ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗ ΑΣΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΦΥΣΙΚΟΥ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ
|
|
- Ἀγλαΐα Καλάρης
- 8 χρόνια πριν
- Προβολές:
Transcript
1 ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗ ΑΣΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΦΥΣΙΚΟΥ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΤΟΜΕΑΣ ΛΙΒΑ ΟΠΟΝΙΑΣ ΚΑΙ ΑΓΡΙΑΣ ΠΑΝΙ ΑΣ ΙΧΘΥΟΠΟΝΙΑΣ ΓΛΥΚΕΩΝ Υ ΑΤΩΝ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΛΙΒΑ ΙΚΗΣ ΟΙΚΟΛΟΓΙΑΣ Επιδράσεις της βόσκησης βούβαλων στα υγρά ποολίβαδα του Εθνικού ρυµού Πρεσπών Ι ΑΚΤΟΡΙΚΗ ΙΑΤΡΙΒΗ Ιωάννη Ε. Καζόγλου Γεωπόνου Α.Π.Θ. ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2007
2 στον πατέρα µου
3 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΠΡΟΛΟΓΟΣ Σελίδα V 1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΑΝΑΣΚΟΠΗΣΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑΣ Υγρότοποι (ορισµοί, λειτουργίες, αξίες, απειλές) Τύποι υγροτόπων και υγρών ποολίβαδων Τύποι υγροτόπων Τύποι υγρών ποολίβαδων Σηµασία των υγρών ποολίβαδων για την άγρια ζωή, οφέλη για τους υδατικούς πόρους και τις τοπικές οικονοµίες, απειλές Επιδράσεις της διαχείρισης στην υγροτοπική βλάστηση µε έµφαση στα υγρά ποολίβαδα και τους καλαµιώνες Βόσκηση Κοπή Καύση Υδρολογικό καθεστώς Συνδυασµοί διαταραχών ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΙΚΟΙ ΣΚΟΠΟΙ ΤΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ ΠΕΡΙΟΧΗ ΕΡΕΥΝΑΣ Θέση και γενικά χαρακτηριστικά της περιοχής έρευνας Έδαφος Κλίµα Υδρολογία Βλάστηση Πανίδα Ιστορία χρήσης της περιοχής έρευνας ΥΛΙΚΑ ΚΑΙ ΜΕΘΟ ΟΙ ίκτυο µόνιµων πειραµατικών επιφανειών Χειρισµοί Μετρήσεις κάλυψης, σύνθεσης και υπέργειας παραγωγής Φυτοκάλυψη και βοτανική σύνθεση µεταξύ των ζωνών βλάστησης Φυτοκάλυψη και βοτανική σύνθεση εντός των ζωνών βλάστησης Υπέργεια παραγωγή σε προστατευόµενες επιφάνειες Υπέργεια παραγωγή σε εποχιακά µετακινούµενους κλωβούς Προσδιορισµός θρεπτικής αξίας Μετρήσεις δοµικών χαρακτηριστικών καλαµιού Στατιστική επεξεργασία Κάλυψη και βοτανική σύνθεση µεταξύ των ζωνών βλάστησης.. 89 I
4 Κάλυψη και βοτανική σύνθεση εντός των ζωνών βλάστησης Υπέργεια παραγωγή σε προστατευόµενες επιφάνειες Υπέργεια παραγωγή σε εποχιακά µετακινούµενους κλωβούς Προσδιορισµός παραµέτρων θρεπτικής αξίας Μετρήσεις δοµικών χαρακτηριστικών καλαµιού Παρατηρήσεις χρήσης της περιοχής έρευνας από είδη πουλιών και ψαριών Σύνοψη µεθοδολογίας που χρησιµοποιήθηκε στην παρούσα έρευνα ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΚΑΙ ΣΥΖΗΤΗΣΗ Μεταβολές της βλάστησης µεταξύ των ζωνών βλάστησης Μεταβολές της βλάστησης εντός των τεσσάρων ζωνών Κατάλογος φυτών που καταγράφηκαν στις τέσσερις ζώνες βλάστησης Επιδράσεις βόσκησης Σύγκριση κατηγοριών κάλυψης στις τέσσερις ζώνες βλάστησης Συγκρίσεις σύνθεσης λειτουργικών οµάδων φυτών στο ξηρό ποολίβαδο (ζώνη 1) Συγκρίσεις σύνθεσης λειτουργικών οµάδων φυτών στις τρεις υγρές ζώνες βλάστησης (ζώνες 2, 3 και 4) Συνδυασµένες επιδράσεις χειρισµών (βόσκηση, κοπή, καύση) στις παρυφές του καλαµιώνα και τον καλαµιώνα (ζώνες 3 και 4 αντίστοιχα) Συγκρίσεις κατηγοριών κάλυψης σε άκαυτες επιφάνειες των παρυφών του καλαµιώνα και του καλαµιώνα (ζώνες 3 και 4) Συγκρίσεις κατηγοριών κάλυψης σε καµένες και άκαυτες επιφάνειες των παρυφών του καλαµιώνα (ζώνη 3) Επιδράσεις καύσης στον καλαµιώνα Μεταβολές της παραγωγής εντός των ζωνών Σταθεροί κλωβοί Κινητοί κλωβοί Μεταβολές της θρεπτικής αξίας εντός των ζωνών βλάστησης Μεταβολές της δοµής του καλαµιού στις παρυφές του καλαµιώνα και τον καλαµιώνα (ζώνες 3 και 4 αντίστοιχα) Συγκρίσεις των τριών χειρισµών (βόσκηση, θερινή κοπή, µάρτυρας) στην καµένη επιφάνεια της ζώνης Συγκρίσεις των τριών χειρισµών (βόσκηση, θερινή κοπή, µάρτυρας) στην άκαυτη επιφάνεια της ζώνης Συγκρίσεις µεταξύ των τεσσάρων χειρισµών (βόσκηση, θερινή κοπή, «βόσκηση και θερινή κοπή», µάρτυρας) στην καµένη επιφάνεια της ζώνης Συγκρίσεις µεταξύ των τριών χειρισµών (βόσκηση, θερινή κοπή, µάρτυρας) και των δύο χειρισµών χειµερινής καύσης (καµένο και άκαυτο) στη ζώνη II
5 Συγκρίσεις µεταξύ των ζωνών 3 και 4 και των τριών χειρισµών (βόσκηση, θερινή κοπή, µάρτυρας) στις άκαυτες επιφάνειές τους Συγκρίσεις των τριών χειρισµών (βόσκηση, θερινή κοπή, µάρτυρας) στην άκαυτη επιφάνεια της ζώνης Σύγκριση καµένης και άκαυτης επιφάνειας της ζώνης 4 (µάρτυρες) Επιδράσεις της βόσκησης στην ορνιθοπανίδα και ιχθυοπανίδα στην περιοχή έρευνας ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ ΣΥΝΟΨΗ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΓΙΑ ΠΕΡΑΙΤΕΡΩ ΕΡΕΥΝΑ ΙΑΧΕΙΡΙΣΤΙΚΕΣ ΑΠΟΨΕΙΣ Υπολογισµός βοσκοϊκανότητας παραλίµνιων λιβαδιών και καλαµιώνων Παρατηρήσεις σχετικά µε τη διαχείριση της βόσκησης που εφαρµόστηκε κατά τη διάρκεια της παρούσας έρευνας Προτεινόµενες διαχειριστικές παρεµβάσεις για την αποκατάσταση των υγρών ποολίβαδων στην παραλίµνια ζώνη της λίµνης Μικρή Πρέσπα ΠΕΡΙΛΗΨΗ SUMMARY ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ.. 1 Πίνακας Π1. Σύστηµα ταξινόµησης τύπων υδροβιοτόπων της Σύµβασης Ραµσάρ.. 2 Πίνακας Π2. Σύστηµα ταξινόµησης τύπων κάλυψης/ χρήσεων γης του προγράµµατος CORINE Landcover. 3 Πίνακας Π3. Σύστηµα ταξινόµησης τύπων οικοτόπων οι οποίοι αναπτύσσονται σε υγροτόπους (Οδηγία 92/43/ΕΟΚ).. 5 Πίνακας Π4. Εθνική ταξινόµηση τύπων βλάστησης των υγρών ποολίβαδων και των συσχετιζόµενων φυτοκοινοτήτων του Ηνωµένου Βασιλείου. 7 Πίνακας Π5. Είδη φυτών που καταγράφηκαν στα πλαίσια της παρούσας έρευνας στην περιοχής µελέτης κατά τα έτη Πίνακας Π6-Π48: Πίνακες ανάλυσης παραλλακτικότητας III
6 IV
7 ΠΡΟΛΟΓΟΣ Η αντιµετώπιση της συρρίκνωσης και υποβάθµισης των υγρών ποολίβαδων στη λίµνη Μικρή Πρέσπα αποτέλεσε προτεραιότητα για τις δράσεις της Εταιρίας Προστασίας Πρεσπών (ΕΠΠ), αστική µη κερδοσκοπική εταιρία που ιδρύθηκε το 1990 και έχει ως µέλη δέκα µη κυβερνητικές περιβαλλοντικές οργανώσεις και ιδρύµατα. Το µακροχρόνιο πρόγραµµα της ΕΠΠ µε θέµα την αποκατάσταση και διαχείριση των υγρών ποολίβαδων στη λίµνη Μικρή Πρέσπα διακρίνεται σε τρεις φάσεις. Κατά την πρώτη φάση του προγράµµατος ( ), έγινε η διερεύνηση του προβλήµατος και η προετοιµασία για τον πειραµατισµό που παρουσιάζεται στην παρούσα διατριβή. Στη φάση αυτή απασχολήθηκαν πολλοί ειδικοί επιστήµονες από το Αριστοτέλειο Πανεπιστήµιο Θεσσαλονίκης (ΑΠΘ), τις οργανώσεις-µέλη της ΕΠΠ, καθώς και τοπικοί συνεργάτες της ΕΠΠ, όπως οι Καθηγητές Αλέξανδρος Γεράκης και Βασίλειος Παπαναστάσης (ΑΠΘ), οι Dr Luc Hoffmann, Dr Alain Crivelli, Dr François Mesléard, Dr Patrick Grillas (Station biologique de la Tour du Valat, Γαλλία), Kevin Standring, Dr Graham Hirons, Dr Matt Self (Royal Society for the Protection of Birds, Ηνωµένο Βασίλειο), η κα Μυρσίνη Μαλακού (διευθύντρια της ΕΠΠ) και ο ρας Γεώργιος Κατσαδωράκης (επιστηµονικός σύµβουλος της ΕΠΠ). Η προσπάθεια και επιµονή τους ήταν αξιέπαινη διότι σε πολλές περιπτώσεις εργάστηκαν κάτω από αντίξοες συνθήκες. Ειδικά για τον Dr Luc Hoffmann, ο οποίος µεταξύ άλλων σηµαντικότατων διακρίσεων σε παγκόσµιο επίπεδο είναι και επίτιµος διδάκτορας της Σχολής ασολογίας και Φυσικού Περιβάλλοντος του ΑΠΘ, θεωρώ υποχρέωσή µου να τονίσω την πολύπλευρη προσφορά του στην υλοποίηση προγραµµάτων µε αντικείµενο την προστασία και διατήρηση των µεσογειακών υγροτόπων και άλλων προστατευόµενων περιοχών. Η δεύτερη φάση του προγράµµατος ( ) αφορούσε στην εκπόνηση πειράµατος µε σκοπό τη διερεύνηση των µεθόδων που θα µπορούσαν να εφαρµοσθούν σε ευρύτερη κλίµακα για την αποκατάσταση και διαχείριση των υγρών ποολίβαδων στο σύνολο της παραλίµνιας ζώνης της λίµνης Μικρή Πρέσπα. Μετά από σχετική πρόταση του κ. Β. Παπαναστάση (Επιβλέπων Καθηγητής) και V
8 την υποστήριξη από την κα Μ. Μαλακού και τον Dr F. Mesléard, η δράση αυτή συνδυάστηκε µε την εκπόνηση της παρούσας διδακτορικής διατριβής. Η έρευνα συγχρηµατοδοτήθηκε από το WWF Ελλάς, τη Γενική Γραµµατεία Έρευνας και Τεχνολογίας (πρόγραµµα ΥΠΕΡ 97) και το πρόγραµµα LIFE-Φύση «Προστασία της λαγγόνας και της νανόχηνας στην Ελλάδα» (αριθµός συµβολαίου Β4-3200/96/499), το οποίο υλοποιήθηκε από το WWF Ελλάς, την Ελληνική Ορνιθολογική Εταιρία και την ΕΠΠ. Η τρίτη φάση του προγράµµατος της ΕΠΠ έχει ως αντικείµενο την αποκατάσταση των υγρών ποολίβαδων στο σύνολο του υγροτόπου και τη µακροχρόνια αειφορική τους διαχείριση µε σκοπό τη διατήρησή τους προς όφελος της άγριας πανίδας και της τοπικής οικονοµίας. Στην κατεύθυνση αυτή είναι σηµαντικό να αναφερθεί, ότι τα αποτελέσµατα της παρούσας έρευνας εφαρµόζονται ήδη µε επιτυχία σε µεγαλύτερη (από την πειραµατική) κλίµακα και σε συνολική έκταση 700 στρ. σε δέκα παραλίµνιες περιοχές στο ελληνικό τµήµα της Μικρής Πρέσπας. Η δράση αυτή εντάχθηκε στα πλαίσια του προγράµµατος LIFE-ΦΥΣΗ µε τίτλο «Προστασία και διατήρηση ειδών πουλιών προτεραιότητας στη λίµνη Μικρή Πρέσπα, Ελλάδα» (LIFE2002NAT/GR/8494), που ξεκίνησε τον Ιούλιο του 2002 και ολοκληρώνεται τον Ιούνιο του Για την πολύ σηµαντική συνδροµή τους στην εκπόνηση της διατριβής, ευχαριστώ θερµά τους παρακάτω φίλους και συνεργάτες: Το ρα Κωνσταντίνο Μαντζανά και το ρα Μιχάλη Βραχνάκη (Εργαστήριο Λιβαδικής Οικολογίας ΑΠΘ) για την πολύτιµη βοήθειά τους στη στατιστική επεξεργασία των δεδοµένων. Τους δασολόγους Γιάννη Τσουγκράκη, Πέτρο Κακούρο, καθώς επίσης και όλα τα µέλη των Εργαστηρίων Λιβαδικής Οικολογίας και ασικών Βοσκοτόπων του ΑΠΘ για τη βοήθεια τους. Τη Μαρία Μπερδελή και τον Πέτρο Σατζάκη για τη συµµετοχή τους στην πραγµατοποίηση των αναλύσεων θρεπτικής αξίας. Τον Καθηγητή του ΤΕΙ υτ. Μακεδονίας (Παράρτηµα Φλώρινας, Τµήµα Ζωικής Παραγωγής) κ. Γεώργιο Στανόγια και τον κ. Αθανάσιο Μαύρου για τη διευκόλυνση που παρείχαν στην προπαρασκευή των δειγµάτων φυτών, που οποία χρησιµοποιήθηκαν για τον προσδιορισµό της θρεπτικής αξίας. VI
9 Το ρα Γεώργιο Κατσαδωράκη για τη βοήθειά του κατά την έναρξη του πειραµατισµού. Όλο το προσωπικό της ΕΠΠ, ειδικά δε τους Νικόλαο, Χάρη και Λάζαρο Νικολάου, Αναστάσιο Παπαδόπουλο, Έφη Λαµπρινού και Λεωνίδα Τσίκο για τη βοήθειά τους στις εργασίες πεδίου και την Ελευθερία Πατσέα για τη γραµµατειακή υποστήριξη. Τον κ. Γεώργιο Χανδρινό (Υπουργείο Γεωργίας, Γενική Γραµµατεία ασών και Φυσικού Περιβάλλοντος, /ση Αισθητικών ασών Εθνικών ρυµών & Θήρας) για τη συµβολή του στην παραχώρηση της απαραίτητης άδειας για την εκτέλεση του πειράµατος στον πυρήνα του Εθνικού ρυµού Πρεσπών. Τους κατοίκους της Πύλης Πρεσπών για την παραχώρηση της παραλίµνιας έκτασης στην οποία πραγµατοποιήθηκε ο σχετικός πειραµατισµός. Όλους τους καλούς µου φίλους για τη φιλοξενία τους κατά τη διάρκεια των απαραίτητων πολυήµερων παραµονών µου στη Θεσσαλονίκη και ειδικά την Ευγενία Λυµπεράκη και το Θωµά Γκινούδη. Ιδιαίτερες ευχαριστίες οφείλω στην Καθηγήτρια κα. Ζωή Κούκουρα και τον Καθηγητή κ. Αναστάσιο Νάστη (Εργαστήριο ασικών Βοσκοτόπων, µέλη της τριµελούς συµβουλευτικής επιτροπής) για την υποστήριξή τους, την άψογη συνεργασία που είχαµε, την υποµονή τους και τις χρήσιµες παρατηρήσεις τους στο τελευταίο δοκίµιο της διατριβής. Θα ήθελα επίσης να εκφράσω την ευγνωµοσύνη µου στον Καθηγητή κ. Βασίλειο Παπαναστάση για την καθοδήγησή του και τις εξαιρετικά ενδιαφέρουσες συζητήσεις που είχαµε καθόλη τη διάρκεια της εκπόνησης της διατριβής. Ευχαριστώ επίσης τους Καθηγητές κ. Νικόλαο Παπαγεωργίου (Εργαστήριο Άγριας Πανίδας και Ιχθυοπονίας Γλυκέων Υδάτων) και κ. Ανδρέα Γεωργούδη (Εργαστήριο Γενικής και Ειδικής Ζωοτεχνίας Γενετικής Βελτίωσης Αγροτικών Ζώων, Σχολή Γεωπονίας ΑΠΘ) και τους Αναπληρωτές Καθηγητές κ. Χρήστο Βλάχο (Εργαστήριο Άγριας Πανίδας και Ιχθυοπονίας Γλυκέων Υδάτων) και κ. Ιωάννη Ισπικούδη (Εργαστήριο Λιβαδικής Οικολογίας), µέλη της επταµελούς εξεταστικής επιτροπής, για τις χρήσιµες υποδείξεις τους. VII
10 Τελειώνοντας, θέλω να ευχαριστήσω θερµά τη γυναίκα µου Βάσω και τη µητέρα µου Ευαγγελία για τη συµπαράστασή τους γενικά και για τη συνεισφορά τους σε διάφορες εργασίες πεδίου, συχνά κάτω από δυσµενείς καιρικές συνθήκες, καθώς επίσης και τις τρεις κορούλες µου Λία, Αντιγόνη και Ιωάννα για την έµπνευση που µου δίνουν. VIII
11 1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ Τα υγρά ποολίβαδα (wet meadows, wet grasslands) αποτελούν τύπο υγροτόπου στον οποίο κυριαρχούν ποώδη φυτά που φύονται σε περιοδικά πληµµυριζόµενα εδάφη (Keddy 2002). Το πρόσκαιρο πληµµύρισµα αποκλείει την εγκατάσταση αποκλειστικά χερσαίων και αποκλειστικά ελωδών ειδών φυτών και ευνοεί την εγκατάσταση φυτοκοινοτήτων τυπικών για υγρά εδάφη (Keddy 2002). Παραδείγµατα υγρών ποολίβαδων αποτελούν τα εκτεταµένα ποολίβαδα κατά µήκος των ζωνών πληµµυρών ποταµών, ή τα ποολίβαδα σε παραλίµνιες ζώνες µεγάλων λιµνών. Οι υγρότοποι αυτοί δηµιουργούνται από το περιοδικό πληµµύρισµα και η ύπαρξή τους (ως τύπος υγροτόπου) είναι δυνατό να παραβλεφθεί εάν η παρατήρησή τους γίνει κατά τη διάρκεια κάποιας ξηρής περιόδου (Keddy 2002). Από λιβαδοπονική άποψη και σε σχέση µε τους τύπους λιβαδιών που απαντούν σε χερσαία οικοσυστήµατα (ποολίβαδα, φρυγανολίβαδα, θαµνολίβαδα και δασολίβαδα, σύµφωνα µε τους Παπαναστάση και Νοϊτσάκη 1992), τα υγρά ποολίβαδα θα µπορούσαν να θεωρηθούν ως µορφή ποολίβαδων. Τα υγρά ποολίβαδα αποτελούν πρώιµο στάδιο της οικολογικής διαδοχής. Η διατήρησή τους απαιτεί συστηµατική διαχείριση της βλάστησής τους για την αποτροπή εγκατάστασης φυτοκοινοτήτων, οι οποίες χαρακτηρίζουν µεταγενέστερα στάδια διαδοχής, όπως είναι οι καλαµιώνες και οι διαπλάσεις µε υγρόφιλους θάµνους και δένδρα (Basset 198 Gordon et al. 199 Walther 1994, Mesléard and Perennou 1996, Benstead et al. 1997, Benstead et al. 1999). Οι τελευταίες διαρκούν συνήθως για µεγάλα χρονικά διαστήµατα πριν το τελικό στάδιο της εξέλιξης, που είναι τα υγρά δάση µε τα οποία επέρχεται και η χερσοποίηση των παρόχθιων ενδιαιτηµάτων (Gordon et al. 199 Mesléard and Perennou 1996). Τα βασικά χαρακτηριστικά των υγρών ποολίβαδων είναι τα εξής: Κυριαρχούνται από είδη φυτών χαµηλής ανάπτυξης που είναι προσαρµοσµένα στην εναλλαγή µεταξύ υγρών και ξηρότερων συνθηκών. Το περιοδικό πληµµύρισµα των εδαφών στα οποία αναπτύσσονται. 1
12 Οι «µηχανικές» διεργασίες που συντελούν στη διατήρηση της συγκεκριµένης σύνθεσης και δοµής της βλάστησης, εκτός από τις εναλλαγές στο υδρολογικό καθεστώς. Οι τελευταίες συνδέονται κυρίως µε την εφαρµογή γεωργο-κτηνοτροφικών πρακτικών χαµηλής έντασης και χαµηλών εισροών, όπως η βόσκηση και οι κοπές που γίνονται µε σκοπό τη συγκοµιδή χόρτου (Duncan and D Herbes 1982, Pearce and Crivelli 1994, Benstead et al. 1997, Benstead et al. 1999). Τα υγρά ποολίβαδα αποτελούν πολύ σηµαντικά ενδιαιτήµατα για την άγρια χλωρίδα και πανίδα, ενώ εξαιρετικά σηµαντικές θεωρούνται και οι υδρολογικές και φυσικοχηµικές λειτουργίες τους, πολλές από τις οποίες έχουν άµεση ή έµµεση σχέση µε τα οφέλη που αποκοµίζει και ο άνθρωπος από τους υγροτόπους (Ausden and Treweek 1995, Benstead et al. 1997, Κατσαδωράκης 1996α, Benstead et al. 1999). Η παγκόσµια έκταση των υγρών ποολίβαδων δεν έχει υπολογιστεί, ενώ χαρακτηριστικό είναι το γεγονός, ότι ακόµη και η συνολική παγκόσµια έκταση όλων των τύπων υγροτόπων διαφέρει σηµαντικά µεταξύ διαφόρων συγγραφέων µε τιµές από 5,26 ως 8,56 εκατοµµύρια τετραγωνικά χιλιόµετρα (Matthews and Fung 1987, Maltby and Turner 1983 αναφερόµενοι από τον Keddy 2002). Σύµφωνα µε τον Keddy (2002), η ακριβής εκτίµηση της παγκόσµιας έκτασης όλων των τύπων υγροτόπων είναι δύσκολη για τρεις τουλάχιστον λόγους: α) οι υγρότοποι καταλαµβάνουν συχνά µικρό ποσοστό του τοπίου, β) βρίσκονται διεσπαρµένοι σε διάφορα σηµεία µεγακοινοτήτων µε αποτέλεσµα να µην µπορούν να χαρτογραφηθούν σε ικανοποιητική κλίµακα, και γ) ποικίλλουν σηµαντικά µέσα στις µεγακοινότητες, οι οποίες µπορεί να εµπεριέχουν διάφορους τύπους υγροτόπων. Τα υγρά ποολίβαδα έχουν αποτελέσει αντικείµενο µακροχρόνιων ερευνών στο Ηνωµένο Βασίλειο και ιδιαίτερα στην Αγγλία και την Ουαλία, όπου υπάρχουν 220. εκτάρια (2.200 τετ. χλµ.) διαφόρων τύπων υγρών ποολίβαδων, η πλειονότητα των οποίων αποτελείται από λιβάδια που έχουν υποστεί βελτίωση και θεωρούνται µειωµένης αξίας για την άγρια πανίδα (Benstead et al. 1997). 2
13 Άλλοι υγρότοποι της Κεντρικής και Βόρειας Ευρώπης που φιλοξενούν σηµαντικές εκτάσεις υγρών ποολίβαδων βρίσκονται στο Εθνικό Πάρκο Biebrza στην Πολωνία (µε εκτάρια υγρών ποολίβαδων), στη ζώνη πληµµυρών του κεντρικού τµήµατος του ποταµού Pripyat στη Λευκορωσία (42. εκτάρια υγρών ποολίβαδων), στην περιοχή Shannon Callows της Ιρλανδίας (2.500 εκτάρια υγρών ποολίβαδων), στις περιοχές Eilandspolder και Polder Mijzen στις Κάτω Χώρες (1.120 εκτάρια υγρών ποολίβαδων συνολικά), στις περιοχές Hullo ja Sviby Laht και Matsalu στην Εσθονία/ Βαλτική Θάλασσα (190 και 7. εκτάρια υγρών ποολίβαδων αντίστοιχα), στην περιοχή Marais de la Vacherie στην Γαλλία (290 εκτάρια υγρών ποολίβαδων), στη ζώνη πληµµυρών του ποταµού Morava στη Σλοβακία (2.823 εκτάρια υγρών ποολίβαδων µε ιδιαίτερα υψηλό πλούτο ειδών), στη ζώνη πληµµυρών του ποταµού Lužnice στην Τσεχία (1. εκτάρια υγρών ποολίβαδων συν 300 εκτάρια στη γειτονική Αυστρία), στη λίµνη Hornborgasjön στη Σουηδία (600 εκτάρια υγρών ποολίβαδων) και στη ζώνη πληµµυρών του ποταµού ούναβη στη Γερµανία (Donauaue bei Pfatter µε 340 εκτάρια υγρών ποολίβαδων) (Benstead et al. 1999). Στην Ελλάδα δεν έχει πραγµατοποιηθεί λεπτοµερής απογραφή των περιοχών µε υγρά ποολίβαδα. Από διάφορες βιβλιογραφικές πηγές (Papanastasis 1992b, 1992c, Ελληνική Ορνιθολογική Εταιρία 1994, Crivelli et al. 1995, ιαµαντόπουλος και συν. 1998, Καζαντζίδης και Ναζηρίδης 1999, ιαµαντόπουλος και συν. 200 Καζόγλου 2004, Kati et al. 2006) και προσωπικές επικοινωνίες και παρατηρήσεις, οι οποίες όµως δεν είναι πλήρεις καθώς περιορίζονται κυρίως στο χώρο της Βόρειας Ελλάδας (Αθανασιάδης 2004, Jerrentrup 2002, Ναζηρίδης 2004, προσωπικές επικοινωνίες), συµπεραίνεται, ότι οι σηµαντικότερες εκτάσεις υγρών ποολίβαδων της χώρας απαντώνται στις λίµνες Κερκίνη, Ισµαρίδα, Βιστονίδα, Μικρή Πρέσπα, Καστοριάς και Άγρα, στο δέλτα του Έβρου και τη λιµνοθάλασσα ράνα, στο δέλτα των ποταµών Αλιάκµονα Λουδία Αξιού Γαλλικού, στο δέλτα του ποταµού Καλαµά, στη ζώνη πληµµυρών του ποταµού Λούρου και άλλες περιοχές του Αµβρακικού κόλπου, στη λιµνοθάλασσα Καλογριάς και τα έλη Λάµιας Αχαΐας, και στο δέλτα του Νέστου. Μικρότερες υγρολιβαδικές εκτάσεις υπάρχουν στις λίµνες Βεγορίτιδα, Πετρών, Χειµαδίτιδα, 3
14 Ζάζαρη (όλες στο νοµό Φλώρινας), Παµβώτιδας Ιωαννίνων και Λιµνοπούλας Θεσπρωτίας, στο έλος Αρτζάν Κιλκίς και στην αλυκή Κίτρους Πιερίας. Τα «έλη γλυκού νερού και τα υγρά ποολίβαδα» αναφέρονται ως ένας από τους επτά τύπους υγροτόπων της Ελλάδας στην απογραφή που πραγµατοποίησε ο Heliotis (1988), όπου αναφέρεται ότι ο συγκεκριµένος τύπος απαντάται σε 39 περιοχές και καλύπτουν συνολική έκταση εκταρίων. Ως τύπος οικοτόπου, τα υγρά ποολίβαδα περιλαµβάνονται στον κωδικό 6420 µε τίτλο «Μεσογειακοί λειµώνες υψηλών χόρτων και βούρλων (Molinio Holoschoenion)» που απαντάται σε 31 περιοχές του επιστηµονικού καταλόγου του ικτύου NATURA 2 για την Ελλάδα (Ντάφης και συν. 2001). Η πλειονότητα των περιοχών αυτών (28 περιοχές) αφορούν σε ηπειρωτικούς και νησιωτικούς υγροτόπους της χώρας (Dafis et al. 1996). Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι, µεταξύ των 31 περιοχών του επιστηµονικού καταλόγου και των περιοχών που αναφέρθηκαν στην προηγούµενη παράγραφο, διακρίνονται ορισµένες οµοιότητες, αλλά και διαφοροποιήσεις, οι όποιες οφείλονται στη χρήση διαφορετικών ορισµών της έννοιας του υγρού λιβαδιού (περισσότερο «φυτοκοινωνιολογικός» ορισµός στον επιστηµονικό κατάλογο του ικτύου NATURA 2 σε σχέση µε τον «τεχνικότερο» ορισµό που δόθηκε στην αρχή του παρόντος κεφαλαίου). Οι 31 περιοχές του επιστηµονικού καταλόγου που φιλοξενούν φυτοκοινωνίες του οικοτόπου 6420 είναι οι εξής: λίµνες και λιµνοθάλασσες της Θράκης (κωδικός NATURA 2: GR1139), δέλτα Νέστου και λιµνοθάλασσες Κεραµωτής (GR ), όρος Βέρµιο (GR1211), λίµνες Βόλβη και Λαγκαδά (GR122001), ποταµός Αξιός (GR1227), υδροχαρές δάσος Μουριών Κιλκίς (GR1232), λίµνη Άγρα (GR1244), λίµνη Κερκίνη (GR1261), λίµνη Καστοριάς (GR1321), όρος Βούρινο (GR133001), Εθνικός ρυµός Πρεσπών (GR1341), λίµνες Βεγορίτιδας και Πετρών (GR1344), δέλτα Πηνειού Τέµπη (GR1422), Κουκουναριές Σκιάθου (GR1433), εκβολές ποταµού Καλαµά (GR2121), εκβολές Αχέροντα (GR2141), λιµνοθάλασσα Κορισσίων Κέρκυρας (GR2232), λιµνοθάλασσες στενών Λευκάδας και αλυκών Λευκάδας (GR2241), εκβολές Ευρώτα (GR2543), λιµνοθάλασσα Πύλου ( ιβάρι) (GR2554), Χορταρολίµνη και αλυκή Λήµνου (GR4111), υγρότοποι νήσου Κω (GR4218), όρµος Βιταλίου Άνδρου (GR4221), Μυρσίνη ακρωτήρι 4
15 Λιβαδά Τήνου (GR ), υγρότοποι παραλίας Ρεθύµνου (GR4334), λιµνοθάλασσες Γραµβούσας Χανίων (GR4341), νήσος Ελαφόνησος απέναντι παραλία Χανίων (GR4342), Έλος Τοπόλια Άγιος ίκαιος Χανίων (GR4344), λίµνη Αγιάς εκβολές Κερίτη Χανίων (GR4346), ακρωτήρι ράπανο παραλία Γεωργιούπολης λίµνη Κουρνά Χανίων (GR ) και περιοχή Άσφενδου Καλλικράτης Χανίων (GR ) (Ζαλίδης και Μαντζαβέλας 1994, Dafis et al. 1996, Ντάφης και συν. 2001). Παρά τη σπουδαιότητα των υγρών ποολίβαδων για την άγρια χλωρίδα και πανίδα και τις ανθρώπινες δραστηριότητες, οι συνολικές απώλειες των εκτάσεων τους σε πανευρωπαϊκό επίπεδο υπολογίζονται σε 15 εκατοµµύρια εκτάρια (150. τετ. χλµ.) κατά τη διάρκεια των τελευταίων 200 ετών (Benstead et al. 1999). Μόνο στο Ηνωµένο Βασίλειο η σχετική µείωση έφθασε στο 40% µεταξύ των δεκαετιών 1930 και 1980 (Williams and Hall 1987), µε βασικότερες αιτίες τις αποξηράνσεις και τις έγγειες βελτιώσεις για γεωργικούς σκοπούς. Συνοπτικά, η καταστροφή, υποβάθµιση και συρρίκνωση των εκτάσεων υγρών ποολίβαδων οφείλονται σε αλλαγές των γεωργο-κτηνοτροφικών δραστηριοτήτων, σε αποξηράνσεις και έργα αντιπληµµυρικής προστασίας, στη χρήση υδάτων για υδρευτικούς και αρδευτικούς σκοπούς, σε φαινόµενα ευτροφισµού, στην αύξηση της στάθµης της θάλασσας που απειλεί παράκτια συστήµατα υγρών ποολίβαδων, σε αναπτυξιακά έργα και εξαγωγή ορυκτών, και στον κατατεµαχισµό υγροτόπων (Benstead et al. 1999, Rasmussen 1999). Στον Εθνικό ρυµό Πρεσπών και πιο συγκεκριµένα στη λίµνη Μικρή Πρέσπα, η συνολική έκταση των υγρών ποολίβαδων µειώθηκε κατά 75% µεταξύ των ετών (Pyrovetsi and Karteris 1986, Καζόγλου και συν. 2001). Το γεγονός αυτό αποδίδεται σε εγγειοβελτιωτικά έργα, σε απαγορεύσεις σχετικά µε τη διαχείριση της παραλίµνιας βλάστησης και στην εγκατάλειψη της παραδοσιακής και συστηµατικής διαχείρισης της βλάστησης των υγρών ποολίβαδων στο σύνολο σχεδόν της παραλίµνιας ζώνης. Οι συνέπειες της µείωσης της συνολικής έκτασης των υγρών ποολίβαδων στον υγρότοπο φάνηκαν σταδιακά και αφορούσαν κυρίως: α) στη διακοπή του φωλιάσµατος στην περιοχή ορισµένων ειδών υδρόβιων πουλιών, όπως η χαλκόκοτα (Plegadis falcinellus) 5
16 (1970) και η χουλιαροµύτα (Platalea leucorodia) (1992), β) στη µείωση των αναπαραγόµενων ζευγών άλλων ειδών πουλιών που εξαρτώνται από τα υγρά ποολίβαδα (ορισµένα είδη ερωδιών), γ) στη µείωση των αλιευµάτων φυτόφιλων ειδών ψαριών και κυρίως του κυπρίνου (Cyprinus carpio), και δ) στην επέκταση των καλαµιώνων (µε κυρίαρχο είδος το καλάµι Phragmites australis) σε επιφάνειες που παλαιότερα καταλαµβάνονταν από υγρά ποολίβαδα (Κατσαδωράκης και Πετρίδης 1986, Crivelli 199 Pearce and Crivelli 1994, Κατσαδωράκης 1995, 1996α, 1996β, Catsadorakis 1997, Catsadorakis and Malakou 1997, Καζόγλου και συν. 2001). Οι παραπάνω αρνητικές επιπτώσεις της µείωσης της συνολικής έκτασης των υγρών ποολίβαδων στη λίµνη Μικρή Πρέσπα επηρεάζουν το σύνολο του λιµναίου οικοσυστήµατος των Πρεσπών, το οποίο στα πλαίσια της διασυνοριακής προστατευόµενης περιοχής του Πάρκου Πρεσπών καταλαµβάνει έκταση τετ. χλµ. (Hollis and Stevenson 1997) συµπεριλαµβανοµένων των δύο λιµνών και των λεκανών απορροής τους (MedWet 2). Η αποκατάσταση των υγρών ποολίβαδων αποτελεί προτεραιότητα στον υπάρχοντα σχεδιασµό για την προστασία και διατήρηση της µοναδικής βιοποικιλότητας του υγροτόπου, τόσο σε επίπεδο Εθνικού ρυµού, όσο και σε διασυνοριακό επίπεδο. Η διαχείριση των υγρών ποολίβαδων µε επαναφορά των παραδοσιακών µεθόδων δε θα ήταν εφικτή στα πλαίσια του σύγχρονου οικονοµικού και τεχνολογικού περιβάλλοντος (Catsadorakis and Malakou 1997), ενώ απαραίτητη κρίνεται η περαιτέρω βελτίωση του νοµικού πλαισίου σχετικά µε τη λειτουργία του Εθνικού ρυµού Πρεσπών (Π 46/1974, ΥΑ /3007/1985) και η ολοκληρωµένη δραστηριοποίηση του νεοσυσταθέντος Φορέα ιαχείρισης του Εθνικού ρυµού (Νόµοι 2742/1999 και 3044/2002, ΚΥΑ /1416/2003). Η παρούσα έρευνα στοχεύει στην επιστηµονική τεκµηρίωση διαχειριστικών προτάσεων, όπως είναι η βόσκηση αγροτικών ζώων, για την αποκατάσταση των υγρών ποολίβαδων στη λίµνη Μικρή Πρέσπα, ως αναπόσπαστου συµπληρώµατος των προαναφερόµενων ενεργειών που καλύπτουν το θεσµικό πλαίσιο της διαχείρισης του υγροτόπου. 6
17 2. ΑΝΑΣΚΟΠΗΣΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑΣ 2.1. Υγρότοποι (ορισµοί, λειτουργίες, αξίες, απειλές) Η λέξη «υγρότοπος» ή «υγροβιότοπος» ή «υδροβιότοπος» είναι ένας σχετικά πρόσφατος νεολογισµός και αποτελεί την ελληνική απόδοση του αγγλικού όρου wetland, του γερµανικού Feuchtgebiet και του γαλλικού zone humide. Αν και η ερµηνεία του όρου αυτού παρουσιάζει αρκετές παραλλαγές, συνήθως υπονοεί τις µεταβατικές ζώνες µεταξύ των νερών µε βάθος πάνω από 6 µ. και της ξηράς. Αφορά δηλαδή όλες τις µικρού ή µεγαλύτερου βάθους συγκεντρώσεις νερού, είτε αυτές είναι ρέουσες είτε στάσιµες, παράκτιες ή εσωτερικές, καθώς επίσης και τις περιοχές των οποίων η στάθµη του υπόγειου νερού απέχει πολύ λίγο από την επιφάνεια του εδάφους για µεγάλα χρονικά διαστήµατα κατά τη διάρκεια του έτους (Μαντζαβέλας και συν. 2001). Το ζήτηµα του ορισµού των υγροτόπων έχει απασχολήσει πολλούς συγγραφείς και φορείς (Cowardin et al. 1979, Maltby 1986, Mitsch and Gosselink 1986, Feirabend and Zelazny 1987, Τσιούρης και Γεράκης 1991, Ζαλίδης και Μαντζαβέλας 1994, Committee on Characterization of Wetlands 1995, Keddy 2002). Οι ορισµοί που έχουν δοθεί διακρίνονται γενικώς σε «επιστηµονικούς» και «νοµικούς», χωρίς όµως αυτό να σηµαίνει ότι οι επιστήµονες ερευνητές χρησιµοποιούν αποκλειστικά και µόνο τους πρώτους ή και το αντίστροφο. Ένας ευρέως χρησιµοποιούµενος και αποδεκτός ορισµός των υγροτόπων είναι αυτός που αναφέρεται στο άρθρο 1 της «Σύµβασης Ραµσάρ για τους υγροτόπους διεθνούς σηµασίας, ιδίως ως ενδιαιτηµάτων υδρόβιων πουλιών». Σύµφωνα µε τον ορισµό αυτό, «Υγρότοποι είναι φυσικές ή τεχνητές περιοχές αποτελούµενες από έλη γενικώς (marshes), από µη αποκλειστικά οµβροδίαιτα έλη µε τυρφώδες υπόστρωµα (fen), από τυρφώδεις γαίες (peatland) ή από νερό. Οι περιοχές αυτές είναι µονίµως ή προσωρινώς κατακλυζόµενες µε νερό, το οποίο είναι στάσιµο ή ρέον, γλυκό, υφάλµυρο ή αλµυρό και περιλαµβάνουν επίσης εκείνες που καλύπτονται µε θαλασσινό νερό, το βάθος του οποίου κατά τη ρηχία (αµπώτιδα) δεν υπερβαίνει τα έξι µέτρα». Στο άρθρο 2 της ίδιας σύµβασης 7
18 αναφέρεται ακόµα ότι στους υγροτόπους µπορεί να περιλαµβάνονται και «οι παρόχθιες ή παράκτιες ζώνες που γειτονεύουν µε υγροτόπους ή µε νησιά ή µε θαλάσσιες υδατοσυλλογές και που είναι βαθύτερες µεν από έξι µέτρα κατά τη ρηχία, αλλά βρίσκονται µέσα στα όρια του υγροτόπου, όπως αυτός καθορίζεται παραπάνω» (Ζαλίδης και Μαντζαβέλας 1994, Frazier 1996). Ο ορισµός αυτός είναι ο µόνος νοµικά κατοχυρωµένος στην Ελλάδα (Ζαλίδης και Μαντζαβέλας 1994, Τσουγκράκης 1995), ενώ στη Σύµβαση Ραµσάρ έχουν συµπεριληφθεί 881 υγρότοποι µε συνολική έκταση 62,7 εκατοµµύρια εκτάρια (Keddy 2002). Σύµφωνα µε τον Keddy (2002), η ευρύτητα του παραπάνω ορισµού είναι αξιοθαύµαστη και ταυτόχρονα χρήσιµη για διεθνείς συµβάσεις περί προστασίας και διατήρησης υγροτόπων. Ως ορισµός όµως εµπεριέχει δύο µειονεκτήµατα: α) χρησιµοποιεί όρους οι οποίοι επίσης χρήζουν ορισµών (π.χ. έλη), και β) είναι τόσο ευρύς που πιθανόν στερείται της απαραίτητης για την επιστηµονική έρευνα ακρίβειας. Ο ίδιος συγγραφέας προτείνει τον εξής ορισµό: «Υγρότοπος είναι ένα οικοσύστηµα που προκύπτει, όταν το πληµµύρισµα από νερό παράγει εδάφη κυριαρχούµενα από αναερόβιες διεργασίες και εξαναγκάζει τους φυτικούς και ζωικούς οργανισµούς, ειδικά τα ριζωµένα φυτά, να επιδείξουν προσαρµογές ανοχής στο πληµµύρισµα». Πρόκειται για έναν επίσης ευρύ ορισµό, που περιλαµβάνει όλους τους υγροτόπους από τους τροπικούς βάλτους µαγγρόβιων ως τους υπαρκτικούς τυρφώνες. Συνεχίζοντας τη σχετικά σύντοµη αναφορά του στο θέµα των ορισµών, ο Keddy θεωρεί ότι ο ορισµός της Committee on Characterization of Wetlands (1995) αποτελεί σηµείο αναφοράς, καθώς καταφέρνει να µην επηρεάζεται από το πνεύµα σχετικών δηµόσιων υπηρεσιών, πολιτικών απόψεων ή κανονισµών: «Υγρότοπος είναι ένα οικοσύστηµα που εξαρτάται από τη συνεχή ή περιοδική πληµµύρα µικρού βάθους ή τον κορεσµό µε νερό στην επιφάνεια του υποστρώµατος ή κοντά σε αυτήν. Τα ελάχιστα απαραίτητα χαρακτηριστικά ενός υγροτόπου είναι η περιοδική, η διατηρούµενη πληµµύρα ή ο κορεσµός µε νερό στην επιφάνεια του υποστρώµατος ή κοντά σε αυτή και η ύπαρξη φυσικών, χηµικών και βιολογικών γνωρισµάτων που αντανακλούν την περιοδική, τη διατηρούµενη πληµµύρα ή τον κορεσµό µε νερό. Κοινά διαγνωστικά χαρακτηριστικά των υγροτόπων είναι τα υγρά/ υδροµορφικά (hydric) εδάφη και η υδροφυτική βλάστηση. Τα χαρακτηριστικά αυτά θα είναι 8
19 παρόντα, εκτός από τις περιπτώσεις όπου συγκεκριµένοι φυσικοχηµικοί, βιοτικοί, ή ανθρωπογενείς παράγοντες τα έχουν αφαιρέσει ή έχουν αποτρέψει την ανάπτυξή τους». Σε όλους τους παραπάνω ορισµούς, αλλά και σε άλλους σχετικούς ορισµούς που υπάρχουν στη βιβλιογραφία (Cowardin et al. 1979, Maltby 1986, Mitsch and Gosselink 1986, Feirabend and Zelazny 1987), διακρίνονται συγκεκριµένα κοινά χαρακτηριστικά των υγροτόπων, όπως η παρουσία του νερού, τα διαφοροποιηµένα υδροµορφικά εδάφη υποστρώµατα και τα ξεχωριστά είδη χλωρίδας και πανίδας που απαντούν σε αυτούς. Η κατανόηση των διαφορετικών αντιλήψεων, ως προς το τι είναι και ως πού εκτείνεται ο «υγρότοπος», αποτελεί έναν από τους βασικούς όρους για τον ορθολογικό σχεδιασµό και υλοποίηση της διαχείρισης και αποκατάστασης των υγροτόπων (Μαντζαβέλας και συν. 2001). Οι Μαντζαβέλας και συν. (2001) αναφέρουν επίσης, ότι η παρατηρούµενη ποικιλοµορφία ορισµών της έννοιας του υγροτόπου εξηγείται εύστοχα από τους Mitsch and Gosselink (1986): «Επειδή τα χαρακτηριστικά των υγροτόπων διαβαθµίζονται συνεχώς µεταξύ υδρόβιων και χερσαίων, οποιοσδήποτε ορισµός των υγροτόπων είναι σε κάποιο βαθµό αυθαίρετος. Κατά συνέπεια, δεν υπάρχει κάποιος µοναδικός, καθολικά αναγνωρισµένος ορισµός σχετικά µε το τι είναι υγρότοπος. Η έλλειψη αυτή έχει προκαλέσει σύγχυση και αντιφάσεις στη διαχείριση, ταξινόµηση και απογραφή υγροτοπικών συστηµάτων, λαµβάνοντας όµως υπόψη την ποικιλότητα των τύπων, µεγεθών, τοποθεσιών και συνθηκών των υγροτόπων οι αντιφάσεις αυτές δεν πρέπει να προκαλούν έκπληξη». Οι υγρότοποι αποτελούν έναν από τους πολυτιµότερους πόρους του πλανήτη και κατέχουν τη δεύτερη θέση µετά τα τροπικά δάση ως αποθέµατα βιοποικιλότητας και φυσικής παραγωγικότητας. Επιπλέον, παίζουν σηµαντικό ρόλο σε ζωτικές πλανητικές διεργασίες, όπως είναι ο υδρολογικός κύκλος και η εξασφάλιση καταφυγίων για τα µεταναστευτικά ψάρια και πουλιά (Pearce and Crivelli 1994, Frazier 1996, Keddy 2002). Επιγραµµατικά, οι λειτουργίες των υγροτόπων, ως φυσικές διαδικασίες που πραγµατοποιούνται σε αυτούς (κάποιες µάλιστα µόνο σε αυτούς), είναι η συµµετοχή τους στον κύκλο του νερού, ο 9
20 εµπλουτισµός και προστασία των υπόγειων υδροφορέων, η συγκέντρωση υδάτων που πηγάζουν από υπόγειους υδροφορείς, ο έλεγχος των πληµµυρών, η σταθεροποίηση των ακτών, η συγκράτηση ιζηµάτων και τοξικών ουσιών, η συγκράτηση θρεπτικών και η µερική ανακύκλωσή τους (Skinner and Zalewski 1995). Σε αυτές τις λειτουργίες προστίθενται η παραγωγή µέσω της φωτοσύνθεσης (λειτουργία που σχετίζεται µε τη στήριξη των τροφικών αλυσίδων της άγριας ζωής), η ρύθµιση των επιπέδων διοξειδίου του άνθρακα και µεθανίου στην ατµόσφαιρα, η συντήρηση του παγκόσµιου κύκλου του αζώτου, η αποθήκευση οικολογικών πληροφοριών (µέσω της διατήρησης οργανισµών στα ιζήµατα των υγροτόπων) (Keddy 2002) και η ρύθµιση του µικροκλίµατος στις περιοχές που γειτνιάζουν µε υγροτόπους, εξαιτίας της µεγάλης θερµοχωρητικότητας του νερού (Κατσαδωράκης 1995, Μαντζαβέλας και συν. 2001). Συνοψίζοντας, οι Ζαλίδης και συν. (2002) αναφέρουν ότι οι ευρέως αποδεκτές κύριες λειτουργίες των υγροτόπων είναι η αποθήκευση νερού, η στήριξη των τροφικών πλεγµάτων, ο εµπλουτισµός των υπόγειων υδροφορέων, η παγίδευση ιζηµάτων και τοξικών ουσιών, η αποµάκρυνση και ο µετασχηµατισµός θρεπτικών ουσιών, η τροποποίηση πληµµυρικών φαινοµένων και η σταθεροποίηση των ακτών. Οι ίδιοι συγγραφείς αναφέρουν, ότι οι παραπάνω λειτουργίες των υγροτόπων δηµιουργούν πολύτιµα αγαθά και υπηρεσίες για τον άνθρωπο, γνωστές και ως αξίες των υγροτόπων. Αυτές είναι οι παρακάτω: βιολογική (βιοποικιλότητα), υδρευτική, αρδευτική, υδροηλεκτρική, αλιευτική, κτηνοτροφική, θηραµατική, υλοτοµική, αλατοληπτική, αµµοληπτική, επιστηµονική, εκπαιδευτική, πολιτιστική, αναψυχική, αντιπληµµυρική, αντιδιαβρωτική, βελτιωτική της ποιότητας του νερού, τοποκλιµατική, µεταφορική και ιαµατική. Είναι αξιοσηµείωτο ότι τα επίπεδα των αξιών των υγροτόπων και ο βαθµός χρήσης τους ενδέχεται να διαφέρουν πολύ, ακόµη και από έτος σε έτος στον ίδιο υγρότοπο (Ζαλίδης και συν. 2002). Με βάση αυτές τις αξίες, οι υγρότοποι προσφέρουν τροφή, υλικά, εισόδηµα και υπηρεσίες σε εκατοµµύρια ανθρώπων, είτε µε άµεσους είτε µε έµµεσους τρόπους. Η αφθονία των αξιών και λειτουργιών των υγροτόπων µπορεί 10
21 να οδηγήσουν σε αυξηµένες πιέσεις σε βάρος τους, λόγω εµπορικών συµφερόντων και ανθρώπινων αναγκών (Frazier 1996). Παρά τη σηµασία των υγροτόπων για τις ανθρώπινες κοινότητες, το εύρος των προϊόντων και υπηρεσιών που παρέχουν θεωρείται, παραδοσιακά, δεδοµένο. Το αποτέλεσµα αυτής της αντίληψης είναι η διατήρηση των φυσικών υγροτόπων να µην αποτελεί προτεραιότητα στις περισσότερες χώρες του κόσµου. Καθώς όµως η απάθεια και η αµάθεια συνεχίζουν να επιτρέπουν την καταστροφή των υγροτόπων, η απώλεια των ωφελειών που κάποτε παρείχαν χωρίς κόστος γίνεται προοδευτικά όλο και πιο αισθητή. Παράλληλα, η αποτίµηση των αξιών αυτών σε καθαρά οικονοµικούς όρους αποτελεί ένα σχετικά νέο κλάδο της οικονοµικής επιστήµης, µε τις περισσότερες σχετικές έρευνες να έχουν εκπονηθεί στις Η.Π.Α. (Skinner and Zalewski 1995). Και ενώ σε πολλές περιπτώσεις η έκφραση των παραπάνω αξιών σε χρηµατο-οικονοµικούς όρους παράγει εντυπωσιακά αποτελέσµατα (π.χ. το 1986 η συµβολή των υγροτόπων των Η.Π.Α. στην εµπορική αξία των θαλάσσιων αλιευµάτων εκτιµήθηκε σε πάνω από 10 δισεκατοµµύρια δολάρια), οι απειλές για τους υγροτόπους εµµένουν και συχνά διογκώνονται (Skinner and Zalewski 1995). Οι απειλές αυτές, σύµφωνα µε τους Valaoras (1992), Pearce and Crivelli (1994), Zalidis et al. (1997) και τους Μαντζαβέλα και συν. (2001) συνίστανται σε: Υδρολογικά έργα, όπως η άντληση υπογείων υδάτων και οι εκτροπές υδάτων για αρδευτικούς σκοπούς. Αποξηράνσεις, κυρίως για τη δηµιουργία γεωργικών γαιών (ιδιαίτερα κατά το παρελθόν) και την εξυπηρέτηση βιοµηχανικών και οικιστικών αναγκών, συµπεριλαµβανοµένης της τουριστικής ανάπτυξης και της αύξησης του πληθυσµού σε ευρύτερες περιοχές µε πλειάδα υγροτόπων (π.χ. Μεσογειακή λεκάνη). Ρύπανση από αστικά, βιοµηχανικά, κτηνοτροφικά λύµατα και γεωργικά λιπάσµατα, που αυξάνουν τον ευτροφισµό των λιµνοθαλασσών και λιµνών, και από υπερβολική χρήση ζιζανιοκτόνων. Υπεραλίευση και υδατοκαλλιέργειες. Παράνοµο και υπερβολικό κυνήγι (και χρήση σκαγιών µολύβδου), άλλες παράνοµες δραστηριότητες (π.χ. αµµοληψίες, επιχωµατώσεις, 11
22 εκχερσώσεις παρόχθιας βλάστησης) και µη ορθολογικά εφαρµοζόµενες πρακτικές (π.χ. υπερβόσκηση). Όχληση στην άγρια πανίδα, που προκαλείται από αναποτελεσµατικό έλεγχο της κίνησης επισκεπτών και πιέσεις για περισσότερες παροχές προς όφελος του τουρισµού (π.χ. χρήση σκαφών αναψυχής και διαπλατύνσεις δρόµων σε προστατευόµενες περιοχές). Σε πολλές περιοχές, οι παραπάνω διεργασίες υποβάθµισης των υγροτόπων είναι πιθανώς εξίσου ανησυχητικές µε την ολοκληρωτική καταστροφή τους. Χαρακτηριστικά αναφέρεται ότι σε ανάλυση των απειλών σε υγροτόπους Ραµσάρ, που έγινε από το Γραφείο Ραµσάρ το 199 η ενόχληση (από το κυνήγι, τις ασχολίες αναψυχής και τη χρήση µηχανοκίνητων λέµβων) αποτελούσε την πρώτη απειλή για 112 από τους 318 ευρωπαϊκούς και µεσογειακούς υγροτόπους Ραµσάρ, ακολουθούµενη από τη ρύπανση (σε 105 περιοχές) και τις ευρύτερες γεωργικές δραστηριότητες σε 64 περιοχές (Pearce and Crivelli 1994). Οι Hoyer et al. (2006) αναφέρουν, ότι σε πανευρωπαϊκό επίπεδο οι απώλειες υγροτόπων την περίοδο έφτασαν το 10%. Στην Ελλάδα, η συνολική έκταση των υγροτόπων µειώθηκε κατά 61-63% (300. εκτάρια) κατά τη διάρκεια του 20 ου αιώνα (Psilovikos 1992, Handrinos 1992) Τύποι υγροτόπων και υγρών ποολίβαδων Τύποι υγροτόπων Η ταξινόµηση και διαφοροποίηση των υγροτόπων σε ξεχωριστούς τύπους είναι πολύ χρήσιµη για ερευνητικούς και διαχειριστικούς σκοπούς µε τη σχετική βιβλιογραφία να είναι ιδιαίτερα πλούσια, προερχόµενη κυρίως από χώρες, όπου η µελέτη και διαχείριση των υγροτοπικών πόρων έχει µακρόχρονη ιστορία. Με βάση τον ορισµό των υγροτόπων της Σύµβασης Ραµσάρ, διαµορφώθηκε από το γραφείο Ραµσάρ ένα σύστηµα ταξινόµησης υγροτόπων, το οποίο εγκρίθηκε κατά την τέταρτη συνάντηση των συµβαλλόµενων µερών, που έγινε στο Montreux το 1990 (Ζαλίδης και Μαντζαβέλας 1994). Σύµφωνα µε την ταξινόµηση αυτή, οι 12
23 υγρότοποι διακρίνονται σε τρεις κύριες κατηγορίες: α) θαλάσσιοι και παράκτιοι υγρότοποι, β) εσωτερικοί υγρότοποι, και γ) τεχνητοί υγρότοποι) (Πίνακας Π1 1 ). Ως βασική µονάδα χαρτογράφησης, ο όρος «υγρότοπος» αναφέρεται για πρώτη φορά το 1985 στα πλαίσια του Προγράµµατος της Ε.Ο.Κ. CORINE Landcover (Μαντζαβέλας και συν. 2001). Σκοπός του προγράµµατος αυτού ήταν να παρέχει στους υπεύθυνους για τη λήψη των αποφάσεων σε θέµατα ευρωπαϊκής αγροτικής πολιτικής ποσοτική και περιγραφική (χαρτογραφική) πληροφορία σχετικά µε την κάλυψη και τις χρήσεις γης, µε ενιαίο και συγκρίσιµο τρόπο για την ευρωπαϊκή επικράτεια 2. Για να επιτευχθεί αυτό, αναπτύχθηκε µια συγκεκριµένη µεθοδολογία για τη συλλογή και την χαρτογραφική παρουσίαση των στοιχείων, η οποία στηρίχθηκε σε ηλεκτρονικά υποστηριζόµενη ανάλυση δορυφορικών εικόνων και την κατάταξη των δεδοµένων τους σε µια από τις 44 κατηγορίες κάλυψης/ χρήσεων γης που ορίστηκε ως βάση για το πρόγραµµα (Πίνακας Π2). Αποτέλεσµα αυτής της απογραφής ήταν η παραγωγή χαρτών σε κλίµακα 1: στους οποίους η διαφοροποίηση των υγροτόπων αναγνωρίζεται και αποτυπώνεται σε πέντε από τις παραπάνω 44 κατηγορίες: α) Εσωτερικά έλη (inland marshes), β) Τυρφώνες (τυρφώδη έλη, peat bogs), γ) Αλµυρά έλη (salt marshes), δ) Αλυκές (salines), και ε) ιαπαλιρροιακά πεδία (intertidal flats). Εξετάζοντας τις κατηγορίες κάλυψης/ χρήσεων γης του προγράµµατος CORINE Landcover διαπιστώνουµε, ότι κάποιοι τύποι υγροτόπων περιλαµβάνονται σε διαφορετικές κατηγορίες σε σχέση µε άλλα συστήµατα ταξινόµησης. Για παράδειγµα, οι τεχνητές λίµνες κατατάσσονται στην κατηγορία «τεχνητών επιφανειών», οι ορυζώνες στην κατηγορία «αγροτικές εκτάσεις», ενώ τα ποτάµια και οι εκβολές τους, οι λιµνοθάλασσες κ.ά. στην κατηγορία «υδάτινες µάζες». Υπάρχουν επίσης και ορισµένοι τύποι υγροτόπων, όπως οι γεωθερµικοί υγρότοποι ή οι πηγές που δεν αναφέρονται. Το σύστηµα ταξινόµησης του Corine Landcover προσφέρεται για γενικές καταγραφές και εκτιµήσεις σε µικρές χαρτογραφικές κλίµακες και παρέχει δεδοµένα κάλυψης γης, που είναι 1 Το πρόθεµα Π στον αριθµό σηµαίνει ότι ο συγκεκριµένος πίνακας βρίσκεται στο Παράρτηµα. 2 Η εφαρµογή του προγράµµατος CORINE Landcover το 1985 περιελάµβανε την Γερµανία, Αγγλία, Ιρλανδία, Ιταλία, Γαλλία, Ελλάδα, Πορτογαλία, Ισπανία, Ολλανδία, Λουξεµβούργο, Βέλγιο και ανία. Στη συνέχεια το πρόγραµµα επεκτάθηκε το 1991 και κάλυψε τη Σουηδία, Φινλανδία, Πολωνία, Τσεχία, Σλοβακία, Αυστρία, Ελβετία, Ουγγαρία, Ρουµανία και Βουλγαρία. 13
24 απαραίτητα για το γενικό σχεδιασµό περιβαλλοντικής και χωροταξικής πολιτικής καθώς και τοµεακών πολιτικών (µεταφορές, γεωργία κλπ.). εν ενδείκνυται η χρησιµοποίηση του για διαχειριστικές προσεγγίσεις τοπικής κλίµακας. Ο τρόπος ταξινόµησης των υγροτόπων δε συµβαδίζει µε την προσέγγιση που απαιτείται για ένα σχέδιο διαχείρισης, όπου η γνώση των ορίων των υγροτοπικών περιοχών για τις οποίες σχεδιάζονται παρεµβάσεις είναι απαραίτητη (Μαντζαβέλας και συν. 2001). Στο σηµείο αυτό πρέπει να γίνει αναφορά στην Οδηγία 92/43/ΕΟΚ του Ευρωπαϊκού Συµβουλίου της 21 ης Μαίου 1992 «για τη διατήρηση των φυσικών οικοτόπων καθώς και της άγριας χλωρίδας και πανίδας», στην οποία δεν γίνεται πλέον ξεχωριστή αναφορά στην έννοια του υγροτόπου, αλλά (στο παράρτηµα Ι αυτής) παρατίθενται 64 κατηγορίες µονάδων βλάστησης (τύποι οικοτόπων) οι οποίοι αναπτύσσονται σε υγροτόπους (Πίνακας Π3) και χωρίζονται σε εννέα κύριες κατηγορίες οικοτόπων: Παράκτιοι και αλοφυτικοί οικότοποι Παράκτιες και ενδοχωρικές θίνες Οικότοποι γλυκέων υδάτων Εύκρατα χέρσα εδάφη και λόχµες Λόχµες µε σκληροφυλλική βλάστηση Φυσικές και ηµιφυσικές χλοώδης διαπλάσεις Υψηλοί και χαµηλοί τυρφώνες Βραχώδεις οικότοποι και σπήλαια άση Οι τύποι οικοτόπων αποτελούν πλέον σηµείο αναφοράς τόσο µεταξύ των ειδικών επιστηµόνων, όσο και σε επίπεδο προγραµµάτων προστασίας και διατήρησης του φυσικού περιβάλλοντος στα πλαίσια της Ε.Ε. (π.χ. προγράµµατα LIFE-Φύση). Σύµφωνα µε τους Μαντζαβέλα και συν. (2001), η προσέγγιση αυτή πλεονεκτεί των δύο προηγούµενων (Ραµσάρ και CORINE) στο ότι δίνει περισσότερο βάρος στην οικολογική και βιολογική διάσταση των υγροτόπων. Μάλιστα, η αναφορά σε αυτούς είναι εξαιρετικά εξειδικευµένη, κάτι που φαίνεται από το µεγάλο αριθµό των «υγροτοπικών» τύπων οικοτόπων, αλλά ταυτόχρονα ιδιαίτερα περιεκτική, καθώς µε έµµεσο τρόπο διακρίνει και αποτυπώνει τις φυσικοχηµικές 14
25 παραµέτρους, την εξάρτηση από το νερό, τα µορφολογικά και τοπιογραφικά χαρακτηριστικά, το ανάγλυφο, τις κλιµατικές συνθήκες και γενικά ό,τι στηρίζει και διαµορφώνει τους οικοτόπους αυτούς. Πολύ χρήσιµο βοήθηµα στην αναγνώριση των τύπων οικοτόπων που απαντούν στη χώρα µας αποτελεί ο τεχνικός οδηγός χαρτογράφησης των Ντάφη και συν. (2001). Ο Keddy (2002), παρατηρεί ότι πολλοί αγγλόφωνοι συγγραφείς από διάφορες χώρες του κόσµου χρησιµοποιούν κοινούς όρους για το χαρακτηρισµό διαφορετικών τύπων υγροτόπων, ενώ σε άλλες περιπτώσεις συγκεκριµένοι τύποι υγροτόπων περιγράφονται από πολλούς διαφορετικούς όρους συχνά στα όρια της ίδιας χώρας. Ο ίδιος συγγραφέας προτείνει τη χρησιµοποίηση µιας σχετικά απλής ταξινόµησης υγροτόπων µε έξι µόνο τύπους, οι οποίοι είναι οι εξής (η απόδοση των όρων από την αγγλική γλώσσα βασίστηκε µερικώς σε σχετικές αναφορές των Ζαλίδη και Μαντζαβέλα 1994, ΕΛΕ 200 Ντάφη και συν. 2001): Έλη στα οποία κυριαρχούν δένδρα µε ρίζες σε υδροµορφικά εδάφη, αλλά όχι σε τύρφη (swamps). Έλη στα οποία κυριαρχούν ποώδη φυτά, τα οποία συνήθως αναδύονται από το νερό και έχουν ρίζες σε υδροµορφικά εδάφη, αλλά όχι σε τύρφη (marshes). Ο τύπος αυτός περιλαµβάνει έλη µε ψαθιά (Typha spp) και τις διαπλάσεις καλαµιώνων (Phragmites australis). Υγροτοπικές κοινότητες (τυρφώνες) κυριαρχούµενες από βρυόφυτα του γένους Sphagnum (σφάγνα), αγρωστοειδή (οικογένεια Cyperaceae), θάµνοι του γένους Erica ή αειθαλή δένδρα µε ρίζες σε βαθιά τύρφη (bogs). Υγροτοπικές κοινότητες (έλη, βάλτοι) συνήθως κυριαρχούµενες από αγρωστοειδή και αγρωστώδη µε ρίζες σε αβαθή τύρφη, συχνά µε σηµαντική κίνηση νερού µέσα στην τύρφη (fens). Υγρά ποολίβαδα (wet meadows), στα οποία κυριαρχούν ποώδη φυτά µε ρίζες σε περιοδικά πληµµυριζόµενα εδάφη. Ρηχά νερά (shallow water), τα οποία κυριαρχούνται από αµιγώς υδρόβια είδη φυτών που αναπτύσσονται µέσα στο νερό και είναι καλυµµένα από τουλάχιστον 25 εκ. νερού. 15
26 Από τα παραπάνω συµπεραίνεται, ότι δεν υπάρχει ένα ενιαίο σύστηµα ταξινόµησης των τύπων υγροτόπων, κάτι το οποίο µελλοντικά ίσως να ήταν εξαιρετικά χρήσιµο Τύποι υγρών ποολίβαδων Παρεµφερής µε τον παραπάνω ορισµό των υγρών ποολίβαδων είναι αυτός των Kazoglou et al. (2004), οι οποίοι ορίζουν τα υγρά ποολίβαδα ως «Λιβάδια καλυµµένα από ποώδη είδη φυτών χαµηλής ανάπτυξης σε εδάφη που πληµµυρίζονται περιοδικά ή είναι κορεσµένα µε νερό για ένα διάστηµα του έτους». Οι Benstead et al. (1997) αναφέρουν, ότι τα υγρά ποολίβαδα στο Ηνωµένο Βασίλειο απαντώνται σε εκτάσεις περιοδικώς κατακλυζόµενες ή κορεσµένες µε γλυκό νερό και στις οποίες η διαχείριση για γεωργοκτηνοτροφικούς σκοπούς (βόσκηση, κόψιµο ή συνδυασµός των δύο αυτών πρακτικών) ευνοεί την ανάπτυξη βλάστησης κυριαρχούµενης από χαµηλής ανάπτυξης αγρωστώδη, αγρωστοειδή και βούρλα. Σε αυτά δεν περιλαµβάνονται ενδιαιτήµατα κυριαρχούµενα από Phragmites australis. Οι ίδιοι συγγραφείς τονίζουν ότι ο όρος «υγρά ποολίβαδα» περιλαµβάνει ένα ευρύ φάσµα υπο-τύπων υγροτόπων (ή τύπων υγρών λιβαδιών), οι οποίοι είναι: Ηµι-φυσικά χορτολίβαδα των ζωνών πληµµυρών ποταµών, των οποίων ο ηµι-φυσικός χαρακτήρας οφείλεται στην αναποτελεσµατικότητα πλήρους ελέγχου των πληµµυρών µέσω τεχνικών έργων διευθετήσεων των κοιτών των ποταµών. Συνήθως, σε αυτόν τον τύπο υγρών λιβαδιών, η στάθµη των υδάτων ανέρχεται σταδιακά πάνω από την επιφάνεια του εδάφους κατά τις υγρές περιόδους. Ζώνες έκπλυσης, οι οποίες είναι διαµορφωµένες για την αποθήκευση των υδάτων των πληµµυρών µε σκοπό την αποφυγή πληµµυρικών φαινοµένων σε κοντινές περιοχές. Αυτές περιβάλλονται από αναχώµατα και η στάθµη των υδάτων µπορεί να ανέρχεται ξαφνικά και να παραµένει σε υψηλά επίπεδα για µεγάλα χρονικά διαστήµατα. 16
