Newsletter 3/2011 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πολιτική ικονοµία 3-69 [ 2 ]

Μέγεθος: px
Εμφάνιση ξεκινά από τη σελίδα:

Download "Newsletter 3/2011 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πολιτική ικονοµία 3-69 [ 2 ]"

Transcript

1

2 Newsletter 3/2011 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πολιτική ικονοµία 3-69 [ 2 ]

3 ΜΕΛΕΤΕΣ - ΓΝΩΜΟ ΟΤΗΣΕΙΣ Πρωτοψάλτης Νικόλαος: Η αναγκαστική εκτέλεση και η λήψη ασφαλιστικών µέτρων εις βάρος αλλοδαπού ηµοσίου κατά το ελληνικό και το ηµόσιο ιεθνές ίκαιο ηµοσίευση: Ελληνική ικαιοσύνη, 2010, σελίδα 1271 ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ Αγωγή - Περιορισµός αιτήµατος αγωγής ικαστήριο: Εφετείο Αθηνών Αριθµός απόφασης: 3219 Έτος: Περιορισµός αιτήµατος αγωγής. Αοριστία αγωγής. - Από το συνδυασµό των διατάξεων των άρθρων 223 και 295 παρ. 1 ΚΠολ προκύπτει ότι ο ενάγων µπορεί να περιορίσει το αίτηµα της αγωγής και ότι ο περιορισµός αυτός συνιστά µερική παραίτηση από το δικόγραφο της αγωγής κατά το αίτηµα που περιορίστηκε, το οποίο θεωρείται από την αρχή ότι δεν ασκήθηκε. Με την παραίτηση όµως, δεν πρέπει να προκαλείται αοριστία ως προς το υπόλοιπο τµήµα της αγωγής, που εµποδίζει τη συγκεκριµενοποίηση της διαφοράς, η οποία έχει αχθεί σε δικαστική κρίση. Όταν το αγωγικό αίτηµα συντίθεται από περισσότερα κονδύλια, ο περιορισµός του επιχειρείται παραδεκτά, µόνον εφόσον διευκρινίζεται σε ποια κονδύλια αφορά ή όταν περιορίζεται αναλόγως κατά ποσοστό του όλου αιτήµατος και επέρχεται έτσι αντίστοιχη µείωση όλων των κονδυλίων (ΟλΑΠ 30/2007). Σύµφωνα µε τα ανωτέρω, το προαναφερόµενο αίτηµα της αγωγής, µε το οποίο µετά τον ως άνω περιορισµό του από καταψηφιστικό σε εν µέρει αναγνωριστικό, ζητείται η αναγνώριση και η επιδίκαση διαφορετικών αξιώσεων, χωρίς να αναφέρεται ή να συνάγεται από τη σχετική δήλωση και τις πρωτόδικες προτάσεις του ενάγοντος ότι περιορίζονται ανάλογα τα επιµέρους κονδύλια, κατά ποσοστό του όλου αιτήµατος, είναι αόριστο. Και τούτο διότι, αφού δεν διευκρινίζεται ποίων αξιώσεων ζητείται η αναγνώριση και οποίων η καταψήφιση, δεν θα είναι δυνατόν να διαγνωσθεί, σε περίπτωση που θα κριθούν νόµω ή ουσία αβάσιµες κάποιες από τις αξιώσεις αυτές, αν πρόκειται για αξιώσεις των οποίων ζητήθηκε η αναγνώριση ή καταψήφιση και ιδίως να αποφασιστεί ποιες από τις γενόµενες δεκτές υπόλοιπες αξιώσεις πρέπει να αναγνωριστούν και ποιες να επιδικαστούν στον ενάγοντα (ΟλΑΠ 30/2007 οπ). ΚΠολ : 223, 295, 522, 535, ηµοσίευση: Ελλ νη 2010, σελίδα 124 Αγωγή - Περιορισµός αιτήµατος αγωγής Αριθµός απόφασης: Περιορισµός στο πρωτοδικείο της καταψηφιστικής αγωγής σε αναγνωριστική. Τόκοι. Αποδοχή από το δικαστήριο κατά παράβαση του νόµου ότι υπάρχει ή ότι δεν υπάρχει δεδικασµένο.τελεσίδικη απόφαση. εδικασµένο. - Από το συνδυασµό των διατάξεων των άρθρων 340, 345, 346 ΑΚ, 215 εδ. α' και 221 παρ. 1 ΚΠολ προκύπτει, ότι η επίδοση στον εναγόµενο της αγωγής για επιδίκαση χρηµατικής απαίτησης δεν είναι µόνο διαδικαστική πράξη, αλλά έχει

4 χαρακτήρα οιονεί δικαιοπραξίας όχλησης, που ενέχει πρόσκληση του δανειστή απευθυντέα προς τον οφειλέτη για την εκπλήρωση της παροχής, ανεξαρτήτως του διαδικαστικού χαρακτήρα της ως στοιχείου άσκησης και µέσου έναρξης της δίκης, ώστε ως εναρκτήρια µεν της δίκης διαδικαστική πράξη να συνεπάγεται την τοκογονία του ληξιπρόθεσµου χρέους χωρίς υπερηµερία του εναγόµενου οφειλέτη, ο οποίος οφείλει δικονοµικούς τόκους (άρθ. 346 ΑΚ), ως όχληση δε να καθιστά υπερήµερο τον οφειλέτη, ο οποίος οφείλει να πληρώσει το νόµιµο τόκο υπερηµερίας (άρθ. 340, 345 ΑΚ), όχι ως άµεσο αποτέλεσµα της άσκησης της αγωγής, η οποία τέτοια συνέπεια δεν έχει, αλλά της όχλησης, που και όταν ασκείται µε την αγωγή της οποίας δεν αποτελεί αναγκαίο στοιχείο, ούτε τη νοµική της φύση, ούτε την αυτοτέλεια της έναντι της αγωγής αποβάλλει. Η κατά τα άρθρα 294, και 297 ΚΠολ γενοµένη παραίτηση του ενάγοντος από το δικόγραφο της αγωγής, έχουσα ως αποτέλεσµα το ότι η αγωγή θεωρείται ως µη ασκηθείσα συνεπάγεται την ανατροπή εξ υπαρχής µόνο των αποτελεσµάτων, που επήλθαν µε και από την άσκηση της αγωγής ως διαδικαστικής πράξης. Γιατί το µνηµονευθέν από την παραίτηση αποτέλεσµα αναφέρεται µεν στην άσκηση της αγωγής ως σύνθετης διαδικαστικής πράξης, δεν αφορά όµως και την επίδοση στον εναγόµενο αντιγράφου της αγωγής για επιδίκαση χρηµατικής απαίτησης κατά το µέρος, κατά το οποίο η επίδοση του έχει χαρακτήρα όχλησης, ανεξάρτητης από την επίδοση ως διαδικαστική πράξη, παρά την υλική σύµπτωσή τους. Έτσι, αν ο ενάγων ασκήσει κατά του εναγοµένου καταψηφιστική αγωγή, µε την οποία ζητεί να του καταβάλει χρηµατική αποζηµίωση µε το νόµιµο τόκο από την επίδοσή της και επιδώσει αντίγραφο της αγωγής αυτής στον οφειλέτη, κατά τη συζήτηση δε της αγωγής περιορίσει το καταψηφιστικό αίτηµα σε αναγνωριστικό, ο εναγόµενος οφείλει τόκους υπερηµερίας από την επίδοση της αγωγής, η οποία έχει τον παραπάνω χαρακτήρα της όχλησης (340 ΑΚ), συνεπαγόµενης κατά τα ανωτέρω την οφειλή τόκων υπερηµερίας (άρθρο 345 ΑΚ) (ΟλΑΠ 13/1994). Εποµένως, στην περίπτωση περιορισµού στο πρωτοδικείο της καταψηφιστικής αγωγής σε αναγνωριστική, χωρίς ο ενάγων να διαλάβει στη σχετική δήλωσή του τίποτε για τους τόκους, παραµένει αυτοδικαίως εκκρεµές και το παρεπόµενο αίτηµα των τόκων για την αναγνώριση και αυτών ως παρεποµένων από την επίδοση της αγωγής, µε την προαναφερθείσα έννοια της όχλησης, που συνεπάγεται υπερηµερία του αναιρεσίβλητου οφειλέτη. Εάν το πρωτοδικείο δεν αποφανθεί για το σχετικό αναγνωριστικό πλέον αίτηµα των τόκων, που εξακολουθεί να υπάρχει ενώ εκκρεµεί ως επίδικο και µετά τον περιορισµό της αγωγής, είναι αναγκαία η προσβολή της σχετικής σιωπηρής απορριπτικής διάταξης εκ µέρους του ενάγοντος µε ειδικό λόγο έφεσης, στην αντίθετη δε περίπτωση, µετά την τελεσιδικία της πρωτόδικης απόφασης, δηµιουργείται απορριπτικό επί της ουσίας δεδικασµένο, που εµποδίζει να καταστεί το ίδιο αίτηµα αντικείµενο αµφισβήτησης και νέας δίκης µεταξύ των διαδίκων (ΑΠ 1122/2000). - Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 16 του ΚΠολ αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο κατά παράβαση του νόµου δέχθηκε ότι υπάρχει ή ότι δεν υπάρχει δεδικασµένο. Το δεδικασµένο λαµβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο, σύµφωνα µε τη διάταξη του άρθρου 332 ΚΠολ, αλλά για να δηµιουργηθεί λόγος αναίρεσης του άρθρου 559 αριθ. 16 ΚΠολ πρέπει να είχε προταθεί στο δικαστήριο της ουσίας ισχυρισµός για το δεδικασµένο µε λόγο έφεσης ή µε το δικόγραφο των πρόσθετων λόγων έφεσης δηλ. να έχει προβληθεί ότι η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας για την ύπαρξη ή όχι δεδικασµένου έγινε κατά παράβαση νόµου. Ο σχετικός ισχυρισµός για το δεδικασµένο δεν µπορεί να προβληθεί για πρώτη φορά ενώπιον του Αρείου Πάγου και τούτο, διότι το δεδικασµένο δεν ανήκει στους κανόνες δηµόσιας τάξης, αφού οι [4]

5 διατάξεις που το καθιέρωσαν, έχουν τεθεί για την εξυπηρέτηση ιδιωτικού συµφέροντος και όχι άλλου ανώτερου κοινωνικού σκοπού. Το Εφετείο εφόσον δεν εξαφανίζεται η εκκαλούµενη απόφαση, δεν µπορεί να εξετάσει ένσταση δεδικασµένου που προβάλλεται µε τις προτάσεις και όχι µε λόγο έφεσης ή πρόσθετο λόγο έφεσης. - Κατά την έννοια των διατάξεων των άρθρων 321, 322 και 324 ΚΠολ, η τελεσίδικη απόφαση αποτελεί, µεταξύ των ίδιων προσώπων, µε την ίδια ιδιότητα, για το ίδιο αντικείµενο και την ίδια ιστορική και νοµική αιτία, δεδικασµένο, το οποίο δεν επιτρέπεται να αµφισβητηθεί και να καταστεί αντικείµενο νέας δίκης το δικαίωµα που κρίθηκε και η δικαιολογική σχέση από την οποία αυτό έχει παραχθεί. Η απαγόρευση αυτή ενεργεί τόσο θετικά, µε την έννοια ότι το δικαστήριο, ενώπιον του οποίου ανακύπτει το δικαίωµα που κρίθηκε εξ αφορµής άλλης δίκης, είτε ως κύριο είτε ως προδικαστικό ζήτηµα, οφείλει να θέσει ως βάση της απόφασης του το δεδικασµένο που προκύπτει από την απόφαση αυτή, λαµβάνοντας το ως αλήθεια, όσο και αρνητικά, µε την έννοια ότι απαγορεύεται η συζήτηση νέας αγωγής για το ίδιο δικαίωµα, για την ύπαρξη ή µη του οποίου υπάρχει δεδικασµένο. Το δεδικασµένο αυτό εκτείνεται στο ουσιαστικό ζήτηµα που κρίθηκε, αν η απόφαση έκρινε οριστικά για έννοµη σχέση που προβλήθηκε µε αγωγή, ανταγωγή, κύρια παρέµβαση ή ένσταση συµψηφισµού, έννοµη δε σχέση, κατά την έννοια των παραπάνω διατάξεων, είναι το σύνολο των έννοµων συνεπειών που κρίθηκαν τελεσιδίκως και όχι τα πραγµατικά γεγονότα που γέννησαν ή απέσβεσαν τις έννοµες αυτές συνέπειες. εδικασµένο παράγεται και από τελεσίδικη απόφαση που εκδίδεται επί αναγνωριστικής αγωγής, αφού και στην περίπτωση αυτή η απόφαση τέµνει τη διαφορά όπως και στην περίπτωση της καταψηφιστικής αγωγής, η έκταση δε αυτού προσδιορίζεται από το περιεχόµενο του αιτήµατος που απευθύνθηκε προς το δικαστήριο (ΟλΑΠ 959/1985,ΑΠ 47/2006). - Από τα άρθρα 321, 322 παρ.1, 525 παρ.1 και 559 αριθ. 9 του ΚΠολ προκύπτει ότι αν το δικαστήριο παρέλειψε να δικάσει σε κύριο ή παρεµπίπτον αίτηµα της αγωγής και δεν διέλαβε κάτι γι' αυτό στο σκεπτικό και στο διατακτικό της απόφασης του, το αίτηµα αυτό θεωρείται ότι απορρίφθηκε σιωπηρά µετά δε την τελεσιδικία της απόφασης δηµιουργείται δεδικασµένο που εµποδίζει να καταστεί το αίτηµα αυτό αντικείµενο αµφισβήτησης και νέας δίκης µεταξύ των διαδίκων (ΑΠ 13/1984). ΚΠολ : 215, 221, 294, 295, 297, 321, 322, 324, 340, 525, 559 αριθ. 9, 559 αριθ. 16, ΑΚ: 340, 345, 346, Αίτηση αναίρεσης - Απαράδεκτο συζήτησης Αριθµός απόφασης: Αίτηση αναίρεσης. Απαράδεκτο συζήτησης. - Κατά το άρθρο 576 ΚΠολ, αν κατά τη συζήτηση της αιτήσεως αναιρέσεως κάποιος από τους διαδίκους δεν εµφανισθεί ή δεν λάβει µέρος µε τον τρόπο που ορίζει ο νόµος, εξετάζεται αυτεπαγγέλτως ποιος επισπεύδει τη συζήτηση της υποθέσεως. Και αν µεν η συζήτηση επισπεύδεται από το διάδικο που εµφανίστηκε και δεν εµφανίστηκε ο αντίδικός του, πρέπει να προσκοµίζεται µε επίκληση αποδεικτικό επιδόσεως της σχετικής κλήσεως προς συζήτηση, αν δε η συζήτηση επισπεύδεται από τον απολιπόµενο διάδικο, πρέπει να προσκοµίζεται µε επίκληση η [5]

6 κλήση που επιδόθηκε. Αν δεν προκύπτει ποιος από τους διαδίκους επισπεύδει τη συζήτηση, αυτή κηρύσσεται απαράδεκτη. ΚΠολ : 576, Αίτηση αναίρεσης - Απαράδεκτο συζήτησης Αριθµός απόφασης: Αίτηση αναίρεσης. Απαράδεκτο συζήτησης. - Κατά την έννοια του άρθρου 576 ΚΠολ, εάν κατά την συζήτηση της αναιρέσεως δεν εµφανισθεί ή εµφανισθεί αλλά δεν λάβει µέρος µε τον τρόπο που ορίζει ο νόµος κάποιος από τους διαδίκους, ο Άρειος Πάγος ερευνά αυτεπαγγέλτως αν ο απολειπόµενος διάδικος επέσπευσε εγκύρως τη συζήτηση, οπότε συζητεί την υπόθεση σαν να ήταν παρόντες οι διάδικοι, ή, αν τη συζήτηση επέσπευσε ο αντίδικος του απολειπόµενου διαδίκου, οπότε εξετάζει αυτεπαγγέλτως αν κλητεύθηκε νόµιµα και εµπρόθεσµα. Αν η κλήση για τη συζήτηση δεν επιδόθηκε νόµιµα ή εµπρόθεσµα, ο Άρειος Πάγος κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση και η υπόθεση επαναφέρεται για συζήτηση µε νέα κλήτευση, αν δε στη δίκη µετέχουν περισσότεροι διάδικοι και δεν κλητεύθηκε κάποιος από αυτούς η συζήτηση κηρύσσεται απαράδεκτη για όλους. Επίσης, αν δεν προκύπτει ποιός από τους διαδίκους επισπεύδει τη συζήτηση, αυτή κηρύσσεται απαράδεκτη. ΚΠολ : 576, Αίτηση αναίρεσης - Απαράδεκτο συζήτησης Αριθµός απόφασης: Επίδοση δικογράφων. Ερηµοδικία διαδίκου. Απαράδεκτη συζήτηση. ικαστικός πληρεξούσιος είναι αντίκλητος µόνο για την παραλαβή των δικαστικών εγγράφων της δίκης, στην οποία ήταν πληρεξούσιος. - Κατά το άρθρο 142 παρ. 1 ΚΠολ η επίδοση δικογράφων δύναται να γίνει και προς το νοµίµως διορισθέντα αντίκλητο του διαδίκου. Ο διορισµός αυτός γίνεται α) µε δήλωση του διαδίκου στη γραµµατεία του Πρωτοδικείου της κατοικίας του και αν αυτός είναι κάτοικος του εξωτερικού στη γραµµατεία του Πρωτοδικείου της πρωτεύουσας και στη δήλωση αυτή πρέπει να προσδιορίζεται αν µε αυτή παρέχεται η εξουσία στον αντίκλητο προς παραλαβή όλων ή ορισµένων δικαστικών ή εξωδίκων εγγράφων, που θα απευθύνονται προς το δηλούντα και θα αφορούν µία ή περισσότερες ή όλες τις υποθέσεις του και β) µε ρήτρα σε σύµβαση και ο διορισµός αυτός αφορά µόνο τις επιδόσεις όλων των δικαστικών ή εξωδίκων πράξεων, που έχουν σχέση µε τη σύµβαση στην οποία περιλαµβάνεται η ρήτρα αυτή. Οι τύποι αυτοί είναι συστατικοί και ο διορισµός αντικλήτου δεν µπορεί να γίνει µε άλλο τρόπο. Ο κατά το άρθρο 96 ΚΠολ δικαστικός πληρεξούσιος είναι αντίκλητος µόνο για την παραλαβή των δικαστικών εγγράφων της δίκης, στην οποία ήταν [6]

7 πληρεξούσιος, συµπεριλαµβανοµένης και της επίδοσης της οριστικής αποφάσεως που εκδόθηκε στη συγκεκριµένη δίκη (άρθρο 143 παρ. 1 ΚΠολ ). Και δεν είναι επιτρεπτή η επίδοση σ' αυτόν ενδίκων µέσων κατά της εν λόγω οριστικής αποφάσεως, αφού η εξουσία του δικαστικού πληρεξούσιου ως αντικλήτου έχει ήδη περατωθεί µε την έκδοση της οριστικής απόφασης και την επίδοσή της. - Από τις διατάξεις του άρθρου 576 παρ. 1, 2 και 3 ΚΠολ προκύπτει, ότι, αν κάποιος από τους διαδίκους δεν εµφανισθεί κατά τη συζήτηση της υπόθεσης ή εµφανισθεί και δεν λάβει µέρος µε τον τρόπο που ορίζει ο νόµος, ο Άρειος Πάγος εξετάζει αυτεπαγγέλτως ποιος επισπεύδει τη συζήτηση. Αν την επισπεύδει ο απολειπόµενος διάδικος, η υπόθεση συζητείται σαν να ήταν παρόντες οι διάδικοι, αν όµως την επισπεύδει ο αντίδικός τους τότε ερευνάται αν ο απολειπόµενος ή ο µη παριστάµενος µε τον τρόπο που ορίζει ο νόµος διάδικος κλητεύθηκε νόµιµα και εµπρόθεσµα και σε αρνητική περίπτωση κηρύσσεται απαράδεκτη η συζήτηση για όλους τους διαδίκους. ΚΠολ : 96, 142, 143, 576, Αίτηση αναίρεσης - Απαράδεκτο συζήτησης Αριθµός απόφασης: Αίτηση αναίρεσης. Απαράδεκτη συζήτηση. Παραίτηση από δικαίωµα. - Από τα άρθρα 568 παρ. 4 και 576 παρ. 1 και 3 ΚΠολ συνάγεται, ότι σε περίπτωση ερηµοδικίας στην αναιρετική διαδικασία, ερευνάται αυτεπάγγελτα αν ο απολιπόµενος διάδικος επισπεύδει τη συζήτηση και όταν δεν προκύπτει ποιος την επισπεύδει, αν αυτός κλητεύτηκε νόµιµα και εµπρόθεσµα. Σε αρνητική περίπτωση κηρύσσεται απαράδεκτη η συζήτηση για όλους τους διαδίκους. - Από τις διατάξεις των άρθρων 294, 296, και 297 ΚΠολ, που εφαρµόζονται, σύµφωνα µε το άρθρο 573 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα και στη διαδικασία της δίκης για την αναίρεση, προκύπτει ότι η παραίτηση, ολική ή µερική, από το δικόγραφο του ενδίκου µέσου, που έχει ασκηθεί, άρα και από το δικόγραφο της αναιρέσεως µπορεί να γίνει ή µε προφορική δήλωση, προτού αρχίσει η προφορική συζήτηση της υποθέσεως ή µε δικόγραφο που επιδίδεται στον αντίδικο εκείνου που παραιτήθηκε και επιφέρει αντίστοιχη κατάργηση της δίκης. ικόγραφο µε την έννοια αυτή αποτελεί και η εξώδικη δήλωση. Για την παραίτηση από το δικόγραφο της αναιρέσεως και στις δύο περιπτώσεις, είτε δηλαδή γίνεται στο ακροατήριο µε προφορική δήλωση είτε γίνεται µε εξώδικη δήλωση, απαιτείται ο δικηγόρος, ο οποίος κάνει τη δήλωση για το διάδικο που παραιτείται, να έχει γενική πληρεξουσιότητα. ΚΠολ : 294, 296, 297, 568, 573, 576, Αίτηση αναίρεσης - Απαράδεκτο συζήτησης Αριθµός απόφασης: 1679 [7]

8 - Αίτηση αναίρεσης. Έλλειψη πληρεξουσιότητας. Απαράδεκτη συζήτηση. Αναβολή συζήτησης. - Από τον συνδυασµό των διατάξεων των αρθ. 94 παρ. 1, 96 παρ. 1 και 2, 104 και 576 παρ. 1 και 3 ΚΠολ προκύπτει ότι (α) στα πολιτικά δικαστήρια και µάλιστα στον Άρειο Πάγο οι διάδικοι έχουν την υποχρέωση να παρίστανται µε δικηγόρο (β) η πληρεξουσιότητα δίνεται είτε µε συµβολαιογραφική πράξη, είτε µε προφορική δήλωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά ή την έκθεση κλπ., µπορεί δε να αφορά ορισµένες ή όλες τις δίκες εκείνου που την παρέχει (γ) αν ο διάδικος δεν εκπροσωπείται µε δικηγόρο, όπου είναι υποχρεωτική η παράσταση του, ή παρίσταται µε δικηγόρο και δεν αποδεικνύεται η ύπαρξη ρητής πληρεξουσιότητας, η οποία απαιτείται κατά την συζήτηση και την ύπαρξη της οποίας κατ' αυτήν (συζήτηση) οφείλει να ερευνήσει αυτεπάγγελτα το δικαστήριο, ο διάδικος αυτός θεωρείται δικονοµικά απών και κηρύσσονται άκυρες οι προπαρασκευαστικές πράξεις και κλήσεις, µε βάση τις οποίες φέρεται ότι επισπεύδει την συζήτηση (δ) στην περίπτωση που η επίσπευση, ειδικότερα, της συζήτησης της αίτησης αναίρεσης είχε γίνει από τον απολειπόµενο διάδικο, από κοινού µε άλλους που εµφανίσθηκαν, αυτή δεν είναι έγκυρη ως προς τον απόντα διάδικο, εάν κατά την αυτεπάγγελτη προς τούτο από το δικαστήριο έρευνα διαπιστώνεται έλλειψη πληρεξουσιότητας ως προς εκείνον (απολειπόµενο) προς τον δικηγόρο, που επέσπευσε την συζήτηση και για λογαριασµό του (ε) στην περίπτωση που ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος που επισπεύδει την συζήτηση εµφανίζεται στο ακροατήριο κατ' αυτήν, αλλά δεν αποδεικνύει την ύπαρξη ρητής, κατά έναν από τους προαναφερόµενους τρόπους, πληρεξουσιότητας, την οποία αυτεπάγγελτα πλέον εξετάζει το δικαστήριο, ο διάδικος αυτός θεωρείται ότι δεν παρίσταται (είναι δηλ. δικονοµικώς απών) και κηρύσσεται άκυρη η κλήση, µε βάση την οποία φέρεται ότι επισπεύδει, µε περαιτέρω αποτέλεσµα να µην είναι δυνατή η εφαρµογή της ως άνω διάταξης του αρθ. 576 παρ. 1 ΚΠολ, που ορίζει ότι ο Άρειος Πάγος συζητεί την υπόθεση σαν να ήταν παρόντες οι διάδικοι, καθόσον διαφορετικά θα καταστρατηγείτο η διάταξη του αρθ. 104 ΚΠολ, κατά την οποία µόνο για τις προπαρασκευαστικές πράξεις και κλήσεις θεωρείται ότι υπάρχει πληρεξουσιότητα, ενώ για την συζήτηση στο ακροατήριο απαιτείται ρητή πληρεξουσιότητα, και (στ) εφόσον την συζήτηση επισπεύδουν περισσότεροι αναιρεσείοντες και ο δικηγόρος που εµφανίζεται γι' αυτούς δεν έχει κατ' αυτήν (συζήτηση) την πληρεξουσιότητα µερικών ή έστω και ενός από τους επισπεύδοντες αναιρεσείοντες, είτε αυτοί παρίστανται είτε δεν παρίστανται κατά την συζήτηση, αυτή κηρύσσεται απαράδεκτη ως προς όλους, αν οι διάδικοι αυτοί δεν έχουν κλητευθεί από τον αντίδικό τους ή από τους επισπεύδοντες την συζήτηση τυχόν έστω και απλούς οµοδίκους τους. - Από τον συνδυασµό των διατάξεων των αρθ. 575 και 226 παρ. 4 εδ. β' και γ' ΚΠολ προκύπτει ότι η αναβολή της συζήτησης και η αναγραφή της υπόθεσης στο πινάκιο του δικαστηρίου για την µετ' αναβολή δικάσιµο ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων για την δικάσιµο αυτή και εποµένως δεν χρειάζεται νέα κλήση του διαδίκου, όταν ο απολειπόµενος κατά την µετ' αναβολή δικάσιµο διάδικος (είχε νοµίµως κλητευθεί ή) είχε παραστεί νοµίµως κατά την δικάσιµο, κατά την οποία εχώρησε η αναβολή, ως εκ τούτου δε αντίθετα, αν κατά την δικάσιµο εκείνη ο ήδη απολειπόµενος (ως παραστάς στην µετ' αναβολή δικάσιµο µε δικηγόρο που δεν είχε ρητή κατ' αυτήν πληρεξουσιότητα) διάδικος δεν είχε παραστεί νοµίµως, όπως συµβαίνει και όταν ο δικηγόρος που εκπροσώπησε τότε αυτόν δεν είχε πληρεξουσιότητα, η από το πινάκιο αναβολή της υπόθεσης και η εγγραφή της για τη νέα µετ' αναβολή δικάσιµο δεν ισχύει ως κλήτευση γι' αυτήν. [8]

9 ΚΠολ : 94, 96, 104, 226, 575, 576, Αίτηση αναίρεσης - Απαράδεκτο συζήτησης Αριθµός απόφασης: Απαράδεκτο συζήτησης αίτησης αναίρεσης. - Από το συνδυασµό των διατάξεων των άρθρων 568 παράγραφοι 1 και 4 και 576 παράγραφοι 1, 2 και 3 του ΚΠολ προκύπτει, ότι, αν κατά τη συζήτηση της αιτήσεως αναιρέσεως δεν εµφανιστεί κάποιος από τους διαδίκους, ο Άρειος Πάγος εξετάζει αυτεπαγγέλτως ποιος από αυτούς επισπεύδει τη συζήτηση της υπόθεσης και αν µεν η συζήτηση επισπεύδεται από το διάδικο που εµφανίστηκε και δεν εµφανιστεί ο αντίδικός του, πρέπει να προσκοµίζεται, µε επίκληση, αποδεικτικό επιδόσεως της σχετικής κλήσης προς συζήτηση, αν δε η συζήτηση επισπεύδεται από τον αντίδικο του διαδίκου που εµφανίστηκε, πρέπει να προσκοµίζεται, µε επίκληση, η κλήση που επιδόθηκε (είτε αυτοτελής, είτε µετά της αιτήσεως αναιρέσεως και της πράξεως ορισµού δικασίµου). Αν δεν προκύπτει ποιος από τους διαδίκους επισπεύδει τη συζήτηση, αυτή κηρύσσεται απαράδεκτη (ΟλΑΠ 36/1997). ΚΠολ : 568, 576, Αίτηση αναίρεσης - Απαράδεκτο συζήτησης Αριθµός απόφασης: Ερηµοδικία διαδίκου. Απαράδεκτη συζήτηση. - Από τις διατάξεις των άρθρων 576 παρ. 1-3 ΚΠολ, προκύπτει, ότι, αν κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, κάποιος από τους διαδίκους δεν εµφανισθεί ή εµφανισθεί και δεν λάβει µέρος µε τον τρόπο που ορίζει ο νόµος, ο Άρειος Πάγος εξετάζει ποιος επισπεύδει τη συζήτηση. Αν την επισπεύδει ο διάδικος που απουσιάζει, η υπόθεση συζητείται σαν να ήταν παρόντες οι διάδικοι. Αν όµως την επισπεύδει ο αντίδικός του, ερευνάται αν ο διάδικος που δεν εµφανίστηκε ή αν και εµφανίστηκε δεν έλαβε µέρος στη συζήτηση µε τον τρόπο που ορίζει ο νόµος, κλητεύθηκε νόµιµα και εµπρόθεσµα από τον επισπεύδοντα τη συζήτηση. Στην περίπτωση που δεν κλητεύθηκε νόµιµα και εµπρόθεσµα η συζήτηση κηρύσσεται απαράδεκτη και η υπόθεση επαναφέρεται µε νέα κλήτευση. Αν δε στη δίκη για την αναίρεση συµµετέχουν περισσότεροι και κάποιος από αυτούς, απουσιάζει ή δεν συµµετέχει νόµιµα και δεν έχει κλητευθεί νόµιµα και εµπρόθεσµα από τον επισπεύδοντα τη συζήτηση, αυτή κηρύσσεται απαράδεκτη για όλους (ΟλΑΠ 2/2006). Επίσης, αν δεν προκύπτει ποιος από τους διαδίκους επισπεύδει τη συζήτηση, αυτή κηρύσσεται απαράδεκτη. - Κατά τη διάταξη του άρθρου 226 παρ. 4 εδαφ. β' και γ' ΚΠολ, που εφαρµόζεται και στην αναιρετική δίκη κατ' άρθρο 575 εδαφ. β' του ίδιου Κώδικα, αν η συζήτηση αναβληθεί, ο γραµµατέας οφείλει αµέσως, µετά το τέλος της συνεδρίασης να µεταφέρει την υπόθεση στη σειρά των υποθέσεων που πρέπει να συζητηθούν κατά τη [9]

10 δικάσιµο που ορίστηκε. Κλήση του διαδίκου για εµφάνιση στη δικάσιµο αυτή δεν χρειάζεται και η αναγραφή της υπόθεσης στο πινάκιο ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων. Κατά την έννοια της τελευταίας αυτής διάταξης, η αναβολή της υπόθεσης και η εγγραφή αυτής στο πινάκιο του δικαστηρίου για τη µετ' αναβολή δικάσιµο ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων για τη δικάσιµο αυτή και εποµένως δεν χρειάζεται νέα κλήτευση του διαδίκου. Προϋπόθεση, όµως, της εγκυρότητας της κλήτευσης αυτής συνεπεία της αναβολής της υπόθεσης και της εγγραφής αυτής στο πινάκιο είναι, ότι ο απολειπόµενος κατά τη µετ' αναβολή δικάσιµο διάδικος είτε είχε επισπεύσει εγκύρως τη συζήτηση ή είχε νοµίµως και εµπροθέσµως κλητευθεί να παραστεί για τη δικάσιµο κατά την οποία αναβλήθηκε η υπόθεση, είτε είχε παραστεί νοµίµως κατά την πρώτη αυτή δικάσιµο και, εποµένως, µε τη νόµιµη παράσταση και τη µη εναντίωσή του καλύφθηκε η ακυρότητα της κλήτευσής του κατά την αρχική δικάσιµο. Αντιθέτως, αν κατά την αρχική δικάσιµο ο απολειπόµενος κατά τη µετ' αναβολή συζήτηση διάδικος δεν επέσπευσε τη συζήτηση ή δεν είχε κλητευθεί νοµίµως να παραστεί και δεν παραστάθηκε ή δεν παραστάθηκε νοµίµως, όπως συµβαίνει και όταν ο δικηγόρος που εκπροσώπησε αυτόν κατά την αρχική δικάσιµο δεν είχε πληρεξουσιότητα, η από το πινάκιο αναβολή της υπόθεσης και η εγγραφή αυτής για τη νέα µετ' αναβολή δικάσιµο δεν ισχύει ως κλήτευσή του για τη νέα δικάσιµο και απαιτείται νόµιµη κλήτευσή του. ΚΠολ : 226, 575, 576, Αίτηση αναίρεσης - Απαράδεκτο συζήτησης Αριθµός απόφασης: Τα εισαγωγικά δικόγραφα κάθε δίκης η οποία ενδιαφέρει οπωσδήποτε την καταλειπόµενη υπέρ κοινωφελούς σκοπού περιουσία κοινοποιούνται και στον Υπουργό των Οικονοµικών, που δικαιούται να ασκήσει παρέµβαση, παράλειψη δε της κοινοποίησης αυτής συνεπάγεται απαράδεκτο της συζητήσεως, - Κατά τις διατάξεις του άρθρου 126 παρ. 1 και 3 του ΑΝ 2039/1939, που διατηρήθηκε σε ισχύ µε το άρθρο 52 αρ. 18 του ΕισΝΑΚ, τα εισαγωγικά δικόγραφα κάθε δίκης η οποία ενδιαφέρει οπωσδήποτε την καταλειπόµενη υπέρ κοινωφελούς σκοπού περιουσία κοινοποιούνται και στον Υπουργό των Οικονοµικών, που δικαιούται να ασκήσει παρέµβαση, παράλειψη δε της κοινοποίησης αυτής συνεπάγεται απαράδεκτο της συζητήσεως, το οποίο λαµβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως. Κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων η έλλειψη της επιβαλλόµενης από αυτές κοινοποίησης προς τον Υπουργό Οικονοµικών των αναφερόµενων εισαγωγικών δικογράφων καλύπτεται εφόσον κατά την επ' αυτών συζήτηση παρίσταται ο εν λόγω Υπουργός και δεν προβάλλει αντιρρήσεις (ΟλΑΠ 413/1958). ΕισΝΑΚ: 52 ΑΝ: 2039/1939, αρθ. 126 Αίτηση αναίρεσης - Απαράδεκτο συζήτησης [10]

11 Αριθµός απόφασης: Αίτηση αναίρεσης. Απαράδεκτη συζήτηση. - Από το συνδυασµό των διατάξεων των άρθρων 498 παρ. 1, 568 παρ. 1, 4 και 576 παρ. 1, 2, 4 ΚΠολ προκύπτει, ότι, αν κατά τη συζήτηση της αναιρέσεως δεν εµφανισθεί κάποιος διάδικος, το ικαστήριο οφείλει να εξετάσει, αν επισπεύδει αυτός τη συζήτηση ή, όταν την επισπεύδει άλλος, αν κλητεύθηκε νόµιµα και εµπρόθεσµα, σε αποφατική δε περίπτωση να κηρύξει απαράδεκτη τη συζήτηση ως προς όλους τους διαδίκους. ΚΠολ : 498, 568, 576, Αίτηση αναίρεσης - Απαράδεκτο συζήτησης Αριθµός απόφασης: Αίτηση αναίρεσης. Κλήτευση διαδίκων. Απαράδεκτη συζήτηση. - Κατά το άρθρο 94 παρ.1 του ΚΠολ, στα πολιτικά δικαστήρια οι διάδικοι έχουν υποχρέωση να παρίστανται µε πληρεξούσιο δικηγόρο. Κατά το άρθρο 96 παρ.1 του ίδιου Κώδικα, η πληρεξουσιότητα δίνεται είτε µε συµβολαιογραφική πράξη, είτε µε προφορική δήλωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά ή στην έκθεση. Η πληρεξουσιότητα µπορεί να αφορά ορισµένες ή όλες τις δίκες εκείνου που την παρέχει και στο πληρεξούσιο πρέπει να αναγράφονται τα ονόµατα των πληρεξουσίων. Κατά το άρθρο 104 ΚΠολ, για τις προπαρασκευαστικές πράξεις και τις κλήσεις έως τη συζήτηση στο ακροατήριο θεωρείται ότι υπάρχει πληρεξουσιότητα, ενώ για τη συζήτηση στο ακροατήριο απαιτείται ρητή πληρεξουσιότητα και αν αυτή δεν υπάρχει κηρύσσονται άκυρες όλες οι πράξεις, ακόµη και εκείνες που είχαν γίνει προηγουµένως. Το δικαστήριο εξετάζει αυτεπαγγέλτως, σε κάθε στάση της δίκης, την έλλειψη πληρεξουσιότητας καθώς και την υπέρβαση της. Περαιτέρω στο άρθρο 576 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα ορίζεται ότι αν ο διάδικος που επισπεύδει τη συζήτηση δεν εµφανιστεί ή εµφανιστεί αλλά δεν λάβει µέρος στη συζήτηση µε τον τρόπο που ορίζει, ο νόµος, ο Άρειος Πάγος συζητεί την υπόθεση σαν να ήταν παρόντες οι διάδικοι, ενώ στην παρ.3 του ίδιου άρθρου ορίζεται ότι αν µετέχουν περισσότεροι στη δίκη για την αναίρεση και δεν κλητεύθηκε κάποιος από αυτούς, η συζήτηση κηρύσσεται απαράδεκτη για όλους. Από το συνδυασµό των προαναφεροµένων διατάξεων και την καθιερούµενη από την τελευταία απ' αυτές αρχή ότι για τη συζήτηση της υπόθεσης στο 'Αρειο Πάγο πρέπει να έχουν κλητευθεί από εκείνον που επισπεύδει τη συζήτηση όλοι οι διάδικοι, συνάγεται ότι στην περίπτωση που η επίσπευση της συζήτησης είχε γίνει από τον απολειπόµενο διάδικο, από κοινού µε άλλους που εµφανίσθηκαν, αυτή δεν είναι έγκυρη ως προς αυτόν (απολειπόµενο), εάν κατά τη γενόµενη αυτεπαγγέλτως προς τούτο από το δικαστήριο έρευνα διαπιστώνεται έλλειψη πληρεξουσιότητας ως προς εκείνον (απολειπόµενο) προς το δικηγόρο, που και για λογαριασµό του επέσπευσε τη συζήτηση. ΚΠολ : 94, 96, 104, 576, [11]

12 Αίτηση αναίρεσης - Απαράδεκτο συζήτησης Αριθµός απόφασης: Αίτηση αναίρεσης. Παραίτηση από δικόγραφο. Απαράδεκτη συζήτηση. - Κατά το άρθρο 110 παρ. 2 ΚΠολ οι διάδικοι έχουν δικαίωµα να παρίστανται σε όλες τις συζητήσεις της υπόθεσης, ακόµη και όταν γίνονται κεκλεισµένων των θυρών και πρέπει για το σκοπό αυτό να καλούνται σύµφωνα µε τις διατάξεις του νόµου. Κατά δε το άρθρο 576 παρ. 2 και 3 ΚΠολ, "Αν ο αντίδικος εκείνου που επέσπευσε τη συζήτηση δεν εµφανιστεί ή εµφανιστεί αλλά δεν λάβει µέρος σ' αυτήν µε τον τρόπο που ορίζει ο νόµος, ο 'Αρειος Πάγος εξετάζει αυτεπαγγέλτως αν κλητεύθηκε νόµιµα και εµπρόθεσµα. Αν η κλήση για τη συζήτηση δεν επιδόθηκε καθόλου ή δεν επιδόθηκε νόµιµα ή εµπρόθεσµα, ο 'Αρειος Πάγος κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση..." (παρ. 2). "Αν µετέχουν περισσότεροι στη δίκη για την αναίρεση και δεν κλητεύθηκε κάποιος από αυτούς, η συζήτηση κηρύσσεται απαράδεκτη για όλους" (παρ. 3). Έπεται ότι δεν επιτρέπεται η εισαγωγή της αιτήσεως αναιρέσεως για συζήτηση µόνο για µερικούς από τους διαδίκους της αναιρετικής δίκης, ακόµη και αν πρόκειται για απλή οµοδικία. - Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 294, 295 παρ.1, 297 και 299 ΚΠολ, που εφαρµόζονται, σύµφωνα µε το άρθρο 573 παρ.1 του ίδιου κώδικα, και στη διαδικασία της δίκης για την αναίρεση, προκύπτει ότι η παραίτηση από το δικόγραφο του ένδικου µέσου της αναίρεσης που έχει ασκηθεί κατ' άρθρο 495 παρ. 1 ΚΠολ ( και των πρόσθετων λόγων που έχουν ασκηθεί κατ' άρθρο 569 ΚΠολ ), ολική ή µερική (και ειδικότερα ως προς ορισµένους µόνο αναιρεσιβλήτους), µπορεί να γίνει, χωρίς συναίνεση του αντιδίκου του παραιτουµένου, πριν από την έναρξη της προφορικής συζήτησης της υπόθεσης, ή µε δικόγραφο που επιδίδεται στον αντίδικο του παραιτουµένου ή µε δήλωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά, είτε από τον ίδιο τον διάδικο είτε από τον κατ' άρθρ. 96 ΚΠολ πληρεξούσιο δικηγόρο του, ο οποίος µάλιστα δεν απαιτείται να έχει ειδική προς τούτο (για την παραίτηση από το δικόγραφο) πληρεξουσιότητα (αφού αυτή κατ' άρθ. 98 ΚΠολ απαιτείται για την παραίτηση από το σχετικό δικαίωµα), αρκούσης και της γενικής (άρθρ. 94 παρ. 1, 96 παρ. 1 ΚΠολ ). Η νοµότυπη ως άνω παραίτηση έχει ως συνέπεια ότι η αναίρεση θεωρείται ότι δεν ασκήθηκε και επιφέρει αντίστοιχη (ανάλογη µε το περιεχόµενο και την έκταση της) κατάργηση της δίκης, η παραίτηση δε που γίνεται κατά την συζήτηση µε δήλωση καταχωριζόµενη στα πρακτικά είναι έγκυρη, έστω και αν ο αναιρεσίβλητος, στον οποίο αφορά, δεν συµµετέχει, ούτε κλητεύθηκε να παραστεί στην συζήτηση, µη δηµιουργουµένου στην τελευταία περίπτωση απαραδέκτου της συζήτησης κατ' άρθ. 576 παρ.3 ΚΠολ λόγω µη κλήτευσής του. ΚΠολ : 94, 96, 98, 110, 294, 295, 297, 299, 495, 573, 576, Αίτηση αναίρεσης - Απαράδεκτο συζήτησης Αριθµός απόφασης: 1411 [12]

13 - Απαράδεκτο συζήτησης αίτησης αναίρεσης. - Από τις διατάξεις των άρθρων 94 παρ. 1, 96 παρ. 1, 97 παρ.1 και 104 ΚΠολ προκύπτει, ότι ο δικηγόρος που επισπεύδει τη συζήτηση της αναίρεσης, υπογράφοντας την απαιτούµενη κλήση και την παραγγελία προς το δικαστικό επιµελητή για την επίδοση, καθώς και εκείνος που εκπροσωπεί το διάδικο κατά τη συζήτησή της στον 'Αρειο Πάγο, πρέπει να είναι εφοδιασµένος µε σχετική πληρεξουσιότητα, η οποία παρέχεται από τον εκπροσωπουµένο διάδικο είτε µε συµβολαιογραφική πράξη, είτε µε έγγραφο της Αρχής, είτε µε προφορική δήλωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά ή στην έκθεση. Η έλλειψη της πληρεξουσιότητας, εξεταζοµένη και αυτεπαγγέλτως, έχει ως συνέπεια την ακυρότητα των πιο πάνω πράξεων της προδικασίας και τη µη προσήκουσα παράσταση του διαδίκου κατά τη συζήτηση. Από το συνδυασµό των αµέσως πιο πάνω διατάξεων µε εκείνες των άρθρων 568 παρ.4 και 576 παρ. 1 και 3 του ίδιου Κώδικα προκύπτει, ότι, αν κάποιος από τους διαδίκους δεν εµφανιστεί κατά τη συζήτηση της υπόθεσης ή εµφανιστεί, αλλά δεν λάβει µέρος µε τον τρόπο που ορίζει ο νόµος, ο Άρειος Πάγος εξετάζει αυτεπαγγέλτως ποιός επισπεύδει τη συζήτηση. Αν τη συζήτηση επισπεύδει ο απολειπόµενος διάδικος - ή ο µη παριστάµενος προσηκόντως διάδικος, - η τελευταία γίνεται σαν να ήταν παρόντες οι διάδικοι, εφόσον όµως ο πληρεξούσιός του, που υπέγραψε την κλήση ήταν νόµιµα διορισµένος πληρεξούσιος αυτού, εάν δε τη συζήτηση επισπεύδει ο αντίδικος του απολειποµένου διαδίκου - ή του µη παριστάµενου προσηκόντως διαδίκου, ο Άρειος Πάγος ερευνά, αν αυτός έχει κλητεύσει νόµιµα και εµπρόθεσµα τον τελευταίο. Εάν δεν συντρέχει καµιά από τις προϋποθέσεις αυτές, ο Άρειος Πάγος κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση ως προς όλους τους διαδίκους (ΟλΑΠ 9/2003, 2/1992). ΚΠολ : 94, 96, 97, 104, Αίτηση αναίρεσης - άρθρο 559 αριθ. 1 ΚΠολ Αριθµός απόφασης: Παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου. Ερµηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Μη λήψη υπόψη πραγµάτων. Μη λήψη υπόψη αποδεικτικών µέσων. - Κατά το άρθρο 559 αριθ. 1 εδ. α' του ΚΠολ, ιδρύεται λόγος αναίρεσης, όταν το δικαστήριο της ουσίας παραβίασε ευθέως κανόνα ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαµβάνονται και οι ερµηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ευθεία παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου υπάρχει, όταν το δικαστήριο, µε βάση τις παραδοχές του στη συγκεκριµένη περίπτωση, παρέλειψε να εφαρµόσει ένα ουσιαστικό κανόνα δικαίου, ο οποίος ήταν εφαρµοστέος ή εφάρµοσε ουσιαστικό κανόνα δικαίου, τον οποίο δεν έπρεπε να εφαρµόσει. Ειδικότερα, το δικαστήριο παραβιάζει τους ερµηνευτικούς κανόνες των δικαιοπραξιών, που εισάγουν οι διατάξεις των άρθρων 173 και 200 ΑΚ, όταν, µολονότι διαπιστώνει, έστω και έµµεσα, την ύπαρξη κενού ή αµφιβολίας στις δηλώσεις βούλησης των δικαιοπρακτούντων, συνακόλουθα δε, την ανάγκη συµπλήρωσης ή ερµηνείας αυτών, παραλείπει να προσφύγει για τη συµπλήρωση ή ερµηνεία τους στις διατάξεις των άρθρων 173 και 200 ΑΚ ή προσφεύγει στην εφαρµογή των διατάξεων αυτών και στη συµπλήρωση ή ερµηνεία της δικαιοπραξίας, µολονότι δέχεται, επίσης ανέλεγκτα, ότι η δικαιοπραξία είναι πλήρης και σαφής και δεν έχει ανάγκη συµπλήρωσης ή ερµηνείας. Οι ερµηνευτικοί [13]

