Euro-Latin American Parliamentary Assembly Assemblée Parlementaire Euro-Latino Américaine Asamblea Parlamentaria Euro-Latinoamericana Assembleia Parlamentar Euro-Latino-Americana ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗ ΣΥΝΕΛΕΥΣΗ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ ΛΑΤΙΝΙΚΗΣ ΑΜΕΡΙΚΗΣ Επιτροπή Πολιτικών Υποθέσεων, Ασφάλειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων 30.11.2012 ΕΓΓΡΑΦΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ Διαφάνεια και διαφθορά στην Ευρωπαϊκή Ένωση και τη Λατινική Αμερική Συνεισηγητής ΛΑΚ: Patricio Zambrano, Κοινοβούλιο των Άνδεων DT\920940.doc AP101.305v01-00 Eνωμένη στην πολυμορφία
Προς έναν ορισμό της έννοιας Διαφάνεια και διαφθορά στη Λατινική Αμερική Μετά από δεκαετίες υποτίμησης του κοινωνικού και οικονομικού κόστους της διαφθοράς εκ μέρους της διεθνούς κοινότητας, η τελευταία δεκαετία του 20ου αιώνα χαρακτηρίστηκε από «έκρηξη» μελετών και συζητήσεων, τόσο σε ακαδημαϊκό όσο και σε πολιτικό επίπεδο, με σκοπό την καλύτερη κατανόηση των καταστροφικών επιπτώσεων που είχε στις κοινωνίες μας το εν λόγω ζήτημα. Ένα φαινόμενο το οποίο, αντί να συρρικνωθεί, διογκώθηκε και υπέστη σημαντικές αλλαγές τα τελευταία χρόνια. Υπό αυτήν την έννοια, για να έχουμε μια εικόνα του ολοένα αυξανόμενου προβλήματος της διαφθοράς στη Λατινική Αμερική, πρέπει να ενσκήψουμε με περισσότερη σπουδή στον ορισμό του σύμφωνα με τη σημερινή πραγματικότητα. Αρχικά, οι ορισμοί για τη διαφθορά συνδέονταν στενά με τη συμπεριφορά των δημόσιων υπαλλήλων. Στο πλαίσιο αυτής της τάσης εμφανίστηκε και ο περίφημος ορισμός του Joseph Nye ο οποίος εννοεί τη διαφθορά ως: «( ) κάθε συμπεριφορά που παρεκκλίνει από τα κανονικά καθήκοντα τα οποία είναι σύμφυτα με το δημόσιο λειτούργημα για λόγους ίδιων επιδιώξεων όπως οικογενειακών, φατρίας ή φιλικών, με σκοπό την απόκτηση προσωπικών πλεονεκτημάτων υπό τη μορφή χρημάτων ή κοινωνικής θέσης» 1. Ωστόσο, το κύριο πρόβλημα αυτού του ορισμού είναι ότι άφηνε απ έξω όλες τις παράνομες και διεφθαρμένες ενέργειες του ιδιωτικού τομέα, αποσιωπώντας το γεγονός ότι πολλές πράξεις διαφθοράς ήταν αποτέλεσμα αμοιβαίας συμφωνίας ανάμεσα σε οικονομικούς και πολιτικούς παράγοντες 2. Από τη δεκαετία του 50 μέχρι σήμερα, μια από τις πλέον αναγνωρισμένες αντιλήψεις της διαφθοράς παγκοσμίως υπήρξε αυτή της ΜΚΟ Διεθνής Διαφάνεια. Σύμφωνα με την εν λόγω οργάνωση «Στην πράξη, η διαφθορά ορίζεται ως παράνομη χρήση των ανατεθειμένων πόρων προς ίδιο πλουτισμό» 3. Κεντρικό άξονα του εν λόγω ορισμού αποτελεί η εξομοίωση της διαφθοράς με την κατάχρηση εξουσίας. Σύμφωνα με αυτήν την αντίληψη, σε πολλές περιπτώσεις, η εκπροσώπηση συγκεκριμένων ιδιωτικών συμφερόντων θεωρείται πράξη διαφθοράς. Μολονότι πρόκειται για ορισμό που έχει γίνει ευρέως αποδεκτός από τη διεθνή κοινότητα και για τον οποίο έχουν εκδοθεί πολυάριθμες μελέτες, υπήρξαν και εκείνοι που τον επέκριναν λόγω της απλοϊκότητας και της έλλειψης εμβάθυνσης που ενέχει. Σύμφωνα με τον 1 NYE, Joseph. «Corruption And Political Development: A Cost-Benefit Analysis». Στο: American Political Science Review No. 51, 1967. 