27 Υγρά κοφτολίβαδα, στα οποία η ελεγχόµενη ρύθµιση της στάθµης των υδάτων χρησιµοποιείται για την προώθηση της γονιµότητας και την αύξηση της παραγωγής σανού. Υγρά ποολίβαδα σε εδάφη που είχαν αποστραγγιστεί κατά το παρελθόν, µε εντατική πλέον διαχείριση της στάθµης του νερού και βελτίωση της λιβαδικής σύνθεσης µε επανειληµµένες σπορές µιγµάτων µε Lolium perenne και άλλων ταχυαυξών λιβαδικών φυτών. Παραλίµνια υγρά ποολίβαδα µικρών ή µεγάλων λιµνών, τα οποία πληµµυρίζονται περιοδικά εξαιτίας εποχικών αυξήσεων της στάθµης των υδάτων. Σε µια νεότερη έκδοση για τα υγρά ποολίβαδα της Βόρειας και Κεντρικής Ευρώπης, οι Benstead et al. (1999) αναφέρουν ότι τα υγρά ποολίβαδα συνήθως χαρακτηρίζονται από αφθονία αγρωστωδών χαµηλής ανάπτυξης, περιοδικό αλλά όχι συνεχές πληµµύρισµα µε υφάλµυρο ή γλυκό νερό, ή υψηλό επίπεδο στάθµης υδάτων στην επιφάνεια του εδάφους ή κοντά σε αυτήν για αρκετά µεγάλο χρονικό διάστηµα κατά τη διάρκεια του έτους και συστηµατική διαχείριση µε κοπές ή βόσκηση. Ο όρος «υγρά ποολίβαδα» περιλαµβάνει βιοτόπους κυριαρχούµενους από είδη του γένους Carex, όχι όµως διαπλάσεις του είδους Phragmites australis. Ως τύπους υγρών ποολίβαδων παραθέτουν τους εξής πέντε: Φυσικά και τεχνητά ποολίβαδα σε ζώνες πληµµυρών ποταµών. Παραλίµνια ποολίβαδα και λειµώνες µε εποχιακό πληµµύρισµα. Ζώνες έκπλυσης, κατασκευασµένες για την αποθήκευση των υδάτων των πληµµυρών, όπως περιγράφηκαν παραπάνω. Παράκτια βοσκόµενα ποολίβαδα, που βρίσκονται πίσω από τοιχία ή αναχώµατα προστασίας της ξηράς από τη θάλασσα. Πρόκειται δηλαδή για ποολίβαδα που έχουν προέλθει από αλµυρόβαλτους ή ακόµα και την ίδια τη θάλασσα. Φυσικά παραθαλάσσια ποολίβαδα, που σχηµατίζουν τµήµα της µεταβατικής ζώνης µεταξύ των θαλάσσιων και των χερσαίων ενδιαιτηµάτων. 17
28 Στην ελληνική βιβλιογραφία, ο όρος «υγρά λιβάδια» χρησιµοποιείται αντί του υγρού ποολίβαδου. Οι Μαντζαβέλας και συν. (2001) αναφέρουν ότι «Με τον όρο υγρά λιβάδια χαρακτηρίζονται οι εποχιακά κατακλυζόµενοι υδροβιότοποι των οποίων η βλάστηση αποτελείται από υπερυδατικά ποώδη φυτά, χαρακτηριστικό των οποίων είναι ότι η αυξητική τους περίοδος ταυτίζεται µε την περίοδο κατάκλυσης. Κατά την περίοδο κατάκλυσης, η οποία διαρκεί αρκετούς µήνες ετησίως, η στάθµη του νερού βρίσκεται λίγο επάνω (0-20 εκ.), ή περίπου στην επιφάνεια του εδάφους. Τα υδρολογικά αυτά χαρακτηριστικά απαντώνται κυρίως στις ζώνες πληµµυρών ή στις εκβολές ποταµών, στις παρυφές λιµνών και σε παράκτιους υδροβιοτόπους στη ζώνη µετάβασης από το θαλάσσιο προς το χερσαίο οικοσύστηµα». Σε αυτόν τον ορισµό, η αυξητική περίοδος των υγρολιβαδικών φυτών (άνοιξη καλοκαίρι) ταυτίζεται µε την περίοδο κατάκλυσης των υγρών ποολίβαδων (την άνοιξη συνήθως οι εισροές νερού στους υγροτόπους είναι αυξηµένες κυρίως λόγω τήξης του χιονιού που συγκεντρώνεται κατά τη χειµερινή περίοδο στις ορεινές περιοχές των αντίστοιχων λεκανών απορροής). Η ταύτιση αυτή όµως περιορίζει την έννοια των υγρών ποολίβαδων µε έναν τεχνητό τρόπο, ο οποίος πιθανότατα δηµιουργεί προβλήµατα στο χαρακτηρισµό ορισµένων τύπων υγροτόπων, διότι είναι δυνατό ορισµένα υγρά ποολίβαδα που πληρούν το χαρακτηριστικό αυτό να πληµµυρίζονται και κατά τη διάρκεια άλλων περιόδων (π.χ. το χειµώνα εξαιτίας πληµµυρικών φαινοµένων παρακείµενων ποταµών ή λόγω έντονων βροχοπτώσεων). Οι Παπαστεργιάδου και συν. (2002) αναφέρουν, ότι τα υγρολίβαδα είναι «Ετερογενής συνεύρεση φυτικών ειδών που απαντά σε περιοχές που κατακλύζονται από γλυκό νερό µε µικρό βάθος στη διάρκεια του χειµώνα και διατηρούν υψηλή στάθµη το καλοκαίρι. Η περιστασιακή καύση, κοπή ή βόσκηση αποτρέπει την εισβολή θάµνων και αποθαρρύνει την αύξηση του Phragmites australis. Τα υγρολίβαδα απαντούν σε πολλές περιοχές στη Βόρεια Ευρώπη, αλλά ο αριθµός τους είναι περιορισµένος στη Μεσόγειο όπου η ξηρασία περιορίζει την αύξηση πολλών χαρακτηριστικών ειδών. Συνήθως κατέχουν ενδιάµεση θέση ανάµεσα στους καλαµώνες και τη χερσαία βλάστηση». Οι Καζόγλου και Παπαναστάσης (2003) προτείνουν έναν ελαστικότερο ορισµό, θέτοντας ωστόσο ένα µέγιστο όριο για το µέσο ύψος της βλάστησης: «Ως υγρά λιβάδια ή υγρολίβαδα χαρακτηρίζονται τα λιβάδια που καλύπτονται µε ποώδη 18
29 φυτά χαµηλής ανάπτυξης (<100 εκ.) σε εδάφη, τα οποία πληµµυρίζονται περιοδικά ή είναι κορεσµένα από νερό σε ορισµένες περιόδους του έτους». Σε τεχνικό κείµενο που αναφέρεται σε θέµατα διαχείρισης των υγρών ποολίβαδων της λίµνης Μικρή Πρέσπα, τα υγρά λιβάδια ορίζονται ως «Περιοχές που βρίσκονται µεταξύ των καλαµιώνων και της ξηράς και είναι πληµµυρισµένες για κάποιο διάστηµα του έτους ή η επιφάνεια του εδάφους τους βρίσκεται σε απόσταση µικρότερη από 20 εκ. από τον υδροφόρο ορίζοντα. Το όριο των υγρών λιβαδιών προς τη λίµνη µπορεί να οριστεί σε βάθος νερού 50 εκ. Έτσι, τα υγρά λιβάδια ποικίλουν σε µέγεθος ανάλογα µε τη στάθµη της λίµνης κάθε έτος, την εποχιακή διακύµανση της στάθµης και την έκταση των καλαµιώνων» (Catsadorakis 1995). Ο ορισµός αυτός είναι τεχνικά χρήσιµος όσον αφορά τη χωροθέτηση του συγκεκριµένου βιοτόπου στην παραλίµνια ζώνη και, ενώ δεν αναφέρεται συγκεκριµένα στα χαρακτηριστικά της βλάστησης των υγρών λιβαδιών, υπονοεί ότι αυτά δεν κυριαρχούνται από καλάµια καθώς χρησιµοποιεί τους καλαµιώνες (όπως και το βάθος του νερού) ως ορόσηµο εξάπλωσής τους προς τη λίµνη. Στη µελέτη για την αποκατάσταση και διαχείριση των υγρών λιβαδιών στην ίδια λίµνη τα υγρά λιβάδια αναφέρονται ως «Παρόχθιες περιοχές µε χαµηλή υδρόφιλη βλάστηση και ήπιες κλίσεις, οι οποίες καλύπτονται από νερό ορισµένες εποχές του έτους, ανάλογα µε την αυξοµείωση της στάθµης της λίµνης» (Καζόγλου και συν. 2001). Κοινά σηµεία µεταξύ των παραπάνω αναφορών στα υγρά ποολίβαδα αποτελούν οι εναλλαγές στο καθεστώς πληµµυρίσµατός τους ανάλογα µε την εποχή και την πηγή προέλευσης του νερού (περιοδικό πληµµύρισµα των εδαφών ή κορεσµός αυτών µε νερό) και η χαµηλής ανάπτυξης ποώδης βλάστηση. Σε αυτά τα δύο χαρακτηριστικά θα πρέπει να προστεθεί και η εφαρµογή συστηµατικής διαχείρισης της βλάστησης, η οποία είναι απαραίτητη για τη διατήρηση της χαµηλής δοµής της ποώδους βλάστησης. Τα υγρά ποολίβαδα αποτελούν ενδιάµεσο στάδιο της οικολογικής διαδοχής και η διαχείριση της βλάστησης αναφέρεται από πολλούς συγγραφείς (π.χ. Mesléard and Perennou 1996, Crawley 1997b, Heady 1999) ως το µέσο για την αποτροπή εγκατάστασης περισσότερο ανταγωνιστικών φυτών σε βάρος των τυπικών ειδών φυτών των 19
30 υγρών ποολίβαδων. Χαρακτηριστικά αναφέρεται, ότι στην εθνική ταξινόµηση κατά τύπο βλάστησης των υγρών ποολίβαδων και των συσχετιζόµενων φυτοκοινοτήτων του Ηνωµένου Βασιλείου, που πραγµατοποιήθηκε από τον Rodwell (1991, 1992, 1995 αναφερόµενος από τους Benstead et al. 1997), η διαχείριση της βλάστησης και των υδάτων αποτελούν βασικά συστατικά του ορισµού κάθε τύπου υγρών ποολίβαδων. Στην ταξινόµηση αυτή, τα υγρά ποολίβαδα εντάσσονται σε τρεις κύριες κατηγορίες: α) τυπικά υγρά ποολίβαδα, β) έλη σε τυρφώδη εδάφη, και γ) έλη σε µη τυρφώδη εδάφη (Πίνακας Π4). Σε αντίθεση µε τα παραπάνω, αξίζει να σηµειωθεί η άποψη του Keddy (2002), ο οποίος αναφέρει ότι «Η οικολογία των υγρών ποολίβαδων φαίνεται συνδεδεµένη µε αυτήν των ελών (µε αναδυόµενα ποώδη φυτά µε ρίζες σε υδροµορφικά µη τυρφώδη εδάφη), µε τη διαφορά ότι τα περισσότερα φυτά είναι µικρότερα και, αντί να διατηρούνται µε βαθιά ριζώµατα, εµφανίζονται περισσότερο εξαρτηµένα από συχνές ανανεώσεις αποθεµάτων θαµµένων σπερµάτων. Έτσι, µπορεί να θεωρηθεί ότι τα υγρά λιβάδια αντιπροσωπεύουν έναν ακραίο τύπο έλους, όπου οι ρυθµοί διαταραχής είναι τόσο υψηλοί και το ενδιαίτηµα τόσο σύντοµης διάρκειας, που ούτε πυκνές διαπλάσεις ελωδών φυτών µε ριζώµατα µπορούν να επιβιώσουν». Ενώ λοιπόν ο συγγραφέας υποστηρίζει ότι τα χαµηλής ανάπτυξης ποώδη φυτά των υγρών ποολίβαδων οφείλουν την ύπαρξή τους σε «συχνές ανανεώσεις αποθεµάτων θαµµένων σπερµάτων», ταυτόχρονα αναφέρεται σε σηµαντικές «διαταραχές» και στη «σύντοµη διάρκεια» του ενδιαιτήµατος (εννοώντας προφανώς το µικρό χρονικό διάστηµα πληµµυρίσµατος) για να αιτιολογήσει τη µη εγκατάσταση των περισσότερο ανταγωνιστικών ελωδών φυτών µε ριζώµατα, όπως το καλάµι και το ψαθί. Από τα παραπάνω, προκύπτει η µεγάλη σηµασία της διαχείρισης (που περιλαµβάνει και τη βόσκηση) ή διαταραχής µε σκοπό τη διατήρηση των χλωριδικών και δοµικών χαρακτηριστικών των υγρών ποολίβαδων και την αποτροπή της εγκατάστασης περισσότερο ανταγωνιστικών ειδών µη τυπικών για υγρολίβαδα. Τέλος, παρατηρείται ότι πολλοί ορισµοί σχετικά µε την ταξινόµηση των τύπων υγροτόπων και υγρών ποολίβαδων, είναι περισσότερο «φυσιογνωµικοί» ή «προέλευσης». Εξαίρεση αποτελούν οι ορισµοί που δίνουν έµφαση στη χλωρίδα των υγροτόπων, όπως αυτός της «Οδηγίας των 20
31 οικοτόπων» (92/43/ΕΟΚ). Ειδικά όµως για τους τύπους των υγρών ποολίβαδων (και τους τύπους των υγρών λιβαδιών γενικότερα), εκτιµάται ότι είναι απαραίτητη µια περισσότερο εξειδικευµένη επιστηµονική ταξινόµηση µε βάση τα κυρίαρχα φυτικά είδη κάθε τύπου. Μία τέτοια ταξινόµηση θα δώσει τη δυνατότητα πλήρους διαφοροποίησης των τύπων υγρών ποολίβαδων (και υγρών λιβαδιών γενικότερα) και θα είναι εξαιρετικά χρήσιµη τόσο για ερευνητικούς, όσο και για διαχειριστικούς σκοπούς Σηµασία των υγρών ποολίβαδων για την άγρια ζωή, οφέλη για τους υδατικούς πόρους και τις τοπικές οικονοµίες, απειλές Οι περισσότερες έρευνες και µελέτες σχετικά µε τα υγρά ποολίβαδα σχετίζονται κυρίως µε τη σηµασία τους για την υγροτοπική άγρια πανίδα και ιδιαίτερα την ορνιθοπανίδα, τις απειλές που αυτά αντιµετωπίζουν και τη διαχείρισή τους. Χαρακτηριστικό είναι ότι οι αιτίες που οδηγούν στην απώλεια, συρρίκνωση ή/ και στην υποβάθµιση των υγρών ποολίβαδων εµπίπτουν στις απειλές που αντιµετωπίζουν οι υγρότοποι γενικότερα, όπως αναφέρθηκαν παραπάνω, αλλά συνδέονται και µε έναν ακόµη σηµαντικό παράγοντα: τη µειούµενη σε πολλές περιπτώσεις ένταση διαχείρισης της υγροτοπικής βλάστησης ως τµήµα των οικονοµικών δραστηριοτήτων των ανθρώπων που ζουν κοντά σε υγροτόπους (Hollis et al. 1989, Gordon et al. 199 Benstead et al. 1999). Σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, τα υγρά ποολίβαδα χαρακτηρίζονται από υψηλή βιοποικιλότητα και, µεταξύ άλλων, φιλοξενούν σπάνια και απειλούµενα είδη και κοινότητες συµπεριλαµβανοµένων σηµαντικών (σε εθνικά και διεθνή επίπεδα) πληθυσµών πουλιών, και ένα ευρύ φάσµα θηλαστικών, ασπόνδυλων, ερπετών και αµφιβίων. Πολλά είδη φυτών και ορισµένες φυτοκοινότητες διατηρούνται σε υγρά ποολίβαδα υπό την επίδραση της βόσκησης ή και της κοπής και φυσικών διεργασιών σε ορισµένες περιπτώσεις (Benstead et al. 1999). Τα κυρίαρχα είδη φυτών των υγρών ποολίβαδων είναι διάφορα πολυετή και ετήσια αγρωστώδη, αγρωστοειδή και πλατύφυλλες πόες µε αντιπροσωπευτικότερα είδη των γενών Agrostis, Alisma, Alopecurus, Althaea, 21
32 Arthrocnemum, Butomus, Carex, Cirsium, Cyperus, Eleocharis, Festuca, Galium, Glyceria, Holcus, Iris, Juncus, Leucium, Lysimachia, Lycopus, Lythrum, Mentha, Molinia, Myosotis, Oenanthe, Paspalum, Poa, Potentilla, Ranunculus, Rorippa, Rumex, Salicornia, Scirpus, Trifolium, Veronica και Vicia. Όταν το περιοδικό πληµµύρισµα διαρκεί για ικανό διάστηµα και το βάθος του νερού είναι ικανοποιητικό, στον υπόροφο των διαπλάσεων των υγρών ποολίβαδων αναπτύσσονται υφυδατικά και επιπλέοντα υδρόφυτα µε χαρακτηριστικότερα αυτά των γενών Ceratophyllum, Hydrocharis, Lemna, Myriophyllum, Nymphaea, Potamogeton και άλλα (Παυλίδης 1985, Britton and Crivelli 1993, Pearce and Crivelli 1994, Mesléard and Perennou 1996, Benstead et al. 1997, Καζόγλου και Παπαναστάσης 2003, Καραγιαννακίδου και συν. 2003). Η χλωριδική ποικιλότητα υγρών ποολίβαδων πολλών ευρωπαϊκών χωρών είναι ιδιαίτερα πλούσια και περιλαµβάνει συγκεκριµένα είδη τα οποία είναι απειλούµενα σε παγκόσµιο επίπεδο, όπως τα Apium repens, Lobelia urens, Selinum carvifolia και Scorzonera humilis (Jefferson and Grice 1998). Ορισµένες φυτοκοινότητες έχουν συρρικνωθεί τόσο, ώστε να βρίσκονται υπό καθεστώς προστασίας από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Τέτοια είναι τα υγρά ποολίβαδα της κατηγορίας C38.2 (Alopecurus pratensis-sanguisorba offcinalis) και της κατηγορίας C37.23 (ένωση Cnidium dubium), που απαντάται στην κεντρική Ευρώπη (Council of the European Communities 1992). Οι Benstead et al. (1999), αναφέρουν, µεταξύ άλλων, ότι πολλά σπάνια είδη φυτών που απαντούν στη Σλοβακία και την ευρύτερη περιοχή της Βαλτικής έχουν καταγραφεί σε υγρά ποολίβαδα, ενώ στη ανία και την Ισπανία οι διαπλάσεις αυτές φιλοξενούν σηµαντικούς αριθµούς ειδών φυτών. Η ορνιθοπανίδα, ιδιαίτερα τα παρυδάτια (χαραδριόµορφα πλην γλάρων) και υδρόβια είδη, αποτελεί βασικό χρήστη των υγρών ποολίβαδων. Τα τελευταία λειτουργούν ως χώροι διατροφής, φωλιάσµατος, διαχείµασης ή ως σταθµοί κατά τη διάρκεια της εαρινής και φθινοπωρινής µετανάστευσης. Από εκτιµήσεις πληθυσµών παρυδάτιων πουλιών που αναπαράγονται σε χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης προέκυψε, ότι περισσότερα από τα µισά είδη φωλιάζουν σε υγρά ποολίβαδα (Hötker 1991). Εκτός από τα παρυδάτια, πλήθος άλλων ειδών 22
33 απαντώνται σε υγρά ποολίβαδα, όπως πελεκανόµορφα (πελεκάνοι, λαγγόνες), πελαργόµορφα (ερωδιοί, πελαργοί, χαλκόκοτες, χουλιαροµύτες), χηνόµορφα (κύκνοι, χήνες, πάπιες), γερανόµορφα, αλλά και είδη που ανήκουν σε άλλες κατηγορίες, όπως νυκτόβια και ηµερόβια αρπακτικά, στρουθιόµορφα και ορνιθόµορφα. Στο Ηνωµένο Βασίλειο, περισσότερα από 40 είδη πουλιών που χρήζουν προστασίας εξαρτώνται άµεσα ή έµµεσα από υγρά ποολίβαδα, µεταξύ των οποίων το παγκοσµίως απειλούµενο είδος Crex crex (ορτυκοµάνα) και σηµαντικοί σε διεθνές επίπεδο πληθυσµοί άλλων ειδών, όπως ο νανόκυκνος Cygnus columbianus, η χωραφόχηνα Anser fabalis και η ψαλίδα Anas acuta (Benstead et al. 1997) 3. Υγρά ποολίβαδα µε σηµαντικότατες συγκεντρώσεις πουλιών υπάρχουν και σε ορισµένους ελληνικούς υγροτόπους, µε τη λίµνη Κερκίνη, τον ποταµό Λούρο και το δέλτα του Έβρου να κατέχουν τις σηµαντικότερες ίσως θέσεις. Μεγάλο ποσοστό των ευρωπαϊκών πληθυσµών χηνών που διαχειµάζουν στην Ελλάδα, συγκεντρώνονται κάθε χρόνο σε υγρά ποολίβαδα κοντά στη λιµνοθάλασσα ράνα του Έβρου, όπου παρατηρούνται συστηµατικά χήνες σε µια έκταση στρ. για τρεις περίπου µήνες κάθε χειµώνα (Αθανασιάδης 2004 προσωπική επικοινωνία). Τα υγρά ποολίβαδα φιλοξενούν επίσης υψηλές συγκεντρώσεις ασπόνδυλων οργανισµών, οι οποίοι εξαρτώνται επίσης από την ύπαρξη άλλων «µικρο-βιοτόπων» µέσα στα υγρά ποολίβαδα, όπως υγρές υφέσεις στο ανάγλυφο, περιοδικά πληµµυρισµένες λιµνούλες, κανάλια και δέντρα µεγάλης ηλικίας. Ορισµένα σπάνια είδη ασπόνδυλων εξαρτώνται από την ύπαρξη υγρών ποολίβαδων, συµπεριλαµβανοµένης και της παγκοσµίως απειλούµενης πεταλούδας Eurodryas aurinia (Benstead et al. 1999). Σε έρευνα που πραγµατοποιήθηκε στην προστατευόµενη περιοχή Bátorliget στη βορειοανατολική Ουγγαρία βρέθηκαν 21 είδη Ορθοπτέρων (Nagy 1990). Στην Ελλάδα, οι σχετικές έρευνες δεν έχουν προχωρήσει σε βάθος µε αποτέλεσµα να µη γνωρίζουµε καλά τον αντίστοιχο πλούτο ειδών. Ενδιαφέρον όµως παρουσιάζει το γεγονός ότι στα υγρά ποολίβαδα της λίµνης Παµβώτιδας φιλοξενείται το ενδηµικό 3 Τα κοινά ονόµατα των πουλιών στα ελληνικά ακολουθούν την προτεινόµενη από τον Μπούσµπουρα (1999) ονοµασία. 23
34 για τη λίµνη είδος ορθοπτέρου (τάξη στην οποία ανήκουν οι ακρίδες και οι γρύλοι) Chorthippus lacustris (Kati et al. 2006). Η υψηλή βιοιποικιλότητα των υγρών ποολίβαδων περιλαµβάνει έναν ακόµη πολύ σηµαντικό κρίκο της τροφικής αλυσίδας των υγροτόπων, τα ψάρια. Πολλά είδη ψαριών εξαρτώνται άµεσα από αυτά, καθώς εναποθέτουν τα αβγά τους στη χαµηλή και πληµµυρισµένη βλάστηση των υγρών ποολίβαδων. Χαρακτηριστικό παράδειγµα αποτελεί ο κυπρίνος, ο οποίος µάλιστα αποτελεί και σηµαντικό αλίευµα πολλών βαλκανικών υγροτόπων (Maitland and Crivelli 1996). Ορισµένα άλλα είδη των ελληνικών υγροτόπων που χρησιµοποιούν τα υγρά ποολίβαδα για την αναπαραγωγή τους αποκλειστικά ή ευκαιριακά είναι το γλήνι (Tinca tinca), η πλατίκα (Rutilus ochridanus), το τσιρόνι (Chalcalburnus belvica) το σκουµπούζι (Chondrostoma prespensis), το ηλιόψαρο (Lepomis gibbosus) (Crivelli et al. 1997, Κατσαδωράκης 1996α), αλλά και η τούρνα (Esox lucius) (Miller and Loates 1997). Τα υγρά ποολίβαδα αποτελούν επίσης σηµαντικά καταφύγια για την ανάπτυξη των ιχθυδίων, τη διατροφή των ψαριών και γενικά για την καλή κατάσταση των ιχθυοπληθυσµών, ιδιαίτερα όταν η ύπαρξή τους συνδυάζεται µε ένα µωσαϊκό συγγενών βιοτόπων, όπως υδάτινες επιφάνειες χωρίς πυκνή αναδυόµενη βλάστηση (ανοιχτά νερά), αποστραγγιστικά κανάλια και κανάλια ή κοίτες ποταµών µε συνεχή ή διακοπτόµενη παροχή νερού (Benstead et al. 1999). Ο κατάλογος των ειδών άγριας πανίδας που χρησιµοποιούν τα υγρά ποολίβαδα περιλαµβάνει ακόµη αρκετά είδη αµφιβίων, ερπετών και θηλαστικών. Στο Ηνωµένο Βασίλειο, 5 από τα 6 είδη αυτόχθονων αµφιβίων χρησιµοποιούν επιφάνειες υγρών ποολίβαδων (Benstead et al. 1997), ενώ από τα 11 είδη αµφιβίων που έχουν καταγραφεί στον Εθνικό ρυµό Πρεσπών, τα 7 αναπαράγονται σε υγρά ποολίβαδα (Bousbouras and Ioannidis 1997). Στην ίδια περιοχή, 7 από τα 21 συνολικά είδη ερπετών έχουν παρατηρηθεί σε υγρά ποολίβαδα (Ioannidis and Bousbouras 1997), είτε στην πληµµυρισµένη φάση τους (νερόφιδα Natrix natrix, Natrix tessellata και νεροχελώνες Emys orbicularis), είτε όταν αυτά είναι απλώς υγρά ή ξηρά. Ορισµένα είδη θηλαστικών που απαντώνται σε υγρά ποολίβαδα είναι η βίδρα (Lutra lutra), ο οχθοαρουραίος 24
35 (Arvicola terrestris) και η άλκη (Alces alces) (Benstead et al. 1999). Στη Σκανδιναβία και άλλες χώρες της βορειοανατολικής Ευρώπης, η άλκη καταναλώνει κατά τους θερινούς κυρίως µήνες µεταξύ άλλων και υδρόβια φυτά βόσκοντας µέσα στα νερά, κολυµπώντας ή ακόµη και βουτώντας µέσα σε αυτά (MacDonald and Barrett 1993). Τέλος, τα υγρά ποολίβαδα αποτελούν σηµαντικούς τόπους διατροφής για νυχτερίδες, ιδιαίτερα όταν συνδυάζονται µε άλλα ενδιαιτήµατα, όπως παρόχθια δάση και επιφάνειες ανοιχτών νερών, και ακόµη περισσότερο όταν βρίσκονται κοντά σε χώρους που χρησιµοποιούνται από τις νυχτερίδες για ξεκούραση ή ως αποικίες αναπαραγωγής (Benstead et al. 1997, Benstead et al. 1999, Gremillet 2004 προσωπική επικοινωνία). Κατά τη διάρκεια των τελευταίων ετών, ιδιαίτερη σηµασία έχει δοθεί και στις υδρολογικές και φυσικοχηµικές λειτουργίες των υγρών ποολίβαδων (Benstead et al. 1999): α) συγκρατούν νερά και φερτά υλικά προερχόµενα από πληµµυρικά φαινόµενα, β) εµπλουτίζουν τους υπόγειους υδροφορείς, και γ) βελτιώνουν την ποιότητα των υδάτων κατακρατώντας θρεπτικά, τοξικές ουσίες και ιζήµατα. Από τις λειτουργίες αυτές, καθώς επίσης και από τις ευεργετικές επιδράσεις των υγρών ποολίβαδων στην άγρια ζωή, προκύπτουν σηµαντικά οικονοµικά οφέλη, τα οποία σχετίζονται µε τα αποθέµατα νερού, την υγεία των ιχθυ-αλιευµάτων γλυκών και υφάλµυρων νερών και συνεπώς την αλιεία, την κτηνοτροφία, τη γεωργία, τις ευκαιρίες αναψυχής, αλλά και µε δράσεις ερµηνείας περιβάλλοντος και περιβαλλοντικής εκπαίδευσης. Με την καταστροφή των υγρών ποολίβαδων, τα παραπάνω οφέλη χάνονται και συχνά η αναπλήρωσή τους πραγµατοποιείται µε τεράστια κόστη. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγµα της αποκατάστασης υγροτόπων στον ποταµό Skjern της ανίας (δυτική Γιουτλάνδη), το οποίο ξεκίνησε µέσα στη δεκαετία του 1990 και αποτέλεσε ένα από τα πιο µεγαλεπήβολα προγράµµατα φιλοπεριβαλλοντικής διαχείρισης υγροτόπων στην Ευρώπη (Rasmussen 1999). Ο συνολικός προϋπολογισµός του έργου ανήλθε στα 254 εκατοµµύρια κορώνες ανίας, δηλαδή περίπου 34,3 εκατοµµύρια ευρώ (ή 11,7 δις δρχ.). Το έργο περιελάµβανε αποκατάσταση εκταρίων υγροτόπων στον ποταµό Skjern από το σύνολο των 4 εκταρίων που είχαν αποστραγγιστεί για τη δηµιουργία 25
36 γεωργικής γης τη δεκαετία του Ο συγκεκριµένος ποταµός αποτελεί τη µεγαλύτερη πηγή ρύπανσης του Ringkøbing Fjord, µιας λιµνοθάλασσας έκτασης 300 τετ. χλµ. διεθνούς σηµασίας για µεταναστευτικά είδη πουλιών και ψαριών. Σε ετήσια βάση, και 100 τόνοι νιτρικών και φωσφορικών αλάτων αντίστοιχα, καθώς και τόνοι ώχρας και 30. τόνοι ιλύος, άµµου και χαλικιών αποτίθενται στο φιόρδ µέσω του ποταµού. Μια από τις δράσεις του έργου, το οποίο έχει σχεδόν ολοκληρωθεί, ήταν ο επαναπληµµυρισµός εκτάσεων υγρών ποολίβαδων δίπλα στον ποταµό, ο οποίος αναµένεται να µειώσει το ρυπαντικό φορτίο στο φιόρδ µέσα από φυσικές διεργασίες καθαρισµού των υδάτων κατά 6% ετησίως για τα νιτρικά (330 τόνοι), 15 % για τα φωσφορικά (15 τόνοι) και 25% για το σίδηρο (640 τόνοι) (Rasmussen 1999). Σηµαντικές εκτάσεις υγρών ποολίβαδων έχουν καταστραφεί ή υποβαθµιστεί κατά τη διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών, τόσο σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, όσο και στη χώρα µας. Στη σχετική βιβλιογραφία καταγράφονται πολυάριθµα παραδείγµατα καταστροφής υγρών ποολίβαδων προς όφελος άλλων µορφών χρήσεων γης και κυρίως γεωργικής γης από την προρωµαϊκή εποχή ως τις µέρες µας (Benstead et al. 1999). Παράλληλα, αποδεικνύεται ότι σε πολλές περιπτώσεις οι απόπειρες µετατροπής των υγρών ποολίβαδων σε γεωργικές εκτάσεις έχουν τελικά αποτύχει, είτε διότι τα πρώτα δεν µετατράπηκαν αρκετά ικανοποιητικά σε χωράφια λόγω εδαφολογικών χαρακτηριστικών (Κατσαδωράκης και συν. 1996, Kosmas et al. 1997), είτε διότι οι µεσο-µακροπρόθεσµες επιδράσεις των σχετικών έργων ήταν εξαιρετικά δυσµενείς για ανθρώπους και οικοσυστήµατα (όπως στην περίπτωση του ποταµού Skjern), είτε διότι τα οικονοµικά αποτελέσµατα των έργων προέκυψαν αρνητικά (Psychoudakis et al. 1995). Βασική αιτία συρρίκνωσης των εκτάσεων υγρών ποολίβαδων ήταν η εγκατάλειψη της παραδοσιακής διαχείρισης της βλάστησής τους, που οδήγησε στην ανάπτυξη υψηλής και πυκνής βλάστησης, όπως καλαµιώνες και παρόχθιες ή παράκτιες διαπλάσεις µε ιτιές (Salix spp) και αρµυρίκια (Tamarix spp). Οι επιπτώσεις από την απώλεια και την υποβάθµιση των υγρών ποολίβαδων στην άγρια χλωρίδα και πανίδα εκφράζονται µε εξαφανίσεις και 26
37 µειώσεις ειδών και πληθυσµών από τις αντίστοιχες περιοχές. Η ορνιθοπανίδα αποτελεί πιθανότατα την καλύτερα µελετηµένη οµάδα πανίδας ως προς τις δυσµενείς επιδράσεις της συρρίκνωσης των εκτάσεων υγρών ποολίβαδων και γενικότερα όλων των τύπων υγροτόπων. Ο συχνότερα χρησιµοποιούµενος σχετικός δείκτης είναι ο αριθµός των αναπαραγόµενων πληθυσµών κάθε είδους, που εξαρτάται άµεσα ή έµµεσα από την ύπαρξη υγρών ποολίβαδων στην περιοχή φωλιάσµατος. Η µείωση της έκτασης των υγρών ποολίβαδων στην Ευρώπη κατά 15 εκατοµµύρια εκτάρια στη διάρκεια των τελευταίων 200 ετών (Benstead et al. 1999) είχε ως αποτέλεσµα τη µείωση των αναπαραγόµενων πληθυσµών για επτά από τα οχτώ είδη παρυδάτιων πουλιών που χρησιµοποιούν υγρά ποολίβαδα (Hötker 1991). Οι Kati et al. (2006) µελέτησαν τους εναποµείναντες πληθυσµούς του άµεσα εξαρτώµενου από την ύπαρξη υγρών ποολίβαδων ορθοπτέρου Chorthippus lacustris (είδος ενδηµικό στην Ήπειρο) στις λίµνες Παµβώτιδας και Παραµυθιάς, όπου παρατηρήθηκε δραστική µείωση της συνολικής έκτασης των ενδιαιτηµάτων του κατά 85-99% κατά τη διάρκεια της τελευταίας πεντηκονταετίας. Οι ίδιοι ερευνητές κατέληξαν, µεταξύ άλλων, στα εξής συµπεράσµατα: α) µόνο ο ένας από τους πέντε πληθυσµούς βρίσκεται σε ικανοποιητική κατάσταση (γεγονός που σχετίστηκε άµεσα µε την αντίστοιχη, καλά δοµηµένη και µε υψηλή ποικιλία ειδών, φυτοκοινότητα υγρού ποολίβαδου), και β) η κύρια διαχειριστική πρακτική µε στόχο την προστασία και διατήρηση του είδους είναι η ανάσχεση της περαιτέρω απώλειας και η αποκατάσταση των υγρών ποολίβαδων σε συνδυασµό µε το ικανοποιητικό τους πληµµύρισµα κατά την κρίσιµη για το είδος χρονική περίοδο. Στη λίµνη Μικρή Πρέσπα, η συνολική επιφάνεια των υγρών ποολίβαδων µειώθηκε από 1290 στρ. το 1945 σε 890 στρ. το 1984 (Pyrovetsi and Karteris 1986) και σε µόνο 325 στρ. το έτος 2 (Καζόγλου και συν. 2001). Η δραµατική αυτή µείωση οφείλεται: Στην εκτροπή του Παλαιορέµατος από τη Μικρή προς τη Μεγάλη Πρέσπα ( ) και την κατασκευή του αρδευτικού δικτύου στον ανατολικό τοµέα του ρυµού ( ), έργα τα οποία προκάλεσαν τη διακοπή του πληµµυρίσµατος εκτεταµένων εκτάσεων υγρών ποολίβαδων στη 27
38 βορειοανατολική παρόχθια ζώνη και τη µετατροπή τους σε γεωργικές εκτάσεις (Catsadorakis and Malakou 1997). Στην καθολική απαγόρευση της καύσης των καλαµιώνων, αλλά και της εφαρµογής άλλων διαχειριστικών παρεµβάσεων στην παραλίµνια βλάστηση µε σκοπό την προστασία των πουλιών (από το 1971 και µετά) (Καζόγλου και συν. 2001). Οι απαγορεύσεις αυτές είχαν ως αποτέλεσµα την εξάπλωση των καλαµιώνων σε βάρος των υγρών ποολίβαδων, ενώ κάθε δραστηριότητα σχετική µε τη διαχείριση της παραλίµνιας βλάστησης µε σκοπό την υποβοήθηση της αναπαραγωγής των ψαριών (π.χ. κάψιµο των καλαµιώνων), την αλιεία µε µεθόδους ψαρέµατος που εφαρµόζονταν στα ρηχά νερά (π.χ. κόψιµο των καλαµιών και χρήση αυτών για την κατασκευή αλιευτικών εργαλείων), την κτηνοτροφία (π.χ. βόσκηση ζώων στα υγρά ποολίβαδα και τους καλαµιώνες και συλλογή χορτονοµής από αυτά) θεωρήθηκε παράνοµη. Στις σχετικά πρόσφατες αλλαγές στις ασχολίες των κατοίκων. Παλαιότερα, οι κάτοικοι συνέλεγαν καλάµια ως δοµικό και µονωτικό υλικό µε πολλές εφαρµογές, αλλά και ως ζωοτροφή για το χειµώνα. Οι ψαράδες διατηρούσαν τις ρηχές παραλίµνιες περιοχές καθαρές από υψηλά ελόφυτα (καλάµια, ψαθιά και ρογούζια) για να µπορούν να ψαρεύουν σε αυτές, καθώς τότε χρησιµοποιούσαν µεθόδους ψαρέµατος που εφαρµόζονταν κυρίως σε ρηχά νερά (καλαµωτές). Επιπλέον, γνωρίζοντας τις συνήθειες του κυπρίνου, έκαιγαν µεγάλες εκτάσεις καλαµιώνων κάθε χειµώνα, διευκολύνοντας έτσι την αναπαραγωγή των ψαριών την ερχόµενη άνοιξη. Ταυτόχρονα, η βόσκηση µεγάλων κοπαδιών ντόπιων αγελάδων και βουβάλων στα υγρά ποολίβαδα απέτρεπε την επέκταση των καλαµιώνων σε αυτά. Από τα µέσα της δεκαετίας του 1980 όµως, που οι κάτοικοι στράφηκαν κατά µεγάλο ποσοστό προς τη µονοκαλλιέργεια του φασολιού (Catsadorakis and Malakou 1997), η κτηνοτροφία στις παραλίµνιες περιοχές σχεδόν εγκαταλείφθηκε, ενώ η αλιεία γίνεται πλέον σε βαθύτερα νερά µε καλύτερες βάρκες και µε σύγχρονα εργαλεία, που δεν απαιτούν ιδιαίτερη προετοιµασία από τους αλιείς (π.χ. δίχτυα και παραγάδια κατασκευασµένα από συνθετικά υλικά). 28
39 Έτσι, εγκαταλείφθηκε η παραδοσιακή διαχείριση της βλάστησης των υγρών ποολίβαδων στο σύνολο σχεδόν της παραλίµνιας ζώνης (µε ελάχιστες αξιοσηµείωτες εξαιρέσεις) και οι καλαµιώνες εξαπλώθηκαν σε βάρος των υγρών ποολίβαδων (Κατσαδωράκης και Πετρίδης 1986, Pearce and Crivelli 1994, Κατσαδωράκης 1995, 1996α, 1996β, Catsadorakis 1997, Καζόγλου και συν. 2001). Η αποκατάσταση των τελευταίων σε όσο το δυνατό µεγαλύτερη έκταση περιµετρικά της Μικρής Πρέσπας µέσα από ένα µακροχρόνιο πρόγραµµα ολοκληρωµένης και ορθολογικής διαχείρισης αποτελεί προτεραιότητα για την προστασία και διατήρηση της βιοποικιλότητας του λιµναίου οικοσυστήµατος. Γενικά όµως τα µέχρι τώρα γνωστά βιβλιογραφικά δεδοµένα, που πραγµατεύονται το ζήτηµα της δηµιουργίας ή αποκατάστασης υγρών ποολίβαδων, προέρχονται αποκλειστικά από έρευνες που έχουν πραγµατοποιηθεί σε υγροτόπους άλλων χωρών και κυρίως της υτικής και Βόρειας Ευρώπης και των Η.Π.Α. Για τη Μικρή Πρέσπα, εκτιµήθηκε ότι πριν από την εφαρµογή σχετικού προγράµµατος σε µεγάλη κλίµακα (π.χ. στο σύνολο της παραλίµνιας ζώνης), ήταν απαραίτητη η εκπόνηση σχετικού πειραµατισµού επιτόπου για να παραχθούν οι απαραίτητες επιστηµονικά τεκµηριωµένες διαχειριστικές προτάσεις (Malakou 1998) Επιδράσεις της διαχείρισης στην υγροτοπική βλάστηση µε έµφαση στα υγρά ποολίβαδα και τους καλαµιώνες Βόσκηση Η υγροτοπική βλάστηση µπορεί να επηρεαστεί από διάφορες διαταραχές. Ο όρος διαταραχή (disturbance) χαρακτηρίζει «γεγονότα σύντοµης διάρκειας που προκαλούν µετρήσιµες αλλαγές στα χαρακτηριστικά των οικολογικών κοινοτήτων», καθένα από τα οποία έχει συγκεκριµένες ιδιότητες: α) διάρκεια, β) ένταση, γ) συχνότητα, και δ) έκταση που επηρεάζει (Keddy 2002). Οι διάφορες µορφές διαταραχών συχνά δρουν συνδυαστικά και σε πολλές περιπτώσεις οι συνδυασµοί αυτοί βρίσκουν εφαρµογή και ως διαχειριστικές παρεµβάσεις (Keddy 2002). Σύµφωνα µε τον ίδιο συγγραφέα, αλλά και τον Grime (1979), οι 29
40 διεργασίες µε τις οποίες αποµακρύνεται βιοµάζα γενικώς θεωρούνται διαταραχές. Αυτές µπορεί να διαχωριστούν σε αβιοτικές (πληµµύρα, κοπή, φωτιά, διάβρωση λόγω πάγου ή κυµατισµού, κατολισθήσεις µετατοπίσεις εδαφών) και βιοτικές [βόσκηση (υπό τη στενή της έννοια, δηλαδή ως κατανάλωση φυτών από τα ζώα για την κάλυψη των τροφικών τους αναγκών), παράχωµα, ποδοπάτηµα]. Κατά ορισµένους τρόπους, οι διαταραχές είναι παρόµοιες, ενώ σε άλλες περιπτώσεις είναι διαφορετικές (Keddy 2002). Η οµοιότητα έγκειται στην προσωρινή µείωση της ιστάµενης παραγωγής και στην εισχώρηση της ηλιακής ακτινοβολίας. Η διαφορά εντοπίζεται στο γεγονός, ότι η βόσκηση µπορεί να είναι πολύ πιο επιλεκτική από άλλες διαταραχές. Συνεχίζοντας, ο συγγραφέας τονίζει ότι η βόσκηση από µεγάλα ζώα είναι αξιοθαύµαστα αναποτελεσµατική στην αφαίρεση βιοµάζας από φυτοκοινότητες και ότι πολλές µελέτες κατά τη διάρκεια των τελευταίων 50 ετών έχουν αποδείξει ένα ιδιαίτερα εντυπωσιακό αποτέλεσµα: το µεγαλύτερο µέρος της φυτικής βιοµάζας καταλήγει απευθείας στους αποδοµητές της τροφικής αλυσίδας, που αποτελούνται από µικρούς ασπόνδυλους και µικροοργανισµούς. Η γενίκευση αυτή ισχύει από τα άνυδρα τροπικά λιβάδια ως τους εύκρατους αλµυρόβαλτους, αν και τα υδρόβια άλγη αποτελούν εµφανή εξαίρεση. Οι περισσότερες σχετικές µελέτες συχνά αφορούν ζώα που επεξεργάζονται λιγότερο από το 10% της φυτικής βιοµάζας (Keddy 2002). Παροµοίως, ο Crawley (1983) αναφέρει, ότι κατά µέσο όρο στα περισσότερα φυσικά οικοσυστήµατα, το 10% της καθαρής πρωτογενούς παραγωγής φαίνεται πως καταναλώνεται από τους φυτοφάγους οργανισµούς και το υπόλοιπο 90% από τους αποδοµητές. Σηµειώνεται πάντως ότι, στα πλαίσια της παρούσας ανασκόπησης, βρέθηκαν και άλλες εξαιρέσεις στην παραπάνω γενίκευση, όπως για παράδειγµα: α) τα φυτοφάγα ζώα σε υδάτινα οικοσυστήµατα, που καταναλώνουν από 30% έως 79% της καθαρής φυτικής παραγωγής (Cyr and Pace 1993 αναφερόµενοι από τον Rockwood 2006), και β) διάφορα είδη αγροτικών ζώων που βόσκουν σε υγροτόπους. Οι επιδράσεις της βόσκησης στην υγροτοπική βλάστηση καθορίζονται κατά το µεγαλύτερο ποσοστό τους από την ένταση της βόσκησης, τη συχνότητα, την εποχή που εφαρµόζεται, και την επιλεκτικότητα ως προς τα είδη ή τα τµήµατα των φυτών που καταναλώνονται ως τροφή από τα βόσκοντα ζώα 30
41 (Παπαναστάσης και Νοϊτσάκης 1992, Benstead et al. 1999). Η επιλεκτικότητα της βόσκησης σχετίζεται άµεσα µε το είδος του ζώου, παράµετρος η οποία καθορίζει την ικανότητά του να βόσκει και να παραµένει για µεγάλα ή µη χρονικά διαστήµατα σε υγρά ενδιαιτήµατα, τη συµπεριφορά και τις προτιµήσεις του. Ορισµένα είδη αγροτικών ζώων, όπως τα άλογα και οι αγελάδες της περιοχής Camargue της Γαλλίας, οι αγελάδες της σκοτσέζικης φυλής Highland, οι βραχυκερατικές αγελάδες των Πρεσπών και οι βούβαλοι µπορούν να βόσκουν πολλές ώρες µέσα στο νερό, καταναλώνοντας φυτά ή τµήµατα φυτών πάνω ή κάτω από την επιφάνεια του νερού. Οι επιδράσεις της βόσκησης (υπό την ευρύτερή της έννοια, που περιλαµβάνει την κατανάλωση φυτών ως τροφή, το ποδοπάτηµα και τις εκκρίσεις ούρων και κοπράνων) αγροτικών ζώων στην υγροτοπική βλάστηση, µε έµφαση στα υγρά ποολίβαδα και τους καλαµιώνες, συνοψίζονται στα εξής σηµεία: Συχνά η βόσκηση µειώνει τη φυτοκάλυψη, την ιστάµενη φυτική βιοµάζα και την ξηροφυλλάδα, αυξάνει την ποικιλότητα της βλάστησης και προκαλεί αλλαγές στη σύνθεση της βλάστησης (Papanastasis 1992a, Gordon et al. 199 Mesléard and Perennou 1996), µε πολλά παραδείγµατα που αφορούν στη βελτίωση της σύνθεσης, η οποία κατόπιν ευνοεί την εγκατάσταση µεγάλης ποικιλίας πανίδας (Bakker 1978, 1985, Basset 198 Bakker and Ruyter 1981, Mesléard et al. 1995). Οι παραπάνω επιδράσεις της βόσκησης επηρεάζονται σηµαντικά από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά κάθε βοσκόµενου υγροτόπου και από το εφαρµοζόµενο σύστηµα βόσκησης. Έτσι, οι επιδράσεις της βόσκησης θεωρούνται σε πολλές περιπτώσεις καταστρεπτικές για τη γεωµορφολογία των ρευµάτων και κατά συνέπεια για τα ενδιαιτήµατα των ψαριών (Platts 1979, Papanastasis 1992a). Άλλοτε πάλι, οι φαινοµενικά «καταστρεπτικές» συνέπειες της βόσκησης αποτελούν ζητούµενο µε σκοπό τη διατήρηση του υφιστάµενου σταδίου διαδοχής ή την οπισθοδρόµηση προς αρχικά στάδια (Ryder 198 Gordon et al. 199 Παπαναστάσης και Νοϊτσάκης 1992, Τσουγκράκης 1995). Η βόσκηση µε άλογα και βοοειδή ελέγχει τους καλαµιώνες και προωθεί την ανάπτυξη χαµηλότερων ειδών (χαρακτηριστικών για υγρά ποολίβαδα) και υδρόφυτων (Haslam 1971b, 1972), γεγονός που ευνοεί την 31
42 ορνιθοπανίδα και τους πληθυσµούς ασπόνδυλων και ψαριών (Basset 198 Lecomte and Leneveu 1986, Pearce and Crivelli 1994, Mesléard and Perennou 1996). Η βόσκηση θεωρείται ως ο σηµαντικότερος επί αιώνες παράγοντας διατήρησης των υγρών ποολίβαδων στους µεσογειακούς υγροτόπους, επειδή µε την εφαρµογή της αποτρέπεται η εγκατάσταση θάµνων ή διαπλάσεων υψηλών ελόφυτων, τα οποία σε διαφορετική περίπτωση θα κυριαρχούσαν σε εδάφη που πληµµυρίζονται κατά τη χειµερινή περίοδο. Επιπλέον, ως διαχειριστική πρακτική θεωρείται πιο αποτελεσµατική από το κόψιµο και τη φωτιά (Pearce and Crivelli 1994). Όταν τα βόσκοντα ζώα αποκόπτουν τα αναδυόµενα υπερυδατικά ελόφυτα κάτω από την επιφάνεια του νερού προκαλείται σήψη των φυτικών ιστών που µπορεί να οδηγήσει στο θάνατο των φυτών. Αντίστοιχα, όταν τα ζώα καταναλώνουν την κορυφή των καλαµιών, όπου βρίσκεται ο µεριστωµατικός τους ιστός, η ανάπτυξη διακόπτεται. Υπό έντονη βόσκηση, η αποκοπή των πράσινων τµηµάτων των φυτών προκαλεί ενεργοποίηση των αποθεµάτων σακχάρων των ριζωµάτων ή κονδύλων (Scirpus maritimus) και κατανάλωση τους σε ρυθµούς ταχύτερους από την αντικατάστασή τους µέσω φωτοσύνθεσης (Mesléard and Perennou 1996, Sinnassamy and Mauchamp 2). Συχνά η βόσκηση προκαλεί µείωση της σποροπαραγωγής µε την αποκοπή των αναπαραγωγικών τµηµάτων των φυτών ή διαταραχή των ετήσιων κύκλων, π.χ. καθυστέρηση της άνθησης και σποροπαραγωγής για µερικές εβδοµάδες (Scirpus maritimus) ή µήνες (Iris pseudacorus) (Walther 1994, Mesléard and Perennou 1996). Αυτό µπορεί να παρατείνει τη διάρκεια της γευστικότητας διαπλάσεων που βόσκονται από αγροτικά ζώα (π.χ. Scirpus maritimus), αλλά µακροχρόνια προκαλεί µείωση της πυκνότητας φυτών και της διαθεσιµότητας σπόρων λόγω µείωσης της σποροπαραγωγής. Λόγω επιλεκτικότητας των ζώων, η βόσκηση προκαλεί µείωση των επιθυµητών ειδών φυτών (Phragmites australis, Scirpus maritimus, Paspalum paspalodes), ενώ τα ανεπιθύµητα (Juncus acutus, Iris pseudacorus, Typha spp) µπορούν να αυξηθούν. Τα πρόβληµα αυτό αντιµετωπίζεται συχνά µε την 32
43 εφαρµογή σχετικά υψηλών εντάσεων βόσκησης (Mesléard and Perennou 1996) ή µε επιλεκτική κοπή (Benstead et al. 1999). Το ποδοπάτηµα των ζώων σε χαλαρά εδάφη µπορεί να προκαλέσει καταστροφή των ριζωµάτων και να επηρεάσει µε αυτόν τον τρόπο την ανάπτυξη των ελόφυτων κατά το επόµενο έτος (Sinnassamy and Mauchamp 2). Ειδικά για τo καλάµι, η Haslam (1972) αναφέρει ότι το ποδοπάτηµα καταστρέφει τα ανώτερα ριζώµατα µειώνοντας έτσι την πυκνότητα των οφθαλµών που παράγουν ιστάµενους βλαστούς. Για άλλα φυτά, όπως το Paspalum paspalodes, η αποκοπή των στολόνων λόγω ποδοπατήµατος ευνοεί την ανάπτυξη νέων βλαστών από τη βάση του φυτού και τη βλαστητική αναπαραγωγή (Mesléard and Perennou 1996). Το έντονο ποδοπάτηµα ενδιαιτηµάτων µε ρηχά νερά κατά τη θερινή περίοδο µπορεί να αλλοιώσει τη φυσική βλάστηση και να δηµιουργήσει κατάλληλες συνθήκες για την εγκατάσταση ανεπιθύµητων ειδών, π.χ. Typha spp (Mesléard and Perennou 1996). Το ποδοπάτηµα διανοίγει πυκνούς σχηµατισµούς ξηροφυλλάδας και δηµιουργεί γυµνά σηµεία στη βλάστηση, στα οποία µπορούν να εγκατασταθούν πρωτοπόρα είδη. Πολλοί σπόροι φυτρώνουν στις κοιλότητες που δηµιουργούν οι οπλές των ζώων (Pearce and Crivelli 1994, Mesléard and Perennou 1996). Το ποδοπάτηµα µπορεί επίσης να προκαλέσει συµπίεση των υγροτοπικών εδαφών, που επιφέρει µείωση του πορώδους και της οξυγόνωσης, επηρεάζοντας έτσι τη φύτρωση των σπόρων και την ανάπτυξη των υδρόβιων φυτών (Mesléard and Perennou 1996). Η συµπίεση των εδαφών και η διατάραξη της βλάστησης λόγω βόσκησης µπορούν επίσης να προκαλέσουν µείωση της διηθητικότητας, αύξηση της απορροής και έναρξη διάβρωσης (Skovlin 1984, Παπαναστάσης και Νοϊτσάκης 1992, Τσουγκράκης 1995). Τα ούρα και τα κόπρανα των φυτοφάγων ζώων µπορούν επίσης να επηρεάσουν τη βλάστηση ευνοώντας νιτρόφιλα είδη φυτών και επιταχύνοντας την ανακατανοµή και τους κύκλους των θρεπτικών στοιχείων (Gordon et al. 1990). 33
44 Οι επιδράσεις της βόσκησης καθορίζονται σηµαντικά από την έντασή της. Η παράµετρος αυτή έχει µελετηθεί διεξοδικά σε χερσαία λιβαδικά οικοσυστήµατα και για διάφορα είδη αγροτικών ζώων. Όµως, ως έννοια υπολογισµού του αριθµού των ζώων που µπορούν να βόσκουν ανά µονάδα επιφάνειας και σε συγκεκριµένα χρονικά διαστήµατα σε υγρά οικοσυστήµατα, όπως τα υγρά ποολίβαδα και οι καλαµιώνες, παρουσιάζει πολλές ιδιαιτερότητες λόγω των διαφορετικών χαρακτηριστικών των υγρών σε σχέση µε τα χερσαία οικοσυστήµατα, όπως για παράδειγµα: περισσότερη ανοµοιογένεια στη σύνθεση και δοµή της βλάστησης, ασταθές υδρολογικό καθεστώς, δυσκολία πρόσβασης για τα βόσκοντα ζώα σε όλη την έκταση της επιφάνειας που θεωρητικά µπορεί να βοσκηθεί. Πρέπει να τονιστεί, ότι οι επιδράσεις της βόσκησης στην υγροτοπική βλάστηση µπορεί να είναι διαφορετικές από υγρότοπο σε υγρότοπο εξαιτίας των διαφορών που υπάρχουν µεταξύ αυτών (π.χ. τύποι εδαφών, υδρολογικό καθεστώς) ακόµη και αν µε µια πρώτη εκτίµηση µοιάζουν σε πολλά σηµεία. Η ένταση της βόσκησης και η διάρκειά της καθορίζονται επίσης από τους σκοπούς της διαχείρισης των υγροτοπικών περιοχών, όπως για παράδειγµα από το αν φωλιάζουν σε αυτές υδρόβια πουλιά (van Deursen and Drost 1990). Ενδεικτικά αναφέρονται τα στοιχεία των Hecker and Lucchesi (1999), οι οποίοι διενήργησαν πειραµατισµό µε ενήλικες αγελάδες βάρους 250 κιλών της φυλής Camargue σε καλαµιώνες µε εύκολη πρόσβαση στην περιοχή Marais du Vigueirat (Γαλλία). Οι εντάσεις βόσκησης (για κανονική βόσκηση) που εκτιµήθηκαν ήταν: α) 2,0 αγελάδες ανά εκτάριο την περίοδο Απριλίου-Μαΐου, β) 1,2 αγελάδες ανά εκτάριο την περίοδο Ιουνίου-Αυγούστου, γ) 8 αγελάδες ανά εκτάριο την περίοδο Σεπτεµβρίου-Οκτωβρίου, και δ) 3 αγελάδες ανά εκτάριο κατά το µήνα Νοέµβριο. Αντίστοιχα, οι Mesléard and Perennou (1996), χρησιµοποιώντας τα ίδια βόσκοντα ζώα σε καλαµιώνες στην περιοχή Tour du Valat της Γαλλίας, πρότειναν εντάσεις βόσκησης 8-2,0 αγελάδες ανά εκτάριο την άνοιξη (Μάρτιος- Μάιος) και 3-8 αγελάδες ανά εκτάριο το καλοκαίρι (Ιούνιος-Αύγουστος). Τέλος, οι Gordon et al. (1990) εξετάζοντας διάφορες περιοχές της υτικής και Βόρειας Ευρώπης, όπου η εφαρµοζόµενη διαχείριση της βλάστησης αφορούσε σε συνεχή βόσκηση κατά τη διάρκεια όλου του έτους πλην των χειµερινών µηνών, 34
45 µε σηµαντικές επιδράσεις επί των υγροτοπικών φυτοκοινοτήτων, αναφέρουν εντάσεις βόσκησης µεταξύ 3 και 3,0 ενήλικων ζώων ανά εκτάριο. Ως διαχειριστική πρακτική που συνεισφέρει στην προστασία και διατήρηση συγκεκριµένων οικολογικών χαρακτηριστικών σε υγροτοπικές προστατευόµενες περιοχές, η βόσκηση εφαρµόζεται συνήθως µε τα παρακάτω είδη αγροτικών ζώων (Duncan and D Herbes 1982, Gordon et al. 199 Vulink and Drost 1991, Britton and Crivelli 1993, Larsson 1994, Τσουγκράκης 1995, Benstead et al. 1997, Benstead et al. 1999, Delescaille 2002, Kämmer 2002, Slaukstins 2002): άλογα (π.χ. µεγαλόσωµα άσπρα άλογα της γαλλικής φυλής Camargue και µικρόσωµα άλογα διαφόρων φυλών, όπως της ισλανδικής), αγελάδες (π.χ. βραχυκερατικές αγελάδες Πρεσπών, αγελάδες των φυλών Camargue, Highland, Aberdeen Angus, Hereford, Galloway) βούβαλοι, πρόβατα (π.χ. της βρετανικής φυλής Romney Marsh), και χήνες. Άλλα είδη αγροτικών ζώων που έχουν χρησιµοποιηθεί για τον ίδιο σκοπό είναι οι χοίροι και τα γίδια. Οι χοίροι βοηθούν στην επαναφορά των αρχικών σταδίων της οικολογικής διαδοχής σε υγρά ποολίβαδα, καθώς ποδοπατούν και αναταράσσουν την επιφάνεια του εδάφους, δηµιουργώντας ιδανικές συνθήκες για τη διατροφή παρυδάτιων πουλιών και την εγκατάσταση σπορο-παραγωγικών ειδών φυτών (Benstead et al. 1999). Τα γίδια θεωρούνται γενικώς ακατάλληλα για βόσκηση σε υγροτόπους, αλλά µπορεί να είναι χρήσιµα για τον περιορισµό των δένδρων και θάµνων που εµφανίζονται σε βοσκόµενα υγρά ποολίβαδα (Gordon et al. 1990). Στην περιοχή των Πρεσπών, τα γίδια έχουν παρατηρηθεί να βόσκουν επιλεκτικά σε καλαµιώνες (τα φύλλα του καλαµιού) κατά την καλοκαιρινή περίοδο και όταν η στάθµη της λίµνης έχει υποχωρήσει σηµαντικά. Σε µια εξαιρετική περίπτωση διαχείρισης υγρού ποολίβαδου στο Ισραήλ, χρησιµοποιήθηκαν γαϊδούρια εξαιτίας της ικανότητάς τους να καταναλώνουν υγρολιβαδικά φυτά και καλάµια, που εµφανίζονταν στο πρώτο, χωρίς όµως να προχωρούν βαθύτερα µέσα στον καλαµιώνα και σε πληµµυρισµένα εδάφη (Kulev 1998 προσωπική επικοινωνία). Στόχος της διαχείρισης ήταν η διατήρηση του υγρού ποολίβαδου στις παρυφές του καλαµιώνα προς την ξηρά, αλλά και η µη ανατάραξη των διαυγών υδάτων, 35
46 που πήγαζαν στο εσωτερικό του καλαµιώνα δηµιουργώντας ένα σηµαντικό ενδιαίτηµα. Τέλος, αξίζει να αναφερθεί η χρησιµοποίηση του χορτοφάγου κυπρίνου (Ctenopharyngodon idella) για τον έλεγχο της υφυδατικής και αναδυόµενης βλάστησης (Brönmark and Hansson 2005), σε πολλές περιπτώσεις όµως επήλθε πλήρης αποµάκρυνσή της προκαλώντας διαταραχές στους βιοτόπους τους (Ostendorp 1989, Mesléard and Perennou 1996). Συστηµατικές επιστηµονικές έρευνες σχετικά µε τις επιδράσεις της βόσκησης αγροτικών ζώων στην υγροτοπική βλάστηση έχουν πραγµατοποιηθεί µόνο για ορισµένα από αυτά (και συνήθως σε προστατευόµενες περιοχές). Συγκεκριµένες έρευνες έχουν γίνει για τα µεγαλόσωµα άλογα και τις αγελάδες της περιοχής Camargue της Γαλλίας (Basset 198 Duncan 1983, 1992, Duncan and D Herbes 1982, Duncan et al. 199 Gordon et al. 1990) και τις αγελάδες της σκοτσέζικης φυλής Highland Bos Taurus primigenius scotticus (Walther 1994). Οι διαθέσιµες πληροφορίες σχετικά µε τα άλλα προαναφερθέντα αγροτικά ζώα (βραχυκερατικές αγελάδες Πρεσπών και εξηµερωµένοι βούβαλοι) είναι σχετικά περιορισµένες και προέρχονται κυρίως από τις εργασίες των FAO (1977) και Γεωργούδη (1993α). Όσον αφορά στα άγρια φυτοφάγα ζώα των υγροτόπων, αντίστοιχες επιστηµονικές έρευνες έχουν πραγµατοποιηθεί για: Τα αγριοκούνελα (Oryctolagus cuniculus), τα οποία δεν επέδρασαν σηµαντικά στην υγροτοπική βλάστηση (Basset 1980). Τους άγριους βούβαλους (Bubalus bubalis) της Αυστραλίας, οι οποίοι αποδείχθηκε ότι: α) αλλάζουν την τοποθεσία των σηµείων που χρησιµοποιούν σταθερά µέσα στην επικράτειά τους ανάλογα µε την εναλλαγή της υγρής και ξηρής περιόδου (επηρεάζοντας έτσι και τα χαρακτηριστικά της βλάστησης στα σηµεία αυτά) (Tulloch 1969, Taylor and Friend 1984), β) επηρεάζουν την αφθονία ειδών πουλιών, ερπετών, αµφιβίων και ορθοπτέρων, µε τέτοιο τρόπο ώστε η αποµάκρυνσή τους να θεωρείται ωφέλιµη για κάποια είδη, αλλά αρνητική για άλλα (Friend and Taylor 1984), γ) δεν επηρεάζουν σηµαντικά την αφθονία ή κατανοµή των τύπων βλάστησης, που είναι σηµαντικοί για το φώλιασµα των χηνών Anseranas semipalmata, ενώ η βόσκηση και το ποδοπάτηµα των ζώων επηρεάζουν τις τοποθεσίες των φωλιών, αλλά όχι τον αριθµό τους (Corbett et al. 1996). 36
