ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ No 2: ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 ΤΑ Ε ΟΜΕΝΑ ΤΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ



Σχετικά έγγραφα

ΕΘΝΙΚΟ ΜΕΤΣΟΒΙΟ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ

Ανάλυση Λογιστικών Καταστάσεων

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ

και ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΧΡΗΣΗΣ

Σχολή Διοίκησης & Οικονομίας. Τμήμα Διοίκησης Επιχειρήσεων

(Πηγή: Χρηματοοικονομική λογιστική, ΕΑΠ Τόμος Α).

ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΙ ΕΙΚΤΕΣ

Business Plan. Ένα επιχειρηµατικό πρόγραµµα περιλαµβάνει απαραίτητα τις ακόλουθες ενότητες:

ΕΤΗΣΙΕΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΙΣ

Πραγματοποιείται με την κατάταξη των στοιχείων κατά κατηγορίες για μια σειρά ετών. Η σύγκριση των στοιχείων με παρελθόντα στοιχεία αυξάνει την

Είδη δαπανών. Μιχάλης Δούμπος, Αναπλ. Καθηγητής Πολυτεχνείο Κρήτης, Σχολή Μηχανικών Παραγωγής & Διοίκησης mdoumpos@dpem.tuc.

Αξιολόγηση Επενδυτικών Σχεδίων

Ιωάννης Κουλουλίας Πρόεδρος του ιοικητικού Συµβουλίου

ΑΝΑΛΥΣΗ ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΩΝ

EPSILON EUROPE PLC. ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΙΣ Έτος που έληξε στις 31 Δεκεμβρίου 2017

Ομάδα 2: Αποθέματα. Ομάδα 2: Αποθέματα. Αποθέματα είναι τα υλικά αγαθά που η επιχείρηση:

ΛΟΓΙΣΤΙΚΟ ΣΧΕΔΙΟ Δρ. Ναούμ Βασίλειος Ομάδα 2: Αποθέματα 1 1

Ανάλυση Λογιστικών Καταστάσεων

Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΜΟΝΑΔΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΗΣ

Πηγές χρηματοδότησης. Κατανομή χρηματικών πόρων

Ο όρος «Χρηματοδότηση» περιλαμβάνει δύο οικονομικές δραστηριότητες.

ΕΝΟΤΗΤΑ 3: ΑΠΟΘΕΜΑΤΑ

Τμήμα Οργάνωσης & Διοίκησης Επιχειρήσεων ΕΝΟΤΗΤΑ 3: ΑΠΟΘΕΜΑΤΑ

ΑΝΑΛΥΣΗ ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΩΝ

Χρηματοοικονομική Λογιστική. Χρηματοοικονομική Λογιστική Ελευθέριος Αγγελόπουλος 1-1

Χρηματοοικονομική ανάλυση των ΜΜΕ

ΕΤΗΣΙΕΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΙΣ

ΑΡΘΡΟ: ΕΡΜΗΝΕΙΑ - ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΔΕΙΚΤΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΑΚΗΣ ΔΟΜΗΣ & ΒΙΩΣΙΜΟΤΗΤΑΣ

ιαχείριση Τεχνικών Έργων

ΤΕΚΤΟΝΑΡΧΟΣ ΑΝΩΝΥΜΗ ΤΕΧΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ. ΑΓ.ΤΡΥΦΩΝΟΣ 8, Αθήνα. Αρ.Μ.Α.Ε.46416/014Τ/Β/00/501 ΑΡΙΘΜΟΣ Γ.Ε.ΜΗ

Αξιολόγηση Επενδυτικών Σχεδίων

ΑΡΤΟΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ ΚΑΡΑΜΟΛΕΓΚΟΣ Α.Ε. Ε ΡΑ: ΘΕΣΗ ΤΖΗΜΑ ΚΟΡΩΠΙ ΕΤΗΣΙΕΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΙΣ. Για την περίοδο από 1 Ιανουαρίου έως 30 Σεπτεµβρίου 2006

ΛΠ 12 Φόροι Εισοδήµατος. IAS 12 Income Taxes

Μάθημα: Χρηματοοικονομική Λογιστική ΙΙ

Μάθημα: Χρηματοοικονομική Λογιστική ΙΙ 10 η εισήγηση

Σύμφωνα με τα ΔΠΧΠ οι επιχειρήσεις υποχρεούνται να δημοσιεύουν τις παρακάτω καταστάσεις:

Εισαγωγή στην. χρηματοοικονομική ανάλυση

Αποτίμηση Επιχειρήσεων

ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΑΜΕΙΑΚΩΝ ΡΟΩΝ

Η περιουσία της επιχείρησης, από λογιστική άποψη, έχει τρεις διακρίσεις, δηλαδή: α. Το Ενεργητικό. β. Το Παθητικό. γ. Την Καθαρή Περιουσία.

Εργαστήριο Εκπαίδευσης και Εφαρμογών Λογιστικής. Εισαγωγή στην Χρηματοοικονομική Ανάλυση

Τι είναι η οικονομική μονάδα? Διακρίσεις οικονομικών μονάδων

@ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΕΝΟΠΟΙΟΥΜΕΝΗΣ ΕΤΑΙΡΙΑΣ

ΣΟΛΩΜΟΥ 29 ΑΘΗΝΑ ( info@arnos.gr ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΦΟΙΤΗΤΩΝ Α.Ε.Ι. Α.Τ.Ε.Ι. Ε.Α.Π. Ε.Μ.Π.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Α Γενικές πληροφορίες για την εταιρία. Στοιχεία και πληροφορίες περιόδου από 1 Ιανουαρίου 2005 έως 31 Μαρτίου 2005.

ΕΚΘΕΣΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΤΟΥ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της «ΚΛΩΣΤΑΙ ΠΕΤΑΛΟΥΔΑΣ Α.Ε.Β.Ε»

Χρηματοοικονομική Διοίκηση ΙΙ

1 ΣΟΛΩΜΟΥ 29 ΑΘΗΝΑ Fax: φροντιστηριακά μαθήματα για : Ε.Μ.Π. Α.Ε.Ι. Α.Τ.Ε.Ι. Ε.Α.Π. ΘΕΜΑ 1

Κυρίες και Κύριοι, 1. Γενικά Πληροφοριακά Στοιχεία


ΛΟΓΙΣΤΙΚΟ ΣΧΕΔΙΟ. Διδάσκων: Δρ. Ναούμ Βασίλης. Κωδικός Μαθήματος ΔΕΛΟΓ41-2. Εξάμηνο Μαθήματος 6 ο ή 8 ο. Τύπος Μαθήματος Επιλογής

ΛΟΓΙΣΤΙΚΟ ΣΧΕΔΙΟ. Διδάσκων: Δρ. Ναούμ Βασίλης

ΕΝ ΙΑΜΕΣΕΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΙΣ

Στη 2 η κατηγορία ανήκουν εκείνα που μεταβάλλονται συνεχώς μέσα στο παραγωγικό - συναλλακτικό κύκλωμα της επιχείρησης

Εισαγωγή στην Χρηματοοικονομική ανάλυση

ΙΟΝΙΚΗ ΣΥΜΜΕΤΟΧΩΝ ΑΘΗΝΑΙ

Μελέτες Περιπτώσεων. Επιχειρησιακή Στρατηγική. Αριστοµένης Μακρής

Σχέδιο λογαριασμών. Ομάδα 4: Καθαρή θέση

ΕΑΠ: ΕΟ 25 ΕΠΑΝΑΛΗΠΤΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ο ΘΕΜΑ) (ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΓΕΝΙΚΟ ΛΟΓΙΣΤΙΚΟ ΣΧΕ ΙΟ)

ΜΠΛΑΝΟΣ ΑΘΛΗΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΨΥΧΑΓΩΓΙΚΕΣ ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ ΜΕΣΟΓΑΙΑ Α.Ε Κατάσταση χρηµατοοικονοµικής θέσης (Ισολογισµός) της της

ΙΣΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΕΜΠΟΡΙΚΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗΣ Φ 31/12/2013

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. (Οι αριθμοί παραπέμπουν στις σελίδες) ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α

ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΤΕΧΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΟΔΩΝ ΚΑΙ ΓΕΦΥΡΩΝ ΕΔΡΑ: ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥΠΟΛΗ Ν. ΕΒΡΟΥ Σ. Οικονόμου ΑΡ. Μ.Α.Ε /65/Β/86/03 ΑΡ. ΓΕ.ΜΗ.

ΕΤΗΣΙΕΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΙΣ

Σχέδιο λογαριασμών. Ομάδα 4: Καθαρή θέση

ΙΙ. ΑΝΑΛΥΣΗ ΚΑΙ ΕΠΕΞΗΓΗΣΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΩΝ ΟΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΕΤΑΙΡΙΑΣ ΤΗΣ Α/ Ο ΙΣΟΛΟΓΙΣΜΟΣ Το Ενεργητικό (και Παθητικό)

Κυρίες και Κύριοι Μέτοχοι,

Cytrustees Investment Public Company Limited. Συνοπτικές ενδιάµεσες οικονοµικές καταστάσεις για την εξαµηνία που έληξε στις 30 Ιουνίου 2008

Θαλάσσιες Κατασκευές: Χρηματοδότηση

Κυρίες και Κύριοι Μέτοχοι,

Έκθεση και εξαµηνιαίες συνοπτικές ενοποιηµένες οικονοµικές καταστάσεις 30 Ιουνίου 2007

ΔΕΟ 25 ΛΟΓΙΣΤΙΚΗ. Τόμος: Εισαγωγή στη Λογιστική. Κεφάλαιο 2: Κατάρτιση Λογιστικών Καταστάσεων. Ενότητα 2.2 : Ισολογισμός

ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ΛΟΓΙΣΤΙΚΩΝ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΩΝ ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΗΣ ΑΕ ΜΕ ΧΡΗΣΗ ΤΩΝ ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΑΡΙΘΜΟΔΕΙΚΤΩΝ

ΥΠΟ ΕΙΓΜΑΤΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΩΝ

ΛΟΓΙΣΤΙΚΟ ΣΧΕΔΙΟ. Περίγραμμα Μαθήματος

Τμήμα Οργάνωσης & Διοίκησης Επιχειρήσεων ΛΟΓΙΣΤΙΚΟ ΣΧΕΔΙΟ. Διδάσκων. Δρ. Ναούμ Βασίλειος

ΕΚΘΕΣΗ ΠΕΠΡΑΓΜΕΝΩΝ ΤΗΣ 8 ης ΕΤΑΙΡΙΚΗΣ ΧΡΗΣΗΣ ΤΟΥ ΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΤΗΣ «ΑΠΠΟΛΩΝΕΙΟ ΘΕΡΑΠΕΥΤΗΡΙΟ Α.Ε.» ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΤΑΚΤΙΚΗ ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΝΕΛΕΥΣΗ ΤΩΝ

ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΚΑΙ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟΥ & ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟΥ ΠΑΡΚΟΥ ΚΡΗΤΗΣ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ. Τεχνολογικό Πάρκο Κρήτης Βασιλικά Βουτών

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ (Οι αριθμοί παραπέμπουν στις σελίδες)

ΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΛΗΡΩΣΗ ΘΕΣΕΩΝ ΗΜΟΣΙΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΚΑΙ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΡΟΣΩΠΩΝ ΤΟΥ ΗΜΟΣΙΟΥ TOMEΑ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ TΕ ΕΞΕΤΑΣΗ ΣΤΟ ΜΑΘΗΜΑ: «ΛΟΓΙΣΤΙΚΗ»

1.ΣΥΝΟΠΤΙΚΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΑ ΜΕΓΕΘΗ

Αριθμοδείκτες διάρθρωσης κεφαλαίων 7 φ

Ε. ΠΑΪΡΗΣ Α.Β.Ε.Ε. ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΚΑΙ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΠΛΑΣΤΙΚΩΝ ΕΝ ΙΑΜΕΣΕΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΙΣ Α ΤΡΙΜΗΝΟΥ 2005

Κεφάλαιο X. Χρηµατοοικονοµική Λογιστική & ιοίκηση Ισολογισµοί & Αποτελέσµατα Χρήσης

Παράρτημα Γ : Σχέδιο Λογαριασμών

ΓΕΝΙΚΗ ΛΟΓΙΣΤΙΚΗ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΙΣ (Ισολογισμός Αποτελέσματα Χρήσεως, Ταμειακές Ροές) ΕΒΔΟΜΑΔΙΑΙΟ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ

ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΦΑΡΜΑΚΕΙΩΝ

Βασικά Ενοποιηµένα Οικονοµικά µεγέθη (χρήση 1/1/2004 έως 31/12/2004) (Ποσά σε εκατ. Ευρώ)

ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΕΠΕΝΔΥΣΕΙΣ ΑΚΙΝΗΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ Α.Ε.Ε.Α.Π. Ενδιάμεσες Συνοπτικές Ατομικές Οικονομικές Kαταστάσεις

ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑ ΟΣ Α.Ε. (Α.Μ.Α.Ε. 6062/06/B/86/01) 163 ος ΙΣΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΤΗΣ 31 ης ΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 2004 (Ποσά σε χιλιάδες Ευρώ) ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ

ΕΝΔΙΑΜΕΣΕΣ ΣΥΝΟΠΤΙΚΕΣ ΕΝΟΠΟΙΗΜΕΝΕΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟ ΤΡΙΜΗΝΟ ΠΟΥ ΕΛΗΞΕ ΣΤΙΣ 31 ΜΑΡΤΙΟΥ 2006

Το παράδοξο της παρουσίας ΞΚ

Ενδιάµεσες Οικονοµικές Καταστάσεις. σύµφωνα µε τα ιεθνή Πρότυπα Χρηµατοοικονοµικής. Πληροφόρησης

ALPHA ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΙΣΤΕΩΣ ΙΣΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΤΗΣ 31ης ΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 1997 (Ποσά σε χιλιάδες ραχµές)

2. Εξέλιξη των εργασιών της Εταιρίας

Τα επιµέρους τµήµατα ενός επενδυτικού σχεδίου

ΗΜΟΣΙΑ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΥ Α.Ε.

