική, 70, Laaksonen, D.E., Lakka, FI.M., Salonen, J.T., Niskanen, L.K., Rauramaa, R. & Lakka, T.A. (2002). Low levels of leisure-time physical activity and cardiorespiratory fitness predict development of the metabolic syndrome. Diabetes Care, 25, Labarthe, D.R. (1998). Epidemiology and prevention of cardiovascular diseases. A global challenge. Maryland: An Aspen Publications. Lagrost, L. & Barter, P.J. (1991). Effects of various non-esterified fatty acids on the transfer of cholesteryl esters from HDL to LDL induced by the cholesteryl ester transfer protein. Biochimica et Biophysica Acta, 1085, Lagrost, L., Mensink, R.P., Guyard-Dangremont, V., Temme, E.H., Desrumaux, C., Athias A, Hornstra, G. & Gambert, P. (1999). Variations in serum cholesteryl ester transfer and phospholipid transfer activities in healthy women and men consuming diets enriched in lauric, palmitic or oleic acids. Atherosclerosis, 142 (2), Lakka, H.M., Lakka, T.A., Tuomilehto, J. & Salonen, J.T. (2002). Abdominal obesity is associated with increased risk of acute coronary events in men. European Heart Journal, 23 (9), Lakka, T.A., Laaksonen, D.E., Lakka, H.M. Mannikko, N., Niskanen, L.K., Rauramaa, R. & Salonen, J.T. (2003). Sedentary lifestyle, poor cardiorespiratory fitness, and the metabolic syndrome. Medicine & Science in Sports & Exercise, 35, Lambert, M., Delvin, E.E., Paradis, G., O'Loughlin, J., Hanley, J.A. & Levy, E. (2004). C-reactive protein and features of the metabolic syndrome in a population-based sample of children and adolescents. Clinical Chemistry, 50 (10), Laskarzewski P, Morrison JA, Mellies MJ, Kelly, K., Gartside P.S., Khoury, P. & Glueck, C.J. (1980). Relationships of measurements of body mass to plasma lipoproteins in schoolchildren and adults. American Journal of Epidemiology, 111 (4), Lauer, R.M. & Clarke, W.R. (1989). Childhood risk factors for high adult blood pressure: the Muscatine study. Pediatrics, 84, Lauer, R.M., Connor, W.E., Leaverton, P.E., Reiter, M.A. & Clarke, W.R. (1975). Coronary heart disease risk factors in school children: the Muscatine Study. Journal of Paediatrics, 86 (5),

172 Βιβλιονρσφία 155 Lauer, R.M., Lee, J. & Clarke, W.R. (1988). Factors affecting the relationship between childhood and adult cholesterol levels: the Muscatine Study. Pediatrics, 82, Leal, J., Luengo-Fernandez, R., Gray, A., Petersen, S. & Rayner M. (2006). Economic burden of cardiovascular diseases in the enlarged European Union. European Heart Journal, 27, Leger, L.A., Mercier, D., Gadoury, C. & Lambert, J. (1988). The multistage 20-m shuttle run test for aerobic fitness. Journal of Sports Science, 6 (2), Lemieux, I., Pascot, A., Prud'homme, D., Almeras, N., Bogaty, P., Nadeau, A., Bergeron, J. & Despres, J-P. (2001). Elevated C-reactive protein: another component of the atherothrombotic profile of abdominal obesity. Arteriosclerosis, Thrombosis & Vascular Biology, 21, Libby, P. & Ridker, P.M. (1999). Novel inflammatory markers of coronary risk: theory versus practice. Circulation, 100, Linder, C.W., DuRant, R.H. & Mahoney, O.M. (1983). The effect of physical conditioning on serum lipids and lipoproteins in white male adolescents. Medicine & Science in Sports & Exercise, 15 (3), Lindsay, R.S., Funahashi, T., Hanson, R.L., Matsuzawa, Y., Tanaka, S., Tataranni, P.A., Knowler, W.C. & Krakoff, J. (2002). Adiponectin and development of type 2 diabetes in the Pima Indian population. Lancet, 360, Lindsay, R.S., Hanson, R.L., Roumain, J., Ravussin, E., Knowler, W.C. & Tataranni P.A. (2001). Body mass index as a measure of adiposity in children and adolescents: relationship to adiposity by dual energy x-ray absorptiometry and to cardiovascular risk factors. The Journal of Clinical Endocrinology & Metabolism, 86 (9), Lissau, I., Overpeck, M.D., Ruan, W.J., Due, P., Holstein, B.E., Hediger, M.L. & the Health Behaviour in School-aged Children Obesity Working Group. (2004). Body mass index and overweight in adolescents in 13 European countries, Israel, and the United States. Archives of Pediatric & Adolescent Medicine, 158 (1), Lobstein, T., Baur, L., Uauy, R. & the IASO International Obesity Task Force. (2004). Obesity in children and young people: A crisis in public health. Obesity Revue, 5 (Suppl 1), S Lohman, T.G., Houtkooper, L. & Going S. (1997). Body fat measurement goes high-tech: Not all equations are created equal. ACSM's Health & Fitness Journal, 1, 30. Luepker, R.V., Jacobs, D.R., Prineas, R.J. & Sinaiko, A.R. (1999). Secular trends of blood pressure and body size in a multi-ethnic adolescent population: 1986 to Journal of Pediatrics, 134, Lyon, C.J., Law, R.E. & Hsueh, W.A. (2003). Minireview: Adiposity, inflammation and atherogenesis. Endocrinology, 144 (6), Μανδρούκας, K. (1996). Αειτουρ^άα των κοιλιακών και ραχιαίων μυών. Θεσσαλονίκη: Νέα Έκδοση. Μαυρομάτης, Γ. (1999). Στατιστικά μοντέλα και μέθοδοι ανάλυσης δεδομένων. Θεσσαλονίκη: University Studio Press. MacAuley, D., McCrum, E., Stott, G., Evans, A.E., Duly, E., Trinick, T.R., Sweeney, K. & Boreham, C.A. (1997). Physical fitness, lipids and apolipoproteins in the Northern Ireland Health and Activity Survey. Medicine & Science in Sports & Exercise, 29 (9),

173 Βιβλιογραφία 156 Mackinnon, L.T. & Hubinger, L.M. (1999). Effects of exercise on lipoprotein (a). Sports Medicine, 28 (1)/ Π-24. Maffeis, C., Pietrobelli, A., Grezzani, A., Provera, S. & Tato, L. (2001). Waist circumference and cardiovascular risk factors in prepubertal children. Obesity Research, 9, Maffeis, C., Schutz, Y., Zaffanello, M., Piccoli, R. & Pinelli L. (1994). Elevated energy expenditure and reduced energy intake in obese prepubertal children: paradox of poor dietary reliability in obesity? Journal of Pediatrics, 124 (3), Maffeis, C., Talamini, G. & Tato L. (1998). Influence of diet, physical activity and parents' obesity on children's adiposity: a four-year longitudinal study. International Journal of Obesity & Related Metabolic Disorders, 22 (8), Magkos, F., Manios, Y Christakis, G., & Kafatos A.G. (2005). Secular trends in cardiovascular risk factors among school-aged boys from Crete, Greece, European Journal of Clinical Nutrition, 59 (1), 1-7. Magkos, F., Piperkou, I., Manios, Y., Papoutsakis, C., Yiannakouris, N., Cimponerio, A., Aloumanis, K., Skenderi, K., Papathoma, A., Arvaniti, F., Sialvera, T.E., Christou, D. & Zampelas, A. (2006). Diet, blood lipid profile and physical activity patterns in primary school children from a semi-rural area of Greece. Journal of Human Nutrition & Dietetics, 19: Malcom, G.T., Bhattacharyya, A.K., Velez-Duran, M., Guzman, M.A., Oalmann, M.C. & Strong, JP. (1989). Fatty acid composition of adipose tissue in humans: differences between subcutaneous sites. American Journal of Clinical Nutrition, 50, Malina, R.M. & Bouchard, C. (1991). Growth, maturation, and physical activity. Champaign, IL: Human Kinetics. Mamalakis, G. & Kafatos, A. (1996). Prevalence of obesity in Greece. International Journal of Obesity, 20 (5), Mamalakis, G., Kafatos, A., Manios, Y., Anagnostopoulou, T. & Apostolaki, I. (2000). Obesity indices in a cohort of primary school children in Crete: a six year prospective study. International Journal of Obesity & Related Metabolic Disorders, 24 (6), Mamalakis, G., Kafatos, A., Manios, Y., Kalogeropoulos N. & Andrikopoulos N. (2002). Abdominal vs buttock adipose fat: relationships with children's serum lipid levels. European Journal of Clinical Nutrition, 56, Mamalakis, G., Kafatos, A., Manios, Y., Kalogeropoulos, N. & Andrikopoulos, N. (2001). Adipose fat quality vs. quantity: relationships with children's serum lipid levels. Preventive Medicine, 33, Manios, Y., Kafatos, A. & Codrington, C. (1999a). Gender differences in physical activity and physical fitness in young children in Crete. Journal of Sports Medicine & Physical Fitness, 39, Manios, Y., Moschandreas, J., Hatzis, C. & Kafatos, A. (1999b). Evaluation of a health and nutrition intervention in primary school children of Crete over a three-year period. Preventive Medicine, 2, Manios, Y., Moschandreas, J., Hatzis, C. & Kafatos, A. (2002). Health and nutrition education in primary schools of Crete: changes in chronic disease risk factors following a 6-year intervention program. British Journal of Nutrition, 88,

174 ΰιβλιονοαφία 157 Manios, Υ., Kolotourou, Μ., Moschonis, G., Sur, H., Keskin, Y., Kocaoglou, B. & Hayran, O. (2005). Macronutrient intake, physical activity, serum lipids and increased body weight in primary schoolchildren in Istanbul. Pediatrics International, 47, Manios, Y., Yiannakouris, N., Papoutsakis, C., Moschonis, G., Magkos, F., Skenderi, K. & Zampelas A. (2004). Behavioral and physiological indices related to BMI in a cohort of primary schoolchildren in Greece. American Journal of Human Biology, 16(6), Marcel, T.J., McAuley, K.A., Traustadottir, T. & Reaven, P.D. (2005). Exercise training is not associated with improved levels of C-reactive protein or adiponectin. Metabolism Clinical & Experimental, 54, Marcovina, S.M. & Morrisett, J.D. (1995). Structure and metabolism of lipoprotein (a). Current Opinion in Lipidology, 6, Marniemi, ]., Dahlstrom, S., Kvist, M., Seppanen, A. & Hietanen E. (1982). Dependence of serum lipid and lecithin: cholesterol acyltransferase levels on physical training in young men. European Journal of Applied Physiology, 49, Marshall, S.J., Biddle, J.H., Sallis, J.F., McKenzie, T.L. & Conway, T.L. (2002). Clustering of sedentary behaviors and physical activity among youth: a cross-sectional study. Pediatric Exercise Science, 14, Me Ardle, W.D., Katch, F.I., & Katch, V.L. (2001). Φυσιολογία της Άσκησης, Τόμος II (2η έκδοση). Επιστημονική επιμέλεια: Β. Κλεισούρας. Αθήνα: Ιατρικές Εκδόσεις Πασχαλίδη.. McCarron, Ρ., Davey Smith, G. & Okasha, Μ. (2002). Secular changes in blood pressure in childhood, adolescence and young adulthood: systematic review of trends from 1948 to Journal of Human Hypertension, 16, McCarron, P., Okasha, M., McEwen, J. & Davey Smith, G. (2001). Changes in blood pressure among students attending Glasgow University between 1948 and 1968: analyses of cross sectional surveys. British Medical Journal, 322, McGinnis, J.M. (1992). The public health burden of a sedentary lifestyle. Medicine & Science in Sports & Exercise, 24 (Suppl. 6), McGloin, A.F., Livingstone, M.B.E., Greene, L.C., Webb, S.E., Gibson, J.M., Jebb, S.A., Cole, T.J., Coward, W.A., Wright, A. & Prentice, A.M. (2002). Energy and fat intake in obese and lean children at varying risk of obesity. International Journal of Obesity & Related Metabolic Disorders, 26, McMenemy, M.C. (1999). Coronary heart disease still dropping in UK. Lancet, 353, McMurray, R.G., Ainsworth, B.E., Harrell, J.S., Griggs, T.T. & Williams, O.D. (1998). Is physical activity or aerobic power more influential at reducing cardiovascular disease risk factors? Medicine & Science in Sports & Exercise, 30 (10): Melby, C.L., Dunn, P.J., Hyner, G.C., Sedlock, D. & Corrigan, D.L. (1987). Correlates of blood pressure in elementary schoolchildren. Journal of School Health, 57 (9), Mendall, M.A., Patel, P., Asante, M., Ballam, L., Morris, J., Strachan, D.P., Camm, A.J. & Northfield, T.C. (1997). Relation of serum cytokine concentrations to cardiovascular risk factors and coronary heart disease. Heart, 78,

175 Βιβλιογραφία. 158 Menotti, A., Lanti, M., Puddu, P.E. & Kromhout D. (2000). Coronary heart disease incidence in northern and southern European populations: a reanalysis of the Seven Countries study for a European coronary risk chart. Heart, 84, Mensink, R.P., Zock, P.L., Kester, A.D. & Katan, M.B. (2003). Effects of dietary fatty acids and carbohydrates on the ratio of serum total to HDL cholesterol and on serum lipids and apolipoproteins: a meta-analysis of 60 controlled trials. American Journal of Clinical Nutrition, 77(5), Mertens, I.L. & Van Gaal, L.F. (2000). Overweight, obesity and blood pressure: the effects of modest weight reduction. Obesity Research, 8, Michaud, P.A., Narring, F., Cauderay, M., Cavadini, C. (1999). Sports activity, physical activity and fitness of 9- to 19-year-old teenagers in the canton of Vaud (Switzerland). Schweizerische Medizinische Wochenschrift, 129 (18), Mikkila, V., Rasanen, L., Raitakari, O.T., Marniemi, J., Pietinen, P., Ronnemaa, T. & Viikari, J. (2007). Major dietary patterns and cardiovascular risk factors from childhood to adulthood. The Cardiovascular Risk in Young Finns Study. British Journal of Nutrition, 98 (1), Mikkila, V., Rasanen, L., Raitakari, O.T., Pietinen, P. & Viikari, J. (2005). Consistent dietary patterns identified from childhood to adulthood: the cardiovascular risk in Young Finns Study. British Journal of Nutrition, 93 (6), Mohamed-Ali, V., Goodrick, S., Bulmer, K., Holly, J.M., Yudkin, J.S. & Coppack, S.W. (1999). Production of soluble tumor necrosis factor receptors by human subcutaneous adipose tissue in vivo. American Journal of Physiology, 277(6 Pt 1), E971-E975. Mole, P., Oscai, L. & Holloszy, J.O. (1971). Adaptation of muscle to exercise: increase in levels of palmityl CoA synthetase, carnitine palmityl transferase and palmityl CoA dehydrogonase, and in the capacity to oxidize fatty acid. Journal of Clinical Investigation, 50 (11), Molnar, D. & Livingstone, B. (2000). Physical activity in relation to overweight and obesity in children and adolescents. European Journal of Pediatrics, 159 (Supl 1), Montoye, H.J. (1985). Risk indicators for cardiovascular disease in relation to physical activity in youth. In R.A. Binkhorst, H.C.G. Kemper & W.FI.M. Saris (Eds.), Children and exercise XI (pp. 3-25). Champaign, IL: Human Kinetics. Moran, A., Jacobs, D.R., Steinberger, J., Hong, C.P., Prineas, R., Luepker, R. & Sinaiko, A.R. (1999). Insulin resistance during puberty: results from clamp studies in 357 children. Diabetes, 48 (10), Moran A, Steffen LM, Jacobs DR Jr, Steinberger, J., Pankow, J.S., Hong, C.P., Tracy, R.P. & Sinaiko, A.R. (2005). Relation of C-reactive protein to insulin resistance and cardiovascular risk factors in youth. Diabetes Care, 28, Moreno, L.A., Pineda, I., Rodriguez, G., Fleta, J., Sarria, A. & Bueno, M. (2002). Waist circumference for the screening of the metabolic syndrome in children. Acta Paediatrica, 91, Mota, J., Santos, P., Guerra, S., Ribeiro, J.C. & Duarte, J.A. (2003). Patterns of daily physical activity during school days in children and adolescents. American Journal of Human Biology, 15, Murray, J.L. & Lopez, A.D. (1996). The global burden of disease. Geneva: World Health Organization. Must, A., Jacques, P.F., Dallal, G.E., Bajema, C.J. & Dietz, W.H. (1992). Long-term morbidity and mortality of overweight adolescents: a follow up of the Harvard Growth Study of 1922 to New England Journal of Medicine, 327 (19),

176 Βιβλιογραφία 159 Niissis, G.P., Papantakou, K Skenderi, K., Triandafillopoulou, M., Kavouras, S.A., Yannakoulia, M., Chrousos, G.P., Sidossis, L.S. (2005). Aerobic exercise training improves insulin sensitivity without changes in body weight, body fat, adiponectin, and inflammatory markers in overweight and obese girls. Metabolism, 54 (11), National Cholesterol Education Program (1992). Highlights of the Report of the Expert Panel on Blood Cholesterol Levels in Children and Adolescents. Pediatrics, 89, National Cholesterol Education Program (2002). Third report of the National Cholesterol Education Program expert panel on detection, evaluation, and treatment of high blood cholesterol in adults (Adult Treatment Panel III). Final report. Gradation, 106 (25), National Heart, Lunge & Blood Institute (1984). The relationship of the reduction of incidence of coronary heart disease to cholesterol lowering, journal of the American Medical Association, 251 (3), National Heart, Lung, and Blood Institute (1987). Report of the Second Task Force on Blood Pressure Control in Children Pediatrics, 79,1-25. Nemet, D., Wang, P., Funahashi, T., Matsuzawa, Y., Tanaka, S., Engelman, D. & Cooper, D.M. (2003). Adipocytokines, body composition, and fitness in children. Pediatric Research, 53, Ness, A.R., Maynard, M., Frankel, S., Smith, G.D., Frobisher, C., Leary, S.D., Emmett, P.M. & Gunnell, D. (2005). Diet in childhood and adult cardiovascular and all cause mortality: the Boyd Orr cohort. Heart, 91 (7), Newsholme, E.A. & Leech, A.R. (1992). Biochemistry for the medical sciences. Chichester, New York: John Wiley and Sons. Nicklas, T.A., Webber, L.S., Srinivasan, S.R. & Berenson, G.S. (1993). Secular trends in dietary intakes and cardiovascular risk factors of 10-y-old children: the Bogalusa Heart Study ( ). American Journal of Clinical Nutrition, 57, Ogawa, Y., Kikuchi, T., Nagasaki, K., Hiura, M., Tanaka, Y. & Uchiyama, M. (2005). Usefulness of serum adiponectin level as a diagnostic marker of metabolic syndrome in obese Japanese children. Hypertension Research, 28 (1), Ouchi, N., Kihara, S., Arita, Y., Okamoto, Y., Maeda, K., Kuriyama, H., Hotta, K., Nishida, M., Takahashi, M., Muraguchi, M., Ohmoto, Y., Nakamura, T., Yamashita, S., Funahashi, T., Matsuzawa, Y. (2000). Adiponectin, an adipocyte-derived plasma protein, inhibits endothelial NF-B signaling through a camp-dependent pathway. Circulation, 102, Ouchi, N., N., Kihara, S., Arita, Y., Maeda, K., Kuriyama, H., Okamoto, Y., Hotta, K., Nishida, M., Takahashi, M., Nakamura, T., Yamashita, S., Funahashi, T. & Matsuzawa, Y. (1999). Novel modulator for endothelial adhesion molecules: adipocyte-derived plasma protein adiponectin. Circulation, 100, Ouchi, N., Kihara, S., Arita, Y., Nishida, M., Matsuyama, A., Okamoto, Y., Ishigami, M. Kuriyama, H., Kishida, K., Nishizawa, H., Hotta, K., Muraguchi, M., Okamoto, Y., Yamashita, S., Funahashi, T., Matsuzawa, Y. (2001). Adipocyte-derived plasma protein, adiponectin, suppresses lipid accumulation and class A scavenger receptor expression in human monocytederived macrophages. Circulation, 103,

177 Βιβλιογραφία 160 Πίτσα βος, X., Παναγιωτάκος, Δ., Χρυσοχόου, X. & Τούτουζας, Π. (2001). Παράγοντες κινδύνου εκδήλωσης στεφανιαίας νόσου: επιδημιολογικά στοιχεία από τις μελέτες "CARDI02000" και "ΑΤΤΙΚΗ". Καρδιά & Αγγεία, 6 (5), Πίτσαβος, X., Χρυσοχόου, X. & Παναγιωτάκος, Δ. (2002). Παράγοντες κινδύνου στεφανιαίας νόσου στον ελληνικό χώρο. Καρδιά & Αγγεία, 7 (5) Πυλιανίδης, Θ., Γεωργούλιας, I., Αγγελούσης, Ν., Μητηλέτσης, Μ. & Μαρτινίδης, Κ. (2004). Αξιολόγηση των κινητικών ικανοτήτων μαθητών/τριών Α/βάθμιας εκπαίδευσης που φοιτούν σε δημόσια και μουσουλμανικά σχολεία. Φυσική Αγωγή, Αθλητισμός και Υγεία, 16-17, Padez, C., Fernandes, Τ., Mourao, I., Moreira, P. & Rosado, V. (2004). Prevalence of overweight and obesity in 7-9-year-old Portuguese children: trends in body mass index from American Journal of Human Biology, 16 (6), Pai, J.K., Pischon, T., Ma, J., Manson, J.E., Hankinson, S.E., Joshipura, K., Curhan, G.C., Rifai, N., Cannuscio, C.C., Stampfer, M.J. & Rimm, E.B. (2004). Inflammatory markers and risk of coronary heart disease in men and women. New England Journal of Medicine, 351, Palaniappan, L., Carnethon, M.R., Wang, Y., Hanley, A.J.G., Fortmann, S.P., Haffner, S.M. & Wagenknecht, L. (2004). Predictors of the incident metabolic syndrome in adults: The Insulin Resistance Atherosclerosis Study. Diabetes Care, 27, Pan, Y. & Pratt, C.A. (2008). Metabolic syndrome and its association with diet and physical activity in US adolescents. Journal of the American Dietetic Association, 108 (2), Panagiotakos, D.B., Pitsavos, C.H., Chrysohoou, C., Skoumas, J., Tousoulis, D., Toutouza, M., Toutouzas, P.K. & Stefanadis, C. (2004). The impact of lifestyle habits on the prevalence of the metabolic syndrome among Greek adults from the ATTICA study. American Heart Journal, 147, Panico, S., Celentano, E., Krogh, V., Jossa, F., Farinaro, E., Trevisan, M. & Mancini, M. (1987). Physical activity and its relationship to blood pressure in school children. Journal of Chronic Diseases, 40 (10), Papadopoulou-Alataki, E., Papadopoulou-Legbelou, K., Doukas, L., Karatzidou, K., Pavlitou- Tsiontsi, A. & Pagkalos, E. (2004). Clinical and biochemical manifestations of syndrome X in obese children. European Journal of Pediatrics, 163, Pate, R.R., Stevens, J., Pratt, C., Sallis, J.F., Schmitz, K.H., Webber, L.S., Welk, G. & Young, D.R. (2006). Objectively measured physical activity in sixth-grade girls. Archives of Pediatrics & Adolescent Medicine, 160 (12), Pate, R.R., Pratt, M., Blair, S.N., Haskell, W.L., Macera, C.A., Bouchard, C., Buchner D, Ettinger W, Heath GW, King AC, et al. (1995). Physical activity and public health: A recommendation from the Centers for Disease Control and Prevention and the American College of Sports Medicine. Journal of the American Medical Association, 273 (5), Pearson, T., Mensah, G., Alexander, W., Anderson, J., Cannon, R., Criqui, M., Fadl, Y., Fortmann, S., Hong, Y. & Myers, G. (2003). Markers of inflammation and cardiovascular disease. Application to clinical and public health practice. Circulation, 107, Perry, A.C., Tremblay, L.M., Signorile, J.F., Kaplan, T.A. & Millere, P.C. (1997). Fitness, diet and coronary risk factors in a sample of southeastern U.S. children. Applied Human Science, 16 (4),

