Η ΑΝΑΛΟΓΙΑ (f(x) = ax) ΩΣ ΕΠΙΣΤΗΜΟΛΟΓΙΚΟ ΕΜΠΟ ΙΟ;



Σχετικά έγγραφα
Η ΨΕΥ ΑΙΣΘΗΣΗ ΤΗΣ ΓΡΑΜΜΙΚΟΤΗΤΑΣ ΣΕ ΕΛΛΗΝΕΣ ΜΑΘΗΤΕΣ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ ΚΑΙ ΛΥΚΕΙΟΥ: ΟΤΑΝ Η ΓΝΩΣΗ ΥΠΑΡΧΕΙ, ΑΛΛΑ ΕΝ ΕΝΕΡΓΟΠΟΙΕΙΤΑΙ

ΑΝΑΛΟΓΙΚΟΣ ΚΑΙ ΜΗ ΑΝΑΛΟΓΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΙΣΜΟΣ ΣΕ ΜΑΘΗΤΕΣ ΜΕ ΣΥΜΠΤΩΜΑΤΑ ΥΣΛΕΞΙΑΣ

Ένα Διαφορετικό Πλαίσιο Διδασκαλίας της Έννοιας της Αναλογίας

Ο ρόλος των αναπαραστάσεων στην επίλυση προβλήματος

ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΖΟΝΤΑΣ ΤΗΝ «ΨΕΥΔΑΙΣΘΗΣΗ ΤΗΣ ΓΡΑΜΜΙΚΟΤΗΤΑΣ» - ΜΕΛΕΤΗ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗΣ

Γεωµετρία Β' Λυκείου. Συµµεταβολή µεγεθών. Εµβαδόν ισοσκελούς τριγώνου. Σύστηµα. συντεταγµένων. Γραφική παράσταση συνάρτησης. Μέγιστη - ελάχιστη τιµή.

ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΑ ΘΕΤΙΚΗΣ-ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ. ΜΕΡΟΣ Α : Άλγεβρα. Κεφάλαιο 2 ο (Προτείνεται να διατεθούν 12 διδακτικές ώρες) Ειδικότερα:

ανάπτυξη μαθηματικής σκέψης

Μαθηµατική. Μοντελοποίηση

BELIEFS ABOUT THE NATURE OF MATHEMATICS, MATHEMATICS TEACHING AND LEARNING AMONG TRAINEE TEACHERS

ΚΑΠΟΙΕΣ ΔΙΔΑΚΤΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ

ΚΑΤΑΝΟΗΣΗ ΤΗΣ ΙΑΤΑΞΗΣ ΤΩΝ ΑΡΙΘΜΩΝ ΚΑΙ ΧΡΗΣΗ ΤΗΣ ΑΠΟΛΥΤΗΣ ΤΙΜΗΣ ΣΤΟΝ ΑΞΟΝΑ ΤΩΝ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΩΝ ΑΡΙΘΜΩΝ ΠΕΡΙΛΗΨΗ. Εισαγωγή

Ερωτήµατα σχεδίασης και παρατήρησης (για εστίαση σε συγκεκριµένες πτυχές των αλλαγών στο σχήµα).

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΠΡΟΫΠΗΡΕΣΙΑΚΗΣ ΚΑΤΑΡΤΙΣΗΣ ΕΚΠΑΙ ΕΥΤΙΚΩΝ ΜΕΣΗΣ ΕΚΠΑΙ ΕΥΣΗΣ (Απογευματινή φοίτηση )

Γράφοντας ένα σχολικό βιβλίο για τα Μαθηματικά. Μαριάννα Τζεκάκη Αν. Καθηγήτρια Α.Π.Θ. Μ. Καλδρυμίδου Αν. Καθηγήτρια Πανεπιστημίου Ιωαννίνων

Διδακτική οργάνωση και διαχείριση του μαθηματικού περιεχομένου και της διαπραγμάτευσης των δραστηριοτήτων στην τάξη

1. Η σκοπιμότητα της ένταξης εργαλείων ψηφιακής τεχνολογίας στη Μαθηματική Εκπαίδευση

Μαθηματική αναλογική σκέψη στο Δημοτικό και Γυμνάσιο: Ένα πολυδιάστατο γνωστικό και μεταγνωστικό μοντέλο

Αναλυτικό Πρόγραμμα Μαθηματικών

των σχολικών μαθηματικών

Η ΓΕΩΜΕΤΡΙΑ ΣΤΗΝ ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΥΠΑΡΧΕΙ ΣΥΝΕΧΕΙΑ; Εμμ. Νικολουδάκης Σχ. Σύμβουλος Μαθηματικών

ΣΧΕΔΙΟ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ: ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΑ ΣΤ ΔΗΜΟΤΙΚΟΥ «ΤΑ ΚΛΑΣΜΑΤΑ»

Νοέμβρης Επιμόρφωση Εκπαιδευτικών Β Τάξης Δημοτικού 1/11/2012. Φιλοσοφία διδασκαλίας. What you learn reflects how you learned it.

Παιδαγωγικές δραστηριότητες μοντελοποίησης με χρήση ανοικτών υπολογιστικών περιβαλλόντων

Σενάριο 5. Μετασχηµατισµοί στο επίπεδο. Γνωστική περιοχή: Γεωµετρία Α' Λυκείου. Συµµετρία ως προς άξονα. Σύστηµα συντεταγµένων.

ΟΠΤΙΚΗ ΑΝΤΙΛΗΨΗ, ΨΕΥ ΑΙΣΘΗΣΗ ΤΗΣ ΑΝΑΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΟΙ ΕΝΝΟΙΕΣ ΤΗΣ ΠΕΡΙΜΕΤΡΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΕΜΒΑ ΟΥ

Έρευνες με χρήση φορητής μάθησης στα Μαθηματικά

Στον πίνακα που ακολουθεί παρουσιάζονται οι τρεις τρόποι νοηµατοδότησης της ταυτότητας α 3 +β 3 +3αβ(α+β)......

Η ανάπτυξη της Εποικοδομητικής Πρότασης για τη διδασκαλία και τη μάθηση του μαθήματος της Χημείας. Άννα Κουκά

Παιδαγωγικές εφαρμογές Η/Υ. Μάθημα 1 ο

Ελένη Μοσχοβάκη Σχολική Σύμβουλος 47ης Περιφέρειας Π.Α.

ΑΝΤΙΛΗΨΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΣΥΝΑΡΤΗΣΗΣ ΚΑΙ Ο ΡΟΛΟΣ ΤΟΥ ΑΝΑΠΑΡΑΣΤΑΤΙΚΟΥ ΠΛΑΙΣΙΟΥ

ΣΥΧΝΕΣ ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΡΕΥΝΑ TIMSS

Το σενάριο προτείνεται να διεξαχθεί με τη χρήση του Cabri Geometry II.

Το νέο Πρόγραμμα Σπουδών για τα Μαθηματικά της υποχρεωτικής εκπαίδευσης

ΔΙΔΑΚΤΙΚΗ ΤΗΣ ΧΗΜΕΙΑΣ

, α µα.., α α α, α µα.., α α α α α α α α α «α µα. α α µ «α α µα» α

Βοηθήστε τη ΕΗ. Ένα µικρό νησί απέχει 4 χιλιόµετρα από την ακτή και πρόκειται να συνδεθεί µε τον υποσταθµό της ΕΗ που βλέπετε στην παρακάτω εικόνα.

Ο πρώτος ηλικιακός κύκλος αφορά μαθητές του νηπιαγωγείου (5-6 χρονών), της Α Δημοτικού (6-7 χρονών) και της Β Δημοτικού (7-8 χρονών).