SFS GROUP PUBLIC COMPANY LIMITED ΣΥΝΟΠΤΙΚΕΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ ΑΠΟ 1 Η ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ ΜΕΧΡΙ 30 Η ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 2006 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

Transcript:

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΤΜΗΜΑ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ ΜΑΘΗΜΑ: ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ ΤΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ Ι ΑΣΚΩΝ: Μιχάλης Γκλεζάκος ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ No 2: ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 1. Εισαγωγή ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 ΤΑ Ε ΟΜΕΝΑ ΤΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ Ως επιχείρηση εννοούµε την οργανωµένη δραστηριότητα η οποία έχει ως στόχο την παραγωγή αγαθών για την κάλυψη αναγκών. Στα πλαίσια αυτής της δραστηριότητάς της, η επιχείρηση προσπαθεί να εφαρµόσει τη θεµελιώδη οικονοµική αρχή, δηλαδή να επιτύχει το µέγιστο δυνατό αποτέλεσµα µε την ελάχιστη θυσία. Τελικά, πάντως, η επιτυχία (ή αποτυχία) της προσπάθειας της κρίνεται από την Αγορά (όταν βέβαια λειτουργεί σε συνθήκες ελεύθερου ανταγωνισµού), µέσω του µηχανισµού των τιµών : Όσο σηµαντικότερο το αποτέλεσµα της δράσης της, τόσο υψηλότερες οι τιµές και τόσο µεγαλύτερο το άνοιγµα ανάµεσα στα έσοδα και το κόστος. Σε µια ανταγωνιστική Αγορά 1 οι τιµές των αγαθών διαµορφώνονται ανεξάρτητα από το κόστος παραγωγής των επιµέρους µονάδων. Για παράδειγµα, έστω ότι υπάρχει επαρκής προσφορά του προϊόντος Π στην τιµή των 100, ακόµη δε ότι η επιχείρηση Ε παράγει το ίδιο προϊόν µε κόστος 120. Αν οι ποιοτικές προδιαγραφές του προϊόντος της Ε και οι όροι πώλησης του δεν διαφέρουν από εκείνα των ανταγωνιστών, τότε η επιχείρηση αυτή δεν µπορεί να πετύχει τιµή ανώτερη των 100. Σε µια τέτοια περίπτωση, η Ε αναλώνει παραγωγικούς συντελεστές αξίας 120, ενώ δηµιουργεί αγαθά αξίας 100, λόγω αναποτελεσµατικής οργάνωσης της δραστηριότητας της. Αφαιρεί, δηλαδή, από τι κοινωνικό σύνολο πόρους 20 ανά παραγόµενη µονάδα. Με τη ζηµία αυτή επιβαρύνονται οι χρηµατοδότες της επιχείρησης (µέτοχοι, δανειστές, προµηθευτές κλπ), στο βαθµό που δεν κατορθώνουν να εισπράξουν τα κεφάλαια που χορήγησαν (και τις αποδόσεις των κεφαλαίων αυτών). Οι χρηµατοδότες, εποµένως, για να περιορίσουν τον κίνδυνο απωλειών, έχουν ανάγκη να εκτιµήσουν τις προοπτικές της µονάδας την οποία εφοδιάζουν µε κεφάλαια, πριν αποφασίσουν τη χρηµατοδότησή της. Βέβαια, η σύγχρονη επιχείρηση αποτελεί ένα πολυσύνθετο πλέγµα συµφερόντων, γι αυτό υπάρχουν και άλλα µέρη τα οποία επιθυµούν να γνωρίζουν τη µελλοντική πορεία της, όπως π.χ. οι εργαζόµενοι σε αυτή ( για να εκτιµούν το χρονικό ορίζοντα της απασχόλησης τους και το επίπεδο των αµοιβών τους ) το management (για να προγραµµατίσει τη δράση της µονάδας, ακόµη δε να εκτιµήσει τις επιπτώσεις στην αµοιβή και τη φήµη του), το Κράτος (να προστατέψει τους επενδυτές, πιστωτές κλπ και να εισπράξει φόρους) κ.ο.κ. Η δυνατότητα, εποµένως, πραγµατοποίησης εκτιµήσεων σχετικά µε τις προοπτικές της επιχείρησης, αποτελεί κρίσιµη παράµετρο για όλες τις πιο πάνω οµάδες ενδιαφεροµένων. 1 Βασικές προϋποθέσεις για µια ανταγωνιστική αγορά είναι ο µεγάλος αριθµός αγοραστών και πωλητών και η έλλειψη περιορισµών που εµποδίζουν την ελεύθερη έκφραση των δυνάµεων προσφοράς και ζήτησης. Σε αγορές µονοπωλιακού, µονοψωνιακού, ολιγοπωλιακού και ολιγοψωνιακού χαρακτήρα, οι τιµές των αγαθών δεν αποτελούν, συνήθως, ασφαλές µέτρο µέτρησης της αντικειµενικής τους αξίας. Τέλος, θα πρέπει να τονιστεί ότι, είναι δυνατό να διαµορφωθούν (βραχυπρόθεσµα) οι τιµές σε επίπεδα κατώτερα του κόστους, υπό την επίδραση συγκυριακών παραγόντων, όπως π.χ. συσσώρευση αποθεµάτων, µείωση της ζήτησης σε χρόνο ενωρίτερο του αναµενόµενου ή σε έκταση µεγαλύτερη της αναµενόµενης κλπ.

2. Οι Οικονοµικές Καταστάσεις της Επιχείρησης Η ροή πόρων (κεφάλαια, εργασία, φυσικοί πόροι), η αξιοποίηση τους, η πώληση αγαθών, ο προσδιορισµός του επιχειρηµατικού αποτελέσµατος και η διανοµή του (ή ο καταλογισµός του) καταγράφονται στα βιβλία της επιχείρησης και αποτελούν πολύτιµα στοιχεία για κάθε ενδιαφερόµενο. Ιδιαίτερη αξία αποκτούν οι ανακεφαλαιωτικές καταστάσεις όλων των οικονοµικών δεδοµένων και µεταβολών, διότι επιτρέπουν την ταχύτερη και ασφαλέστερη αξιολόγηση των επιχειρήσεων µέσω της τυποποίησης και ποσοτικοποίησης των οικονοµικών τους στοιχείων. Οι γνωστότερες από τις καταστάσεις αυτές είναι οι εξής: - Ισολογισµός - Κατάσταση αποτελεσµάτων - Κατάσταση διανοµής κερδών Εκτός, από τις πιο πάνω καταστάσεις υπάρχουν και άλλες, λιγότερο αναλυτικές, όπως οι τριµηνιαίες λογιστικές καταστάσεις (3µήνου, 6µήνου και 9µήνου), τα µηνιαία ισοζύγια κλπ. Τέλος, σηµαντικές πληροφορίες περιέχουν οι εκθέσεις των ελεγκτών, οι ετήσιες εκθέσεις προς τους µετόχους, οι εταιρικές ανακοινώσεις, τα ενηµερωτικά δελτία που καταρτίζονται έπ ευκαιρία της αύξησης του µετοχικού κεφαλαίου κλπ. α) Ο Ισολογισµός Ο ισολογισµός µιας επιχείρησης συνοψίζει την οικονοµική της κατάσταση σε µια δεδοµένη χρονική στιγµή, γι αυτό και η εικόνα που παρέχει είναι στατική. Ειδικότερα, παρουσιάζονται τα περιουσιακά στοιχεία της επιχείρησης οµαδοποιηµένα (µε κριτήριο το χρόνο παραµονής τους σε αυτή) σε πάγια, κυκλοφορούντα και διαθέσιµα και οι πηγές των κεφαλαίων της (ίδια κεφάλαια, µακροπρόθεσµες και βραχυπρόθεσµες υποχρεώσεις). ηλαδή, ο ισολογισµός δείχνει ποια περιουσιακά στοιχεία έχουν αποκτηθεί και µε τι κεφάλαια έχει χρηµατοδοτηθεί η απόκτησή τους. Όσο αφορά τις επιµέρους κατηγορίες µεγεθών, παρατηρούνται τα πιο κάτω: Τα Πάγια περιλαµβάνουν µέσα που χρησιµοποιεί η επιχείρηση για την παραγωγή των προϊόντων και υπηρεσιών της. Η απόκτηση των µέσων αυτών αποτελεί επένδυση, η δε αξία τους επανεισρέει στην επιχείρηση κατά τη διάρκεια της ωφέλιµης 2 ζωής τους. Η απόκτηση πάγιων µεγαλύτερης δυναµικότητας από εκείνη που εξυπηρετεί τους µακροπρόθεσµους στόχους της µονάδας αποτελεί υπερεπένδυση και έχει ως αποτέλεσµα την σπατάλη κεφαλαίων και την άσκοπη διόγκωση των σταθερών 2 Ως ωφέλιµη ζωή ενός πάγιου στοιχείου χαρακτηρίζεται ο χρόνος κατά τον οποίο αυτό διατηρείται σε λειτουργία µέσα στην επιχείρηση. Κατά τη διάρκεια της ωφέλιµης ζωής του, το κόστος κτήσης του πάγιου µεταφέρεται στο κόστος παραγωγής υλικών αγαθών και υπηρεσιών, µε τη µορφή αποσβέσεων. Έτσι, τα κεφαλαία που διατέθηκαν για την απόκτησή του επανεισρέουν µέσω των εσόδων από πωλήσεις.

