Το Νομισματικό Υπόδειγμα του Ισοζυγίου Πληρωμών



Σχετικά έγγραφα
Οικονομική Πολιτική Ι: Σταθερές Συναλλαγματικές Ισοτιμίες χωρίς Κίνηση Κεφαλαίου

Συναθροιστική Zήτηση στην Aνοικτή Οικονομία

Ισοζύγιο Πληρωμών και Εισόδημα

Οικονομική Πολιτική ΙI: Σταθερές Συναλλαγματικές Ισοτιμίες με Κίνηση Κεφαλαίου

21 Δημοσιονομική και νομισματική πολιτική σε α- νοικτή οικονομία

Οικονομική Πολιτική ΙΙΙ: Κυμαινόμενες Συναλλαγματικές Ισοτιμίες με Kίνηση Kεφαλαίου


ΣΧΟΛΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΤΜΗΜΑ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΜΑΚΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΔΑΣΚΩΝ: ΘΑΝΑΣΗΣ ΚΑΖΑΝΑΣ



ΕΠΑΝΑΛΗΠΤΙΚΕΣ ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΜAΚΡΟ

Ερωτήσεις πολλαπλών επιλογών

Το Υπόδειγμα Mundell Fleming και Dornbusch

Ερώτηση Α.1 (α) (β)

1. ΑΝΟΙΚΤΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΣΤΗ ΜΑΚΡΟΧΡΟΝΙΑ ΠΕΡΙΟΔΟ

20 Ισορροπία στον εξωτερικό τομέα

ΣΧΟΛΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΤΜΗΜΑ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΜΑΚΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΔΑΣΚΩΝ: ΘΑΝΑΣΗΣ ΚΑΖΑΝΑΣ

5. Tο προϊόν και η συναλλαγματική ισοτιμία βραχυχρόνια

ΜΕΡΟΣ Β Ερωτήσεις πολλαπλών επιλογών

ΔΕΟ34 ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ. Ενδεικτική Απάντηση 3 η Γραπτή Εργασία Επιμέλεια: Σαραντής Γιάννης

3. Χρήμα, επιτόκια και συναλλαγματικές ισοτιμίες

Κεφάλαιο 6 Η Νοµισµατική Προσέγγιση

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 16 Η ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΗΣ ΝΟΜΙΣΜΑΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΣΤΗ ΣΥΝΟΛΙΚΗ ΖΗΤΗΣΗ

Η Ανοιχτή Οικονομία και η Αγορά Συναλλάγματος

Αλληλεπίδραση και Ελαστικότητες

ΕΚΠΑ Τμήμα Οικονομικών Επιστημών Ακ. Ετος

Συναθροιστική Προσφορά

2. ΑΝΟΙΚΤΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΣΤΗ ΒΡΑΧΥΧΡΟΝΙΑ ΠΕΡΙΟΔΟ

3.2 Ισοζύγιο πληρωµών

Κανόνας Χρυσού. Διεθνής Μακροοικονομική Πολιτική (κεφ.18) Σύστημα κανόνα χρυσού: σε ποια χρονική περίοδο αναφέρεται; Λειτουργία του κανόνα χρυσού

Ο Βραχυχρόνιος Προσδιορισμός του Ισοζυγίου Πληρωμών

ΣΧΟΛΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΤΜΗΜΑ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΜΑΚΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΔΑΣΚΩΝ: ΘΑΝΑΣΗΣ ΚΑΖΑΝΑΣ

5 Ο προσδιορισμός του εισοδήματος: Εξαγωγές και εισαγωγές

Η Νομισματική Προσέγγιση

ΜΑΚΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ ΙΙ

Συνολική Ζήτηση, ΑΕΠ και Συναλλαγματικές Ισοτιμίες. Βραχυχρόνιοι Προσδιοριστικοί Παράγοντες του ΑΕΠ και της Συναλλαγματικής Ισοτιμίας

Κεφάλαιο 5 Το Υπόδειγµα Mundell Fleming

ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΑΝΟΙΚΤΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ

Επαναληπτικές Ερωτήσεις - ΟΣΣ5. Τόμος Α - Μικροοικονομική

Το όφελος του διεθνούς εμπορίου η πιο αποτελεσματική απασχόληση των παραγωγικών δυνάμεων του κόσμου.

5. Tο προϊόν και η συναλλαγματική ισοτιμία βραχυχρόνια

ΜΑΚΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ ΙΙ

ΔΕΟ34. Απάντηση 2ης ΓΕ Επιμέλεια: Γιάννης Σαραντής. ΘΕΡΜΟΠΥΛΩΝ 17 Περιστέρι ,

Μακροοικονομική. Διάλεξη 8 Το Υπόδειγμα Mundell - Fleming

Συναλλαγματικές ισοτιμίες και επιτόκια

8 Το εισόδημα και το επιτόκιο

1.1 Εισαγωγή. 1.2 Ορισμός συναλλαγματικής ισοτιμίας


Ο ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΣ TΩN ΤΙΜΩΝ

Μακροοικονομική Θεωρία Ι

3. Χρήμα, επιτόκια και συναλλαγματικές ισοτιμίες

Αγορά συναλλάγματος. Αγορά συναλλάγματος

Μάθημα: Διεθνείς Επιχειρήσεις και Επενδύσεις

Το Βασικό Κεϋνσιανό Υπόδειγμα και η Σταδιακή Προσαρμογή του Επιπέδου Τιμών. Καθ. Γιώργος Αλογοσκούφης

Σύντομος πίνακας περιεχομένων

6. Σταθερές συναλλαγματικές ισοτιμίες και παρέμβαση στην αγορά συναλλάγματος

Κεφάλαιο 9 Μακροοικονοµική Πολιτική και Βραχυχρόνια Αλληλεξάρτηση στην Παγκόσµια Οικονοµία

Αναλυτικά περιεχόμενα

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΜΑΚΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ

ΘΕΜΑΤΑ ΤΕΛΙΚΩΝ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΡΗΤΗΣ

Νομισματική και Συναλλαγματική Πολιτική σε μια Μικρή Ανοικτή Οικονομία. Σταθερές ή Κυμαινόμενες Ισοτιμίες;

ευρώ, πχ 1,40 δολάρια ανά ένα ευρώ. Όταν το Ε αυξάνεται τότε το ευρώ

4. Τιμές και συναλλαγματική ισοτιμία μακροχρόνια

ΔΕΙΓΜΑ ΠΡΙΝ ΤΙΣ ΔΙΟΡΘΩΣΕΙΣ


Συναθροιστική ζήτηση και προσφορά

Mακροοικονομική Κεφάλαιο 7 Αγορά περιουσιακών στοιχείων, χρήμα και τιμές

Το Υπόδειγμα IS-LM. (1) ΗΚαμπύληIS (Ισορροπία στην Αγορά Αγαθών)

Να απαντήσετε τα παρακάτω θέματα σύμφωνα με τις οδηγίες των εκφωνήσεων. Η διάρκεια της εξέτασης είναι 3 (τρεις) ώρες.