Οι μαθηματικές δραστηριότητες ως εργαλείο Διδασκαλίας και Αξιολόγησης. Ε.Κολέζα

Στόχος της ψυχολογικής έρευνας:

Η παρατήρηση της τάξης των μαθηματικών και ο αναστοχασμός ως εργαλεία επαγγελματικής μάθησης και ανάπτυξης

περιλαμβάνει αντιδιαισθητικές έννοιες

O μετασχηματισμός μιας «διαθεματικής» δραστηριότητας σε μαθηματική. Δέσποινα Πόταρη Πανεπιστήμιο Πατρών

Θέμα: «Τα Μαθηματικά στο Λύκειο στις αρχές του 21 ου Αιώνα: Επισημάνσεις με Βάση τις Εκπαιδευτικές θεωρίες και τη Διεθνή Πρακτική»

Θεωρητικές και μεθοδολογικές προσεγγίσεις στη μελέτη της περιοδικότητας: Μια συστημική προσέγγιση. Δέσποινα Πόταρη, Τμήμα Μαθηματικών, ΕΚΠΑ

Γεωµετρία Γ' Γυµνασίου: Παραλληλία πλευρών, αναλογίες γεωµετρικών µεγεθών, οµοιότητα

Η ΙΚΑΝΟΤΗΤΑ ΜΟΝΤΕΛΟΠΟΙΗΣΗΣ ΣΤΗN ΕΠΙΛΥΣΗ ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΟΥ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΟΣ

THE ROLE OF IMPLICIT MODELS IN SOLVING VERBAL PROBLEMS IN MULTIPLICATION AND DIVISION

Παραδοτέο Π.1 (Π.1.1) Εκθέσεις για προµήθεια εκπαιδευτικού υλικού

ΜΙΑ ΜΕΛΕΤΗ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗΣ: ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗ ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑ ΤΩΝ ΒΑΘΜΟΛΟΓΙΩΝ ΤΩΝ ΜΑΘΗΤΩΝ ΕΝΟΣ ΛΥΚΕΙΟΥ ΑΠΟ ΤΟ 2000 ΩΣ ΤΟ 2013.

ΕΙΔΗ ΕΡΕΥΝΑΣ I: ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ & ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΟΙ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΙ

ΣΥΓΧΡΟΝΗ Ι ΑΚΤΙΚΗ ΤΩΝ ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΩΝ

Γουλή Ευαγγελία. 1. Εισαγωγή. 2. Παρουσίαση και Σχολιασµός των Εργασιών της Συνεδρίας

ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΑ ΘΕΤΙΚΗΣ-ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ Γ τάξης Ημερήσιου και Δ τάξης Εσπερινού Γενικού Λυκείου για το σχολικό έτος

ΘΕΜΑ: Οδηγίες για τη διδασκαλία των Μαθηµατικών Γ/σίου και Γεν. Λυκείου.

Αξιολόγηση του Προγράμματος Εισαγωγικής Επιμόρφωσης Μεντόρων - Νεοεισερχομένων

Εικόνα 31. To σενάριο προτείνεται να διεξαχθεί µε τη χρήση του λογισµικού Geogebra.

«Διαμορφωτική αξιολόγηση εκπαιδευτικού: Προκλήσεις και δυνατότητες»

Παρεµβολή ή Παλινδρόµηση - Συνέργειες οµίλων Προτύπων ΓΕΛ

ΕΠΙΜΟΡΦΩΤΙΚΗ ΗΜΕΡΙΔΑ «Η ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΟΥ ΜΑΘΗΤΗ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΑ ΝΕΑ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΑ ΣΠΟΥΔΩΝ»

άλγεβρα και αλγεβρική σκέψη στην πρώτη σχολική περίοδο (Νηπιαγωγείο Δημοτικό) μαρία καλδρυμίδου

ΣΥΝΕΔΡΙΟ «ΠΡΟΩΘΩΝΤΑΣ ΤΗΝ ΠΟΙΟΤΗΤΑ ΣΤΗΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ: ΜΙΑ ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ»

ΡΟΜΠΟΤΙΚΗ ΚΑΙ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ

Σχεδιάζοντας τη διδασκαλία των Μαθηματικών: Βασικές αρχές

ΕΝΟΤΗΤΑ 12 ΚΛΑΣΜΑΤΑ ΔΕΙΚΤΕΣ ΕΠΙΤΥΧΙΑΣ

Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΩΝ ΟΠΤΙΚΩΝ ΑΝΑΠΑΡΑΣΤΑΣΕΩΝ ΣΤΗ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΩΝ ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΩΝ

Κωνσταντίνος Π. Χρήστου

ΠΕΡΙ ΦΥΣΗΣ ΚΑΙ ΜΑΘΗΣΗΣ ΤΩΝ ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΩΝ ΕΝΝΟΙΩΝ. Μαρία Καλδρυμίδου

Διδάσκοντας Φυσικές Επιστήμες

Σύµφωνα µε την Υ.Α /Γ2/ Εξισώσεις 2 ου Βαθµού. 3.2 Η Εξίσωση x = α. Κεφ.4 ο : Ανισώσεις 4.2 Ανισώσεις 2 ου Βαθµού

άλγεβρα και αλγεβρική σκέψη μαρία καλδρυμίδου

Έρευνα Διεθνών Τάσεων

Δήμητρα Ρεμούνδου, Εργαστήριο Μαθηματικών, Διδακτικής και Πολυμέσων Παιδαγωγικό Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης Πανεπιστήμιο Αιγαίου

H ΒΑΣΙΣΜΕΝΗ ΣΤΟΝ Η.Υ. ΜΟΝΤΕΛΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΚΙΝΗΣΗΣ ΩΣ ΕΡΓΑΛΕΙΟ ΚΑΤΑΝΟΗΣΗΣ ΤΩΝ ΓΡΑΦΙΚΩΝ ΠΑΡΑΣΤΑΣΕΩΝ ΣΤΗΝ ΚΙΝΗΜΑΤΙΚΗ

Ανάλυση των δραστηριοτήτων κατά γνωστική απαίτηση

Επίλυση προβλήματος με μεταβλητές για την Στ τάξη του δημοτικού σχολείου με τη χρήση του ελεύθερου λογισμικού Geogebra

. Ερωτήσεις διάταξης. να διαταχθούν από τη µικρότερη προς τη µεγαλύτερη οι τιµές: f (3), f (0), f (-1), f (5), f (-2), f ( ), f (1).

Διερευνητική μάθηση We are researchers, let us do research! (Elbers and Streefland, 2000)

Στ Τάξη. Α/Α Μαθηματικό περιεχόμενο Δείκτες Επιτυχίας Ώρες Διδ. 1 ENOTHTA 1

Τα Διδακτικά Σενάρια και οι Προδιαγραφές τους. του Σταύρου Κοκκαλίδη. Μαθηματικού

Ερωτήµατα σχεδίασης και παρατήρησης (για εστίαση σε συγκεκριµένες πτυχές των αλλαγών στο σχήµα).

Επιστημολογικές πεποιθήσεις για τα μαθηματικά και επίδοση σε αριθμητικά έργα με το μηδέν

Υπάρχουν λάθη στα Μαθηματικά που είναι σχεδόν αδύνατο να τα αποφύγουν οι μαθητές;

Η διδασκαλία στο εργαστήριο. Kώστας Χαρίτος - ΔιΧηΝΕΤ

Publishers, London. Ευκλείδης Γ Τεύχη:

Επιμόρφωση Εκπαιδευτικών Αναλυτικό Πρόγραμμα Μαθηματικών

Μια από τις σημαντικότερες δυσκολίες που συναντά ο φυσικός στη διάρκεια ενός πειράματος, είναι τα σφάλματα.

