ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΓΟΡΑ ΕΛΑΙΟΛΑΔΟΥ & ΒΡΩΣΙΜΩΝ ΕΛΙΩΝ ΣΤΗΝ ΤΣΕΧΙΑ

Σχετικά έγγραφα
ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΓΟΡΑ ΕΣΠΕΡΙΔΟΕΙΔΩΝ ΣΤΗΝ ΤΣΕΧΙΑ

ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΓΟΡΑ ΦΕΤΑΣ ΣΤΗΝ ΤΣΕΧΙΑ

ΟΙ ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΕΞΑΓΩΓΕΣ ΒΡΩΣΙΜΩΝ ΕΛΙΩΝ ΣΤΗΝ ΙΑΠΩΝΙΑ * ΑΝΑΛΥΣΗ ΚΑΙ ΠΡΟΟΠΤΙΚΕΣ *

Η ΑΓΟΡΑ ΕΛΑΙΟΛΑ ΟΥ ΣΤΗΝ ΣΕΡΒΙΑ

ΕΡΕΥΝΑ ΑΓΟΡΑΣ ΓΙΑ ΤΟ ΕΛΑΙΟΛΑΔΟ ΣΤΗ ΣΟΥΗΔΙΑ

Εξωτερικό Εμπόριο Αλβανίας 2013

17, rue Auguste Vacquerie, Paris - Τηλέφωνο: Φαξ: Ε-mail: ecocom-paris@mfa.gr - ambcomgr@yahoo.

ΠΡΕΣΒΕΙΑ THΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Γραφείο Ο.Ε.Υ. Μαδρίτη, 14 Μαρτίου 2017

ΠΡΕΣΒΕΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΛΙΣΣΑΒΩΝΑ ΓΡΑΦΕΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ & ΕΜΠΟΡΙΚΩΝ ΥΠΟΘΕΣΕΩΝ ΕΠΙΣΚΟΠΗΣΗ ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΚΗΣ ΑΓΟΡΑΣ ΕΛΑΙΟΛΑΔΟΥ.

Συγκριτική Αναφορά Αγορών Ελαιολάδου. Γενικά

Η ΑΓΟΡΑ ΕΛΑΙΟΛΑ ΟΥ & ΕΛΙΩΝ ΣΤΗΝ ΤΥΝΗΣΙΑ

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΡΕΣΒΕΙΑ ΣΤΟ ΛΟΝΔΙΝΟ 1 Γραφείο Οικονομικών και Εμπορικών Υποθέσεων. Στοιχεία αγοράς νωπών φρούτων στο Ηνωμένο Βασίλειο

ΠΡΕΣΒΕΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΣΤΗΝ ΚΥΠΡΟ ΓΡΑΦΕΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ & ΕΜΠΟΡΙΚΩΝ ΥΠΟΘΕΣΕΩΝ

ΠΡΟΟΠΤΙΚΕΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ & ΕΜΠΟΡΙΚΩΝ ΣΧΕΣΕΩΝ ΕΛΛΑΔΑΣ-ΒΕΛΓΙΟΥ

Η αγορά ελαιολάδου στο Ισραήλ.

ΕΠΙΣΚΟΠΗΣΗ ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΚΗΣ ΑΓΟΡΑΣ ΕΛΑΙΟΛΑΔΟΥ.

ΠΡΕΣΒΕΙΑ THΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Γραφείο Ο.Ε.Υ. Μαδρίτη Εξωτερικό εμπόριο Ισπανίας για το Γενικά χαρακτηριστικά

Ανταγωνιστικότητα, Δίκτυα Διανομής και Εμπορία Βιολογικής Αιγοπροβατοτροφίας Δρ. Ηλίας Βλάχος Λέκτορας Διοίκηση Επιχειρήσεων

ΠΡΕΣΒΕΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΣΤΗ ΒΟΥΔΑΠΕΣΤΗ ΓΡΑΦΕΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΕΜΠΟΡΙΚΩΝ ΥΠΟΘΕΣΕΩΝ. Η κατανάλωση εμφιαλωμένου μεταλλικού νερού στην Ουγγαρία

ΕΡΕΥΝΑ ΑΓΟΡΑΣ ΓΙΑ ΤΟ ΕΛΑΙΟΛΑΔΟ ΣΤΗ ΣΟΥΗΔΙΑ

Διμερές Εμπόριο - Εξέλιξη διμερούς εμπορίου και ανταγωνισμός

ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Διεύθυνση Οικονομικής Ανάλυσης

INCOFRUIT - (HELLAS)

Η ΑΓΟΡΑ ΕΛΑΙΟΛΑΔΟΥ ΣΤΟ ΗΝΩΜΕΝΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ (Στοιχεία εισαγωγών και κατανάλωσης)

2. Εγχώρια κατανάλωση-διατροφικές συνήθειες.