14 κανόνες των δικαιοπραξιών παραβιάζονται ευθέως και όταν το ερµηνευτικό πόρισµα, στο οποίο, µετά από ερµηνεία της δικαιοπραξίας, κατέληξε το δικαστήριο δεν είναι σύµφωνο προς την καλή πίστη, αφού ληφθούν υπόψη και τα συναλλακτικά ήθη, ως στοιχεία προσδιοριστικά της καλής πίστης. - Κατά το άρθρο 559 αριθ. 8 εδ. β' του ΚΠολ, αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο παρά το νόµο δεν έλαβε υπόψη πράγµατα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ως πράγµατα, κατά την έννοια της διάταξης αυτής, νοούνται οι αυτοτελείς πραγµατικοί ισχυρισµοί των διαδίκων που συγκροτούν την ιστορική βάση και εποµένως θεµελιώνουν το αίτηµα αγωγής, ανταγωγής, ενστάσεως ή αντενστάσεως ή άλλης αίτησης ή ανταίτησης των διαδίκων για παροχή έννοµης προστασίας (ΟλΑΠ 25/2003, 3/97). Για να είναι ορισµένος ο λόγος αυτός αναίρεσης πρέπει να αναφέρονται στο αναιρετήριο "τα πράγµατα" που παρά το νόµο δεν έλαβε υπόψη το δικαστήριο, παρότι είχαν προταθεί νοµίµως από τον αναιρεσείοντα, καθώς και τα στοιχεία εκείνα από τα οποία θα κρινόταν αν τα "πράγµατα" είχαν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Στην προκειµένη περίπτωση, οι αναιρεσείουσες µε το δεύτερο λόγο της αίτησης αναίρεσης προσάπτουν στην προσβαλλόµενη απόφαση αιτίαση από το άρθρο 559 αριθ. 8 εδ. α' του ΚΠολ, ισχυριζόµενες ότι το Εφετείο παρά το νόµο δεν έλαβε υπόψη του τον προβληθέντα µε την έφεση τους ισχυρισµό ότι "οι ισχυρισµοί του αντιδίκου τους δεν είχαν επαναφερθεί νόµιµα στο Εφετείο, δηλαδή µε τον τρόπο που ορίζει η διάταξη του άρθρου 240 ΚΠολ ". Ο λόγος αυτός, όπως διατυπώνεται, είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, λόγω αοριστίας, διότι δεν προσδιορίζονται στο αναιρετήριο τα "πράγµατα" που προτάθηκαν από τις αναιρεσείουσες και τα οποία δεν έλαβε υπόψη του το Εφετείο, καθώς και τα στοιχεία εκείνα, από τα οποία προκύπτει, ότι, αν γίνονταν δεκτά, θα επηρέαζαν ευνοϊκά για τις αναιρεσείουσες το διατακτικό της προσβαλλόµενης απόφασης. - Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 11 περίπτωση γ' του ΚΠολ, ιδρύεται λόγος αναίρεσης και αν το δικαστήριο παρά το νόµο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά µέσα που οι διάδικοι επικαλέστηκαν και προσκόµισαν. Για την ίδρυση του λόγου αυτού αρκεί και η ύπαρξη αµφιβολιών για το αν λήφθηκε υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας συγκεκριµένο µέσο απόδειξης. εν γεννάται, όµως ο λόγος αυτός, αν από τη γενική µνεία ότι λήφθηκαν υπόψη όλα τα κατ' είδος έστω αναφερόµενα αποδεικτικά µέσα, σε συνδυασµό µε το υπόλοιπο περιεχόµενο της απόφασης, καθίσταται βέβαιο, ότι λήφθηκε υπόψη συγκεκριµένο αποδεικτικό µέσο που επικαλείται ο αναιρεσείων. ΚΠολ : 559 αριθ. 1, 559 αριθ. 8, 559 αριθ. 11γ, ΑΚ: 173, 200, Αίτηση αναίρεσης - άρθρο 559 αριθ. 1 ΚΠολ Αριθµός απόφασης: Ερµηνευτικοί κανόνες δικαιοπραξιών. Παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου. Μη λήψη υπόψη πραγµάτων. Παραβίαση πραγµάτων που έχουν ουσιώδη επίδραση στη δίκη, ως αληθινών, χωρίς απόδειξη. Μη λήψη υπόψη αποδεικτικών µέσων.παραµόρφωση εγγράφου. Έλλειψη νόµιµης βάσης. - Oι γενικοί κανόνες που τίθενται από τα άρθρα 173 και 200 ΑΚ, οι οποίοι αφορούν την αναζήτηση κατά την ερµηνεία των δικαιοπραξιών της αληθινής βούλησης των [14]

15 µερών χωρίς προσήλωση στις λέξεις και την ερµηνεία των συµβάσεων όπως απαιτεί η καλή πίστη, αφού ληφθούν υπόψη και τα συναλλακτικά ήθη, εφαρµόζονται µόνο στην περίπτωση κατά την οποία το δικαστήριο διέγνωσε, έστω και έµµεσα, κατά την ανέλεγκτη κρίση του, κενό ή αµφιβολία στις δηλώσεις των συµβαλλοµένων. Εξάλλου, κατά το άρθρο 559 αριθ. 1 περ. β' του ΚΠολ, η παράβαση των διδαγµάτων της κοινής πείρας δηµιουργεί λόγο αναίρεσης, αν το δικαστήριο της ουσίας παρέβη δίδαγµα της κοινής πείρας, που αφορά την ερµηνεία κανόνα ουσιαστικού δικαίου, ή την υπαγωγή των πραγµατικών περιστατικών σ" αυτόν, για να είναι δε ορισµένος ο λόγος αυτός θα πρέπει να αναφέρονται τα διδάγµατα της κοινής πείρας που παραβιάστηκαν µε την εσφαλµένη χρησιµοποίηση ή παράλειψη χρησιµοποιήσεως αυτών για την ανεύρεση της αληθινής έννοιας κανόνα δικαίου, ή για την υπαγωγή σε αυτόν των πραγµατικών γεγονότων. - Ως πράγµατα, τα οποία, αν παρά το νόµο λήφθηκαν ή δεν λήφθηκαν υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας, ιδρύεται ο από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθµ. 8 ΚΠολ αναιρετικός λόγος, νοούνται οι νόµιµοι, παραδεκτοί, ορισµένοι και λυσιτελείς πραγµατικοί ισχυρισµοί των διαδίκων που τείνουν στη θεµελίωση αγωγής, ανταγωγής, ένστασης ή αντένστανσης, όχι δε και οι µη νόµιµοι, απαράδεκτοι, αόριστοι και αλυσιτελείς ισχυρισµοί, οι οποίοι δεν ασκούν επίδραση στην έκβαση της δίκης και στους οποίους το δικαστήριο δεν υποχρεούται να απαντήσει (ΟλΑΠ 14/2004), ούτε οι αρνητικοί ισχυρισµοί που συνέχονται µε την ιστορική βάση της αγωγής, ένστασης ή αντένστασης και αποτελούν αιτιολογηµένη άρνηση καθεµιάς εξ αυτών, αφού αυτοί αποκρούονται µε την παραδοχή ως βάσιµων των θεµελιωτικών της αγωγής, ένστασης ή αντένστασης γεγονότων, ούτε τα επιχειρήµατα, νοµικά ή πραγµατικά τα οποία αντλούνται από το νόµο ή την εκτίµηση των αποδείξεων. Επίσης, ο λόγος αυτός δεν ιδρύεται, αν ο ισχυρισµός λήφθηκε υπόψη και απορρίφθηκε για οποιοδήποτε λόγο, τυπικό ή ουσιαστικό, γεγονός που συµβαίνει και όταν η απόφαση περιέχει παραδοχές αντίθετες µε τον ισχυρισµό (ΟλΑΠ 25/2003). - Από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθµ. 10 του ΚΠολ, που ορίζει ότι αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο παρά το νόµο δέχτηκε πράγµατα που έχουν ουσιώδη επίδραση στη δίκη, ως αληθινά, χωρίς απόδειξη, προκύπτει ότι ο λόγος αυτός αναιρέσεως ιδρύεται, όταν το δικαστήριο δέχεται πράγµατα, δηλαδή αυτοτελείς ισχυρισµούς, οι οποίοι τείνουν σε θεµελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση του δικαιώµατος που ασκείται µε την αγωγή, ένσταση ή αντένσταση, χωρίς να έχει προσαχθεί οποιαδήποτε απόδειξη για τα πράγµατα αυτά, ή όταν δεν εκθέτει στην απόφαση του από ποια αποδεικτικά µέσα άντλησε την σχετική αποδεικτική κρίση. - Ο αναιρετικός λόγος του αριθµού 11γ του άρθρου 559 ΚΠολ δηµιουργείται αν το δικαστήριο της ουσίας παρέλειψε να λάβει υπόψη του κατά τη διαµόρφωση της αποδεικτικής του κρίσης, αποδεικτικά µέσα που παραδεκτώς και νοµίµως επικαλέσθηκαν οι διάδικοι και τα οποία ήταν χρήσιµα προς άµεση ή έµµεση απόδειξη πραγµατικών γεγονότων µε ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, δηλαδή στο διατακτικό της προσβαλλόµενης απόφασης (ΟλΑΠ 42/2002). Ο λόγος είναι αβάσιµος κατ' ουσίαν, όταν το δικαστήριο βεβαιώνει στην απόφαση του ότι έλαβε υπόψη τα συγκεκριµένα αποδεικτικά µέσα για τα οποία προτείνεται ο αναιρετικός λόγος ή ότι έλαβε υπόψη όλα τα µε επίκληση προσκοµιζόµενα έγγραφα, έστω και χωρίς στην απόφαση να γίνεται ειδική µνεία και χωριστή αξιολόγηση του καθενός από αυτά, εκτός εάν, παρά τη βεβαίωση αυτή, από το περιεχόµενο της αποφάσεως και ιδίως από τις αιτιολογίες, καταλείπονται αµφιβολίες για τη συνεκτίµηση όλων ή ορισµένων εγγράφων, οπότε είναι ουσιαστικά βάσιµος ο ως άνω λόγος. - Προϋπόθεση για την ίδρυση του από το άρθρο 559 αριθ. 20 λόγου αναίρεσης για παραµόρφωση εγγράφου, είναι η ύπαρξη διαγνωστικού σφάλµατος - λάθους "στην ανάγνωση" του κειµένου του εγγράφου (ΟλΑΠ 1/1999). Αντίθετα, ο λόγος δεν [15]

16 ιδρύεται, όταν αναφέρεται στην εκτίµηση από το δικαστήριο της ουσίας του περιεχοµένου του εγγράφου, προς συναγωγή αποδεικτικού συµπεράσµατος, διαφορετικού από εκείνο το οποίο θεωρεί ορθό ο αναιρεσείων, γιατί τότε πρόκειται για εκτίµηση αποδείξεων που δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο. - Κατά την έννοια του άρθρου 559 αρ. 19 ΚΠολ, ανεπαρκής ή αντιφατική αιτιολογία, που έχει ως συνέπεια την αναίρεση για έλλειψη νόµιµης βάσης, υπάρχει όταν από το αιτιολογικό της αποφάσεως δεν προκύπτουν κατά τρόπο επαρκή και χωρίς αντιφάσεις τα πραγµατικά περιστατικά, τα οποία, σύµφωνα µε το νόµο, είναι αναγκαία για τη θεµελίωση του κανόνα δικαίου που εφαρµόσθηκε, σε αντιδιαστολή µε τις υπάρχουσες ελλείψεις, αναγόµενες στην εκτίµηση των αποδείξεων, εφόσον το εξ αυτών πόρισµα εκτίθεται σαφώς. Για τη διαδικαστική πληρότητα του λόγου αυτού πρέπει να αναφέρεται σε τι συνίσταται η έλλειψη νόµιµης βάσης (παντελής έλλειψη, ανεπάρκεια ή αντιφατικότητα) των αιτιολογιών της αναιρεσιβαλλόµενης απόφασης και ειδικότερα όταν προβάλλεται αιτίαση για ανεπαρκείς αιτιολογίες, πρέπει να προσδιορίζεται στο αναιρετήριο, ποια επί πλέον περιστατικά έπρεπε να αναφέρονται ώστε να είναι επαρκής η αιτιολογία, χωρίς να αρκούν γενικές εκφράσεις για "ανεπάρκεια" (ΟλΑΠ 32/1996, 20/2005), καθώς και το ζήτηµα που ασκεί ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης και ως προς το οποίο, κατά τον αναιρεσείοντα, η απόφαση δεν έχει νόµιµη βάση. ΑΚ: 173, 200, ΚΠολ : 559 αριθ. 1, 559 αριθ. 8, 559 αριθ. 10, 559 αριθ. 11γ, 559 αριθ. 19, 559 αριθ. 20, Αίτηση αναίρεσης - άρθρο 559 αριθ. 1 ΚΠολ Αριθµός απόφασης: Παραβίαση κανόνων ουσιαστικού δικαίου. Ερµηνευτικοί κανόνες δικαιοπραξιών. Παραµόρφωση του περιεχοµένου εγγράφου. Μη λήψη υπόψη πραγµάτων που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Παρά το νόµο κήρυξη ή µη ακυρότητας, έκπτωσης από δικαίωµα ή απαράδεκτο. - Η παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου που προβλέπεται ως λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 559 αριθµ. 1 ΚΠολ, είναι δυνατό να έχει ως περιεχόµενο την αιτίαση ότι παραβιάσθηκε ορισµένος κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, µε αποτέλεσµα η αγωγή ή η ένσταση να γίνει δεκτή ή να απορριφθεί κατ' ουσίαν. Για να είναι όµως ορισµένος ο αναιρετικός αυτός λόγος και ως εκ τούτου να καθίσταται εφικτός ο αναιρετικός έλεγχος, πρέπει να καθορίζονται µε σαφήνεια ο κανόνας του ουσιαστικού δικαίου που φέρεται ότι παραβιάσθηκε, οι σχετικές παραδοχές του δικαστηρίου της ουσίας και το ερµηνευτικό ή υπαγωγικό σφάλµα αυτού. Είναι αυτονόητο ότι τα στοιχεία αυτά πρέπει να εξειδικεύονται σε σχέση µε καθένα από τους κανόνες ουσιαστικού δικαίου που φέρονται ότι παραβιάσθηκαν, όταν αυτοί είναι περισσότεροι από ένας. - Οι γενικοί ερµηνευτικοί κανόνες των άρθρων 173 και 200 ΑΚ εφαρµόζονται σε κάθε περίπτωση που υφίσταται κενό στη σύµβαση και γενικά στη δικαιοπραξία ή γεννιέται αµφιβολία για την έννοια των δηλώσεων βούλησης. Παραβιάζονται δε οι διατάξεις των άρθρων αυτών στην περίπτωση που το δικαστήριο της ουσίας, παρά τη διαπίστωση, έστω και έµµεση, κενού ή αµφιβολίας για την έννοια της δικαιοπραξίας, [16]

17 είτε παραλείπει να προσφύγει σ' αυτές για να διαπιστώσει την αληθινή βούληση των δικαιοπρακτησάντων, ή δεν παραθέτει στην απόφαση του τα πραγµατικά στοιχεία από τα οποία προκύπτει η εφαρµογή των διατάξεων αυτών, είτε προβαίνει σε κακή εφαρµογή τους. - Κατά το άρθρο 559 αριθ. 20 ΚΠολ, παραµόρφωση του περιεχοµένου εγγράφου, που συνεπάγεται την αναίρεση της απόφασης, υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει στο έγγραφο περιεχόµενο διαφορετικό από εκείνο που διαλαµβάνεται σ' αυτό και όχι όταν, µετά από εκτίµηση του περιεχοµένου του, όπως έχει πραγµατικά, οδηγείται σε κρίση, ανέλεγκτη κατά το άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολ, διαφορετική από εκείνη την οποία ο αναιρεσείων, που προβάλλει ότι παραµορφώθηκε το περιεχόµενο του, θεωρεί ως σωστή. Γενικά ο λόγος αυτός αναιρέσεως συντρέχει όταν έγινε σφάλµα διαγνωστικό, δηλαδή λάθος στην ανάγνωση του εγγράφου µε την παραδοχή ως περιεχοµένων σ' αυτό περιστατικών κατάδηλα διαφορετικών από εκείνα που πραγµατικά διαλαµβάνονται και όχι όταν υπάρχει σφάλµα στην εκτίµηση του περιεχοµένου του, το οποίο αναγνώσθηκε ορθά για τη συναγωγή αποδεικτικού συµπεράσµατος. - Ο λόγος αναιρέσεως, που προβλέπεται από τον αριθµό 8 του άρθρου 559 ΚΠολ ιδρύεται και όταν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη πραγµάτων που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ως "πράγµατα" νοούνται οι αυτοτελείς ισχυρισµοί, που τείνουν στη θεµελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση του ασκουµένου µε την αγωγή δικαιώµατος. εν ιδρύεται όµως ο λόγος αυτός αν το δικαστήριο έλαβε υπόψη τον ισχυρισµό και τον απέρριψε για οποιοδήποτε λόγο, τυπικό ή ουσιαστικό. - Κατά το άρθρο 559 αρ. 14 ΚΠολ ιδρύεται λόγος αναίρεσης, αν το δικαστήριο της ουσίας παρά το νόµο κήρυξε ή δεν κήρυξε ακυρότητα, έκπτωση από δικαίωµα ή απαράδεκτο. Ο λόγος αυτός αναφέρεται σε ακυρότητες, δικαιώµατα ή απαράδεκτα από το δικονοµικό µόνο δίκαιο. Εξ άλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 269 και 527 ΚΠολ προκύπτει ότι η προβολή στο εφετείο από τον εκκαλούντα µε την έφεση νέων ισχυρισµών µη προταθέντων στο πρωτοβάθµιο δικαστήριο είναι απαράδεκτη, εκτός αν γίνεται επίκληση συνδροµής προϋπόθεσης από το άρθρο 269 παρ.2 ΚΠολ. ΑΚ: 173, 200, 202, 207, 288, 421, ΚΠολ : 559 αριθ. 1, 559 αριθ. 8, 559 αριθ. 14, 559 αριθ. 20, Αίτηση αναίρεσης - άρθρο 559 αριθ. 11 ΚΠολ Αριθµός απόφασης: Παρά τον νόµο λήψη υπόψη αποδείξεων που δεν προσκοµίσθηκαν. Αναιρείται η προσβαλλόµενη απόφαση. - Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 παρ. 11 εδαφ. β ΚΠολ αναίρεση επιτρέπεται και αν το ικαστήριο παρά τον νόµο έλαβε υπόψη αποδείξεις που δεν προσκοµίσθηκαν. Ο λόγος αυτός αναιρέσεως, σύµφωνα µε την εκτεθείσα διατύπωση της άνω διατάξεως, ιδρύεται αν η προσβαλλοµένη απόφαση στηρίχθηκε σε κάποιο αποδεικτικό µέσο του οποίου έγινε µόνο επίκληση όχι και προσκοµιδή. Κατά την αληθή έννοια της διατάξεως αυτής, που προκύπτει από το συνδυασµό της προς τις διατάξεις των άρθρων 106, 237 παρ. 1 στοιχ. β', 346 και 453 παρ. 1 ΚΠολ, ως αποδείξεις που προσκοµίστηκαν νοούνται εκείνες των οποίων έγινε σαφής και [17]

18 ορισµένη επίκληση µε τις προτάσεις του διαδίκου που τις προσκόµισε. Σαφής και ορισµένη είναι η επίκληση εγγράφου όταν είναι ειδική και από αυτήν προκύπτει η ταυτότητά του. Μπορεί δε η επίκληση αυτή να γίνει είτε µε τις προτάσεις της συζήτησης, µετά την οποία εκδόθηκε η απόφαση, είτε µε αναφορά δια των προτάσεων αυτών σε συγκεκριµένο µέρος των προσκοµιζόµενων προτάσεων προηγούµενης συζήτησης, όπου γίνεται σαφής και ορισµένη επίκληση του εγγράφου, κατ' ανάλογη εφαρµογή του άρθρου 240 ΚΠολ. Η διάταξη αυτή αναφέρεται στον τρόπο επαναφοράς "ισχυρισµών", έχει όµως εφαρµογή και για την επίκληση αποδεικτικών µέσων, λόγω της ταυτότητας του νοµικού λόγου. εν είναι συνεπώς νόµιµη η κατ' έφεση επίκληση εγγράφου, προς άµεση ή έµµεση απόδειξη, όταν στις προτάσεις ενώπιον του Εφετείου περιέχεται γενική µόνο αναφορά σε όλα τα έγγραφα που ο διάδικος είχε επικαλεστεί και προσαγάγει πρωτοδίκως, χωρίς παραποµπή σε συγκεκριµένα µέρη των επανυποβαλλόµενων πρωτόδικων προτάσεων όπου περιέχεται σαφής και ορισµένη επίκληση του εγγράφου (ΟλΑΠ 9/2000). ΚΠολ : 106, 237, 346, 453, 559 αριθ. 11β, Αίτηση αναίρεσης - άρθρο 559 αριθ. 11 ΚΠολ Αριθµός απόφασης: Λήψη υπόψη ανεπίτρεπτου αποδεικτικού µέσου. Ένορκες βεβαιώσεις. Λήψη υπόψη περισσοτέρων των τριών ενόρκων βεβαιώσεων για κάθε διάδικο. Αναιρείται η προσβαλλόµενη απόφαση. - Στο άρθρο 270 παρ. 2 εδ. γ' ΚΠολ ορίζεται ότι "ενώπιον των πρωτοβάθµιων δικαστηρίων... ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον ειρηνοδίκη ή συµ/φου ή προξένου λαµβάνονται υπόψη το πολύ τρεις για κάθε πλευρά και µόνο αν έχουν δοθεί ύστερα από κλήτευση του αντιδίκου δύο τουλάχιστον εργάσιµες ηµέρες πριν από τη βεβαίωση και αν πρόκειται να δοθούν στην αλλοδαπή, οκτώ τουλάχιστον ηµέρες πριν από αυτή. Για την αντίκρουση ένορκων βεβαιώσεων επιτρέπεται η προσκοµιδή, µέσα στην προθεσµία της παραγράφου 3 του άρθρου 237, πρόσθετων βεβαιώσεων, το πολύ ίσου αριθµού προς τις αντικρουόµενες". Η λήψη υπόψη ανεπιτρέπτου κατά νόµο αποδεικτικού µέσου, όπως είναι και οι υπεράριθµες (πέραν των τριών) ένορκες βεβαιώσεις, ιδρύει τον από το άρθρο 559 αρ. 11 περίπτωση α' του ΚΠολ λόγο αναιρέσεως. - Εφόσον δεν έγινε νόµιµη επίκληση από τον αναιρεσίβλητο των 14 ενόρκων βεβαιώσεων, το Εφετείο µε το να λάβει υπόψη, µε την προσβαλλόµενη απόφασή του, τις πέραν των έξι από αυτές (οι τρείς τελευταίες προς αντίκρουση ενόρκων βεβαιώσεων του αναιρεσείοντος) για την ανταπόδειξη του ασκούντος ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης αγωγικού ισχυρισµού του αναιρεσείοντος, για προσβολής της προσωπικότητάς του µε µαγνητοφώνηση συνοµιλιών του χωρίς συγκατάθεσή του, από τον αναιρεσίβλητο, αφενός µεν έλαβε υπόψη µη επιτρεπόµενα από το νόµο αποδεικτικά µέσα, αφετέρου δε παρά το νόµο δεν κήρυξε έκπτωση από το δικαίωµα του αναιρεσιβλήτου να επικαλεσθεί και προσκοµίσει τις εν λόγω ένορκες βεβαιώσεις, οι δε σχετικοί δεύτερος και τρίτος από το άρθρο 559 αρ. 11 α και 14 του ΚΠολ λόγοι αναιρέσεως είναι βάσιµοι. ΚΠολ : 270, 559 αριθ. 11, 559 αριθ. 14, [18]

19 Αίτηση αναίρεσης - άρθρο 559 αριθ. 11 περ. γ ΚΠολ Αριθµός απόφασης: Μη λήψη υπόψη αποδεικτικών µέσων. Ένορκες βεβαιώσεις. Παραβίαση ορισµών του νόµου σχετικά µε τη δύναµη των αποδεικτικών µέσων. - Από τις διατάξεις των άρθρων 335 και 338 έως 341 ΚΠολ προκύπτει ότι το ικαστήριο για να σχηµατίσει την δικανική του πεποίθηση ως προς την βασιµότητα ή µη των προβαλλοµένων από τους διαδίκους πραγµατικών γεγονότων που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, υποχρεούται να λαµβάνει υπόψη όλα τα νόµιµα αποδεικτικά µέσα που επικαλούνται και προσκοµίζουν οι διάδικοι για άµεση και έµµεση απόδειξη χωρίς όµως να είναι ανάγκη να γίνεται ειδική µνεία και χωριστή αξιολόγηση του καθενός από αυτή. Βέβαια δεν αποκλείεται το ικαστήριο της ουσίας να µνηµονεύει και να εξαίρει µερικά από τα αποδεικτικά µέσα λόγω της κατά την ελεύθερη κρίση του µεγαλύτερης σηµασίας του, αρκεί να γίνεται αδιστάκτως βέβαιο από το όλο περιεχόµενο της αποφάσεως ότι συνεκτιµήθηκαν όλα τα αποδεικτικά µέσα που επικαλέσθηκαν και προσκόµισαν οι διάδικοι. Η παραβίαση της υποχρέωσης αυτής ιδρύει το λόγο αναιρέσεως του αριθµού 11γ' του άρθρου 559 ΚΠολ υπό την αποκλειστική προϋπόθεση ότι το πραγµατικό γεγονός που επικαλείται ο διάδικος ασκεί ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, αφού µόνο ένα τέτοιο ουσιώδες γεγονός καθίσταται αντικείµενο αποδείξεως (ΟλΑΠ 42/2002). - Για να ιδρυθεί ο από το άρθρο 559 αρθ. 11 γ' λόγος αναιρέσεως για µη λήψη υπόψη από το δ/ριο της ουσίας ενόρκου βεβαιώσεως ενώπιον συµ/φου ή Ειρηνοδίκου ή Προξένου ως ιδιαιτέρου κατά το άρθρο 270 παρ.2 ΚΠολ αποδεικτικού µέσου, απαιτείται νόµιµη επίκληση αυτού µε τις προτάσεις κατά την συζήτηση µετά την οποίαν εκδόθηκε η αναιρεσιβαλλόµενη απόφαση. Για να είναι δε νόµιµη η επίκληση αυτή πρέπει να γίνεται στις προτάσεις αυτές και επίκληση των αναγκαίων για το νόµιµο αυτής ως ιδιαιτέρου αποδεικτικού µέσου κατά το άρθρο 270 ΚΠολ στοιχείων και δη υπό τα στο τελευταίο οριζόµενα, και ότι αυτή έγινε ύστερα από κλήτευση του αντιδίκου προ δύο (2) εργάσιµων ηµερών τουλάχιστον πριν από τη βεβαίωση και αν επρόκειται να δοθεί στην αλλοδαπή, οκτώ (8) τουλάχιστον ηµέρες πριν από αυτή ή ότι ο τελευταίος παραστάθηκε µε τρόπο ώστε η από την έλλειψη της κλήτευσης ακυρότητα να θεραπεύεται και να εκτίθεται για ποίου ισχυρισµού την απόδειξη ή ανταπόδειξη έγινε η επίκληση και προσκοµιδή (ΑΠ 851/2007, ΑΠ 2058/2007). - Η κρίση του ικαστηρίου της ουσίας για ύπαρξη κενού στην δικαιοπρακτική δήλωση βουλήσεως ή ασάφειας στη διατύπωση αυτής και για το λόγο αυτό περιπτώσεως προσφυγής στους ερµηνευτικούς κανόνες των άρθρων 173 και 200 ΑΚ για την συµπλήρωση του κενού ή άρση της ασάφειας δεν υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου, εκτός αν από όσα το ικαστήριο, εκείνο δέχεται, δεν διευκρινίζεται η θέση στο ζήτηµα αν υπάρχει κενό ή ασάφεια της παραπάνω φύσεως, αφού από την καταφατική ή αποφατική απάντηση σε αυτό προσδιορίζεται το εφαρµόσιµο ή όχι των παραπάνω ερµηνευτικών κανόνων. - Κατά το άρθρο 340 ΚΠολ, ο δικαστής υποχρεούται προς µόρφωση της πεποιθήσεως του περί των αποδεικτέων πραγµατικών περιστατικών να λαµβάνει υπόψη όλα τα από τους διαδίκους επικαλούµενα σχετικώς και προσκοµιζόµενα αποδεικτικά µέσα, µεταξύ των οποίων κατά άρθρο 339 ΚΠολ και η εξέταση του [19]

20 διαδίκου, η οποία αποτελεί ίδιο αποδεικτικό µέσα σαφώς διαστελλόµενη από τα λοιπά αποδεικτικά µέσα. Συνεπώς ο δικαστής την εξέταση του διαδίκου εφόσον έγινε επίκληση και προσκοµιδή από κάποιο διάδικο οφείλει να την λάβει υπόψη και να την συνεκτιµήσει µε τις λοιπές αποδείξεις, κατά την στο άρθρο 360 παρ. 1 ΚΠολ γενοµένη διαστολή από απόψεως αποδεικτικής της ισχύος, κάνοντας ειδική γι' αυτή µνεία µέσα στην απόφαση του (ΑΠ 1594/2007). - Κατά τη διάταξη του αριθ. 12 του άρθρου 559 ΚΠολ σε συνδυασµό προς τα άρθρα 340 και 561 παρ. 1 ίδιου Κώδικος, προκύπτει ότι ο προβλεπόµενος από αυτήν λόγος αναιρέσεως ιδρύεται αν παραβιάσθηκαν ορισµοί του νόµου µε τους οποίους καθιερώνεται κατ' εξαίρεση ιδιαίτερη βαρύτητα των αποδεικτικών µέσων κατά τα άρθρα 352 παρ. 2, 438 και 439 ΚΠολ και όχι όταν αυτά εκτιµώνται ελευθέρως κατά τον κανόνα του άρθρου 340 ΚΠολ οπότε η εκτίµηση τους δεν υπόκειται στον αναιρετικό έλεγχο (ΑΠ 1131/2007, ΑΠ 926/2007). Αίτηση αναίρεσης - άρθρο 559 αριθ. 11 περ. γ ΚΠολ Αριθµός απόφασης: Μη λήψη υπόψη αποδεικτικών µέσων. Παραµόρφωση περιεχοµένου εγγράφου. Αοριστία λόγων αναίρεσης. - Ο λόγος αναίρεσης από τον αριθµό 11 περίπτ.γ' του άρθρου 559 ΚΠολ, κατά τον οποίο επιτρέπεται αναίρεση αν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά µέσα που οι διάδικοι επικαλέστηκαν και προσκόµισαν, ελέγχεται ουσιαστικά αβάσιµος, αν αποδεικνύεται από την προσβαλλόµενη απόφαση, ότι το δικαστήριο της ουσίας έλαβε υπόψη όλα τα αποδεικτικά µέσα που επικαλέστηκαν και προσκόµισαν οι διάδικοι προς απόδειξη των ισχυρισµών τους. Προς τούτο αρκεί η γενική αναφορά του είδους του αποδεικτικού µέσου (µάρτυρες, έγγραφα κλπ), που έλαβε υπόψη του το δικαστήριο, χωρίς την ανάγκη ειδικής µνείας και αξιολόγησης εκάστου και χωρίς διάκριση από ποια αποδεικτικά µέσα προκύπτει άµεση και από ποια έµµεση απόδειξη. Για την ίδρυση του αναιρετικού αυτού λόγου απαιτείται όχι µόνο η προσκοµιδή, αλλά και η σαφής και ορισµένη επίκληση των αποδεικτικών µέσων στο δικαστήριο της ουσίας από µέρους του αναιρεσείοντα (ΟλΑΠ 14/2005), µε τις προτάσεις του της συζήτησης µετά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόµενη απόφαση (ΟλΑΠ 498/1978). - Ο προβλεπόµενος από τον αριθµό 20 του άρθρου 559 ΚΠολ λόγος αναίρεσης για παραµόρφωση εγγράφου συνίσταται στο διαγνωστικό λάθος της απόδοσης από το δικαστήριο της ουσίας σε αποδεικτικό, µε την έννοια των άρθρων 339 και 432 ΚΠολ, έγγραφο, περιεχοµένου καταδήλως διαφορετικού από το αληθινό, εξαιτίας του οποίου καταλήγει σε πόρισµα επιζήµιο για τον αναιρεσείοντα. εν περιλαµβάνει όµως και στην περίπτωση που το δικαστήριο, από την εκτίµηση και αξιολόγηση του αληθινού περιεχοµένου του εγγράφου, έστω και εσφαλµένα, καταλήγει σε συµπέρασµα αντίθετο από εκείνο που θεώρησε ως ορθό ο αναιρεσείων, γιατί τότε πρόκειται για αιτίαση σχετική µε την εκτίµηση πραγµάτων, η οποία δεν ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο. Πρέπει δε την παραπάνω επιζήµια κρίση του για τον αναιρεσείοντα να σχηµάτισε το δικαστήριο αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο από το έγγραφο που φέρεται ως παραµορφωµένο, προϋπόθεση, η οποία δεν συντρέχει, όταν [20]

21 το εν λόγω έγγραφο εκτιµήθηκε µαζί µε άλλα αποδεικτικά µέσα, χωρίς να εξαίρεται η σηµασία του σε σχέση µε το πόρισµα για την αλήθεια ή αναλήθεια του γεγονότος που αποδείχθηκε, γιατί στην τελευταία αυτή περίπτωση δεν είναι δυνατή η εξακρίβωση της ιδιαίτερης αποδεικτικής σηµασίας του. Εξάλλου ως έγγραφα, µε την έννοια των αναφερόµενων στα άρθρα 339 και 432 ΚΠολ ως αποδεικτικών µέσων, δεν θεωρούνται τα διαδικαστικά, όπως είναι λ.χ. τα πρακτικά της δίκης ή οι εισηγητικές εκθέσεις, που περιέχουν τις µαρτυρικές καταθέσεις. Για τη θεµελίωση του αµέσως πιο πάνω αναιρετικού λόγου απαιτείται η προσκοµιδή από τον αναιρεσείοντα στον Άρειο Πάγο του εγγράφου, το οποίο, κατά τους ισχυρισµούς του, φέρεται ότι παραµορφώθηκε, προκειµένου να εκτιµηθεί, σύµφωνα µε το άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολ, το περιεχόµενό του ως προς τη διαπίστωση της βασιµότητας του σφάλµατος του δικαστηρίου της ουσίας. ιαφορετικά ο ερευνώµενος αναιρετικός λόγος είναι απορριπτέος ως αβάσιµος (ή αναπόδεικτος). - Από τις διατάξεις των άρθρων 118 αριθ. 4, 566 παρ.1 και 577 παρ. 3 ΚΠολ προκύπτει, ότι στο έγγραφο της αναίρεσης πρέπει να αναφέρεται κατά τρόπο σαφή, ορισµένο και ευσύνοπτο η νοµική πληµµέλεια που αποδίδεται στο δικαστήριο της ουσίας, ώστε να είναι δυνατόν να διαπιστωθεί αν και ποιό λόγο αναίρεσης, από τους περιοριστικώς αναφεροµένους στο άρθρο 559 ΚΠολ, θεµελιώνει η προβαλλόµενη αιτίαση. Ειδικά, για να είναι ορισµένος ο λόγος αναίρεσης µε τον οποίο προβάλλεται η αιτίαση, ότι η απόφαση δεν έχει νόµιµη βάση, πρέπει να διαλαµβάνει τις πραγµατικές παραδοχές της απόφασης ή τη µνεία ότι αυτή στερείται παντελώς αιτιολογίες και εξειδίκευση του σφάλµατος του δικαστηρίου, δηλαδή ποια επιπλέον περιστατικά έπρεπε να αναφέρονται στην απόφαση ή ως προς τι υπάρχει έλλειψη αιτιολογίας και, αν πρόκειται για αντιφατικές ή ανεπαρκείς αιτιολογίες, σε τί συνίσταται η αντίφαση, από ποια αντιτιθέµενα µέρη των αιτιολογιών προκύπτει και σε τί συνίσταται η ανεπάρκειά τους, ποιο, δηλαδή, στοιχείο αναγκαίο για την επάρκειά τους λείπει (ΟλΑΠ 27/1998 και 32/1996). Γενικές εκφράσεις για ανεπάρκεια ή αντιφατικότητα των αιτιολογιών της αναιρεσιβαλλόµενης απόφασης δεν αρκούν, όπως, επίσης, δεν αρκούν οι όλως περιορισµένες, µεµονωµένες και κατ' επιλογήν αποσπασµατικές παραδοχές της απόφασης. ΚΠολ : 559 αριθ. 11γ, 559 αριθ. 19, 559 αριθ. 20, Αίτηση αναίρεσης - άρθρο 559 αριθ. 11 περ. γ ΚΠολ Αριθµός απόφασης: Μη λήψη υπόψη αποδεικτικών µέσων. Αναιρείται η προσβαλλόµενη απόφαση (άρθ. 559 αριθ. 11γ). ιεκδικητική αγωγή ακινήτου. - Από το συνδυασµό των διατάξεων των άρθρων 335, και 346 ΚΠολ προκύπτει, ότι το δικαστήριο της ουσίας, προκειµένου να σχηµατίσει τη δικανική του πεποίθηση για τη βασιµότητα των πραγµατικών ισχυρισµών των διαδίκων, που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, υποχρεούται να λαµβάνει υπόψη όλα τα αποδεικτικά µέσα που επικαλούνται και προσκοµίζουν οι διάδικοι, η παράβαση δε της υποχρέωσης αυτής του δικαστηρίου ιδρύει τον αναιρετικό λόγο από τον αριθµό 11 περίπτ. γ' του άρθρου 559 ΚΠολ. Για την ίδρυση του αναιρετικού αυτού λόγου απαιτείται όχι µόνο η προσκοµιδή, αλλά και η σαφής και ορισµένη επίκληση των αποδεικτικών µέσων στο δικαστήριο της ουσίας από µέρους του [21]

22 αναιρεσείοντα (ΟλΑΠ 14/2005), µε τις προτάσεις του της συζήτησης µετά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόµενη απόφαση (ΟλΑΠ 498/1978). Απαιτείται, επίσης, να προσδιορίζεται στο αναιρετήριο ο ισχυρισµός, το βάσιµο του οποίου θα αποδεικνυόταν µε τα εν λόγω αποδεικτικά µέσα και ο λόγος για τον οποίο ο ισχυρισµός αυτός ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. ΚΠολ : 335, 338, 339, 340, 346, 559 αριθ. 11γ, Αίτηση αναίρεσης - άρθρο 559 αριθ. 11 περ. γ ΚΠολ Αριθµός απόφασης: Μη λήψη υπόψη αποδεικτικών µέσων. Ένορκες βεβαιώσεις. Αναιρείται η προσβαλλόµενη απόφαση. - Από τα άρθρα 335, 338 έως 341 και 346 ΚΠολ προκύπτει ότι το ικαστήριο για το σχηµατισµό της κρίσης του ως προς τους πραγµατικούς ισχυρισµούς που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, υποχρεούται να λαµβάνει υπόψη όλα τα αποδεικτικά µέσα που επικαλούνται και προσκοµίζουν νοµίµως οι διάδικοι, µεταξύ των οποίων, στις υποθέσεις που δικάζονται κατά τη διαδικασία των άρθρων 664 επ. του ΚΠολ, περιλαµβάνονται και οι ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον του Ειρηνοδίκη ή συµβολαιογράφου, που έγιναν νοµοτύπως, κατά το άρθρο 671 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, δηλαδή ύστερα από προηγούµενη κλήτευση του αντιδίκου πριν από είκοσι τέσσερις τουλάχιστον ώρες. Οι βεβαιώσεις αυτές αποτελούν ιδιαίτερο και αυτοτελές αποδεικτικό µέσο, σε σχέση µε τους µάρτυρες και τα έγγραφα. Εποµένως µόνη η µνεία στην απόφαση του ουσιαστικού δικαστηρίου, ότι ελήφθησαν υπόψη τα έγγραφα που οι διάδικοι επικαλέστηκαν και προσκόµισαν, δεν αποδεικνύει και ότι ελήφθησαν υπόψη και οι ένορκες βεβαιώσεις, τις οποίες οι ίδιοι είχαν επικαλεστεί και προσκοµίσει. Θεωρείται δε ότι το αποδεικτικό µέσο του οποίου έγινε νόµιµη επίκληση, έχει και προσκοµιστεί, εφόσον η απόφαση δεν βεβαιώνει το αντίθετο. Εάν το ικαστήριο δεν συνεκτιµήσει όλα τα αποδεικτικά µέσα που προσκόµισαν οι διάδικοι, ιδρύεται λόγος αναίρεσης εκ του άρθρου 559 αριθ. 11 γ' ΚΠολ. ΚΠολ : 335, 338, 341, 346, 559 αριθ. 11γ, 664 επ., 671 επ., Αίτηση αναίρεσης - άρθρο 559 αριθ. 11 περ. γ ΚΠολ Αριθµός απόφασης: Μη λήψη υπόψη αποδεικτικών µέσων. Ένορκες βεβαιώσεις. ικαστικά τεκµήρια. - Από τα άρθρα 339 και 395 ΚΠολ προκύπτει ότι δικαστικά τεκµήρια µπορούν να συναχθούν και από ένορκη βεβαίωση µάρτυρα ενώπιον ειρηνοδίκη ή συµβολαιογράφου, η οποία δεν έχει ληφθεί κατά τους ορισµούς του άρθρου ΚΠολ, δηλαδή µετά προηγούµενη κλήτευση του αντιδίκου δύο τουλάχιστον εργάσιµες ηµέρες πριν από τη βεβαίωση, εφόσον αυτή δεν έγινε στα πλαίσια της [22]

23 δίκης της διαφοράς, αλλά άλλης δίκης µεταξύ των αυτών διαδίκων για τη λήψη ασφαλιστικών µέτρων. - Από τις διατάξεις των άρθρων 335 και 338 επ. ΚΠολ συνάγεται ότι το δικαστήριο για να σχηµατίσει τη δικανική πεποίθησή του ως προς τη βασιµότητα ή µη των προβαλλοµένων από τους διαδίκους πραγµατικών περιστατικών που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης υποχρεούται να λαµβάνει υπόψη του όλα τα νόµιµα αποδεικτικά µέσα που επικαλούνται και προσκοµίζουν οι διάδικοι για άµεση και έµµεση απόδειξη, χωρίς όµως να είναι ανάγκη να γίνεται ειδική µνεία και χωριστή αξιολόγηση του καθενός από αυτά, κατ' αντιδιαστολή προς τα λοιπά έγγραφα και εν γένει προς τα άλλα αποδεικτικά µέσα τα οποία φέρονται ότι λήφθηκαν υπόψη του προς σχηµατισµό της κρίσης του (ΟλΑΠ 111/1981 και 848/1981). Βέβαια δεν αποκλείεται το δικαστήριο της ουσίας να µνηµονεύει και να εξαίρει µερικά από τα αποδεικτικά µέσα, λόγω της κατά την ελεύθερη κρίση του µεγαλύτερης αξίας τους, αρκεί να γίνεται αδιστάκτως βέβαιο από το όλο περιεχόµενο της απόφασης ότι συνεκτιµήθηκαν όλα τα αποδεικτικά µέσα που επικαλέσθηκαν και προσκόµισαν νόµιµα, οι διάδικοι. Η παράβαση της υποχρεώσεως αυτής ιδρύει το λόγο αναίρεσης του άρθρου 559 αριθ. 11 περ. γ' του ΚΠολ υπό την αποκλειστική προϋπόθεση ότι το πραγµατικό γεγονός, που επικαλείται ο διάδικος, ασκεί ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, αφού µόνο ένα τέτοιο (ουσιώδες) γεγονός καθίσταται αντικείµενο απόδειξης (ΟλΑΠ 42/2002). Ιδρύεται ο λόγος, αν το δικαστήριο, χωρίς να ερευνήσει τις προτεινόµενες προϋποθέσεις του παραδεκτού δεν επέτρεψε το αποδεικτικό µέσο (ΟλΑΠ 487/1982). ΚΠολ : 335, 338, 339, 395, 559 αριθ. 11γ, Αίτηση αναίρεσης - άρθρο 559 αριθ. 16 ΚΠολ Αριθµός απόφασης: εδικασµένο. Αποδοχή από το δικαστήριο κατά παράβαση του νόµου ότι υπάρχει δεδικασµένο. Αναιρείται η προσβαλλόµενη απόφαση. - Το δεδικασµένο κρίνεται κατά τα άρθρα 321 έως 334 ΚΠολ. Ειδικότερα, κατά το άρθρο 321 ΚΠολ δεδικασµένο το οποίο, κατά το άρθρο 332 ΚΠολ, λαµβάνεται υπόψη από το δικαστήριο και αυτεπαγγέλτως σε κάθε στάση της δίκης, εµποδίζει δε το δικαστήριο να ερευνήσει την ίδια υπόθεση και πάλι, χάριν του δηµόσιου συµφέροντος και προς αποφυγή εκδόσεως αντιφατικών αποφάσεων µεταξύ των αυτών διαδίκων, δηµιουργούν οι οριστικές αποφάσεις των πολιτικών δικαστηρίων που δεν µπορούν να προσβληθούν µε ανακοπή ερηµοδικίας και έφεση, δηλαδή οι τελεσίδικες. Κατά δε το άρθρο 324 ΚΠολ το δεδικασµένο υπάρχει µεταξύ των ίδιων προσώπων, µε την ίδια ιδιότητα παρισταµένων, µόνο για το δικαίωµα που κρίθηκε και εφόσον πρόκειται για το ίδιο αντικείµενο και για την ίδια ιστορική και νοµική αιτία. Ταυτότητα ιστορικής αιτίας υπάρχει όταν τα ίδια πραγµατικά περιστατικά που συγκρότησαν την ιστορική βάση της πρώτης αγωγής και µε την ίδια νοµική διάταξη στηρίζουν και τη µεταγενέστερη αγωγή. Ενώ η ταυτότητα της νοµικής αιτίας προϋποθέτει θεµελίωση και των δύο αγωγών στο ίδιο νοµικό γεγονός (νοµικό κανόνα) που αφορά τη συγκεκριµένη έννοµη σχέση. Ο Άρειος Πάγος ελέγχει µόνο την "παράβαση νόµου", δηλαδή την ψευδή ερµηνεία ή εσφαλµένη εφαρµογή των περί δεδικασµένου διατάξεων σε σχέση µε όσα γίνονται ανελέγκτως δεκτά, ήτοι αν αυτά [23]