αντισταθµίζονται µε τα πλεονεκτήµατα του άλλου, τρόπου βαθµολόγησης των γραπτών και της ερµηνείας των σχετικών αποτελεσµάτων, και

Πορεία παρουσίασης 1. Θεωρητικό πλαίσιο - Άξονες περιεχοµένων 2. Επιλογή κεφαλαίου 3. Προσδιορισµός κυρίαρχου στόχου 4. Υλοποίηση δραστηριότητας ανακά

ΠΡΑΚΤΙΚΕΣ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ ΜΑΘΗΤΩΝ/ΤΡΙΩΝ ΚΑΤΑ ΤΗ ΔΙΑΡΚΕΙΑ ΤΗΣ Δ/ΛΙΑΣ ΦΥΣΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ. Μανώλης Πατσαδάκης

Μαθηματικά A Δημοτικού. Πέτρος Κλιάπης Σεπτέμβρης 2007

Διάγραμμα Μαθήματος. Σελίδα1 5

Αναλύοντας κείμενα και εικόνες για την έννοια της περιοδικότητας στα σχολικά βιβλία

Μαθηματικά Δ Δημοτικού. Πέτρος Κλιάπης 12η περιφέρεια Θεσ/νικης

Απόστολος Μιχαλούδης

ΒΑΣΙΚΕΣ ΕΝΝΟΙΕΣ ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΩΝ ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΜΙΣΑΗΛΙΔΟΥ

Εκπαιδευτικό Σενάριο: Αναλογίες. Βασίλης Παπαγεωργίου

Μαθηματικά Γ Δημοτικού. Πέτρος Κλιάπης

Transcript:

Η Αναλογία (f(x) = ax) ως Επιστηµολογικό Εµπόδιο; Η ΑΝΑΛΟΓΙΑ (f(x) = ax) ΩΣ ΕΠΙΣΤΗΜΟΛΟΓΙΚΟ ΕΜΠΟ ΙΟ; Μοδεστίνα Μοδέστου Τµήµα Επιστηµών της Αγωγής, Πανεπιστήµιο Κύπρου ΠΕΡΙΛΗΨΗ Στο άρθρο αυτό γίνεται µια προσπάθεια παρουσίασης ενός διαφορετικού πλαισίου ερµηνείας του φαινοµένου της ψευδαίσθησης της αναλογίας. Συγκεκριµένα, µέσα από τα αποτελέσµατα διαφόρων ερευνών τόσο στο εξωτερικό όσο και στη Κύπρο, υποστηρίζεται ότι τα λάθη που παρουσιάζουν οι µαθητές σε συγκεκριµένα ψευδοαναλογικά έργα, δεν είναι τυχαία, ούτε και αποτέλεσµα της απουσίας κάποιας γνώσης εκ µέρους των µαθητών. Αντίθετα, είναι αποτέλεσµα του επιστηµολογικού εµποδίου της αναλογίας, το οποίο σε συγκεκριµένες καταστάσεις φαίνεται να δηµιουργεί συστηµατικά και επίµονα λάθη που δύσκολα µπορούν να αντιµετωπιστούν. 1. Εισαγωγικά Όλοι οι µαθητές ανεξαρτήτως ηλικίας, καταγωγής και επίδοσης έχουν βιώσει σε κάποια φάση της ζωής τους µια µικρή ή µεγάλη αποτυχία στα µαθηµατικά. Έτσι, ήταν πολύ φυσικό, τόσο για τους εκπαιδευτικούς όσο και για τους ψυχολόγους, να δείξουν από πολύ νωρίς ενδιαφέρον για το συγκεκριµένο θέµα. Αυτό είχε ως αποτέλεσµα τη δηµιουργία πολλών θεωριών για τη φύση των λαθών στα µαθηµατικά, για την ερµηνεία τους, καθώς και για πιθανούς τρόπους αντιµετώπισής τους. Κατά συνέπεια, τα λάθη και η αποτυχία των µαθητών δεν αντιµετωπίζονται πια επιπόλαια ούτε έχουν τον απλοποιηµένο ρόλο που τους δίναµε άλλοτε. Το λάθος δεν είναι πάντα το αποτέλεσµα της άγνοιας, της αβεβαιότητας ή της τύχης, όπως ισχυρίζονται οι εµπειρικές θεωρίες µάθησης (Brousseau, 1997). Το λάθος µπορεί να είναι και το αποτέλεσµα µιας προηγουµένης γνώσης, η εφαρµογή της οποίας αν και κρίνεται ενδιαφέρουσα και επιτυχηµένη σε κάποιες περιπτώσεις, σε κάποιες άλλες αποδεικνύεται λανθασµένη ή απλά µη προσαρµόσιµη. Τα λάθη αυτά, όπως τονίζει ο Brousseau (1997), δεν είναι σποραδικά και απρόβλεπτα. Αντίθετα, είναι επαναλαµβανόµενα και επίµονα. Τα λάθη αυτού του είδους που γίνονται από το ίδιο άτοµο αλληλοσυνδέονται µεταξύ τους µε ένα τρόπο σκέψης, µια χαρακτηριστική αντίληψη, µια αρχέγονη «γνώση», η εφαρµογή της οποίας είναι επιτυχηµένη σε ένα συγκεκριµένο πεδίο. εν εξαφανίζονται όλα πλήρως και την ίδια χρονική στιγµή, αλλά αντιστέκονται και επιµένουν. Επανεµφανίζονται ακόµα και αφού το άτοµο έχει απορρίψει το ελλιπές και µη αποτελεσµατικό µοντέλο από το συνειδητό του γνωστικό σύστηµα. Αποτελούν συστατικό στοιχείο της ήδη υπάρχουσας γνώσης του µαθητή και κατ επέκταση συνίστανται σε εµπόδια επιστηµολογικής προέλευσης. 9 ο Συνέδριο Παιδαγωγικής Εταιρείας Κύπρου 123