2 VON ARNIM, Hans Herbert. «Streitgespräch Wie unabhängig ist Transparency International Deutschland?» Στο: von Arnim, Hans Herbert (ed.): Korruption und Korruptionsbekämpfung. Beiträge auf der 8. Speyerer Demokratietagung vom 27. und 28. Βερολίνο. 2005. 3 Διεθνής Διαφάνεια. Δείκτης Αντίληψης της Διαφθοράς 2008. AP101.305v01-00 2/7 DT\920940.doc
Schefczyk, η εκπροσώπηση αυτή ιδιωτικών συμφερόντων είναι εγγενές χαρακτηριστικό όλων των σύγχρονων δημοκρατιών 1 και δεν μπορεί να θεωρείται διαφθορά για όλα τα κράτη αδιακρίτως. Ωστόσο, είχε βέβαια σημαντικό αντίκτυπο όσον αφορά τον εντοπισμό των πρακτικών εκείνων διαφθοράς που αντίκεινται στους έννομους κανόνες και οι οποίες βλάπτουν την ευημερία των πληθυσμών, καθώς επίσης συνέβαλε άμεσα στην αναγνώριση του γεγονότος ότι η διαφθορά περιορίζει την ανάπτυξη των κρατών. Για αυτούς τους λόγους, ο ορισμός του φαινομένου ήταν πάντα περίπλοκη υπόθεση, μολονότι σήμερα υπάρχει μεγαλύτερη σαφήνεια επί του θέματος, η οποία συνίσταται στην αναγνώριση ότι οι πρακτικές διαφθοράς συνδέονται στενά με την έλλειψη πολιτικής νομιμότητας, με σοβαρά θεσμικά προβλήματα και με αναποτελεσματικές πολιτικές δημιουργίας θέσεων απασχόλησης και παροχής ασφάλειας. Υπό αυτήν την έννοια πώς προσμετρείται η διαφθορά χωρίς να υπάρχει σαφής ορισμός της; Η μέτρηση της πολιτικής διαφθοράς δεν είναι απλή υπόθεση. Πέρα από τις συζητήσεις περί μεθοδολογίας, η πλέον χρησιμοποιούμενη και συχνά αναφερόμενη μέτρηση για τη διαφθορά είναι ο CPI, ο δείκτης που αντικατοπτρίζει την αντίληψη της διαφθοράς σε μια κοινωνία. Αυτός ο δείκτης έχει διαμορφωθεί από τη Διεθνή Διαφάνεια και είναι γνωστός ως η έρευνα των ερευνών. Με τα χρόνια έχει εξειδικεύσει τις θεματικές του και αποτελεί σημείο αναφοράς για τα κράτη και τις οργανώσεις όσον αφορά την αντίληψη της διαφάνειας για τις χώρες σε παγκόσμιο επίπεδο. Ωστόσο, δεν μπορούμε να πλαισιώσουμε τους αριθμούς της διαφθοράς με βάση μία μόνο προοπτική, και υπό αυτήν την έννοια καθίσταται απαραίτητο να αναζητήσουμε άλλα εργαλεία τα οποία να μπορούν να εδραιώσουν και να διαφοροποιήσουν τις πρακτικές που έχουν καταχωρηθεί ως διεφθαρμένες σύμφωνα με το εκάστοτε περιφερειακό πλαίσιο. Διαφθορά στη Λατινική Αμερική Από την αρχή της δεκαετίας του 90, πολλές χώρες της Λατινικής Αμερικής άρχισαν να περνάνε από διαδικασίες δημοκρατικής μετάβασης, πράγμα που έδωσε ώθηση στη δημιουργία νέων πολιτικών θεσμών και συνοδεύτηκε από προκλήσεις σε σχέση με την αντίληψη περί κράτους και τον τρόπο με τον οποίον οι πολιτικοί θεσμοί και το κράτος οφείλουν να διαφυλάσσουν τη δημοκρατία. Σε ορισμένες περιπτώσεις, αυτή η μετάβαση κατάφερε να συμβάλει στην