Κεφάλαιο 5. Αποταμίευση και επένδυση σε μια ανοικτή οικονομία

ΜΑΚΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ Ενότητα 7 : Συνολική Προσφορά - Συνολική Ζήτηση και η μακροοικονομική ισορροπία

Ο Αντιπραγματισμός προϋποθέτει διπλή σύμπτωση επιθυμιών Σπατάλη Πόρων (Χρόνος, προσπάθεια)

Κεφάλαιο 9 Μακροοικονοµική Πολιτική και Βραχυχρόνια Αλληλεξάρτηση στην Παγκόσµια Οικονοµία

Οι οικονομολόγοι μελετούν...

ΜΕΡΟΣ Β Ερωτήσεις πολλαπλών επιλογών

Η Μεγάλη Μεγάλη Ύφεση Ύφεση

Σύντομος πίνακας περιεχομένων

Περιεχόμενα. Πρόλογος 15

ΤΥΠΟΛΟΓΙΟ ΔΕΟ34 Μακροοικονομική Θεωρία

Μακροοικονομική. Η ζήτηση χρήματος

Μακροοικονομική Θεωρία Ι

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΡΙΤΙΚΗ ΔΕΙΓΜΑ ΠΡΙΝ ΤΙΣ ΔΙΟΡΘΩΣΕΙΣ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΤΜΗΜΑ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΜΑΚΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ

Με άλλα λόγια, η τράπεζα θέτει τα χρήματά σας σε λειτουργία για να κάνει τους τροχούς της βιομηχανίας και της γεωργίας να γυρίσουν.

Σταθερές Συναλλαγματικές Ισοτιμίες και Παρεμβάσεις στην Αγορά Συναλλάγματος. Μακροοικονομική Πολιτική, Κίνηση Κεφαλαίων και Σταθερές Ισοτιμίες

2.10. Τιμή και ποσότητα ισορροπίας

ΕΚΠΑ Τμήμα Οικονομικών Επιστημών Ακ. Ετος

ΑΓΟΡΕΣ ΧΡΗΜΑΤΟΣ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4. Chapter 4: Financial Markets. 1 of 32

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 11 ΜΑΚΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΤΩΝ ΑΝΟΙΧΤΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΩΝ: ΒΑΣΙΚΕΣ ΕΝΝΟΙΕΣ

Προσοχή!! Εάν αυξηθεί το C, I, G η γραμμή της δαπάνης μετατοπίζεται προς τα πάνω και αυξάνεται το εισόδημα ισορροπίας από Y 1 σε Υ 2.

13 Το απλό κλασικό υπόδειγμα

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΣΩΣΤΟΥ ΛΑΘΟΥΣ 1. Σε ένα κανονικό αγαθό, όταν αυξάνεται το εισόδηµα των καταναλωτών, τότε αυξάνεται και η συνολική δαπάνη των καταναλωτών 2.

Μακροοικονομική. Διάλεξη 4 Η Καμπύλη IS

Το Βασικό Κεϋνσιανό Υπόδειγμα και η Σχέση Μεταξύ Ανεργίας και Πληθωρισμού. Καθ. Γιώργος Αλογοσκούφης

ΔΕΟ 34 ΑΡΧΕΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΑΝΑΛΥΣΗΣ

Συναθροιστική Ζήτηση, Συναθροιστική Προσφορά και η Λειτουργία του Κλασικού Υποδείγματος - Βασικές Υποθέσεις Κεϋνσιανού Υποδείγματος: (1) Οι τιμές

Μακροοικονομική Θεωρία Ι

Κεφάλαιο 21: Αντιμετωπίζοντας τις συναλλαγματικές ισοτιμίες

4. Τιμές και συναλλαγματική ισοτιμία μακροχρόνια

Transcript:

Κεφάλαιο 5 Το Νομισματικό Υπόδειγμα του Ισοζυγίου Πληρωμών 5.1 Σύνοψη Στο πέμπτο κεφάλαιο του συγγράμματος περιγράφεται η νομισματική προσέγγιση του ισοζυγίου πληρωμών. Στη συνέχεια, αναλύεται το νομισματικό υπόδειγμα για δύο χώρες, ενώ εξετάζονται οι επιπτώσεις από μια νομισματική επέκταση και από μια υποτίμηση του νομίσματος. 5.2 Εισαγωγή Το νομισματικό υπόδειγμα, το οποίο αναπτύχθηκε από τον Dornbusch (1973), αντιμετωπίζει το ισοζύγιο πληρωμών σαν νομισματικό φαινόμενο, θεωρεί δηλαδή ότι το έλλειμμα ή το πλεόνασμα του ισοζυγίου αντικατοπτρίζουν την κατάσταση στην αγορά χρήματος. Το πρώτο που θα αναλυθεί είναι ο τρόπος με τον οποίο οι ανισορροπίες του ισοζυγίου πληρωμών επηρεάζουν την προσφορά χρήματος μέσω της μεταβολής των συναλλαγματικών διαθεσίμων της Κεντρικής Τράπεζας. Συγκεκριμένα, έχουμε ήδη πει πως αν μια χώρα επιθυμεί να διατηρήσει σταθερή τη συναλλαγματική της ισοτιμία, η Κεντρική Τράπεζα θα πρέπει να παρεμβαίνει στην αγορά συναλλάγματος μειώνοντας (αυξάνοντας) τα συναλλαγματικά της διαθέσιμα αν υπάρχει έλλειμμα 71