Μ. Μοδέστου Τα επιστηµολογικά εµπόδια διακρίνονται από άλλα εµπόδια τα οποία σχετίζονται µε το ίδιο το άτοµο ή και τη διδασκαλία και τα οποία αντιστοιχούν σε εµπόδια οντογενετικής προέλευσης και διδακτικής προέλευσης, αντίστοιχα (Radford, Boero, & Vasco, 2000). Τα εµπόδια επιστηµολογικής προέλευσης οφείλονται στην ίδια τη φύση του αντικειµένου και χαρακτηρίζονται από την επανεµφάνισή τους τόσο στην ιστορία των µαθηµατικών όσο και στη µάθηση των µαθηµατικών από το άτοµο. Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο Brousseau (1997) «τα εµπόδια τα οποία χαρακτηρίζονται ως επιστηµολογικά είναι αυτά που δε µπορούν και δε πρέπει να αποφευχθούν, ακριβώς επειδή έχουν καθοριστικό ρόλο στην ίδια τη µάθηση, ενώ παράλληλα µπορούν και να εντοπιστούν στην ιστορική εξέλιξη των ίδιων των εννοιών» (σελ. 163.) Ένα επιστηµολογικό εµπόδιο αποτελεί στην ουσία την πηγή ενός επαναλαµβανόµενου και µη τυχαίου λάθους το οποίο εµφανίζεται όταν τα άτοµα προσπαθούν να επιλύσουν ένα πρόβληµα (Radford et al., 2000). Ειδικότερα, ένα λάθος αποτελεί επιστηµολογικό εµπόδιο όταν έχει τα παρακάτω χαρακτηριστικά: 1) Είναι µια σταθερή γνώση ή αντίληψη και όχι µια δυσκολία ή απουσία γνώσης 2) Αυτή η γνώση λειτουργεί κατάλληλα σε ένα σύνολο καταστάσεων και για ορισµένες τιµές των µεταβλητών αυτών των καταστάσεων. 3) Προσπαθώντας να προσαρµοστεί σε άλλες καταστάσεις ή σε άλλες τιµές των µεταβλητών προκαλεί ειδικά λάθη που µπορούν να παρατηρηθούν και να αναλυθούν. 4) Στις καταστάσεις που ξεφεύγουν από το πεδίο εγκυρότητας της, η απόρριψή της θα στοιχίσει στο µαθητή περισσότερο από µια προσπάθεια προσαρµογής της. 5) Το εµπόδιο αντιστέκεται σε περιστασιακές εµφανίσεις αντιφάσεων σε καινούριες καταστάσεις και στη βελτίωση έτσι της γνώσης. Μπορεί να ξεπεραστεί µόνο σε ειδικές διδακτικές καταστάσεις απόρριψης και αυτή η απόρριψη είναι συστατικό στοιχείο της γνώσης (Brousseau, 1997). Από τα πιο πάνω φαίνεται ότι ένα επιστηµολογικό εµπόδιο αποτελεί µέρος µιας ολοκληρωµένης γνώσης και άρα έχει την ίδια φύση µε τη γνώση. Η απόρριψή του πρέπει να γίνει ανεµπόδιστα αναγκαία, κάτι που αφήνει τελικά ανεξίτηλα σηµάδια στο σύστηµα της γνώσης. Αυτό υποδεικνύει ότι το εµπόδιο δεν είναι απλά ένα πρόσκαιρο λάθος που οφείλεται απλά στην άγνοια του ατόµου, και το οποίο µπορεί εύκολα να αντιµετωπιστεί. Μπορεί να προκύψει µέσα από κοινωνικές, πολιτιστικές ή ακόµα και οικονοµικές συνθήκες οι οποίες εν τέλει πραγµατώνονται σε αντιλήψεις που παραµένουν ακόµα και όταν οι αιτίες που τις προκάλεσαν πάψουν να υπάρχουν. Πρέπει να σηµειωθεί ότι τα επιστηµολογικά εµπόδια δεν προκύπτουν από τη διατύπωση της επίσηµης γνώσης από µέρους του δασκάλου αλλά από τις αναπαραστάσεις τις οποίες ο µαθητής, και τελικά ο δάσκαλος, χρησιµοποιούν για να διασφαλίσουν τη λειτουργία και την κατανόηση αυτής της καινούριας γνώσης. Αυτή η κατανόηση συνδέεται άµεσα µε τις συνθήκες της µάθησης και είναι αναγκαία για την εφαρµογή της επίσηµης γνώσης. Κατά συνέπεια, ο µαθητής θυµάται όχι µόνο τη γνώση την οποία έχει διδαχθεί αλλά και τις συνθήκες της µάθησης µέσα στις οποίες προέκυψε. Για παράδειγµα, παραδοσιακά µέσα στη σχολική τάξη µια έννοια διδάσκεται µόνο στο βαθµό στον οποίο είναι χρήσιµη και αποτελεσµατική µόνο δηλαδή, αν συνεισφέρει στη λύση ενός προβλήµατος. Έτσι, η γνώση αντλεί τελικά το νόηµά της µέσα από συγκεκριµένα παραδείγµατα, στα οποία η εφαρµογή της είναι επιτυχηµένη, και τα 9 ο Συνέδριο Παιδαγωγικής Εταιρείας Κύπρου 124

Η Αναλογία (f(x) = ax) ως Επιστηµολογικό Εµπόδιο; οποία κατ επέκταση συνιστούν την περιοχή εφαρµογής της συγκεκριµένης γνώσης. Η περιοχή αυτή όµως, σπάνια έχει γενικό χαρακτήρα και είναι πλήρως καθορισµένη. Το νόηµα µιας µαθηµατικής γνώσης δεν καθορίζεται µόνο από το σύνολο των καταστάσεων µέσα στις οποίες αυτή η γνώση πραγµατώνεται ως µια µαθηµατική θεωρία, ούτε µόνο από τις καταστάσεις στις οποίες χρησιµοποιείται ως µέσο για επίλυση του προβλήµατος. Για το λόγο αυτό η γνώση αποκτά κάποιους περιορισµούς, συγκεκριµενοποιήσεις ακόµα και αλλοιώσεις του νοήµατος. Αν χρησιµοποιηθεί µε επιτυχία για αρκετό χρονικό διάστηµα, τότε η γνώση παίρνει µια αξία που κάνουν τη διαφοροποίηση, γενίκευση ή απόρριψη της πολύ δύσκολη συνίσταται δηλαδή σε επιστηµολογικό εµπόδιο. Αυτό το επιστηµολογικό εµπόδιο αντιστέκεται εκ φύσεως σε κάθε προσπάθεια απόρριψής του, αφού αποτελεί µια καλά εδραιωµένη γνώση του µαθητή, και προσπαθεί να προσαρµοστεί σε ένα πιο περιορισµένο πεδίο αλλά και να διαφοροποιηθεί στον µικρότερο δυνατό βαθµό. 2. Αναλογικός συλλογισµός Αρκετά λάθη στα µαθηµατικά πηγάζουν από την τάση µας να εφαρµόζουµε τη γραµµική συνάρτηση σε όλες ανεξαιρέτως τις καταστάσεις οι οποίες πληρούν κάποιες άτυπές «προϋποθέσεις». Ο λόγος έγκειται στο ότι οι γραµµικές σχέσεις αποτελούν ένα βασικό µοντέλο µέσα από το οποίο µπορούµε εύκολα και γρήγορα να προσεγγίσουµε αυτές τις τόσο πρακτικές και όσο και θεωρητικές προβληµατικές καταστάσεις στα µαθηµατικά και την επιστήµη. Από τα παλαιότερα χρόνια, ο αναλογικός συλλογισµός, αποτελούσε και αποτελεί ένα σηµαντικό µαθηµατικό εργαλείο για το χειρισµό φαινοµένων στη φυσική, την χηµεία, τα οικονοµικά, την αστρονοµία και σε άλλα πεδία της ανθρώπινης ενασχόλησης (Freudenthal, 1973). Έτσι και στις µέρες µας δίνεται µεγάλη έµφαση στις αναλογικές σχέσεις µέσα από τα αναλυτικά προγράµµατα των µαθηµατικών τόσο της δηµοτικής όσο και της µέσης εκπαίδευσης. Η έννοια της αναλογίας υπάρχει µέσα σε όλο το µαθηµατικό οικοδόµηµα, ξεκινώντας από την ιδέα της µέτρησης ποσοτήτων, την έννοια των λόγων και την εφαρµογή του κανόνα των τριών στο δηµοτικό σχολείο, και φτάνοντας µέχρι τη γραµµική άλγεβρα και τη χρήση των γραµµικών µοντέλων στον απειροστικό λογισµό και τη στατιστική στη µέση εκπαίδευση. Έτσι, είναι εµφανές ότι ο αναλογικός συλλογισµός δεν αποτελεί µια απόλυτη ιδέα µε µονοσήµαντο νόηµα (Lamon, 1999). Οικοδοµείται µε τη πάροδο του χρόνου, αφού κάποιες από τις ουσιαστικές του πτυχές ενυπάρχουν σε άλλες στενά συνδεδεµένες έννοιες. Στην βιβλιογραφία υπάρχουν πολλές περιγραφές οι οποίες προσπαθούν να ορίσουν την έννοια του αναλογικού συλλογισµού. Έτσι, σύµφωνα µε τους Lesh, Post, Behr (1988) ο αναλογικός συλλογισµός αποτελεί «µια µορφή µαθηµατικού συλλογισµού η οποία περιλαµβάνει την ικανότητα ταυτόχρονης επεξεργασίας διάφορων πληροφοριών µέσα από πολλαπλές συγκρίσεις και συν-µεταβολές». Οι Inhelder και Piaget (1958) θεωρούν ότι το βασικό χαρακτηριστικό του αναλογικού συλλογισµού είναι ότι εστιάζεται στην περιγραφή, πρόβλεψη και αξιολόγηση της σχέσης ανάµεσα σε δύο άλλες, δηλαδή περιλαµβάνει µια δεύτερου βαθµού σχέση, και 9 ο Συνέδριο Παιδαγωγικής Εταιρείας Κύπρου 125