178 Βιβλιονοαφία 161 Petridou, Ε., Malamou, Η., Doxiadis, S., Pantelakis, S., Kanellopoulou, G., Toupadaki, N., Trichopoulou, A., Flytzani, V. & Trichopoulos, D. (1995). Blood lipids in Greek adolescents and their relation to diet, obesity, and socioeconomic factors. Annals of Epidemiology, 5, Phinney, S.D., Stern, J.S., Burke, K.E., Tang, A.B., Miller, G. & Holman, R.T. (1994). Human subcutaneous adipose tissue shows site-specific differences in fatty acid composition. American journal of Clinical Nutrition, 60, Pittas, A., Nandidi, A.J. & Greenberg, A.(2004). Adipocytokines and insulin resistance. Journal of Clinical Endocrinology &r Metabolism, 89, Platat, C., Wagner, A., Klumpp, T., Schweitzer, B. & Simon, C. (2006). Relationships of physical activity with metabolic syndrome features and low-grade inflammation in adolescents. Diabetologia, 49: Poehlman, E.T. (1989). A review: exercise and its influence on resting energy metabolism in man. Medicine & Science in Sports & Exercise, 21 (5), Post, G.B. & Welten, D.C. (1995). The development of nutritional intake during 15 years of follow up. In H.C.G. Kemper (Ed.), The Amsterdam Growth Study: a longitudinal analysis of health, fitness, and lifestyle (pp ). Champaign, IL: Human Kinetics. Pradhan, A.D., Manson, J.E., Rifai, N., Buring, J.E. & Ridker, P.M. (2001). C-reactive protein, interleukin 6, and the risk of developing type 2 diabetes mellitus. Journal of the American Medical Association, 286, Prewitt, T.E., Haynes, S.G., Graves, K., Haines, P.S. & Tyroler, H.A. (1988). Nutrient intake, lipids, and lipoprotein cholesterols in black and white children: the Lipid Research Clinics Prevalence Study. Preventive Medicine, 17 (3), Psaltopoulou, T., Naska, A., Orfanos, P., Trichopoulos, D., Mountokalakis, T. & Trichopoulou, A. (2004). Olive oil, the Mediterranean diet, and arterial blood pressure: the Greek European Prospective Investigation into Cancer and Nutrition (EPIC) study. American Journal of Clinical Nutrition, 80, Ragland, D.R. (1992). Dichotomizing continuous outcome variables: dependence of the magnitude of association and statistical power of the cutpoint. Epidemiology, 3, Raitakari, O.T., Juonala, M. & Viikari, J.S. (2005). Obesity in childhood and vascular changes in adulthood: insights into the Cardiovascular Risk in Young Finns Study. International Journal of Obesity, 29 (Suppl 2), Raitakari, O.T., Porkka, K.V.K., Ronnemaa, T., Knip, M., Uhari, M., Akerblom, H.K. & Viikari, J.S. (1995). The role of insulin in clustering of serum lipids and blood pressure in children and adolescents. The Cardiovascular Risk in Young Finns Study. Diabetologia, 38 (9), Raitakari, O.T., Taimela, S., Porkka, K.V.K., Telama, R., Valimaki, I., Akerblom, H.K. & Viikari, J.S. (1997). Associations between physical activity and risk factors for coronary heart disease: the Cardiovascular Risk in Young Finns Study. Medicine & Science in Sports & Exercise, 29 (8), Raitakari, O.T., Porkka, K.V., Taimela, S., Telama, R., Rasanen, L. & Viikari, J.S. (1994a). Effects of persistent physical activity and inactivity on coronary risk factors in children and young adults. American Journal of Epidemiology, 140 (3),

179 Βιβλιογραφία 162 Raitakari, Ο.Τ., Porkka, K.V.K., Ronnemaa, T. & Akcrblom, H.K. (1994b). Clustering of risk factors for coronary heart disease in children and adolescents: the Cardiovascular Risk in Young Finns Study. Acta Paediatrica, 83, Raudssepp, L., Paasuke, M. (1995). Gender differences in fundamental movement patterns, movement performances and strength measurements of prepubertal children. Pediatric Exercise Science, 7, Reilly, J.J. & Dorosty A.R. (1999). Epidemic of obesity in UK children. Lancet, 354, Reinehr, T., Roth, C., Menke, T. & Andler, W. (2004). Adiponectin before and after weight loss in obese children, journal of Clinical Endocrinology & Metabolism, 89 (8), Ribeiro, J.C., Guerra, S., Oliveira, J., Andersen, L.B., Duarte, J.A. & Mota, J. (2004). Body fatness and clustering of cardiovascular disease risk factors in Portuguese children and adolescents. American journal of Human Biology, 16 (5), Riddoch, C.J., Bo Andersen, L., Wedderkopp, N., Harro, M., Klasson-I leggebo, L., Sardinha, L.B., Cooper, A.R. & Ekelund, U. (2004). Physical activity levels and patterns of 9- and 15-yr-old European children. Medicine & Science in Sports & Exercise, 36 (1), Riddoch, C.J. & Boreham, C.A.G. (1995). The health-related physical activity of children. Sports Medicine, 19 (2), Ridker, P.M. (2001). High-sensitivity C-reactive protein: potential adjunct for global risk assessment in the primary prevention of cardiovascular disease. Circidation, 103, Ridker, P.M., Hennekens, C.H. & Stampfer, M.J. (1993). A prospective study of lipoprotein (a) and the risk of myocardial infarction, journal of the American Medical Association, 270 (18), Rifai, N. & Ridker, P.M. (2003). Population distributions of C-reactive protein in apparently healthy men and women in the United States: implication for clinical interpretation. Clinical Chemistry, 49, Rizzo, N.S., Ruiz, J.R., Hurtig-Wennlof, A., Ortega, F.B. & Sjostrom, M. (2007). Relationship of physical activity, fitness, and fatness with clustered metabolic risk in children and adolescents: the European youth heart study, journal of Pediatrics, 150 (4), Roberts, J. (1978). Cardiovascular conditions of children aged 6-11 years and youths years. United States, and National Center for Health Statistics, Vital and Health Statistics, Series 11, No 166 (4/78). Rocchini, A.P., Katch, V., Anderson, J., Hinderliter, J., Becque, D., Martin, M & Marks, C. (1988). Blood pressure in obese adolescents: effect of weight loss. Pediatrics, 82 (1), Rodrigues, A.N., Moyses, M.R., Bissoli, N.S., Pires, J.G. & Abreu, G.R. (2006). Cardiovascular risk factors in a population of Brazilian schoolchildren. Brazilian Journal of Med Biol Res, 39 (12), Rodriguez-Moran, M., Salazar-Vazquez, B., Violante, R. & Guerrero-Romero, F. (2004). Metabolic syndrome among children and adolescents aged years. Diabetes Care, 27, Rohde, L.E., Hennekens, C.H. & Ridker, P.M. (1999). Survey of C-reactive protein and cardiovascular risk factors in apparently healthy men. American journal of Cardiology, 84,

180 Βιβλιογραφία 163 Ronti, Τ., Lupattelli, G. & Martnarino, E. (2006). The endocrine function of adipose tissue: an update. Clinical Endocrinology, 64, Ross, J.G. & Gilbert, G.G. (1985). The National Children and Youth Fitness Study: a summary of findings. Journal of Physical Education, Recreation & Dance, 56, Ruiz, J.R., Rizzo, N.S., Ortega, F.B., Loit, H.M., Veidebaum, T. & Sjostiom, M. (2007). Markers of insulin resistance are associated with fatness and fitness in school-aged children: the European Youth Heart Study. Diabetologia, 50, Συμβούλιο της Ευρώπης. (1992). Eurofit. Ευρωτέστ για την αξιολόγηση της φυσικής κατάστασης. Επιμέλεια: Σ. Τοκμακίδης. Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις Σάλτο. Safrit, M.J. (1995). Complete guide to youth fitness testing. Champaign, IL: Human Kinetics. Sallis, J.F. (1993). Epidemiology of physical activity and fitness in children and adolescents. Critical Reviews in Food Science & Nutrition, 33 (4-5), Sallis, J.F., Buono, M.J., Roby, J.J., Micale, F.G. & Nelson, J.A. (1993). Seven-day recall and other physical activity self-reports in children and adolescents. Medicine & Science in Sports & Exercise, 25 (1), Sallis, J. F. & Owen, N. (1999). Physical activity and behavioral medicine. London: Sage Publications. Sandvik, L., Erikssen, J., Thaulow, E., Erikssen, G., Mundal, R. and Rodahl, K. (1993). Physical fitness as a predictor of mortality among healthy, middle-aged Norwegian men. New England Journal of Medicine, 328, Santos, A.C., Lopes, C. & Barros, H. (2004). Prevalence of metabolic syndrome in the city of Porto. Revista Portuguesa de Cardiologia, 23, Sato, Y., Oshida, Y., Ohsawa, I., Naka,N., Ohsaki, N., Yamanouchi, K., Sato, J., Shimomura, Y. & Ohno, H. (1996). The role of glucose transport in the regulation of glucose utilization by muscle. In R.J. Maughan & S.M. Shirreffs (Eds.), Biochemistry of exercise IX (pp ). New York: Human Kinetics. Savva, S.C., Kourides, Y., Tornaritis, M., Epiphaniou-Sawa, M., Chadjigeorgiou, C. & Kafatos, A. (2002). Obesity in children and adolescents in Cyprus. Prevalence and predisposing factors. International Journal of Obesity & Related Metabolic Disorders, 26 (8), Savva, S.C., Tornaritis, M., Savva, M.E., Kourides, Y., Panagi, A., Silikiotou, N., Georgiou, C. & Kafatos, A. (2000). Waist circumference and waist-to-height ratio are better predictors of cardiovascular disease risk factors in children than body mass index. International Journal of Obesity & Related Metabolic Disorders, 24 (11), Scanu, A.M. (1992). Lipoprotein (a): a genetic risk factor for premature coronary heart disease. Journal of the American Medical Association, 267, Schmidt, G.J., Stensel, D.J. & Walkuski, J.J. (1997). Blood pressure, lipids, lipoproteins, body fat and physical activity of Singapore children. Journal of Paediatrics & Child Health, 33 (6), Schnohr, P., Lange, P., Scharling, H. & Jensen, J.S. (2006). Long-term physical activity in leisure time and mortality from coronary heart disease, stroke, respiratory diseases, and cancer. The Copenhagen City Heart Study. European Journal of Cardiovascular Prevention & Rehabilitation, 13 (2),

181 Βιβλιονοαφΐα 164 Seip, R.L., Moulin, P., Cocke, T., Tall, A., Kohrt, W.M., Mankowitz, K., Semenkovich, C.F., Ostlund, R. & Schonfeld, G. (1993). Exercise training decreases plasma cholesteryl ester transfer protein. Arteriosclerosis & Thrombosis, 13 (9), Serrano, M., Callejo, G., Moreno-Heras, E., Gonzalez-Montero de Espinoza, M., Mesa, S., Gordon Ramos, P.M. & Fernandez Garcia, F. (1999). Nutritional anthropometry and physical performance in urban adolescents of Madrid. Anales Espanoles de Pediatria, 51 (1), Shea, S., Basch, C.E., Irigoyen, M., Zybert, P., Rips, J.L., Contento, I. & Gutin B. (1991). Relationships of dietary fat consumption to serum total and low-density lipoprotein cholesterol in Hispanic pre-school children. Preventive Medicine, 20 (2), Sheefeldt, V. & Vogel, P. (1987). Children and fitness: a public health perspective. A response. Research Quarterly for Exercise & Sport, 58, Shephard, R.J. (1986). Fitness of a nation: lessons from the Canada Fitness Survey. Medicine & Sport Science, 22, Shephard, R.J. (2005). The obesity epidemic: A challenge to pediatric work physiologists. Pediatric Exercise Science, 17 (1), Sinaiko, A.R., Jacobs, D.R. Jr., Steinberger, J., Moran, A., Luepker, R., Rocchini, A.P. & Prineas, R.J. (2001). Insulin resistance syndrome in childhood: associations of the euglycemic insulin clamp and fasting insulin with fatness and other risk factors. Journal of Pediatrics, 139, Sinaiko, A.R., Steinberger, J., Moran, A., Hong, C.P., Prineas, R.J. & Jacobs D.R. Jr. (2006). Influence of insulin resistance and body mass index at age 13 on systolic blood pressure, triglycerides, and high-density lipoprotein cholesterol at age 19. Hypertension, 48, Slaughter, M.H., Lohman, T.G., Boileau, R.A, Horswill, C.A., Stillman, R.J., Van Loan, M.D. & Bemben, D.A. (1988). Skinfold equations for estimation of body fatness in children and youth. Human Biology, 60, Srinivasan, S.R., Myers, L. & Berenson, G.S. (2002). Predictability of childhood adiposity and insulin for developing insulin resistance syndrome (syndrome X) in young adulthood: the Bogalusa Heart Study. Diabetes, 51, Steel, D.M. &, Whitehead, A.S. (1994). The major acute phase reactants: C-reactive protein, serum amyloid P component and serum amyloid A protein. Immunology Today, 15, Stefan, N., Bunt, J.C., Salbe, A.D., Funahashi, T., Matsuzawa, Y. & Tataranni, P.A. (2002). Plasma adiponectin concentrations in children: relationships with obesity and insulinemia. Journal of Clinical Endocrinology & Metabolism, 87, Steinberger, J., Moran, A., Hong, C.P., Jacobs, Jr D.R. & Sinaiko, A.R. (2001). Adiposity in childhood predicts obesity and insulin resistance in young adulthood. Journal of Pediatrics, 138, Strauss, R.S. (2000). Childhood obesity and self-esteem. Pediatrics, 105, el5. Strauss, R.S. (1999). Comparison of measured and self-reported weight and height in a crosssectional sample of young adolescents. International Journal of Obesity, 23 (8), Strong, J.P., Malcom, G.T., McMahan, C.A., Tracy, R.E., Newman, W.P. 3rd, Hederick, E.E., & Cornhill, J.F. (1999). Prevalence and extend of atherosclerosis in adolescents and young adults: implications for prevention from the Pathobiological Determinants of Atherosclerosis in Youth Study. Journal of the American Medical Association, 24,

182 Βιβλιογραφία. 165 Sunnegardh, ]., Bratteby, L.E., Hagman, U., Samuelson, G. & Sjolin, S. (1986). Physical activity in relation to energy intake and body fat in 8- and 13-year-old children in Sweden. Acta Paediatrica Scandinavica, 75, Sur, H., Kolotourou, M., Dimitriou, M., Kocaoglou, B., Keskin, Y., Hay ran, O. & Manios, Y. (2005). Biochemical and behavioral indices related to BMI in schoolchildren in urban Turkey. Preventive Medicine, 41 (2), Suter, E. & Hawes, M.R. (1993). Relationship of physical activity, body fat, diet and blood lipid profile in youths years. Medicine & Science in Sports & Exercise, 25 (6), Sveger, T., Flodmark, C-E., Nordborg, K., Nilsson-Ehle, P. & Borgfors, N. (2000). Hereditary dyslipidaemias and combined risk factors in children with a family history of premature coronary artery disease. Archives of Disease in Childhood, 82 (4), Swinburn, B., Egger, G. & Raza, F. (1999). Dissecting obesogenic environments: the development and application of a framework for identifying and prioritizing environmental interventions for obesity. Preventive Medicine, 29, Τζέτζης, Γ., Κακαμούκας, B., Γούδας, Μ. & Τσορμπατζούδης, X. (2005). Σύγκριση της φυσικής δραστηριότητας και της σωματικής αυτοαντίληψης παχύσαρκων και μη παχύσαρκων παιδιών. Αναζητήσεις στη Φυσική Αγωγή & τον Αθλητισμό, 3 (1), Τοκμακίδης, Σ. (2003). Εργαστηριακά μαθήματα Εργοφυσιολογίας. Κομοτηνή: Πανεπιστήμιο Θράκης. Δημοκρίτειο Taimela, S., Viikari, J.S., Porkka, K.V. & Dahlen, G.H. (1994). Lipoprotein (a) levels in children and young adults: the influence of physical activity: the Cardiovascular Risk in Young Finns Study. Acta Paediatrica, 83 (12), Takada, H., Harrell, }., Deng, S., Bandgiwala, S., Washino, K. & Iwata, H. (1998). Eating habits, activity, lipids and body mass index in Japanese children: the Shiratori Children Study. International journal of Obesity & Related Metabolic Disorders, 22 (5), Task Force on Blood Pressure Control in Children. (1987). Report of the Second Task Force on Blood Pressure Control in Children. Pediatrics, 79,1-25. Tchernof, A., Nolan, A., Sites, C.K., Ades, P.A. & Poehlman, E.T. (2002). Weight loss reduces C- reactive protein levels in obese postmenopausal women. Circulation, 105 (5), Telama, R., Yang, X., Laakso, L. & Viikari, J. (1997). Physical activity in childhood and adolescence as a predictor of physical activity in young adulthood. American Journal of Preventive Medicine, 13 (4), Fell, G.S. & Vellar, O.D. (1988). Physical fitness, physical activity and cardiovascular disease risk factors in adolescents: the Oslo Youth Study. Preventive Medicine, 17, The International Task Force for Prevention of Coronary Heart Disease in Cooperation with the International Atherosclerosis Society. (1998). Coronary Heart Disease: Reducing the Risk. The scientific background for primary and secondary prevention of coronary heart disease. A worldwide view. Nutrition, Metabolism & Cardiovascular Diseases, 8, Thomas, N.E., Baker, J.S., Davies, B. (2003). Established and recently identified coronary heart disease risk factors in young people: The influence of physical activity and physical fitness. Sports Medicine, 33,

183 Βιβλιογραφία 166 Togashi, Κ., Masuda, Η., Rankinen, Τ.; Tanaka, S., Bouchard, C., & Kamiya, H. (2002). A 12-year follow-up study of treated obese children in Japan. International Journal of Obesity & Related Metabolic Disorders, 26 (6), Tokmakidis, S.P., Christodoulos, A.D. & Mantzouranis, N.I. (2007). Validity of self-reported anthropometric values used to assess body mass index and estimate obesity in Greek school children. Journal of Adolescent Health, 40 (4, Tokmakidis, S.P., Kasambalis, A., & Christodoulos, A.D. (2006). Fitness levels of Greek primary schoolchildren in relationship to overweight and obesity. European Journal of Pediatrics, 165 (12), Tomkinson, G.R., Leger, L.A., Olds, T.S., & Cazorla, G. (2003). Secular trends in the performance of children and adolescents ( ): an analysis of 55 studies of the 20m shuttle run test in 11 countries. Sports Medicine, 33, Tracy, R.E., Newman, W.P. 3rd, Wattigney, W.A. & Berenson, G.S. (1995). Risk factors and atherosclerosis in youth autopsy findings of the Bogalusa Heart Study. American Journal of Medical Sciences, 310 (Suppl. 1), S Tran, Z.V., Weltman, A Glass, G.V. & Mood, D.P. (1983). The effects of exercise on blood lipids and lipoproteins: a meta-analysis of studies. Medicine & Science in Sports & Exercise, 15, Trayhurn, P., Beattie, J.H. (2001). Physiological role of adipose tissue: white adipose tissue as an endocrine and secretory organ. Proceedings of the Nutrition Society, 60, Treuth, M.S., Hunter, G.R., Figueroa-Colon, R. & Goran, M.I. (1998). Effects of strength training on intra-abdominal adipose tissue in obese prepubertal girls. Medicine & Science in Sports & Exercise, 30, Trichopoulou, A. (1992). Food composition tables of Greek foods and dishes. Athens: Passianos. Troiano, R.P., Flegal, K.M., Kuczmarski, R.J., Campbell, S.M. & Johnson, C.L. (1995). Overweight prevalence and trends for children and adolescents: the National Health and Nutrition Examination Surveys. Archives of Pediatrics & Adolescent Medicine, 149, Trudeau, F., & Shephard, R.J. (2005). Contribution of school programmes to physical activity levels and attitudes in children and adults. Sports Medicine, 35 (2), Tsigilis, N. (2006). Can secondary school students' self-reported measures of height and weight be trusted? An effect size approach. European Journal of Public Health, 16 (5), [Online], Retrieved May 2,2006 from: Tsopanakis, C., Kotsarellis, D. & Tsopanakis, A. (1988). Plasma lecithinxholesterol acyltransferase activity in elite athletes from selected sports. European Journal of Applied Physiology, 58, Tsou, P.L., Jiang, Y.D., Chang, C.C., Wei, J.N., Lin, C.C., Chiang, C.C., Tai, T.Y. & Chuang, L.M. (2004). Sex-related differences between adiponectin and insulin resistance in schoolchildren. Diabetes Care, 27 (2), Twisk, J. (2001). Physical activity guidelines for children and adolescents. A critical review. Sports Medicine, 31 (8), Twisk, J., Kemper, H.C.G. & Snel, J. (1995). Tracking of cardiovascular risk factors in relation to lifestyle. In H.C.G. Kemper (Ed.), Hie Amsterdam Growth Study: a longitudinal analysis of health, fitness and lifestyle. Champaign, IL: Human Kinetics.