(πλεόνασμα) στο ισοζύγιο. Όπως θα δούμε, αυτές οι αυξομειώσεις των συναλλαγματικών διαθεσίμων μεταβάλλουν την προσφορά χρήματος στην οικονομία. Συνεπώς, η προσφορά χρήματος παύει να είναι εξωγενής μεταβλητή (δηλαδή κάτι που καθορίζεται ανεξάρτητα από τις υπόλοιπες μεταβλητές) και γίνεται ενδογενής. Το δεύτερο που θα δούμε είναι μια διαφορετική υπόθεση οικονομικής συμπεριφοράς των ατόμων. Ειδικότερα, θα υποθέσουμε πως αυτό που ενδιαφέρει τα άτομα είναι το απόθεμα περιουσιακών στοιχείων που διακρατούν. Όταν θέλουν να διακρατούν περισσότερο πλούτο από αυτόν που έχουν (δηλαδή όταν το επιθυμητό απόθεμα πλούτου είναι μεγαλύτερο από το πραγματικό) τότε θα αρχίσουν να συσσωρεύουν (αποθησαυρίζουν) πλούτο μειώνοντας τις δαπάνες τους. Στην αντίθετη περίπτωση, όταν δηλαδή το επιθυμητό απόθεμα πλούτου είναι μικρότερο από το πραγματικό, τότε θα ξοδέψουν μέρος του πλούτου τους (αντιθησαυρίζουν) αυξάνοντας τις δαπάνες τους. Η διαφορά από το κεϋνσιανό υπόδειγμα που εξετάσαμε στην προηγούμενη ενότητα είναι πως η μεταβλητή που αποφασίζουν τα άτομα είναι μια μεταβλητή αποθέματος (πλούτος) και όχι μια μεταβλητή ροής (δαπάνη). 5.3 Η προσφορά χρήματος Σε μια κλειστή οικονομία η προσφορά χρήματος καθορίζεται εξωγενώς από την Κεντρική Τράπεζα. Σε μια ανοιχτή οικονομία όμως, η προσφορά χρήματος γίνεται ενδογενής. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι τα συναλλαγματικά διαθέσιμα αποτελούν μέρος της προσφοράς χρήματος. Συνεπώς οι αυξομειώσεις τους λόγω πλεονάσματος ή ελλείμματος του ισοζυγίου μεταβάλλουν την προσφορά χρήματος. Συγκεκριμένα, η ποσότητα χρήματος που κυκλοφορεί, δηλαδή η νομισματική βάση, αποτελείται από τη νομισματική κυκλοφορία (κέρματα και τραπεζογραμμάτια) CC και τα ρευστά διαθέσιμα των εμπορικών τραπεζών (δηλαδή τις καταθέσεις τους στην Κεντρική Τράπεζα) RE. Τα δύο αυτά στοιχεία καταγράφονται σαν παθητικό (υποχρεώσεις) στον ισολογισμό της Κεντρικής Τράπεζας. Όμως, από λογιστική άποψη, το παθητικό πρέπει να ισούται με το ενεργητικό (απαιτήσεις) το οποίο αποτελείται από τις εγχώριες πιστώσεις προς το κράτος και τις εμπορικές τράπεζες D και τα συναλλαγματικά διαθέσιμα F R. Συνεπώς, D + F R = CC + RE 72

Οπότε, ένα μέρος της νομισματικής βάσης (εγχώριες πιστώσεις) βρίσκεται στον άμεσο έλεγχο της Κεντρικής Τράπεζας κι ένα άλλο μέρος (συναλλαγματικά διαθέσιμα) εξαρτάται από την κατάσταση του ισοζυγίου που εκφράζει τον ιδιωτικό τομέα της οικονομίας, δηλαδή την οικονομική δραστηριότητα, τη σχέση μεταξύ εγχώριων και ξένων τιμών κλπ. Από την πλευρά λοιπόν των απαιτήσεων, η προσφορά χρήματος περιλαμβάνει και ένα ενδογενές μέρος και δίνεται από M S = D + F R (5.1) Είναι προφανές από την παραπάνω σχέση ότι η μεταβολή της προσφοράς χρήματος είναι M S = D + F R (5.2) Η σχέση αυτή διακρίνει το εξωγενές από το ενδογενές μέρος των μεταβολών της προσφοράς χρήματος. Όσον αφορά το πρώτο, η Kεντρική Tράπεζα μπορεί να μεταβάλλει τις πιστώσεις προχωρώντας σε πράξεις ανοιχτής αγοράς, δηλαδή σε αγοραπωλησίες ομολόγων του δημοσίου και των εμπορικών τραπεζών. Όταν αγοράζει ομόλογα αυξάνει τις πιστώσεις και την προσφορά χρήματος ενώ όταν τα πουλάει (ή τα εξοφλείται) μειώνει τις πιστώσεις και την προσφορά χρήματος. Από την άλλη μεριά, τα συναλλαγματικά διαθέσιμα εξαρτώνται από το ισοζύγιο. Όπως έχουμε δει, ένα ελλειμματικό ισοζύγιο προκαλεί υπερβάλλουσα ζήτηση συναλλάγματος και άρα πίεση για αύξηση της ισοτιμίας δηλαδή υποτίμηση του νομίσματος. Η ισοτιμία μπορεί να διατηρηθεί σταθερή μόνο με μείωση των συναλλαγματικών διαθεσίμων ( F R < 0). Τα αντίστροφα ισχύουν σε περίπτωση πλεονάσματος του ισοζυγίου όπου υπάρχει υπερβάλλουσα προσφορά συναλλάγματος, πίεση για μείωση της ισοτιμίας και η διατήρησή της απαιτεί την αύξηση των συναλλαγματικών διαθεσίμων ( F R > 0). Δηλαδή, με δεδομένες τις πιστώσεις της Κεντρικής Τράπεζας, ένα ελλειμματικό ισοζύγιο προκαλεί μείωση της προσφοράς χρήματος ενώ το πλεονασματικό ισοζύγιο αύξηση της προσφοράς χρήματος. Όμως, οι εγχώριες πιστώσεις δεν είναι απαραίτητο να μείνουν σταθερές. Η Κεντρική Τράπεζα μπορεί να παρεμβαίνει μέσω μεταβολής των εγχώριων πιστώσεων ώστε να αντισταθμίσει (sterilise) την επίπτωση των συναλλαγματικών διαθεσίμων στην εγχώρια προσφορά χρήματος. Η πολιτική αντιστάθμισης μπορεί να παρασταθεί 73

