www.inlaw.gr Newsletter 11/2011 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Αστικό 3-178 [ 2 ]
ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ Αδικαιολόγητος πλουτισµός - Γενικά ικαστήριο: Άρειος Πάγος Αριθµός απόφασης: 275 Έτος: 2011 - Αδικοπραξία και αδικαιολόγητος πλουτισµός. Παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου. Έλλειψη νόµιµης βάσης. - Το άρθρο 938 ΑΚ ορίζει ότι: "Όποιος οφείλει αποζηµίωση από αδικοπραξία έχει την υποχρέωση, κατά τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισµό, να αποδώσει ό,τι περιήλθε σ` αυτόν, ακόµη και αν η απαίτηση από την αδικοπραξία έχει παραγραφεί". Από τη διάταξη αυτή σαφώς προκύπτει ότι αν από την τέλεση αδικοπραξίας δεν επήλθε µόνο ζηµία σε άλλον, αλλά συγχρόνως και ωφέλεια στον αδικοπραγήσαντα από την περιουσία ή µε ζηµία του αδικηθέντος, τότε, παρά την παραγραφή της αξιώσεως από αδικοπραξία, υφίσταται αξίωση του τελευταίου από τον αδικαιολόγητο πλουτισµό, η οποία υπόκειται εφεξής στη ρύθµιση των άρθρων 904 επ. ΑΚ (ΑΠ 112/2006). - Κατά τη διάταξη του αρθρ. 559 αριθ. 1 του ΚΠολ αναίρεση επιτρέπεται µόνο αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου στον οποίο περιλαµβάνονται και οι ερµηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. (άρθρα 173 και 200 του ΑΚ). Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρµοστεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγµατικές προϋποθέσεις για την εφαρµογή του, ή αν εφαρµοστεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρµοστεί εσφαλµένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε µε ψευδή ερµηνεία, είτε µε κακή εφαρµογή, δηλαδή µε εσφαλµένη υπαγωγή (ΟλΑΠ 7/2006 και ΟλΑΠ 4/2005). - Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 19 του ΚΠολ, αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόµιµη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες, ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζητήµατα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Από την υπόψη διάταξη, που αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παράγραφος 3 του Συντάγµατος προκύπτει ότι ο προβλεπόµενος απ αυτή λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του νοµικού συλλογισµού δεν εκτίθενται καθόλου πραγµατικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας), ή όταν τα εκτιθέµενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγµατικού του εφαρµοστέου κανόνα δικαίου για την επέλευση της έννοµης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνηση του (ανεπαρκής αιτιολογία) ή όταν αντιφάσκουν µεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία) (ΟλΑΠ 1/1999). εν υπάρχει όµως ανεπάρκεια αιτιολογιών, όταν η απόφαση περιέχει συνοπτικές αλλά πλήρεις αιτιολογίες Εξάλλου, το κατά νόµο αναγκαίο περιεχόµενο της ελάσσονος πρότασης προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρµοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγµατικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της απόφασης στο αποδεικτικό της πόρισµα, και να µην καταλείπονται αµφιβολίες. Ελλείψεις δε αναγόµενες µόνο στην ανάλυση και στάθµιση των αποδεικτικών µέσων και γενικότερα ως προς την αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσµατος, αν αυτό διατυπώνεται σαφώς, δεν συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες (ΟλΑΠ 861/1984). ηλαδή, µόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς, και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε. Τα επιχειρήµατα δε του δικαστηρίου, που σχετίζονται µε την εκτίµηση των αποδείξεων δεν συνιστούν παραδοχές επί τη βάσει των οποίων διαµορφώνεται το αποδεικτικό πόρισµα και ως εκ τούτου δεν αποτελούν "αιτιολογία" της απόφασης, ώστε στο
πλαίσιο της ερευνώµενης διάταξης του άρθρου 559 αριθ. 19 να επιδέχεται αυτή µοµφή για αντιφατικότητα ή ανεπάρκεια, ενώ δεν δηµιουργείται ο ίδιος λόγος αναίρεσης του αριθµού 19 του άρθρου 559 του ΚΠολ ούτε εξαιτίας του ότι το δικαστήριο δεν αναλύει ιδιαιτέρως και διεξοδικά τα µη συνιστώντα αυτοτελείς ισχυρισµούς επιχειρήµατα των διαδίκων, οπότε ο σχετικός λόγος αναίρεσης απορρίπτεται ως απαράδεκτος. - Από τη διάταξη του άρθρου 561 παράγραφος 1 του ΚΠολ προκύπτει ότι η εκτίµηση από το δικαστήριο της ουσίας των πραγµατικών περιστατικών, εφόσον δεν παραβιάστηκαν µε αυτά κανόνες ουσιαστικού δικαίου, στους οποίους περιλαµβάνονται και οι ερµηνευτικοί, ή εφόσον η εκτίµηση τους δεν ιδρύει λόγους αναίρεσης από τους αριθµούς 19 και 20 του άρθρου 559 του ΚΠολ, είναι από τον Άρειο Πάγο ανέλεγκτη, ο δε αντίστοιχος λόγος αναίρεσης, εκ του περιεχοµένου του οποίου προκύπτει ότι δεν συντρέχει καµία από τις προαναφερθείσες εξαιρετικές περιπτώσεις απορρίπτεται ως απαράδεκτος, εφόσον πλέον πλήττεται η ουσία της υπόθεσης που δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο (ΑΠ 868/2008). ΑΚ: 904 επ., 938, ΚΠολ : 559 αριθ. 1, 559 αριθ. 19, 561, ηµοσίευση: INLAW 2011 Αδικοπραξία - Αιτιώδης συνάφεια µεταξύ γεγονότος και αποτελέσµατος ικαστήριο: Άρειος Πάγος Αριθµός απόφασης: 634 Έτος: 2009 - Αδικοπραξία και αιτιώδης συνάφεια µεταξύ ζηµιογόνου πράξης και επελθούσας ζηµίας. Πρόσκρουση αυτοκινήτου σε πινακίδα τοποθετηµένη επί της Εθνικής Οδού µε ένδειξη τιµών υγρών καυσίµων. Απαγόρευση τοποθέτησης επιγραφών ή πινακίδων που εµποδίζουν την κυκλοφορία και την οδική ασφάλεια. Σε περίπτωση που η αγωγή απορριφθεί ως αόριστη δεν είναι δυνατόν να γίνει επίκληση των από το άρθ. 559 αριθ. 11 και 19 λόγων αναίρεσης. - Κατά το άρθρο 914 ΑΚ, για την ύπαρξη αδικοπραξίας και την απ' αυτήν γεννώµενη υποχρέωση του δράστη σε αποζηµίωση του παθόντος απαιτείται, εκτός από την επέλευση ζηµίας, πρώτον η ζηµία αυτή να επήλθε από το δράστη παρανόµως, συγχρόνως δε και υπαιτίως, ήτοι από δόλο ή αµέλεια (330 ΑΚ), δεύτερον η παράνοµη συµπεριφορά του υπαιτίου να οφείλεται σε πράξη ή παράλειψη αυτού την οποία ο δράστης υποχρεούταν σύµφωνα µε την καλή πίστη και τις κοινωνικές αντιλήψεις να αποφύγει και η οποία προσβάλλει δικαίωµα του παθόντος και τρίτον να υφίσταται πρόσφορη συνάφεια µεταξύ της ζηµιογόνου πράξης και της επελθούσας ζηµίας, που ήταν ικανή, κατά τη συνήθη και κανονική πορεία των πραγµάτων, να επιφέρει το επιζήµιο αποτέλεσµα. Ειδικότερα, αυτός, που µε προηγούµενη θετική ενέργεια δηµιούργησε κατάσταση επικίνδυνη για τους τρίτους έχει υποχρέωση να λαµβάνει τα πρόσφορα µέτρα ώστε να αποτρέπονται οι ζηµίες που µπορεί να προέλθουν από αυτή την κατάσταση στους τρίτους εξαιτίας προσβολής δικαιωµάτων αυτών, όπως είναι και εκείνο της ζωής. - Σύµφωνα µε το άρθρο 11 παρ. 1 του Ν. 2696/1999 απαγορεύεται κάθε διαφήµιση που πραγµατοποιείται µε οποιονδήποτε τρόπο στα εκτός κατοικηµένης περιοχής τµήµατα των χαρακτηρισµένων εθνικών και επαρχιακών οδών ή αυτοκινητόδροµων και σε ζώνη µέχρι εκατόν πενήντα µέτρων. Κατά την παρ. 2 του ίδιου άρθρου απαγορεύεται γενικά η τοποθέτηση επιγραφών ή διαφηµίσεων ή η εγκατάσταση οποιαδήποτε πινακίδας, αφίσας, διαγράµµισης ή συσκευής, σε θέση ή κατά τρόπο που [4]