Μ. Μοδέστου όχι απλά µια σχέση ανάµεσα σε δύο διακριτά αντικείµενα ή έννοιες. Έτσι, µπορεί να θεωρηθεί ότι ο αναλογικός συλλογισµός εστιάζεται σε µια δεύτερου βαθµού σχέση, η οποία περιλαµβάνει µια σχέση ισότητας ανάµεσα σε δύο λόγους (Lamon, 1999). Ένας λόγος είναι µία σχέση ανάµεσα σε δύο ποσότητες. Εποµένως, η κατανόηση της αναλογίας αναφέρεται στην κατανόηση της σχέσης που υπάρχει ανάµεσα σε δύο σχέσεις. Σε µια αναλογική σχέση, οι δύο ποσότητες µεταβάλλονται πολλαπλασιαστικά. ηλαδή, και οι δύο ποσότητες πολλαπλασιάζονται µε τον ίδιο παράγοντα. Έτσι, η γραφική παράσταση κάθε αναλογικής σχέσης απεικονίζει µία ευθεία γραµµή η οποία περνά από την αρχή των αξόνων. Κατ επέκταση, η γραµµική συνάρτηση f(x) = ax (όπου α 0) µπορεί να περιγράψει µαθηµατικά κάθε αναλογική σχέση (De Bock, Verschaffel, & Janssens, 2002b). 3. Το φαινόµενο της ψευδαίσθησης της αναλογίας Η βασική γλωσσική δοµή αναλογικών προβληµάτων περιλαµβάνει τέσσερις ποσότητες (α, β, γ, δ), από τις οποίες, στις περισσότερες περιπτώσεις οι τρεις είναι γνωστές και η µία άγνωστη, καθώς και µια ένδειξη ότι η ίδια σχέση που συνδέει το α µε το β συνδέει και το γ µε το δ (Behr, Harel, Post, & Lesh, 1992). «Μία ράπτρια χρειάζεται 35 λεπτά για να ράψει ένα πουκάµισο. Πόσο χρόνο χρειάζεται για να ράψει τρία πουκάµισα;» Σε αυτή την περίπτωση υπάρχει πραγµατική αναλογία (3 Χ 35=105). Υπάρχει όµως και η περίπτωση η δοµή ενός προβλήµατος να ανταποκρίνεται στη βασική δοµή προβληµάτων αναλογίας αλλά το πρόβληµα να µην είναι αναλογικό. Στην περίπτωση αυτή το πρόβληµα θεωρείται πρόβληµα «ψευδοαναλογίας» (Verschaffel, Greer και De Corte, 2000). Για παράδειγµα, στην περίπτωση του σταθερού προβλήµατος: «Ένα πουκάµισο χρειάζεται 35 λεπτά για να στεγνώσει όταν απλωθεί έξω στο σχοινί, µια ηλιόλουστη µέρα χωρίς άνεµο. Πόσο χρόνο χρειάζονται 3 πουκάµισα για να στεγνώσουν κάτω από τις ίδιες συνθήκες;», οι µαθητές επηρεαζόµενοι από τη διατύπωση του προβλήµατος απαντούν ότι τα πουκάµισα χρειάζονται 3 X 35 =105 λεπτά χωρίς να υπολογίζουν ότι έχουν απλωθεί µαζί στο σχοινί και άρα στεγνώνουν παράλληλα. Η αναλογικότητα φαίνεται να είναι σε τέτοιο βαθµό ενσωµατωµένη στον τρόπο σκέψης των µαθητών που κάποιος µπορεί πολύ εύκολα να παραπλανηθεί και να χειρίζεται κάθε αριθµητική σχέση ως αναλογική (Freudenthal, 1983), χωρίς να δίνει σηµασία στο περιβάλλον της προβληµατικής κατάστασης και στους περιορισµούς που αυτό µπορεί να έχει. Αυτό αιτιολογεί και µη-ρεαλιστικές απαντήσεις των µαθητών οι οποίοι υποστηρίζουν τη γραµµική αύξηση του ύψους και του βάρους ή ακόµα και την ικανότητα των αθλητών να τρέχουν µε την ίδια ταχύτητα τα 100 και τα 1000 µέτρα (Verschaffel, De Corte & Lasure, 1994). Πρόσφατες έρευνες που εξετάζουν την τάση των µαθητών να χρησιµοποιούν τον αναλογικό συλλογισµό σε προβληµατικές καταστάσεις στις οποίες δεν είναι κατάλληλος (De Bock, Verschaffel, & Janssens, 2002b; Van Dooren, De Bock, Hessels, Janssens, & Verschaffel, 2005), υποστηρίζουν ότι το φαινόµενο αυτό οφείλεται εν µέρει σε ιδιοµορφίες στη διατύπωση των προβληµάτων τις οποίες οι µαθητές έχουν µάθει να 9 ο Συνέδριο Παιδαγωγικής Εταιρείας Κύπρου 126

Η Αναλογία (f(x) = ax) ως Επιστηµολογικό Εµπόδιο; συνδέουν µε τον αναλογικό συλλογισµό καθ όλη τη διάρκεια της σχολικής τους ζωής. Ο Greer (1997) ειδικότερα, αναφέρει ότι προβλήµατα µε πολλαπλασιαστική δοµή, που µε ένα επιφανειακό διάβασµα µπορεί να δηµιουργήσουν την ψευδαίσθηση της ύπαρξης αναλογίας, αποτελούν πρωταρχικά παραδείγµατα ακατάλληλης χρήσης του µαθηµατικού αναλογικού συλλογισµού ως µια βεβιασµένη αντίδραση στη γλωσσική δοµή του προβλήµατος. Παρ όλ αυτά, αυτός ο τρόπος ερµηνείας του προβλήµατος δεν παρέχει ένα επαρκές και ολοκληρωµένο πλαίσιο µέσα στο οποίο µπορεί να µελετηθεί το φαινόµενο της ψευδαίσθησης της αναλογίας. Το φαινόµενο αυτό δεν προκύπτει απλά ως αντίδραση στην στερεότυπη γλωσσική διατύπωση των αναλογικών σχέσεων και ούτε µπορεί να θεωρηθεί έτσι απλά ότι το γεγονός αυτό συµβαίνει τόσο σε επίπεδο µαθητή όσο και σε ιστορικό επίπεδο όπως υποστηρίζουν οι Verschaffel et al. (2000). εν µπορεί δηλαδή, να υιοθετηθεί η άποψη ότι η οντογένεση ανακεφαλαιώνει την φυλογένεση στην περίπτωση του τρόπου χειρισµού των µη αναλογικών σχέσεων απλά και µόνο λόγω της γλωσσικής διατύπωσης των αναλογικών προβληµάτων. Η αναλογία φαίνεται να είναι το κοινωνικό-πολιτισµικό µέσο για εισαγωγή και εν τέλει για κατάκτηση της έννοιας της συνάρτησης. Κατ επέκταση, έχει δοθεί µια ιδιαίτερη σηµασία στο γραµµικό µοντέλο, η οποία οδηγεί στην γενίκευση της εγκυρότητάς του και σε καταστάσεις µη-αναλογικές στις οποίες είναι απλά µη εφαρµόσιµο. Έτσι, φαίνεται ότι η συνεχής επιβεβαίωση της εγκυρότητας του γραµµικού µοντέλου µπορεί να δηµιουργήσει µια πολύ ισχυρή αντίληψη ότι κάθε σχέση ανάµεσα σε δύο ποσότητες είναι αναλογική, και ότι η χρήση του αναλογικού συλλογισµού αποτελεί πανάκεια για την επίλυση όλων σχεδόν των προβληµάτων (Van Dooren, De Bock, Hessels, Janssens, & Verschaffel, 2004). 4. Το φαινόµενο της ψευδαίσθησης της αναλογίας στη γεωµετρία O Freudenthal (1983), έχοντας εστιαστεί στην καταλληλότητα του µαθηµατικού αναλογικού συλλογισµού ως φαινοµενολογικού µέσου περιγραφής υποδεικνύει ότι υπάρχουν περιπτώσεις στις οποίες αυτή η αρχική φαινοµενολογία αποτυγχάνει. Το άρθρο αυτό επικεντρώνεται στο χώρο της γεωµετρίας και συγκεκριµένα στη µη αναλογική συµπεριφορά του εµβαδού και του όγκου σε προβλήµατα πολλαπλασιαστικής σύγκρισης που συνδέουν το εµβαδόν και τον όγκο µε το µήκος της πλευράς σχηµάτων. Το θέµα αυτό δεν είναι καθόλου πρόσφατο αλλά παρόλα αυτά επίκαιρο. Εµφανίζεται στον «Μένωνα» του Πλάτωνα όπου ο Σωκράτης, χρησιµοποιώντας την µαιευτική µέθοδο, προσπαθεί να «ξυπνήσει» την ανάµνηση ενός δούλου για το πώς µπορεί να διπλασιάσει το εµβαδόν ενός τετράγωνου, πείθοντας έτσι τον Μένωνα ότι η γνώση δεν διδάσκεται αλλά ενυπάρχει στο άτοµο. Ο δούλος, υποκύπτοντας στη ψευδαίσθηση της αναλογίας, υποστηρίζει ότι ένα τετράγωνο διπλάσιου εµβαδού θα έχει και διπλάσιο µήκος πλευράς (Φράγκος, 1983). Οι εµπειρίες ακόµα και των σηµερινών µαθητών µε τη µεγέθυνση και τη σµίκρυνση σχηµάτων δεν τους κάνουν απαραίτητα να συνειδητοποιήσουν τους διαφορετικούς ρυθµούς αύξησης του µήκους, του εµβαδού και του όγκου (De Bock, Verschaffel, & Janssens, 2002b). Επακόλουθα, οι µαθητές, όπως και ο δούλος στον 9 ο Συνέδριο Παιδαγωγικής Εταιρείας Κύπρου 127