με τη σχέση D = x β F R (5.3) όπου 0 β 1 είναι ο συντελεστής αντιστάθμισης. Δηλαδή, η μεταβολή της εγχώριας προσφοράς χρήματος είναι ίση με ένα αυτόνομο μέρος, x, κι ένα μέρος β που εξαρτάται από τη μεταβολή των συναλλαγματικών διαθεσίμων ( F R) που αντιπροσωπεύει την κατάσταση του ισοζυγίου. Στην περίπτωση που β = 1 υπάρχει πλήρης αντιστάθμιση, δηλαδή η αύξηση (μείωση) των συναλλαγματικών διαθεσίμων αντισταθμίζεται πλήρως με μείωση (αύξηση) των εγχώριων πιστώσεων από την Κεντρική Τράπεζα. Αν β = 0 δεν υπάρχει καμία αντιστάθμιση, ενώ αν 0 < β < 1 υπάρχει μερική αντιστάθμιση της εισροής ή εκροής συναλλαγματικών διαθεσίμων από την Κεντρική Τράπεζα. Φυσικά, η άσκηση πολιτικής αντιστάθμισης σε συνθήκες ελλειμματικού ισοζυγίου για μεγάλο χρονικό διάστημα (όταν δηλαδή η ανισορροπία στο ισοζύγιο είναι μονιμότερη) είναι σχεδόν ανέφικτη, καθώς προϋποθέτει ότι η Κεντρική Τράπεζα διαθέτει πολύ μεγάλο απόθεμα σε συναλλαγματικά διαθέσιμα. Σε μια τέτοια περίπτωση, θα υπάρχει συνεχής εκροή συναλλαγματικών διαθεσίμων καθώς το έλλειμμα θα παραμένει, με αποτέλεσμα η Κεντρική Τράπεζα να σταματήσει αναγκαστικά την πολιτική αντιστάθμισης και είτε να αφήσει την προσφορά χρήματος να μειωθεί, είτε το νόμισμα να υποτιμηθεί. Παρατηρείστε ότι στην περίπτωση που x = β = 0 τότε D = 0 και η μεταβολή της προσφοράς χρήματος ισούται με τη μεταβολή των συναλλαγματικών διαθεσίμων. Αυτά τα συναλλαγματικά διαθέσιμα όμως μεταβάλλονται ακριβώς για να εξισορροπήσουν την αγορά συναλλάγματος που βγαίνει εκτός ισορροπίας εξαιτίας της ύπαρξης ελλείμματος ή πλεονάσματος στο ισοζύγιο πληρωμών. Για την ακρίβεια, η υπερβάλλουσα ζήτηση ή προσφορά συναλλάγματος θα ισούται με την αξία του ελλείμματος ή πλεονάσματος του ισοζυγίου. Συνεπώς, τα συναλλαγματικά διαθέσιμα που πρέπει να χρησιμοποιηθούν ώστε να εξισορροπήσει η αγορά συναλλάγματος θα είναι ίσα με το έλλειμμα ή πλεόνασμα του ισοζυγίου. Συνεπώς, η μεταβολή της προσφοράς χρήματος θα ισούται με τη μεταβολή των συναλλαγματικών διαθεσίμων η οποία με τη σειρά της ισούται με το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών: M S = F R = CA (5.4) 74

Η αγορά χρήματος Για να καταλήξουμε στην ισορροπία της αγοράς χρήματος χρειαζόμαστε και μια συνάρτηση ζήτησης χρήματος. Υποθέτουμε ότι η ποσότητα μετρητών που θέλουν να διακρατούν τα άτομα εξαρτάται από τις τιμές, το εισόδημα και το ονομαστικό επιτόκιο: M D = P L(Y, i) (5.5) Η συγκεκριμένη συνάρτηση είναι ομογενής πρώτου βαθμού ως προς τις τιμές (αν διπλασιαστούν οι τιμές θα διπλασιαστεί η ονομαστική ζήτηση χρήματος, ώστε η πραγματική ζήτηση χρήματος M D /P = L(Y, i) να παραμείνει σταθερή). Επίσης, L(Y, i)/ Y > 0 (υψηλότερο εισόδημα σημαίνει ότι γίνονται περισσότερες συναλλαγές και χρειάζονται περισσότερα μετρητά) και L(Y, i)/ i < 0 (το επιτόκιο αντιπροσωπεύει το κόστος ευκαιρίας στη διακράτηση χρήματος και όταν αυξάνεται τα άτομα θα αποφεύγουν να κρατούν μετρητά). Με βάση τα παραπάνω, η ισορροπία στην αγορά χρήματος θα είναι: M D = M S M D = D + F R F R = M D D και σε όρους μεταβολών θα έχουμε: F R = M D D (5.6) Δηλαδή, για να διατηρείται η ισορροπία στην αγορά χρήματος, η μεταβολή των συναλλαγματικών διαθεσίμων πρέπει να ισούται πάντα με τη διαφορά μεταξύ των μεταβολών της ζήτησης χρήματος και των εγχώριων πιστώσεων. Στην περίπτωση που M D = D, δηλαδή η μεταβολή των εγχώριων πιστώσεων ισούται με τη μεταβολή της ζήτησης χρήματος, η αγορά χρήματος βρίσκεται σε ισορροπία και το F R δεν μεταβάλλεται. Στην περίπτωση που M D < D δηλαδή οι εγχώριες πιστώσεις αυξάνονται περισσότερο από τη ζήτηση χρήματος, τότε υπάρχει υπερβάλλουσα προσφορά χρήματος που πρέπει να αντισταθμιστεί από τη μείωση των συναλλαγματικών διαθεσίμων δηλαδή F R < 0. Αν αντίθετα, M D > D δηλαδή η εγχώρια προσφορά χρήματος αυξάνεται λιγότερο από τις εγχώριες πιστώσεις, δημιουργείται υπερβάλλουσα ζήτηση χρήματος που αντισταθμίζεται από την αύξηση των συναλλαγματικών διαθεσίμων δηλαδή F R > 0 75