ανάπτυξη επιτυχημένων οικονομιών με αποτελεσματικά συστήματα πολιτικού και κοινωνικού ελέγχου τα οποία οδήγησαν σε υψηλότερα επίπεδα διακυβέρνησης και μείωσαν την έλλειψη διαφάνειας από την οποία έπασχαν πολλές από αυτές τις χώρες στο παρελθόν. Το πιο λαμπρό παράδειγμα στη Λατινική Αμερική ήταν η Χιλή, η οποία, μετά τη δικτατορία, ξεκίνησε μια διαδικασία εκθετικής οικονομικής ανάπτυξης η οποία, σε συνδυασμό με τις καλές επενδυτικές αποφάσεις, δημιούργησε περιθώρια υπέρ της διαφάνειας και του κοινωνικού ελέγχου. 1 SCHEFCZYK, Michael. «Paradoxe Korruption». Στο: Jansen, Stephan A. / Priddat, Birger P. (eds.). Korruption. Unaufgeklärter Kapitalismus - multidisziplinäre Perspektiven zu Funktionen und Folgen der Corruption. Wiesbaden: VS Verlag für Sozialwissenschaften. 2005. DT\920940.doc 3/7 AP101.305v01-00
Ωστόσο, σε άλλες περιπτώσεις οι θεσμοί δεν ενδυναμώθηκαν επαρκώς και, αντιθέτως, τα επίπεδα διαφθοράς ήταν εμφανή σε όλες τις εκφάνσεις του κράτους, καθιστώντας αυτό το πρόβλημα το κύριο εμπόδιο για την επίτευξη της ισοτιμίας και της ανάπτυξης των λαών. Σήμερα, η Λατινική Αμερική, η οποία ταξινομείται από την Παγκόσμια Τράπεζα ως η περιοχή του πλανήτη με τη μεγαλύτερη ανισότητα, αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα όσον αφορά τη διαφάνεια και την ανάπτυξη αποτελεσματικών πολιτικών κατά της διαφθοράς. Στην έκθεση της Διεθνούς Διαφάνειας η οποία περιλαμβάνει τον δείκτη αντίληψης της καταπολέμησης της διαφθοράς (CPI), μπορούμε να δούμε ότι η Χιλή και η Ουρουγουάη είναι οι χώρες της περιοχής με τα λιγότερα προβλήματα διαφθοράς και ότι ταξινομούνται στις θέσεις 22 και 25 αντίστοιχα. Ωστόσο, χώρες όπως η Βενεζουέλα και η Αϊτή βρίσκονται στη θέση 172 και 175, και αυτό τις καθιστά τις δύο χώρες με τον υψηλότερο δείκτη διαφθοράς στη Λατινική Αμερική και στον κόσμο, αποδεικνύοντας ότι η έλλειψη διαφάνειας στη Λατινική Αμερική είναι πολύ πιο σοβαρή από ό,τι αντιλαμβανόμαστε κανονικά. Η εν λόγω έκθεση δείχνει επίσης ότι χώρες της Κεντρικής Αμερικής και οι χώρες της Κοινότητας των Άνδεων δεν βρίσκονται σε πολύ καλές θέσεις η Κολομβία και το Περού μοιράζονται τη 80η θέση, ενώ η Βολιβία και ο Ισημερινός βρίσκονται στη θέση 120 αντίστοιχα. (Γραφική παράσταση 1) Σε αυτό το πλαίσιο, είναι προφανές ότι ζούμε σε μια ήπειρο που οφείλει να διαμορφώσει συγκεκριμένες περιφερειακές πολιτικές προκειμένου να καταπολεμήσει αυτό το φαινόμενο, εφόσον αυτό το φαινόμενο αποτελεί έναν από τους παράγοντες που δημιουργούν τη μεγαλύτερη αστάθεια στην περιοχή. Μολονότι καμία χώρα δεν έχει ανοσία στη διαφθορά, υπάρχει διαφορά ανάμεσα σε αυτό που ο Robert Kligaard αποκαλεί «κανονική διαφθορά», μια κατάσταση η οποία δεν έχει γενικευτεί και ελέγχεται μέσω μηχανισμού ειδικά σχεδιασμένου για την καταπολέμησή της, ο οποίος περιλαμβάνει νομικό, λογιστικό και ελεγκτικό σύστημα, προϋπολογισμό, ανταγωνιστικές αγορές