184 Βιβλιογραφία 167 Twisk, J.W., Boreham, C Cran, G., Savage, J.M., Strain, J. & van Mechelen, W. (1999). Clustering of biological risk factors for cardiovascular disease and the longitudinal relationship with lifestyle of an adolescent population: The Northern Ireland Young Hearts Project, journal of Cardiovascular Risk, 6 (6), Twisk, J.W., Kemper, H.C.G. & van Mechelen W. (2000). Tracking of activity and fitness and the relationship with cardiovascular disease risk factors. Medicine & Science in Sports & Exercise, 32, Twisk, J.W., Van Mechelen, W Kemper, H.C. & Post, G.B. (1997). The relation between "long-term exposure" to lifestyle during youth and young adulthood and risk factors for cardiovascular disease at adult age. journal of Adolescent Health, 20 (4), Valle, M., Martos, R., Gascon, F., Canete, R., Zafra, M.A. & Morales, R. (2005). Low-grade systemic inflammation, hypoadiponectinemia and a high concentration of leptin are present in very young obese children, and correlate with metabolic syndrome. Diabetes & Metabolism, 31, Vanhala, M., Vanhala, P., Kumpusalo, E., Halonen, P. & Takala, J. (1998). Relation between obesity from childhood to adulthood and the metabolic syndrome: population based study. British Medical journal, 317, Vilhjalmsson, R. & Kristjansdottir, G. (2003). Gender differences in physical activity in older children and adolescents: the central role of organized sport. Social Science & Medicine, 56, Viner, R.M., Segal, T.Y., Lichtarowicz-Krynska E. & Hindmarsh, P. (2005). Prevalence of the insulin resistance syndrome in obesity. Archives of Disease in Childhood, 90, Visser, M., Bouter, L.M., McQuillan, G.M., Wener, M.H. & Harris, T.B. (2001). Low-grade inflammation in overweight children. Pediatrics, 107 (1): E13. Von Duvillard, S.P. (1997). Symposium: lipids and lipoproteins in diet and exercise: introduction. Medicine & Science in Sports & Exercise, 29 (11), Von Eynatten, M., Schneider, J.G., Humpert, P.M., Rudofsky, G., Schmidt, N., Barosch, P., Hamann, A., Morcos, M., Kreuzer, J., Bierhaus, A., Nawroth, P.P. & Dugi, K.A. (2004). Decreased plasma lipoprotein lipase in hypoadiponectinemia: an association independent of systemic inflammation and insulin resistance. Diabetes Care, 27, Wang, X.L. & Wang, J. (2003). Lipoprotein (a) in children and adolescence. Pediatric Endocrinology Reviews, 1 (2), Wang, Y. & Lobstein T. (2006). Worldwide trends in childhood overweight and obesity. International Journal of Pediatric Obesity, 1, Wang, Z., Patterson, C.M., & Hills, A.P. (2002). A comparison of self-reported and measured height, weight and BMI in Australian adolescents. Australian & New Zealand Journal of Public Health, 26 (5), Wannamethee, G., Shaper A.G., Macfarlane P.W. & Walker, M. (1995). Risk factors for sudden cardiac death in middle-aged British men. Circulation, 91 (6), Watkins, D., McCarron, P., Murray, L., Cran, G., Boreham, C., Robson, P., McGartland, C., Davey Smith, G. & Savage, M. (2004). Trends in blood pressure over 10 years in adolescents: analyses of cross sectional surveys in the Northern Ireland Young Hearts project. British Medical journal, 329,

185 Βιβλιογραφία 168 Webber, L.S., Osganian, S.K., Feldman, H.A., Wu, M., McKenzie, T.L., Nichaman, M., Lytle, L.A., Edmundson, E., Cutler, }., Nader, P.R. & Luepker, R.V. (1996). Cardiovascular risk factors among children after a 2 Vz-year intervention - the CATCH Study. Preventive Medicine, 25 (4), Weiss, R., Dziura, J Burgert, T.S., Tamborlane, W.V., Taksali, S.E., Yeckel, C.W., Allen, K., Lopes, M., Savoye, M., Morrison, J., Sherwin, R.S. & Caprio, S. (2004). Obesity and the metabolic syndrome in children and adolescents. New England Journal of Medicine, 350 (23), Wells, K. F., & Dillon, E. K. (1952). The sit-and-reach test - a test of back and leg flexibility. The Research Quarterly, 23, Weyer, C., Funahashi, T., Tanaka, S., Hotta, K., Matsuzawa, Y., Pratley, R.E. & Tataranni, P.A. (2001). Hypoadiponectinemia in obesity and type 2 diabetes: close association with insulin resistance and hyperinsulinemia. Journal of Clinical Endocrinology & Metabolism, 86, Willet, W.C. (1990). Nutritional Epidemiology. Oxford, UK: Oxford University Press. Willett, W.C. & Leibel, R.L. (2002). Dietary fat is not a major determinant of body fat. The American Journal of Medicine, 113 (Suppl 9B), Williams, C.L., Hayman, L.L., Daniels, S.R., Robinson, T.N., Steinberger, J., Paridon, S. & Bazzarre, T. (2002). AHA Scientific Statement: Cardiovascular health in childhood. A statement for health professionals from the Committee on Atherosclerosis, Hypertension, and Obesity in the Young (AHOY) of the Council on Cardiovascular Disease in the Young. Circulation, 106, Williams, P.T. (2001). Physical fitness and activity as separate heart disease risk factors: a metaanalysis. Medicine & Science in Sports & Exercise, 33 (5), Wilmore, J.H. & McNamara, J.J. (1972). Prevalence of coronary heart disease risk factors in boys 8-12 years of age. Journal of Pediatrics, 84, Wilson, P.W.F., Dagostino, R.B., Parise, H. & Meigs, J.B. (2002). The metabolic syndrom as a precursor of cardiovascular disease and type 2 diabetes mellitus. Diabetes, 5+1 (Suppl 2), A242. Winer, J.C., Zern, T.L., Taksali, S.E., Dziura, J., Cali, A.M.G., Wollschlager, M., Seyal, A.A., Weiss, R., Burgert, T.S. & Caprio S. (2006). Adiponectin in childhood and adolescent obesity and its association with inflammatory markers and components of the metabolic syndrome. Journal of Clinical Endocrinology & Metabolism, 91, Winett, R.A. & Carpinelli, R.N. (2001). Potential health-related benefits of resistance training. Preventive Medicine, 33, Wood, D. (2001). Established and emerging cardiovascular risk factors. American Heart Journal, 141, World Health Organization (1989). Measuring obesity: classification and description of anthropometric data. Copenhagen: WHO (Nutr UD, EUR./ICP/NUT 125). World Health Organization Study Group (2003). Diet, Nutrition, and the Prevention of Chronic Diseases. Geneva: World Health Organization, Technical Report Series, 916. World Health Organization. (2000). Obesity: Preventing and Managing the Global Epidemic. Report of a WHO consultation. Geneva: World Health Organization, Technical Report Series, 894, World Health Organization. (1999). Food-based dietary guidelines: a staged approach. British Journal of Nutrition, 81 (Suppl. 2), S49-55.

186 Βιβλιογραφία 169 Woteki, C.E. & Filer, L.J. (1995). Dietary issues and nutritional status of American children. In L.W.T. Cheung & J.B. Richmond (Eds.), Child health, nutrition, and physical activity (pp. 3-40). Champaign, IL: Human Kinetics. Χριστόδουλος, A., Δούδα, E., Μπουζιώτας, K. & Τοκμακίδης Σ. (2004). Εξέλιξη επιλεγμένων φυσικών ικανοτήτων σε παιδιά του Δημοτικού, σε σχέση με τη Σχολική Φυσική Αγωγή και τις εξωσχολικές αθλητικές δραστηριότητες. Αναζητήσεις anj Φυσική Αγωγή & τον Αθλητισμό, 2 (2), Yamauchi, Τ., Kamon, Waki, Η., Terauchi, Υ., Kubota, Ν., Hara, Κ., Mori, Υ., Ide, Τ., Murakami, Κ., Tsuboyama-Kasaoka, Ν., Ezaki, Ο., Akanuma, Υ., Gavrilova, Ο., Vinson, C., Reitman, M.L., Kagechika, H., Shudo, K., Yoda, M., Nakano, Y., Tobe, K., Nagai, R., Kimura, S., Tomita, M., Froguel, P. & Kadowaki, T. (2001). The fat-derived hormone adiponectin reverses insulin resistance associated with both lipoatrophy and obesity. Nature Medicine, 7, Yannakoulia, M., Karayiannis, D., Terzidou, M., Kokkevi, A., Sidossis, L.S. (2004). Nutrition-related habits of Greek adolescents. European journal of Clinical Nutrition, 58 (4), Yannakoulia, M., Yiannakouris, N., Bliiher S., Matalas, A.L., Klimis-Zacas, D. & Mantzoros, C.S. (2003). Body fat mass and macronutrient intake in relation to circulating soluble leptin receptor, free leptin index, adiponectin, and resistin concentrations in healthy humans. The journal of Clinical Endocrinology & Metabolism, 88 (4), Yeh, E.T.H. & Willerson, J.T. (2003). Coming of age of C-reactive protein: using inflammation markers in cardiology. Circulation, 107, Yoshida, T., Kaneshi, T., Shimabukuro, T., Sunagawa, M. & Ohta, T. (2006). Serum C-reactive protein and its relation to cardiovascular risk factors and adipocytokines in Japanese children. The journal of Clinical Endocrinology & Metabolism, 91, Yudkin, J.S., Stehouwer, C.D., Emeis, J.J. & Coppack, S.W. (1999). C-reactive protein in healthy subjects: associations with obesity, insulin resistance, and endothelial dysfunction: a potential role for cytokines originating from adipose tissue? Arteriosclerosis, Thrombosis & Vascular Biology, 19 (4), Ziccardi, P. Nappo, F., Giugliano, G., Esposito, K., Marfella, R., Cioffi, M., D' Andrea, F., Molinari, A.M. & Giugliano, D. (2002). Reduction of inflammatory cytokine concentrations and improvement of endothelial functions in obese women after weight loss over one year. Circulation, 105 (7),

187 α υ ικο ϊ κόλπος. η 170 ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I. Περιοχή της μελέτης

188 171 ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙΙα. Έγκριση διεξαγωγής της έρευνας από το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο mm ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΘΝ.ΠΑΙΔΕΙΑΣ & ΘΡΗΣΚΕΥΜΑΤΩΝ ΕΝΙΑΙΟΣ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΣ ΤΟΜΕΑΣ ΘΕΜΑΤΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΕΠΙΜΟΡΦΩΣΗΣ & ΚΑΙΝΟΤΟΜΙΩΝ Δ/ΝΣΗ ΣΥΜΒΟΥΛΕΥΤΙΚΟΥ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΟΥ ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΥ & ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΩΝ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΩΝ ΤΜΗΜΑ Β' ΑΓΩΓΗΣ ΥΓΕΙΑΣ & ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ Ερμού 15, Αθήνα Πληροφορίες: Σωτηράκου Μαρία Ζαφειροπούλου Θεοδώρα Τηλέφωνο & FAX: e-m 3 i I: if \ pcntli.lir Θέμα: Έγκριση διεξαγωγής έρευνας. Να διατηρηθεί μέχρι... Βαθμός Ασφαλείας... Αθήνα iτ ' ί - 3- ο Ο θ Αρ. Πρωτ. 64 /Γr Βαθ. Προτερ. ΠΡΟΣ: 1. Δ/νση Α/θμιας Εκττ/σης Ανατ. Αττικής 2. κ. Χριστόδουλο Αντώνιο Λεωφ. Μαραθώνος 28, Τ.Κ Άγιος Στέφανος Απαντώντας σε σχετική αίτηση και μετά τη γνωμοδότηση του Τμήματος Ερευνών Τεκμηρίωσης και Εκπαιδευτικής Τεχνολογίας του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου (πράξη 10/2005), σας γνωρίζουμε οτι επιτρέπουμε τη διεξαγωγή έρευνας από τον κ, Χριστόδουλο Αντώνιο, υποψήφιο διδάκτορα του Τμήματος Επιστήμης Φυσικής Αγωγής και Αθλητισμού (Τ.Ε.Φ.Α.Α.) του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης, κατά τη διάρκεια του σχολικού έτους Η έρευνα έχει θέμα: «Η σχέση του Δείκτη Μάζας Σώματος και της παχυσαρκίας με τους δείκτες υγείας και τον τρόπο ζωής των μαθητών» και αναφέρεται σε μαθητές/τριες της ΣΤ'τάξης Δημοτικού Σχολείου των σχολικών μονάδων Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης που αναγράφονται στο συνημμένο πίνακα, Για την πραγματοποίηση της έρευνας θα πρέπει: 1. Οι επισκέψεις στα σχολεία να γίνουν μετά από συνεννόηση με τους Διευθυντές τους και σε συνεργασία με τους συλλόγους δασκάλων, ώστε να μη παρεμποδίζεται η ομαλή διεξαγωγή των μαθημάτων, 2. Η συμμετοχή των μαθητών/τριών είναι προαιρετική. 3 Για τη συμμετοχή μαθητών/τριών απαιτείται έγγραφη συγκατάθεση των γονιών τους. 4. Οι αιμοληψίες, οι οποίες είναι προαιρετικές, θα πραγματοποιηθούν εκτός ωρολογίου προγράμματος, σε Νοσοκομείο, όπου οι μαθητές/τριες θα μεταβαίνουν συνοδεία των γονέων ή κηδεμόνων τους 5. Τα αποτελέσματα της έρευνας μετά την ολοκλήρωσή της να κοινοποιηθούν στην υπηρεσία μας και στο Παιδαγωγικό Ινστιτούτο. 6. Ο Διευθυντής της Διεύθυνσης Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης Ανατ. Αττικής, να ενημερώσει σχετικά τους Διευθυντές των σχολείων ευθύνης του. Συν. Πίνακας : σελ. 1 Ο ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ Εσωτερική Διανομή: Δ/νση ΣΕΠΕΔ Τμήμα Β' Αγωγής Υγείας & Περιβαλλοντικής Αγωγής ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ I. ΣΑΡΑΝΤΟΠΟΥΛΟΣ

189 172 ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙΙβ. Πίνακας Αναλυτικής Κατάστασης Σχολείων της έρευνας Α/Α ΣΧΟΛΕΙΟ ΚΩΔΙΚΟΣ 1. Ιο Δημοτικό Σχολείο Αγίου Στεφάνου ο Δημοτικό Σχολείο Αγίου Στεφάνου Δημοτικό Σχολείο Άνοιξης Δημοτικό Σχολείο Αφιδνών Δημοτικό Σχολείο Βαρνάβα Δημοτικό Σχολείο Δροσιάς Δημοτικό Σχολείο Καπανδριτίου Δημοτικό Σχολείο Κρυονερίου Δημοτικό Σχολείο Κρυονερίου Δημοτικό Σχολείο Πολυδενδρίου Δημοτικό Σχολείο Σκάλας Ωρωπού Ιο Δημοτικό Σχολείο Διονύσου ο Δημοτικό Σχολείο Διονύσου Δημοτικό Σχολείο Ροδόπολης Δημοτικό Σχολείο Σταμάτας

190 173 ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ III. Ενημερωτική επιστολή προς τους γονείς ΔΗΜΟΚΡΪΤΈΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΡΑΚΗΣ ΤΜΗΜΑ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ ΦΥΣΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ ΚΑΙ ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΥ Εργαστήριο Φυσικής Αγωγής & Αθλησης Κατεύθυνση Αθλητικής Φυσιολογίας Υπεύθυνος: Τοκμακίδης Σάββας, Καθηγητής Αγαπητοί γονείς, το σχολείο του παιδιού σας πρόκειται να συμμετάσχει σε έρευνα του Πανεπιστημίου μας, που σκοπό έχει να καταγράψει τις διατροφικές συνήθειες, τη φυσική δραστηριότητα και τη φυσική κατάσταση των μαθητών, καθώς και να αξιολογήσει τη σχέση τους με επιλεγμένους παράγοντες κινδύνου (παχυσαρκία, λιπιδαιμικό προφίλ, γλυκόζη πλάσματος). Τα στοιχεία που θα προκόψουν θα χρησιμοποιηθούν, με σεβασμό στην προστασία των προσωπικών δεδομένων, μόνο για ερευνητικούς σκοπούς, ενώ πρόκειται να δώσουν σημαντικές πληροφορίες για τη σχέση της διατροφής και της άσκησης με την υγεία. Τα αποτελέσματα της έρευνας θα κοινοποιηθούν προσωπικά στους γονείς των παιδιών που θα συμμετάσχουν. Για την ολοκλήρωση της έρευνας απαιτούνται οι παρακάτω διαδικασίες αξιολόγησης: 1. Αξιολόγηση της αερόβιας ικανότητας (αντοχής), που θα γίνει στην αυλή του σχολείου με ένα τεστ δρόμου. 2. Αξιολόγηση της δύναμης των κοιλιακών μυών (αριθμός αναδυτλώσεων σε 30 δευτερόλεπτα). 3. Αξιολόγηση της ευλυγισίας, που θα γίνει με τη δοκιμασία της δίπλωσης από καθιστή θέση. 4. Μέτρηση του ύψους, του βάρους και επιλεγμένων περιφερειών του σώματος (μέσης, ισχίων). 5. Ερωτηματολόγιο για την αξιολόγηση της φυσικής δραστηριότητας του παιδιού. 6. Μέτρηση της αρτηριακής πίεσης και αιματολογικός έλεγχος για την αξιολόγηση επιλεγμένων βιοχημικών παραμέτρων (ολική χοληστερόλη, τριγλυκερίδια, HDLχοληστερόλη, LDL-χοληστερόλη, γλυκόζης πλάσματος, απολιποπρωτεΐνες, δείκτες φλεγμονής). Οι συγκεκριμένες εξετάσεις θα πραγματοποιηθούν σε μικροβιολογικό εργαστήριο από γιατρό - βιοπαθολόγο, μόνο με την ενυπόγραφη συγκατάθεσή σας

191 174 στη φόρμα της επόμενης σελίδας, υπό τη δική μου παρουσία και ευθύνη. Οι αναλύσεις των δειγμάτων θα γίνουν στην Πανεπιστημιακή Κλινική του Ιπποκράτειου Νοσοκομείου Αθηνών και στο Βιοχημικό Εργαστήριο του Γενικού Κρατικού Νοσοκομείου Νίκαιας. Η συμμετοχή στην έρευνα είναι εθελοντική. Για οποιαδήποτε απορία σας μη διστάσετε να επικοινωνήσετε μαζί μου στα τηλέφωνα που αναγράφονται παρακάτω. Σας ευχαριστώ προκαταβολικά για την συνεργασία. Με τιμή ΑΝΤΩΝΗΣ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΣ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ΦΥΣΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ Τηλ. Επικοινωνίας: 210/ , 6936/ ΥΠΕΥΘΥΝΗ ΔΗΛΩΣΗ Βεβαιώνω ότι κατανοώ πλήρως τη διαδικασία των παραπάνω μετρήσεων και επιτρέπω στο γιο μου/ στην κόρη μου, μαθητή/ - ήτρια της ΣΤ' τάξης, να πάρει μέρος στην έρευνα που θα διεξαχθεί στο Δημοτικό Σχολείο από το Τ.Ε.Φ.Α.Α. του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης και τον ερευνητή/ υποψήφιο διδάκτορα Αντώνη Χριστόδουλο. Όνομα και υπογραφή του γονέα ή κηδεμόνα: Τηλέφωνα Επικοινωνίας:.

192 175 ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙΥα. Ερωτηματολόγιο φυσικής δραστηριότητας ΔΗΜΟΚΡΙΤΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΡΑΚΗΣ ΤΜΗΜΑ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ ΦΥΣΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ ΚΑΙ ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΥ Εργαστήριο Φυσικής Αγωγής & Άθλησης Κατεύθυνση Αθλητικής Φυσιολογίας Υπεύθυνος: Τοκμακίδης Σάββας, Καθηγητής Αγαπητέ μαθητή, το ερωτηματολόγιο είναι μέρος μιας μελέτης που σκοπό έχει να καταγράψει την φυσική δραστηριότητα και να αξιολογήσει τον καθημερινό τρόπο ζωής των μαθητών της ηλικίας οου. Παρακαλώ οι απαντήσεις που θα δοθούν να είναι ειλικρινείς και αληθινές γιατί θα χρησιμοποιηθούν, με σεβασμό στην προστασία των προσωπικών δεδομένων, από επιστήμονες μόνο για ερευνητικούς σκοπούς. Πληροφορίες για σένα Κωδικός μαθητή: Τάξη: Σχολείο: Πότε ακριβώς γεννήθηκες; / / ημέρα / μήνας / χρόνος Φύλο: Q Αγόρι Q Κορίτσι 1. Εθνικότητα : Ελληνική Q Άλλη εθνικότητα ήή Προσδιόρισε: 2. Πόσο ακριβώς είναι το ύψος σου;...(προσπάθησε να είσαι ακριβής!) 3. Πόσο ακριβώς είναι το βάρος σου;...(προσπάθησε να είσαι ακριβής!) 4. Ποιες είναι οι γραμματικές γνώσεις του πατέρα σου; (τσεκάρισε μόνο ένα τετραγωνάκι) I Δημοτικό I Γυμνάσιο I Λύκειο ή Εξατάξιο Γυμνάσιο I I Πανεπιστήμιο ή ΤΕΙ 5. Ποιο είναι το επάγγελμα του πατέρα σου; Ποιες είναι οι γραμματικές γνώσεις της μητέρας σου; (τσεκάρισε μόνο ένα τετραγωνάκι) I I Δημοτικό I I Γυμνάσιο I I Λύκειο ή Εξατάξιο Γυμνάσιο I I Πανεπιστήμιο ή ΤΕΙ

193 7. Ποιο είναι το επάγγελμα της μητέρας σου; 8. Πόσα αδέλφια έχεις; (Κύκλωσε ένα μόνο αριθμό. Αν δεν έχεις άλλα Κύκλωσε ΕΝΑΝ αριθμό αδέλφια, κύκλωσε το θ', ενώ αν έχεις πάνω από 5, τότε κύκλωσε το 5) Πόσες ώρες την ημέρα διαβάζεις συνήθως τα μαθήματα του σχολείου; Λιγότερες από 1Π 1-3 Π 3-5 Q] Πάνω από 5 Q 10. Πόσες ώρες την ημέρα αφιερώνεις για φροντιστήρια μαθημάτων, ξένων γλωσσών, μουσικής; Λιγότερες από 1Q 1-3 Q 3-5 Q Πάνω από 5 Q 11. Πόση ώρα την ημέρα βλέπεις τηλεόραση; Λιγότερες από 1Q 1-3 Q 3-5 Q Πάνω από 5 Q] 12. Πόση ώρα την ημέρα ασχολείσαι με τον υπολογιστή; Λιγότερες από 1Q 1-3 Q 3-5 Q] Πάνω από 5 I I Οι επόμενες ερωτήσεις αφορούν τη σημερινή και την προηγούμενη εμπειρία σου με την άσκηση. Να απαντάς σε όλες τις ερωτήσεις. Σε ερωτήσεις που χρειάζεται να υπολογίσεις το χρόνο συμμετοχής σου σε κάποιες δραστηριότητες, προσπάθησε να είσαι όσο πιο ακριβής μπορείς. Αυτό για μας είναι πολύ σημαντικό! Για κάποιες άλλες δραστηριότητες θα πρέπει να αναφέρεις αν η συμμετοχή σου σ' αυτές σε έκανε να λαχανιάσεις, δηλαδή η καρδιά σου να χτυπά πιο γρήγορα απ' ό,τι συνήθως και να νιώσεις έντονα ζεστός (-ή) ή/ και ιδρωμένος (-η), όπως για παράδειγμα όταν παίζεις μπάσκετ, όταν τρέχεις ή όταν κάνεις ποδήλατο για αρκετή ώρα. Μην αισθάνεσαι άσχημα αν δεν έχεις συμμετάσχει σε κάποιες (ή σ' όλες) από τις δραστηριότητες που υπάρχουν σε κάποια ερώτηση. Απλά συνέχισε με την επόμενη ερώτηση. Περιέγραψε τις καθημερινές σου μετακινήσεις 13. Συνήθως πώς πηγαίνεις στο σχολείο; (κύκλωσε μόνο έναν αριθμό) 1= Περπατώντας 4= Με το ποδήλατο. 2= Με λεωφορείο και περπάτημα 5= Με πατίνια ή σκέιτ 3= Με το αυτοκίνητο 6= Κάτι άλλο (τι είναι αυτό;)

194 Πόσα λεπτά την ημέρα, κατά μέσο όρο, περπατάς και/ή ποδηλατείς για τις μετακινήσεις σου πηγαίνοντας στο σχολείο, στο φροντιστήριο, για ψώνια ή άλλες υποχρεώσεις; (κύκλωσε μόνο ένα) 1=Λιγότερο από 15 λεπτά 3=Μεταξύ λεπτών 5=Περισσότερο από 60 λεπτά 2=Μεταξό λεπτών 4=Μεταξύ λεπτών Περιέγραψε τη συμμετοχή σου σε οργανωμένες αθλητικές δραστηριότητες τις ώρες που δεν είσαι στο σχολείο. 15. Είσαι αθλητής (-τρία) σε κάποιο αθλητικό σύλλογο ή ομάδα, εκτός σχολείου; (κύκλωσε μόνο ένα) ΝΑΙ ΟΧΙ 16. Αν ΝΑΙ, πόσες φορές προπονήθηκες ή αγωνίστηκες τις τελευταίες 7 ημέρες; (κύκλωσε μόνο ένα) Πόσο χρόνο διαρκεί συνήθως η προπόνησή σου στο σύλλογο που είσαι μέλος; (κύκλωσε μόνο ένα) 1= Περίπου 30 λεπτά 3= Μεταξύ 60 και 90 λεπτών 2= Μεταξύ 30 λεπτών και μιας ώρας 4= Περισσύτερο από 90 λεπτά 18. Σε ποιο άθλημα είσαι αθλητής (-ήτρια); Περιέγραψε τη συμμετοχή σου σε ιδιωτικά γυμναστήρια, κέντρα Fitness ή σχολές χορού τις ώρες που δεν είσαι στο σχολείο 19. Αθλείσαι σε κάποιο ιδιωτικό ή δημοτικό γυμναστήριο εκτός σχολείου; (π.χ. τάξη αεροβικής γυμναστικής, πολεμικών τεχνών, κλασικού ή παραδοσιακού χορού, ρυθμικής κ.ά.) (κύκλωσε μόνο ένα) ΝΑΙ ΟΧΙ Π 20. Αν ΝΑΙ, πόσες φορές προπονήθηκες ή αγωνίστηκες τις τελευταίες 7 ημέρες; (κύκλωσε μόνο ένα) Πόσο χρόνο διαρκεί συνήθως η προπόνησή σου στο γυμναστήριο που είσαι μέλος; (κύκλωσε μόνο ένα) 1= Περίπου 30 λεπτά 3= Μεταξύ 60 και 90 λεπτών 2= Μεταξύ 30 λεπτών και μιας ώρας 4= Περισσότερο από 90 λεπτά