µπορεί να έχει οποιεσδήποτε αρνητικές επιπτώσεις στους χρήστες της οδού ή να επηρεάσει µε οποιονδήποτε τρόπο την κυκλοφορία. Ιδίως απαγορεύεται η τοποθέτηση ή εγκατάσταση των ανωτέρω σε τέτοιες θέσεις, ώστε να παρεµποδίζεται η θέα των πινακίδων κατακόρυφης σήµανσης ή να προκαλέσει θάµβωση στους χρήστες της οδού και γενικά να αποσπάσουν την προσοχή τους κατά τρόπο που µπορεί να έχει δυσµενή επίδραση στην οδική ασφάλεια γενικά. Έπειτα µε την παράγραφο 4 του ιδίου άρθρου ορίζεται ότι, επιτρέπεται να τοποθετούνται ή να λειτουργούν επιγραφές, που αναφέρονται στην επωνυµία ή σε άλλο διακριτικό σηµείο ή τίτλο επιχείρησης που λειτουργεί παρά την οδό. Οι διαφηµιστικές ως άνω επιγραφές, όπου επιτρέπεται, πρέπει να τοποθετούνται παράλληλα προς τον άξονα της οδού, εκτός από τις διαφηµίσεις και τις επιγραφές των εγκεκριµένων πλαισίων και των πρατηρίων καυσίµων που λειτουργούν παρά την οδό, οι οποίες µπορούν να τοποθετούνται και κάθετα προς τον άξονα αυτής. Περαιτέρω, µε την παράγραφο 8 του ιδίου άρθρου, προβλέπεται η διαδικασία αφαίρεσης των παράνοµων διαφηµίσεων, ενώ µε τις παραγράφους 9 και 10, προβλέπονται οι κυρώσεις για τους παραβαίνοντες τις παραπάνω απαγορευτικές διατάξεις. - Σύµφωνα µε το άρθρο 4 του Ν. 1604/1986 κυρώσεις πρώτον των συµβάσεων για την οδική κυκλοφορία και για την οδική σήµανση και σηµατοδότηση, δεύτερον της Ευρωπαϊκής Συµφωνίας που συµπληρώνει τη Σύµβαση οδικής κυκλοφορίας οδικής σήµανσης και σηµατοδότησης και τρίτον του Πρωτοκόλλου για τις διαγραµµίσεις των οδών τους και τα σχετικά παραρτήµατα αυτών, ορίζεται ότι οι συµβαλλόµενες χώρες αναλαµβάνουν την υποχρέωση να απαγορεύουν την τοποθέτηση πάσης επιγραφής, ειδοποιήσεως, διαγραµµίσεως ή εγκαταστάσεως που µειώνει την ορατότητα ή αποτελεσµατικότητα της οδικής σήµανσης ή που θαµβώνει τους χρήστες της οδού ή που αποσπά την προσοχή τους, κατά τρόπο επικίνδυνο για την ασφάλεια της οδικής κυκλοφορίας. - Για να ιδρυθεί ο από το άρθρο 559 αριθ. 11 του ΚΠολ λόγος αναίρεσης για µη λήψη υπόψη αποδεικτικών µέσων που οι διάδικοι επικαλέσθηκαν και προσκόµισαν απαιτείται το δικαστήριο της ουσίας να εισήλθε στην αποδεικτική διαδικασία, ώστε να επιβάλλεται η λήψη υπόψη των αποδεικτικών µέσων. - Ο από το άρθρο 559 αριθ. 19 του ΚΠολ ικ λόγος αναίρεσης προϋποθέτει ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου της ουσίας και ελλείψεις ή ασάφειες στη διατύπωση της ελάσσονος πρότασης της προσβαλλόµενης απόφασης και σε ζήτηµα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. 'Ετσι, οι λόγοι αυτοί δεν ιδρύονται όταν το δικαστήριο της ουσίας απέρριψε την αγωγή ή µη νόµιµη ή ως αόριστη (ΟλΑΠ 3/1997). ΑΚ: 330, 914, ΚΠολ : 216, 576, 559 αριθ. 8, 559 αριθ. 11, 559 αριθ. 19, Π : 645/1970, αρθρ. 6, Π : 465/1970, αρθρ. 6, Νόµοι: 1604/1986, αρθρ. 4, Π : 143/1989, αρθρ. 4, Νόµοι: 2696/1999, αρθρ. 11, ηµοσίευση: INLAW 2009 * ΝοΒ 2010, σελίδα 342 * Ελλ νη 2011, σελίδα 385 * Αδικοπραξία - Αρχή αναλογικότητας ικαστήριο: Άρειος Πάγος Αριθµός απόφασης: 307 Έτος: 2008 [5]
- Αδικοπραξία. Χρηµατική ικανοποίηση για ηθική βλάβη και εύλογη χρηµατική αποζηµίωση. Αοριστία αναιρετικού λόγου. Παραβίαση των ορισµών του νόµου σχετικά µε τη δύναµη των αποδεικτικών µέσων. -Ο προσδιορισµός του ποσού της εύλογης χρηµατικής ικανοποιήσεως αφέθηκε στην ελεύθερη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, η σχετική κρίση του οποίου δεν υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου, αφού αυτή σχηµατίζεται από την εκτίµηση πραγµατικών γεγονότων (άρθρ. 561 παρ. 1 ΚΠολ ), χωρίς την υπαγωγή του πορίσµατος σε νοµική έννοια, ώστε να µπορεί να νοηθεί εσφαλµένη εφαρµογή του νόµου είτε ευθέως είτε εκ πλαγίου ή παράβαση των διδαγµάτων της κοινής πείρας. Η κρίση αυτή του δικαστηρίου της ουσίας δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο ούτε από άποψη παραβιάσεως ή µη της αρχής της αναλογικότητας, που εισάγεται ως νοµικός κανόνας µε τη διάταξη του άρθρου 25 παρ. 1 του Συντάγµατος. Και τούτο, διότι ο δικαστικός έλεγχος της τηρήσεως της αρχής της αναλογικότητας περιορίζεται στον έλεγχο της συνταγµατικότητας διατάξεως νόµου και συγκεκριµένα, αν ο νοµοθετικός περιορισµός ενός συνταγµατικώς προστατευοµένου δικαιώµατος σέβεται ή όχι την αρχή της αναλογικότητας. ηλαδή ο έλεγχος από άποψη τηρήσεως της αρχής αυτής γίνεται µεταξύ της συνταγµατικής διατάξεως που προστατεύει κάποιο δικαίωµα και της νοµοθετικής διατάξεως, που το περιορίζει. 'Εξω, όµως, από το πεδίο αυτό τα δικαστικά όργανα δεν έχουν εξουσία να εφαρµόζουν απευθείας την αρχή της αναλογικότητας, κατά την ενάσκηση της δικαιοδοτικής λειτουργίας τους σε συγκεκριµένη υπόθεση, αλλά εφαρµόζουν την οικεία διάταξη του νόµου, ο οποίος αναθέτει σ' αυτά ν' αποφασίσουν. Εποµένως, δικαστική απόφαση, που δεν πέτυχε σε συγκεκριµένη περίπτωση στον προσδιορισµό της εύλογης χρηµατικής ικανοποιήσεως του άρθρου 932 ΑΚ, δεν είναι αντίθετη προς την αρχή της αναλογικότητας, αλλά εσφαλµένη και θα ελεχθεί µε τα επιτρεπόµενα ένδικα µέσα στα πλαίσια, που οι ρυθµίζουσες τα ένδικα µέσα διατάξεις οριοθετούν τον έλεγχο. -Από τις διατάξεις των άρθρων 118 αριθ. 4, 566 παρ. 1, 577 παρ. 3 και 578 ΚΠολ συνάγεται ότι, αν η αγωγή ή άλλη αυτοτελής αίτηση ή ανταίτηση κρίθηκε κατ' ουσίαν βάσιµη ή αβάσιµη, για να είναι ορισµένος και άρα παραδεκτός ο λόγος αναιρέσεως µε τον οποίον προσάπτεται στο δικαστήριο της ουσίας ευθεία ή εκ πλαγίου παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου (ΚΠολ 559 αριθ. 1 και 19) δεν αρκεί να εκτίθεται στο αναιρετήριο το κατά την εκδοχή του αναιρεσείοντος πραγµατικό µέρος της υποθέσεως, η έννοια που αποδίδει αυτός στη φερόµενη ως παραβιασθείσα διάταξη και το συµπέρασµα του δικαστηρίου που φέρεται ως προϊόν ερµηνευτικού ή υπαγωγικού σφάλµατος, αλλά πρέπει επιπλέον να αναφέρονται µε πληρότητα και σαφήνεια τα πραγµατικά περιστατικά που δέχτηκε το δικαστήριο ως θεµελιωτικά της κρίσεώς του για το βάσιµο ή µη της αγωγής (ή άλλης αυτοτελούς αιτήσεως ή ανταιτήσεως), διότι η ευδοκίµηση της αναιρέσεως εξαρτάται από την ορθότητα όχι του αιτιολογικού, αλλά του διατακτικού της προσβαλλόµενης απόφασης (ΚΠολ 578), το τελευταίο δε συνάπτεται αιτιωδώς µε τις ουσιαστικές παραδοχές του δικαστηρίου. Εποµένως, η έκθεση των παραδοχών αυτών στο αναιρετήριο είναι αναγκαία, προκειµένου να ελεγχθεί είτε αν η αποδιδόµενη στην απόφαση ευθεία παραβίαση ουσιαστικού νόµου οδήγησε σε σφαλερό διατακτικό, είτε αν τα πραγµατικά περιστατικά που συγκροτούν την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισµού εκτίθενται επαρκώς και χωρίς αντιφάσεις (χωρίς δηλαδή η ύπαρξη του ενός να αποκλείει λογικά την ύπαρξη του άλλου), ώστε να αποβαίνει εφικτός ο έλεγχος της ορθής ή µη εφαρµογής του νόµου, συνακόλουθα δε και ο έλεγχος του διατακτικού της αποφάσεως. Εξάλλου, η αοριστία του αναιρετικού λόγου δεν µπορεί να θεραπευθεί µε παραποµπή στο δικόγραφο της αγωγής ή της εφέσεως ή στις προτάσεις του αναιρεσείοντος (ΟλΑΠ 27/1998). [6]
- Κατά την έννοια του άρθρου 559 αριθ. 12 ΚΠολ, για να θεµελιωθεί ο προβλεπόµενος από τη διάταξη αυτή λόγος αναιρέσεως απαιτείται να διαλαµβάνονται στο αναιρετήριο: α) για την απόδειξη ποίου συγκεκριµένου ισχυρισµού προσκοµίστηκε το σχετικό αποδεικτικό µέσο, καθώς και ποία επίδραση θα ασκούσε ο ισχυρισµός αυτός στην έκβαση της δίκης, β) ποία είναι η αποδεικτική δύναµη που αποδόθηκε σ' αυτό από το δικαστήριο της ουσίας και γ) το σχετικό σφάλµα της προσβαλλόµενης αποφάσεως. Αν λείπει έστω και ένα από τα στοιχεία αυτά ο λόγος αναιρέσεως είναι απορριπτέος ως αόριστος. ΑΚ: 932, ΚΠολ : 118, 559 αριθ. 12, 566, 577, Σ: 25, ηµοσίευση: INLAW 2008 Αδικοπραξία - Αυτοκίνητα ικαστήριο: Άρειος Πάγος Αριθµός απόφασης: 1428 Έτος: 2010 - Αδικοπραξία. Αυτοκίνητα. Αιτιώδης συνάφεια. Έλλειψη νόµιµης βάσης. Αναιρείται η προσβαλλόµενη απόφαση. - Από τις διατάξεις των άρθρων 297, 298, 300, 330 και 914 ΑΚ συνάγεται, ότι προϋπόθεση της ευθύνης για αποζηµίωση από αδικοπραξία είναι η υπαιτιότητα του υπόχρεου, η οποία υπάρχει και στην περίπτωση της αµέλειας, δηλαδή όταν δεν καταβάλλεται η επιµέλεια που απαιτείται στις συναλλαγές, η παράνοµη συµπεριφορά του υπόχρεου σε αποζηµίωση έναντι εκείνου που ζηµιώθηκε και η ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας µεταξύ της παράνοµης συµπεριφοράς και της ζηµίας. Η παράνοµη συµπεριφορά ως όρος της αδικοπραξίας µπορεί να συνίσταται όχι µόνο σε θετική πράξη, αλλά και σε παράλειψη, εφόσον στην τελευταία αυτή περίπτωση εκείνος που υπέπεσε στην παράλειψη ήταν υποχρεωµένος σε πράξη από το νόµο ή τη δικαιοπραξία, είτε