24 συνιστούν την έννοια του δεδικασµένου και σε καταφατική περίπτωση αν αυτά έχει την έκταση και τα αποτελέσµατα που του προσέδωσε η απόφαση, ενώ διαφεύγει του αναιρετικού ελέγχου, ως κρίση περί τα πράγµατα, η συνδροµή ή όχι των περιστατικών ως προς την ταυτότητα της διαφοράς και των διαδίκων. Αν η κρίση περί δεδικασµένου στηρίζεται µόνον επί διαδικαστικών εγγράφων, προς διακρίβωση της βασιµότητας ή µη του λόγου ελέγχεται και η εκτίµηση του περιεχοµένου τους, ενώ επισκοπείται από τον Άρειο Πάγο και η απόφαση από όπου απορρέει το δεδικασµένο και ελέγχει µε βάση αυτή τη σχετική παραδοχή του δικαστηρίου. Εξάλλου, το δεδικασµένο από τελεσίδικη απόφαση που υφίσταται µεταξύ των αυτών προσώπων υπό την αυτή ιδιότητα και µόνο για το κριθέν δικαίωµα και εφόσον πρόκειται για το ίδιο αντικείµενο και την ίδια ιστορική και νοµική αιτία, εκτείνεται δε αυτό και στα παρεµπιπτόντως κριθέντα ζητήµατα που αποτελούν αναγκαία προϋπόθεση του κυρίου ζητήµατος, εφόσον το δικαστήριο ήταν αρµόδιο να αποφασίσει γι' αυτά. εν αφορά συνεπώς η τελεσιδικία και δικαιώµατα ή έννοµες σχέσεις που δεν αποτελούν αναγκαία προϋπόθεση του δικαζόµενου δικαιώµατος, αλλά προβλήθηκαν από τους διαδίκους και εξετάστηκαν από το δικαστήριο ως χρήσιµα για την υποβοήθηση της κρίσεως του επί του δικαιώµατος για το οποίο διεξάγεται ο δικαστικός αγώνας. Από τα παραπάνω γίνεται σαφές ότι το δεδικασµένο από τελεσίδικη απόφαση που δέχθηκε αγωγή περί αποβολής από την οιονεί νοµή, αφορά το δικαίωµα νοµής του ενάγοντος κατά το χρόνο της αποβολής, όχι δε και το δικαίωµα δουλείας του τελευταίου επί του ακινήτου ή την άγουσα σε τέτοια κτήση οιονεί νοµή χρησικτησίας, η τυχόν δε εξέταση από το δικαστήριο και των ζητηµάτων αυτών (που δεν αποτελούν αναγκαία προϋπόθεση του δικαζόµενου δικαιώµατος), προς υποβοήθηση της κρίσεώς του περί της εριζόµενης οιονεί νοµής επί του επιδίκου κατά τον χρόνο της αποβολής, δεν προσδίδει στις σχετικές αιτιολογίες της αποφάσεως ισχύ δεδικασµένου. - Με αυτά που δέχθηκε και, έτσι, που έκρινε το Εφετείο, κατά παράβαση του νόµου δέχθηκε, ότι υπάρχει δεδικασµένο, αφού η κρινοµένη αρνητική αναγνωριστική αγωγή του δικαιώµατος πραγµατικής δουλείας διόδου της αναιρεσιβλήτου επί του ακινήτου των αναιρεσειόντων παραγωγική νοµική και ιστορική αιτία έχει διαφορετική από εκείνη της αγωγής που έγινε δεκτή µε την 39/2006 τελεσίδικη απόφαση του Πολυµελούς Πρωτοδικείου Λαµίας, µε την οποία αναγνωρίσθηκε το δικαίωµα της οιονεί νοµής της αναιρεσιβλήτου επί της επίδικης διόδου και κατ' ακολουθίαν από την απόφαση αυτή δεν δηµιουργείται δεδικασµένο. Εποµένως, ο πρώτος λόγος της αναίρεσης, καθώς και ο συναφής µε αυτόν δεύτερος πρόσθετος λόγος από τον αριθ. 16 του άρθρου 559 ΚΠολ είναι βάσιµοι. ΚΠολ : 321, 324, 330, 332, 334, Αίτηση αναίρεσης - άρθρο 559 αριθ. 17 Αριθµός απόφασης: Αναίρεση απόφασης επειδή περιέχει αντιφατικές διατάξεις. Αοριστία λόγων αναίρεσης. Μη λήψη υπόψη αποδεικτικών µέσων. - Ο λόγος αναίρεσης από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 17 ΚΠολ δηµιουργείται, αν η ίδια απόφαση περιέχει αντιφατικές διατάξεις. Προκειµένου να ιδρυθεί ο πιο πάνω λόγος αναίρεσης πρέπει η αντίφαση µεταξύ των διατάξεων της [24]

25 προσβαλλόµενης απόφασης να υπάρχει στο διατακτικό της, έτσι ώστε, εξαιτίας αυτής, να καθίσταται αδύνατη η εκτέλεση της ή να εµποδίζεται η παραγωγή και η ενέργεια του δεδικασµένου. - Από τις διατάξεις των άρθρων 118 αριθ. 3, 566 παρ. 1 και 577 παρ. 3 ΚΠολ προκύπτει, ότι στο έγγραφο της αναίρεσης πρέπει να αναφέρεται κατά τρόπο σαφή, ορισµένο και ευσύνοπτο, η νοµική πληµµέλεια που αποδίδεται στο δικαστήριο της ουσίας, ώστε να είναι δυνατό να διαπιστωθεί αν και ποίο λόγο αναίρεσης, από τους περιοριστικώς αναφεροµένους στο άρθρο 559 ΚΠολ, θεµελιώνει η προβαλλόµενη αιτίαση. Ειδικά, για να είναι ορισµένος ο από τον αριθµό 1 του άρθρου 559 ΚΠολ λόγος αναίρεσης πρέπει να καθορίζονται, µεταξύ άλλων, η συγκεκριµένη διάταξη του ουσιαστικού δικαίου που παραβιάστηκε και το αποδιδόµενο στο δικαστήριο νοµικό σφάλµα περί την ερµηνεία και εφαρµογή του ουσιαστικού νόµου, εφόσον δε το δικαστήριο έκρινε κατ' ουσίαν την υπόθεση, την ελάσσονα πρόταση του νοµικού του συλλογισµού, δηλαδή τα πραγµατικά γεγονότα που αυτό δέχθηκε, υπό τα οποία και συντελέστηκε η προβαλλόµενη παραβίαση των κανόνων του ουσιαστικού δικαίου (ΟλΑΠ 32/1996). Εξάλλου, για να είναι ορισµένος ο λόγος αναίρεσης µε τον οποίο προβάλλεται η αιτίαση, ότι η απόφαση δεν έχει νόµιµη βάση, πρέπει να µνηµονεύονται οι πραγµατικές παραδοχές της απόφασης ή η µνεία ότι αυτή στερείται παντελώς αιτιολογίας και εξειδίκευση του σφάλµατος του δικαστηρίου, δηλαδή ποια επιπλέον περιστατικά έπρεπε να αναφέρονται στην απόφαση ή ως προς τι υπάρχει έλλειψη αιτιολογίας και αν πρόκειται για αντιφατικές ή ανεπαρκείς αιτιολογίες, σε τι συνίσταται η αντίφαση, από ποια αντιτιθέµενα µέρη των αιτιολογιών προκύπτει και σε τι συνίσταται η ανεπάρκειά τους, ποιό, δηλαδή, στοιχείο αναγκαίο για την επάρκεια τους λείπει (ΟλΑΠ 27/1998 και 32/1996). Γενικές εκφράσεις για ανεπάρκεια ή αντιφατικότητα των αιτιολογιών της αναιρεσιβαλλόµενης απόφασης δεν αρκούν, όπως, επίσης, δεν αρκούν οι όλως περιορισµένες, µεµονωµένες και κατ' επιλογήν αποσπασµατικές παραδοχές της απόφασης. - Ο λόγος αναίρεσης από τον αριθµό 11 περίπτ. γ' του άρθρου 559 ΚΠολ, κατά τον οποίο επιτρέπεται αναίρεση αν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά µέσα που οι διάδικοι επικαλέστηκαν και προσκόµισαν, ελέγχεται ουσιαστικά αβάσιµος, αν αποδεικνύεται από την προσβαλλόµενη απόφαση, ότι το δικαστήριο της ουσίας έλαβε υπόψη όλα τα αποδεικτικά µέσα που επικαλέστηκαν και προσκόµισαν οι διάδικοι προς απόδειξη των ισχυρισµών τους, Προς τούτο αρκεί η γενική αναφορά του είδους του αποδεικτικού µέσου (µάρτυρες, έγγραφα κλπ.), που έλαβε υπόψη του το δικαστήριο χωρίς την ανάγκη ειδικής µνείας και αξιολόγησης εκάστου και χωρίς διάκριση από ποιά αποδεικτικά µέσα προκύπτει άµεση και από ποιά έµµεση απόδειξη. Για την ίδρυση του αναιρετικού αυτού λόγου απαιτείται όχι µόνο η προσκοµιδή, αλλά και η σαφής και ορισµένη επίκληση των αποδεικτικών µέσων στο δικαστήριο της ουσίας από µέρους του αναιρεσείοντα (ΟλΑΠ 14/2005), µε τις προτάσεις του της συζήτησης µετά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόµενη απόφαση (ΟλΑΠ 498/1978). Απαιτείται, επίσης, να προσδιορίζεται στο αναιρετήριο ο ισχυρισµός, το βάσιµο του οποίου θα αποδεικνυόταν µε τα εν λόγω αποδεικτικά µέσα και ο λόγος για τον οποίο ο ισχυρισµός αυτός ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. ΚΠολ : 118, 559 αριθ. 1, 559 αριθ. 11γ, 559 αριθ. 17, 566, 577, ΑΚ: 1719, [25]

26 Αίτηση αναίρεσης - άρθρο 559 αριθ. 19 ΚΠολ Αριθµός απόφασης: Έλλειψη νόµιµης βάσης. Παραµόρφωση περιεχοµένου εγγράφου.μη λήψη υπόψη αποδεικτικών µέσων. Παραβίαση των ορισµών του νόµου σχετικά µε τη δύναµη των αποδεικτικών µέσων. Μη λήψη υπόψη πραγµάτων. - Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 19 του ΚΠολ, αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόµιµη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες, ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζητήµατα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Από την υπόψη διάταξη, που αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παράγραφος 3 του Συντάγµατος προκύπτει ότι ο προβλεπόµενος απ` αυτή λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του νοµικού συλλογισµού δεν εκτίθενται καθόλου πραγµατικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας), ή όταν τα εκτιθέµενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγµατικού του εφαρµοστέου κανόνα δικαίου για την επέλευση της έννοµης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνηση του (ανεπαρκής αιτιολογία), ή όταν αντιφάσκουν µεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία (ΟλΑΠ 1/1999). εν υπάρχει όµως ανεπάρκεια αιτιολογιών, όταν η απόφαση περιέχει συνοπτικές αλλά πλήρεις αιτιολογίες. Εξάλλου, το κατά νόµο αναγκαίο περιεχόµενο της ελάσσονος πρότασης προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρµοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγµατικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της απόφασης στο αποδεικτικό της πόρισµα, και να µην καταλείπονται αµφιβολίες. Ελλείψεις δε αναγόµενες µόνο στην ανάλυση και στάθµιση των αποδεικτικών µέσων και γενικότερα ως προς την αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσµατος, αν αυτό διατυπώνεται σαφώς, δεν συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες (ΟλΑΠ 861/1984). ηλαδή, µόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς, και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε. Τα επιχειρήµατα δε του δικαστηρίου, που σχετίζονται µε την εκτίµηση των αποδείξεων δεν συνιστούν παραδοχές επί τη βάσει των οποίων διαµορφώνεται το αποδεικτικό πόρισµα και ως εκ τούτου δεν αποτελούν "αιτιολογία" της απόφασης, ώστε στο πλαίσιο της ερευνώµενης διάταξης του άρθρου 559 αριθ. 19 να επιδέχεται αυτή µοµφή για αντιφατικότητα ή ανεπάρκεια, ενώ δεν δηµιουργείται ο ίδιος λόγος αναίρεσης του αριθµού 19 του άρθρου 559 του ΚΠολ ούτε εξαιτίας του ότι το δικαστήριο δεν αναλύει ιδιαιτέρως και διεξοδικά τα µη συνιστώντα αυτοτελείς ισχυρισµούς επιχειρήµατα των διαδίκων, οπότε ο σχετικός λόγος αναίρεσης απορρίπτεται ως απαράδεκτος. - Από τη διάταξη του άρθρου 561 παράγραφος 1 του ΚΠολ προκύπτει ότι η εκτίµηση από το δικαστήριο της ουσίας των πραγµατικών περιστατικών, εφόσον δεν παραβιάστηκαν µε αυτά κανόνες ουσιαστικού δικαίου, στους οποίους περιλαµβάνονται και οι ερµηνευτικοί, ή εφόσον η εκτίµηση τους δεν ιδρύει λόγους αναίρεσης από τους αριθµούς 19 και 20 του άρθρου 559 του ΚΠολ, είναι από τον Αρειο Πάγο ανέλεγκτη, ο δε αντίστοιχος λόγος αναίρεσης, εκ του περιεχοµένου του οποίου προκύπτει ότι δεν συντρέχει καµία από τις προαναφερθείσες εξαιρετικές περιπτώσεις απορρίπτεται ως απαράδεκτος, εφόσον πλέον πλήττεται η ουσία της υπόθεσης που δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο. Περαιτέρω για να είναι ορισµένοι οι λόγοι αναιρέσεως, µε τους οποίους αποδίδεται στην προσβαλλόµενη απόφαση α) ευθεία παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου (άρθρο 559 αρ. 1 ΚΠολ ) και β) έλλειψη νόµιµης βάσης (άρθρο 559 αρ. 19 ΚΠολ ) απαιτείται να αναφέρονται στο [26]

27 αναιρετήριο, εκτός των άλλων, οι φερόµενοι ως παραβιασθέντες κανόνες ουσιαστικού δικαίου, προκειµένου να ελεγχθεί αναιρετικώς εάν παραβιάσθηκαν οι κανόνες αυτοί ή εάν υπάρχει σχετικά µε την εφαρµογή τους έλλειψη αιτιολογιών ή αντίφαση ή ανεπάρκεια αυτών, ενόψει του ότι ο Αρειος Πάγος δεν µπορεί να προβεί σε αυτεπάγγελτη θεµελίωση αυτών βάσει της αρχής jura novit curia, η οποία δεν εφαρµόζεται στην αναιρετική διαδικασία (ΑΠ 535/2009, 649/2005). Εξάλλου αν η προσβαλλόµενη απόφαση περιέχει δύο ή περισσότερες αιτιολογίες, η κάθε µία των οποίων στηρίζει αυτοτελώς την κρίση της και µε την αναίρεση δεν πλήσσεται καθόλου ή δεν πλήσσεται επιτυχώς η µία από τις αιτιολογίες αυτές, ο λόγος αναιρέσεως, που αφορά άλλη αιτιολογία, απορρίπτεται ως αλυσιτελής (ΟλΑΠ 25/1994). - Από το συνδυασµό των διατάξεων των άρθρων 559 αριθ. 20 και 561 του ΚΠολ, προκύπτει ότι ο οριζόµενος από την πρώτη διάταξη λόγος αναιρέσεως για παραµόρφωση εγγράφου, ιδρύεται µόνον όταν το δικαστήριο της ουσίας υποπίπτει σε σφάλµα αναγνώσεως και αποδίδει σε αποδεικτικό, κατά τα άρθρα 339 και 432 ΚΠολ, έγγραφο, διαφορετικό περιεχόµενο από εκείνο που πραγµατικά αυτό έχει και ακολούθως καταλήγει, στηριζόµενο στο έγγραφο αυτό ή κυρίως σ` αυτό, σε επιζήµιο αποδεικτικό πόρισµα, για πράγµατα που έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Ο λόγος αυτός δεν ιδρύεται και όταν το δικαστήριο εξετίµησε απλώς το περιεχόµενο του εγγράφου, ακριβώς όπως έχει, ύστερα από ορθή ανάγνωση (ΟλΑΠ 1/1999). Εξάλλου από τις διατάξεις των άρθρων 118 περ. 4, 566 παρ. 1 και 559 αριθ. 20 ΚΠολ, προκύπτει ότι για το ορισµένο του πιο πάνω λόγου αναιρέσεως, πρέπει να εκτίθεται στο αναιρετήριο: 1) το αληθινό περιεχόµενο του φερόµενου ως παραµορφωθέντος εγγράφου 2) το από την προσβαλλόµενη απόφαση δεκτό γενόµενο διαφορετικό, από το αληθινό περιεχόµενο 3) το επιζήµιο αποδεικτικό πόρισµα στο οποίο κατέληξε, το δικαστήριο για την ύπαρξη ή όχι κρίσιµων πραγµατικών γεγονότων και 4) ο ουσιώδης πραγµατικός ισχυρισµός, για την απόδειξη ή ανταπόδειξη του οποίου χρησιµοποιήθηκε το έγγραφο. - Κατά το άρθρο 559 αριθ. 11 εδ. γ ΚΠολ ικ ιδρύεται λόγος αναιρέσεως αν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά µέσα που οι διάδικοι επικαλέσθηκαν και προσκόµισαν. Ο λόγος αυτός απορρίπτεται ως αβάσιµος, αν προκύπτει από την απόφαση ότι λήφθηκαν υπόψη όλα τα αποδεικτικά µέσα, τα οποία προσκοµίσθηκαν και των οποίων έγινε επίκληση. Αρκεί δε η γενική αναφορά του είδους του αποδεικτικού µέσου, χωρίς ανάγκη ειδικής αξιολογήσεως καθενός, εφόσον από τη γενική αυτή αναφορά σε συνδυασµό µε τις υπόλοιπες αιτιολογίες της, προκύπτει αναµφιβόλως η λήψη υπόψη του αποδεικτικού µέσου. - Κατά το άρθρο 559 αριθ. 12 ΚΠολ αναίρεση επιτρέπεται και αν το δικαστήριο παραβίασε τους ορισµούς του νόµου σχετικά µε τη δύναµη των αποδεικτικών µέσων. Ο λόγος αυτός ιδρύεται όταν το δικαστήριο της ουσίας, κατά την εκτίµηση των αποδείξεων, αποδίδει σε ορισµένα αποδεικτικά µέσα δύναµη αποδείξεως µικρότερη ή µεγαλύτερη από εκείνη που δεσµευτικά γι'αυτό (δικαστήριο) καθορίζει ο νόµος και δεν στοιχειοθετείται όταν το δικαστήριο, εκτιµώντας ελεύθερα τις αποδείξεις, όπως έχει δικαίωµα από το νόµο (άρθρο 340 ΚΠολ ), αποδίδει σε ορισµένα αποδεικτικά µέσα, που κατά νόµο έχουν την ίδια αποδεικτική δύναµη µε άλλα, µεγαλύτερη βαρύτητα ή αξιοπιστία. - Κατά το άρθρο 559 αριθ. 8 ΚΠολ αναίρεση επιτρέπεται και αν το δικαστήριο παρά το νόµο έλαβε υπόψη πράγµατα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγµατα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Από τη διάταξη αυτή, σε συνδυασµό µε εκείνες των άρθρων 106, 335 και 338 ΚΠολ, προκύπτει ότι "πράγµατα" κατά την έννοια της πρώτης από αυτές (άρθρο 559 αριθ. 8) [27]

28 που προτάθηκαν ή δεν προτάθηκαν, των οποίων η λήψη ή µη λήψη υπόψη από το δικαστήριο ιδρύει τον προβλεπόµενο από αυτή λόγο αναιρέσεως, αποτελούν οι αυτοτελείς ισχυρισµοί των διαδίκων που θεµελιώνουν ή καταλύουν τη βάση της αγωγής, ανταγωγής, ενστάσεως ή αντενστάσεως, και ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, όχι δε και ο ισχυρισµός που συνέχεται µε την ιστορική αιτία της αγωγής, της ένστασης ή της αντένστασης, ο οποίος αποκρούεται ή γίνεται δεκτός µε την παραδοχή ή την απόρριψη, αντίστοιχα, ως αβασίµων ή βασίµων των θεµελιωτικών της αγωγής ένστασης ή αντένστασης πραγµατικών γεγονότων. Εξάλλου, δεν αποτελούν "πράγµατα" και τα επικαλούµενα από τους διαδίκους αποδεικτικά µέσα και, πολύ περισσότερο, η αξιολόγηση από το δικαστήριο του περιεχοµένου των εγγράφων και των λοιπών αποδεικτικών µέσων. Εποµένως, δεν ιδρύεται ο ανωτέρω λόγος αναιρέσεως αν δεν λήφθηκαν υπόψη επιχειρήµατα ή συµπεράσµατα από την εκτίµηση των αποδείξεων, έστω και αν προτείνονται ως λόγος εφέσεως, όπως και οι νοµικοί ισχυρισµοί ή η νοµική επιχειρηµατολογία των διαδίκων, ούτε οι ισχυρισµοί που ανάγονται στην κατ` ορθή ερµηνεία έννοια του εφαρµοστέου νόµου (ΟλΑΠ 3/1997). Επίσης, δεν ιδρύεται ο πιο πάνω λόγος αναιρέσεως, αν το δικαστήριο έλαβε υπόψη του ισχυρισµό αλλά τον απέρριψε για οποιονδήποτε λόγο τυπικό ή ουσιαστικό, γιατί η απόρριψη αυτή σηµαίνει ότι έχει ληφθεί υπόψη ο ισχυρισµός, ανεξάρτητα αν δεν έγινε δεκτός. Από το περιεχόµενο της απόφασης προκύπτει ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη τον περί εγκρίσεως του έργου προβληθέντα ισχυρισµό της αναιρεσείουσας και τον απέρριψε ως αβάσιµο εποµένως ο τέταρτος λόγος της αναίρεσης κατά το σχετικό µέρος του από τον αριθ. 8 του άρθρου 559 ΚΠολ µε τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα είναι αβάσιµος. ΚΠολ : 559 αριθ. 8, 559 αριθ. 11, 559 αριθ. 12, 559 αριθ. 19, 559 αριθ. 20, ΑΚ: 692, Αίτηση αναίρεσης - άρθρο 559 αριθ. 20 ΚΠολ Αριθµός απόφασης: Παραµόρφωση περιεχοµένου εγγράφου. Αναιρείται η προσβαλλόµενη απόφαση (άρθ. 559 αριθ. 20). Επαναφορά των πραγµάτων στην προτέρα κατάσταση. Μη συµµόρφωση του δικαστηρίου της παραποµπής στην αναιρετική απόφαση.οι αποφάσεις της ολοµέλειας και των τµηµάτων του Αρείου Πάγου δεσµεύουν τα δικαστήρια που ασχολούνται µε την ίδια υπόθεση ως προς τα νοµικά ζητήµατα που έλυσαν. - Από το συνδυασµό των διατάξεων του άρθρου 559 αρ. 20 και 561 ΚΠολ προκύπτει, ότι ο προβλεπόµενος από την πρώτη διάταξη λόγος αναίρεσης για παραµόρφωση εγγράφου, ιδρύεται µόνο όταν το δικαστήριο της ουσίας υποπίπτει σε σφάλµα ανάγνωσης και αποδίδει σε αποδεικτικό, κατά τα άρθρα 339 και 432 ΚΠολ, έγγραφο, διαφορετικό περιεχόµενο από εκείνο που αυτό πραγµατικά έχει και ακολούθως καταλήγει, στηριζόµενο στο έγγραφο αυτό ή κυρίως σ' αυτό σε επιζήµιο για τον αναιρεσείοντα αποδεικτικό πόρισµα, για πράγµατα που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ο λόγος αυτός δεν ιδρύεται όταν το δικαστήριο εξετίµησε απλώς το περιεχόµενο του εγγράφου, ακριβώς όπως έχει ύστερα από ορθή ανάγνωση του (ΟλΑΠ 1/1999). [28]

29 - Έτσι που έκρινε το Εφετείο παραµόρφωσε µε εσφαλµένη ανάγνωση το προαναφερόµενο συµβόλαιο διανοµής και υπαγωγής του κοινού ακινήτου στο σύστηµα της οροφοκτησίας, και τούτο διότι, µολονότι, όπως δέχεται και το Εφετείο, µε το συµβόλαιο αυτό συµφωνήθηκε µεταξύ των συγκυρίων, ότι ο εναγόµενος, ως συγκύριος του όλου ακινήτου κατά ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου, δικαιούται να ανεγείρει κτίσµατα, σύµφωνα µε την εκδοθείσα οικοδοµική άδεια, αποτελούµενο από υπόγειο εµβαδού 104,66 τ.µ., ισόγειο εµβαδού 77,80 τ.µ. και πρώτου ορόφου εµβαδού 55,86 τ.µ., το οποίο και ανήγειρε ο εναγόµενος, στο οποίο θα αναλογεί ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου του όλου οικοπέδου, δέχεται ακολούθως ότι ο εναγόµενος σύµφωνα µε το εν λόγω συµβόλαιο διανοµής δεν εδικαιούτο να αναγείρει την οικοδοµή που ανήγειρε αλλά µικρότερου εµβαδού, κατά τα άνω. Εποµένως ο δεύτερος λόγος από τον αριθµό 20 του άρθρου 559 ΚΠολ, είναι βάσιµος. - Κατά τη διάταξη του άρθρου 579 παρ. 2 ΚΠολ, αν προαποδεικνύεται εκούσια ή αναγκαστική εκτέλεση της απόφασης που αναιρέθηκε ο Άρειος Πάγος, αν υποβληθεί αίτηση µε το αναιρετήριο ή µε τις προτάσεις ή µε αυτοτελές δικόγραφο που κατατίθεται στην γραµµατεία του ως την παραµονή της συζήτησης, διατάζει µε την αναιρετική απόφαση την επαναφορά των πραγµάτων στη κατάσταση που υπήρχε πριν από την εκτέλεση. Με την αίτηση επαναφοράς µπορεί να ζητηθεί η απόδοση των καταβληθέντων από τον αναιρεσείοντα στον αναιρεσίβλητο χρηµατικών ποσών του κεφαλαίου, των τόκων και των δικαστικών εξόδων καθώς και η επί του αθροίσµατος αυτών καταβολή νοµίµων τόκων οφειλοµένων όµως µόνο από την επίδοση της διατάσσουσας την επαναφορά των πραγµάτων αναιρετικής απόφασης, γιατί από του χρόνου της επίδοσης αυτής καθίσταται κατ' άρθρο 340 Α.Κ., υπερήµερος ο αναιρεσίβλητος. Αντίθετα δεν µπορούν να ζητηθούν τα καταβληθέντα έξοδα της έκδοσης απογράφου και αντιγράφου της προς εκτέλεση απόφασης, της σύνταξης επιταγής προς εκτέλεση, της εντολής για τη διενέργεια αυτής κ.λ.π., διότι η διάταξη του άρθρου 579 παρ. 2 ΚΠολ κατά την αληθινή της έννοια, επιτρέπει την απόδοση µόνον εκείνων που η παροχή τους διατάχθηκε από την αναιρεθείσα απόφαση και όχι εποµένως και των εξόδων της µετέπειτα επιχειρηθείσας αναγκαστικής εκτέλεσης αυτής, τα οποία οφείλονται από τον καθού η εκτέλεση όχι βάσει της απόφασης αυτής αλλά από το νόµο (932 ΚΠολ ). - Λόγος αναίρεσης για παραβίαση από το άρθρο 559 αρ.18 ΚΠολ ιδρύεται, όταν το δικαστήριο της παραποµπής, δεν συµµορφώθηκε µε την αναιρετική απόφαση, δηλαδή δεν ακολούθησε ως προς το νοµικό ζήτηµα που κρίθηκε µε την παραπεµπτική απόφαση του Αρείου Πάγου, τη λύση που δόθηκε από αυτόν. Το νοµικό ζήτηµα µπορεί να ανάγεται είτε στο ουσιαστικό είτε στο δικονοµικό δίκαιο. εν επιλύεται όµως νοµικό ζήτηµα όταν η αναιρετική απόφαση αναιρεί την απόφαση του δικαστηρίου της ουσίας, διότι αυτό κατά την εκτίµηση των αποδείξεων παραµόρφωσε το περιεχόµενο αποδεικτικού εγγράφου και ακολούθως στηριζόµενο κυρίως στο παραµορφωθέν έγγραφο, καταλήγει σε αποδεικτικό πόρισµα επιζήµιο για τον αναιρεσείοντα. - Κατά το άρθρο 580 παρ. 4 ΚΠολ οι αποφάσεις της ολοµέλειας και των τµηµάτων του Αρείου Πάγου δεσµεύουν τα δικαστήρια που ασχολούνται µε την ίδια υπόθεση ως προς τα νοµικά ζητήµατα που έλυσαν. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής ως νοµικό ζήτηµα θεωρείται το εννοιολογικό περιεχόµενο που προσέδωσε η αναιρετική απόφαση στον κανόνα δικαίου, στην παράβαση του οποίου θεµελιώθηκε η αναίρεση, µπορεί δε αυτός να ανάγεται είτε στο ουσιαστικό, είτε στο δικονοµικό δίκαιο. ΚΠολ : 559 αριθ. 18, 559 αριθ. 20, 580, ΑΚ: 904 [29]

30 Αίτηση αναίρεσης - άρθρο 559 αριθ. 20 ΚΠολ Αριθµός απόφασης: Παραµόρφωση περιεχοµένου εγγράφου. Μη λήψη υπόψη πραγµάτων. Απαράδεκτοι και αυτεπάγγελτοι αναιρετικοί λόγοι. Έλλειψη νόµιµης βάσης. Αοριστία λόγων αναίρεσης. πρόσθετοι λόγοι αναίρεσης. - Ο προβλεπόµενος από τον αριθµό 20 του άρθρου 559 ΚΠολ λόγος αναίρεσης για παραµόρφωση εγγράφου συνίσταται στο διαγνωστικό λάθος της απόδοσης από το δικαστήριο της ουσίας σε αποδεικτικό, µε την έννοια των άρθρων 339 και 432 ΚΠολ, έγγραφο, περιεχοµένου καταδήλως διαφορετικού από το αληθινό, εξαιτίας του οποίου καταλήγει σε πόρισµα επιζήµιο για τον αναιρεσείοντα. εν περιλαµβάνει όµως και την περίπτωση που το δικαστήριο, από την εκτίµηση και αξιολόγηση του αληθινού περιεχοµένου του εγγράφου, έστω και εσφαλµένα, καταλήγει σε συµπέρασµα αντίθετο από εκείνο που θεώρησε ως ορθό ο αναιρεσείων, γιατί τότε πρόκειται για αιτίαση σχετική µε την εκτίµηση πραγµάτων, η οποία δεν ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο. Πρέπει δε την παραπάνω επιζήµια κρίση του για τον αναιρεσείοντα να σχηµάτισε το δικαστήριο αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο από το έγγραφο που φέρεται ως παραµορφωµένο, προϋπόθεση, η οποία δεν συντρέχει, όταν το εν λόγω έγγραφο εκτιµήθηκε µαζί µε άλλα αποδεικτικά µέσα, χωρίς να εξαίρεται η σηµασία του σε σχέση µε το πόρισµα για την αλήθεια ή αναλήθεια του γεγονότος που αποδείχθηκε, γιατί στην τελευταία αυτή περίπτωση δεν είναι δυνατή η εξακρίβωση της ιδιαίτερης αποδεικτικής σηµασίας του. Εξάλλου, ως έγγραφα, µε την έννοια των αναφερόµενων στα άρθρα 339 και 432 ΚΠολ ως αποδεικτικών µέσων, δεν θεωρούνται τα διαδικαστικά, όπως είναι λ.χ. τα πρακτικά της δίκης ή οι εισηγητικές εκθέσεις, που περιέχουν τις µαρτυρικές καταθέσεις. - Σύµφωνα µε τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 8 ΚΠολ ιδρύεται λόγος αναίρεσης, όταν το δικαστήριο της ουσίας παρά το νόµο έλαβε υπόψη πράγµατα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγµατα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Πράγµατα, υπό την έννοια της πιο πάνω διάταξης, θεωρούνται οι ασκούντες ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης αυτοτελείς ισχυρισµοί των διαδίκων, που, υπό την προϋπόθεση της νόµιµης πρότασής τους, θεµελιώνουν ιστορικώς το αίτηµα της αγωγής, ανταγωγής, ένστασης ή αντένστασης ουσιαστικού ή δικονοµικού δικαιώµατος. (ΟλΑΠ 25/2003, 12/2000 και 3/1997), όχι δε και εκείνοι που συνέχονται µε την ιστορική βάση της αγωγής και αποτελούν άρνηση αυτής, ούτε και εκείνοι που δεν έχουν αυτοτέλεια και αποτελούν επιχειρήµατα νοµικά ή πραγµατικά, τα οποία αντλούνται από το νόµο ή από την εκτίµηση των αποδείξεων (ΟλΑΠ 469/1984). - Κατά τη διάταξη του άρθρου ΚΠολ είναι απαράδεκτος λόγος αναίρεσης που στηρίζεται σε ισχυρισµό, ο οποίος δεν προτάθηκε νόµιµα στο δικαστήριο της ουσίας, εκτός αν πρόκειται α) για παράβαση που δεν µπορεί να προβληθεί στο δικαστήριο της ουσίας, β) για σφάλµα που προκύπτει από την ίδια την απόφαση και γ) για ισχυρισµό που αφορά τη δηµόσια τάξη. Η διάταξη αυτή, η οποία αποτελεί εκδήλωση της θεµελιώδους αρχής, ότι ο Άρειος Πάγος ελέγχει τη νοµιµότητα της απόφασης του δικαστηρίου της ουσίας µε βάση την πραγµατική και νοµική κατάσταση που όφειλε να λάβει υπόψη του ο ουσιαστικός δικαστής, καθιερώνει ειδική προϋπόθεση του παραδεκτού των λόγων αναίρεσης, η συνδροµή της οποίας πρέπει να προκύπτει από το αναιρετήριο. Πρέπει, δηλαδή, να αναφέρεται στο [30]

31 αναιρετήριο, ότι ο ισχυρισµός που στηρίζει το λόγο αναίρεσης είχε προταθεί στο δικαστήριο, το οποίο εξέδωσε την προσβαλλόµενη απόφαση και µάλιστα ότι είχε προταθεί νόµιµα. Το γεγονός, εξάλλου, ότι ο ισχυρισµός έπρεπε να ληφθεί αυτεπαγγέλτως υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας δεν έχει σηµασία, γιατί στην περίπτωση αυτή, το δικαστήριο παραβίασε µεν το νόµο, λόγος, όµως, αναίρεσης δεν µπορεί να ιδρυθεί, αν ο σχετικός ισχυρισµός δεν είχε προταθεί νόµιµα από το διάδικο, εκτός αν συντρέχει κάποια από τις εξαιρέσεις του άρθρου ΚΠολ. Ειδικότερα, αν ο αναιρεσείων είχε ηττηθεί στον πρώτο βαθµό, η νόµιµη επαναφορά του εν λόγω ισχυρισµού στο Εφετείο, πριν από την εξαφάνιση της εκκαλουµένης, πρέπει να γίνεται µόνο µε λόγο έφεσης ή πρόσθετο λόγο έφεσης. Με τα δεδοµένα αυτά, πρέπει ο ισχυρισµός να παρατίθεται στο αναιρετήριο, όπως προτάθηκε στο δικαστήριο της ουσίας, να αναφέρεται δε και ο χρόνος και τρόπος πρότασής του ή επαναφοράς του στο ανώτερο δικαστήριο, ώστε να µπορεί να κριθεί µε βάση το αναιρετήριο, αν ήταν παραδεκτός και νόµιµος. Όπως δε περαιτέρω προκύπτει από την αµέσως πιο πάνω διάταξη, το καθιερούµενο απαράδεκτο αναφέρεται σε όλους τους προβλεπόµενους από τη διάταξη του άρθρου 559 ΚΠολ λόγους αναίρεσης. - Ως ζητήµατα, των οποίων η µη αιτιολόγηση ή η αιτιολόγηση κατά τρόπο ανεπαρκή ή αντιφατικό στερεί την απόφαση από τη νόµιµη βάση της, κατά την έννοια του άρθρου 559 αριθµός 19 ΚΠολ., νοούνται µόνον οι αυτοτελείς ισχυρισµοί που έχουν αυθύπαρκτη ύπαρξη, δηλαδή εκείνοι που τείνουν στη θεµελίωση ή την κατάλυση δικαιώµατος που ασκήθηκε είτε ως επιθετικό είτε ως αµυντικό µέσο, όχι όµως και οι ελλείψεις ως προς την εκτίµηση των αποδείξεων ή την αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσµατος, αν αυτό διατυπώνεται σαφώς (ΟλΑΠ 861/1984, ΟλΑΠ 24/1992). - Από τις διατάξεις των άρθρων 118 αριθ.4, 566 παρ. 1 και 577 παρ. 3 ΚΠολ προκύπτει ότι στο έγγραφο της αναίρεσης πρέπει να αναφέρεται κατά τρόπο σαφή, ορισµένο και ευσύνοπτο η νοµική πληµµέλεια που αποδίδεται στο δικαστήριο της ουσίας, ώστε να είναι δυνατόν να διαπιστωθεί, αν και ποιό λόγο αναίρεσης από τους περιοριστικώς αναφεροµένους στο άρθρο 559 ΚΠολ θεµελιώνει η προβαλλόµενη αιτίαση. Ειδικά, για να είναι ορισµένος ο λόγος αναίρεσης για παραβίαση κανόνων ουσιαστικού δικαίου από το δικαστήριο της ουσίας (αριθ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολ ) πρέπει να καθορίζεται η συγκεκριµένη διάταξη του ουσιαστικού δικαίου που παραβιάστηκε και το αποδιδόµενο στην απόφαση νοµικό σφάλµα ως προς την ερµηνεία και εφαρµογή του ουσιαστικού νόµου. Αν δε το δικαστήριο ερεύνησε την υπόθεση στην ουσία της, πρέπει να εκτίθεται και οι κρίσιµες σχετικές παραδοχές, δηλαδή τα πραγµατικά περιστατικά που έγιναν δεκτά, υπό τα οποία και συντελέστηκε η προβαλλόµενη παραβίαση των κανόνων ουσιαστικού δικαίου. Για το ορισµένο του αναιρετικού αυτού λόγου πρέπει, επίσης, να εκτίθεται στο αναιρετήριο, ότι υποβλήθηκε στο Εφετείο ισχυρισµός για την αντιµετώπιση του οποίου εσφαλµένα εφαρµόστηκε ή, ενώ έπρεπε να εφαρµοστεί, εσφαλµένα δεν εφαρµόστηκε ο επικαλούµενος κανόνας ουσιαστικού δικαίου, ώστε από το αναιρετήριο να προκύπτει η προβαλλόµενη νοµική πληµµέλεια, δοθέντος ότι η αοριστία του λόγου αναίρεσης δεν µπορεί να συµπληρωθεί µε παραποµπή σε άλλο διαδικαστικό έγγραφο (ΟλΑΠ 32/1996, 27/1998). - Σύµφωνα µε τη διάταξη του άρθρου 569 παρ. 2 εδάφ. α' ΚΠολ, οι πρόσθετοι λόγοι αναίρεσης ως προς τα ίδια κεφάλαια της προσβαλλόµενης απόφασης και τα κεφάλαια εκείνα που αναγκαστικά συνέχονται µε αυτά, ασκούνται µόνο µε δικόγραφο που κατατίθεται στη γραµµατεία του Αρείου Πάγου, τριάντα τουλάχιστον πλήρεις ηµέρες πριν από τη συζήτηση της αναίρεσης, κάτω από το οποίο συντάσσεται έκθεση. Αντίγραφο του δικογράφου των πρόσθετων λόγων επιδίδεται πριν από την ίδια προθεσµία στον αναιρεσίβλητο και τους άλλους διαδίκους. Από τη διάταξη αυτή σε συνδυασµό της µε εκείνες των άρθρων 111 παρ. 1, 2, 568 παρ. 3 και 571 ΚΠολ, µε [31]

32 τις οποίες προβλέπεται ο προσδιορισµός δικασίµου σε χρόνο που να παρέχει επαρκή προθεσµία για την επίδοση και την προπαρασκευή της υπόθεσης και τη σύνταξη της έκθεσης από τον εισηγητή που ορίστηκε, προκύπτει ότι ως ηµέρα συζήτησης για τον υπολογισµό της προθεσµίας κατάθεσης και κοινοποίησης του δικογράφου των πρόσθετων λόγων, νοείται εκείνη, η οποία, κατά το άρθρο 568 παρ. 2 ΚΠολ, ορίζεται από τον Πρόεδρο του οικείου τµήµατος του Αρείου Πάγου, όχι δε και η µεταγενέστερη, που ορίζεται µετά από αναβολή ή µαταίωση ή κήρυξη απαράδεκτης της συζήτησης (ΟλΑΠ 143/1984, 654/1984). ΚΠολ : 559 αριθ. 8, 559 αριθ. 19, 559 αριθ. 20, 562, 569, Αίτηση αναίρεσης - άρθρο 559 αριθ. 20 ΚΠολ Αριθµός απόφασης: Παραµόρφωση περιεχοµένου εγγράφου. Αοριστία λόγων αναίρεσης. Παραβίαση κανόνα ουσιστικού δικαίου. - Ο προβλεπόµενος από τον αριθµό 20 του άρθρου 559 ΚΠολ λόγος αναίρεσης για παραµόρφωση εγγράφου συνίσταται στο διαγνωστικό λάθος της απόδοσης από το δικαστήριο της ουσίας σε αποδεικτικό, µε την έννοια των άρθρων 339 και 432 ΚΠολ, έγγραφο περιεχοµένου καταδήλως διαφορετικού από το αληθινό, εξαιτίας του οποίου καταλήγει σε πόρισµα επιζήµιο για τον αναιρεσείοντα. Για τη θεµελίωση του αµέσως πιο πάνω αναιρετικού λόγου απαιτείται η προσκοµιδή από τον αναιρεσείοντα στον Άρειο Πάγο του εγγράφου, το οποίο, κατά τους ισχυρισµούς του, φέρεται ότι παραµορφώθηκε, προκειµένου να εκτιµηθεί, σύµφωνα µε το άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολ, το περιεχόµενό του ως προς τη διαπίστωση της βασιµότητας του σφάλµατος του δικαστηρίου της ουσίας. ιαφορετικά ο ερευνώµενος αναιρετικός λόγος είναι απορριπτέος ως αβάσιµος (ή αναπόδεικτος). - Από τις διατάξεις των άρθρων 118 αριθ. 3, 566 παρ. 1 και 577 παρ. 3 ΚΠολ προκύπτει, ότι στο έγγραφο της αναίρεσης πρέπει να αναφέρεται κατά τρόπο σαφή, ορισµένο και ευσύνοπτο, η νοµική πληµµέλεια που αποδίδεται στο δικαστήριο της ουσίας, ώστε να είναι δυνατόν να διαπιστωθεί αν και ποιο λόγο αναίρεσης, από τους περιοριστικώς αναφεροµένους στο άρθρο 559 ΚΠολ, θεµελιώνει η προβαλλόµενη αιτίαση. Ειδικά, για να είναι ορισµένος ο από τον αριθµό 1 του άρθρου 559 ΚΠολ λόγος αναίρεσης πρέπει να καθορίζονται, µεταξύ άλλων, η συγκεκριµένη διάταξη του ουσιαστικού δικαίου που παραβιάστηκε και το αποδιδόµενο στο δικαστήριο νοµικό σφάλµα περί την ερµηνεία και εφαρµογή του ουσιαστικού νόµου, εφόσον δε το δικαστήριο έκρινε κατ' ουσίαν την υπόθεση, την ελάσσονα πρόταση του νοµικού του συλλογισµού, δηλαδή τα πραγµατικά γεγονότα που αυτό δέχθηκε, υπό τα οποία και συντελέστηκε η προβαλλόµενη παραβίαση των κανόνων του ουσιαστικού δικαίου (ΟλΑΠ 32/1996). ΚΠολ : 559 αριθ. 1, 559 αριθ. 20, Αίτηση αναίρεσης - Άρθρο 559 αριθ.14 ΚΠολ [32]

33 Αριθµός απόφασης: Νοµική αοριστία αγωγής και ποιοτική αοριστία δικογράφου αγωγής. Παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου. Παρά το νόµο κήρυξη ακυρότητας, έκπτωσης από δικαίωµα ή απαραδέκτου. Μη νόµιµη βάση. ικονοµικοί λόγοι αναίρεσης. Παρά το νόµο αποδοχή πραγµάτων µε ουσιώδη επίδραση ως αληθινών χωρίς απόδειξη. Πιθανολόγηση. - Η νοµική αοριστία της αγωγής που συνδέεται µε τη νοµική εκτίµηση του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που πρέπει να εφαρµοστεί αποτελεί παράβαση που ελέγχεται αναιρετικά µε τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 ΚΠολ, αν το δικαστήριο της ουσίας αξίωσε περισσότερα στοιχεία από τα απαιτούµενα από το νόµο προς θεµελίωση του ασκουµένου δικαιώµατος για να κρίνει νόµιµη την αγωγή ή αντιθέτως αρκέστηκε σε λιγότερα από τα απαιτούµενα στοιχεία. Αντιθέτως η ποιοτική αοριστία του δικογράφου της αγωγής υπάρχει αν ο ενάγων δεν αναφέρει στην αγωγή µε πληρότητα τα πραγµατικά περιστατικά, τα οποία αποτελούν προϋπόθεση εφαρµογής του κανόνα δικαίου στον οποίο στηρίζεται το αίτηµα της αγωγής. Στην περίπτωση αυτή η σχετική παράβαση ελέγχεται αναιρετικά µε το λόγο του άρθρου 559 αριθ. 14 ΚΠολ. - Σύµφωνα µε το άρθρο 12 παρ. 7 στοιχ. β' του Ν. 1337/1983 "επέκταση των πολεοδοµικών σχεδίων, οικιστική ανάπτυξη και σχετικές ρυθµίσεις", όπως τροποποιήθηκε µεταγενεστέρως και αποτέλεσε το άρθρο 48 παρ. 7 στοιχ. β' του Π.. της 14/ "Κώδικας βασικής πολεοδοµικής νοµοθεσίας", αµέσως µετά την κύρωση και µεταγραφή των πράξεων εφαρµογής ο οικείος ΟΤΑ, το ηµόσιο ή τα ΝΠ, καθώς και κάθε ενδιαφερόµενος µπορούν να καταλάβουν τα νέα ακίνητα που διαµορφώθηκαν µε την πράξη εφαρµογής και περιέρχονται σε αυτούς... Σε περίπτωση που ο κάτοχος ή νοµέας αρνείται να παραδώσει το ακίνητο που του αφαιρείται σύµφωνα µε την πράξη εφαρµογής, µέσα σε δέκα πέντε ηµέρες από την έγγραφη πρόσκληση προς αυτόν, διατάσσεται η αποβολή του µε απόφαση του µονοµελούς πρωτοδικείου, µετά από αίτηση των παραπάνω ενδιαφεροµένων, κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών µέτρων. - Κατά το άρθρο 216 παρ. 1 του ΚΠολ η αγωγή εκτός των άλλων αναγκαίων για το ορισµένο αυτής στοιχείων, πρέπει να περιέχει και ακριβή περιγραφή του αντικειµένου της διαφοράς, ώστε ουδεµία να γεννάται αµφιβολία περί της ταυτότητας του. Ενόψει των ανωτέρω για το ορισµένο της ως άνω αίτησης περί αποβολής του κατόχου από το ακίνητο, που δηµιουργήθηκε µε την πράξη εφαρµογής, απαιτείται για το ορισµένο αυτής, από απόψεως περιγραφής του αντικειµένου της διαφοράς, ο καθορισµός κατά τρόπο σαφή της θέσεως στην οποία κείται το ακίνητο και οπωσδήποτε των ορίων του, ώστε να µη γεννάται αµφιβολία περί της ταυτότητας του. εν απαιτείται για το ορισµένο της αίτησης, να αναφέρονται οι πλευρικές διαστάσεις του επίδικου ακινήτου και να κατονοµάζονται όλοι οι γείτονες ιδιοκτήτες. Η περιγραφή του ακινήτου, από την οποία να µη γεννάται αµφιβολία για την ταυτότητα του, µπορεί να γίνεται και µε την αποτύπωση του µε τοπογραφικό διάγραµµα από κλίµακα, από το οποίο προκύπτει πλην του σχήµατος, των πλευρών του, η θέση του, ο προσανατολισµός του και το εµβαδόν του, εφόσον το τοπογραφικό διάγραµµα τούτο ενσωµατώνεται στο δικόγραφο της αίτησης. - Ο λόγος αναίρεσης του άρθρου 559 αριθ. 19 ΚΠολ δηµιουργείται όταν η απόφαση περιέχει ελλιπείς, ασαφείς ή αντιφατικές αιτιολογίες σε σχέση όµως µε την εφαρµογή κανόνων του ουσιαστικού δικαίου, δηλαδή κανόνων που ρυθµίζουν τις βιοτικές σχέσεις, την κτήση των δικαιωµάτων και τη γένεση των υποχρεώσεων και επιβάλλουν τις κυρώσεις για τη µη τήρηση τους. Αντιθέτως, η παραβίαση των [33]