195 Με ποια από τις παρακάτω αθλητικές δραστηριότητες ασχολείσαι στο γυμναστήριο που είσαι μέλος; 1=Πολεμικές τέχνες 3=Χορός, ρυθμική 5=Τένις, κολύμπι 2= Ενόργανη 4= Αεροβική γυμναστική 6=Κάτι άλλο (τι;) γυμναστική (Aerobic) 23. Τις τελευταίες 7 ημέρες, κατά τη διάρκεια των προπονήσεων σου στο γυμναστήριο, πόσες φορές ασκήθηκες με τέτοια ένταση, ώστε να λαχανιάσεις για τουλάχιστον 20 λεπτά; 1=Δεν ασκήθηκα την τελευταία 3=1-2 φορές 5=Σχεδόν σε κάθε εβδομάδα προπόνηση 2=Ποτέ δε λαχάνιασα αρκετά 4=3-4 φορές Περιέγραψε τη συμμετοχή σου σε φυσικές δραστηριότητες αναψυχής κατά τη διάρκεια του ελεύθερου χρόνου σου, χωρίς να υπολογίσεις τη συμμετοχή σου σ' αθλητικούς συλλόγους και ιδιωτικά γυμναστήρια! 24. Αθλείσαι μόνος/ η ή με φίλους σου, εκτός σχολείου; (στο σπίτι σου, στην αυλή σου, στην αλάνα της γειτοντάς σου, στον κοντινό αθλητικό χώρο της γειτονιάς σου κλπ) ΝΑΙ ΟΧΙ 25. Αν ΝΑΙ, πόσες μέρες την εβδομάδα αθλείσαι μόνος/ η ή με τους φίλους σου; (κύκλωσε μόνο ένα) Πόσο χρόνο γυμνάζεσαι συνήθως μόνος/ η ή με φίλους σου, κατά μέσο όρο; (κύκλωσε μόνο ένα) 1=Λιγότερο από 15 λεπτά 3=Μεταξύ λεπτών 5=Περισσότερο από 60 λεπτά 2= Μεταξύ λεπτών 4=Μεταξύ λεπτών 27. Τις τελευταίες 7 ημέρες (συμπεριλαμβάνοντας το Σαββατοκύριακο) συμμετείχες στον ελεύθερο χρόνο σου σε κάποια απ' τις παρακάτω δραστηριότητες για λεπτά τουλάχιστον; Αν ΝΑΙ, πόσες φορές; (Παρακαλώ σημείωσε ένα X για ΚΑΘΕ δραστηριότητα στο αντίστοιχο τετράγωνο)

196 179 Μία φορά/ 2-3 φορές/ 4-5 φορέφ' Σχεδόν Ποτέ εβδομάδα εβδομάδα εβδομάδα καθημερινά Σχοινάκι Πατίνια (roller) ή σανίδα (skate) Περπάτημα για άσκηση Ποδήλατο για άσκηση Τρέξιμο ή ανώμαλο δρόμο Αεροβική γυμναστική Κολύμβηση Χορός (παραδοσιακός ή μοντέρνος) Ποδόσφαιρο Βόλεϊ Μπάσκετ Τένις Κάτι άλλο (τι;) Τις τελευταίες 7 ημέρες, συμμετέχοντας σε κάποιες από τις δραστηριότητες της προηγούμενης ερώτησης, πόσες φορές ασκήθηκες με τέτοια ένταση, ώστε να λαχανιάσεις για διάστημα τουλάχιστον 20 λεπτών; 1= Την τελευταία εβδομάδα δε 3= Λαχάνιασα 1-2 φορές για τουλάχιστον 20 συμμετείχα σε δραστηριότητες λεπτά αναψυχής 4= Λαχάνιασα 3-4 φορές για τουλάχιστον 20 λεπτά 2= Ποτέ δε λαχάνιασα αρκετά την 5= Σχεδόν κάθε φορά που ασκούμαι λαχανιάζω τελευταία εβδομάδα

197 180 ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙΥβ. Υπολογισμός του χρόνου συμμετοχής σε φυσικές δραστηριότητες και της αντίστοιχης ενεργειακής δαπάνης Φυσική δραστηριότητα από συμμετοχή σε οργανωμένες αθλητικές δραστηριότητες εκτός σχολείου. 15. Είσαι αθλητής (-τρία) σε κάποιο αθλητικό σύλλογο ή ομάδα, εκτός σχολείου; (κύκλωσε μόνο ένα) ΝΑΙ [X] ΟΧΙ 16. Αν ΝΑΙ, πόσες φορές προπονήθηκες ή αγωνίστηκες τις τελευταίες 7 ημέρες; (κύκλωσε μόνο ένα) Πόσο χρόνο διαρκεί συνήθως η προπόνησή σου στο σύλλογο που είσαι μέλος; (κύκλωσε μόνο ένα) 1 = Περίπου 30 λεπτά 3 = Μεταξύ 60 και 90 λεπτών 2 = Μεταξύ 30 λεπτών και μιας ώρας (4j^ Περισσότερο από 90 λεπτά Επανακωδικοποίηση: 1 = 30 λεπτά 2 = 45 λεπτά 3 = 75 λεπτά 4 = 90 λεπτά 18. Σε ποιο άθλημα είσαι αθλητής (-ήτρια); στο Μπάσκετ Υπολογισμοί: Ο μαθητής στο παράδειγμα είναι αθλητής σε σύλλογο στο άθλημα της καλαθοσφαίρισης. Σημείωσε την επιλογή «3» στην ερώτηση της συχνότητας και την επιλογή «4» στην ερώτηση που αφορούσε τη διάρκεια της προπόνησης, που με την επανακωδικοποίηση αντιστοιχεί σε 90 λεπτά εξάσκησης σε κάθε προπόνηση. Επομένως: (3 προπονήσεις/εβδομάδα) χ (90 min/προπόνηση) = = 270 min/εβδομάδα ή 4.5 ώρεςάβδομάδα Για την εκτίμηση της εβδομαδιαίας ενεργειακής δαπάνης από τη συμμετοχή σε ΦΔ υπολογίστηκαν τα μεταβολικά ισοδύναμα (METs) των αθλημάτων και των ΦΔ στις οποίες συμμετείχαν οι μαθητές, με βάση τους πίνακες των Ainsworth et al. (2000). Ενδεικτικά παρατίθενται τα μεταβολικά ισοδύναμα επιλεγμένων αθλημάτων και φυσικών δραστηριοτήτων:

198 181 Μεταβολικά ισοδύναμα επιλεγμένων αθλημάτων και φυσικών δραστηριοτήτων (βασισμένο στους πίνακες των Ainsworth et al. (2000) Αθλήματα/δραστηριότητες Αξία σε METs Στίβος 8 Κολύμβηση 8 Ρυθμική - Χορός 6 Ποδόσφαιρο 7 Βόλεϊ 3 Μπάσκετ 6 Πολεμικές τέχνες 10 Ενόργανη γυμναστική 4 Τένις 7 Περπάτημα για άσκηση 4 Ποδήλατο για άσκηση 4 Επομένως, από τη συμμετοχή του στις προπονήσεις της καλαθοσφαίρισης ο μαθητής συγκέντρωσε 270 min ή 4.5 ώρες έντονης φυσικής δραστηριότητας την εβδομάδα. Με βάση το ενεργειακό κόστος της καλαθοσφαίρισης (6 METs) υπολογίστηκε η ενεργειακή δαπάνη από τη συγκεκριμένη δραστηριότητα σε kcal/kg/εβδομάδα ως εξής: (6 METS) χ (4.5 ώρες/εβδομάδα)= 27 MET- ώρε^εβδομάδα ή 27 kcal/kg/εβδομάδα Με τον ίδιο τρόπο έγιναν και οι υπόλοιποι υπολογισμοί. Για την αξιολόγηση της έντασης των δραστηριοτήτων σε ιδιωτικά γυμναστήρια και κέντρα fitness, καθώς και των δραστηριοτήτων του ελεύθερου χρόνου εξετάστηκαν παράλληλα οι απαντήσεις στις ερωτήσεις 23 και 28 αντίστοιχα: 23. Τις τελευταίες 7 ημέρες,..., πόσες φορές ασκήθηκες με τέτοια ένταση, ώστε να λαχανιάσεις για τουλάχιστον 20 λεπτά; 1=Δεν ασκήθηκα την τελευταία εβδομάδα 2=Ποτέ δε λαχάνιασα αρκετά 3=1-2 φορές 5=Σχεδόν σε κάθε 4=3-4 φορές προπόνηση

199 Συμμετέχοντας σε κάποιες από τις δραστηριότητες της προηγούμενης ερώτησης τις τελευταίες 7 ημέρες, πόσες φορές ασκήθηκες με τέτοια ένταση, ώστε να λαχανιάσεις για διάστημα τουλάχιστον 20 λεπτών; 1= Την τελευταία εβδομάδα δε συμμετείχα σε δραστηριότητες αναψυχής 3= Λαχάνιασα 1-2 φορές για τουλάχιστον 20 λεπτά 4= Λαχάνιασα 3-4 φορές για τουλάχιστον 20 λεπτά 2= Ποτέ δε λαχάνιασα αρκετά την τελευταία εβδομάδα 5= Σχεδόν κάθε φορά που ασκούμαι λαχανιάζω Στις περιπτώσεις που ο μαθητής σημείωνε κάποια από τις επιλογές 4 ή 5 αυτών των ερωτήσεων, τότε αντιστοιχιζόταν ο ακριβής αριθμός των METs της δραστηριότητας (π.χ. 10 METs για τις πολεμικές τέχνες), διότι ο μαθητής ασκήθηκε έντονα. Στις περιπτώσεις που ο μαθητής σημείωνε κάποια από τις επιλογές 2 ή 3, για την ακρίβεια της μέτρησης ο αριθμός των METs της εκάστοτε δραστηριότητας μειωνόταν κατά 40% και 20% αντίστοιχα. Έτσι, για τις πολεμικές τέχνες η ενεργειακή δαπάνη θα υπολογιζόταν όχι με βάση τα 10 αλλά τα 6 METs στην περίπτωση που ο μαθητής σημείωνε την επιλογή 2 (- 40%) και με βάση τα 8 METs στην περίπτωση που ο μαθητής σημείωνε την επιλογή 3 (- 20%).

200 183 ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Va. Ερωτηματολόγιο διατροφής Οι παρακάτω ερωτήσεις αφορούν τη διατροφή σου. Σημείωσε τη σωστή για σένα απάντηση. 1. Συνήθως παίρνεις πρωινό πριν το σχολείο; ΝΑΙ ΓΊ ΟΧΙ 2. Χθες έφαγες πρωινό; ΝΑΙ Q ΟΧΙ Q 3. Αν ναι, τι έφαγες για πρωινό χθες; (Περιέγραψε τις τροφές με όσο το δυνατόν περισσότερη λεπτομέρεια γίνεται, π.χ. 1 ποτήρι πλήρες φρέσκο γάλα και 1 φέτα ψωμί με 1 κουταλιά μαρμελάδα ροδάκινο) 4. Τρως στο σχολείο φαγητό που σου ετοιμάζει η μητέρα ΝΑΙ ΟΧΙ 1 σου από το σπίτι; 5. Αν ναι, π φαγητό είναι αυτό; (Περιέγραψε πάλι τις τροφές με όσο το δυνατόν περισσότερη λεπτομέρεια γίνεται) 6. Αγοράζεις τρόφιμα ή προϊόντα από το κυλικείο του ΝΑΙ [ζ] ΟΧΙ σχολείου; 7. Τι έφαγες για μεσημεριανό χθες; (Περιέγραψε τις τροφές με όσο το δυνατόν περισσότερη λεπτομέρεια γίνεται) 8. Τι έφαγες για βραδινό χθες; (Περιέγραψε τις τροφές με όσο το δυνατόν περισσότερη λεπτομέρεια γίνεται) 9. Πόσα φρούτα έφαγες χθες; (π.χ. 1 τσαμπί σταφύλι, 2 μήλα, 1 αχλάδι, κ,ο.κ.)

201 Πόσα αναψυκτικά τύπου Κόκα-κόλα ήπιες χθες; (Απάντησε όσο πιο συγκεκριμένα γίνεται) Χθες ήπια...αναψυκτικά τύπου Κόκα-κόλα. 11. Πόσα ποτήρια χυμό φρούτων ήπιες χθες; (Απάντησε όσο πιο συγκεκριμένα γίνεται) Χθές ήπια...ποτήρι(α) χυμό φρούτων. 12. Περιέγραψε λεπτομερώς ο,τιδήποτε άλλο έφαγες ή ήπιες χθες και δεν το ανέφερες παραπάνω. Σ' ευχαριστώ πολύ για τη συνεργασία!

202 185 ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Υβ. Φωτογραφίες τροφίμων και ποτών ΜΑΚΑΡΟΝΙΑ 1 μερίδα Υι μερίδα. Va μερίδα ΠΑΤΑΤΕΣ ΤΗΓΑΝΗΤΕΣ 1 μερίδα Vi μερίδα Vi μερίδα ΚΡΕΑΣ - ΚΟΤΟΠΟΥΛΟ 1 μερίδα Η μερίδα Va μερίδα ΣΑΛΑΤΕΣ 1 μερίδα V» μερίδα Va μερίδα

203 186 ΠΙΤΕΣ ΓΑΛΑΚΤΟΚΟΜΙΚΑ 1 Ποτήρι!4 Ποτήρι Ρυζόγαλο/κρέμα ΧΥΜΟΙ 1 Ποτήρι Vi Ποτήρι ΦΡΟΥΤΑ 1 Τσαμπί σταφύλι I Μπανάνα

204 187 ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Υγ. Πίνακες σύνθεσης τροφίμων Σύνθεση τροφίμων Ολικά Υδατάν- Κορεσμένα Πρωτεΐνες λιπίδια Θράκες λίπη Χοληστερόλη Τρόφιμα Kcal (gr) (gr) (gr) (gr) (mg) Αναψυκτι κά/ροφήματα/χυμ οί Κόκα κόλα 330 gr Κόκα κόλα light 330 gr Πορτοκαλάδα 330 gr Σοκολάτα ρόφημα 200 gr Τσάι με 2 κουταλάκια ζάχαρη Χυμός πορτοκάλι 250 gr Γαλακτοκομικά Ποτήρι γάλα 250 gr πλήρες Ποτήρι γάλα 250 gr ημίπαχο Ποτήρι γάλα 250 gr άπαχο Ποτήρι γάλα κακάο 250 gr κούπα δημητριακά με γάλα Γιαούρτι ολόπαχο 200 gr Γιαούρτι ημίπαχο 200 gr Γιαούρτι άπαχο 200 gr Γιαούρτι με φρούτα 200 gr Γιαούρτι ολόπαχο με μέλι κούπα ριζόγαλο ξυνόγαλο Τυρί γκούντα 60 gr Τυρί ένταμ 60 gr Τυρί Φέτα 60 gr Κασέρι/ κεφαλοτύρι 60 gr Ψωμί 1 φέτα ψωμί άσπρο 30 gr

205 188 Σύνθεση τροφίμων (συνέχεια) Ολικά Υδατάν- Κορεσμένα Πρωτεΐνες λιπίδια Θράκες λίπη Χοληστερόλη Τρόφιμο Kcal (gr) (gr) (gr) (gr) (mg) Ψωμί (συνέχεια) 1 φέτα ψωμί μαύρο 30 gr ψωμάκι για σάντουιτς gr 1 μπαγκέτα 50 gr φρυγανιά 8 gr Ψωμί για τοστ 30 gr φέτα ψωμί με βούτυρο φέτα ψωμί με μαρμελάδα φέτα ψωμί με βούτυρο & μαρμελάδα φέτα ψωμί με μέλι φέτα ψωμί με βούτυρο & μέλι φέτα με μερέντα φρυγανιά με βούτυρο φρυγανιά με μέλι φρυγανιά με βούτυρο & μέλι Σάντουιτς διάφορα 1 φέτα τυρί ένταμ 15 gr φέτα σαλάμι 15 gr λουκάνικο 30 gr ψωμάκι με σαλάμι ψωμάκι με τυρί (αλειμμένο) Σάντουιτς με κασέρι Σάντουιτς με κασέρι & ζαμπόν Σάντουιτς με λουκάνικο Σάντουιτς με κοτόπουλο Τοστ με κασέρι & σαλάμι

206 189 Σύνθεση τροφίμων (συνέχεια) Ολικά Υδατάν Κορεσμένα Πρωτεΐνες λιπίδια θρακες λίπη Χοληστερόλη Τρόφιμο Kcal (gr) (gr) (gr) (gr) (mg) Πίτες Γαλατόπιτα 140 gr Κρεατόπιτα 130 gr Λουκανικόπιτα 130 gr Μπουγάτσα με τυρί 140 gr Μπουγάτσα με κρέμα gr Πίτσα (κομμάτι) 100 gr Σπανακόπιτα 140 gr Τυρόπιτα 140 gr Αρτοποιήματα/Γλυκά 1 φέτα τσουρέκι 50 gr φέτα τσουρέκι με μερέντα Κρέπα με μερέντα Κρουασάν σκέτο Κρουασάν σοκολάτα Κέικ 100 gr ΓΙροφιτερόλ 150 gr Ντόνατ 100 gr Λουκουμάς Κώκ Γλυκό του κουταλιού Σοκολάτα 100 gr Kinder 100 gr Ρεβανί100 gr Χαλβάς 100 gr Κουραμπιές 50 gr Κουλουράκι30 gr Μιλφέιγ 100 gr Πουτίγκα 150 gr Καρυδόπιτα 100 gr Γαλακτομπούρεκο 100 gr

207 190 Σύνθεση τροφίμων (συνέχεια) Ολικά Υδατάν- Κορεσμένα Πρωτεΐνες λιπίδια Θράκες λίπη Χοληστερόλη Τρόφιμο Kcal (gr) (gr) (gr) (gr) (mg) Αρτοποιήματα/Γλυκά (συνέχεια) Πάστες 100 gr Εκλέρ 50 gr Μελομακάρονο 50 gr Μπακλαβάς 100 gr Παγωτά Παγωτό βανίλια 100 gr Παγωτό σοκολάτα 100 gr Αυγά Αυγό τηγανητό Αυγό βραστό Αυγοφέτα Ζυμαρικά/Ρύζι Μακαρόνια σκέτα 300 gr Μακαρόνια με σάλτσα Μακαρόνια με τυρί φέτα Μακαρόνια με σάλτσα & τυρί Μακαρόνια με κιμά Μακαρόνια με κιμά & τυρί Ρύζι σκέτο 300 gr Ρύζι με σάλτσα Ρύζι με τυρί Ρύζι με σάλτσα & τυρί Κριθαράκι σκέτο 300 gr Κριθαράκι με σάλτσα Κριθαράκι με τυρί Κριθαράκι με σάλτσα & τυρί

208 191 Σύνθεση τροφίμων (συνέχεια) Ολικά Υδατάν- Κορεσμένα Πρωτεΐνες λιπίδια Θράκες λίπη Χοληστερόλη Τρόφιμο Kcal (gr) (gr) (gr) (gr) (mg) Πατάτες Πατάτες φούρνου 250gr Πατάτες πουρέ 250 gr Πατάτες τηγανητές 200 gr Πατάτες γιαχνί 250 gr Πατάτα ψητή 200 gr Λαχανικά Αρακάς 200 gr Γεμιστά με ρύζι 250 gr Κολοκυθοκεφτές 30 gr Λαχανοντολμάδες 250 gr Μπάμιες 250 gr Πιπεριές τηγανητές 200 gr Πρασόρυζο 250 gr Σπανακόρυζο 250 gr Φασολάκια 250 gr Φασόλια γίγαντες 250 gr Σούπες Ρεβύθια Φασόλια Φακές Γιουβαρελάκια Κοτόπουλο αυγολέμονο Ψάρι αυγολέμονο Χορτόσουπα Τραχανάς Κρεατόσουπα / πατσάς Μαγειρίτσα Κρέατα/Πουλερικά Αρνάκι κοκκινιστό 120 gr

209 192 Σύνθεση τροφίμων (συνέχεια) Ολικά Υδατάν Κορεσμένα Πρωτεΐνες λιπίδια θρακες λίπη Χοληστερόλη Τρόφιμο Kcal (gr) (gr) (gr) (gr) (mg) Κρέατα/Πουλερικά (συνέχεια) Αρνί παιδάκι Χοιρινή μπριζόλα 120 gr Χοιρινό σνίτσελ 120 gr Μπιφτέκι 80 gr Κεφτεδάκι τηγανητό 25 gr Χοιρινό ρολό, 1 φέτα 80 gr Χοιρινό με σέλινο 250 gr Μοσχαρίσια μπριζόλα gr Μοσχάρι μαγειρευτό 120 gr Κοτόπουλο ψητό 130 gr Κοτόπουλο βρασμένο gr Κουνέλι στιφάδο 130 gr Παστίτσιο 200 gr Μουσακάς 200 gr Έτοιμα φαγητά Γύρος Σουβλάκι 80 gr Σουβλάκι σάντουιτς Χάμπουργκερ Cheeseburger Ψάρια/Θαλασσινά Σαρδέλλες 120 gr Γαρίδες 120 gr Καλαμαράκια 120 gr Λιθρίνι 120 gr Μουρμούρα 120 gr Μπαρμπούνι 120 gr Μύδια σαγανάκι 120 gr

210 193 Σύνθεση τροφίμων (συνέχεια) Ολικά Υδατάν- Κορεσμένα Πρωτεΐνες λιπίδια Θράκες λίπη Χοληστερόλη Τ ρόφιμο Kcal (gr) (gr) (gr) (gr) (mg) Ψάρια/Θαλασσινά (συνέχεια) Τσιπούρα 120 gr Τόνος 120 gr Χταπόδι 120 gr Σαλάτες (με 30 gr ελαιόλαδο) Ντοματοσαλάτα 120 gr Αγγουροσαλάτα 120 gr Αγγουροντομάτα 120 gr Χωριάτικη 200 gr Χόρτα 200 gr Κολοκυθάκια σαλάτα gr Μαρουλοσαλάτα 120 gr Μελιτζανοσαλάτα 120 gr Μπρόκολο 200 gr Παντζάρια 140 gr Σαλάτα καρότο 120 gr Σαλάτα λάχανο 120 gr Ταραμάς 120 gr Τζατζίκι 120 gr Ρώσικη σαλάτα 120 gr Φρούτα Αχλάδι Ανανάς, 1 φέτα Βερίκοκο Καρπούζι, 1 φέτα Μανταρίνι Μπανάνα τσαμπί σταφύλια Μήλο

211 194 Σύνθεση τροφίμων (συνέχεια) Ολικά Υδατάν- Κορεσμένα Πρωτεΐνες λιπίδια Θράκες λίπη Χοληστερόλη Τρόφιμο Kcal (gr) (gr) (gr) (gr) (mg) Φρούτα (συνεχεία) Πεπόνι, 1 φέτα Πορτοκάλι Ρόδι Φράουλες 150 gr Ροδάκινο Σύκο Ξηροί καρποί (50 gr) Αμύγδαλα Καρύδια Φυστίκια Αιγίνης Φυστίκια αράπικα Φουντούκια Διάφορα Τσιπς (συσκευασία) Ποπ κορν 100 gr

212 195 ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Via. Καρτέλα καταγραφής ανθρωπομετρικών δεδομένων ΚΑΡΤΕΛΑ ΚΑΤΑΓΡΑΦΗΣ ΑΝΘΡΩΠΟΜΕΤΡΗΣΕΩΝ Σχολείο: Τάξη/τμήμα: Α/Α ΟΝΟΜΑΤΕΠΩΝΥΜΟ ΜΑΘΗΤΗ Ύ ψ ος Βάρος Μ έση Ισ χία Τ ρ ικ έφ α λ ο ς 1 Τ ρ ικ έφ α λ ο ς 2 Υ π οπ λάτιος 1 Υ π οπ λάτιος 2 Γαστροκ ν ή μ ιο ς 1 Γαστροκ ν ή μ ιο ς

213 196 ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ VIp. Καρτέλα καταγραφής επιδόσεων φυσικής κατάστασης ΚΑΡΤΕΛΑ ΚΑΤΑΓΡΑΦΗΣ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ ΦΥΣΙΚΗΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ Σχολείο: Τάξη/τμήμα: Α/Α ΟΝΟΜΑΤΕΠΩΝΥΜΟ ΜΑΘΗΤΗ Ε υλυγισ ία 1 Ε υλυγισία 2 Δ ύναμη χεριού 1 Δ ύναμη χεριού 2 Κ ο ιλ ια κ ο ί σε 30 sec. Α ερ όβια Α ντοχή Π

214 197 ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ VII. Τεχνική μέτρησης δερματοπτοχών Δερματοπτυχή υποπλάτιου: Για τη μέτρηση της δερματοπτυχής του υποπλάτιου, οι δοκιμαζόμενοι στέκονταν σε όρθια θέση, με τα χέρια χαλαρά στο πλάι. Το δερματοπτυχόμετρο τοποθετούνταν σε απόσταση 1 cm από τον αντίχειρα και το δείκτη του αριστερού χεριού του εξεταστή, που έπιανε την πτυχή σταθερά, σε σημείο που βρισκόταν λοξά, χαμηλά και κάτω από το τόξο που σχημάτιζε η ωμοπλάτη, με διαγώνια κατεύθυνση περίπου 45 από το οριζόντιο επίπεδο (διαγώνια δερματοπτυχή). Αερματοιποχή τρικέφαλου: Για τη μέτρηση της δερματοπτυχής του τρικέφαλου, οι δοκιμαζόμενοι στέκονταν σε όρθια θέση, με τα χέρια χαλαρά στο πλάι και λύγιζαν τον αγκώνα σε γωνία 90, για τον προσδιορισμό του ακριβούς σημείου μέτρησης. Μια μετροταινία τοποθετούνταν με την ένδειξη μηδέν στο ακρώμιο και τεντωνόταν παράλληλα προς τον επιμήκη άξονα του βραχίονα για να καταλήξει στο ωλέκρανο, κάτω από το λυγισμένο αγκώνα. Σημειωνόταν το μέσον αυτής της απόστασης, που αποτελεί το ενδεδειγμένο σημείο μέτρησης. Το δερματοπτυχόμετρο τοποθετούνταν κάθετα, σε απόσταση 1 cm από τον αντίχειρα και το δείκτη του αριστερού χεριού του εξεταστή, στο μέσον της απόστασης του ακρωμίου με το ωλέκρανο της ωλένης (κάθετη δερματοπτυχή). Δερματοπτυχή γαοτροκνημίου: Για τη μέτρηση της δερματοπτυχής του γαοτροκνημίου στο δεξί πόδι, οι δοκιμαζόμενοι στήριζαν σε σταθερό έδρανο το δεξί πόδι λυγισμένο σε γωνία 90 έχοντας το βάρος του σώματος στο αριστερό πόδι. Η πτυχή μετρούνταν στο σημείο εκείνο που προσδιοριζόταν από τη μέγιστη περιφέρεια του γαοτροκνημίου (κάθετη δερματοπτυχή). Το δερματοπτυχόμετρο τοποθετούνταν κάθετα στο σημείο μέτρησης σε απόσταση 1 cm από τα δάχτυλα του χεριού του εξεταστή, που κρατούσε τη δερματοπτυχή σταθερά.