δαπανών και των χρηµατοοικονοµικών εξόδων (ή την απώλεια χρηµατοοικονοµικών εσόδων). Από την άλλη πλευρά, η ελλιπής δυναµικότητα δεν επιτρέπει την εκµετάλλευση των ευκαιριών της Αγοράς ή την αποτελεσµατική χρησιµοποίηση των παραγωγικών πόρων. Κρίσιµη παράµετρο κατά την εξέταση των πάγιων στοιχείων µιας επιχείρησης αποτελεί το τεχνολογικό τους επίπεδο. Όσο πιο σύγχρονη η τεχνολογία που ενσωµατώνεται στα παραγωγικά µέσα της µονάδας, τόσο µεγαλύτερη η ευχέρεια µείωσης του κόστους και βελτίωσης της ποιότητας των προϊόντων της. Τέλος, θα πρέπει να τονιστεί ότι υπάρχουν δραστηριότητες που χαρακτηρίζονται ως εντάσεως κεφαλαίου, δηλαδή προϋποθέτουν τη διάθεση µεγάλου µέρους των κεφαλαίων της επιχείρησης για απόκτηση πάγιων στοιχείων. Π.χ. αυτό συµβαίνει µε τις τσιµεντοβιοµηχανίες, τις ναυπηγικές επιχειρήσεις, τις αυτοκινητοβιοµηχανίες κλπ, ενώ αντίστροφο ισχύει για τις επιχειρήσεις παροχής υπηρεσιών. Το Κυκλοφορούν Ενεργητικό περιλαµβάνει τα στοιχεία εκείνα που παραµένουν για περιορισµένο χρονικό διάστηµα στην επιχείρηση και στη συνέχεια ρευστοποιούνται. Για παράδειγµα, τα παραγόµενα προϊόντα αποθεµατοποιούνται µέχρι τη διοχέτευσή τους στην Αγορά, τα αποθέµατα πρώτων και βοηθητικών υλών παραµένουν στις αποθήκες µέχρι να χρησιµοποιηθούν στην παραγωγική διαδικασία, οι απαιτήσεις ρευστοποιούνται σε ρυθµό αντίστοιχο των εισπράξεων από τους πελάτες και χρεώστες γενικότερα. Ο προσδιορισµός του ύψους του κυκλοφορούντος ενεργητικού αποτελεί στην ουσία ένα πρόβληµα αριστοποίησης. Πιο συγκεκριµένα, οι µεγάλες ποσότητες αποθεµάτων έτοιµων προϊόντων και η γενναιόδωρη παροχή πιστώσεων στην πελατεία διευκολύνουν την επέκταση των πωλήσεων. Επίσης, η διατήρηση υψηλών αποθεµάτων πρώτων και βοηθητικών υλών εξυπηρετεί τον άνετο ανεφοδιασµό της παραγωγής. Όµως, από την άλλη πλευρά, προκαλούν αύξηση των χρηµατοοικονοµικών δαπανών (λόγω της διόγκωσης των απασχοληµένων κεφαλαίων) και των σταθερών εξόδων (κόστος αποθήκευσης, φύλαξης, διαχείρισης κλπ) και αυξάνουν τον κίνδυνο απωλειών από επισφάλειες (στην περίπτωση των απαιτήσεων) ή µείωση 3 της αξίας τους (στην περίπτωση των αποθεµάτων). Τα ιαθέσιµα είναι περιουσιακά στοιχεία, µε µορφή µετρητών ή τοποθετήσεων υψηλής ρευστότητας (π.χ. καταθέσεις όψεως, repos,καταθέσεις µιας ή λίγων ηµερών κλπ) τα οποία χρησιµοποιούνται στα πλαίσια των τρεχουσών συναλλακτικών σχέσεων της επιχείρησης. Από τη φύση τους, τα διαθέσιµα µπορούν να αξιοποιηθούν µόνο σε εξαιρετικά βραχυπρόθεσµες τοποθετήσεις, µε αποτέλεσµα να περιορίζεται αντίστοιχα η αποδοτικότητά τους. Έτσι, καταβάλλεται προσπάθεια ελαχιστοποίησης του µεγέθους τους µέσω προγραµµατισµού των εισπράξεων και των πληρωµών (π.χ. κατάρτιση ταµειακών προγραµµάτων). 3 Εξαιρούνται οι περιπτώσεις αποθεµάτων που δεν υπόκεινται σε τεχνολογική απαξίωση και δεν φθείρονται από το χρόνο (π.χ. χρυσός) ή δεν συνδέονται µε τη µόδα ή δεν έχουν συγκεκριµένη λήξη κλπ. Επίσης, στα πλαίσια ενός πληθωριστικού περιβάλλοντος, η διατήρηση υψηλών αποθεµάτων ορισµένων ειδών είναι δυνατό να αποφέρει σηµαντικά κέρδη στην επιχείρηση.