47 Τις σταχτόχηνες (Anser anser) στη φάση της πτερόρροιας, η βόσκηση των οποίων προκάλεσε ανάπτυξη του καλαµιού σε ευτροφικό υγρότοπο της Ολλανδίας παρά την κατανάλωση του 35% της καθαρής υπέργειας πρωτογενούς παραγωγής από τα µέσα Μαΐου ως τα τέλη Ιουνίου κάθε χρόνο (van den Wyngaert et al 2003). Οι Fiala and Kvet (1971) αναφέρουν, ότι οι σταχτόχηνες έβοσκαν έντονα τα καλάµια και λιγότερο τα ψαθιά προκαλώντας αλλαγές στην ισορροπία των δύο ειδών σε έλη της Τσεχοσλοβακίας. Εκτός από τις σταχτόχηνες, άλλα είδη πουλιών που βόσκουν έντονα σε καλαµιώνες είναι οι χήνες Branta canadensis, οι βουβόκυκνοι (Cygnus olor) και οι φαλαρίδες (Fulica atra) (Shröder 1971, Dobrowolski 1973, Kvet and Hudec 1971, Hudec 1973, Sukopp 1973 αναφερόµενοι από τους Boorman and Fuller 1981, Ostendorp 1989, Brönmark and Hansson 2005). Σηµειώνεται, ότι πολλά είδη χηνών βόσκουν έντονα και σε ξηρά και υγρά ποολίβαδα (π.χ. τα είδη Branta leucopsis και Branta bernicla), αλλά και σε καλλιέργειες προκαλώντας προβλήµατα στους χρήστες των εκτάσεων αυτών (Crawley 1983, 1997b). Τους µυοκάστορες (Myocastor coypu), οι οποίοι καταναλώνουν ρίζες και ριζώµατα καλαµιών και ψαθιών το χειµώνα, νεαρούς βλαστούς την άνοιξη και φύλλα το καλοκαίρι προκαλώντας τελικά σηµαντικές καταστροφές στις διαπλάσεις µικτών καλαµιώνων (Ellis 1963, Davis 1963, Gosling 1974, Mason and Bryant 1975, Anon 1978 αναφερόµενοι από τους Boorman and Fuller 1981). Το τρωκτικό Ondatra zibethicus, που καταναλώνει σηµαντικές ποσότητες ψαθιών (ως και το 20% της ετήσιας παραγωγής σε αµιγείς διαπλάσεις Typha σε υγροτόπους της Τσεχοσλοβακίας, σύµφωνα µε τους Pelikan et al. 1971) (Ostendorp 1989). Το θηλαστικό Trichechus inunguis, που ζυγίζει ως και 450 κιλά και τρέφεται µε υδρόβια και ηµι-υδρόβια µακρόφυτα στους υγροτόπους του Αµαζονίου καταναλώνοντας ηµερησίως ποσότητες φυτών ίσες περίπου µε το 8% του βάρους του. Σε περιόδους έλλειψης τροφής, το είδος αυτό τρέφεται µε υπολείµµατα τροφής που βρίσκονται στο βυθό λιµνών ή δεν τρέφεται καθόλου (Rosas 1994 αναφερόµενος από τους Dobson and Frid 1998). 37
48 Οι Duncan and D Herbes (1982) ασχολήθηκαν διεξοδικά µε τις επιδράσεις της βόσκησης αλόγων και αγελάδων στους υγροτόπους της περιοχής Camargue στη νότια Γαλλία ( έλτα Ροδανού). Τα άλογα της ντόπιας φυλής έχουν ύψος ακρωµίου εκ. και βάρος κιλά στην ενηλικίωσή τους και σε σύγκριση µε άλλες φυλές αλόγων έχουν ιδιαίτερα φαρδιές και επίπεδες οπλές, άκρα µε βαριά οστά και άσπρο χρώµα όταν είναι ενήλικα. Τα χαρακτηριστικά αυτά θεωρούνται προσαρµογές για τη δύσκολη µετακίνησή τους µέσα σε πεδία µε λάσπη (οπλές και οστά) και για τη µείωση των επιθέσεων από δίπτερα (λευκό χρώµα). Οι αγελάδες της φυλής Camargue είναι πιο µικρόσωµες (βάρος θηλυκών κιλά και αρσενικών κιλά) και έχουν διχαλωτές οπλές που τους επιτρέπουν να µετακινούνται άνετα στη λάσπη. Και τα δύο είδη προτιµούν τα υγροτοπικά ενδιαιτήµατα κατά την περίοδο ανάπτυξης των φυτών και χρειάζονται ξηρότερα ενδιαιτήµατα κατά τη διάρκεια του χειµώνα. Στους υγροτόπους προτιµούν τα είδη Phragmites australis και Scirpus maritimus µεταξύ των υπερυδατικών φυτών, και αποφεύγουν τα είδη Typha spp και τα υψηλά είδη του γένους Scirpus. Στα ξηρότερα ενδιαιτήµατα, και τα δύο είδη προτιµούν ποώδη φυτά, και κυρίως αγρωστώδη όταν αυτά αφθονούν, αλλά καταναλώνουν ακόµη και φύλλα και βλαστούς θάµνων και δένδρων, ιδιαίτερα Suaeda και Arthrocnemum στα αλίπεδα και Ulmus, Populus και Salix στις περιοχές µε δενδρώδη και θαµνώδη βλάστηση. Τα άλογα προκαλούν φλοιοφαγία και µπορούν να προξενήσουν σοβαρές ζηµιές στα δένδρα ιδίως την άνοιξη. Σε ηµερήσια βάση, οι αγελάδες καταναλώνουν ποσοστό ξηρής ουσίας ίσης µε το 2-3% του ζώντος βάρους τους, δηλαδή 5-7,5 κιλά για ένα ζώο βάρους 250 κιλών, και η κατανάλωση µειώνεται όσο η τροφή γίνεται περισσότερο χονδροειδής. Αντίθετα, τα άλογα καταναλώνουν καθηµερινά ποσοστό ξηρής ουσίας ίσης µε το 3-4,5% του ζώντος βάρους τους, δηλαδή κιλά για ένα ζώο βάρους 425 κιλών, και η κατανάλωση αυξάνεται όσο η τροφή γίνεται περισσότερο χονδροειδής. Έτσι, τα συγκεκριµένα άλογα καταναλώνουν δυόµισι φορές περισσότερη φυτική µάζα από ότι οι αγελάδες, γεγονός που σηµαίνει ότι για να επιτευχθεί το ίδιο αποτέλεσµα στη βλάστηση απαιτούνται λιγότερα ζώα σε σχέση µε τα βοοειδή. Το ποδοπάτηµα των βοοειδών θεωρείται δραστικότερο από αυτό των αλόγων λόγω των διχαλωτών οπλών τους. Επιπλέον, κατά τους Duncan (1992) και Mesléard and Perennou (1996), η βόσκηση µε άλογα αποδείχθηκε ότι 38
49 επιτρέπει την παραγωγή µόνο του 20% της δυνάµενης παραγόµενης βιοµάζας των υπερυδατικών ελόφυτων Phragmites australis και Scirpus maritimus. Οι παραπάνω οµοιότητες και διαφορές µεταξύ των δύο ειδών έχουν άµεσες διαχειριστικές εφαρµογές, π.χ. σε σχέση µε το ποδοπάτηµα φωλιών πουλιών και τη διαθεσιµότητα σπόρων στο νερό για σποροφάγες επιφανειακές πάπιες (Duncan and D Herbes 1982). Συχνά πάντως τα δύο είδη βόσκουν µαζί στις ίδιες περιοχές, καθώς φαίνεται ότι η παράλληλη βόσκησή τους είναι συµβατή (Mesléard 2006 προσωπική επικοινωνία), σε αντίθεση µε άλλα ζώα (π.χ. πρόβατα και βούβαλοι), που δεν αρέσκονται να βόσκουν ταυτόχρονα ή ακόµη και µε µικρή χρονική διαφορά στα ίδια λιβάδια. Όσον αφορά τις αγελάδες της φυλής Highland, τις βραχυκερατικές αγελάδες των Πρεσπών και τους εξηµερωµένους βούβαλους, φαίνεται ότι κοινό χαρακτηριστικό τους είναι η προσαρµογή τους στις υγροτοπικές συνθήκες, η ανθεκτικότητά τους και η ικανότητά τους να ικανοποιούν τις διατροφικές τους ανάγκες µε φυτική ύλη σχετικά χαµηλής ποιότητας (FAO 1977, Walther 1994, Γεωργούδης 1993α, 1993β, Catsadorakis and Malakou 1997, Georgoudis et al. 1999, Rannap et al. 2004). Οι αγελάδες της σκοτσέζικης φυλής Highland µε το χαρακτηριστικό µακρύ τρίχωµα και τα µακριά κέρατα έχουν χρησιµοποιηθεί µε επιτυχία για την επαναφορά αρχικών σταδίων οικολογικής διαδοχής σε περιοχές που κυριαρχούνταν από θάµνους και καλαµιώνες στη Γαλλία (Lecomte and Leneveu 1986, Walther 1994) και σε παράκτιους υγροτόπους στην Εσθονία (Rannap et al. 2004). Οι βραχυκερατικές αγελάδες των Πρεσπών φαίνεται πως αποτέλεσαν έναν από τους κυριότερους λόγους για τη διατήρηση των υγρών ποολίβαδων σε συγκεκριµένες τοποθεσίες της λίµνης Μικρή Πρέσπα, όπως στο νησί του Αγίου Αχιλλείου (ΕΠΠ 1999, Καζόγλου και συν. 2001). Τέλος, οι πληροφορίες για τις επιδράσεις της βόσκησης βούβαλων στην υγροτοπική βλάστηση συνοψίζονται στα εξής στοιχεία: Καταναλώνουν πολλά είδη υδρόβιων φυτών και σε περιόδους πληµµυρών είναι ικανοί να αποκόπτουν φυτά κάτω από την επιφάνεια του νερού και αργότερα, σηκώνοντας το κεφάλι πάνω από την επιφάνεια, να τα µεταφέρουν σε άλλα σηµεία. Προτιµούν διάφορα είδη αγρωστωδών, αλλά και υδρόφυτα, µερικά από τα οποία συχνά αναπτύσσονται τόσο που 39
50 παρεµποδίζουν τις µετακινήσεις σκαφών σε κανάλια, προσφέροντας έτσι λύση στο πρόβληµα αυτό (FAO 1977). Καταστρέφουν τη βλάστηση σε συγκεκριµένα σηµεία δηµιουργώντας λάκκους µέσα στους οποίους κυλιούνται για να δροσίζονται και να αποφεύγουν τα ενοχλητικά έντοµα (FAO 1977, Γεωργούδης 1993α). Οι χηλές των βούβαλων είναι µεγαλύτερες σε σχέση µε άλλα βοοειδή, µε αποτέλεσµα να συµπιέζεται το έδαφος σε µικρότερο βαθµό. Όµως, επειδή οι βούβαλοι χρησιµοποιούν σταθερά σηµεία για συγκεκριµένες χρήσεις, προκαλούν ζηµίες στη βλάστηση και το έδαφος των σηµείων αυτών (Γεωργούδης 1993α). Σε σύγκριση µε άλλα µεγαλόσωµα βόσκοντα ζώα, οι βούβαλοι είναι ικανοί να τρέφονται σε βαθύτερα νερά και χαλαρότερα υποστρώµατα (Britton and Crivelli 1993), να παραµένουν περισσότερη ώρα στο νερό και να χρησιµοποιούν πιο αποτελεσµατικά την υγροτοπική βλάστηση, ιδιαιτέρως δε τα αναδυόµενα µακρόφυτα, όπως το καλάµι (Georgoudis et al. 1999). Έχουν τη συνήθεια να τρίβονται πάνω σε δένδρα προκαλώντας περισσότερες ζηµιές από τα κοινά βοοειδή, συνήθως όµως επιλέγουν ορισµένα δένδρα και έτσι οι ζηµιές περιορίζονται σε αυτά (Γεωργούδης 1993α). Το ποδοπάτηµά τους σε συνδυασµό µε το ξύσιµό τους πάνω στους κορµούς θάµνων, προκαλεί µείωση της κάλυψη των αρµυρικιών Tamarix sp και αποτροπή εγκατάστασης νέων θάµνων (Kazoglou and Jerrentrup 2004). Οι παραπάνω επιδράσεις βρίσκουν εφαρµογή σε περιπτώσεις προστατευόµενων περιοχών, όπου το ζητούµενο είναι η διατήρηση ή επαναφορά των πρώιµων σταδίων οικολογικής διαδοχής, ή σε βοσκότοπους όπου επιδιώκεται η αναστολή της ανάπτυξης ζιζανίων (Γεωργούδης 1993α, Kulev 1998 προσωπική επικοινωνία). Αξιοσηµείωτο πάντως είναι το γεγονός ότι, ενώ ο εξηµερωµένος βούβαλος αποτελεί κατεξοχήν αγροτικό ζώο που ζει σε πολλές υγροτοπικές περιοχές της γης, λεπτοµερείς εξειδικευµένες επιστηµονικές έρευνες επί των επιδράσεων της βόσκησής του στη βλάστηση των υγροτόπων (ή σε συγκεκριµένες φυτοκοινότητες) απουσιάζουν σχεδόν πλήρως από τη διεθνή βιβλιογραφία σε 40
51 αντίθεση µε τις πολυάριθµες έρευνες που έχουν πραγµατοποιηθεί για το συγκεκριµένο ζώο σχετικά µε τη φυσιολογία, παρασιτολογία, ανατοµία, γενετική, διατροφή, συµπεριφορά και διαχείρισή του, τις ασθένειες, τα χαρακτηριστικά των διαφόρων φυλών και την παραγωγή γάλακτος και κρέατος (FAO 1977, Ligda 1999). Παρόλα αυτά, σε διάφορα ενηµερωτικού χαρακτήρα δηµοσιεύµατα και τεχνικές εκθέσεις, που προέρχονται κυρίως από φορείς διαχείρισης προστατευόµενων περιοχών σε διάφορες περιοχές του πλανήτη και δηµοσιεύονται στο διαδίκτυο, αναφέρονται κοινά εµπειρικά δεδοµένα σχετικά µε τις επιδράσεις της βόσκησης βούβαλων στη βλάστηση, όπως π.χ. ότι οι άγριοι και οι εξηµερωµένοι βούβαλοι προκαλούν αύξηση του ποσοστού γυµνού εδάφους και µείωση της φυτοκάλυψης, δηµιουργούν λάκκους µε λάσπη και καταστρέφουν τη βλάστηση όταν βόσκουν σε µεγάλες πυκνότητες, επηρεάζοντας έτσι άλλα είδη της άγριας χλωρίδας και πανίδας (Ramsar Forum 1998, DEH 2004, Ramsar org. 2005). Οι πληροφορίες αυτές έχουν οδηγήσει ορισµένους διαχειριστές προστατευόµενων υγροτόπων στη χρησιµοποίηση εξηµερωµένων βούβαλων σε περιοχές όπου η διάνοιξη της πυκνής εφυδατικής βλάστησης αποτελεί προτεραιότητα για τη διατήρηση συγκεκριµένων άγριων ειδών και κυρίως πουλιών (BBC 2003, RSPB 2004). Ένα από τα χαρακτηριστικότερα σχετικά παραδείγµατα είναι η µείωση των παγκοσµίως απειλούµενων σιβηρικών γερανών (Grus leucogarenus) στο Εθνικό Πάρκο Keoladeo Ghana της Ινδίας, όπου ο αποκλεισµός της βόσκησης βούβαλων από την προστατευόµενη περιοχή στις αρχές της δεκαετίας του 1980 οδήγησε στην υπερ-ανάπτυξη των ζιζανίων Paspalum distichum και Vetivera zizenoides, τα οποία δηµιούργησαν αδιαπέρατα «στρώµατα» φυτοκάλυψης µέσα στα οποία δεν µπορούσαν πλέον να τραφούν οι γερανοί (Gordon et al. 199 Ramsar Forum 1998, Perennou 2003 προσωπική επικοινωνία). Οι ίδιες ιδιότητες των βούβαλων έχουν παρακινήσει πολλούς επιστήµονες από διάφορες χώρες στην από κοινού υποστήριξη της εισαγωγής προστατευόµενων περιοχών στις κατηγορίες προστασίας της IUCN, όπου η βόσκηση αποτελεί σηµαντική ανθρώπινη δραστηριότητα (IUCN 1984, Gordon et al. 1990). Αντίθετα, στην Αυστραλία, όπου οι άγριοι βούβαλοι θεωρούνται εξωτικό είδος, οι δραµατικές επιπτώσεις της παρουσίας τους σε συνδυασµό µε την ανάγκη εξάλειψης συγκεκριµένων ασθενειών οδήγησαν την κυβέρνηση στην απόφαση για πραγµατοποίηση 41
52 εκκαθαρίσεων των πληθυσµών άγριων βούβαλων και αδειοδότηση µόνο για την εκτροφή βούβαλων σε ελεγχόµενες κτηνοτροφικές µονάδες (FAO 1977, DEH 2004) Κοπή Η κοπή της βλάστησης στους ευρωπαϊκούς υγροτόπους αποτελεί πρακτική µε µακρόχρονη ιστορία (Elveland 1978, 1979, Elveland and Sjöberg 1982, Müller et al. 1992, αναφερόµενοι από τον Keddy 2002). Συχνά προτείνεται για τη διατήρηση εκτάσεων υγρών ποολίβαδων µε στόχο την αποτροπή πληµµυρών σε γειτονικές γαίες και την εγκατάσταση ξυλωδών θάµνων (Buttler 1992). Σε υγροτοπικές περιοχές µε µακρά παράδοση στην κοπή ή τη βόσκηση, έχουν αναπτυχθεί εξειδικευµένες µορφές χλωρίδας και πανίδας ως αποτέλεσµα της αδιάκοπης αποµάκρυνσης της βιοµάζας (Keddy 2002). Σε σύγκριση µε τη βόσκηση, η κοπή είναι µη επιλεκτική µέθοδος που προσδίδει οµοιόµορφη δοµή στη βλάστηση, ενώ έχει αποδειχθεί ότι ο συνδυασµός κοπής, ειδικά για συγκοµιδή χορτονοµής και βόσκησης (µετά την κοπή) είναι σηµαντικός για τη διατήρηση υψηλής ποικιλίας ειδών σε ποολιβαδικές φυτοκοινότητες (Benstead et al. 1999). Οι ίδιοι συγγραφείς τονίζουν ότι, σηµαντική για την ποιότητα της βλάστησης είναι η αποµάκρυνση της κοµµένης βιοµάζας, µε την οποία επιτυγχάνεται: α) διάνοιξη των συστάδων και, συνεπώς, διευκόλυνση της φύτρωσης των σπόρων, και β) µείωση των θρεπτικών σε ποολίβαδα που κόβονται και συγκοµίζονται κάθε χρόνο, γεγονός που ευνοεί λιγότερο παραγωγικά φυτά (π.χ. Anthoxanthum odoratum και Festuca rubra) και προωθεί τη χλωριδική ποικιλότητα των συστάδων. Οι Wheeler and Giller (1982) µελέτησαν τις επιδράσεις συστηµατικών κοπών της βλάστησης σε διαπλάσεις αγρωστοειδών και καλαµιώνων σε έλος της. Ευρώπης και συµπέραναν ότι οι κοπές προκάλεσαν µείωση της παραγωγής στις κοµµένες επιφάνειες σε σχέση µε τους µάρτυρες. Στο ίδιο πείραµα και σε επιφάνειες µε χειρισµό κοπής καταγράφηκε αυξηµένος πλούτος ειδών (περίπου 12 ± 2 ανά 25 τ.µ.) σε διαπλάσεις µε χαµηλή παραγωγή (6 χλγ./ τ.µ.) σε αντίθεση µε τα 2 ± 1 είδη ανά 25 τ.µ. σε παραγωγικότερες διαπλάσεις (4,9 χλγ./ τ.µ.). Η συλλογή 42
53 τύρφης µε σκοπό τη χρήση της ως καύσιµου µπορεί να θεωρηθεί ακραία µορφή κοπής, υπό την έννοια ότι αφαιρεί και το υπόστρωµα µαζί µε τα φυτά. Ως διαχειριστική πρακτική όµως έχει προκαλέσει τη δηµιουργία ιδιαίτερων κατηγοριών υγροτόπων µε ασυνήθιστους τύπους βλάστησης και υψηλή ποικιλία ειδών (Giller and Wheeler 1986). Η κοπή αποτελεί επίσης συνήθη πρακτική διαχείρισης της βλάστησης των καλαµιώνων και καθορίζεται από τρεις παραµέτρους: α) την εποχή εφαρµογής, β) τη συχνότητα, και γ) την έκταση (Hawke and José 1996). Ανάλογα µε τους στόχους της διαχείρισης, η κοπή µπορεί να εφαρµόζεται κατά τους καλοκαιρινούς ή τους χειµερινούς µήνες. Τα αποτελέσµατα της κοπής σε κάθε περίπτωση είναι διαφορετικά. Η καλοκαιρινή κοπή οδηγεί κυρίως στον έλεγχο (µείωση ζωτικότητας) των κυρίαρχων υψηλών ελόφυτων, αναβαθµίζοντας έτσι τη χλωριδική ποικιλότητα του καλαµιώνα και διατηρώντας επιφάνειες νερού ελεύθερες από τέτοια φυτά (Husak 1978). Αυτό γίνεται διότι αποµακρύνονται τα χλωρά φωτοσυνθετικά τµήµατα των φυτών σε µια εποχή, που το µεγαλύτερο µέρος του ενεργειακού αποθέµατος (ολικοί µη δοµικοί υδρογονάνθρακες και υδατοδιαλυτοί υδρογονάνθρακες) των καλαµιών και άλλων υψηλών υπερυδατικών φυτών έχει µεταφερθεί από τα ριζώµατα στα ανώτερα τµήµατα για την ανάπτυξή τους και την παραγωγή σπόρων (Graneli et al. 1992, Hawke and José 1996). Παράλληλα, µειώνεται ο ανταγωνισµός µεταξύ υψηλών ελόφυτων και λοιπών ποωδών φυτών, καθώς µε την αποµάκρυνση των πρώτων, τα δεύτερα έχουν περισσότερο χώρο για να αναπτυχθούν, δεν σκιάζονται και δεν ανταγωνίζονται πλέον για θρεπτικά συστατικά. Η πρακτική αυτή αποτελεί συνήθη µέθοδο διαχείρισης των καλαµιώνων σε προστατευόµενες περιοχές, ενώ ταυτόχρονα συνδυάζεται µε τη συγκοµιδή χόρτου από αυτούς. Αποτελεί µια από τις πλέον ενδεδειγµένες µεθόδους διαχείρισης καλαµιώνων για τη δηµιουργία ή αποκατάσταση υγρών ποολίβαδων και ανοιχτών επιφανειών νερού µέσα σε καλαµιώνες (Hawke and José 1996). Η αποτελεσµατικότητα της καλοκαιρινής κοπής ως προς την καταπολέµηση του καλαµιού διαφέρει ανάλογα µε το αν γίνεται πάνω ή κάτω από την επιφάνεια του νερού (Weisner and Graneli 1989). Η πρώτη τεχνική 43
54 εφαρµόζεται σε καλαµιώνες µε στεγνό έδαφος ή σε πολύ ρηχά νερά και η κοπή γίνεται συνήθως µεταξύ Ιουνίου και Αυγούστου. Είναι πιο εύκολη στην εφαρµογή της, αλλά λιγότερο αποτελεσµατική στον περιορισµό της ανάπτυξης του καλαµιού, γεγονός που αναγκάζει τους διαχειριστές των υγροτοπικών περιοχών να εφαρµόζουν συνεχείς θερινές κοπές επί σειρά ετών (πραγµατοποιώντας ακόµη και 1-3 κοπές ανά έτος λόγω αναβλάστησης των καλαµιών) µέχρι να επιτευχθεί µείωση της ευρωστίας των καλαµιών και αύξηση της χλωριδικής ποικιλότητας στον καλαµιώνα (Hawke and José 1996). Τετραετές πρόγραµµα διαχείρισης καλαµιώνων µε κοπή τον Ιούλιο και Αύγουστο κάθε έτους στην περιοχή Blankaart του Βελγίου (σε υγρότοπο µε πολλές χλωριδικές οµοιότητες µε τη Μικρή Πρέσπα) απέτυχε να περιορίσει την ανάπτυξη του καλαµιού. Η αποτυχία πάντως αυτή πιστεύεται ότι οφείλεται σε ευτροφικές συνθήκες (Gryseels 1989b). Η κοπή κάτω από την επιφάνεια του νερού εφαρµόζεται όταν επιθυµείται περιορισµός της εξάπλωσης υψηλών υπερυδατικών φυτών, όπως το καλάµι, τα βούρλα και τα ψαθιά, και διατήρηση ανοιχτών επιφανειών νερού χωρίς απαραίτητα να προηγείται αποστράγγιση του καλαµιώνα προκειµένου να διευκολυνθεί η κοπή. Με αυτήν τη µέθοδο επιτυγχάνεται: κοπή των φυτών κατά την περίοδο αύξησής τους και αποµάκρυνση του φωτοσυνθετικού τους τµήµατος, αποκλεισµός παροχής οξυγόνου στα ριζώµατα των φυτών, και µείωση παραγωγής βλαστών κατά την επόµενη άνοιξη. Η χειµερινή κοπή αποµακρύνει µόνο τα νεκρά στελέχη των καλαµιών και καταλήγει συνήθως στην αναβάθµιση της ποιότητας του καλαµιώνα (παραγωγή πολλών λεπτών βλαστών και µε µεγάλες ταξιανθίες, χαρακτηριστικά που επιδιώκονται όταν το καλάµι χρησιµοποιείται για εµπορικούς σκοπούς, π.χ. για σκεπές και καλαµωτές), καθώς δεν επιτρέπει τη συσσώρευση ξηρής ουσίας στο υπόστρωµα και ανακόπτει τη φυσική διαδοχή της βλάστησης (Hawke and José 1996). Με αυτόν τον τρόπο δηµιουργούνται πρόσκαιρες ανοιχτές επιφάνειες µέσα στον καλαµιώνα, ευνοείται η ανάπτυξη του καλαµιού κατά την επόµενη αυξητική περίοδο και γενικά µειώνεται η χλωριδική ποικιλότητα του καλαµιώνα. Αυτό όµως δεν αποτελεί απαραίτητα και τον κανόνα, καθώς σε πειράµατα που έγιναν σε υποβαθµισµένους καλαµιώνες στο Blankaart του Βελγίου (Gryseels 44
55 1989a), η ετήσια χειµερινή κοπή για τέσσερα έτη είχε ως αποτέλεσµα την αύξηση της χλωριδικής ποικιλότητας σε σχέση µε µη διαχειριζόµενες περιοχές. Η µείωση του νεκρού οργανικού υποστρώµατος και της σκίασης από τα υψηλά φυτά επέτρεψε την ανάπτυξη πιο πρώιµων και λιγότερο ανταγωνιστικών ειδών από το καλάµι, όπως τα είδη Mentha aquatica και Galium palustre. Η ένταση της εφαρµοζόµενης διαχείρισης εµπόδισε τα υψηλότερα φυτά, όπως το καλάµι και την τσουκνίδα, καθώς αυτά αναπτύσσονται αργότερα. Η κοµµένη βιοµάζα µπορεί να χρησιµοποιηθεί για διάφορους εµπορικούς σκοπούς ή να αποτεθεί σε σωρούς και να καεί ή να αποσυντεθεί. Η χειµερινή κοπή γενικά είναι προτιµότερη από το κάψιµο των καλαµιώνων διότι επιτρέπει την απόληψη βιοµάζας, χωρίς να καταστρέφει τους πληθυσµούς των ασπόνδυλων οργανισµών που ενδιαιτούν στο οργανικό υπόστρωµα του καλαµιώνα (Hawke and José 1996). Η συχνότητα της κοπής αφορά στον αριθµό των κοπών του καλαµιώνα µέσα σε ένα έτος ή στην περιοδικότητα της κοπής µεταξύ περισσότερων ετών. Οι σχετικές αποφάσεις καθορίζονται από τους σκοπούς της διαχείρισης ενός καλαµιώνα (προστασία συγκεκριµένων ενδιαιτηµάτων, εµπορική χρήση των καλαµιών ή και τα δύο), οι οποίοι καθορίζουν και την έκταση της κοπής. Για παράδειγµα, στην περίπτωση που επιδιώκεται η δηµιουργία υγρών ποολίβαδων σε εδάφη που καταλαµβάνονται από καλαµιώνα, προτείνεται η καλοκαιρινή κοπή και η κοπή της αναβλάστησης των καλαµιών στις αρχές του φθινοπώρου, δύο δηλαδή κοπές µέσα σε ένα έτος. Σηµειώνεται ότι κατά την εφαρµογή κοπών σε καλαµιώνες, αλλά και σε υγρολιβαδικές εκτάσεις, προτείνεται η συλλογή και αποµάκρυνση της παραγόµενης κοµµένης βλάστησης εκτός της περιοχή κοπής, ή έστω η τοποθέτησή της επιτόπου σε σωρούς µε σκοπό τη φυσιολογική αποσύνθεση ή κάψιµό της. Αυτό γίνεται διότι η κοµµένη βιοµάζα έχει µεγάλο όγκο και στην περίπτωση που αφήνεται απλωµένη και αµάζευτη, προκαλεί αλλοίωση διαφόρων χαρακτηριστικών του εδάφους (π.χ. δηµιουργία ανοξικών συνθηκών, ευτροφισµός), αύξηση του οργανικού υποστρώµατος και δυσχέρεια στην εφαρµογή µελλοντικών τεχνικών διαχείρισης (Ausden and Treweek 1995, Hawke and José 1996). 45
56 Καύση Η καύση της βλάστησης αποτελεί µια εύκολη, χαµηλού κόστους και υψηλής αποτελεσµατικότητας τεχνική για την αποµάκρυνση µεγάλων ποσοτήτων βλάστησης σε εγκαταλελειµµένες εκτάσεις υγρών ποολίβαδων πριν από την επαναφορά φιλικότερων πρακτικών διαχείρισης µε βόσκηση και κοπές. Η φωτιά µπορεί να είναι καταστρεπτική για τους ασπόνδυλους οργανισµούς και για αυτό το λόγο προτείνεται η εφαρµογή της κατά τη διάρκεια των µηνών Ιανουαρίου- Φεβρουαρίου (Benstead et al. 1999). Οι φωτιές επηρεάζουν σηµαντικά και τους ρυθµούς συσσώρευσης τύρφης σε υγροτόπους. Οι Maltby et al. (1990) αναφέρουν ότι οι έντονες ανεξέλεγκτες πυρκαγιές στο εθνικό πάρκο North York Moors το καλοκαίρι του 1976 (ξηρότερη περίοδος τουλάχιστον από το 1727) επηρέασαν 11 τετ. χλµ. τυρφώνων, καίγοντας σε βάθος στρώµατα τύρφης και αποµακρύνοντας επιφάνειες µε λεπτότερα στρώµατα. Περαιτέρω µεταβολές προκλήθηκαν από τη διάβρωση λόγω των βροχών και του ανέµου και από διεργασίες απόπλυσης και τήξης των πάγων. Η εξέλιξη της βλάστησης σε καµένες εκτάσεις το 1984 χαρακτηρίστηκε από την κυριαρχία των βρυόφυτων, ενώ τα αγγειόσπερµα είδη ήταν περιορισµένα σε λιγότερο από το 2% της έκτασης, το 65% ήταν ακόµη καλυµµένο από βρυόφυτα, και το 30% της έκτασης ήταν ακάλυπτο από βλάστηση. Οι αλλαγές που προκαλούνται στη βλάστηση από τη φωτιά προκαλούν αλλαγές σε άλλους οργανισµούς των οικοσυστηµάτων, όπως για παράδειγµα στην ορνιθοπανίδα. Ο Vogl (1973) διαπίστωσε ότι, µετά από φωτιά στην παρόχθια ζώνη ενός υγροτόπου, περισσότερα είδη πουλιών παρατηρήθηκαν στην καµένη επιφάνεια σε σχέση µε την άκαυτη. Σηµαντική όµως για την εξέλιξη της βλάστησης των καµένων επιφανειών είναι η εποχή κατά την οποία εφαρµόζεται η φωτιά ως διαχειριστικό µέσο. Ο Laubhan (1995) µελέτησε εντατικά διαχειριζόµενα υγροτοπικά συστήµατα που χρησιµοποιούνται για την παροχή σπόρων, χόρτου και βολβών για υδρόβια πουλιά στο Missouri των ΗΠΑ. Κατέληξε στο συµπέρασµα ότι οι εαρινές πυρκαγιές µπορούν να δηµιουργήσουν ευνοϊκές συνθήκες για τα υδρόβια πουλιά ενδυναµώνοντας την παραγωγή σπόρων, ενώ οι θερινές πυρκαγιές δηµιουργούν λασπώδης γυµνές επιφάνειες ευνοϊκές για παρυδάτια πουλιά. Γενικότερα πάντως, σε προστατευόµενες περιοχές συστήνεται η χρήση της φωτιάς µε βάση 46
57 διαχειριστικό σχέδιο και µόνο εντός της χειµερινής περιόδου, καθώς τις υπόλοιπες εποχές θεωρείται καταστρεπτική, ειδικά για είδη της άγριας πανίδας που δεν µπορούν να την αποφύγουν, όπως τα µαλάκια, τα ασπόνδυλα και οι νεοσσοί πουλιών (Kerney and Stubbs 1980 αναφερόµενοι από τους Ditlhogo et al. 1992, Ausden and Treweek 1995, Καζόγλου και συν. 2001). Οι επιδράσεις της χειµερινής καύσης στη βλάστηση των καλαµιώνων συνοψίζονται στα εξής σηµεία (Hawke and José 1996, Sinnassamy and Mauchamp 2): αποµάκρυνση όλης της ξηρής ιστάµενης και κατακείµενης βιοµάζας που υπάρχει στον καλαµιώνα µε αποτέλεσµα τη δηµιουργία επιφανειών πρόσκαιρα ελεύθερων από υψηλά ελόφυτα, παραγωγή περισσότερων και λεπτότερων βλαστών καλαµιών κατά την επόµενη περίοδο ανάπτυξης, αύξηση του ρυθµού επαναφοράς θρεπτικών στοιχείων στον υγρότοπο, γεγονός που ευνοεί την εκδήλωση ευτροφικών φαινοµένων, που µε τη σειρά τους µπορεί να επιφέρουν σηµαντικές αλλαγές στην ποιότητα των υδάτων και τη σύνθεση των φυτοκοινοτήτων, καταστροφή του οργανικού υποστρώµατος όταν η φωτιά καίει σε βάθος, γεγονός που βλάπτει τους πληθυσµούς ασπόνδυλων, που διαχειµάζουν σε αυτό (εκτός από εκείνα που ενδιαιτούν στα ανώτερα τµήµατα των φυτών). Οι παραπάνω επιδράσεις της είναι παρόµοιες µε αυτές που προκαλούνται από την χειµερινή κοπή των καλαµιώνων, αν και η δεύτερη τεχνική θεωρείται λιγότερο δραστική (Husak 1978) Υδρολογικό καθεστώς Οι επιδράσεις του υδρολογικού καθεστώτος στην υγροτοπική βλάστηση φαίνεται να είναι περισσότερο έµµεσες και σαφώς πιο πολύπλοκες από ό,τι οι επιδράσεις της βόσκησης, της κοπής και της καύσης, οι οποίες µπορούν να θεωρηθούν ως άµεσες διαταραχές µε κύριο χαρακτηριστικό την αποµάκρυνση 47
58 της βιοµάζας των φυτών. Ο Keddy (2002) υποστηρίζει ότι το εύρος και η συχνότητα των διακυµάνσεων των επιπέδων των υδάτων καθορίζουν τα χαρακτηριστικά των υγροτόπων, όπως ακριβώς η ένταση και η συχνότητα της φωτιάς καθορίζει τα χαρακτηριστικά των δασών. Το πληµµύρισµα των υγρών ποολίβαδων αποτελεί βασικό παράγοντα διατήρησης της βιοποικιλότητάς τους (Benstead et al. 1999, Keddy 2002). Η υγρασία του εδάφους επηρεάζει τη χλωριδική τους σύνθεση και την καταλληλότητα των φυτοκοινοτήτων για είδη της άγριας πανίδας (π.χ. φωλεάζοντα είδη παρυδάτιων πουλιών). Οι πληµµύρες επηρεάζουν τα υγροτοπικά συστήµατα µε αποθέσεις φερτών υλικών και διαβρώσεις, που προσδίδουν νέα χαρακτηριστικά στα ενδιαιτήµατα. Αυτές οι διαταραχές δηµιουργούν κατάλληλες συνθήκες για πρωτοπόρα είδη φυτών και διατηρούν πρώιµα διαδοχικά στάδια (Benstead et al. 1999, Keddy 2002). Το σηµαντικότερο πρόβληµα που αντιµετωπίζουν τα φυτά των υγροτόπων στην πληµµυρισµένη φάση τους είναι η ανάπτυξη ανοξικών συνθηκών στο υπόστρωµα και οι συνακόλουθες χηµικές µεταβολές που λαµβάνουν χώρα στα κορεσµένα µε νερό εδάφη. Οι µηχανισµοί αντίδρασης των υγροτοπικών φυτών στις πληµµύρες, τις διακυµάνσεις της στάθµης των υδάτων και την περιοδική αποστράγγιση των εδαφών είναι πολλαπλοί και περιλαµβάνουν (Crawley 1997a, Wheeler 1999, Wetzel 1999, Keddy 2002): επιβίωση, κατά τις περιόδους ακραίων συνθηκών, µε τη µορφή σπερµάτων, κονδύλων ή άλλων οργάνων, αποίκιση µικρο-τοποθεσιών µέσα στον υγρότοπο, όπου οι συνθήκες αερισµού των εδαφών είναι ευνοϊκότερες, ανάπτυξη επιφανειακών ριζών στα ανώτερα τµήµατα των εδαφών που αερίζονται καλύτερα από τα βαθύτερα στρώµατα, ανατοµικές προσαρµογές που επιτρέπουν τη µεταφορά και διάχυση του ατµοσφαιρικού οξυγόνου στα υπόγεια τµήµατα των φυτών, όπου διατηρείται η αερόβια αναπνοή, και άλλες που βοηθούν τα φυτά να αντεπεξέλθουν σε συνθήκες ξηρασίας, δηµιουργία συνθηκών οξυγόνωσης στη ριζόσφαιρα των αναπτυσσόµενων ριζών, γεγονός που βοηθά µεταξύ άλλων στη νιτροποίηση και την ταχεία ανάπτυξη των φυτών (π.χ. Glyceria maxima). 48
59 ταχεία ανάπτυξη βλαστών πάνω από την επιφάνεια των υδάτων, προσαρµογές σε επίπεδο φυσιολογίας φυτού και βιοχηµικών διεργασιών που συµβάλουν ή/ και βελτιώνουν την ανάπτυξη και ανταγωνιστικότητα των φυτών (π.χ. προσαρµογή ορισµένων ειδών στις ανοξικές συνθήκες µέσω αναεροβικού µεταβολισµού, που συµβάλει στην αντιµετώπιση σχετικά σύντοµων δυσµενών περιόδων). Ορισµένα είδη, όπως το Phragmites australis, ευνοούνται από την αυξοµείωση της στάθµης και συγκεκριµένα από το χειµερινό-εαρινό πληµµύρισµα και τη θερινή-φθινοπωρινή πρόσκαιρη ξήρανση των επιφανειακών στρωµάτων των υγροτοπικών εδαφών (Mesléard and Perennou 1996, Clevering 1998). Αντίθετα, κάποια άλλα χαρακτηριστικά είδη, όπως τα ψαθιά, αναπτύσσονται καλύτερα υπό συνθήκες περισσότερο παρατεταµένης πληµµύρας (Mesléard and Perennou 1996), καταλαµβάνοντας συνήθως υφέσεις του αναγλύφου ή γενικώς χαµηλότερες τοποθεσίες, που καλύπτονται από λιµναία ύδατα για µακρά χρονικά διαστήµατα (Μπαµπαλώνας και Παυλίδης 1989, Coops and van der Velde 1995, Pavlides 1997). Σηµαντικές αλλαγές στη βλάστηση προκαλούνται από δραστικότερες παρεµβάσεις στο υδρολογικό καθεστώς, όπως π.χ. η σηµαντική αύξηση της στάθµης των υδάτων, που έλαβε χώρα στη λίµνη Κερκίνη µε την ύψωση των περιφερειακών αναχωµάτων (κατά 6 µέτρα) από το 1982 και µετά. Μία από τις σηµαντικότερες επιπτώσεις του νέου υδρολογικού καθεστώτος ήταν η εξαφάνιση των καλαµιώνων, οι οποίοι δεν µπόρεσαν να αντιδράσουν στην µόνιµη κατάκλυσή τους και στις αυξοµειώσεις της στάθµης της λίµνης κατά 4-5 µέτρα µέσα σε κάθε έτος (Crivelli et al. 1995). Οι Keddy and Reznicek (1986) έδειξαν, ότι δύο κυρίαρχα αναδυόµενα ελόφυτα (Scirpus validus και Eleocharis palustris) καταστράφηκαν µετά από τρία έτη παρατεταµένου πληµµυρίσµατος. Τέτοιου είδους διεργασίες δηµιουργούν µωσαϊκά διαφορετικών τύπων βλάστησης, µε χαρακτηριστικό παράδειγµα τις πυκνές διαπλάσεις ψαθιών που φιλοξενούν διάσπαρτες επιφάνειες ανοιχτών νερών (Weller 1994a αναφερόµενος από τον Keddy 2002). Πειραµατικές έρευνες απέδειξαν ότι αναπαραγόµενα είδη παπιών επιλέγουν αναλογία 1:1 αυτών των δύο ενδιαιτηµάτων (Kaminski and Prince 1981). 49
60 Αν και συνήθως η διαχείριση των ποσοτήτων του νερού (µε τεχνικά συστήµατα ελέγχου των εισροών και απορροών) είναι σηµαντικότερη, η ποιότητα του νερού επηρεάζει επίσης τη βλάστηση των παρόχθιων περιοχών. Οι εκπλύσεις γεωργικών εδαφών και η άµεση ή έµµεση διάθεση λυµάτων αποτελούν τις σηµαντικότερες πηγές παροχής θρεπτικών στοιχείων (και ρυπογόνων ουσιών) στους υγροτόπους (Hawke and José 1996). Το καλάµι ευνοείται από την ύπαρξη ευτροφικών συνθηκών, αν και σε ορισµένες περιπτώσεις η υψηλή συγκέντρωση θρεπτικών στοιχείων συσχετίστηκε µε την υποβάθµιση των καλαµιώνων. Οι ευτροφικές συνθήκες ευνοούν επίσης ταχυαυξή και κυρίαρχα είδη, όπως τα κυανοφύκη και τα µικρά επιπλεόντα φυτά του γένους Lemna. Η υπερβολική ανάπτυξη αυτών οδηγεί σε ανταγωνισµό µε άλλα είδη φυτών για θρεπτικά στοιχεία και ηλιακή ακτινοβολία (Hawke and José 1996). Κατά συνέπεια, µειώνεται η διαύγεια των υδάτων και εξειδικευµένοι θηρευτές, όπως οι ερωδιοί, δεν µπορούν να δουν τα θηράµατά τους, ενώ οι πληθυσµοί των υδρόβιων ασπόνδυλων πλήττονται επίσης από τη µείωση των λιγότερο ανταγωνιστικών υδρόβιων φυτών. Γενικά, οι ισορροπίες στην τροφική αλυσίδα είναι λεπτές και η υπερβολική παροχή θρεπτικών στοιχείων µπορεί να τις επηρεάσει σηµαντικά. Η διαύγεια των υδάτων και η ύπαρξη πολλών διαφορετικών ειδών φυτών σε αυτά αποτελούν γενικώς δείκτη καλής ποιότητας (Hawke and José 1996). Οι µηχανισµοί αντίδρασης των φυτών στις αλλαγές του υδρολογικού καθεστώτος σε συνδυασµό µε άλλες φυσικές ή τεχνητές διαταραχές προκαλούν διαφοροποιήσεις στη δοµή και σύνθεση της υγροτοπικής βλάστησης. Η συχνότητα των πυρκαγιών και οι υδρολογικές παράµετροι αποτελούν τους κύριους παράγοντες διαµόρφωσης των υγροτοπικών φυτοκοινοτήτων στις νοτιοανατολικές ΗΠΑ (Keddy 2002). Οι χαµηλής έντασης φωτιές µπορούν απλά να προκαλέσουν αποµάκρυνση της υπάρχουσας βλάστησης, αλλαγές στη σύνθεση της βλάστησης (από ξυλώδης να γίνει ποώδης) και αύξηση της ποικιλίας ειδών (Christensen et al. 1981, Thompson and Shay 1988, αναφερόµενοι από τον Keddy 2002). Αντίθετα, κατά τη διάρκεια παρατεταµένων περιόδων ξηρασίας, οι εντονότερες πυρκαγιές µπορούν να κάψουν την οργανική ουσία στο έδαφος, δηµιουργώντας έτσι νέες υφέσεις στο ανάγλυφο και λιµνούλες (Loveless 1959, Vogl 1969). 50
61 Συνδυασµοί διαταραχών Για την επίτευξη συγκεκριµένων διαχειριστικών στόχων, συχνά εφαρµόζονται εσκεµµένα συνδυασµοί των παραπάνω πρακτικών (κοπές, πληµµύρισµα, φωτιά, βόσκηση). Αξίζει όµως να σηµειωθεί, ότι η βιβλιογραφία µε παραδείγµατα αλληλεπιδράσεων της βόσκησης µε τις τρεις άλλες διαχειριστικές πρακτικές είναι σχετικά περιορισµένη και το θέµα αυτό πιθανότατα χρήζει περισσότερης έρευνας. Σε ορισµένους υγροτόπους της Β. Αµερικής, η εισβολή και κυριαρχία ψαθιών µείωσε την ποικιλότητα ειδών φυτών και επηρέασε αρνητικά τα υδρόβια πουλιά (Kaminski et al. 1985). Συγκεκριµένα εφαρµόστηκαν διάφορες µέθοδοι κοπής µε χειρωνακτικά και µηχανικά µέσα για τον περιορισµό των διαπλάσεων µε ψαθιά και ενώ η κοπή προκάλεσε περιοδική µείωση της πυκνότητάς τους κατά 50-95%, ο επιτυχής περιορισµός της αναβλάστησής τους εξαρτήθηκε από τη διάρκεια του πληµµυρίσµατος µετά την κοπή. Εκτιµήθηκε ότι η κατάκλυση µετά την κοπή θα εξαντλούσε τα αποθέµατα οξυγόνου και υδρογονανθράκων στα ριζώµατα και υπολογίστηκε ότι το βάθος νερού των 40 εκ. την άνοιξη θα προκαλούσε µηδενική αναβλάστηση ψαθιών στις περιοχές µελέτης. Αντίστοιχες επεµβάσεις (κοπές και πληµµύρισµα) πρότειναν οι Hellings and Gallagher (1992) για τον έλεγχο των καλαµιώνων σε παράκτιους υγροτόπους των ανατολικών Η.Π.Α., όπου όµως σηµαντικό ρόλο στην επιτυχία της συνδυασµένης διαχειριστικής πρακτικής έπαιζε και η αλατότητα των υδάτων. Οι Ditlhogo et al. (1992) αναφέρουν ότι η αναστολή της διαδοχής σε καλαµιώνες πραγµατοποιείται µε την εφαρµογή συνδυασµένων τεχνικών κοπών, καύσεων και πληµµυρίσµατος. Ο συνδυασµός δύο ή περισσότερων διαταραχών δηµιουργεί ανοµοιογενής διαπλάσεις σε υγροτόπους γλυκών υδάτων (van der Valk 1981, Weller 1978, 1994a, Ball and Nudds 1989, αναφερόµενοι από τον Keddy 2002). Οι Szalay and Resh (1997) πραγµατοποίησαν πειραµατικούς χειρισµούς κοπής και καύσης σε υπερυδατικές φυτοκοινότητες του αγρωστώδους Distichlis spicata για να συγκρίνουν τις επιδράσεις αυτών στα φυτά και τους ασπόνδυλους οργανισµούς. Η έρευνά τους πραγµατοποιήθηκε σε έναν υγρότοπο στην Καλιφόρνια, µε 51
62 υφάλµυρα νερά, έκταση 3500 εκταρίων και πολύ σηµαντικό για τη διαχείµαση δεκάδων χιλιάδων παπιών. Οι χειρισµοί περιελάµβαναν κοπή ή καύση των διαπλάσεων του Distichlis spicata στα τέλη του θέρους και πληµµύρισµα των επιφανειών µετά από µερικές εβδοµάδες. Η καύση σχεδόν δεκαπλασίασε την αφθονία των κυρίαρχων ασπόνδυλων (Diptera και Hemiptera) σε σχέση µε τους µάρτυρες, ενώ η κοπή δεν είχε σηµαντικές επιδράσεις. Όσον αφορά στους µικροασπόνδυλους οργανισµούς (Copepods), βρέθηκαν λιγότερο άφθονοι στις καµένες επιφάνειες. Οι συγγραφείς κατέληξαν στο συµπέρασµα, ότι οι πληθυσµοί ασπόνδυλων είναι ευαίσθητοι σε διαταραχές, όπως η καύση και η κοπή, ενώ ο χρόνος εκτέλεσής τους, η έκταση και η έντασή τους µπορούν να επηρεάσουν τη σχετική αφθονία τους. Οι Walker and Wehrhahn (1971) µελέτησαν τους καθοριστικούς περιβαλλοντικούς παράγοντες των υγροτόπων εκτεταµένων ποολίβαδων στην περιοχή Saskatchewan του Καναδά και συµπέραναν ότι ο σηµαντικότερος παράγοντας ήταν οι διαταραχές (βόσκηση, κοπή και «φυσικές διαταραχές») ακολουθούµενος από τη διαθεσιµότητα θρεπτικών, το υδατικό καθεστώς και τέλος την αλατότητα. Κατέληξαν στο αποτέλεσµα αυτό παρότι ήθελαν εσκεµµένα να αποφύγουν διαταραγµένες περιοχές και «παρά τη σηµασία τους, οι διαταραχές δεν µπορούσαν να µετρηθούν ποσοτικά», αδυναµία που εξακολουθεί να παρακωλύει πολλές οικολογικές έρευνες (Keddy 2002). Η διαθεσιµότητα ανόργανων θρεπτικών στοιχείων αναφέρεται και από τη Haslam (1972) ως καθοριστικός παράγοντας σε σχέση µε τις επιδράσεις της ελαφριάς βόσκησης σε καλαµιώνες της Βρετανίας. Συγκεκριµένα, σε φτωχά εδάφη το ύψος και η πυκνότητα των νέων καλαµιών είχαν χαµηλές τιµές (15-40 εκ. και 2-16 βλαστοί/ τ.µ.), ενώ σε εδάφη µε µέτρια διαθεσιµότητα θρεπτικών οι αντίστοιχες τιµές ήταν εκ. και βλαστοί/ τ.µ. και σε πλούσια εδάφη σαφώς υψηλότερες ( εκ. και βλαστοί/ τ.µ. αντίστοιχα). Η ίδια συγγραφέας αναφέρει, ότι σε αβόσκητους καλαµιώνες η απόδοση των καλαµιών (εκφραζόµενη µε το ύψος και την πυκνότητα των νέων βλαστών) µειώνεται µόνο στις διαπλάσεις µε σηµαντική έλλειψη ανόργανων στοιχείων. Ο συνδυασµός καύσης και βόσκησης σε υγροτοπικές φυτοκοινότητες αναφέρεται από τους Opermanis (1999) και Hertzman (1999) για τα υγρά ποολίβαδα των περιοχών 52
63 Vecdaugava (χερσόνησος στις εκβολές του ποταµού Daugava στη βόρεια Λετονία) και Hornborgasjön (λίµνη στη νότια Σουηδία) αντίστοιχα. Οι καύσεις προηγήθηκαν της βόσκησης ή/ και των κοπών κατά τη φάση της αποκατάστασης υγρών λιβαδιών στις περιοχές αυτές µε σκοπό την εκκαθάριση της ποολιβαδικής βλάστησης και των ξυλωδών ειδών φυτών (Betula pendula, Pinus sylvestris, Salix cinerea, Alnus spp) και καλαµιώνων, που είχαν εισβάλει σε πρώην επιφάνειες υγρών ποολίβαδων µετά την παύση της µακροχρόνιας διαχείρισης µε βόσκηση και κοπές ή λόγω αλλαγών στην υδρολογία τους. Στην πρώτη περίπτωση µάλιστα, εφαρµόστηκαν καύσεις κατά τη διάρκεια της άνοιξης (Μάρτιος 1993, Μάρτιος 1995 και Απρίλιος 1996) και του καλοκαιριού (Αύγουστος 1995), εποχές κατά τις οποίες γενικώς προτείνεται η αποφυγή της χρήσης της φωτιάς εξαιτίας των δυσµενών επιπτώσεών της στην άγρια πανίδα και ειδικά στα ασπόνδυλα που µετακινούνται δύσκολα (Ausden and Treweek 1995). Τέλος, σηµαντικό ρόλο στην αναγέννηση της υγροτοπικής βλάστησης µετά από κατά τόπους καταστροφικά φαινόµενα που προκλήθηκαν από φωτιά, πληµµύρα, πάγο και βόσκηση, παίζουν οι θαµµένοι στο έδαφος βιώσιµοι σπόροι (απόθεµα σπόρων) (Keddy 2002). Πυκνότητες σπόρων µε περισσότερους από 1 σπόρους ανά τετραγωνικό µέτρο είναι συνηθισµένες σε έλη εκτεταµένων ποολίβαδων και παράκτια έλη µε γλυκά νερά, ενώ πυκνότητες µε περισσότερους από 10. σπόρους ανά τετραγωνικό µέτρο είναι συνηθισµένες σε υγρά ποολίβαδα. Το γνωστότερο ίσως παράδειγµα προέρχεται από την αναγέννηση της βλάστησης ελωδών διαπλάσεων µετά από διαταραχή που προκλήθηκε από πληµµύρα και υποχώρηση των υδάτων, γεγονός που έχει τεκµηριωθεί από έρευνες σε έλη εκτεταµένων ποολίβαδων και όχθες λιµνών (van der Valk and Davis 1976, 1978, Keddy and Reznicek 1982, 1986, Keddy 2002). Για πολλά είδη φυτών των ελών και των υγρών ποολίβαδων, η ευκαιριακή αναγέννηση αποτελεί τη µοναδική δυνατότητα εγκατάστασής τους από σπόρους (Keddy 2002). Οι σπόροι φαίνεται ότι εντοπίζουν τις φυσικές διαταραχές µε τρεις τρόπους: τις αυξηµένες διακυµάνσεις στη θερµοκρασία του εδάφους, την αυξηµένη ποσότητα ηλιακής ακτινοβολίας και τις αλλαγές στην ποιότητα του φωτός (Grime 1979), διαδικασίες που ενεργοποιούνται συνήθως µετά την επίτευξη των µεγίστων τιµών στάθµης των υδάτων και προκαλούν φύτρωση των σπόρων (Keddy 2002). 53
64 54
65 3. ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΙΚΟΙ ΣΚΟΠΟΙ ΕΡΕΥΝΑΣ Από την ανασκόπηση της βιβλιογραφίας, που παρουσιάστηκε στο προηγούµενο κεφάλαιο, προκύπτουν τα παρακάτω συµπεράσµατα: Οι διάφορες πρακτικές διαχείρισης της βλάστησης στους υγροτόπους σπάνια εφαρµόζονται απολύτως αυτόνοµα, π.χ. η βόσκηση βοοειδών ή αλόγων σε υγρές φυτοκοινότητες σχετίζεται σχεδόν πάντοτε µε το πληµµύρισµα των βοσκόµενων επιφανειών (εκτός από τις περιπτώσεις όπου υπάρχουν τεχνικά µέσα ελέγχου και ρύθµισης του πληµµυρίσµατος µιας έκτασης, όπως θυροφραγµοί και αναχώµατα και πάλι όµως στη διάρκεια ενός πλήρους ετήσιου κύκλου, περισσότερες από µία µορφές διαχείρισης θα έχουν εφαρµοστεί). Οι επιδράσεις των διαφόρων διαχειριστικών πρακτικών είναι σχετικά προβλέψιµες, όταν αυτές εφαρµόζονται όσο το δυνατό πιο αυτόνοµα και σε µακροχρόνια βάση ή όταν ο συνδυασµός τους εφαρµόζεται µε κάποια σταθερά πρότυπα (π.χ. βόσκηση υγρών ποολίβαδων µετά από θερινή κοπή και συλλογή της κοµµένης βλάστησης). Σε πολλές περιπτώσεις, οι επιδράσεις συνδυασµένων διαχειριστικών πρακτικών είναι ιδιαίτερα πολύπλοκες και τα αποτελέσµατα των ερευνών που έχουν πραγµατοποιηθεί σε συγκεκριµένους υγροτόπους φαίνεται πως δύσκολα µπορούν να έχουν άµεση εφαρµογή σε άλλους υγροτόπους. Για ορισµένες άλλες περιπτώσεις, όπως για το συνδυασµό καύσης και βόσκησης σε υγροτοπικές φυτοκοινότητες, δεν υπάρχουν ερευνητικά δεδοµένα, παρά µόνο εµπειρικές καταγραφές των επιδράσεων της συγκεκριµένης πρακτικής σε επιφάνειες υγρών ποολίβαδων ή σε υγροτοπικές περιοχές που έχουν καταληφθεί από δένδρα και θάµνους. Οι διαθέσιµες πληροφορίες σχετικά µε το θέµα της αποκατάστασης ή της δηµιουργίας υγρών ποολίβαδων σε περιοχές που έχουν καταληφθεί από ανταγωνιστικά είδη φυτών µη τυπικών για υγρά ποολίβαδα προέρχονται από έρευνες που έχουν πραγµατοποιηθεί σε υγροτόπους άλλων χωρών, των οποίων όµως τα χαρακτηριστικά, στις περισσότερες περιπτώσεις, διαφέρουν σηµαντικά από αυτά της Μικρής 55
66 Πρέσπας. Επιπλέον, πολλές από αυτές τις πληροφορίες και κυρίως αυτές που αφορούν στις επιδράσεις της βόσκησης βούβαλων και άλλων µεγάλων φυτοφάγων ζώων, βασίζονται σε εµπειρικά µόνο δεδοµένα. Τα τελευταία θεωρούνται χρήσιµα, αλλά δεν επαρκούν ως προς την άµεση εφαρµογή διαχειριστικών παρεµβάσεων για την ολοκληρωµένη αντιµετώπιση του προβλήµατος που έχει προέλθει από τη συρρίκνωση των εκτάσεων υγρών ποολίβαδων στην παραλίµνια ζώνη της Μικρής Πρέσπας. Έτσι, µε δεδοµένη την ανάγκη αποκατάστασης των υγρών λιβαδιών στο συγκεκριµένο υγρότοπο προς όφελος της βιοποικιλότητας, προκύπτει η ανάγκη της επιστηµονικής τεκµηρίωσης των διαχειριστικών µεθόδων που µπορούν να εφαρµοστούν για την επίτευξη του σκοπού αυτού. Σύµφωνα µε τον Keddy (2002), τα ως τώρα διαθέσιµα ερευνητικά δεδοµένα υποδεικνύουν, ότι οι επιδράσεις της βόσκησης είναι πολύ λιγότερο σηµαντικές από αυτές του πληµµυρίσµατος, της γονιµότητας των εδαφών και του ανταγωνισµού ως προς τη διαµόρφωση των υγροτοπικών κοινοτήτων. Ο ίδιος συγγραφέας αναφέρει τους αλιγάτορες, τους κάστορες και τις χήνες ως τα µόνα ζώα που επιδρούν σηµαντικά στη σύνθεση και τη δοµή της βλάστησης, χωρίς όµως να έχει εξετάσει την περίπτωση των βούβαλων. Καταλήγει στο συµπέρασµα, ότι οι σχετικές έρευνες πρέπει να προχωρήσουν σε βάθος µε σκοπό να αντιµετωπιστούν δύο προκλήσεις για τους οικολόγουςερευνητές των υγροτόπων: η πρώτη είναι να προσδιορίσουν τις πιθανές γενικότητες σχετικά µε τα φυτοφάγα ζώα, και η δεύτερη είναι να ανακαλύψουν τις υπόλοιπες αξιοσηµείωτες εξαιρέσεις. Τα συµπεράσµατα αυτά, καθώς επίσης και η παραπάνω άποψη του Keddy, ενισχύουν το επιχείρηµα της ανάγκης συλλογής περισσότερων και επαρκέστερων δεδοµένων για την υποστήριξη ενός προγράµµατος συστηµατικής διαχείρισης της βλάστησης µε βόσκηση στην παραλίµνια ζώνη της Μικρής Πρέσπας. Ερωτήµατα που πρέπει να απαντηθούν είναι τα εξής: Ποιες είναι οι φυτοκοινότητες στην περιοχή έρευνας; 56
67 Ποια είναι τα χαρακτηριστικά της λιβαδικής παραγωγής και θρεπτικής αξίας της βλάστησης; Ποιες είναι οι επιδράσεις της βόσκησης στην παραλίµνια βλάστηση; Ποιες είναι οι επιδράσεις της θερινής κοπής στη βλάστηση των καλαµιώνων; Ποιες είναι οι επιδράσεις της καύσης στη βλάστηση των καλαµιώνων; Ποιες είναι οι επιδράσεις ορισµένων από τους συνδυασµούς των παραπάνω τριών πρακτικών στη βλάστηση των καλαµιώνων; Ποια είναι η βοσκοϊκανότητα των παραλίµνιων λιβαδιών και καλαµιώνων; Με βάση τα παραπάνω, οι αντικειµενικοί σκοποί της εργασίας αυτής ήταν: Η απόκτηση ολοκληρωµένης γνώσης για τα δοµικά, παραγωγικά και θρεπτικά χαρακτηριστικά της βλάστησης της παραλίµνιας ζώνης της λίµνης Μικρή Πρέσπα. Η µελέτη των επιδράσεων της βόσκησης βούβαλων, της θερινής κοπής, της καύσης και του συνδυασµού της βόσκησης µε τις δύο αυτές πρακτικές στη βλάστηση των υγρών ποολίβαδων και των καλαµιώνων. Η διατύπωση διαχειριστικών προτάσεων για την αποκατάσταση των υγρών ποολίβαδων στον πυρήνα του Εθνικού ρυµού Πρεσπών. 57
68 58
69 4. ΠΕΡΙΟΧΗ ΕΡΕΥΝΑΣ 4.1. Θέση και γενικά χαρακτηριστικά της περιοχής έρευνας Η έρευνα πραγµατοποιήθηκε στη δυτική όχθη της λίµνης Μικρή Πρέσπα (Νοµός Φλώρινας), σε περιοχή που περιλαµβάνεται στον πυρήνα του Εθνικού ρυµού Πρεσπών και σε απόσταση ενός περίπου χιλιοµέτρου νότια του οικισµού Πύλης (Εικόνες και 4.1.3). Η συγκεκριµένη έκταση ανήκει στα διοικητικά όρια της πρώην Κοινότητας Αγίου Αχίλλειου ( ηµοτικό ιαµέρισµα του ήµου Πρεσπών από το 1998 και µετά), έχει ανατολική έκθεση, κλίσεις κυµαινόµενες από 1 µέχρι 4%, γεωγραφικό µήκος και πλάτος αντίστοιχα E21 o 04 και N40 o 76 και υπερθαλάσσιο ύψος 850 µ. περίπου. Η συνολική της έκταση είναι 180 στρέµµατα περίπου και καλύπτεται κατά το µεγαλύτερο τµήµα της από καλαµιώνα µε κυρίαρχο είδος το καλάµι (Phragmites australis). Σηµειώνεται, ότι για την έρευνα χρησιµοποιήθηκαν τα 45 στρέµµατα από το σύνολο των 180. Το σχετικά ήπιο ανάγλυφο της παραλίµνιας αυτής περιοχής διαφοροποιείται σηµαντικά στο δυτικό της όριο, όπου γειτνιάζει µε αγροτικό δρόµο και αναπτύσσεται ο ορεινός όγκος του Βροντερού µε την υψηλότερη κορυφή του (1457 µ.) να βρίσκεται σε απόσταση µόλις 1500 µ. από την όχθη της λίµνης (Εικόνα 4.1.2). Εικόνα Θέση της ευρύτερης περιοχής των Πρεσπών (η κόκκινη κουκίδα υποδεικνύει την περιοχή έρευνας). Εικόνα Το νότιο όριο της περιοχής έρευνας. ιακρίνονται ο ορεινός όγκος του Βροντερού (στο παρασκήνιο και αριστερά), το υπόστεγο των βούβαλων και η πληµµυρισµένη πειραµατική επιφάνεια στις αρχές Μαΐου
70 Εικόνα Χάρτης της λίµνης Μικρή Πρέσπα (πηγή: Εταιρία Προστασίας Πρεσπών 2001) Έδαφος Το γεωλογικό υπόβαθρο του δυτικού τοµέα του ρυµού, στον οποίο βρίσκεται η περιοχή έρευνας, αποτελείται από Τριαδικό ασβεστόλιθο και συνεπώς τα εδάφη είναι ασβεστολιθικής σύστασης και προέλευσης (στην 60
71 πλειονότητά τους αυτόχθονα και ανήκοντα στην κατηγορία των ασβεστολιθογενών ρεντζινών) σε αντίθεση µε τα εδάφη του ανατολικού τοµέα που είναι πυριτικής σύστασης (Παυλίδης 1985). Πιο συγκεκριµένα, στην περιοχή έρευνας τα εδάφη προέρχονται από λιµναίες και αλλουβιακές αποθέσεις στα ανώτερα τµήµατά της, ενώ προς τη λίµνη (δηλαδή στα υψοµετρικά χαµηλότερα σηµεία) προέρχονται από οργανικές αποθέσεις (Kosmas et al. 1990). Έτσι, κατά τον Παυλίδη (1985), στα ανώτερα τµήµατα της περιοχής τα εδάφη χαρακτηρίζονται από αργιλλώδη µέχρι αργιλλοπηλώδη υφή και είναι εµπλουτισµένα µε βάσεις ασβεστίου, µαγνησίου και καλίου αναµεµιγµένα µε άλλα λεπτόκοκκα ανθρακικά υλικά, που από τις προσµίξεις σιδήρου υπό µορφή υδροξειδίου αποκτούν σκοτεινοκαστανή απόχρωση. Έχουν σχετικά µικρό πάχος, είναι αδιαπέρατα από το νερό και όταν διυγρανθούν αποκτούν πλαστικές ιδιότητες. Ανάµεσά τους επιφανειακά αποκαλύπτεται το µητρικό πέτρωµα, που σε πολλά σηµεία παρουσιάζει έντονα καρστικά φαινόµενα, γεγονός που αποδεικνύεται και από την ύπαρξη πηγών. Επιπλέον, κατά τους Kosmas et al. (1997), τα εδάφη αυτά έχουν υψηλή συνεκτικότητα και χαµηλό ποσοστό οργανικής ουσίας που φθίνει όσο αυξάνει το βάθος. Για τα οργανικά εδάφη, οι ίδιο συγγραφείς αναφέρουν, ότι αποτελούνται κυρίως από καλά αποδοµηµένα οργανικά υλικά (προερχόµενα κυρίως από καλάµια και άλλες µορφές υδροχαρούς βλάστησης) και έχουν πάχος εκ. Σε µερικά σηµεία περιέχουν και ανόργανα υλικά, που έχουν αποτεθεί από παρακείµενα ρεύµατα, έχοντας έτσι εµπλουτίσει τα εδάφη µε ανθρακικά (CaCO 3 <4%). Τα εδάφη αυτά είναι συνήθως κορεσµένα µε νερό και έχουν µεγάλη υδατοχωρητικότητα Κλίµα Το κλίµα της Πρέσπας έχει ενδιάµεσα χαρακτηριστικά µεταξύ του µεσογειακού και του κεντροευρωπαϊκού κλίµατος. Ο χειµώνας είναι αρκετά ψυχρός µε σχετικά µακροχρόνιους παγετούς, ενώ κατά το θέρος επικρατεί σχετικά ήπια ξηρασία (Κατσαδωράκης 1995). 61