Συνεπώς, οι ανισορροπίες στην αγορά χρήματος προκαλούν μεταβολές των συναλλαγματικών διαθεσίμων οι οποίες με τη σειρά τους αντιστοιχούν σε ανισορροπίες του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών. Με άλλα λόγια, η ανισορροπία στο ισοζύγιο είναι συνέπεια της ανισορροπίας στην εγχώρια αγορά χρήματος. Η σύνδεση της αγοράς χρήματος με το ισοζύγιο είναι το αντικείμενο του νομισματικού υποδείγματος που θα παρουσιάσουμε. 5.4 Ισορροπία στο νομισματικό υπόδειγμα Όπως γνωρίζουμε από τις προηγούμενες ενότητες, το ισοζύγιο πρέπει να ικανοποιεί πάντα τη λογιστική ταυτότητα Y = A + CA CA = Y A δηλαδή να ισούται με τη διαφορά του εγχώριου εισοδήματος από την εγχώρια δαπάνη. Στα υποδείγματα που έχουμε εξετάσει, η δαπάνη καθορίζονταν σαν συνάρτηση του εισοδήματος σύμφωνα με τη σχέση (A = Ā + ay ). Η βασική υπόθεση του νομισματικού υποδείγματος είναι πως η δαπάνη δεν καθορίζεται άμεσα σαν συνάρτηση του εισοδήματος αλλά έμμεσα σαν αποτέλεσμα της συσσώρευσης περιουσιακών στοιχείων (αποθησαυρισμός - hoarding). Συγκεκριμένα, τα άτομα δεν επιλέγουν πόσο θα δαπανήσουν αλλά πόσο θα αποθησαυρίσουν, δηλαδή την ποσότητα περιουσιακών στοιχείων που διακρατούν. Αν τα άτομα επιθυμούν να αυξήσουν το επίπεδο του πλούτου που διακρατούν, τότε θα έχουν θετικό αποθησαυρισμό και αν θέλουν να μειώσουν τον πλούτο που διακρατούν θα έχουν αρνητικό αποθησαυρισμό (αντιθησαυρισμό). Άρα ο αποθησαυρισμός διαμορφώνεται προσαρμόζοντας το υπάρχον απόθεμα περιουσιακών στοιχείων στο επιθυμητό επίπεδο. Θα ορίσουμε λοιπόν σαν αποθησαυρισμό το μέρος του εισοδήματος που δεν δαπανάται, δηλαδή H = Y A Και αν υποθέσουμε ότι το μοναδικό περιουσιακό στοιχείο είναι το χρήμα, τότε το επιθυμητό επίπεδο πλούτου εκφράζεται με τη ζήτηση χρήματος ενώ το υπάρχον 76

επίπεδο πλούτου με την προσφορά χρήματος. Συνεπώς ο αποθησαυρισμός είναι: H = a(m D M S ) (5.7) δηλαδή ένα σταθερό ποσοστό (0 < a < 1) της διαφοράς μεταξύ ζήτησης και προσφοράς χρήματος (επιθυμητού και υπαρκτού πλούτου). Υποθέτουμε δηλαδή ότι η προσαρμογή γίνεται σταδιακά και το a δείχνει την ταχύτητα αυτής της προσαρμογής. Όπως είπαμε όμως, η διαφορά μεταξύ δαπάνης και εισοδήματος ισούται με το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών CA σύμφωνα με τη σχέση CA = Y A Συνεπώς, ο αποθησαυρισμός ισούται με το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών: H = CA Όπως είδαμε όμως παραπάνω στη σχέση (5.4), αν δεν υπάρχει αντιστάθμιση της προσφοράς χρήματος το ισοζύγιο ισούται με τη μεταβολή των συναλλαγματικών διαθεσίμων CA = F R = M S Οπότε: a(m D M S ) = M S (5.8) Η σχέση (5.8) δείχνει τη διαδικασία προσέγγισης της ισορροπίας μέσω ενδογενούς προσαρμογής της προσφοράς χρήματος. Αν η αγορά χρήματος βρίσκεται σε ισορροπία, τότε δεν υπάρχει ούτε θετικός ούτε αρνητικός αποθησαυρισμός, δηλαδή ο πλούτος που διακρατούν τα άτομα είναι στο επιθυμητό επίπεδο, το ισοζύγιο είναι σε ισορροπία και τα συναλλαγματικά διαθέσιμα όπως και η προσφορά χρήματος σταθερά. Η υπερβάλλουσσα προσφορά χρήματος σημαίνει πως κυκλοφορεί περισσότερο χρήμα από όσο θέλουν να διακρατούν τα άτομα. Αυτό θα προκαλέσει αύξηση των δαπανών (αρνητικό αποθησαυρισμό, αντιθησαυρισμό) και με δεδομένο το εισόδημα, θα προκαλέσει έλλειμμα στο ισοζύγιο πληρωμών. Ως αποτέλεσμα, θα μειωθούν τα συναλλαγματικά διαθέσιμα και η προσφορά χρήματος μέχρι να αποκατασταθεί 77