Τα Ίδια Κεφάλαια περιλαµβάνουν το µετοχικό κεφάλαιο και τα συσσωρευµένα κεφάλαια από παρακράτηση κερδών (= αποθεµατικά κερδών) και από πώληση µετοχών σε τιµή ανώτερη της ονοµαστικής τους αξίας (= αποθεµατικό υπέρ το άρτιο), καθώς και την υπεραξία των στοιχείων του ενεργητικού η οποία προκύπτει από αναπροσαρµογή της αξίας τους. Τα ίδια κεφάλαια δεν είναι επιστρεπτέα, ούτε δηµιουργούν οποιεσδήποτε συµβατικές δεσµεύσεις σχετικά µε την εξυπηρέτησή τους 4. Έτσι, συµβάλλουν στη βελτίωση της ρευστότητας της επιχείρησης και της επιτρέπουν να καλύπτει ενδεχόµενα αρνητικά ανοίγµατα µεταξύ εσόδων και εξόδων, στα πλαίσια µιας ή περισσοτέρων χρήσεων. Οι Υποχρεώσεις, διακρίνονται συνήθως σε δύο γενικές κατηγορίες: Τις Μακροπρόθεσµες Τις Βραχυπρόθεσµες Οι Μακροπρόθεσµες Υποχρεώσεις περιλαµβάνουν κατά κύριο λόγο δάνεια τα οποία η επιχείρηση έχει συνάψει είτε µε συγκεκριµένους δανειστές, είτε µε πιστωτικά ιδρύµατα, είτε µε το ανώνυµο κοινό (= οµολογιακά δάνεια). Η ευχέρεια επιστροφής των κεφαλαίων αυτής της κατηγορίας µετά από ένα µεγάλο χρονικό διάστηµα (συχνά δέκα ή περισσοτέρων ετών) επιτρέπει στην επιχείρηση να τα χρησιµοποιήσει για αγορά παγίων στοιχείων, γενικότερα δε επιδρά ευνοϊκά στη ρευστότητά της. Ιδιαίτερη προσοχή απαιτείται όταν η επιχείρηση δανείζεται µακροπρόθεσµα µε σταθερό επιτόκιο, διότι είναι πιθανό να ακολουθήσει πτώση των επιτοκίων προ της λήξεως του δανείου, µε αποτέλεσµα την επιβάρυνσή της σε µικρό ή µεγάλο βαθµό, ανάλογα µε την έκταση της µείωσης, τη διάρκεια της δανειακής σύµβασης και το ύψος του δανείου. Βέβαια, δεν αποκλείεται και η αντίστροφη περίπτωση. Για να µην αφεθεί η κατάσταση στην τύχη, είναι αναγκαίο να αξιολογούνται οι παράµετροι του οικονοµικού περιβάλλοντος που επηρεάζουν τα επιτόκια, για ένα βάθος χρόνου ανάλογο µε τη διάρκεια της δανειακής σύµβασης. Οι Βραχυπρόθεσµες Υποχρεώσεις περιλαµβάνουν τα τραπεζικά δάνεια µικρής διάρκειας και τις υποχρεώσεις προς τους προµηθευτές (από αγορές µε πίστωση), το ηµόσιο (=πληρωτέοι φόροι), τα συνταξιοδοτικά ταµεία και ευρύτερα τους οργανισµούς κοινωνικής ασφάλιση (=κρατήσεις και εισφορές), τους εργαζόµενους (=δεδουλευµένες αποδοχές που δεν έχουν καταβληθεί ακόµη), τους µετόχους (=πληρωτέα µερίσµατα) και γενικά κάθε πίστωση που παρέχεται στην επιχείρηση. Οι δανειακές βραχυπρόθεσµες υποχρεώσεις µπορούν να δηµιουργήσουν σοβαρά προβλήµατα στην επιχείρηση όταν δεν υπάρχει δυνατότητα εξυπηρέτησής τους. Γι 4 Η έλλειψη συµβατικών περιορισµών ως προς την εξυπηρέτηση τους, δεν σηµαίνει ότι τα ίδια κεφάλαια έχουν µηδενικό κόστος. Αντίθετα, είναι αναγκαίο να εξασφαλίζεται σε αυτά σηµαντική αποδοτικότητα (=κόστος για την επιχείρηση), ώστε να ενθαρρύνονται οι επενδυτές να χρηµατοδοτούν την επιχείρηση µέσω της αγοράς των κάθε φορά εκδιδόµενων µετοχών.

αυτό θα πρέπει να χρησιµοποιούνται, κυρίως, για την κάλυψη προσωρινών ταµειακών ελλειµµάτων και όχι για επενδυτικούς σκοπούς 5. Οι λοιπές βραχυπρόθεσµες υποχρεώσεις, δηµιουργούν µικρότερους κινδύνους από άποψη ρευστότητας, θα πρέπει όµως να φροντίζει η επιχείρηση να διατηρεί επαρκή στοιχεία του κυκλοφορούντος και διαθέσιµου ενεργητικού ώστε να µπορεί να τις εξυπηρετεί µε ευχέρεια. Θα πρέπει να τονισθεί ότι τα περιουσιακά στοιχεία και οι υποχρεώσεις είναι δυνατό να εµφανισθούν στον ισολογισµό µε διάφορους βαθµούς ανάλυσης, που κυµαίνονται από την πολύ συνοπτική ως την ιδιαίτερα αναλυτική παρουσίαση. Στις χώρες που υπάρχει και τηρείται κάποιο λογιστικό σχέδιο (όπως στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια), παρατηρείται µια σχετική οµοιοµορφία στο βαθµό ανάλυσης και στην ονοµατολογία των λογαριασµών, που περιορίζει σηµαντικά την ανάγκη αποσαφήνισης και ερµηνείας των επιµέρους µεγεθών. Παράδειγµα: Έστω οι πιο κάτω ισολογισµοί της Α.Ε. Χ, για τις χρήσεις 2002 2003 (εκ. ΕΥΡΩ): ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 2003 2002 Γήπεδα Οικόπεδα 100 100 Κτίρια 300 300 Μηχανήµατα 500 380 Έπιπλα 50 40 Σύνολο Παγίων 950 820 - Αποσβεσθέντα Πάγια 400 310 Καθαρά Πάγια 550 510 Απαιτήσεις 730 650 Αποθέµατα 120 150 Κυκλοφορούν Ενεργητικό 850 800 ιαθέσιµα 10 15 Σύνολο Ενεργητικού 1410 1325 ΠΑΘΗΤΙΚΟ 2003 2002 Μετοχικό Κεφάλαιο 150 150 Αποθεµατικά Κερδών 120 80 Λοιπά Αποθεµατικά 60 60 Ίδια Κεφάλαια 330 290 Μακρ. Υποχρεώσεις 130 135 Προµηθευτές 750 782 5 Για την καλύτερη κατανόηση του ρόλου των βραχυπρόθεσµων δανείων βλ. στα επόµενα, Ανάλυση Ταµειακών Ροών.