72 Στη βιβλιογραφία παρατηρούνται ορισµένες ασυµφωνίες µεταξύ των ερευνητών, σχετικά µε την κατάταξη του κλίµατος κατά Koeppen. Ο Παυλίδης (1985) [βασιζόµενος στους Μπαλαφούτη (1977), Κοτίνη-Ζαµπάκα (1983) και στην επεξεργασία στοιχείων των µηνιαίων κλιµατικών δελτίων του µετεωρολογικού σταθµού της ΕΗ, που βρίσκεται µεταξύ των δύο λιµνών στην τοποθεσία Κούλα και του βροχοµετρικού σταθµού Μικρολίµνης] κατατάσσει το κλίµα της περιοχής του ρυµού στον ενδιάµεσο τύπο κλίµατος Csa-Csb, που χαρακτηρίζεται από ήπια χειµερινή περίοδο, υγρές όλες τις εποχές του έτους και θερµό µικρής διάρκειας θέρος. Οι Kosmas et al. (1997), λαµβάνοντας υπόψη τους µέσους όρους των µετεωρολογικών δεδοµένων, κατατάσσουν το κλίµα της περιοχής οριακά µεταξύ του τύπου Csb (ήπιο κλίµα µε θερµά καλοκαίρια) και του Cfb, που χαρακτηρίζει τα υγρά κλίµατα βορειότερων περιοχών. Οι ίδιοι συγγραφείς αναφέρουν ότι σύµφωνα µε το οµβροθερµικό διάγραµµα των Bagnouls-Gaussen και την υπολογισθείσα τιµή του ξηροθερµικού δείκτη (χ=50 ηµέρες), η περιοχή έχει υποµεσογειακό κλίµα (FAO/UNESCO 1963). Με βάση τα βροχοθερµικά δεδοµένα του µετεωρολογικού σταθµού που βρίσκεται µεταξύ των δύο λιµνών (στην τοποθεσία Κούλα) και την βιοκλιµατική ταξινόµηση του κλίµατος κατά Emberger (1954, αναφερόµενος από τον Παυλίδη 1985), το κλίµα της περιοχής ανήκει στην «υγρή µεσογειακή ζώνη», σε ενδιάµεση θέση µεταξύ του Μοναστηρίου Γιουγκοσλαβίας και Μονπελιέ Γαλλίας και σε σχετικά ψυχρότερο κλίµα από τα Καλάβρυτα, το Αµύνταιο και τα Ιωάννινα ή στην «ανώτερη εύκρατη παραµεσογειακή ζώνη» (Παυλίδης 1985). Η ύπαρξη των λιµνών συµβάλλει στη δηµιουργία σαφώς ηπιότερων συνθηκών στις χαµηλές περιοχές γύρω από τις λίµνες και ιδιαίτερα γύρω από τη Μεγάλη Πρέσπα (Κατσαδωράκης και συν. 1996) που παγώνει σπανιότατα. Η Μικρή Πρέσπα αντίθετα, παγώνει σχεδόν κάθε χειµώνα και ο πάγος διαρκεί από λίγες µέρες ως κάποιες εβδοµάδες τους µήνες Ιανουάριο και Φεβρουάριο. Αυτό 62
73 ισχύει για ολόκληρη την επιφάνεια της λίµνης. Στην ακρολιµνιά, η δηµιουργία πάγου πραγµατοποιείται ευκολότερα και συχνά αρχίζει στα τέλη του φθινοπώρου µε αρχές χειµώνα και αργότερα, ανάλογα µε τις θερµοκρασίες, διακόπτεται και ξαναεµφανίζεται. Υπάρχουν πέντε βροχοµετρικοί σταθµοί γύρω από τη λίµνη Μικρή Πρέσπα: στην Κούλα, τον Άγιο Γερµανό, το Βροντερό, την Καλλιθέα και τη Μικρολίµνη. Σύµφωνα µε τους Κατσαδωράκη και συν. (1996), ο πρώτος σταθµός είναι ο πληρέστερος και συλλέγει µετεωρολογικά δεδοµένα από το Οι τιµές από τον σταθµό αυτό για τα µέσα ετήσια κατακρηµνίσµατα των τελευταίων 25 ετών κυµαίνονται µεταξύ 530 και 690 mm. Συνδυασµός των δεδοµένων και των πέντε σταθµών έδωσε µέσα ετήσια κατακρηµνίσµατα 665 mm (Μποναζούντας 1988). Η µέση ετήσια θερµοκρασία είναι 11-11,5 0 C. Η µέση µέγιστη θερµοκρασία παρατηρείται τον Ιούλιο και είναι C και η µέση ελάχιστη τον Ιανουάριο και είναι C. Οι απόλυτες ελάχιστες παρατηρούνται συνήθως τον Ιανουάριο και είναι -15 ως C. Οι συχνότεροι άνεµοι είναι βόρειοι και νοτιοδυτικοί, αλλά δεν είναι εν γένει ισχυροί (Κατσαδωράκης 1995). Οι παραπάνω πέντε σταθµοί βρίσκονται σε υψόµετρα µεταξύ 850 και 1100 m µε αποτέλεσµα να καταγράφουν τα κατακρηµνίσµατα στις χαµηλές τοποθεσίες της ευρύτερης λεκάνης και να µην υπάρχει δυνατότητα µέτρησης του ύψους χιονιού. Οι Hollis and Stevenson (1997) αναφέρουν, ότι τα µέσα ετήσια κατακρηµνίσµατα ποικίλουν µεταξύ 750 mm στις χαµηλές τοποθεσίες και πιθανότατα πάνω από 1200 mm στις ορεινές περιοχές. Οι ίδιοι αναφέρουν, ότι η ετήσια εξάτµιση από τις ανοιχτές επιφάνειες νερού (λίµνες) είναι της τάξης των 980 mm. Επιπλέον, σύµφωνα µε τους Kosmas et al. (1997), το 60% των βροχοπτώσεων καταγράφεται κατά την περίοδο Σεπτεµβρίου-Φεβρουαρίου και το 24% την άνοιξη, ενώ το µέσο ετήσιο ποσοστό υγρασίας του αέρα είναι 63%. 63
74 4.4. Υδρολογία Οι λίµνες των Πρεσπών µαζί µε τη λίµνη της Μαλίκης (Αλβανία), που αποξηράνθηκε το 1938 και την Αχρίδα αποτελούσαν την παλιά ασσαρική λίµνη, της οποίας ο σχηµατισµός τοποθετείται στο Πλειόκαινο και Τεταρτογενές. Η παλιά θέση της βρισκόταν κατά 80 µ. υψηλότερα από τη σηµερινή και από την άποψη της κατασκευής της χαρακτηρίστηκε ως αλπικού τύπου λίµνη. Στις µέρες µας, η ασσαρική λίµνη έχει διαµορφωθεί σε ένα ευρύ σύστηµα γεωλογικής λεκάνης, που τα χαµηλότερα τµήµατά της κατέχονται από τις λίµνες των Πρεσπών και την Αχρίδα (Παυλίδης 1985). Οι λίµνες Μικρή και Μεγάλη Πρέσπα και η λίµνη Αχρίδα ανήκουν σε µία µεγάλη και πολύπλοκη υδρολογική ενότητα. Οι στάθµες των δύο πρώτων κατά τη διάρκεια των τελευταίων 20 ετών βρίσκονται κατά µέσο όρο στα 8560 µ. και 845,20 µ. αντίστοιχα (ΕΠΠ 2006), ενώ η Αχρίδα βρίσκεται περίπου 160 µ. χαµηλότερα (Κατσαδωράκης και συν. 1996). Η υψοµετρική αυτή διαφορά µεταξύ των δύο λιµνών της Πρέσπας προκαλεί τη φυσική ροή υδάτων από την πρώτη στη δεύτερη µέσω του καναλιού στην τοποθεσία Κούλα. Επιπλέον, έχει υπολογιστεί ότι το 42% και 52% αντίστοιχα των µεγάλων ποσοτήτων υδάτων που εκβάλλουν επιφανειακά στις πηγές του Οσίου Ναούµ (ΠΓ Μ) και σε εκείνες της τοποθεσίας Tushemishti (Αλβανία) στα νότια της λίµνης Αχρίδας προέρχονται από τη Μεγάλη Πρέσπα µέσω καταβόθρων στο ασβεστολιθικό υπόστρωµα (Anovski et al αναφερόµενοι από τους Eftimi and Zoto 1997, Eftimi and Zoto 1997). Η γνώση και ρύθµιση των υδρολογικών παραµέτρων της λίµνης Μικρή Πρέσπα είναι πολύ σηµαντική για το λιµναίο οικοσύστηµα και ειδικά για την ύπαρξη των υγρών ποολίβαδων στην παραλίµνια ζώνη µε έµφαση στο επαρκές πληµµύρισµά τους κατά την εαρινή τουλάχιστον περίοδο. Συνήθως, η στάθµη της λίµνης αρχίζει να ανεβαίνει στα µέσα του χειµώνα και στα τέλη της άνοιξης φθάνει στο µέγιστό της, διατηρώντας έτσι πληµµυρισµένα τα υγρά ποολίβαδα και άλλες χαµηλές παραλίµνιες περιοχές (µεταξύ των οποίων και ιδιωτικοί καλλιεργούµενοι αγροί) ή προκαλώντας τον κορεσµό των εδαφών τους µε 64
75 νερό. Αργότερα, η στάθµη συνήθως χαµηλώνει και οι ελάχιστες τιµές της καταγράφονται στα τέλη του φθινοπώρου. Στην εικόνα φαίνεται η µέση µηνιαία στάθµη της λίµνης την περίοδο και στην εικόνα η διακύµανση της µέσης µηνιαίας στάθµης της λίµνης κατά τη διάρκεια των ετών που διήρκεσε η παρούσα έρευνα ( ). Με δεδοµένη τη µικρής κλίµακας διαχείριση της βλάστησης στις παραλίµνιες περιοχές κατά την περίοδο , ικανοποιητικές για τους υδρόβιους οργανισµούς εκτάσεις υγρών ποολίβαδων υπήρχαν µόνο όταν η στάθµη της λίµνης ξεπερνούσε τα µέτρα (δηλαδή τα έτη 1986, 1991, 1994, 1999 και 2) (Crivelli et al. 1997, Catsadorakis and Malakou 1997, Καζόγλου και συν. 2001). Η λεκάνη απορροής της Μικρής Πρέσπας έχει έκταση 189 τετ. χλµ., αριθµός που αντιστοιχεί σε 4 τετ. χλµ. χερσαίου τµήµατος της λεκάνης απορροής για κάθε τετ. χλµ. λίµνης (Hollis and Stevenson 1997). Στα βορειοδυτικά της λίµνης, στην τοποθεσία Κούλα, υπάρχει σύγχρονο θυρόφραγµα (από τα τέλη του 2004) µέσω του οποίου ελέγχονται οι ποσότητες νερού που εκρέουν από τη Μικρή προς τη Μεγάλη Πρέσπα. Στην ανατολική όχθη της λίµνης λειτουργεί αντλιοστάσιο που αρδεύει 10. στρ. αροτραίων καλλιεργειών και µηδικής, ενώ κοντά στον οικισµό της Πύλης υπάρχει γεώτρηση που καλύπτει τις ανάγκες 300 περίπου στρεµµάτων αρδευόµενων καλλιεργειών (Βοσκόπουλος 2005 προσωπική επικοινωνία). Σύµφωνα µε τα στοιχεία των Μποναζούντα (1988), Hollis and Stevenson (1997) και Heurteaux (1999), οι αντλήσεις νερού από τη Μικρή Πρέσπα για την άρδευση των καλλιεργειών στην ελληνική επικράτεια συνεισφέρουν σε συνολική πτώση της στάθµης της λίµνης κατά εκ. την περίοδο Ιουνίου- Αυγούστου (λαµβάνοντας υπόψη µόνο την παράµετρο της άντλησης). Σηµαντικές απορροές και εισροές νερού πραγµατοποιούνταν ως το 2002 και στο νοτιοδυτικότερο άκρο της λίµνης που ανήκει στην Αλβανία, µέσω της παροχέτευσης του ποταµού Devolli στη λίµνη κατά τις χειµερινές περιόδους και της απόληψης υδάτων για άρδευση τα καλοκαίρια (Pano et al. 1997, PPCC 2002). 65
76 851,50 851, ,50 849,00 848,50 Ιαν. 85 Σεπτ. 85 Μάιος 86 Ιαν. 87 Σεπτ. 87 Μάιος 88 Ιαν. 89 Σεπτ. 89 Μάιος 90 Ιαν. 91 Σεπτ. 91 Μάιος 92 Ιαν. 93 Σεπτ. 93 Μάιος 94 Ιαν. 95 Σεπτ. 95 Μάιος 96 Ιαν. 97 Σεπτ. 97 Μάιος 98 Ιαν. 99 Σεπτ. 99 Μάιος 00 Ιαν. 01 Σεπτ. 01 Μάιος 02 Ιαν. 03 Σεπτ. 03 Υπερθαλάσσιο ύψος σε µέτρα Μάιος 04 Ιαν. 05 Σεπτ. 05 Εικόνα ιακύµανση στάθµης της λίµνης Μικρή Πρέσπα την περίοδο (πηγή: Εταιρία Προστασίας Πρεσπών 2006). 66
77 Οκτ ,50 851, ,50 Υπερθαλάσσιο ύψος σε µέτρα 849,00 848,50 Ιαν. 97 Απρ. 97 Ιούλ. 97 Οκτ. 97 Ιαν. 98 Απρ. 98 Ιούλ. 98 Οκτ. 98 Ιαν. 99 Απρ. 99 Ιούλ. 99 Οκτ. 99 Ιαν. 00 Απρ. 00 Ιούλ. 00 Οκτ. 00 Ιαν. 01 Απρ. 01 Ιούλ. 01 Οκτ. 01 Ιαν. 02 Απρ. 02 Ιούλ. 02 Εικόνα ιακύµανση στάθµης της λίµνης Μικρή Πρέσπα την περίοδο (πηγή: Εταιρία Προστασίας Πρεσπών 2006). 67
78 Κατά τον Heurteaux (1999), µε βάση το γεγονός ότι η άρδευση των καλλιεργειών στο ελληνικό τµήµα της περιοχής σταµατά το Σεπτέµβριο, στην περιοχή µπορούν να διακριθούν µια υγρή περίοδος διάρκειας οκτώ µηνών (από τον Οκτώβριο ως τα τέλη Μαΐου) και µια ξηρή περίοδος διάρκειας τεσσάρων µηνών (από τον Ιούνιο ως τα τέλη Σεπτεµβρίου). Κατά τον ίδιο συγγραφέα, η Μικρή Πρέσπα τροφοδοτείται από τις παρακάτω πηγές: α) τις βροχές και τις επιφανειακές απορροές, β) τα πέντε χειµαρρώδους χαρακτήρα ρέµατα που βρίσκονται στο ανατολικό γρανιτικό τµήµα της λίµνης, γ) τις µόνιµες πηγές που υπάρχουν στο δυτικό και νότιο ασβεστολιθικό τοµέα και πιθανώς άλλες υπόγειες και υπολίµνιες εισροές νερού, δ) τον ποταµό Devolli στο αλβανικό τµήµα της λίµνης κατά την υγρή περίοδο (τουλάχιστον ως το 2002), και ε) τα πλεονάσµατα της άρδευσης κατά το καλοκαίρι όταν αρδεύεται ο κάµπος της περιοχής. Εκροές υδάτων από τη λίµνη γίνονται µε: α) την εξάτµιση, β) τις υπόγειες απορροές προς τη Μεγάλη Πρέσπα ή πιθανώς αλλού, γ) τις αρδευτικές ανάγκες του κάµπου των Πρεσπών στην ελληνική επικράτεια, δ) τις αρδευτικές ανάγκες του κάµπου της Κορυτσάς µέσω Devolli κατά την ξηρή περίοδο, και ε) την απορροή προς τη Μεγάλη Πρέσπα µέσω του θυροφράγµατος της Κούλας. Από τα παραπάνω φαίνεται ότι οι παραλίµνιες περιοχές στις οποίες µπορούν να δηµιουργηθούν υγρά ποολίβαδα µέσα από ένα πρόγραµµα διαχείρισης της βλάστησης και της στάθµης της λίµνης δεν έχουν σταθερό υδρολογικό καθεστώς. Το καθεστώς αυτό, αλλά και το διάστηµα κατά το οποίο οι ίδιες περιοχές είναι πληµµυρισµένες επηρεάζονται από το µέγεθος και τους ρυθµούς ανόδου και πτώσης της στάθµης της λίµνης, τα οποία µε τη σειρά τους εξαρτώνται από σηµαντικές παραµέτρους που καθορίζουν τις εισροές και εκροές υδάτων στη λίµνη Μικρή Πρέσπα. Συµπερασµατικά, η ύπαρξη των υγρών ποολίβαδων εξαρτάται από δυο παράγοντες που επιδρούν ταυτόχρονα: α) τη διακύµανση της στάθµης της λίµνης, η οποία µπορεί πλέον να ελεγχθεί ικανοποιητικά από το νέο θυρόφραγµα της Κούλας, και β) την εφαρµοζόµενη διαχείριση της βλάστησης. Σε περίπτωση σηµαντικής διαφοράς µεγίστων στάθµης µεταξύ δύο ετών, είναι πιθανό στις ίδιες ακριβώς περιοχές τη µια χρονιά τα υγρά ποολίβαδα να είναι πληµµυρισµένα και την άλλη όχι ή 68
79 ανεπαρκώς. Από την άλλη πλευρά, η έλλειψη διαχείρισης της βλάστησης µπορεί επίσης να προκαλέσει υποβάθµιση των ποιοτικών χαρακτηριστικών των υγρο-ποολιβαδικών φυτοκοινοτήτων, όπως συνέβη στο πρόσφατο παρελθόν. Κατά τη διάρκεια διεξαγωγής της παρούσας έρευνας, η διακύµανση της στάθµης της λίµνης, παράµετρος που επηρεάζει τη δοµή και σύνθεση των παραλίµνιων φυτοκοινοτήτων, ελέγχονταν εµπειρικά από τον Τοπικό Οργανισµό Εγγείων Βελτιώσεων (και χωρίς τη συµµετοχή των φορέων που διεξήγαγαν τον πειραµατισµό). Η διαχείριση της στάθµης γινόταν µέσω του παλαιού θυροφράγµατος στην τοποθεσία Κούλα µε βασικό κριτήριο την ύπαρξη σχετικής ισορροπίας στο εύρος διακύµανσής της: από τη µία πλευρά ήταν θεµιτή η διατήρησή της σε ικανά επίπεδα για την απρόσκοπτη λειτουργία του αντλιοστασίου και από την άλλη πλευρά, επιδιωκόταν η όσο το δυνατό αποτελεσµατικότερη αποφυγή του πληµµυρίσµατος γεωργικών γαιών που βρίσκονται σε χαµηλές τοποθεσίες κοντά στην παραλίµνια ζώνη. Οι τιµές της ακολούθησαν γενικά τις εποχιακές τάσεις µε µέγιστα στα τέλη της άνοιξης (µε ιδιαίτερα υψηλές τιµές το 1999) και ελάχιστα στα τέλη του φθινοπώρου κάθε έτους (Εικόνα 4.4.2). Το έτος 2002 η στάθµη της λίµνης κυµάνθηκε σε εξαιρετικά χαµηλά επίπεδα, φαινόµενο όµως που έχει παρατηρηθεί και παλαιότερα (Hollis and Stevenson 1997) Βλάστηση Η βλάστηση της λίµνης Μικρή Πρέσπα αποτελεί ένα εξαιρετικά σηµαντικό τµήµα του όλου οικοσυστήµατος, πάνω στο οποίο στηρίζονται οι περισσότερες ζωτικές λειτουργίες της πανίδας, ιδιαίτερα δε η αναπαραγωγή των ψαριών και η φωλεοποίηση της υδρόβιας ορνιθοπανίδας. Η λιµναία βλάστηση χωρίζεται σε τρεις διαπλάσεις (Παυλίδης 1985, Κατσαδωράκης και συν. 1996, Pavlides 1997, Καζόγλου και συν. 2001): Υδρόβια πλευστόφυτα: Χαρακτηριστικά είδη της διάπλασης αυτής είναι τα µικρά σε µέγεθος Lemna minor και Spirodela polyrrhiza, τα οποία αναπτύσσονται στην επιφάνεια των νερών και συγκροτούν χαλαρές 69
80 πλευστές και ευµετακίνητες φυτοσυστάδες. Απαντούν σε ρηχά και διαυγή νερά των περιφερειακών τµηµάτων της λίµνης, σε διάκενα των καλαµιώνων στις περιοχές Κούλας, Πύλης, Φράγµατος και Οπάγιας και στις στραγγιστικές τάφρους στα βορειοανατολικά της λίµνης (θέση Σλάτινα, Εικόνα 4.4.3). Στην ίδια διάπλαση ανήκει και η φυτοσυστάδα που συγκροτείται από τα µεγαλύτερα Salvinia natans και Hydrocharis morsusranae, που αναπτύσσεται κυρίως σε στάσιµα νερά και τέλµατα της ανατολικής πλευράς της λίµνης από τη Μικρολίνη ως την Οπάγια. Τυπικά συνοδευτικά είδη είναι τα Nymphoides peltata (κίτρινο νούφαρο µε µικρά φύλλα) και σπανιότερα το Trapa natans (νεροκάστανο). Οι δύο φυτοσυστάδες διαπερνώνται συχνά από φυτά άλλων διαπλάσεων, όπως ελόφυτα που µετέχουν σε αραιή διασπορά σαν συνοδά είδη. Οι διαπλάσεις των υδρόβιων πλευστόφυτων ανήκουν φυτοκοινωνικά στην ένωση Lemnion minoris της κλάσεως Lemnetea. Εφυδατικά και υφυδατικά βενθικά υδρόφυτα: Ο διαχωρισµός των δύο αυτών κατηγοριών γίνεται ανάλογα µε το χώρο που καταλαµβάνουν τα κύρια στελέχη των φυτών, δηλαδή πάνω ή κάτω από το νερό. Αναπτύσσονται σε ζώνες κατά µήκος της ακτογραµµής στα εξωτερικά και αβαθή τµήµατα της λίµνης, µπροστά ή πίσω από τη ζώνη των καλαµιώνων και ανάµεσα σε ελοφυτικές συστάδες και σε βάθος από 2 ως 2,5 µ., ανάλογα µε την ποιοτική σύσταση και κλίση του πυθµένα. Απαντώνται σε υπήνεµες περιοχές, όρµους και σε εξόδους ρεµάτων, όπως κοντά στη Μικρολίµνη, Πύλη, Αγκαθωτό, Φράγµα, Λάτσιστα, Κρανιές και Κούλα. Τα κύρια είδη είναι Potamogeton perfoliatus, Ceratophyllum submersum, Najas marina, συνοδευόµενα συχνότερα από τα Ceratophyllum demersum, Myriophyllum verticillatum, M. spicatum, Potamogeton crispus, P. pusillus, Ranunculus trichophyllus και είδη των γενών Cladophora και Chara. Στις λιµνούλες και τέλµατα γύρω από τη Βρωµολίµνη υπάρχουν και αµιγείς σχηµατισµοί βενθοφύτων όπως Myriophyllum heterophyllum, Nymphoides peltata και Nymphaea alba (λευκό νούφαρο). Οι πιο διαδεδοµένες και εντυπωσιακές είναι οι εφυδατικές συστάδες των Nymphaea alba, Nuphar lutea (κίτρινο νούφαρο µε µεγάλα φύλλα) και Nymphoides peltata στις περιοχές Κούλα, Άγιος Αχίλλειος, Βρωµολίµνη και Φράγµα. Συνοδά είδη 70
81 είναι τα Polygonum amphibium, Ranunculus aquatilis, Utricularia vulgaris και µερικά είδη Potamogeton. Συστάδες των ειδών Potamogeton natans, P. lucens και Polygonum amphibium είναι επίσης κοινές στη Λάτσιστα, Κρανιές, Πύλη και ασερή. Συγκεντρώσεις των ειδών Trapa natans, Nymphoides peltata και Ranunculus aquatilis βρίσκονται στη Βρωµολίµνη, σε µια διπλανή µικρή λιµνούλα και στο Φράγµα. Οι βενθικές φυτοκοινότητες της Μικρής Πρέσπας υπάγονται φυτοκοινωνικά στην ένωση Nymphaeion της κλάσεως Potametea (Potamogetonetea). Ελόφυτα: Αποτελούν την περισσότερο διαδεδοµένη διάπλαση του υγρότοπου και καταλαµβάνουν µεγάλες εκτάσεις σε όλη σχεδόν την περιφέρεια της λίµνης, κυρίως όµως στο βόρειο τµήµα µεταξύ Οπάγιας και Αγίου Αχιλλείου, στην Πύλη, στην περιοχή Φράγµα της ελληνοαλβανικής µεθορίου και µεταξύ Μικρολίµνης και λόφου Καλέ. Το αλβανικό τµήµα της λίµνης είναι ρηχό και καλύπτεται σχεδόν ολόκληρο από καλαµιώνα. Τα κυρίαρχα ελόφυτα είναι τα: Phragmites australis, Typha angustifolia, Scirpus lacustris και Iris pseudacorus (ίριδα των βάλτων). Συνοδά είδη είναι τα Typha latifolia, Carex pseudocyperus, Eleocharis palustris, τα βλαστοειδή Stachys palustris, Alisma plantago-aquatica, Butomus umbellatus και τα αναρριχώµενα Solanum dulcamara και Calystegia sepium. Στη σύνθεση των ελοφυτικών συστάδων συµµετέχουν σποραδικά και πολλά ακόµα είδη φυτών. Αυτή η υψηλόκορµη και κυρίαρχη ελοφυτική διάπλαση των καλαµιώνων της Μικρής Πρέσπας υπάγεται φυτοκοινωνικά στην ένωση Phragmition. Μία εντελώς διαφορετική σε σύνθεση και δοµή φυτοκοινωνία σχηµατίζεται από ποώδη και χαµηλά είδη ελοφύτων σε ρηχές περιοχές στη Βρωµολίµνη, την Πύλη και τον Άγιο Αχίλλειο. Αποτελείται από τα Rorippa amphibia, Oenanthe aquatica, Lycopus europaeus, Lythrum salicaria, Galium palustre, Myosotis scorpioides και πολλά άλλα συνοδά είδη. Μία ακόµη φυτοκοινωνία που απαντάται σε ρηχά, διαυγή και τρεχούµενα νερά, κανάλια και σε πληµµυρισµένα λιβάδια αποτελείται από τα Apium nodiflorum, Veronica anagallis-aquatica, Mentha aquatica, Nasturtium officinale και πολλά άλλα ποώδη συνοδά είδη. Αυτές οι ποόµορφες ελοφυτικές διαπλάσεις υπάγονται φυτοκοινωνικά στην ένωση Apion nodiflori της κλάσεως Phragmitetea. 71
82 Στα υγρά ποολίβαδα της λίµνης απαντώνται κατά κύριο λόγο τα παραπάνω χαµηλά συνοδά είδη των καλαµιώνων, τα ποώδη και χαµηλά είδη ελοφύτων της ένωσης Apion nodiflori, καθώς επίσης και τα Myosoton aquaticum, Juncus articulatus, J. effusus, J. inflexus, J. bufonius, Lotus corniculatus, Galega officinalis, Polygonum lapathifolium, Epilobium tetragonum, E. angustifolium, Rumex crispus, Agrostis stolonifera, A. capillaris, Carex hirta, Ranunculus repens, Potentilla reptans, Cirsium arvense, C. palustris, C. vulgare, Scutellaria galericulata, Plantago major, Cynodon dactylon, Trifolium repens, T. fragiferum, T. pratense, T. resupinatum, Rorripa sylvestris, Vicia cracca, Lathyrus pratensis, Plantago major και Mentha microphylla (Παυλίδης 1985, Hollis et al. 1989, Κατσαδωράκης και συν. 1996, Pavlides 1997, Καζόγλου και συν. 2001). Στις περισσότερες παραλίµνιες περιοχές της Μικρής Πρέσπας που χαρακτηρίζονται από ήπιες κλίσεις παρατηρούνται τέσσερις σαφώς διακριτές φυτοκοινότητες/ ζώνες βλάστησης, οι οποίες από τα υψηλότερα προς τα χαµηλότερα σηµεία είναι οι εξής (Mesléard 1996, Papanastasis 1996): Ξηρό ποολίβαδο, που δεν επηρεάζεται άµεσα από την άνοδο της στάθµης. Στη σύνθεσή του συµµετέχουν πολλά είδη ετησίων και πολυετών αγρωστωδών και πλατύφυλλων ποών. Περιοδικά πληµµυριζόµενη ζώνη, η οποία επηρεάζεται άµεσα από την αυξοµείωση της στάθµης της λίµνης και συνήθως παραµένει πληµµυρισµένη κατά τη φάση που οι τιµές της στάθµης λαµβάνουν µέγιστες τιµές µέσα στο έτος. Χαρακτηριστικά είδη της συνήθως στενόµακρης αυτής ζώνης είναι τα Scirpus lacustris, Cirsium palustre, Ranunculus repens, Trifolium repens, Eleocharis palustris, Potentilla reptans, Juncus spp και Agrostis stolonifera. Παρυφές του καλαµιώνα. Η ζώνη αυτή συνήθως παραµένει πληµµυρισµένη για µεγαλύτερο χρονικό διάστηµα σε σχέση µε την προηγούµενη, ωστόσο το εύρος εξάπλωσης της (διάσταση κάθετη στις ισοϋψείς) είναι επίσης σχετικά περιορισµένο. Χαρακτηριστικά είδη των παρυφών του καλαµιώνα είναι τα Phragmites australis και άλλα είδη 72
83 χαµηλότερης ανάπτυξης όπως τα Carex pseudocyperus, Mentha aquatica και Iris pseudacorus. Καλαµιώνας. Εδώ, τα εδάφη είναι συνήθως κορεσµένα από νερό ή πληµµυρισµένα κατά το µεγαλύτερο διάστηµα του έτους. Κυρίαρχο είδος φυτού είναι το καλάµι Phragmites australis και συνοδευτικά είδη τα Typha angustifolia, Sparganium erectum, Lycopus europaeus και άλλα ελόφυτα και υδρόφυτα. Κατά την έναρξη της παρούσας έρευνας, στο σύνολο των 180 στρ. της περιοχής έρευνας οι τέσσερις ζώνες βλάστησης καταλάµβαναν τις εξής εκτάσεις: Το ξηρό ποολίβαδο κάλυπτε το 1,3% του συνόλου της περιοχής, δηλαδή περίπου 2,3 στρ. Η περιοδικά πληµµυριζόµενη ζώνη κάλυπτε το 2,5% της συνολικής επιφάνειας, δηλαδή περίπου 4,5 στρ. Οι παρυφές του καλαµιώνα κάλυπταν το 3,2% της συνολικής επιφάνειας, δηλαδή περίπου 5,8 στρ. Ο καλαµιώνας κάλυπτε το 90% της συνολικής επιφάνειας, δηλαδή περίπου 162 στρ. Το υπόλοιπο 3% της επιφάνειας της πειραµατικής περιοχής (περίπου 5,4 στρ.) καλύπτονταν από θάµνους (Buxus sempervirens) και δένδρα (Salix spp και άλλα είδη) σε απότοµα και κατά µεγάλο µέρος µη προσβάσιµα πρανή Πανίδα Ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά της ευρύτερης περιοχής των Πρεσπών είναι η υψηλή βιοποικιλότητα σε σχέση µε την έκτασή της. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι η περιοχή φιλοξενεί περισσότερα από 1326 είδη φυτών, 23 είδη ψαριών, 11 είδη αµφιβίων, 21 είδη ερπετών, περισσότερα από 42 είδη θηλαστικών (µεταξύ των οποίων η καφέ αρκούδα Ursus arctos, ο λύκος Canis lupus, η βίδρα Lutra lutra, το αγριόγιδο Rupicapra rupicapra και το ζαρκάδι Capreolus capreolus) και περισσότερα από 260 είδη πουλιών, από τα 73
84 οποία 164 είδη φωλιάζουν (Κατσαδωράκης 1995, Crivelli et al. 1997, Catsadorakis 1997). Οι δύο λίµνες συγκαταλέγονται στις παλαιότερες της Ευρώπης και γι αυτό το λόγο φιλοξενούν πολλές ενδηµικές µορφές ζωής και είδη µε πολύ περιορισµένη εξάπλωση στην Ελλάδα ή τα Βαλκάνια. Σηµαντική συµµετοχή στη διατήρηση αυτού του εξαιρετικού φυσικού πλούτου είχαν οι ανθρώπινες δραστηριότητες σε όλη την έκταση της περιοχής, ιδιαίτερα πριν από τη δεκαετία του 80 µε την εφαρµογή εκτατικών µεθόδων γεωργίας, τόσο στο πεδινό τµήµα της περιοχής όσο και στις ορεινές περιοχές, τη διαχείριση των καλαµιώνων και άλλων παραδοσιακών πρακτικών (Κατσαδωράκης 1996β, Catsadorakis and Malakou 1997). Η ιχθυοπανίδα των λιµνών περιλαµβάνει 23 είδη ψαριών: 11 από αυτά έχουν εισαχθεί στο περιβάλλον των λιµνών και τα υπόλοιπα 12 είναι ενδηµικά είδη και υποείδη των Πρεσπών (Crivelli 2001 προσωπική επικοινωνία). Το σηµαντικότερο, από οικονοµικής άποψης, αλίευµα των λιµνών είναι το γριβάδι ή κυπρίνος (Cyprinus carpio). Σηµαντική εµπορική αξία έχουν επίσης η µπράνα (Barbus prespensis), το τσιρόνι (Chacalburnus belvica), η πλατίκα (Rutilus ochridanus prespensis), ο κέφαλος (Squalius prespensis) και το σκουµπούζι (Chondrostoma prespensis) (Κατσαδωράκης 1996α, Doadrio and Carmona 1998, Smith and Darwall 2006). Σύµφωνα µε τους βιότοπους αναπαραγωγής εναπόθεσης αβγών, τα είδη των λιµνών διακρίνονται σε τρεις κατηγορίες (Crivelli et al. 1997): λιθόφιλα (µπράνα, κέφαλος, τσιρονάκι Alburnoides bipunctatus ohridanus και βρυγοβελονίτσα Cobitis meridionalis), τα οποία προτιµούν πετρώδες ή χαλικώδες υπόστρωµα µε λίγη υφυδατική βλάστηση, φυτόφιλα (γριβάδι και γλήνι Tinca tinca), που επιλέγουν λασπώδες υπόστρωµα πλούσιο σε υφυδατική βλάστηση ή, όταν η στάθµη είναι υψηλή, πληµµυρισµένα υγρά ποολίβαδα, και λιθο-φυτόφιλα (πλατίκα, τσιρόνι, σκουµπούζι και ηλιόψαρο Lepomis gibbosus), που έχουν την ικανότητα να χρησιµοποιούν και τους δύο βιοτόπους ανάλογα µε τις συνθήκες. 74
85 Η ορνιθοπανίδα του Εθνικού ρυµού Πρεσπών περιλαµβάνει είδη εξαιρετικής σηµασίας σε διεθνές και εθνικό επίπεδο. Οι πληθυσµοί σπάνιων ειδών σε παγκόσµια κλίµακα αφορούν στη µεγαλύτερη αποικία αργυροπελεκάνων (Pelecanus crispus) του κόσµου, που στη Μικρή Πρέσπα φωλιάζουν µε ροδοπελεκάνους (Pelecanus onocrotalus), κάτι που συµβαίνει σε λίγα µόνο µέρη του πλανήτη (Catsadorakis 1997), ενώ επιπλέον η αποικία της λαγγόνας (Phalacrocorax pygmaeus) είναι η µεγαλύτερη στην Ελλάδα και από τις σηµαντικότερες στην Ευρωπαϊκή Ένωση (Καζαντζίδης και Ναζηρίδης 1999). Οι πληθυσµοί πουλιών ιδιαίτερης σηµασίας για τον ελλαδικό χώρο περιλαµβάνουν τον κορµοράνο (Phalacrocorax carbo), τη µοναδική πλέον στη χώρα αποικία χηνών (Anser anser rubrirostis, σταχτόχηνα ανατολικής φυλής), τον χηνοπρίστη (Mergus merganser), τον αργυροτσικνιά (Egretta alba) και άλλα έξι είδη ερωδιών (Catsadorakis 1997). Η πλειονότητα των παραπάνω ειδών εξαρτάται άµεσα από την ύπαρξη υγρών ποολίβαδων, καθώς σε αυτά στηρίζεται η διατροφή τους και κατ επέκταση άλλες παράµετροι, όπως η αναπαραγωγική τους επιτυχία και η επιβίωση των νεοσσών. Από τα 261 είδη που έχουν παρατηρηθεί στην περιοχή, τα 81 περιλαµβάνονται σε καθεστώς ειδικής προστασίας (Παράρτηµα 1 της Οδηγίας 79/409 ΕΟΚ) και 32 από αυτά φωλιάζουν σε αυτήν. Ο υγρότοπος και ειδικά η λίµνη Μεγάλη Πρέσπα αποτελεί επιπλέον σηµαντικό χώρο διαχείµασης για πολλά είδη παπιών και άλλων πουλιών (Κατσαδωράκης 1995, Catsadorakis 1997). Από τα θηλαστικά της περιοχής ιδιαίτερη αναφορά πρέπει να γίνει για τη βίδρα, υδρόβιο θηλαστικό που αποτελεί δείκτη καθαρότητας των γλυκών υδάτων και ανήκει στην κατηγορία «Τρωτά» του Κόκκινου Βιβλίου των Απειλούµενων Σπονδυλόζωων της Ελλάδας (Καρανδεινός και Λεγάκις 1992). Φαίνεται πως οι πληθυσµοί της στις λίµνες Μικρή και Μεγάλη Πρέσπα διατηρούνται σε καλά επίπεδα (Gremillet 2 προσωπική επικοινωνία). Εύκολα βρίσκει κανείς ενδείξεις για την παρουσία της στην περιοχή (ίχνη και χαρακτηριστικές απεκκρίσεις µε τις οποίες οριοθετεί την επικράτειά της) και συχνά αναφέρονται παρατηρήσεις του είδους σε παραλίµνιες τοποθεσίες, αγρούς και δρόµους. Η βίδρα στην Πρέσπα τρέφεται κυρίως µε ψάρια και δευτερευόντως µε αµφίβια, νερόφιδα και άλλα ερπετά, φρούτα, έντοµα, 75
86 πουλιά και µικρά θηλαστικά (Delaki et al. 1988). Κατά τη διάρκεια της παρούσας έρευνας, παρατηρήθηκαν επίσης λύκοι σε δύο περιπτώσεις κοντά στην περιοχή µελέτης και ίχνη αρκούδας, που είχε περάσει µέσα σε αυτήν για να τραφεί µε άγρια κορόµηλα Ιστορία χρήσης της περιοχής έρευνας Πριν από την έναρξη του πειραµατισµού, η περιοχή έρευνας βόσκονταν ελαφρά από αιγοπρόβατα, τα οποία αξιοποιούσαν κυρίως τη βλάστηση του ξηρού ποολίβαδου και της περιοδικά πληµµυριζόµενης ζώνης, αλλά και των παρυφών του καλαµιώνα όταν η στάθµη της λίµνης ήταν αρκετά χαµηλή ώστε να επιτρέπεται η πρόσβαση των ζώων σε αυτήν. Αντίθετα, ο καλαµιώνας παρέµενε αβόσκητος, ενώ η βλάστησή του (καθώς επίσης και η βλάστηση τµηµάτων των παρυφών του) καίγονταν τυχαία κατά τη διάρκεια ορισµένων χειµερινών περιόδων. Η πειραµατική επιφάνεια περιφράχθηκε στις αρχές Μαΐου 1997 µε τη χρήση πασσάλων καστανιάς ύψους 2 µ., αγκαθωτού σύρµατος και πλέγµατος περίφραξης ύψους 1,5 µ. Στα χαµηλότερα σηµεία της περιοχής, η περίφραξη τοποθετήθηκε σε βάθος νερού ως τα 50 εκ. περίπου. Πρακτικά, η περίφραξη είχε σχήµα Π µε τη δυτική πλευρά (άνω πλευρά του Π) να είναι πλήρως περιφραγµένη και τη βόρεια και νότια πλευρά περιφραγµένες όσο υπήρχε πρόσβαση λόγω λιµναίων υδάτων (Εικόνα 4.7.1). Η ανατολική πλευρά, στην οποία αναπτύσσονταν ο καλαµιώνας, παρέµεινε χωρίς περίφραξη. Εικόνα Κατασκευή της περίφραξης στο βόρειο όριο της περιοχής έρευνας. 76
87 5. ΥΛΙΚΑ ΚΑΙ ΜΕΘΟ ΟΙ 5.1. ίκτυο µόνιµων πειραµατικών επιφανειών Εξαιτίας των διαφορετικών υδρολογικών συνθηκών και της βλάστησης στις τέσσερις διακριτές παραλίµνιες ζώνες, εγκαταστάθηκαν στις αρχές Μαΐου 1997 πειραµατικές επιφάνειες σε κάθε µία από αυτές (Εικόνα 5.1.1). Συγκεκριµένα εγκαταστάθηκαν: Πέντε (5) προστατευµένες από τη βόσκηση επιφάνειες (κλωβοί), ανά µία στις τρεις πρώτες ζώνες και δύο στη ζώνη 4, µε σκοπό τη µέτρηση της µηνιαίας και εποχιακής παραγωγής. Από αυτές, οι τρεις πρώτες (Κ1, Κ6 και Κ7) είχαν διαστάσεις 3,5 Χ 4,5 µ. και στο εσωτερικό τους υπήρχαν δώδεκα πλαίσια διαστάσεων 5 Χ 5 µ. έκαστο, σηµαδεµένα στο έδαφος µε µικρούς σιδηροπασσάλους σε δύο χρώµατα (ένα χρώµα για τις µετρήσεις της µηνιαίας παραγωγής και το άλλο χρώµα για τις µετρήσεις της εποχιακής παραγωγής). Τα πλαίσια ήταν τοποθετηµένα σε αποστάσεις 5 µ. µεταξύ τους και σε όµοιες αποστάσεις από τις περιφραγµένες πλευρές (διάδροµοι). Στα 6 πλαίσια κόβονταν η παραγωγή κάθε µήνα (δηλαδή 6 επαναλήψεις για κάθε µήνα από τις ίδιες επιφάνειες) από τον Απρίλιο έως το Νοέµβριο (µε εξαίρεση το 1997, που η πρώτη δειγµατοληψία έγινε το Μάιο) και στα άλλα 6 η παραγωγή κάθε µίας από τις τέσσερις εποχές (6 επαναλήψεις για κάθε εποχή από τις ίδιες επιφάνειες). Στον καλαµιώνα, οι κλωβοί (K14, K18) είχαν διαστάσεις 4 Χ 6 µ., ενώ τα πλαίσια είχαν διαστάσεις 1 Χ 1 µ. (Ihse and Graneli 1985, Graneli 1987, Weisner and Graneli 1989), τοποθετηµένα σε αποστάσεις 1 µ. µεταξύ τους και 5 µ. από τις περιφραγµένες πλευρές για την αποφυγή φαινοµένων επίδρασης γειτνίασης (edge effect) (Weisner and Graneli 1989). Εδώ, χρησιµοποιήθηκαν σιδηροπάσσαλοι ύψους 2 µ. για την οριοθέτηση των πλαισίων, καθώς 50 εκ. περίπου έµπαιναν µέσα στο έδαφος, ενώ τα υπόλοιπα 150 εκ. ήταν απαραίτητα για να είναι τα πλαίσια ορατά κατά τη διάρκεια υψηλών τιµών στάθµης της λίµνης. Όπως και στις τρεις πρώτες ζώνες, τα µισά πλαίσια (4 το 1997, 6 το 1998 και 1999) χρησιµοποιούνταν για τη µέτρηση της παραγωγής ανά µήνα και τα άλλα µισά για τη µέτρηση της εποχιακής παραγωγής. 77
88 Πέντε (5) ζεύγη επιφανειών βόσκησης, ανά ένα στις δύο πρώτες ζώνες (Κ2-Κ3 και Κ4-Κ5 στις ζώνες 1 και 2 αντίστοιχα), δύο στη ζώνη 3 (σε καµένη και άκαυτη περιοχή/ Κ8-Κ10 και Κ12-Κ13 αντίστοιχα) και ένα στη ζώνη 4 (Κ15-Κ17), για τη µέτρηση των επιδράσεων της βόσκησης. Από τα ζεύγη αυτά, η µία επιφάνεια ήταν περιφραγµένη (κλωβός) και η άλλη ελεύθερη στη βόσκηση (και οριοθετηµένη µε µικρούς σιδηροπασσάλους). Στα ζεύγη των ζωνών 3 και 4 προστέθηκε και µία επιπλέον προστατευµένη επιφάνεια, όπου εφαρµόστηκε θερινή κοπή (Κ9, Κ11 και Κ16) και η οποία λειτουργούσε ως ζεύγος µε την επιφάνεια της ελεύθερης βόσκησης. Τέλος, στη ζώνη 3 προστέθηκε ακόµη µία επιφάνεια όπου εφαρµόστηκε κοπή (µία µόνο φορά στα τέλη Ιουνίου 1998) και βόσκηση (Κ33), η οποία λειτουργούσε ως µάρτυρας µε τις αντίστοιχες προστατευµένες επιφάνειες από κοπή και βόσκηση. Όλες οι επιφάνειες είχαν διαστάσεις 4 Χ 5 µ. η κάθε µία. Μία (1) προστατευµένη από τη βόσκηση επιφάνεια (κλωβός) διαστάσεων 4 Χ 5 µ. στη ζώνη 4 (Κ40), της οποίας η βλάστηση κάηκε τον Ιανουάριο του 1998 και λειτουργούσε ως ζεύγος µε την άκοπη, αβόσκητη και άκαυτη επιφάνεια της ίδιας ζώνης (Κ15). Για την περίφραξη των παραπάνω προστατευόµενων από τη βόσκηση επιφανειών χρησιµοποιήθηκαν σιδηροπάσσαλοι µήκους 2-3 µ. και γαλβανιζέ πλέγµα περίφραξης µε άνοιγµα 5 εκ., ενώ σε ορισµένες περιπτώσεις οι κλωβοί ήταν περιφραγµένοι και µε αγκαθωτό σύρµα. Έτσι, αποτρέπονταν η βόσκηση των βούβαλων εντός των κλωβών, αλλά και πιθανώς άλλων µέτριων σε µέγεθος φυτοφάγων ζώων (π.χ. λαγοί), όχι όµως και πολύ µικρότερων ζώων τα οποία θα µπορούσαν θεωρητικά να βόσκουν µέσα στους κλωβούς (αν και κάτι τέτοιο δεν παρατηρήθηκε κατά τη διάρκεια του πειράµατος) Χειρισµοί Ως βόσκοντα ζώα επιλέχθηκαν οι βούβαλοι (Bubalus bubalis) εξαιτίας της άριστης προσαρµογής τους στις υγροτοπικές συνθήκες και γενικά της ανθεκτικότητάς τους, τις ελάχιστες απαιτήσεις τους σε τροφή (κατά τη διάρκεια του χειµώνα) και φροντίδα από τον άνθρωπο σε σχέση µε άλλα ζώα, την αντοχή τους στις ασθένειες (Γεωργούδης 1993α, 1993β), και διότι υπήρχαν στην περιοχή 78
89 ΛΙΜΝΗ Μάρτυρας Μάρτυρας Κοπή Βόσκηση Παραγωγή Παραγωγή K40 K15 K16 K17 K14 K18 Ζώνη 4: Καλαµιώνας Επιφάνεια καµένη τον Ιανουάριο του 1998 Βόσκηση Μάρτυρας Κοπή Άκαυτη επιφάνεια Βόσκηση - Κοπή - Βόσκηση K33 Μάρτυρας K10 Κοπή K9 Βόσκηση K8 Παραγωγή K7 K13 K12 K11 Επιφάνεια καµένη πριν από την έναρξη του πειράµατος (χειµώνας ) Ζώνη 3: Παρυφές του καλαµιώνα Άκαυτη επιφάνεια Μάρτυρας Βόσκηση Παραγωγή K4 K5 K6 Ζώνη 2: Περιοδικά πληµµυριζόµενη ζώνη Ζώνη 1: Ξηρό ποολίβαδο Μάρτυρας K3 Βόσκηση K2 Παραγωγή K1 Εξωτερική περίφραξη Εικόνα Σκαρίφηµα (χωρίς κλίµακα) µε τη διάταξη των πειραµατικών κλωβών στο νότιο τµήµα της περιφραγµένης πειραµατικής περιοχής (οι διακεκοµµένες γραµµές υποδηλώνουν µη περιφραγµένες επιφάνειες µε χειρισµό βόσκησης). 79
90 ως τις αρχές της δεκαετίας του 1960 (Catsadorakis and Malakou 1997). Πέντε ενήλικοι βούβαλοι εισήχθηκαν στην πειραµατική περιοχή της Πύλης στις αρχές Ιουνίου του 1997, ενώ τον Ιούνιο του 1999 γεννήθηκαν τέσσερα επιπλέον νεαρά ζώα, τα οποία µαζί µε τα πέντε ενήλικα έβοσκαν συνεχώς στην ίδια περιοχή ως το Μάρτιο του 2001, οπότε και µεταφέρθηκαν οριστικά σε άλλη παραλίµνια τοποθεσία. Έτσι, µε βάση τα 45 στρ. από το σύνολο των 180 στρ. της περιοχής έρευνας, η βοσκοφόρτωση αυξήθηκε προοδευτικά από 1,11 Ζωικές Μονάδες ανά εκτάριο (ΖΜ/ εκτάριο) (Ιούνιος 1997 εκέµβριος 1999,) σε 1,64 ΖΜ/ εκτάριο (Ιανουάριος 2 Ιούνιος 2) και τελικά σε 1,82 ΖΜ/ εκτάριο (Ιούλιος 2 Μάρτιος 2001). Συµπληρωµατική τροφή αποτελούµενη από σανό, άχυρο και µίγµα από αλεσµένο καλαµπόκι, κριθάρι, πίτυρα και αλατιού χορηγούνταν στα ζώα από τα τέλη Νοεµβρίου ως τα µέσα Απριλίου κάθε έτους. Οι βούβαλοι έβοσκαν ακόµη και τις χειµερινές περιόδους, ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια ηµερών χωρίς χιόνια και πάγο. Μετά την αποµάκρυνση των βούβαλων, η περιοχή βοσκήθηκε από αιγοπρόβατα. Η βλάστηση των επιφανειών µε το χειρισµό κοπής στις παρυφές του καλαµιώνα (ζώνη 3/ κλωβοί Κ9 και Κ11) και τον καλαµιώνα (ζώνη 4/ κλωβός Κ16) κόβονταν κάθε καλοκαίρι και συγκεκριµένα στα µέσα Ιουλίου 1997, στα µέσα Ιουλίου 1998 και στα τέλη Αυγούστου 1999 (αργά το 1999 λόγω παρατεταµένης πληµµύρας). Οι κοπές πραγµατοποιούνταν µε φορητό βενζινοκίνητο χορτοκοπτικό µηχάνηµα και όλη η κοµµένη βιοµάζα συλλέγονταν και απορρίπτονταν εκτός κλωβών, ενώ παράλληλα καταβάλλονταν προσπάθεια ελαχιστοποίησης του ποδοπατήµατος κατά την κοπή και συλλογή της φυτοµάζας. Στις δύο χαµηλότερες ζώνες βλάστησης (3 και 4), που παρουσιάζουν και το µεγαλύτερο ενδιαφέρον σχετικά µε την αποκατάσταση των υγρών ποολίβαδων, εξετάστηκαν και οι επιδράσεις (και αλληλεπιδράσεις µε άλλους χειρισµούς) της χειµερινής καύσης της βλάστησης. Συγκεκριµένα, κατά τη χειµερινή περίοδο εφαρµόστηκε καύση της βλάστησης σε τµήµα της ζώνης 3, όπου την επόµενη άνοιξη τοποθετήθηκαν µόνιµες πειραµατικές επιφάνειες µε χειρισµούς βόσκησης βούβαλων, θερινής κοπής και µάρτυρας. Στη ζώνη 4, εφαρµόστηκε καύση της βλάστησης τον Ιανουάριο του 1998 σε µόνιµο κλωβό (Κ40 στην Εικόνα 5.1.1). 80
91 5.3. Μετρήσεις κάλυψης, σύνθεσης και υπέργειας παραγωγής Φυτοκάλυψη και βοτανική σύνθεση µεταξύ των ζωνών βλάστησης Η φυτοκάλυψη και σύνθεση της βλάστησης της παραλίµνιας ζώνης µετρήθηκαν µε τη χρήση έξι σταθερών τοµών βλάστησης (τοµές 1-6) που κάλυπταν όλη την πειραµατική περιοχή και έτεµναν κάθετα τις τέσσερις ζώνες βλάστησης (Kent and Coker 1992). Τρεις από τις τοµές είχαν µήκος 50 µ. και οι υπόλοιπες τρεις 100 µ. η κάθε µια, γεγονός που καθορίστηκε από παράγοντες που επηρέαζαν τη δυνατότητα µετακίνησης του ερευνητή στα βαθύτερα σηµεία της περιοχής, όπως το λασπώδες υπόστρωµα και η παρουσία πηγών νερού. Ανάλογη µέθοδο µε σταθερές τοµές διαφορετικού µήκους χρησιµοποίησαν οι Confer and Niering (1992) στις Η.Π.Α. για την καταγραφή δεδοµένων βλάστησης σε τεχνητούς και φυσικούς υγροτόπους µε υψηλές διαπλάσεις αναδυόµενων ελόφυτων. Στην παρούσα δειγµατοληψία χρησιµοποιήθηκε η µέθοδος των σηµείων (Cook and Stubbendieck 1986) µε αναγνώσεις κάθε 50 εκ. και καταγραφή µόνο του πρώτου είδους φυτού που ακουµπούσε η βελόνα. Οι δειγµατοληψίες πραγµατοποιούνταν µια φορά ανά έτος στα µέσα Ιουνίου µε αρχές Ιουλίου για τα έτη 1997, 1998, 2 και 2002, ενώ το 1999 η δειγµατοληψία έγινε το Σεπτέµβριο εξαιτίας των ασυνήθιστα υψηλών εαρινών και θερινών τιµών στάθµης της λίµνης, που δεν επέτρεψαν την πρόσβαση στις χαµηλότερες ζώνες βλάστησης. Το έτος 2001 πραγµατοποιήθηκε δειγµατοληψία σε µία µόνο από τις έξι τοµές. Τα δεδοµένα του έτους 1997 αντιπροσωπεύουν την κατάσταση της βλάστησης πριν από την έναρξη της βόσκησης, καθώς οι βούβαλοι εισήχθηκαν στην περιοχή λίγες µόνο µέρες πριν τη διεξαγωγή της πρώτης δειγµατοληψίας. Τα είδη φυτών που καταγράφηκαν χωρίστηκαν σε τρεις κατηγορίες χρησιµοποιώντας τη συµπερασµατική προσέγγιση (Gitay and Noble 1997): α) είδη ξηρών ποολίβαδων (ξηρολιβαδικά), β) είδη υγρών ποολίβαδων (υγρολιβαδικά), και γ) υψηλά ελόφυτα. Η κατηγοριοποίηση ορισµένων ειδών ήταν ως ένα σηµείο δύσκολη, καθώς δεν ανήκαν ξεκάθαρα σε κάποια από τις τρεις κατηγορίες. Για παράδειγµα: 81
92 Το είδος Medicago lupulina βρέθηκε κυρίως στο ξηρό ποολίβαδο, αλλά και στην περιοδικά πληµµυριζόµενη ζώνη. Το είδος Lolium perenne βρέθηκε κυρίως στην περιοδικά πληµµυριζόµενη ζώνη, αλλά και στο ξηρό ποολίβαδο. Το είδος Oenanthe aquatica είναι χαρακτηριστικό είδος των υγρών ποολίβαδων (και των διάκενων µέσα σε καλαµιώνες) στη λίµνη Μικρή Πρέσπα, θα µπορούσε όµως να θεωρηθεί και ως υψηλό ελόφυτο εξαιτίας του ύψους του. Το είδος Utricularia palustris είναι υδρόφυτο και το είδος Salix alba είναι ξυλώδες θαµνόµορφο (και τα δύο µε µικρή συµµετοχή στην κάλυψη και σύνθεση της βλάστησης), τοποθετήθηκαν όµως στις οµάδες των υγρολιβαδικών ειδών και των υψηλών ελοφύτων αντίστοιχα προς αποφυγή ορισµού δύο νέων κατηγοριών µε ένα µόνο είδος στην κάθε µία Φυτοκάλυψη και βοτανική σύνθεση εντός των ζωνών βλάστησης Η µέτρηση της φυτοκάλυψης και σύνθεσης στις επιφάνειες Κ2, Κ3, Κ4, Κ5, Κ8, Κ9, Κ1 Κ33, Κ11, Κ12, Κ13, Κ15, Κ16, Κ17 και Κ40 (Εικόνα 5.1.1) πραγµατοποιούνταν µε τη µέθοδο των σηµείων (Cook and Stubbendieck 1986). Σε κάθε επιφάνεια γίνονταν µετρήσεις σε τρεις παράλληλες τοµές βλάστησης µήκους 4 µ. µε αναγνώσεις των πρώτων φυτών που έρχονταν σε επαφή µε τη βελόνα ανά 8 εκ. λαµβάνοντας έτσι συνολικά 50 σηµεία ανά τοµή. Οι µετρήσεις γίνονταν συνήθως στο διάστηµα µεταξύ µέσων Ιουνίου αρχών Ιουλίου, µε την ακριβή ηµεροµηνία να εξαρτάται από τη στάθµη των υδάτων, που καθόριζε την προσβασιµότητα στις υγρές φυτοκοινότητες κατά τρόπο που να µην καταστρέφεται η βλάστηση κατά τη διάρκεια των µετρήσεων. ειγµατοληψίες έγιναν τα έτη 1997, 1998, 1999, 2 και επαναλήφθηκαν το 2002 µόνο στις παρυφές του καλαµιώνα (ζώνη 3). Όπως και στην προηγούµενη περίπτωση (παράγραφος 5.3.1), τα είδη φυτών χωρίστηκαν σε τρεις κατηγορίες: α) ξηρολιβαδικά, β) υγρολιβαδικά, και γ) υψηλά ελόφυτα. Τα ξηρολιβαδικά είδη χωρίστηκαν περαιτέρω σε τέσσερις 82
93 λειτουργικές οµάδες: α) ετήσια αγρωστώδη, β) πολυετή αγρωστώδη, γ) ετήσια πλατύφυλλα, και δ) πολυετή πλατύφυλλα Υπέργεια παραγωγή σε προστατευµένες επιφάνειες Οι µετρήσεις της λιβαδικής παραγωγής έλαβαν χώρα τα έτη στους κλωβούς K1, K6, K7, K14 και K18 (Εικόνες και ). Οι κλωβοί χρησιµοποιούνταν για ένα έτος και το επόµενο επανατοποθετούνταν σε διαφορετικά σηµεία της ίδια ζώνης βλάστησης (Μάρτιος 1998 και Μάρτιος 1999). Κατά τη διάρκεια της τοποθέτησης κλωβών (ειδικά σε πληµµυρισµένες επιφάνειες), λαµβάνονταν µέριµνα ώστε να µην ποδοπατείται το εσωτερικό του κλωβού (Εικόνα ). Εικόνα Κλωβός τοποθετηµένος στο ποολίβαδο (Απρίλιος 1999). Εικόνα Τοποθέτηση κλωβού στον καλαµιώνα το Μάρτιο του έτους Η βλάστηση στα πλαίσια κόβονταν στο τέλος κάθε µήνα κατά τη διάρκεια της αυξητικής περιόδου για τις µηνιαίες µετρήσεις και στα τέλη κάθε εποχής (τέλη Μαΐου, Αυγούστου, Νοεµβρίου και Φεβρουαρίου) για τις εποχιακές µετρήσεις. Η βλάστηση στις στεγνές επιφάνειες κόβονταν σε ύψος 1-2 εκ. πάνω από το έδαφος, ενώ στις πληµµυρισµένες επιφάνειες πάνω από το νερό για να µην προκαλούνται σηµαντικές ζηµίες στα φυτά. Η κοµµένη βιοµάζα τοποθετούνταν σε χάρτινες σακούλες. Τα δείγµατα βλάστησης που συλλέγονταν µε τις εποχιακές δειγµατοληψίες κατά τη διάρκεια των τριών ετών, καθώς επίσης και τα µηνιαία δείγµατα του έτους 1997, διαχωρίζονταν σε ζωντανή (πράσινη) και νεκρή (ξηρή) ύλη. Η ζωντανή ύλη διαχωρίζονταν περαιτέρω στις εξής 83
94 λειτουργικές οµάδες: αγρωστώδη (συµπεριλαµβανοµένων και των αγρωστοειδών), ψυχανθή, άλλα εδώδιµα είδη και ανεπιθύµητα είδη. Όλο το υλικό ξηραίνονταν στους 68 o C για 48 ώρες και µετά ζυγίζονταν. Τα βάρη υπολογίζονταν σε γραµ./ τ.µ. και σε χλγ/ εκτάριο Υπέργεια παραγωγή σε εποχιακά µετακινούµενους κλωβούς Στα τέλη Νοεµβρίου 1997 τοποθετήθηκε σε κάθε ζώνη βλάστησης ένας κινητός κλωβός σε σχήµα κόλουρης πυραµίδας µε τετράγωνη βάση και πλευρές βάσης 1 µ. Από το Μάρτιο του 1998 ως στα τέλη Νοεµβρίου 2 χρησιµοποιήθηκαν τρεις ως έξι κλωβοί κλωβοί ανά ζώνη βλάστησης. Το ύψος των κλωβών ήταν 1,2 µ., από τα οποία τα 20 εκ. έµπαιναν µέσα στο έδαφος για λόγους σταθεροποίησης (Εικόνες και ). Οι κλωβοί που χρησιµοποιήθηκαν στον καλαµιώνα είχαν µεγαλύτερο ύψος για την προστασία των υψηλών ελόφυτων από τη βόσκηση. Εικόνα Ζεύγος επιφανειών στο ξηρό ποολίβαδο για τη µέτρηση της παραγωγής της άνοιξης Εικόνα Η περιεχόµενη στον κλωβό της εικόνας 10 αβόσκητη υπέργεια βιοµάζα (παραγωγή άνοιξης 1999) πριν τη δειγµατοληψία. Στο τέλος κάθε εποχής λαµβάνονταν δείγµατα της υπέργειας βιοµάζας µε κοπή σε πλαίσια 50 Χ 50 εκ. εντός και εκτός των κλωβών. Στις περιπτώσεις που οι κοπές πραγµατοποιούνταν σε πληµµυρισµένες επιφάνειες, η βλάστηση κόβονταν πάνω από την επιφάνεια του νερού, ακολουθώντας τον τρόπο βόσκησης των βούβαλων. Οι πρώτες κοπές έγιναν στα τέλη Φεβρουαρίου 1998 (χειµερινή παραγωγή) και οι τελευταίες στα τέλη Νοεµβρίου 2 (παραγωγή φθινοπώρου 2), καλύπτοντας έτσι τρία πλήρη έτη. Το συγκοµιζόµενο υλικό 84
95 τοποθετούνταν σε χαρτοσακούλες, ξηραίνονταν σε πυριατήριο στους 68 ο C για 48 ώρες, ζυγίζονταν και υπολογίζονταν το ξηρό βάρος σε χλγ/ εκτάριο. Πρέπει να σηµειωθεί ότι η κοµµένη βιοµάζα δε διαχωρίζονταν σε ζωντανή και νεκρή ύλη, καθώς λόγω της βόσκησης περιείχε ελάχιστη νεκρή ύλη κατά τη συγκοµιδή στα τέλη κάθε άνοιξης και καλοκαιριού σε όλες τις ζώνες, ενώ η ποσότητα νεκρής ύλης στα τέλη του φθινοπώρου και του χειµώνα στις ζώνες 3 και 4 θεωρούνταν βοσκήσιµη ύλη διότι καταναλώνονταν µερικώς από τους βούβαλους. Μετά τις κοπές, κάθε κλωβός επανα-τοποθετούνταν στην ίδια ζώνη βλάστησης, σε διαφορετικά όµως σηµεία από αυτά που είχαν χρησιµοποιηθεί κατά τη διάρκεια της προηγούµενης εποχής Προσδιορισµός θρεπτικής αξίας Τα δείγµατα βλάστησης που συλλέχθηκαν στους εποχιακά µετακινούµενους κλωβούς (δειγµατοληψία που περιγράφθηκε στην παράγραφο 5.3.4) την άνοιξη, το καλοκαίρι και το φθινόπωρο των ετών 1998 και 1999 χρησιµοποιήθηκαν για τον προσδιορισµό της θρεπτικής αξίας. Η συλλογή πραγµατοποιούνταν στο εσωτερικό των κινητών κλωβών (αβόσκητες επιφάνειες), που χρησιµοποιήθηκαν για τον υπολογισµό της λιβαδικής παραγωγής σε ζεύγη επιφανειών (Εικόνες και ). Συγκεκριµένα, από κάθε ζώνη βλάστησης στα τέλη κάθε εποχής έγινε χρήση δύο τυχαίων δειγµάτων (2 από τα 3-6 διαθέσιµα). Συνολικά, αναλύθηκαν 48 δείγµατα βλάστησης από τις τέσσερις ζώνες βλάστησης της περιοχής έρευνας (2 έτη Χ 3 εποχές X 4 ζώνες X 2 δείγµατα ανά ζώνη = 48 δείγµατα). Τα δείγµατα του ξηρού ποολίβαδου και της περιοδικά πληµµυριζόµενης ζώνης αποτελούνταν συνήθως από διάφορα λιβαδικά φυτά (αγρωστώδη, ψυχανθή και άλλα πλατύφυλλα), ενώ στις δύο χαµηλότερες ζώνες βλάστησης (παρυφές και αµιγής καλαµιώνας), η βλάστηση αποτελούνταν κυρίως από Carex pseudocyperus και Phragmites australis. Τα παραπάνω δείγµατα θεωρούνται αντιπροσωπευτικά της τροφής που κατανάλωναν οι βούβαλοι στη διάρκεια µιας εποχής. Τα δείγµατα αλέστηκαν στο Εργαστήριο και ακολούθησαν αναλύσεις για τον καθορισµό παραµέτρων της θρεπτικής τους αξίας και πιο συγκεκριµένα για την περιεκτικότητα: 85
96 σε λιγνίνη-κυτταρίνη (% ADF) 4 (Van Soest et al. 1991), σε λιγνίνη (% ADL) 4 (Goering and Van Soest 1970), σε κυτταρικά τοιχώµατα (% NDF) 4 (µέθοδος H 2 SO 4, Van Soest et al. 1991), και σε ολικές πρωτεΐνες (µέθοδος Kjeldahl, A.O.A.C. 1990) Μετρήσεις δοµικών χαρακτηριστικών καλαµιού Οι επιδράσεις της βόσκησης, της θερινής κοπής, της καύσης και ορισµένων συνδυασµών τους στη δοµή των καλαµιών (Phragmites australis) εξετάστηκαν στις παρυφές του καλαµιώνα (ζώνη 3) και τον καλαµιώνα (ζώνη 4) στις επιφάνειες που προαναφέρθηκαν για τις µετρήσεις κάλυψης και βοτανικής σύνθεσης εντός των ζωνών. Οι δειγµατοληψίες έγιναν στις εξής επιφάνειες: Μάρτυρες (περιφραγµένες επιφάνειες αβόσκητες και άκοπες/ κλωβοί Κ1 Κ12 και Κ15 στην εικόνα 5.1.1). Βόσκηση µε βούβαλους (επιφάνειες Κ8, Κ13 και Κ17 στην εικόνα 5.1.1). Θερινή κοπή µία φορά κάθε καλοκαίρι (περιφραγµένες αβόσκητες επιφάνειες/ κλωβοί Κ9, Κ11 και Κ16 στην εικόνα 5.1.1) (οι κλωβοί Κ9 και Κ11 φαίνονται στις εικόνες και 5.5.2). Συνδυασµός βόσκησης και θερινής κοπής στην καµένη επιφάνεια της ζώνης 3 (Κ33 στην εικόνα 5.1.1). Καύση της βλάστησης στη ζώνη 4 (Κ40 στην εικόνα 5.1.1). Οι µετρήσεις βλάστησης πραγµατοποιούνταν κάθε χρόνο στα µέσα φθινοπώρου (όταν τα καλάµια είχαν αναπτυχθεί πλήρως) από το 1998 ως το 2 και ως το 2002 για ορισµένες περιπτώσεις. Ένα πλαίσιο 25 τ.µ. (5 X 5 µ.) χρησιµοποιούνταν για τη λήψη τριών επαναλήψεων σε κάθε επιφάνεια. Στους περιφραγµένους κλωβούς (µάρτυρες και µε χειρισµό κοπής), τα τρία δείγµατα λαµβάνονταν συστηµατικά επάνω σε µια από τις διαγώνιους του κλωβού µε τρόπο ώστε να αποφεύγεται η δειγµατοληψία στις άκρες αυτών (τα πλαίσια είχαν 4 Acid Detergent Fibre (ligno-cellulose content %), Acid Detergent Lignin (lignin content %), Neutral Detergent Fibre (cell wall content %). 86