34 δικονοµικών κανόνων, δηλαδή εκείνων που καθορίζουν τη διαδικασία, τα όργανα και τη µορφή της ένδικης προστασίας για την πραγµάτωση των δικαιωµάτων που αναγνωρίζονται από το ουσιαστικό δίκαιο, δηµιουργεί λόγο αναίρεσης µόνο στις περιπτώσεις που αναφέρονται, περιοριστικώς, στους αριθµούς 2-7, 9, και 20 του άρθρου 559 ΚΠολ. - Κατά το άρθρο 559 αριθµ. 10 του ΚΠολ αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο παρά το νόµο δέχτηκε πράγµατα, που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης ως αληθινά χωρίς απόδειξη. Ο λόγος αυτός ιδρύεται-όταν το δικαστήριο δέχεται ως αληθινά γεγονότα, που ασκούν ουσιώδη επίδραση, χωρίς να εκθέτει ούτε γενικώς από ποια αποδεικτικά µέσα άντλησε την απόδειξη, χωρίς να απαιτείται να αξιολογεί τα επί µέρους αποδεικτικά µέσα ή να εξειδικεύει τα έγγραφα. Στην προκειµένη περίπτωση, οι αναιρεσείοντες µε το δεύτερο λόγο αναίρεσης, κατά το δεύτερο µέρος του, από τον αριθ. 10 του άρθρου 559 ΚΠολ, αποδίδουν στο Εφετείο την πληµµέλεια, ότι παρά το νόµο δέχτηκε πράγµατα, που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης ως αληθινά και συγκεκριµένα (δέχτηκε) την εκ µέρους τους κατάληψη των επίδικων ακινήτων χωρίς απόδειξη. Ο λόγος αυτός είναι αβάσιµος, διότι όπως προκύπτει από την προσβαλλοµένη απόφαση το Εφετείο εκθέτει σ' αυτήν όλα τα αποδεικτικά µέσα, ήτοι τις ένορκες καταθέσεις των µαρτύρων, καθώς και τα έγγραφα που οι διάδικοι επικαλέστηκαν και προσκόµισαν, από τα οποία άντλησε την κρίση του, ότι πιθανολογήθηκαν και είναι αληθινά όλα τα παρατιθέµενα στην απόφαση του και έχοντα ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης πραγµατικά περιστατικά. - Σε περίπτωση που ο κάτοχος ή νοµέας αρνείται να παραδώσει το ακίνητο που του αφαιρείται σύµφωνα µε την πράξη εφαρµογής, µέσα σε δέκα πέντε ηµέρες από την έγγραφη πρόσκληση προς αυτόν, διατάσσεται η αποβολή του µε απόφαση του µονοµελούς πρωτοδικείου, µετά από αίτηση των ενδιαφεροµένων, κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών µέτρων. Για την έρευνα της ουσιαστικής βασιµότητας της αίτησης, εφόσον ο νόµος, χωρίς σχετική επιφύλαξη, παραπέµπει στη διαδικασία των ασφαλιστικών µέτρων, αρκεί, κατά το άρθρο 690 παρ. 1 του ΚΠολ, η πιθανολόγηση των ισχυρισµών και, σύµφωνα µε το άρθρο 347 του ΚΠολ, το δικαστήριο δεν έχει την υποχρέωση να εφαρµόσει τις διατάξεις που ισχύουν για την αποδεικτική διαδικασία, τα αποδεικτικά µέσα και τη δύναµη τους, αλλά λαµβάνει υπόψη οποιαδήποτε µέσα κρίνει κατάλληλα για να σχηµατισθεί πιθανότητα σχετικά µε την αλήθεια των πραγµατικών περιστατικών. Η πιθανολόγηση είναι η ελάχιστη αποδεικτική διαβάθµιση που απαιτεί ο νόµος για την εξαγωγή του αποδεικτικού πορίσµατος ως προς τη βασιµότητα των ισχυρισµών των διαδίκων. Εξάλλου, µε τη σχετική απόφαση του µονοµελούς πρωτοδικείου επιλύεται οριστικά η διαφορά ως προς το ζήτηµα της απόδοσης του ακινήτου που αφαιρείται σύµφωνα µε την πράξη εφαρµογής της πολεοδοµικής µελέτης και δεν διατάσσεται απλώς η λήψη ασφαλιστικού µέτρου ή µέτρου ρυθµιστικού της κατάστασης, η δε παραποµπή στη διαδικασία των ασφαλιστικών µέτρων γίνεται για την ταχύτερη εκδίκαση της υπόθεσης. Συνέπεια τούτου είναι ότι η εκδιδόµενη απόφαση υπόκειται στα προβλεπόµενα από τον ΚΠολ ένδικα µέσα της έφεσης (άρθρο 511 ΚΠολ ) και της αναίρεσης (άρθρο 552 ΚΠολ ) και δεν εφαρµόζεται η διάταξη του άρθρου 699 του ΚΠολ, η οποία αποκλείει την άσκηση των ένδικων µέσων µόνο κατά των αποφάσεων που αφορούν τη λήψη ασφαλιστικών µέτρων (ΟλΑΠ 754/1986). Εάν γίνει πρωτοδίκως δεκτή η αίτηση αποβολής του κατόχου ή νοµέα, το εφετείο, ερευνώντας, στα πλαίσια του µεταβιβαστικού, σύµφωνα µε το άρθρο 522 του ΚΠολ, αποτελέσµατος της έφεσης, τους σχετικούς µε την ουσιαστική βασιµότητα της αίτησης λόγους αυτής, µπορεί επίσης ν' αρκεστεί σε πιθανολόγηση των ισχυρισµών. Στην προκειµένη περίπτωση οι αναιρεσείοντες µε τον τρίτο και [34]

35 τελευταίο λόγο αναίρεσης, από τον αριθ. 10 του άρθρου 559 ΚΠολ, ψέγουν το Εφετείο, διότι, δεχόµενο την ουσιαστική βασιµότητα της ένδικης αίτησης, αρκέστηκε σε πιθανολόγηση των ισχυρισµών των διαδίκων, ενώ ήταν υποχρεωµένο να εφαρµόσει τις διατάξεις που ισχύουν για την αποδεικτική διαδικασία, τα αποδεικτικά µέσα και τη δύναµη τους. ΚΠολ : 216, 347, 216, 388, 511, 522, 552, 559 αριθ. 1, 559, αριθ. 10, 559 αριθ. 14, 559 αριθ. 19, 690, 699 Νόµοι: 1337/1983, άρθ. 12, Π : 14/27.7/1999, άρθ. 48, Αίτηση αναίρεσης - Έλλειψη πληρεξουσιότητας Αριθµός απόφασης: Έλλειψη πληρεξουσιότητας. Απαράδεκτη συζήτηση. - Από τον συνδυασµό των διατάξεων των άρθρων 94 παρ. 1, 96 παρ. 1 και 2 και 104 ΚΠολ, προκύπτει ότι (α) στα πολιτικά δικαστήρια και δη στον Άρειο Πάγο οι διάδικοι έχουν υποχρέωση να παρίστανται µε πληρεξούσιο δικηγόρο (β) η πληρεξουσιότητα δίνεται είτε µε συµβολαιογραφική πράξη είτε µε προφορική δήλωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά, µπορεί δε ν' αφορά ορισµένες ή όλες τις δίκες εκείνου που την παρέχει (γ) για τις προπαρασκευαστικές πράξεις και τις κλήσεις έως την συζήτηση στο ακροατήριο θεωρείται ότι υπάρχει πληρεξουσιότητα, ενώ για την συζήτηση στο ακροατήριο απαιτείται ρητή πληρεξουσιότητα και αν αυτή δεν υπάρχει, κηρύσσονται άκυρες όλες οι πράξεις ακόµη και εκείνες που είχαν γίνει προηγουµένως (δ) εάν ο διάδικος δεν εκπροσωπείται από δικηγόρο, όπου είναι υποχρεωτική η παράστασή του, ή παρίσταται µε δικηγόρο και δεν αποδεικνύεται η ύπαρξη ρητής πληρεξουσιότητας αυτού, η οποία απαιτείται κατά την συζήτηση της υπόθεσης και την οποία αυτεπάγγελτα ερευνά το δικαστήριο, ο διάδικος αυτός θεωρείται δικονοµικός απών. - Κατά τις διατάξεις των αρ. 576 παρ. 1-3 ΚΠολ, αν ο διάδικος που επισπεύδει την συζήτηση δεν εµφανισθεί ή εµφανισθεί και δεν λάβει µέρος µε τον τρόπο που ορίζει ο νόµος, ο Άρειος Πάγος συζητεί την υπόθεση σαν να ήταν παρόντες οι διάδικοι. Αν ο αντίδικος εκείνου που επέσπευσε την συζήτηση δεν εµφανισθεί ή εµφανισθεί αλλά δεν λάβει µέρος σ' αυτήν µε τον τρόπο που ορίζει ο νόµος, ο Άρειος Πάγος εξετάζει αυτεπάγγελτα, αν κλητεύθηκε νόµιµα και εµπρόθεσµα. Αν η κλήση για την συζήτηση δεν επιδόθηκε καθόλου ή δεν επιδόθηκε νόµιµα ή εµπρόθεσµα, ο Άρειος Πάγος κηρύσσει απαράδεκτη την συζήτηση για όλους τους διαδίκους, σε περίπτωση που µετέχουν περισσότεροι στην αναιρετική δίκη και δεν κλητεύθηκε κάποιος απ' αυτούς, και η υπόθεση επαναφέρεται για συζήτηση µε νέα κλήτευση, στην αντίθετη δεν περίπτωση προχωρεί στην συζήτηση παρά την απουσία εκείνου που έχει κλητευθεί. Από τις ανωτέρω διατάξεις προκύπτει, ότι επί ερηµοδικίας στην αναιρετική δίκη ερευνάται αν ο απών διάδικος επισπεύδει την συζήτηση ή αν κλητεύθηκε από τον επισπεύδοντα αυτή και επί µη κλητεύσεως του αντιδίκου εκείνου που επισπεύδει την συζήτηση αυτή κηρύσσεται απαράδεκτη. Στην περίπτωση ειδικότερα της επίσπευσης της συζήτησης από τον απολειπόµενο διάδικο αυτή δεν είναι έγκυρη, εάν κατά την αυτεπάγγελτη έρευνα από το δικαστήριο διαπιστώνεται έλλειψη πληρεξουσιότητας [35]

36 του δικηγόρου που επέσπευσε την συζήτηση για λογαριασµό του απολειποµένου διαδίκου. ΚΠολ : 94, 96, 104, 576, Αίτηση αναίρεσης - Έννοµο συµφέρον Αριθµός απόφασης: 1026 Έτος: Έννοµο συµφέρον για άσκηση αναίρεσης. Γενικοί ερµηνευτικοί κανόνες. Μη λήψη υπόψη αποδεικτικών µέσων. ικαστική οµολογία. Παραµόρφωση περιεχοµένου εγγράφου. - Από το συνδυασµό των διατάξεων των άρθρων 68, 556 και 558 ΚΠολ προκύπτει ότι για την άσκηση αναιρέσεως απαιτείται έννοµο συµφέρον, το οποίον υφίσταται όταν ο αναιρεσείων ηττήθηκε ολικώς ή µερικώς µε την αναιρεσιβαλλοµένη απόφαση, πρέπει δε να απευθύνεται κατ' εκείνων των αντιδίκων του που νίκησαν στη δίκη. - Οι γενικοί ερµηνευτικοί κανόνες των άρθρων 173 και 200 ΑΚ εφαρµόζονται σε κάθε περίπτωση που υφίσταται κενό στη σύµβαση και γενικά στη δικαιοπραξία ή γεννιέται αµφιβολία για την έννοια των δηλώσεων βούλησης. Παραβιάζονται δε οι διατάξεις των άρθρων αυτών στην περίπτωση που το δικαστήριο της ουσίας, παρά τη διαπίστωση, έστω και έµµεση, κενού ή αµφιβολίας για την έννοια της δικαιοπραξίας, είτε παραλείπει να προσφύγει σ' αυτές για να διαπιστώσει την αληθινή βούληση των δικαιοπρακτησάντων, ή δεν παραθέτει στην απόφασή του τα πραγµατικά στοιχεία από τα οποία προκύπτει η εφαρµογή των διατάξεων αυτών, είτε προβαίνει σε κακή εφαρµογή τους. - Ο από τον αριθ. 11 γ' του άρθρου 559 ΚΠολ, λόγος αναιρέσεως για µη λήψη υπόψη αποδεικτικών µέσων που οι διάδικοι επικαλέστηκαν και προσκόµισαν είναι αβάσιµος κατ' ουσίαν, όταν το δικαστήριο βεβαιώνει στην προσβαλλόµενη απόφασή του ότι έλαβε υπόψη τα συγκεκριµένα έγγραφα για τα οποία προτείνεται ο αναιρετικός λόγος ή ότι έλαβε υπόψη όλα τα µε επίκληση προσκοµισθέντα από τους διαδίκους έγγραφα, έστω και χωρίς να γίνεται στην προσβαλλόµενη απόφαση ειδική µνεία ή χωριστή αξιολόγηση του καθενός από αυτά, εκτός αν, παρά την άνω βεβαίωση, από το περιεχόµενο και ιδίως τις αιτιολογίες της αποφάσεως καταλείπονται αµφιβολίες για τη συνεκτίµηση όλων ή ορισµένων εγγράφων. - Σύµφωνα µε το άρθρο 352 ΚΠολ, πλήρη απόδειξη αποτελεί µόνον η δικαστική οµολογία που γίνεται προφορικά ή εγγράφως ενώπιον του δικάζοντος την υπόθεση δικαστή, ενώ κάθε άλλη οµολογία, όπως είναι η περιεχόµενη σε έγγραφα που εκδίδονται από διάδικο, είναι εξώδικη και εκτιµάται ελεύθερα από το δικαστήριο. - Ο από το άρθρο 559 αριθ. 20 ΚΠολ λόγος αναιρέσεως ιδρύεται, όταν το δικαστήριο της ουσίας παραµόρφωσε το περιεχόµενο εγγράφου αποδεικτικού κατά την έννοια των άρθρων 339 και 432 επ. ΚΠολ, δηλαδή υπέπεσε σε διαγνωστικό λάθος µε το να αποδώσει σ' αυτό περιεχόµενο καταδήλως διαφορετικό από το αληθινό, στη συνέχεια δε κατέληξε, στηριζόµενο σ' αυτό και µόνο, ή κυρίως σ' αυτό, στην περίπτωση συνεκτιµήσεώς του µε το σύνολο των αποδεικτικών µέσων που επικαλέστηκαν και προσκόµισαν οι διάδικοι, σε επιζήµιο για τον αναιρεσείοντα πόρισµα ως προς τα πράγµατα που έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. ΑΚ: 173, 200, [36]

37 ΚΠολ : 68, 339, 352, , 558, 559 αριθ. 11, 559 αριθ. 20, ηµοσίευση: INLAW 2009 * ηµοσίευση: ΕΤρΑξΧρ 2010, σελίδα 133 * Αίτηση αναίρεσης - Προθεσµία άσκησης Αριθµός απόφασης: Προθεσµία άσκησης αναίρεσης. Επιβολή στο διάδικο ή στο νόµιµο αντιπρόσωπο του ή στο δικαστικό του πληρεξούσιο ανάλογα µε την ευθύνη καθενός χρηµατικής ποινής από το ικαστήριο, αν προκύψει από τη δίκη που έγινε, ότι αν και το γνώριζαν άσκησαν προφανώς αβάσιµη αγωγή, ανταγωγή ή παρέµβαση ή προφανώς αβάσιµο ένδικο µέσο. - Κατά το άρθρο 564 παρ. 1 του ΚΠολ η προθεσµία της αναιρέσεως αν ο αναιρεσείων διαµένει στην Ελλάδα, είναι τριάντα ηµέρες και αρχίζει από την επίδοση της αποφάσεως, ενώ κατά την παράγραφο 3 του ίδιου άρθρου, αν η απόφαση δεν επιδόθηκε, η προθεσµία της αναιρέσεως είναι τρία χρόνια και αρχίζει από τη δηµοσίευση της αποφάσεως, που περατώνει τη δίκη. Κατά την έννοια της εν λόγω διατάξεως, καθορίζεται η διάρκεια της προθεσµίας της αναιρέσεως και το γεγονός που την κινεί, ενώ ο τρόπος υπολογισµού της προθεσµίας ρυθµίζεται από τη διάταξη του άρθρου 144 παρ. 1 ίδιου Κώδικα. - Κατά το άρθρο 495 παρ. 1 ΚΠολ, τα αναφερόµενα ένδικα µέσα, µεταξύ των οποίων και εκείνο της αναιρέσεως, ασκούνται µε δικόγραφο που κατατίθεται στο πρωτότυπο, στη γραµµατεία του δικαστηρίου που έχει εκδώσει την προσβαλλόµενη απόφαση. Και τέλος, σύµφωνα µε το άρθρο 577 παρ. 1 και 2 του ιδίου Κώδικα, το δικαστήριο πρώτα συζητεί για το παραδεκτό της αναιρέσεως και αν αυτή δεν ασκήθηκε νόµιµα ή αν λείπει κάποια προϋπόθεση για να είναι παραδεκτή, ο Άρειος Πάγος την απορρίπτει και αυτεπαγγέλτως. Από την τελευταία αυτή διάταξη προκύπτει ότι το εµπρόθεσµο της ασκήσεως αναιρέσεως, που αποτελεί προϋπόθεση για το παραδεκτό της, ο Άρειος Πάγος το εξετάζει όχι µόνο κατ' ένσταση αλλά και αυτεπαγγέλτως, µε βάση τα αποδεικτικά έγγραφα που βρίσκονται στη δικογραφία (ΟλΑΠ 412/1981), απορρίπτοντας την αναίρεση αν ελλείπει η προϋπόθεση αυτή. Πάντως, σύµφωνα µε το άρθρο 570 παρ. 1 ΚΠολ, αν ο αναιρεσίβλητος προτείνει σχετική ένσταση µε τις κατατιθέµενες είκοσι ηµέρες πριν από τη δικάσιµο προτάσεις, ο Άρειος Πάγος οφείλει να τη λάβει υπόψη και να αποφανθεί σχετικώς. - Το άρθρο 205 ΚΠολ ορίζει, ότι το δικαστήριο αυτεπαγγέλτως, µε την οριστική απόφασή του, επιβάλλει στο διάδικο ή στο νόµιµο αντιπρόσωπο του ή στο δικαστικό του πληρεξούσιο ανάλογα µε την ευθύνη καθενός, χρηµατική ποινή από εκατόν πενήντα ευρώ έως οκτακόσια ογδόντα (880) ευρώ, που περιέρχεται στο ταµείο νοµικών, αν προκύψει από τη δίκη που έγινε, ότι αν και το γνώριζαν 1) άσκησαν προφανώς αβάσιµη αγωγή, ανταγωγή ή παρέµβαση ή προφανώς αβάσιµο ένδικο µέσο ή 2) διεξήγαγαν τη δίκη παρελκυστικά ή δεν τήρησαν τους κανόνες των χρηστών ηθών ή της καλής πίστεως ή το καθήκον αληθείας. Κύρια προϋπόθεση για την επιβολή της ποινής τάξης του άρθρου 205 ΚΠολ, αποτελεί το στοιχείο της υπαιτιότητας µε την µορφή άµεσου δόλου, χωρίς να αρκεί ενδεχόµενος δόλος ή βαριά αµέλεια. ΚΠολ : 144, 205, 495, 564, 570, 577, [37]

38 Αναγκαστική εκτέλεση - Αίτηση αναστολής ικαστήριο: Ειρηνοδικείο Αθηνών Αριθµός απόφασης: Αναγκαστική εκτέλεση. Εκκαθαρισµένη απαίτηση. Αίτηση αναστολής. - Σύµφωνα µε το άρθρο 916 ΚΠολ «Αναγκαστική εκτέλεση δεν µπορεί να γίνει, αν από τον εκτελεστό τίτλο δεν προκύπτει η ποσότητα και η ποιότητα της παροχής». Εκκαθαρισµένη είναι η απαίτηση ως προς τους τόκους, εφόσον ορίζεται το κεφάλαιο, η έναρξη και το ποσοστό αυτών στον τίτλο ή από το νόµο, οπότε στην τελευταία περίπτωση αρκεί η µνεία της παροχής των τόκων χωρίς την παράθεση του ποσοστού αυτών που' ορίζεται στο νόµο. Απαιτείται προσδιορισµός αθροιστικός για το ποσό και το ποιόν της παροχής, γι αυτό παροχή ορισµένη κατά το ποσό, αόριστη όµως κατά το ποιόν ή και αντιστρόφως, δεν είναι εκκαθαρισµένη (ΑΠ 104/1972 ΝοΒ ). Εποµένως για την εγκυρότητα της επιταγής προς εκτέλεση και για την ενέργεια της αναγκαστικής εκτέλεσης, η παροχή, δηλαδή το αντικείµενο της απαίτησης του επισπεύδοντος και κατά νοµική ακολουθία το αντικείµενο της υποχρέωσης του καθού η εκτέλεση (προς προστασία του οποίου έχει τεθεί η διάταξη) πρέπει να είναι εκκαθαρισµένη µέσα στον ίδιο τον εκτελεστό τίτλο, δηλαδή από αυτόν πρέπει να προκύπτει η ποσότητα και η ποιότητα της παροχής, πράγµα το οποίο δεν συµβαίνει εν προκειµένω δεδοµένου ότι δεν λήφθηκε υπόψη η διάταξη του άρθρου 423 ΑΚ κατά την έκδοση της παραπάνω απόφασης του ικαστηρίου τούτου (βλ. και ΕφΙω 41/1974 ΝοΒ , ΠΠρΑθ 863/1970 ΑρχΝ ). ΑΚ: 423, ΚΠολ : 933, 938, Αναγκαστική εκτέλεση - Βέβαιη απαίτηση Αριθµός απόφασης: Αναγκαστική εκτέλεση. Βέβαιη απαίτηση. Εκκαθαρισµένη απαίτηση. Ποινική ρήτρα. Υπέρµετρη ποινή. - Από τις διατάξεις των άρθρων 915 εδ. α' και β', 918 παρ. 4 και 924 εδ. α' του ΚΠολ προκύπτει ότι αν η απαίτηση τελεί υπό προθεσµία, για το έγκυρο της αναγκαστικής εκτέλεσης και ειδικότερα για την έκδοση απογράφου και την κοινοποίηση αυτού στον οφειλέτη µε επιταγή προς εκτέλεση απαιτείται να αποδεικνύεται η πάροδος της προθεσµίας µε δηµόσιο ή ιδιωτικό έγγραφο που έχει αποδεικτική δύναµη και το οποίο πρέπει να συγκοινοποιείται στον καθ' ού η εκτέλεση, εκτός αν η πάροδος της προθεσµίας βρίσκεται ηµερολογιακά, οπότε δεν χρειάζεται τέτοια συγκοινοποίηση. - Κατά το άρθρο 916 ΚΠολ η αναγκαστική εκτέλεση δεν µπορεί να γίνει αν από τον εκτελεστό τίτλο δεν προκύπτει η ποσότητα και η ποιότητα της παροχής. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής η απαίτηση του δανειστή, ως προϋπόθεση παροχής έννοµης προστασίας µε τη µορφή της αναγκαστικής υπέρ αυτού εκτέλεσης, πρέπει να είναι όχι µόνο βεβαία, όπως επιβάλλεται από το άρθρο 915 ΚΠολ, αλλά και εκκαθαρισµένη. Η διάταξη έχει τεθεί κυρίως για την προστασία των συµφερόντων [38]

39 του οφειλέτη, ο οποίος πρέπει κατά την έκδοση ή την κατάρτιση του τίτλου να τελεί σε γνώση του ποσού και του ποιού της παροχής για την οποία µπορεί να γίνει σε βάρος του αναγκαστική εκτέλεση. Αυτά ισχύουν και για τα συµβολαιογραφικά έγγραφα, από τα οποία πρέπει να προκύπτει το ποσό και το ποιόν της παροχής, γιατί αν δεν προκύπτουν τα στοιχεία αυτά, δεν αποτελούν (τα συµβολαιογραφικά έγγραφα) τίτλο εκτελεστό, µε επακόλουθο την ακυρότητα της στηριζοµένης σε αυτά επιταγής και της επακολουθούσας διαδικασίας εκτέλεσης, χωρίς την ανάγκη επίκλησης και απόδειξης βλάβης. Είναι δε εκκαθαρισµένη η απαίτηση, αν µπορεί να καθορισθεί κατά ποσό µε αριθµητικό υπολογισµό, ή σύµφωνα µε τα περιλαµβανόµενα στον τίτλο στοιχεία. - Από την ίδια διάταξη του άρθρου 916 ΚΠολ, σε συνδυασµό µε τη διάταξη του άρθρου 181 ΑΚ, προκύπτει ότι, αν η απαίτηση για την ικανοποίηση της οποίας επισπεύδεται εκτέλεση είναι εν µέρει µόνο βεβαία και εκκαθαρισµένη, η εκτέλεση είναι µερικά µόνο έγκυρη ως προς το µέρος αυτό της απαίτησης. - Κατά το άρθρο 409 του ΑΚ, αν η ποινή που συµφωνήθηκε είναι δυσανάλογα µεγάλη, µειώνεται από το δικαστήριο ύστερα από αίτηση του οφειλέτη στο µέτρο που αρµόζει. Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι το δικαστήριο της ουσίας, κατά τη διαµόρφωση της κρίσης του για τον χαρακτήρα της ποινής ως δυσανάλογα µεγάλης και στη συνέχεια για το µέτρο που πρέπει να µειωθεί, λαµβάνει υπόψη τα περιστατικά που συντρέχουν κατά περίπτωση, ιδίως δε τη φύση της ενοχικής σχέσης, την έκταση κατά την οποία παραβιάσθηκε η συµβατική υποχρέωση του οφειλέτη, τον βαθµό του πταίσµατός του, το γενικότερο περιουσιακό συµφέρον του δανειστή, το µέγεθος της ηθικής του βλάβης, την ωφέλεια που αποκόµισε ο οφειλέτης από την µη έγκαιρη εκπλήρωση, την εν γένει οικονοµική και κοινωνική θέση δανειστού και οφειλέτη και, τέλος, το µέγεθος της συµφωνηθείσας ποινικής ρήτρας σε σχέση µε την αξία της αντιπαροχής του δανειστή. ΑΚ: 181, 409, ΚΠολ : 559 αριθ. 19, 915, 916, 918, 924, Αναγκαστική εκτέλεση - Καταχρηστική επίσπευση αναγκαστικής εκτέλεσης Ολοµέλεια Αριθµός απόφασης: 9 - Αναγκαστική εκτέλεση. Ανακοπή. Καταχρηστική επίσπευση αναγκαστικής εκτέλεσης. Αναιρείται η προσβαλλόµενη απόφαση. - Με το άρθρο 934 του ΚΠολ καθιερώνεται το σύστηµα της κατά στάδια προσβολής µε ανακοπή του άρθρου 933 ΚΠολ, των επί µέρους πράξεων της εκτελεστικής διαδικασίας, η οποία ανακοπή αν αφορά ακυρότητες των πράξεων της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης για την ικανοποίηση χρηµατικών απαιτήσεων, που έλαβαν χώρα από την πρώτη µετά την επιταγή πράξη και πέρα, που είναι η σύνταξη της έκθεσης κατάσχεσης, πρέπει να ασκείται µε ποινή απαραδέκτου µέχρι την τελευταία πράξη που είναι η σύνταξη της έκθεσης πλειστηριασµού και κατακύρωσης. Η ακυρότητα µιας προηγούµενης πράξης αναγκαστικής εκτέλεσης δεν συµπαρασύρει σε ακυρότητα αυτοδικαίως και την επόµενη πράξη, αλλά απαιτείται να προσβληθεί µε ανακοπή και αυτή, εφόσον υπάρχει ακόµη η από το άρθρο 934 προθεσµία για την προσβολή της, και κηρυχθεί από το δικαστήριο η ακυρότητά της. ιαφορετικά, παρά την κήρυξη της ακυρότητας µιας προηγούµενης πράξης, που αποτελεί την [39]

40 προϋπόθεση της, εφόσον προχώρησε η εκτελεστική διαδικασία και δεν προσβλήθηκε εµπροθέσµως αυτοτελώς µε ανακοπή και η επόµενη πράξη, η τελευταία ισχυροποιείται και παραµένει απρόβλητη. - κατά το άρθρο 940 παρ. 3 του ΚΠολ, αν ακυρωθεί αµετάκλητα η αναγκαστική εκτέλεση, εκείνος κατά του οποίου έγινε η εκτέλεση έχει δικαίωµα να ζητήσει από εκείνον που την επέσπευσε αποζηµίωση για τη ζηµία του, αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις των άρθρων 914 ή 919 του αστικού κώδικα. Παρέχεται, δηλαδή, στην περίπτωση αυτή γνήσια ουσιαστικού δικαίου αξίωση αποζηµιώσεως στον θιγέντα, στηριζόµενη σε ειδική αδικοπραξία, τα στοιχεία της οποίας ορίζονται σε συνδυασµό µε τα άρθρα 914 ή 919 ΑΚ. Αν ακυρωθεί µία µόνο πράξη της αναγκαστικής εκτελέσεως, η αποζηµίωση περιορίζεται στην ζηµία που τελεί σε αιτιώδη συνάφεια µόνο µε την πράξη αυτή. Όµως, κατά την αληθή έννοια της παραπάνω διάταξης του άρθρου 940 παρ. 3 ΚΠολ, ερµηνευοµένης, και από το πρίσµα του άρθρου 6 της ΕΣ Α περί δίκαιης δίκης και παροχής ουσιαστικής έννοµης προστασίας, αλλά και του άρθρου 20 παρ. 1 του Συντάγµατος, δεν αποκλείεται η έγερση, και πέραν της παρεχόµενης από την πιο πάνω διάταξη του άρθρου 940 παρ. 3 ΚΠολ αξίωση αποζηµιώσεως, αυτοτελούς αγωγής για αποζηµίωση εξαιτίας άδικης εκτέλεσης και η παρεµπίπτουσα κρίση κατά τη σχετική τακτική δίκη περί ακυρότητας οποιασδήποτε πράξεως της αναγκαστικής εκτέλεσης, εναντίον της οποίας δεν ασκήθηκε ανακοπή, προκειµένου να θεµελιωθεί το ασκούµενο µε την αγωγή δικαίωµα αποζηµιώσεως του καθ' ου η εκτέλεση (πρβλ. ΟλΑΠ 49/2005). - Το Εφετείο µε την προσβαλλόµενη απόφασή του απέρριψε ως µη νόµιµη την αγωγή για το λόγο ότι δεν συνέτρεχαν στην προκείµενη περίπτωση οι προϋποθέσεις που ορίζει η διάταξη του άρθρου 940 παρ. 3 του ΚΠολ, ενόψει του ότι η επιβληθείσα χωρίς δικαίωµα κατάσχεση του πλοίου, η οποία αποτέλεσε και την αιτία της επικαλούµενης ζηµίας και ηθικής βλάβης, δεν φέρεται να έχει προσβληθεί και ακυρωθεί αµετάκλητα. Όµως, όπως προαναφέρθηκε, ο ενάγων είχε το δικαίωµα να εγείρει αυτοτελώς και πέραν της διατάξεως του άρθρου 940 παρ. 3 ΚΠολ, αγωγή αποζηµιώσεως για παράνοµη και υπαίτια κατάσχεση του πλοίου του, εναντίον της οποίας πράξεως της αναγκαστικής εκτελέσεως δεν είχε ασκήσει ανακοπή. Εποµένως η αγωγή του αναιρεσείοντος απόφασή του, που έκρινε αντίθετα, εσφαλµένως ερµήνευσε την παραπάνω διάταξη, καθώς και τις διατάξεις των άρθρων 914 επ. ΑΚ και, συνεπώς, ο µοναδικός από το άρθρο 559 αριθµ. 1 ΚΠολ λόγος αναιρέσεως που παραπέµφθηκε στην Ολοµέλεια είναι βάσιµος. ΚΠολ : 933, 934, 940, ΑΚ: 914, 919, Αναγκαστική εκτέλεση - Μέσα αναγκαστικής εκτέλεσης Αριθµός απόφασης: Αναγκαστική εκτέλεση. Πράξη που µπορεί να γίνει από τρίτο.αρµοδιότητα του Εισαγγελέα για την προσωρινή ρύθµιση της διακατοχής των δηµοσίων ή δηµοτικών ή κοινοτικών κτηµάτων (ακινήτων). Η απόφαση που εκδίδεται από τον Εισαγγελέα στα πλαίσια της ως άνω αρµοδιότητάς του, αποτελεί πράξη δικαστικής αρχής σε ιδιωτική διαφορά (ΑΕ 2/ ) και σαν τέτοια αποτελεί, µετά την τελεσιδικία της, ιδιότυπο εκτελεστό τίτλο. Αρµοδιότητα πολιτικών και διοικητικών δικαστηρίων. [40]

41 - Με την παρ. 1 του άρθρου 945 ΚΠολ, παρέχεται το δικαίωµα στο δανειστή να επιχειρήσει την υλική πράξη, µετά τη µη εκπλήρωση της υποχρεώσεως του οφειλέτη, εφόσον αυτή µπορεί να γίνει και από τρίτο, µε δαπάνη του οφειλέτη. Αν πρόκειται για δικαστική απόφαση καταδικάζεται ο οφειλέτης να επιχειρήσει την πράξη εντός ορισµένης προθεσµίας και συγχρόνως µε την ίδια απόφαση, παρέχεται το δικαίωµα στο δανειστή να επιχειρήσει την πράξη µε δαπάνη του οφειλέτη, αν παρέλθει άπρακτη η ταχθείσα προθεσµία ή αν στη διάρκεια αυτής ο οφειλέτης εκδηλώνει ρητά την άρνηση του για την εκπλήρωση της υποχρέωσης του. Πάντως, δεν αποτελεί αναγκαίο στοιχείο της απόφασης η παροχή της δυνατότητας στο δανειστή της επιχείρησης της πράξεως, καθόσον η δυνατότητα αυτή απορρέει απευθείας από την πιο πάνω διάταξη. Έτσι, εφόσον ο οφειλέτης δεν συµµορφωθεί προς την ανωτέρω υποχρέωση του γεννάται αυτοµάτως δικαίωµα του δανειστή να υποκαταστήσει τον οφειλέτη και να ενεργήσει αυτός την υλική πράξη. Το δικαίωµα αυτό αυτοµάτων ενεργοποιείται και υλοποιείται, δεδοµένου ότι η άρνηση ή η παραµέληση του οφειλέτη, οδηγεί σε αδρανοποίηση του δικαιώµατος του δανειστή που διαγνώσθηκε ήδη δικαστικά, ο δε δανειστής πρέπει να κοινοποιήσει επιταγή στον οφειλέτη, ο οποίος επιτάσσεται να επιχειρήσει την πράξη. Μετά την πάροδο της προθεσµίας που τάχθηκε, η οποία αποδεικνύεται ηµερολογιακά, κατ' άρθρο 915 εδ. β' ΚΠολ, ο δανειστής δικαιούται να επιχειρήσει την πράξη. Η επιχείρηση της πράξης από το δανειστή, αποτελεί µορφή αναπληρωµατικής εκτέλεσης. Ο καθ' ου η εκτέλεση έχει δικαίωµα να προβάλλει αντιρρήσεις κατά της εκτέλεσης του δανειστή µε ανακοπή του άρθ. 933 επ. ΚΠολ αν διατείνεται συµµόρφωση προς την υποχρέωσή του. Έτσι µε την παρ. 1 της προαναφερόµενης διατάξεως παρέχεται το δικαίωµα στο δανειστή να προβεί στην πράξη δαπάναις του οφειλέτη, εφόσον ο οφειλέτης µετά την κοινοποίηση της επιταγής δεν εκπληρώσει την υποχρέωση του. Προς τούτο µε την παρ. 2 της ίδιας διατάξεως παρασχέθηκε η εξουσία στο δικαστήριο να καταδικάσει τον οφειλέτη µε αίτηση του δανειστή και στην προκαταβολή του ποσού της δαπάνης. Εάν δεν έλαβε χώρα καταδίκη στην προκαταβολή, ή εάν το προσδιορισθέν προκαταβολικά ποσό δεν αποδείχθηκε τελικά αρκετό για την επίτευξη της εκτελέσεως, µπορεί ο δανειστής µετά την επιχείρηση απ' αυτόν της πράξεως να ζητήσει µε αυτοτελή αγωγή την καταδίκη του καθ' ου η εκτέλεση οφειλέτη στην καταβολή των δαπανηθέντων. Η φύση και η λειτουργία της κατ' αυτόν τον τρόπο επιδικαζοµένης δαπάνης προσδίδει σ' αυτή την έννοια της αποζηµιώσεως για την από το δανειστή, αντί του οφειλέτη, τέλεση της πράξεως και όχι της ποινής για την αθέτηση από τον τελευταίο της σχετικής υποχρεώσεώς του. Ενόψει δε του ότι η από τον δανειστή επιχείρηση της πράξεως, εντός του πλαισίου των διατάξεων του άρθρου 945 ΚΠολ, αποτελεί µορφή αναπληρωµατικής εκτέλεσης, η επιδικαζόµενη στο δανειστή δαπάνη εκτελέσεως, κάτω από τις ως άνω συνθήκες, διέπεται, αν όχι ευθέως, τουλάχιστον κατ' αναλογίαν, από τις γενικές αρχές της διατάξεως του άρθρου 932 ΚΠολ. - Κατά τη διάταξη του άρθρου 22 του ΑΝ 1539/1938 "Περί προστασίας των δηµοσίων κτηµάτων", που εφαρµόζεται αναλογικά και στους οργανισµούς τοπικής αυτοδιοίκησης, κατά το άρθρο 1 παρ.1 του Ν 31/1968, όπως το τελευταίο αντικαταστάθηκε µε το άρθρο 62 του Ν. 1416/1984, και διατηρήθηκε σε ισχύ µε το άρθρο 52 παρ. 18 του ΕισΝΚΠολ, καθιερώνεται αρµοδιότητα του Εισαγγελέα για την προσωρινή ρύθµιση της διακατοχής των δηµοσίων ή δηµοτικών ή κοινοτικών κτηµάτων (ακινήτων), που αµφισβητείται µεταξύ του ηµοσίου ή Οργανισµού τοπικής αυτοδιοίκησης και ιδιώτη. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι η απόφαση που εκδίδεται από τον Εισαγγελέα στα πλαίσια της ως άνω αρµοδιότητάς του, αποτελεί πράξη δικαστικής αρχής σε ιδιωτική διαφορά (Αν.Ειδ. ικ. 2/1977 8, 147) και σαν τέτοια αποτελεί, µετά την τελεσιδικία της, ιδιότυπο εκτελεστό τίτλο, πέραν [41]

42 από αυτούς που ορίζονται στο αρθρ. 904 ΚΠολ ή άλλες ειδικές διατάξεις και εκτελείται κατά τις δικονοµικές διατάξεις περί αναγκαστικής εκτελέσεως. - Από τη διάταξη του άρθρου 560 αριθ.1 ΚΠολ προκύπτει, ότι λόγος αναιρέσεως για ευθεία παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, ιδρύεται αν, για την εφαρµογή κανόνα ουσιαστικού δικαίου, το δικαστήριο απαίτησε περισσότερα στοιχεία ή αρκέσθηκε σε λιγότερα στοιχεία από εκείνα που απαιτεί ο νόµος, καθώς και αν το δικαστήριο προσέδωσε στον εφαρµοστέο κανόνα έννοια διαφορετική από την αληθινή. - Από τις διατάξεις των άρθρων 94 του Συντάγµατος και 2 παρ. 1 και 2 του Ν. 1406/1983, προκύπτει ότι στη δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων υπάγονται όλες οι διοικητικές διαφορές ουσίας, που δεν είχαν µέχρι τότε υπαχθεί σ' αυτή. Στις διαφορές αυτές περιλαµβάνονται ιδίως αυτές που αναφέρονται κατά την εφαρµογή της νοµοθεσίας που αφορά την ευθύνη του ηµοσίου, των οργανισµών τοπικής αυτοδιοίκησης και των νοµικών προσώπων δηµοσίου δικαίου προς αποζηµίωση, σύµφωνα µε τα άρθρο 105 και 106 του ΕισΝΑΚ. Κατά το άρθρο 105 του εν λόγω εισαγωγικού νόµου, για παράνοµες πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων του δηµοσίου κατά την άσκηση της δηµόσιας εξουσίας που τους έχει ανατεθεί, το δηµόσιο ενέχεται σε αποζηµίωση, εκτός αν η πράξη ή η παράλειψη έγινε κατά παράβαση διάταξης που υπάρχει για χάρη του γενικού συµφέροντος, ενώ κατά το άρθρα 104 του ίδιου εισαγωγικού νόµου, για πράξεις και παραλείψεις των οργάνων του δηµοσίου που ανάγονται στις έννοµες σχέσεις του ιδιωτικού δικαίου ή σχετικές µε ιδιωτική του περιουσία, το δηµόσιο ευθύνεται κατά τις διατάξεις του Αστικού Κώδικα για τα νοµικά πρόσωπα. Από το συνδυασµό των παραπάνω διατάξεων συνάγεται, ότι διοικητικές διαφορές ουσίας, που η εκδίκαση τους υπάγεται στη δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων, είναι κατά κύριο λόγο, εκείνες που πηγάζουν από πράξεις των οργάνων του δηµοσίου, οι οποίες ενέχουν άσκηση δηµόσιας εξουσίας, µε προέχον δηλαδή στοιχείο την επιβολή της υπέρτερης µονοµερούς βούλησης του ηµοσίου, χωρίς να αποκλείονται και εκείνες που προκύπτουν από υλικές ενέργειες των ιδίων οργάνων, όταν αυτές απορρέουν από την οργάνωση και λειτουργία των δηµοσίων υπηρεσιών ή τελέστηκαν σε συνάρτηση προς την οργάνωση και λειτουργία της δηµόσιας υπηρεσίας ή εξαιτίας τους και δεν συνδέονται µε την ιδιωτική διαχείριση της περιουσίας του, ούτε οφείλονται σε προσωπικό πταίσµα οργάνου που έχει ενεργήσει εκτός του κύκλου των υπηρεσιακών καθηκόντων του (ΟλΑΠ 3/1994). ΚΠολ : 915, 932, 933, 945, ΕισΝΚΠολ : 105, 106, ΕισΝΚΠολ : 52, Νόµοι: 1406/1983, άρθ. 2, Αναγκαστική εκτέλεση - Χρηµατική ποινή & προσωπική κράτηση Αριθµός απόφασης: Χρηµατική ποινή και προσωπική κράτηση. Μη λήψη υπόψη αποδεικτικών µέσων. - Από τη διάταξη του άρθρου 947 παρ. 1 του ΚΠολ, η οποία κατά το µέρος της που προβλέπει ποινές έχει χαρακτήρα κανόνα ουσιαστικού δικαίου, εφόσον µε αυτή θεσπίζεται ενοχή από αδικοπραξία, προκύπτει ότι η διαδικασία της έµµεσης αυτής [42]