και εποπτεία εκ μέρους των πολιτών, έναν μηχανισμό που η πλειοψηφία των χωρών της Λατινικής Αμερικής διαθέτει, και την «συστημική διαφθορά» που σημαίνει ότι η διαφθορά είναι γενικευμένη και ο μηχανισμός που έχει δημιουργηθεί για την καταπολέμηση και τον περιορισμό της δεν είναι αποδοτικός ή έχουν σε μεγάλο βαθμό διεισδύσει εντός αυτού ιδιωτικά συμφέροντα που δεν τον αφήνουν να καταστεί αποτελεσματικός. Αυτή η τελευταία ιδέα είναι ο κύριος λόγος για τον οποίον τα φαινόμενα διαφθοράς πρέπει να αποτελούν αντικείμενα ενδελεχούς παρατήρησης και να προσμετρούνται από διαφόρων ειδών κοινωνικές οργανώσεις και διεθνείς οργανισμούς. Οι εν λόγω οργανώσεις από τη στιγμή που εντοπίζουν και μπορούν να διαπιστώσουν τις αδυναμίες της διαφθοράς και της προσπάθειας καταπολέμησής της στις χώρες της Λατινικής Αμερικής, μπορούν να εκπονήσουν συστάσεις σχετικά με κατευθυντήριες γραμμές για δημόσιες πολιτικές οι οποίες να μπορούν να παράγουν συγκεκριμένα αποτελέσματα και να έχουν πραγματικό αντίκτυπο υπέρ της μείωσης αυτού του φαινομένου. AP101.305v01-00 4/7 DT\920940.doc
Πηγή: Διεθνής Διαφάνεια Υπό αυτήν την έννοια, θα μπορούσαμε να συνάγουμε το συμπέρασμα ότι οι κύριες αιτίες της διαφθοράς στη Λατινική Αμερική συνδέονται με σειρά παραγόντων. Η διαφθορά τείνει να είναι μεγαλύτερη σε χώρες με χαμηλότερη ανθρώπινη και οικονομική ανάπτυξη, δηλαδή «ως επίπεδο ανάπτυξης θεωρείται ο τρόπος με τον οποίο οι πολίτες έχουν στη διάθεσή τους εργαλεία για να ζητούν και να απαιτούν διαφανή συμπεριφορά από την κυβέρνηση ώστε να την μετατρέπουν σε αποτελεσματική διαχείριση.» 1 Το χαμηλό μορφωτικό επίπεδο επηρεάζει την αντίληψη που μπορεί να έχει ο λαός σε σχέση με τις πρακτικές διαφθοράς, λόγω έλλειψης πληροφόρησης και γνώσεων. Η έλλειψη διαφάνειας παίζει επίσης ρόλο στις χώρες με περιορισμένα πολιτικά δικαιώματα και αδύναμο ή ελλιπή πολιτικό ανταγωνισμό. Οι μελέτες δείχνουν ότι οι χώρες με υψηλότερα επίπεδα ανταγωνισμού σε επίπεδο δημοκρατίας συνήθως έχουν χαμηλότερα επίπεδα διαφθοράς. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι οι πολίτες σε χώρες με ισχυρούς δημοκρατικούς θεσμούς συνήθως διαθέτουν τα εργαλεία που θα υποχρεώσουν την κυβέρνηση ή τους πολιτικούς να αποδώσουν λογαριασμό. Επίσης, αυτή η μάστιγα κερδίζει έδαφος όταν το κράτος διαθέτει μεγαλύτερη δυνατότητα παρέμβασης στην οικονομία και υπάρχουν χαμηλότερα επίπεδα οικονομικής ελευθερίας και ανοίγματος. Σύμφωνα με τον Stephen D. Morris, δύο από τις σημαντικότερες μεταβλητές για να εξηγήσει κανείς τις αιτίες και τις συνέπειες της διαφθοράς είναι τα επίπεδα ανισότητας και οικονομικού ανοίγματος ή οικονομικής ελευθερίας. Και οι δύο αυτές μεταβλητές θεωρούνται αιτίες αλλά και συνέπειες της διαφθοράς. Η ανισότητα στην ανακατανομή του πλούτου τείνει να δημιουργεί πιο διεφθαρμένες κοινωνίες. Σύμφωνα με τον συγγραφέα, η διαφθορά τείνει να είναι μεγαλύτερη σε χώρες όπου οι ισχυρότερες ομάδες είναι αυτές που ελέγχουν το μεγαλύτερο μέρος των εσόδων. 2 1 Διαφθορά στη Λατινική Αμερική: μια εμπειρική άποψη του Stephen D. Morris University of South Alabama, ΗΠΑ. 2 Στο ίδιο, σ. 3 DT\920940.doc 5/7 AP101.305v01-00