Μ. Μοδέστου «Μένωνα» του Πλάτωνα, έχουν µια ισχυρή τάση να αντιµετωπίζουν τις σχέσεις ανάµεσα στο µήκος και στο εµβαδόν, και στο µήκος και στον όγκο ως γραµµικές αντί ως τετραγωνική και κυβική, αντίστοιχα. Έτσι, χρησιµοποιούν το γραµµικό παράγοντα αντί το τετράγωνό του ή τον κύβο του για να καθορίσουν το εµβαδόν ή τον όγκο ενός σχήµατος που υπόκειται σε µεγέθυνση ή σµίκρυνση. Ο Freudenthal (1983) αναφέρει χαρακτηριστικά ότι το να αντιληφθούν οι µαθητές ότι ο πολλαπλασιασµός του µήκους µε α, του εµβαδού µε α² και του όγκου µε α³ συνδέεται µε τον γεωµετρικό πολλαπλασιασµό µε α, είναι µαθηµατικά τόσο ουσιαστικό που φαινοµενολογικά και διδακτικά πρέπει να τεθεί πρώτο. Το µοτίβο της συνεχούς χρήσης του µαθηµατικού αναλογικού συλλογισµού πρέπει να διακοπεί από τους ίδιους τους µαθητές έτσι ώστε να αντιληφθούν τον πολυδιάστατο χαρακτήρα του γεωµετρικού πολλαπλασιασµού (Streefland, 1984). Πρόσφατα, έχει γίνει µια σηµαντική προσπάθεια από διάφορους ερευνητές (De Bock et al., 1998; De Bock, Van Dooren, Janssens, & Verschaffel, 2002a; De Bock et al., 2002b; De Bock, Verschaffel, Janssens, Van Dooren, & Claes, 2003; Van Dooren, De Bock, Hessels, Janssens, & Verschaffel, 2004; Van Dooren, De Bock, Hessels, Janssens, & Verschaffel, 2005; Modestou & Gagatsis, in press; Modestou & Gagatsis, 2004a; Modestou & Gagatsis, 2004b; Modestou, Gagatsis & Pitta-Pantazi, 2004) ώστε να διερευνηθεί και να αντιµετωπιστεί η τάση των µαθητών να χειρίζονται µη αναλογικά προβλήµατα, ως επί το πλείστον, εµβαδού και όγκου, ως αναλογικά. Συγκεκριµένα, οι De Bock et al., (1998, 2002b) αποκάλυψαν την ύπαρξη µιας ισχυρής τάσης ανάµεσα σε µαθητές 12 µε 16 ετών όσον αφορά στην εφαρµογή του µαθηµατικού αναλογικού συλλογισµού σε µη αναλογικά προβλήµατα εµβαδού. Συνάµα, η χρήση διάφορων πειραµατικών συνθηκών δεν έφερε τα αναµενόµενα αποτελέσµατα. Συγκεκριµένα, η παροχή έτοιµων και αυτοσχέδιων εικόνων δεν φάνηκε να επηρεάζει την επίδοση των µαθητών, αφού στηρίχθηκαν σε πιο τυπικές µεθόδους όπως τη χρήση µαθηµατικών τύπων (De Bock et al., 1998). Ακόµα και µε τη συµπερίληψη στα έργα όλων των διαστάσεων των σχηµάτων, ως επιπλέον πληροφοριών, καθώς και των τύπων εύρεσης του εµβαδού και του όγκου, οι µαθητές Α και Β τάξεων Γυµνασίου επέµεναν πεισµατικά να διπλασιάζουν, για παράδειγµα, το εµβαδόν όταν διπλασιάζονταν οι πλευρές αγνοώντας πλήρως τον τύπο εύρεσης του εµβαδού (Modestou & Gagatsis, in press; Modestou & Gagatsis, 2004b). Παρόµοια συµπεριφορά έδειξαν οι µαθητές και σε µία κατάσταση µε χαρακτήρα πολλαπλής επιλογής στην οποία η ορθή απάντηση αν και είχε 50% πιθανότητα να επιλεγεί από τους µαθητές, έγινε δεχτή και αιτιολογήθηκε µόνο από το 20% των µαθητών (Modestou et al., 2004). Ακόµα και η αύξηση της αυθεντικότητας του πλαισίου µέσα στο οποίο παρουσιάζεται το πρόβληµα (De Bock et al., 2003), µε τους µαθητές να µεταφέρονται στο νησί των Λιλιπούτειων όπου όλα τα µήκη είναι 12 φορές µικρότερα, όχι µόνο δεν έφερε τα επιθυµητά αποτελέσµατα αλλά είχε και αρνητική επίδραση στην επίδοση των µαθητών στα µη αναλογικά έργα. Η ένταξη των µαθητών σε µια πραγµατική προβληµατική κατάσταση µε πραγµατικά αντικείµενα και αυθεντικές δράσεις (υπολογισµός των κεραµικών που χρειάζονται για να καλύψουν ένα κουκλόσπιτο) οδήγησε στην αποφυγή του γραµµικού µοντέλου και στην αύξηση των ποσοστών επιτυχίας των µαθητών (Van Dooren et al., 9 ο Συνέδριο Παιδαγωγικής Εταιρείας Κύπρου 128