Πιστωτές 30 18 Βραχ/µα άνεια 170 100 Σύνολο Βραχ/µων Υποχρεώσεων 950 900 Σύνολο Παθητικού 1410 1325 Ο ισολογισµός αυτός µας πληροφορεί ότι, την 31/12/2003, η Χ είχε απασχοληµένα κεφάλαια 1410 εκ. ΕΥΡΩ, από τα οποία 550 ήταν επενδεδυµένα σε πάγια, 120 είχαν διατεθεί για αποθέµατα, 730 αποτελούσαν πιστώσεις προς τους πελάτες και γενικότερα τους χρεώστες της και 10 υπήρχαν σε µορφή διαθεσίµων. Τα κεφαλαία αυτά, τα είχε εξασφαλίσει από τις εξής πηγές: 150 εκ. ΕΥΡΩ από πώληση µετοχών 180 εκ. ΕΥΡΩ από παρακρατηµένα κέρδη και άλλα αποθεµατικά 130 εκ. ΕΥΡΩ από µακροπρόθεσµο δανεισµό 780 εκ. ΕΥΡΩ από πιστώσεις που της παραχώρησαν οι προµηθευτές και λοιποί πιστωτές 170 εκ. ΕΥΡΩ από βραχυπρόθεσµα τραπεζικά δάνεια. είχνει, ακόµη ότι, κατά το 2003, η επιχείρηση χρηµατοδότησε τις νέες επενδύσεις της µε παρακρατηµένα κέρδη και βραχυπρόθεσµα δάνεια. Η πληροφόρηση αυτή, πάντως, δεν είναι η µόνη που απορρέει από την τήρηση ανάλυση ενός ισολογισµού. Πιο κάτω παρουσιάζονται µεθοδολογίες οι οποίες επιτρέπουν την άντληση πολύ περισσότερων και σηµαντικότερων πληροφοριών για την επιχείρηση. β) Οι Καταστάσεις Αποτελεσµάτων Χρήσης και ιανοµής Κερδών Η κατάσταση αποτελεσµάτων παρουσιάζει τα συνολικά έσοδα και έξοδα που πραγµατοποίησε η επιχείρηση κατά τη διάρκεια της χρήσης. Εποµένως, τα µεγέθη της δεν είναι στατικά ή συγκυριακά αλλά εκφράζουν, σε όρους αξίας, τη δραστηριότητά της σε ολόκληρη τη χρήση. Όπως και στην περίπτωση του ισολογισµού, ο βαθµός ανάλυσης της πιο πάνω κατάστασης εξαρτάται από το βαθµό ανάλυσης των τηρούµενων λογαριασµών, τις επιλογές του management για την έκταση της ενηµέρωσης που παρέχει και, από τους περιορισµούς της ισχύουσας νοµοθεσίας. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, στην κατάσταση αποτελεσµάτων περιλαµβάνονται τα µεγέθη των εσόδων από πωλήσεις, του κόστους πωληθέντων, των λειτουργικών δαπανών, του φόρου εισοδήµατος και των καθαρών κερδών. ηλαδή, η κατάσταση αυτή περιέχει κρίσιµα στοιχεία, γι αυτό βρίσκεται στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος του αναλυτή, ο όποιος από τη µελέτη των µεγεθών της και το συσχετισµό τους µε εκείνα του ισολογισµού, παράγει σηµαντικές πληροφορίες σχετικά µε τις δυνατότητες και αδυναµίες της επιχείρησης.

Η κατάσταση διανοµής κερδών εµφανίζει τον τρόπο κατανοµής του καθαρού επιχειρησιακού πλεονάσµατος µεταξύ, κυρίως, της επιχείρησης και των µετόχων της. Τα µεγέθη της αποκαλύπτουν κατά βάση τη µερισµατική πολιτική, αλλά και τον βαθµό αυτοχρηµατοδότησης της επιχείρησης. Έτσι, οδηγούν τον αναλυτή σε χρήσιµα συµπεράσµατα, ιδιαίτερα όταν εξετάζεται η διαχρονική εξέλιξη τους καθώς και η σχέση τους µε άλλα εσωτερικά µεγέθη (όπως τα έσοδα, τα απασχοληµένα κεφαλαία, η χρηµατιστηριακή αξία της επιχείρησης κλπ) ή µε τα αντίστοιχα µεγέθη άλλων επιχειρήσεων. Παράδειγµα : Η κατάσταση αποτελεσµάτων της χρήσης 2001, της Α.Ε. Χ, έχει ως εξής (εκ. ΕΥΡΩ): 2003 Έσοδα από πωλήσεις 1000 Κόστος πωληθέντων 600 Μικτό κέρδος 400 απάνες διάθεσης προϊόντων 30 Αποσβέσεις 90 Γενικά έξοδα 150 Σύνολο λειτουργικών εξόδων 270 Κέρδη προ φόρων και τόκων 130 Τόκοι 30 Κέρδη προ φόρων 100 Φόρος εισοδήµατος 40 Καθαρά κέρδη 60 γ ) Κατάσταση ιανοµής Κερδών Παρακρατηµένα Κέρδη Μέρισµα Καθαρά Κέρδη Χρήσης 40 εκ. ΕΥΡΩ 20 εκ. ΕΥΡΩ 60 εκ. ΕΥΡΩ Οι πιο πάνω καταστάσεις, περιέχουν (µεταξύ άλλων) τις εξής πληροφορίες: Η επιχείρηση πραγµατοποίησε κατά τη διάρκεια της χρήσης 2003 συνολικά έσοδα από πωλήσεις 1000 εκ. ΕΥΡΩ. 780 εκ. ΕΥΡΩ από τα έσοδα αυτά, δαπανήθηκαν για την διάθεση της παραγωγής της, καθώς και για την διοικητική λειτουργία της, (ισχύει) µε την εξής ανάλυση: ΕΥΡΩ 600 εκ. για την παραγωγή των προϊόντων της

ΕΥΡΩ 30 εκ. για τη διάθεσή τους ΕΥΡΩ 150 εκ. για διάφορα λειτουργικά έξοδα 30 εκ. διατέθηκαν για αµοιβή των δανειστών Ο φόρος εισοδήµατος της X ήταν 40 εκ.. Από τα αποµένοντα 150 εκ. ΕΥΡΩ, τα 90 κρατήθηκαν για τη συγκρότηση κεφαλαίου µε προορισµό την ανανέωση του εξοπλισµού (=αποσβέσεις) και τα 60 µοιράστηκαν µεταξύ της επιχείρησης και των µετόχων. Ειδικότερα, τα 20 εκ. ΕΥΡΩ διανεµήθηκαν µε µορφή µερίσµατος, ενώ τα υπόλοιπα 60 κρατήθηκαν για τις ανάγκες της µονάδας. Είναι αναγκαίο να τονισθεί ότι η κατάσταση διανοµής κερδών και ο ισολογισµός συνδέονται µε το λογαριασµό των παρακρατηµένων κερδών. ηλαδή, τα κέρδη που παρακρατούνται σε µια δεδοµένη χρήση, είναι πάντοτε ίσα µε τη διαφορά µεταξύ των σωρευτικών αποθεµατικών κερδών (που εµφανίζονται στον ισολογισµό) της χρήσης αυτής και της προηγούµενης. Στα πιο πάνω παραδείγµατα, ο ισολογισµός της χρήσης 2003 παρουσιάζει αποθεµατικά κερδών κατά 40 εκ. ΕΥΡΩ υψηλότερα εκείνων του 2000, όσα δηλαδή ήταν τα παρακρατηµένα κέρδη της χρήσης 2003 (βλ. Κατάσταση ιανοµής Κερδών). 3. Η Ποιότητα των παρεχόµενων πληροφοριών Οι δηµοσιευµένες οικονοµικές καταστάσεις και η ευρύτερη πληροφόρηση που αφορά την επιχείρηση, προσφέρονται κατά κύριο λόγο από το management, προσδιορίζονται όµως σε κάποιο βαθµό από τη ζήτηση που εκδηλώνουν τα ενδιαφερόµενα µέρη. Για παράδειγµα, οι επενδυτές πιέζουν για τη δηµοσιοποίηση πληροφοριών που επιτρέπουν την εκτίµηση της παρούσας κατάστασης και των προοπτικών της επιχείρησης. Κυρίως, χρειάζονται πληροφορίες για να προσδιορίσουν τα χαρακτηριστικά των προσφερόµενων τίτλων σε όρους κινδύνου και (προσδοκώµενης) απόδοσης. Αν έχουν στη διάθεσή της επαρκή στοιχεία µπορούν να πραγµατοποιήσουν ακριβέστερες εκτιµήσεις και έτσι να προσδιορίσουν την αξία της επιχείρησης µε ικανοποιητική προσέγγιση. Στην αντίθετη περίπτωση αισθάνονται ανασφάλεια και εποµένως υπερεκτιµούν τον κίνδυνο, µε αποτέλεσµα τη µείωση της παρούσας αξίας της επιχείρησης 6. Στις περιπτώσεις αυτές, ο πλούτος των µετοχών µειώνεται, η δε επιχείρηση πρέπει να διαθέσει µεγαλύτερο αριθµό τίτλων για να αντλήσει κάποιο συγκεκριµένο ποσό µέσω αύξησης του µετοχικού της κεφαλαίου. Το management, λοιπόν, για να αποφύγει µια τέτοια δυσµενή εξέλιξη, είναι διατεθειµένο να δηµοσιοποιεί τα δεδοµένα που αφορούν την τρέχουσα οικονοµική κατάσταση και την αναµενόµενη µελλοντική πορεία της επιχείρησης, να υποβάλλει τα προβλεπόµενα στοιχεία στις εποπτεύουσες Αρχές, κλπ. Πόσο αξιόπιστη είναι, όµως η πληροφόρηση αυτή; Σε ορισµένες περιπτώσεις, φαίνεται να ευνοεί την επιχείρηση η παρουσίαση παραποιηµένων µεγεθών ή προβλέψεων που οδηγούν σε υπερεκτίµηση των προοπτικών της (π.χ. όταν εκδίδει νέες µετοχές). Σε άλλες, ισχύει το αντίστροφο, όπως π.χ. η περίπτωση της δήλωσης των φορολογητέων κερδών. 6 Η µείωση προκαλείται από την αύξηση του συντελεστή προεξόφλησης των προσδοκώµενων εισροών από τους αντίστοιχους τίτλους.