215 ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Villa. Ταξινόμηση των τιμών του ΔΜΣ στους ενήλικες ΤΑΞΙΝΟΜΗΣΗ ΔΕΙΚΤΗ ΜΑΖΑΣ ΣΩΜΑΤΟΣ ΠΑ ΕΝΗΛΙΚΕΣ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΜΟΣ Λιποβαρής Φυσιολογικός Υπέρβαρος Παχύσαρκος (1ου βαθμού) Παχύσαρκος (2ου βαθμού) Παχύσαρκος (3 βαθμού) - Θνησιγενής παχυσαρκία ΔΜΣ <18.5 kg/m kg/m kg/m kg/m kg/m2 40 kg/ m2 ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΥΙΙΙβ. Όρια ΔΜΣ για το υπερβολικό βάρος και την παχυσαρκία σε παιδιά ετών, με βάση την ηλικία και το φύλο, (προσαρμοσμένο από Cole et al., 2000). Ηλικία ΔΜΣ 25 kg/m2 ΔΜΣ 30 kg/m2 (έτη) Αγόρια Κορίτσια Αγόρια Κορίτσια Τα όρια για την ταξινόμηση των παιδιών ισοδυναμούν με τις αντίστοιχες τιμές αναφοράς του ΔΜΣ ενηλίκων, δηλαδή με 25.00< ΔΜΣ kg/m2 για το υπερβολικό βάρος και με ΔΜΣ 30.0 kg/m2 για την παχυσαρκία.

Μεταβολικό Σύνδρομο και Άσκηση στην παιδική ηλικία: Ο Ρόλος των Αδικοπινών. Θανάσης Τζιαμούρτας ΤΕΦΑΑ Παν. Θεσσαλίας

Μεταβολικό Σύνδρομο και Άσκηση στην παιδική ηλικία: Ο Ρόλος των Αδικοπινών. Θανάσης Τζιαμούρτας ΤΕΦΑΑ Παν. Θεσσαλίας Μεταβολικό Σύνδρομο και Άσκηση στην παιδική ηλικία: Ο Ρόλος των Αδικοπινών Θανάσης Τζιαμούρτας ΤΕΦΑΑ Παν. Θεσσαλίας Μεταβολικό Σύνδρομο Δεν είναι ασθένεια αλλά ένα σύμπλεγμα από ιατρικές διαταραχές που

Διαβάστε περισσότερα

Οι διατροφικές συνήθειες υπέρβαρων και παχύσαρκων ατόμων με Σ τύπου 2

Οι διατροφικές συνήθειες υπέρβαρων και παχύσαρκων ατόμων με Σ τύπου 2 Οι διατροφικές συνήθειες υπέρβαρων και παχύσαρκων ατόμων με Σ τύπου 2 Ελένη Αθανασιάδου, Κωνσταντίνος Παλέτας, Μαρία Σαρηγιάννη, Πασχάλης Πάσχος, Ελένη Μπεκιάρη, Απόστολος Τσάπας Β Παθολογική Κλινική,

Διαβάστε περισσότερα

ΕΚΤΙΜΗΣΗ ΚΑΙ ΠΡΟΛΗΨΗ ΤΟΥ ΚΑΡΔΙΑΓΓΕΙΑΚΟΥ ΚΙΝΔΥΝΟΥ ΣΤΗ ΝΕΑΡΗ ΗΛΙΚΙΑ

ΕΚΤΙΜΗΣΗ ΚΑΙ ΠΡΟΛΗΨΗ ΤΟΥ ΚΑΡΔΙΑΓΓΕΙΑΚΟΥ ΚΙΝΔΥΝΟΥ ΣΤΗ ΝΕΑΡΗ ΗΛΙΚΙΑ ΕΚΤΙΜΗΣΗ ΚΑΙ ΠΡΟΛΗΨΗ ΤΟΥ ΚΑΡΔΙΑΓΓΕΙΑΚΟΥ ΚΙΝΔΥΝΟΥ ΣΤΗ ΝΕΑΡΗ ΗΛΙΚΙΑ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ ΝΟΣΗΛΕΥΤΡΙΑ ΤΕ, Β ΚΑΡΔΙΟΛΟΓΙΚΗ ΚΛΙΝΙΚΗ Α.Π.Θ. Γ.Ν.Θ. «ΙΠΠΟΚΡΑΤΕΙΟ» ΜSc Εργαστήριο Ιατρικής της Άθλησης Α.Π.Θ. Πτυχιούχος

Διαβάστε περισσότερα

Συνοπτικά τα αποτελέσματα της μελέτης κατέγραψαν:

Συνοπτικά τα αποτελέσματα της μελέτης κατέγραψαν: Θέμα: Νέα Επιδημιολογική Μελέτη για τις Διατροφικές Συνήθειες, τη Συχνότητα της Παχυσαρκίας και τις Διατροφικές Διαταραχές στον Παιδικό και Εφηβικό Πληθυσμό της Κύπρου [Δημοσιοποίηση των αποτελεσμάτων

Διαβάστε περισσότερα

ΙΠΠΟΚΡΑΤΕΙΕΣ ΗΜΕΡΕΣ ΚΑΡΔΙΟΛΟΓΙΑΣ 2019 ΠΡΟΛΗΨΗ ΚΑΡΔΙΑΓΓΕΙΑΚΩΝ ΠΑΘΗΣΕΩΝ ΣΤΑ ΠΑΙΔΙΑ. ΡΟΥΜΤΣΙΟΥ ΜΑΡΙΑ Νοσηλεύτρια CPN, MSc Α Παιδιατρικής κλινικής ΑΠΘ

ΙΠΠΟΚΡΑΤΕΙΕΣ ΗΜΕΡΕΣ ΚΑΡΔΙΟΛΟΓΙΑΣ 2019 ΠΡΟΛΗΨΗ ΚΑΡΔΙΑΓΓΕΙΑΚΩΝ ΠΑΘΗΣΕΩΝ ΣΤΑ ΠΑΙΔΙΑ. ΡΟΥΜΤΣΙΟΥ ΜΑΡΙΑ Νοσηλεύτρια CPN, MSc Α Παιδιατρικής κλινικής ΑΠΘ ΙΠΠΟΚΡΑΤΕΙΕΣ ΗΜΕΡΕΣ ΚΑΡΔΙΟΛΟΓΙΑΣ 2019 ΠΡΟΛΗΨΗ ΚΑΡΔΙΑΓΓΕΙΑΚΩΝ ΠΑΘΗΣΕΩΝ ΣΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΡΟΥΜΤΣΙΟΥ ΜΑΡΙΑ Νοσηλεύτρια CPN, MSc Α Παιδιατρικής κλινικής ΑΠΘ «Η μεγαλύτερη δύναμη της δημόσιας υγείας είναι η πρόληψη»

Διαβάστε περισσότερα

ΚΑΡΔΙΑΓΓΕΙΑΚΕΣ ΠΑΘΗΣΕΙΣ Ι

ΚΑΡΔΙΑΓΓΕΙΑΚΕΣ ΠΑΘΗΣΕΙΣ Ι ΚΑΡΔΙΑΓΓΕΙΑΚΕΣ ΠΑΘΗΣΕΙΣ Ι MK1118 ΑΣΚΗΣΗ ΣΕ ΚΛΙΝΙΚΟΥΣ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥΣ ΔΙΑΛΕΞΗ 4 ΑΝΤΩΝΙΑ ΚΑΛΤΣΑΤΟΥ, PHD ΣΥΓΧΡΟΝΕΣ ΑΙΤΙΕΣ ΘΝΗΤΟΤΗΤΑΣ ΑΡΙΘΜΟΣ ΘΑΝΑΤΩΝ 450,000 400,000 350,000 300,000 250,000 200,000 150,000 100,000

Διαβάστε περισσότερα

Υγεία και Άσκηση Ειδικών Πληθυσμών ΜΚ0958. Περιεχόμενο

Υγεία και Άσκηση Ειδικών Πληθυσμών ΜΚ0958. Περιεχόμενο Υγεία και Άσκηση Ειδικών Πληθυσμών ΜΚ0958 Υπεύθυνη Μαθήματος: Χ. Καρατζαφέρη Διδάσκοντες: Χ. Καρατζαφέρη, Γ. Σακκάς,Α. Καλτσάτου 2013-2014 Διάλεξη 3 ΤΕΦΑΑ, ΠΘ Περιεχόμενο Συνδεση με τα προηγουμενα Πριν

Διαβάστε περισσότερα

& Xρόνια. Nοσήματα: Το Μεταβολικό Σύνδρομο. Τρόπος Zωής. Νένη Περβανίδου Παιδίατρος Ιατρείο Παιδικής-Εφηβικής

& Xρόνια. Nοσήματα: Το Μεταβολικό Σύνδρομο. Τρόπος Zωής. Νένη Περβανίδου Παιδίατρος Ιατρείο Παιδικής-Εφηβικής Τρόπος Zωής & Xρόνια Nοσήματα: Το Μεταβολικό Σύνδρομο στα παιδιά και τους έφηβους Νένη Περβανίδου Παιδίατρος Ιατρείο Παιδικής-Εφηβικής Παχυσαρκίας Α Παιδιατρική Κλινική Πανεπιστημίου Αθηνών Nοσοκομείο

Διαβάστε περισσότερα

Η Επιδημιολογία της Καρδιαγγειακής Νόσου στην Ελλάδα, από το 1950

Η Επιδημιολογία της Καρδιαγγειακής Νόσου στην Ελλάδα, από το 1950 Η Επιδημιολογία της Καρδιαγγειακής Νόσου στην Ελλάδα, από το 1950 ΔΗΜΟΣΘΕΝΗΣ Β. ΠΑΝΑΓΙΩΤΑΚΟΣ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ Χ ΑΡ Ο ΚΟ Π Ε Ι Ο Π ΑΝ Ε Π Ι Σ Τ Η Μ Ι Ο Keys A et al. Epidemiological studies related to coronary

Διαβάστε περισσότερα

ΜΕΤΑΒΟΛΙΚΟ ΣΥΝΔΡΟΜΟ. ΣΤΥΛΙΑΝΟΣ Μ. ΧΑΝΤΑΝΗΣ Διευθυντής Καρδιολογίας Τζάνειο Νοσοκομείο Πειραιάς

ΜΕΤΑΒΟΛΙΚΟ ΣΥΝΔΡΟΜΟ. ΣΤΥΛΙΑΝΟΣ Μ. ΧΑΝΤΑΝΗΣ Διευθυντής Καρδιολογίας Τζάνειο Νοσοκομείο Πειραιάς ΜΕΤΑΒΟΛΙΚΟ ΣΥΝΔΡΟΜΟ ΣΤΥΛΙΑΝΟΣ Μ. ΧΑΝΤΑΝΗΣ Διευθυντής Καρδιολογίας Τζάνειο Νοσοκομείο Πειραιάς Μεταβολικό Σύνδρομο Γλυκόζης νηστείας 110mg/dl Σπλαχνική παχυσαρκία [>102cm (m) >88cm (f)] TG 150mg/dl αρτηριακή

Διαβάστε περισσότερα

Ν. Κατσίκη[1], Α. Γκοτζαμάνη-Ψαρράκου[2], Φ. Ηλιάδης[1], Τρ. Διδάγγελος[1], Ι. Γιώβος[3], Δ. Καραμήτσος[1]

Ν. Κατσίκη[1], Α. Γκοτζαμάνη-Ψαρράκου[2], Φ. Ηλιάδης[1], Τρ. Διδάγγελος[1], Ι. Γιώβος[3], Δ. Καραμήτσος[1] Ολόγοςλεπτίνης/αδιπονεκτίνης ως ανεξάρτητος προγνωστικός παράγοντας 10ετούς καρδιαγγειακού κινδύνου σε ινσουλινοθεραπευόμενους ασθενείς με διαβήτη τύπου 2 Ν. Κατσίκη[1], Α. Γκοτζαμάνη-Ψαρράκου[2], Φ. Ηλιάδης[1],

Διαβάστε περισσότερα

Π. Σταφυλάς, Π. Σαραφίδης, Σ. Γουσόπουλος, Π. Γεωργιανός, Ο. Σαμόγλου, Α.Κανάκη, Λ. Χατζηϊωαννίδης, Χ. Καλίτσης, Π. Ζεμπεκάκης, Α. Λαζαρίδης.

Π. Σταφυλάς, Π. Σαραφίδης, Σ. Γουσόπουλος, Π. Γεωργιανός, Ο. Σαμόγλου, Α.Κανάκη, Λ. Χατζηϊωαννίδης, Χ. Καλίτσης, Π. Ζεμπεκάκης, Α. Λαζαρίδης. 11ο Πανελλήνιο Συνέδριο Υπέρτασης Με Διεθνή Συμμετοχή 5 7 Μαρτίου 2009, Ξενοδοχείο Divani Caravel, Αθήνα. Π. Σταφυλάς, Π. Σαραφίδης, Σ. Γουσόπουλος, Π. Γεωργιανός, Ο. Σαμόγλου, Α.Κανάκη, Λ. Χατζηϊωαννίδης,

Διαβάστε περισσότερα

ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΗΣ ΑΡΤΗΡΙΑΚΗΣ ΣΚΛΗΡΙΑΣ ΣΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΣΧΟΛΙΚΗΣ ΗΛΙΚΙΑΣ

ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΗΣ ΑΡΤΗΡΙΑΚΗΣ ΣΚΛΗΡΙΑΣ ΣΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΣΧΟΛΙΚΗΣ ΗΛΙΚΙΑΣ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΗΣ ΑΡΤΗΡΙΑΚΗΣ ΣΚΛΗΡΙΑΣ ΣΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΣΧΟΛΙΚΗΣ ΗΛΙΚΙΑΣ Σπυρίδωνας Μαντζανίκας 1, Μαρία Αγαπίου 1, Ελένη Τριανταφυλλίδη 2, Χαρίλαος Κούτης 3, Ιωάννης Λεκάκης 4 1 RN, Γ.Ν. Αθηνών «Ιπποκράτειο» 2

Διαβάστε περισσότερα

Ιωάννα Χρανιώτη 1, Νικόλαος Κατζηλάκης 2, Δημήτριος Σαμωνάκης 2, Γρηγόριος Χλουβεράκης 1, Ιωάννης Μουζάς 1, 2, Ευτυχία Στειακάκη 1, 2

Ιωάννα Χρανιώτη 1, Νικόλαος Κατζηλάκης 2, Δημήτριος Σαμωνάκης 2, Γρηγόριος Χλουβεράκης 1, Ιωάννης Μουζάς 1, 2, Ευτυχία Στειακάκη 1, 2 Μη αλκοολική λιπώδης διήθηση ήπατος σε παιδιά, εφήβους και νεαρούς ενήλικες μετά από θεραπεία για οξεία λεμφοβλαστική λευχαιμία και λέμφωμα της παιδικής ηλικίας Ιωάννα Χρανιώτη 1, Νικόλαος Κατζηλάκης 2,

Διαβάστε περισσότερα

Αρχικά θα πρέπει να προσδιορίσουμε τι είναι η παχυσαρκία.

Αρχικά θα πρέπει να προσδιορίσουμε τι είναι η παχυσαρκία. Αρχικά θα πρέπει να προσδιορίσουμε τι είναι η παχυσαρκία. Παχυσαρκία είναι η παθολογική αύξηση του βάρους του σώματος, που οφείλεται σε υπερβολική συσσώρευση λίπους στον οργανισμό. Παρατηρείται γενικά

Διαβάστε περισσότερα

Η Παιδική Παχυσαρκία στην Κύπρο. Σάββας Χρ Σάββα MD, PhD Ερευνητικό και Εκπαιδευτικό Ινστιτούτο Υγεία του Παιδιού

Η Παιδική Παχυσαρκία στην Κύπρο. Σάββας Χρ Σάββα MD, PhD Ερευνητικό και Εκπαιδευτικό Ινστιτούτο Υγεία του Παιδιού Η Παιδική Παχυσαρκία στην Κύπρο Σάββας Χρ Σάββα MD, PhD Ερευνητικό και Εκπαιδευτικό Ινστιτούτο Υγεία του Παιδιού Επιδημία Παχυσαρκίας Source: IASOWebsite 2013 Αν δεν πάρουμε σύντομα αποτελεσματικά μέτρα,

Διαβάστε περισσότερα

ΚΑΤΑΓΡΑΦΗ ΚΑΙ ΕΚΤΙΜΗΣΗ ΤΗΣ ΣΥΧΝΟΤΗΤΑΣ ΕΜΦΑΝΙΣΗΣ ΤΟΥ METΑΒΟΛΙΚΟΥ ΣΥΝΔΡΟΜΟΥ ΣΕ ΠΑΙΔΙΑ ΣΧΟΛΙΚΗΣ ΗΛΙΚΙΑΣ. Του. Γεωργίου Καπέλλου

ΚΑΤΑΓΡΑΦΗ ΚΑΙ ΕΚΤΙΜΗΣΗ ΤΗΣ ΣΥΧΝΟΤΗΤΑΣ ΕΜΦΑΝΙΣΗΣ ΤΟΥ METΑΒΟΛΙΚΟΥ ΣΥΝΔΡΟΜΟΥ ΣΕ ΠΑΙΔΙΑ ΣΧΟΛΙΚΗΣ ΗΛΙΚΙΑΣ. Του. Γεωργίου Καπέλλου ΚΑΤΑΓΡΑΦΗ ΚΑΙ ΕΚΤΙΜΗΣΗ ΤΗΣ ΣΥΧΝΟΤΗΤΑΣ ΕΜΦΑΝΙΣΗΣ ΤΟΥ METΑΒΟΛΙΚΟΥ ΣΥΝΔΡΟΜΟΥ ΣΕ ΠΑΙΔΙΑ ΣΧΟΛΙΚΗΣ ΗΛΙΚΙΑΣ Του Γεωργίου Καπέλλου Μεταπτυχιακή Διατριβή που υποβάλλεται στο καθηγητικό σώμα για τη μερική εκπλήρωση

Διαβάστε περισσότερα

ΟΡΟΛΟΣΤΗΣΑΣΚΗΣΗΣΣΤΟ ΜΕΤΑΒΟΛΙΚΟΣΥΝ ΡΟΜΟ, ΣΤΑ ΛΙΠΙ ΙΑ ΚΑΙ ΣΤΙΣ ΛΙΠΟΠΡΩΤΕΪΝΕΣ

ΟΡΟΛΟΣΤΗΣΑΣΚΗΣΗΣΣΤΟ ΜΕΤΑΒΟΛΙΚΟΣΥΝ ΡΟΜΟ, ΣΤΑ ΛΙΠΙ ΙΑ ΚΑΙ ΣΤΙΣ ΛΙΠΟΠΡΩΤΕΪΝΕΣ ΟΡΟΛΟΣΤΗΣΑΣΚΗΣΗΣΣΤΟ ΜΕΤΑΒΟΛΙΚΟΣΥΝ ΡΟΜΟ, ΣΤΑ ΛΙΠΙ ΙΑ ΚΑΙ ΣΤΙΣ ΛΙΠΟΠΡΩΤΕΪΝΕΣ ΒασίληςΜούγιος, PhD ΤΕΦΑΑ ΑΠΘ http://mougios.webpages.auth.gr Μεταβολικό σύνδροµο Παθολογική κατάσταση που χαρακτηρίζεται από:

Διαβάστε περισσότερα

ΔΙΑΤΡΟΦΗ & ΔΗΜΟΣΙΑ ΥΓΕΙΑ

ΔΙΑΤΡΟΦΗ & ΔΗΜΟΣΙΑ ΥΓΕΙΑ Αθηνά Λινού, MD, PhD, MPH Καθηγήτρια Ιατρικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών Διευθύντρια του Εργαστηρίου Υγιεινής, Επιδημιολογίας και Ιατρικής Στατιστικής Ιατρικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών Πρόεδρος Ινστιτούτου

Διαβάστε περισσότερα

«Κοινωνικοοικονομικοί παράγοντες που επηρεάζουν την παχυσαρκία στην προσχολική ηλικία»

«Κοινωνικοοικονομικοί παράγοντες που επηρεάζουν την παχυσαρκία στην προσχολική ηλικία» ΓΕΩΠΟΝΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ & ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ & ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΟΛΟΚΛΗΡΩΣΗΣ «Κοινωνικοοικονομικοί παράγοντες που επηρεάζουν την παχυσαρκία στην προσχολική

Διαβάστε περισσότερα

ΔΥΣΛΙΠΙΔΑΙΜΙΑ. Νικολούδη Μαρία. Ειδικ. Παθολόγος, Γ.Ν.Θ.Π. «Η Παμμακάριστος»