από την καλή πίστη, κατά την κρατούσα κοινωνική αντίληψη. - Αιτιώδης συνάφεια υπάρχει, όταν η πράξη ή η παράλειψη του ευθυνόµενου προσώπου, ήταν κατά τα διδάγµατα της κοινής πείρας ικανή και µπορούσε αντικειµενικά να επιφέρει κατά τη συνηθισµένη και κανονική πορεία των πραγµάτων, το επιζήµιο αποτέλεσµα. Η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, ότι τα πραγµατικά περιστατικά που δέχθηκε ως αποδειχθέντα θεµελιώνουν υπαιτιότητα και επιτρέπουν το συµπέρασµα να θεωρηθεί κατά τα διδάγµατα της κοινής πείρας ορισµένο γεγονός ως πρόσφορη αιτία της ζηµίας υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου γιατί είναι κρίση νοµική, αναγόµενη στην ορθή ή µη υπαγωγή από το δικαστήριο της ουσίας των διδαγµάτων της κοινής πείρας στις αόριστες νοµικές έννοιες της υπαιτιότητας και της αιτιώδους συνάφειας. Τα πιο πάνω έχουν εφαρµογή και στην περίπτωση του άρθρου 10 του Ν. ΓΠΝ/1991, ως προς την υπαιτιότητα των οδηγών των συγκρουσθέντων αυτοκινήτων, κατά το οποίο είναι εφαρµοστέα η διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ. Τέλος, η παράβαση διατάξεων του ΚΟΚ δεν θεµελιώνει αυτή καθεαυτή υπαιτιότητα στην επέλευση αυτοκινητικού ατυχήµατος, αποτελεί όµως στοιχείο, η στάθµιση του οποίου από το δικαστήριο της ουσίας θα κριθεί σε σχέση µε την ύπαρξη αιτιώδους συνδέσµου µεταξύ της συγκεκριµένης πράξης και του επελθόντος αποτελέσµατος. - Κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 559 αρ. 19 ΚΠολ, λόγος αναίρεσης για έλλειψη νόµιµης βάσης της απόφασης ιδρύεται, όταν δεν προκύπτουν σαφώς από το αιτιολογικό της τα περιστατικά που συγκροτούν το πραγµατικό του κανόνα ουσιαστικού δικαίου ο οποίος εφαρµόστηκε (υπαγωγικός συλλογισµός), ώστε [7]
καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή µη εφαρµογής της διάταξης, καθώς και όταν η απόφαση έχει ελλιπείς ή αντιφατικές αιτιολογίες στο νοµικό χαρακτηρισµό των πραγµατικών περιστατικών, τα οποία έγιναν δεκτά και έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. ΑΚ: 297, 298, 300, 330, 914, ΚΠολ : 559 αριθ. 19, ηµοσίευση: INLAW 2011 Αδικοπραξία - Αυτοκίνητα ικαστήριο: Άρειος Πάγος Αριθµός απόφασης: 1220 Έτος: 2011 - Αυτοκινητικό ατύχηµα. Χρηµατική ικανοποίηση για ψυχική οδύνη. Αρχή αναλογικότητας. Παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου. Έλλειψη νόµιµης βάσης. Μη λήψη υπόψη αποδεικτικών µέσων. Παραµόρφωση περιεχοµένου εγγράφου. - Από τις διατάξεις των άρθρων 10 του Ν. ΓΠΝ/1911, 297, 298, 299, 330 εδ. β, 914 και 932 του ΑΚ προκύπτει ότι σε περίπτωση συγκρούσεως µεταξύ δύο ή περισσοτέρων αυτοκινήτων η ευθύνη προς αποζηµίωση προϋποθέτει συµπεριφορά παράνοµη και υπαίτια, επέλευση ζηµίας και ύπαρξη αιτιώδους συνδέσµου µεταξύ της συµπεριφοράς του οδηγού και της ζηµίας. Μορφή υπαιτιότητας είναι και η αµέλεια, η οποία υπάρχει, όταν δεν καταβάλλεται η επιµέλεια, που απαιτείται στις συναλλαγές, δηλαδή αυτή που, αν είχε καταβληθεί, µε µέτρο τη συµπεριφορά του µέσου συνετού και επιµελούς οδηγού αυτοκινήτου, θα καθιστούσε δυνατή την αποτροπή της συγκρούσεως. Αιτιώδης σύνδεσµος υπάρχει, όταν η παράνοµη και υπαίτια συµπεριφορά του οδηγού ήταν, σύµφωνα µε τα διδάγµατα της κοινής πείρας, ικανή, κατά τη συνηθισµένη και κανονική πορεία των πραγµάτων, να επιφέρει τη ζηµία και την επέφερε στη συγκεκριµένη περίπτωση. Η παράβαση των διατάξεων του Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας (ΚΟΚ) δεν θεµελιώνει αυτή καθ' αυτή υπαιτιότητα στην επέλευση αυτοκινητικού ατυχήµατος, αποτελεί όµως στοιχείο, η στάθµιση του οποίου από το δικαστήριο της ουσίας θα κριθεί σε σχέση µε την ύπαρξη αιτιώδους συνδέσµου µεταξύ της συγκεκριµένης παραβάσεως και του ζηµιογόνου αποτελέσµατος. Εξάλλου, οι ανωτέρω έννοιες της υπαιτιότητας και του αιτιώδους συνδέσµου είναι νοµικές κι εποµένως η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας ως προς τη συνδροµή ή όχι υπαιτιότητας του εµπλακέντος σε σύγκρουση οχηµάτων οδηγού και του αιτιώδους συνδέσµου µεταξύ της συµπεριφοράς του και του ζηµιογόνου αποτελέσµατος υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου κατά τις διατάξεις του άρθρου 559 αρ. 1 εδ. α και 19 του ΚΠολ για ευθεία ή εκ πλαγίου παράβαση κανόνων ουσιαστικού δικαίου. Ειδικότερα, έλλειψη νόµιµης βάσεως της αποφάσεως, ήτοι εκ πλαγίου παραβίαση ουσιαστικού κανόνα, κατά την έννοια της ανωτέρω διατάξεως του αριθµού 19 του άρθρου 559 του ΚΠολ, υπάρχει, όταν στις αιτιολογίες της αποφάσεως, που αποτελούν την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισµού, δεν περιέχονται καθόλου ή δεν αναφέρονται µε σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγµατικά περιστατικά, στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του επί ζητήµατος µε ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης κι έτσι δεν µπορεί να ελεγχθεί, αν στη συγκεκριµένη περίπτωση συνέτρεχαν ή όχι οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που εφαρµόστηκε, όχι όµως όταν οι ελλείψεις ή οι αντιφάσεις ανάγονται στην εκτίµηση των αποδείξεων και ειδικότερα στην ανάλυση και αξιολόγηση του αποδεικτικού πορίσµατος, εφόσον τούτο εκτίθεται σαφώς στην απόφαση. [8]
- Η παράνοµη στάθµευση του οχήµατός του, στον οικοδοµικό αριθµό 30 παρά το ότι συνιστά τροχαία παράβαση (άρθρο 34 ΚΟΚ) δεν συνδέεται αιτιωδώς καθόλου µε τον θανάσιµο τραυµατισµό της πεζής, διότι αυτή δεν υποχρεώθηκε στην κίνηση της να κατέλθει στο οδόστρωµα και να βαδίσει εντός αυτού, καθώς παρά την παράνοµη στάθµευση του εν λόγω IX φορτηγού, συνέχιζε να υπάρχει επί του πεζοδροµίου επαρκής δίοδος για την ασφαλή διέλευση της. Επιπλέον, δεν αποδείχθηκε ότι η θέση του φορτηγού αυτού εµπόδιζε την οπτική επαφή της πρώτης εναγόµενης µε τη θανούσα και ότι τούτο συνετέλεσε στην πρόκληση του επίδικου ατυχήµατος και τον εξ αυτού θανάσιµο τραυµατισµό της πεζής, καθώς όπως αποδείχθηκε, σύµφωνα µε τα παραπάνω η εν λόγω οδηγός είχε στο οπτικό της πεδίο την πεζή, η οποία εισήλθε στο οδόστρωµα από απόσταση 20 τουλάχιστον µέτρων, δεν µπόρεσε όµως ν' αντιδράσει άµεσα µε τους απαιτούµενους χειρισµούς, λόγω της επίδρασης του οινοπνεύµατος. - Ο προσδιορισµός του ποσού της εύλογης χρηµατικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης, που οφείλεται µε βάση τη διάταξη του άρθρου 932 του ΑΚ, αφέθηκε στην ελεύθερη εκτίµηση του δικαστηρίου της ουσίας. Η κρίση αυτή σχηµατίζεται από την εκτίµηση των πραγµατικών γεγονότων χωρίς υπαγωγή του πορίσµατος σε κάποια νοµική έννοια, ώστε να µπορεί να εννοηθεί εσφαλµένη εφαρµογή του νόµου είτε ευθέως (αριθµός 1 εδάφιο α του άρθρου 559 ΚΠολ ) είτε εκ πλαγίου (αριθµός 19 του ίδιου άρθρου), είτε παράβαση διδαγµάτων της κοινής πείρας (αριθµός 1 εδάφιο β' του άρθρου 559 ΚΠολ ). Εποµένως, η σχετική κρίση του δικαστηρίου της ουσίας στον καθορισµό του ύψους της οφειλόµενης εύλογης χρηµατικής ικανοποιήσεως κατά το άρθρο 932 του ΑΚ αφέθηκε στην ελεύθερη κρίση του δικαστηρίου, και δεν υπόκειται στον έλεγχο του Ακυρωτικού ούτε και από άποψη παραβιάσεως ή µη της αρχής της αναλογικότητας που εισάγεται ως νοµικός κανόνας µε τη διάταξη του άρθρου 25 παρ. 1 του Συντάγµατος. Και τούτο διότι ο δικαστικός έλεγχος της τηρήσεως της αρχής της αναλογικότητας περιορίζεται στον έλεγχο της συνταγµατικότητας διατάξεων νόµου και συγκεκριµένα αν ο νοµοθετικός περιορισµός ενός συνταγµατικώς προστατευόµενου δικαιώµατος σέβεται ή όχι την αρχή της αναλογικότητας. ηλαδή ο έλεγχος από άποψη τηρήσεως της αρχής αυτής γίνεται µεταξύ αφενός µεν της συνταγµατικής διατάξεως που προστατεύει κάποιο δικαίωµα, αφετέρου δε της νοµοθετικής διατάξεως που το περιορίζει. Έξω όµως από το πεδίο αυτό, τα δικαστικά όργανα δεν έχουν εξουσία να εφαρµόζουν απευθείας την αρχή της αναλογικότητας κατά την ενάσκηση της δικαιοδοτικής λειτουργίας τους σε συγκεκριµένη υπόθεση. Εποµένως, δικαστική απόφαση, που δεν προέβη σε συγκεκριµένη περίπτωση στον ορθό προσδιορισµό της εύλογης χρηµατικής ικανοποιήσεως του άρθρου 932 του ΑΚ, δεν είναι αντίθετη προς την αρχή της αναλογικότητας, αλλά είναι εσφαλµένη και θα ελεγχθεί µε τα επιτρεπόµενα ένδικα µέσα, µε βάση τους κανόνες, που το ίδιο άρθρο θέτει και στα πλαίσια που οι ρυθµίζουσες τα ένδικα µέσα διατάξεις οριοθετούν τον έλεγχο. - Από τις διατάξεις των άρθρων 106, 335, 338, 340 και 346 του ΚΠολ προκύπτει, ότι το δικαστήριο της ουσίας προκειµένου να σχηµατίσει το αποδεικτικό πόρισµα αναφορικώς µε τους πραγµατικούς ισχυρισµούς των διαδίκων που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης και έχουν ανάγκη αποδείξεως, υποχρεούται να λάβει υπόψη όλα τα αποδεικτικά µέσα τα οποία νοµίµως επικαλούνται και προσκοµίζουν οι διάδικοι, χωρίς πάντως να είναι ανάγκη να γίνεται χωριστή αξιολόγηση του καθενός. Η παραβίαση της υποχρεώσεως αυτής ιδρύει τον προβλεπόµενο από το άρθρο 559 αριθ. 11 περ.