η ισορροπία. Αντίθετα, η υπερβάλλουσσα ζήτηση χρήματος σημαίνει πως τα άτομα θέλουν να διακραττούν περισσότερο χρήμα από όσο κυκλοφορεί. Αυτό θα προκαλέσει μείωση των δαπανών (θετικό αποθησαυρισμό) και με δεδομένο το εισόδημα, θα προκαλέσει πλεόνασμα στο ισοζύγιο πληρωμών. Ως αποτέλεσμα, θα αυξηθούν τα συναλλαγματικά διαθέσιμα και η προσφορά χρήματος μέχρι να αποκατασταθεί η ισορροπία. Το κεντρικό σκεπτικό του νομισματικού υποδείγματος είναι πως μια ανισορροπία στην αγορά χρήματος προκαλεί μεταβολές στην εγχώρια δαπάνη πάνω και κάτω από το εισόδημα, επηρεάζοντας τελικά το ισοζύγιο πληρωμών, τα συναλλαγματικά διαθέσιμα και την προσφορά χρήματος. 5.5 Το νομισματικό υπόδειγμα δυο χωρών Ας υποθέσουμε ότι υπάρχουν δύο οικονομίες (εγχώρια και ξένη), στις οποίες υπάρχουν μόνο αγαθά και χρήμα, το οποίο αποτελεί το μόνο περιουσιακό στοιχείο. (οι μεταβλητές της ξένης οικονομίας θα συμβολίζονται με *). Όπως είπαμε, η ζήτηση χρήματος της εγχώριας οικονομίας είναι: M D = P L(Y, i) Γνωρίζουμε ωστόσο, ότι με δεδομένη τη συναλλαγματική ισοτιμία το εγχώριο ονομαστικό επιτόκιο θα καθορίζεται από την ισοδυναμία επιτοκίων. Συνεπώς, θα είναι και αυτό σταθερό. Υποθέτοντας ακόμα ότι το πραγματικό εισόδημα είναι στο επίπεδο της πλήρους απασχόλησης, δηλαδή Y = Ȳ, η ζήτηση χρήματος είναι ένα σταθερό ποσοστό του ονομαστικού εισοδήματος M D = kp Ȳ (5.9) Συνδυάζοντας τις σχέσεις (5.7) και (5.9) προκύπτει: H = a(kp Ȳ M S) (5.10) 78

Υποθέτοντας ότι οι παράμετροι a, k είναι ίδιες και για την ξένη οικονομία θα ισχύει H = a(kp Ȳ M S) (5.11) Υποθέτουμε επίσης ότι υπάρχει ισοδυναμία των αγοραστικών δυνάμεων, δηλαδή το ίδιο αγαθό έχει την ίδια τιμή σε κάθε χώρα (με άλλα λόγια η πραγματική συναλλαγματική ισοτιμία ισούται με τη μονάδα): P = SP P = P S (5.12) Οπότε, αντικαθιστώντας στην (5.11) προκύπτει ο αποθησαυρισμός της ξένης οικονομίας σε εγχώριο νόμισμα: SH = a(kp Ȳ SM S) (5.13) Εφόσον το έλλειμμα της μιας οικονομίας είναι το πλεόνασμα της άλλης, θα ισχύει ότι: CA = H = SH και χρησιμοποιώντας τις σχέσεις (5.10) και (5.13), προκύπτει ότι: a(kp Ȳ M S) = a(kp Ȳ SM S) (5.14) Το νομισματικό υπόδειγμα του ισοζυγίου δύο χωρών παρουσιάζεται στο διάγραμμα 5.1. Στον κάθετο άξονα βρίσκεται το εγχώριο επίπεδο τιμών, ενώ στον οριζόντιο άξονα ο αποθησαυρισμός για τις δύο οικονομίες. Η καμπύλη H έχει θετική κλίση αφού από τη σχέση (5.10) βλέπουμε ότι μια αύξηση του εγχώριου επιπέδου τιμών θα αυξήσει τη ζήτηση χρήματος και τον εγχώριο αποθησαυρισμό. Με την ίδια λογική η καμπύλη SH του αντιθησαυρισμού της ξένης χώρας έχει αρνητική κλίση. Η παγκόσμια ισορροπία είναι στο σημείο E, όπου το παγκόσμιο εισόδημα ισούται με την παγκόσμια δαπάνη, ή αλλιώς ο εγχώριος αποθησαυρισμός θα ισούται με τον ξένο αποθησαυρισμό. Η παγκόσμια τιμή ισορροπίας εκφρασμένη σε εγχώριο νόμισμα θα είναι P 0 στο σημείο E 0 Αλγεβρικά, αυτή η τιμή ισορροπίας δίνεται λύνοντας τη σχέση (5.14) ως προς P 79

P (SP ) H H P 0 E 0 SH SH H(SH ) 0 H( SH ) Διάγραμμα 5.1: Ισορροπία στο Νομισματικό υπόδειγμα και είναι P = M S + SM S k(ȳ + Y ) Το σημείο E 0 δεν είναι σημείο πλήρους ισορροπίας, καθώς συνδέεται με πλεόνασμα στο εγχώριο ισοζύγιο και έλλειμμα στο ξένο ισοζύγιο. Το πλεόνασμα αυτό θα προκαλέσει αύξηση της εγχώριας προσφοράς χρήματος και μείωση του εγχώριου αποθησαυρισμού, δηλαδή μετατόπιση της καμπύλης H προς τα πάνω και αριστερά. Ταυτόχρονα, το έλλειμμα του ξένου ισοζυγίου θα προκαλέσει μείωση της ξένης προσφοράς χρήματος και αύξηση του ξένου αποθησαυρισμού (μείωση αντιθησαυρισμού) και μετατόπιση της καμπύλης SH προς τα κάτω και αριστερά. Η διαδικασία αυτή θα συνεχιστεί μέχρι να μηδενιστεί ο αποθησαυρισμός και στις δύο χώρες και να αποκατασταθεί η ισορροπία και στα δύο ισοζύγια. 80