ΔΥΣΛΙΠΙΔΑΙΜΙΑ. Νικολούδη Μαρία. Ειδικ. Παθολόγος, Γ.Ν.Θ.Π. «Η Παμμακάριστος» ΔΥΣΛΙΠΙΔΑΙΜΙΑ Νικολούδη Μαρία Ειδικ. Παθολόγος, Γ.Ν.Θ.Π. «Η Παμμακάριστος» Ο όρος δυσλιπιδαιμία εκφράζει τις ποσοτικές και ποιοτικές διαταραχές των λιπιδίων του αίματος. Τα λιπίδια όπως η χοληστερόλη και

Διαβάστε περισσότερα

Συντάχθηκε απο τον/την Παναγιώτης Θεoδωρόπουλος Δευτέρα, 31 Αύγουστος :22 - Τελευταία Ενημέρωση Παρασκευή, 13 Ιούνιος :48

Συντάχθηκε απο τον/την Παναγιώτης Θεoδωρόπουλος Δευτέρα, 31 Αύγουστος :22 - Τελευταία Ενημέρωση Παρασκευή, 13 Ιούνιος :48 Τα οφέλη για την υγεία που κερδίζονται μέσω της αερόβιας άσκησης έχουν αποδειχτεί. Η έρευνα έχει δείξει ότι συστηματική και μέτριας έντασης φυσική δραστηριότητα, έχει ευεργετική επίδραση στην υγεία και

Διαβάστε περισσότερα

Δυσλιπιδαιμίες αντιμετώπιση. Κωνσταντίνος Τζιόμαλος Λέκτορας Παθολογίας ΑΠΘ Α Προπαιδευτική Παθολογική Κλινική ΑΠΘ, Νοσοκομείο ΑΧΕΠΑ

Δυσλιπιδαιμίες αντιμετώπιση. Κωνσταντίνος Τζιόμαλος Λέκτορας Παθολογίας ΑΠΘ Α Προπαιδευτική Παθολογική Κλινική ΑΠΘ, Νοσοκομείο ΑΧΕΠΑ Δυσλιπιδαιμίες αντιμετώπιση Κωνσταντίνος Τζιόμαλος Λέκτορας Παθολογίας ΑΠΘ Α Προπαιδευτική Παθολογική Κλινική ΑΠΘ, Νοσοκομείο ΑΧΕΠΑ Δυσλιπιδαιμίες LDL-C HDL-C < 40 mg/dl Τριγλυκερίδια 150-199 mg/dl : οριακά

Διαβάστε περισσότερα

Παχυσαρκία και Σακχαρώδης Διαβήτης

Παχυσαρκία και Σακχαρώδης Διαβήτης Παχυσαρκία και Σακχαρώδης Διαβήτης Τι είναι ο Σακχαρώδης Διαβήτης τύπου 2 (ΣΔ2) Ο Σακχαρώδης Διαβήτης γενικά είναι μια πάθηση κατά την οποία ο οργανισμός και συγκεκριμένα το πάγκρεας δεν παράγει ή δεν

Διαβάστε περισσότερα

ΠΑΙΔΙΚΗ ΠΑΧΥΣΑΡΚΙΑ ΜΙΑ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΠΙΔΗΜΙΑ

ΠΑΙΔΙΚΗ ΠΑΧΥΣΑΡΚΙΑ ΜΙΑ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΠΙΔΗΜΙΑ ΠΑΙΔΙΚΗ ΠΑΧΥΣΑΡΚΙΑ ΜΙΑ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΠΙΔΗΜΙΑ Η παχυσαρκία αποτελεί μία ασθένεια η οποία τείνει να εκλάβει διαστάσεις επιδημίας ή κοινωνικής μάστιγας τις τελευταίες δεκαετίες. Σύμφωνα με το Παγκόσμιο Οργανισμό

Διαβάστε περισσότερα

Η παιδική παχυσαρκία στην Ελλάδα/ Συµπεράσµατα συνεδρίου

Η παιδική παχυσαρκία στην Ελλάδα/ Συµπεράσµατα συνεδρίου Η παιδική παχυσαρκία στην Ελλάδα/ Συµπεράσµατα συνεδρίου Χριστιάνα Γ. Παυλίδου D.U., MSc Κλινικός ιατροφολόγος ιαιτολόγος Επιστηµονικός σύµβουλος ΠΑΙ ΕΙΑΤΡΟΦΗ by Epode Παιδική παχυσαρκία στην Ελλάδα Το

Διαβάστε περισσότερα

Ο ρόλος της δίαιτας στην πρόληψη και την αντιμετώπιση της NAFLD.

Ο ρόλος της δίαιτας στην πρόληψη και την αντιμετώπιση της NAFLD. Μη Aλκοολική Λιπώδης Νόσος του Ήπατος. Μία ολιστική προσέγγιση. Ο ρόλος της δίαιτας στην πρόληψη και την αντιμετώπιση της NAFLD. Χάρης Δημοσθενόπουλος MMedSc.PhDc Κλινικός Διαιτολόγος-Βιολόγος Προϊστάμενος

Διαβάστε περισσότερα

ΚΥΤΟΚΙΝΕΣ, ΜΥΟΚΙΝΕΣ ΚΑΙ ΑΣΚΗΣΗ Χαρά Κ. Δελή, PhD

ΚΥΤΟΚΙΝΕΣ, ΜΥΟΚΙΝΕΣ ΚΑΙ ΑΣΚΗΣΗ Χαρά Κ. Δελή, PhD Σχολή Επιστήμης Φυσικής Αγωγής και Αθλητισμού Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας ΚΥΤΟΚΙΝΕΣ, ΜΥΟΚΙΝΕΣ ΚΑΙ ΑΣΚΗΣΗ Χαρά Κ. Δελή, PhD Εργαστήριο Φυσιολογίας, Βιοχημείας και Διατροφής της Άσκησης Σχολή Επιστήμης Φυσικής

Διαβάστε περισσότερα

ΟΞΥ ΣΤΕΦΑΝΙΑΙΟ ΣΥΝΔΡΟΜΟ

ΟΞΥ ΣΤΕΦΑΝΙΑΙΟ ΣΥΝΔΡΟΜΟ ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΩΝ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΩΝ ΤΙΜΩΝ ΓΛΥΚΟΖΗΣ ΚΑΤΑ ΤΗ ΝΟΣΗΛΕΙΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΝΟΣ ΕΤΟΥΣ ΕΚΒΑΣΗ ΜΕΤΑ ΑΠΟ ΟΞΥ ΣΤΕΦΑΝΙΑΙΟ ΣΥΝΔΡΟΜΟ Α Κουτσοβασίλης 1, Γ Κουκούλης 2, Ι Πρωτοψάλτης 1, Ι Σκουλαρίγκης 3, Φ Τρυποσκιάδης 3,

Διαβάστε περισσότερα

ΜΕΤΑΒΟΛΙΚΟ ΣΥΝΔΡΟΜΟ ΣΕ ΠΑΙΔΙΑΤΡΙΚΟΥΣ ΑΣΘΕΝΕΙΣ ΜΕ ΑΠΛΗ ΠΑΧΥΣΑΡΚΙΑ ΚΑΙ ΔΙΑΒΗΤΟ-ΠΑΧΥΣΑΡΚΙΑ (DIABESITY) Α. Γαλλή-Τσινοπούλου

ΜΕΤΑΒΟΛΙΚΟ ΣΥΝΔΡΟΜΟ ΣΕ ΠΑΙΔΙΑΤΡΙΚΟΥΣ ΑΣΘΕΝΕΙΣ ΜΕ ΑΠΛΗ ΠΑΧΥΣΑΡΚΙΑ ΚΑΙ ΔΙΑΒΗΤΟ-ΠΑΧΥΣΑΡΚΙΑ (DIABESITY) Α. Γαλλή-Τσινοπούλου 23ο ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΔΕΒΕ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ, 2009 ΜΕΤΑΒΟΛΙΚΟ ΣΥΝΔΡΟΜΟ ΣΕ ΠΑΙΔΙΑΤΡΙΚΟΥΣ ΑΣΘΕΝΕΙΣ ΜΕ ΑΠΛΗ ΠΑΧΥΣΑΡΚΙΑ ΚΑΙ ΔΙΑΒΗΤΟ-ΠΑΧΥΣΑΡΚΙΑ (DIABESITY) Α. Γαλλή-Τσινοπούλου Τσινοπούλου¹, Μ. Γραμματικοπούλου¹, Ε. Εμμανουηλίδου¹,

Διαβάστε περισσότερα

Τελικό κείμενο της Μελέτης. Σύνδρομο Πολυκυστικών Ωοθηκών: Διατροφή και Υγεία

Τελικό κείμενο της Μελέτης. Σύνδρομο Πολυκυστικών Ωοθηκών: Διατροφή και Υγεία Τελικό κείμενο της Μελέτης Σύνδρομο Πολυκυστικών Ωοθηκών: Διατροφή και Υγεία Τα τελικά προϊόντα προχωρημένης γλυκοζυλίωσης (Advanced Glycation End products, ) είναι μόρια υψηλής δραστικότητας, τα οποία

Διαβάστε περισσότερα

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΥΓΕΙΑΣ

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΥΓΕΙΑΣ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΥΓΕΙΑΣ Πτυχιακή Εργασία Η ΣΧΕΣΗ ΤΗΣ ΠΑΧΥΣΑΡΚΙΑΣ ΜΕ ΤΟ ΣΑΚΧΑΡΩΔΗ ΔΙΒΗΤΗ ΚΥΗΣΗΣ Χρυστάλλα, Γεωργίου Λεμεσός 2014 ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

Διαβάστε περισσότερα

Στέργιος Ι. Τραπότσης Χειρουργός Ορθοπαιδικός Διδάκτωρ Ιατρικής Σχολής ΑΠΘ Διδάσκων ΤΕΦAΑ-ΠΘ

Στέργιος Ι. Τραπότσης Χειρουργός Ορθοπαιδικός Διδάκτωρ Ιατρικής Σχολής ΑΠΘ Διδάσκων ΤΕΦAΑ-ΠΘ Άσκηση, διατροφή & υγεία Στέργιος Ι. Τραπότσης Χειρουργός Ορθοπαιδικός Διδάκτωρ Ιατρικής Σχολής ΑΠΘ Διδάσκων ΤΕΦAΑ-ΠΘ Άσκηση, διατροφή & υγεία Μακροχρόνια επιστημονική έρευνα έχει αποδείξει ότι πολλά από

Διαβάστε περισσότερα

ΠΕΡΙΛΗΨΗ. Εισαγωγή. Σκοπός

ΠΕΡΙΛΗΨΗ. Εισαγωγή. Σκοπός ΠΕΡΙΛΗΨΗ Εισαγωγή Η παιδική παχυσαρκία έχει φτάσει σε επίπεδα επιδημίας στις μέρες μας. Μαστίζει παιδιά από μικρές ηλικίες μέχρι και σε εφήβους. Συντείνουν αρκετοί παράγοντες που ένα παιδί γίνεται παχύσαρκο

Διαβάστε περισσότερα

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΥΓΕΙΑΣ

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΥΓΕΙΑΣ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΥΓΕΙΑΣ ΤΜΗΜΑ ΝΟΣΗΛΕΥΤΙΚΗΣ Πτυχιακή εργασία ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΠΟΥ ΕΠΗΡΕΑΖΟΥΝ ΤΗΝ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΤΗΣ ΠΑΙΔΙΚΗΣ ΠΑΧΥΣΑΡΚΙΑΣ Ραφαέλα Χριστοδούλου Α.Φ.Τ.: 2010335637 Λεμεσός,

Διαβάστε περισσότερα

Σακχαρώδης Διαβήτης. Είναι η πιο συχνή μεταβολική νόσος στον άνθρωπο. Γανωτάκης Εμμανουήλ Καθηγητής Παθολογίας Πανεπιστήμιο Κρήτης

Σακχαρώδης Διαβήτης. Είναι η πιο συχνή μεταβολική νόσος στον άνθρωπο. Γανωτάκης Εμμανουήλ Καθηγητής Παθολογίας Πανεπιστήμιο Κρήτης Σακχαρώδης Διαβήτης Είναι η πιο συχνή μεταβολική νόσος στον άνθρωπο. Γανωτάκης Εμμανουήλ Καθηγητής Παθολογίας Πανεπιστήμιο Κρήτης Number of people with diabetes by IDF Region, 2013 IDF Diabetes Atlas.

Διαβάστε περισσότερα

Ε. Βλαχοπαπαδοπούλου1

Ε. Βλαχοπαπαδοπούλου1 Ε. Βλαχοπαπαδοπούλου 1, Φ. Καραχάλιου 1, Θ. Ψαλτοπούλου 2, Δ. Κουτσούκη 3, Ι. Μανιός 4, Γ. Μπογδάνης 3, Β. Καραγιάννη 5, Α. Καψάλη 6, Α. Χατζάκης 2, Σ. Μιχαλάκος 1 1 Ενδοκρινολογικό Τμ. Νοσοκ. Παίδων,

Διαβάστε περισσότερα

Κατανάλωση καφέ και 10-ετης επίπτωση του Διαβήτη ( ): μελέτη ΑΤΤΙΚΗ

Κατανάλωση καφέ και 10-ετης επίπτωση του Διαβήτη ( ): μελέτη ΑΤΤΙΚΗ Κατανάλωση καφέ και 10-ετης επίπτωση του Διαβήτη (2002 2012): μελέτη ΑΤΤΙΚΗ Έ. Κολοβέρου 1, Δ. Παναγιωτάκος 1, Χ. Πίτσαβος 2, Ε.Γεωργουσοπούλου 1, Γ.M. Κούλη 1, Α. Γκρέκας 1, Χ. Χρυσοχόου 2, Ι. Σκούμας

Διαβάστε περισσότερα

Άσκηση, υγεία και χρόνιες παθήσεις

Άσκηση, υγεία και χρόνιες παθήσεις Συμμαχία για την υγεία - Άσκηση Άσκηση, υγεία και χρόνιες παθήσεις Συγγραφική ομάδα: Δίπλα Κωνσταντίνα, Ph.D., Λέκτορας, ΤΕΦΑΑ Σερρών ΑΠΘ Καρατράντου Κωνσταντίνα, MSc, Διδάσκουσα στο ΤΕΦΑΑ - ΠΘ Ιπποκράτης

Διαβάστε περισσότερα

Θ. Λάππα 1, Α. Τσαγκάρη 1, Μ. Σταματοπούλου 1, Ν. Καραλιά 1, Δ. Στεφανή 2,, Κ. Κυρέ 2, Α. Δρόσος 2, Ι. Κυριαζής 3

Θ. Λάππα 1, Α. Τσαγκάρη 1, Μ. Σταματοπούλου 1, Ν. Καραλιά 1, Δ. Στεφανή 2,, Κ. Κυρέ 2, Α. Δρόσος 2, Ι. Κυριαζής 3 Αυτοεκτίμηση της εικόνας σώματος και συσχέτιση με το Δείκτη Μάζας Σώματος, τις διατροφικές συνήθειες και άλλες παραμέτρους σε ασθενείς με ή χωρίς Σακχαρώδη Διαβήτη τύπου 2 Θ. Λάππα 1, Α. Τσαγκάρη 1, Μ.

Διαβάστε περισσότερα

Η ΣΧΕΣΗ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΣ ΛΑΙΜΟΥ ΜΕ ΤΟΥΣ ΚΑΡΔΙΟΜΕΤΑΒΟΛΙΚΟΥΣ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΚΙΝΔΥΝΟΥ ΣΕ ΑΤΟΜΑ ΜΕ ΣΑΚΧΑΡΩΔΗ ΔΙΑΒΗΤΗ.

Η ΣΧΕΣΗ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΣ ΛΑΙΜΟΥ ΜΕ ΤΟΥΣ ΚΑΡΔΙΟΜΕΤΑΒΟΛΙΚΟΥΣ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΚΙΝΔΥΝΟΥ ΣΕ ΑΤΟΜΑ ΜΕ ΣΑΚΧΑΡΩΔΗ ΔΙΑΒΗΤΗ. Η ΣΧΕΣΗ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΣ ΛΑΙΜΟΥ ΜΕ ΤΟΥΣ ΚΑΡΔΙΟΜΕΤΑΒΟΛΙΚΟΥΣ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΚΙΝΔΥΝΟΥ ΣΕ ΑΤΟΜΑ ΜΕ ΣΑΚΧΑΡΩΔΗ ΔΙΑΒΗΤΗ. Σταματελάτου Mαρία¹, Τζιόμαλος Γεώργιος¹, Δασενάκη Μαρία¹, Κουτσοβασίλης Αναστάσιος². 1.Παθολογική

Διαβάστε περισσότερα

Μεσογειακή Διατροφή Τι γνωρίζουμε για αυτή;

Μεσογειακή Διατροφή Τι γνωρίζουμε για αυτή; Μεσογειακή Διατροφή Τι γνωρίζουμε για αυτή; Στις αρχές της δεκαετίας του 1950 ξεκίνησε μία μεγάλη έρευνα, γνωστή ως η μελέτη των 7 χωρών, όπου μελετήθηκαν οι διατροφικές συνήθειες ανθρώπων από τις εξής

Διαβάστε περισσότερα

Πηγή: Πρόγραμμα ΥΔΡΙΑ (MIS 346816) 6/10/2015. Δείκτες υγείας αντιπροσωπευτικού δείγματος του πληθυσμού στην Ελλάδα

Πηγή: Πρόγραμμα ΥΔΡΙΑ (MIS 346816) 6/10/2015. Δείκτες υγείας αντιπροσωπευτικού δείγματος του πληθυσμού στην Ελλάδα Δείκτες υγείας αντιπροσωπευτικού δείγματος του πληθυσμού στην Ελλάδα Υπέρταση Υπερχοληστερολαιμία Χρόνια Κατάθλιψη Φαρμακοληψία Ελένη-Μαρία Παπατέστα, Iατρός Επιστημονική Συνεργάτις Ελληνικού Ιδρύματος

Διαβάστε περισσότερα

ΙΑΤΡΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΕΘΝΙΚΟΥ ΚΑΙ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΑΘΗΝΩΝ ΜΟΝΑΔΑ ΕΡΕΥΝΑΣ Β'ΠΡΟΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗΣ ΠΑΘΟΛΟΓΙΚΗΣ ΚΛΙΝΙΚΗΣ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ Θ.

ΙΑΤΡΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΕΘΝΙΚΟΥ ΚΑΙ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΑΘΗΝΩΝ ΜΟΝΑΔΑ ΕΡΕΥΝΑΣ Β'ΠΡΟΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗΣ ΠΑΘΟΛΟΓΙΚΗΣ ΚΛΙΝΙΚΗΣ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ Θ. ΙΑΤΡΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΕΘΝΙΚΟΥ ΚΑΙ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΑΘΗΝΩΝ ΜΟΝΑΔΑ ΕΡΕΥΝΑΣ Β'ΠΡΟΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗΣ ΠΑΘΟΛΟΓΙΚΗΣ ΚΛΙΝΙΚΗΣ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΠΟΥΛΟΣ 1 ΙΕΡΙΛΗΨΗ ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗΣ ΔΙΑΤΡΙΒΗΣ ΒΙΟΛΟΓΟΣ: ΕΡΙΦΥΛΗ ΚΥΡΙΑΖΗ

Διαβάστε περισσότερα

Μαρία Καράντζα- Χαρώνη, MD, FAAP Διευθύντρια Ενδοκρινολογικής Κλινικής- Ιατρείου Ελέγχου Βάρους «Παίδων Μητέρα»

Μαρία Καράντζα- Χαρώνη, MD, FAAP Διευθύντρια Ενδοκρινολογικής Κλινικής- Ιατρείου Ελέγχου Βάρους «Παίδων Μητέρα» Μαρία Καράντζα- Χαρώνη, MD, FAAP Διευθύντρια Ενδοκρινολογικής Κλινικής- Ιατρείου Ελέγχου Βάρους «Παίδων Μητέρα» Πως υπολογίζουµε εάν ένα παιδί έχει φυσιολογικό βάρος ; ΒΜΙ = Βάρος/Ύψος² (σε kg/m²) Χρησιμοποιείται

Διαβάστε περισσότερα

Ε. Πασχαλίδου¹, Ι. Ευθυμιάδης¹, Σ. Παυλίδου¹, Κ. Μακέδου², Φ. Ντογραματζή³, Α. Χίτογλου- Μακέδου², Απ. Ευθυμιάδης¹

Ε. Πασχαλίδου¹, Ι. Ευθυμιάδης¹, Σ. Παυλίδου¹, Κ. Μακέδου², Φ. Ντογραματζή³, Α. Χίτογλου- Μακέδου², Απ. Ευθυμιάδης¹ Ε. Πασχαλίδου¹, Ι. Ευθυμιάδης¹, Σ. Παυλίδου¹, Κ. Μακέδου², Φ. Ντογραματζή³, Α. Χίτογλου- Μακέδου², Απ. Ευθυμιάδης¹ 1. Ιατρείο Αθηροσκλήρωσης Β Παθολογική Κλινική Α.Π.Θ Ιπποκράτειο Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης

Διαβάστε περισσότερα

Επιπολασμός παραγόντων κινδύνου για καρδιαγγειακή νοσηρότητα μεταξύ των κατοίκων κλειστού αγροτικού νησιωτικού πληθυσμού

Επιπολασμός παραγόντων κινδύνου για καρδιαγγειακή νοσηρότητα μεταξύ των κατοίκων κλειστού αγροτικού νησιωτικού πληθυσμού Επιπολασμός παραγόντων κινδύνου για καρδιαγγειακή νοσηρότητα μεταξύ των κατοίκων κλειστού αγροτικού νησιωτικού πληθυσμού Χρήστος Καπέλιος, Ιωάννης Ιωαννίδης, Ιωάννης Κυριαζής, Κωνσταντίνος Σγούρος, Χαρίλαος

Διαβάστε περισσότερα

ΣΥΣΧΕΤΙΣΗ ΤΗΣ hs-crp ΜΕ ΤΗΝ ΠΡΟΓΝΩΣΤΙΚΉ ΙΚΑΝΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΤΡΟΠΟΝΙΝΗΣ ΣΕ ΔΙΑΒΗΤΙΚΟΥΣ ΚΑΙ ΜΗ ΑΣΘΕΝΕΙΣ ΜΕΤΑ ΑΠΟ ΟΞΥ ΣΤΕΦΑΝΙΑΙΟ ΣΥΝΔΡΟΜΟ

ΣΥΣΧΕΤΙΣΗ ΤΗΣ hs-crp ΜΕ ΤΗΝ ΠΡΟΓΝΩΣΤΙΚΉ ΙΚΑΝΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΤΡΟΠΟΝΙΝΗΣ ΣΕ ΔΙΑΒΗΤΙΚΟΥΣ ΚΑΙ ΜΗ ΑΣΘΕΝΕΙΣ ΜΕΤΑ ΑΠΟ ΟΞΥ ΣΤΕΦΑΝΙΑΙΟ ΣΥΝΔΡΟΜΟ ΣΥΣΧΕΤΙΣΗ ΤΗΣ hs-crp ΜΕ ΤΗΝ ΠΡΟΓΝΩΣΤΙΚΉ ΙΚΑΝΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΤΡΟΠΟΝΙΝΗΣ ΣΕ ΔΙΑΒΗΤΙΚΟΥΣ ΚΑΙ ΜΗ ΑΣΘΕΝΕΙΣ ΜΕΤΑ ΑΠΟ ΟΞΥ ΣΤΕΦΑΝΙΑΙΟ ΣΥΝΔΡΟΜΟ Φ Τρυποσκιάδης 1, Α Κουτσοβασίλης 2, Δ Λεβισιανού 2, Γ Κουκούλης 1, Ι Σκουλαρίγκης

Διαβάστε περισσότερα

Άσκηση και Καρδιοπάθειες

Άσκηση και Καρδιοπάθειες Συμμαχία για την υγεία - Άσκηση Άσκηση και Καρδιοπάθειες Συγγραφική ομάδα: Φλουρής Ανδρέας, Ερευνητής Βογιατζής Ιωάννης, Αναπληρωτής Καθηγητής ΤΕΦΑΑ, ΕΚΠΑ Σταυρόπουλος- Καλίνογλου Αντώνης, Ερευνητής Σύγχρονες

Διαβάστε περισσότερα

Γράφει: Δημήτριος Π. Χιώτης, Διευθυντής Ενδοκρινολογικού Τμήματος και Κέντρου Παιδικής Παχυσαρκίας Ευρωκλινικής Παίδων

Γράφει: Δημήτριος Π. Χιώτης, Διευθυντής Ενδοκρινολογικού Τμήματος και Κέντρου Παιδικής Παχυσαρκίας Ευρωκλινικής Παίδων Γράφει: Δημήτριος Π. Χιώτης, Διευθυντής Ενδοκρινολογικού Τμήματος και Κέντρου Παιδικής Παχυσαρκίας Ευρωκλινικής Παίδων Η συχνότητα της παιδικής παχυσαρκίας έχει παγκοσμίως αυξηθεί και καθίσταται ολοένα

Διαβάστε περισσότερα

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΥΓΕΙΑΣ. Πτυχιακή εργασία ΔΙΕΡΕΥΝΗΣΗ ΤΗΣ ΠΟΙΟΤΗΤΑΣ ΖΩΗΣ ΣΕ ΕΦΗΒΟΥΣ ΜΕ ΣΑΚΧΑΡΩΔΗ ΔΙΑΒΗΤΗ.