43 αναγκαστικής εκτέλεσης διέρχεται δύο στάδια και απαιτεί την έκδοση δύο δικαστικών αποφάσεων. Κατά το πρώτο στάδιο βεβαιώνεται µε την απόφαση η υποχρέωση του εναγοµένου σε παράλειψη ή ανοχή της πράξης, απειλούνται εναντίον του, για την περίπτωση παράβασης της σχετικής υποχρέωσής του, οι ποινές αθροιστικά και καθορίζονται το ποσό της χρηµατικής ποινής και ο χρόνος της προσωπικής κράτησης. Κατά το δεύτερο στάδιο γίνεται διάγνωση της παράβασης, βεβαιώνεται δηλαδή εκ µέρους του καθ' ου η εκτέλεση παραβίαση της υποχρέωσής του προς παράλειψη ή ανοχή και καταδικάζεται ο οφειλέτης στην καταβολή της χρηµατικής ποινής και σε προσωπική κράτηση. Κατά το δεύτερο αυτό στάδιο το δικαστήριο δεσµεύεται από το δεδικασµένο της κατά το πρώτο στάδιο εκδοθείσας απόφασης, που µπορεί να είναι και προσωρινό αν η σχετική απόφαση εκδόθηκε κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών µέτρων, µε την έννοια ότι δεν επιτρέπονται και είναι απαράδεκτοι ισχυρισµοί που τείνουν σε αµφισβήτηση των προϋποθέσεων, υπό τις οποίες υποχρεώθηκε ο οφειλέτης σε παράλειψη ή ανοχή. Είναι δε διάφορο ζήτηµα ο έλεγχος της διαγνωστικής κρίσης του δικαστηρίου κατά το στάδιο της βεβαίωσης της παράβασης, για την οποία απειλήθηκε χρηµατική ποινή και προσωπική κράτηση, αν δηλαδή τα διαπιστωθέντα πραγµατικά περιστατικά συνιστούν τη παράβαση της διαταχθείσας υποχρέωσης προς παράλειψη ή ενοχή και εποµένως αν αυτά ορθά υπήχθησαν στην ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 947 παρ. ΚΠολ. Έλλειψη νόµιµης βάσης, που ιδρύει τον λόγο αναιρέσεως του αριθµού 19 του άρθρου 559 ΚΠολ, υπάρχει όταν στην ελάσσονα πρόταση του νοµικού συλλογισµού, δεν εκτίθενται καθόλου πραγµατικά περιστατικά ή τα εκτιθέµενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται, βάσει του πραγµατικού του δικαίου, για την επέλευση της απαγγελθείσας έννοµης συνέπειας ή την άρνησή της ή αντιφάσκουν µεταξύ τους. - Κατά το άρθρο 559 αριθµ. 11γ' ΚΠολ, αναίρεση επιτρέπεται, αν το δικαστήριο δεν έλαβε αποδεικτικά µέσα που οι διάδικοι επικαλέσθηκαν και προσκόµισαν. Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 335, 338, 339 και 340 ΚΠολ προκύπτει ότι το δικαστήριο για να σχηµατίσει τη δικανική του πεποίθηση ως προς τη βασιµότητα ή µη των προβαλλόµενων από τους διαδίκους πραγµατικών γεγονότων που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, υποχρεούται να λαµβάνει υπόψη όλα τα νόµιµα αποδεικτικά µέσα που επικαλούνται και προσκοµίζουν οι διάδικοι για άµεση ή έµµεση απόδειξη, χωρίς να είναι ανάγκη να γίνεται ειδική µνεία και χωριστή αξιολόγηση του καθενός από αυτά, από δε την αναφορά στην απόφαση µερικών από τα προσκοµιζόµενα έγγραφα, γιατί έχουν ιδιαίτερη σηµασία, δεν συνάγεται αναγκαστικά ότι δεν εκτιµήθηκαν και τα µη αναφερόµενα. Για το ορισµένο του από το άρθρο 559 αριθ. 11 περ. γ' ΚΠολ λόγου αναίρεσης, αν το δικαστήριο της ουσίας παρά το νόµο δεν έλαβε υπόψη ένα αποδεικτικό µέσο που ο αναιρεσείων επικαλέσθηκε και προσκόµισε, πρέπει, εκτός των άλλων να προσδιορίζεται στο αναιρετήριο το αποδεικτικό αυτό µέσο, που µε επίκληση προσκοµίσθηκε και παρά το νόµο δεν λήφθηκε υπόψη από το ικαστήριο της ουσίας, το αποδεικτικό περιεχόµενό του και την επίδραση του αποδεικτικού µέσου στο διατακτικό της απόφασης, αν αυτό δεν είναι αυτονόητο, διότι ο λόγος αναίρεσης δεν µπορεί να οδηγεί σε ακύρωση της προσβαλλόµενης απόφασης, παρά µόνο όταν προκύπτει ότι το σφάλµα του δικαστηρίου ήταν ουσιωδώς συνδεδεµένο µε το διατακτικό της απόφασης και ασκούσε αποφασιστική σηµασία σ' αυτό. ΚΠολ : 947, 559 αριθ. 11γ, Αόριστη αγωγή - Αναίρεση [43]

44 Αριθµός απόφασης: Αναγνωριστική αγωγή κυριότητας ακινήτου. Αόριστη αγωγή. Αναίρεση. - Η νοµική αοριστία της αγωγής, στηρίζει λόγο αναίρεσης για παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου (άρθρο 559 αριθ. 1 ΚΠολ ), συντρέχει δε αν το δικαστήριο για τη θεµελίωση της αγωγής στο συγκεκριµένο κανόνα ουσιαστικού δικαίου αρκέστηκε σε στοιχεία λιγότερα ή αξίωσε περισσότερα από εκείνα που ο κανόνας αυτός απαιτεί για τη γένεση του οικείου δικαιώµατος, κρίνοντας αντιστοίχως νόµιµη ή µη στηριζόµενη στο νόµο την αγωγή. Αντίθετα η ποσοτική ή ποιοτική αοριστία της αγωγής, η οποία υπάρχει, όταν δεν εκτίθενται στην αγωγή όλα τα στοιχεία που απαιτούνται κατά νόµο για τη στήριξη του αιτήµατος της αγωγής, τα πραγµατικά, δηλαδή, περιστατικά που απαρτίζουν την ιστορική βάση της αγωγής και προσδιορίζουν το αντικείµενο της δίκης, δηµιουργεί λόγους αναίρεσης από το άρθρο 559 αριθ. 8 και 14 του ΚΠολ. - Ο από το άρθρο 559 αριθ. 8 ΚΠολ λόγος ιδρύεται, αν το δικαστήριο έκρινε ορισµένη και νόµιµη την αγωγή, λαµβάνοντας υπόψη αναγκαία για τη θεµελίωση της και την περιγραφή του αντικειµένου της δίκης γεγονότα που δεν εκτίθενται σε αυτή ή εάν απέρριψε ως αόριστη ή µη νόµιµη την αγωγή, παραγνωρίζοντας εκτιθέµενα για τη θεµελίωση της και την περιγραφή του αντικειµένου της δίκης γεγονότα, που µε επάρκεια εκτίθενται σε αυτήν, ενώ ο από το άρθρο 559 αριθ. 14 ΚΠολ λόγος αναίρεσης ιδρύεται, αν το δικαστήριο, παρά την µη επαρκή έκθεση σε αυτήν των στοιχείων που είναι αναγκαία για τη στήριξη του αιτήµατος της αγωγής, την έκρινε ορισµένη, θεωρώντας ότι αυτά εκτίθενται µε επάρκεια ή αν παρά την επαρκή έκθεση των στοιχείων αυτών την απέρριψε ως αόριστη. - Όπως προκύπτει από το άρθρο 216 παρ. 1 του ΚΠολ, για να είναι ορισµένη η αγωγή, πρέπει να περιέχει, εκτός των άλλων αναγκαίων στοιχείων, και ακριβή περιγραφή του αντικειµένου της διαφοράς, ώστε να µη δηµιουργείται αµφιβολία για την ταυτότητά του. Προκειµένου για αγωγή αναγνωριστική ή διεκδικητική της κυριότητας ακινήτου απαιτείται για το ορισµένο αυτής, από απόψεως ακριβής περιγραφής του αντικειµένου της διαφοράς, ο καθορισµός κατά τρόπο λεπτοµερή και σαφή της θέσεως, στην οποία κείται το ακίνητο και οπωσδήποτε των ορίων του και της έκτασής του, ώστε να µη γεννάται αµφιβολία περί της ταυτότητάς του. Τέτοια δε περιγραφή του ακινήτου µπορεί να γίνεται και µε αποτύπωσή του σε τοπογραφικό διάγραµµα υπό κλίµακα που ενσωµατώνεται στην αγωγή. Όµως δεν προσαπαιτείται για το ορισµένο της ως άνω αγωγής να αναφέρονται στο αγωγικό δικόγραφο, οι πλευρικές διαστάσεις του επίδικου ακινήτου, ο καθ' όρια προσανατολισµός αυτού, ούτε να κατονοµάζονται οι ιδιοκτήτες των όµορων ακινήτων. Απόδειξη - Αποδεικτικά µέσα - Πραγµατογνωµοσύνη Αριθµός απόφασης: Αίτηµα για διενέργεια αυτοψίας ή πραγµατογνωµοσύνης. Η απόρριψη δεν στοιχειοθετεί το λόγο αναίρεσης του άρθρου 559 αριθ. 8 ΚΠολ. Επιδίκαση για κάτι [44]

45 που δεν ζητήθηκε. Αποδοχή πραγµάτων απο το δικαστήριο ως αληθινών χωρίς απόδειξη. - Από τις διατάξεις των άρθρων 355 και 368 παρ. 1 και 2 ΚΠολ προκύπτει ότι η συµπλήρωση των αποδείξεων µε τη διενέργεια αυτοψίας ή πραγµατογνωµοσύνης εναπόκειται στην κυριαρχική και µη αναιρετικώς ελεγχόµενη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, το οποίο ελευθέρως εκτιµά την ανάγκη της χρησιµοποιήσεως των αποδεικτικών αυτών µέσων, µε εξαίρεση την περίπτωση κατά την οποία κάποιος από τους διάδικους ζητήσει την διεξαγωγή πραγµατογνωµοσύνης και το δικαστήριο κρίνει ότι χρειάζονται όχι απλώς ειδικές αλλά, όπως προκύπτει από την αρχική στην καθαρεύουσα διατύπωση του πιο πάνω άρθρου, ιδιάζουσες γνώσεις επιστήµης ή τέχνης, κρίση που επίσης είναι αναιρετικώς ανέλεγκτη. Έτσι, η µη λήψη υπόψη ισχυρισµού του διαδίκου για ανάγκη διενέργειας αυτοψίας ή διενέργειας πραγµατογνωµοσύνης, καθώς και η µη λήψη υπόψη λόγου εφέσεως µε τον οποίο προβάλλεται ότι αγνοήθηκε από το πρωτοβάθµιο δικαστήριο ισχυρισµός του αναιρεσείοντος µε τέτοιο περιεχόµενο ή η απόρριψη, ρητώς ή σιωπηρώς, σχετικού αιτήµατος ή λόγου εφέσεως του διαδίκου αυτού δεν δηµιουργούν λόγο αναιρέσεως κατά το άρθρο 559 ΚΠολ και, συνακόλουθα και κατά τον αριθµό 8 περ. β' του άρθρου αυτού. Εποµένως, ο πρώτος λόγος αναιρέσεως, από το άρθρο 559 αριθ. 8 περ. β' ΚΠολ, µε τον οποίο προβάλλεται η αιτίαση ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη του το σχετικό λόγο της εφέσεως των αναιρεσειόντων, µε τον οποίο αυτοί παραπονούνται ότι αγνοήθηκε από το πρωτοβάθµιο δικαστήριο αίτηµά τους για διενέργεια αυτοψίας και πραγµατογνωµοσύνης, πρέπει να απορριφθεί προεχόντως ως απαράδεκτος. - Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 9 ΚΠολ, αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο επιδίκασε κάτι που δεν ζητήθηκε ή επιδίκασε περισσότερα από όσα ζητήθηκαν ή άφησε αίτηση αδίκαστη. Ως αίτηση, κατά την έννοια της ως άνω διάταξης, θεωρείται η αίτηση που αποτελεί ιδιαίτερο κεφάλαιο της δίκης και προκαλεί εκκρεµοδικία και όχι αίτηση για παραδοχή ενστάσεων, προτάσεων πραγµατικών ισχυρισµών ή αποδεικτικών µέσων. - Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 10 ΚΠολ, όπως ίσχυε πριν την αντικατάστασή του µε το άρθρο 17 παρ. 2 του Ν. 2915/2001, αναίρεση επιτρέπεται αν Αποδοχή το δικαστήριο παρά το νόµο δέχτηκε πράγµατα που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης ως αληθινά χωρίς απόδειξη ή δεν διέταξε απόδειξη γι' αυτά. Κατά την έννοια της ως άνω διάταξης, ο αναιρετικός αυτός λόγος ιδρύεται, όταν το δικαστήριο δέχεται πράγµατα, δηλαδή αυτοτελείς ισχυρισµούς οι οποίοι τείνουν σε θεµελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση του δικαιώµατος που ασκείται µε την αγωγή, ένσταση ή αντένσταση, χωρίς να έχει προσαχθεί οποιαδήποτε απόδειξη για τα πράγµατα αυτά ή όταν δεν εκθέτει από ποια αποδεικτικά µέσα άντλησε την απόδειξη γι' αυτά ή χωρίς να έχει διατάξει τις σχετικές αποδείξεις. ΚΠολ : 355, 368, 559 αριθ. 8, 559 αριθ. 9, 559 αριθ. 10, Απόφαση - ιόρθωση αποφάσεως Αριθµός απόφασης: ιόρθωση απόφασης. - Κατά τη διάταξη του αρθρ. 315 ΚΠολ, που εφαρµόζεται και στην αναιρετική διαδικασία, σύµφωνα µε το αρθρ. 573 παρ. 1 του ίδιου κώδικα, αν από παραδροµή [45]

46 κατά τη σύνταξη της απόφασης, περιέχονται λάθη γραφικά ή λογιστικά ή το διατακτικό της διατυπώθηκε κατά τρόπο ελλιπή ή ανακριβώς, το δικαστήριο που την έχει εκδώσει µπορεί, αν το ζητήσει κάποιος διάδικος ή και αυτεπαγγέλτως, να τη διορθώσει µε νέα απόφαση. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι σε διόρθωση υπόκειται οποιοδήποτε τµήµα της απόφασης. ΚΠολ : 315, 573, Αρµοδιότητα - Τοπική αρµοδιότητα ικαστήριο: Εφετείο Θεσσαλονίκης Αριθµός απόφασης: 1375 Έτος: ιαφορές που αφορούν διατροφή εκ του νόµου. Τοπική αρµοδιότητα για την εκδίκαση της διαφοράς. - Από το συνδυασµό των διατάξεων των άρθρων 321 ΑΚ και 33 ΚΠολ συνάγεται ότι οι διαφορές που αφορούν διατροφή εκ του νόµου, η οποία ως χρηµατική περιοδική παροχή είναι εκπληρωτέα στην κατοικία του δικαιούχου, πηγάζουν από τη σχέση του γάµου, ο οποίος, ανεξάρτητα προς τον έντονα ηθικής φύσεως χαρακτήρα του, αποτελεί δικαιοπραξία. Κατά συνέπεια και οι διαφορές αυτές µπορούν να εισαχθούν και στο δικαστήριο του τόπου όπου πρέπει να εκπληρωθεί η παροχή (ΑΠ 232/1982, ΕΕΝ ΕφΑθ 1550/1996, , ΕφΘεσ 3312/1998, Ελ νη , ΕφΑθ 2260/1993, Ελ νη , ΕφΘεσ 3304/1988, Αρµ MB' 332, ΕφΘεσ 153/1988, Αρµ ΕφΘεσ 594/1996, Αρµ , Κεραµέα - Κονδύλη -Νίκα, Ερµ ΚΠολ, υπ' αρθ. 33 παρ. 5,1). Με την προαναφερθείσα διάταξη θεσπίζεται συντρέχουσα δωσιδικία προκειµένου για τη ρύθµιση διαφοράς που πηγάζει από τη µη εκπλήρωση χρηµατικής οφειλής (βλ. και τη διάταξη του άρθρου 5 παρ. 2 του κανονισµού (ΕΚ 44/2001 του Συµβουλίου της για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εµπορικές υποθέσεις, που καθιδρύει δικαιοδοσία και κατά τόπον αρµοδιότητα για αξιώσεις διατροφής, του δικαστηρίου του τόπου της κατοικίας ή συνήθους διαµονής του δικαιούχου αυτής). Έτσι, η αξίωση διατροφής του τέκνου κατά των γονέων του, που παραδεκτά σωρεύεται µε την αξίωση διατροφής συζύγου (ΑΠ 676/2000, ι ικ ), µπορεί να εισαχθεί στο δικαστήριο του τόπου της κατοικίας του δικαιούχου τέκνου, όπως και η αγωγή διατροφής κατά του υπόχρεου συζύγου ενώπιον του τόπου της κατοικίας της δικαιούχου συζύγου, που είναι ο τόπος καταβολής της χρηµατικής διατροφής. - Με βάση τη διάταξη του άρθρου 31 παρ. 3 ΚΠολ, που αφορά τον καθορισµό της τοπικής αρµοδιότητας σε περίπτωση κυρίως συναφών δικών υπαγοµένων σε δικαστήριο της αυτής καθ' ύλην αρµοδιότητας, παραδεκτά σωρεύεται στο ίδιο δικόγραφο αγωγής µε την οποία ασκούνται αξιώσεις διατροφής συζύγου σε διάσταση και ανηλίκων τέκνων κατά του υπόχρεου (συζύγου και γονέα) ενώπιον του δικαστηρίου της κατοικίας των δικαιούχων (τόπου εκπλήρωσης της παροχής) και αγωγή για ανάθεση στην ενάγουσα µητέρα του ανηλίκου τέκνου της τής γονικής µέριµνας ή επιµέλειας αυτού, καθόσον µεταξύ της αξίωσης διατροφής συζύγου σε διάσταση ή τέκνου και της ρύθµισης της γονικής µέριµνας υπάρχει συνάφεια, αφού τα αντικείµενα τους βρίσκονται σε εσωτερικό ουσιαστικό σύνδεσµο, ο οποίος απορρέει από την ίδια έννοµη σχέση. Ο καθορισµός της συνάφειας υπόκειται στην τελική κρίση του δικαστηρίου. Έτσι, το αρµόδιο για µία από τις σωρευθείσες [46]

47 συναφείς αγωγές, όπως αυτή της διατροφής συζύγου, δικαστήριο καθίσταται αποκλειστικά αρµόδιο και για τη σωρευθείσα στο ίδιο δικόγραφο αγωγή ρύθµισης της γονικής µέριµνας ή επιµέλειας του τέκνου των διαδίκων, καθόσον η δωσιδικία της συνάφειας ισχύει ανεξάρτητα αν η εφελκόµενη διαφορά (ρύθµιση γονικής µέριµνας) θα υπαγόταν σε αποκλειστική δικαιοδοσία αν οδηγούνταν αυτοτελώς σε δίκη. ΚΠολ : 31, 33, 321, ηµοσίευση: Αρµ 2010, σελίδα 1388, σχολιασµός Από τη σύνταξη Ασφαλιστικά µέτρα - Ασφαλιστικά µέτρα νοµής ικαστήριο: Εφετείο Πατρών Αριθµός απόφασης: 404 Έτος: Ασφαλιστικά µέτρα νοµής. Πράλειψη ή ανοχή πράξεως. Εκποµπή θορύβων. Προσωποκράτηση. Προδωπική κράτηση νοµίµου εκπροσώπου εταιρείας. Αρµοδιότητα δικαστηρίου. Πλυντήριο αυτοκινήτων που δηµιουργεί πέραν των επιτρεπτών ορίων θόρυβο. - Το Πρωτοβάθµιο ικαστήριο ήταν καθ ύλην αρµόδιο για την εκδίκαση της προκείµενης διαφοράς η δε αρµοδιότητα του υφίσταται ανεξάρτητα από το βαθµό και το είδος του απειλήσαντος τις ποινές δικαστηρίου καθώς και από τη διαδικασία µε την οποία δικάσθηκε η αρχική υπόθεση (ΕφΑθ 1229/1983 ΝοΒ ) τηρείται εποµένως ακόµα και όταν η παράλειψη ή η ανοχή της πράξεως διατάχθηκε µε απόφαση Ειρηνοδικείου (ΕφΑθ 6588/1983 Ελ νη , 226) ή µε απόφαση ασφαλιστικών µέτρων (ΑΠ 664/1994 Ελ νη , ΑΠ /1976 ΝοΒ , ΕφΑθ 4923/1985 Ελ νη ). - Από τη διάταξη του άρθρου 947 παρ. 1 ΚΠολ η οποία κατά το µέρος που προβλέπει ποινές έχει χαρακτήρα κανόνα ουσιαστικού δικαίου, εφόσον µε αυτή θεσπίζεται ενοχή από αδικοπραξία, προκύπτει ότι για την καταδίκη του οφειλέτη στην ποινή που απείλησε το δικαστήριο µε προηγούµενη απόφαση του για την περίπτωση παραβάσεως των διατάξεων της απαιτείται να έχει ο οφειλέτης πρόθεση να παραβεί τις διατάξεις της προηγούµενης αυτής αποφάσεως (ΑΠ 664/1994 Ελ νη , ΑΠ 447/1987 ΕΕΝ , ΑΠ 226/1986 ΕΕΝ , ΕφΑθ 1281/2005 Ελ νη Μπρίνια Αναγκαστική Εκτέλεση 228) ενώ η διαδικασία της έµµεσης αυτής αναγκαστικής εκτέλεσης διέρχεται δύο στάδια και απαιτεί την έκδοση δύο δικαστικών αποφάσεων. Κατά το πρώτο στάδιο βεβαιώνεται µε την απόφαση υποχρέωση του εναγοµένου σε παράλειψη ή ανοχή της πράξης απειλούνται εναντίον του για την περίπτωση παράβασης της σχετικής υποχρέωσης του ποινές αθροιστικά και καθορίζεται το ποσό της χρηµατικής ποινής και ο χρόνος της προσωπικής κράτησης. Κατά το δεύτερο στάδιο γίνεται διάγνωση της παράβασης βεβαιώνεται δηλαδή η παραβίαση εκ µέρους του καθού η εκτέλεση της υποχρέωσης του προς παράλειψη (µε την επιχείρηση του παραληπτέου) ή ανοχή και καταδικάζεται ο οφειλέτης στην καταβολή της χρηµατικής ποινής και σε προσωπική κράτηση. ΚΠολ : 700, 947, ηµοσίευση: ΑχΝ 2009, σελίδα 334 Ασφαλιστικά µέτρα - Γενικά [47]

48 ικαστήριο: Μονοµελές Πρωτοδικείο Ρόδου Αριθµός απόφασης: 125 Έτος: Παραβίαση απόφασης ασφαλιστικών µέτρων. - Κατά το άρθρο 700 παρ. 1 και 2 του ΚΠολ η απόφαση που διατάζει ασφαλιστικά µέτρα εκτελείται κατά τις γενικές περί αναγκαστικής εκτελέσεως διατάξεις, χωρίς να εκδοθεί απόγραφο ή απόσπασµα της απόφασης και χωρίς να απαιτείται προηγούµενη κοινοποίηση αντιγράφου της, προκειµένου όµως περί των περιπτώσεων των άρθρων 728 και 731 έως 735 του ιδίου Κώδικα απαιτείται προηγούµενη επίδοση στον καθ ού - οφειλέτη αντιγράφου ή αποσπάσµατος της σχετικής απόφασης µε επιταγή προς εκούσια συµµόρφωση και παρέλευση 24 ωρών µετά την οποία επιτρέπεται η ενέργεια πράξεων εκτελέσεως, δίχως να χρειάζεται απόγραφο της εκτελουµένης απόφασης (Κ. Μπέη Πολ, τεύχ. 15, έκδ. 1990, υπ αρθρ. 700, Π. Τζίφρα "Ασφαλιστικά µέτρα" έκδ. 1980, σελ ). - Από το συνδυασµό των διατάξεων των άρθρων 946 παρ. 1, 947 παρ. 1 και 924 ΚΠολ προκύπτει, ότι όταν ο οφειλέτης έχει υποχρέωση να παραλείψει ή να ανεχθεί πράξη, το δικαστήριο για την περίπτωση που παραβεί την υποχρέωση του, απειλεί για κάθε παράβαση χρηµατική ποινή έως ευρώ υπέρ του δανειστή και προσωπική κράτηση µέχρι ένα (1) έτος. Η διαδικασία της κατά το άρθρο 947 παρ. 1 ΚΠολ εκτέλεσης διέρχεται δύο στάδια και απαιτεί δύο δικαστικές αποφάσεις. Με την πρώτη απόφαση βεβαιώνεται η υποχρέωση του διαδίκου να παραλείψει ή να ανεχθεί πράξη και συγχρόνως απειλούνται κατ αυτού οι ποινές της χρηµατικής ποινής και της προσωπικής κράτησης αθροιστικά και καθορίζονται το ποσό της χρηµατικής ποινής και ο χρόνος της προσωπικής κράτησης για την περίπτωση της απείθειας και παραβίασης απ αυτόν της υποχρέωσης προς παράλειψη ή ανοχή. Με τη δεύτερη απόφαση, που εκδίδεται, κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθρα ΚΠολ ) και µετά προηγούµενη κοινοποίηση της πρώτης απόφασης, µε επιταγή προς εκτέλεση, γίνεται διάγνωση της παράβασης και καταδικάζεται ο παραβάτης καθ ού η εκτέλεση στη χρηµατική ποινή και την προσωπική κράτηση η οποία έχει καταπέσει. Η διάταξη του άρθρου 947 του ΚΠολ αποσκοπεί στο να υποχρεωθεί ο οφειλέτης να συµµορφωθεί προς το περιεχόµενο της απόφασης µε την οποία απαγορεύθηκε η ενέργεια ορισµένης πράξεως ή να ανεχθεί την παρέµβαση τρίτου. Η ύπαρξη κυρώσεως υπό µορφή εξαναγκαστικών µέτρων πειθαναγκάζει τον οφειλέτη να αποδεχθεί την απόφαση, η οποία άλλως θα ήταν κενή περιεχοµένου, εφόσον θα καθίστατο αδύνατη η υλοποίηση της και ο δανειστής δεν θα ικανοποιείτο µελλοντικώς. Περαιτέρω ο νόµος οµιλεί περί εκάστης παραβάσεως για την οποία απειλείται χρηµατική ποινή και προσωπική κράτηση. Προφανώς αναφέρεται σε δυαδικότητα ή πλειονότητα πράξεων δεδοµένου ότι προκειµένου περί µιας προσβολής υπό µορφή παραλείψεως ή ανοχής, µε την οποία εξαντλείται το περιεχόµενο της παραβάσεως και δεν υπάρχει πρόβληµα. ιαφοροποίηση ανακύπτει στη διαρκή και στην κατ εξακολούθηση παράβαση. Οσάκις προβαλλόµενες παραβάσεις συνδέονται µεταξύ τους και µορφοποιούν φυσική ενότητα ενεργείας κατά τρόπο διακριτό επιβάλλεται µία και µόνο ποινή και δεν κρίνονται αθροιστικώς οι παραβάσεις (βλ. ΑΠ 881/1980 ΝοΒ , ΕφΑθ 5410/1989 Ελ νη , ΕφΑθ 10373/1987 Ελ νη , ΑΠ 709/1976 ΝοΒ , ΑΠ 864/1977 ΝοΒ , Μπρίνια, Αναγκαστική Εκτέλεση, Τόµος Β, έκδ. 1983, υπ άρθ. 947, σελ. 640). [48]

49 Ασφαλιστικά µέτρα - Ρύθµιση κατάστασης ικαστήριο: Ειρηνοδικείο Ρόδου Αριθµός απόφασης: 114 Έτος: Ρύθµιση κατάστασης για θόρυβο που δηµιουργείται από εγκατάσταση ψυγείο σε κοινόχρηστο χώρο. Ασφαλιστικά µέτρα νοµής. Στοιχεία για το ορισµένο της αίτησης ασφαλιστικών µέτρων. ΑΚ: 974, 984, 989, 1002, 1003, 1117, ΚΠολ : 29, 682 επ., 733, 734, Νόµοι: 3741/1929, Ν : 1024/1971, ηµοσίευση: ωδεκανησιακή Νοµολογία 2003, σελίδα 74, Ασφαλιστικά µέτρα - Ρύθµιση κατάστασης ικαστήριο: Ειρηνοδικείο Ευδίλου Αριθµός απόφασης: 4 Έτος: Ασφαλιστικά µέτρα για ρύθµιση κατάσταση. Εκποµπή θορύβων. ιατάραξη νοµής. Προσβολή προσωπικότητας. Οικοδοµικές εργασίες κατά τους θερινούς µήνες που παραβλάπτουν τη λειτουργία ξενοδοχείου. - Από τον συνδυασµό των άρθρων 973 και 1000 του ΑΚ προκύπτει ότι όποιος έχει την κυριότητα πράγµατος έχει και την άµεση, απόλυτη και καθολική εξουσία πάνω σε αυτό, δικαιούται δε να διαθέτει τούτο κατ αρέσκεια (θετικό περιεχόµενο κυριότητας) και να αποκλείει κάθε ενέργεια τρίτου πάνω σε αυτό (αρνητικό περιεχόµενο κυριότητας), εφόσον τούτο δεν προσκρούει στο νόµο ή δικαιώµατα τρίτων. Από τη συνδυασµένη δε ερµηνεία των παραπάνω άρθρων και του άρθρ του ΑΚ, το οποίο επιβάλλει περιορισµούς στην κυριότητα χάριν του κοινωνικού συνόλου σταθµίζοντας τα αντίπαλα συµφέροντα των γειτόνων για λόγους που υπαγορεύονται από την ανάγκη αρµονικής διαβίωσης µεταξύ τους, προκύπτει ότι ο κύριος ακινήτου που βλάπτεται από εκποµπή καπνού, αιθάλης, αναθυµιάσεων, θερµότητας, θορύβου, δονήσεων ή άλλες παρόµοιες επενέργειες τότε µόνο υποχρεούται να ανέχεται τις βλαπτικές αυτές εκποµπές, όταν α) δεν βλάπτεται σηµαντικά (ουσιωδώς) η χρήση του ακινήτου του ή β) βλάπτεται µεν σηµαντικά αλλά οι εκποµπές προέρχονται από τη συνηθισµένη για τα ακίνητα της περιοχής χρήση. Το πότε οι εκποµπές και βλαπτικές επενέργειες υπερβαίνουν το θεµιτό και ανεκτό όριο κατά τα κριτήρια της παραπάνω διατάξεως είναι θέµα πραγµατικό που υπάγεται ως ιδιωτική διαφορά ανεξάρτητα από το αντικείµενό της στο κατά τόπο αρµόδιο Ειρηνοδικείο σύµφωνα µε τις διατάξεις του άρθρου 15 παρ. 3 του ΚΠολ, κατόπιν ασκήσεως από τον κύριο νοµέα ή κάτοχο του γειτονικού βλαπτόµενου ακινήτου της κατά περίσταση αρµόζουσας αγωγής α) ήτοι αρνητικής αγωγής κατ άρθ του ΑΚ, β)αγωγής περί διαταράξεως της νοµής κατ άρθ. 989 του ΑΚ, γ) αναγνωριστικής αγωγής κατ άρθ. 70 του ΚΠολ προς αναγνώριση αν η επενέργεια βρίσκεταιµέσα στα πλαίσια του παραπάνω άρθρου 1003 του ΑΚ ή δ) τέλος αγωγής αποζηµίωσης για την αποκατάσταση της ζηµίας κατ άρθ. 914 του ΑΚ (ιδία για την αρµοδιότητα των Ειρηνοδικείων και επί των αγωγών αποζηµιώσεως βλ. ΑΠ 1668/1988 ΝοΒ και Κ. Παπαδόπουλου Αγωγές Εµπραγµάτου δικαίου τόµος 20ς σελ. 72). Παθητικά ως εναγόµενος νοµιµοποιείται ο κύριος του ακινήτου από το οποίο προέρχεται η [49]

50 ενόχληση, ο επικαρπωτής, αυτός που απλά το χρησιµοποιεί, καθώς και αυτός, που έδωσε τη σχετική εντολή όταν η ενόχληση έγινε κατ εντολή άλλου (βλ Κ. Παπαδόπουλου ό.π. σελ. 67, 72,Γ. Γεωργιάδη - Μ. Σταθόπουλου, ερµακ σελ ). Στην τελευταία δε περίπτωση µεταξύ του εντολέα και του εντολοδόχου υφίσταται κατ άρθ. 76 παρ. 1 του ΚΠολ αναγκαστική οµοδικία, καθ ότι η ισχύς της αποφάσεως (δεδικασµένο στην προκειµένη περίπτωση) δεσµεύει και τους δυο διαδίκους ανεξάρτητα αν µετέχουν ή κλήθηκαν να µετέχουν της διαδικασίας (βλ. Μπέη Πολιτική ικονοµία τόµος Ι σελ. 419). - Αν θιγόµενος από τις εκποµπές είναι τρίτος µη κύριος, νοµέας ή κάτοχος αλλά απλός χρήστης του πράγµατος νοµιµοποιείται να προστατευθεί µόνο µε την άσκηση αγωγής προστασίας της προσωπικότητάς τους κατ άρθ. 57 του ΑΚ κατά εκείνου που προξενεί τις εκποµπές (βλ. Κ. Παπαδόπουλου ό.π. σελ. 79). - Κατά την πάγια νοµολογία και θεωρία, διατάραξη είναι κάθε παρεµπόδιση ή παρακώλυση της φυσικής εξουσίας πάνω στο πράγµα, που δεν φθάνει µέχρι την αποβολή. Ειδικότερα διατάραξη αποτελεί κάθε εµπράγµατη εναντίωση στο θετικό ή αρνητικό περιεχόµενο της κυριότητας, όταν δηλ. ο προσβάλλων και εναγόµενος επιχειρεί στο πράγµα πράξεις που µόνο ο κύριος (ενάγων) δικαιούται να ενεργήσει ή όταν εµποδίζει τον κύριο να ενεργήσει πράξεις στο δικό του πράγµα. Περαιτέρω από το αίτηµα της αρνητικής (άρθ του ΑΚ) αγωγής και της αγωγής διαταράξεως (άρθρο 989 του ΑΚ) που είναι κατά τις παραπάνω διατάξεις και η άρση της προσβολής, η παύση της διατάραξης και η παράλειψή της στο µέλλον, συν άγεται ότι τότε µόνο προστατεύεται επαρκώς για άρση της παράνοµης διατάραξης από τις παραπάνω διατάξεις ο προσβαλλόµενος και νοµιµοποιείται κατ άρθ. 68, 69 του ΚΠολ, όταν η προσβολή µε διατάραξη έχει κάποια διάρκεια, είναι δηλ. συνεχής ήτοι υφίσταται και κατ αντικειµενική εκτίµηση θα υφίσταται και στο µέλλον (τουλάχιστον µέχρι τη συζήτηση της σχετικής αγωγής και το απαιτούµενο χρονικό διάστηµα µέχρι την έκδοση της σχετικής απόφασης) ή ανάγεται µεν στο παρελθόν (παροδική), υφίσταται όµως κατ αντικειµενική εκτίµηση στην τελευταία περίπτωση σε κάθε στιγµή κίνδυνος επαναλήψεώς της στο µέλλον. Οι παραπάνω αγωγές (αρνητική και διαταράξεως) δεν έχουν νόηµα ασκήσεως, όταν πρόκειται για µικρής διάρκειας, παροδικές, περιστασιακού χαρακτήρα και µεµονωµένες χωρίς κίνδυνο επαναλήψεως προσβολές. Στην τελευταία αυτή περίπτωση ο προσβαλλόµενος κύριος, νοµέας ή κάτοχος µόνο αγωγή αποζηµιώσεως κατ άρθ. 914 ή και 919 του ΑΚ µπορεί να εγείρει. IV. Κατ άρθ. 682 παρ. 1 του ΚΠολ, 683 και 684 του ΚΠολ κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών µέτρων, που ρυθµίζεται στα άρθ του ιδίου Κώδικα, τα δικαστήρια (τα Μονοµελή Πρωτοδικεία κατά γενική αρµοδιότητα και εξαιρετικά τα Ειρηνοδικεία όταν η κύρια υπόθεση υπάγεται στην καθ ύλη αρµοδιότητά τους και τα Πολυµελή Πρωτοδικεία, όταν η κύρια υπόθεση εκκρεµεί σε αυτά) σε επείγουσες περιπτώσεις και για αποτροπή επικείµενου κινδύνου µπορούν να διατάξουν ασφαλιστικά µέτρα για την εξασφάλιση ή τη διατήρηση ενός δικαιώµατος ή τη ρύθµιση µιας κατάστασης, κατά δε το άρθ. 731 του ΚΠολ το δικαστήριο δικαιούται να διατάξει ως ασφαλιστικό µέτρο την ενέργεια, παράλειψη ή ανοχή ορισµένης πράξης από εκείνον κατά του οποίου στρέφεται η αίτηση. - Κατά το άρθρο733 του ίδιου Κώδικα, ασφαλιστικά µέτρα για υποθέσεις νοµής ή κατοχής ήτοι για διαφορές που προκαλούνται από την προσβολή του ιδιόρρυθµου δικαιώµατος της νοµής (φυσικής εξουσίας επί πράγµατος) κατ άρθ. 984 του ΑΚ διατάσσονται πάντοτε από τα Ειρηνοδικεία ανεξαρτήτως της αξίας του πράγµατος, στο επόµενο δε άρθρο 734 ιδία παρ. 1, 3, 4 και 5 του ΚΠολ προβλέπονται ειδικά κατά την εκδίκαση των υποθέσεων ασφαλιστικών µέτρων νοµής αποκλίσεις από τη γενική διαδικασία ασφαλιστικών µέτρων που ρυθµίζεται στα άρθρα του [50]

51 ΚΠολ µε κυριότερη την υποχρεωτική επίδοση του αντιγράφου της αίτησης στον καθού και της δυνατότητας ασκήσεως εφέσεως κατά των σχετικών αποφάσεων. ΑΚ: 57, 914, 919, 973, 984, 989, 1000, 1003, 1108, ΚΠολ : 68, 69, , 692, 733, 734, ηµοσίευση: ΑρχΝ 2002, σελίδα 78 Ασφαλιστικά µέτρα - Ρύθµιση κατάστασης ικαστήριο: Ειρηνοδικείο Ελάτειας Αριθµός απόφασης: 12 Έτος: Προσωρινή ρύθµιση κατάστασης. Γειτονικό δίκαιο. Εκποµπές. Παρέµβαση στη δίκη ασφαλιστικών µέτρων. ιατάρραξη ή αποβολή από τη νοµή. - Από το συνδυασµό των άρθρων 682 παρ. 1, 731 ΚΠολ και 1003 ΑΚ συνάγεται ότι προσωρινή ρύθµιση κατάστασης ως ασφαλιστικό µέτρο χωρεί, όσες φορές από το γειτονικό ακίνητο εκπέµπονται καπνός, αιθάλη, θόρυβος, δονήσεις κλπ. που παραβλάπτουν σηµαντικά τη χρήση άλλου γειτονικού ακινήτου ή οι εκποµπές προέρχονται από ασυνήθιστη χρήση για τα ακίνητα της περιοχής του κτήµατος ακινήτου από το οποίο προκαλείται η βλάβη, καθόσον µε τις παραπάνω εκποµπές ή ενέργειες προσβάλλεται το δικαίωµα χρήσης του ακινήτου που βλάπτεται. Στις περιπτώσεις δε που οι επενέργειες ή οι εκποµπές υπερβαίνουν τα όρια που θέτει το άρθρο 1003 ΑΚ, αυτές συνιστούν διατάραξη της νοµής του ιδιοκτήτη του βλαπτόµενου ακινήτου, ο οποίος δικαιούται να εγείρει την αγωγή της διατάραξης της νοµής (άρθ. 989 ΑΚ) ή σε επείγουσες περιπτώσεις την αίτηση ασφαλιστικών µέτρων κατά τις διατάξεις των άρθρων ΚΠολ. - Από τις διατάξεις των άρθρων 80, 81 και 686 παρ. 6 ΚΠολ προκύπτει ότι κάθε τρίτος που έχει έννοµο συµφέρον δύναται να παρέµβει στη δίκη των ασφαλιστικών µέτρων και καθόλη τη διάρκεια αυτής πρόσθετα υπέρ κάποιου των κυρίων διαδίκων. Η παρέµβαση αυτή, του νόµου µη διακρίναντος µεταξύ κυρίας ή προσθέτου, δύναται ν ασκηθεί και προφορικά ενώπιον του Μονοµελούς Πρωτοδικείου ή Ειρηνοδικείου µε δήλωση στο ακροατήριο και δεν απαιτείται ξεχωριστό δικόγραφο λόγω του κατεπείγοντος. Πρέπει όµως µε τη δήλωση αυτή να καθορίζεται ο διάδικος, υπέρ του οποίου ασκείται η παρέµβαση καθώς και να προσδιορίζονται τα πραγµατικά γεγονότα, που στηρίζουν το έννοµο συµφέρον του. Η παράλειψη αναφοράς στη δήλωση και ο µη καθορισµός σ αυτή των κατ άρθρον 81 παρ. 1 ΚΠολ στοιχείων της προσθέτου παρέµβασης καθιστά αυτήν αόριστον και ανεπίδεκτον δικαστικής εκτίµησης, η οποία δεν µπορεί να καλυφθεί µε παραποµπή στο µετά τη συζήτησή της υποβαλλόµενο σχετικό σηµείωµα. - Από τις διατάξεις των άρθρων 992, 241, 242 και 243 ΑΚ συνάγεται ότι οι αξιώσεις από την αποβολή ή διατάραξη παραγράφονται µετά ένα έτος από αυτήν. Εάν δε η διατάραξη γίνεται µε περιοδικώς επαναλαµβανόµενες πράξεις, εκάστη αυτών λαµβάνεται αυτοτελώς για την έναρξη της παραγραφής, ώστε µετά από καθεµία αρχίζει νέα παραγραφή ενώ αν η διατάραξη είναι συνεχής γιατί προέρχεται από κατασκεύασµα Π.χ. τοίχο, η παραγραφή αρχίζει µε τη συντέλεση της διαταρακτικής πράξης δηλ. την κατασκευή του διαταρακτικού έργου (Μπαλής, Εµπρ. ίκαιο παρ. 22 σελ. 66, ΑΠ 82/1966 ΝοΒ ). Πρόκειται δηλ. περί προθεσµίας και τούτο συνάγεται εκ του σκοπού του τασσόµενου χρόνου, ο οποίος είναι, όπως εντός του βραχέου τούτου χρόνου αποσαφηνίζεται η κατάσταση και το κατεπείγον, το οποίον και δεν υφίσταται παρελθόντος του χρόνου τούτου (Τούσης, Εµπρ. ίκαιο παρ. 45, [51]

52 Μπαλής, ό.π.). Η θεσπιζόµενη ετήσια παραγραφή αρχίζει από την εποµένη ηµέρα, κατά την οποία έγινε η αποβολή ή έλαβε χώρα η διατάραξη, λήγει δε άµα παρέλθει η τελευταία µέρα ήτοι η αντίστοιχος (προς την ηµέρα έναρξης) ηµέρα του έτους (Μπαλής, ό.π. και ιδίου Γενικές Αρχές παρ. 13, Τούσης, ό.π. σηµ. 3). - Κατ άρθρον 1000 ΑΚ ο κύριος του πράγµατος δύναται, εφόσον δεν προσκρούει εις το νόµο ή σε δικαιώµατα τρίτων να διαθέτει αυτό κατ αρέσκεια και να αποκλείει κάθε επ αυτού ενέργεια άλλου. Παράλληλα κατά το άρθρο 1003 ΑΚ του ιδίου κώδικα ο κύριος ακινήτου υποχρεούται να ανέχεται την εκποµπή καπνού, αιθάλης... ή άλλες παρόµοιες επενέργειες, προερχόµενες εξ άλλου ακινήτου, εφόσον αυτές δεν παραβλάπτουν ουσιωδώς τη χρήση του ιδίου αυτού ακινήτου ή προέρχονται από συνήθη χρήση για τα ακίνητα της περιοχής. Από το συνδυασµό των διατάξεων αυτών προκύπτουν ότι κατ αρχήν ο ιδιοκτήτης πράγµατος δικαιούται ν απαγορεύσει οποιαδήποτε επέµβαση ενέργεια άλλου επί του ακινήτου του, εκτός κι αν αυτές α) δεν παραβλάπτουν ουσιωδώς τη χρήση του ιδίου αυτού ακινήτου και β) προέρχονται εκ χρήσεως συνήθους δι ακίνητα της περιοχής του βλάπτοντος κτήµατος. Ως επεµβάσεις στην ιδιοκτησία, τις οποίες υποχρεούται ν ανέχεται ο κύριος, η ΑΚ 1003 µνηµονεύει ενδεικτικά την εκποµπή καπνού, αιθάλης, αναθυµιάσεων (οσµής) κλπ. ή άλλες παρόµοιες επενέργειες που συνίστανται είτε σε µετάδοση ενέργειας (θερµότητα, θόρυβος, δονήσεις) είτε σε διείσδυση αεριωδών στοιχείων αναµεµειγµένων µετά του ατµοσφαιρικού αέρα, είτε τέλος σε εισαγωγή στερεών σωµατίων µικροτάτου µεγέθους (αιθάλη). Μόνον τέτοιες ενοχλήσεις υποχρεούται να ανέχεται ο ιδιοκτήτης, εφόσον προέρχονται από ξένο ακίνητο και µεταδίδονται στην ιδιοκτησία του µε τον αέρα, µέσω του εδάφους και ηλεκτροµαγνητικών κυµάτων. Αντίθετα δεν υποχρεούται ν ανεχθεί εκποµπές ή επενέργειες οφειλόµενες σε µεγαλυτέρου µεγέθους στερεά σώµατα έµψυχα ή άψυχα ή υγρά στοιχεία (λ.χ. πέτρες ή θραύσµατα λατοµείου, ύδατα, µέλισσες). Περαιτέρω από τη λεκτική διατύπωση της προεκτεθείσης διάταξης συνάγεται ότι την περιοχή προσδιορίζουν πλείονα ακίνητα, πλην όµως διατυπωθείσης αυτής εν όψει του συνήθους συµβαίνοντος πρέπει όπως, γενικώς ερµηνευοµένης ταύτης vα µην αποκλεισθεί ο εκ της υπάρξεως και ενός µόνο ακινήτου προσδιορισµός αυτής, εφόσον εκ της φύσεως και εξετάσεως τούτου προσδίδεται ήδη δι αυτού ο ιδιάζων και κυρίαρχος χαρακτήρας της περιοχής, πράγµα που εναρµονίζεται πλήρως προς τη λογική του δικαίου, δοθέντος ότι, λαµβανοµένου υπόψιν του προδιαγραφέντος σκοπού της διάταξης εφόσον ο προσδιορισµός µιας περιοχής δύναται να γίνει από την ύπαρξη περισσοτέρων µικρότερης σηµασίας γι αυτήν ακινήτων δεν είναι νοητόν να αποκλείεται αυτός από την ύπαρξη ενός µόνο σοβαρής δυναµικότητας, έκτασης και εξαιρετικού στο είδος αυτού. Εξάλλου ορίζων ο νοµοθέτης ότι ο ιδιοκτήτης του βλαπτοµένου ακινήτου είναι υπόχρεως ν ανεχθεί τις ως άνω επενέργειες εκ του βλάπτοντος ακινήτου όταν προέρχονται από συνήθη χρήση για τ ακίνητα της περιοχής του (βλάπτοντος ακινήτου) δεν σηµαίνει ότι, η άνω παρεχοµένη προστασία στον κύριο του βλάπτοντος ακινήτου τυγχάνει απεριόριστος. Ούτω: α) δεν θα πρέπει οι βλαπτικές επενέργειες να καταλύουν και να αχρηστεύουν το δικαίωµα της ακινήτου ιδιοκτησίας, αφού διά του άνω άρθρου αλλά και των εποµένων τοιούτων, καθορίζονται οι προσδιοριστικοί όροι του περιεχοµένου της κυριότητας και όχι οι καταλυτικοί ταύτης, οι ανωτέρω δε διατάξεις σκοπούν να καταστήσουν δυνατή τη συµβίωση µεταξύ γειτόνων διά καταλλήλου στάθµισης των εκατέρωθεν συµφερόντων και όχι την κατάλυση του ενός ακινήτου χάριν της προστασίας του άλλου τοιούτου. Αντίθετος άποψη θα οδηγούσε σε ανεπιεική λύση για τους κυρίους των βλαπτοµένων ακινήτων και σε απώλεια της ιδιοκτησίας των χωρίς οποιαδήποτε αποζηµίωση, πράγµα το οποίον είναι αντίθετο µε την παρεχοµένη από το Σύνταγµα και τους σχετικούς ειδικούς νόµους προστασία της ιδιοκτησίας (Τούσης, Εµπραγ. ίκαιο παρ. 31, Μπαλής, Εµπρ. ίκαιο παρ. 31, [52]