Η ΑΓΟΡΑ ΕΛΑΙΟΛΑΔΟΥ ΣΤΟ ΗΝΩΜΕΝΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ (Στοιχεία εισαγωγών και κατανάλωσης)

Το παρόν αποτελεί μέρος μιας ευρύτερης εργασίας, η οποία εξελίσσεται σε έξι μέρη που δημοσιεύονται σε αντίστοιχα τεύχη. Τεύχος 1, 2013.

Ι. Οικονομικές εξελίξεις στην Βουλγαρία (Ιανουάριος Σεπτέμβριος 2010)

ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΚΑΙΝΟΤΟΜΙΑ

ΕΠΙΣΚΟΠΗΣΗ ΑΓΟΡΑΣ ΤΥΡΟΚΟΜΙΚΩΝ ΣΤΗ ΓΑΛΛΙΑ...3. Εισαγωγή...3. Εγχώρια παραγωγή τυροκομικών...3. Καταναλωτικές προτιμήσεις...4. Δίκτυα διανομής...

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ Πρεσβεία της Ελλάδος στο Παρίσι Γραφείο Οικονομικών & Εμπορικών Υποθέσεων. Γαλλική Αγορά Κοτόπουλου

ΑΔΙΑΒΑΘΜΗΤΟ ΚΑΝΟΝΙΚΟ. ΠΡΕΣΒΕΙΑ ΠΑΡΙΣΙΩΝ ΓΡΑΦΕΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΕΜΠΟΡΙΚΩΝ ΥΠΟΘΕΣΕΩΝ Τηλ.: Ε-mail:

Έρευνα αγοράς κλάδου παραγωγής ιχθυηρών

ΕΝΗΜΕΡΩΤΙΚΟ ΔΕΛΤΙΟ Γραφείου ΟΕΥ Λουμπλιάνας

Πρόγραμμα προώθησης Ελληνικού ελαιολάδου στην Πολωνία

ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΩΝ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΜΕΛΕΤΗΣ «Η

ΠΡΟΩΘΗΣΗ ΑΓΡΟΤΙΚΩΝ ΠΡΟΪΟΝΤΩΝ ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΕΣ ΕΥΚΑΙΡΙΕΣ ΑΛΚΟΟΛΟΥΧΑ ΠΟΤΑ

Η αγορά ζαχαρωδών προϊόντων και snacks της Γερμανίας

Ταμείου Αγροτικής Επιχειρηματικότητας,

ΕΝΝΟΙΑ ΤΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΚΑΙ Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΟΥΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

ΠΡΕΣΒΕΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΡΩΜΗ ΓΡΑΦΕΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ & ΕΜΠΟΡΙΚΩΝ ΥΠΟΘΕΣΕΩΝ ΕΞΑΓΩΓΕΣ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΦΡΟΥΤΩΝ ΣΤΗΝ ΙΤΑΛΙΑ

Συγχωνεύσεις & Εξαγορές Αλυσίδων S/M

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΕΠΙΜΕΛΗΤΗΡΙΟ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ Μητροπόλεως 12-14, 10563, Αθήνα. Τηλ.: , Fax: ,

ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ ΣΤΟΧΑΣΙΣ ΑΕ: «ΚΛΑΔΙΚΕΣ ΣΤΟΧΕΥΣΕΙΣ» ΗΛΕΚΤΡΙΚΗ ΕΝΕΡΓΕΙΑ

ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟΣ ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ ΕΞΑΓΩΓΕΩΝ ΚΡΑΤΙΝΟΥ ΑΘΗΝΑ FAX: site:

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 1. Αξιολόγηση των µακροοικονοµικών επιπτώσεων του ΚΠΣ III

ETHΣΙΑ ΕΚΘΕΣΗ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΜΠΟΡΙΟΥ ME MIA MATIA ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΣΥΝΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ ΕΜΠΟΡΙΟΥ&ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ

ΑΛΒΑΝΙΑ Οικονομία & Εξωτερικό Εμπόριο

ΠΡΕΣΒΕΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΡΩΜΗ ΓΡΑΦΕΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ & ΕΜΠΟΡΙΚΩΝ ΥΠΟΘΕΣΕΩΝ ΕΞΑΓΩΓΕΣ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΛΑΧΑΝΙΚΩΝ ΣΤΗΝ ΙΤΑΛΙΑ