Η Αναλογία (f(x) = ax) ως Επιστηµολογικό Εµπόδιο; in press a). Παρόλα αυτά, τα αποτελέσµατα ήταν µόνο παροδικά αφού οι µαθητές απέτυχαν σε ένα post-test µε µη αναλογικά έργα εµβαδού. Ο λόγος για αυτή την αποτυχία έγκειται πιθανότατα στο ότι οι µαθητές είχαν άµεση ανατροφοδότηση για την ορθότητα της απάντησης που έδιναν στην αυθεντική κατάσταση. Το γεγονός αυτό τους έδινε την ευκαιρία να αναθεωρήσουν την απάντησή τους αν αυτή ήταν λανθασµένη, χωρίς να φτάνουν σε κάποιο συµπέρασµα για τη σχέση µήκους και εµβαδού. Μικρή αλλά σηµαντική βελτίωση στην επίδοση των µαθητών προέκυψε από την συµπερίληψη ενός εισαγωγικού σηµειώµατος στην αρχή του δοκιµίου, το οποίο προειδοποιούσε τους µαθητές για το µη συνηθισµένο χαρακτήρα των έργων (De Bock et al., 2002b). Στην ίδια εργασία η επαναδιατύπωση των ίδιων προβληµάτων σε προβλήµατα πολλαπλασιαστικής σύγκρισης αποτέλεσε ουσιαστική βοήθεια για αρκετούς µαθητές. Όµως και στις δύο περιπτώσεις, ως µειονέκτηµα των καλύτερων αποτελεσµάτων στα µη-αναλογικά έργα, µειώθηκαν τα ποσοστά επιτυχίας των µαθητών στα αναλογικά έργα αφού κάποιοι µαθητές άρχισαν να εφαρµόζουν µη αναλογικές µεθόδους επίλυσης και σε αυτά τα προβλήµατα. Παρόµοια συµπεριφορά παρουσίασαν οι µαθητές και σε µια σειρά 10 πειραµατικών µαθηµάτων τα οποία είχαν ως στόχο την εννοιολογική αλλαγή στους µαθητές (Van Dooren et al., 2004). Για να διευκρινισθούν οι µηχανισµοί που ενεργοποιούνται από τους µαθητές κατά τη διαδικασία επίλυσης µη αναλογικών προβληµάτων χρησιµοποιήθηκε από τους De Bock et al. (2002) η µέθοδος της κλινικής συνέντευξης. Αυτό επέτρεψε την αναγνώριση του ρόλου των διαφορετικών πτυχών της γνώσης των µαθητών οι οποίες είναι υπεύθυνες για τις αναλογικές απαντήσεις τους σε προβλήµατα ψευδοαναλογίας. Συγκεκριµένα, από τις συνεντεύξεις διαφάνηκε ότι όχι µόνο η πεποίθηση ότι κάθε αριθµητική σχέση έχει αναλογικό χαρακτήρα είναι υπεύθυνη για τις αναλογικές απαντήσεις των µαθητών σε µη αναλογικά προβλήµατα, αλλά και οι διαισθητικές αντιλήψεις των µαθητών, ελλείψεις στις γεωµετρικές τους γνώσεις και κάποιες ανεπαρκείς τους στάσεις και αντιλήψεις για την επίλυση προβλήµατος (De Bock et al., 2002α). Οι Van Dooren, De Bock, Janssens & Verschafell (in press b) σε µια µετέπειτα εργασία τους επιχείρησαν να διευκρινίσουν περαιτέρω τους ψυχολογικούς και εκπαιδευτικούς παράγοντες οι οποίοι βρίσκονται πίσω από την τάση των µαθητών να απαντούν αναλογικά σε µη αναλογικά προβλήµατα. Συγκεκριµένα, διατείνονται ότι στοιχεία που επεξηγούν την ύπαρξη του φαινοµένου της ψευδοαναλογίας υπάρχουν (1) στις εµπειρίες που αποκτούν οι µαθητές µέσα στην τάξη των µαθηµατικών, (2) στη διαισθητική φύση του γραµµικού µοντέλου και (3) σε στοιχεία που σχετίζονται µε τα συγκεκριµένα µαθηµατικά έργα µέσα στα οποία εµφανίζεται το γραµµικό λάθος. 5. Ένα διαφορετικό πλαίσιο ερµηνείας του φαινοµένου της ψευδαίσθησης της αναλογίας Τα αποτελέσµατα των ερευνών που παρουσιάστηκαν κάνουν εµφανές ότι η ύπαρξη του φαινοµένου της ψευδαίσθησης της αναλογίας δεν είναι αποτέλεσµα κάποιου πειραµατικού πλαισίου αλλά ούτε και της απουσίας κάποιας βασικής γνώσης. Τα λάθη τα οποία προκύπτουν από την εφαρµογή του αναλογικού µοντέλου σε µη 9 ο Συνέδριο Παιδαγωγικής Εταιρείας Κύπρου 129

Μ. Μοδέστου αναλογικές καταστάσεις δεν είναι πρόσκαιρα, παροδικά και τυχαία. Το φαινόµενο της ψευδαίσθησης της αναλογίας δεν αποτελεί ένα σύνηθες λάθος που µπορεί να αντιµετωπιστεί µε µια ποικιλία υποστηρικτικών µέσων. Είναι ένα επαναλαµβανόµενο φαινόµενο το οποίο φαίνεται να είναι αρκετά γενικό αλλά και ανθεκτικό ακόµα και στην ίδια τη διδασκαλία, αφού συνεχίζει να εµφανίζεται από το δηµοτικό µέχρι και το λύκειο. Το γραµµικό µοντέλο έχει εδραιωθεί ως µια ασφαλής στρατηγική επίλυσης προβληµάτων η οποία προσφέρει σιγουριά και βεβαιότητα στους µαθητές για την ορθότητα των αποτελεσµάτων της. Φαίνεται να είναι βαθιά ριζωµένο στη διαισθητική γνώση των µαθητών και να χρησιµοποιείται αυθόρµητα και ασυνείδητα κάτι που κάνει την αναλογική προσέγγιση φυσική και αδιαµφισβήτητη (De Bock et al., 2002). Όλα αυτά τα χαρακτηριστικά του γραµµικού µοντέλου συνηγορούν στο ότι η αναλογία (f(x) = ax) αποτελεί επιστηµολογικό εµπόδιο για το χειρισµό µη αναλογικών καταστάσεων. Το γραµµικό µοντέλο είναι στην πραγµατικότητα µια γνώση η οποία εφαρµόζεται µε επιτυχία σε ένα συγκεκριµένο πλαίσιο και για ένα συγκεκριµένο αριθµό καταστάσεων. Όµως, η εφαρµογή της έξω από αυτό το πλαίσιο έχει ως αποτέλεσµα την εµφάνιση συγκεκριµένων λαθών τα οποία µπορούν να εντοπιστούν και να περιγραφούν. Τα λάθη αυτά είναι επαναλαµβανόµενα και καθολικά, ενώ παράλληλα αντιστέκονται σε µια ποικιλία υποστηρικτικών µέσων που στοχεύουν στην αντιµετώπιση του προβλήµατος (De Bock et al., 2003). Παράλληλα, ενισχυτικό της αντιµετώπισης του αναλογικού µοντέλου ως επιστηµολογικό εµπόδιο είναι το γεγονός ότι τα λάθη τα οποία στη βιβλιογραφία αναφέρονται ως ψευδοαναλογικά επανεµφανίζονται τόσο στην ιστορία των µαθηµατικών, µε το Μένωνα του Πλάτωνα, όσο και στη µάθηση των µαθηµατικών από το άτοµο. Έτσι, µόνο όταν το φαινόµενο της ψευδαίσθησης της αναλογίας συνδεθεί µε την έννοια του επιστηµολογικού εµποδίου θα µπορέσει να αντιµετωπιστεί αποτελεσµατικά. Η αντιµετώπιση του προβλήµατος των επιστηµολογικών εµποδίων είναι δυνατή µέσα από την ενασχόληση των µαθητών µε ποικίλες καταστάσεις στις οποίες η γνώση, η οποία αποτελεί εµπόδιο, να µην µπορεί να αφοµοιωθεί και έτσι να αποσταθεροποιηθεί, να γίνει αναποτελεσµατική, άχρηστη και αν τέλει να απορριφθεί. Η παιδαγωγική πρακτική συνίσταται στην οργάνωση αυτών των κατάλληλων διδακτικών καταστάσεων µε προσεκτικά επιλεγµένα προβλήµατα, οι οποίες θα θέσουν σε αµφισβήτηση τις προϋπάρχουσες αντιλήψεις των µαθητών (Radford et al., 2000). Μέσα σε αυτές τις διδακτικές καταστάσεις παιγνιώδους φύσης, η καινούρια γνώση θα προκύψει αυθόρµητα από τους µαθητές ως ένα αναγκαίο µέσο για την επίλυση του προβλήµατος, χωρίς την εµπλοκή του δασκάλου. Ο ρόλος του δασκάλου έγκειται απλώς στην παρουσίαση των κανόνων του παιχνιδιού και στη µεταβίβαση στους µαθητές της ευθύνης της µάθησης (Brousseau & Gibel, 2005). Έτσι, φαίνεται ότι ένας πιθανός τρόπος αντιµετώπισης του επιστηµολογικού εµποδίου της αναλογίας είναι η οργάνωση µιας διδακτικής κατάστασης (Modestou & Gagatsis, in press) η οποία να αναγκάζει τους µαθητές να αµφισβητήσουν και εν τέλει να απορρίψουν από µόνοι τους το γραµµικό µοντέλο ως κατάλληλο για όλα τα προβλήµατα που «πληρούν» κάποιες συγκεκριµένες προϋποθέσεις. Η καινοτοµία 9 ο Συνέδριο Παιδαγωγικής Εταιρείας Κύπρου 130