53 Γεωργιάδης, Εµπρ. ίκαιο παρ. 5, Σαρίπολος, Συντ. ικ. Γ σελ. 378, Μπόσδας σε ΑρχΝ 16.1) και β) να πρόκειται περί βλαπτικών επενεργειών προερχοµένων εκ συνήθους χρήσης του βλάπτοντος ακινήτου, οι οποίες, δεν είναι δυνατόν να περιορισθούν και αποτραπούν µε λήψη µέτρων από τον κύριο του βλάπτοντος ακινήτου. - Σύµφωνα µε τις διατάξεις των άρθρων 692 παρ. 1, 731, 732 και 734 ΚΠολ το ικαστήριο διατάσσει τα ενδεδειγµένα και όχι αναγκαίως τα αιτούµενα ασφαλιστικά µέτρα, τα οποία είναι πρόσφορα να εξασφαλίσουν ή διατηρήσουν το δικαίωµα ή ρυθµίσουν προσωρινά την κατάσταση, δύνανται δε να συνίστανται αυτά σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή ορισµένης πράξης παρά του καθού και ιδιαίτερα σε επίτρεψη ή απαγόρευση πράξεων νοµής ή επιδίκαση της νοµής σε κάποιο των διαδίκων. Με τις διατάξεις αυτές, µε τις οποίες παρέχεται στο ικαστήριο η εξουσία να διατάσσει ασφαλιστικά µέτρα διάφορα των αιτηθέντων και απαλλάσσει τούτο της υποχρέωσης ν αποφαίνεται επί τη βάσει των προτεινοµένων υπό των διαδίκων και αποδεικνυοµένων πραγµατικών ισχυρισµών και των υποβαλλοµένων αιτήσεων, εισάγεται απόκλιση από της παρά του άρθρου 106 ΚΠολ καθιερούµενης διαθετικής αρχής. Οι ανωτέρω όµως ευχέρειες του ικαστηρίου είναι περιορισµένες και πρέπει ν ασκούνται εντός των πλαισίων της αξιουµένης διά της κρινοµένης αίτησης εννόµου προστασίας, που δεν µπορεί να διατάξει ασφαλιστικό µέτρο, το οποίο να οδηγεί σε πλήρη ικανοποίηση του ασφαλιστέου δικαιώµατος (άρθ. 692 παρ. 4 ΚΠολ ), αλλά να προτιµήσει την επιβολή του λιγότερου επαχθούς, σύµφωνα µε την επικρατούσα στη διαδικασία των ασφαλιστικών µέτρων γενική αρχή που καθιερώνει η διάταξη του άρθρου 692 παρ. 3 ΚΠολ. ΑΚ: 241, 242, 243, 989, 992, 1003, ΚΠολ : 80, 81, 682, 686, 731, ηµοσίευση: Αρµ 2002, σελίδα 1604, σχολιασµός * ΑρχΝ 2003, σελίδα 259 Ασφαλιστικά µέτρα - Ρύθµιση κατάστασης ικαστήριο: Ειρηνοδικείο Ρόδου Αριθµός απόφασης: 131 Έτος: Ρύθµιση κατάσταση σχετικά µε οχλήσεις από µουσικά όργανα. Στις διαφορές που προκύπτουν από το άρθρο 1003 του ΑΚ αρµόδια είναι τα Ειρηνοδικεία. Αίτηση ασφαλιστικών µέτρων από προσβολή της νοµής µε διατάραξη και αίτηση για προστασία από προσβολή της προσωπικότητας. Χωρισµός της δίκης. Αρµόδιο για την προσβολή της προσωπικότητας είναι το Μονοµελές Πρωτοδικείο. Καταχρηστική άσκηση δικαιώµατος. Ο ισχυρισµός ότι το ασφαλιστέο δικαίωµα ασκείται καταχρηστικά δεν έχει λυσιτέλεια στη δίκη των ασφαλιστικών µέτρων. - Σύµφωνα µε τη διάταξη του άρθρου 15 παρ. 3 του ΚΠολ, στην αρµοδιότητα των Ειρηνοδικείων υπάγονται ανεξάρτητα από την αξία του αντικειµένου της διαφοράς και οι διαφορές που προκύπτουν από το άρθρο 1003 του ΑΚ, το οποίο καθιερώνει περιορισµούς της κυριότητας και ορίζει ότι ο κύριος ακινήτου έχει υποχρέωση να ανέχεται την εκποµπή καπνού, αιθάλης, αναθυµιάσεως, θερµότητας, θορύβου κ.λ.π. εφόσον αυτές δε βλάπτουν σηµαντικά τη χρήση του ακινήτου του ή προέρχονται από χρήση συνήθη για τα ακίνητα της περιοχής του ακινήτου από το οποίο προκαλείται η βλάβη. - Σύµφωνα µε το άρθρο 682 παρ. 1 του ΚΠολ, κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 683 έως 703 του ίδιου κώδικα, τα ικαστήρια σε επείγουσες περιπτώσεις ή [53]

54 για την αποτροπή επικείµενου κινδύνου, µπορούν να διατάσσουν ασφαλιστικά µέτρα για την εξασφάλιση ή διατήρηση ενός δικαιώµατος ή τη ρύθµιση µιας κατάστασης, κατά δε το άρθρο 731 του ΚΠολ, ασφαλιστικό µέτρο είναι η προσωρινή ρύθµιση καταστάσεως που συνίσταται στο ότι το δικαστήριο δικαιούται να διατάξει την ενέργεια, ή παράλειψη, ή ανοχή ορισµένης πράξης. Από το συνδυασµό των διατάξεων αυτών, σαφώς συνάγεται ότι η προσωρινή ρύθµιση καταστάσεως ως ασφαλιστικό µέτρο χωρεί, όσες φορές από το γειτονικό ακίνητο εκπέµπονται καπνός, αιθάλη, θόρυβος κ.λ.π. που παραβλάπτουν σηµαντικά τη χρήση άλλου γειτονικού ακινήτου, ήτοι εκποµπές που προέρχονται από ασυνήθιστη χρήση για τα ακίνητα της περιοχής του κτήµατος από το οποίο προκαλείται η βλάβη, καθόσον µε τις παραπάνω εκποµπές ή ενέργειες προσβάλλεται το δικαίωµα χρήσεως του ακινήτου που βλάπτεται. Στις περιπτώσεις δε που οι επενέργειες ή οι εκποµπές υπερβαίνουν τα όρια που θέτει το άρθρο 1003 του ΑΚ, αυτές συνιστούν διατάραξη της νοµής του ιδιοκτήτη του βλαπτόµενου ακινήτου ο οποίος δικαιούται να εγείρει την αγωγή της διατάραξης της νοµής (989 ΑΚ), ή σε επείγουσες περιπτώσεις την αίτηση ασφαλιστικών µέτρων κατά τις διατάξεις των άρθρων του ΚΠολ (βλ. Κ. Παπαδόπουλου «Αγωγές Εµπραγµάτου ικαίου τόµος Β, 1992, σελ. 76 παρ. 28, ΠΠΘεσ 720/1992 Αρµ , ΠΠΟρ 34/1989 ΑρχΝοµ ). - Στο δικόγραφο τούτο, σωρεύονται αντικειµενικά για εκδίκαση αίτηση για λήψη ασφαλιστικών µέτρων από προσβολή της νοµής µε διατάραξη και αίτηση για προστασία από προσβολή της προσωπικότητας. Πλην όµως, για την εκδίκαση της δεύτερης αιτήσεως είναι καθ ύλην αρµόδιο ικαστήριο το Μονοµελές Πρωτοδικείο, κατά συνέπεια πρέπει να διαταχθεί ο χωρισµός των υποθέσεων κατ άρθρο 218 παρ. 2, να κρατηθεί για εκδίκαση η πρώτη αίτηση και να παραπεµφθεί η δεύτερη στο Μονοµελές Πρωτοδικείο Ρόδου, γιατί η ύπαρξη καθ ύλην αρµοδιότητας ως προς µία από τις σωρευόµενες αξιώσεις δεν εγκαθιδρύει αρµοδιότητα και για τις άλλες (βλ. ΜΠρΚατ 41/88 Ελ νη ). - Σύµφωνα µε τη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, η άσκηση του δικαιώµατος απαγορεύεται εάν αυτή υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλονται από τη καλή πίστη, ή τα χρηστά ήθη, ή τον κοινωνικό ή τον οικονοµικό σκοπό του δικαιώµατος. Ο ισχυρισµός ότι το ασφαλιστέο δικαίωµα ασκείται καταχρηστικά δεν έχει λυσιτέλεια στη δίκη των ασφαλιστικών µέτρων, αφού αντικείµενο της δίκης των ασφαλιστικών µέτρων είναι το δηµοσίου δικαίου διαπλαστικό δικαίωµα του διαδίκου προς παροχή δικαστικής προστασίας και όχι το ουσιαστικό (ασφαλιστέο) δικαίωµα, δηλαδή στη δίκη των ασφαλιστικών µέτρων αντικείµενο είναι η εξασφάλιση της ουσιαστικής αξίωσης και όχι η άσκησή της, ενώ η κατάχρηση δικαιώµατος προϋποθέτει άσκησή του. Συνεπώς, η ένσταση της διάταξης 281 Α.Κ., δεν νοείται στη δίκη των ασφαλιστικών µέτρων (βλ. ΜΠΧαλκ 139/1992 Ελ νη ). ΑΚ: 281, 947, 976, 984, 989, 1000, 1003, ΚΠολ : 15, 176, 681, 682, 703, 731, 733, 734, 945, 947, ηµοσίευση: INLAW 2003 Ασφαλιστικά µέτρα - Ρύθµιση κατάστασης ικαστήριο: Ειρηνοδικείο Πειραιώς Αριθµός απόφασης: 212 Έτος: 2004 [54]

55 - Ασφαλιστικά µέτρα για ρύθµιση κατάστασης από εκποµπή θορύβων. Στην αρµοδιότητα των µονοµελών πρωτοδικείων υπάγονται πάντοτε οι διαφορές ανάµεσα στους ιδιοκτήτες ορόφων ή διαµερισµάτων από τη σχέση της οροφοκτησίας. - Σύµφωνα µε τη διάταξη του άρθρου 17 παρ. 2 του ΚΠολ στην αρµοδιότητα των µονοµελών πρωτοδικείων υπάγονται πάντοτε οι διαφορές ανάµεσα στους ιδιοκτήτες ορόφων ή διαµερισµάτων από τη σχέση της οροφοκτησίας, καθώς και οι διαφορές ανάµεσα στους διαχειριστές ιδιοκτησίας κατ ορόφους και στους ιδιοκτήτες ορόφων και διαµερισµάτων. Η µε την διάταξη αυτή θεσπιζόµενη εξαιρετική αρµοδιότητα του Μονοµελούς Πρωτοδικείου αναφέρεται στις διαφορές ανάµεσα στους ιδιοκτήτες ορόφων ή διαµερισµάτων από τη σχέση της οροφοκτησίας και οικοδοµηµάτων µετά την ισχύ του Ν 1024/71 και της κάθετης ιδιοκτησίας καθώς και στις διαφορές ανάµεσα στους διαχειριστές ιδιοκτησίας κατά ορόφους ή οικοδοµηµάτων και στους ιδιοκτήτες ορόφων ή διαµερισµάτων ή οικοδοµηµάτων. Οι διαφορές πρέπει να είναι συναφείς προς την εφαρµογή του Ν. 3741/1929 ή του Ν 1024/1971 και προς την ενάσκηση ή εκπλήρωση των δικαιωµάτων και υποχρεώσεων που απορρέουν από τους άνω νόµους ή του προβλεποµένου απ αυτούς και καταρτισθέντος κανονισµού. Επίσης η λήψη των ασφαλιστικών µέτρων σε σχέση µε τις παραπάνω διαφορές της παρ. 2 υπάγεται στην ίδια ως άνω αρµοδιότητα (Μονοµελούς Πρωτοδικείου) και µόνον αν πρόκειται για διαφορές νοµής ή κατοχής µεταξύ συνιδιοκτητών και τρίτου θα έχει αρµοδιότητα το Ειρηνοδικείο (βλ. Β. Βαθρακοκοίλη ΚΠολ Ερµηνεία άρθρο 17 παρ. 7, 11, Τζίφρας Ασφαλιστικά Μέτρα έκδ σελ. 293, 296, 297). ΑΚ: 1002, 1003, 1117, ΚΠολ : 17, Νόµοι: 3741/1929, Ν : 1024/1971, ηµοσίευση: Ε Πολυκ 2005, σελίδα 94, σχολιασµός Γ. Κ. Κωστόπουλος Ασφαλιστικά µέτρα - Ρύθµιση κατάστασης ικαστήριο: Ειρηνοδικείο Χαλανδρίου Αριθµός απόφασης: 525 Έτος: Ασφαλιστικά µέτρα νοµής. Κοινόχρηστοι και κοινόκτητοι χώροι. Καταχρηστική άσκηση δικαιώµατος. Στη δίκη των ασφαλιστικών µέτρων δεν νοείται ένσταση καταχρηστικής άσκησης δικαιώµατος. - Από το συνδυασµό των διατάξεων 984 παρ. 1 και 989 ΑΚ προκύπτει ότι διατάραξη της νοµής είναι κάθε πράξη που παρενοχλεί την άσκηση της φυσικής εξουσίας στο πράγµα, χωρίς να φθάνει µέχρι την αφαίρεση της νοµής, γιατί τότε χωρεί η αγωγή αποβολής. Η διατάραξη πρέπει να γίνεται από τον εναγόµενο εναντίον του ενάγοντα. Όπως προκύπτει από το αίτηµα της κατ άρθρο 989 ΑΚ αγωγής, η διατάραξη πρέπει είτε να έχει κάποια διάρκεια, είτε να περικλείει τον κίνδυνο της επανάληψης. Αν η διατάραξη αποτελεί µία παροδική και µοναδική στο παρελθόν ενέργεια τρίτου, δεν µπορεί να ασκηθεί η αγωγή αυτή. Στην προκειµένη περίπτωση µπορεί ο νοµέας να προστατεύεται αυτοδύναµα (ΑΚ 285). Προϋπόθεση όµως της αγωγής διατάραξης δεν είναι πάντοτε η συνέχιση της διατάραξης κατά το χρόνο της άσκησης της. Έτσι, αν µε την αγωγή αυτή επιδιώκεται η άρση της διατάραξης που έχει γίνει, θα πρέπει αυτή να συνεχίζεται ακόµα ή να υπάρχει κάποιο κατασκεύασµα από το οποίο µπορεί να πηγάζουν διαταράξεις της νοµής του ενάγοντα. Αν όµως αίτηµα της αγωγής είναι η παράλειψη της διατάραξης [55]

56 και υπάρχει σοβαρός φόβος επανάληψης της στο µέλλον ή διότι για πρώτη φορά υπάρχει σοβαρή απειλή διατάραξης, η διατάραξη δεν θα συνεχίζεται µέχρι την άσκηση της αγωγής (Παπαδόπουλος Αγωγές Εµπρ. ικ., Εκδ. 1989, παρ. 35 αρ. 3 σελ. 119). Επίσης από το συνδυασµό των άρθρων 997 και 998 ΑΚ συνάγεται ότι αν ο προσβολέας δεν είναι κάτοχος µε την έννοια του άρθρου 997 ΑΚ, δηλ, αν δεν έλκει την κατοχή του από το νοµέα, ο τελευταίος προστατεύεται εναντίον του όπως κατά οποιοδήποτε τρίτου, γιατί είναι τρίτος και δεν συντρέχει περίπτωση εφαρµογής της ΑΚ 998 (Απ. Γεωργιάδης Εµπρ. ικ., Εκδ. 1991, τόµος Ι παρ αρ. 19 σελ. 249, 250). - Σύµφωνα µε τη διάταξη του άρθρου 994 ΑΚ αν η σύννοµη προσβάλλεται µε αποβολή ή διατάραξη από κάποιον τρίτο, ο συννοµέας προστατεύεται όπως ακριβώς και ο νοµέας, δηλαδή αυτοδύναµα, µε τις αγωγές της νοµής, µε ασφαλιστικά µέτρα κλπ. (Απ. Γεωργιάδης Εµπρ. ικ. Εκδ. 1991, τόµος Ι, παρ. 25ΙΙΙ αρ. 6 σελ. 242). - Στη δίκη των ασφαλιστικών µέτρων επίδικο δεν είναι το ουσιαστικό δικαίωµα, δηλ. η ασφαλιστέα αξίωση, αλλά το διαπλαστικό δικονοµικό δικαίωµα του δικαιούχου για παροχή προσωρινής δικαστικής προστασίας. Το δικαίωµα αυτό, είναι δηµοσίου και όχι ιδιωτικού χαρακτήρα (Μπέης, ΕρµΚΠολ, άρθρο 686 παρ. 1.1, σ. 83 επ.). Συνεπώς, ερευνητέο είναι το κατά πόσο νοείται καταχρηστική άσκηση του εν λόγω δικονοµικού δικαιώµατος (και όχι της ασφαλιστέας αξίωσης). Στο πεδίο του δικονοµικού δικαίου η ΑΚ 281 είναι ανεφάρµοστη, γιατί αναφέρεται σε ιδιωτικό δικαίωµα (Ράµµος, Εγχειρ. Ι, (1980), παρ. 228, σ. 624 επ., Μπέης, ό.π, άρθρο , σελ. 595, ΑΠ 224/1986, Ελ νη , ΑΠ 13/1981, , ΑΠ 892/1980, ΝοΒ ). Η καταχρηστική άσκηση των δικονοµικών δικαιωµάτων και ευχερειών ρυθµίζεται αποκλειστικά από την 116 ΚΠολ (Κεραµέας, Αστικό ικονοµικό ίκαιο, έκδ 1978, σελ 148, ΕφΑθ 5454/1986, Ελ νη ). Όµως η διάταξη αυτή δε θεσµοθετεί, ως γνήσια δικονοµική κύρωση, το απαράδεκτο διαδικαστικής πράξης, η οποία επιχειρήθηκε κατά παράβασή της (Κεραµέας, Αστικό ικονοµικό ίκαιο, έκδ. 1986, παρ.70, σ. 197). - Στη δίκη των ασφαλιστικών µέτρων, αντικείµενο είναι η εξασφάλιση του δικαιώµατος και όχι η άσκησή του. Συνεπώς: α) δεν νοείται κατάχρηση του δικαιώµατος αυτού, αφού η ΑΚ 281 ρητά αναφέρει ως προϋπόθεση για την εφαρµογή της, την άσκηση του διαφιλονικούµενου δικαιώµατος (ΑΠ 950/1981, Ελ νη 32/77, ΑΠ 84/1984, ΝοΒ 33/239) και β) ισχυρισµοί που επιδρούν καταλυτικά στο ασφαλιστέο δικαίωµα, όπως η εν λόγω ένσταση, δεν έχουν έννοµη επιρροή (Παµπούκης-Κεραµέας, Γνµδ ,576, παρ. 1113, ΜΠΧαλκ 139/1992, Ελ νη 34/1397 επ.). ΑΚ: 281, 285, 974, 984, 989, 994, ΚΠολ : 176, 947, ηµοσίευση: Ε Πολυκ 2005, σελίδα 312, σχολιασµός Γιάννη Κωστόπουλου ιαταγή Πληρωµής - Ανακοπή άρθρ. 632 ΚΠολ ικαστήριο: Μονοµελές Πρωτοδικείο Θηβών Αριθµός απόφασης: 160 Έτος: ιαταγή πληρωµής. ανακοπή. ιαδικασία εκδίκασης. Ανακοπή άρθ ικηγορική αµοιβή για τη σύνταξη επιταγής προς εκτέλεση. - Όταν η διαταγή πληρωµής εκδίδεται για απαίτηση υποδεικνυόµενη από δηµόσιο ή ιδιωτικό έγγραφο ή από πιστωτικό τίτλο που είναι άκυρος ως τέτοιος, η ανακοπή [56]

57 εκδικάζεται κατά την τακτική διαδικασία, ενώ αν η διαταγή πληρωµής αφορά απαίτηση η εκ της οποίας διαφορά δικάζεται µε την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών ή των διαφορών για παράδοση ή απόδοση της χρήσης του µισθίου ή από πιστωτικούς τίτλους, τότε η ανακοπή εκδικάζεται κατά τις διατάξεις αυτών των ειδικών διαδικασιών (ΑΠ 500/1997 Ελ νη 39.97, ΕφΠειρ 285/1998 Ελ νη , ΕφΑθ 720/1997 Ελ νη ). Εποµένως, η ανακοπή κατά διαταγής πληρωµής που εκδόθηκε για απαίτηση απορρέουσα από επιταγή εκδικάζεται από το αρµόδιο καθ ύλην λόγω ποσού δικαστήριο και κατά την διαδικασία των πιστωτικών τίτλων. - Η ανακοπή που ασκείται κατ άρθ. 933 ΚΠολ εισάγεται, κατ αρχήν, και εκδικάζεται κατά την τακτική διαδικασία, µε τις αποκλίσεις που απορρέουν από τις διατάξεις των άρθρων 583 επ. και 933 ΚΠολ. Αν, όµως, για τη διάγνωση της εκτελεστέας αξίωσης εφαρµόζεται κάποια ειδική διαδικασία µε τους κανόνες της οποίας εκδόθηκε η επί της κύριας αξίωσης εκτελούµενη απόφαση, η διαδικασία αυτή εφαρµόζεται και κατά την εκδίκαση της παραπάνω ανακοπής του άρθρου 933 ΚΠολ. Η διάκριση ως προς την εφαρµοζόµενη διαδικασία γίνεται και όταν ο εκτελεστός τίτλος είναι διαταγή πληρωµής, οπότε για την εκδίκαση της ανακοπής τηρούνται οι κανόνες της διαδικασίας κατά την οποία δικάζεται η εναντίον της διαταγής ανακοπή (ΑΠ 1630/1983 ΝοΒ , ΕφΑθ 5326/2007, ΕφΑθ 4711/2002 Ελ νη , ΕφΑθ 2497/1998 Ελ νη , ΕφΘεσ 3208/1988 Αρµ ,986, ΕφΘεσ 2240/1986 Αρµ , Νικολόπουλος σε Ερµ. ΚΠολ Κεραµέα - Κονδύλη - Νίκα, άρθ. 933, αριθ. 13, Μπρί-νιας, Αναγκαστική Εκτέλεση, Τόµος 1ος, έκδ. 2η, άρθ. 933, παρ. 158 σελ. 433, Βαθρακοκοίλης, ΕρµΚΠολ, Τόµος 5ος, αριθ. 82 και 114, ενηµερωτικό σηµείωµα σε Αρµ ). - Κατά το άρθρο 127 του Ν /τος 3026/1954 "περί του κώδικος των δικηγόρων" για τη σύνταξη επιταγής προς εκτέλεση επί αποφάσεων πρωτοδίκου ή προέδρου το ελάχιστο όριο αµοιβής είναι 40 δραχµές πολλαπλασιαζόµενες επί τον ισχύοντα συντελεστή, ο οποίος µε την υπ αριθ / απόφαση του Υπουργού ικαιοσύνης ορίσθηκε στις 140 µονάδες. Με την προσθήκη που έγινε στο άνω άρθρο 127 µε το άρθρο 23 του Ν /τος 3790/1957 ορίσθηκε, ότι "εν πάση περιπτώσει η αµοιβή επί συντάξεως επιταγής προς πληρωµήν ουδέποτε δύναται να υπερβεί το 1/4 του ποσού της δι ην η επιταγή οφειλής". Η ορθή ερµηνεία της τελευταίας αυτής διάταξης είναι, ότι ο περιορισµός του 1/4 αφορά τα τιθέµενα από το άρθρο 127 ελάχιστα όρια προκειµένου να προστατευθούν οι µικροοφειλέτες και δεν θέτει ανώτατο όριο αµοιβής για τη σύνταξη της επιταγής. Με την έννοια αυτή, ο περιορισµός αφορά τις περιπτώσεις εκείνες κατά τις οποίες το επιδικαζόµενο ποσό είναι µικρό, οπότε εάν η αµοιβή για τη σύνταξη της επιταγής υπολογιζόταν βάσει των καθοριζοµένων από το άρθρο 127, ήταν δυνατό να ήταν δυσανάλογα µεγάλη σε σχέση προς την όλη οφειλή. Έτσι, η µεγαλύτερη αµοιβή δικαιολογείται στην περίπτωση δυσκολίας σύνταξης της επιταγής, ανάλογα και µε το ποσό της οφειλής. Η αµοιβή αυτή επιβαρύνει τον οφειλέτη και περιλαµβάνεται στα έξοδα εκτέλεσης, αλλά η επιταγή αποτελεί εκτελεστό τίτλο µόνο για το ελάχιστο όριο, ενώ, αν η ζητούµενη αµοιβή για τη σύνταξη της επιταγής προς εκτέλεση υπερβαίνει αυτό, το δικαστήριο, εφόσον έχει ασκηθεί ανακοπή των άρθρων 916 και 933 ΚΠολ, µπορεί να τη µειώσει και να ακυρώσει την επιταγή κατά το υπερβάλλον, λαµβάνοντας υπόψη τα κριτήρια που ορίζει η διάταξη του άρθρου 98 του Κώδικα περί ικηγόρων (βλ. ΕφΠειρ 109/2005 ΠειρΝοµ , ΕφΑθ 1334/2003 Ελ νη , ΕφΘεσ 1900/1995 Αρµ ). ΚΠολ : 583 επ., 632, 933, 934, Κωδ ικ: 127, [57]

58 ηµοσίευση: Ελλ νη 2009, σελίδα 1525 ικαστές - Αίτηση εξαίρεσης Αριθµός απόφασης: Εξαίρεση δικαστή. Πρόταση αυτοεξαίρεσης. - Από τις συνδυασµένες διατάξεις των άρθρων 52 παρ. 1 περ. στ' ΚΠολ και 6 παρ. 1 της ΕΣ Α που υπηρετούν πρωτίστως την αµεροληψία της δικαιοσύνης, σαφώς προκύπτει ότι οι δικαστές µπορεί να προτείνουν την εξαίρεσή τους ή να εξαιρεθούν από οποιονδήποτε διάδικο, αν προκαλούν υπόνοια µεροληψίας. Η δήλωση αυτού του κωλύµατος δεν υπόκειται σε κανένα χρονικό περιορισµό και µπορεί να γίνει και στη διάσκεψη της υπόθεσης για την έκδοση της σχετικής απόφασης, οπότε, αν αποφασιστεί η έξοδος του εξαιρετέου από τη σύνθεση δικαστή, το δικαστήριο οφείλει να απόσχει από την εκδίκαση της υπόθεσης. ΚΠολ : 52, 55-61, ικαστική δαπάνη - Γενικά και Ένδικα µέσα Αριθµός απόφασης: Ερήµην απόφαση. ικαστική δαπάνη. Αναιρείται η προσβαλλόµενη απόφαση. ιακοπή της δίκης. Αναιρείται η προσβαλλόµενη απόφαση. - Σύµφωνα µε τη διάταξη του άρθρου 560 ΚΠολ κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων, καθώς και των αποφάσεων των πρωτοδικείων, που εκδίδονται σε εφέσεις κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων επιτρέπεται αναίρεση µόνο 1) αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαµβάνονται και οι ερµηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών, αδιάφορο αν πρόκειται για νόµο ή έθιµο, ελληνικό ή ξένο, εσωτερικού ή διεθνούς δικαίου. Η παράβαση των διδαγµάτων της κοινής πείρας αποτελεί λόγο αναίρεσης µόνο αν τα διδάγµατα αυτά αφορούν την εφαρµογή των κανόνων του δικαίου ή την υπαγωγή των πραγµατικών γεγονότων σ' αυτούς ο λόγος αυτός αναίρεσης δεν µπορεί να προβληθεί σε µικροδιαφορές, 2) αν το δικαστήριο δεν συγκροτήθηκε όπως ορίζει ο νόµος ή δίκασε ειρηνοδίκης του οποίου είχε γίνει δεκτή η εξαίρεση, 3) αν το δικαστήριο έχει υπερβεί τη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων ή δεν είχε καθ' ύλην αρµοδιότητα, 4) αν παράνοµα αποκλείστηκε η δηµοσιότητα της διαδικασίας. Οι, κατά την ανωτέρω διάταξη, τέσσερις λόγοι αναιρέσεως, αντιστοιχούν προς τους λόγους των αριθµ. 1, 2, 4, 5 και 7 του άρθρου 559 ΚΠολ, προς τους οποίους, όµως, µερικοί δεν ταυτίζονται απολύτως. Η απαρίθµηση των προαναφερόµενων λόγων αναιρέσεως είναι περιοριστική, όπως συνάγεται από τη λέξη "µόνον", και συνεπώς δεν είναι δυνατόν να προβληθεί οποιοσδήποτε άλλος λόγος αναιρέσεως κατά των ως άνω αποφάσεων. - Από τα άρθρα 176 εδ. α', 183 και 184 ΚΠολ συνάγονται τα εξής: Επί προσβολής ερήµην αποφάσεως πρωτοβάθµιου δικαστηρίου, αν αυτή εξαφανισθεί, λόγω της παραδεκτής άσκησης εφέσεως από τον ερήµην δικασθέντα διάδικο, εξαφανίζεται και η διάταξη αυτής περί δικαστικής δαπάνης, στα πλαίσια του µεταβιβαστικού αποτελέσµατος της εφέσεως. Το δευτεροβάθµιο δικαστήριο, αν εξέλθει νικητής ο και [58]

59 αντιµωλία δικασθείς πρωτοδίκως εφεσίβλητος, καταδικάζει τον εκκαλούντα στα δικαστικά έξοδα και των δύο βαθµών, ενώ αν εξέλθει νικητής ο εκκαλών καταδικάζει τον εφεσίβλητο στα δικαστικά έξοδα µόνο της ενώπιόν του δίκης, αφού ο τελευταίος δεν είχε υποβληθεί σε δαπάνη ενώπιον του πρωτοβάθµιου δικαστηρίου. - Από το συνδυασµό των διατάξεων των άρθρων 286, 287, 290 και 292 ΚΠολ, προκύπτει ότι η δίκη διακόπτεται και µε το θάνατο κάποιου διαδίκου. επέρχεται δε η διακοπή από τη γνωστοποίηση του λόγου αυτού προς τον αντίδικο, η οποία µπορεί να γίνει και µε προφορική δήλωση στο ακροατήριο του πληρεξουσίου δικηγόρου του διαδίκου, στο πρόσωπο του οποίου επήλθε ο λόγος της διακοπής, από τον ίδιο δε, µε ρητή ή σιωπηρή δήλωση, µπορεί να γίνει εκουσίως και η επανάληψη αυτής. ΚΠολ : 176, 183, 184, 286, 287, 290, 292, 560, 576, Ενστάσεις ΚΠολ & ΑΚ - Ένσταση εξόφλησης ικαστήριο: Εφετείο Πατρών Αριθµός απόφασης: Ένσταση εξόφλησης. Αποδεικτική δύναµη ιδιωτικών εγγράφων. -Από τις διατάξεις των άρθρων 262, 111, 118 και 216 ΚΠολ συνάγεται ότι, για να είναι ορισµένη και παραδεκτή η ένσταση εξοφλήσεως στην περίπτωση που η τελευταία γίνεται µε παράδοση από τον οφειλέτη στο δανειστή επιταγών πελατών του, πρέπει σ' αυτήν (ένσταση) ν' αναφέρονται: 1) ο αριθµός (ποσότητα) των επιταγών και το ποσό εκάστης, 2) ο εκδότης των επιταγών, 3) η πληρώτρια τράπεζα και 4) για την είσπραξη τους (ΑΠ 461/2009 ΤΝΠ Νόµος»), αν δε γίνεται µε µετρητά, πρέπει να εκτίθενται αναλυτικά το ποσό η αιτία και ο χρόνος καταβολής. - Η διάταξη το άρθρου 443 εδ. α' ΚΠολ ορίζει ότι, για να έχει αποδεικτική δύναµη ιδιωτικό έγγραφο, πρέπει να έχει την ιδιόχειρη υπογραφή του εκδότη. Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι αναγκαία αλλά και επαρκής προϋπόθεση της αποδεικτικής δυνάµεως του ιδιωτικού εγγράφου είναι η ιδιόχειρη υπογραφή του εκδότη του (ΑΠ 766/1991 ΕΕΝ ). Εκδότης θεωρείται όποιος αναλαµβάνει υποχρεώσεις από το έγγραφο και όχι ο απλός συντάκτης του (ΕφΑθ 6459/2008 Ελλ νη ). Η διάταξη δε του άρθρου 424 εδ. β' ΑΚ, κατά την οποία «από την απόδοση του χρεωστικού εγγράφου τεκµαίρεται η εξόφληση του χρέους», καθιερώνει νόµιµο µαχητό τεκµήριο για το πραγµατικό γεγονός της γενοµένης ολοσχερούς εξοφλήσεως, υπό την προϋπόθεση ότι έγινε εκούσια απόδοση στον οφειλέτη του χρεωστικού εγγράφου από το δανειστή. Μόνον το περιστατικό ότι ο οφειλέτης έχει στα χέρια του το χρεωστικό έγγραφο δεν δηµιουργεί τεκµήριο για την εξόφληση του χρέους (ΑΠ 1388/2005 ΤΝΠ «Νόµος»). Το τεκµήριο µπορεί να ανατραπεί από το δανειστή, αν π.χ. ισχυριστεί και αποδείξει ότι η απόδοση έγινε για άλλο σκοπό χωρίς τη λήψη της παροχής. Τότε ο οφειλέτης βαρύνεται µε την απόδειξη καταβολής της παροχής σε χρόνο µεταγενέστερο από την παράδοση της απόδειξης. ΑΚ: 424, ΚΠολ : 111, 118, 216, 262, 443, ΚΒΣ: 16, ηµοσίευση: Αρµ 2010, σελίδα 1560 [59]

60 Επίδοση δικογράφου - Επίδοση σε παρεµβαίνοντα Αριθµός απόφασης: Επίδοση δικογράφου σε παρεµβαίνοντα. Απαράδεκτη συζήτηση. - Κατά το άρθρο 82 εδ. 3 ΚΠολ, αποφάσεις και δικόγραφα που επιδίδονται στους κυρίους διαδίκους πρέπει να επιδίδονται και σε εκείνον που άσκησε πρόσθετη παρέµβαση, ενώ κατά το άρθρο 81 παρ. 3 εδαφ. α' ΚΠολ, ο παρεµβαίνων καλείται στις επόµενες διαδικαστικές πράξεις από το διάδικο που επισπεύδει τη δίκη. - Κατά µεν το άρθρο 110 παρ. 2 ΚΠολ, οι διάδικοι έχουν δικαίωµα να παρίστανται σε όλες τις συζητήσεις της υποθέσεως, ακόµη και όταν γίνονται κεκλεισµένων των θυρών και πρέπει για το σκοπό αυτόν να καλούνται σύµφωνα µε τις διατάξεις του νόµου, κατά δε το άρθρο 576 παρ. 3 του ίδιου Κώδικα, αν µετέχουν περισσότεροι στη δίκη για την αναίρεση και δεν κλητεύθηκε κάποιος από αυτούς, η συζήτηση κηρύσσεται απαράδεκτη ως προς όλους. - Από το συνδυασµό των ανωτέρω διατάξεων συνάγεται, ότι η κλήση προς συζήτηση της αιτήσεως αναιρέσεως που γίνεται είτε κάτω από το αντίγραφο του αναιρετηρίου είτε αυτοτελώς (άρθρο 568 ΚΠολ ), πρέπει να επιδίδεται και προς εκείνον που δεν εµφανίσθηκε κατά την εκφώνηση της υποθέσεως από το πινάκιο και είχε στην δίκη επί της ουσίας, από την οποία προήλθε η αναιρεσιβαλλοµένη, την ιδιότητα του προσθέτως υπέρ κάποιου από τους κυρίους διαδίκους παρεµβαίνοντος για να ενηµερώνεται αυτός ως προς την εξέλιξη της δίκης που ανοίγεται µε την άσκηση του ενδίκου µέσου της αναιρέσεως και να ασκεί τα νόµιµα δικαιώµατα του, διότι και αυτός είναι διάδικος, χωρίς δε την κλήτευση αυτού παραβιάζεται η αρχή της εκατέρωθεν ακροάσεως ειδική εφαρµογή τις οποίας περιέχουν οι προαναφερόµενες διατάξεις, αλλιώς δηµιουργείται απαράδεκτο της συζητήσεως της αιτήσεως αναιρέσεως, το οποίο, ως αναφερόµενο στην προδικασία, λαµβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως από τον Άρειο Πάγο (ΑΠ 1051/2008, 372/2007). ΚΠολ : 81, 82, 110, 576, Έφεση - Γενικά Αριθµός απόφασης: Ποιούς κανόνες εφαρµόζει το Εφετείο σε περίπτωση νοµοθετικής µεταβολής. Κακή σύνθεση του δικαστηρίου. Απαράδεκτοι και αυτεπάγγελτοι αναιρετικοί λόγοι. Πραγµατογνωµοσύνη. Μη λήψη υπόψη αποδεικτικών µέσων. Έλλειψη νόµιµης βάσης. - Όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 533 παρ. 2 και 535 παρ. 1 ΚΠολ, σε περίπτωση νοµοθετικής µεταβολής, το Εφετείο, κατά το πρώτο στάδιο της δίκης της Εφέσεως, κατά το οποίο αποβλέπει αποκλειστικώς στον έλεγχο της κατά το χρόνο αυτό νοµικής ορθότητας της αποφάσεως που έχει προσβληθεί µε έφεση, εφαρµόζει το νόµο που ίσχυε κατά το χρόνο δηµοσιεύσεως της πρωτόδικης αποφάσεως, µε µόνες εξαιρέσεις τις περιπτώσεις που ο νέος νόµος µε ρητή διάταξη καταλαµβάνει και τις σχέσεις που έχουν οριστικά κριθεί ή είναι πραγµατικά ερµηνευτικός, οπότε θεωρείται σύγχρονος του ερµηνευτικού, ενώ σε περίπτωση κατά την οποία, συνεπεία παραδοχής [60]

61 κάποιου λόγου εφέσεως ως ουσιαστικά βασίµου, εξαφανίσει την εκκληθείσα απόφαση και ακολουθήσει νέο στάδιο, κατά το οποίο κρατώντας το ίδιο την υπόθεση, δικάζει αυτήν στην ουσία, υποκαθιστάµενο στη θέση του πρωτοβάθµιου δικαστηρίου, οφείλει, συµµορφούµενο προς τη γενική διάταξη του άρθρου 2 ΑΚ, να εφαρµόζει το νέο νόµο, αφού αυτός ισχύει κατά το χρόνο δηµοσιεύσεως της δίκης του αποφάσεως, που κρίνει την ουσία της υποθέσεως, ασχέτως αν αυτός έχει ή όχι αναδροµική δύναµη και η εφαρµογή του οδηγεί σε κρίση διαφορετική από εκείνη του πρωτοβαθµίου δικαστηρίου (ΟλΑΠ 654/1984). Εξ άλλου, οι διατάξεις του άρθρου 1 του Ν. 3208/2003, µε τις οποίες αντικαταστάθηκαν οι διατάξεις των παραγρ. 1, 2, 3, 4 και 5 του άρθρου 3 του Ν. 998/1979 και επαναπροσδιορίστηκαν οι έννοιες του δάσους και της δασικής εκτάσεως, ισχύουν σύµφωνα µε τη µεταβατική διάταξη του άρθρου 24 του ως άνω νόµου, από τη δηµοσίευσή του στην Εφηµερίδα της Κυβερνήσεως (ΦΕΚ Α' 303/ ), εφόσον στις εν λόγω διατάξεις δεν ορίζεται διαφορετικά. - Η κακή σύνθεση του δικαστηρίου, για την οποία γίνεται λόγος στο άρθρο 559 αρ. 2 του ΚΠολ, δεν δηµιουργείται όταν, συνεπεία αδυναµίας του αρχικώς ορισθέντος εισηγητού, οφειλοµένης σε προβλήµατα υγείας του, καθίσταται αδύνατος η έκδοση αποφάσεως επί συγκεκριµένης υποθέσεως και διατάσσεται κατά το άρθρο 307 του ΚΠολ, η επανάληψη της συζητήσεως µε την συµµετοχή δικαστών, που δεν συµµετείχαν στην αρχική συζήτηση της υποθέσεως. - Κατά το άρθρο 562 παρ. 2 ΚΠολ, είναι απαράδεκτος λόγος αναίρεσης που στηρίζεται σε ισχυρισµό ο οποίος δεν προτάθηκε νόµιµα στο δικαστήριο της ουσίας, εκτός αν πρόκειται α) για παράβαση που δεν µπορεί να προβληθεί στο δικαστήριο της ουσίας, β) για σφάλµα που προκύπτει από την ίδια την απόφαση και γ) για ισχυρισµό που αφορά τη δηµόσια τάξη. Η διάταξη αυτή, η οποία αποτελεί εκδήλωση της θεµελιώδους αρχής, ότι ο Άρειος Πάγος ελέγχει τη νοµιµότητα της απόφασης του δικαστηρίου της ουσίας µε βάση την πραγµατική και νοµική κατάσταση που όφειλε να λάβει υπόψη του ο ουσιαστικός δικαστής, καθιερώνει ειδική προϋπόθεση του παραδεκτού των λόγων αναίρεσης, η συνδροµή της οποίας πρέπει να προκύπτει από το αναιρετήριο. Πρέπει δηλαδή ν' αναφέρεται στο αναιρετήριο ότι ο ισχυρισµός που στηρίζει το λόγο αναίρεσης, είχε προταθεί στο δικαστήριο το οποίο εξέδωσε την προσβαλλόµενη απόφαση, και µάλιστα ότι είχε προταθεί νοµίµως. Συνεπώς ο ισχυρισµός πρέπει να παρατίθεται στο αναιρετήριο, όπως προτάθηκε στο δικαστήριο της ουσίας, να αναφέρεται δε και ο χρόνος και τρόπος πρότασης του, ή επαναφοράς του στο ανωτέρω δικαστήριο, ώστε να µπορεί να κριθεί, αν ήταν νόµιµος (ΟλΑΠ 43/1990). - Κατά το άρθρο 559 αριθ. 8 περ. β' του ΚΠολ, ιδρύεται λόγος αναίρεσης κατά της απόφασης και αν το δικαστήριο παρά το νόµο δεν έλαβε υπόψη πράγµατα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Πράγµατα, κατά την έννοια της διάταξης αυτής, είναι οι αυτοτελείς ισχυρισµοί των διαδίκων που συγκροτούν την ιστορική βάση και εποµένως θεµελιώνουν το αίτηµα της αγωγής, ανταγωγής, ένστασης ή αντένστασης και όχι οι ισχυρισµοί που αποτελούν άρνηση της αγωγής. - Κατά το άρθρο 368 ΚΠολ το δικαστήριο µπορεί αυτεπαγγέλτως ή αν το ζητήσει κάποιος διάδικος να διατάξει πραγµατογνωµοσύνη και να διορίσει ένα ή περισσότερους πραγµατογνώµονες, αν κρίνει πως πρόκειται για ζητήµατα που απαιτούν για να γίνουν αντιληπτά ειδικές γνώσεις επιστήµης ή τέχνης. Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 387 ΚΠολ το δικαστήριο εκτιµά ελεύθερα τη γνωµοδότηση των πραγµατογνωµόνων, ενώ κατά το άρθρο 388 του ίδιου κώδικα, το δικαστήριο που δικάζει την υπόθεση, αν κρίνει πως υπάρχει λόγος, µπορεί ύστερα από αίτηση των διαδίκων ή και αυτεπαγγέλτως να διατάξει νέα πραγµατογνωµοσύνη. Από τις διατάξεις αυτές σαφώς συνάγεται ότι στην ελεύθερη εκτίµηση του δικαστηρίου της [61]

62 ουσίας εναπόκειται η διάταξη πραγµατογνωµοσύνης ή νέας πραγµατογνωµοσύνης ύστερα από την αξιολόγηση του υπάρχοντος αποδεικτικού υλικού, η δε εκτίµηση της δικαστικής πραγµατογνωµοσύνης δεν είναι ανάγκη να αιτιολογείται και η εκτίµησή του αυτή είναι αναιρετικά ανέλεγκτη. - Κατά το άρθρο 559 αρ. 19 του ΚΠολ, αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόµιµη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτηµα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Το ουσιώδες στοιχείο αυτού του λόγου αναίρεσης αποτελεί η έλλειψη νόµιµης βάσης σε "ζήτηµα". Ήτοι ισχυρισµό που έχει αυτοτελή ύπαρξη, δηλαδή που τείνει στη θεµελίωση ή κατάλυση ουσιαστικού ή δικονοµικού δικαιώµατος, που ασκήθηκε ως επιθετικό ή αµυντικό µέσο, το οποίο "ζήτηµα" ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, ενώ τα αναφερόµενα σχετικά µε τις αιτιολογίες αποτελούν επεξηγηµατικά στοιχεία του ουσιώδους στοιχείου. Συνεπώς, η ελαττωµατικότητα των αιτιολογιών, η σχετική µε την εκτίµηση των αποδείξεων, δεν δηµιουργεί τον υπό εξέταση λόγο αναίρεσης αν το αποδεικτικό πόρισµα εκτίθεται σαφώς. Ωσαύτως, δεν αποτελούν "ζητήµατα" µε την προεκτεθείσα έννοια οι αρνητικοί της αγωγής ισχυρισµοί, καθώς και τα νοµικά ή πραγµατικά επιχειρήµατα του δικαστηρίου ή των διαδίκων, τα οποία αντλούνται από το νόµο ή από την εκτίµηση των αποδείξεων, για την ενίσχυση, την παραδοχή ή την απόκρουση των αιτήσεων ή ενστάσεων. ΚΠολ : 368, 387, 388, 559 αριθ. 2, 559 αριθ. 8, 559 αριθ. 19, 562, Έφεση - Επαναφορά ισχυρισµών Αριθµός απόφασης: Μη λήψη υπόψη πραγµάτων. Επαναφορά ισχυρισµών. - Κατά την έννοια του άρθρου 559 αρ. 8 ΚΠολ ιδρύεται λόγος αναίρεσης και όταν το δικαστήριο παρά το νόµο έλαβε υπόψη πράγµατα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγµατα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. "Πράγµατα θεωρούνται οι αυτοτελείς πραγµατικοί ισχυρισµοί των διαδίκων που συγκροτούν την ιστορική βάση και εποµένως θεµελιώνουν το αίτηµα αγωγής, ανταγωγής, ένστασης ή αντένστασης και όχι ισχυρισµοί που αποτελούν άρνηση της αγωγής κλπ ή επιχειρήµατα νοµικά ή πραγµατικά, τα οποία αντλούνται από το νόµο ή από την εκτίµηση των αποδείξεων. - Κατά το άρθρο 240 ΚΠολ, για την επαναφορά ισχυρισµών που υποβλήθηκαν σε προηγούµενη συζήτηση στο ίδιο ή ανώτερο δικαστήριο αρκεί η επανυποβολή τους µε σύντοµη περίληψη και αναφορά στις σελίδες των προτάσεων της προηγούµενης συζήτησης που τους περιέχουν οι προτάσεις της προηγούµενης συζήτησης προσκοµίζονται απαραιτήτως σε επικυρωµένο αντίγραφο. Από την διάταξη αυτή σαφώς προκύπτει ότι η τοιαύτη αναφορά πρέπει να είναι σαφής και ορισµένη σε τρόπο, ώστε να προκύπτει από αυτήν ο εκ νέου επικαλούµενος ισχυρισµός, ο οποίος είχε προβληθεί κατά την προηγούµενη συζήτηση και επαναλαµβάνεται κατά τη νέα µε την αναφορά στις προτάσεις της προηγούµενης συζήτησης (ΟλΑΠ 559/1974). Ειδικότερα αν ο διάδικος είχε νικηθεί πρωτοδίκως, η νόµιµη επαναφορά των ισχυρισµών του στο Εφετείο, πριν από την εξαφάνιση της εκκαλουµένης απόφασης, µόνο µε λόγο περιεχόµενο στο δικόγραφο της έφεσης ή σε δικόγραφο προσθέτων λόγων πρέπει να γίνεται. [62]