97 απόσταση τουλάχιστον 1 µ. από τις άκρες). Στις βοσκόµενες επιφάνειες, η τοποθέτηση των πλαισίων ήταν τυχαία, και πάλι όµως αποφεύγονταν οι άκρες των επιφανειών στα όρια µε τους περιφραγµένους κλωβούς, διότι οι βούβαλοι ποδοπατούσαν έντονα τα σηµεία αυτά καθώς ξύνονταν επάνω στους σιδηροπασσάλους και στα σύρµατα των περιφράξεων. Εικόνα Ο κλωβός µε χειρισµό κοπής και ο µάρτυρας στην καµένη επιφάνεια των παρυφών του καλαµιώνα στις 26 Αυγούστου 1997: Ο χειρισµός κοπής (K9) φαίνεται στο κάτω µέρος της φωτογραφίας (µετά την κοπή που έγινε στα µέσα Ιουλίου). Ο µάρτυρας (K10) είναι στο επάνω µέρος της εικόνας (παρασκήνιο). Εικόνα Ο κλωβός µε χειρισµό κοπής (Κ11 στο κάτω µέρος της εικόνας) και ο µάρτυρας (K12 στο επάνω µέρος) στην άκαυτη επιφάνεια των παρυφών του καλαµιώνα στις 26 Αυγούστου Η δειγµατοληψία στα πλαίσια αφορούσε στην καταγραφή των εξής παραµέτρων: Αριθµός νέων (φρέσκων) βλαστών καλαµιού. Αριθµός ξηρών βλαστών καλαµιού (ιστάµενοι ξηροί βλαστοί προηγούµενων αυξητικών περιόδων). Αριθµός ανθισµένων φρέσκων βλαστών καλαµιού. Μέσο µέγιστο ύψος φρέσκων καλαµιών σε εκ. (ύψη των δέκα υψηλότερων βλαστών σε κάθε πλαίσιο). ιάµετροι φρέσκων καλαµιών σε χλσ., µέτρηση η οποία πραγµατοποιούνταν στη βάση του καλαµιού (πρώτη µεσογονάτια απόσταση), 87
98 σε ύψος περίπου 10 εκ. από το έδαφος [σηµειώνεται ότι η διάµετρος µιας ολοκληρωµένης µεσογονάτιας απόστασης δεν αλλάζει κατά την περίοδο ανάπτυξης του φυτού (Haslam 1969), ακόµη και όταν το φυτό συνεχίζει να αυξάνει σε ύψος (Haslam 1971a)]. Τόσο η χρήση των πλαισίων των 25 τ.µ., όσο και η καταγραφή των παραπάνω δοµικών χαρακτηριστικών των καλαµιών µε σκοπό τη µέτρηση των επιδράσεων των διαχειριστικών πρακτικών σε αυτά, αποτελούν δειγµατοληπτικές µεθόδους που χρησιµοποιούνται ευρέως σε παρόµοιες έρευνες (van der Toorn and Mook 1982, Boar et al. 1989, Cowie et al. 1992), ενώ ο Buttler (1992) τονίζει τη σηµασία εφαρµογής διαφόρων δειγµατοληπτικών µεθόδων µε σκοπό την παροχή συµπληρωµατικών στοιχείων σχετικά µε τη βλάστηση σε υγρά ποολίβαδα, όπου φύονται και καλάµια. Μια από τις πιο σηµαντικές παραµέτρους του καλαµιού είναι η διάµετρος, η οποία καθορίζεται από το µέγεθος του οφθαλµού πάνω στο ρίζωµα από το οποίο αναπτύσσεται ο βλαστός (Haslam 1969). Στο σηµείο αυτό, κρίνεται σκόπιµο να γίνουν ορισµένες παρατηρήσεις σχετικά µε τη µεθοδολογία δειγµατοληψιών στους κλωβούς µε χειρισµό θερινής κοπής και πιο συγκεκριµένα σχετικά µε το χρόνο πραγµατοποίησης αυτών. Πριν από την εφαρµογή κοπών για δεύτερη και τρίτη φορά κατά τη διάρκεια του πειράµατος (Ιούλιος 1998 και Αύγουστος 1999 αντίστοιχα), η εικόνα που δίνονταν στον παρατηρητή ήταν ότι το καλάµι στους κλωβούς µε χειρισµό κοπής είχε αναπτυχθεί σχεδόν όσο και στους µάρτυρες. Έτσι δίνονταν η εντύπωση ότι η θερινή κοπή ανά έτος δεν επηρέαζε σηµαντικά τη δοµή του καλαµιού. Στις δύο αυτές περιπτώσεις, η ανάπτυξη του καλαµιού είχε πραγµατοποιηθεί κατά τη διάρκεια της άνοιξης του 1998 και της άνοιξης του 1999 αντίστοιχα. Θα µπορούσε λοιπόν κανείς να προτείνει οι δειγµατοληψίες να πραγµατοποιούνται πριν από τις κοπές (όπως συµβαίνει σε άλλες παρόµοιες έρευνες), όµως σε αυτήν την περίπτωση η δοµή της βλάστησης που θα καταγράφονταν θα ήταν αντιπροσωπευτική µόνο της τελευταίας αυξητικής περιόδου κάθε φορά και δε θα αντιπροσώπευε τη δοµή της βλάστησης κατά το διάστηµα από τα τέλη του καλοκαιριού του προηγούµενου έτους ως την επόµενη άνοιξη (δηλαδή από τη 88
99 στιγµή της κοπής ως την επόµενη αυξητική περίοδο). Συνεπώς, πραγµατοποιώντας τις δειγµατοληψίες στα µέσα φθινοπώρου καταγράφονταν η δοµή της βλάστησης σε σύντοµο χρονικό διάστηµα µετά από τις θερινές κοπές. Για αυτό το λόγο ήταν αναµενόµενο στους κλωβούς µε χειρισµό κοπής να καταγράφονται φρέσκοι βλαστοί καλαµιού µε χαµηλό ύψος και χωρίς άνθη, καθώς επίσης και µικρός αριθµός ξηρών βλαστών (αν και σε ορισµένες περιπτώσεις η αναβλάστηση µετά τις κοπές και πριν από τις δειγµατοληψίες ήταν εντυπωσιακή, όπως φαίνεται στην εικόνα 5.5.3). Έτσι, τα δοµικά χαρακτηριστικά του καλαµιού που καταγράφονταν το φθινόπωρο στις παρυφές του καλαµιώνα και τον καλαµιώνα ήταν, κατά µεγάλο µέρος, αντιπροσωπευτικά της δοµής που επικρατούσε ως την επόµενη άνοιξη. Εικόνα Ο κλωβός µε χειρισµό θερινής κοπής (K16 στο προσκήνιο της φωτογραφίας) και ο µάρτυρας (K15 στο πίσω αριστερά τµήµα της εικόνας) στον καλαµιώνα στις 26 Αυγούστου Στατιστική επεξεργασία Κάλυψη και βοτανική σύνθεση µεταξύ των ζωνών βλάστησης Η κάλυψη των φυτικών ειδών και των κατηγοριών τους εκφράστηκε σε ποσοστά επί της εκατό (%). Υπολογίστηκε και η κάλυψη δύο ακόµη κατηγοριών, της ιστάµενης και κατακείµενης νεκρής ύλης (ξηροφυλλάδα) και του γυµνού 89
100 εδάφους (µε τους λίθους), οι οποίες παίζουν σηµαντικό ρόλο στην εξέλιξη της βλάστησης και ειδικά στην εγκατάσταση σπορόφυτων (Crawley 1997b). Επίσης υπολογίστηκαν η σύνθεση των παραπάνω κατηγοριών φυτών και των επιµέρους φυτικών ειδών. Μία ακόµη παράµετρος που χρησιµοποιήθηκε για την αναπαράσταση της εξέλιξης της βλάστησης στην πειραµατική περιοχή ήταν το εύρος εξάπλωσης και ο αριθµός παρουσιών κάθε είδους φυτού κατά µήκος των έξι τοµών βλάστησης Κάλυψη και βοτανική σύνθεση εντός των ζωνών βλάστησης Η στατιστική επεξεργασία των δεδοµένων κάλυψης των κατηγοριών και σύνθεσης των λειτουργικών οµάδων φυτών έγινε µε ανάλυση της παραλλακτικότητας και έλεγχο των µέσων όρων µε το κριτήριο του Duncan (σε τέσσερις περιπτώσεις, που αναλύονται παρακάτω), ενώ σε δύο άλλες περιπτώσεις χρησιµοποιήθηκε ο έλεγχος Student (t-test) για τη σύγκριση των µέσων όρων. Πριν από τη στατιστική επεξεργασία το ποσοστά κάλυψης και σύνθεσης των κατηγοριών και των λειτουργικών οµάδων µετατράπηκαν σε µοίρες (ίσης πληροφορίας µε τους βαθµούς), ενώ µετά την επεξεργασία οι µέσοι όροι µετατράπηκαν ξανά σε ποσοστά για τη διευκόλυνση της παρουσίασής τους (Hicks 1973, Steel and Torrie 198 Papanastasis et al. 1995). Η στατιστική επεξεργασία των στοιχείων έγινε σε επίπεδο σηµαντικότητας 05 και αφορούσε τις παρακάτω περιπτώσεις: Ανάλυση της παραλλακτικότητας της κάλυψης µεταξύ των ζωνών βλάστησης 1, 2, 3 και 4 και της βόσκησης (Επιφάνειες: Κ2 και Κ3 στη ζώνη1, Κ4 και Κ5 στη ζώνη 2, Κ12 και Κ13 στη ζώνη 3, Κ15 και Κ17 στη ζώνη 4, Εικόνα 5.1.1). Σύγκριση (µε t-test) της σύνθεσης των λειτουργικών οµάδων φυτών (ετήσια αγρωστώδη, πολυετή αγρωστώδη, ετήσια πλατύφυλλα και πολυετή πλατύφυλλα) της ζώνης 1 σε µάρτυρες και επιφάνειες µε χειρισµό βόσκησης (Επιφάνειες: Κ3 και Κ2 αντίστοιχα, Εικόνα 5.1.1). Ανάλυση της παραλλακτικότητας της σύνθεσης των λειτουργικών οµάδων φυτών (υγρολιβαδικά είδη και υψηλά ελόφυτα) µεταξύ των ζωνών 90
101 βλάστησης 2, 3 και 4 και της βόσκησης (Επιφάνειες: Κ4, Κ5, Κ12, Κ13, Κ15 και Κ17, Εικόνα 5.1.1). Ανάλυση της παραλλακτικότητας της κάλυψης των κατηγοριών (υγρολιβαδικά είδη, υψηλά ελόφυτα, ξηροφυλλάδα και έδαφος) µεταξύ των ζωνών βλάστησης 3 και 4, της βόσκησης και της θερινής κοπής (Επιφάνειες: Κ11, Κ12 και Κ13 στη ζώνη 3 και Κ15, Κ16 και Κ17 στη ζώνη 4, Εικόνα 5.1.1). Ανάλυση της παραλλακτικότητας της κάλυψης των κατηγοριών (λιβαδικά είδη, υγρολιβαδικά είδη, υψηλά ελόφυτα, ξηροφυλλάδα και έδαφος) µεταξύ της βόσκησης και της θερινής κοπής στις καµένες και άκαυτες επιφάνειες της ζώνης 3 (Επιφάνειες: Κ8, Κ9, Κ1 Κ11, Κ12 και Κ13, Εικόνα 5.1.1). Συγκρίσεις (µε t-test) της κάλυψης των κατηγοριών (υγρολιβαδικά είδη, υψηλά ελόφυτα, ξηροφυλλάδα και έδαφος) µεταξύ των µαρτύρων στις καµένες και άκαυτες επιφάνειες της ζώνης 4 (Επιφάνειες: Κ40 και Κ15, Εικόνα 5.1.1) Υπέργεια παραγωγή σε προστατευµένες επιφάνειες Από το σύνολο των επαναλήψεων της µηνιαίας παραγωγής της υπέργειας και υπερυδατικής βιοµάζας στις 4 ζώνες βλάστησης υπολογίστηκε η µέση τιµή για κάθε µήνα και το τυπικό σφάλµα για τα έτη 1997, 1998 και Ειδικά για το έτος 1997, η µέση µηνιαία τιµή αναλύθηκε στις επιµέρους λειτουργικές οµάδες σύµφωνα µε το διαχωρισµό που είχε προηγηθεί (αγρωστώδη και αγρωστοειδή, ψυχανθή, πλατύφυλλες πόες, ανεπιθύµητα είδη και ξηροφυλλάδα). Κατά παρόµοιο τρόπο, υπολογίστηκε η µέση τιµή της εποχιακής παραγωγής της υπέργειας και υπερυδατικής βιοµάζας (διαχωρισµένη στις παραπάνω λειτουργικές οµάδες) για κάθε ζώνη βλάστησης και εποχή από την άνοιξη του 1997 ως το χειµώνα του (3 συνεχόµενα έτη). Από την τελευταία, αφαιρώντας την τιµή της ξηροφυλλάδας, υπολογίστηκε η καθαρή υπέργεια και υπερυδατική βιοµάζα ανά εποχή και ζώνη βλάστησης, καθώς επίσης και η µέση ετήσια καθαρή παραγωγή. 91
102 Τέλος, µε τη χρήση του στατιστικού πακέτου για Η/Υ SPSS ver. 10. ελέγχθηκε η στατιστική προσαρµογή διαφόρων µαθηµατικών µοντέλων παλινδρόµησης έχοντας ως εξαρτηµένη µεταβλητή την υπέργεια βιοµάζα στις τέσσερις ζώνες βλάστησης (µε δεδοµένα από τα έτη ) και ως ανεξάρτητη: α) τους µήνες από Απρίλιο έως Νοέµβριο και β) τις τέσσερις εποχές του έτους. Ο σκοπός ελέγχου προσαρµογής των µοντέλων στα δεδοµένα µηνιαίας και εποχιακής µεταβολής της βιοµάζας ήταν ο προσδιορισµός του ποσοστού της διακύµανσης των τιµών βιοµάζας, που οφείλονταν σε παράγοντες άλλους εκτός του χρόνου (µήνας, εποχή). Τα µαθηµατικά µοντέλα των οποίων ελέγχθηκε η στατιστική προσαρµογή ήταν τα παρακάτω (Βραχνάκης και Κοντογιάννη 2006): 1) γραµµικό: y = ax + b 2) λογαριθµικό: y= a ln(x) + b 3) αντίστροφο: y= a/x + b 4) 2 ας τάξεως πολυωνυµικό: y = a 1 x + a 2 x 2 + b 5) 3 ης τάξεως πολυωνυµικό: y = a 1 x + a 2 x 2 + a 3 x 3 + b 6) εκθετικής δύναµης: y = bx 2 ή ln(y) = ln(b) + a ln(x) 7) τύπου S : y = e (b + a/x) ή ln(y) = b + a/x 8) εκθετικό: y = be ax ή ln(y) = ln(b) + ax Η καλή προσαρµογή των µοντέλων πιστοποιήθηκε έχοντας ως επίπεδο σηµαντικότητας τα α=05 α=010 και α=001. Στις περιπτώσεις που η πιθανότητα Ρ ήταν µικρότερη από 001 επιλέχθηκαν τα µοντέλα που είχαν τον υψηλότερο συντελεστή προσδιορισµού (R 2 ) Υπέργεια παραγωγή σε εποχιακά µετακινούµενους κλωβούς Η σύγκριση των τιµών των αβόσκητων και βοσκηµένων δειγµάτων σε κάθε ζώνη και για κάθε εποχή έγινε µε το t κριτήριο σε επίπεδο σηµαντικότητας 05. Επιπλέον έγινε υπολογισµός του ποσοστού χρησιµοποίησης ανά ζώνη βλάστησης και ανά εποχή σύµφωνα µε τον τύπο: Ποσοστό χρησιµοποίησης = [(Α-Β)/Α]x100%, όπου Α το βάρος του αβόσκητου δείγµατος και Β του βοσκηµένου δείγµατος (Νάστης και Τσιουβάρας 1991). 92
103 Προσδιορισµός παραµέτρων θρεπτικής αξίας Η επεξεργασία των στοιχείων έγινε µε ανάλυση παραλλακτικότητας και ο έλεγχος των µέσων όρων έγινε µε το κριτήριο του Duncan (Snedecor and Cochran 1967). Πριν από τη στατιστική επεξεργασία τα ποσοστά των ADF, ADL, NDF και πρωτεΐνης µετατράπηκαν σε µοίρες (ίσης πληροφορίας µε τους βαθµούς), ενώ µετά την επεξεργασία οι µέσοι όροι µετατράπηκαν ξανά σε ποσοστά για τη διευκόλυνση της παρουσίασής τους (Hicks 1973, Steel and Torrie 198 Papanastasis et al. 1995). Η στατιστική επεξεργασία έγινε σε επίπεδο σηµαντικότητας Μετρήσεις δοµικών χαρακτηριστικών καλαµιού Στις παρακάτω περιπτώσεις, η επεξεργασία των στοιχείων έγινε µε ανάλυση παραλλακτικότητας και ο έλεγχος των µέσων όρων έγινε µε το κριτήριο του Duncan: Ζώνη 3 καµένη επιφάνεια: συγκρίσεις µεταξύ των τριών χειρισµών (βόσκηση, κοπή, µάρτυρας) (Επιφάνειες: Κ8, Κ9, Κ10 αντίστοιχα στην Εικόνα 5.1.1). Ζώνη 3 άκαυτη επιφάνεια: συγκρίσεις µεταξύ των τριών χειρισµών (βόσκηση, κοπή, µάρτυρας) (Επιφάνειες: Κ13, Κ11, Κ12 αντίστοιχα, Εικόνα 5.1.1). Ζώνη 3 καµένη επιφάνεια: συγκρίσεις µεταξύ των τριών χειρισµών (βόσκηση, κοπή, µάρτυρας κλωβοί K8, K9, K10) µε τον χειρισµό βόσκησης και θερινής κοπής (κλωβός K33, Εικόνα 5.1.1). Ζώνη 3: συγκρίσεις µεταξύ των τριών χειρισµών και των δύο επιπέδων καύσης (καµένη και άκαυτη επιφάνεια) (Επιφάνειες: K8-K9-K10 και Κ13-Κ11-Κ12 αντίστοιχα, Εικόνα 5.1.1). Ζώνη 3 (άκαυτη επιφάνεια) και Ζώνη 4 (άκαυτη επιφάνεια): συγκρίσεις µεταξύ των δύο ζωνών και των τριών χειρισµών (Επιφάνειες: Κ13- Κ11-Κ12 και Κ17-Κ16-Κ15 αντίστοιχα, Εικόνα 5.1.1). Σηµειώνεται, ότι για το έτος 2 στη ζώνη 4 τα δεδοµένα που χρησιµοποιήθηκαν στην ανάλυση παραλλακτικότητας προέρχονται από το µάρτυρα και το χειρισµό βόσκησης, 93
104 καθώς ο κλωβός µε το χειρισµό θερινής κοπής καταστράφηκε από τους βούβαλους πριν από τις δειγµατοληψίες. Ζώνη 4 άκαυτη επιφάνεια: συγκρίσεις µεταξύ των τριών χειρισµών (βόσκηση, κοπή, µάρτυρας/ Επιφάνειες Κ17, Κ16 και Κ15 αντίστοιχα, Εικόνα 5.1.1) (one-way ANOVA για τα στοιχεία των ετών 1998 και 1999 και t-test για τα στοιχεία του 2 λόγω καταστροφής του κλωβού µε το χειρισµό θερινής κοπής). Τέλος, ο έλεγχος Student (t-test) για ανεξάρτητες µεταβλητές χρησιµοποιήθηκε και για τη σύγκριση των µαρτύρων στην άκαυτη και στην καµένη επιφάνεια του καλαµιώνα (K15 και K40 αντίστοιχα, Εικόνα 5.1.1). Όλες οι αναλύσεις έγιναν στο επίπεδο σηµαντικότητας Παρατηρήσεις χρήσης της περιοχής έρευνας από είδη πουλιών και ψαριών Κατά τη διάρκεια της έρευνας, γίνονταν συχνές επισκέψεις στην περιοχή έρευνας (δύο φορές την εβδοµάδα περίπου). Επίσης, ο φροντιστής του κοπαδιού βούβαλων επισκέπτονταν την περιοχή τουλάχιστον δύο φορές την ηµέρα. Κατά τη διάρκεια αυτών των επισκέψεων καταγράφονταν σε τυχαία βάση τα είδη πουλιών που παρατηρούνταν τόσο µέσα στην περιφραγµένη περιοχή των πειραµάτων, όσο και έξω από αυτήν. Αξίζει να σηµειωθεί, ότι και σε άλλες παρόµοιες επιστηµονικές έρευνες, όπου το κύριο βάρος δίνεται στην καταγραφή των δεδοµένων βλάστησης, χρησιµοποιούνται µη συστηµατικά καταγεγραµµένες παρατηρήσεις ειδών άγριας πανίδας για την εκτίµηση των διαχειριστικών παρεµβάσεων σε αυτά (Confer and Niering 1992). Οι παρατηρήσεις κυπρίνων που αναπαράγονταν µέσα στην περιφραγµένη έκταση (τον Απρίλιο του 1999 και Μάιο του 2) γίνονταν από τον φροντιστή Σύνοψη µεθοδολογίας που χρησιµοποιήθηκε στην παρούσα έρευνα Στον πίνακα γίνεται συνοπτική παρουσίαση των δειγµατοληπτικών µεθόδων, που χρησιµοποιήθηκαν για τη συγκέντρωση των απαραίτητων στοιχείων 94
105 του πειράµατος, ακολουθώντας τη σειρά των ερωτηµάτων που τέθηκαν στο Κεφάλαιο 3 «Αντικειµενικοί σκοποί έρευνας». Πίνακας Μέθοδοι δειγµατοληψιών βλάστησης που χρησιµοποιήθηκαν στην παρούσα έρευνα. α/α Αντικείµενο Μέθοδος δειγµατοληψίας 1 Αναγνώριση φυτοκοινοτήτων, καταγραφή φυτικών ειδών Τοµές στο σύνολο της περιφραγµένης πειραµατικής περιοχής (βοσκόµενες επιφάνειες) Τοµές σε καθεµία από τις τέσσερις ζώνες βλάστησης της πειραµατικής περιοχής σε: α) ελεύθερα βοσκόµενες επιφάνειες, β) κλωβούς µε χειρισµό θερινής κοπής, και γ) µάρτυρες Αποτελέσµατα και συζήτηση Υποκεφάλαιο 6.1 Υποκεφάλαιο 6.2 και Παράρτηµα/ Πίνακας Π5 2 Λιβαδική παραγωγή Συλλογή δειγµάτων σε σταθερούς κλωβούς σε κάθε ζώνη βλάστησης ανά µήνα και ανά εποχή Συλλογή δειγµάτων σε φορητούς κλωβούς σε κάθε ζώνη βλάστησης ανά εποχή Υποκεφάλαιο Υποκεφάλαιο Θρεπτική αξία της βλάστησης Αναλύσεις δειγµάτων που συλλέχθηκαν στις τέσσερις ζώνες βλάστησης (µε φορητούς κλωβούς) για τον καθορισµό της περιεκτικότητάς τους σε ADF, ADL, NDF και ολικές πρωτεΐνες Υποκεφάλαιο Επιδράσεις βόσκησης βούβαλων στην κάλυψη και σύνθεση της βλάστησης και στη δοµή του καλαµιού Τοµές στο σύνολο της περιφραγµένης πειραµατικής περιοχής (βοσκόµενες επιφάνειες) Τοµές σε επιφάνειες µε χειρισµό βόσκησης στις τέσσερις ζώνες βλάστησης Πλαίσια σε επιφάνειες µε χειρισµό βόσκησης στις παρυφές του καλαµιώνα και στον καλαµιώνα. Υποκεφάλαιο 6.1 Υποκεφάλαιο 6.2 Υποκεφάλαια Επιδράσεις θερινής κοπής στην κάλυψη και σύνθεση της βλάστησης και στη δοµή του καλαµιού Τοµές σε κλωβούς µε χειρισµό κοπής στις παρυφές του καλαµιώνα και στον καλαµιώνα Πλαίσια σε κλωβούς µε χειρισµό κοπής στις παρυφές του καλαµιώνα και στον καλαµιώνα Υποκεφάλαιο Υποκεφάλαια
106 Πίνακας (συνέχεια). Μέθοδοι δειγµατοληψιών βλάστησης που χρησιµοποιήθηκαν στην παρούσα έρευνα. α/α Αντικείµενο Μέθοδος δειγµατοληψίας Αποτελέσµατα και συζήτηση 6 Επιδράσεις καύσης στην κάλυψη της βλάστησης, τη σύνθεση των λειτουργικών οµάδων φυτών και τη δοµή του καλαµιού Τοµές σε ελεύθερα βοσκόµενες επιφάνειες, σε κλωβούς µε χειρισµό θερινής κοπής και σε µάρτυρες στις παρυφές του καλαµιώνα σε επιφάνεια καµένη πριν την έναρξη του πειράµατος Πλαίσια σε ελεύθερα βοσκόµενες επιφάνειες, σε κλωβούς µε χειρισµό θερινής κοπής και σε µάρτυρες στις παρυφές του καλαµιώνα σε επιφάνεια καµένη πριν τον πειραµατισµό Υποκεφάλαια και Υποκεφάλαιο Πλαίσια σε µάρτυρα σε καµένη επιφάνεια του καλαµιώνα Υποκεφάλαιο Επιδράσεις ορισµένων συνδυασµών της βόσκησης, της θερινής κοπής και της καύσης στην κάλυψη και στη σύνθεση των λειτουργικών οµάδων φυτών και στη δοµή του καλαµιού Τοµές σε ελεύθερα βοσκόµενες επιφάνειες, σε κλωβούς µε χειρισµό θερινής κοπής και σε µάρτυρες στις παρυφές του καλαµιώνα σε επιφάνεια καµένη πριν τον πειραµατισµό Πλαίσια σε ελεύθερα βοσκόµενες επιφάνειες και σε κλωβούς µε χειρισµό κοπής και µάρτυρες στις παρυφές του καλαµιώνα σε επιφάνεια καµένη πριν τον πειραµατισµό Υποκεφάλαιο Υποκεφάλαια Βοσκοϊκανότητα παραλίµνιων λιβαδιών και καλαµιώνων Εκτίµηση της βοσκοϊκανότητας µε βάση το 50% της λιβαδικής παραγωγής στους φορητούς κλωβούς (του υποκεφαλαίου 6.3.2) Υποκεφάλαιο
107 6. ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΚΑΙ ΣΥΖΗΤΗΣΗ 6.1. Μεταβολές της βλάστησης µεταξύ των ζωνών βλάστησης Συνολικά καταγράφηκαν εβδοµήντα πέντε (75) είδη φυτών και στις τέσσερις ζώνες βλάστησης, από τα οποία τριάντα τρία (33) ήταν ξηρολιβαδικά, τριάντα επτά (37) ήταν υγρολιβαδικά και πέντε (5) ήταν υψηλά ελόφυτα (Πίνακας 6.1.1). Στην εικόνα δίνεται η κάλυψη των τριών λειτουργικών οµάδων των φυτών (ξηρολιβαδικά, υγρολιβαδικά και υψηλά ελόφυτα), της ξηροφυλλάδας και του γυµνού εδάφους. Είναι σαφές ότι η κάλυψη των υψηλών ελόφυτων µειώθηκε σταδιακά (κατά 29%) µεταξύ των ετών 1997 και Η κάλυψη των υγρολιβαδικών ειδών αυξήθηκε επίσης σταδιακά (κατά 32,4% την ίδια περίοδο) µε ενδιάµεση µείωση το έτος 2. Η κάλυψη της ξηροφυλλάδας (που αποτελούνταν κατά κύριο λόγο από κατεστραµµένους βλαστούς καλαµιών) και του γυµνού εδάφους/ λίθων αυξήθηκαν επίσης προοδευτικά προφανώς λόγω ποδοπατήµατος των βούβαλων από το 1997 στο 2 και µειώθηκαν απότοµα σε λιγότερο από 2% το 2002, χρονική περίοδος κατά την οποία η βόσκηση των βούβαλων είχε διακοπεί οριστικά. Τέλος, η κάλυψη των ξηρολιβαδικών ειδών παρέµεινε σε σχετικά χαµηλές τιµές (κάτω από 9%) κατά τη διάρκεια του πειράµατος µε µέγιστες τιµές το 1997 και το 2002 και ελάχιστες το 1999 και 2. Όσον αφορά τη σύνθεση της βλάστησης, η εξέλιξη των κυρίαρχων ειδών των τριών λειτουργικών οµάδων φαίνεται στην εικόνα Από την εικόνα αυτή, προκύπτει ότι το Phragmites australis ήταν το κυρίαρχο είδος των υψηλών ελόφυτων, ενώ για την υγρολιβαδική οµάδα, τα κυρίαρχα είδη ήταν το Carex pseudocyperus και η Agrostis stolonifera. Αντίθετα, δεν υπήρχε κυρίαρχο είδος στην ξηρολιβαδική οµάδα. Από τα αποτελέσµατα αυτά προκύπτει, ότι η συνεχής βόσκηση των βούβαλων από το 1997 ως το 2 προκάλεσε ταχεία και αξιοσηµείωτη µείωση της κάλυψης των υψηλών ελόφυτων και κυρίως του καλαµιού (Εικόνα 6.1.1), ενώ µετά την αποµάκρυνση των βούβαλων από την περιοχή (το Μάρτιο του 2001) η βόσκηση των αιγοπροβάτων διατήρησε την ευνοϊκή αυτή κατάσταση (κάλυψη υψηλών ελόφυτων 23,6% το 2002). Η 97
108 Πίνακας Μέσοι όροι σύνθεσης (%) ειδών φυτών που καταγράφηκαν κατά µήκος των έξι τοµών βλάστησης τα έτη (µε + σηµειώνονται τα είδη µε µέση σύνθεση µικρότερη από 1%). Ξηρολιβαδικά Σ/ση (%) Υγρολιβαδικά Σ/ση (%) Υψηλά ελόφυτα Σ/ση (%) Amaranthus blitoides + Agrostis stolonifera 8,5 Brachypodium sylvaticum + Berula erecta + Phragmites australis Bromus squarrosus + Calystegia sepium + Salix alba + Buglossoides arvensis + Carex divisa 1,1 Scirpus Buxus sempervirens 1,2 Carex hirta + lacustris 2,6 Capsella bursa-pastoris + Carex pseudocyperus 14,0 Typha Centaurea calcitrapa + Cirsium palustre 2,5 angustifolia 5,7 Cerastium glomeratum + Cyperus fuscus 1,4 Typha latifolia + Convolvulus arvensis + Eleocharis palustris + Cynodon dactylon + Epilobium collinum + Dasypyrum villosum + Galium palustre + Filago vulgaris + Glyceria fluitans + Galium aparine + Holcus lanatus + Geranium dissectum + Iris pseudacorus 1,3 Hordeum murinum + Juncus articulatus + Malva rotundifolia + Juncus inflexus + Medicago lupulina + Lolium perenne 1,5 Mentha longifolia + Lycopus europaeus + Ononis spinosa + Lythrum salicaria 1,8 Plantago major + Mentha aquatica 4,3 Polygonum arenarium + Myosotis scorpioides + Potentilla recta + Myosoton aquaticum + Prunus cocomilia + Oenanthe aquatica + Rubus canescens + Plantago lanceolata + Rumex pulcher + Polygonum amphibium + Sambucus nigra + Potentilla reptans + Solanum nigrum + Ranunculus repens 1,5 Sonchus asper + Rorippa amphibia + Scrophularia auriculata + Taeniatherum caputmedusae Solanum dulcamara + + Taraxacum officinale + Sparganium erectum + Verbena officinalis + Stachys palustris 1,0 Vicia cracca + Trifolium fragiferum 1,4 Vulpia myuros + Trifolium repens 4,4 Urtica dioica + Utricularia palustris + Veronica anagalis aquatica + 31,5 98
109 τελευταία εξέλιξη είναι βέβαιο πως ευνοήθηκε από την πολύ χαµηλή στάθµη της λίµνης κατά την άνοιξη και το καλοκαίρι του έτους 2002 (Εικόνα 4.4.2), η οποία επέτρεψε στα αιγοπρόβατα να βοσκήσουν στις συνήθως υγρές φυτοκοινότητες. Αξίζει να σηµειωθεί, ότι η σύνθεση του καλαµιού είναι πιθανό να λάµβανε ακόµη χαµηλότερες τιµές κατά τη διάρκεια της περιόδου όµως το φυτό αυτό έχει την ιδιότητα παραγωγής δευτερευόντων βλαστών από οφθαλµούς στη βάση του κύριου βλαστού, γεγονός που αναφέρεται και από τους van Deursen and Drost (1990) σε αντίστοιχη έρευνα µε βόσκηση αγελάδων σε καλαµιώνες της Ολλανδίας. Η αντίδραση αυτή του καλαµιού µοιάζει µε την ιδιότητα άλλων αγρωστωδών, που όταν αποµακρύνεται ο µεριστωµατικός τους ιστός, παράγουν αδελφώµατα µε ταχεία ανάπτυξη προς αναπλήρωση των απωλειών από την αποφύλλωση (Crawley 1997b). Η αρνητική επίδραση της βόσκησης βούβαλων στα υψηλά ελόφυτα και κυρίως στο καλάµι φαίνεται να οφείλεται σε τρεις παράγοντες που λειτούργησαν συνδυαστικά: α) στην κατανάλωση του µεριστωµατικού ιστού του καλαµιού και την ευαισθησία των επιφανειακών ριζωµάτων στο ποδοπάτηµα (Haslam 1972), β) στη µείωση της φυλλικής επιφάνειας λόγω κατανάλωσης των φύλλων και συνεπώς στη µείωση του ρυθµού φωτοσύνθεσης (Gordon et al. 1990), και γ) στην καταστροφή των ετήσιων βλαστών, που προκαλεί διακοπή της παροχής οξυγόνου στα ριζώµατα κυρίως στην περίπτωση αναδυόµενων από το νερό βλαστών (σε αντιστοιχία µε το κόψιµο του καλαµιού κάτω από το νερό) (Mook and van der Toorn 1982, Weisner and Graneli 1989) Κάλυψη (%) Ξηρολιβαδικά είδη Υγρολιβαδικά είδη Υψηλά ελόφυτα Ξηροφυλλάδα Έδαφος/ λίθοι Έτος Εικόνα Μέσοι όροι της κάλυψης (%) µε τα τυπικά σφάλµατα κατά τα έτη
110 Η εξέλιξη της κάλυψης των υγρολιβαδικών ειδών οφείλεται πιθανότατα στους ίδιους παράγοντες. Τα συγκεκριµένα είδη αυξήθηκαν από το 1997 στο 1998 και το 1999 σε βάρος των υψηλών ελόφυτων, ενώ µετά το Μάρτιο του έτους 2001 δύο παράγοντες φαίνεται ότι έπαιξαν καθοριστικό ευνοϊκό ρόλο (που εκφράζεται από την ιδιαίτερα υψηλή τιµή κάλυψης των υγρολιβαδικών ειδών του έτους 2002): α) η βόσκηση των αιγοπροβάτων σε συνδυασµό µε τις πολύ χαµηλές τιµές στάθµης της λίµνης του 2002, και β) η αξιόλογη µείωση της κάλυψης της ξηροφυλλάδας και του γυµνού εδάφους στη θέση των οποίων εµφανίστηκαν υγρολιβαδικά είδη φυτών, όπως προέκυψε από τις καταγραφές των φυτικών ειδών κατά µήκος των τοµών βλάστησης [και ερµηνεύεται και από τον Crawley (1997b)]. Τα αποτελέσµατα αυτά έρχονται σε πλήρη συµφωνία µε τα ευρήµατα της Haslam (1971b), η οποία εξηγεί ότι η βόσκηση (σε µικτές διαπλάσεις) προκαλεί µείωση του ύψους του καλαµιού µε αποτέλεσµα τη µείωση της σκίασης και την επακόλουθη ικανότητα εγκατάστασης άλλων χαµηλότερων ειδών φυτών, η ανάπτυξη των οποίων προκαλεί περαιτέρω µείωση της ζωτικότητας του πρώτου. Τα ίδια αποτελέσµατα συµφωνούν και µε την εξήγηση που δίνει ο Crawley (1983) σε περιπτώσεις που τα φυτοφάγα ζώα καταναλώνουν κατά προτίµηση το είδος φυτού, που σε διαφορετικές συνθήκες (δηλαδή σε απουσία βόσκησης) θα ήταν κυρίαρχο. Στη συγκεκριµένη περίπτωση, φαίνεται πως η κατανάλωση του καλαµιού στις χαµηλότερες ζώνες βλάστησης ευνόησε την εµφάνιση άλλων ανταγωνιστικών (ποωδών/ υγρολιβαδικών) ειδών φυτών, που εκµεταλλεύτηκαν τη µειωµένη παρουσία του καλαµιού. Η ενδιάµεση µείωση της κάλυψης των υγρολιβαδικών ειδών το έτος 2 (Εικόνα 6.1.1) µπορεί να συνδέεται µε την σε βάρος τους ταυτόχρονη αύξηση της κάλυψης της ξηροφυλλάδας και του γυµνού εδάφους λόγω συνεχούς βόσκησης και µάλιστα µε αυξανόµενη ένταση. Για τα ξηρολιβαδικά είδη, η προοδευτική µείωση της κάλυψης από το 1997 ως το 2 µπορεί να αποδοθεί στην σε βάρος τους αύξηση της κάλυψης της ξηροφυλλάδας και του γυµνού εδάφους λόγω βόσκησης σε συνδυασµό µε την περιορισµένη συνολική έκταση του ξηρού ποολίβαδου στην περιφραγµένη πειραµατική περιοχή. Μεταξύ των υγρολιβαδικών ειδών ενδιαφέρον παρουσιάζει η εξέλιξη της σύνθεσης του Carex pseudocyperus, που αποτελεί χαρακτηριστικό είδος των παρυφών και του υπορόφου των καλαµιώνων της λίµνης Μικρή Πρέσπα (Παυλίδης 1985). Η σύνθεσή του µειώθηκε υπό το καθεστώς της συνεχούς βόσκησης βούβαλων (Εικόνα 6.1.2). Το φυτό 100
111 αυτό παραµένει πράσινο κατά τη διάρκεια όλου του έτους, ενώ οι βούβαλοι το κατανάλωναν ακόµη και το χειµώνα κάτω από δυσµενείς συνθήκες βόσκησης (πολύ χαµηλό ύψος φυτών και συχνά καλυµµένα από κρύο νερό, χιόνι ή πάγο). Το γεγονός αυτό σηµαίνει ιδιαίτερη προτίµηση από τα βόσκοντα ζώα. Από την άλλη πλευρά, η σύνθεση ενός άλλου χαρακτηριστικού υγρολιβαδικού φυτού, της Agrostis stolonifera, αυξήθηκε κάτω από τις ίδιες συνθήκες, γεγονός που πιθανώς να οφείλεται στο ότι το είδος αυτό ευνοείται από τη βόσκηση (Gordon et al. 1990), αλλά και από συνθήκες πληµµύρας (Benstead et al. 1997), όπως αυτές που επικράτησαν τα έτη 1999 και 2. Πάντως, η αύξηση του είδους Agrostis stolonifera πραγµατοποιήθηκε µερικώς σε βάρος του καλαµιού, γεγονός που παρατήρησαν και οι van Deursen and Drost (1990) στην έρευνά τους. Παρόµοιες τάσεις παρατηρήθηκαν και για άλλα είδη των λειτουργικών οµάδων. Σύνθεση (%) Phragmites australis Άλλα υψηλά ελόφυτα Carex pseudocyperus Agrostis stolonifera Έτος Άλλα υγρολιβαδικά είδη Ξηρολιβαδικά είδη Εικόνα Σύνθεση (%) λειτουργικών οµάδων και επιλεγµένων ειδών φυτών από το 1997 ως το Ενδιαφέρουσες λεπτοµέρειες σχετικά µε την εµφάνιση συγκεκριµένων ειδών φυτών κατά µήκος των έξι τοµών βλάστησης παρουσιάζονται στους πίνακες Μεταξύ αυτών, σηµειώνεται η προοδευτικά αυξανόµενη παρουσία και εύρος εξάπλωσης 101
112 του αγρωστώδους Agrostis stolonifera και η προοδευτικά µειούµενη παρουσία και εύρος εξάπλωσης του καλαµιού κατά µήκος όλων σχεδόν των τοµών βλάστησης την περίοδο Ενδιαφέρον επίσης παρουσιάζει η µείωση της κάλυψης του θάµνου Buxus sempervirens (πυξός) κατά µήκος της τοµής 2, που οφείλεται σε κατανάλωση του συγκεκριµένου είδους από τους βούβαλους κατά τη χειµερινή περίοδο (Πίνακας 6.1.3). Τέλος, στην εικόνα απεικονίζεται η σταδιακή αλλαγή των ειδών φυτών (και των κατηγοριών κάλυψης) στη µεταβατική ζώνη µεταξύ των παρυφών του καλαµιώνα (ζώνη 3) και του αµιγούς καλαµιώνα (ζώνη 4) κατά µήκος της πρώτης τοµής (µήκους 100 µ.) από το 1997 ως το Σε σχέση µε τις παραπάνω επιδράσεις της βόσκησης βούβαλων στις λειτουργικές οµάδες φυτών, σε συγκεκριµένα είδη φυτών και στις κατηγορίες κάλυψης, ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι παρακάτω παρατηρήσεις που αφορούν τη συµπεριφορά των βούβαλων κατά τη διάρκεια της βόσκησης στην περιοχή έρευνας: Αρχικά (δηλαδή αµέσως µετά την εισαγωγή τους στην περιοχή έρευνας), οι βούβαλοι εξερευνούσαν την διαθέσιµη για αυτούς περιφραγµένη έκταση δηµιουργώντας συγκεκριµένους διαδρόµους µέσα στην κυρίαρχη υψηλή ελοφυτική βλάστηση, τους οποίους προοδευτικά διάνοιγαν όλο και περισσότερο µε τελικό αποτέλεσµα την επικράτηση των υγρολιβαδικών ειδών φυτών και το αυξηµένο ποσοστό κάλυψης ξηροφυλλάδας και γυµνού εδάφους στις βοσκόµενες επιφάνειες (Εικόνα 6.1.1/ ). Οι βούβαλοι έδειξαν προτίµηση σε σηµεία µε τρεχούµενα και δροσερά νερά (και συγκεκριµένα σε µια πηγή που υπήρχε µέσα στην περιφραγµένη περιοχή έρευνας), τα οποία επισκέπτονταν τακτικά για να πιουν νερό, ενώ απέφευγαν σηµεία µε περισσότερο στάσιµα νερά και βδέλλες (Hirudo officinalis) για την κάλυψη των αναγκών τους σε πόσιµο νερό. ηµιούργησαν συγκεκριµένους µόνιµους λάκκους σε διάφορες τοποθεσίες της περιοχής έρευνας (και σε διαφορετικά υψόµετρα για να υπάρχουν υγροί λασπόλακκοι από την άνοιξη έως και το φθινόπωρο ανάλογα µε την αυξοµείωση της στάθµης της λίµνης), τους οποίους χρησιµοποιούσαν για να δροσίζονται και να επαλείφονται µε λάσπη που τους προστάτευε από τα αποµυζητικά έντοµα [κατά αντίστοιχο τρόπο µε την περιγραφή του Γεωργούδη (1993α)]. 102
113 Πίνακας Αριθµός παρουσιών χαρακτηριστικών ειδών φυτών, που καταγράφηκαν κατά µήκος της τοµής 1 (100 µ.), και αντίστοιχο εύρος εµφάνισης των ειδών υπό καθεστώς βόσκησης. Τοµή Είδη φυτών Παρουσίες (µ.) σίες (µ.) σίες (µ.) σίες (µ.) σίες (µ.) σίες (µ.) Εύρος Παρου- Εύρος Παρου- Εύρος Παρου- Εύρος Παρου- Εύρος Παρου- Εύρος Agrostis stolonifera 1 53, ,5-78, , ,5-98,5 Carex pseudocyperus 43 58, ,5 2 87, ,5-99, ,5 Mentha aquatica 10 47, , , ,5-87, ,5-98 Trifolium fragiferum 6 45, , , Trifolium repens 21 18, ,5-59,5 31 1, , Phragmites australis , ,5-94, ,5-99,5 Εύρος ζωνών βλάστησης: 5-35 µ. (ζώνη 1) / 35,5-54 µ. (ζώνη 2) / 54,5-94 µ. (ζώνη 3) / 94,5-100 µ. (ζώνη 4) Πίνακας Αριθµός παρουσιών χαρακτηριστικών ειδών φυτών, που καταγράφηκαν κατά µήκος της τοµής 2 (50 µ.), και αντίστοιχο εύρος εµφάνισης των ειδών υπό καθεστώς βόσκησης. Τοµή Είδη φυτών Παρουσίες Εύρος Εύρος Εύρος Εύρος Εύρος Παρουσίες Παρουσίες Παρουσίες Παρουσίες (µ.) (µ.) (µ.) (µ.) (µ.) Buxus sempervirens , , ,0-9,0 0 - Agrostis stolonifera ,5 Carex pseudocyperus 14 13, , , ,5 Stachys palustris ,5-47 Phragmites australis ,5-48, , Typha angustifolia , ,5 Εύρος ζωνών βλάστησης: 5-12,5 µ. (ζώνη 1) / 13-13,5 µ. (ζώνη 2) / 14-16,5 µ. (ζώνη 3) / µ. (ζώνη 4) 103
114 Πίνακας Αριθµός παρουσιών χαρακτηριστικών ειδών φυτών, που καταγράφηκαν κατά µήκος της τοµής 3 (50 µ.), και αντίστοιχο εύρος εµφάνισης των ειδών υπό καθεστώς βόσκησης. Τοµή Είδη φυτών Παρουσίες Εύρος Εύρος Εύρος Εύρος Εύρος Παρουσίες Παρουσίες Παρουσίες Παρουσίες (µ.) (µ.) (µ.) (µ.) (µ.) Agrostis stolonifera ,5 4 5, , ,5-33,5 Carex pseudocyperus , , ,5-41,5 7 26,5-37 Mentha aquatica ,5 10 5,5-26 Stachys palustris ,5-35,5 Trifolium fragiferum ,5-22 Trifolium repens Scirpus lacustris , , , ,5 0 - Phragmites australis 55 6, , ,5-48, ,5-50 Typha angustifolia , ,5-49, ,5 Εύρος ζωνών βλάστησης: 5-3,5 µ. (ζώνη 1) / 4-10 µ. (ζώνη 2) / µ. (ζώνη 3) / 15,5-50 µ. (ζώνη 4) Πίνακας Αριθµός παρουσιών χαρακτηριστικών ειδών φυτών, που καταγράφηκαν κατά µήκος της τοµής 4 (100 µ.), και αντίστοιχο εύρος εµφάνισης των ειδών υπό καθεστώς βόσκησης. Τοµή Είδη φυτών Παρουσίες Εύρος Εύρος Εύρος Εύρος Εύρος Παρουσίες Παρουσίες Παρουσίες Παρουσίες (µ.) (µ.) (µ.) (µ.) (µ.) Agrostis stolonifera 3 9, , ,5-98,5 Cirsium palustre , ,5 5 3,5-22, ,5 19 2,5-83,5 Cyperus fuscus , Juncus inflexus , ,5-45,5 Mentha aquatica 3 21, , ,5-96, Trifolium repens , ,5-73 Phragmites australis 138 3, , , Salix alba 9 17, ,5-18, ,5 0 - Εύρος ζωνών βλάστησης: 5-1,5 µ. (ζώνη 1) / 2-3 µ. (ζώνη 2) / 3,5-11 µ. (ζώνη 3) / 11,5-100 µ. (ζώνη 4) 104
115 Πίνακας Αριθµός παρουσιών χαρακτηριστικών ειδών φυτών, που καταγράφηκαν κατά µήκος της τοµής 5 (50 µ.), και αντίστοιχο εύρος εµφάνισης των ειδών υπό καθεστώς βόσκησης. Τοµή Είδη φυτών Παρουσίες Εύρος Εύρος Εύρος Εύρος Εύρος Παρουσίες Παρουσίες Παρουσίες Παρουσίες (µ.) (µ.) (µ.) (µ.) (µ.) Agrostis stolonifera 2 5-1, , ,5-14,5 Carex pseudocyperus 37 5, , ,5 7 8,5-27, Lythrum salicaria ,5 Stachys palustris Phragmites australis 37 15, , ,5-50 Typha angustifolia , , Εύρος ζωνών βλάστησης: 5-1 µ. (ζώνη 1) / 1,5-5 µ. (ζώνη 2) / 5,5-14,5 µ. (ζώνη 3) / µ. (ζώνη 4) Πίνακας Αριθµός παρουσιών χαρακτηριστικών ειδών φυτών, που καταγράφηκαν κατά µήκος της τοµής 6 (100 µ.), και αντίστοιχο εύρος εµφάνισης των ειδών υπό καθεστώς βόσκησης. Τοµή Είδη φυτών Παρουσίες Εύρος Εύρος Εύρος Εύρος Εύρος Παρουσίες Παρουσίες Παρουσίες Παρουσίες (µ.) (µ.) (µ.) (µ.) (µ.) Agrostis stolonifera , ,5-32,5 65 1,5-80 Carex pseudocyperus 27 26, ,5-74, ,5 3 57,5-68, Juncus inflexus , Mentha aquatica ,5-39, ,5-85 Trifolium repens , ,5 Phragmites australis ,5-99, , , ,5-100 Εύρος ζωνών βλάστησης: 5-8 µ. (ζώνη 1) / 8,5-40 µ. (ζώνη 2) / µ. (ζώνη 3) / 53,5-100 µ. (ζώνη 4) 105
116 88,5 µ Zone 3: Reedbed Ζώνη 3: fringe 94 µ 94,5 µ Παρυφές καλαµιώνα Ζώνη 4: Zone Καλαµιώνας 4: Reedbed 100 µ = καλάµι (P. australis), = υγρολιβαδικά είδη φυτών = γυµνό έδαφος/ λίθοι, = ξηροφυλλάδα
117 88,5 µ Ζώνη 3: 94 µ Παρυφές καλαµιώνα 94,5 µ Ζώνη 4: 100 µ Καλαµιώνας Εικόνα Εξέλιξη της κάλυψης της βλάστησης µεταξύ παρυφών και αµιγούς καλαµιώνα της τοµής 1 ( ). 107
118 ιαµόρφωσαν επίσης ένα «καταφύγιο» κάτω από µια πυκνή και υψηλόκορµη συστάδα πυξών, την οποία διάνοιξαν έως το ύψος των εκ. περίπου αφήνοντας ανέπαφους µόνο τους ισχυρότερους κορµούς των θάµνων, και παρέµεναν σε αυτό για αρκετά µεγάλα χρονικά διαστήµατα κατά τη διάρκεια του µηρυκασµού. Χαρακτηριστικό της τοποθεσίας αυτής, εκτός από τη σκιά και δροσιά που παρείχε στα ζώα, ήταν το στεγνό της έδαφος (γυµνό έδαφος και µεγάλοι λίθοι) σε αντίθεση µε τους προαναφερθέντες λασπόλακκους, που όταν ξηραίνονταν, δεν χρησιµοποιούνταν πλέον από τους βούβαλους. Οι βούβαλοι ξύνονταν τακτικά επάνω στους πειραµατικούς κλωβούς και την εξωτερική περίφραξη (τόσο στους σιδερένιους και ξύλινους πασσάλους, όσο και στα σύρµατα), καθώς επίσης και επάνω σε ισχυρά κλαδιά και κορµούς δένδρων, γεγονός που αναφέρεται και από τον Γεωργούδη (1993α). Ορισµένοι βούβαλοι συχνά προκαλούσαν ζηµίες σε «αδύνατα» σηµεία της εξωτερικής περίφραξης (π.χ. πάσσαλοι που δεν ήταν απόλυτα σταθεροί λόγω ξυσίµατος) µε σκοπό να βοσκήσουν έξω από την περιοχή έρευνας, αντί να µετακινηθούν σε πιο δύσβατα σηµεία εντός αυτής και µε λιγότερη ποώδη βλάστηση (την οποία αναζητούσαν εκτός της εξωτερικής περίφραξης), και συγκεκριµένα στα βαθύτερα σηµεία του καλαµιώνα. Η καταστροφή της περίφραξης πραγµατοποιούνταν ανασηκώνοντας τα σύρµατα µε τα κέρατά τους ή κατεδαφίζοντας µε χαρακτηριστική άνεση τους πασσάλους µε τα σύρµατα αναρριχόµενοι στην περίφραξη µε τα µπροστινά πόδια και ασκώντας όλο τους σχεδόν το βάρος επάνω σε αυτήν. Κατά τη διάρκεια χειµερινών περιόδων, παρατηρήθηκε ότι οι βούβαλοι συχνά πατούσαν ιστάµενους ξηρούς βλαστούς καλαµιού µε ταξιανθίες, τις οποίες κατανάλωναν πιθανότατα διότι περιείχαν σπέρµατα µε υψηλότερη θρεπτική αξία σε σχέση µε την υπόλοιπη διαθέσιµη για βόσκηση ξηρή βιοµάζα. 108
119 6.2. Μεταβολές της βλάστησης εντός των τεσσάρων ζωνών Κατάλογος φυτών που καταγράφηκαν στις τέσσερις ζώνες βλάστησης Εξήντα οχτώ (68) είδη φυτών καταγράφηκαν µε την παρούσα µέθοδο στις τέσσερις ζώνες βλάστησης (Πίνακας ). Σαράντα ένα (41) από αυτά ήταν ξηρολιβαδικά (8 ετήσια αγρωστώδη, 5 πολυετή αγρωστώδη συµπεριλαµβανοµένων και των αγρωστοειδών, 11 ετήσια πλατύφυλλα και 17 πολυετή πλατύφυλλα), είκοσι έξι (26) ήταν υγρολιβαδικά και δύο (2) είδη ήταν υψηλά ελόφυτα. Στον πίνακα , το είδος Agrostis stolonifera εµφανίζεται ως λιβαδικό και ως υγρολιβαδικό, καθώς καταγράφηκε στο ξηρό ποολίβαδο, και στην περιοδικά πληµµυριζόµενη ζώνη και στις παρυφές του καλαµιώνα. Συνολικά, τα είδη φυτών που καταγράφηκαν στην περιοχή µελέτης, τόσο µε τη µέθοδο των µεγάλων τοµών ( µ), που εκτείνονταν σε όλες τις ζώνες βλάστησης (Πίνακας 6.1.1), όσο και µε τη µέθοδο των τοµών σε κάθε ζώνη βλάστησης ξεχωριστά (Πίνακας ) ήταν ενενήντα πέντε (95) (Πίνακας Π5): 53 ξηρολιβαδικά, από τα οποία 9 ήταν ετήσια αγρωστώδη, 4 πολυετή αγρωστώδη, 17 ετήσια πλατύφυλλα και 23 πολυετή πλατύφυλλα, 37 υγρολιβαδικά, και 5 υψηλά ελόφυτα Επιδράσεις βόσκησης Σύγκριση κατηγοριών κάλυψης στις τέσσερις ζώνες βλάστησης Η ανάλυση της παραλλακτικότητας έδωσε στατιστικά σηµαντικές διαφορές µεταξύ των ζωνών για τις τρεις κατηγορίες κάλυψης (βλάστηση, ξηροφυλλάδα και γυµνό έδαφος) κατά τη διάρκεια και των τεσσάρων ετών (1997-2), µε µία µόνο εξαίρεση για την κάλυψη του γυµνού εδάφους το έτος 2 (Πίνακες Π6-Π9 και Εικόνα ). Στατιστικά σηµαντικές διαφορές βρέθηκαν επίσης µεταξύ των επιπέδων 109
120 Πίνακας Είδη φυτών που καταγράφηκαν ανά ζώνη βλάστησης στην περιοχή µελέτης. Ζώνη 1 Ζώνη 2 Ζώνη 3 Ζώνη 4 Ξηρολιβαδικά είδη Υγρολιβαδικά είδη Ξηρολιβαδικά είδη Υγρολιβαδικά είδη Ετήσια αγρωστώδη Πολυετή πλατύφυλλα Agrostis stolonifera Medicago lupulina Aegilops triuncialis Centaurea calcitrapa Carex divisa Carex pseudocyperus Alopecurus urticulatus Chondrilla juncea Carex hirta Υγρολιβαδικά είδη Lycopus europaeus Bromus squarrosus Cichorium intybus Cirsium palustre Agrostis stolonifera Lythrum salicaria Bromus sterilis Cirsium arvense Cyperus fuscus Carex divisa Myriophyllum spicatum Cynosurus echinatus Convolvulus arvensis Eleocharis palustris Carex pseudocyperus Oenanthe aquatica Dasypyrum villosum Lactuca viminea Galium palustre Cirsium palustre Rorippa amphibia Taeniatherum caput-med. Lotus uliginosus Juncus articulatus Cyperus fuscus Solanum dulcamara Vulpia myuros Mentha longifolia Juncus inflexus Eleocharis palustris Sparganium erectum Myosotis arvensis Mentha aquatica Galium palustre Πολυετή αγρωστώδη Plantago lanceolata Potentilla reptans Juncus articulatus Υψηλά ελόφυτα Agrostis stolonifera Potentilla recta Ranunculus repens Juncus inflexus Phragmites australis Carex hirta Rumex pulcher Trifolium fragiferum Lycopus europaeus Hordeum bulbosum Sonchus arvensis Trifolium repens Lythrum salicaria Lolium perenne Taraxacum officinale Mentha aquatica Trisetum flavescens Trifolium repens Υψηλά ελόφυτα Myosotis scorpioides Verbena officinalis Phragmites australis Polygonum amphibium Ετήσια πλατύφυλλα Vicia cracca Scirpus lacustris Potentilla reptans Capsella bursa-pastoris Ranunculus repens Cerastium glomeratum Solanum dulcamara Dianthus corymbosus Sparganium erectum Filago vulgaris Stachys palustris Galium aparine Trifolium fragiferum Medicago lupulina Trifolium repens Medicago orbicularis Veronica anagalis aquatica Polygonum aviculare Torilis arvensis Υψηλά ελόφυτα Trifolium dasyurum Phragmites australis Trifolium nigrescens Scirpus lacustris 110
121 βόσκησης (βοσκηµένες αβόσκητες επιφάνειες/ µάρτυρες) και για τα τέσσερα έτη, µε µοναδική εξαίρεση για την κάλυψη της ξηροφυλλάδας το έτος 1999 (Πίνακες Π6-Π9 και Εικόνα ). Επιπλέον, από το 1997 ως το 2 βρέθηκε ότι η κάλυψη της βλάστησης και της ξηροφυλλάδας επηρεάστηκαν σηµαντικά από την αλληλεπίδραση µεταξύ ζωνών βλάστησης και επιπέδων βόσκησης, ενώ για την κάλυψη του γυµνού εδάφους αυτό ίσχυσε µόνο το 1999 (Πίνακας Π8) b b b b b b a a a d a c a b b a bc d ab c c b a a c c b a Κάλυψη (%) a a a b a b c d a b c d a a b c 0 Z1 Z2 Z3 Z4 Z1 Z2 Z3 Z4 Z1 Z2 Z3 Z4 Z1 Z2 Z3 Z Z1=ξηρό ποολίβαδο, Z2=περιοδικά πληµ/νη ζώνη, Z3=παρυφές καλαµιώνα, Z4=καλαµιώνας Βλάστηση Ξηροφυλλάδα Έδαφος/ λίθοι Εικόνα Μέσοι όροι κάλυψης (%) της βλάστησης, της ξηροφυλλάδας και του γυµνού εδάφους στις τέσσερις ζώνες βλάστησης κατά τα έτη Τα διαφορετικά γράµµατα µέσα στις στήλες υποδηλώνουν στατιστικά σηµαντικές διαφορές µεταξύ των επιπέδων κάλυψης της ίδιας κατηγορίας κατά το ίδιο έτος. Κατά την έναρξη του πειράµατος (1997), η κάλυψη της βλάστησης ήταν στατιστικά σηµαντικά υψηλότερη στις τρεις πρώτες ζώνες βλάστησης σε σχέση µε τον καλαµιώνα (Εικόνα ). Αντίθετα, η κάλυψη της ξηροφυλλάδας και του γυµνού εδάφους ήταν στατιστικά σηµαντικά υψηλότερες στον καλαµιώνα σε σχέση µε τις τρεις πρώτες ζώνες. Όσον αφορά την ξηροφυλλάδα στον καλαµιώνα το 1997, πρέπει να σηµειωθεί ότι αποτελούνταν από κατακείµενη ξηρή ύλη βλαστών καλαµιού που προέρχονταν από αυξητικές περιόδους προηγούµενων ετών, η συσσώρευση της οποίας 111
122 θεωρείται αρνητική για την ανάπτυξη του καλαµιού (Haslam 1971b, van der Putten 1997), ειδικά όταν αναπτύσσεται σε σηµεία µε κυµαινόµενη στάθµη υδάτων (Clevering 1998). Οι τιµές κάλυψης της βλάστησης άλλαξαν δραστικά κατά το δεύτερο έτος του πειράµατος (1998) µε στατιστικά σηµαντικές διαφορές µεταξύ όλων των ζωνών και µε τιµές που µειώνονταν στατιστικά σηµαντικά από το ξηρό ποολίβαδο προς τον καλαµιώνα. Η κάλυψη της ξηροφυλλάδας ακολούθησε ακριβώς αντίθετη τάση, µε υψηλότερη τιµή στον καλαµιώνα και χαµηλότερη στο ξηρό ποολίβαδο. Η κάλυψη του γυµνού εδάφους το 1998 ήταν σηµαντικά υψηλότερη στις τρεις πρώτες ζώνες σε σχέση µε τον καλαµιώνα. Τα αποτελέσµατα αυτά πιθανότατα οφείλονται στο ποδοπάτηµα των βούβαλων, το οποίο προκάλεσε αύξηση του ποσοστού κάλυψης γυµνού εδάφους στις τρεις πρώτες ζώνες, ενώ στον καλαµιώνα προκάλεσε αύξηση του ποσοστού κάλυψης της ξηροφυλλάδας, η οποία αποτελούνταν κυρίως από ποδοπατηµένους βλαστούς καλαµιών. Οι διαφορές στην κάλυψη της βλάστησης και της ξηροφυλλάδας ήταν παρόµοιες και το 1999, έτος µε εξαιρετικά υψηλές τιµές στάθµης της λίµνης κατά τη διάρκεια της άνοιξης και του καλοκαιριού (Εικόνα 4.4.2). Παρόλα αυτά, η κάλυψη της βλάστησης στον καλαµιώνα το 1999 ήταν κατά 15,6% χαµηλότερη από το 1998 και η κάλυψη της ξηροφυλλάδας το 1999 στην ίδια ζώνη ήταν ακόµη υψηλότερη από το προηγούµενο έτος (κατά 6,3%). Οι τιµές κάλυψης του γυµνού εδάφους το 1999 ήταν στατιστικά σηµαντικά διαφορετικές στις τέσσερις ζώνες µε υψηλότερη στον καλαµιώνα και χαµηλότερη στις παρυφές του καλαµιώνα. Το έτος 200 οι τιµές κάλυψης της βλάστησης και της ξηροφυλλάδας ακολούθησαν περίπου τις ίδιες τάσεις µε το έτος 1999 µε σηµαντικά υψηλότερες τιµές κάλυψης της βλάστησης στις δύο πρώτες ζώνες, ενδιάµεσες τιµές στις παρυφές του καλαµιώνα (µε στατιστικά σηµαντικές διαφορές από τις υπόλοιπες ζώνες) και χαµηλότερες στον καλαµιώνα (επίσης µε στατιστικά σηµαντικές διαφορές από τις υπόλοιπες ζώνες). Οι τιµές κάλυψης του γυµνού εδάφους το 2 δεν εµφάνισαν στατιστικά σηµαντικές διαφορές µεταξύ των τεσσάρων ζωνών. 112
123 Από τη σύγκριση µεταξύ των µαρτύρων µε το χειρισµό βόσκησης προέκυψε, ότι η κάλυψη της βλάστησης στους πρώτους ήταν στατιστικά σηµαντικά υψηλότερη σε σχέση µε τους δεύτερους κατά τη διάρκεια και των τεσσάρων ετών (Εικόνα ). Αντίθετα, εξαιτίας του ποδοπατήµατος η κάλυψη του γυµνού εδάφους ήταν στατιστικά σηµαντικά υψηλότερη στο χειρισµό βόσκησης από το 1997 ως το 2 (µε µηδενικές τιµές στους µάρτυρες τα έτη 1998, 1999 και 2). Η κάλυψη της ξηροφυλλάδας ήταν στατιστικά σηµαντικά υψηλότερη στις βοσκηµένες επιφάνειες µόνο το 1997 σε σχέση µε τις αβόσκητες επιφάνειες (µάρτυρες), ενώ το 1998 και το 2 παρατηρήθηκε το αντίθετο. Το 1999 δεν παρατηρήθηκαν στατιστικά σηµαντικές διαφορές µεταξύ των δύο επιπέδων βόσκησης. Τα αποτελέσµατα αυτά, που δεν φαίνεται να ακολουθούν κάποιο πρότυπο, οφείλονται πιθανότατα στο γεγονός, ότι µέσα στους κλωβούς (ειδικά των παρυφών και του αµιγούς καλαµιώνα) συσσωρεύονταν νεκρή ύλη (ιστάµενη και κατακείµενη) λόγω µη διαχείρισης της βλάστησης, ενώ στις βοσκηµένες επιφάνειες (και των τεσσάρων ζωνών) η συσσώρευση της ξηροφυλλάδας προκαλούνταν από το ποδοπάτηµα των βούβαλων. Κάλυψη (%) * * * * * * * * * * * Μ Β Μ Β Μ Β Μ Β Μ=Μάρτυρες (προστατευµένες επιφάνειες) Β=Βοσκόµενες επιφάνειες Βλάστηση Ξηροφυλλάδα Έδαφος/ λίθοι Εικόνα Μέσοι όροι κάλυψης (%) της βλάστησης, της ξηροφυλλάδας και του γυµνού εδάφους στους µάρτυρες και στο χειρισµό βόσκησης κατά τα έτη Οι αστερίσκοι (*) υποδηλώνουν στατιστικά σηµαντικές διαφορές µεταξύ των κατηγοριών κάλυψης στους δύο χειρισµούς σε κάθε έτος. 113
124 Συγκρίσεις σύνθεσης λειτουργικών οµάδων φυτών στο ξηρό ποολίβαδο (ζώνη 1) Η σύνθεση των λειτουργικών οµάδων φυτών στο µάρτυρα και τη βοσκηµένη επιφάνεια του ξηρού ποολίβαδου δεν διέφεραν στατιστικά σηµαντικά κατά τη διάρκεια των δύο πρώτων ετών του πειράµατος (Εικόνα ). Αξιοσηµείωτη πάντως ήταν η αύξηση των πολυετών αγρωστωδών το 1998 σε βάρος των ετήσιων αγρωστωδών, τα οποία εξαφανίστηκαν από τη βοσκηµένη επιφάνεια το 1999 και το 2. Η µείωση των ετήσιων αγρωστωδών αφορούσε κυρίως στα είδη Taeniatherum caput-medusae, Aegilops triuncialis και Dasypyrum villosum, τα οποία χαρακτηρίζονται ως ανεπιθύµητα ή λιγότερο επιθυµητά φυτά για τα βόσκοντα ζώα (Παπαναστάσης και Καραγιαννακίδου- Παπαδηµητρίου 1983). Κατά τη διάρκεια των δύο τελευταίων ετών, τα πολυετή πλατύφυλλα και στους δύο χειρισµούς βρέθηκαν αυξηµένα σχετικά µε τα έτη 1997 και 1998 και η συµµετοχή τους στη σύνθεση της βλάστησης ήταν στατιστικά υψηλότερη στη βοσκηµένη επιφάνεια σε σχέση µε τον µάρτυρα. Σύνθεση λειτουργικών οµάδων (%) * * * * * * Μ Β Μ Β Μ Β Μ Β Μ=Μάρτυρες Β=Βοσκόµενες επιφάνειες Ετήσια αγρωστώδη Πολυετή αγρωστώδη Ετήσια πλατύφυλλα Πολυετή πλατύφυλλα Εικόνα Μέσοι όροι σύνθεσης (%) οµάδων αγρωστωδών και πλατύφυλλων (ετήσια και πολυετή) στο ξηρό ποολίβαδο στο µάρτυρα (Μ) και το χειρισµό βόσκησης (Β) κατά τα έτη Οι αστερίσκοι (*) υποδηλώνουν στατιστικά σηµαντικές διαφορές µεταξύ των οµάδων στους δύο χειρισµούς σε κάθε έτος. 114