Η Αναλογία (f(x) = ax) ως Επιστηµολογικό Εµπόδιο; αυτής της προσέγγισης έγκειται στο ότι ο δάσκαλος δεν εµπλέκεται καθόλου στην όλη διαδικασία παρά για να επισηµοποιήσει τα ευρήµατα των µαθητών. Οι µαθητές έχουν όλη την ευθύνη για τη µάθησή τους η οποία προκύπτει αυθόρµητα µέσα από παιγνιώδεις καταστάσεις οι οποίες την κάνουν και πιο µόνιµη. ΑΝΑΦΟΡΕΣ Behr J. M., Harel G., Post T., & Lesh R. (1992). Rational number, Ratio and Proportion. In D. A. Grows (Ed.) Handbook of Research on Mathematics Teaching and Learning (296-333). New York: Macmillan. Brousseau, G. (1997). Theory of didactical situations in mathematics (N. Balacheff, M. Cooper, R Sutherland & V. Warfielf, Eds & Transl.). Mathematics Education Library (vol.19). Kluwer Academic Publishers. Brousseau, G., & Gibel, P. (2005). Didactical handling of students reasoning processes in problem solving situations. Educational Studies in Mathematics, 59, 13-58. De Bock, D., Van Dooren, W., Janssens, D., & Verschaffel, L. (2002a). Improper use of linear reasoning: An in-depth study of the nature and the irresistibility of secondary school students' errors. Educational Studies in Mathematics, 50, 311-314. De Bock, D., Verschaffel, L., & Janssens, D. (1998). The predominance of the linear model in secondary school students' solutions of word problems involving length and area of similar plane figures. Educational Studies in Mathematics, 35, 65-85. De Bock, D., Verschaffel, L., & Janssens, D. (2002b). The effects of different problem presentations and formulations on the illusion of linearity in secondary school students. Mathematical Thinking and Learning, 4(1), 65-89. De Bock, D., Verschaffel, L., Janssens, D., Van Dooren, W., & Claes, K. (2003). Do realistic contexts and graphical representations always have a beneficial impact on students' performance? Negative evidence from a study on modelling non-linear geometry problems. Learning and Instruction, 13(4), 441-463. Φράγκος, Π. Χ. (1983). Παιδαγωγικές έρευνες και εφαρµογές. Θεσσαλονίκη: University Studio Press. Freudenthal, H. (1973). Mathematics as an educational task. Dordrecht: Reidel. Freudenthal, H. (1983). Didactical Phenomenology of Mathematical Structures. Dordrecht: Reidel. Greer, B. (1997). Modeling reality in mathematics classroom: the case of word problems. Learning and Instruction, 7(4), 293-307. Inhelder, B. & Piaget, J. (1958). The growth of logical thinking from childhood to adolescence. New York: Basic Books. 9 ο Συνέδριο Παιδαγωγικής Εταιρείας Κύπρου 131

Μ. Μοδέστου Lamon, J. S. (1999). Teaching fractions and ratios for understanding: Essential content knowledge and instructional strategies for teachers. Mahwah: Lawrence Erlbaum Associates. Lesh, R., Post, T., & Behr, M (1988). Proportional reasoning. In J. Hiebert & M. Behr (Eds.), Number concepts and operations in the middle grades (pp.93-118). NCTM: Lawrence Erlbaum Associates. Modestou, M., & Gagatsis, A. (in press). Students improper proportional reasoning: A result of the epistemological obstacle of linearity. Educational Psychology. Modestou, M., & Gagatsis, A. (2004a). Students improper proportional reasoning: A multidimensional statistical analysis. In D. De Bock, M. Isoda, J. A. G. Cruz, A. Gagatsis & E. Simmt (Eds.), Proceedings of ICME 10 Topic Study Group 2: New developments and trends in secondary mathematics education (pp. 87-94). Copenhagen: Denmark. Modestou, M., & Gagatsis, A. (2004b). Linear or not linear? Students improper proportional reasoning. In G. Makrides, A. Gagatsis & K. Nicolaou (Eds.), Proceedings of the CASTME International and CASTME Europe Conference (21-33). Nicosia: Cyprus. Modestou, M., Gagatsis, A., Pitta-Pantazi, D. (2004). Students' improper proportional reasoning: The case of area and volume of rectangular figures. In M. J. Hoines & A. B. Fuglestad (Eds.), Proceedings of the 28th Conference of the International Group for the Psychology of Mathematics Education (Volume 3, 345-352). Bergen: Norway. Radford, L., Boero, P., & Vasco, C. (2000). Epistemological assumptions framing interpretations of students understanding of mathematics. In J. Fauvel & J. v. Maanen (Eds.), History in mathematics education: the ICMI study (pp.162-167). Dordrecht: Kluwer. Streefland, L. (1984). Search for the roots of ratio: Some thoughts on the long term learning process (Towards a theory). Educational Studies in Mathematics, 15, 327-348. Van Dooren, W., De Bock, D., Hessels, A., Janssens, D., & Verschaffel, L. (2004). Remedying secondary school students illusion of linearity: a teaching experiment aiming at conceptual change. Learning and Instruction, 14, 485-501. Van Dooren, W., De Bock, D., Hessels, A., Janssens, D., & Verschaffel, L. (2005). Ups and downs is students over-reliance on proportional methods. Cognition and Instruction, 23 (1), 57-86. Van Dooren, W., De Bock, D, Janssens, D., & Verschaffel, L. (in press a). Students over-reliance on linearity: A shcolastic effect. Van Dooren, W., De Bock, D, Janssens, D., & Verschaffel, L. (in press b). Students over-use of linearity: A quest for its roots and an evaluation of its impact. 9 ο Συνέδριο Παιδαγωγικής Εταιρείας Κύπρου 132

Η Αναλογία (f(x) = ax) ως Επιστηµολογικό Εµπόδιο; Verschaffel, L., De Corte, E., & Lasure, S. (1994). Realistic considerations in mathematical modeling of school arithmetic problems. Learning and Instruction, 4, 273-294. Verschaffel, L., Greer, B., & De Corte, E. (2000). Making sense of word problems. Lisse: Swets & Zeitlinger. 9 ο Συνέδριο Παιδαγωγικής Εταιρείας Κύπρου 133

Μ. Μοδέστου 9 ο Συνέδριο Παιδαγωγικής Εταιρείας Κύπρου 134