Επιπτώσεις νομισματικής επέκτασης Οι επιπτώσεις των μεταβολών της προσφοράς χρήματος είναι διαφορετικές από την περίπτωση της κλειστής οικονομίας. Συγκεκριμένα, ενώ σε μια κλειστή οικονομία οι μεταβολές της προσφοράς χρήματος επηρεάζουν μακροχρόνια το επίπεδο τιμών, σε μια ανοιχτή οικονομία, με δεδομένη την ισοδυναμία των αγοραστικών δυνάμεων (P = SP ) επηρεάζουν το διεθνές επίπεδο τιμών. Θα πρέπει ωστόσο να σημειωθεί ότι αυτή η αλληλεξάρτηση προϋποθέτει ότι και οι δύο οικονομίες είναι περίπου ίδιου μεγέθους. Αν η εγχώρια οικονομία είναι μικρή σε σχέση με την ξένη, τότε ο ξένος αντιθησαυρισμός είναι μια οριζόντια γραμμή κι έτσι δεν επηρεάζεται η παγκόσμια προσφορά χρήματος και οι τιμές. Από τη σχέση (5.14) μπορούμε να εξετάσουμε τις επιπτώσεις μιας νομισματικής επέκτασης. Στο διάγραμμα 5.2 υποθέτουμε ότι αρχικά τα ισοζύγια πληρωμών και των δύο οικονομιών είναι σε ισορροπία στην τιμή P 0. Μια νομισματική επέκταση στην εγχώρια οικονομία, όπως η αύξηση των εγχώριων πιστώσεων, θα προκαλέσει βραχυχρόνια υπερβάλλουσα προσφορά χρήματος, αύξηση της δαπάνης, και άρα έλλειμμα στο ισοζύγιο της εγχώριας οικονομίας και πλεόνασμα στο ισοζύγιο της ξένης οικονομίας. Στο διάγραμμα 5.2, τα παραπάνω εκφράζονται από μια μετατόπιση της καμπύλης H 0 προς τα αριστερά, στη θέση H 1 και βραχυχρόνια ισορροπία στο σημείο E 1. Μακροχρόνια, και με την προϋπόθεση ότι η Κεντρική Τράπεζα δεν ακολουθεί πολιτική αντιστάθμισης (δηλαδή δεν αντισταθμίζει τη μείωση του F R με αύξηση του D), το έλλειμμα θα προκαλέσει μείωση των συναλλαγματικών διαθεσίμων και της προσφοράς χρήματος στην εγχώρια οικονομία και αύξηση των συναλλαγματικών διαθεσίμων και της προσφοράς χρήματος στην ξένη οικονομία μέχρι να αποκατασταθεί η ισορροπία στο ισοζύγιο. Στο διάγραμμα 5.2, οι καμπύλες H 1 και SH0 μετατοπίζονται προς τα δεξιά, στις θέσεις H 2 και SH2 και παριστάνονται με γκρίζο χρώμα. Όπως αναφέρθηκε και παραπάνω, η εγχώρια νομισματική επέκταση θα αυξήσει το εγχώριο επίπεδο τιμών μόνο στην έκταση που αυξάνεται το παγκόσμιο επίπεδο τιμών. Αν η εγχώρια οικονομία είναι μικρή, η καμπύλη SH θα είναι σχεδόν οριζόντια στο ύψος του παγκόσμιου επιπέδου τιμών, με αποτέλεσμα η εγχώρια νομισματική επέκταση να επηρεάζει ελάχιστα ή καθόλου το παγκόσμιο επίπεδο τιμών και κατά συνέπεια και το εγχώριο επίπεδο τιμών. 81

P (SP ) H 1 H 2 H 0 E 1 P 1 P 0 SH 2 SH 0 H(SH ) 0 H( SH ) Διάγραμμα 5.2: Εγχώρια νομισματική επέκταση Επιπτώσεις υποτίμησης Πάλι από τη σχέση (5.14) μπορούμε να εξετάσουμε τις επιπτώσεις μιας υποτίμησης του εγχωρίου νομίσματος έναντι του ξένου στο διάγραμμα 5.3. Υποθέστε πως η αρχική ισοτιμία είναι S 1 και αυξάνεται σε S 2. Αν τα ισοζύγια πληρωμών και των δύο οικονομιών είναι αρχικά σε ισορροπία στο επίπεδο τιμών P 0, μια υποτίμηση θα προκαλέσει βραχυχρόνια μείωση του αποθησαυρισμού (αύξηση αντιθησαυρισμού) της ξένης οικονομίας σε όρους εγχώριου νομίσματος. Αυτό ισοδυναμεί με μείωση της ζήτησης χρήματος και με σταθερή την ποσότητα χρήματος θα προκαλέσει υπερβάλλουσσα προσφορά χρήματος, αύξηση της δαπάνης και έλλειμμα στο ισοζύγιο πληρωμών της ξένης οικονομίας και πλεόνασμα στο ισοζύγιο της εγχώριας οικονομίας. Στο διάγραμμα 5.3, τα παραπάνω εκφράζονται από μια μετατόπιση της καμπύλης S 1 H0 προς τα δεξιά, στη θέση S 2H0 και βραχυχρόνια ισορροπία στο σημείο E 1. Μακροχρόνια, και με την προϋπόθεση ότι καμία Κεντρική Τράπεζα δεν ακολουθεί πολιτική αντιστάθμισης, θα υπάρξει μείωση της προσφοράς χρήματος στην 82

ξένη οικονομία και αύξηση της προσφοράς χρήματος στην εγχώρια οικονομία μέχρι να αποκατασταθεί η ισορροπία. Στο διάγραμμα 5.3, οι καμπύλες H 0 και S 2 H μετατοπίζονται προς τα αριστερά, στις θέσεις H 1 και S 2 H1 και παριστάνονται με γκρίζο χρώμα. P (SP ) H 1 H 0 P 1 E 1 P 0 S 2 H 0 S 2 H 1 S 1 H 0 H(SH ) 0 H( SH ) Διάγραμμα 5.3: Υποτίμηση του εγχώριου νομίσματος Συμπερασματικά λοιπόν, μια υποτίμηση του εγχώριου νομίσματος έναντι του ξένου βελτιώνει το ισοζύγιο μόνο βραχυχρόνια, ενώ μακροχρόνια θα οδηγήσει μόνο σε αύξηση του επιπέδου τιμών. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η βελτίωση του ισοζυγίου λόγω μιας υποτίμησης οφείλεται στις μεταβολές στο επίπεδο τιμών και τη ζήτηση χρήματος και όχι στις μεταβολές στις σχετικές τιμές, όπως στη θεωρία των ελαστικοτήτων. 83