125 Συγκρίσεις σύνθεσης λειτουργικών οµάδων φυτών στις τρεις υγρές ζώνες βλάστησης (ζώνες 2, 3 και 4) Η σύνθεση των λειτουργικών οµάδων φυτών στις ζώνες 2, 3 και 4 περιελάµβανε δύο κατηγορίες: τα υγρολιβαδικά είδη φυτών, και τα υψηλά ελόφυτα (κυρίως καλάµι). Η ανάλυση της παραλλακτικότητας έδωσε στατιστικά σηµαντικές διαφορές µεταξύ των ζωνών για τη σύνθεση των δύο λειτουργικών οµάδων κατά τη διάρκεια και των τεσσάρων ετών (1997-2) (Πίνακες Π10-Π13 και Πίνακας ). Στατιστικά σηµαντικές διαφορές µεταξύ των επιπέδων βόσκησης (µηδενική βόσκηση στους µάρτυρες και βόσκηση από τους βούβαλους στις µη περιφραγµένες επιφάνειες) βρέθηκαν µόνο το έτος 2 (Πίνακες Π10-Π13 και Πίνακας ), ενώ η αλληλεπίδραση µεταξύ των ζωνών βλάστησης και των επιπέδων βόσκησης βρέθηκε στατιστικά σηµαντική τα έτη 1998 και 2 και για τις δύο οµάδες. Η συµµετοχή των λειτουργικών οµάδων φυτών στη σύνθεση της βλάστησης ανά ζώνη κατά τα έτη χαρακτηρίστηκε από το γεγονός, ότι οι τιµές σύνθεσης των υγρολιβαδικών ειδών ήταν πάντα στατιστικά σηµαντικά υψηλότερες στην περιοδικά πληµµυριζόµενη ζώνη, χαµηλότερες στις παρυφές του καλαµιώνα και ελάχιστες στον καλαµιώνα (Πίνακας ). Η συµµετοχή των υψηλών ελόφυτων στη σύνθεση ακολούθησε την ακριβώς αντίθετη τάση. Το σηµαντικότερο ίσως αποτέλεσµα ήταν η προοδευτική αύξηση των υγρολιβαδικών ειδών στις παρυφές του καλαµιώνα και στον καλαµιώνα και η ταυτόχρονη µείωση των υψηλών ελόφυτων στις δύο αυτές ζώνες. Πίνακας Μέσοι όροι σύνθεσης (%) (υγρολιβαδικών ειδών φυτών και υψηλών ελόφυτων) στις ζώνες Ζ2, Ζ3 και Ζ4 στα έτη Οι τιµές (κάθε οµάδας στο ίδιο έτος) της ίδιας σειράς που ακολουθούνται από το ίδιο γράµµα δε διαφέρουν στατιστικά σηµαντικά στο επίπεδο σηµαντικότητας 05. Λειτουργικές οµάδες Υγρολιβαδικά είδη Υψηλά ελόφυτα Έτη Z2 Z3 Z4 Z2 Z3 Z4 Z2 Z3 Z4 Z2 Z3 Z4 100a 57,3b 0c 97,0a 62,1b 8,2c 91,8a 64,0b 7,9c 97,7a 72,7b 26,3c 0c 42,7b 100a 3,0c 37,9b 91,8a 8,2c 36,0b 92,1a 2,3c 27,3b 73,7a 115
126 Όπως προαναφέρθηκε, οι τιµές σύνθεσης των δύο λειτουργικών οµάδων στον µάρτυρα και το χειρισµό βόσκησης διέφεραν στατιστικά σηµαντικά µόνο κατά το τέταρτο έτος του πειράµατος (Πίνακας ). Έτσι, ενώ η τιµή των υγρολιβαδικών ειδών στις βοσκόµενες επιφάνειες των ζωνών 2, 3 και 4 παρέµενε σχετικά σταθερή την περίοδο (µε τιµές από 49 έως 55% περίπου), το 2 η βόσκηση προκάλεσε σηµαντική αύξησή της σε σχέση µε το µάρτυρα. Κατά παρόµοιο τρόπο, τα τρία πρώτα έτη η τιµή σύνθεσης των υψηλών ελόφυτων στις βοσκόµενες επιφάνειες παρέµενε σχεδόν σταθερή και µε µη σηµαντικές διαφορές σε σχέση µε τους µάρτυρες, ενώ σηµαντική µείωσή της καταγράφηκε το τέταρτο έτος (κατά 28% περίπου σε σχέση µε την αντίστοιχη τιµή το 1999). Πίνακας Μέσοι όροι σύνθεσης (%) (υγρολιβαδικών ειδών φυτών και υψηλών ελόφυτων) στους µάρτυρες και τον χειρισµό βόσκησης στις ζώνες Ζ2, Ζ3 και Ζ4 κατά τα έτη Οι αστερίσκοι (*) υποδηλώνουν στατιστικά σηµαντικές διαφορές µεταξύ των τιµών της ίδιας οµάδας στο ίδιο έτος στο επίπεδο σηµαντικότητας 05. Λειτουργικές οµάδες Υγρολιβαδικά είδη Υψηλά ελόφυτα Έτη Μάρτυρας Βόσκηση Μάρτυρας Βόσκηση Μάρτυρας Βόσκηση Μάρτυρας Βόσκηση 51,5 53,4 56,7 54,8 59,9 49,1 53,8 77,3* 48,5 46,6 43,3 45, ,2* 22, Συνδυασµένες επιδράσεις χειρισµών (βόσκηση, κοπή, καύση) στις παρυφές του καλαµιώνα και τον καλαµιώνα (ζώνες 3 και 4 αντίστοιχα) Συγκρίσεις κατηγοριών κάλυψης σε άκαυτες επιφάνειες των παρυφών του καλαµιώνα και του καλαµιώνα (ζώνες 3 και 4) Η ανάλυση της παραλλακτικότητας έδωσε στατιστικά σηµαντικές διαφορές µεταξύ των ζωνών για τις τέσσερις κατηγορίες κάλυψης (υγρολιβαδικά, υψηλά ελόφυτα, ξηροφυλλάδα και γυµνό έδαφος) κατά τη διάρκεια και των τεσσάρων ετών (1997-2), µε µία εξαίρεση για την κάλυψη του γυµνού εδάφους το 1998 (Πίνακες Π14-Π17 και Εικόνα ). Στατιστικά σηµαντικές διαφορές βρέθηκαν επίσης µεταξύ των επιπέδων συγκοµιδής της βλάστησης (µάρτυρας, βόσκηση, θερινή κοπή) το 1997 µόνο για την κάλυψη της ξηροφυλλάδας και για όλες τις κατηγορίες κάλυψης τα 116
127 επόµενα έτη (1998-2) (Πίνακες Π14-Π17 και Εικόνα ). Σηµαντική αλληλεπίδραση µεταξύ των ζωνών βλάστησης (παρυφές καλαµιώνα και καλαµιώνας) και των τριών χειρισµών εµφανίστηκε για την κάλυψη των υγρολιβαδικών ειδών και του εδάφους τα έτη 1998, 1999 και 200 για τα υψηλά ελόφυτα µόνο το 2 και για την κάλυψη της ξηροφυλλάδας τα έτη 1997, 1998 και Στην εικόνα παρουσιάζονται οι τιµές κάλυψης των υγρολιβαδικών ειδών, των υψηλών ελόφυτων, της ξηροφυλλάδας και του γυµνού εδάφους στις παρυφές του καλαµιώνα και στον καλαµιώνα ξεχωριστά λαµβάνοντας υπόψη τα στοιχεία και από τους τρεις χειρισµούς (µάρτυρες, βόσκηση και θερινή κοπή). Οι παρυφές του καλαµιώνα είχαν στατιστικά σηµαντικά υψηλότερη κάλυψη υγρολιβαδικών ειδών κατά την τετραετή διάρκεια του πειράµατος σε σχέση µε τον καλαµιώνα. Κατά το ίδιο χρονικό διάστηµα, ο καλαµιώνας είχε στατιστικά σηµαντικά υψηλότερη κάλυψη υψηλών ελόφυτων, ξηροφυλλάδας και γυµνού εδάφους σε σχέση µε τις παρυφές (µε µια εξαίρεση όσον αφορά στη στατιστικά σηµαντική διαφορά το 1998 για την κάλυψη του εδάφους) * * * * * * * 60 Κάλυψη (%) * * * * * * * * 10 0 Z3 Z4 Z3 Z4 Z3 Z4 Z3 Z Ζ3=παρυφές καλαµιώνα Ζ4=καλαµιώνας Υγρολιβαδικά Υψηλά ελόφυτα Ξηροφυλλάδα Έδαφος Εικόνα Μέσοι όροι κάλυψης (%) των υγρολιβαδικών ειδών, των υψηλών ελόφυτων, της ξηροφυλλάδας και του γυµνού εδάφους στις παρυφές του καλαµιώνα και τον καλαµιώνα κατά τα έτη Οι αστερίσκοι (*) υποδηλώνουν στατιστικά σηµαντικές διαφορές µεταξύ των κατηγοριών κάλυψης κατά το ίδιο έτος. 117
128 Οι επιδράσεις των τριών χειρισµών (µάρτυρας, βόσκηση και θερινή κοπή) στην κάλυψη των τεσσάρων λειτουργικών οµάδων (υγρολιβαδικά είδη φυτών, υψηλά ελόφυτα, ξηροφυλλάδα και γυµνό έδαφος) στις παρυφές του καλαµιώνα και στον καλαµιώνα φαίνονται στην εικόνα Το 1997, η µόνη στατιστικά σηµαντική διαφορά αφορούσε στην κάλυψη της ξηροφυλλάδας, που βρέθηκε σηµαντικά υψηλότερη στον χειρισµό βόσκησης σε σχέση µε τους µάρτυρες και τον χειρισµό κοπής, πιθανότατα εξαιτίας του ποδοπατήµατος στο σύντοµο διάστηµα µεταξύ της εισαγωγής των βούβαλων και της διενέργειας της πρώτης δειγµατοληψίας. Η µη ύπαρξη διαφορών µεταξύ του µάρτυρα και του χειρισµού κοπής το 1997 οφείλεται στο χρόνο της δειγµατοληψίας, η οποία έγινε πριν πραγµατοποιηθεί κοπή για πρώτη φορά. Κάλυψη (%) c b b c b a b a b c a a b a c b b a a a b a b a b a b a a b b b a b a b b a a Μ Β Κ Μ Β Κ Μ Β Κ Μ Β Κ Μ=Μάρτυρες Β=Βόσκηση Κ=Κοπή Υγρολιβαδικά Υψηλά ελόφυτα Ξηροφυλλάδα Έδαφος Εικόνα Μέσοι όροι κάλυψης (%) λειτουργικών οµάδων φυτών, ξηροφυλλάδας και γυµνού εδάφους στους τρεις χειρισµούς στις παρυφές του καλαµιώνα και στον καλαµιώνα κατά τα έτη Τα διαφορετικά γράµµατα µέσα στις στήλες υποδηλώνουν στατιστικά σηµαντικές διαφορές µεταξύ των επιπέδων κάλυψης της ίδιας οµάδας κατά το ίδιο έτος. Στα επόµενα έτη βρέθηκαν στατιστικά σηµαντικές διαφορές σε όλες τις κατηγορίες κάλυψης. Τα υγρολιβαδικά είδη ευνοήθηκαν σαφώς από τη θερινή κοπή, καθώς οι τιµές κάλυψης αυτών ήταν σηµαντικά υψηλότερες σε σχέση µε τους δύο άλλους χειρισµούς από το 1998 ως και το 2. Όµως, κατά το ίδιο διάστηµα και η κάλυψη των υψηλών ελόφυτων διατηρούνταν σε στατιστικά σηµαντικά υψηλές τιµές στον χειρισµό κοπής. Η θερινή κοπή είναι βέβαιο πως επηρέασε αρνητικά και τη 118
129 συσσώρευση της ξηροφυλλάδας εξαιτίας της αποµάκρυνσης όλης της κοµµένης βιοµάζας από τους κλωβούς κοπής. Η κάλυψη του γυµνού εδάφους στον χειρισµό κοπής ήταν χαµηλή τα έτη 1999 και 200 ενώ η στατιστικά σηµαντικά υψηλή τιµή της το 1998 θα πρέπει να αποδοθεί στο ποδοπάτηµα του χειριστή του κοπτικού µηχανήµατος. Η βόσκηση ευνόησε τα υγρολιβαδικά είδη το 200 έτος κατά το οποίο η κάλυψη των υψηλών ελόφυτων ήταν σε αυτόν το χειρισµό στατιστικά σηµαντικά χαµηλότερη από τους άλλους δύο χειρισµούς. Οι τιµές κάλυψης της ξηροφυλλάδας στο χειρισµό βόσκησης από το 1998 ως το 2 ήταν στατιστικά σηµαντικά χαµηλότερες από τις αντίστοιχες στους µάρτυρες κατά την ίδια περίοδο. Τέλος, η βόσκηση προκάλεσε σταδιακή, και στατιστικά σηµαντική σε σχέση µε τους δύο άλλους χειρισµούς, αύξηση της κάλυψης του γυµνού εδάφους, ιδιαίτερα τα έτη 1999 και 2. Τέλος, παρατηρήθηκε πως από το 1998 ως το 200 οι τιµές κάλυψης των υγρολιβαδικών ειδών ήταν στατιστικά σηµαντικά χαµηλότερες στο µάρτυρα, ενώ παράλληλα οι τιµές κάλυψης της ξηροφυλλάδας ήταν στατιστικά σηµαντικά υψηλότερες σε αυτόν σε σχέση µε τους χειρισµούς βόσκησης και θερινής κοπής. Το 200 η κάλυψη των υψηλών ελόφυτων στο µάρτυρα ήταν στατιστικά σηµαντικά υψηλότερη από την αντίστοιχη στο χειρισµό βόσκησης, καταδεικνύοντας έτσι την αποτελεσµατικότητα της βόσκησης βούβαλων στον περιορισµό του καλαµιού Συγκρίσεις κατηγοριών κάλυψης σε καµένες και άκαυτες επιφάνειες των παρυφών του καλαµιώνα (ζώνη 3) Οι επιδράσεις της καύσης και των τριών χειρισµών (µάρτυρας, βόσκηση και θερινή κοπή) στην κάλυψη πέντε κατηγοριών (λιβαδικά είδη, υγρολιβαδικά, υψηλά ελόφυτα, ξηροφυλλάδα και γυµνό έδαφος) εξετάστηκαν σε καµένη και άκαυτη επιφάνεια των παρυφών του καλαµιώνα κατά τη διάρκεια των ετών και 2002 (Εικόνες 5.1.1, και ). Λιβαδικά είδη καταγράφηκαν µόνο το 2002 µε πολύ χαµηλές τιµές κάλυψης και η παρουσία τους στη ζώνη αυτή θα πρέπει να αποδοθεί κατά κύριο λόγο στις πολύ ξηρές συνθήκες που επικράτησαν κατά τη συγκεκριµένη περίοδο, αλλά και στην προσαρµοστικότητα ορισµένων ειδών, όπως η 119
130 Medicago lupulina (Κούκουρα προσωπική επικοινωνία). Η ανάλυση της παραλλακτικότητας έδωσε στατιστικά σηµαντικές διαφορές µεταξύ των επιπέδων καύσης για την κάλυψη των υγρολιβαδικών ειδών τα έτη 1997, 1998 και 2002, των υψηλών ελόφυτων τα έτη 1997 και 1998, της ξηροφυλλάδας µόνο το 1998 και του γυµνού εδάφους τα έτη 1997, 1999 και 2 (Πίνακες Π18-Π22 και Εικόνα ). Στατιστικά σηµαντικές διαφορές βρέθηκαν επίσης µεταξύ των επιπέδων συγκοµιδής της βλάστησης (µάρτυρας, βόσκηση, θερινή κοπή) τα έτη 1998 και 2 για την κάλυψη όλων των κατηγοριών (πλην ξηρολιβαδικών), το 1999 για την κάλυψη των υγρολιβαδικών ειδών, της ξηροφυλλάδας και του γυµνού εδάφους και το 2002 για την κάλυψη των υγρολιβαδικών ειδών, των υψηλών ελόφυτων και της ξηροφυλλάδας (Πίνακες Π18-Π22 και Εικόνα ). Σηµαντική αλληλεπίδραση µεταξύ των επιπέδων καύσης και των τριών χειρισµών εµφανίστηκαν σε τέσσερις περιπτώσεις και συγκεκριµένα: για την κάλυψη της ξηροφυλλάδας το 1998, του γυµνού εδάφους τα έτη 1999 και 2 και των υγρολιβαδικών ειδών το Κάλυψη (%) * * * * * * * * * Κ Α Κ Α Κ Α Κ Α Κ Α Κ=Καµένο Α=Άκαυτο Ξηρολιβαδικά είδη Υγρολιβαδικά Υψηλά ελόφυτα Ξηροφυλλάδα Έδαφος Εικόνα Μέσοι όροι κάλυψης (%) των ξηρολιβαδικών ειδών φυτών, των υγρολιβαδικών ειδών, των υψηλών ελόφυτων, της ξηροφυλλάδας και του γυµνού εδάφους σε δύο επίπεδα καύσης (επιφάνεια καµένη το χειµώνα και άκαυτη επιφάνεια) στις παρυφές του καλαµιώνα κατά τα έτη Οι αστερίσκοι (*) υποδηλώνουν στατιστικά σηµαντικές διαφορές µεταξύ των επιπέδων κάλυψης της ίδιας κατηγορίας κατά το ίδιο έτος. 120
131 Οι τιµές κάλυψης των κατηγοριών στα δύο επίπεδα καύσης (καµένο και άκαυτο) στις παρυφές του καλαµιώνα παρουσιάζονται στην εικόνα (λαµβάνοντας υπόψη στοιχεία από τους τρεις χειρισµούς σε κάθε επίπεδο καύσης). Τα στοιχεία του 1997 παρουσιάζουν την εικόνα της κατάστασης της βλάστησης κατά την εκκίνηση του πειράµατος, δηλαδή έξι µήνες µετά τη χειµερινή καύση στις παρυφές του καλαµιώνα. Φαίνεται ότι η καύση προκάλεσε µείωση των υψηλών ελόφυτων προς όφελος των υγρολιβαδικών ειδών, ενώ η κάλυψη του γυµνού εδάφους ήταν επίσης στατιστικά σηµαντικά υψηλότερη στην καµένη επιφάνεια. Σηµειώνεται ότι το 1997 η λειτουργική οµάδα των υγρολιβαδικών ειδών στην καµένη επιφάνεια αποτελούνταν από τα είδη Carex pseudocyperus, Mentha aquatica και Potentilla reptans, ενώ στην άκαυτη επιφάνεια υπήρχαν ακόµη οχτώ χαρακτηριστικά υγρολιβαδικά είδη (συνολικά έντεκα). Το 1998, οι τιµές κάλυψης των υψηλών ελόφυτων και των υγρολιβαδικών ειδών ακολούθησαν παρόµοιες τάσεις, ενώ η κάλυψη της ξηροφυλλάδας ήταν σηµαντικά υψηλότερη στην καµένη επιφάνεια (η αλληλεπίδραση µεταξύ επιπέδων καύσης και χειρισµών ήταν σηµαντική για την τελευταία τη συγκεκριµένη αυτή περίοδο). Το 1999 και το 200 η µόνη στατιστικά σηµαντική διαφορά µεταξύ των δύο επιπέδων καύσης αφορούσε στην κάλυψη του γυµνού εδάφους που βρέθηκε υψηλότερη στην καµένη επιφάνεια υποδεικνύοντας ίσως µια βραχυ-µεσοπρόθεσµη επίδραση της καύσης στη συµπίεση του επιφανειακού εδάφους (ευπάθεια του «καµένου» εδάφους στο ποδοπάτηµα των βοσκόντων ζώων και του χειριστή του κοπτικού µηχανήµατος στο χειρισµό κοπής). Επιπλέον, για τα δύο αυτά έτη βρέθηκε σηµαντική αλληλεπίδραση µεταξύ των επιπέδων καύσης και των χειρισµών για την κάλυψη του γυµνού εδάφους. Κατά τη διάρκεια των ίδιων ετών, δεν βρέθηκαν σηµαντικές διαφορές στις τιµές κάλυψης των υγρολιβαδικών ειδών, των υψηλών ελόφυτων και της ξηροφυλλάδας. Το αποτέλεσµα αυτό πιθανώς να υποδηλώνει ότι η βλάστηση σταδιακά οµογενοποιούνταν µεταξύ των δύο επιφανειών δυόµισι και τρεισήµισι έτη µετά την καύση αντίστοιχα. Η άποψη αυτή ενισχύεται και από τον σταδιακά αυξανόµενο αριθµό ειδών που συµµετείχαν στην κάλυψη των υγρολιβαδικών ειδών στην καµένη επιφάνεια. 121
132 Το 2002 οι τιµές κάλυψης των υγρολιβαδικών ειδών στα δυο επίπεδα καύσης των παρυφών του καλαµιώνα βρέθηκαν να έχουν στατιστικά σηµαντική διαφορά µε υψηλότερη τιµή στην καµένη επιφάνεια. Το αποτέλεσµα αυτό είναι σχετικά δύσκολο να αιτιολογηθεί µε δεδοµένη τη σηµαντική αλληλεπίδραση µεταξύ των επιπέδων καύσης και συγκοµιδής για την κάλυψη των υγρολιβαδικών ειδών την περίοδο αυτή. Στην εικόνα παρουσιάζονται οι τιµές κάλυψης των πέντε κατηγοριών στους τρεις χειρισµούς/ επίπεδα συγκοµιδής λαµβάνοντας υπόψη τα δεδοµένα από την καµένη και την άκαυτη επιφάνεια των παρυφών του καλαµιώνα. Το 1997, δεν υπήρξαν στατιστικά σηµαντικές διαφορές µεταξύ των χειρισµών. Το αποτέλεσµα αυτό ήταν αναµενόµενο διότι η δειγµατοληψία έλαβε χώρα λίγες εβδοµάδες µετά την εισαγωγή των βούβαλων στην πειραµατική περιοχή, ενώ ειδικά για τους χειρισµούς µάρτυρα και κοπής, η µη ύπαρξη διαφορών οφείλεται στο γεγονός ότι η πρώτη θερινή κοπή δεν είχε ακόµη πραγµατοποιηθεί c a b a a b b a b a a a b b c a a b b b a a c b b a Κάλυψη (%) a a b a a b a b c a b b a c a b 0 Μ Β Κ Μ Β Κ Μ Β Κ Μ Β Κ Μ Β Κ Μ=Μάρτυρες Β=Βόσκηση Κ=Κοπή Ξηρολιβαδικά είδη Υγρολιβαδικά Υψηλά ελόφυτα Ξηροφυλλάδα Έδαφος Εικόνα Μέσοι όροι κάλυψης (%) των ξηρολιβαδικών ειδών, των υγρολιβαδικών ειδών, των υψηλών ελόφυτων, της ξηροφυλλάδας και του γυµνού εδάφους στους τρεις χειρισµούς (σε δύο επίπεδα καύσης) στις παρυφές του καλαµιώνα κατά έτη Τα διαφορετικά γράµµατα µέσα στις στήλες υποδηλώνουν στατιστικά σηµαντικές διαφορές µεταξύ των επιπέδων κάλυψης της ίδιας κατηγορίας κατά το ίδιο έτος. 122
133 Το 1998, η βόσκηση προκάλεσε στατιστικά σηµαντική µείωση των υγρολιβαδικών ειδών, ενώ φαίνεται ότι δεν επηρέασε την κάλυψη των υψηλών ελόφυτων, η οποία ήταν στατιστικά σηµαντικά χαµηλότερη στο µάρτυρα συγκριτικά µε τους δύο άλλους χειρισµούς. Η βόσκηση προκάλεσε επίσης στατιστικά σηµαντική αύξηση της κάλυψης της ξηροφυλλάδας (σε σχέση µε τη θερινή κοπή) και του γυµνού εδάφους (σε σχέση µε την κοπή και το µάρτυρα). ύο έτη µετά την εισαγωγή της βόσκησης και µετά από δύο διαδοχικές θερινές κοπές (1999), η κάλυψη των υγρολιβαδικών ειδών ήταν στατιστικά σηµαντικά υψηλότερη στον χειρισµό κοπής συγκριτικά µε το µάρτυρα και το χειρισµό βόσκησης, µε στατιστικά χαµηλότερες τιµές στον τελευταίο. Οι τιµές κάλυψης των υψηλών ελόφυτων δε διέφεραν στατιστικά σηµαντικά στους τρεις χειρισµούς. Οι τιµές κάλυψης της ξηροφυλλάδας ήταν στατιστικά σηµαντικά υψηλότερες στο µάρτυρα και τον χειρισµό βόσκησης εξαιτίας της συσσώρευσης νεκρών καλαµιών και του ποδοπατήµατος των βούβαλων αντίστοιχα. Η χαµηλή τιµή κάλυψης των υγρολιβαδικών ειδών στο χειρισµό βόσκησης πιθανώς να οφείλεται (µερικώς) στη στατιστικά σηµαντική υψηλή τιµή κάλυψης του γυµνού εδάφους στο χειρισµό αυτό. Η κατάσταση άλλαξε το 200 ειδικά στο χειρισµό βόσκησης. Η κάλυψη των υγρολιβαδικών ειδών αυξήθηκε σε σχέση µε τα προηγούµενα έτη στον ίδιο χειρισµό, αλλά παρέµεινε στατιστικά σηµαντικά υψηλότερη στο χειρισµό κοπής. Οι τιµές κάλυψης των υψηλών ελόφυτων και της ξηροφυλλάδας ήταν στατιστικά σηµαντικά µειωµένες από τη βόσκηση, ενώ η κάλυψη του γυµνού εδάφους αυξήθηκε περαιτέρω σε σχέση µε το προηγούµενο έτος και συγκριτικά µε τους δύο άλλους χειρισµούς. Το 2002, η βόσκηση (και η χαµηλή στάθµη της λίµνης) συνέβαλαν στην αξιοσηµείωτη τιµή κάλυψης των υγρολιβαδικών ειδών (96,7%) και στις πολύ µικρές τιµές κάλυψης υψηλών ελόφυτων, ξηροφυλλάδας και γυµνού εδάφους. Για το χειρισµό κοπής το 2002 είναι σηµαντικό να τονιστεί ότι οι τιµές κάλυψης των υγρολιβαδικών ειδών και των υψηλών ελόφυτων ήταν σχεδόν ίσες µε τα προηγούµενα έτη, ενώ οι τιµές κάλυψης της ξηροφυλλάδας ήταν αυξηµένες λόγω διακοπής των κοπών από το
134 Επιδράσεις καύσης στον καλαµιώνα Η εξέλιξη των τιµών κάλυψης των λειτουργικών οµάδων σε κλωβούς τοποθετηµένους σε καµένη και σε άκαυτη επιφάνεια του καλαµιώνα (κλωβοί Κ40 και Κ15 αντίστοιχα στην εικόνα 5.1.1) παρουσιάζεται στην εικόνα Φαίνεται πως η καύση επέτρεψε την ανάπτυξη υγρολιβαδικών ειδών και προκάλεσε αυξηµένες τιµές κάλυψης γυµνού εδάφους µετά την εφαρµογή της (τον Ιανουάριο του 1998), ενώ στον άκαυτο καλαµιώνα υπήρχαν µόνο υψηλά ελόφυτα και ξηροφυλλάδα αποτελούµενη από ιστάµενους και κατακείµενους νεκρούς βλαστούς καλαµιού. Παρόλα αυτά, η κάλυψη των υψηλών ελόφυτων δεν διέφερε στατιστικά σηµαντικά µεταξύ των δύο επιπέδων καύσης, υποδεικνύοντας πιθανώς τις µη αρνητικές επιδράσεις της χειµερινής φωτιάς στην ανάπτυξη του καλαµιού κατά την επόµενη αυξητική περίοδο (Hawke and José 1996, Sinnassamy and Mauchamp 2). Η ξηροφυλλάδα που βρέθηκε στην καµένη επιφάνεια του καλαµιώνα αποτελούνταν από ηµιτελώς καµένους βλαστούς καλαµιών που παρέµειναν όρθιοι ή κατακείµενοι πάνω στο έδαφος µετά την καύση. Κάλυψη (%) * * * * * * * * * Κ Α Κ Α Κ Α Κ=Καµένη επιφάνεια Α=Άκαυτη επιφάνεια Υγρολιβαδικά Υψηλά ελόφυτα Ξηροφυλλάδα Έδαφος Εικόνα Μέσοι όροι κάλυψης (%) των υγρολιβαδικών ειδών, των υψηλών ελόφυτων, της ξηροφυλλάδας και του γυµνού εδάφους στην καµένη και άκαυτη επιφάνεια του καλαµιώνα κατά τα έτη Οι αστερίσκοι (*) υποδηλώνουν στατιστικά σηµαντικές διαφορές µεταξύ των τιµών κάλυψης της ίδιας κατηγορίας στο ίδιο έτος. 124
135 Το 1999, βρέθηκαν σηµαντικές διαφορές µεταξύ και των τεσσάρων κατηγοριών κάλυψης. Στην καµένη επιφάνεια του καλαµιώνα βρέθηκαν στατιστικά σηµαντικά υψηλότερες τιµές κάλυψης για τα υγρολιβαδικά είδη, τα υψηλά ελόφυτα και το γυµνό έδαφος, ενώ η κάλυψη της ξηροφυλλάδας ήταν σηµαντικά υψηλότερη στην άκαυτη επιφάνεια. Μέσα στην άκαυτη επιφάνεια, οι υψηλές τιµές κάλυψης της ξηροφυλλάδας µπορεί να προκάλεσαν τις αντίστοιχες (χαµηλές) τιµές κάλυψης υψηλών ελόφυτων, καθώς η συσσώρευση ξηροφυλλάδας και το περιοδικό πληµµύρισµα προκαλούν προβλήµατα οξυγόνωσης στο καλάµι (Clevering 1998). υόµισι χρόνια µετά την καύση (2), η καµένη επιφάνεια είχε στατιστικά σηµαντικά υψηλότερη κάλυψη υγρολιβαδικών ειδών, ενώ η κάλυψη της ξηροφυλλάδας ήταν και πάλι στατιστικά σηµαντικά υψηλότερη στην άκαυτη επιφάνεια. Το ίδιο έτος, οι δύο επιφάνειες είχαν σχεδόν ίσες τιµές κάλυψης υψηλών ελόφυτων και µηδενικές τιµές κάλυψης γυµνού εδάφους. Σηµειώνεται ότι αυξηµένη παρουσία υγρολιβαδικών ειδών σε καµένες επιφάνειες καλαµιώνων βρήκαν και οι Cowie et al. (1992) σε αντίστοιχη έρευνα που πραγµατοποίησαν σε υγρότοπο της Αγγλίας, ενώ η παρουσία των φυτών αυτών σε βάρος (µερικώς) του καλαµιού οφείλεται πιθανότατα στην ανταγωνιστική τους ικανότητα (Haslam 1971b). Τα αποτελέσµατα αυτά δικαιολογούν µερικώς τη χρήση της χειµερινής καύσης ως διαχειριστικό µέσο για τη δηµιουργία σχετικά ανοιχτών (και προσωρινών σε διάρκεια) επιφανειών µε υγρολιβαδικά είδη φυτών µέσα στους καλαµιώνες. Η πρακτική αυτή εφαρµόζεται συχνά σε πολλούς υγροτόπους, αλλά και από τους κατοίκους της περιοχής των Πρεσπών, µε στόχο τη βελτίωση των ποιοτικών χαρακτηριστικών της βλάστησης των καλαµιώνων για την αναπαραγωγή των φυτόφιλων ειδών ψαριών και τη διατροφή των βοσκόντων ζώων κατά τη διάρκεια των επόµενων περιόδων εναπόθεσης και βόσκησης αντίστοιχα. Η εφαρµογή της όµως θα πρέπει να γίνεται µε βάση κάποιο συγκεκριµένο διαχειριστικό σχέδιο για να µην καίγονται ανεξέλεγκτα µεγάλες εκτάσεις καλαµιώνων το χειµώνα και να µην εφαρµόζονται καύσεις σε ακατάλληλες για τον υγρότοπο εποχές, όπως την άνοιξη ή ακόµη και το καλοκαίρι, εποχές κατά τις οποίες πολλά είδη της άγριας πανίδας 125
136 αναπαράγονται ή βρίσκονται σε φάσεις του βιολογικού τους κύκλου, που δεν τους επιτρέπουν να µετακινηθούν σε περίπτωση πυρκαγιάς (π.χ. νεοσσοί πουλιών). 126
137 6.3. Μεταβολές της παραγωγής εντός των ζωνών Σταθεροί κλωβοί Τα αποτελέσµατα των µετρήσεων λιβαδικής παραγωγής ανά µήνα παρουσιάζονται στους πίνακες Για το ξηρό ποολίβαδο (ζώνη 1), φαίνεται ότι ο Μάιος ήταν ο παραγωγικότερος µήνας και στα τρία έτη (Πίνακας ). Η ιδιαίτερα υψηλή τιµή που καταγράφηκε το Μάιο του 1997 στο ξηρό ποολίβαδο οφείλεται κατά µεγάλο µέρος στο γεγονός της µη δειγµατοληψίας τον προηγούµενο µήνα του ίδιου έτους, γεγονός που πρακτικά σηµαίνει ότι η υπέργεια βιοµάζα που συλλέχθηκε το Μάιο του 1997 περιείχε και υπέργεια πρωτογενή παραγωγή του µηνός Απριλίου. Αξιοσηµείωτο είναι και το γεγονός της µηδενικής παραγωγής τον Ιούνιο του 1997, γεγονός που πιθανότατα οφείλεται στην ανοµβρία που παρατηρήθηκε κατά τη διάρκεια του µήνα αυτού. Από το διαχωρισµό της υπέργειας µηνιαίας βιοµάζας σε ζωντανή και ξηρή ύλη κατά το 1997 προκύπτει, ότι η ζωντανή ύλη αποτελούσε το µεγαλύτερο µέρος της συνολικής υπέργειας βιοµάζας σε ποσοστό που κυµαίνονταν από 100% τους µήνες Ιούλιο, Σεπτέµβριο και Οκτώβριο έως 96,7% και 93,8% του µήνες Μάιο και Νοέµβριο αντίστοιχα, µε µία εξαίρεση τον Αύγουστο µε τιµή 45,2%. Για τον Αύγουστο του 1997, εντυπωσιακό είναι και το γεγονός της ιδιαίτερα υψηλής ποσότητας της ξηρής ύλης, καθώς προήλθε (όπως και όλα τα υπόλοιπα δείγµατα) από επιφάνειες στις οποίες η υπέργεια βλάστηση είχε συγκοµιστεί την τελευταία µέρα του Ιουλίου. ηλαδή, το µεγαλύτερο τµήµα της µηνιαίας παραγωγής του Αυγούστου (54,8% επί του συνόλου) αναπτύχθηκε και νεκρώθηκε µέσα σε 30 µέρες. Τα επόµενα δύο έτη (1998 και 1999), η µεταβολή των τιµών υπέργειας βιοµάζας ακολούθησε παρόµοιες τάσεις µε µέγιστα το Μάιο και δεύτερα µέγιστα το Σεπτέµβριο. Αξίζει να σηµειωθεί, ότι τον Απρίλιο των δύο αυτών ετών, παρότι δεν έγινε συστηµατικός διαχωρισµός σε ζωντανή και ξηρή ύλη, η συγκοµιζόµενη βιοµάζα αποτελούνταν αποκλειστικά από ζωντανή ύλη. Το αποτέλεσµα αυτό οφείλεται στην τοποθέτηση των σταθερών κλωβών κάθε χρόνο σε διαφορετικό τµήµα του ποολίβαδου, το οποίο όµως είχε βοσκηθεί κατά την προηγούµενη περίοδο βόσκησης µε αποτέλεσµα να µην υπάρχει συσσωρευµένη ξηρή ύλη στις επιφάνειες δειγµατοληψίας. Το ίδιο παρατηρήθηκε και στις εαρινές (τέλη Μαΐου 1998 και 1999) εποχιακές δειγµατοληψίες στο ξηρό ποολίβαδο (Εικόνα ). 127
138 Στις υγρές φυτοκοινότητες (ζώνες 2, 3 και 4) τα µέγιστα της λιβαδικής παραγωγής παρατηρήθηκαν τους µήνες Απρίλιο Ιούνιο, παράµετρος που επηρεάστηκε και από το καθεστώς πληµµυρίσµατος (και πιο συγκεκριµένα από το ρυθµό καθόδου της στάθµης της λίµνης µετά τις µέγιστες τιµές αυτής, που καταγράφηκαν στα τέλη της άνοιξης µε αρχές του καλοκαιριού τα έτη , Εικόνα 4.4.2), καθώς το τελευταίο καθόριζε τη διαθεσιµότητα της συγκοµιζόµενης υπερυδατικής βιοµάζας (Πίνακες , , ). Για παράδειγµα, στη ζώνη 2, ενώ η µηνιαία υπέργεια/ υπερυδατική βιοµάζα το 1998 και 1999 κυµάνθηκε στα ίδια περίπου επίπεδα, η µόνη αξιοσηµείωτη διαφορά παρατηρήθηκε τον Απρίλιο του 1999 και οφείλονταν στην κατά 40 εκ. περίπου υψηλότερη στάθµη της λίµνης (µέση µηνιαία τιµή στάθµης) σε σχέση µε τον ίδιο µήνα το Τέλος, κατά τη διάρκεια των δειγµατοληψιών στα τέλη Απριλίου του 1999, οι ζώνες 2, 3 και 4 ήταν πληµµυρισµένες µε βάθος νερού από 25 ως 140 εκ., γεγονός που προκάλεσε τις χαµηλές τιµές παραγωγής στις ζώνες 2 και 4 και τη µηδενική τιµή στη ζώνη 3. Στις παρυφές του καλαµιώνα, οι µέγιστες τιµές της µηνιαίας υπέργειας/ υπερυδατικής παραγωγής καταγράφηκαν τους µήνες Μάιο, Απρίλιο και Ιούνιο των ετών 1997, 1998 και 1999 αντίστοιχα (χωρίς όµως να υπάρχει τιµή για τον Απρίλιο του 1997). Σηµειώνεται, ότι και σε αυτήν την περίπτωση, η συγκοµιζόµενη βιοµάζα αποτελούνταν κατά κύριο λόγο από ζωντανή ύλη. Συγκρίνοντας τα στοιχεία της παρούσας έρευνας (εξαιρώντας τη µηδενική λόγω πληµµύρας τιµή του Απριλίου του 1999) για τη ζώνη αυτή µε τα στοιχεία των Mesléard and Perennou (1996) για διάφορες υγρές φυτοκοινότητες της περιοχής Camargue της Γαλλίας (που είναι σχετικά οµοιόµορφες µε τις παρυφές του καλαµιώνα στη λίµνη Μικρή Πρέσπα) προκύπτει, ότι η µηνιαία παραγωγή των παρυφών του καλαµιώνα στη λίµνη Μικρή Πρέσπα είναι πολύ πιο υψηλή από τους καλαµιώνες, τις διαπλάσεις του Scirpus maritimus και τις διαπλάσεις µε Paspalum paspalodes και P. distichum στην Camargue. Στον καλαµιώνα, η σηµαντικότερη ίσως παρατήρηση αφορά στην πολύ υψηλή ποσότητα νεκρής ύλης (περίπου 81% του συνόλου) που συγκοµίστηκε το Μάιο του 1997 και αποτελούνταν από ιστάµενα νεκρά στελέχη καλαµιού παρελθόντων αυξητικών περιόδων, τα οποία προφανώς δεν καταστράφηκαν από το χειµερινό σχηµατισµό πάγου ή τις χιονοπτώσεις. Η ποσότητα της ζωντανής ύλης «αγρωστωδών» (Phragmites 128
139 Πίνακας Μέσοι όροι µηνιαίας παραγωγής υπέργειας βιοµάζας (σε χλγ./ εκτάριο) µε τα τυπικά τους σφάλµατα στο ξηρό ποολίβαδο κατά τα έτη Έτος Κατηγορία Απρίλιος Μάιος Ιούνιος Ιούλιος Αύγουστος Σεπτέµβριος Οκτώβριος Νοέµβριος Αγρωστώδη , ,0 32,4 Ψυχανθή , Πλατύφυλλες πόες ,5 291,1 188,3 0 8, Ανεπιθύµητα είδη - 147, Ξηροφυλλάδα - 99, , ,7 Σύνολο , ,5 644,6 188,3 55,0 43, Σύνολο 1999 Σύνολο 1038,7 ± 78,5 1077,3 ± 46,3 ± 246,2 1311,1 ± 87,6 2447,0 ± 106,7 741,9 ± ,8 ± 45,1 ± 24,7 141,3 ± 14,4 461 ± 33,3 ± 122,4 184,4 ± ,1 ± 29,9 ± 24,0 357,4 ± 62,3 475,3 ± 45 ± 17,3 165,2 ± 19,6 118,5 ± 14,1 ± 2,4 65 ± 15,5 0 Πίνακας Μέσοι όροι µηνιαίας υπέργειας/ υπερυδατικής βιοµάζας (σε χλγ./ εκτάριο) µε τα τυπικά τους σφάλµατα στην περιοδικά πληµµυριζόµενη ζώνη κατά τα έτη (η έντονη σκίαση υποδηλώνει πληµµύρισµα της επιφάνειας όλο το µήνα συνεπώς οι τιµές αφορούν υπερυδατική παραγωγή και η λιγότερο έντονη σκίαση το πρώτο 15ήµερο,). Έτος Κατηγορία Απρίλιος Μάιος Ιούνιος Ιούλιος * Αύγουστος Σεπτέµβριος Οκτώβριος Νοέµβριος Αγρωστώδη , ,5 217,9 258,8 19,6 53,0 Ψυχανθή ,8 1595,4 145, Πλατύφυλλες πόες ,2 128,8 313,0 18,5 34, Ανεπιθύµητα είδη - 833,1 102,4 165,3 18,6 76,2 3,3 12,6 Ξηροφυλλάδα - 198,0 62,2 1029,0 602,8 333,7 0 35,6 Σύνολο , ,2 968,2 981,7 41,3 135,6 ± 726 ± 91,2 ± 358,9 ± 146, Σύνολο 1196,2 1035,3 1208,7 988,2 1046,7 ± 266,4 ± 147,9 ± 147,6 ± 70 ± 109, Σύνολο 207,4 1284,4 1306,0 1145,6 - ± 31,9 ± 106,9 ± 95,9 ± 222 * Τον Ιούλιο του 1999 δεν έγινε δειγµατοληψία λόγω µερικής καταστροφής του κλωβού. 129 ± 126,9 501,1 ± 38,8 467,9 ± 55,3 ± 4,8 259,4 ± 36,1 185,8 ± 27,9 ± 19,3 104,6 ± 14,8 86,4 ± 9,7
140 Πίνακας Μέσοι όροι µηνιαίας υπέργειας/ υπερυδατικής βιοµάζας βιοµάζας (σε χλγ./ εκτάριο) µε τα τυπικά τους σφάλµατα στις παρυφές του καλαµιώνα κατά τα έτη (η έντονη σκίαση υποδηλώνει πληµµύρισµα της επιφάνειας όλο το µήνα συνεπώς οι τιµές αφορούν υπερυδατική παραγωγή και η λιγότερο έντονη σκίαση το πρώτο 15ήµερο). Έτος Κατηγορία Απρίλιος Μάιος Ιούνιος Ιούλιος Αύγουστος Σεπτέµβριος Οκτώβριος Νοέµβριος Αγρωστώδη ,0 1562,7 534,2 258,0 168,7 53,2 17,5 Ψυχανθή Πλατύφυλλες πόες ,0 64,9 17,9 1, Ανεπιθύµητα είδη ,7 133,5 31, Ξηροφυλλάδα - 953, ,7 8,8 0 0 Σύνολο ,1 1732,4 1903,9 831,2 195,5 54,3 17, Σύνολο 2067 ± 167, Σύνολο 0 ± 339, ± 99,7 1079,8 ± 202 ± 142,9 1201,5 ± ,9 ± 191,1 ± 205,6 568,7 ± 57,1 1597,7 ± 147,5 ± 109,1 529,0 ± 75,2 1303,3 ± 136,2 ± 23,3 278,5 ± 41,3 474,9 ± 59,1 ± 9 147,4 ± 29,9 228,7 ± 5,8 ± 2 85,5 ± 12,9 33,7 ± 8,8 Πίνακας Μέσοι όροι µηνιαίας υπέργειας/ υπερυδατικής βιοµάζας βιοµάζας (σε χλγ./ εκτάριο) µε τα τυπικά τους σφάλµατα στον καλαµιώνα κατά τα έτη (η σκίαση υποδηλώνει πληµµύρισµα της επιφάνειας όλο το µήνα, συνεπώς οι τιµές αφορούν υπερυδατική παραγωγή). Έτος Κατηγορία Απρίλιος Μάιος Ιούνιος Ιούλιος Αύγουστος Σεπτέµβριος Οκτώβριος Νοέµβριος Αγρωστώδη ,3 732,4 257,7 57,1 15,2 0 7 Ψυχανθή Πλατύφυλλες πόες , Ανεπιθύµητα είδη , Ξηροφυλλάδα , Σύνολο ,7 732,4 262,5 57,1 15,2 7 0 ± 3644 ± 28,9 ± 91,9 ± 18,9 ± 2,9 ± Σύνολο 545, ,5 496,8 299,9 63, , Σύνολο ± 333,5 375,5 ± 174,5 ± 147,3 2061,1 ± 623,6 ± 216,1 2016,1 ± 268,9 130 ± 46,4 1839,9 ± 242 ± 39,4 1357,7 ± 317,9 ± 12,7 226 ± 39,9 ± 9,1 41,1 ± 19,1 ± 8 0 ± 0
141 australis και Carex peudocyperus) που συλλέχθηκε στον καλαµιώνα, τόσο τους υπόλοιπους µήνες του 1997, όσο και κατά τη διάρκεια των µηνών των επόµενων δύο ετών (µε τη νεκρή ιστάµενη ύλη να είναι ελάχιστη ή µηδενική), παρουσίασε έντονες διακυµάνσεις και παρέµεινε σε επίπεδα περίπου ίσα και χαµηλότερα των 2 χλγ. ανά εκτάριο (Πίνακας ). Οι τιµές αυτές είναι δύσκολο να συγκριθούν µε τα αποτελέσµατα άλλων παρόµοιων ερευνών, καθώς οι περισσότερες αναφέρονται σε µετρήσεις υπέργειας πρωτογενούς παραγωγής των καλαµιώνων µία φορά στα τέλη του καλοκαιριού όταν έχει επιτευχθεί η µέγιστη ανάπτυξη των καλαµιών (Björk 1967, Andersen 1976, Graneli 1984, 1990). Επίσης, πρέπει να σηµειωθεί ότι κόβοντας τα φυτά στα τέλη Απριλίου ή Μαΐου για πρώτη φορά, ανακόπτονταν η περαιτέρω ανάπτυξή τους (ειδικά του καλαµιού) και η βιοµάζα που συλλέγονταν τους επόµενους µήνες προέρχονταν είτε από αναβλάστηση κοµµένων κατά τον προηγούµενο µήνα φυτών, είτε από φυτά που αναδύονταν για πρώτη φορά από το νερό και δεν είχαν κοπεί νωρίτερα (τα ίδια ισχύουν και για τις εποχιακές κοπές). Παρόλα αυτά, συγκρίνοντας και πάλι τα στοιχεία της παρούσας έρευνας µε αυτά των Mesléard and Perennou (1996) φαίνεται ότι οι καλαµιώνες της λίµνης Μικρή Πρέσπα είναι παραγωγικότεροι (ανά µήνα) σε σχέση µε τους καλαµιώνες της Camargue. Αντίθετα, η µηνιαία παραγωγή του Μαΐου στους καλαµιώνες της Μικρής Πρέσπας φαίνεται πολύ χαµηλότερη σε σύγκριση µε τους καλαµιώνες της σουηδικής λίµνης Krankesjön, στους οποίους η αντίστοιχη τιµή είναι περίπου επταπλάσια ως δεκαπλάσια (Ihse and Graneli 1985). Όσον αφορά τη συµµετοχή των λειτουργικών οµάδων στην παραγωγή της υπέργειας βιοµάζας το 1997, παρατηρούµε ότι στο ποολίβαδο και την περιοδικά πληµµυριζόµενη ζώνη υπήρχαν όλες οι οµάδες φυτών (αγρωστώδη, ψυχανθή, άλλα εδώδιµα είδη και ανεπιθύµητα είδη). Στο ποολίβαδο, τα αγρωστώδη και τα ψυχανθή το µήνα Μάιο συµµετείχαν κατά 83,3% στη συνολική παραγωγή, όµως κατά τους θερινούς µήνες (εκτός Ιουνίου) και το Σεπτέµβριο επικράτησαν οι πλατύφυλλες πόες και µόνο τον Οκτώβριο και Νοέµβριο παρατηρήθηκε µικρή ανάπτυξη αγρωστωδών (Πίνακας ). Στην περιοδικά πληµµυριζόµενη ζώνη, τα αγρωστώδη (π.χ. Agrostis stonifera) και αγρωστοειδή (Scirpus lacustris, Juncus inflexus, Carex pseudocyperus) συµµετείχαν στη συνολική µηνιαία παραγωγή κάθε µήνα µε µέγιστο το Μάιο (Πίνακας ). Στην ίδια ζώνη, τα ψυχανθή (µε κυριότερο είδος το Trifolium repens) εµφανίστηκαν µόνο 131
142 κατά τη διάρκεια των µηνών Μαΐου, Ιουνίου και Ιουλίου και στη συνέχεια εξαφανίστηκαν, ενώ οι πλατύφυλλες πόες (µε κυριότερο είδος το Ranunculus repens) που δεν υπήρχαν τους δύο πρώτους µήνες συνέχιζαν να αναπτύσσονται ως το Νοέµβριο. Στις παρυφές του καλαµιώνα και στον καλαµιώνα δεν υπήρχαν ψυχανθή (Πίνακες και ), ενώ στον καλαµιώνα υπήρχαν µόνο αγρωστώδη, αγρωστοειδή (Phragmites australis και Carex pseudocyperus αντίστοιχα) και νεκρή ύλη. Τα ανεπιθύµητα είδη ήταν κατά κύριο λόγο τα Mentha longifolia και Centaurea calcitrapa στη ζώνη 1, και τα Mentha aquatica, Cirsium palustre και Lythrum salicaria στις ζώνες 2, 3 και 4, µε το τελευταίο να περιορίζεται στα χαµηλότερα σηµεία της περιοχής. Είδη φυτών τα οποία είναι λιγότερο εύγευστα, όπως τα Typha angustifolia και Iris pseudacorus, που βρέθηκαν κυρίως στον καλαµιώνα, δεν περιλήφθηκαν στα ανεπιθύµητα διότι καταναλώνονταν από τους βούβαλους κατά τη διάρκεια ορισµένων εποχών. Για παράδειγµα, το είδος Typha angustifolia βόσκονταν νωρίς την άνοιξη και στα τέλη του φθινοπώρου, όταν µειώνονται οι συγκεντρώσεις τερπενίων στους ιστούς (Mesléard and Perennou 1996) ενώ το είδος Iris pseudacorus νωρίς την άνοιξη (πριν την ανθοφορία). Στις εικόνες φαίνονται οι καµπύλες αύξησης της βιοµάζας ανά µήνα για τις τέσσερις ζώνες βλάστησης µε στοιχεία των ετών 1997, 1998 και Από τα 8 µαθηµατικά µοντέλα παλινδρόµησης που ελέγχθηκαν, το εκθετικό µοντέλο καθώς και το πολυωνυµικό τρίτου βαθµού παρουσίασαν στατιστικώς σηµαντική προσαρµογή µε υψηλό συντελεστή προσδιορισµού (R 2 ) (Πίνακας ). Συγκεκριµένα, την καλύτερη προσαρµογή στα δεδοµένα υπέργειας βιοµάζας για τις ζώνες 1 και 3 παρουσίασε το τρίτου βαθµού πολυωνυµικό (R 2 =45739***, P<001 για τη ζώνη 1 και R 2 =49283***, P<001 για τη ζώνη 3) και για τις ζώνες 2 και 4 το εκθετικό µοντέλο (R 2 =44338***, P<001 για τη ζώνη 2 και R 2 =23163***, P<001 για τη ζώνη 4). Για λόγους σύγκρισης της µηνιαίας µεταβολής της υπέργειας βιοµάζας των τεσσάρων ζωνών επελέγη η χρήση του εκθετικού µοντέλου (Εικόνες ), καθώς τα πολυωνυµικά µοντέλα υστερούν σε βιολογικό υπόβαθρο έναντι των εκθετικών (Βραχνάκης 2). Παρόλα αυτά, τα τριτοβάθµια µοντέλα στις περιπτώσεις των ζωνών 1 και 3 διατηρούν την προγνωστική τους αξία και ενδείκνυνται για τέτοια χρήση (Εικόνες και ). 132
143 Βιοµάζα (χλγ/ εκτάριο) y = 1806,8e -6048x R 2 = 1267*** Βιοµάζα (χλγ/ εκτάριο) y = 3056,8e -3639x R 2 = 4436*** Μήνες (1=Απρίλιος,..., 8=Νοέµβριος) Μήνες (1=Απρίλιος,..., 8=Νοέµβριος) Εικόνα Προσαρµογή του εκθετικού µοντέλου στα µηνιαία δεδοµένα µεταβολής της υπέργειας βιοµάζας στο ξηρό ποολίβαδο (n=138) Εικόνα Προσαρµογή του εκθετικού µοντέλου στα µηνιαία δεδοµένα µεταβολής της υπέργειας βιοµάζας στην περιοδικά πληµµυριζόµενη ζώνη (n=132). Βιοµάζα (χλγ/ εκτάριο) y = 423,04e -1071x R 2 = 0062NS Βιοµάζα (χλγ/ εκτάριο) y = 5775,1e -1,1602x R 2 = 2314*** Μήνες (1=Απρίλιος,..., 8=Νοέµβριος) Μήνες (1=Απρίλιος,..., 8=Νοέµβριος) Εικόνα Προσαρµογή του εκθετικού µοντέλου στα µηνιαία δεδοµένα µεταβολής της υπέργειας βιοµάζας στις παρυφές του καλαµιώνα (n=138). 133 Εικόνα Προσαρµογή του εκθετικού µοντέλου στα µηνιαία δεδοµένα µεταβολής της υπέργειας βιοµάζας στον καλαµιώνα (n=124).
144 Πίνακας Συντελεστές προσδιορισµού (R 2 ) και πιθανότητες καλής προσαρµογής (P) (σε παρένθεση) των 8 µαθηµατικών µοντέλων προσαρµογής στα δεδοµένα µεταβολής της υπέργειας βιοµάζας σε σχέση µε τους µήνες για τις τέσσερις ζώνες βλάστησης και για τις αυξητικές περιόδους Ζώνη βλάστησης Ζώνη 1 (n=138) Ζώνη 2 (n=132) Ζώνη 3 (n=138) Ζώνη 4 (n=124) Γραµµικό Λογαριθµικό Αντίστροφο 41250*** (<001) 24508*** (<001) 39008*** (<001) 09768*** (4) 41828*** (<001) 15744*** (<001) 27530*** (<001) 07282** (0024) 30120*** (<001) 05344** (0077) 12567*** (<001) 02807NS (0629) Πολυωνυµικό β τάξης 45364*** (<001) 27582*** (<001) 41926*** (<001) 09771** (0020) Πολυωνυµικό γ τάξης 45739*** (<001) 34699*** (<001) 49283*** (<001) 14214*** (4) Εκθετικής δύναµης 11070*** (1) 24626*** (<001) 01149NS (2107) 08271*** (0012) Τύπου S 08746*** (4) 07591*** (0014) 09496*** (2) 00442NS (4634) Εκθετικό 12671*** (<001) 44338*** (<001) 00617NS (3598) 23163*** (<001) Βιοµάζα (χλγ/ εκτάριο) y = 5,562x x 2-249,26x ,2 R 2 = 4574*** Βιοµάζα (χλγ/ εκτάριο) y = 29,702x 3-442,45x ,2x - 97,832 R 2 = 4928*** Μήνες (1=Απρίλιος,..., 8=Νοέµβριος) Μήνες (1=Απρίλιος,..., 8=Νοέµβριος) Εικόνα Προσαρµογή του πολυωνυµικού µοντέλου γ βαθµού στα µηνιαία δεδοµένα µεταβολής της υπέργειας βιοµάζας στο ξηρό ποολίβαδο (n=138) Εικόνα Προσαρµογή του πολυωνυµικού µοντέλου γ βαθµού στα µηνιαία δεδοµένα µεταβολής της υπέργειας βιοµάζας στις παρυφές του καλαµιώνα (n=138) 134
145 Η εκθετική σχέση της µηνιαίας µεταβολής των δεδοµένων υπέργειας βιοµάζας ερµηνεύει το 12,67%, 44,36%, 62%, και 23,14% της συνολικής διακύµανσης για τις ζώνες 1, 2, 3, και 4 αντίστοιχα. Το υπόλοιπο τµήµα της διακύµανσης των τιµών (87,33%, 55,66%, 99,38%, και 76,84% αντίστοιχα) ερµηνεύονται από άλλους παράγοντες εκτός του µήνα (ο οποίος σχετίζεται µε σηµαντικούς παράγοντες, όπως η θερµοκρασία, οι βροχοπτώσεις και η ηλιακή ακτινοβολία Παπαναστάσης 1982, Κούκουρα 1984). Τέτοιοι παράγοντες µπορεί να σχετίζονται µε τη µεταβολή του ισοζυγίου των θρεπτικών του εδάφους, που πιθανόν να επηρεάζονται από την περιοδική ή µη κατάκλυση του εδάφους από το νερό, και µε την αντίδραση των φυτών στη βόσκηση (καθώς, όπως προαναφέρθηκε, οι δειγµατοληπτικές επιφάνειες µετακινούνταν ανά έτος). Τα αποτελέσµατα των µετρήσεων λιβαδικής παραγωγής ανά εποχή παρουσιάζονται στις εικόνες Για το ξηρό ποολίβαδο, η άνοιξη ήταν η παραγωγικότερη εποχή µε σταδιακή µείωση στη συνέχεια προς το χειµώνα (Εικόνα ). Η συµµετοχή των ψυχανθών στην εαρινή παραγωγή του ξηρού ποολίβαδου ήταν υψηλή κατά τη διάρκεια της άνοιξης και στα τρία έτη (αν και µε έντονες διαφορές µεταξύ του 1998 και του 1999), ενώ µηδενίζονταν κατά τη διάρκεια των επόµενων εποχών (Εικόνα ). Η έλλειψή τους για τα βόσκοντα ζώα στο ξηρό ποολίβαδο κατά τις θερινές περιόδους είναι πιθανό πως αναπληρώνονταν µερικώς από την ύπαρξή τους στην περιοδικά πληµµυριζόµενη ζώνη (Εικόνα ). Στο ξηρό ποολίβαδο, υπήρχαν αγρωστώδη όλες τις εποχές πλην του θέρους του 1997, ενώ πλατύφυλλες πόες υπήρχαν κάθε εποχή πλην των χειµερινών και στα τρία έτη (Εικόνα ). Όπως αναφέρθηκε στη συζήτηση για τη µηνιαία παραγωγή των ζωνών 2, 3 και 4, το καθεστώς διακύµανσης της στάθµης της λίµνης καθόρισε και τη διαθέσιµη εποχιακή υπερυδατική βιοµάζα κατά τη διάρκεια της άνοιξης και του καλοκαιριού. Η εαρινή παραγωγή της περιοδικά πληµµυριζόµενης ζώνης φαίνεται πως ήταν εξαιρετικά υψηλότερη το 1997 σε σχέση µε τα δυο επόµενα έτη (Εικόνα ). Το γεγονός αυτό ίσως υποδεικνύει επίδραση του ποδοπατήµατος των βούβαλων στη ζώνη αυτή, καθώς οι κλωβοί επανατοποθετούνταν σε βοσκηµένα κατά τα προηγούµενα έτη σηµεία της ίδιας ζώνης. Το ίδιο φαινόµενο δεν παρατηρήθηκε στις δυο χαµηλότερες υγρές φυτοκοινότητες (παρυφές καλαµιώνα και καλαµιώνας Εικόνες και ). 135
146 Στις τρεις πρώτες ζώνες βλάστησης (και σε µικρότερο βαθµό στον καλαµιώνα), η βοσκήσιµη ύλη κατά τη διάρκεια του φθινοπώρου και του χειµώνα αποτελούνταν κυρίως από αγρωστώδη (Εικόνες ) Παραγωγή (χλγ/εκτάριο) Άνοιξη 97 Καλοκ. 97 Φθιν. 97 Χειµ Άνοιξη 98 Καλοκ. 98 Φθιν. 98 Χειµ Άνοιξη 99 Καλοκ. 99 Φθιν. 99 Χειµ Αγρωστώδη Ψυχανθή Πλατύφυλλες πόες Ανεπιθύµητα είδη Ξηροφυλλάδα Εικόνα Εποχιακή παραγωγή υπέργειας βιοµάζας (σε χλγ./ εκτάριο) στο ξηρό ποολίβαδο για τρία συνεχόµενα έτη (1997-2). Το καλοκαίρι ήταν η παραγωγικότερη εποχή για τις παρυφές του καλαµιώνα και στα τρία έτη και ο κύριος όγκος της παραγωγής αποτελούνταν από τα χαρακτηριστικά αγρωστοειδή και αγρωστώδη φυτά της ζώνης αυτής, δηλαδή τα Carex pseudocyperus και Phragmites australis (Εικόνα ). Το πρώτο είδος συλλέγονταν και κατά τη διάρκεια του φθινοπώρου και του χειµώνα και αποτελούσε ένα από τα σηµαντικότερα είδη στη δίαιτα των βούβαλων, καθώς παρέµενε πράσινο κατά τη διάρκεια όλου του έτους. 136
147 Παραγωγή (χλγ/εκτάριο) Άνοιξη 97 Καλοκ. 97 Φθιν. 97 Χειµ Άνοιξη 98 Καλοκ. 98 Φθιν. 98 Χειµ Άνοιξη 99 Καλοκ. 99 Φθιν. 99 Χειµ Αγρωστώδη Ψυχανθή Πλατύφυλλες πόες Ανεπιθύµητα είδη Ξηροφυλλάδα Εικόνα Εποχιακή παραγωγή υπέργειας και υπερυδατικής βιοµάζας (σε χλγ./ εκτάριο) στην περιοδικά πληµµυριζόµενη ζώνη για τρία συνεχόµενα έτη (1997-2) Παραγωγή (χλγ/εκτάριο) Άνοιξη 97 Καλοκ. 97 Φθιν. 97 Χειµ Άνοιξη 98 Καλοκ. 98 Φθιν. 98 Χειµ Άνοιξη 99 Καλοκ. 99 Φθιν. 99 Χειµ Αγρωστώδη Ψυχανθή Πλατύφυλλες πόες Ανεπιθύµητα είδη Ξηροφυλλάδα Εικόνα Εποχιακή παραγωγή υπέργειας και υπερυδατικής βιοµάζας (σε χλγ./ εκτάριο) στις παρυφές του καλαµιώνα για τρία συνεχόµενα έτη (1997-2). 137
148 Η νεκρή ύλη µειώθηκε προοδευτικά στις παρυφές του καλαµιώνα (και στον καλαµιώνα) από το 1997 προς το 1999 (Εικόνες και ). Οι ποσότητες νεκρής ύλης που συλλέγονταν την άνοιξη, το καλοκαίρι και το φθινόπωρο στις δύο αυτές ζώνες αποτελούνταν κυρίως από ιστάµενους αναδυόµενους ξηρούς βλαστούς καλαµιού ή από ξηρό, κατακείµενο και σχετικά συµπαγές υλικό που βρίσκονταν πάνω στο έδαφος και εµφανιζόταν µε την υποχώρηση των υδάτων. Από την άλλη πλευρά, το παρατεταµένο πληµµύρισµα κατά τη διάρκεια της άνοιξης και του καλοκαιριού του 1998 και του 1999 φαίνεται πως διευκόλυνε και επιτάχυνε την αποικοδόµηση της νεκρής ύλης στις παρυφές του καλαµιώνα. Στη διεργασία αυτή πιθανώς να οφείλεται η παντελής απουσία νεκρής ύλης και στις δύο ζώνες το έτος Κατά αντίστοιχο τρόπο µε τη µηνιαία παραγωγή του Μαΐου 1997 (Πίνακας ), οι µεγάλες ποσότητες νεκρής ύλης στον καλαµιώνα την άνοιξη του 1997 προκλήθηκαν από τη συσσώρευση ιστάµενων ξηρών στελεχών καλαµιών προηγούµενων αυξητικών περιόδων (Εικόνα ) Παραγωγή (χλγ/εκτάριο) Άνοιξη 97 Καλοκ. 97 Φθιν. 97 Χειµ Άνοιξη 98 Καλοκ. 98 Φθιν. 98 Χειµ Άνοιξη 99 Καλοκ. 99 Φθιν. 99 Χειµ Αγρωστώδη Ψυχανθή Πλατύφυλλες πόες Ανεπιθύµητα είδη Ξηροφυλλάδα Εικόνα Εποχιακή παραγωγή υπέργειας και υπερυδατικής βιοµάζας (σε χλγ./ εκτάριο) στον καλαµιώνα για τρία συνεχόµενα έτη (1997-2). 138
149 Πίνακας Μέση ετήσια ζωντανή εποχιακή παραγωγή (σύνολο υπέργειας/ υπερυδατικής βιοµάζας µείον νεκρή ύλη/ ξηροφυλλάδα) σε γρ./ τ.µ. και χλγ./ εκτάριο στις τέσσερις ζώνες βλάστησης κατά τα έτη Άνοιξη Καλοκαίρι Φθινόπωρο Χειµώνας 1997 Μέση ετήσια ζωντανή παραγωγή (σε γρ/τ.µ.) Μέση ετήσια ζωντανή παραγωγή (σε χλγ/εκ.) Ζώνη 1 267,7 85,2 29,3 9,1 97,8 978,2 Ζώνη ,1 46,1-426,8 4268,1 Ζώνη 3 209,6 276,3 36,9 16,2 134,8 1347,7 Ζώνη 4 357,8 326,0 3, ,9 1718,7 Άνοιξη Καλοκαίρι Φθινόπωρο Χειµώνας 1998 Μέση ετήσια ζωντανή παραγωγή (σε γρ/τ.µ.) Μέση ετήσια ζωντανή παραγωγή (σε χλγ/εκ.) Ζώνη ,1 19,0 111,8 1118,1 Ζώνη 2 243,5 365,4 71,3 17,8 174,5 1744,9 Ζώνη 3 285,5 327,3 71, , Ζώνη 4 495,0 248,6 6, ,5 1875,3 Η ζωντανή υπέργεια εποχιακή παραγωγή (σύνολο συγκοµισµένης βιοµάζας µείον νεκρή ύλη/ ξηροφυλλάδα) σε κάθε ζώνη βλάστησης κατά τη διάρκεια των ετών παρουσιάζεται στον πίνακα Στο ξηρό ποολίβαδο, η µέση ετήσια ζωντανή παραγωγή φαίνεται πως ήταν η χαµηλότερη συγκρινόµενη µε τις τρεις άλλες ζώνες και στα τρία έτη (Πίνακας ). Αντίθετα, κατά το ίδιο χρονικό διάστηµα η µέση ετήσια ζωντανή εποχιακή παραγωγή στις υγρές φυτοκοινότητες (ζώνες 2, 3 και 4) εµφάνισε µέγιστες τιµές τόσο στη δεύτερη, όσο και στην τέταρτη ζώνη. Προφανώς, η δυναµική της λιβαδικής παραγωγής σε κάθε ζώνη επηρεάστηκε από πολλούς παράγοντες, όπως οι καιρικές συνθήκες ανά εποχή, τα εδάφη, το εύρος και η διάρκεια των διακυµάνσεων της στάθµης της λίµνης µεταξύ των εποχών και η εφαρµοζόµενη βόσκηση, µε αποτέλεσµα την παραπάνω διαφοροποίηση µεταξύ των ζωνών. Φυτοκοινότητες Φυτοκοινότητες Φυτοκοινότητες Άνοιξη Καλοκαίρι* Φθινόπωρο Χειµώνας 1999 Μέση ετήσια ζωντανή παραγωγή (σε γρ/τ.µ.) Μέση ετήσια ζωντανή παραγωγή (σε χλγ/εκ.) Ζώνη 1 495,8 101,9 28,2 4,4 157,6 1575,9 Ζώνη 2 231,0 197,1 79,5 35,1 135,7* 1356,9* Ζώνη 3 106,7 433,3 87,4 7,6 158,7 1587,4 Ζώνη ,2 7, ,8 2578,3 * Οι τιµές για τη ζώνη 2 το καλοκαίρι του 1999 αποτελούν υποεκτίµηση της πραγµατικής καθαρής παραγωγής λόγω µερικής καταστροφής του αντίστοιχου κλωβού τον Ιούλιο
150 Οι καµπύλες αύξησης της βιοµάζας ανά εποχή για τις τέσσερις ζώνες βλάστησης µε στοιχεία των ετών 1997, 1998 και 1999 και οι σχετικές εξισώσεις φαίνονται στις εικόνες Από τα 8 µαθηµατικά µοντέλα παλινδρόµησης που ελέγχθηκαν, το εκθετικό µοντέλο καθώς και το πολυωνυµικό τρίτου βαθµού παρουσίασαν στατιστικώς σηµαντική προσαρµογή µε υψηλό συντελεστή προσδιορισµού (R 2 ) (Πίνακας ). Συγκεκριµένα, την καλύτερη προσαρµογή στα δεδοµένα υπέργειας βιοµάζας για τις ζώνες 1 και 4 παρουσίασε το εκθετικό µοντέλο (R 2 =91161***, P<001 για τη ζώνη 1 και R 2 =76278***, P<001 για τη ζώνη 4) και για τις ζώνες 2 και 3 το τρίτου βαθµού πολυωνυµικό (R 2 =42448***, P<001 για τη ζώνη 2 και R 2 =73365***, P<001 για τη ζώνη 3). Όπως και στην περίπτωση της λιβαδικής παραγωγής ανά µήνα, για λόγους σύγκρισης της εποχιακής µεταβολής της υπέργειας βιοµάζας των τεσσάρων ζωνών επελέγη η χρήση του εκθετικού µοντέλου (Εικόνες ), ενώ τα τριτοβάθµια µοντέλα στις περιπτώσεις των ζωνών 2 και 3 ενδείκνυνται για προγνωστική χρήση. Η εκθετική σχέση της εποχιακής µεταβολής των δεδοµένων υπέργειας βιοµάζας ερµηνεύει το 91,16%, 333%, 333%, και 76,29% της συνολικής διακύµανσης για τις ζώνες 1, 2, 3, και 4 αντίστοιχα. Το υπόλοιπο τµήµα της διακύµανσης των τιµών (8,84%, 69,67%, 69,67%, και 23,71% αντίστοιχα) ερµηνεύονται από άλλους παράγοντες εκτός της εποχής, οι οποίοι πιθανότατα είναι παρόµοιοι µε αυτούς που προαναφέρθηκαν (θρεπτικά του εδάφους, που πιθανόν να επηρεάζονται από την περιοδική ή µη κατάκλυση από το νερό, και επιδράσεις βόσκησης βούβαλων στα εδάφη και στα φυτά). 140
151 Βιοµάζα (χλγ/ εκτάριο) y = 13444e -1,2928x R 2 = Βιοµάζα (χλγ/ εκτάριο) y = 40364e -1,6237x R 2 = Εποχές (1=άνοιξη, 2=θέρος, 3=φθινόπωρο, 4=χειµώνας) Εποχές (1=άνοιξη, 2=θέρος, 3=φθινόπωρο, 4=χειµώνας) Εικόνα Προσαρµογή του εκθετικού µοντέλου στα εποχιακά δεδοµένα µεταβολής της υπέργειας βιοµάζας στο ξηρό ποολίβαδο (n=69) Εικόνα Προσαρµογή του εκθετικού µοντέλου στα εποχιακά δεδοµένα µεταβολής της υπέργειας βιοµάζας στην περιοδικά πληµµυριζόµενη ζώνη (n=66). Βιοµάζα (χλγ/ εκτάριο) y = 84759e -2,0573x R 2 = Βιοµάζα (χλγ/ εκτάριο) y = 1E+07e -5,399x R 2 = Εποχές (1=άνοιξη, 2=θέρος, 3=φθινόπωρο, 4=χειµώνας) Εποχές (1=άνοιξη, 2=θέρος, 3=φθινόπωρο, 4=χειµώνας) Εικόνα Προσαρµογή του εκθετικού µοντέλου στα εποχιακά δεδοµένα µεταβολής της υπέργειας βιοµάζας στις παρυφές του καλαµιώνα (n=72). Εικόνα Προσαρµογή του εκθετικού µοντέλου στα εποχιακά δεδοµένα µεταβολής της υπέργειας βιοµάζας στον καλαµιώνα (n=64). 141