γ του ΚΠολ λόγο αναιρέσεως. Ο λόγος όµως αυτός απορρίπτεται ως αβάσιµος κατ' ουσίαν, όταν το δικαστήριο βεβαιώνει στην απόφασή του ότι έλαβε υπόψη τα συγκεκριµένα αποδεικτικά µέσα για τα οποία προτείνεται ο λόγος αναιρέσεως ή προκειµένου περί εγγράφων, όταν έλαβε υπόψη όλα τα µε επίκληση προσκοµισθέντα από τους διαδίκους έγγραφα έστω και χωρίς να γίνεται ειδική µνεία [9]
ή αξιολόγηση καθενός από αυτά, εκτός αν, παρά τη διαβεβαίωση αυτή, από το περιεχόµενο της αποφάσεως και ιδίως από τις αιτιολογίες της καταλείπονται αµφιβολίες για τη συνεκτίµηση όλων η ορισµένων εγγράφων, οπότε και µόνον είναι κατ' ουσίαν βάσιµος ο πιο πάνω λόγος αναιρέσεως. - Η µη λήψη υπόψη από το δικαστήριο επικληθέντων και προσκοµισθέντων από τους διαδίκους αποδεικτικών µέσων, µεταξύ των οποίων και η οµολογία, δικαστική ή εξώδικη (άρθρα 339, 352 ΚΠολ ), ιδρύει τον λόγο αναιρέσεως του άρθρου 559 αριθµός 11 περ. γ του ΚΠολ. Για να είναι ορισµένος ο λόγος αυτός πρέπει να αναφέρεται στο αναιρετήριο ότι έγινε επίκληση του αποδεικτικού µέσου κατά τη συζήτηση ή εντός της προς αντίκρουση των εκατέρωθεν ισχυρισµών παρασχεθείσης προθεσµίας. Τούτο ισχύει και επί δικαστικής οµολογίας, διότι ναι µεν αυτή περιλαµβάνεται µεταξύ των αποδεικτικών µέσων, που λαµβάνονται αυτεπαγγέλτως υπόψη από το δικαστήριο, για να δηµιουργηθεί όµως λόγος αναιρέσεως, πρέπει ο αναιρεσείων να ισχυρίζεται ότι την επικαλέστηκε και να το αποδεικνύει, προσκοµίζοντας τις προτάσεις που κατέθεσε κατά τη συζήτηση της υποθέσεως, µετά την οποία εκδόθηκε η αναιρεσιβαλλόµενη. - Κατά την έννοια του άρθρου 559 αρ. 20 του ΚΠολ παραµόρφωση του περιεχοµένου εγγράφου που ιδρύει τον προβλεπόµενο από τη διάταξη αυτή λόγο αναιρέσεως υπάρχει, όταν το δικαστήριο της ουσίας από κακή ανάγνωση του περιεχοµένου αποδεικτικού εγγράφου, στο οποίο αποκλειστικώς ή προεχόντως στήριξε την κρίση του, απέδωσε σ' αυτό περιεχόµενο καταδήλως διαφορετικό από το αληθινό. Παραµόρφωση όµως µε την παραπάνω έννοια δεν υπάρχει όταν το δικαστήριο ανέγνωσε σωστά το έγγραφο και αξιολογώντας το περιεχόµενό του, οδηγήθηκε σε συµπέρασµα διαφορετικό από εκείνο που θεωρεί ως ορθό ο αναιρεσείων, αφού η κρίση του αυτή αποτελεί εκτίµηση πραγµάτων που εκφεύγει κατ' άρθρο 561 παρ.1 του ΚΠολ τον αναιρετικό έλεγχο. Έγγραφα µε την έννοια του λόγου αυτού νοούνται τα αποδεικτικά (αρθρ. 339, 432-465 ΚΠολ ) γι' αυτό και δεν αποτελούν τέτοια έγγραφα τα διαδικαστικά έγγραφα, όπως η αγωγή, η έφεση και οι προτάσεις, οι ένορκες βεβαιώσεις ως προς τις καταθέσεις των µαρτύρων και γενικώς τα έγγραφα στα οποία αποτυπώνεται άλλο αποδεικτικό µέσο, όπως κατάθεση µάρτυρα ή απολογία κατηγορουµένου. Εξ άλλου, για να είναι ορισµένος ο ως άνω λόγος αναιρέσεως πρέπει να παρατίθεται κατά λέξη στο αναιρετήριο το περιεχόµενο του εγγράφου και το περιεχόµενο που δέχθηκε ότι έχει το δικαστήριο, καθώς και ο ουσιώδης ισχυρισµός για την απόδειξη του οποίου χρησιµοποιήθηκε τούτο, ώστε να είναι δυνατό να ελεγχθεί από το αναιρετήριο αν το δικαστήριο ανέγνωσε λανθασµένα το έγγραφο και αν στήριξε αποκλειστικά ή προεχόντως σ' αυτό την κρίση του για το αποδεικτέο γεγονός. ΑΚ: 297, 298, 299, 330, 914, 932, ΚΠολ : 559 αριθ. 1, 559 αριθ. 11γ, 559 αριθ. 19, 559 αριθ. 20, Νόµοι: ΓΠΝ/191, άρθ. 10, ηµοσίευση: INLAW 2011 Αδικοπραξία - Αυτοκίνητα ικαστήριο: Άρειος Πάγος Αριθµός απόφασης: 1002 Έτος: 2011 - Αδικοπραξία. Αυτοκινητικό ατύχηµα. Υπαιτιότητα. Έλλειψη νόµιµης βάσης. Αναιρείται η προσβαλλόµενη απόφαση. [10]
- Από τις διατάξεις των άρθρων 10 του Ν. ΓΠΝ/1911, 297 έως 300, 330 εδ. β'και 914 του ΑΚ, συνάγεται ότι, σε περίπτωση συγκρούσεως µεταξύ δύο ή περισσοτέρων οχηµάτων, η ευθύνη προς αποζηµίωση προϋποθέτει συµπεριφορά του οδηγού παράνοµη και υπαίτια, επέλευση ζηµίας και ύπαρξη αιτιώδους συνδέσµου µεταξύ της συµπεριφοράς αυτής και της ζηµίας. Μορφή υπαιτιότητας αποτελεί και η αµέλεια, η οποία υπάρχει όταν δεν καταβάλλεται η επιµέλεια που απαιτείται στις συναλλαγές, δηλαδή αυτή που, αν είχε καταβληθεί, µε µέτρο την συµπεριφορά του µέσου συνετού και επιµελούς οδηγού, θα καθιστούσε δυνατή την αποτροπή του ζηµιογόνου αποτελέσµατος. Αιτιώδης σύνδεσµος υπάρχει, όταν η παράνοµη και υπαίτια συµπεριφορά του οδηγού ήταν, σύµφωνα µε τα διδάγµατα της κοινής πείρας, ικανή, κατά την συνηθισµένη και κανονική πορεία των πραγµάτων, να επιφέρει την ζηµία και την επέφερε στην συγκεκριµένη περίπτωση. - Οι έννοιες της υπαιτιότητας και του αιτιώδους συνδέσµου είναι νοµικές και εποµένως η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, ως προς την συνδροµή ή όχι υπαιτιότητας του εµπλακέντος στο αυτοκινητικό ατύχηµα οδηγού, για την επέλευση της ζηµίας και του αιτιώδους συνδέσµου µεταξύ της συµπεριφοράς του και του ζηµιογόνου αποτελέσµατος, υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου, κατά τις διατάξεις του άρθρου 559 αριθ. 19 εδ. α' και β' και 19 του ΚΠολ, για ευθεία παράβαση κανόνων ουσιαστικού δικαίου και για παράβαση διδαγµάτων της κοινής πείρας, καθώς και για έλλειψη νοµίµου βάσεως της αποφάσεως. Ειδικότερα, ελέγχεται αναιρετικώς η κρίση του δικαστηρίου, περί του εάν τα πραγµατικά περιστατικά, τα οποία δέχεται το δικαστήριο, ως αποδεχθέντα, καθ' εαυτά, αντικειµενικώς και βάσει των διδαγµάτων της κοινής πείρας, συγκροτούν ή όχι την έννοια της υπαιτιότητας και θεµελιώνουν την ύπαρξη αιτιώδους συνδέσµου µεταξύ αυτής και του ζηµιογόνου αποτελέσµατος. - Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 19 του ΚΠολ, η απόφαση δεν έχει νόµιµη βάση και έτσι ιδρύεται ο προβλεπόµενος από αυτή λόγος αναιρέσεως και όταν στο αιτιολογικό της αποφάσεως, που αποτελεί την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισµού, δεν περιέχονται ή δεν αναφέρονται - µε σαφήνεια,πληρότητα κα χωρίς αντιφάσεις.τα πραγµατικά περιστατικά, στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του, επί ζητήµατος µε ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης και έτσι δεν µπορεί να ελεγχθεί αν, στην συγκεκριµένη περίπτωση, συνέτρεχαν ή όχι οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που εφαρµόστηκε. ΑΚ: 297, 298, 299, 300, 330, 914, ΚΠολ : 559 αριθ. 19, ηµοσίευση: INLAW 2011 Αδικοπραξία - Βλάβη σώµατος ή υγείας/θάνατος προσώπου ικαστήριο: Πολυµελές Πρωτοδικείο Αθηνών Αριθµός απόφασης: 6414 Έτος: 2008 - Αδικοπραξία. Σωµατική βλάβη. Ευθύνη προστηθέντος. Τραυµατισµός σε θέατρο που λειτουργούσε σε βαγόνι του ΟΣΕ χωρίς να έχει προµηθευθεί την απαραίτητη άδεια και χωρίς να έχουν τηρηθεί µέτρα ασφαλείας. -Η παραχώρηση της χρήσης του βαγονιού στη δεύτερη εναγόµενη δυνάµει σύµβασης µίσθωσης προκειµένου να χρησιµοποιηθεί ως χώρος θεάτρου δεν αποτελεί αµελή συµπεριφορά. Συνεπώς, δεν υπάρχει υπό τα εκτιθέµενα περίπτωση ιδιαίτερης ευθύνης του εναγοµένου στον τραυµατισµό. εν ευθύνεται, όµως, ο εναγόµενος ούτε για την αµέλεια της δεύτερης εναγοµένης, διότι περίπτωση αδικοπρακτικής ευθύνης ενός [11]