63 ΚΠολ : 240, 559 αριθ. 8, Έφεση - Προθεσµία Αριθµός απόφασης: Προθεσµία άσκησης έφεσης. Έκθεση επίδοσης. Αναιρείται η προσβαλλόµενη απόφαση. - Από τις διατάξεις των άρθρων 518 παρ. 1 και 147 παρ. 2 ΚΠολ, όπως το τελευταίο ισχύει µετά την κατάργηση των παραγράφων 1-5 αυτού µε το άρθρο 1 παρ. 3 Ν. 2915/2001 και εφαρµόζεται στην προκειµένη περίπτωση, προκύπτει ότι η γνήσια προθεσµία για την άσκηση έφεσης, κατά της πρωτόδικης απόφασης από τον διάδικο που διαµένει στην Ελλάδα είναι τριάντα ηµέρες από την επίδοση της απόφασης, δεν υπολογίζεται δε σ' αυτή το χρονικό διάστηµα από 1ης µέχρι 31 Αυγούστου. - Το άρθρο 139 παρ. 3 ΚΠολ ορίζει ότι "όποιος ενεργεί την επίδοση σηµειώνει πάνω στο επιδιδόµενο έγγραφο την ηµέρα και την ώρα της επίδοσης και υπογράψει. Η σηµείωση αυτή αποτελεί απόδειξη υπέρ εκείνου προς τον οποίο έγινε η επίδοση. Αν υπάρχει διαφορά ανάµεσα στην έκθεση της επίδοσης και στη σηµείωση, υπερισχύει η έκθεση". Από την τελευταία αυτή διάταξη, ερµηνευόµενη κατά τελολογική συστολή που υπαγορεύεται από το γεγονός ότι τα έννοµα αποτελέσµατα για την ενέργεια διαδικαστικών πράξεων συναρτώνται προς τη γνώση του ακριβούς χρόνου της επίδοσης, συνάγεται ότι σε περίπτωση διαφοράς µεταξύ της ανωτέρω σηµείωσης και της έκθεσης του δικαστικού επιµελητή (αντίγραφο της οποίας δεν παραδίδεται στο λήπτη του εγγράφου), η χρονολογία της εκθέσεως υπερισχύει έναντι εκείνης της σηµείωσης µόνο εφόσον ωφελεί αυτόν προς τον οποίο έγινε η επίδοση, ενώ στην αντίθετη περίπτωση ως βάση υπολογισµού της προθεσµίας πρέπει να λαµβάνεται η χρονολογία της επισηµειώσεως στο επιδιδόµενο έγγραφο. ιότι µόνον έτσι διασφαλίζεται πλήρως η δυνατότητα του λαβόντος το έγγραφο να ασκήσει παραδεκτώς το υπό προθεσµία δικαίωµα του, το οποίο, στην περίπτωση των ενδίκων βοηθηµάτων και µέσων, καταχυρώνεται µε τις διατάξεις του άρθρου παρ. 1 του Συντάγµατος και του άρθρου 6 παρ. 1 εδ. α' Ευρωπαϊκής Συµβάσεως των ικαιωµάτων του Ανθρώπου (κυρ. ν. 53/1974), υπό το φως των οποίων πρέπει να ερµηνεύεται και να εφαρµόζεται ο οικείος δικονοµικός κανόνας (ΑΠ 1834/2007). ΚΠολ : 139, 147, 518, Κατάσχεση - Κατάσχεση εις χείρας τρίτου Αριθµός απόφασης: 1065 Έτος: Σύσταση ενεχύρου. Ενεχύραση από Τράπεζα. Κατάσχεση στα χέρια τρίτου. Παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου. Μη χειροτέρευση της θέσης του εκκαλούντος. Aναιρείται η προσβαλλόµενη απόφαση. [63]

64 - Aπό τις διατάξεις των άρθρων 1247, 1248 και 1254 ΑΚ συνάγεται ότι η σύσταση ενεχύρου απαιτήσεως γίνεται µε συµφωνία µεταξύ ενεχυράζοντος και δανειστού, η οποία καταρτίζεται µε συµβολαιογραφικό έγγραφο ή µε ιδιωτικό βεβαίας χρονολογίας και γνωστοποιείται στον οφειλέτη από τον ενεχυραστή. Το ενέχυρο αυτό χορηγεί στον δανειστή το δικαίωµα είτε να εισπράξει την ενεχυρασθείσα απαίτηση, είτε να απαιτήσει να του εκχωρηθεί αυτή αντί καταβολής. Παρόµοιο ενέχυρο προβλέπεται και από τα άρθρα 36 και 39 του Ν της 17.7/ , που διατηρήθηκε σε ισχύ µε το άρθρο 41 ΕισΝΑΚ και, ακολούθως, µε το άρθρο 52 3 ΕισΝΚΠολ. Το τελευταίο τούτο ενέχυρο διαφέρει του πρώτου κατά το ότι: α) Το περί της συστάσεώς του έγγραφο µπορεί να είναι απλό, τουτέστιν να µη φέρει βεβαία χρονολογία, β) η ενεχύραση γνωστοποιείται στον τρίτο από οποιονδήποτε εκ των συµβαλλοµένων και όχι µόνον από τον ενεχυραστή, γ) η γνωστοποίηση αυτή συντελείται µε ειδικό τρόπο, ήτοι µε την επίδοση αντιγράφου της συµβάσεως ενεχυριάσεως ή µε άλλον ισοδύναµο τρόπο, όπως είναι η επίδοση αγωγής ή η αναγγελία σε πλειστηριασµό, και δ) από της επιδόσεως του ως άνω αντιγράφου επέρχεται εκ του νόµου εκχώρηση της ενεχυρασθείσης απαιτήσεως στον δανειστή. Κατά τη γενική δε ρύθµιση του Αστικού Κώδικα, αν η ενεχυρασµένη απαίτηση δεν είναι ονοµαστική του ενεχυραστή κατά τρίτου, τυγχάνει δε να είναι χρηµατική, όπως συµβαίνει όταν η απαίτηση αυτή είναι του ενεχυραστή, κατά της τράπεζας από τη σύµβαση καταθέσεως από εκείνον εις αυτήν χρηµάτων σε τραπεζικό λογαριασµό, το δε ασφαλιζόµενο χρέος έχει λήξει, η τράπεζα έχει δικαίωµα να εισπράξει την ενεχυρασµένη απαίτηση αλλά µόνο για το ποσό που απαιτείται για την ικανοποίησή της, το δε µετά την εξόφλησή της τυχόν υφιστάµενο υπόλοιπο οφείλει η τράπεζα να αποδώσει στον ενεχυραστή. Ως εκ τούτου η εκ του νόµου εγχώρηση αυτή, δεν θα πρέπει να θεωρηθεί ότι φθάνει και µέχρι το σηµείο να υπερακοντίζει το σκοπό για τον οποίο συνοµολογείται η ενεχύραση απαιτήσεως του οφειλέτη κατά τρίτου, που είναι η εξασφάλιση της πιστώτριας τράπεζας, και µε την έννοια αυτή δεν συνεπάγεται µια τέλεια απόλυτη και οριστική διάθεση της απαιτήσεως προς την πιστώτρια, αλλά "περιορισµένη", που τα αποτελέσµατά της ρυθµίζονται κατά πρώτο λόγο από το ενεχυριακό δίκαιο (ειδικό και συµπληρωµατικά και το γενικό), επικουρικά δε εφόσον δεν αντιτίθενται σ' αυτό, από τις γενικές για την εγχώρηση απαιτήσεων διατάξεις. Εποµένως, σε περίπτωση ενεχυράσεως από την τράπεζα απαιτήσεως του ενεχυραστή κατ' αυτής από κατάθεση χρηµάτων σε τηρούµενο εις εκείνη τραπεζικό λογαριασµό, είναι επιτρεπτή η κατάσχεση της ενεχυρασθείσης απαιτήσεως εις χείρας της Τράπεζας, ως τρίτης, από δανειστή του ενεχυραστή, πλην το διατακτικό της αποφάσεως επί της ανακοπής του άρθρου 986 ΚΠολ περιορίζεται στην αναγνώριση της υπάρξεως της απαιτήσεως του καθού η εκτέλεση κατά της Τράπεζας, µε την µνεία του υπέρ αυτής ενέχυρου, χωρίς καταψήφιση της κατασχεθείσης απαιτήσεις του καθού η εκτέλεση, η οποία δεν είναι ακόµα απαιτητή και δικαστικώς επιδιώξιµη. Σε περίπτωση µεταγενέστερης αποσβέσεως του ενεχύρου, δικαιολογείται η διατύπωση αιτήµατος για καταψήφιση της κατασχεσθείσης απαιτήσεως, εφόσον η τράπεζα εµµένει στην αρνητική της δήλωση. - Aπό τις διατάξεις των άρθρων 982, 983 και 985 ΚΠολ προκύπτει ότι µπορούν να κατασχεθούν στα χέρια τρίτου και χρηµατικές απαιτήσεις κατ' αυτού του καθ' ου η εκτέλεση, εφόσον δεν εξαρτώνται από αντιπαροχή. Η κατάσχεση στα χέρια τρίτου γίνεται µε επίδοση στον τρίτο και µέσα σε οκτώ ηµέρες στον καθ' ου η εκτέλεση επί ποινή ακυρότητας της κατάσχεσης, εγγράφου (κατασχετηρίου), που πρέπει να περιέχει, εκτός από τα στοιχεία του άρθρου 118 ΚΠολ, και ακριβή περιγραφή του εκτελεστού τίτλου και της απαίτησης, βάσει των οποίων γίνεται η κατάσχεση, το ποσό για το οποίο επιβάλλεται η κατάσχεση, επιταγή προς τον τρίτο να µην καταβάλει σε εκείνον, κατά του οποίου γίνεται η εκτέλεση και διορισµό αντικλήτου [64]

65 που κατοικεί στην περιφέρεια του ίδιου Ειρηνοδικείου ή στην έδρα του Πρωτοδικείου της κατοικίας του τρίτου, αν εκείνος, υπέρ του οποίου γίνεται η εκτέλεση, δεν κατοικεί στην περιφέρεια του Ειρηνοδικείου της κατοικίας του τρίτου. Ο τρίτος οφείλει, µέσα σε οκτώ µέρες, αφότου επιδόθηκε το κατασχετήριο, να δηλώσει αν υπάρχει η απαίτηση που κατασχέθηκε, αν έχει στα χέρια του το κατασχεµένο πράγµα και αν επιβλήθηκε στα χέρια του άλλη κατάσχεση και συνάµα να αναφέρει ποιος την επέβαλε και για ποιο ποσό. Η δήλωση αυτή γίνεται προφορικά στη γραµµατεία του Ειρηνοδικείου του τόπου της κατοικίας εκείνου που δηλώνει και συντάσσεται σχετική έκθεση. Η παράλειψη της δήλωσης εξοµοιώνεται µε αρνητική δήλωση. Αν η δήλωση παραλειφθεί ή είναι ανακριβής, ο τρίτος ευθύνεται σε αποζηµίωση εκείνου που επέβαλε την κατάσχεση. Περαιτέρω, κατά την διάταξη του άρθρου 986 του ίδιου Κώδικα, µέσα σε τριάντα ηµέρες από τη δήλωση του άρθρου 985, όποιος επέβαλε την κατάσχεση έχει δικαίωµα να την ανακόψει ενώπιόν του κατά τα άρθρα 12 επ. και 23 επ. δικαστηρίου. Από τις παραπάνω διατάξεις προκύπτει ότι στον κατασχόντα παρέχεται ειδικό ένδικο βοήθηµα, µε το οποίο µπορεί αυτός να αµφισβητήσει την τυχόν αρνητική δήλωση του τρίτου, δηλαδή τα πραγµατικά περιστατικά που την συνιστούν, όταν αυτά εκτίθενται στη δήλωση, και να επιδιώξει την καταδίκη του τρίτου στην καταβολή του κατασχεµένου ποσού ή την παράδοση του κατασχεµένου πράγµατος, θεωρώντας αυτόν ως οφειλέτη του κατασχεµένου (άρθρο 990 ΚΠολ ). Έτσι, µεταξύ κατάσχοντος και τρίτου δηµιουργείται δίκη, στην οποία κατ' ουσίαν εισάγεται προς εκδίκαση η έναντι του τρίτου απαίτηση του καθ' ου η κατάσχεση, που αποτελεί και το κύριο αντικείµενο της δίκης. Γι' αυτό, πρέπει στο δικόγραφο της ανακοπής, η οποία αποτελεί µία µορφή της ανακοπής του άρθρου 583 επ. ΚΠολ, να περιγράφεται, εκτός των άλλων, η κατασχεθείσα απαίτηση κατά τα ουσιώδη στοιχεία της (άρθρο 216 ΚΠολ ), να αναφέρεται, δηλαδή, η αιτία της οφειλής του τρίτου προς τον καθ' ου η κατάσχεση, όταν µάλιστα πρόκειται για ενοχική απαίτηση, αφού ο ανακόπτων φέρει το βάρος αποδείξεως της υπάρξεως του κατασχεµένου δικαιώµατος, διαφορετικά η ανακοπή είναι αόριστη και απορριπτέα ως απαράδεκτη. - Κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 559 αριθ. 1α ΚΠολ, λόγος αναιρέσεως ιδρύεται αν παραβιάσθηκε κανόνας ουσιαστικού δικαίου. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρµοσθεί, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρµογής του ή αν εφαρµοσθεί, ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν εφαρµοσθεί εσφαλµένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε µε ψευδή ερµηνεία είτε µε κακή εφαρµογή, δηλαδή, µε εσφαλµένη υπαγωγή. - Κατά τους ορισµούς του άρθρου 536 ΚΠολ, η απαγόρευση σύσταση της χειροτερεύσεως της θέσεως του εκκαλούντος δεν ισχύει µετά την εξαφάνιση της εκκαλουµένης αποφάσεως, οπότε το Εφετείο υποκαθίσταται στην θέση του πρωτοβάθµιου δικαστηρίου και δικάζει την αγωγή. Η εξουσία αυτή του δευτεροβαθµίου δικαστηρίου περιορίζεται στα όρια του κατά το άρθρο 522 ΚΠολ µεταβιβαστικού αποτελέσµατος της εφέσεως, που οριοθετείται από την έφεση και τους πρόσθετους αυτής λόγους. Έτσι στην περίπτωση που το εκκληθέν µε την έφεση του εναγοµένου κεφάλαιο της πρωτοβάθµιας αποφάσεως αφορά αξίωση της αγωγής, η οποία έγινε µερικά δεκτή και απορρίφθηκε κατά το υπόλοιπο, ναι µεν µεταβιβάζεται ολόκληρο το κεφάλαιο αδιαιρέτως στο Εφετείο, γι' αυτό και µπορεί να ασκηθεί αντέφεση από τον ενάγοντα για το µέρος της αξιώσεως που απορρίφθηκε, το Εφετείο όµως µπορεί να το εξετάσει µόνο στο µέρος κατά το ποίο πλήττεται µε έφεση ή και παράλληλα µε αντέφεση. Εποµένως, σε περίπτωση παραδοχής λόγου εφέσεως του εναγοµένου, χωρίς την άσκηση αντεφέσεως από τον ενάγοντα, η εξαφάνιση της αποφάσεως θα είναι µερική, αποκλειοµένης της επιδικάσεως στον εφεσίβλητο εναγόµενο του µέρους του κεφαλαίου της απαιτήσεως του τελευταίου που απορρίφθηκε µε την πρωτόδικη απόφαση, χωρίς την άσκηση εκ µέρους του εφέσεως [65]

66 ή αντεφέσεως. Σε αντίθετη περίπτωση, στοιχειοθετείται ο προβλεπόµενος από το άρθρο 559 αριθ. 9 ΚΠολ λόγος αναιρέσεως. Τέλος, κατά την διάταξη του άρθρου αριθ. 19 ΚΠολ, αναίρεση επιτρέπεται, αν η απόφαση δεν είχε νόµιµη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζητήµατα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. ΑΚ: 361, 1247, 1248, 1254, ΕισΝΑΚ: 41, 52, ΚΠολ : 559 αριθ. 1, 583, 982, 983, 985, 986, Ν : 17.7/13.8/1923, 36, 39, ηµοσίευση: INLAW 2009 * ΧρΙ 2010, σελίδα 274 * ΕπισκΕ 2010, σελίδα 118, σχολιασµός Κωνσταντίνος Παµπούκης * Ελλ νη 2010, σελίδα 995 * ΕΤρΑξΧρ 2010, σελίδα 78 Παραγραφή - Παραγραφή κατά ν.π.δ.δ. Αριθµός απόφασης: Αρχή ισότητας. Αυτεπάγγελτος έλεγχος ισχυρισµών. Παραγραφή υπέρ ΝΠ. Συνταγµατικότητα ρύθµισης. Η αυτεπάγγελτη λήψη υπόψη της υπέρ ΝΠ παραγραφής δεν αντίκειται στα άρθ. 20 Σ, 6 1 ΕΣ Α και 110 παρ. 1 ΚΠολ. Παραµόρφωση του περιεχοµένου εγγράφου. - Κατά το άρθρο 559 αριθ. 8 του ΚΠολ, ιδρύεται λόγος αναίρεσης και όταν το δικαστήριο, παρά το νόµο, έλαβε υπόψη πράγµατα που δεν προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Εποµένως τον λόγο αυτό αναίρεσης, στοιχειοθετεί και η παραδοχή ένστασης που δεν προτάθηκε ή δεν προτάθηκε νόµιµα, εκτός αν αυτή µπορούσε να ληφθεί υπόψη από το δικαστήριο αυτεπάγγελτα. Τέτοια είναι και η στηριζόµενη στο άρθρο 48 παρ. 3 του Ν 496/1974 ένσταση της διετούς παραγραφής των κατά νοµικού προσώπου δηµοσίου δικαίου αξιώσεων υπαλλήλων του, για την οποία ορίζεται στο άρθρο 52 εδ. γ του ίδίου Ν ότι λαµβάνεται υπόψη αυτεπάγγελτα από τα δικαστήρια. Η ρύθµιση αυτή είναι εναρµονισµένη προς το άρθρο 106 του ΚΠολ, που ορίζει ότι το δικαστήριο ενεργεί µόνο ύστερα από αίτηση των διαδίκων και αποφασίζει µε βάση τους πραγµατικούς ισχυρισµούς που προτείνουν και αποδεικνύουν και τις αιτήσεις που υποβάλλουν, αφού η ίδια διάταξη προβλέπει περαιτέρω εξαίρεση από την καθιερούµενη µε αυτή αρχή της διάθεσης και της συζήτησης, "εκτός αν ο νόµος ορίζει διαφορετικά". Με την εγκατάλειψη της εξέλιξης της δίκης και των νόµιµων κωλυµάτων αυτής στην ελεύθερη διάθεση των διαδίκων, επιδιώκεται η κατοχύρωση της ουδετερότητας του δικαστή και η αποτροπή δηµιουργίας υποψίας ότι µεροληπτεί. Η ως άνω όµως αυτεπάγγελτη έρευνα της παραγραφής από τα δικαστήρια, που ισχύει υπέρ των ΝΠ έχει θεσπισθεί για λόγους γενικότερου δηµόσιου συµφέροντος και συγκεκριµένα για την προστασία της περιουσίας αυτών και της οικονοµικής τους κατάστασης, στις οποίες συµβάλλουν οι φορολογούµενοι πολίτες µε την καταβολή φόρων. Εποµένως, εύλογα η πρόνοια του νοµοθέτη του Ν 496/1974 δεν καταλείπει την προστασία του Έλληνα πολίτη, στην επιµέλεια των οργάνων της διοίκησης ή των νοµικών παραστατών των ΝΠ για πρόταση της ένστασης παραγραφής. Έτσι, η εξαίρεση αυτή υπέρ των ΝΠ δεν αντίκειται στην κατά το άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγµατος αρχή της ισότητας. Συγκεκριµένα, η προβολή της ένστασης της παραγραφής, που γενικώς (ΑΚ 277), ως ένσταση "συνείδησης", απόκειται στη βούληση ενός εκάστου (ιδιώτη) οφειλέτη και [66]

67 στις υποκειµενικές εκάστοτε σταθµίσεις αυτού, δεν ενδείκνυται, ακριβώς χάριν της τήρησης της ισότητας, να επαφεθεί στις, κατ' ανάγκη εκάστοτε ποικίλλουσες, υποκειµενικές σταθµίσεις των κάθε φορά πληρεξουσίων των ΝΠ, τα οποία, πάντως, δεν στερούνται της δυνατότητας, όταν οι διοικήσεις τους κρίνουν ότι συντρέχουν αποχρώντες προς τούτο λόγοι, να προβαίνουν κατά τη νόµιµη διαδικασία σε αναγνώριση των κατ' αυτών απαιτήσεων. Επίσης, η αυτεπάγγελτη λήψη υπόψη της υπέρ ΝΠ παραγραφής και η θεσπίζουσα αυτήν διάταξη του αρθ. 52 εδ. γ' νδ 496/1974 δεν αντίκειται (α) στις προαναφερόµενες διατάξεις των άρθρων 20 του Συντάγµατος, 6 παρ. Ι της ΕΣ Α, που κυρώθηκε µε το νδ 53/1974 και έχει την από το αρθ του Συντάγµατος υπερνοµοθετική ισχύ, και 110 παρ. 1 του ΚΠολ, που εξασφαλίζουν σε κάθε πρόσωπο τις από αυτές απορρέουσες ως άνω εγγυήσεις, καθόσον η διασφαλιζοµένη από τις διατάξεις αυτές δικαστική προστασία δεν έχει σχέση µε την αυτεπάγγελτη εξέταση και λήψη υπόψη της παραγραφής από τα δικαστήρια, αφού η αυτεπάγγελτη αυτή ενέργεια του δικαστηρίου δεν στερεί τους αντιδίκους του ΝΠ από τη δυνατότητα να προβάλουν καθ' υποφοράν, ενόψει του (εκ του νόµου) γνωστού σε αυτούς αυτεπαγγέλτου της λήψης υπόψη της παραγραφής, όλες τις αντενστάσεις που τους παρέχει το ουσιαστικό και δικονοµικό δίκαιο για την απόκρουση της παραγραφής, ενώ η προαναφερθείσα περίπτωση δεν µπορεί να νοηθεί ως έλλειψη αµεροληψίας του δικαστηρίου και εποµένως παράβαση της αρχής της δίκαιης δίκης (β) στις διατάξεις του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣ Α (που επίσης κυρώθηκε ως άνω και έχει την ίδια αυξηµένη τυπική ισχύ), οι οποίες επιβάλλουν τον σεβασµό της περιουσίας του προσώπου, αφού οι διατάξεις αυτές αναφέρονται στην κατάργηση περιουσιακών (και ενοχικών) δικαιωµάτων (ενδεχοµένως και µε την επιβολή αναδροµικής παραγραφής αυτών), αλλά όχι στο ζήτηµα της αυτεπάγγελτης ή µη λήψης υπόψη της παραγραφής από το δικαστήριο. Και τούτο διότι "περιουσία" κατά την ως άνω διάταξη αποτελεί το σύνολο των δεκτικών οικονοµικής αποτίµησης εννόµων σχέσεων του προσώπου, τέτοια δε δεκτική αποτίµησης έννοµη σχέση του δανειστή του ΝΠ, δεν αποτελεί, λογικώς, το - κατ' ένσταση µόνο - προβλητό της παραγραφής της απαίτησης του. Άλλωστε, από τη διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 1 του ως άνω Πρωτοκόλλου, που ορίζει ότι: "Αι προαναφερόµεναι διατάξεις δεν θίγουσι το δικαίωµα παντός Κράτους όπως θέση εν ισχύι Νόµους, ους ήθελε κρίνει αναγκαίους προς ρύθµισιν της χρήσεως αγαθών σύµφωνος προς το δηµόσιον συµφέρον ή προς εξασφάλισιν της καταβολής φόρων ή άλλων εισφορών ή προστίµων", προκύπτει ότι και αυτό, όχι µόνο δεν απαγορεύει, αλλά αντίθετα ευθέως αναγνωρίζει το δικαίωµα κάθε κράτους να θεσπίζει νόµους, αν το κρίνει αναγκαίο, για τη διασφάλιση του δηµοσίου συµφέροντος, στην έννοια του οποίου εµπίπτει και η προστασία της περιουσίας των ΝΠ, κατά τα προεκτιθέµενα (ΟλΑΠ 11/2003). - Κατά την έννοια του αρθ. 559 αριθ. 20 ΚΠολ παραµόρφωση του περιεχοµένου εγγράφου, που ιδρύει τον προβλεπόµενο από την διάταξη αυτήν λόγο αναίρεσης, υπάρχει, όταν το δικαστήριο της ουσίας από εσφαλµένη ανάγνωση του κειµένου του εγγράφου, στο οποίο στήριξε αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο την κρίση του, απέδωσε σε αυτό περιεχόµενο καταδήλως διάφορο του αληθινού, µε αποτέλεσµα να καταλήξει σε πόρισµα επιζήµιο για τον αναιρεσείοντα, δεν υπάρχει, όµως, παραµόρφωση, όταν το δικαστήριο αξιολογώντας το αληθινό περιεχόµενο του εγγράφου οδηγήθηκε σε συµπέρασµα διαφορετικό από εκείνο που θεωρεί ως ορθό ο αναιρεσείων, αφού η κρίση του αυτή εκφεύγει κατ' αρθ ΚΠολ του αναιρετικού ελέγχου. - Κατά το αρθ. 48 παρ. 3 του Ν 496/1974, ο χρόνος παραγραφής των κατά του νοµικού προσώπου δηµοσίου δικαίου αξιώσεων των υπαλλήλων του που συνδέονται µε αυτό µε σχέση δηµοσίου ή ιδιωτικού δικαίου από καθυστερούµενες ή άλλης [67]

68 φύσεως απόλαυες ή αποζηµιώσεις από αδικαιολόγητο πλουτισµό είναι δύο ετών, διακοπτόµενη, εκτός των άλλων, σύµφωνα µε το αρθ. 51 εδ. α' αυτού και µε την άσκηση της σχετικής αγωγής, αρχίζει δε σύµφωνα µε το αρθ. 49 του ως άνω νδ από το τέλος του έτους, εντός του οποίου γεννήθηκαν και είναι δικαστικά επιδιώξιµες, ανεξάρτητα από το εάν η τελευταία ηµέρα του έτους, εντός του οποίου γεννήθηκαν και µπορούσαν να επιδιωχθούν δικαστικά είναι κατά νόµο αργία ή εργάσιµη, διότι δεν πρόκειται για την λήξη, αλλά για την έναρξη της παραγραφής (αρθ. 242 ΑΚ), και κατά συνέπεια η ιδιότητα της ηµέρας αυτής δεν εµποδίζει την άσκηση της αγωγής και συνακόλουθα την διακοπή της παραγραφής κατά τις υπόλοιπες εργάσιµες. Σ: 4, 20, ΚΠολ : 106, 110, 559 αριθ. 8, 559 αριθ. 20, ΕΣ Α: 6, Ν : 496/1974, άρθ. 52, Παρέµβαση - Πρόσθετη παρέµβαση ικαστήριο: Εφετείο Πειραιά Αριθµός απόφασης: 15 - Πρόσθετη παρέµβαση. Παθητική νοµιµοποίηση στην Έφεση. - Από το συνδυασµό των διατάξεων των άρθρων 81 παρ. 3 και 82 εδάφ. γ ΚΠολ, προκύπτει ότι ο εκείνος που άσκησε πρόσθετη παρέµβαση στην πρωτόδικη δίκη, προκειµένου να ενηµερωθεί για την εξέλιξη της δίκης αυτής και να ασκήσει τα εκ του νόµου παρεχόµενα σ αυτόν δικαιώµατα, πρέπει να καλείται να συµµετάσχει στη διαδικασία, η οποία ανοίγεται µε την άσκηση του ενδίκου µέσου της εφέσεως, καθ όσον είναι και αυτός διάδικος. Χωρίς την κλήτευσή του, η οποία γίνεται κάτω από το αντίγραφο της εφέσεως ή αυτοτελώς (άρθρο ΚΠολ ), παραβιάζεται η κατ άρθρο 110 παρ. 2 ΚΠολ θεµελιώδης δικονοµική αρχή της εκατέρωθεν ακροάσεως, ειδική εφαρµογή της οποίας περιέχεται στην προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 82 ΚΠολ και δηµιουργείται έτσι απαράδεκτο της συζητήσεως της εφέσεως, το οποίο µπορεί να προτείνει και ο διάδικος, υπέρ του οποίου παρενέβη, λαµβάνεται όµως υπ όψη και αυτεπάγγελτα από το ικαστήριο ως αναφερόµενο στην προδικασία (ΑΠ 82/2009, ΑΠ 1454/2007, ΑΠ 423/2007, ΕφΑθ 1595/2007, ΕφΑθ 3308/2006). - Κατά την έννοια του άρθρου 517 ΚΠολ, εάν οι αντίδικοι του εκκαλούντος στην πρωτόδικη δίκη είναι περισσότεροι, η έφεση δεν είναι απαραίτητο να στρέφεται εναντίον όλων, αλλά µόνον εναντίον εκείνων, ως προς τους οποίους ο εκκαλών θέλει να εξαφανισθεί η απόφαση, εκτός αν πρόκειται περί αναγκαστικής οµοδικίας. Εν όψει τούτου δεν είναι απαραίτητο, για το παραδεκτό της εφέσεως, να απευθύνεται αυτή και κατά του ασκήσαντος πρόσθετη παρέµβαση υπέρ του εφεσίβλητου στην πρωτόδικη δίκη. ΚΠολ : 81, 82, 517, Πλειστηριασµός - Αναστολή πλειστηριασµού ικαστήριο: Μονοµελές Πρωτοδικείο Θηβών Αριθµός απόφασης: 1527 [68]

69 Έτος: Αίτηση αναστολής κατά πλειστηριασµού. Συµπλήρωση εξαµήνου. - Από τη διάταξη του άρθρου 1000 ΚΠολ, όπως ισχύει µετά την αντικατάσταση του, όσον αφορά τη διάταξη αυτή, µε το αρθρ. 4 παρ. 25 του Ν. 2298/1995, που ισχύει από , παρέχεται δυνατότητα αναστολής έως έξι, κατ ανώτατο όριο, µήνες. Η αναστολή χορηγείται εφεξής, κατ απόκλιση από το ισχύον πριν από την άνω τροποποίηση δίκαιο, εφάπαξ. Κατά την ίδια ως άνω διάταξη, κρίσιµος χρόνος για τον υπολογισµό έναρξης του εξαµήνου αναστολής του άρθρου 1000 ΚΠολ, είναι ο πλειστηριασµός που αρχικά ορίστηκε µε το αρχικό πρόγραµµα και ήδη µε την αρχική περίληψη κατασχετήριας έκθεσης, ανεξάρτητα από το αν αυτός επισπεύδεται από τον κατασχόντα ή από άλλο δανειστή που αναγγέλθηκε νόµιµα, ή από άλλον που έκανε δήλωση υποκαταστάσεως (ΜΠΘεσ 3828/1987 Αρµ ΜΠΛεβ 165/ ΜΠΠειρ 1597/ ) ή από το αν αυτός ανεστάλη ή µαταιώθηκε. - Το εξάµηνο συµπληρώνεται µε την παρέλευση της ηµέρας του τελευταίου (έκτου) µήνα της αντίστοιχης προς την ήµερα της ενάρξεως του εξαµήνου, σύµφωνα µε τα αρθρ. 144 παρ. 1 και 145 παρ. 2 ΚΠολ, γι αυτό και το δικαστήριο, από το οποίο ζητείται η αναστολή οφείλει να εξετάσει, και αυτεπαγγέλτως αν πέρασε η εξάµηνη προθεσµία, από την ηµέρα που αρχικά ορίστηκε για τη διενέργεια του πλειστηριασµού, όπως άλλωστε ευθέως απορρέει, εκτός από τη ρητή διατύπωση του άρθρου 1000 ΚΠολ και από το πνεύµα των διατάξεων που ρυθµίζουν την αναγκαστική εκτέλεση και που αποβλέπουν στην ταχύτερη διεξαγωγή και τερµατισµό αυτής της διαδικασίας, ώστε να µην επωφελείται ο καθ ου η εκτέλεση από τη µαταίωση ή εγκατάλειψη της διαδικασίας ή τη συµβατική αναστολή και έτσι διαιωνίζεται η διαδικασία του πλειστηριασµού, την οποία ο νόµος θέλει να περιορίσει χρονικά για τους προαναφερόµενους λόγους (ΑΠ 1314/1982 ΕΕΝ ). Βάσει των ανωτέρω, στο εξάµηνο υπολογίζεται ο χρόνος της εκούσιας αναστολής (µε κοινή συναίνεση ΜΠΠειρ 109/ ), της µαταίωσης λόγω διόρθωσης του προγράµµατος πλειστηριασµού, ενώ δεν υπολογίζεται ο χρόνος αναστολής του πλειστηριασµού βάσει άλλης διάταξης (π.χ. 938 ΚΠολ ). - Αν η αίτηση αναστολής στρέφεται κατά του δανειστή που υποκατέστησε τον αρχικό επισπεύδοντα, για τον καθορισµό του ανωτάτου ορίου των έξι µηνών της αναστολής υπολογίζονται και οι χορηγηθείσες µε δικαστική απόφαση αναστολές κατά του προηγούµενου επισπεύδοντος (ΜΠΑθ 15026/1969 ΑρχΝ ΜΠΒερ 156/1971 ΝοΒ ). ΚΠολ : 144, 145, 1000, ηµοσίευση: 2007, σελίδα 205, σχολιασµός Κ. Ε. Μ. [69]

70 ιδότου 9-11, Αθήνα, τηλ , Fax: [70]

Newsletter 01-02/2013 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πολιτική ικονοµία [ 2 ]

Newsletter 01-02/2013 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πολιτική ικονοµία [ 2 ] www.inlaw.gr Newsletter 01-02/2013 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πολιτική ικονοµία 3-123 [ 2 ] ΜΕΛΕΤΕΣ ΓΝΩΜΟ ΟΤΗΣΕΙΣ Αρβανιτάκης Πάρις: Η προβολή των πραγµατικών ισχυρισµών κατά τη διαδικασία των αυτοκινητικών διαφορών

Διαβάστε περισσότερα

www.inlaw.gr Newsletter 9/2011 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πολιτική ικονοµία 3-134 [ 2 ]

www.inlaw.gr Newsletter 9/2011 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πολιτική ικονοµία 3-134 [ 2 ] www.inlaw.gr Newsletter 9/2011 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πολιτική ικονοµία 3-134 [ 2 ] ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ Αγωγή - Σώρευση αγωγών Αριθµός απόφασης: 448 - Σώρευση αγωγών στο ίδιο δικόγραφο. Έλλειψη νόµιµης βάσης. Μη λήψη υπόψη

Διαβάστε περισσότερα

Newsletter 10/2011 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πολιτική ικονοµία 3-87 [ 2 ]

Newsletter 10/2011 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πολιτική ικονοµία 3-87 [ 2 ] www.inlaw.gr Newsletter 10/2011 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πολιτική ικονοµία 3-87 [ 2 ] ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ Αγωγή - Γενικά ικαστήριο: Μονοµελές Πρωτοδικείο Αθηνών Αριθµός απόφασης: 190 Έτος: 2009 - Συνεκδίκαση περισοτέρων αγωγών.αν

Διαβάστε περισσότερα

Newsletter 01-02/2011 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πολιτική ικονοµία [ 2 ]

Newsletter 01-02/2011 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πολιτική ικονοµία [ 2 ] www.inlaw.gr Newsletter 01-02/2011 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πολιτική ικονοµία 3-123 [ 2 ] ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ Αίτηση αναίρεσης - Αοριστία λόγων αναίρεσης Αριθµός απόφασης: 534 Έτος: 2006 - Αοριστία λόγων αναίρεσης. - Από τα

Διαβάστε περισσότερα

Newsletter 03-04/2013 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πολιτική ικονοµία [ 2 ]

Newsletter 03-04/2013 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πολιτική ικονοµία [ 2 ] www.inlaw.gr Newsletter 03-04/2013 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πολιτική ικονοµία 3-136 [ 2 ] ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ Αγωγή - Περιορισµός αιτήµατος αγωγής Αριθµός απόφασης: 1670 - Περιορισµός καταψηφιστικού αιτήµατος σε αναγνωριστικό.

Διαβάστε περισσότερα

Newsletter 11-12/2012 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πολιτική ικονοµία [ 2 ]

Newsletter 11-12/2012 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πολιτική ικονοµία [ 2 ] www.inlaw.gr Newsletter 11-12/2012 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πολιτική ικονοµία 3-123 [ 2 ] ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ Αίτηση αναίρεσης - Αναίρεση κατά αποφάσεων Ειρηνοδικείου και Πρωτοδικείου Αριθµός απόφασης: 945 - Αίτηση αναίρεσης

Διαβάστε περισσότερα

Newsletter 6-7-8/2011 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πολιτική ικονοµία 3-89 [ 2 ]

Newsletter 6-7-8/2011 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πολιτική ικονοµία 3-89 [ 2 ] www.inlaw.gr Newsletter 6-7-8/2011 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πολιτική ικονοµία 3-89 [ 2 ] ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ Αγωγή - Μεταβολή της βάσης της αγωγής Αριθµός απόφασης: 43 - Απαράδεκτο µεταβολής βάσης της αγωγής. Όροι αµοιβής και

Διαβάστε περισσότερα

Newsletter 11/2011 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πολιτική ικονοµία 3-64 [ 2 ]

Newsletter 11/2011 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πολιτική ικονοµία 3-64 [ 2 ] www.inlaw.gr Newsletter 11/2011 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πολιτική ικονοµία 3-64 [ 2 ] ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ Αγωγή - Περιορισµός αιτήµατος αγωγής Αριθµός απόφασης: 1520 Έτος: 2010 - Περιορισµός στο πρωτοδικείο της καταψηφιστικής

Διαβάστε περισσότερα

www.inlaw.gr Newsletter 4/2011 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πολιτική ικονοµία 3-67 [ 2 ]

www.inlaw.gr Newsletter 4/2011 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πολιτική ικονοµία 3-67 [ 2 ] www.inlaw.gr Newsletter 4/2011 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πολιτική ικονοµία 3-67 [ 2 ] ΜΕΛΕΤΕΣ - ΓΝΩΜΟ ΟΤΗΣΕΙΣ Πρωτοψάλτης Νικόλαος: Η αναγκαστική εκτέλεση και η λήψη ασφαλιστικών µέτρων εις βάρος αλλοδαπού ηµοσίου κατά

Διαβάστε περισσότερα

www.inlaw.gr Newsletter 07-08/2012 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πολιτική ικονοµία 3-94 [ 2 ]

www.inlaw.gr Newsletter 07-08/2012 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πολιτική ικονοµία 3-94 [ 2 ] www.inlaw.gr Newsletter 07-08/2012 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πολιτική ικονοµία 3-94 [ 2 ] ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ Αγωγή - Παραίτηση από το δικαίωµα της αγωγής Αριθµός απόφασης: 736 Έτος: 2011 - Παραίτηση από δικόγραφο και δικαίωµα

Διαβάστε περισσότερα

Newsletter 09-10/2012 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πολιτική ικονοµία 3-76 [ 2 ]

Newsletter 09-10/2012 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πολιτική ικονοµία 3-76 [ 2 ] www.inlaw.gr Newsletter 09-10/2012 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πολιτική ικονοµία 3-76 [ 2 ] ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ Αίτηση αναίρεσης - Αοριστία λόγων αναίρεσης Αριθµός απόφασης: 387 Έτος: 2012 - Αοριστία λόγων αναίρεσης. Έλλειψη νόµιµη

Διαβάστε περισσότερα

www.inlaw.gr Newsletter 05-06/2012 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πολιτική ικονοµία 3-132 [ 2 ]

www.inlaw.gr Newsletter 05-06/2012 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πολιτική ικονοµία 3-132 [ 2 ] www.inlaw.gr Newsletter 05-06/2012 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πολιτική ικονοµία 3-132 [ 2 ] ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ Αγωγή - Έννοµο συµφέρον Αριθµός απόφασης: 1831 Έτος: 2011 - Έννοµο συµφέρον για την άσκηση αγωγής. Αδικοπραξία. Έµµεση

Διαβάστε περισσότερα

www.inlaw.gr Newsletter 03-04/2012 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πολιτική ικονοµία 3-121 [ 2 ]

www.inlaw.gr Newsletter 03-04/2012 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πολιτική ικονοµία 3-121 [ 2 ] www.inlaw.gr Newsletter 03-04/2012 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πολιτική ικονοµία 3-121 [ 2 ] ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ Αίτηση αναίρεσης - Αναίρεση κατά αποφάσεων Ειρηνοδικείου και Πρωτοδικείου Αριθµός απόφασης: 1654 Έτος: 2011 - Αναίρεση

Διαβάστε περισσότερα

Νάξου. Με αυτό το περιεχόμενο ο λόγος αυτός της εφέσεως είναι επαρκώς ορισμένος και το Εφετείο, το οποίο έκρινε ομοίως απορρίπτοντας τον περί

Νάξου. Με αυτό το περιεχόμενο ο λόγος αυτός της εφέσεως είναι επαρκώς ορισμένος και το Εφετείο, το οποίο έκρινε ομοίως απορρίπτοντας τον περί Αριθμός 27 /2000 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Α' Πολιτικό Τμήμα ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Γεώργιο Βελλή -Αντιπρόεδρο, Ανδρέα Κατσίφα, Κωνσταντίνο Κωστήρη, Πέτρο Κακκαλή και Δημήτριο Λινό, Αρεοπαγίτες.

Διαβάστε περισσότερα

Της αναιρεσείουσας: Π. συζύγου Λ. Ν., κατοίκου..., η οποία δεν παρασταθηκε στο ακροατήριο.

Της αναιρεσείουσας: Π. συζύγου Λ. Ν., κατοίκου..., η οποία δεν παρασταθηκε στο ακροατήριο. Απόφαση 315 / 2018 (Α1, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ) Αριθμός 315/2018 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Α1' Πολιτικό Τμήμα ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Γεώργιο Λέκκα Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Αθανάσιο Καγκάνη, Αλτάνα

Διαβάστε περισσότερα

www.inlaw.gr Newsletter 5/2011 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πολιτική ικονοµία 3-39 [ 2 ]

www.inlaw.gr Newsletter 5/2011 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πολιτική ικονοµία 3-39 [ 2 ] www.inlaw.gr Newsletter 5/2011 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πολιτική ικονοµία 3-39 [ 2 ] ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ Αίτηση αναίρεσης - Αναβολή συζήτησης Αριθµός απόφασης: 202 - Αναβολή συζήτησης αίτησης αναίρεσης. - Κατά την έννοια του

Διαβάστε περισσότερα

Αριθμός 1118/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ. Β1' Πολιτικό Τμήμα

Αριθμός 1118/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ. Β1' Πολιτικό Τμήμα Αριθμός 1118/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Β1' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Σπυρίδωνα Ζιάκα, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βαρβάρα Κριτσωτάκη, Ανδρέα Δουλγεράκη, Νικόλαο Πάσσο και Δημήτριο

Διαβάστε περισσότερα

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ (ΥΠΟΔΕΙΓΜΑΤΑ)

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ (ΥΠΟΔΕΙΓΜΑΤΑ) 1 ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ (ΥΠΟΔΕΙΓΜΑΤΑ) Παραίτηση από Δικόγραφο και Δικαίωμα αγωγής 2 Περιεχόμενα (ΥΠΟΔΕΙΓΜΑΤΑ) Περιεχόμενα Α. ΟΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΤΟΥ ΚΠολΔ Άρθρα 294 - Παραίτηση από το δικόγραφο της αγωγής Άρθρο

Διαβάστε περισσότερα

Άρειος Πάγος B1' Πολιτικό Τμήμα Αριθμός αποφάσεως 15/2008

Άρειος Πάγος B1' Πολιτικό Τμήμα Αριθμός αποφάσεως 15/2008 Άρειος Πάγος B1' Πολιτικό Τμήμα Αριθμός αποφάσεως 15/2008 Περίληψη: Η σύμβαση εργασίας είναι ορισμένου χρόνου, κατά τα άρθρα 648 και 669 ΑΚ, και όταν η διάρκειά της δεν ορίσθηκε ρητά, πλην όμως από το

Διαβάστε περισσότερα

Αριθµός απόφασης 7765/2010 www,dikigoros.gr

Αριθµός απόφασης 7765/2010 www,dikigoros.gr Σελίδα 1 από 5 Αριθµός απόφασης 7765/2010 Αριθµός κατάθεσης έφεσης /24.06.2008 Αριθµός κατάθεσης αγωγής /20.06.2007 ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟ ΙΚΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ Τακτική ιαδικασία Συγκροτήθηκε από τους ικαστές

Διαβάστε περισσότερα

Αριθμός 450/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ. Β1' Πολιτικό Τμήμα

Αριθμός 450/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ. Β1' Πολιτικό Τμήμα Αριθμός 450/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Β1' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Σπυρίδωνα Ζιάκα, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βαρβάρα Κριτσωτάκη, Ανδρέα Δουλγεράκη, Νικόλαο Πάσσο και Δημήτριο

Διαβάστε περισσότερα

www.inlaw.gr Newsletter 1-2/2011 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πολιτική ικονοµία 3-87 [ 2 ]

www.inlaw.gr Newsletter 1-2/2011 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πολιτική ικονοµία 3-87 [ 2 ] www.inlaw.gr Newsletter 1-2/2011 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πολιτική ικονοµία 3-87 [ 2 ] ΜΕΛΕΤΕΣ - ΓΝΩΜΟ ΟΤΗΣΕΙΣ Άνθιµος Απόστολος: Η έλευση ενός "Νέου" θεσµού - διαµεσολάβηση ηµοσίευση: Αρµενόπουλος, 2010, σελίδα 469

Διαβάστε περισσότερα

ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 3 Δεκεμβρίου 2010, με την παρουσία και του Γραμματέα Γεωργίου Φιστούρη για να δικάσει μεταξύ:

ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 3 Δεκεμβρίου 2010, με την παρουσία και του Γραμματέα Γεωργίου Φιστούρη για να δικάσει μεταξύ: ΑΡΙΘΜΟΣ 424/2011 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Δ' Πολιτικό Τμήμα ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Χαράλαμπο Ζώη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Γεωργία Λαλούση, Βασιλική Θάνου - Χριστοφίλου, Δημητρούλα

Διαβάστε περισσότερα

Αριθμός 1349/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ. Α1' Πολιτικό Τμήμα

Αριθμός 1349/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ. Α1' Πολιτικό Τμήμα Αριθμός 1349/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Α1' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βασίλειο Λυκούδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Ιωάννη Σίδερη, Νικόλαο Λεοντή, Γεώργιο Γεωργέλλη και Δημήτριο

Διαβάστε περισσότερα

Όταν οι εργαζόμενοι αυτοί διαμένουν και διατρέφονται στην οικία του εργοδότη, χαρακτηρίζονται ως οικόσιτοι οικιακοί μισθωτοί.