152 Πίνακας Συντελεστές προσδιορισµού (R 2 ) και πιθανότητες καλής προσαρµογής (P) (σε παρένθεση) των 8 µαθηµατικών µοντέλων προσαρµογής στα δεδοµένα µεταβολής της υπέργειας βιοµάζας σε σχέση µε τις εποχές για τις τέσσερις ζώνες βλάστησης και για τις αυξητικές περιόδους Ζώνη βλάστησης Ζώνη 1 (n=69) Ζώνη 2 (n=66) Ζώνη 3 (n=72) Ζώνη 4 (n=64) Γραµµικό Λογαριθµικό Αντίστροφο 69906*** (<001) 34434*** (<001) 20988*** (1) 38149*** (<001) 79869*** (<001) 29734*** (<001) 10042** (0067) 39971*** (<001) 83579*** (<001) 23408*** (<001) 03491NS (1160) 38372*** (<001) Πολυωνυµικό β τάξης 83296*** (<001) 35387*** (<001) 71033*** (<001) 40721*** (<001) Πολυωνυµικό γ τάξης 83780*** (<001) 42448*** (<001) 73365*** (<001) 42180*** (<001) Εκθετικής δύναµης 86018*** (<001) 22703*** (1) 20568*** (1) 63938*** (<001) Τύπου S 75939*** (<001) 15910*** (9) 12822** (0020) 49600*** (<001) Εκθετικό 91161*** (<001) 30335*** (<001) 30334*** (<001) 76278*** (<001) 142
153 Κινητοί κλωβοί Η βόσκηση προκάλεσε στατιστικώς σηµαντική µείωση της λιβαδικής παραγωγής στο ξηρό ποολίβαδο σε όλες σχεδόν τις εποχές, ενώ στις υπόλοιπες ζώνες η µείωση αυτή συνέβη µόνο σε ορισµένες εποχές (Πίνακας ). Το ποσοστό χρησιµοποίησης της βλάστησης από τους βούβαλους κυµάνθηκε σε σχετικά υψηλά επίπεδα κατά τη διάρκεια όλων των εποχών, εκτός από το χειµώνα, και στα τρία έτη (ξηρό ποολίβαδο: 71,3%-96,7%, περιοδικά πληµµυριζόµενη ζώνη: 53,1%-93,6%, παρυφές καλαµιώνα: 64%-92,7%, και καλαµιώνας: 8%-94,9%) (Πίνακας ). Για τις τρεις πρώτες ζώνες βλάστησης, το γεγονός αυτό οφείλεται κατά κύριο λόγο στην περιορισµένη έκτασή τους µε αποτέλεσµα τη σχετικά έντονη βόσκηση για την κάλυψη των διατροφικών αναγκών των ζώων. Κατά τις χειµερινές περιόδους, που στα ζώα χορηγούνταν ζωοτροφές, φαίνεται ότι η χαµηλή παραγωγή στο ξηρό ποολίβαδο και την περιοδικά πληµµυριζόµενη ζώνη αξιοποιούνταν µερικώς ως βοσκήσιµη ύλη, ενώ οι παρυφές του καλαµιώνα βόσκονταν ελάχιστα κυρίως λόγω πληµµυρών. Ο καλαµιώνας δε βόσκονταν διότι ήταν πληµµυρισµένος κατά τη διάρκεια και των τριών χειµερινών περιόδων (Πίνακας ). Ειδικότερα για τον καλαµιώνα, παρατηρήθηκε ότι βόσκονταν έντονα κατά τη διάρκεια του θέρους και του φθινοπώρου, γεγονός που αποδίδεται στην ευκολότερη πρόσβαση των ζώων εξαιτίας της χαµηλής στάθµης της λίµνης, αλλά και στη µειωµένη διαθεσιµότητα τροφής στις ανώτερες ζώνες. Σηµειώνεται, ότι οι van Deursen and Drost (1990) κατέγραψαν απώλειες βιοµάζας καλαµιών ύψους 67-98% κατά τη θερινή περίοδο σε καλαµιώνες της Ολλανδίας που βόσκονταν από αγελάδες. Αντίθετα, η ιδιαίτερα υψηλή εαρινή στάθµη το 1999 φαίνεται ότι συνέτεινε στο χαµηλό ποσοστό χρησιµοποίησης (8%), ενώ την άνοιξη του 1998 και 2 η τιµή του ήταν σαφώς υψηλότερη (51% και 77,6% αντίστοιχα). Τέλος, ενδιαφέρον παρουσιάζει η σύγκριση των τιµών υπέργειας και υπερυδατικής παραγωγής ανά ζώνη βλάστησης και εποχή σε σχέση µε τους σταθερούς κλωβούς (Εικόνες ). Ειδικά για τον καλαµιώνα, οι τιµές για τη θερινή παραγωγή κάθε έτος (Αβόσκητο, Πίνακας ) είναι κατά πολύ υψηλότερες από τις αντίστοιχες της εικόνας και είναι αντίστοιχες των τιµών θερινής παραγωγής καλαµιώνων σε διάφορους υγροτόπους άλλων χωρών (Ostendorp 1989, Boar et al. 1989, Graneli 1990). Το γεγονός αυτό, το οποίο χρήζει περαιτέρω έρευνας, ερµηνεύεται 143
154 µερικώς από τις δύο διαφορετικές µεθόδους δειγµατοληψίας, που εφαρµόστηκαν στην παρούσα έρευνα. Στους σταθερούς κλωβούς συλλέγονταν υπέργεια/ υπερυδατική παραγωγή από σταθερές επιφάνειες/ πλαίσια (σε κάθε ζώνη βλάστησης ανά εποχή), στις οποίες η βλάστηση αφαιρούνταν σχεδόν ολοκληρωτικά κατά τη διάρκεια της προηγούµενης εποχιακής δειγµατοληψίας. Αντίθετα, στους κινητούς κλωβούς τα «αβόσκητα» δείγµατα κάθε εποχή λαµβάνονταν από επιφάνειες που είναι πιθανό να µην είχαν απογυµνωθεί εντελώς από βλάστηση (λόγω βόσκησης), εµπεριέχοντας έτσι κάποιο ποσοστό παραγωγής της προηγούµενης εποχής. Από την άλλη πλευρά, είναι πιθανό (στα «αβόσκητα» δείγµατα των κινητών κλωβών) η βόσκηση (πριν την τοποθέτηση των κλωβών) να προκαλούσε αύξηση της λιβαδικής παραγωγής (Crawley 1983, 1997b, Rockwood 2006), κάτι το οποίο δεν ήταν δυνατό στις σταθερές (και µη εποχιακά βοσκόµενες) περιφραγµένες επιφάνειες. Πίνακας Ποσοστό χρησιµοποίησης της λιβαδικής βλάστησης ανά ζώνη βλάστησης και εποχή για τρία συνεχόµενα έτη (1998-2). Έτη Ποσοστό χρησιµοποίησης (%) Εποχές Ξηρό Περιοδικά Παρυφές ποολίβαδο πληµµυριζόµενη καλαµιώνα Καλαµιώνας Χειµώνας 63, ,0 - Άνοιξη 91,4 78,3 64,0 51,0 Καλοκαίρι 88,4 53,1 73,4 57,3 Φθινόπωρο 93,3 81,5 79,8 71,3 Χειµώνας 51,5 46,8 - - Άνοιξη 96,7 93,6 81,1 8,0 Καλοκαίρι 90 89,9 82,3 92,9 Φθινόπωρο 71,3 85,0 76,5 83 Χειµώνας 71,2 53,9 - - Άνοιξη 93,2 91,0 81,4 77,6 Καλοκαίρι 92, ,7 91,5 Φθινόπωρο 75,1 61,4 71,4 94,9 144
155 Πίνακας Μέσοι όροι λιβαδικής παραγωγής (χλγ/ εκτάριο) αβόσκητων και βοσκηµένων επιφανειών ανά εποχή και ζώνη βλάστησης για τρία συνεχόµενα έτη (1998-2). Έτη Εποχές Ξηρό ποολίβαδο Περιοδικά πληµµυριζόµενη Παρυφές καλαµιώνα Καλαµιώνας Αβόσκητο Βοσκηµένο Αβόσκητο Βοσκηµένο Αβόσκητο Βοσκηµένο Αβόσκητο Βοσκηµένο Χειµώνας 1 224,8 82,4 318,4 125,6 5121,2 2714, Άνοιξη 4338,8* 372,4 5899,5* 1282,8 3701, ,1 3765,5 Καλοκαίρι 2541,7* 295,1 3084,4 1447,9 6238,3* 1658, ,3 5708,9 Φθινόπωρο 1361,1* 91,3 2799,3 518,4 1736* 348,8 8768,8* 2514,9 Χειµώνας 313,6 152,0 809, Άνοιξη 4269,1* ,1* 423,2 2889,3 546,5 942,1 866,9 Καλοκαίρι 2936,5* 293,7 7359,9* 743, ,3* 2076,3 8649,1* 617,1 Φθινόπωρο 992,5* 285,3 998,9* ,9* 493, ,6 2331,1 Χειµώνας 245,6* ,4 236, Άνοιξη 3089,9* 211,2 4928,7* 441,8 4883,4* ,8* 1579,1 Καλοκαίρι 2844,1* 225,7 4589,7* 446,0 7943,9* 577, ,5* 1269,9 Φθινόπωρο 621,3* 154,4 689,5* 265,9 1485,1* 424,5 6019* 304,5 * Σηµαντικά υψηλότερη τιµή (P 05) σε σχέση µε την αντίστοιχη της ίδιας σειράς σε κάθε ζώνη. 1 εν έγινε επεξεργασία των στοιχείων της περιόδου αυτής διότι δεν υπήρχαν επαναλήψεις. 2 Οι µηδενικές τιµές υποδηλώνουν πληµµυρισµένες επιφάνειες χωρίς διαθέσιµη υπερυδατική βοσκήσιµη ύλη. 145
156 146
157 6.4. Μεταβολές της θρεπτικής αξίας εντός των ζωνών βλάστησης Η ανάλυση παραλλακτικότητας έδωσε στατιστικά σηµαντικές διαφορές µεταξύ των ζωνών βλάστησης για την περιεκτικότητα σε λιγνίνη (ADL) κατά την άνοιξη και καλοκαίρι του 1999 (Πίνακες Π26, Π28 και 6.4.1), την περιεκτικότητα σε κυτταρικά τοιχώµατα (NDF) το καλοκαίρι του 1998 και τις τρεις εποχές του 1999 (άνοιξη, καλοκαίρι, φθινόπωρο) (Πίνακες Π24, Π26-Π28 και 6.4.2), και την περιεκτικότητα σε ολικές πρωτεΐνες το φθινόπωρο του 1998 (Πίνακες Π25 και 6.4.2). Η περιεκτικότητα σε λιγνίνη-κυτταρίνη (ADF) δεν εµφάνισε στατιστικά σηµαντικές διαφορές µεταξύ των ζωνών βλάστησης σε καµία από τις εποχικές δειγµατοληψίες (Πίνακες Π23-Π28 και 6.4.1). Οι τιµές των παραµέτρων θρεπτικής αξίας της βλάστησης των τεσσάρων ζωνών εκφρασµένες σε ποσοστά (%) παρουσιάζονται στους πίνακες και Κατά τη διάρκεια των τριών εποχιακών δειγµατοληψιών σε κάθε έτος, η περιεκτικότητα σε λιγνίνη-κυτταρίνη (ADF) εµφάνιζε χαµηλότερες τιµές στο ξηρό ποολίβαδο και στην περιοδικά πληµµυριζόµενη ζώνη και µεγαλύτερες τιµές στον καλαµιώνα και τις παρυφές του, χωρίς όµως στατιστικά σηµαντικές διαφορές µεταξύ των ζωνών. Οι αυξηµένες τιµές κυτταρίνης στον καλαµιώνα οφείλονται πιθανότατα στη δοµή του καλαµιού, που ήταν και το κυρίαρχο είδος στη ζώνη αυτή. Πίνακας Περιεκτικότητα (%) σε λιγνίνη-κυτταρίνη (ADF) και λιγνίνη (ADL) στις τέσσερις ζώνες βλάστησης την άνοιξη, το καλοκαίρι και το φθινόπωρο των ετών 1998 και ADF ADL Εποχή Ζώνη βλάστησης Ζώνη βλάστησης Άνοιξη ,76 a 35,94 a 442 a 43,34 a 195 a 7,58 a 9,61 a 8,93 a Καλοκαίρι ,24 a 33,65 a 42,21 a 41,50 a 8,25 a 8,57 a 4,59 a 7,93 a Φθινόπωρο ,14 a 32,69 a 42,20 a 52,57 a 11,10 a 6,96 a 12,88 a 12,40 a Άνοιξη ,63 a 32,54 a 38,46 a 39,16 a 4,91 b 4,97 b 6,18 b 11,53 a Καλοκαίρι ,29 a 455 a 42,75 a 45,46 a 14,69 c 15,38 bc 17,42 b 241 a Φθινόπωρο ,84 a 31,53 a 39,21 a 49,98 a 9,09 a 8,49 a 12,37 a 16,58 a 1: ξηρό ποολίβαδο, 2: περιοδικά πληµµυριζόµενη ζώνη, 3: παρυφές καλαµιώνα, 4: καλαµιώνας. Τιµές στην ίδια σειρά που ακολουθούνται από το ίδιο γράµµα δεν διαφέρουν σε επίπεδο σηµαντικότητας
158 Η περιεκτικότητα της βλάστησης σε λιγνίνη (ADL) δεν παρουσίασε στατιστικά σηµαντικές διαφορές µεταξύ των τεσσάρων ζωνών το 1998, ενώ την άνοιξη και το καλοκαίρι του 1999 ήταν στατιστικά σηµαντικά υψηλότερη στον καλαµιώνα (Πίνακας 6.4.1). Το καλοκαίρι του 1999, οι τιµές σε περιεκτικότητα λιγνίνης ήταν στατιστικά σηµαντικά χαµηλότερες στο ξηρό ποολίβαδο και στατιστικά σηµαντικά υψηλότερες στον καλαµιώνα (µε ενδιάµεσες τιµές στις δύο άλλες ζώνες). Το φθινόπωρο του 1999, η περιεκτικότητα σε λιγνίνη βρέθηκε υψηλότερη στον καλαµιώνα, αν και χωρίς στατιστικά σηµαντική διαφορά σε σχέση µε τις άλλες τρεις ζώνες. Οι τιµές της περιεκτικότητας σε κυτταρικά τοιχώµατα (NDF) στις τρεις εποχιακές δειγµατοληψίες του 1998 βρέθηκαν χαµηλότερες στο ξηρό ποολίβαδο και αυξάνονταν προοδευτικά προς τον καλαµιώνα, χωρίς όµως στατιστικά σηµαντικές διαφορές µεταξύ των ζωνών βλάστησης, εκτός από το καλοκαίρι του 1998, που βρέθηκαν σηµαντικά χαµηλότερες στην περιοδικά πληµµυριζόµενη ζώνη (Πίνακας 6.4.2). Το 1999, οι τιµές NDF ακολούθησαν παρόµοιες µε το 1998 τάσεις, αλλά µεταξύ των ζωνών βλάστησης υπήρχαν στατιστικά σηµαντικές διαφορές. Πιο συγκεκριµένα, οι ελάχιστες τιµές καταγράφηκαν στις ζώνες 1 και 2 (µε στατιστικά σηµαντικές διαφορές µεταξύ τους µόνο το καλοκαίρι) και µέγιστες τιµές στις ζώνες 4 και 3 (χωρίς στατιστικά σηµαντικές διαφορές µεταξύ τους). Πίνακας Περιεκτικότητα (%) σε κυτταρικά τοιχώµατα (NDF) και ολικές πρωτεΐνες στις τέσσερις ζώνες βλάστησης την άνοιξη, το καλοκαίρι και το φθινόπωρο των ετών 1998 και NDF % Πρωτεΐνη % Εποχή Ζώνη βλάστησης Ζώνη βλάστησης Άνοιξη ,71 a 65,26 a 75,65 a 76,08 a 17,99 a 15,90 a 12,91 a 11,46 a Καλοκαίρι 1998 * 63,41 b 73,94 a 76,51 a 11,62 a 12,94 a 9,43 a 8,62 a Φθινόπωρο ,96 a 61,61 a 68,30 a 82,71 a 16,87 a 12,23 a 8,39 ab 3,87 b Άνοιξη ,87 b 55,25 b 72,51 a 74,23 a 13,24 a 9,99 a 13,93 a 15,54 a Καλοκαίρι ,06 c 64,11 b 74,80 a 78,72 a 15,40 a 7,47 a 9,19 a 7,94 a Φθινόπωρο ,03 b 592 b 61,62 ab 77,33 a 17,52 a 12,74 a 9,49 a 5,52 a 1: ξηρό ποολίβαδο, 2: περιοδικά πληµµυριζόµενη ζώνη, 3: παρυφές καλαµιώνα, 4: καλαµιώνας. Τιµές στην ίδια σειρά που ακολουθούνται από το ίδιο γράµµα δεν διαφέρουν σε επίπεδο σηµαντικότητας 05. * Η εκτίµηση της τιµής NDF το καλοκαίρι του 1998 δεν ήταν τεχνικά δυνατή. 148
159 Η περιεκτικότητα σε πρωτεΐνη το 1998 βρέθηκε στατιστικά χαµηλότερη στον καλαµιώνα µόνο το φθινόπωρο σε σχέση µε τις άλλες τρεις ζώνες βλάστησης και υψηλότερη στο ξηρό ποολίβαδο και την περιοδικά πληµµυριζόµενη ζώνη. Οι διαφορές αυτές πιθανώς να οφείλονται στο γεγονός ότι στις χηµικές αναλύσεις χρησιµοποιήθηκαν ολόκληρα τα φυτά καλαµιού (ξυλώδης βλαστός και φύλλα). Αντίθετα, την άνοιξη του 1999, οι υψηλότερες τιµές περιεκτικότητας σε πρωτεΐνη καταγράφηκαν στον καλαµιώνα και τις παρυφές αυτού, αν και χωρίς στατιστικά σηµαντικές διαφορές σε σχέση µε το ξηρό ποολίβαδο και την περιοδικά πληµµυριζόµενη ζώνη. Στην περίπτωση αυτή, τα δείγµατα που αναλύθηκαν αποτελούνταν από τρυφερά τµήµατα καλαµιού και Carex pseudocyperus, τα οποία εξείχαν πάνω από την επιφάνεια του νερού, καθώς τη συγκεκριµένη εποχή η στάθµη της λίµνης βρισκόταν σε εξαιρετικά υψηλά επίπεδα. Το καλοκαίρι και το φθινόπωρο του 1999, διαπιστώθηκε µια τάση µείωσης της περιεκτικότητας σε πρωτεΐνη στις δύο χαµηλότερες ζώνες, χωρίς στατιστικά σηµαντικές διαφορές όµως σε σχέση µε τις δύο υψηλότερες ζώνες (οι µέγιστες τιµές καταγράφηκαν στο ποολίβαδο). Η εποχιακή εξέλιξη των τιµών ADF, ADL, NDF και πρωτεΐνης στις τέσσερις ζώνες βλάστησης το 1998 και 1999 (Πίνακες και 6.4.2) παρουσίασαν πολλές οµοιότητες σε σύγκριση µε τα αποτελέσµατα άλλων πειραµάτων που έχουν πραγµατοποιηθεί σε χερσαία λιβαδικά οικοσυστήµατα. Πολλές από αυτές τις διαφορές µπορούν να αποδοθούν στη µέθοδο δειγµατοληψίας που χρησιµοποιήθηκε στο παρόν πείραµα. Για παράδειγµα, η περιεκτικότητα σε πρωτεΐνη συνήθως µειώνεται καθώς τα φυτά ωριµάζουν, ενώ οι άλλες τρεις παράµετροι θρεπτικής αξίας αυξάνουν (Κούκουρα 1984, Γιακουλάκη και Νάστης 1987, Πλατής και συν. 2003). Στο παρόν πείραµα, τα δείγµατα συλλέχθηκαν σε επιφάνειες που νωρίτερα βόσκονταν και παρέµεναν πρακτικά αβόσκητες µόνο για τρεις µήνες (όσο δηλαδή η βλάστηση προστατεύονταν από τους κινητούς κλωβούς). Αυτό σηµαίνει ότι ορισµένα φυτά δεν είχαν το χρόνο να φθάσουν στην πλήρη ωρίµανση και για αυτό το λόγο σε πολλές περιπτώσεις τα δείγµατα αποτελούνταν από φυτά στη φάση της αναβλάστησης άσχετα από την εποχή λήψης των δειγµάτων (άνοιξη, καλοκαίρι ή φθινόπωρο). Τέλος, σηµειώνεται ότι τα αποτελέσµατα σχετικά µε τη θρεπτική αξία της βλάστησης, ιδιαίτερα στις παρυφές του καλαµιώνα και τον αµιγή καλαµιώνα, επηρεάστηκαν και από τις διακυµάνσεις της στάθµης της λίµνης κατά τη διάρκεια 149
160 ορισµένων εποχών, καθώς η τελευταία καθόριζε τη διαθέσιµη υπερυδατική φυτική ύλη που λαµβάνονταν ως δείγµα κατά αποµίµηση της βόσκησης. Ενδιαφέρον παρουσιάζει η σύγκριση των αποτελεσµάτων του παρόντος πειράµατος σχετικά µε τη θρεπτική αξία της παραλίµνιας βλάστησης, ιδιαίτερα δε αυτή της βλάστησης των παρυφών του καλαµιώνα και του αµιγούς καλαµιώνα όπου υπήρχαν µόνο δύο είδη φυτών, µε τη θρεπτική αξία ενός κοινού χορτοδοτικού φυτού που χρησιµοποιείται ευρύτατα ως ζωοτροφή, τη µηδική Medicago sativa. Οι Martiniello et al. (1997) παρουσίασαν πολύ χρήσιµα στοιχεία για τη σύγκριση αυτή, καθώς διεξήγαγαν όµοιες αναλύσεις µε δειγµατοληψίες την άνοιξη, το καλοκαίρι και το φθινόπωρο. Η κατά προσέγγιση σύγκριση της θρεπτικής αξίας των παραλίµνιων αγρωστοειδών και αγρωστωδών (Carex pseudocyperus και Phragmites australis αντίστοιχα) µε τη µηδική παρήγαγε τα παρακάτω αποτελέσµατα: Η περιεκτικότητα σε ολικές πρωτεΐνες στα πρώτα (στις παρυφές του καλαµιώνα και στον αµιγή καλαµιώνα) ήταν 50% χαµηλότερη από ότι στη µηδική. Η περιεκτικότητα των παραλίµνιων αγρωστοειδών και αγρωστωδών σε λιγνίνη-κυτταρίνη στις παρυφές του καλαµιώνα ήταν 10% υψηλότερη από την αντίστοιχη της µηδικής, ενώ στον καλαµιώνα ήταν 10-20% υψηλότερη από την αντίστοιχη της µηδικής. Η περιεκτικότητα των παραλίµνιων αγρωστοειδών και αγρωστωδών σε λιγνίνη ήταν ελαφρώς υψηλότερη σε σχέση µε τη µηδική στις παρυφές του καλαµιώνα και στα δύο έτη, ενώ στον αµιγή καλαµιώνα ήταν ελαφρώς υψηλότερη σε σχέση µε τη µηδική το 1998 και σχεδόν διπλάσια το Η περιεκτικότητα σε κυτταρικά τοιχώµατα των παραλίµνιων αγρωστοειδών και αγρωστωδών ήταν κατά δύο φορές υψηλότερη από τα κυτταρικά περιεχόµενα της µηδικής στις δύο ζώνες και στα δύο έτη. Σύµφωνα µε τον Duke (1983), το είδος Phragmites australis περιέχει 16% πρωτεΐνες (όλο το φυτό), ενώ τα φύλλα (µόνα τους) περιέχουν 17,1% και ο βλαστός (µόνος του) 4,8%, αποτελέσµατα που ταιριάζουν µε αυτά του παρόντος πειράµατος. 150
161 6.5. Μεταβολές της δοµής του καλαµιού στις παρυφές του καλαµιώνα και τον καλαµιώνα (ζώνες 3 και 4 αντίστοιχα) Τα πρώτα στοιχεία σχετικά µε τη δοµή του καλαµιού (πυκνότητες φρέσκων, ξηρών και ανθισµένων φρέσκων βλαστών, ύψος και διάµετρος) στις παρυφές του καλαµιώνα και στον καλαµιώνα συλλέχθηκαν στα µέσα φθινοπώρου του 1998, δηλαδή ενάµιση σχεδόν έτος µετά από την εισαγωγή των βούβαλων στην περιοχή και µετά από δύο ετήσιες θερινές κοπές στους αντίστοιχους κλωβούς Συγκρίσεις των τριών χειρισµών (βόσκηση, θερινή κοπή, µάρτυρας) στην καµένη επιφάνεια της ζώνης 3 Η ανάλυση παραλλακτικότητας µεταξύ των τριών χειρισµών έδωσε στατιστικά σηµαντικές διαφορές µεταξύ τους στην καµένη επιφάνεια της ζώνης 3 το 1998 (µόνο για το ύψος), το 1999 και το 2 (για όλες τις παραµέτρους πλην πυκνότητας φρέσκων βλαστών) και το 2002 (για όλες τις παραµέτρους πλην πυκνότητας ξηρών βλαστών) (Πίνακες Π29-Π32 και Πίνακας ). Το 1998, οι πυκνότητες φρέσκων, ξηρών και ανθισµένων βλαστών καλαµιού δεν εµφάνισαν στατιστικά σηµαντικές διαφορές µεταξύ των τριών χειρισµών, ενώ οι µηδενικές τιµές ανθισµένων βλαστών καλαµιού στους δύο χειρισµούς βόσκησης και κοπής οφείλονταν στην κατανάλωση των κορυφών των βλαστών από τους βούβαλους και στη θερινή κοπή αντίστοιχα (Πίνακας ). Μηδενικές τιµές ανθισµένων βλαστών καλαµιού σε βοσκόµενες από άλογα και αγελάδες επιφάνειες βρήκαν και οι Duncan and d Herbes (1982), σε αντίθεση µάλιστα µε αβόσκητες επιφάνειες καλαµιώνων, όπου το 67% των στελεχών ήταν ανθισµένα. Το ύψος του καλαµιού βρέθηκε σηµαντικά χαµηλότερο στους χειρισµούς βόσκησης και κοπής συγκριτικά µε το µάρτυρα υποδεικνύοντας σαφή επίδραση της διαχείρισης στη δοµή του καλαµιού. Τέλος, η διάµετρος αν και βρέθηκε χαµηλότερη στο χειρισµό κοπής και υψηλότερη στο µάρτυρα, δεν εµφάνισε στατιστικά σηµαντικές διαφορές µεταξύ των τριών χειρισµών. 151
162 Το 1999, η ελάχιστη τιµή πυκνότητας φρέσκων καλαµιών καταγράφηκε στο χειρισµό κοπής, αν και µε µη στατιστικά σηµαντική διαφορά από τους δύο άλλους χειρισµούς. Κατά το ίδιο έτος, οι τιµές των υπόλοιπων τεσσάρων παραµέτρων ήταν στατιστικά σηµαντικά χαµηλότερες στο χειρισµό βόσκησης συγκριτικά µε το µάρτυρα καταδεικνύοντας έτσι τη σηµαντική επίδραση της βόσκησης βούβαλων στη δοµή των καλαµιού. Η θερινή κοπή είχε παρόµοιες επιδράσεις µε τη βόσκηση, ειδικά για το ύψος του καλαµιού και τη διάµετρό του. Πολύ ενδιαφέροντα αποτελέσµατα προήλθαν από τα στοιχεία του έτους 2. Εκτός από την πυκνότητα του φρέσκου καλαµιού, η οποία δεν διέφερε στατιστικά σηµαντικά µεταξύ των τριών χειρισµών (αν και υψηλότερη στον χειρισµό κοπής), οι τιµές των υπολοίπων παραµέτρων έδειξαν σηµαντική επίδραση της βόσκησης βούβαλων στη δοµή του καλαµιού σε σχέση µε τον µάρτυρα και τον χειρισµό κοπής. Εδώ θα πρέπει να σηµειωθεί, ότι δεν πραγµατοποιήθηκε κοπή το καλοκαίρι του 2 (πριν δηλαδή από τη δειγµατοληψία του έτους αυτού), γεγονός που εξηγεί τις αυξηµένες τιµές πυκνότητας φρέσκου καλαµιού, ανθισµένων βλαστών, ύψους και διαµέτρου στο χειρισµό κοπής σε σχέση µε τις τιµές του ίδιου χειρισµού στα δύο προηγούµενα έτη. Για τις τρεις τελευταίες παραµέτρους, στατιστικά σηµαντικές διαφορές βρέθηκαν και µεταξύ των χειρισµών κοπής και βόσκησης. Τα αποτελέσµατα αυτά (κυρίως δε οι υψηλές τιµές πυκνότητας φρέσκων και ανθισµένων βλαστών) καταδεικνύουν την ανθεκτικότητα του καλαµιού και την ικανότητα επανάκαµψής του αµέσως µετά τη διακοπή της εφαρµογής κάποιας βλαπτικής για αυτό πρακτικής, όπως η θερινή κοπή. Από την άλλη πλευρά, το ύψος και η διάµετρος του καλαµιού φάνηκαν να µην έχουν ακόµη φθάσει στα πιθανά µέγιστά τους, καθώς οι τιµές τους παρέµειναν στατιστικά σηµαντικά χαµηλότερες από τις αντίστοιχες στον µάρτυρα. Το 2002, οι υψηλότερες τιµές όλων των δοµικών παραµέτρων καταγράφηκαν στον κλωβό µε χειρισµό κοπής, στον οποίο όµως η τελευταία θερινή κοπή είχε πραγµατοποιηθεί το καλοκαίρι του Οι τιµές της πυκνότητας του φρέσκου καλαµιού, του ύψους και της διαµέτρου του ήταν στατιστικά σηµαντικά χαµηλότερες στο χειρισµό βόσκησης σε σχέση µε τους δύο άλλους χειρισµούς. Η πυκνότητα των ξηρών βλαστών καλαµιού δεν διάφερε στατιστικά σηµαντικά µεταξύ των τριών 152
163 Πίνακας Μέσοι όροι δοµικών χαρακτηριστικών του καλαµιού στο µάρτυρα (Μαρ.) και τους χειρισµούς βόσκησης (Βόσκ.) και θερινής κοπής στην καµένη επιφάνεια των παρυφών του καλαµιώνα (επιφάνειες K1 K8 και K9 στην εικόνα 5.1.1) Παράµετροι Μάρ. Βόσκ. Κοπή Μάρ. Βόσκ. Κοπή Μάρ. Βόσκ. Κοπή 1 Μάρ. Βόσκ. Κοπή 1 Πυκνότητα φρέσκων βλαστών/ τ.µ. Πυκνότητα ξηρών βλαστών/ τ.µ. Πυκνότητα ανθισµένων φρέσκων βλαστών/ τ.µ. 16,0 a 37 a 18,7 a 29,3 a 25,3 a 9,3 a 29,3 a 29,3 a 49,3 a 20 a 4,0 b 22,7 a 18,7 a 13,3 a 16,0 a 21,3 a 6,7 b 17 ab 13,3 a 0 b 0 b 0 a 0 a 4,0 a 2,7 a 0 a 0 a 25,3 a 0 b 0 b 16,0 b 0 c 28,0 a 8,0 ab 0 b 13,3 a Ύψος (εκ.) 121,9 a 15,5 b 18,7 b 219,0 a 25,1 b 47 b 218,7 a 19,3 c 193,3 b 164,5 a 12,8 b 213,9 a ιάµετρος 4,53 a 3,28 a 1,99 a 6,05 a 4,38 b 4,17 b 6,00 a 3,53 c 5,01 b 4,77 a 89 b 5,37 a (χλσ.) Τιµές για κάθε έτος ξεχωριστά στην ίδια σειρά ακολουθούµενες από το ίδιο γράµµα δεν διαφέρουν στατιστικά σηµαντικά στο επίπεδο σηµαντικότητας εν πραγµατοποιήθηκαν κοπές κατά τις θερινές περιόδους των ετών και
164 χειρισµών, ενώ οι µηδενικές τιµές αυτής στον µάρτυρα και τον χειρισµό βόσκησης το έτος 2002 θα πρέπει να αποδοθούν στις χειµερινές χιονοπτώσεις που προκάλεσαν πτώση των ξηρών καλαµιών στον πρώτο και στο ποδοπάτηµα των βοσκόντων ζώων στο δεύτερο. Οι χαµηλές τιµές ύψους και διαµέτρου στον µάρτυρα σε σχέση µε τον «χειρισµό κοπής» πιθανώς να οφείλονται στη συνολικότερη υποβάθµιση της συστάδας των καλαµιών εξαιτίας της συσσώρευσης µεγάλων ποσοτήτων νεκρής ύλης στο υπόστρωµα, καθώς είχε αποµονωθεί πλήρως από το Μάιο του Συγκρίσεις των τριών χειρισµών (βόσκηση, θερινή κοπή, µάρτυρας) στην άκαυτη επιφάνεια της ζώνης 3 Η ανάλυση παραλλακτικότητας µεταξύ των τριών χειρισµών έδωσε στατιστικά σηµαντικές διαφορές µεταξύ τους στην άκαυτη επιφάνεια της ζώνης 3 το 1998 (για όλες τις παραµέτρους πλην πυκνότητας φρέσκων βλαστών), το 1999 και το 2 (για όλες τις παραµέτρους) και το 2002 (για όλες τις παραµέτρους πλην πυκνότητας ξηρών βλαστών) (Πίνακες Π33-Π36 και Πίνακας ). Κατά το 1998 παρατηρήθηκαν στατιστικά σηµαντικές διαφορές µεταξύ των τριών χειρισµών για τις πυκνότητες των ξηρών βλαστών καλαµιού και των ανθισµένων φρέσκων βλαστών, το ύψος και τη διάµετρο. Οι τιµές αυτές ήταν µικρότερες στους χειρισµούς βόσκησης και κοπής σε σχέση µε τον µάρτυρα (Πίνακας ). Όπως προαναφέρθηκε, οι µηδενικές τιµές ανθισµένων βλαστών καλαµιού στους δύο πρώτους χειρισµούς οφείλονταν στην κατανάλωση των κορυφών των βλαστών καλαµιού από τους βούβαλους και στη θερινή κοπή αντίστοιχα. Στατιστικά σηµαντική διαφορά µεταξύ των δύο αυτών χειρισµών βρέθηκε για τη διάµετρο, η οποία ήταν χαµηλότερη στο χειρισµό κοπής, υποδεικνύοντας πιθανή επίδραση της κοπής στην ανάπτυξη του καλαµιού. Το 1999, η τιµή της πυκνότητας φρέσκου καλαµιού βρέθηκε στατιστικά σηµαντικά µικρότερη στο χειρισµό βόσκησης, ενώ οι υπόλοιπες τέσσερις παράµετροι ήταν στατιστικά σηµαντικά χαµηλότερες στους χειρισµούς βόσκησης και κοπής σε σχέση 154
165 Πίνακας Μέσοι όροι δοµικών χαρακτηριστικών του καλαµιού στο µάρτυρα και τους χειρισµούς βόσκησης και θερινής κοπής στην άκαυτη επιφάνεια των παρυφών του καλαµιώνα (επιφάνειες K12, K13 και K11 στην εικόνα 5.1.1) Παράµετροι Μάρτυρας Βόσκηση Κοπή Μάρτυρας Βόσκηση Κοπή Μάρτυρας Βόσκηση Κοπή 1 Μάρτυρας Βόσκηση Κοπή 1 Πυκνότητα φρέσκων βλαστών/ τ.µ. Πυκνότητα ξηρών βλαστών/ τ.µ. Πυκνότητα ανθισµένων φρέσκων βλαστών/ τ.µ. 64,0 a 93,3 a 78,7 a 88,0 a 16,0 b 62,7 a 112,0 a 8,0 b 105,3 a 26,7 b 6,7 b 62,7 a 62,7 a 14,7 b 18,7 b 65,3 a 13,3 b 12,0 b 18,7 a 2,7 b 0 b 32,0 a 0 a 18,7 a 29,3 a 0 b 0 b 58,7 a 0 b 0 b 34,7 a 0 b 41,3 a 18,7 b 0 c 38,7 a Ύψος (εκ.) 149,8 a 17,2 b 23,4 b 218,0 a 31,8 b 36,6 b 237,5 a 24,3 b 209,9 a 195,5 a 34,8 b 204,2 a ιάµετρος (χλσ.) 3,75 a 2,88 b 2,01 c 4,82 a 3,66 b 3,48 b 6,34 a 4,17 b 4,79 ab 4,84 a 2,42 b 4,68 a Τιµές για κάθε έτος ξεχωριστά στην ίδια σειρά ακολουθούµενες από το ίδιο γράµµα δεν διαφέρουν στατιστικά σηµαντικά στο επίπεδο σηµαντικότητας εν πραγµατοποιήθηκαν κοπές κατά τις θερινές περιόδους των ετών και
166 µε τον µάρτυρα. Τα αποτελέσµατα αυτά υποδεικνύουν σηµαντικές επιδράσεις της βόσκησης και της θερινής κοπής στη δοµή του καλαµιού, γεγονός χρήσιµο από διαχειριστική άποψη για την αποκατάσταση υγρών λιβαδιών σε κυριαρχούµενες από καλάµι επιφάνειες. Όπως και στην προηγούµενη περίπτωση (της καµένης επιφάνειας της ζώνης 3), οι τιµές των δοµικών χαρακτηριστικών τα έτη 2 και 2002 κατέδειξαν τη σηµαντική επίδραση της βόσκησης στη δοµή του καλαµιού και την ανθεκτικότητα και ικανότητα επανάκαµψης του φυτού αυτού µετά τις θερινές κοπές. Ειδικότερα, όσον αφορά τη σύγκριση µεταξύ βοσκηµένης επιφάνειας και µάρτυρα, τα αποτελέσµατα της παρούσας έρευνας µοιάζουν µε αυτά των Duncan and d Herbes (1982), οι οποίοι σε παρόµοιο ζεύγος επιφανειών βρήκαν µηδενική πυκνότητα φρέσκων βλαστών καλαµιού στη βοσκηµένη επιφάνεια σε σχέση µε το µάρτυρα έξι χρόνια µετά από την εγκατάσταση του ζεύγους επιφανειών και µε ένταση βόσκησης 90 αλογο-ηµέρες ανά εκτάριο Συγκρίσεις µεταξύ των τεσσάρων χειρισµών (βόσκηση, θερινή κοπή, «βόσκηση και θερινή κοπή», µάρτυρας) στην καµένη επιφάνεια της ζώνης 3 Οι επιδράσεις της θερινής κοπής σε βοσκόµενη επιφάνεια των παρυφών του καλαµιώνα εξετάστηκαν στην επιφάνεια K33 (Εικόνα 5.1.1) και συγκρίθηκαν µε τους χειρισµούς βόσκησης, κοπής και το µάρτυρα στην ίδια ζώνη (επιφάνειες K8, K9 και K10 στην εικόνα 5.1.1). Η ανάλυση παραλλακτικότητας µεταξύ των τεσσάρων χειρισµών έδωσε στατιστικά σηµαντικές διαφορές µεταξύ τους στην καµένη επιφάνεια της ζώνης 3 το 1998 (µόνο για το ύψος), για το 1999 (για τις πυκνότητες ξηρών και ανθισµένων βλαστών καλαµιού και για το ύψος), και για το 2 (για όλες τις παραµέτρους πλην πυκνότητας φρέσκων βλαστών) (Πίνακες Π37-Π39 και Πίνακας ). Από τον πίνακα προκύπτει, ότι τα δοµικά χαρακτηριστικά του καλαµιού στην επιφάνεια µε το συνδυασµένο χειρισµό (K33) δεν διέφεραν στατιστικά σηµαντικά από το χειρισµό βόσκησης (K8), εκτός από µία µόνο περίπτωση (την πυκνότητα των ξηρών βλαστών καλαµιού το έτος 200 που βρέθηκε υψηλότερη στο συνδυασµένο χειρισµό «βόσκησης και θερινής»). Τα αποτελέσµατα αυτά είναι ιδιαίτερα σηµαντικά από 156
167 Πίνακας Μέσοι όροι δοµικών χαρακτηριστικών του καλαµιού στο µάρτυρα, τους χειρισµούς βόσκησης και θερινής κοπής, και στο συνδυασµένο χειρισµό «βόσκησης και θερινής κοπής» στην καµένη επιφάνεια των παρυφών του καλαµιώνα (επιφάνειες K1 K8, K9 και Κ33 αντίστοιχα στην εικόνα 5.1.1) Παράµετροι Μάρτυρας Βόσκηση Κοπή K33 Μάρτυρας Βόσκηση Κοπή K33 Μάρτυρας Βόσκηση Κοπή 1 K33 Πυκνότητα φρέσκων βλαστών/ τ.µ. 16,0 a 37 a 18,7 a 25,3 a 29,3 a 25,3 a 9,3 a 16,0 a 29,3 a 29,3 a 49,3 a 21,3 a Πυκνότητα ξηρών βλαστών/ τ.µ. 18,7 a 13,3 a 16,0 a 17 a 21,3 a 6,7 b 17 ab 5,3 b 13,3 a 0 b 0 b 9,3 a Πυκνότητα ανθισµένων φρέσκων βλαστών/ τ.µ. 2,7 a 0 a 0 a 0 a 25,3 a 0 b 0 b 0 b 16,0 b 0 c 28,0 a 0 c Ύψος (εκ.) 121,9 a 15,5 b 18,7 b 18,2 b 219,0 a 25,1 b 47 b 36,2 b 218,7 a 19,3 c 193,3 b 13,4 c ιάµετρος (χλσ.) 4,53 a 3,28 a 1,99 a 4,02 a 6,05 a 4,38 a 4,17 a 3,36 a 6,00 a 3,53 c 5,01 b 3,61 c Τιµές για κάθε έτος ξεχωριστά στην ίδια σειρά ακολουθούµενες από το ίδιο γράµµα δεν διαφέρουν στατιστικά σηµαντικά στο επίπεδο σηµαντικότητας εν πραγµατοποιήθηκαν κοπές κατά τη θερινή περίοδο του
168 διαχειριστικής άποψης, καθώς υποδεικνύουν ότι δεν απαιτείται δαπάνη πόρων για την εφαρµογή θερινής κοπής σε καµένες και βοσκόµενες επιφάνειες στις παρυφές του καλαµιώνα (στις οποίες στόχος είναι η αποκατάσταση υγρών ποολίβαδων). Όµως, το συµπέρασµα αυτό δεν µπορεί αυτόµατα να γενικευτεί και για άκαυτες επιφάνειες των παρυφών του καλαµιώνα, ούτε για τον καλαµιώνα, καθώς η συγκεκριµένη πρακτική δεν δοκιµάστηκε στις επιφάνειες αυτές κατά το παρόν πείραµα Συγκρίσεις µεταξύ των τριών χειρισµών (βόσκηση, θερινή κοπή, µάρτυρας) και των δύο χειρισµών χειµερινής καύσης (καµένο και άκαυτο) στη ζώνη 3 Στις παρυφές του καλαµιώνα έγιναν δύο ακόµη συγκρίσεις: α) µεταξύ των τριών χειρισµών µε στοιχεία από την καµένη και την άκαυτη επιφάνεια, και β) µεταξύ των δύο επιπέδων καύσης (καµένο-άκαυτο, µε στοιχεία από τους τρεις χειρισµούς σε κάθε επίπεδο) (Πίνακες και αντίστοιχα). Η ανάλυση παραλλακτικότητας έδωσε στατιστικά σηµαντικές διαφορές µεταξύ των χειρισµών σε όλα τα έτη (1998, 1999, 2 και 2002) για όλες τις δοµικές παραµέτρους του καλαµιού, εκτός από µία περίπτωση (πυκνότητα ξηρών βλαστών το 2002). Η ίδια ανάλυση έδωσε στατιστικά σηµαντικές διαφορές µεταξύ των επιπέδων καύσης το 1998 (για τις πυκνότητες φρέσκων, ξηρών και ανθισµένων βλαστών καλαµιού), το 1999 (για τις πυκνότητες φρέσκων, ξηρών, ανθισµένων βλαστών καλαµιού και τη διάµετρο), το 2 (µόνο για την πυκνότητα φρέσκων βλαστών), και το 2002 (για τις πυκνότητες φρέσκων και ανθισµένων βλαστών). Η αλληλεπίδραση µεταξύ χειρισµών και επιπέδων καύσης βρέθηκε στατιστικά σηµαντική το 1998 (για τις πυκνότητες ξηρών και ανθισµένων βλαστών), το 1999 (για τις πυκνότητες φρέσκων, ξηρών και ανθισµένων βλαστών), το 2 (µόνο για την πυκνότητα φρέσκων βλαστών), και το 2002 (για τις πυκνότητες φρέσκων και ανθισµένων βλαστών) (Πίνακες Π40-Π43). Το 1998, η πυκνότητα φρέσκων βλαστών καλαµιού ήταν στατιστικά σηµαντικά υψηλότερη στους χειρισµούς βόσκησης και κοπής σε σχέση µε τον µάρτυρα (Πίνακας ). Το αντίθετο παρατηρήθηκε για την πυκνότητα ξηρών βλαστών, την πυκνότητα ανθισµένων βλαστών και το ύψος, ενώ η διάµετρος ήταν στατιστικά σηµαντικά µικρότερη µόνο στον χειρισµό κοπής. Όπως προαναφέρθηκε, οι πυκνότητες ξηρών και 158
169 ανθισµένων βλαστών καλαµιού επηρεάστηκαν σηµαντικά και από την αλληλεπίδραση µεταξύ των χειρισµών και των επιπέδων καύσης. Εντονότερες και περισσότερο αναµενόµενες διαφορές βρέθηκαν το 1999 µε τις τιµές όλων των παραµέτρων να είναι στατιστικά σηµαντικά χαµηλότερες στους χειρισµούς βόσκησης και θερινής κοπής σε σχέση µε το µάρτυρα, υποδεικνύοντας έτσι σηµαντικές επιδράσεις των δύο διαχειριστικών πρακτικών στη δοµή του καλαµιού. Οι αλληλεπιδράσεις µεταξύ των χειρισµών και των επιπέδων καύσης ήταν σηµαντικές για τις πυκνότητες φρέσκων, ξηρών και ανθισµένων βλαστών καλαµιού. Όπως παρατηρήθηκε και στην προηγούµενη ανάλυση των στοιχείων που συλλέχθηκαν στις δύο επιφάνειες (καµένη και άκαυτη) της ζώνης 3 (Πίνακες και ), έτσι και σε αυτήν την περίπτωση τα αποτελέσµατα των ετών 2 και 2002 κατέδειξαν σηµαντικές επιδράσεις της βόσκησης βούβαλων στη δοµή του καλαµιού και απέδειξαν την ανθεκτικότητα και ικανότητα της σταδιακής επανάκαµψής του µετά τις θερινές κοπές (Πίνακας ). Κατά τα δύο αυτά έτη, η πυκνότητα των φρέσκων βλαστών καλαµιού επηρεάστηκε σηµαντικά και από την αλληλεπίδραση µεταξύ των χειρισµών και των επιπέδων καύσης, ενώ το 2002 η αλληλεπίδραση αυτή ήταν σηµαντική και για την πυκνότητα των ανθισµένων φρέσκων βλαστών καλαµιού. Όσον αφορά τη σύγκριση µεταξύ των δύο επιπέδων καύσης στη ζώνη 3 (Πίνακας ), παρατηρούµε ότι η πυκνότητα των φρέσκων βλαστών καλαµιού ήταν στατιστικά σηµαντικά υψηλότερη στην άκαυτη επιφάνεια κάθε έτος από το 1998 ως και το 2002 σε σχέση µε την καµένη επιφάνεια. Το αποτέλεσµα αυτό έρχεται σε αντίθεση µε τα ευρήµατα αντίστοιχων ερευνών, όπου η καύση προκάλεσε αύξηση της πυκνότητας (Haslam 1971b, Cowie et al. 1992). Παρόµοιες τάσεις παρατηρήθηκαν και για την πυκνότητα των ξηρών βλαστών καλαµιού µε στατιστικά σηµαντικές όµως διαφορές µόνο κατά τα έτη 1998 και Το γεγονός αυτό υποδεικνύει, ότι τα έτη 2 και 2002 (δηλαδή 3,5 και 5,5 χρόνια µετά την καύση αντίστοιχα) οι διαφορές ως προς την ιστάµενη ξηρή ύλη δεν ήταν πλέον τόσο σηµαντικές µεταξύ της καµένης και άκαυτης επιφάνειας των παρυφών του καλαµιώνα. Η πυκνότητα των ανθισµένων φρέσκων βλαστών καλαµιού ήταν σηµαντικά υψηλότερη στην άκαυτη επιφάνεια της ζώνης 3 µε 159
170 Πίνακας Μέσοι όροι δοµικών χαρακτηριστικών του καλαµιού στους µάρτυρες και τους χειρισµούς βόσκησης και θερινής κοπής στις παρυφές του καλαµιώνα (στοιχεία από την καµένη και την άκαυτη επιφάνεια) (επιφάνειες K8, K9, K1 Κ11, Κ12 και Κ13, Εικόνα 5.1.1) Παράµετροι Μάρ. Βόσκ. Κοπή Μάρ. Βόσκ. Κοπή Μάρ. Βόσκ. Κοπή 1 Μάρ. Βόσκ. Κοπή 1 Πυκνότητα φρέσκων 40 b 62,0 a 48,7 ab 58,7 a 27 b 36,0 b 77 a 18,7 b 77,3 a 23,3 b 5,3 c 42,7 a βλαστών/ τ.µ. Πυκνότητα ξηρών βλαστών/ τ.µ. 47 a 14,0 b 17,3 b 43,3 a 10 b 11,3 b 16,0 a 1,3 b 0 b 16,0 a 0 a 11,3 a Πυκνότητα ανθισµένων φρέσκων 16,0 a 0 b 0 b 42,0 a 0 b 0 b 25,3 a 0 b 34,7 a 13,3 b 0 c 26,0 a βλαστών/ τ.µ. Ύψος (εκ.) 135,9 a 16,3 b 21,1 b 218,5 a 28,4 b 38,6 b 228,1 a 21,8 c 201,6 b 180 a 23,8 b 209,1 a ιάµετρος (χλσ.) 4,14 a 3,08 ab 2,0 b 5,43 a 4,02 b 3,83 b 6,17 a 3,85 c 4,90 b 4,80 a 1,65 b 5,02 a Τιµές για κάθε έτος ξεχωριστά στην ίδια σειρά ακολουθούµενες από το ίδιο γράµµα δεν διαφέρουν στατιστικά σηµαντικά στο επίπεδο σηµαντικότητας εν πραγµατοποιήθηκαν κοπές κατά τις θερινές περιόδους των ετών και Πίνακας Μέσοι όροι δοµικών χαρακτηριστικών του καλαµιού στην καµένη και την άκαυτη επιφάνεια των παρυφών του καλαµιώνα στις (στοιχεία από µάρτυρες και χειρισµούς βόσκησης και θερινής κοπής) (επιφάνειες K8, K9, K1 Κ11, Κ12 και Κ13, Εικόνα 5.1.1). Παράµετροι Πυκνότητα φρέσκων Πυκνότητα Πυκνότητα ανθισµένων βλαστών/ τ.µ. ξηρών βλαστών/ τ.µ. φρέσκων βλαστών/ τ.µ. Ύψος (εκ.) ιάµετρος (χλσ.) Έτη Καµένη Άκαυτη Καµένη Άκαυτη Καµένη Άκαυτη Καµένη Άκαυτη Καµένη Άκαυτη ,8 78,7 * 16,0 32,0 * 9 9,8 * 52,0 63,5 3,27 2, ,3 55,6 * 8,4 19,6 * 8,4 19,6 * 94,9 95,4 4,87 * 3, ,0 75,1 * 4,4 7,1 14,7 25,3 143,8 157,2 4,84 5, ,6 32,0 * 1,3 16,9 7,1 19,1 * ,9 3,67 3,98 Οι αστερίσκοι (*) για κάθε έτος ξεχωριστά υποδηλώνουν στατιστικά σηµαντική διαφορά µεταξύ του ζεύγους τιµών στην ίδια σειρά (για κάθε παράµετρο ξεχωριστά) στο επίπεδο σηµαντικότητας εν πραγµατοποιήθηκαν κοπές κατά τις θερινές περιόδους των ετών και
171 στατιστικά σηµαντικές διαφορές κατά τα έτη 1998, 1999 και 2002, γεγονός που υποδεικνύει µια πιθανή αρνητική επίπτωση της χειµερινής καύσης στην ανθοφορία του καλαµιού. Τέλος, για το ύψος και τη διάµετρο των φρέσκων βλαστών καλαµιού, δεν καταγράφηκαν στατιστικά σηµαντικές διαφορές µεταξύ των δύο επιπέδων καύσης κατά τη διάρκεια των τεσσάρων ετών, µε µία µόνο εξαίρεση το 1999, όπου η διάµετρος ήταν σηµαντικά µεγαλύτερη στην καµένη επιφάνεια Συγκρίσεις µεταξύ των ζωνών 3 και 4 και των τριών χειρισµών (βόσκηση, θερινή κοπή, µάρτυρας) στις άκαυτες επιφάνειές τους Η ανάλυση παραλλακτικότητας έδωσε στατιστικά σηµαντικές διαφορές µεταξύ των ζωνών βλάστησης για όλες τις δοµικές παραµέτρους του καλαµιού τα έτη 1998 και 1999, ενώ το έτος 2 οι στατιστικά σηµαντικές διαφορές αφορούσαν την πυκνότητα των ξηρών βλαστών καλαµιού, το ύψος και τη διάµετρο. Η ίδια ανάλυση έδωσε στατιστικά σηµαντικές διαφορές µεταξύ των τριών χειρισµών για όλες τις δοµικές παραµέτρους και στα τρία έτη, µε µόνη εξαίρεση την πυκνότητα των φρέσκων βλαστών το Τέλος, η αλληλεπίδραση µεταξύ ζωνών και χειρισµών βρέθηκε στατιστικά σηµαντική το 1998 (για την πυκνότητα φρέσκων βλαστών, το ύψος και τη διάµετρο), το 1999 (για όλες τις παραµέτρους), και το 2 (για την πυκνότητα των φρέσκων βλαστών και το ύψος) (Πίνακες Π44-Π46). Πρέπει όµως να σηµειωθεί, ότι το έτος 2 ο κλωβός µε χειρισµό θερινής κοπής στη ζώνη 4 (καλαµιώνας) είχε καταστραφεί από τους βούβαλους. Κατά συνέπεια, τα δεδοµένα που χρησιµοποιήθηκαν στην παραπάνω ανάλυση για αυτό το χειρισµό το έτος 2 (παρουσιάζονται στους πίνακες και ) προέρχονται µόνο από τον κλωβό µε χειρισµό θερινής κοπής στη ζώνη 3 (παρυφές του καλαµιώνα). Η σύγκριση µεταξύ των ζωνών 3 και 4 το 1998, 1999 και 2 έδειξε, ότι οι παρυφές του καλαµιώνα είχαν στατιστικά σηµαντικά περισσότερα (µε µία εξαίρεση το έτος 2 ως προς τη στατιστικά σηµαντική διαφορά), αλλά χαµηλότερα σε ύψος και λεπτότερα καλάµια από ό,τι ο καλαµιώνας (Πίνακας ). Η πυκνότητα των ξηρών βλαστών καλαµιού και των ανθισµένων φρέσκων βλαστών δεν ακολούθησαν το ίδιο πρότυπο. Συγκεκριµένα, το ξηρό καλάµι ήταν στατιστικά σηµαντικά αφθονότερο στις 161
172 παρυφές το 1998, ενώ τα επόµενα δύο έτη ήταν στατιστικά σηµαντικά αφθονότερο στον καλαµιώνα. Η πυκνότητα των ανθισµένων φρέσκων βλαστών καλαµιού βρέθηκε ίση στις δύο ζώνες το 1998 και µεγαλύτερη στις παρυφές το 1999 και 2 µε στατιστικά σηµαντική διαφορά µόνο κατά το έτος Η σύγκριση των τριών χειρισµών µε στοιχεία από τις άκαυτες επιφάνειες των παρυφών του καλαµιώνα και του καλαµιώνα παρουσιάζεται στον πίνακα Τα αποτελέσµατα του 1998 έδειξαν ότι 18 µήνες µετά την εισαγωγή της βόσκησης και µετά από δύο διαδοχικές ετήσιες θερινές κοπές, οι δύο χειρισµοί δεν επέδρασαν σηµαντικά στην πυκνότητα των φρέσκων βλαστών καλαµιού, ενώ η αλληλεπίδραση µεταξύ των δύο παραγόντων (ζώνες και χειρισµοί) ήταν σηµαντική για τη συγκεκριµένη παράµετρο. Στο ίδιο διάστηµα όµως, οι χειρισµοί βόσκησης βούβαλων και θερινής κοπής προκάλεσαν στατιστικά σηµαντική µείωση της πυκνότητας ξηρών βλαστών καλαµιού, της πυκνότητας ανθισµένων φρέσκων βλαστών και του ύψους σε σχέση µε το µάρτυρα, ενώ η κοπή προκάλεσε σηµαντική µείωση της διαµέτρου συγκριτικά µε τον µάρτυρα και τη βόσκηση. Υπενθυµίζεται, ότι το ύψος και η διάµετρος του καλαµιού επηρεάστηκαν σηµαντικά και από την αλληλεπίδραση µεταξύ ζωνών και χειρισµών. Το 1999 (έτος κατά το οποίο η αλληλεπίδραση µεταξύ των ζωνών και των χειρισµών ήταν σηµαντική και για τις πέντε δοµικές παραµέτρους), η τιµή της πυκνότητας των φρέσκων βλαστών καλαµιού και η πυκνότητα των ανθισµένων φρέσκων βλαστών ήταν στατιστικά σηµαντικά χαµηλότερες στους χειρισµούς βόσκησης και κοπής σε σχέση µε τον µάρτυρα. Η πυκνότητα των ξηρών βλαστών ήταν στατιστικά σηµαντικά χαµηλότερη στο χειρισµό βόσκησης σε σχέση µε τους δύο άλλους χειρισµούς, ενώ στο χειρισµό κοπής είχε χαµηλότερη τιµή συγκριτικά µε το µάρτυρα (όχι όµως µε στατιστικά σηµαντική διαφορά µεταξύ τους). Η ιδιαίτερα υψηλή τιµή πυκνότητας ξηρού καλαµιού στο χειρισµό κοπής το 1999 αποδίδεται στην παρουσία βλαστών που φύτρωσαν και αναπτύχθηκαν µετά τη θερινή κοπή και βρέθηκαν ξηρά κατά τη φθινοπωρινή δειγµατοληψία στον αντίστοιχο κλωβό στον καλαµιώνα (Κ16 στην εικόνα 5.1.1, βλ. και πίνακα ). Οι τιµές του ύψους ήταν στατιστικά σηµαντικά διαφορετικές µεταξύ των τριών χειρισµών µε ελάχιστη τιµή στο χειρισµό κοπής και 162
173 Πίνακας Μέσοι όροι δοµικών χαρακτηριστικών του καλαµιού στις παρυφές του καλαµιώνα (ζώνη 3) και τον καλαµιώνα (ζώνη 4) (µε δεδοµένα από τους µάρτυρες και τους χειρισµούς βόσκησης και θερινής κοπής στις άκαυτες επιφάνειες των δύο ζωνών) (επιφάνειες K11, K12, K13, Κ15, Κ16 και Κ17 στην εικόνα 5.1.1). Παράµετροι Πυκνότητα φρέσκων βλαστών/ τ.µ. Πυκνότητα ξηρών βλαστών Πυκνότητα ανθισµένων φρέσκων βλαστών Ύψος (εκ.) ιάµετρος (χλσ.) Έτη Ζώνη 3 Ζώνη 4 Ζώνη 3 Ζώνη 4 Ζώνη 3 Ζώνη 4 Ζώνη 3 Ζώνη 4 Ζώνη 3 Ζώνη ,7 * 54,2 32,0 * 19,1 9,8 9,8 63,5 172,6 * 2,88 7,20 * ,6 * 31, ,6 * 19,6 * 5,8 95,4 138,7 * 3,99 6,33 * 2 1, 2 75,1 62,7 7,1 36,7 * 25,3 18,0 157,2 206,7 * 5,10 7,49 * Οι αστερίσκοι (*) για κάθε έτος ξεχωριστά υποδηλώνουν στατιστικά σηµαντική διαφορά µεταξύ του ζεύγους τιµών στην ίδια σειρά (για κάθε παράµετρο ξεχωριστά) στο επίπεδο σηµαντικότητας εν πραγµατοποιήθηκαν κοπές κατά τη θερινή περίοδο του 2. 2 Για το έτος 200 τα αριθµητικά δεδοµένα δεν περιέχουν στοιχεία από το χειρισµό θερινής κοπής στον καλαµιώνα λόγω καταστροφής του σχετικού κλωβού πριν από τις µετρήσεις. Πίνακας Μέσοι όροι δοµικών χαρακτηριστικών του καλαµιού στους µάρτυρες και τους χειρισµούς βόσκησης και θερινής κοπής στις παρυφές του καλαµιώνα (ζώνη 3) και τον καλαµιώνα (ζώνη 4) (µε δεδοµένα από τις άκαυτες επιφάνειες των δύο ζωνών) (επιφάνειες K11, K12, K13, Κ15, Κ16 και Κ17 στην εικόνα 5.1.1). Παράµετροι Μάρτυρας Βόσκηση Κοπή Μάρτυρας Βόσκηση Κοπή Μάρτυρας Βόσκηση Κοπή 1, 2 Πυκνότητα φρέσκων βλαστών/ τ.µ. 58,7 a 67 a 80 a 72,0 a 22,7 b 35,3 b 94,0 a 28,7 b 105,3 a Πυκνότητα ξηρών βλαστών/ τ.µ. 49,3 a 12,0 b 15,3 b 71,3 a 14,0 b 49,3 a 33,3 a 14,0 b 0 c Πυκνότητα ανθισµένων φρέσκων βλαστών/ τ.µ. 27,3 a 2,0 b 0 b 38,0 a 0 b 0 b 35,3 a 0 b 41,3 a Ύψος (εκ.) 228,0 a 75,7 b 54 b 249,1 a 75 b 31,7 c 291,3 a 46,3 c 209,9 b ιάµετρος (χλσ.) 5,66 a 5,57 a 3,89 b 6,44 a 5,70 a 3,34 b 7,31 a 5,43 b 4,79 b Τιµές (για κάθε έτος ξεχωριστά) στην ίδια σειρά ακολουθούµενες από το ίδιο γράµµα δεν διαφέρουν στατιστικά σηµαντικά στο επίπεδο σηµαντικότητας εν πραγµατοποιήθηκαν κοπές κατά τη θερινή περίοδο του 2. 2 Το έτος 200 δεν έγιναν µετρήσεις στον χειρισµό «θερινής κοπής» στον καλαµιώνα λόγω καταστροφής του σχετικού κλωβού πριν από αυτές. 163
174 υψηλότερη στον µάρτυρα, ενώ η διάµετρος ήταν στατιστικά σηµαντικά χαµηλότερη στο χειρισµό κοπής. Το 200 οι τιµές όλων παραµέτρων ήταν στατιστικά σηµαντικά χαµηλότερες στο χειρισµό βόσκησης σε σχέση µε το µάρτυρα. Χωρίς να έχει πραγµατοποιηθεί κοπή το καλοκαίρι του 200 οι τιµές της πυκνότητας των φρέσκων βλαστών καλαµιού και της πυκνότητας των ανθισµένων φρέσκων βλαστών ήταν στατιστικά σηµαντικά υψηλότερες στο «χειρισµό κοπής» σε σχέση µε το χειρισµό βόσκησης και υψηλότερες από τις αντίστοιχες στο µάρτυρα (αν και όχι στατιστικά σηµαντικά). Οι τιµές της πυκνότητας ξηρών βλαστών καλαµιού, του ύψους και της διαµέτρου στο χειρισµό κοπής ήταν στατιστικά σηµαντικά χαµηλότερες σε σχέση µε το µάρτυρα. Υπενθυµίζεται όµως, ότι: α) η πυκνότητα των φρέσκων βλαστών καλαµιού και το ύψος αυτών επηρεάστηκαν σηµαντικά από την αλληλεπίδραση µεταξύ ζωνών και χειρισµών, και β) στις παραπάνω συγκρίσεις οι τιµές για το χειρισµό κοπής προέρχονται µόνο από τη ζώνη 3 λόγω καταστροφής του αντίστοιχου κλωβού στη ζώνη Συγκρίσεις των τριών χειρισµών (βόσκηση, θερινή κοπή, µάρτυρας) στην άκαυτη επιφάνεια της ζώνης 4 Για την άκαυτη επιφάνεια του καλαµιώνα έγιναν συγκρίσεις µεταξύ των τριών χειρισµών για τα έτη 1998 και 1999 µε ανάλυση παραλλακτικότητας, ενώ για το 2 οι συγκρίσεις (t-test) περιορίστηκαν µεταξύ µάρτυρα και χειρισµού βόσκησης, λόγω ζηµιών στον κλωβό του χειρισµού θερινής κοπής (Πίνακας ). Η ανάλυση παραλλακτικότητας έδωσε στατιστικά σηµαντικές διαφορές µεταξύ των χειρισµών για όλες τις δοµικές παραµέτρους το 1998 και το 1999, µε µοναδική εξαίρεση για την πυκνότητα των ξηρών βλαστών καλαµιού του 1999 (Πίνακες Π47 και Π48). Το έτος 200 η σύγκριση των µέσων όρων µεταξύ βόσκησης και µάρτυρα έδωσε στατιστικά σηµαντικές διαφορές για την πυκνότητα των ανθισµένων φρέσκων βλαστών και το ύψος του καλαµιού. Το 1998, η πυκνότητα των φρέσκων βλαστών καλαµιού ήταν στατιστικά σηµαντικά υψηλότερη στο χειρισµό κοπής, ενώ ο χειρισµός βόσκησης είχε τη 164
175 χαµηλότερη µέση τιµή, χωρίς όµως στατιστικά σηµαντική διαφορά µε το µάρτυρα. Οι τιµές της πυκνότητας ξηρών βλαστών καλαµιού, ανθισµένων φρέσκων βλαστών καλαµιού και του ύψους ήταν στατιστικά σηµαντικά χαµηλότερες στους χειρισµούς βόσκησης και κοπής σε σχέση µε τον µάρτυρα. Η διάµετρος ήταν στατιστικά σηµαντικά χαµηλότερη στον χειρισµό κοπής. Πίνακας Μέσοι όροι δοµικών χαρακτηριστικών των καλαµιών στους τρεις χειρισµούς (µάρτυρας, βόσκηση, κοπή) στην άκαυτη επιφάνεια του καλαµιώνα (επιφάνειες K15, K17, K16 στην εικόνα 5.1.1). Παράµετροι Μάρτυρας Βόσκηστυραστυρας Μάρ- Βόσκη- Μάρ- Βόσκηση Κοπή Κοπή Πυκνότητα φρέσκων βλαστών/ 53,3 ab 28,0 b 81,3 a 56,0 a 29,3 b 8,0 c 76,0 49,3 - τ.µ. Πυκνότητα ξηρών βλαστών/ 36,0 a 9,3 b 12,0 b 77,3 a 14,7 a 86,7 a 48,0 25,3 - τ.µ. Πυκνότητα ανθισµένων φρέσκων 25,3 a 4,0 b 0 b 17,3 a 0 b 0 b 36,0* 0 - βλαστών/ τ.µ. Ύψος (εκ.) 306,3 a 134,1 b 77,3 b 282a 109,2b 26,8 c 345,1* 68,3 - ιάµετρος (χλσ.) 7,57 a 8,26 a 5,76 b 8,06 a 7,74 a 3,20 b 8,29 6,70 - Τιµές (για κάθε έτος ξεχωριστά) στην ίδια σειρά ακολουθούµενες από το ίδιο γράµµα δεν διαφέρουν στατιστικά σηµαντικά στο επίπεδο σηµαντικότητας 05 (για τα έτη 1998 και 1999). 1 εν υπάρχουν στοιχεία για το χειρισµό κοπής το 2 λόγω καταστροφής του κλωβού από τους βούβαλους. Ο αστερίσκος (*) υποδεικνύει σηµαντικά υψηλότερη τιµή (P 05) σε σχέση µε την αντίστοιχη της ίδιας σειράς στο ίδιο έτος. Κοπή Το 1999, οι στατιστικά σηµαντικά χαµηλότερες τιµές πυκνότητας και ύψους φρέσκου καλαµιού βρέθηκαν στο χειρισµό κοπής, ενώ οι τιµές των ίδιων παραµέτρων στο χειρισµό βόσκησης ήταν στατιστικά σηµαντικά χαµηλότερες από τις αντίστοιχες στο µάρτυρα. Η θερινή κοπή επέδρασε σηµαντικά και στη διάµετρο των καλαµιών, καθώς η τιµή της ήταν χαµηλότερη από το ήµισυ της διαµέτρου στο χειρισµό βόσκησης και τον µάρτυρα, ενώ µεταξύ των δύο τελευταίων χειρισµών η διαφορά ήταν µη στατιστικά σηµαντική. Τα αποτελέσµατα αυτά απέδειξαν τις σηµαντικές επιδράσεις της βόσκησης και της θερινής κοπής στη δοµή του καλαµιού, γεγονός που υποστηρίζει περαιτέρω την 165
176 εφαρµογή των δύο αυτών µεθόδων για τον έλεγχο των υψηλών ελόφυτων µε σκοπό τη δηµιουργία χαµηλότερων και λιγότερο πυκνών δοµών βλάστησης. Όσον αφορά την πυκνότητα ξηρών βλαστών καλαµιού το 1999, δε βρέθηκαν στατιστικά σηµαντικές διαφορές µεταξύ των τριών χειρισµών. Η υψηλή τιµή της στο χειρισµό κοπής το 1999 αποδίδεται στην ανάπτυξη στελεχών καλαµιού που φύτρωσαν µετά τη θερινή κοπή και βρέθηκαν ξηρά κατά τη φθινοπωρινή δειγµατοληψία στον αντίστοιχο κλωβό. Τέλος, καταγράφηκαν µηδενικές τιµές πυκνότητας ανθισµένων βλαστών καλαµιού στους χειρισµούς βόσκησης και κοπής και στατιστικά σηµαντικά υψηλότερη τιµή αυτών στο µάρτυρα. Για το έτος 200 τα διαθέσιµα στοιχεία έδειξαν ότι η βόσκηση βούβαλων προκάλεσε µείωση των τιµών όλων των παραµέτρων σε σχέση µε το µάρτυρα, µε στατιστικά σηµαντικές διαφορές για το ύψος και την πυκνότητα των ανθισµένων βλαστών καλαµιού. Τα αποτελέσµατα αυτά συµφωνούν µε αυτά των Haslam (1971a) και van Deursen and Drost (1990), οι οποίοι αναφέρουν µείωση της ανάπτυξης των καλαµιών λόγω βόσκησης, που καταγράφεται µε µειώσεις των τιµών ύψους και διαµέτρου. Μάλιστα, οι van Deursen and Drost (1990) κατέγραψαν απώλειες καλαµιών κατά 35-45% λόγω καταστροφής τους από το ποδοπάτηµα των βοοειδών Σύγκριση καµένης και άκαυτης επιφάνειας της ζώνης 4 (µάρτυρες) Η σύγκριση (t-test) των τιµών των πέντε δοµικών παραµέτρων του καλαµιού στην καµένη και άκαυτη επιφάνεια του καλαµιώνα έγινε στις αβόσκητες και άκοπες επιφάνειες Κ15 και Κ40 της εικόνας Κατά τη διάρκεια του πρώτου έτους (1998) και δέκα περίπου µήνες µετά την καύση, η πυκνότητα των φρέσκων βλαστών καλαµιού και το ύψος τους δεν διέφεραν στατιστικά σηµαντικά µεταξύ των δύο χειρισµών (Πίνακας ). Αναµενόµενη ήταν η σηµαντική διαφορά µεταξύ των τιµών πυκνότητας ξηρών καλαµιών, καθώς στην καµένη επιφάνεια η καύση κατέστρεψε τη νεκρή ύλη. Ο αριθµός των ανθισµένων φρέσκων βλαστών καλαµιού ήταν επίσης στατιστικά σηµαντικά χαµηλότερος στην καµένη επιφάνεια, ενώ η διάµετρος του καλαµιού ήταν στατιστικά σηµαντικά υψηλότερη στην ίδια. Τα αποτελέσµατα αυτά, όσον αφορά στην πυκνότητα φρέσκων βλαστών καλαµιού, στο ύψος και στη διάµετρό τους, 166