προσώπου για την αδικοπραξία που ένα άλλο πρόσωπο έχει τελέσει προβλέπεται από το νόµο για την περίπτωση της πρόστησης (άρθρο 922 του ΑΚ) και σε περιπτώσεις αντικειµενικής ευθύνης, όπως επί παραδείγµατι προβλέπεται για τον ιδιοκτήτη αυτοκινήτου οχήµατος εµπλεκοµένου σε τροχαίο ατύχηµα (άρθρο 4 του Ν. ΓπΝ 1911) και τον ασφαλιστή της αστικής ευθύνης ζηµιών από αυτοκίνητο (άρθρο 10 παρ. 1 του Π 237/1986). - Η ενάγουσα δικαιούται να στραφεί εναντίον της εταιρείας και της υπαίτιας κατά το χρόνο του ατυχήµατος προέδρου του διοικητικού της συµβουλίου (ενδεχοµένως και κατά των υπολοίπων τεσσάρων µελών του) και να απαιτήσει πλήρη αποζηµίωση και χρηµατική ικανοποίηση για τον τραυµατισµό της. Ζήτηµα παραγραφής της αξίωσης δεν τίθεται, αφού η παραγραφή του αστικού αδικήµατος αρχίζει αφότου ο παθών πληροφορήθηκε εκτός από τη ζηµία και τον υπόχρεο σε αποζηµίωση (άρθρο 937 παρ. 1 του ΑΚ), που σηµαίνει ότι η ενάγουσα από τις έγγραφες προτάσεις της εναγοµένης Τ. Λ. πληροφορήθηκε για πρώτη φορά ότι υπόχρεοι τυγχάνουν η εταιρεία «Α.» και η παραπάνω εναγοµένη, η τελευταία όχι για δική της αδικοπραξία αλλά για την αδικοπραξία της πρώτης, σύµφωνα µε την αιτιολογία που αναπτύσσεται για τη διατύπωση του απορριπτικού της αγωγής διατακτικού. ΑΚ: 71, 297, 298, 346, 914, 922, 932, ΠΚ: 28, 314, ηµοσίευση: INLAW 2011 Αδικοπραξία - Βλάβη σώµατος ή υγείας/θάνατος προσώπου ικαστήριο: Άρειος Πάγος Αριθµός απόφασης: 243 Έτος: 2011 - Αδικοπραξία. Έµµεση ζηµία. Βλάβη σώµατος ή υγείας. Παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου. Αναιρείται η προσβαλλόµενη απόφαση. - Από τις διατάξεις των άρθρων 297, 298, 914 και 930 παρ. 3 του ΑΚ, προκύπτει ότι δικαιούχος της αποζηµίωσης από αδικοπραξία είναι εκείνος που άµεσα ζηµιώθηκε από αυτή, δηλαδή το υποκείµενο του δικαιώµατος ή του προστατευόµενου συµφέροντος που προσβλήθηκε από την αδικοπραξία, σε περίπτωση δε βλάβης του σώµατος ή της υγείας προσώπου, υποκείµενο του προσβληθέντος δικαιώµατος και εποµένως αξίωση αποζηµίωσης στην έκταση που διαγράφει ο νόµος, έχει το πρόσωπο κατά του οποίου στρέφεται η αδικοπραξία από την οποία αυτό ζηµιώνεται, δηλαδή δικαιούχο της αποζηµίωσης είναι το άµεσο υποκείµενο της προσβολής από αυτή. Ειδικότερα, η νοσηλεία, προκαλεί µεν περιουσιακή ζηµία, αφού συνεπάγεται δαπάνες, η ζηµία όµως αυτή βαρύνει την περιουσία του παθόντος, έστω και αν αυτός στερείται στην πραγµατικότητα περιουσιακών στοιχείων και δεν παύει, από το συµπτωµατικό αυτό γεγονός, το πρόσωπο που τραυµατίστηκε ή υπέστη άλλη βλάβη του σώµατος ή της υγείας του, να είναι φορέας του δικαιώµατος που έχει προσβληθεί. Τρίτα πρόσωπα, έστω και του οικογενειακού περιβάλλοντος του άµεσου θύµατος της αδικοπραξίας, τα οποία υφίστανται βλάβη στα περιουσιακά τους συµφέροντα (πληρωµή νοσηλίων κλπ) από την σε βάρος του άµεσου θύµατος αδικοπραξία, είναι εµµέσως και όχι αµέσως ζηµιουµένοι και δεν υποκαθίστανται στην αποζηµιωτική αξίωση του παθόντος, αλλά ούτε και ευθεία αξίωση αποζηµίωσης αποκτούν, γιατί η έµµεση ζηµία τους δεν εµπίπτει στο πεδίο προστασίας των άρθρων 914 και 929 εδ. α' ΑΚ. Οι εµµέσως ζηµιούµενοι τρίτοι εµπίπτουν για την ανόρθωση της έµµεσης ζηµίας που υφίστανται από αδικοπραξία, στο προστατευτικό πεδίο του νόµου µόνο στις [12]
εξαιρετικές περιπτώσεις των άρθρων 928 εδ. β' και 929 εδ. β1 του ΑΚ, οι οποίες δεν επιδέχονται ανάλογη εφαρµογή. (ΑΠ 1918/2005). - Από το συνδυασµό των διατάξεων των άρθρων 914, 928, 929, 1389 και 1390 του Α.Κ., όπως τα δύο τελευταία ισχύουν µετά την αντικατάσταση τους µε το άρθρο 15 παρ. 1 του Ν. 1329/1983, συνάγεται ότι σε περίπτωση βλάβης του σώµατος ή της υγείας του ενός συζύγου από αδικοπραξία και στέρησης εντεύθεν από τον άλλο σύζυγο των προσωπικών υπηρεσιών που προσέφερε εκείνος ως συνεισφορά του για την αντιµετώπιση των οικογενειακών αναγκών ανάλογο µε τις δυνάµεις του, αλλά και στην ατοµική επιχείρηση του άλλου συζύγου, ή στις αγροτικές εργασίες του, δικαιούται ο άλλος σύζυγος ν' απαιτήσει ατοµικά από τον υπαίτιο του τραυµατισµού και από τον κατά νόµο ενεχόµενο για τις από την αδικοπραξία αυτή ζηµίες, αποζηµίωση, για τη στέρηση των υπηρεσιών, που συνιστούσαν την από το νόµο οφειλόµενη συµβολή του παθόντος συζύγου στις οικογενειακές ανάγκες σύµφωνα µε τη διάταξη του άρθρου 929 εδ β' του ΑΚ, και για κάθε δαπάνη που διενήργησε ατοµικά, και µάλιστα ανεξάρτητα του αν προσέλαβε ή όχι υποκατάστατη δύναµη για την παροχή των υπηρεσιών τις οποίες ο τραυµατισθείς θα παρείχε στον άλλο σύζυγο µε την έννοια που προαναφέρθηκε (ΟλΑΠ 39/1997, ΑΠ 850/2009). - Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 1 του ΚΠολ αναίρεση επιτρέπεται µόνον αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίον περιλαµβάνονται και οι ερµηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρµοστεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγµατικές προϋποθέσεις για την εφαρµογή του, ή αν εφαρµοστεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρµοστεί εσφαλµένα, ή δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε µε ψευδή ερµηνεία, είτε µε κακή εφαρµογή, δηλαδή µε εσφαλµένη υπαγωγή (ΟλΑΠ 7/2006, 4/2005). ΑΚ: 297, 298, 914, 929, 930, 1389, 1390, ΚΠολ : 226, 559 αριθ. 1, 575, 576, ηµοσίευση: INLAW 2011 Αδικοπραξία - Γενικά ικαστήριο: Εφετείο Λάρισας Αριθµός απόφασης: 754 Έτος: 2007 - Αδικοπραξία. Ευθύνη για ό,τι περιήλθε. Αισχροκερδής δικαιοπραξία. Τοκογλυφία. - Το άρθρο 938 ΑΚ ορίζει, ότι «Οποιος οφείλει αποζηµίωση από αδικοπραξία, έχει την υποχρέωση, κατά τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισµό, να αποδώσει ό,τι περιήλθε σ αυτόν, ακόµη και αν η απαίτηση από την αδικοπραξία έχει παραγραφεί». Ως «περιελθόν» κατά την έννοια της παραπάνω διατάξεως νοείται ό,τι από την αδικοπραξία, δηλαδή από την τέλεση αυτής, περιήλθε στον αδικήσαντα και όχι ό,τι ωφελήθηκε αυτός, συνεπεία της επελθούσας παραγραφής. Η λειτουργία της διατάξεως αυτής περιορίζεται να διασαφήσει, ότι η αξίωση αδικαιολογήτου πλουτισµού, συρρέουσα µε την εξ αδικοπραξίας αξίωση του άρθρου 914 ΑΚ δεν επηρεάζεται από την από το άρθρο 937 ΑΚ προβλεπόµενη βραχεία παραγραφή της τελευταίας. Η εκ του άρθρου 938 ΑΚ απορρέουσα αξίωση είναι κατά τη φύση της αξίωση από αδικαιολόγητο πλουτισµό και συνεπώς πρέπει να κριθεί κατά τις διατάξεις των άρθρων 904 επ. ΑΚ ως προς τις προϋποθέσεις και την έκταση. Περαιτέρω από το άρθρο 938 ΑΚ προκύπτει, ότι σε αδικοπραξία, που τελέσθηκε από πρόθεση, πρέπει να γίνει δεκτό, ότι η ευθύνη του οφειλέτη διέπεται από το άρθρο 911 αρ. 2 ΑΚ. Ο σκοπός του νόµου κατευθυνόµενος στην απόδοση της από παράνοµη αιτία κτηθείσας ωφέλειας, επιβάλλει την µε ανάλογη εφαρµογή επέκταση της [13]