Όταν οι εργαζόμενοι αυτοί διαμένουν και διατρέφονται στην οικία του εργοδότη, χαρακτηρίζονται ως οικόσιτοι οικιακοί μισθωτοί. Άρειος Πάγος 783/2013 Οικόσιτοι Οικιακοί μισθωτοί. Η εργασιακή τους σχέση δεν διέπεται από τις ειδικές διατάξεις για το χρόνο εργασίας των μισθωτών, για εργασία κατά τις Κυριακές, αργίες, ημέρες αναπαύσεως,

Διαβάστε περισσότερα

Αριθμός 925/2002 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' Πολιτικό Τμήμα

Αριθμός 925/2002 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' Πολιτικό Τμήμα Αριθμός 925/2002 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' Πολιτικό Τμήμα ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Γεώργιο Κάπο, Αντιπρόεδρο, Κωνσταντίνο Βαρδαβάκη, Στυλιανό Πατεράκη, Γεράσιμο Σιμόπουλο και Ρωμύλο Κεδίκογλου,

Διαβάστε περισσότερα

Oργάνωση της δικαιοσύνης - Πορτογαλία

Oργάνωση της δικαιοσύνης - Πορτογαλία Oργάνωση της δικαιοσύνης - Πορτογαλία ΕΝ ΙΚΑ ΜΕΣΑ, ΕΠΙΚΛΗΣΗ ΕΛΑΤΤΩΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΑΙΤΗΣΕΙΣ ΙΕΥΚΡΙΝΙΣΗΣ ΚΑΙ ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΗΣ ΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ Οι δικαστικές αποφάσεις υπόκεινται σε αιτήσεις διόρθωσης ουσιαστικών

Διαβάστε περισσότερα

ΑΠ 930/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ. Β1' Πολιτικό Τμήμα

ΑΠ 930/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ. Β1' Πολιτικό Τμήμα Άρειος Πάγος 930/2013 Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1, 2, 7 και 10 παρ. 1 του Β.Δ. 748/1966 περί κωδικοποιήσεως κ.λπ. της κειμένης νομοθεσίας περί εβδομαδιαίας και Κυριακής αναπαύσεως και ημερών

Διαβάστε περισσότερα

ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ «ΔΙΚΑΙΗ ΙΚΑΝΟΠΟΙΗΣΗ ΛΟΓΩ ΥΠΕΡΒΑΣΗΣ ΤΗΣ ΕΥΛΟΓΗΣ ΔΙΑΡΚΕΙΑΣ ΤΗΣ ΔΙΚΗΣ, ΣΤΑ ΠΟΛΙΤΙΚΑ ΚΑΙ ΠΟΙΝΙΚΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ ΚΑΙ ΣΤΟ ΕΛΕΓΚΤΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ.

ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ «ΔΙΚΑΙΗ ΙΚΑΝΟΠΟΙΗΣΗ ΛΟΓΩ ΥΠΕΡΒΑΣΗΣ ΤΗΣ ΕΥΛΟΓΗΣ ΔΙΑΡΚΕΙΑΣ ΤΗΣ ΔΙΚΗΣ, ΣΤΑ ΠΟΛΙΤΙΚΑ ΚΑΙ ΠΟΙΝΙΚΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ ΚΑΙ ΣΤΟ ΕΛΕΓΚΤΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ. ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ «ΔΙΚΑΙΗ ΙΚΑΝΟΠΟΙΗΣΗ ΛΟΓΩ ΥΠΕΡΒΑΣΗΣ ΤΗΣ ΕΥΛΟΓΗΣ ΔΙΑΡΚΕΙΑΣ ΤΗΣ ΔΙΚΗΣ, ΣΤΑ ΠΟΛΙΤΙΚΑ ΚΑΙ ΠΟΙΝΙΚΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ ΚΑΙ ΣΤΟ ΕΛΕΓΚΤΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ.» ----------. ---------- Άρθρο 1 Δικαιούμενοι στην άσκηση

Διαβάστε περισσότερα

Άρειος Πάγος Δ Πολιτικό Τμήμα Αριθμός απόφασης 1745/2007

Άρειος Πάγος Δ Πολιτικό Τμήμα Αριθμός απόφασης 1745/2007 Άρειος Πάγος Δ Πολιτικό Τμήμα Αριθμός απόφασης 1745/2007 Περίληψη: Εμπορική μίσθωση - Νόμιμη ελάχιστη διάρκεια - H δωδεκαετής (νόμιμη) διάρκεια της εμπορικής μίσθωσης δεσμεύει τόσο τον εκμισθωτή όσο και

Διαβάστε περισσότερα

Απόφαση 210 / 2018 (Α1, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ) Αριθμός 210/2018 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ. Α1' Πολιτικό Τμήμα

Απόφαση 210 / 2018 (Α1, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ) Αριθμός 210/2018 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ. Α1' Πολιτικό Τμήμα Απόφαση 210 / 2018 (Α1, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ) Αριθμός 210/2018 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Α1' Πολιτικό Τμήμα ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Γεώργιο Λέκκα Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Αθανάσιο Καγκάνη, Αλτάνα

Διαβάστε περισσότερα

Αριθμός 1419/2005 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ B1 Πολιτικό Τμήμα

Αριθμός 1419/2005 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ B1 Πολιτικό Τμήμα Αριθμός 1419/2005 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ B1 Πολιτικό Τμήμα ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Θεόδωρο Αποστολόπουλο, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (λόγω κωλύματος του Αντιπροέδρου), Ιωάννη Δαβίλλα, Γεώργιο

Διαβάστε περισσότερα

Του αναιρεσείοντος:..., κατοίκου..., ο οποίος παραστάθηκε με την πληρεξούσια δικηγόρο του Έλλη Ρούσσου.

Του αναιρεσείοντος:..., κατοίκου..., ο οποίος παραστάθηκε με την πληρεξούσια δικηγόρο του Έλλη Ρούσσου. Αριθμός 1030/2010 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Α1' Πολιτικό Τμήμα ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Ιωάννη Παπανικολάου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Γεώργιο Χρυσικό, Νικόλαο Λεοντή, Γεώργιο Γεωργέλλη

Διαβάστε περισσότερα

Απόφαση 162 / 2018 (Α2, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ) Αριθμός 162/2018 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ. Α2' Πολιτικό Τμήμα

Απόφαση 162 / 2018 (Α2, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ) Αριθμός 162/2018 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ. Α2' Πολιτικό Τμήμα Απόφαση 162 / 2018 (Α2, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ) Αριθμός 162/2018 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Α2' Πολιτικό Τμήμα ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Δήμητρα Παπαντωνοπούλου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Αντώνιο Ζευγώλη,

Διαβάστε περισσότερα

Δ Ι Κ Η Γ Ο Ρ Ι Κ Ο Γ Ρ Α Φ Ε Ι Ο Δ Η Μ Η Τ Ρ Ι Ο Υ Ε - Γ Κ Α Ρ Υ Δ Η

Δ Ι Κ Η Γ Ο Ρ Ι Κ Ο Γ Ρ Α Φ Ε Ι Ο Δ Η Μ Η Τ Ρ Ι Ο Υ Ε - Γ Κ Α Ρ Υ Δ Η Προς: Υπόψη: Θέμα: Περιφέρεια Ιονίων Νήσων κ. Αικ. Λαγού Άσκηση ενδίκων μέσων Τέθηκαν υπόψη μου οι υπ αρ. 76/2013 και 161/2014 αποφάσεις του Πολυμελούς Πρωτοδικείου και του Εφετείου Κέρκυρας, επί των οποίων

Διαβάστε περισσότερα

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 8/5/2007 αγωγή της ήδη αναιρεσείουσας, που κατατέθηκε στο Εφετείο Αθηνών.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 8/5/2007 αγωγή της ήδη αναιρεσείουσας, που κατατέθηκε στο Εφετείο Αθηνών. Απόφαση 460 / 2018 (Α1, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ) Αριθμός 460/2018 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ A1 Πολιτικό Τμήμα ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Γεώργιο Λέκκα Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Αθανάσιο Καγκάνη, Αλτάνα

Διαβάστε περισσότερα

Αριθμός ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΕ ΤΑΚΤΙΚΗ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ

Αριθμός ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΕ ΤΑΚΤΙΚΗ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ Αριθμός 10 1997 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΕ ΤΑΚΤΙΚΗ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές : Στέφανο Ματθία, Πρόεδρο, Ευάγγελο Ρίκο,Αγησίλαο Μπακόπουλο,και Γεώργιο Βελλή, Αντιπροέδρους, Θεόδωρο

Διαβάστε περισσότερα

ΕΝΩΣΗ ΕΛΛΗΝΩΝ ΔΗΜΟΣΙΟΛΟΓΩΝ Η ΑΚΥΡΩΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΣΤΕ ΚΑΙ ΤΩΝ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΩΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ. Ιωάννης Ελ. Κοϊμτζόγλου. Δικηγόρος, Δ.Ν.

ΕΝΩΣΗ ΕΛΛΗΝΩΝ ΔΗΜΟΣΙΟΛΟΓΩΝ Η ΑΚΥΡΩΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΣΤΕ ΚΑΙ ΤΩΝ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΩΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ. Ιωάννης Ελ. Κοϊμτζόγλου. Δικηγόρος, Δ.Ν. ΕΝΩΣΗ ΕΛΛΗΝΩΝ ΔΗΜΟΣΙΟΛΟΓΩΝ Η ΑΚΥΡΩΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΣΤΕ ΚΑΙ ΤΩΝ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΩΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ Ιωάννης Ελ. Κοϊμτζόγλου Δικηγόρος, Δ.Ν. Αθήνα Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών 24.2.2016 1. Η θεματική «ακυρωτική

Διαβάστε περισσότερα

Σελίδα 1 από 6 ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΙΚΟΓΡΑΦΙΑ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Σελίδα 1 από 6 ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΙΚΟΓΡΑΦΙΑ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Σελίδα 1 από 6 Αριθµός απόφασης 17274/2003 /27-11-2001 έφεση ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟ ΙΚΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΤΑΚΤΙΚΗ ΙΑ ΙΚΑΣΙΑ ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους ικαστές Αντώνιο Τσαλαπόρτα, Πρόεδρο Πρωτοδικών, Ολυµπία Κωτσίδου,

Διαβάστε περισσότερα

670/2012 (Β2, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ) Ο

670/2012 (Β2, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ) Ο Άρειος Πάγος Απόφαση 670/2012 (Β2, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ) Ο χαρακτηρισμός της σύμβασης ή σχέσης εργασί Άρειος Πάγος Απόφαση 670/2012 (Β2, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ) Ο χαρακτηρισμός της σύμβασης ή σχέσης εργασίας ως ορισμένου ή αορίστου

Διαβάστε περισσότερα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηλία Γιαννακάκη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Αθανάσιο Θεμέλη,

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηλία Γιαννακάκη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Αθανάσιο Θεμέλη, Αριθμός 872/2009 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ B1' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηλία Γιαννακάκη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Αθανάσιο Θεμέλη, Ειρήνη Αθανασίου, Βαρβάρα Κριτσωτάκη και Νικόλαο

Διαβάστε περισσότερα

2417/2015. Συγκροτήθηκε από την Ειρηνοδίκη 8oϊei. Συμβουλίου Διοικήσεως του Ειρηνοδικείου Αθηνών χωρίς. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στην

2417/2015. Συγκροτήθηκε από την Ειρηνοδίκη 8oϊei. Συμβουλίου Διοικήσεως του Ειρηνοδικείου Αθηνών χωρίς. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στην ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ Αριθμός Αποφάσεως 2417/2015 το ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ Συγκροτήθηκε από την Ειρηνοδίκη 8oϊei 2:frϊ'τi.j. την οποία όρισε η Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοικήσεως του Ειρηνοδικείου

Διαβάστε περισσότερα

Written by Administrator Thursday, 19 January :11 - Last Updated Thursday, 19 January :20

Written by Administrator Thursday, 19 January :11 - Last Updated Thursday, 19 January :20 ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΠΟΦΑΣΗΣ Δικαστήριο: ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ Τόπος: ΑΘΗΝΑ Αριθ. Απόφασης: 89 Ετος: 2011 Περίληψη Καταγγελία σύμβασης δικαιόχρησης (franchising) - Λήψη αποδεικτικών μέσων που δεν πληρούν τους όρους του νόμου

Διαβάστε περισσότερα

Πρόεδρος: Β. Θάνου-Χριστοφίλου, Αντιπρόεδρος ΑΠ. Εισηγητής: Π. Χατζηπαναγιώτης. ικηγόροι: Ι. Αρνέλλος, Γ. Πέτρου

Πρόεδρος: Β. Θάνου-Χριστοφίλου, Αντιπρόεδρος ΑΠ. Εισηγητής: Π. Χατζηπαναγιώτης. ικηγόροι: Ι. Αρνέλλος, Γ. Πέτρου 1 of 8 Πρόεδρος: Β. Θάνου-Χριστοφίλου, Αντιπρόεδρος ΑΠ Εισηγητής: Π. Χατζηπαναγιώτης ικηγόροι: Ι. Αρνέλλος, Γ. Πέτρου Προϋποθέσεις καταγγελίας ασφαλιστικής σύμβασης από τον ασφαλιστή. Ισχύς έναντι τρίτων.

Διαβάστε περισσότερα

Οι κυριότερες τροποποιήσεις του ΚΠολΔ με το Ν. 4335/2015

Οι κυριότερες τροποποιήσεις του ΚΠολΔ με το Ν. 4335/2015 Οι κυριότερες τροποποιήσεις του ΚΠολΔ με το Ν. 4335/2015 Ι. Βιβλίο πρώτο: Γενικές διατάξεις. Άρθρο 47 2 ΚΠολΔ: Δεν προσβάλλεται πλέον με ένδικο μέσο απόφαση κατώτερου δικαστηρίου που παραπέμπει την υπόθεση

Διαβάστε περισσότερα

Ειδικά θέματα ενόρκων βεβαιώσεων (ιδίως στις ειδικές διαδικασίες)

Ειδικά θέματα ενόρκων βεβαιώσεων (ιδίως στις ειδικές διαδικασίες) Ειδικά θέματα ενόρκων βεβαιώσεων (ιδίως στις ειδικές διαδικασίες) Β. Χατζηιωάννου, Επ. Καθηγητή Νομικής Σχολής Δ.Π.Θ. Γενικά: Οι νέες ρυθμίσεις του ν. 4335/2015 Πράγματι ο νόμος: Καθιέρωσε και στις ειδικές

Διαβάστε περισσότερα

Nόµος 3994/2011. «Εξορθολογισµός και βελτίωση στην απονοµή της δικαιοσύνης»

Nόµος 3994/2011. «Εξορθολογισµός και βελτίωση στην απονοµή της δικαιοσύνης» Nόµος 3994/2011 «Εξορθολογισµός και βελτίωση στην απονοµή της δικαιοσύνης» 2 Αρµοδιότητα δικαστηρίων Ειρηνοδικείο: µέχρι 20.000 Ευρώ, Μισθώσεις µέχρι 600 Ευρώ Μικροδιαφορές: µέχρι 5.000 Ευρώ Μονοµελές

Διαβάστε περισσότερα

ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΝΟΜΟΣ (INTRASOFT INTERNATIONAL) Αρθρο :0. Αρθρο :1 Πληροφορίες Νομολογίας & Αρθρογραφίας :12

ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΝΟΜΟΣ (INTRASOFT INTERNATIONAL) Αρθρο :0. Αρθρο :1 Πληροφορίες Νομολογίας & Αρθρογραφίας :12 + Μέγεθος Γραμμάτων - ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΝΟΜΟΣ (INTRASOFT INTERNATIONAL) Ν 2735/1999: Διεθνής Εμπορική Διαιτησία (276274) Αρθρο :0 ΦΕΚ Α` ΝΟΜΟΣ ΥΠ` ΑΡΙΘ. 2735 Διεθνής Εμπορική Διαιτησία. Αρθρο

Διαβάστε περισσότερα

Άρειος Πάγος Β2 Πολιτικό Τμήμα Αριθμός απόφασης 1370/2010

Άρειος Πάγος Β2 Πολιτικό Τμήμα Αριθμός απόφασης 1370/2010 Άρειος Πάγος Β2 Πολιτικό Τμήμα Αριθμός απόφασης 1370/2010 Περίληψη Μονομερής βλαπτική μεταβολή συντρέχει όταν ο εργοδότης αναθέτει στο μισθωτό καθήκοντα υποδεέστερης θέσης, σε σχέση με τη συμβατική, με

Διαβάστε περισσότερα

ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ 218/2016 Α2 Τμ.

ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ 218/2016 Α2 Τμ. ΔΙΑΤΑΓΗ ΠΛΗΡΩΜΗΣ ΚΑΤΑ ΔΗΜΟΣΙΟΥ Δεν είναι δυνατή η έκδοση διαταγής πληρωμής για απαίτηση, η οποία προέρχεται από διαφορά δημοσίου δικαίου, όπως είναι και οι διαφορές από την εξωσυμβατική ευθύνη του Δημοσίου

Διαβάστε περισσότερα

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/499/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 07/2018

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/499/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 07/2018 Αθήνα, 19-01-2018 Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/499/19-01-2018 ΑΡΧΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ Ε ΟΜΕΝΩΝ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑ Α Π Ο Φ Α Σ Η 07/2018 (Τµήµα) Η Αρχή Προστασίας εδοµένων Προσωπικού Χαρακτήρα συνεδρίασε σε σύνθεση Τµήµατος

Διαβάστε περισσότερα

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 15 Φεβρουαρίου 2011, με την παρουσία και του γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ:

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 15 Φεβρουαρίου 2011, με την παρουσία και του γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ: Αρείου Πάγου 1107/2011 (Β1, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ) Πηγή: http://www.areiospagos.gr/, ΕΕΔ τομος 72/2013 σελ. 437 Προσβολή προσωπικότητας από την επεξεργασία προσωπικών δεδομένωνχωρίς τη συγκατάθεση του υποκειμένου

Διαβάστε περισσότερα

Άρειος Πάγος ΥΠΕΡΩΡΙΑ & ΥΠΕΡΕΡΓΑΣΙΑ

Άρειος Πάγος ΥΠΕΡΩΡΙΑ & ΥΠΕΡΕΡΓΑΣΙΑ Πίνακας περιεχομένων ΘΕΜΑ: Η υπερωριακή εργασία, νόμιμη ή παράνομη, έχει ως βάση το ανώτατο ωράριο της ημερήσιας και όχι της εβδομαδιαίας απασχολήσεως του μισθωτού, υπό την έννοια ότι υφίσταται υπερωριακή

Διαβάστε περισσότερα

Αριθμός απόφασης 4013/2017 ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ (διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων)

Αριθμός απόφασης 4013/2017 ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ (διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων) ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΑ ΜΕΤΡΑ Αριθμός απόφασης 4013/2017 ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ (διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων) Αποτελούμενο από το Δικαστή Δημήτριο Μακρή, Πρόεδρο Πρωτοδικών, τον οποίο

Διαβάστε περισσότερα

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. ΕΙΣΑΓΩΓΗ 1. Δικονομία, έννοια και κλάδοι, λειτουργική

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. ΕΙΣΑΓΩΓΗ 1. Δικονομία, έννοια και κλάδοι, λειτουργική ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΕΙΣΑΓΩΓΗ 1. Δικονομία, έννοια και κλάδοι, λειτουργική αποστολή... 1 1.1. Έννοια 1 1.2. Κλάδοι 1 1.3. Έννοια Πολιτικής Δικονομίας 2 1.4. Λειτουργική αποστολή... 2 2. Οι κανόνες της Πολιτικής

Διαβάστε περισσότερα

Αριθμός 287/2011 (αριθ. έκθ. κατ. δικογράφου: /ΕΜ /..-..-2011) ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΛΑΜΙΑΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΚΟΥΣΙΑΣ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑΣ

Αριθμός 287/2011 (αριθ. έκθ. κατ. δικογράφου: /ΕΜ /..-..-2011) ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΛΑΜΙΑΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΚΟΥΣΙΑΣ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑΣ Αριθμός 287/2011 (αριθ. έκθ. κατ. δικογράφου: /ΕΜ /..-..-2011) ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΛΑΜΙΑΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΚΟΥΣΙΑΣ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑΣ ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη Δικαστή Ασημένια Παλιαρούτη, Πρωτοδίκη - Αναπληρώτρια

Διαβάστε περισσότερα

Ο ΠΡΟΕ ΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ Εκδίδοµε τον ακόλουθο νόµο που ψήφισε η Βουλή:

Ο ΠΡΟΕ ΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ Εκδίδοµε τον ακόλουθο νόµο που ψήφισε η Βουλή: ΝΟΜΟΣ ΥΠ ΑΡΙΘ. 2522 ικαστική προστασία κατά το στάδιο που προηγείται της σύναψης συµβάσεως δηµόσιων έργων, κρατικών προµηθειών και υπηρεσιών σύµφωνα µε την οδηγία 89/665 Ε.Ο.Κ. Ο ΠΡΟΕ ΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ

Διαβάστε περισσότερα

ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 17 Ιανουαρίου 2001, με την παρουσία και της γραμματέως Δήμητρας Φαραγγά, για να δικάσει μεταξύ:

ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 17 Ιανουαρίου 2001, με την παρουσία και της γραμματέως Δήμητρας Φαραγγά, για να δικάσει μεταξύ: Αριθμός 338/2001 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' Πολιτικό Τμήμα ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Διονύσιο Κατσιρέα, Αντιπρόεδρο, Γεώργιο Παπαδημητρίου, Κωνσταντίνο Βαρδαβάκη, Στυλιανό Πατεράκη και Ανδρέα

Διαβάστε περισσότερα

'Αρθρο 3 : Προσωρινή δικαστική προστασία 1. Ο ενδιαφερόμενος μπορεί να ζητήσει προσωρινή δικαστική

'Αρθρο 3 : Προσωρινή δικαστική προστασία 1. Ο ενδιαφερόμενος μπορεί να ζητήσει προσωρινή δικαστική Ν. 2522/8-9-97 (ΦΕΚ-178 Α') : Δικαστική προστασία κατά το στάδιο που προηγείται της σύναψης συμβάσεως δημόσιων έργων, κρατικών προμηθειών και υπηρεσιών σύμφωνα με την οδηγία 89/665 ΕΟΚ 'Αρθρο 1 : Πεδίο

Διαβάστε περισσότερα

ΕΞΙ ΠΙΝΑΚΕΣ ΓΙΑ ΤΟ ΝΕΟ ΚΠΟΛΔ (Ν. 4335/2015)

ΕΞΙ ΠΙΝΑΚΕΣ ΓΙΑ ΤΟ ΝΕΟ ΚΠΟΛΔ (Ν. 4335/2015) ΕΞΙ ΠΙΝΑΚΕΣ ΓΙΑ ΤΟ ΝΕΟ ΚΠΟΛΔ (Ν. 4335/2015) 1 ΠΡΩΤΟΣ ΠΙΝΑΚΑΣ ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΟ ΧΡΟΝΟΔΙΑΓΡΑΜΜΑ ΔΙΕΞΑΓΩΓΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΔΙΚΗΣ ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ - ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ Τακτική διαδικασία όλων των πρωτοβάθµιων δικαστηρίων

Διαβάστε περισσότερα

Αριθμός 827/2017. ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ Πολιτικό Τμήμα

Αριθμός 827/2017. ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ Πολιτικό Τμήμα Απόφαση 827 / 2017 (Γ, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ) Αριθμός 827/2017 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Γιαννακόπουλο, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Ευγενία Προγάκη, Ασπασία

Διαβάστε περισσότερα

ΝΑΥΤΕΡΓΑΤΙΚΟ ΑΤΥΧΗΜΑ ΕΥΘΥΝΗ ΤΟΥ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΟΥ ΤΟΥ ΕΡΓΟΔΟΤΗ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΕΠΙΔΟΣΗ ΣΤΟΝ ΑΝΤΙΚΛΗΤΟ ΑΛΛΟΔΑΠΗΣ ΝΑΥΤΙΛΙΑΚΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ

ΝΑΥΤΕΡΓΑΤΙΚΟ ΑΤΥΧΗΜΑ ΕΥΘΥΝΗ ΤΟΥ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΟΥ ΤΟΥ ΕΡΓΟΔΟΤΗ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΕΠΙΔΟΣΗ ΣΤΟΝ ΑΝΤΙΚΛΗΤΟ ΑΛΛΟΔΑΠΗΣ ΝΑΥΤΙΛΙΑΚΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ Αρείου Πάγου 1090/2010, Τμ. Α/ΙΙ Πηγή: ΕΕΔ 70/2011, σελ. 268 ΝΑΥΤΕΡΓΑΤΙΚΟ ΑΤΥΧΗΜΑ ΕΥΘΥΝΗ ΤΟΥ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΟΥ ΤΟΥ ΕΡΓΟΔΟΤΗ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΕΠΙΔΟΣΗ ΣΤΟΝ ΑΝΤΙΚΛΗΤΟ ΑΛΛΟΔΑΠΗΣ ΝΑΥΤΙΛΙΑΚΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ Εκείνος που ως

Διαβάστε περισσότερα

απορροφώσας και της απορροφώµενης τράπεζας και τη µε αριθµό 38385/25-6-2013 πράξη του συµβολαιογράφου Αθηνών Γεωργίου

απορροφώσας και της απορροφώµενης τράπεζας και τη µε αριθµό 38385/25-6-2013 πράξη του συµβολαιογράφου Αθηνών Γεωργίου Σελίδα 1 από 5 Αριθµός απόφασης 4595/2014 Αριθµός κατάθεσης ανακοπής 20220/2013 ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟ ΙΚΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΕΙ ΙΚΗ ΙΑ ΙΚΑΣΙΑ ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη ικαστή Πολυξένη - Μαρία Παπασαραντοπούλου, Πρωτοδίκη,

Διαβάστε περισσότερα

ΕΞΙ ΠΙΝΑΚΕΣ ΓΙΑ ΤΟ ΝΕΟ ΚΠΟΛΔ (Ν. 4335/2015) 1

ΕΞΙ ΠΙΝΑΚΕΣ ΓΙΑ ΤΟ ΝΕΟ ΚΠΟΛΔ (Ν. 4335/2015) 1 ΕΞΙ ΠΙΝΑΚΕΣ ΓΙΑ ΤΟ ΝΕΟ ΚΠΟΛΔ (Ν. 4335/2015) 1 ΠΡΩΤΟΣ ΠΙΝΑΚΑΣ ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΟ ΧΡΟΝΟΔΙΑΓΡΑΜΜΑ ΔΙΕΞΑΓΩΓΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΔΙΚΗΣ ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ - ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ Τακτική διαδικασία όλων των πρωτοβάθμιων δικαστηρίων

Διαβάστε περισσότερα

Αριθμός απόφασης 226/2017 ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ (ειδική διαδικασία-ανακοπές)

Αριθμός απόφασης 226/2017 ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ (ειδική διαδικασία-ανακοπές) ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ-ΑΝΑΚΟΠΕΣ Αριθμός απόφασης 226/2017 ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ (ειδική διαδικασία-ανακοπές) Αποτελούμενο από τον Δικαστή Δημήτριο Μακρή, Πρόεδρο Πρωτοδικών, τον

Διαβάστε περισσότερα

Άρειος Πάγος 1354/2017 Καταχρηστική άσκηση δικαιώματος μισθωτού

Άρειος Πάγος 1354/2017 Καταχρηστική άσκηση δικαιώματος μισθωτού Πίνακας περιεχομένων Άρειος Πάγος 1354/2017 Καταχρηστική άσκηση δικαιώματος μισθωτού ΑΠ 1354 / 2017 (Β2, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ) Περίληψη Επειδή, κατά το άρθρο 281 ΑΚ, η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει

Διαβάστε περισσότερα

Newsletter 05-06/2013 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Αστικό 3-245

Newsletter 05-06/2013 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Αστικό 3-245 www.inlaw.gr Newsletter 05-06/2013 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Αστικό 3-245 [ 2 ] ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ Αδικαιολόγητος πλουτισµός - Γενικά ικαστήριο: Άρειος Πάγος Αριθµός απόφασης: 12 Έτος: 2013 Περίληψη: - Σύµβαση έργου. Αδικαιολόγητος

Διαβάστε περισσότερα

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Δημήτριο Πατινίδη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου,

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Δημήτριο Πατινίδη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Απόφαση 1059 / 2013 (Β2, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ) Αριθμός 1059/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Β2' Πολιτικό Τμήμα ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Δημήτριο Πατινίδη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Αντώνιο Αθηναίο,

Διαβάστε περισσότερα

Αριθμός απόφασης. ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ (ειδική διαδικασία-ανακοπές)

Αριθμός απόφασης. ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ (ειδική διαδικασία-ανακοπές) ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ-ΑΝΑΚΟΠΕΣ Αριθμός απόφασης 63 /2016 ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ (ειδική διαδικασία-ανακοπές) Αποτελούμενο από τον Δικαστή Δημήτριο Μάκρη, Πρόεδρο Πρωτοδικών και

Διαβάστε περισσότερα

Άρειος Πάγος Αριθμός αποφάσεως 1608/2007 Δ Πολιτικό Τμήμα [Δημοσίευση: ΝοΒ 56 (2008) σελ. 409]

Άρειος Πάγος Αριθμός αποφάσεως 1608/2007 Δ Πολιτικό Τμήμα [Δημοσίευση: ΝοΒ 56 (2008) σελ. 409] Άρειος Πάγος Αριθμός αποφάσεως 1608/2007 Δ Πολιτικό Τμήμα [Δημοσίευση: ΝοΒ 56 (2008) σελ. 409] Περίληψη: Τροχαίο ατύχημα - Αποζημίωση για ολική μόνιμη ανικανότητα προς εργασία - Μέλλουσα ζημία Έννοια ισόβιας

Διαβάστε περισσότερα

Άρειος Πάγος 1266/2017 Διάκριση εργάτη υπαλλήλου: Για τον χαρακτηρισμό προσώπου ως

Άρειος Πάγος 1266/2017 Διάκριση εργάτη υπαλλήλου: Για τον χαρακτηρισμό προσώπου ως Πίνακας περιεχομένων Άρειος Πάγος 1266/2017 Διάκριση εργάτη υπαλλήλου: Για τον χαρακτηρισμό προσώπου ως υπαλλήλου, απαιτείται και εξειδικευμένη εμπειρία, θεωρητική μόρφωση και ιδίως η ανάπτυξη πρωτοβουλίας

Διαβάστε περισσότερα

ΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

ΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΟ ΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ Τµήµα 15ο Τριµελές Αποτελούµενο από τους: Νικόλαο Σοϊλεντάκη, Πρόεδρο Εφετών ιοικητικών ικαστηρίων, Αγάπη Γαλενιανού-Χαλκιαδάκη και Αθανασία Ζερβάκου-Γκλίνου (Εισηγήτρια), Εφέτες

Διαβάστε περισσότερα

Άρειος Πάγος Αριθμός αποφάσεως 67/2004 Γ' Πολιτικό Τμήμα

Άρειος Πάγος Αριθμός αποφάσεως 67/2004 Γ' Πολιτικό Τμήμα Άρειος Πάγος Αριθμός αποφάσεως 67/2004 Γ' Πολιτικό Τμήμα Περίληψη: Κληρονομική διαδοχή επί ακινήτων κατά το προ του ΑΚ δίκαιο (βυζαντινορωμαϊκό) - Αποδοχή κληρονομιάς - Αποποίηση κληρονομιάς - Συγκληρονόμος

Διαβάστε περισσότερα

Άρειος Πάγος: 166/1996 (Τµ. Β') Πηγή: ΕΕ 8-9, σελ. 867, 1996

Άρειος Πάγος: 166/1996 (Τµ. Β') Πηγή: ΕΕ 8-9, σελ. 867, 1996 Άρειος Πάγος: 166/1996 (Τµ. Β') Πηγή: ΕΕ 8-9, σελ. 867, 1996 Περίληψη: ΕΡΓΑΤΙΚΟ ΑΤΥΧΗΜΑ. ΟΛΟΣ ΕΡΓΟ ΟΤΗΣ - ΤΗΡΗΣΗ ΟΡΩΝ ΥΓΙΕΙΝΗΣ ΚΑΙ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ - ΑΜΕΛΕΙΑ ΕΙ ΙΚΗ. Εκείνος που υπέστη ανικανότητα εξαιτίας εργατικού

Διαβάστε περισσότερα

1219/2014 ΑΠ ( )

1219/2014 ΑΠ ( ) 1219/2014 ΑΠ ( 640408) (Α ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ) Διεθνής Διαιτησία. Νομική φύση του θεσμού διαιτησίας. Κριτήρια για τον χαρακτηρισμό μιας διαιτησίας ως διεθνούς. Η συμφωνία των μερών για το εφαρμοστέο στη διαιτητική

Διαβάστε περισσότερα

Απόφαση υπ αριθ. 1927/2014 του Γ Πολιτικού Τμήματος του ΑΠ

Απόφαση υπ αριθ. 1927/2014 του Γ Πολιτικού Τμήματος του ΑΠ Απόφαση υπ αριθ. 1927/2014 του Γ Πολιτικού Τμήματος του ΑΠ Ωφελήματα είναι όχι μόνο οι καρποί του πράγματος ή του δικαιώματος αλλά και κάθε όφελος που παρέχει η χρήση του πράγματος ή του δικαιώματος όπως

Διαβάστε περισσότερα

Άρειος Πάγος 171/2016 Σύμβαση εξαρτημένης εργασίας και πλασιέ

Άρειος Πάγος 171/2016 Σύμβαση εξαρτημένης εργασίας και πλασιέ Πίνακας περιεχομένων Άρειος Πάγος 171/2016 Σύμβαση εξαρτημένης εργασίας και πλασιέ Περίληψη Από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 648 και 652 του Α.Κ. και 6 του Αναγκαστικού Νόμου 765/1943, που κυρώθηκε

Διαβάστε περισσότερα

Αριθμός 414/2018 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ. A2' Πολιτικό Τμήμα

Αριθμός 414/2018 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ. A2' Πολιτικό Τμήμα Απόφαση 414 / 2018 (Α2, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ) Αριθμός 414/2018 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ A2' Πολιτικό Τμήμα ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Γεώργιο Σακκά, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, ο οποίος ορίστηκε με την

Διαβάστε περισσότερα

Ο αναιρετικός έλεγχος των πλημμελειών σε σχέση με τις αιτήσεις. 1.- Προδιάθεση

Ο αναιρετικός έλεγχος των πλημμελειών σε σχέση με τις αιτήσεις. 1.- Προδιάθεση 1 Ο αναιρετικός έλεγχος των πλημμελειών σε σχέση με τις αιτήσεις. Γεώργιος Αποστολάκης Αρεοπαγίτης 1.- Προδιάθεση Η αρχή της διαθέσεως που καθιερώνει το άρθρο 106 ΚΠολΔ, μία θεμελιακή αρχή του δικονομικού

Διαβάστε περισσότερα

Χαρακτηρισμός εργασίας ως εξαρτημένης. Προϋποθέσεις - Μίσθωση έργου και έλλειψη εξαρτήσεων από τον κύριο του έργου.

Χαρακτηρισμός εργασίας ως εξαρτημένης. Προϋποθέσεις - Μίσθωση έργου και έλλειψη εξαρτήσεων από τον κύριο του έργου. Άρειος Πάγος 372/2014 Χαρακτηρισμός εργασίας ως εξαρτημένης. Προϋποθέσεις - Μίσθωση έργου και έλλειψη εξαρτήσεων από τον κύριο του έργου. Περίληψη Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 648 και 652

Διαβάστε περισσότερα

Απόφαση 137 / 2018 (Α2, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ) Αριθμός 137/2018 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ. Α2' Πολιτικό Τμήμα

Απόφαση 137 / 2018 (Α2, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ) Αριθμός 137/2018 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ. Α2' Πολιτικό Τμήμα Απόφαση 137 / 2018 (Α2, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ) Αριθμός 137/2018 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Α2' Πολιτικό Τμήμα ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Γεώργιο Σακκά, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Αβροκόμη Θούα, Μιλτιάδη

Διαβάστε περισσότερα

ΙΚΑΝΟΤΗΤΑ ΔΙΚΟΛΟΓΕΙΝ ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΗ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ ΜΕ ΔΙΚΗΓΟΡΟ ΠΛΗΡΕΞΟΥΣΙΟΤΗΤΑ

ΙΚΑΝΟΤΗΤΑ ΔΙΚΟΛΟΓΕΙΝ ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΗ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ ΜΕ ΔΙΚΗΓΟΡΟ ΠΛΗΡΕΞΟΥΣΙΟΤΗΤΑ ΙΚΑΝΟΤΗΤΑ ΔΙΚΟΛΟΓΕΙΝ ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΗ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ ΜΕ ΔΙΚΗΓΟΡΟ ΠΛΗΡΕΞΟΥΣΙΟΤΗΤΑ Εισήγηση στο επιμορφωτικό σεμινάριο της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών «Οι Ειρηνοδίκες ως Λειτουργοί της Δικαιοσύνης» Θεσσαλονίκη,

Διαβάστε περισσότερα

Αριθμός 24/2000 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Β1 Πολιτικό Τμήμα

Αριθμός 24/2000 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Β1 Πολιτικό Τμήμα Αριθμός 24/2000 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Β1 Πολιτικό Τμήμα ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές Εμμανουήλ Δαμάσκο, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (λόγω κωλύματος του Αντιπροέδρου), Χρήστο Παληοκώστα, Λουκά Λυμπερόπουλο,

Διαβάστε περισσότερα

Οι τροποποιήσεις του ν. 4335/2015 στις γενικές διατάξεις (άρθρ. 1-225 ΚΠολΔ) που αφορούν στα Πρωτοδικεία Η ενδιάμεση διαδικασία

Οι τροποποιήσεις του ν. 4335/2015 στις γενικές διατάξεις (άρθρ. 1-225 ΚΠολΔ) που αφορούν στα Πρωτοδικεία Η ενδιάμεση διαδικασία Οι τροποποιήσεις του ν. 4335/2015 στις γενικές διατάξεις (άρθρ. 1-225 ΚΠολΔ) που αφορούν στα Πρωτοδικεία Η ενδιάμεση διαδικασία Πέτρος Αλικάκος Πρωτοδίκης, Δρ.Ν. Άρθρο 17 Προσαρμόζεται ως προς τις οικογενειακές

Διαβάστε περισσότερα

Άρειος Πάγος /03/ Ο εταίρος διαχειριστής ομορρύθμου ε

Άρειος Πάγος /03/ Ο εταίρος διαχειριστής ομορρύθμου ε Πίνακας περιεχομένων Περίληψη Α2' Πολιτικό Τμήμα ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Άρειος Πάγος 437-13/03/2012 - Ο εταίρος διαχειριστής ομορρύθμου εμπορικής εταιρείας, όταν λήξει η διαχείριση ή και πριν τη λήξη της,

Διαβάστε περισσότερα

Α Π Ο Φ Α Σ Η 118/2011

Α Π Ο Φ Α Σ Η 118/2011 ΑΡΧΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ Ε ΟΜΕΝΩΝ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑ Αθήνα, 27-07-2011 Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/3311-1/27.09.2011 Α Π Ο Φ Α Σ Η 118/2011 (Τµήµα) Η Αρχή Προστασίας εδοµένων Προσωπικού Χαρακτήρα συνεδρίασε σε σύνθεση

Διαβάστε περισσότερα

Συνήγορος του Καταναλωτή Νομολογία ΟλΑΠ 18/1999

Συνήγορος του Καταναλωτή Νομολογία ΟλΑΠ 18/1999 ΟλΑΠ 18/1999 Παροχή δικηγορικών υπηρεσιών. Ευθύνη δικηγόρου για ζημία πελάτη. - Η παροχή δικηγορικών υπηρεσιών δεν υπάγεται στο ν. 2251/1994. Η ευθύνη των δικηγόρων για ζημία που προκλήθηκε κατά την παροχή

Διαβάστε περισσότερα

Αριθµός απόφασης 5819/2008 Αριθµός καταθέσεως αγωγής /2007 ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟ ΙΚΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΕΙ ΙΚΗ ΙΑ ΙΚΑΣΙΑ

Αριθµός απόφασης 5819/2008 Αριθµός καταθέσεως αγωγής /2007 ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟ ΙΚΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΕΙ ΙΚΗ ΙΑ ΙΚΑΣΙΑ Σελίδα 1 από 5 Αριθµός απόφασης 5819/2008 Αριθµός καταθέσεως αγωγής /2007 ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟ ΙΚΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΕΙ ΙΚΗ ΙΑ ΙΚΑΣΙΑ ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη ικαστή Αθηνά Μίξιου, Πρωτοδίκη, που ορίσθηκε από τον

Διαβάστε περισσότερα

Εννοιολογικός προσδιορισμός της αναγκαίας ομοδικίας

Εννοιολογικός προσδιορισμός της αναγκαίας ομοδικίας Πέτρος Αλικάκος Δρ. Ν., Πρόεδρος Πρωτοδικών Εννοιολογικός προσδιορισμός της αναγκαίας ομοδικίας ΟΜΟΔΙΚΙΑ ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗ ΟΜΟΔΙΚΙΑ Εννοιολογικός προσδιορισμός αναγκαίας ομοδικίας η ενιαία ρύθμιση ως αποκλειστική

Διαβάστε περισσότερα

Αριθµός 1321/2004 ΤΟ ΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ. ` Πολιτικό Τµήµα

Αριθµός 1321/2004 ΤΟ ΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ. ` Πολιτικό Τµήµα Αριθµός 1321/2004 ΤΟ ΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ` Πολιτικό Τµήµα ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους ικαστές: Στυλιανό Πατεράκη, Αντιπρόεδρο, Ανάργυρο Πλατή, Γεώργιο Βούλγαρη, ηµήτριο Κυριτσάκη και Αχιλλέα Νταφούλη,

Διαβάστε περισσότερα

Αρ. Απόφασης 5679/2015 ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ _ *

Αρ. Απόφασης 5679/2015 ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ _ * ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΕΜΠΡΑΓΜΑΤΟ ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ Αρ. Απόφασης 5679/2015 ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ _ * Αποτελούμενο από τη Δικαστή., Πρωτόδικη, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου

Διαβάστε περισσότερα

Απόφαση 1219 / ΧρΙΔ 2015 σελ Αριθμός 1219/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ. A1' Πολιτικό Τμήμα

Απόφαση 1219 / ΧρΙΔ 2015 σελ Αριθμός 1219/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ. A1' Πολιτικό Τμήμα http://www.areiospagos.gr/ ΧρΙΔ 2015 σελ. 130 Απόφαση 1219 / 2014 Αριθμός 1219/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ A1' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Χρυσικό, Αντιπρόεδρο Αρείου

Διαβάστε περισσότερα

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ Επιμέλεια: Μαρία Καρ. Μάρκου Ασ. Δικηγόρος Αθηνών 2 η Συνάντηση- Σημειώσεις Δικαιοδοσία τακτικών πολιτικών δικαστηρίων (άρθ. 1): 1) ιδιωτικές διαφορές (ύπαρξη ή ανυπαρξία έννομων σχέσεων και δικαιωμάτων

Διαβάστε περισσότερα

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΜΕΤΡΩΝ

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΜΕΤΡΩΝ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΜΕΤΡΩΝ Αριθμός απόφασης 3312 /2015 ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ Αποτελούμενο από τη Δικαστή Ιωάννα Κορΐτου, Πρόεδρο Πρωτοδικών, που ορίσθηκε με κλήρωση σύμφωνα

Διαβάστε περισσότερα

Newsletter 05 06/2013 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Εμπορικό 3 136

Newsletter 05 06/2013 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Εμπορικό 3 136 www.inlaw.gr Newsletter 05 06/2013 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Εμπορικό 3 136 [ 2 ] ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ Αξιόγραφα - Επιταγή ικαστήριο: Μονοµελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης Αριθµός απόφασης: 7968 Έτος: 2013 Περίληψη: - Ακάλυπτη επιταγή.

Διαβάστε περισσότερα

Ειρθεσ 8971/2006. Δικαστής: Μαριάννα Κουϊνέλη. Δικηγόροι: Χ. Ματζιώρης - Α. Αργυριάδης.

Ειρθεσ 8971/2006. Δικαστής: Μαριάννα Κουϊνέλη. Δικηγόροι: Χ. Ματζιώρης - Α. Αργυριάδης. Ειρθεσ 8971/2006 Δικαστής: Μαριάννα Κουϊνέλη. Δικηγόροι: Χ. Ματζιώρης - Α. Αργυριάδης. Οι ενάγοντες, με δήλωση του πληρεξούσιου δικηγόρου τους στην αρχή της συζήτησης της κρινόμενης αγωγής, που καταχωρήθηκε

Διαβάστε περισσότερα

Α Π Ο Σ Π Α Σ Μ Α. Από το πρακτικό της αριθ. 36/2018 τακτικής Συνεδρίασης της Οικονομικής Επιτροπής του Δήμου Νέας Φιλαδέλφειας-Νέας Χαλκηδόνας

Α Π Ο Σ Π Α Σ Μ Α. Από το πρακτικό της αριθ. 36/2018 τακτικής Συνεδρίασης της Οικονομικής Επιτροπής του Δήμου Νέας Φιλαδέλφειας-Νέας Χαλκηδόνας ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΝΟΜΟΣ ΑΤΤΙΚΗΣ ΔΗΜΟΣ Ν.ΦΙΛΑΔΕΛΦΕΙΑΣ- Ν.ΧΑΛΚΗΔΟΝΑΣ Δ/νση Διοικητικών Υπηρεσιών Τμήμα Υποστήριξης Πολιτικών Οργάνων Νέα Φιλαδέλφεια 29/8/2018 Αριθ. Πρωτ. : 22091 Γραφείο Οικ. Επιτροπής

Διαβάστε περισσότερα

ΕΕμπΔ 2014 σελ. 627, με παρατηρήσεις Δ.Τζάκα σελ. 631 Απόφαση 201 / 2014

ΕΕμπΔ 2014 σελ. 627, με παρατηρήσεις Δ.Τζάκα σελ. 631 Απόφαση 201 / 2014 http://www.areiospagos.gr/ ΕΕμπΔ 2014 σελ. 627, με παρατηρήσεις Δ.Τζάκα σελ. 631 Αριθμός 201/2014 Απόφαση 201 / 2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ A2' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Αθανάσιο

Διαβάστε περισσότερα

ΣΕΜΙΝΑΡΙΟ 2/7/2014 ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛ. ΡΟΔΟΥ ΕΙΣΗΓΗΤΗΣ: ΣΤ. ΚΟΥΤΑΛΙΑΝΟΣ ΤΕΛΙΚΟ ΣΧΕΔΙΟ ΚΩΔΙΚΑ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ

ΣΕΜΙΝΑΡΙΟ 2/7/2014 ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛ. ΡΟΔΟΥ ΕΙΣΗΓΗΤΗΣ: ΣΤ. ΚΟΥΤΑΛΙΑΝΟΣ ΤΕΛΙΚΟ ΣΧΕΔΙΟ ΚΩΔΙΚΑ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΤΕΛΙΚΟ ΣΧΕΔΙΟ ΚΩΔΙΚΑ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΕΣ ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ: Καταργούνται οι διατάξεις του ισχύοντος Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας των άρθρων: 208, 211, 229, 231, 233 παρ. 2, 3 και 4, 244, 245 παρ.

Διαβάστε περισσότερα

Οδηγίες για την υποβολή αίτησης ρύθµισης των οφειλών υπερχρεωµένων φυσικών προσώπων στο Ειρηνοδικείο

Οδηγίες για την υποβολή αίτησης ρύθµισης των οφειλών υπερχρεωµένων φυσικών προσώπων στο Ειρηνοδικείο Οδηγίες για την υποβολή αίτησης ρύθµισης των οφειλών υπερχρεωµένων φυσικών προσώπων στο Ειρηνοδικείο Α. ΠΕ ΙΟ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ Ποιοι υπάγονται στο νόµο 3869/2010: Αίτηση για ρύθµιση οφειλών και απαλλαγή έχουν

Διαβάστε περισσότερα