177 έρχονται σε αντίθεση µε τα ευρήµατα της Haslam (1971a), κατά την οποία η καύση στους καλαµιώνες προκαλεί αύξηση της πυκνότητας και του ύψους και µείωση της διαµέτρου. Το 1999, στατιστικά σηµαντικές διαφορές βρέθηκαν µόνο για τις πυκνότητες των φρέσκων και ξηρών βλαστών καλαµιού, µε υψηλότερες τιµές στην άκαυτη επιφάνεια, ενώ και η πυκνότητα των ανθισµένων βλαστών βρέθηκε υψηλότερη από ότι στην καµένη επιφάνεια. Οι τιµές των υπόλοιπων δύο παραµέτρων (ύψος και διάµετρος) βρέθηκαν ελαφρώς υψηλότερες στην καµένη επιφάνεια. Πίνακας Μέσοι όροι δοµικών χαρακτηριστικών του καλαµιού στην καµένη και άκαυτη επιφάνεια του καλαµιώνα (επιφάνειες Κ40 και K15 αντίστοιχα στην εικόνα 5.1.1) Παράµετροι Καµένη Άκαυτη Καµένη Άκαυτη Καµένη Άκαυτη Πυκνότητα φρέσκων βλαστών/ τ.µ. Πυκνότητα ξηρών βλαστών/ τ.µ. Πυκνότητα ανθισ/νων φρέσκων βλαστών/ τ.µ. 54,7 53,3 25,3 56,0* 62,7 76,0 0 36,0* 33,3 77,3* 60 48,0 8,0 25,3* 8,0 17,3 0 36,0* Ύψος (εκ.) 285,7 306,3 325, ,8 345,1* ιάµετρος (χλσ.) 8,07* 7,57 9,08 8,06 7,43 8,29 *Σηµαντικά υψηλότερη τιµή (P 05) σε σχέση µε την αντίστοιχη της ίδιας σειράς στο ίδιο έτος. Το έτος 200 οι πυκνότητες των φρέσκων και ξηρών βλαστών καλαµιού και η διάµετρος δεν διέφεραν σηµαντικά µεταξύ των δύο χειρισµών, υποδεικνύοντας πιθανή εξισορρόπηση της κατάστασης του φυτού στα δύο επίπεδα καύσης τρία περίπου έτη µετά την εφαρµογή της. Αντίθετα, οι στατιστικά σηµαντικές διαφορές στις τιµές των ανθισµένων βλαστών καλαµιού και του ύψους αυτών (σηµαντικά χαµηλότερες στην καµένη επιφάνεια) υπέδειξαν πολύ υποβαθµισµένη κατάσταση των καλαµιών σε αυτήν, γεγονός που δεν είναι εύκολο να ερµηνευθεί, ούτε και να αποδοθεί στην προ τριετίας καύση. Η µηδενική τιµή ανθισµένων βλαστών και η χαµηλή τιµή ύψους του καλαµιού στην καµένη επιφάνεια θα µπορούσαν να αποδοθούν στην συσσώρευση ξηρής ύλης η οποία δεν επιτρέπει την οµαλή ανάπτυξη των καλαµιών (Haslam 1971a, 1971b). Το ίδιο 167
178 όµως θα έπρεπε να είχε φανεί και στην άκαυτη επιφάνεια και, θεωρητικά τουλάχιστον, εντονότερα από ότι στην καµένη επιφάνεια λόγω περισσότερο µακροχρόνιας απόθεσης ξηρής ύλης στο υπόστρωµα του καλαµιώνα. 168
179 6.6. Επιδράσεις της βόσκησης στην ορνιθοπανίδα και ιχθυοπανίδα στην περιοχή έρευνας Η βόσκηση των βούβαλων προκάλεσε άνοιγµα της πυκνής βλάστησης των καλαµιώνων (Εικόνες ) και δηµιούργησε σηµεία µε γυµνό έδαφος ή λάσπη στις τέσσερις φυτοκοινότητες που εξετάστηκαν στα προηγούµενα κεφάλαια, καθώς επίσης και στις θαµνώδεις διαπλάσεις του είδους Buxus sempervirens, που βρίσκονταν σε ορισµένα ξηρά σηµεία της περιφραγµένης περιοχής έρευνας. Με αυτόν τον τρόπο, η βόσκηση συνέβαλε στη δηµιουργία ενός µωσαϊκού µικροβιοτόπων, πολύ ωφέλιµου τόσο για τα βόσκοντα ζώα (π.χ. σηµεία µε σκιά για ανάπαυση και µηρυκασµό, νερόλακκοι για δροσιά και επικάλυψη µε λάσπη απαραίτητη για την αποφυγή ενοχλητικών εντόµων) (Εικόνες 6.6.6, 6.6.7), όσο και για πλήθος άλλων ειδών της υδρόβιας πανίδας. Κατά τη διάρκεια του πειραµατισµού, οι βοσκηµένες επιφάνειες της πειραµατικής περιοχής χρησιµοποιούνταν τακτικά από πολλά είδη πουλιών κυρίως για τη διατροφή τους (Πίνακας 6.6.1, Εικόνες ). Εικόνα Βούβαλος σε πληµµυρισµένη επιφάνεια των παρυφών του καλαµιώνα τον Απρίλιο του Εικόνα Οι βούβαλοι σε επιφάνεια που καλύπτονταν από καλαµιώνα πριν την έναρξη του πειραµατισµού (Μάιος 2). Ο καλαµιώνας στο βάθος είναι εκτός περίφραξης (αβόσκητος). Εικόνα Βοσκηµένη και αβόσκητη βλάστηση (χωρισµένες από το φράκτη) στις παρυφές του καλαµιώνα και τον καλαµιώνα στην περιοχή έρευνας το Μάρτιο του
180 Εικόνα Η πειραµατική περιοχή της Πύλης το Φεβρουάριο του 1999 (20 µήνες µετά την εισαγωγή των βούβαλων σε αυτήν). Εικόνα Η ίδια περιοχή το Μάρτιο του 1999 (στο βάθος και αριστερά ο οικισµός της Πύλης). ιακρίνονται επίσης οι κλωβοί στις πληµµυρισµένες παρυφές του καλαµιώνα, στις οποίες παρατηρήθηκε η αναπαραγωγή κυπρίνων. Εικόνα Οι νερόλακκοι αποδείχθηκαν ιδανικά ενδιαιτήµατα για ορισµένα είδη εντόµων και αµφιβίων, όπως οι λιµνοβάτραχοι (Rana ridibunda) που διακρίνονται στο µέτωπο του βούβαλου. Εικόνα Χαρακτηριστικός νερόλακκος στην πειραµατική περιοχή. Σηµειώνεται, ότι τα 14 είδη πουλιών που παρατηρήθηκαν να διατρέφονται στην περιοχής έρευνας (Πίνακας 6.6.1) δεν παρατηρήθηκαν να χρησιµοποιούν για τον ίδιο λόγο τις εκτός της εξωτερικής περίφραξης αβόσκητες επιφάνειες. Οι τελευταίες καλύπτονταν από υψηλές διαπλάσεις, που κυριαρχούνταν από καλάµι (Εικόνα 6.6.3), γεγονός που δεν επέτρεπε την πρόσβαση των πουλιών σε αυτές και την ανεύρεση τροφής ανάµεσα στα υψηλά ελόφυτα. Στο σηµείο αυτό θα πρέπει να δοθεί έµφαση στο γεγονός, ότι κατά την παρούσα έρευνα δύο όροι (που συχνά έχουν αρνητική σηµασία στις επιστήµες του φυσικού περιβάλλοντος), έπαιξαν σηµαντικό ρόλο στη µετατροπή της βλάστησης στην περιοχή έρευνας, ευνοώντας µε αυτόν τον τρόπο την παρουσία πλήθους υδρόβιων οργανισµών σε αυτήν. 170
181 Συγκεκριµένα, η βόσκηση ως «διαταραχή» αλλά και το αυξηµένο ποσοστό κάλυψης από «γυµνό έδαφος» (συχνά µε τη µορφή λάσπης) στις βοσκόµενες περιοδικά πληµµυριζόµενες επιφάνειες επέδρασαν θετικά στη χρήση των επιφανειών αυτών από πολλά είδη της άγριας πανίδας, γεγονός που επιβεβαιώθηκε από την παρουσία των πουλιών, τα οποία συχνά χρησιµοποιούνται ως δείκτες της υγείας των υγροτοπικών οικοσυστηµάτων. Παρόµοιες ήταν οι επιδράσεις της βόσκησης ελαφιών (Cervus elaphus) σε περιφραγµένη προστατευόµενη περιοχή της Σουηδίας έκτασης 30 εκταρίων, που περιείχε υγρότοπο µε πυκνό καλαµιώνα σε ρηχά νερά (Larsson 1994). Τα ελάφια κατόρθωσαν να ελέγξουν το καλάµι και να µετατρέψουν την περιοχή σε ιδανικό ενδιαίτηµα για υδρόβια πουλιά. Η βόσκηση, το ποδοπάτηµα και οι λασπόλακκοι που δηµιούργησαν τα ελάφια προσέφεραν ιδανικούς χώρους για την αναπαραγωγή, ξεκούραση και διατροφή χηνών, παπιών και παρυδάτιων πουλιών. Οι Bibby and Lunn (1982) αναφέρουν, ότι η συνύπαρξη υγρολίβαδων που χρησιµοποιούνται για βόσκηση (όπως αυτό που δηµιουργήθηκε στην πειραµατική περιοχή από τους βούβαλους) και καλαµιώνων σε µία υγροτοπική περιοχή είναι ιδανική για διαχειµάζοντα και φωλεάζοντα είδη υδρόβιων πουλιών (χήνες, πάπιες και παρυδάτια). Άλλα είδη πουλιών που παρατηρήθηκαν συχνά στην πειραµατική περιοχή (χωρίς όµως να επιβεβαιωθεί η διατροφή τους σε αυτήν) ήταν το πελαργόµορφο Botaurus stellaris (ήταυρος) και τα αρπακτικά Circaetus gallicus (φιδαετός), Circus cyaneus (βαλτόκιρικος) και Buteo buteo (γερακίνα). Τον Απρίλιο του 1999 και το Μάιο του 200 παρατηρήθηκε αναπαραγωγή κυπρίνων σε βοσκόµενες επιφάνειες των παρυφών του καλαµιώνα και του καλαµιώνα. Η χρήση των επιφανειών αυτών από τα ψάρια είναι βέβαιο ότι ευνοήθηκε από τις υψηλές εαρινές τιµές της στάθµης της λίµνης τα δύο αυτά έτη (Εικόνα 4.4.2) διότι: α) οι βοσκόµενες επιφάνειες ήταν επαρκώς πληµµυρισµένες για την εναπόθεση των αβγών, και β) η υψηλή στάθµη της λίµνης διευκόλυνε το πέρασµα των ψαριών από το εσωτερικό αυτής προς τους χώρους εναπόθεσης µέσα από τον πυκνό καλαµιώνα της συγκεκριµένης περιοχής διανύοντας µια απόσταση περίπου 250 µ. (δεξιό τµήµα της εικόνας 6.6.5). Στις ίδιες βοσκόµενες επιφάνειες, η παρουσία και άλλων ειδών ψαριών ήταν συχνή, γεγονός που επιβεβαιώθηκε από οπτικές παρατηρήσεις και, κυρίως, από την τακτική παρουσία διατρεφόµενων 171
182 ψαροφάγων (αποκλειστικά και µη) ειδών πουλιών κατά τη διάρκεια περιόδων κατάκλυσης των επιφανειών αυτών. Πίνακας Είδη υδρόβιων πουλιών που παρατηρήθηκαν να διατρέφονται στις βοσκηµένες επιφάνειες των υγρών φυτοκοινοτήτων της περιοχής έρευνας κατά τη διάρκεια του πειράµατος. Επιστηµονικό Κοινό όνοµα Παρατηρήσεις 5 όνοµα Phalacrocorax carbo Phalacrocorax pygmeus Pelecanus crispus Ardeola ralloides Egretta garzetta Κορµοράνος Λαγγόνα Αργυροπελεκάνος Κρυπτοτσικνιάς Λευκοτσικνιάς Συνήθως αποκλειστικά ψαροφάγο είδος που τρέφεται σε σχετικά βαθιά νερά. Παρατηρήθηκε ελάχιστες φορές. Είδος συγγενές µε τον κορµοράνο, αλλά µικρότερο σε µέγεθος. Τρέφεται µε µικρά ψάρια, αµφίβια και σπανιότερα µε υδρόβια έντοµα και καρκινοειδή σε περιοχές γύρω από καλαµιώνες, υγρολίβαδα και άλλα ενδιαιτήµατα ρηχών νερών. Η παρουσία της στην περιοχή έρευνας ήταν καθηµερινή τις εποχές που οι βοσκόµενες επιφάνειες ήταν επαρκώς πληµµυρισµένες (χειµώνας-άνοιξη). Αποκλειστικά ψαροφάγο είδος που τρέφεται σε βαθιά και ρηχά νερά. Έγινε µία καταγραφή τριών ατόµων τον Απρίλιο του Ερωδιός µε κοντά πόδια που τρέφεται συνήθως σε ρηχά νερά µε πλούσια υδρόβια βλάστηση. Η τροφή του αποτελείται από έντοµα και προνύµφες, αµφίβια και µικρά ψάρια. Παρατηρήθηκε αρκετές φορές κατά τις εαρινές και τις θερινές περιόδους. Ερωδιός µετρίου µεγέθους µε λίγες παρατηρήσεις στην περιοχή έρευνας. Τρέφεται κατά προτίµηση µε µικρά ψάρια, µικρά αµφίβια, χερσαία και υδρόβια έντοµα και δευτερευόντως µε καρκινοειδή, σαύρες, σκουλήκια, σαλιγκάρια, µικροθηλαστικά και φίδια. Egretta alba Ardea cinerea Αργυροτσικνιάς Σταχτοτσικνιάς Μεγαλόσωµος ερωδιός που τρέφεται σε ρηχά νερά κυρίως µε ψάρια και υδρόβια έντοµα κατά την υγρή περίοδο του έτους και µε µικροθηλαστικά και χερσαία έντοµα κατά την ξηρή περίοδο. Οι παρατηρήσεις του στην περιοχή έρευνας ήταν τακτικές κατά τη διάρκεια των χειµερινών και εαρινών περιόδων. Μεγαλόσωµος ερωδιός που τρέφεται σε ρηχά νερά κυρίως µε ψάρια, αµφίβια, µικροθηλαστικά, έντοµα και ερπετά. Οι παρατηρήσεις του ήταν τακτικές κατά τη διάρκεια των χειµερινών και εαρινών περιόδων και µαζί µε τις λαγγόνες και τους αργυροτσικνιάδες ήταν τα πρώτα είδη υδρόβιων πουλιών που παρατηρήθηκαν στην περιοχή έρευνας. 5 Βιβλιογραφικές αναφορές: Ελληνική Ορνιθολογική Εταιρία (1996), Everett (1989), Καζαντζίδης και Ναζηρίδης (1999), Παπαγεωργίου (1990), Peterson και συν. (1981), Snow and Perrins (1998). 172
183 Πίνακας (συνέχεια). Επιστηµονικό Κοινό όνοµα όνοµα Παρατηρήσεις Ardea purpurea Ciconia ciconia Πορφυροτσικνιάς Πελαργός Μεγαλόσωµος ερωδιός που τρέφεται σε βαθιά νερά πατώντας πάνω σε επιπλέουσα υδρόβια βλάστηση ή σε ρηχά νερά. Η τροφή του αποτελείται κυρίως από ψάρια και έντοµα (ενήλικα και προνύµφες), ενώ καταναλώνει επίσης µικροθηλαστικά και αµφίβια και σπανιότερα ερπετά, πουλιά, καρκινοειδή, µαλάκια και αράχνες. Το είδος παρατηρήθηκε έξι φορές (1-2 άτοµα κάθε φορά) την περίοδο Ιουλίου-Αυγούστου 1999 και µία φορά (4 άτοµα) στα τέλη Ιουνίου 2 σε υγρές µη πληµµυρισµένες βοσκόµενες επιφάνειες. Αποκλειστικά σαρκοφάγο είδος µε ευρεία ικανότητα λήψης τροφής, τόσο σε υγρά, όσο και σε ξηρά ενδιαιτήµατα. Παρατηρήθηκε δύο φορές τον Αύγουστο του Anas strepera Καπακλής ή Φλυαρόπαπια Είδος πάπιας που τρέφεται κυρίως µε υδρόβια φυτά καθώς κολυµπάει. Παρατηρήθηκε λίγες φορές στην περιοχή έρευνας σε καλά πληµµυρισµένες τοποθεσίες µε επαρκή κάλυψη. Anas platyrhynchos Rallus aquaticus Fulica atra Gallinago gallinago Πρασινοκέφαλη πάπια Νεροκοτσέλα Φαλαρίδα Μπεκατσίνι Παµφάγο είδος (κοινό στις παρυφές καλαµιώνων) µε µεγάλο εύρος ειδών τροφής και διατροφικών µεθόδων, οι οποίες εξαρτώνται από το ενδιαίτηµα, την εποχή και τη διαθεσιµότητα τροφής. Παρατηρήθηκε λίγες φορές στην περιοχή έρευνας σε καλά πληµµυρισµένες βοσκόµενες τοποθεσίες. Μικρόσωµο παµφάγο είδος (κοινό σε καλαµιώνες) που τρέφεται σε ρηχά νερά αρπάζοντας την τροφή του πάνω ή κάτω από την επιφάνεια του νερού, από λάσπη ή από την αναδυόµενη βλάστηση. Παρατηρήθηκε µία µόνο φορά, αλλά η παρουσία του ήταν µόνιµη, γεγονός που επιβεβαιώνονταν από τη χαρακτηριστική φωνή του. Παµφάγο είδος που τρέφεται κατά κύριο λόγο καθώς κολυµπάει. Το είδος είχε καθηµερινή παρουσία στην περιοχή έρευνας (από λίγα άτοµα ως λίγες δεκάδες) σε βοσκόµενες επαρκώς πληµµυρισµένες επιφάνειες κατά τη διάρκεια των χειµερινών περιόδων ως τις αρχές της άνοιξης και πριν αρχίσει η ανάπτυξη των αναδυόµενων ελόφυτων πάνω από την επιφάνεια του νερού. Μικρόσωµο είδος που τρέφεται κυρίως µε έντοµα σε υγρό και συνήθως λασπώδες υπόστρωµα στις παρυφές καλαµιώνων και ανοιχτών νερών και σε πολύ ρηχά νερά. Παρατηρήθηκε λίγες φορές σε µικρές οµάδες. 173
184 Εικόνα Οι λαγγόνες ήταν το πρώτο είδος πουλιών που παρατηρήθηκε να χρησιµοποιεί για διατροφή τα ανοίγµατα που δηµιουργήθηκαν από τη βόσκηση των βούβαλων στον καλαµιώνα και τις παρυφές του (στις αρχές Ιανουαρίου 1998). Συχνά χρησιµοποιούσαν τους πασσάλους των πειραµατικών κλωβών για ξεκούραση κοντά στα σηµεία διατροφής τους (λήψη φωτογραφίας: Απρίλιος 1999). Εικόνα Αργυροτσικνιάς σε βοσκόµενη επιφάνεια του καλαµιώνα της πειραµατικής περιοχής (Ιανουάριος 1999). Εικόνα Πορφυροτσικνιάς στο βοσκηµένο καλαµιώνα της πειραµατικής περιοχής τον Ιούλιο του Την εποχή αυτή, η επιφάνεια ήταν υγρή και όχι πληµµυρισµένη, γεγονός που υποδεικνύει ότι ο συγκεκριµένος ερωδιός πιθανότατα τρέφονταν µε αµφίβια ή έντοµα. Εικόνα Πελαργός που διατρέφονταν στην ίδια τοποθεσία µε τις εικόνες και τον Αύγουστο του Την εποχή αυτή, οι βοσκηµένες επιφάνειες ήταν κατά τόπους ύφυγρες ή εντελώς ξηρές και ο πελαργός κυνηγούσε έντοµα και αµφίβια. 174
AND014 - Εκβολή όρμου Λεύκα
AND014 - Εκβολή όρμου Λεύκα Περιγραφή Η εκβολή του όρμου Λεύκα βρίσκεται περίπου 5 χιλιόμετρα βόρεια του οικισμού Αρνάς (ή Άρνη) στην Άνδρο. Πρόκειται για εκβολή ρύακα σχεδόν μόνιμης ροής, που τροφοδοτεί
ΟΙ ΥΔΡΟΒΙΟΤΟΠΟΙ ΚΑΙ Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΟΥΣ
ΟΙ ΥΔΡΟΒΙΟΤΟΠΟΙ ΚΑΙ Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΟΥΣ Υδατικά οικοσυστήματα Στη βιόσφαιρα υπάρχουν δύο είδη οικοσυστημάτων: τα υδάτινα και τα χερσαία. Tα υδάτινα οικοσυστήματα διαχωρίζονται ανάλογα με την αλατότητα του νερού
Υ Α Δ Τ Α ΙΝΑ ΟΙΚ ΙΝΑ ΟΙΚ ΣΥΣΤΗΜΑ ΣΥΣΤΗΜΑ Α Κ Ποϊραζ Ποϊραζ δης Χειμερινό
Κ. Ποϊραζίδης Χειμερινό 2010 2011 ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΑ ΒΙΒΛΙΑ ΕΝΟΤΗΤΕΣ ΥΛΗΣ Ενότητα 1: Εισαγωγή στους υγροτόπους 1.1. Λίμνες 1.2. Έλη 1.3. Υφάλμυρα νερά 1.4. Τρεχούμενα νερά Ενότητα 2: ΤΟ ΝΟΜΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
Κ. Ποϊραζίδης Εισήγηση 4 η Λειτουργίες και αξίες των υγροτόπω. Εαρινό
ΥΔΑΤΙΝΑ ΟΙΚΟΣΥΣΤΗΜΑΤΑ Κ. Ποϊραζίδης Εισήγηση 4 η και αξίες των υγροτόπω 03/12/10 Εαρινό 2010 2011 Εμπλουτισμός των υπόγειων υδροφόρων στρωμάτων Ρόλο παίζουν οι φυσικές ιδιότητες του εδάφους και του γεωλογικού
Υ Α Δ Τ Α ΙΝΑ ΟΙΚ ΙΝΑ ΟΙΚ ΣΥΣΤΗΜΑ ΣΥΣΤΗΜΑ Α Κ Ποϊραζ Ποϊραζ δης Εαρινό
Κ. Ποϊραζίδης Εαρινό 2010 2011 ΕΝΟΤΗΤΕΣ ΥΛΗΣ Ενότητα 1: Εισαγωγή στους υγροτόπους 1.1. Λίμνες 1.2. Έλη 1.3. Υφάλμυρα νερά 1.4. Τρεχούμενα νερά Ενότητα 2: ΤΟ ΝΟΜΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΩΝ ΥΓΡΟΤΟΠΩΝ Ενότητα
Κ. Ποϊραζίδης Εισήγηση 10 η ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΥΓΡΟΤΟΠΩΝ ΒΛΑΣΤΗΣΗ
ΥΔΑΤΙΝΑ ΟΙΚΟΣΥΣΤΗΜΑΤΑ Κ. Ποϊραζίδης Εισήγηση 10 η ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΥΓΡΟΤΟΠΩΝ ΒΛΑΣΤΗΣΗ Εαρινό 2010 2011 2011 ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ της ΒΛΑΣΤΗΣΗΣ 1 Η βλάστηση αποτελεί τη ραχοκοκαλιά του υγροτοπικού συστήματος καθορίζοντας
ΥΔΑΤΙΝΑ ΟΙΚΟΣΥΣΤΗΜΑΤΑ
Ανοικτά Ακαδημαϊκά Μαθήματα στο ΤΕΙ Ιονίων Νήσων ΥΔΑΤΙΝΑ ΟΙΚΟΣΥΣΤΗΜΑΤΑ Ενότητα 1: Εισαγωγή Eαρινό 2013-2014 Το περιεχόμενο του μαθήματος διατίθεται με άδεια Creative Commons εκτός και αν αναφέρεται διαφορετικά
SAM003 - Έλος Γλυφάδας
SAM003 - Έλος Γλυφάδας Περιγραφή Το έλος Γλυφάδας βρίσκεται βορειοανατολικά του Ηραίου, στην νοτιοδυτική πλευρά του αεροδρομίου Σάμου, στο Δήμο Σάμου. Περιλαμβάνεται στην εθνική απογραφή με κωδικό GR412342000
AND008 - Εκβολή Ζόρκου (Μεγάλου Ρέματος)
AND008 - Εκβολή Ζόρκου (Μεγάλου Ρέματος) Περιγραφή Η εκβολή Ζόρκου (Μεγάλου Ρέματος) βρίσκεται περίπου 4,5 χιλιόμετρα βόρεια - βορειοδυτικά του οικισμού Βιτάλι στην Άνδρο. Ο υγρότοπος περιλαμβάνεται στην
Κ. Ποϊραζίδης Εισήγηση 9 η ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΥΓΡΟΤΟΠΩΝ Εαρινό
ΥΔΑΤΙΝΑ ΟΙΚΟΣΥΣΤΗΜΑΤΑ 03/12/10 Κ. Ποϊραζίδης Εισήγηση 9 η ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΥΓΡΟΤΟΠΩΝ Εαρινό 2010 2011 ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΥΓΡΟΤΟΠΩΝ 1 Ηαποκατάσταση υγροτόπων δεν έχει ένα γενικά αποδεκτό ορισμό: Με την ευρύτερη ερη
Οι αξίες των υγροτόπων
Τι εννοούμε με τον όρο «αξίες»; Σχέση των αξιών με τις λειτουργίες Λειτουργική ανάλυση υγροτόπου αντικειμενικές διαπιστώσεις Αξιακή ανάλυση υγροτόπου υποκειμενικούς παράγοντες 1 2 Οι αξίες είναι πολλαπλές
AND016 - Εκβολή Πλούσκα (Γίδες)
AND016 - Εκβολή Πλούσκα (Γίδες) Περιγραφή Η εκβολή του ποταμού Πλούσκα βρίσκεται περίπου 3 χιλιόμετρα νοτιοανατολικά του οικισμού Βιτάλι και υπάγεται διοικητικά στον Δήμο Άνδρου. Πρόκειται για εκβολή ποταμού
SAT001 - Εκβολή ποταμού Βάτου
SAT001 - Εκβολή ποταμού Βάτου Περιγραφή Η εκβολή του χειμάρρου Βάτου δεν είναι προσβάσιμη με δρόμο από τη στεριά. Προσεγγίζεται μόνο με σκάφος και βρίσκεται σε απόσταση περίπου 17 χλμ. μακριά από το λιμάνι
SAM002 - Έλος Μεσοκάμπου
SAM002 - Έλος Μεσοκάμπου Περιγραφή Το έλος Μεσοκάμπου βρίσκεται περίπου 3 χιλιόμετρα νότια - νοτιοδυτικά από το Παλαιόκαστρο, στο Δήμο Σάμου. Περιλαμβάνεται στην εθνική απογραφή με κωδικό GR412341000 και
AND003 - Λίμνη Ατένη. Περιγραφή. Γεωγραφικά στοιχεία. Θεμελιώδη στοιχεία. Καθεστώτα προστασίας
AND003 - Λίμνη Ατένη Περιγραφή Η λίμνη Ατένη βρίσκεται περίπου 1,5 χιλιόμετρο βορειοανατολικά του ομώνυμου οικισμού στην Άνδρο. Έχει καταγραφεί ως υγρότοπος από το ΕΚΒΥ με κωδικό GR422344000 και με το
MIL006 - Εκβολή Αγκάθια
MIL006 - Εκβολή Αγκάθια Περιγραφή Η εκβολή στα Αγκάθια βρίσκεται στον ομώνυμο όρμο, 4,4 χιλιόμετρα περίπου βορειοδυτικά του οικισμού Εμπορειός στη Μήλο. Πρόκειται για εκβολή χειμάρρου σε άμεση αλληλεπίδραση
AND019 - Έλος Κρεμμύδες
AND019 - Έλος Κρεμμύδες Περιγραφή Το έλος Κρεμμύδες βρίσκεται περίπου 3 χιλιόμετρα νοτιοανατολικά του οικισμού Κόρθι στην Άνδρο. Τροφοδοτείται από δύο ρύακες περιοδικής ροής και λόγω της απομόνωσής του
AND001 - Έλος Βιτάλι. Περιγραφή. Γεωγραφικά στοιχεία. Θεμελιώδη στοιχεία. Καθεστώτα προστασίας
AND001 - Έλος Βιτάλι Περιγραφή Το έλος Βιτάλι βρίσκεται περίπου 2,5 χιλιόμετρα ανατολικά του ομώνυμου οικισμού στην Άνδρο. Έχει καταγραφεί ως υγρότοπος και από το ΕΚΒΥ με κωδικό GR422343000 και όνομα "Έλος
ΕΤΗΣΙΑ ΑΝΑΦΟΡΑ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΥΓΡΟΤΟΠΟΥ
ΕΤΗΣΙΑ ΑΝΑΦΟΡΑ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΥΓΡΟΤΟΠΟΥ Σύνοψη δράσεων διαχείρισης της βλάστησης στην παραλίμνια ζώνη της Μικρής Πρέσπας για το έτος 2012 Ιανουάριος 2013 Συγγραφή αναφοράς Ειρήνη Κουτσερή
PAR011 - Αλυκές Λάγκερη (Πλατιά Άμμος)
PAR011 - Αλυκές Λάγκερη (Πλατιά Άμμος) Περιγραφή Ο υγρότοπος των Αλυκών Λάγγερη βρίσκεται περίπου 4 χιλιόμετρα βορειανατολικά της Νάουσας στην Πάρο. Πρόκειται για υγρότοπο που αποτελείται από δύο εποχιακά
AND018 - Εκβολή ρύακα Άμπουλου (όρμος Μεγάλη Πέζα)
AND018 - Εκβολή ρύακα Άμπουλου (όρμος Μεγάλη Πέζα) Περιγραφή Η εκβολή του ρύακα Άμπουλου (όρμος Μεγάλη Πέζα) βρίσκεται περίπου 4,5 χιλιόμετρα βόρεια του οικισμού Μακρομάνταλο στην Άνδρο. Πρόκειται για
AND002 - Έλος Άχλα. Περιγραφή. Γεωγραφικά στοιχεία. Θεμελιώδη στοιχεία
AND002 - Έλος Άχλα Περιγραφή Το έλος Άχλα βρίσκεται περίπου 4,5 χιλιόμετρα βόρεια βορειοανατολικά του οικισμού Στενιές της Άνδρου. Έχει καταγραφεί ως υγρότοπος και από το ΕΚΒΥ με κωδικό GR422345000 και
SAT010 - Λιμνοθάλασσα Κουφκή (η Κουφκή)
SAT010 - Λιμνοθάλασσα Κουφκή (η Κουφκή) Περιγραφή H λιμνοθάλασσα Κουφκή (η Κουφκή) βρίσκεται περίπου 2 χλμ. νοτιοδυτικά του οικισμού Καμαριώτισσα στη Σαμοθράκη. Περιλαμβάνεται στην απογραφή του WWF Ελλάς
Ειρήνη Κουτσερή (MSc), Συντονίστρια έργου Εκδήλωση Ενημέρωσης για το Ευρωπαϊκό Χρηματοδοτικό Πρόγραμμα LIFE 05 Απριλίου 2019
Δράσεις για την προστασία των υδρόβιων πουλιών στη Μικρή Πρέσπα: συμβάλλοντας στην προσαρμογή των οικοσυστημάτων στην κλιματική αλλαγή και δημιουργώντας οφέλη για την τοπική κοινωνία Ειρήνη Κουτσερή (MSc),
Υγρότοποι: μία ιστορία για το νησί μου. Καλουστ Παραγκαμιάν / WWF Ελλάς
Υγρότοποι: μία ιστορία για το νησί μου Καλουστ Παραγκαμιάν / WWF Ελλάς Υγρότοποι: μια ιστορία για το νησί μου 1 Τι είναι υγρότοποι; Καλουστ Παραγκαμιάν / WWF Ελλάς Υγρότοποι: μια ιστορία για το νησί μου
Εθνικό Σχέδιο Στρατηγικής Αγροτικής Ανάπτυξης της Ελλάδας για την 4η προγραµµατική περίοδο. Σχόλια του WWF Ελλάς στο 3 ο προσχέδιο Μάιος 2006
Εθνικό Σχέδιο Στρατηγικής Αγροτικής Ανάπτυξης της Ελλάδας για την 4η προγραµµατική περίοδο Σχόλια του WWF Ελλάς στο 3 ο προσχέδιο Μάιος 2006 Γενικά σχόλια Το κείµενο παρουσιάζεται σε γενικές γραµµές ικανοποιητικό
Κωνσταντίνος Στεφανίδης
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΑΤΡΩΝ ΤΜΗΜΑ ΒΙΟΛΟΓΙΑΣ - ΤΟΜΕΑΣ ΒΙΟΛΟΓΙΑΣ ΦΥΤΩΝ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΠΟΥΔΩΝ ΟΙΚΟΛΟΓΙΑ-ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ & ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΦΥΣΙΚΟΥ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ Διατριβή Μεταπτυχιακού Διπλώματος Ειδίκευσης Οικολογική
AND011 - Έλος Καντούνι
AND011 - Έλος Καντούνι Περιγραφή Το έλος Καντούνι βρίσκεται νότια - νοτιοανατολικά στο όριο του χωριού Κόρθι στην Άνδρο. Πρόκειται για υποβαθμισμένη εκβολή που τροφοδοτείται από έναν ρύακα σχεδόν μόνιμης
THA002 - Βάλτα Ραχωνίου
THA002 - Βάλτα Ραχωνίου Περιγραφή Η Βάλτα Ραχωνίου βρίσκεται περίπου 2,7 χιλιόμετρα βόρεια - βορειοανατολικά του οικισμού Πρίνος, στη Θάσο και περιλαμβάνεται στην απογραφή του WWF Ελλάς για τους υγρότοπους
Κατανάλωση νερού σε παγκόσμια κλίμακα
Κατανάλωση νερού σε παγκόσμια κλίμακα ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ - ΜΟΡΦΗ ΕΡΓΟΥ ΚΑΙ ΧΡΗΣΗ ΝΕΡΟΥ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ Προέλευση Μορφή έργων Χρήση Επιφανειακό νερό Φράγματα (ταμιευτήρες) Λιμνοδεξαμενές (ομβροδεξαμενές) Κύρια για
Παγκόσµια εικόνα του περιβάλλοντος Θεοδότα Νάντσου WWF Ελλάς
Παγκόσµια εικόνα του περιβάλλοντος Θεοδότα Νάντσου WWF Ελλάς Παγκόσµια προβλήµατα Αιτίες της περιβαλλοντικής καταστροφής Λύσεις Τι γίνεται στην Ελλάδα; Ορισµοί Πρόβληµα: Απώλεια βιοποικιλότητας Περίπου
ΦΥΣΙΚΕΣ ΠΡΟΣΤΑΤΕΥΟΜΕΝΕΣ ΠΕΡΙΟΧΕΣ. Μαρία Κιτριλάκη ΠΕ04.04
ΦΥΣΙΚΕΣ ΠΡΟΣΤΑΤΕΥΟΜΕΝΕΣ ΠΕΡΙΟΧΕΣ Μαρία Κιτριλάκη Διαχείριση φυσικών περιοχών Η σύγχρονη αντίληψη για τη διαχείριση των φυσικών περιοχών δεν κυριαρχείται από την παλαιότερη τακτική της εξάντλησης αλλά από
Φυσικές Προστατευόµενες Περιοχές - Χώροι Αναψυχής
ΕΒ ΟΜΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ Φυσικές Προστατευόµενες Περιοχές - Χώροι Αναψυχής ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΚΛΕΙΣΤΟΥ ΤΥΠΟΥ Ερωτήσεις της µορφής σωστό-λάθος Σηµειώστε αν είναι σωστή ή λάθος καθεµιά από τις παρακάτω προτάσεις περιβάλλοντας
MIL012 - Εκβολή ρύακα Σπυρίτου
MIL012 - Εκβολή ρύακα Σπυρίτου Περιγραφή Η εκβολή του ρύακα Σπυρίτου βρίσκεται στην παραλία Αμμουδαράκι ή Τριάδες, 5,5 χιλιόμετρα περίπου βορειοδυτικά του οικισμού Εμπορειός στη Μήλο. Πρόκειται για εκβολή
ΕΘΝΙΚΟ ΠΑΡΚΟ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ ΘΡΑΚΗΣ
ΕΘΝΙΚΟ ΠΑΡΚΟ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ ΘΡΑΚΗΣ «Οι Πυρκαγιές στην προστατευόμενη περιοχή του Δέλτα Νέστου» Υπεύθυνος Προγράμματος Επόπτευσης Φύλαξης ΕΠΑΜΑΘ Αλέξανδρος Χαντζάρας M.Sc. Περιβαλλοντολόγος Δέλτα
ΕΤΗΣΙΑ ΑΝΑΦΟΡΑ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΥΓΡΟΤΟΠΟΥ. Εισήγηση για την αλιεία στις λίμνες Μικρή και Μεγάλη Πρέσπα για το 2015
ΕΤΗΣΙΑ ΑΝΑΦΟΡΑ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΥΓΡΟΤΟΠΟΥ Εισήγηση για την αλιεία στις λίμνες Μικρή και Μεγάλη Πρέσπα για το 2015 Άγιος Γερμανός, Φεβρουάριος 2015 Συγγραφή αναφοράς Ειρήνη Κουτσερή Υπεύθυνη
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΑΤΡΩΝ ΤΜΗΜΑ ΒΙΟΛΟΓΙΑΣ - ΤΟΜΕΑΣ ΒΙΟΛΟΓΙΑΣ ΦΥΤΩΝ
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΑΤΡΩΝ ΤΜΗΜΑ ΒΙΟΛΟΓΙΑΣ - ΤΟΜΕΑΣ ΒΙΟΛΟΓΙΑΣ ΦΥΤΩΝ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΠΟΥΔΩΝ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗ: ΟΙΚΟΛΟΓΙΑ-ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ & ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΦΥΣΙΚΟΥ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ Διατριβή Μεταπτυχιακού Διπλώματος Ειδίκευσης
Οι υγρότοποι της Αττικής και η σημασία τους για την ορνιθοπανίδα Μαργαρίτα Τζάλη
Οι υγρότοποι της Αττικής και η σημασία τους για την ορνιθοπανίδα Μαργαρίτα Τζάλη Διαχείριση και αξιοποίηση ρεμάτων στο αστικό περιβάλλον. Προκλήσεις και προοπτικές, 2012 Περιεχόμενο παρουσίασης Η Ορνιθολογική
ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΕΝΗ ΧΡΗΣΗ ΤΩΝ ΛΙΒΑΔΙΩΝ ΚΑΙ ΛΟΙΠΩΝ ΠΗΓΩΝ ΤΡΟΦΗΣ
ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΕΝΗ ΧΡΗΣΗ ΤΩΝ ΛΙΒΑΔΙΩΝ ΚΑΙ ΛΟΙΠΩΝ ΠΗΓΩΝ ΤΡΟΦΗΣ Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΕΝΗΣ ΧΡΗΣΗΣ ΤΩΝ ΛΙΒΑΔΙΩΝ Στη χώρα μας, οι κύριες χρήσεις γης είναι Λιβάδια Γεωργικές εκτάσεις Δάση Ιδιαίτερα στον ορεινό και
Εφαρμογή των σύγχρονων τεχνολογιών στην εκτίμηση των μεταβολών στη παράκτια περιοχή του Δέλτα Αξιού
Εφαρμογή των σύγχρονων τεχνολογιών στην εκτίμηση των μεταβολών στη παράκτια περιοχή του Δέλτα Αξιού Μελιάδου Βαρβάρα: Μεταπτυχιακός Τμημ. Γεωγραφίας Πανεπιστημίου Αιγαίου Μελιάδης Μιλτιάδης: Υποψήφιος
ιαχείριση Υδατικών Οικοσυστηµάτων: Μεταβατικά ύδατα ρ. Παναγιώτης ΠΑΝΑΓΙΩΤΙ ΗΣ /ντης Ερευνών Ελληνικό Κέντρο Θαλασσίων Ερευνών
ιαχείριση Υδατικών Οικοσυστηµάτων: Μεταβατικά ύδατα ρ. Παναγιώτης ΠΑΝΑΓΙΩΤΙ ΗΣ /ντης Ερευνών Ελληνικό Κέντρο Θαλασσίων Ερευνών Μεταβατικά ύδατα (transitional waters) σύµφωνα µε την Οδηγία Πλαίσιο για τα
KRI146 - Έλος παραλίας Κόκκινου Πύργου (Καταλυκή)
KRI146 - Έλος παραλίας Κόκκινου Πύργου (Καταλυκή) Περιγραφή Η Καταλυκή (Έλος παραλίας Κόκκινου Πύργου) βρίσκεται στο δήμο Φαιστού, περίπου 2 χιλιόμετρα δυτικά βορειοδυτικά του Τυμπακίου. Πρόκειται για
EUB003 - Έλος Ψαχνών ή Κολοβρέχτης
EUB003 - Έλος Ψαχνών ή Κολοβρέχτης Περιγραφή Το έλος Ψαχνών ή Κολοβρέχτης βρίσκεται περίπου 3 χιλιόμετρα βόρεια της Νέας Αρτάκης, στο Δήμο Χαλκιδέων. Έχει καταγραφεί ως υγρότοπος από το ΕΚΒΥ με κωδικό
Καλούστ Παραγκαμιάν WWF Ελλάς
Η κατάσταση των υγροτόπων Καλούστ Παραγκαμιάν WWF Ελλάς Ερευνητικό πρόγραμμα: Προστασία των νησιωτικών υγρότοπων της Ελλάδας Οι νησιωτικοί υγρότοποι της Ελλάδας -προϋπάρχουσα γνώση- Η πρώτη συστηματική
Τεχνητές Υδατοσυλλογές της Κρήτης Ταµιευτήρες νερού ή και Υγρότοποι; υνατότητες Πολλαπλών ρόλων
Τεχνητές Υδατοσυλλογές της Κρήτης Ταµιευτήρες νερού ή και Υγρότοποι; υνατότητες Πολλαπλών ρόλων Μιχάλης ρετάκης Μουσείο Φυσικής Ιστορίας Κρήτης Πανεπιστήµιο Κρήτης Το υγροτοπικό µωσαϊκό στην Κρήτη LIFE
Στοιχεία από το ερευνητικό έργο «Υγρότοποι Αττικής» ΕΛΚΕΘΕ / ΕΟΕ 2010
Η ανάγκη διατήρησης-παρακολούθησης-ανάδειξης των υγροτόπων της Αττικής Στοιχεία από το ερευνητικό έργο «Υγρότοποι Αττικής» ΕΛΚΕΘΕ / ΕΟΕ 2010 Υπεύθυνος έργου από πλευράς ΕΛΚΕΘΕ: Δρ. Σταμάτης Ζόγκαρης zogaris@ath.hcmr.gr
Οι αξίες των υγροτόπων
(5 11) Κτηνοτροφική Πηγή τροφής (υγρολίβαδα) Προστασία (καύσωνες, ) Πόσιμο νερό 2 Κτηνοτροφική Αγροτικά ζώα (μέρος της πανίδας) Αυξανόμενος αριθμός (Αξιό, Έβρο), μειούμενος αριθμός (Πρέσπες) Παντελής παύση
Διαχείριση της βόσκησης αγροτικών ζώων στις προστατευόμενες περιοχές
ΗΜΕΡΙΔΑ ΦΟΡΕΑΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΔΕΛΤΑ ΝΕΣΤΟΥ-ΒΙΣΤΩΝΙΔΑΣ-ΙΣΜΑΡΙΔΑΣ «Η κτηνοτροφία στο Εθνικό Πάρκο Ανατολικής Μακεδονίας-Θράκης» 20 Νοεμβρίου 2015, Κομοτηνή Διαχείριση της βόσκησης αγροτικών ζώων στις προστατευόμενες
ΕΡΓΑΛΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΕΝΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΤΗΣ ΠΡΟΣΤΑΤΕΥΟΜΕΝΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ ΛΙΜΝΗΣ ΚΑΡΛΑΣ
ΕΡΓΑΛΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΕΝΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΤΗΣ ΠΡΟΣΤΑΤΕΥΟΜΕΝΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ ΛΙΜΝΗΣ ΚΑΡΛΑΣ Θ. Παπαδημητρίου, Π. Σιδηρόπουλος, Δ. Μιχαλάκης, Μ. Χαμόγλου, Ι. Κάγκαλου Φορέας Διαχείρισης Περιοχής Οικοανάπτυξης Κάρλας
Διαχείριση περιοχών Δικτύου Natura 2000. Μαρίνα Ξενοφώντος Λειτουργός Περιβάλλοντος Τμήμα Περιβάλλοντος
Διαχείριση περιοχών Δικτύου Natura 2000 Μαρίνα Ξενοφώντος Λειτουργός Περιβάλλοντος Τμήμα Περιβάλλοντος Το Δίκτυο Natura 2000 Πανευρωπαϊκό Δίκτυο Οικολογικών Περιοχών το οποίο δημιουργήθηκε το 1992 με την
Υγρότοποι: μία ιστορία για το νησί μου. Καλουστ Παραγκαμιάν / WWF Ελλάς
Υγρότοποι: μία ιστορία για το νησί μου Καλουστ Παραγκαμιάν / WWF Ελλάς Υγρότοποι: μια ιστορία για το νησί μου 1 Τι είναι υγρότοποι; Καλουστ Παραγκαμιάν / WWF Ελλάς Καλούστ Παραγκαμιάν/ WWF Ελλάς Υγρότοποι:
SAT002 - Εκβολή ρύακα Φονιά
SAT002 - Εκβολή ρύακα Φονιά Περιγραφή Ο ρύακας Φονιάς και η εκβολή του βρίσκονται 11,3 χλμ.α-βα της Χώρας στη νήσο Σαμοθράκη. Πρόκειται στην ουσία για δύο εκβολές σε απόσταση μερικών μέτρων η μια από την
Υγρότοποι: μια ιστορία για το νησί μου
Προστασία των νησιωτικών υγρότοπων της Ελλάδας Υγρότοποι: μια ιστορία για το νησί μου WWF Ελλάς Νόέμβριος 2012 Καλουστ Παραγκαμιάν / WWF Ελλάς Γνωριμία με τις υγροτοπικές περιοχές της Κρήτης Υγρότοποι:
Τα αγροπεριβαλλοντικά µέτρα και η διαχείριση του νερού
Τα αγροπεριβαλλοντικά µέτρα και η διαχείριση του νερού Γιώργος Βλάχος Εργαστήριο Γεωργικών Εφαρµογών Αγροτικών Συστηµάτων Αγροτικής Κοινωνιολογίας Τµήµα Αγροτικής Οικονοµίας και Ανάπτυξης Γεωπονικό Πανεπιστήµιο
AIG001 - Εκβολή Μαραθώνα (Βιρού)
AIG001 - Εκβολή Μαραθώνα (Βιρού) Περιγραφή Η εκβολή Μαραθώνα (Βιρού ή «Λίμνη») βρίσκεται περίπου 1,6 χιλιόμετρα βόρεια βορειοδυτικά από τον οικισμό Αιγηνίτισσα και υπάγεται διοικητικά στο Δήμο Αίγινας.
AND007 - Εκβολή Γιάλια (Ρύακα Αφουρσές)
AND007 - Εκβολή Γιάλια (Ρύακα Αφουρσές) Περιγραφή Η εκβολή Γιάλια (Ρύακα Αφουρσές) βρίσκεται περίπου 1 χιλιόμετρο νοτιοανατολικά του οικισμού Στενιές Άνδρου. Πρόκειται για έναν σχετικά υποβαθμισμένο υγρότοπο
MIL007 - Αλμυρό λιμνίο Αδάμα
MIL007 - Αλμυρό λιμνίο Αδάμα Περιγραφή Το αλμυρό λιμνίο Αδάμα βρίσκεται περίπου 1 χιλιόμετρο νοτιοδυτικά του ομώνυμου οικισμού στη Μήλο. Πρόκειται για εποχιακό αλμυρό λιμνίο σε άμεση αλληλεπίδραση με τη
http://www.eu-water.eu
5ο Ενημερωτικό Δελτίο του έργου EU-WATER Διακρατική ολοκληρωμένη διαχείριση των υδατικών πόρων στη γεωργία http://www.eu-water.eu "Οικονομικά κίνητρα για την υιοθέτηση πρακτικών εξοικονόμησης νερού και
Προστασία των νησιωτικών υγρότοπων της Ελλάδας: Εμπειρία και συμπεράσματα από την αντιμετώπιση περιπτώσεων υποβάθμισης στην Κρήτη
Προστασία των νησιωτικών υγρότοπων της Ελλάδας: Εμπειρία και συμπεράσματα από την αντιμετώπιση περιπτώσεων υποβάθμισης στην Κρήτη Καλούστ Παραγκαμιάν Θάνος Γιαννακάκης Ηλίας Τζηρίτης WWF Ελλάς Tο πρόγραμμα
http://www.eu-water.eu
2ο Ενημερωτικό Δελτίο του έργου EU-WATER Διακρατική ολοκληρωμένη διαχείριση των υδατικών πόρων στη γεωργία http://www.eu-water.eu Παρουσίαση της υδρογεωλογικής κατάστασης της λεκάνης Σαριγκιόλ και των
SAM009 - Εκβολή Ποτάμι Καρλοβάσου
SAM009 - Εκβολή Ποτάμι Καρλοβάσου Περιγραφή Ο υγρότοπος της εκβολής Ποτάμι Καρλοβάσου, βρίσκεται 2,5 χιλιόμετρα βοριοδυτικά του οικισμού Λέκα και υπάγεται διοικητικά στον Δήμο Σάμου. Πρόκειται για εκβολή
«Δίκτυο Προστατευόμενων Περιοχών ΝATURA 2000»
Ανοικτή Εκδήλωση Ενημέρωσης με θέμα: «Προστατευόμενες περιοχές του Δικτύου NATURA 2000 στην Κρήτη» Αξός Μυλοποτάμου, 29 Μαΐου 2016 «Δίκτυο Προστατευόμενων Περιοχών ΝATURA 2000» Δρ. ΜΙΧΑΛΗΣ ΠΡΟΜΠΟΝΑΣ Φυσικός
Προστατευόμενεςπεριοχέςως εργαλεία διατήρησης και διαχείρισης του θαλάσσιου περιβάλλοντος
Προστατευόμενεςπεριοχέςως εργαλεία διατήρησης και διαχείρισης του θαλάσσιου περιβάλλοντος Σωτήρης Ορφανίδης Δρ. Βιολόγος-Αναπληρωτής Ερευνητής Εθνικό Ίδρυμα Αγροτικής Έρευνας (ΕΘΙΑΓΕ) Ινστιτούτο Αλιευτικής
MIL019 - Εποχικό αλμυρό λιμνίο όρμου Αγ. Δημητρίου
MIL019 - Εποχικό αλμυρό λιμνίο όρμου Αγ. Δημητρίου Περιγραφή Το εποχιακό αλμυρό λιμνίο Αγ. Δημητρίου βρίσκεται στον ομώνυμο όρμο, 2,3 χιλιόμετρα περίπου βόρεια του οικισμού Εμπορειός στη Μήλο. Πρόκειται
ΠΡΟΣΤΑΤΕΥΟΜΕΝΕΣ ΠΕΡΙΟΧΕΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ http://www.minenv.gr/
ΠΡΟΣΤΑΤΕΥΟΜΕΝΕΣ ΠΕΡΙΟΧΕΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ, ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΟΙΚΟΣΥΣΤΗΜΑΤΩΝ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ, ΤΟ ΔΙΚΤΥΟ NATURA 2000 ΚΑΙ LIFE+ ΠΡΟΣΤΑΤΕΥΟΜΕΝΕΣ ΠΕΡΙΟΧΕΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ http://www.minenv.gr/ 369 370 371 ΠΑΡΚΟ ΠΡΕΣΠΩΝ.
ΕΘΝΙΚΟ ΣΧΕ ΙΟ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗΣ ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟ Ο (2007 2013) ΑΘΗΝΑ 14 ΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 2006
ΕΘΝΙΚΟ ΣΧΕ ΙΟ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗΣ ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ (ΕΣΣΑΑ) ΓΙΑ ΤΗΝ 4 Η ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟ Ο (2007 2013) ΑΘΗΝΑ 14 ΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 2006 ΕΥΡΩΠΑΙΚΟ ΓΕΩΡΓΙΚΟ ΤΑΜΕΙΟ ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ (ΕΓΤΑΑ) ΚΑΝ.. 1698/2005 ΕΠΙΤΕΥΞΗ
Ο ρόλος της Δασικής Υπηρεσίας στις προστατευόμενες περιοχές του δικτύου NATURA 2000
Ο ρόλος της Δασικής Υπηρεσίας στις προστατευόμενες περιοχές του δικτύου NATURA 2000 Αρβανίτης Παντελής Δασολόγος, PhD Δ/νση Δασών Ηρακλείου τηλ 2810264962. email: p.arvanitis@apdkritis.gov.gr NATURA 2000
ΛΙΜΝΟΛΟΓΙΑ. Αποτελεί υποσύνολο της επιστήμης της Θαλάσσιας Βιολογίας και της Ωκεανογραφίας.
ΛΙΜΝΟΛΟΓΙΑ Η Λιμνολογία είναι μία σχετικά νέα επιστήμη: πρώτη αναφορά το 1895 από τον Ελβετό F. A. Forel στο βιβλίο του με τίτλο: Le Leman: Monographie limnologique. Αποτελεί υποσύνολο της επιστήμης της
3 ο Πανελλήνιο Λιβαδοπονικό Συνέδριο Καρπενήσι 4-6 Σεπτεµβρίου 2002 Λιβαδοπονία και ανάπτυξη ορεινών περιοχών
3 ο Πανελλήνιο Λιβαδοπονικό Συνέδριο Καρπενήσι 4-6 Σεπτεµβρίου 2002 Λιβαδοπονία και ανάπτυξη ορεινών περιοχών Συµπεράσµατα Συµβολή των λιβαδιών στην ανάπτυξη των ορεινών περιοχών Τα λιβάδια της χώρας αποτελούν
ΕΡΓΩΝ ΤΑΜΙΕΥΣΗΣ ΑΡ ΕΥΤΙΚΟΥ ΝΕΡΟΥ. ρ. Ε. Σταυρινός Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης & Τροφίµων ιοικ. Τοµέας Κοιν. Πόρων & Υποδοµών
ΕΚΤΙΜΗΣΗ ΤΩΝ ΕΠΙΠΤΩΣΕΩΝ ΤΩΝ ΕΡΓΩΝ ΤΑΜΙΕΥΣΗΣ ΑΡ ΕΥΤΙΚΟΥ ΝΕΡΟΥ ΣΤΙΣ ΠΡΟΣΤΑΤΕΥΟΜΕΝΕΣ ΠΕΡΙΟΧΕΣ ρ. Ε. Σταυρινός Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης & Τροφίµων µ ιοικ. Τοµέας Κοιν. Πόρων & Υποδοµών ΠΡΟΣΤΑΤΕΥΟΜΕΝΕΣ
Διαχείριση καλαμιώνων και υγρών λιβαδιών
«Διαχειριστικές Προτάσεις για την Παμβώτιδα» Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων Τμήμα Βιολογικών Εφαρμογών και Τεχνολογιών, Τεχνικό Επιμελητήριο Τμήμα Ηπείρου, Γενικά Αρχεία του Κράτους Ιστορικό Αρχείο Ηπείρου, Φορέας
Bio-Greece - NATURA 2000 ΒΑΣΗ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ ΠΑΝΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΟΙΚΟΛΟΓΙΚΟΥ ΔΙΚΤYΟΥ ΠΡΟΣΤΑΤΕΥΟΜΕΝΩΝ ΠΕΡΙΟΧΩΝ
Bio-Greece - NATURA 2000 ΒΑΣΗ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ ΠΑΝΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΟΙΚΟΛΟΓΙΚΟΥ ΔΙΚΤYΟΥ ΠΡΟΣΤΑΤΕΥΟΜΕΝΩΝ ΠΕΡΙΟΧΩΝ Εύα Παπαστεργιάδου, Τμήμα Βιολογίας, Πανεπιστήμιο Πατρών Η Οδηγία 92/43/ΕΟΚ Σκοπός Προστασία της βιολογικής
Προστατευόμενες Περιοχές: Διαχείριση- Φορείς
Προστατευόμενες Περιοχές: Διαχείριση- Φορείς Παπαδημητρίου Δότη Δρ. Βιολόγος Το χρονικό των Προστατευόμενων Περιοχών Ινδία, 2000 χρόνια πριν: Περιοχές ελεύθερες με στόχο την προστασία των φυσικών πόρων
ΤΡΙΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ. Χλωρίδα και Πανίδα
ΤΡΙΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ Χλωρίδα και Πανίδα ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΚΛΕΙΣΤΟΥ ΤΥΠΟΥ Ερωτήσεις της µορφής σωστό-λάθος Σηµειώστε αν είναι σωστή ή λάθος καθεµιά από τις παρακάτω προτάσεις περιβάλλοντας µε ένα κύκλο το αντίστοιχο
ΘΕΣΜΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΗΣ ΦΥΣΗΣ
ΘΕΣΜΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΗΣ ΦΥΣΗΣ Εθνική Νοµοθεσία Α. Νόµος 1650/1986 «Για την προστασία του περιβάλλοντος» Εθνική Νοµοθεσία Α. Νόµος 1650/1986 «Για την προστασία του περιβάλλοντος» Το 1986 η εθνικήνοµοθεσία
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Γ 1 ο ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΟΡΑΜΑΤΙΣΜΟΥ
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Γ 1 ο ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΟΡΑΜΑΤΙΣΜΟΥ 64 65 ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Γ1 ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ 1 ου ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟΥ ΟΡΑΜΑΤΙΣΜΟΥ 66 67 Βoβούσα: ΤόποΣτις Ιδέες ιήµερο Εργαστήριο για τον Προσδιορισµό του Συλλογικού Οράµατος για την Βιώσιµη
ΑΛΛΑΓΏΝ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΑΛΑΣΣΙΑ
ΟΙ ΕΠΙ ΡΑΣΕΙΣ ΤΩΝ ΚΛΙΜΑΤΙΚΩΝ ΑΛΛΑΓΏΝ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΑΛΑΣΣΙΑ ΑΛΙΕΙΑ ρ. Κώστας Παπακωνσταντίνου τ /ντής του Ινστιτούτου Θαλάσσιων Βιολογικών Πόρων τ. /ντής του Ινστιτούτου Θαλάσσιων Βιολογικών Πόρων Ελληνικό
ΦΑΚΕΛΟΣ ΕΡΓΟΥ ΑΡΓΟΣΤΟΛΙ 2015
Αντικείμενο: «Ειδική Λιβαδοπονική Μελέτη για την περιφερειακή ζώνη του Ε.Δ. Αίνου» ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑ ΙΟΝΙΩΝ ΝΗΣΙΩΝ ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΑΝΑΠΤΥΞΙΑΚΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΙΣΜΟΥ, ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ & ΥΠΟΔΟΜΩΝ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ
ΕΠΑΝ II, KOYΠΟΝΙΑ ΚΑΙΝΟΤΟΜΙΑΣ ΓΙΑ ΜΙΚΡΟΜΕΣΑΙΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ Κωδικός Αριθμός Κουπονιού:
ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ ΘΑΛΑΣΣΙΩΝ ΕΡΕΥΝΩΝ ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟ ΘΑΛΑΣΣΙΩΝ ΒΙΟΛΟΓΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟ ΩΚΕΑΝΟΓΡΑΦΙΑΣ ΣΥΛΛΟΓΗ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΩΝ, ΟΙΚΟΛΟΓΙΚΩΝ, ΩΚΕΑΝΟΓΡΑΦΙΚΩΝ ΚΑΙ ΑΛΙΕΥΤΙΚΩΝ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΧΗ ΤΟΥ ΑΡΓΟΛΙΚΟΥ
Ορθολογική διαχείριση των υδάτων- Το παράδειγμα της Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας
Ορθολογική διαχείριση των υδάτων- Το παράδειγμα της Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας Δρ. Νικόλαος Τσοτσόλης Γεωπόνος-μέλος του ΓΕΩΤΕΕ, με ειδίκευση στη διαχείριση των εδαφοϋδατικών πόρων (MSc, PhD) Γενικός
µια άλλη µάτια στους τεχνητούς υγρότοπους
µια άλλη µάτια στους τεχνητούς υγρότοπους LIFE ENVIRONMENT LIFE00 ENV/GR/000685 ΜΕΣΟΓΕΙΑΚΟΙ ΥΓΡΟΤΟΠΟΙ ΚΑΙ ΛΙΜΝΟ ΕΞΑΜΕΝΕΣ. ΕΠΙ ΕΙΞΗ ΠΟΛΥΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΗΣ ΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΣΤΟ ΝΗΣΙ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ Ενηµέρωση για τα αποτελέσµατα
ΕΤΗΣΙΑ ΑΝΑΦΟΡΑ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΥΓΡΟΤΟΠΟΥ
ΕΤΗΣΙΑ ΑΝΑΦΟΡΑ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΥΓΡΟΤΟΠΟΥ Σύνοψη δράσεων της βλάστησης στην παραλίμνια ζώνη της Μικρής Πρέσπας για το έτος 2013 Φεβρουάριος 2014 Συγγραφή αναφοράς Αννίτα Λογοθέτη, Μ.Μαλακού
SAM010 - Εκβολή Κερκητείου Ρέματος
SAM010 - Εκβολή Κερκητείου Ρέματος Περιγραφή Ο υγρότοπος της εκβολής Κερκητείου ρέματος βρίσκεται στο παραλιακό μέτωπο του νέου Καρλόβασι και υπάγεται διοικητικά στον Δήμο Σάμου. Η εκβολή κρατά νερό όλο
AND012 - Έλος Βόρη. Περιγραφή. Γεωγραφικά στοιχεία. Θεμελιώδη στοιχεία
AND012 - Έλος Βόρη Περιγραφή Το έλος Βόρη βρίσκεται περίπου 4,5 χιλιόμετρα βόρεια - βορειοδυτικά του οικισμού Βουρκωτή στην Άνδρο. Ο υγρότοπος περιλαμβάνεται στην απογραφή του WWF Ελλάς για τους υγρότοπους
Προστατεύει το. υδάτινο περιβάλλον. Αλλάζει τη. ζωή μας. www.ypeka.gr. www.epperaa.gr
Προστατεύει το υδάτινο περιβάλλον Αλλάζει τη ζωή μας www.epperaa.gr www.ypeka.gr Το ΕΠΠΕΡΑΑ προστατεύει το Υδάτινο περιβάλλον βελτιώνει την Ποιότητα της Ζωής μας Ε.Π. «Περιβάλλον και Αειφόρος Ανάπτυξη»
ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΛΙΒΑΔΙΩΝ II
ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΛΙΒΑΔΙΩΝ II Καθορισμός των Προδιαγραφών και του Περιεχομένου των Προσωρινών Διαχειριστικών Σχεδίων Βόσκησης, στο πλαίσιο εφαρμογής των διατάξεων του άρθρου 60 του Ν. 4264/2014 (ΦΕΚ 118Α ). Άρθρο
Ανακύκλωση & διατήρηση Θρεπτικών
Ανακύκλωση & διατήρηση Θρεπτικών 30-12-2014 EVA PAPASTERGIADOU Ανακύκλωση των Θρεπτικών είναι η χρησιμοποίηση, ο μετασχηματισμός, η διακίνηση & η επαναχρησιμοποίηση των θρεπτικών στοιχείων στα οικοσυστήματα
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. Πρόλογος MEΡΟΣ Α Δομή Οικοσυστημάτων Βιογεωχημικοί κύκλοι Εκτίμηση Οικολογικού Κινδύνου
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ 5 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πρόλογος... 13 MEΡΟΣ Α Δομή Οικοσυστημάτων Βιογεωχημικοί κύκλοι Εκτίμηση Οικολογικού Κινδύνου Κεφάλαιο 1: Οικοσυστήματα... 17 1.1. Δομή και οργάνωση οικοσυστημάτων... 17 1.2.
PAR006 - Έλος Χρυσής Ακτής
PAR006 - Έλος Χρυσής Ακτής Περιγραφή Το έλος Χρυσής Ακτής βρίσκεται περίπου 1,2 χιλιόμετρα βορειοανατολικά του οικισμού Δρυός στην Πάρο. Πρόκειται για μικρό εποχιακό λιμνίο υφάλμυρου νερού με περιορισμένη
Παρουσίαση των. Προγραμμάτων Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης. που λειτουργούν στον. Βοτανικό Κήπο. «Ιουλίας & Αλεξάνδρου Ν. Διομήδους»
Παρουσίαση των Προγραμμάτων Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης που λειτουργούν στον Βοτανικό Κήπο «Ιουλίας & Αλεξάνδρου Ν. Διομήδους» Πρόγραμμα 1 ο Βλάβες και Αποκατάσταση Φυσικού περιβάλλοντος Στόχοι του προγράμματος:
THA001 - Φραγμολίμνη Μαριών
THA001 - Φραγμολίμνη Μαριών Περιγραφή Η Φραγμολίμνη Μαριών βρίσκεται περίπου 2,2 χιλιόμετρα βορειανατολικά του ομώνυμου οικισμού του Δήμου Θάσου. Πρόκειται για ταμιευτήρα που προέκυψε με την κατασκευή
25/11/2010. Κ. Ποϊραζίδης Εισήγηση 4 η Παρόχθιες Ζώνες στην Ελλάδα Χειμερινό Παρόχθια ζώνη
ΥΔΑΤΙΝΑ ΟΙΚΟΣΥΣΤΗΜΑΤΑ 29/10/10 Κ. Ποϊραζίδης Εισήγηση 4 η Παρόχθιες Ζώνες στην Ελλάδα Χειμερινό 2010 2011 Παρόχθια ζώνη Σε κάθε ποταμό υπάρχει παρόχθια ζώνη Μια πολύπλοκη και ευαίσθητη περιοχή που συνδέει
Κεφάλαιο 2 : Γενικά χαρακτηριστικά στοιχεία του Νοµού
VII σελίδα Πρόλογος - Ευχαριστίες Περιεχόµενα V VII 0. Εισαγωγή 1 Κεφάλαιο 1 : Ιστορική Εξέλιξη 1.1 Αρχαίοι χρόνοι 5 1.2 Βυζαντινή Περίοδος 6 1.3 Οθωµανική Κυριαρχία 7 1.4 Αφετηρία της σύγχρονης περιόδου
«Η Επίδραση της Βόσκησης στη Βιοποικιλότητα του Ακάμα»
«Η Επίδραση της Βόσκησης στη Βιοποικιλότητα του Ακάμα» Αειφόρος Αγροτική Ανάπτυξη Ακάμα Περιφερειακό Συνέδριο ΕΕ-Κύπρος 24/01/2015 Μηνάς Παπαδόπουλος Τομέας Πάρκων και Περιβάλλοντος Τμήμα Δασών ΤΜΗΜΑ ΔΑΣΩΝ
Μητρώο Προστατευόμενων Περιοχών
Μητρώο Προστατευόμενων Περιοχών Το μητρώο των προστατευόμενων περιοχών σύμφωνα με τα οριζόμενα, που περιγράφεται στο Άρθρο 6 της Οδηγίας 2000/60/ΕΚ, περιλαμβάνει τις ακόλουθες κατηγορίες (Παράρτημα IV
ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ ΡΥΠΑΝΣΗΣ. Ι ΑΣΚΟΥΣΑ : ρ. Μαρία Π. Θεοδωροπούλου
ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ ΡΥΠΑΝΣΗΣ Ι ΑΣΚΟΥΣΑ : ρ. Μαρία Π. Θεοδωροπούλου ΕΙΣΑΓΩΓΗ Η ξέφρενη ανάπτυξη της τεχνολογίας την τελευταία πεντηκονταετία είχε και έχει σαν επακόλουθο εκτεταµένες οικολογικές καταστροφές που προέρχονται
AND006 - Εκβολή Παραπόρτι (Μεγάλου Ποταμού)
AND006 - Εκβολή Παραπόρτι (Μεγάλου Ποταμού) Περιγραφή Η εκβολή Παραπόρτι ή Μεγάλου Ποταμού βρίσκεται στο νοτιοανατολικό άκρο του οικισμού της Χώρας στην Άνδρο. Πρόκειται για έναν υποβαθμισμένο υγρότοπο
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. Πρόλογος MEΡΟΣ Α Δομή Οικοσυστημάτων Βιογεωχημικοί κύκλοι Εκτίμηση Οικολογικού Κινδύνου
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ 5 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πρόλογος... 13 MEΡΟΣ Α Δομή Οικοσυστημάτων Βιογεωχημικοί κύκλοι Εκτίμηση Οικολογικού Κινδύνου Κεφάλαιο 1: Οικοσυστήματα... 17 1.1. Δομή και οργάνωση οικοσυστημάτων... 17 1.2.
MIL003 - Λιμνοθάλασσα Ριβάρι
MIL003 - Λιμνοθάλασσα Ριβάρι Περιγραφή Η λιμνοθάλασσα Ριβάρι βρίσκεται 1,2 χιλιόμετρα περίπου νοτιοανατολικά του οικισμού Εμπορειός στη Μήλο. Πρόκειται για λιμνοθάλασσα με σχετικά μεγάλο άνοιγμα προς τη
ασογεωργικά συστήµατα και το ευρωπαϊκό πρόγραµµα SAFE
ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΗΜΕΡΙ Α ΑΣΟΓΕΩΡΓΙΚΑ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΧΡΗΣΗΣ ΓΗΣ Θεσσαλονίκη, 4 Φεβρουαρίου 2005 ασογεωργικά συστήµατα και το ευρωπαϊκό πρόγραµµα SAFE Βασίλειος Π. Παπαναστάσης Αριστοτέλειο Πανεπιστήµιο Θεσσαλονίκης