Τέλος, η απώλεια της ανεξαρτησίας της δικαστικής εξουσίας και της ελευθερίας του Τύπου σε συνδυασμό με χαμηλούς μισθούς για τους δημόσιους υπαλλήλους μπορούν να δημιουργήσουν το τέλειο υπόβαθρο ώστε πρακτικές όπως η δωροδοκία και οι πελατειακές σχέσεις να γενικευτούν και, κυρίως, πράγμα ακόμα πιο επικίνδυνο, να ενσωματωθούν στον τρόπο ζωής των κοινωνιών όπου αυτό συμβαίνει. Με αυτόν τον τρόπο η διαφθορά μετατρέπεται σε εύχρηστο εργαλείο όταν ένα κράτος δεν διαθέτει αποτελεσματικό δημοκρατικό καθεστώς. Τα προαναφερθέντα κάνουν τη διαφθορά να έχει καταστροφικές συνέπειες για τα κράτη και κυρίως για τις περιφέρειες: Από πολιτικής απόψεως, η διαφθορά μειώνει την εμπιστοσύνη των πολιτών στους πολιτικούς και τη δημόσια διοίκηση. Μειώνει την εμπιστοσύνη τους στους δημόσιους θεσμούς, τις αξιολογήσεις για τις επιδόσεις της κυβέρνησης και τη νομιμότητά της, πράγμα που μπορεί να οδηγήσει στην απώλεια εμπιστοσύνης στα συστήματα διακυβέρνησης και να επιταχύνει την παρακμή ενός δημοκρατικού καθεστώτος ή να κυοφορήσει νέες μορφές αυταρχισμού. Επί του παρόντος, το 10% των ερωτηθέντων στη Λατινική Αμερική απαντά ότι έχει πληρώσει για δωροδοκία. Αυτός ο αριθμός έρχεται σε αντίθεση με τα χαμηλά επίπεδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπου το 5% απάντησε ότι έχει προσφύγει σε αυτήν την πρακτική, ενώ πολύ υψηλά επίπεδα συναντούνται στη Μέση Ανατολή και τη Βόρεια Αφρική: 40%. Ωστόσο, υπάρχουν σημαντικές διαφορές εντός της περιοχής. Στη Βολιβία και τη Βενεζουέλα μεταξύ του 23 και του 49% των ερωτηθέντων απάντησαν ότι έχουν πληρώσει για δωροδοκία, ενώ στο άλλο άκρο βρίσκονται η Αργεντινή και ο Παναμάς, όπου λιγότερο από 6% των ερωτηθέντων έχουν πληρώσει για δωροδοκίες. Επίσης, άλλη θλιβερή συνέπεια αυτού του φαινομένου είναι ότι, από οικονομικής απόψεως, η διαφθορά έχει αρνητικό αντίκτυπο στο επίπεδο οικονομικής μεγέθυνσης, εξαγωγών και επενδύσεων, πράγμα που επηρεάζει το επίπεδο ανάπτυξης και δημιουργεί οικονομικές επιβραδύνσεις οι οποίες μπορούν να προκαλέσουν υψηλότερα επίπεδα ανισότητας και ένδειας. Τα προαναφερθέντα δείχνουν ότι η πορεία της Λατινικής Αμερικής όσον αφορά την καταπολέμηση αυτής της μάστιγας μόλις έχει αρχίσει, και χρειάζεται να δημιουργηθούν ισχυρότερα κίνητρα ώστε τόσο το κράτος όσο και η κοινωνία των πολιτών να αντικρύσουν ολόκληρο το φάσμα της ζημιάς που προκαλεί η διαφθορά στην κοινωνία εν γένει, και να μην αντιμετωπίζουν μεμονωμένα το φαινόμενο σε σχέση με την πραγματικότητα της κάθε χώρας. Πρέπει να ενισχύσουμε την ενότητά μας ως ήπειρος, και να αναλύσουμε τη βιωσιμότητα των διεθνών πρωτοβουλιών τον Μάιο του 2001, εκπρόσωποι 