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΥΓΕΙΑΣ. Πτυχιακή εργασία ΔΙΕΡΕΥΝΗΣΗ ΤΗΣ ΠΟΙΟΤΗΤΑΣ ΖΩΗΣ ΣΕ ΕΦΗΒΟΥΣ ΜΕ ΣΑΚΧΑΡΩΔΗ ΔΙΑΒΗΤΗ. ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΥΓΕΙΑΣ Πτυχιακή εργασία ΔΙΕΡΕΥΝΗΣΗ ΤΗΣ ΠΟΙΟΤΗΤΑΣ ΖΩΗΣ ΣΕ ΕΦΗΒΟΥΣ ΜΕ ΣΑΚΧΑΡΩΔΗ ΔΙΑΒΗΤΗ Φίλιππος Λουκά Λεμεσός 2014 ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

Διαβάστε περισσότερα

ΕΦΗΡΜΟΣΜΕΝΗ ΔΗΜΟΣΙΑ ΥΓΕΙΑ

ΕΦΗΡΜΟΣΜΕΝΗ ΔΗΜΟΣΙΑ ΥΓΕΙΑ Η παρούσα διπλωματική εργασία εκπονήθηκε στα πλαίσια των σπουδών για την απόκτηση του Μεταπτυχιακού Διπλώματος Ειδίκευσης στην ΕΦΗΡΜΟΣΜΕΝΗ ΔΗΜΟΣΙΑ ΥΓΕΙΑ που απονέμει η Εθνική Σχολή Δημόσιας Υγείας, σε

Διαβάστε περισσότερα

Από τον Κώστα κουραβανα

Από τον Κώστα κουραβανα Από τον Κώστα κουραβανα Περιεχόμενα Γενικός ορισμός παχυσαρκίας Ορμονικοί-Γονιδιακοί-παράγοντες Επιπτώσεις στην υγεία Θεραπεία-Δίαιτα Γενικός ορισμός παχυσαρκίας Παχυσαρκία είναι κλινική κατάσταση στην

Διαβάστε περισσότερα

Ποιοτική και ποσοτική ανάλυση ιατρικών δεδομένων

Ποιοτική και ποσοτική ανάλυση ιατρικών δεδομένων Ποιοτική και ποσοτική ανάλυση ιατρικών δεδομένων Κωνσταντίνος Τζιόμαλος Επίκουρος Καθηγητής Παθολογίας ΑΠΘ Α Προπαιδευτική Παθολογική Κλινική, Νοσοκομείο ΑΧΕΠΑ 1 ο βήμα : καταγραφή δεδομένων Το πιο πρακτικό

Διαβάστε περισσότερα

ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΑ ΘΕΡΑΠΕΥΤΙΚΗΣ ΑΣΚΗΣΗΣ ΣΤΙΣ ΔΥΣΛΙΠΙΔΑΙΜΙΕΣ

ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΑ ΘΕΡΑΠΕΥΤΙΚΗΣ ΑΣΚΗΣΗΣ ΣΤΙΣ ΔΥΣΛΙΠΙΔΑΙΜΙΕΣ ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΑ ΘΕΡΑΠΕΥΤΙΚΗΣ ΑΣΚΗΣΗΣ ΣΤΙΣ ΔΥΣΛΙΠΙΔΑΙΜΙΕΣ Η δυσλιπιδαιμία χαρακτηρίζει τις μη φυσιολογικές συγκεντρώσεις λιπιδίων και λιποπρωτεϊνών στο αίμα. Ορίζεται περαιτέρω ως η ύπαρξη αυξημένων συγκεντρώσεων

Διαβάστε περισσότερα

ΠΕΡΙΛΗΨΕΙΣ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΕΩΝ ΗΜΕΡΙΔΑΣ

ΠΕΡΙΛΗΨΕΙΣ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΕΩΝ ΗΜΕΡΙΔΑΣ ΠΕΡΙΛΗΨΕΙΣ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΕΩΝ ΗΜΕΡΙΔΑΣ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ 16 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 2015 ΑΜΦΙΘΕΑΤΡΟ ΧΑΡΟΚΟΠΕΙΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΓΝΩΡΙΜΙΑ ΜΕ ΤΟ «ΓΕΜΑΤΟ ΔΙΑΤΡΟΦΗ» Δημοσθένης Β. Παναγιωτάκος, Καθηγητής, Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο Οι διατροφικές

Διαβάστε περισσότερα

Ελπίδα Βλαχοπαπαδοπούλου Διευθύντρια Ενδοκρινολογικό Τμήμα-Τμήμα Αύξησης κι Ανάπτυξης Νοσοκομείο Παίδων «Π. & Α. Κυριακού»

Ελπίδα Βλαχοπαπαδοπούλου Διευθύντρια Ενδοκρινολογικό Τμήμα-Τμήμα Αύξησης κι Ανάπτυξης Νοσοκομείο Παίδων «Π. & Α. Κυριακού» Ελπίδα Βλαχοπαπαδοπούλου Διευθύντρια Ενδοκρινολογικό Τμήμα-Τμήμα Αύξησης κι Ανάπτυξης Νοσοκομείο Παίδων «Π. & Α. Κυριακού» ΕΘΝΙΚΟ ΣΧΕΔΙΟ ΔΡΑςΗς ΓΙΑ ΤΗ ΔΗΜΟςΙΑ ΥΓΕΙΑ: ΑΠΟΤΥΠΩςΗ, ΠΡΟΛΗΨΗ ΚΑΙ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙςΗ

Διαβάστε περισσότερα

Η ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΩΝ ΠΡΟΔΙΑΘΕΣΙΚΩΝ ΠΑΡΑΓΟΝΤΩΝ ΣΤΗΝ ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΗΣ ΣΤΕΦΑΝΙΑΙΑΣ ΝΟΣΟΥ. Γαργάνη Κωνσταντίνα: ΤΕ Νοσηλεύτρια Σ/Μ ΓΝΘ Παπανικολάου

Η ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΩΝ ΠΡΟΔΙΑΘΕΣΙΚΩΝ ΠΑΡΑΓΟΝΤΩΝ ΣΤΗΝ ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΗΣ ΣΤΕΦΑΝΙΑΙΑΣ ΝΟΣΟΥ. Γαργάνη Κωνσταντίνα: ΤΕ Νοσηλεύτρια Σ/Μ ΓΝΘ Παπανικολάου Η ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΩΝ ΠΡΟΔΙΑΘΕΣΙΚΩΝ ΠΑΡΑΓΟΝΤΩΝ ΣΤΗΝ ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΗΣ ΣΤΕΦΑΝΙΑΙΑΣ ΝΟΣΟΥ Γαργάνη Κωνσταντίνα: ΤΕ Νοσηλεύτρια Σ/Μ ΓΝΘ Παπανικολάου Η στεφανιαία νόσος είναι µία πάθηση των αρτηριών της καρδιάς που οφείλεται

Διαβάστε περισσότερα

ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΜΕ ΣΤΟΧΟ ΤΗΝ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΣΙΤΙΣΤΙΚΗΣ ΑΝΑΣΦΑΛΕΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΠΑΧΥΣΑΡΚΙΑΣ

ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΜΕ ΣΤΟΧΟ ΤΗΝ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΣΙΤΙΣΤΙΚΗΣ ΑΝΑΣΦΑΛΕΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΠΑΧΥΣΑΡΚΙΑΣ ΑΘΗΝΑ, ΙΟΥΝΙΟΣ 2014 ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΜΕ ΣΤΟΧΟ ΤΗΝ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΣΙΤΙΣΤΙΚΗΣ ΑΝΑΣΦΑΛΕΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΠΑΧΥΣΑΡΚΙΑΣ ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟ ΠΡΟΛΗΠΤΙΚΗΣ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗΣ & ΕΡΓΑΣΙΑΚΗΣ ΙΑΤΡΙΚΗΣ Σελίδα1 Η ΑΝΑΓΚΗ Η αντιμετώπιση

Διαβάστε περισσότερα

ΙΣΤΟΡΙΑ Η χοληστερίνη εντοπίστηκε για πρώτη φορά σε πέτρες της χολής το 1784.Η σχέση της με τα καρδιαγγειακά νοσήματα ανακαλύφθηκε στις τελευταίες

ΙΣΤΟΡΙΑ Η χοληστερίνη εντοπίστηκε για πρώτη φορά σε πέτρες της χολής το 1784.Η σχέση της με τα καρδιαγγειακά νοσήματα ανακαλύφθηκε στις τελευταίες ΧΟΛΗΣΤΕΡΙΝΗ Η χοληστερίνη ή η χοληστερόλη είναι κηρώδης στερόλης που βρίσκεται στη μεμβράνη των κυττάρων όλων των ιστών του σώματος, και στο πλάσμα του αίματος όλων των ζώων. Μικρότερες ποσότητες χοληστερίνης

Διαβάστε περισσότερα

Ψυχοκοινωνικοί παράγοντες και καρδιαγγειακά νοσήματα. Κ. Γαργάνη, Δ. Παπαδοπούλου, Κ. Καραγιαννάκη: Αιμοδυναμικό Εργαστήριο «ΓΝ Γ.

Ψυχοκοινωνικοί παράγοντες και καρδιαγγειακά νοσήματα. Κ. Γαργάνη, Δ. Παπαδοπούλου, Κ. Καραγιαννάκη: Αιμοδυναμικό Εργαστήριο «ΓΝ Γ. Ψυχοκοινωνικοί παράγοντες και καρδιαγγειακά νοσήματα Κ. Γαργάνη, Δ. Παπαδοπούλου, Κ. Καραγιαννάκη: Αιμοδυναμικό Εργαστήριο «ΓΝ Γ. Παπανικολάου» Η καρδιά αποτελεί το κέντρο της νόησης και των συναισθημάτων

Διαβάστε περισσότερα

Διαστάσεις & επιπτώσεις της παχυσαρκίας στο περιβάλλον της ιδιωτικής ασφάλισης. Γιάννης Βασαλάκης Chief Underwriter Ζωής & Υγείας Interamerican

Διαστάσεις & επιπτώσεις της παχυσαρκίας στο περιβάλλον της ιδιωτικής ασφάλισης. Γιάννης Βασαλάκης Chief Underwriter Ζωής & Υγείας Interamerican Διαστάσεις & επιπτώσεις της παχυσαρκίας στο περιβάλλον της ιδιωτικής ασφάλισης Γιάννης Βασαλάκης Chief Underwriter Ζωής & Υγείας Interamerican Επιμέρους θέματα Οι διαστάσεις της παχυσαρκίας Επίπτωση και

Διαβάστε περισσότερα

ΑΡΤΗΡΙΑΚΗ ΠΙΕΣΗ (Α.Π.)

ΑΡΤΗΡΙΑΚΗ ΠΙΕΣΗ (Α.Π.) ΥΠΕΡΤΑΣΗ Η καρδιά προωθεί το αίμα στον οργανισμό μέσω των αρτηριών, με αποτέλεσμα οι αρτηρίες να βρίσκονται υπό πίεση. Η πίεση αυξάνει όταν είμαστε αναστατωμένοι, όταν τρομάζουμε, όταν καταβάλουμε κάποια

Διαβάστε περισσότερα

ΜΕΛΕΤΗ ΤΩΝ ΠΑΡΑΓΟΝΤΩΝ ΚΙΝΔΥΝΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΜΦΑΝΙΣΗ ΚΑΡΔΙΑΓΓΕΙΑΚΩΝ ΑΣΘΕΝΕΙΩΝ ΣΕ ΜΑΘΗΤΕΣ ΗΛΙΚΙΑΣ ΕΤΩΝ

ΜΕΛΕΤΗ ΤΩΝ ΠΑΡΑΓΟΝΤΩΝ ΚΙΝΔΥΝΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΜΦΑΝΙΣΗ ΚΑΡΔΙΑΓΓΕΙΑΚΩΝ ΑΣΘΕΝΕΙΩΝ ΣΕ ΜΑΘΗΤΕΣ ΗΛΙΚΙΑΣ ΕΤΩΝ ΜΕΛΕΤΗ ΤΩΝ ΠΑΡΑΓΟΝΤΩΝ ΚΙΝΔΥΝΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΜΦΑΝΙΣΗ ΚΑΡΔΙΑΓΓΕΙΑΚΩΝ ΑΣΘΕΝΕΙΩΝ ΣΕ ΜΑΘΗΤΕΣ ΗΛΙΚΙΑΣ 12-16 ΕΤΩΝ Λαπούσης Γ. 1, Λαπαρίδης Κ. 1, Πέτσιου Ε. 1, Μούγιος Β. 2, Τοκµακίδης Σ. 1 1. Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο

Διαβάστε περισσότερα

ΚΕΝΤΡΟ ΓΥΝΑΙΚΕΙΑΣ ΚΑΡΔΙΑΣ

ΚΕΝΤΡΟ ΓΥΝΑΙΚΕΙΑΣ ΚΑΡΔΙΑΣ ΚΕΝΤΡΟ ΓΥΝΑΙΚΕΙΑΣ ΚΑΡΔΙΑΣ Τα καρδιαγγειακά νοσήματα παραδοσιακά θεωρούνται νοσήματα των ανδρών. Ωστόσο, τα στοιχεία δείχνουν ότι οι καρδιαγγειακές παθήσεις αποτελούν την κύρια αιτία θανάτου στις γυναίκες

Διαβάστε περισσότερα

ΠΡΟΒΛΕΨΗ ΕΜΦΑΝΙΣΗΣ ΜΕΤΑΒΟΛΙΚΟΥ ΣΥΝ ΡΟΜΟΥ ΣΤΗΝ ΕΦΗΒΕΙΑ

ΠΡΟΒΛΕΨΗ ΕΜΦΑΝΙΣΗΣ ΜΕΤΑΒΟΛΙΚΟΥ ΣΥΝ ΡΟΜΟΥ ΣΤΗΝ ΕΦΗΒΕΙΑ ΠΡΟΒΛΕΨΗ ΕΜΦΑΝΙΣΗΣ ΜΕΤΑΒΟΛΙΚΟΥ ΣΥΝ ΡΟΜΟΥ ΣΤΗΝ ΕΦΗΒΕΙΑ ΜΕΛΕΤΗ PREMA Σ. Ευσταθίου, Ε. Σκεύα, Ε. Ζορµπαλά, Α. Αχείµαστος, Θ. Μουντοκαλάκης Κέντρο Πρόληψης Καρδιαγγειακών Νόσων, Κλινική «Υγείας Μέλαθρον» ΜΕΛΕΤΗ

Διαβάστε περισσότερα

ΑΡΤΗΡΙΑΚΗ ΥΠΕΡΤΑΣΗ & ΑΣΚΗΣΗ

ΑΡΤΗΡΙΑΚΗ ΥΠΕΡΤΑΣΗ & ΑΣΚΗΣΗ Υγεία και Άσκηση Ειδικών Πληθυσμών ΜΚ0958 Υπεύθυνη Μαθήματος: Χ. Καρατζαφέρη Διδάσκοντες: Χ. Καρατζαφέρη, Γ. Σακκάς,Α. Καλτσάτου 2013-2014 Διάλεξη 4 ΤΕΦΑΑ, ΠΘ ΑΡΤΗΡΙΑΚΗ ΥΠΕΡΤΑΣΗ & ΑΣΚΗΣΗ 1 Στις 2 Απριλίου

Διαβάστε περισσότερα

Υγεία και Άσκηση Ειδικών Πληθυσμών ΜΚ0958

Υγεία και Άσκηση Ειδικών Πληθυσμών ΜΚ0958 Υγεία και Άσκηση Ειδικών Πληθυσμών ΜΚ0958 Διάλεξη 5: Σακχαρώδης Διαβήτης και Άσκηση Υπεύθυνη Μαθήματος: Χ. Καρατζαφέρη Διδάσκοντες: Χ. Καρατζαφέρη, Γ. Σακκάς, Α. Καλτσάτου 2013-2014 Διάλεξη 5 ΤΕΦΑΑ, ΠΘ

Διαβάστε περισσότερα

ΕΙΣΑΓΩΓΗ. Η ευεργετική επίδραση της φυσικής δραστηριότητας στην καρδιαγγειακή νοσηρότητα και θνητότητα είναι επίσης διαχρονικά αναγνωρισμένη.

ΕΙΣΑΓΩΓΗ. Η ευεργετική επίδραση της φυσικής δραστηριότητας στην καρδιαγγειακή νοσηρότητα και θνητότητα είναι επίσης διαχρονικά αναγνωρισμένη. ΣΥΣΧΕΤΙΣΗ ΜΕΤΑΞΥ ΔΙΑΤΡΟΦΗΣ, ΣΥΝΗΘΕΙΩΝ ΤΡΟΠΟΥ ΖΩΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΚΑΡΔΙΑΓΓΕΙΑΚΗΣ ΝΟΣΟΥ ΜΕΤΑΞΥ ΤΩΝ ΚΑΤΟΙΚΩΝ ΣΤΟ ΚΛΕΙΣΤΟ ΠΛΗΘΥΣΜΟ ΕΝΟΣ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΝΗΣΙΟΥ- ΜΕΛΕΤΗ PERSEAS Ι. Κυριαζής, Ι. Ιωαννίδης, Χ. Δημοσθενόπουλος,

Διαβάστε περισσότερα

ΑΛΛΑΓΗ ΤΡΟΠΟΥ ΖΩΗΣ ΠΟΥ ΤΑ ΚΑΤΑΦΕΡΝΟΥΜΕ ΚΑΙ ΠΟΥ ΟΧΙ ΣΤΗΝ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΤΗΣ ΠΑΧΥΣΑΡΚΙΑΣ

ΑΛΛΑΓΗ ΤΡΟΠΟΥ ΖΩΗΣ ΠΟΥ ΤΑ ΚΑΤΑΦΕΡΝΟΥΜΕ ΚΑΙ ΠΟΥ ΟΧΙ ΣΤΗΝ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΤΗΣ ΠΑΧΥΣΑΡΚΙΑΣ ΑΛΛΑΓΗ ΤΡΟΠΟΥ ΖΩΗΣ ΠΟΥ ΤΑ ΚΑΤΑΦΕΡΝΟΥΜΕ ΚΑΙ ΠΟΥ ΟΧΙ ΣΤΗΝ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΤΗΣ ΠΑΧΥΣΑΡΚΙΑΣ ΔΕΣΠΟΙΝΑ ΜΑΡΣΕΛΟΥ ΔΙΑΙΤΟΛΟΓΟΣ-ΔΙΑΤΡΟΦΟΛΟΓΟΣ ΕΙΔΙΚΕΥΣΗ ΣΤΗΝ ΚΛΙΝΙΚΗ ΔΙΑΤΡΟΦΗ ΚΑΙ ΑΝΟΣΟΛΟΓΙΑ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟΣ ΣΥΝΕΡΓΑΤΗΣ

Διαβάστε περισσότερα

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΥΓΕΙΑΣ. Πτυχιακή εργασία Η ΚΑΤΑΘΛΙΨΗ ΣΕ ΕΦΗΒΟΥΣ ΜΕ ΣΑΚΧΑΡΩΔΗ ΔΙΑΒΗΤΗ ΤΥΠΟΥ 1

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΥΓΕΙΑΣ. Πτυχιακή εργασία Η ΚΑΤΑΘΛΙΨΗ ΣΕ ΕΦΗΒΟΥΣ ΜΕ ΣΑΚΧΑΡΩΔΗ ΔΙΑΒΗΤΗ ΤΥΠΟΥ 1 ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΥΓΕΙΑΣ Πτυχιακή εργασία Η ΚΑΤΑΘΛΙΨΗ ΣΕ ΕΦΗΒΟΥΣ ΜΕ ΣΑΚΧΑΡΩΔΗ ΔΙΑΒΗΤΗ ΤΥΠΟΥ 1 ΑΝΔΡΕΑΣ ΑΝΔΡΕΟΥ Φ.Τ:2008670839 Λεμεσός 2014 ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

Διαβάστε περισσότερα

ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΑ ΘΕΡΑΠΕΥΤΙΚΗΣ ΑΣΚΗΣΗΣ ΣΤΗΝ ΠΑΧΥΣΑΡΚΙΑ

ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΑ ΘΕΡΑΠΕΥΤΙΚΗΣ ΑΣΚΗΣΗΣ ΣΤΗΝ ΠΑΧΥΣΑΡΚΙΑ ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΑ ΘΕΡΑΠΕΥΤΙΚΗΣ ΑΣΚΗΣΗΣ ΣΤΗΝ ΠΑΧΥΣΑΡΚΙΑ Ως παχυσαρκία χαρακτηρίζεται η παθολογική κατάσταση εκείνη κατά την οποία το βάρος σώματος είναι σημαντικά ανώτερο του φυσιολογικού. Ως κριτήριο καθορισμού

Διαβάστε περισσότερα

ΦΥΣΙΚΗ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑ, ΔΙΑΤΡΟΦΗ ΚΑΙ ΠΑΧΥΣΑΡΚΙΑ ΣΕ ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΗ ΓΝΩΣΤΙΚΗ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΚΑΙ ΤΗ ΣΧΟΛΙΚΗ ΕΠΙΔΟΣΗ

ΦΥΣΙΚΗ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑ, ΔΙΑΤΡΟΦΗ ΚΑΙ ΠΑΧΥΣΑΡΚΙΑ ΣΕ ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΗ ΓΝΩΣΤΙΚΗ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΚΑΙ ΤΗ ΣΧΟΛΙΚΗ ΕΠΙΔΟΣΗ ΦΥΣΙΚΗ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑ, ΔΙΑΤΡΟΦΗ ΚΑΙ ΠΑΧΥΣΑΡΚΙΑ ΣΕ ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΗ ΓΝΩΣΤΙΚΗ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΚΑΙ ΤΗ ΣΧΟΛΙΚΗ ΕΠΙΔΟΣΗ Δημήτρης Κουρέτας, PhD Τμήμα Βιοχημείας Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας ΠΑΧΥΣΑΡΚΙΑ Η παχυσαρκία θεωρείται

Διαβάστε περισσότερα

Ο επιπολασμός της υπέρτασης και των φαινοτύπων της ανάλογα με την ηλικία και το φύλο σε παιδιά σχολικής ηλικίας στην Ελλάδα: μελέτη Healthy Growth

Ο επιπολασμός της υπέρτασης και των φαινοτύπων της ανάλογα με την ηλικία και το φύλο σε παιδιά σχολικής ηλικίας στην Ελλάδα: μελέτη Healthy Growth ΧΑΡΟΚΟΠΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΡΗΤΗΣ Ο επιπολασμός της υπέρτασης και των φαινοτύπων της ανάλογα με την ηλικία και το φύλο σε παιδιά σχολικής ηλικίας

Διαβάστε περισσότερα

Σύσταση 1. Συστήνεται στους γενικούς ιατρούς και στους άλλους ιατρούς στην ΠΦΥ να θέτουν διάγνωση του σακχαρώδη διαβήτη (ΣΔ) όταν στο φλεβικό αίμα: η

Σύσταση 1. Συστήνεται στους γενικούς ιατρούς και στους άλλους ιατρούς στην ΠΦΥ να θέτουν διάγνωση του σακχαρώδη διαβήτη (ΣΔ) όταν στο φλεβικό αίμα: η Σύσταση 1. Συστήνεται στους γενικούς ιατρούς και στους άλλους ιατρούς στην ΠΦΥ να θέτουν διάγνωση του σακχαρώδη διαβήτη (ΣΔ) όταν στο φλεβικό αίμα: η τιμή της γλυκόζης νηστείας είναι 126mg/dl (7.0 mmol/l),

Διαβάστε περισσότερα

ΠΤΥΧΙΑΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΜΗΤΡΙΚΟΣ ΘΗΛΑΣΜΟΣ ΚΑΙ ΠΑΙΔΙΚΗ ΠΑΧΥΣΑΡΚΙΑ

ΠΤΥΧΙΑΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΜΗΤΡΙΚΟΣ ΘΗΛΑΣΜΟΣ ΚΑΙ ΠΑΙΔΙΚΗ ΠΑΧΥΣΑΡΚΙΑ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΤΜΗΜΑ ΝΟΣΗΛΕΥΤΙΚΗΣ ΠΤΥΧΙΑΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΜΗΤΡΙΚΟΣ ΘΗΛΑΣΜΟΣ ΚΑΙ ΠΑΙΔΙΚΗ ΠΑΧΥΣΑΡΚΙΑ Ονοματεπώνυμο: Μιχαέλλα Σάββα Λεμεσός 2014 ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΤΜΗΜΑ ΝΟΣΗΛΕΥΤΙΚΗΣ

Διαβάστε περισσότερα

Π Α Π Α Γ Ι Α Ν Ν Η Ο.