Συνοψίζοντας, από την ανάλυση της νομισματικής προσέγγισης προκύπτουν τα ακόλουθα συμπεράσματα πολιτικής, αλλά και οι ακόλουθες κριτικές 1 1. Αν το έλλειμμα στο ισοζύγιο οφείλεται στο ότι η αύξηση των εγχώριων πιστώσεων υπερβαίνει την αύξηση της ζήτησης χρήματος ( D > M D ), τότε μπορεί να εξαλειφθεί με μείωση του αυτόνομου μέρους της προσφοράς χρήματος από την πλευρά της Κεντρικής Τράπεζας. 2. Το ίδιο έλλειμμα στο ισοζύγιο μπορεί να αντιμετωπιστεί εναλλακτικά με υποτίμηση που οδηγεί σε αύξηση της ζήτησης χρήματος (ενώ η νομισματική πολιτική θα μειώσει την προσφορά χρήματος). Όμως, η νομισματική πολιτική μπορεί να εφαρμόζεται συνέχεια και να αλλάζει με τις οικονομικές συνθήκες, ενώ η υποτίμηση μπορεί να γίνει μία φορά με βραχυχρόνια μόνο επίδραση. 3. Στο νομισματικό υπόδειγμα, μια αύξηση του εισοδήματος θα αυξήσει τη ζήτηση χρήματος, οδηγώντας σε βελτίωση του ισοζυγίου. Αυτό έρχεται σε αντίθεση με τη Κεϋνσιανή προσέγγιση, όπου μια αύξηση του εισοδήματος θα επιδεινώσει το ισοζύγιο λόγω αύξησης της ζήτησης για εισαγωγές. Όμως, η Κεϋνσιανή προσέγγιση δεν αναφέρεται συνολικά στο ισοζύγιο πληρωμών, αλλά μόνο στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών. Όπως θα δούμε παρακάτω, οι δύο προσεγγίσεις συμβιβάζονται μέσω της κίνησης κεφαλαίων: αν η αύξηση του εισοδήματος συνοδευτεί από εισροή κεφαλαίων που υπερκαλύπτει το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, τότε το ισοζύγιο πληρωμών θα παρουσιάσει πλεόνασμα. 4. Οι υποθέσεις ότι η συνάρτηση ζήτησης χρήματος είναι σταθερή και το προϊόν είναι πάντα στο επίπεδο πλήρους απασχόλησης (Y = Ȳ ), οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η νομισματική προσέγγιση ουσιαστικά αναφέρεται στη μακροχρόνια ισορροπία και στο πως αυτή επιτυγχάνεται μέσω ενός αυτόματου μηχανισμού χωρίς κρατική παρέμβαση (προσαρμογή προσφοράς στη ζήτηση χρήματος). Αν όμως, μεταβληθεί η ζήτηση χρήματος βραχυχρόνια ή αν Y Ȳ, τότε δεν είναι δυνατή η εξισορρόπηση του ισοζυγίου μόνο από τις μεταβολές στην προσφορά. 5. H νομισματική προσέγγιση του ισοζυγίου μπορεί να οδηγήσει σε λάθος πολιτικές. Αν μειωθεί η εξωτερική ζήτηση για τα εγχώρια προϊόντα, θα 84

δημιουργηθεί έλλειμμα στο ισοζύγιο. Όπως θα δούμε παρακάτω, ένας τρόπος αντιμετώπισης είναι η επεκτατική δημοσιονομική πολιτική, αν υπάρχει ελευθερία στην κίνηση κεφαλαίων. Με βάση τη νομισματική προσέγγιση, ένα έλλειμμα στο ισοζύγιο εκφράζει υπερβάλλουσα προσφορά χρήματος και αντιμετωπίζεται με μείωση των εγχώριων πιστώσεων από την Κεντρική Τράπεζα. Όμως, μια τέτοια πολιτική πιθανότατα θα οδηγήσει σε ύφεση και ανεργία στην οικονομία. Δηλαδή, η νομισματική προσέγγιση έχει περισσότερο εφαρμογή σε περιπτώσεις που τα προβλήματα της οικονομίας οφείλονται πράγματι σε διαταραχές της αγοράς χρήματος. Υποσημειώσεις 1 Ο Paul Krugman γράφει για το νομισματικό υπόδειγμα: Oh, and treating the monetary approach to the balance of payments as the epitome of modern macroeconomics is just hilarious. That was the new thing when I was an undergraduate econ major; to the extent that it was any use at all, its usefulness was restricted to countries with independent currencies but fixed exchange rates. It has been pretty much irrelevant since the collapse of Bretton Woods and is almost completely forgotten among serious international economists Επεξήγηση Συμβόλων και Ακρωνύμια CC: Χαρτονομίσματα σε Κυκλοφορία RE: Ρευστά Διαθέσιμα D: Εγχώριες Πιστώσεις F R: Συναλλαγματικά Διαθέσιμα M s = D + F R: Προσφορά Χρήματος CA: Ισοζύγιο Τρεχουσών Συναλλαγών M D : Ζήτηση Χρήματος P : Εγχώριο Επίπεδο Τιμών i: Εγχώριο Επιτόκιο Y : Εισόδημα A: Εγχώρια Δαπάνη H: Αποθησαυρισμός P = SP : Ισοδυναμία Αγοραστικών Δυνάμεων 85

Ȳ : Εισόδημα Πλήρους Απασχόλησης Ευρετήριο Αντιστοίχισης Επιστημονικών Όρων Αγορά Χρήματος: Money Market Αντιστάθμιση: Sterilisation Αποθησαυρισμός: Hoarding Εγχώρια Δαπάνη: Domestic Spending Εγχώριες Πιστώσεις: Domestic Credit Εγχώριο Επίπεδο Τιμών: Domestic Price Level Εγχώριο Επιτόκιο: Domestic Interest Rate Εισόδημα: Income Έλλειμμα: Δeficit Ζήτηση Χρήματος: Money Demand Ισοδυναμία Αγοραστικών Δυνάμεων: Purchasing Power Parity Ισοζύγιο Τρεχουσών Συναλλαγών: Current Account Balance Κεντρική Τράπεζα: Central Bank Νομισματική Βάση: Monetary Base Νομισματική Επέκταση: Monetary Expansion Νομισματική Προσέγγιση: Monetary Approach Πλεόνασμα: Surplus Προϊόν Πλήρους Απασχόληση: Full-employment Output Προσφορά Χρήματος: Money Supply Ρευστά Διαθέσιμα: Liquid Reserves Συναλλαγματικά Διαθέσιμα: Foreign Reserves Υποτίμηση: Depreciation Χαρτονομίσματα σε Κυκλοφορία: Notes in Circulation Βιβλιογραφικές Αναφορές 1. Dornbusch, R. (1973) Devaluation, Money and Non-traded Goods, American Economic Revew, 63(5), σελ. 871-880. 86