190 χωρών συναντήθηκαν στο 2ο Παγκόσμιο Φόρουμ για την Καταπολέμηση της Διαφθοράς και την Προάσπιση της Ακεραιότητας στη Χάγη της Ολλανδίας. Ο υπουργός Δικαιοσύνης της Ολλανδίας, Benk Korthals, κήρυξε την έναρξη του φόρουμ δηλώνοντας ότι «καμία χώρα δεν μπορεί να προστατευτεί από τις συνέπειες της διαφθοράς πέραν των συνόρων της και, ως εκ τούτου, όλες οι χώρες πρέπει να εργαστούν από κοινού για να καταπολεμήσουν τη διαφθορά». Τι μας δείχνει αυτό; Ότι σήμερα, πάνω από δέκα χρόνια μετά την έναρξη αυτής της πρωτοβουλίας, έχουμε ακόμα σοβαρά προβλήματα όσον αφορά τη θέσπιση σαφών και αποτελεσματικών δημόσιων πολιτικών επί του θέματος αλλά κυρίως όσον αφορά τη διασύνδεση της πολιτικής για την προώθηση υψηλότερων επιπέδων διαφάνειας με άλλες τοπικές και περιφερειακές αναπτυξιακές πολιτικές, λόγω των βαθιών πολιτικών και ιδεολογικών διχονοιών που βιώνει η AP101.305v01-00 6/7 DT\920940.doc
ήπειρός μας. Τι έχουμε να αντιμετωπίσουμε συνεπώς; Προκλήσεις Την τελευταία δεκαετία, η κοινότητα των διεθνών δωρητών έχει αναφερθεί στην ανάγκη καταπολέμησης της διαφθοράς ως βασικό άξονα για την επίτευξη ανάπτυξης και πρόσβασης στις διεθνείς δανειοδοτήσεις. Για τον λόγο αυτόν έχει διοχετεύσει σημαντικά κονδύλια υπέρ της ανάπτυξης μεθοδολογιών που εντοπίζουν αυτό το φαινόμενο ούτως ώστε οι περιπτώσεις κρίσιμης σημασίας σε παγκόσμιο επίπεδο να τυγχάνουν διεξοδικότερης παρατήρησης. Ωστόσο, αυτή η εξωτερική ματιά δεν λαμβάνει υπόψη τον ιδιαίτερο κοινωνικό και πολιτισμικό χαρακτήρα κάθε περιοχής και προσπαθεί, σε ορισμένο βαθμό, να επιβάλλει μία και μόνη οπτική για το φαινόμενο. Η κύρια πρόκληση είναι να εντοπιστούν με μεγαλύτερη ακρίβεια οι πρακτικές διαφθοράς που δημιουργούν μεγαλύτερο βαθμό τρωτότητας στις χώρες της Λατινικής Αμερικής. Ομοίως, η Λατινική Αμερική πρέπει να «ενδυναμώσει» τα κράτη και τα δικαστικά συστήματα, να μεταρρυθμίσει τις πολιτικές και να δημιουργήσει μια νοοτροπία διαφάνειας ώστε να καταπολεμηθεί η διαφθορά, και αυτό επιτυγχάνεται μέσω της προώθησης της συνεργασίας μεταξύ των χωρών και της δημιουργίας κινήτρων για θεσμικές πολιτικές. Κλείνοντας, είναι σημαντικό να υπενθυμίσουμε ότι η έλλειψη διαφάνειας και οι πρακτικές διαφθοράς αποτελούν εξίσου αποτέλεσμα και αιτία της ανισότητας και της ένδειας. Όπως σημείωσε και ο γενικός γραμματέα του Οργανισμού Αμερικανικών Κρατών, José Miguel Insulza: «Η Λατινική Αμερική δεν είναι το φτωχότερο μέρος στον κόσμο, αλλά το πιο άδικο». Κάτι τέτοιο καθιστά ηθική και κοινωνική επιταγή για έναν χώρο κοινοβουλευτικής εκπροσώπησης όπως η EUROLAT να εργαστεί επί πολιτικών και στρατηγικών που να δημιουργούν κίνητρα υπέρ της διαφάνειας και της ισότητας στις πλέον ευάλωτες περιοχές πολιτικών που, μέσω της βελτίωσης των ορθών πρακτικών, μειώνουν τη φτώχεια, αποτελώντας έτσι επένδυση υπέρ της παγκόσμιας οικονομικής ανάπτυξης. DT\920940.doc 7/7 AP101.305v01-00