Έχει λόγους, λοιπόν, το management, να δηµοσιοποιεί στοιχεία που αποκλίνουν από τα πραγµατικά. Παρόλα αυτά, υπάρχουν κάποιοι µηχανισµοί που αποτρέπουν, σε µεγάλο βαθµό, τέτοιες καταστάσεις. Αρχικά, υπάρχει ο κίνδυνος των κυρώσεων που ορίζει η ισχύουσα νοµοθεσία: Σε όλες σχεδόν τις χώρες, η παροχή παραπλανητικής ενηµέρωσης τιµωρείται µε µικρότερη ή µεγαλύτερη αυστηρότητα. Παράλληλα, µια τέτοια συµπεριφορά αποβαίνει (µακροπρόθεσµα) εις βάρος της επιχείρησης αλλά και του management. Π.χ. στη βάση της σκόπιµα βελτιωµένης εικόνας της επιχείρησης, οι επενδυτές διαµορφώνουν υπεραισιόδοξες προσδοκίες, οι οποίες στη συνέχεια δεν επαληθεύονται. Έτσι, την επόµενη φορά, που θα δηµοσιοποιηθούν στοιχεία από το management, αυτά δεν θα θεωρηθούν επαρκώς φερέγγυα, µε αποτέλεσµα να προσαρµοσθούν οι προσδοκίες των επενδυτών προς τα κάτω. Το γεγονός αυτό θα προκαλέσει αύξηση του κόστους των κεφαλαίων (δανειακών και ιδίων) της επιχείρησης, λόγω της υποτίµησης των αναµενόµενων κερδών και της υπερεκτίµησης του κινδύνου. Επίσης, η αγορά εργασίας τιµωρεί τους managers που θεωρούνται ως µη αξιόπιστοι λόγω παροχής παραπλανητικής πληροφόρησης. Η φήµη τους µειώνεται, µε αρνητικά αποτελέσµατα στη ζήτηση και την αµοιβή τους. Για την αξιολόγηση της ποιότητας των παρεχοµένων πληροφοριών, όµως, θα πρέπει να ληφθούν υπόψη και άλλοι παράγοντες, όπως οι συµβατικές µεθοδολογίες µέτρησης της αξίας ορισµένων µεγεθών. Οι µεθοδολογίες αυτές είναι γνωστές ως λογιστικές πολιτικές και επηρεάζουν την αξία των περιουσιακών στοιχείων, των υποχρεώσεων και των αποτελεσµάτων της επιχείρησης (Arbel Khalik, 1981). Αναφέρεται χαρακτηριστικά, ότι οι λογιστικές πολιτικές αποτελούν ένα φίλτρο, το οποίο µετατρέπει τα αποτελέσµατα των επιχειρηµατικών αποφάσεων σε µεγέθη των λογιστικών καταστάσεων. Το πιο κάτω διάγραµµα δείχνει την επίδραση αυτή: Επενδυτικές αποφάσεις Αποφάσεις για την παραγωγή Χρηµατοδοτικές αποφάσεις Marketing Επιχειρηµατική ραστηριότητα Λογιστικές πολιτικές Μεγέθη των ηµοσιευµένων Οικονοµικών Καταστάσεων Λοιπές αποφάσεις

Παράγοντες που επηρεάζουν την επιλογή των λογιστικών πολιτικών Οι λογιστικές πολιτικές άλλοτε επιβάλλονται από τη ηµόσια ιοίκηση και άλλοτε εξυπηρετούν κάποιους στόχους (π.χ. τήρηση των λογιστικών αρχών ή αντιµετώπιση κλαδικών ιδιαιτεροτήτων), ή σκοπιµότητες (π.χ. µείωση της φορολογίας εισοδήµατος). Συµµόρφωση µε τη ισχύουσα νοµοθεσία Οι ισχύουσες νοµοθετικές ρυθµίσεις αποβλέπουν στη διαµόρφωση µιας αντικειµενικής και τυποποιηµένης εικόνας για την οικονοµική κατάσταση της επιχείρησης, µε τελικό στόχο την προστασία των συµφερόντων της ίδιας, αλλά και των προσώπων που συνδέονται µε αυτή (µέτοχοι, πιστωτές, πελάτες, εργαζόµενοι κλπ.). Συνήθως, οι περιορισµοί αναφέρονται στον τρόπο αποτίµησης των στοιχείων του ισολογισµού και στον τρόπο προσδιορισµού / διανοµής των κερδών. Επίσης, επιβάλλεται η συνιστάται κάποιο πρότυπο για την τυποποίηση των δηµοσιευόµενων στοιχείων (π.χ. λογιστικό σχέδιο). Στην Ελλάδα, για παράδειγµα, ισχύουν (µεταξύ άλλων) οι εξής περιορισµοί : (α) Αποτίµηση στοιχείων ισολογισµού: Σε ιστορικές τιµές (β) Προσδιορισµός φορολογητέων αποτελεσµάτων: Λαµβάνονται υπόψη µόνο τα δεδουλευµένα έσοδα και έξοδα. Οι αποσβέσεις υπολογίζονται µε τη µέθοδο των σταθερών συντελεστών, οι οποίοι ορίζονται από το Υπουργείο Οικονοµικών. Η αποτίµηση των χρεογράφων γίνεται στη χαµηλότερη τιµή µεταξύ τρέχουσας και τιµή κτήσης. Η επιχείρηση µπορεί να επιλέξει ελεύθερα τη µέθοδο αποτίµησης των αποθεµάτων της, θα πρέπει όµως να την ακολουθεί παγίως. Η φήµη και η πελατεία µπορεί να εµφανιστεί στον ισολογισµό µόνο αν έχει αγοραστεί (αναφέρεται στο κόστος της αγοράς της). Μια ευνοϊκή συνέπεια από την εφαρµογή υποχρεωτικών λογιστικών πολιτικών, είναι η συγκρισιµότητα µεταξύ οµοειδών µεγεθών διαφορετικών επιχειρήσεων. Ακόµη, ο έλεγχος της ορθής τήρησής τους, δε συνδυασµό µε τις προβλεπόµενες κυρώσεις, βελτιώνει την αξιοπιστία των δηµοσιευόµενων καταστάσεων. Τήρηση των βασικών λογιστικών αρχών Οι κυριότερες λογιστικές αρχές, τις οποίες οι επιχειρήσεις επιθυµούν να τηρούν, είναι η Συντηρητικότητα, η Αντικειµενικότητα και η Συνέπεια. Οι αρχές αυτές, επηρεάζουν την επιλογή των λογιστικών πολιτικών ως εξής: Η αρχή της Συντηρητικότητας επιβάλλει την προσαρµογή των οικονοµικών µεγεθών για πιθανές αρνητικές εξελίξεις. Στην ουσία, η τήρησή της οδηγεί σε µια περιορισµένης έκτασης υποτίµηση της καθαρής περιουσίας. Για παράδειγµα, στα