Π Α Π Α Γ Ι Α Ν Ν Η Ο. ΟΡΙΣΜΟΣ ΠΑΧΥΣΑΡΚΙΑΣ Παχυσαρκία σημαίνει υπέρμετρη αύξηση του σωματικού λίπους σε ποσοστό τέτοιο, ώστε να δυσχεραί- νει την υγεία του ανθρώπου. Η παιδική & εφηβική παχυσαρκία συνήθως διατηρείται και στην

Διαβάστε περισσότερα

ΕΙΣΑΓΩΓΗ. Η μεσογειακή διατροφή είναι επίσης πλούσια σε βιταμίνες, ενώ η κύρια μορφή λίπους που χρησιμοποιείται είναι το ελαιόλαδο.

ΕΙΣΑΓΩΓΗ. Η μεσογειακή διατροφή είναι επίσης πλούσια σε βιταμίνες, ενώ η κύρια μορφή λίπους που χρησιμοποιείται είναι το ελαιόλαδο. Μεσογειακή Διατροφή ΕΙΣΑΓΩΓΗ Μεσογειακή Διατροφή είναι ένα είδος διατροφής που χαρακτηρίζεται από χαμηλή κατανάλωση λίπους και ιδιαίτερα κορεσμένων λιπαρών οξέων, ενώ αντίθετα από υψηλή κατανάλωση υδατανθράκων,

Διαβάστε περισσότερα

Διατροφικές Συνήθειες παιδικού πληθυσµού Ελλάδος. Αναστασία Μπαρμπούνη,MD,PhD παιδίατρος Τομέας Δημόσιας και Διοικητικής Υγιεινής ΕΣΔΥ

Διατροφικές Συνήθειες παιδικού πληθυσµού Ελλάδος. Αναστασία Μπαρμπούνη,MD,PhD παιδίατρος Τομέας Δημόσιας και Διοικητικής Υγιεινής ΕΣΔΥ Διατροφικές Συνήθειες παιδικού πληθυσµού Ελλάδος Αναστασία Μπαρμπούνη,MD,PhD παιδίατρος Τομέας Δημόσιας και Διοικητικής Υγιεινής ΕΣΔΥ ΕΛΛΑΔΑ Το πρόβλημα της παχυσαρκίας Από την τελευταία έκθεση του

Διαβάστε περισσότερα

Στον απόηχο της Παγκόσμιας Ημέρας για το Διαβήτη. Αφιέρωμα σταν παιδικό Διαβήτη. ΧΓ Αντωνακούδης, ΓΧ Αντωνακούδης, ΙΠ Λεβαντάκης.

Στον απόηχο της Παγκόσμιας Ημέρας για το Διαβήτη. Αφιέρωμα σταν παιδικό Διαβήτη. ΧΓ Αντωνακούδης, ΓΧ Αντωνακούδης, ΙΠ Λεβαντάκης. Στον απόηχο της Παγκόσμιας Ημέρας για το Διαβήτη Αφιέρωμα σταν παιδικό Διαβήτη ΧΓ Αντωνακούδης, ΓΧ Αντωνακούδης, ΙΠ Λεβαντάκης. Καρδιολογική Κλινική Ασκληπιείου Βούλας Γιορτάσθηκε στις 14 Νοεμβρίου η Παγκόσμια

Διαβάστε περισσότερα

Επίδραση της Μεσογειακής Δίαιτας στη ρύθμιση του Σακχαρώδη Διαβήτη Τύπου 1 σε παιδιά και εφήβους.

Επίδραση της Μεσογειακής Δίαιτας στη ρύθμιση του Σακχαρώδη Διαβήτη Τύπου 1 σε παιδιά και εφήβους. Επίδραση της Μεσογειακής Δίαιτας στη ρύθμιση του Σακχαρώδη Διαβήτη Τύπου 1 σε παιδιά και εφήβους. Θεοφανεία Τσαχαλίνα1, Ιωάννης Κύργιος2, Ευθυμία Ευστρατίου2, Μιχαήλ Μελισσινός1, Κυριάκος Καζάκος1, Ασημίνα

Διαβάστε περισσότερα

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ ΤΜΗΜΑ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ ΦΥΣΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ & ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΥ. ΚΕ 0918 «Βιοχημική Αξιολόγηση Αθλητών» 10η Διάλεξη: «Άσκηση και λιπίδια»

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ ΤΜΗΜΑ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ ΦΥΣΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ & ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΥ. ΚΕ 0918 «Βιοχημική Αξιολόγηση Αθλητών» 10η Διάλεξη: «Άσκηση και λιπίδια» ΕΠΕΑΕΚ ΑΝΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ ΣΠΟΥΔΩΝ ΤΟΥ Τ.Ε.Φ.Α.Α.ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ - ΑΥΤΕΠΙΣΤΑΣΙΑ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ ΤΜΗΜΑ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ ΦΥΣΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ & ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΥ ΚΕ 0918 «Βιοχημική Αξιολόγηση Αθλητών»

Διαβάστε περισσότερα

Κλινική Εργοφυσιολογία ΜΚ1119

Κλινική Εργοφυσιολογία ΜΚ1119 Κλινική Εργοφυσιολογία ΜΚ1119 Διδάσκοντες: Α. Καλτσάτου 2016-2017 ΤΕΦΑΑ, ΠΘ ΑΡΤΗΡΙΑΚΗ ΥΠΕΡΤΑΣΗ & ΑΣΚΗΣΗ ΑΡΤΗΡΙΑΚΗ ΥΠΕΡΤΑΣΗ (ΑΥ) Η ΔΙΑΤΗΡΗΣΗ ΤΗΣ ΑΡΤΗΡΙΑΚΗΣ ΠΙΕΣΗΣ ΤΟΥ ΑΙΜΑΤΟΣ ΣΕ ΕΠΙΠΕΔΑ ΥΨΗΛΟΤΕΡΑ ΤΩΝ ΦΥΣΙΟΛΟΓΙΚA

Διαβάστε περισσότερα

«ΣΥΓΚΡΙΣΗ ΚΛΙΝΙΚΩΝ ΚΑΙ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΩΝ ΠΑΡΑΜΕΤΡΩΝ ΣΕ ΟΜΑΔΑ ΥΠΟΚΛΙΝΙΚΩΝ ΥΠΟΘΥΡΕΟΕΙΔΙΚΩΝ ΑΣΘΕΝΩΝ ΠΡΙΝ ΚΑΙ ΜΕΤΑ ΤΗ ΧΟΡΗΓΗΣΗ ΘΥΡΟΞΙΝΗΣ»

«ΣΥΓΚΡΙΣΗ ΚΛΙΝΙΚΩΝ ΚΑΙ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΩΝ ΠΑΡΑΜΕΤΡΩΝ ΣΕ ΟΜΑΔΑ ΥΠΟΚΛΙΝΙΚΩΝ ΥΠΟΘΥΡΕΟΕΙΔΙΚΩΝ ΑΣΘΕΝΩΝ ΠΡΙΝ ΚΑΙ ΜΕΤΑ ΤΗ ΧΟΡΗΓΗΣΗ ΘΥΡΟΞΙΝΗΣ» «ΣΥΓΚΡΙΣΗ ΚΛΙΝΙΚΩΝ ΚΑΙ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΩΝ ΠΑΡΑΜΕΤΡΩΝ ΣΕ ΟΜΑΔΑ ΥΠΟΚΛΙΝΙΚΩΝ ΥΠΟΘΥΡΕΟΕΙΔΙΚΩΝ ΑΣΘΕΝΩΝ ΠΡΙΝ ΚΑΙ ΜΕΤΑ ΤΗ ΧΟΡΗΓΗΣΗ ΘΥΡΟΞΙΝΗΣ» Θ. Στρατηγού 1,2, Γ. Αντωνάκος 3, Ε. Καραμπελά 5, Γ.Σ. Χριστοδουλάτος 1,

Διαβάστε περισσότερα

ΜΕΣΟΓΕΙΑΚΗ ΔΙΑΤΡΟΦΗ ΣΕ ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΑ ΕΠΙΠΕΔΑ ΤΟΥ ΟΥΡΙΚΟΥ ΟΞΕΟΣ ΣΕ ΑΤΟΜΑ ΜΕ ΣΑΚΧΑΡΩΔΗ ΔΙΑΒΗΤΗ.

ΜΕΣΟΓΕΙΑΚΗ ΔΙΑΤΡΟΦΗ ΣΕ ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΑ ΕΠΙΠΕΔΑ ΤΟΥ ΟΥΡΙΚΟΥ ΟΞΕΟΣ ΣΕ ΑΤΟΜΑ ΜΕ ΣΑΚΧΑΡΩΔΗ ΔΙΑΒΗΤΗ. ΜΕΣΟΓΕΙΑΚΗ ΔΙΑΤΡΟΦΗ ΣΕ ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΑ ΕΠΙΠΕΔΑ ΤΟΥ ΟΥΡΙΚΟΥ ΟΞΕΟΣ ΣΕ ΑΤΟΜΑ ΜΕ ΣΑΚΧΑΡΩΔΗ ΔΙΑΒΗΤΗ. Σταματελάτου Mαρία¹, Κοντολαιμάκη Καλλιόπη¹, Ριζούλη Μαριάννα², Δασενάκη Μαρία¹, Μαρκάκη Αναστασία². 1.Παθολογική

Διαβάστε περισσότερα

ΝΟΣΗΛΕΥΤΡΙΑ Π.Ε., ΜΔΕ: ΟΡΓΑΝΩΣΗ& ΔΙΟΙΚΗΣΗ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΥΓΕΙΑΣ.

ΝΟΣΗΛΕΥΤΡΙΑ Π.Ε., ΜΔΕ: ΟΡΓΑΝΩΣΗ& ΔΙΟΙΚΗΣΗ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΥΓΕΙΑΣ. ΝΟΣΗΛΕΥΤΡΙΑ Π.Ε., ΜΔΕ: ΟΡΓΑΝΩΣΗ& ΔΙΟΙΚΗΣΗ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΥΓΕΙΑΣ ira_mod@yahoo.gr Προκύπτει σε συνάρτηση με: Ατομικούς παράγοντες, όπως η συμπεριφορά (διατροφικές συνήθειες, φυσική δραστηριότητα, χρήση φαρμάκων

Διαβάστε περισσότερα

MESODA. Διαβητολογικό Κέντρο Γενικό Νοσοκομείο Πειραιά «Τζάνειο»

MESODA. Διαβητολογικό Κέντρο Γενικό Νοσοκομείο Πειραιά «Τζάνειο» Η ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΣΤΟΝ ΑΥΤΟΕΛΕΓΧΟ ΣΤΟ ΚΑΡΔΙΟΜΕΤΑΒΟΛΙΚΟ ΠΡΟΦΙΛ ΤΩΝ ΑΡΡΥΘΜΙΣΤΩΝ ΑΣΘΕΝΩΝ ΜΕ ΣΑΚΧΑΡΩΔΗ ΔΙΑΒΗΤΗ ΤΥΠΟΥ 2: ΠΟΛΥΚΕΝΤΡΙΚΗ ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΗ ΜΕΛΕΤΗ MESODA Αγγελική Αγγελίδη, Ευάγγελος Φουστέρης,

Διαβάστε περισσότερα

MΕΛΕΤΗ ΛΙΠΙΔΑΙΜΙΚΟΥ ΠΡΟΦΙΛ ΣΕ ΔΕΙΓΜΑ ΓΥΝΑΙΚΩΝ ΣΕ ΕΜΜΗΝΟΠΑΥΣΗ

MΕΛΕΤΗ ΛΙΠΙΔΑΙΜΙΚΟΥ ΠΡΟΦΙΛ ΣΕ ΔΕΙΓΜΑ ΓΥΝΑΙΚΩΝ ΣΕ ΕΜΜΗΝΟΠΑΥΣΗ ΠΡΟΦΙΛ ΣΕ ΔΕΙΓΜΑ 1. Μικροβιολογικό Εργαστήριο, Γενικό Νοσοκομείο Γ.ΓΕΝΝΗΜΑΤΑΣ Θεσσαλονίκης, 2. Επιστημονικός Συνεργάτης, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης Εισαγωγή Κατά την διάρκεια της εμμηνοπαυσιακής

Διαβάστε περισσότερα

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ! Δ. ΜΑΛΑΦΑΝΤΗΣ. το ΠΑΙΔΙ ΚΑΙ Η ΑΝΑΓΝΩΣΗ ΣΤΑΣΕΙΣ, ΠΡΟΤΙΜΗΣΕΙΣ, ΣΥΝΗΘΕΙΕΣ. @ Επιστήμες της αγωγής Διευθυντής Μιχάλης Κασσωτάκης.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ! Δ. ΜΑΛΑΦΑΝΤΗΣ. το ΠΑΙΔΙ ΚΑΙ Η ΑΝΑΓΝΩΣΗ ΣΤΑΣΕΙΣ, ΠΡΟΤΙΜΗΣΕΙΣ, ΣΥΝΗΘΕΙΕΣ. @ Επιστήμες της αγωγής Διευθυντής Μιχάλης Κασσωτάκης. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ! Δ. ΜΑΛΑΦΑΝΤΗΣ το ΠΑΙΔΙ ΚΑΙ Η ΑΝΑΓΝΩΣΗ ΣΤΑΣΕΙΣ, ΠΡΟΤΙΜΗΣΕΙΣ, ΣΥΝΗΘΕΙΕΣ @ Επιστήμες της αγωγής Διευθυντής Μιχάλης Κασσωτάκης ί>ηγο^η 26 Επιστήμες της Αγωγής 26 ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Δ. ΜΑΛΑΦΑΝΤΗΣ ΤΟ

Διαβάστε περισσότερα

ΕΝΟΤΗΤΑ Ι: ΕΚΤΙΜΗΣΗ ΥΓΕΙΑΣ ΚΑΙ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΚΙΝΔΥΝΟΥ. 1. Οφέλη και κίνδυνοι που συνδέονται με τη φυσική δραστηριότητα...39

ΕΝΟΤΗΤΑ Ι: ΕΚΤΙΜΗΣΗ ΥΓΕΙΑΣ ΚΑΙ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΚΙΝΔΥΝΟΥ. 1. Οφέλη και κίνδυνοι που συνδέονται με τη φυσική δραστηριότητα...39 23 Περιεχόμενα ΕΝΟΤΗΤΑ Ι: ΕΚΤΙΜΗΣΗ ΥΓΕΙΑΣ ΚΑΙ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΚΙΝΔΥΝΟΥ 1. Οφέλη και κίνδυνοι που συνδέονται με τη φυσική δραστηριότητα...39 Φυσική δραστηριότητα και ορολογία που αφορά την ευρωστία...39 Προοπτική

Διαβάστε περισσότερα

ΠΑΓΚΌΣΜΙΑ ΗΜΕΡΑ ΝΕΦΡΟΥ 2017 ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΝΕΦΡΟΛΟΓΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ

ΠΑΓΚΌΣΜΙΑ ΗΜΕΡΑ ΝΕΦΡΟΥ 2017 ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΝΕΦΡΟΛΟΓΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ Παχυσαρκία και νεφρική νόσος ΠΑΓΚΌΣΜΙΑ ΗΜΕΡΑ ΝΕΦΡΟΥ 2017 ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΝΕΦΡΟΛΟΓΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΧΡΟΝΙΑ ΝΕΦΡΙΚΗ ΝΟΣΟΣ Κριτήρια* Η διαπίστωση για 3 μήνες: Νεφρικής βλάβης GFR < 60 ml/min/1.73m2 με ή χωρίς νεφρική

Διαβάστε περισσότερα

Eίναι τελικά ο διαβήτης ισοδύναμο στεφανιαίας νόσου; Η αλήθεια για τον πραγματικό καρδιαγγειακό κίνδυνο στον ΣΔ τύπου 2

Eίναι τελικά ο διαβήτης ισοδύναμο στεφανιαίας νόσου; Η αλήθεια για τον πραγματικό καρδιαγγειακό κίνδυνο στον ΣΔ τύπου 2 Eίναι τελικά ο διαβήτης ισοδύναμο στεφανιαίας νόσου; Η αλήθεια για τον πραγματικό καρδιαγγειακό κίνδυνο στον ΣΔ τύπου 2 Σ. Θ. Λιάτης Α Προπαιδευτική Παθολογική Κλινική & Διαβητολογικό Κέντρο ΓΝΑ «Λαϊκό»

Διαβάστε περισσότερα

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΤΜΗΜΑ ΝΟΣΗΛΕΥΤΙΚΗΣ

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΤΜΗΜΑ ΝΟΣΗΛΕΥΤΙΚΗΣ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΤΜΗΜΑ ΝΟΣΗΛΕΥΤΙΚΗΣ Επιβλέπων Καθηγητής: Δρ. Νίκος Μίτλεττον Η ΣΧΕΣΗ ΤΟΥ ΜΗΤΡΙΚΟΥ ΘΗΛΑΣΜΟΥ ΜΕ ΤΗΝ ΕΜΦΑΝΙΣΗ ΣΑΚΧΑΡΩΔΗ ΔΙΑΒΗΤΗ ΤΥΠΟΥ 2 ΣΤΗΝ ΠΑΙΔΙΚΗ ΗΛΙΚΙΑ Ονοματεπώνυμο: Ιωσηφίνα

Διαβάστε περισσότερα

Σχεδιασμός, εφαρμογή και καθοδήγηση προγραμμάτων άσκησης

Σχεδιασμός, εφαρμογή και καθοδήγηση προγραμμάτων άσκησης ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ Σχεδιασμός, εφαρμογή και καθοδήγηση προγραμμάτων άσκησης Ενότητα 1: Η επίδραση της άσκησης στην υγεία Γεροδήμος Βασίλειος, Καρατράντου Κωνσταντίνα Τμήμα Επιστήμης Φυσικής Αγωγής

Διαβάστε περισσότερα

ΑΝΤΡΕΣ (%) ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΣΥΝΟΛΟ (%)

ΑΝΤΡΕΣ (%) ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΣΥΝΟΛΟ (%) Αποτελέσματα από «Επιδημιολογική έρευνα για το ποσοστό της παχυσαρκίας και υπερβάλλοντος βάρους στην Κύπρο και διαπίστωση των διατροφικών συνηθειών του Κύπριου πολίτη" του Συνδέσμου ιαιτολόγων και ιατροφολόγων

Διαβάστε περισσότερα

Το κάπνισμα στην Ελλάδα

Το κάπνισμα στην Ελλάδα Εθνική Μελέτη Νοσηρότητας και Παραγόντων Κινδύνου (Ε.ΜΕ.ΝΟ.) Το κάπνισμα στην Ελλάδα Καρακατσάνη Άννα Αναπληρώτρια Καθηγήτρια Πνευμονολογίας Β Πνευμονολογική Κλινική ΕΚΠΑ ΠΓΝ«ΑΤΤΙΚΟΝ» Ε.ΜΕ.ΝΟ Είναι η πρώτη

Διαβάστε περισσότερα

Η διατροφή των μαθητών: Η περίπτωση των Ολοήμερων Δημοτικών Σχολείων

Η διατροφή των μαθητών: Η περίπτωση των Ολοήμερων Δημοτικών Σχολείων IHPCBG: Επένδυση για την υγεία και ευημερία των παιδιών σε Βουλγαρία και Ελλάδα IHPCBG: Investment in the health and the prosperity of the children in the Bulgarian Greek region 10-12 Οκτωβρίου 2013 Η

Διαβάστε περισσότερα

Γράφει: Ευθυμία Πετράτου, Ειδική Παθολόγος, Υπεύθυνη Ιατρείου Διαταραχής Λιπιδίων, Ιατρικού Π. Φαλήρου

Γράφει: Ευθυμία Πετράτου, Ειδική Παθολόγος, Υπεύθυνη Ιατρείου Διαταραχής Λιπιδίων, Ιατρικού Π. Φαλήρου Γράφει: Ευθυμία Πετράτου, Ειδική Παθολόγος, Υπεύθυνη Ιατρείου Διαταραχής Λιπιδίων, Ιατρικού Π. Φαλήρου Οι δυσλιπιδαιμίες είναι παθολογικές καταστάσεις με διαταραχές των λιπιδίων του αίματος ποσοτικές αλλά

Διαβάστε περισσότερα

Η θέση ύπνου του βρέφους και η σχέση της με το Σύνδρομο του αιφνίδιου βρεφικού θανάτου. ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΥΓΕΙΑΣ

Η θέση ύπνου του βρέφους και η σχέση της με το Σύνδρομο του αιφνίδιου βρεφικού θανάτου. ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΥΓΕΙΑΣ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΥΓΕΙΑΣ ΠΤΥΧΙΑΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ Η θέση ύπνου του βρέφους και η σχέση της με το Σύνδρομο του αιφνίδιου βρεφικού θανάτου. Χρυσάνθη Στυλιανού Λεμεσός 2014 ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ

Διαβάστε περισσότερα

ΜΕΤΑΒΟΛΙΚΟ ΣΥΝΔΡΟΜΟ ΚΑΙ ΠΑΧΥΣΑΡΚΙΑ ΚΑΙ ΘΡΟΜΒΟΕΜΒΟΛΙΚΗ ΝΟΣΟΣ. Δ. Κιόρτσης. Ενδοκρινολόγος-Διαβητολόγος Καθηγητής Ιατρικής Σχολής Παν/μίου Ιωαννίνων

ΜΕΤΑΒΟΛΙΚΟ ΣΥΝΔΡΟΜΟ ΚΑΙ ΠΑΧΥΣΑΡΚΙΑ ΚΑΙ ΘΡΟΜΒΟΕΜΒΟΛΙΚΗ ΝΟΣΟΣ. Δ. Κιόρτσης. Ενδοκρινολόγος-Διαβητολόγος Καθηγητής Ιατρικής Σχολής Παν/μίου Ιωαννίνων ΜΕΤΑΒΟΛΙΚΟ ΣΥΝΔΡΟΜΟ ΚΑΙ ΠΑΧΥΣΑΡΚΙΑ ΚΑΙ ΘΡΟΜΒΟΕΜΒΟΛΙΚΗ ΝΟΣΟΣ 1 Δ. Κιόρτσης Ενδοκρινολόγος-Διαβητολόγος Καθηγητής Ιατρικής Σχολής Παν/μίου Ιωαννίνων PRECISION MEDICINE ΥΛΙΚΟ ΜΕΛΕΤΗΣ ΠΑΙΔΙΑ-ΕΦΗΒΟΙ: (2-19

Διαβάστε περισσότερα