διατάξεως του άρθρου 911 ΑΚ και σε ωφέλεια, που προέκυψε από αδικοπραξία, η οποία είναι και η κατ εξοχήν περίπτωση κτήσεως από παράνοµη ή ανήθικη αιτία. Όπως εξάλλου προκύπτει από τη διάταξη του άρθρου 179 ΑΚ, για το χαρακτηρισµό δικαιοπραξίας δικαιοπραξίας ως αισχροκερδούς και συνεπώς ακύρου, καθότι αντίκειται στα χρηστά ήθη, απαιτείται πλην των αντικειµενικών προϋποθέσεων της συνοµολογήσεως ή της λήψεως, δια της συναφθείσας περιουσιακής φύσεως επαχθούς δικαιοπραξίας, περιουσιακών ωφεληµάτων τελούντων σε προφανή δυσαναλογία προς την παροχή και της συνδροµής ανάγκης, κουφότητας ή απειρίας του ετέρου συµβαλλοµένου και η υποκειµενικής φύσεως προϋπόθεση της εκµεταλλεύσεως της ανάγκης, κουφότητας ή απειρίας του ετέρου συµβαλλοµένου, η οποία εκµετάλλευση όταν ο εν γνώσει τελών αυτής, επωφελείται αυτής προς επίτευξη υπέρ εαυτού ή τρίτου της δυσαναλόγως υπερβολικής αντιπαροχής (Α.Π. 524/1985 ΝοΒ 34.399). Κατά το άρθρο 294 ΑΚ «Κάθε δικαιοπραξία για τόκο που υπερβαίνει το ανώτατο θεµιτό όριο είναι άκυρη ως προς το επιπλέον» (ποσό). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 295 ίδιου Κώδικα, «Αν οφείλεται τόκος από δικαιοπραξία χωρίς να ορίζεται το ποσοστό του, ισχύει ο νόµιµος τόκος...». Αδικοπραξία τελεί και όποιος διαπράττει αξιόποινη πράξη κατά τα οριζόµενα στη διάταξη του άρθρου 404 ΠΚ (τοκογλυφία) και δη κατά τις παρ. 1, 2 αυτού, συνοµολογεί ή παίρνει για τον εαυτό του ή για τρίτον περιουσιακά ωφελήµατα που υπερβαίνουν το κατά το νόµο θεµιτό ποσοστό του τόκου, σε δικαιοπραξία για την παροχή οποιασδήποτε πίστωσης, ανανέωσής της, ή παράταση της προθεσµίας πληρωµής, εκµεταλλευόµενος την ανάγκη ή εκείνου που παίρνει την πίστωση, συνοµολογώντας ή παίρνοντας για τον εαυτό του ή για τρίτον περιουσιακά ωφελήµατα, που ανάλογα µε τις ειδικές περιστάσεις είναι προφανώς δυσανάλογα προς την παροχή του υπαιτίου... Έτσι, εκείνος ο οποίος µε τη διάπραξη της παραπάνω αξιόποινης πράξης (τοκογλυφίας) που συνιστά και αδικοπραξία κατά την ευρύτερη έννοια του άρθρου 914 ΑΚ υποχρεώνεται, όταν η αξίωση αποζηµιώσεως του αντισυµβαλλοµένου (δικαιούχου της απαίτησης) έχει υποπέσει στην πενταετή παραγραφή του άρθρου 937 ΑΚ, να επιστρέψει τον παράνοµο πλουτισµό του ως µη δικαιολογηµένο από τη σύναψη της σύµβασης. ΑΚ: 178, 179, 294, 295, 904, 911, 914, 937, 938, ΠΚ: 404, ηµοσίευση: INLAW 2007 Αδικοπραξία - Ευθύνη νοµικού προσώπου ικαστήριο: Άρειος Πάγος Αριθµός απόφασης: 627 Έτος: 2009 - Αδικοπραξία νοµικού προσώπου. Ευθύνη των διοικούντων το νοµικό πρόσωπο για τις παραλείψεις αυτού. Παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου. Έλλειψη αιτιολογίας. Μη λήψη υπόψη προσκοµισθέντων αποδεικτικών µέσων. - Κατά το άρθρο 914 ΑΚ, όποιος ζηµιώσει άλλον παράνοµα και υπαίτια έχει υποχρέωση να τον αποζηµιώσει. - Κατά το άρθρο 71 ΑΚ το νοµικό πρόσωπο ευθύνεται για τις πράξεις ή τις παραλείψεις των οργάνων που το αντιπροσωπεύουν, εφόσον η πράξη ή η παράλειψη έγινε κατά την εκτέλεση των καθηκόντων που τους είχαν ανατεθεί και δηµιουργεί υποχρέωση αποζηµίωσης. Το υπαίτιο πρόσωπο ευθύνεται επιπλέον εις ολόκληρον. - Κατά το άρθρο 63 παρ. 1 ΑΚ το νοµικό πρόσωπο διοικείται από ένα ή περισσότερα πρόσωπα. [14]
- Κατά το άρθρο 67 ΑΚ όποιος έχει τη διοίκηση νοµικού προσώπου φροντίζει τις υποθέσεις του και το αντιπροσωπεύει δικαστικά και εξώδικα. Υποκατάσταση απαγορεύεται εφόσον η συστατική πράξη ή το καταστατικό δεν ορίζει διαφορετικα. Από τον συνδυασµό των διατάξεων 71, 63, 67 ΑΚ συνάγεται ότι οι νόµιµες υποχρεώσεις γενικώς των νοµικών προσώπων για πράξη ή παράλειψη ουσιαστικώς αφορούν τα διοικούντα και εκπροσωπούντα αυτά όργανα, ήτοι τα φυσικά πρόσωπα δια των οποίων διεξάγονται οι υποθέσεις τους και ενσαρκώνεται η βούλησή τους, έπειτα ότι σε περίπτωση αδικοπρακτικής ευθύνης του νοµικού προσώπου, δεν απαιτείται εξειδίκευση των επιµέρους αρµοδιοτήτων και της προσωπικής στάσης εκάστου µέλους της διοικήσεως για την κατ' αρχήν θεµελίωση της δικής του υποχρέωσης προς αποζηµίωση του βλαβέντος εκ του αδικήµατος και τέλος ότι δύναται το µέλος της διοικήσεως να επικαλεσθεί µε ένσταση, την οποία και βαρύνεται να αποδείξει ότι για ειδικούς λόγους δεν είναι προσωπικώς υπαίτιο για την διάπραξη του αδικήµατος και την εντεύθεν ζηµία του παθόντος, για την οποία ευθύνεται το νοµικό πρόσωπο. - Το άρθρο 559 αριθµ. 1 ΚΠολ, ιδρύεται όταν το δικαστήριο της ουσίας προέβη σε εσφαλµένη ερµηνεία των προϋποθέσεων εφαρµογής του εφαρµοστέου κανόνα ουσιαστικού δικαίου ή σε εσφαλµένη υπαγωγή ή µη υπαγωγή των πραγµατικών διαπιστώσεων του στο εννοιολογικό περιεχόµενο του εν λόγω κανόνα, - Το άρθρο 559 αριθµ. 19 ιδρύεται όταν στο αιτιολογικό της αποφάσεως του δικαστηρίου της ουσίας δεν περιέχονται καθόλου ή δεν αναφέρονται µε πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή ενδοιαστικές διατυπώσεις τα πραγµατικά εκείνα γεγονότα που είναι αναγκαία για να κριθεί αν στη συγκεκριµένη περίπτωση συντρέχουν ή όχι οι προϋποθέσεις εφαρµογής του εφαρµοστέου κανόνα ουσιαστικού δικαίου ή αν έγινε ή όχι ορθός νοµικός χαρακτηρισµός των κρίσιµων πραγµατικών γεγονότων. - Οι αναιρετικοί λόγοι του άρθρου 559 αριθµ. 1 και 19 ΚΠολ, ιδρύονται ο µεν πρώτος όταν το δικαστήριο της ουσίας προέβη σε εσφαλµένη ερµηνεία των προϋποθέσεων εφαρµογής του εφαρµοστέου κανόνα ουσιαστικού δικαίου ή σε εσφαλµένη υπαγωγή ή µη υπαγωγή των πραγµατικών διαπιστώσεων του στο εννοιολογικό περιεχόµενο του εν λόγω κανόνα, ο δε δεύτερος όταν στο αιτιολογικό της αποφάσεως του δικαστηρίου της ουσίας δεν περιέχονται καθόλου ή δεν αναφέρονται µε πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή ενδοιαστικές διατυπώσεις τα πραγµατικά εκείνα γεγονότα που είναι αναγκαία για να κριθεί αν στη συγκεκριµένη περίπτωση συντρέχουν ή όχι οι προϋποθέσεις εφαρµογής του εφαρµοστέου κανόνα ουσιαστικού δικαίου ή αν έγινε ή όχι ορθός νοµικός χαρακτηρισµός των κρίσιµων πραγµατικών γεγονότων. ΣΗΜΕΙΩΣΗ INLAW: Όµοια και η ΑΠ 628/2009 ΑΚ: 63, 67, 71, 914, ΚΠολ : 261, 559 αριθ. 1, 559 αριθ. 11, 559 αριθ. 19, 930, 1047, ηµοσίευση: INLAW 2009, ηµοσίευση: ΝοΒ 2010, σελίδα 660 * ηµοσίευση: Ελλ νη 2011, σελίδα 485 Αδικοπραξία - Ευθύνη προστήσαντος ή προστηθέντος ικαστήριο: Άρειος Πάγος Αριθµός απόφασης: 838 Έτος: 2011 - Ευθύνη προστήσαντος. Στοιχεία αγωγής. Αναιρετικοί λόγοι σχετιζόµενοι µε την αοριστία αγωγής. Αναιρείται η προσβαλόµενη απόφαση. [15]
- Κατά τη διάταξη του άρθρου 922 του ΑΚ, ο κύριος ή ο προστήσας κάποιον άλλο σε µία υπηρεσία ευθύνεται για τη ζηµία που ο υπηρέτης ή ο προστηθείς προξένησε σε τρίτο παράνοµα κατά την υπηρεσία του. Η εφαρµογή της ως άνω διάταξης προϋποθέτει: 1) σχέση πρόστησης, η οποία υπάρχει όταν ο προστήσας διατηρεί το δικαίωµα να δίδει οδηγίες και εντολές στον προστηθέντα, σε σχέση µε τον τρόπο εκπλήρωσης της υπηρεσίας του, 2) ενέργεια του προστηθέντος παράνοµη και υπαίτια πληρούσα τις προϋποθέσεις του άρθρου 914 του ΑΚ και 3) η ενέργεια αυτή του προστηθέντος να έγινε κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας που του είχε ανατεθεί ακόµη και κατά κατάχρηση της υπηρεσίας του αυτής, η οποία υφίσταται όταν η ζηµιογόνος πράξη τελέσθηκε εντός των ορίων των καθηκόντων που ανατέθηκαν στον προστηθέντα, η επ` ευκαιρία ή εξ αφορµής της υπηρεσίας, αλλά κατά παράβαση των εντολών και των οδηγιών, που δόθηκαν σ` αυτόν ή καθ` υπέρβαση των καθηκόντων του, εφόσον µεταξύ της ζηµιογόνου ενέργειας του προστηθέντος και της υπηρεσίας που ανατέθηκε σ` αυτόν υπάρχει εσωτερική συνάφεια, υπό την έννοια ότι η αδικοπραξία δεν θα ήταν δυνατό να υπάρξει χωρίς την πρόστηση ή ότι η τελευταία υπήρξε το αναγκαίο µέσο για την τέλεση της αδικοπραξίας. Αντιθέτως, δεν ευθύνεται ο προστήσας όταν η παράνοµη και υπαίτια συµπεριφορά του προστηθέντος οφείλεται σε προσωπικούς λόγους του δράστη, άσχετους µε την υπηρεσία που του έχει ανατεθεί, αφού η ύπαρξη των λόγων αυτών διακόπτει την αιτιώδη συνάφεια ανάµεσα στη βλαπτική πράξη του προστηθέντος και την άσκηση ή την κατάχρηση της υπηρεσίας του. Αυτό συµβαίνει και στην περίπτωση που υπάρχει µεν τυπικός ή χρονικός σύνδεσµος της επιβλαβούς συµπεριφοράς του προστηθέντος µε την υπηρεσία του, δηλαδή η συµπεριφορά αυτή εκδηλώθηκε µε την ευκαιρία της υπηρεσίας, οφείλεται όµως σε αίτια ανεξάρτητα απ' αυτή και συγκεκριµένα σε προσωπικό πταίσµα του προστηθέντος τον κίνδυνο του οποίου δεν µπορεί να φέρει ο προστήσας (ΑΠ 957/2003). Περαιτέρω από τις διατάξεις των άρθρων 300, 334 και 922 του ΑΚ προκύπτει ότι ο κύριος ή ο προστήσας άλλον σε κάποια υπηρεσία, που ευθύνεται για της ζηµίες που προξενήθηκαν από τον προστηθέντα παρανόµως σε τρίτο κατά την εκτέλεση της ανατεθείσης σ` αυτόν υπηρεσίας, απαλλάσσεται της ευθύνης, όταν ο προστηθείς έδρασε κατά κατάχρηση της ανατεθείσης σ` αυτόν υπηρεσίας και ο εντεύθεν ζηµιωθείς γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει την κατάχρηση αυτή, περιστατικά που πρέπει να προτείνει και ν' αποδείξει για την απαλλαγή του ο εναγόµενος προστήσας, έναντι της αγωγής του ζηµιωθέντος (ΑΠ 272/2008, ΑΠ 330/1977 ΝοΒ 25.1342). - Από τις διατάξεις των άρθρων 111 παρ. 2, 118 παρ. 4, 216 ΚΠολ, 914, 297, 298 ΑΚ, προκύπτει ότι στην αγωγή προς αποζηµίωση, από αδικοπραξία για την πληρότητα του δικογράφου πρέπει να αναφέρονται τα περιστατικά εκείνα που συνιστούν την παράνοµη και υπαίτια συµπεριφορά του εναγόµενου. Η συµπεριφορά αυτή µπορεί να συνίσταται όχι µόνο σε θετική πράξη, αλλά και σε παράλειψη, εφ` όσον εκείνος που υπέπεσε στην παράλειψη ήταν υποχρεωµένος σε πράξη από το νόµο, τη δικαιοπραξία, ή από την καλή πίστη κατά την κρατούσα κοινωνική αντίληψη. Πρέπει περαιτέρω να αναφέρονται, τα γεγονότα που δικαιολογούν την αιτιώδη συνάφεια µεταξύ της συµπεριφοράς και της ζηµίας που επήλθε στον ενάγοντα, καθώς και τα στοιχεία εκείνα που προσδιορίζουν τη θετική και αποθετική ζηµία του ενάγοντα. - Ο Άρειος Πάγος ελέγχει την επάρκεια ή µη της θεµελίωσης της αγωγής µε βάση τις διακρίσεις της νοµικής αοριστίας που υπάρχει όταν το δικαστήριο της ουσίας αξίωσε περισσότερα στοιχεία απ` όσα απαιτεί ο νόµος προς θεµελίωση του δικαιώµατος ή αρκέσθηκε σε λιγότερα, της ποιοτικής αοριστίας, που υπάρχει όταν ο ενάγων ή ο ενιστάµενος επικαλείται απλώς τα στοιχεία του νόµου χωρίς αναφορά περιστατικών και της ποσοτικής αοριστίας που υπάρχει όταν ελλείπει η εξειδίκευση µε πληρότητα [16]
των πραγµατικών περιστατικών που αποτελούν την προϋπόθεση εφαρµογής του κανόνα. Με βάση τη διάκριση αυτή ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο η νοµική αοριστία της αγωγής µε τον από το άρθρο 559 αριθ. 1 ΚΠολ λόγο (ΟλΑΠ 18/1998), ενώ η ποσοτική και ποιοτική αοριστία µε τους από το άρθρο 559 αριθ. 8 και 14 ΚΠολ. ΑΚ: 297, 298, 300, 334, 914, 922, ΚΠολ : 111, 118, 216, 559 αριθ. 1, 559 αριθ. 8, 559 αριθ. 14, ηµοσίευση: INLAW 2011 Αδικοπραξία - Ευθύνη προστήσαντος ή προστηθέντος ικαστήριο: Άρειος Πάγος Αριθµός απόφασης: 9 Έτος: 2011 - Αδικοπραξία. Ευθύνη προστήσαντος. Αµοιβαία Κεφάλαια. Έλλειψη νόµιµης βάσης. Πρόσθετοι λόγοι αναίρεσης. - Κατά τη διάταξη του άρθρου 922 του ΑΚ, ο κύριος ή ο προστήσας κάποιον άλλον σε µία υπηρεσία ευθύνεται για τη ζηµία που ο υπηρέτης ή ο προστηθείς προξένησε σε τρίτον παράνοµα κατά την υπηρεσία τους. Η εφαρµογή της ως άνω διάταξης προϋποθέτει: 1) σχέση πρόστησης, η οποία υπάρχει όταν ο προστήσας, που µπορεί να είναι και αντιπροσωπευόµενος σε υλικές ενέργειες, διατηρεί το δικαίωµα να δίδει οδηγίες και εντολές στον προστηθέντα αντιπρόσωπό του κατά την διενέργεια υλικών κυρίως ενεργειών σε σχέση µε τον τρόπο εκπλήρωσης της υπηρεσίας του, ή ο τελευταίος υπόκειται σε συγκεκριµένες υποχρεώσεις, 2) ενέργεια του προστηθέντος παράνοµη και υπαίτια πληρούσα τις προϋποθέσεις του άρθρου 914 του ΑΚ και 3) η ενέργεια αυτή του προστηθέντος να έγινε κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας που του είχε ανατεθεί ακόµη και κατά κατάχρηση της υπηρεσίας του αυτής, η οποία υφίσταται όταν η ζηµιογόνος πράξη τελέσθηκε εντός των ορίων των καθηκόντων που ανατέθηκαν στον προστηθέντα, ή επ` ευκαιρία ή εξ αφορµής της υπηρεσίας, αλλά κατά παράβαση των εντολών και των οδηγιών, που δόθηκαν σ` αυτόν ή καθ` υπέρβαση των καθηκόντων του, που διέπουν τη µεταξύ τους σχέση, εφόσον µεταξύ της ζηµιογόνου ενέργειας του προστηθέντος και της υπηρεσίας που ανατέθηκε σ` αυτόν υπάρχει εσωτερική συνάφεια, υπό την έννοια ότι η αδικοπραξία δεν θα ήταν δυνατόν να υπάρξει χωρίς την ιδιαίτερη σχέση ή ότι η τελευταία υπήρξε το αναγκαίο µέσον για την τέλεση της αδικοπραξίας που κατέστη (τέλεση) δυνατή, εξαιτίας ακριβώς της θέσης, των µέσων και των ευκαιριών που χορήγησε ο αντιπρόσωπος στο πλαίσιο της ειδικής σχέσης προς τον αντιπροσωπευόµενο, και µε την χρησιµοποίησή τους για άλλον σκοπό από εκείνον για τον οποίο του ανατέθηκαν. Αντίθετα ο προστήσας δεν ενέχεται έναντι του ζηµιωθέντος προς αποζηµίωση αυτού, όταν η αδικοπραξία είναι άσχετη ή ξένη µε την υπηρεσία που είχε ανατεθεί στον προστηθέντα, αφού η ύπαρξη των λόγων αυτών διακόπτει την αιτιώδη συνάφεια ανάµεσα στη βλαπτική συµπεριφορά του προστηθέντος και την άσκηση ή κατάχρηση της υπηρεσίας του. Αυτό συµβαίνει και στην περίπτωση που υπάρχει µεν τοπικός ή χρονικός σύνδεσµος της βλαπτικής συµπεριφοράς του προστηθέντος µε την υπηρεσία του, δηλαδή η συµπεριφορά αυτή εκδηλώθηκε µε την ευκαιρία της υπηρεσίας, πλην όµως οφείλεται σε αίτια ανεξάρτητα από αυτή και συγκεκριµένα σε προσωπικό πταίσµα του προστηθέντος, τον κίνδυνο του οποίου δεν µπορεί να φέρει ο προστήσας. Από την αυτή ως άνω διάταξη (ΑΚ 922) προκύπτει επίσης ότι εάν ο προστήσας παρέσχε την εξουσία στον προστηθέντα να χρησιµοποιεί τρίτους (υποπροστηθέντες) στην διεκπεραίωση της υποθέσεώς του, αυτός (αρχικώς [17]
προστήσας) ευθύνεται και για τις αδικοπραξίες του υποπροστηθέντος, χωρίς να προσαπαιτείται να ασκεί έλεγχο ή να δίνει οδηγίες και εντολές σ` αυτόν. - Από το συνδυασµό των διατάξεων των άρθρων 17 παρ. 1, 19 παρ.2, 20 παρ. 1, 5, 21 και 30 εδ. α'- του Ν. 1969/1991, προκύπτει ότι για την απόκτηση µεριδίων αµοιβαίου κεφαλαίου, τα οποία ύστερα από άδεια συστάσεως που χορηγείται µε απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, καθίστανται αντικείµενο διαχείρισης Ανώνυµης Εταιρίας ιαχείρισης Αµοιβαίων Κεφαλαίων, απαιτούνται: α) γραπτή αίτηση προς την ΑΕ ιαχείρισης, β) αποδοχή του Κανονισµού του αµοιβαίου Κεφαλαίου και γ) ολοσχερής καταβολή στον θεµατοφύλακα της τιµής διάθεσης των µεριδίων σε µετρητά ή κινητές αξίες, εφόσον η ΑΕ δεχθεί τις τελευταίες. Η ΑΕ ιαχείρισης µπορεί να διαθέτει τα µερίδια του αµοιβαίου κεφαλαίου και µέσω αντιπροσώπων της, ως αντιπρόσωποι της δε µπορούν να ενεργούν µόνο Τράπεζες, Ασφαλιστικές Εταιρίες και µέλη του Χρηµατιστηρίου Αξιών Αθηνών, ενώ αποκλείεται να ενεργούν ως αντιπρόσωποι άλλα πρόσωπα. Εξετέρου κατά τη διάταξη του αρθρ. 559 αριθ. 1 του ΚΠολ αναίρεση επιτρέπεται µόνο αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου στον οποίο περιλαµβάνονται και οι ερµηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. (άρθρα 173 και 200 του ΑΚ). Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρµοστεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγµατικές προϋποθέσεις για την εφαρµογή του, ή αν εφαρµοστεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρµοστεί εσφαλµένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε µε ψευδή ερµηνεία, είτε µε κακή εφαρµογή, δηλαδή µε εσφαλµένη υπαγωγή (ΟλΑΠ 7/2006 και ΟλΑΠ 4/2005). Περαιτέρω κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 19 του ΚΠολ, αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόµιµη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες, ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζητήµατα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Από την υπόψη διάταξη, που αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παράγραφος 3 του Συντάγµατος προκύπτει ότι ο προβλεπόµενος απ` αυτή λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του νοµικού συλλογισµού δεν εκτίθενται καθόλου πραγµατικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας), ή όταν τα εκτιθέµενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγµατικού του εφαρµοστέου κανόνα δικαίου για την επέλευση της έννοµης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνηση του (ανεπαρκής αιτιολογία), ή όταν αντιφάσκουν µεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία (ΟλΑΠ 1/1999). εν υπάρχει όµως ανεπάρκεια αιτιολογιών, όταν η απόφαση περιέχει συνοπτικές αλλά πλήρεις αιτιολογίες. - Το κατά νόµο αναγκαίο περιεχόµενο της ελάσσονος πρότασης προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρµοστέο κανόνα δικαίου, του οποίου το πραγµατικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της απόφασης στο αποδεικτικό της πόρισµα, και να µην καταλείπονται αµφιβολίες. Ελλείψεις δε αναγόµενες µόνο στην ανάλυση και στάθµιση των αποδεικτικών µέσων και γενικότερα ως προς την αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσµατος, αν αυτό διατυπώνεται σαφώς, δεν συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες (ΟλΑΠ 861/1984). ηλαδή, µόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς, και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε. Τα επιχειρήµατα δε του δικαστηρίου, που σχετίζονται µε την εκτίµηση των αποδείξεων δεν συνιστούν παραδοχές επί τη βάσει των οποίων διαµορφώνεται το αποδεικτικό πόρισµα και ως εκ τούτου δεν αποτελούν "αιτιολογία" της απόφασης, ώστε στο πλαίσιο της ερευνώµενης διάταξης του άρθρου 559 αριθ. 19 να επιδέχεται αυτή µοµφή για αντιφατικότητα ή ανεπάρκεια, ενώ δεν δηµιουργείται ο ίδιος λόγος αναίρεσης του αριθµού 19 του άρθρου 559 του ΚΠολ ούτε εξαιτίας του ότι το δικαστήριο δεν αναλύει ιδιαιτέρως και διεξοδικά τα µη συνιστώντα αυτοτελείς ισχυρισµούς επιχειρήµατα των διαδίκων, οπότε ο σχετικός λόγος αναίρεσης απορρίπτεται ως απαράδεκτος. [18]
- Κατά το άρθρο 569 παρ. 2 ΚΠολ, οι πρόσθετοι λόγοι αναιρέσεως ασκούνται µόνον δια δικογράφου το οποίο κατατίθεται στην γραµµατεία του Αρείου Πάγου τουλάχιστον 30 ηµέρες πριν από την συζήτηση της αιτήσεως, επιδίδεται δε στον αναιρεσίβλητο και τους λοιπούς διαδίκους πριν από την ίδια προθεσµία. Από την διάταξη αυτή, συνδυαζόµενη και προς τις διατάξεις των άρθρων 568 παρ. 3 και 571 ΚΠολ, οι οποίες προβλέπουν τον προσδιορισµό δικασίµου σε χρόνο που παρέχει επαρκή προθεσµία για επίδοση και προπαρασκευή της υποθέσεως, ως και την σύνταξη εκθέσεως από τον οριζόµενο εισηγητή, προκύπτει ότι ως ηµέρα συζητήσεως για τον υπολογισµό της προθεσµίας καταθέσεως και επιδόσεως του δικογράφου των προσθέτων λόγων νοείται η ορισθείσα από τον Πρόεδρο του Αρείου Πάγου ή τον Πρόεδρον του οικείου Τµήµατος κατά το άρθρο 568 παρ. 2, όχι δε και η µεταγενέστερη µετ` αναβολή εξ αυτής ή µαταίωση προσδιορισθείσα (ΟλΑΠ 143/84, 654/84). Στην προκειµένη περίπτωση η αναιρεσείουσα άσκησε πρόσθετους λόγους αναιρέσεως µε το από 20-8- 2010 δικόγραφο, το οποίο κατέθεσε στον αρµόδιο γραµµατέα του Αρείου Πάγου την 24-8-2010, ήτοι σε χρόνο µεταγενέστερο από εκείνο της αρχικώς ορισθείσης ( 12-1-2009) δικασίµου. Εποµένως οι πρόσθετοι αυτοί λόγοι είναι απαράδεκτοι. ΑΚ: 173, 200, 922, ΚΠολ : 559 αριθ. 1, 559 αριθ. 19, 568, 569, 571, Νόµοι: 1969/1991, άρθ. 17, 19, 20, 21, 30, ηµοσίευση: INLAW 2011 * ΕΕ 2011, σελίδα 698 * Ελλ νη 2011, σελίδα 389 * ΕπισκΕ 2011, σελίδα 639 Αδικοπραξία - Ηθική Βλάβη ικαστήριο: Άρειος Πάγος Αριθµός απόφασης: 1425 Έτος: 2011 - Αδικοπραξία. Χρηµατική ικανοποίηση για ηθική βλάβη. Η έµµεση ηθική βλάβη δεν αποκαθίσταται. Αοριστία αγωγής. Άσκηση αγωγής από γονείς ανηλίκου. Παραµόρφωση περιεχοµένου εγγράφου.ανεπαρκής ή αντιφατική αιτιολογία. Αναιρείται η προσβαλλόµενη απόφαση. - Από τις διατάξεις των άρθρων 299, 914 και 932 εδ. α' και β' του ΑΚ προκύπτει ότι δικαιούχος της απαιτήσεως για χρηµατική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης είναι ο φορέας του προσβληθέντος αγαθού και επί βλάβης του σώµατος ή της υγείας εκείνος που την υπέστη. Η έµµεση ηθική βλάβη δεν αποκαθίσταται. Συνεπώς τρίτα πρόσωπα δεν δικαιούνται κατά νόµο χρηµατική ικανοποίηση, έστω και αν αυτά, λόγω στενού συγγενικού δεσµού προς τον παθόντα δοκιµάζουν ψυχικό πόνο και στεναχώρια, όπως στην περίπτωση των γονέων από βλάβη του σώµατος ή της υγείας του τέκνου τους, διότι στην περίπτωση αυτή η ηθική βλάβη είναι έµµεση και δεν αποκαθίσταται (ΟλΑΠ 18/2004). - Κατά τις διατάξεις του άρθρου 216 εδ. α' ΚΠολ, η αγωγή πρέπει να περιέχει σαφή έκθεση των γεγονότων που την θεµελιώνουν και δικαιολογούν την άσκησή της από τον ενάγοντα κατά του εναγοµένου, κατά δε το άρθρο 224 εδ. β' ΚΠολ, ως την πρώτη συζήτηση της αγωγής, µπορεί ο ενάγων να συµπληρώσει, διευκρινίσει και διορθώσει τους ισχυρισµούς του αρκεί να µη µεταβάλλεται η βάση της αγωγής. Έτσι, σε περίπτωση ασκήσεως αγωγής στο όνοµα ανηλίκου που εκπροσωπείται κατά το άρθρο 64 παρ. 1 Κ.Πολ.., από τους ασκούντες τη γονική µέριµνα γονείς του είναι παραδεκτή η διευκρίνιση αυτής µε τον καθορισµό κατά την πρώτη συζήτηση της [19]
υποθέσεως των περιστατικών εκείνων που δικαιολογούν την εκπροσώπησή του από τους γονείς του (χρόνος γεννήσεως, άσκηση γονικής µέριµνας κ.λ.π.). - Κατά την αληθινή έννοια της διατάξεως του άρθρου 559 αρ. 20 ΚΠολ ως "παραµόρφωση" νοείται το διαγνωστικό σφάλµα του δικαστηρίου εξαιτίας του οποίου αποδόθηκε στο έγγραφο περιεχόµενο διαφορετικό από το αληθινό και το οποίο ιδρύει λόγο αναιρέσεως εφόσον συνέβαλε αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο στη διαµόρφωση της κρίσης του δικαστηρίου. Ο λόγος όµως αυτός είναι αόριστος και στο αναιρετήριο δεν αναφέρεται ο ισχυρισµός για την απόδειξη ή ανταπόδειξη του οποίου χρησιµοποιήθηκε το έγγραφο τούτο. - Κατά την έννοια της περιπτώσεως µε αρίθµ 19 του άρθρου 559 ΚΠολ, ανεπαρκής ή αντιφατική αιτιολογία που έχει ως συνέπεια την αναίρεση για έλλειψη νοµίµου βάσεως υπάρχει όταν από το αιτιολογικό της αποφάσεως δεν προκύπτουν κατά τρόπο σαφή και χωρίς αντιφάσεις τα πραγµατικά περιστατικά τα οποία σύµφωνα µε το νόµο είναι αναγκαία για τη θεµελίωση του κανόνα δικαίου που εφαρµόστηκε στη συγκεκριµένη περίπτωση όχι όµως και όταν υπάρχουν ελλείψεις αναγόµενες στην εκτίµηση των αποδείξεων, στην ανάλυση, στάθµιση και αιτιολόγηση του πορίσµατος που έχει εξαχθεί από αυτές, εφόσον τούτο εκτίθεται µε σαφήνεια. Ως ζητήµατα των οποίων η µη αιτιολόγηση ή η αιτιολόγηση κατά τρόπο ανεπαρκή, ή αντιφατικό στερεί από την απόφαση τη νόµιµη βάση της νοούνται, µόνο ισχυρισµοί που έχουν αυτοτελή ύπαρξη, δηλαδή εκείνοι που τείνουν στη θεµελίωση ή κατάλυση δικαιώµατος που ασκήθηκε είτε ως επιθετικό είτε ως αµυντικό µέσο, όχι όµως και τα απλά πραγµατικά ή νοµικά επιχειρήµατα που δεν συνέχονται µε την αξιολόγηση και στάθµιση των αποδείξεων, για την οποία η έλλειψη ειδικής και εµπεριστατωµένης αιτιολογίας δεν ιδρύει λόγο αναιρέσεως. ΑΚ: 299, 914, 932, ΚΠολ : 64, 216, 224, 559 αριθ. 19, 559 αριθ. 20, ηµοσίευση: INLAW 2011 Αδικοπραξία - Ιατρική ευθύνη ικαστήριο: Άρειος Πάγος Αριθµός απόφασης: 154 Έτος: 2011 - Αδικοπραξία. Ιατρική ευθύνη. Παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου. - Από τη διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ, κατά την οποία όποιος ζηµιώσει άλλον παράνοµα και υπαίτια έχει υποχρέωση να τον αποζηµιώσει, προκύπτει ότι προϋποθέσεις της αδικοπρακτικής ευθύνης είναι οι εξής: 1) ανθρώπινη συµπεριφορά που µπορεί να συνίσταται σε θετική ενέργεια (πράξη) ή σε παράλειψη ορισµένης ενέργειας, 2) η πράξη ή παράλειψη να είναι παράνοµη, 3) υπαιτιότητα (πταίσµα) του δράστη, που εκδηλώνεται είτε µε τη µορφή ου δόλου είτε µε τη µορφή της αµέλειας, 4) επέλευση ζηµίας και 5) αιτιώδης σύνδεσµος µεταξύ της συµπεριφοράς και της ζηµίας. Αιτιώδης σύνδεσµος υπάρχει όταν η παράνοµη και υπαίτια συµπεριφορά ήταν, σύµφωνα µε τα διδάγµατα της κοινής πείρας, ικανή, κατά τη συνήθη και κανονική πορεία των πραγµάτων, να επιφέρει τη ζηµία και την επέφερε στη συγκεκριµένη περίπτωση (ΑΠ 118/2006, ΑΠ 996/04). - Ευθύνη ιατρού για αµέλεια υπάρχει στις περιπτώσεις εκείνες, που το ανεπιθύµητο αποτέλεσµα οφείλεται σε παράβαση των θεµελιωδών αναγνωρισµένων κανόνων της ιατρικής επιστήµης και η ενέργεια του δεν ήταν σύµφωνη µε το αντικειµενικώς επιβαλλόµενο καθήκον επιµέλειας. ηλαδή θα πρέπει να µην καταβλήθηκε από τον ιατρό η επιβαλλόµενη κατά αντικειµενική κρίση προσοχή και επιµέλεια, την οποία [20]