πλαίσια της αρχής αυτής, τα χρεόγραφα αποτιµώνται στη χαµηλότερη τιµή µεταξύ της τρέχουσας και της τιµής κτήσης τους. Η αρχή της Αντικειµενικότητας οδηγεί στην εκτίµηση των εσόδων, εξόδων, περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων µε βάση κάποια αντικειµενική µέθοδο, έστω και αν είναι πρόδηλο ότι µε τον τρόπο αυτό διαµορφώνονται λογιστικά µεγέθη που αποκλίνουν από τα πραγµατικά. Στόχος της µεθόδου είναι η διαµόρφωση τεκµηριωµένων µεγεθών, τα οποία µπορούν να επιβεβαιωθούν από ανεξάρτητους ειδικούς τεχνοκράτες. Παράδειγµα: Τα στοιχεία του ισολογισµού αποτιµώνται σε τιµές κτήσης, παρά το γεγονός ότι αυτές διαφέρουν σηµαντικά από τις αντίστοιχες τρέχουσες αξίες, κυρίως όταν στο ευρύτερο οικονοµικό περιβάλλον παρατηρούνται υψηλοί ρυθµοί πληθωρισµού ή ταχύτατες τεχνολογικές µεταβολές. Η αρχή της Συνέπειας, επιβάλλει τη διατήρηση των τηρούµενων αρχών για σηµαντικό χρονικό διάστηµα. Π.χ., αν τηρήθηκε κατά την προηγούµενη χρήση η µέθοδος FIFO για την αποτίµηση των αποθεµάτων, θα πρέπει να τηρηθεί και κατά την τρέχουσα χρήση. Σε αντίθετη περίπτωση, η αξία των αποθεµάτων θα επηρεαστεί από την αλλαγή της µεθόδου. Κλαδικές ιδιαιτερότητες Σε ορισµένες περιπτώσεις, οι ιδιοµορφίες του αντικειµένου δράσης της επιχείρησης, σε συνδυασµό µε τις λογιστικές πρακτικές που έχουν διαµορφωθεί στον κλάδο, επηρεάζουν την επιλογή των λογιστικών πολιτικών της. Για παράδειγµα, οι εταιρίες άντλησης πετρελαίου εκφράζουν αποτελεσµατικότερα την αξία των αποθεµάτων των πηγών τους αν χρησιµοποιήσουν τρέχουσες τιµές παρά τιµές κτήσης. Κλαδική διάσταση στην επιλογή των λογιστικών πολιτικών φαίνεται να υπάρχει στις Η.Π.Α. όπου, σύµφωνα µε στοιχεία των Compustant Files (1983), σε σύνολο 14 κλάδων, σε 5 από αυτούς οι επιχειρήσεις χρησιµοποιούσαν κατά κύριο λόγο FIFO και σε 6 LIFO. Εξυπηρέτηση σκοπιµοτήτων Σε ορισµένες περιπτώσεις, η επιλογή των λογιστικών πολιτικών επηρεάζεται από δεδοµένες σκοπιµότητες όπως: Μείωση του φορολογητέου εισοδήµατος: Στα πλαίσια µιας τέτοιας σκοπιµότητας, προτιµώνται οι πολιτικές που διογκώνουν τις δαπάνες και κυρίως το κόστος πωληθέντων και τις αποσβέσεις. Για παράδειγµα, αν η επιχείρηση αντικαταστήσει τη FIFO µε LIFO σε µια περίοδο όπου οι τιµές αυξάνονται σηµαντικά, τα αποθέµατα υποτιµόνται, το κόστος πωληθέντων αυξάνεται και τα κέρδη µειώνονται. Για να γίνει κατανοητή η διαδικασία αυτή, έστω τα επόµενα δεδοµένα µιας υποθετικής επιχείρησης:

Μονάδες Κόστος κατά µονάδα ( ) Συνολικό κόστος ( ) Αρχικό απόθεµα 1000 30 30000 1 η Αγορά 3000 35 105000 2 η Αγορά 2000 40 80000 3 η Αγορά 5000 45 225000 Σύνολο Αγορών 11000 440000 Απόθεµα τέλους 3000 Αποτίµηση των αποθεµάτων: FIFO = 3000 x 45 = 135000 LIFO = (2000 x 35) + (1000 x 30) = 100000 Κόστος πωληθέντων: Με βάση τη FIFO = 440000 135000 = 305000 Με βάση τη LIFO = 440000 100000 = 340000 Πωλήσεις = 8000 x 50 = 400000 Μικτό κέρδος: Με βάση τη FIFO = 400000 305000 = 95000 Με βάση τη LIFO = 400000 340000 = 60000 Βελτίωση της τιµής της µετοχής στη χρηµατιστηριακή αγορά: Στην περίπτωση αυτή, επιλέγονται µέθοδοι που βελτιώνουν (τεχνητά) τα κέρδη, µε αποτέλεσµα τη διαµόρφωση µιας βελτιωµένης εικόνας, η οποία επηρεάζει θετικά την τιµή της µετοχής. Πάντως, είναι αναγκαίο να τονισθεί ότι τέτοιες µεθοδεύσεις ασκούν βραχυπρόθεσµες µόνο επιρροές. ιότι, η αγορά δε αργεί να εκτιµήσει την πραγµατική οικονοµική θέση της επιχείρησης και να προσαρµόσει ανάλογα την τιµή της µετοχής. Αν, µάλιστα, το management επαναλάβει το τέχνασµά του, είναι βέβαιο ότι θα χάσει ένα µέρος της αξιοπιστίας του µε αποτέλεσµα οι επενδυτές να προσαρµόζουν τα δηµοσιευµένα µεγέθη σε κατώτερα επίπεδα. Αναδιανοµή πλούτου µεταξύ µετοχών και εργαζοµένων: Όταν ένα µέρος των αµοιβών των εργαζόµενων προσδιορίζεται µε βάση τα αποτελέσµατα της επιχείρησης, τότε η παρουσίαση αυξηµένων ή µειωµένων αποτελεσµάτων σε σχέση µε τα πραγµατικά, προκαλεί αντίστροφες µεταβολές στις µερίδες που διανέµονται στους εργαζόµενους και στους µετόχους. Στις περιπτώσεις αυτές, η επιλογή κατάλληλων λογιστικών πολιτικών µπορεί να έχει αναδιανεµητικά αποτελέσµατα.