ΒΑΣΙΚΟΙ ΤΟΜΕΙΣ ΑΝΑΦΟΡΑΣ ΕΝΟΣ BUSINESS PLAN. Εισαγωγή

Η επικαιρότητα. της μελέτης. Ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών. Υποχώρηση διεθνούς ζήτησης για τουριστικές υπηρεσίες

Η αγορά οίνου της Γερμανίας

Πρεσβεία της Ελλάδος στο Βέλγιο Γραφείο Οικονομικών & Εμπορικών Υποθέσεων Η ΑΓΟΡΑ ΕΛΑΙΟΛΑΔΟΥ ΣΤΟ ΒΕΛΓΙΟ

Μάρκετινγκ Επιχειρήσεων Λιανικής Πώλησης

Η ΙΣΠΑΝΙΚΗ ΑΓΟΡΑ ΚΡΕΑΤΟΣ

ΘΕΜΑ: Επικαιροποιημένη έρευνα αγοράς Πολωνίας για τη φέτα

Στατιστικά στοιχεία αγοράς βιοθέρμανσης & pellets στην Ευρώπη από τον Ευρωπαϊκό Σύνδεσμο Βιομάζας

ECONOMIST CONFERENCES ΟΜΙΛΙΑ

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΕΡΕΥΝΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΣΥΓΚΥΡΙΑΣ ΣΤΟΝ ΤΟΜΕΑ ΤΗΣ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑΣ

Συνέντευξη Τύπου του Διεθνούς Οργανισμού Αμπέλου και Οίνου, Παρίσι,

η πληρότητα των ξενοδοχείων στο σύνολο της χώρας την ίδια περίοδο, καθώς αυτό αποτελεί μια σημαντική ένδειξη του συνολικού τζίρου των τουριστικών

Gornoslaska Warsaw, Poland tel , , fax , Web Site:

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΕΡΕΥΝΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΣΥΓΚΥΡΙΑΣ ΣΤΟΝ ΤΟΜΕΑ ΤΗΣ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑΣ

ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ. Αποτελέσματα Γ Τριμήνου / Εννεαμήνου 2016

Πρεσβεία της Ελλάδος στο Βέλγιο Γραφείο Οικονομικών & Εμπορικών Υποθέσεων Η ΑΓΟΡΑ ΕΛΑΙΟΛΑΔΟΥ ΣΤΟ ΒΕΛΓΙΟ

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΕΡΕΥΝΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΣΥΓΚΥΡΙΑΣ ΣΤΟΝ ΤΟΜΕΑ ΤΗΣ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑΣ

3. Οικονομικές Πορτογαλίας-Ισπανίας

Πρεσβεία της Ελλάδος στο Βέλγιο Γραφείο Οικονομικών & Εμπορικών Υποθέσεων Η ΑΓΟΡΑ ΕΛΑΙΟΛΑΔΟΥ ΣΤΟ ΒΕΛΓΙΟ

Έλλειµµα

Η αγορά μελιού και μαρμελάδας της Γερμανίας

Η ΑΓΟΡΑ ΕΛΑΙΟΛΑ ΟΥ ΚΑΙ ΒΡΩΣΙΜΩΝ ΕΛΑΙΩΝ ΣΤΗ Ν. ΚΟΡΕΑ

ΜΑΘΗΜΑ: ΜΑΡΚΕΤΙΝΓΚ ΠΡΟΙΌΝΤΩΝ ΞΥΛΟΥ ΚΑΙ ΕΠΙΠΛΟΥ ΜΑΡΚΕΤΙΝΓΚ

Η αγορά κατεψυγµένων της Γερµανίας

ΕΤΗΣΙΑ ΕΚΘΕΣΗ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΜΠΟΡΙΟΥ 2015

ΣΟΥΗΔΙΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΣΟΥΗΔΙΑΣ ΑΓΟΡΑ ΤΡΟΦΙΜΩΝ ΚΑΙ ΠΟΤΩΝ

Πτυχιακή Εργασία. Η στάση των Ελλήνων καταναλωτών έναντι των προϊόντων ιδιωτικής ετικέτας και των σούπερ μάρκετ

Η ρωσική αγορά ελαιολάδου

Ο ΑΝΤΙΚΤΥΠΟΣ ΤΟΥ ΔΙΑΔΙΚΤΥΑΚΟΥ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟΥ ΣΤΟΝ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΤΟΥΡΙΣΜΟ

Χώρα Μέσος Διάµεσος. Πίνακας 3: Δείκτης Grubel Lloyd

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΡΕΣΒΕΙΑ ΣΤΟ ΛΟΝΔΙΝΟΥ Γραφείο Οικονομικών και Εμπορικών Υποθέσεων 1. Στοιχεία αγοράς αποξηραμένων φρούτων στο Ηνωμένο Βασίλειο

ΠΡΕΣΒΕΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ -ΓΡΑΦΕΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ & ΕΜΠΟΡΙΚΩΝ ΥΠΟΘΕΣΕΩΝ

Η εξέλιξη των τιμών βασικών καταναλωτικών αγαθών για την εγχώρια αγορά

INCOFRUIT - (HELLAS)

Αν. Καθ. Μαρία Καραμεσίνη ΠΑΝΤΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ. Ημερίδα ΕΙΕΑΔ,«Η αγορά εργασίας σε κρίση», Αθήνα, 9 Ιουλίου 2012

ΠΟΡΕΙΑ ΤΗΣ ΕΥΡΥΖΩΝΙΚΟΤΗΤΑΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ Γ ΤΡΙΜΗΝΟ 2008

Ε π ι σ η µ ά ν σ ε ι ς

INCOFRUIT - (HELLAS)

του ΑΔΑΜΙΔΗ ΙΩΑΝΝΗ,ΑΡ.ΜΗΤΡΩΟΥ :AUD115 Επιβλέπων Καθηγητής: Λαζαρίδης Ιωάννης Θεσσαλονίκη, 2016

acert Ευρωπαϊκός Οργανισµός Πιστοποίησης Α.Ε ιεύθυνση Μάρκετινγκ & Πωλήσεων Πιστοποίηση των Αγροτικών Προϊόντων και Επιχειρηµατικότητα στα Βαλκάνια

ΟΜΙΛΙΑ ΠΡΟΕΔΡΟΥ Ο.Κ.Ε. κ. ΧΡΗΣΤΟΥ ΠΟΛΥΖΩΓΟΠΟΥΛΟΥ ΣΤΗΝ ΕΚΔΗΛΩΣΗ ΤΗΣ Ο.Κ.Ε. ΜΕ ΘΕΜΑ: «ΤΟ ΛΙΑΝΙΚΟ ΕΜΠΟΡΙΟ

ΚΥΡΙΟΙ ΤΡΟΠΟΙ ΔΙΕΙΣΔΥΣΗΣ ΣΤΗΝ ΑΓΟΡΑ ΤΡΟΦΙΜΩΝ ΤΩΝ Η.Α.Ε.

ΑΝΑΛΥΣΗ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΒΡΑΧΥΧΡΟΝΙΩΝ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΩΝ ΣΤΟΝ ΚΛΑΔΟ ΠΕΤΡΕΛΑΙΟΥ ΠΕΡΙΟΔΟΥ

Μικρή αύξηση εξαγωγών του ελληνικού οίνου σε ποσότητα (7,48%), μεγαλύτερη σε αξία (+10,53%)

Η ΑΓΟΡΑ ΕΛΑΙΟΛΑΔΟΥ ΣΤΗΝ ΚΥΠΡΟ

Αποτελέσματα Ομίλου Εθνικής Τράπεζας

ΣΥΓΚΕΦΑΛΑΙΩΤΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΙΣ ΠΑΡΑΒΙΑΣΕΙΣ ΔΔΙ ΤΟ Περίληψη

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΕΡΕΥΝΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΣΥΓΚΥΡΙΑΣ ΣΤΟΝ ΤΟΜΕΑ ΤΗΣ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑΣ

Η αγορά ξηρών φρούτων στη Γερμανία

ΠΡΕΣΒΕΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΖΑΓΚΡΕΜΠ ΓΡΑΦΕΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΕΜΠΟΡΙΚΩΝ ΥΠΟΘΕΣΕΩΝ Η ΑΓΟΡΑ ΕΛΑΙΟΛΑΔΟΥ ΚΑΙ ΒΡΩΣΙΜΩΝ ΕΛΙΩΝ ΣΤΗΝ ΚΡΟΑΤΙΑ

ΑΛΒΑΝΙΑ Οικονομία & Εξωτερικό Εμπόριο

Transcript:

ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΓΟΡΑ ΕΛΑΙΟΛΑΔΟΥ & ΒΡΩΣΙΜΩΝ ΕΛΙΩΝ ΣΤΗΝ ΤΣΕΧΙΑ Περίληψη 1. Εισαγωγή 2. Η αγορά ελαιολάδου και βρώσιμων ελιών στην Τσεχία 2.1. Παραγωγή 2.2. Κατανάλωση 2.3. Εισαγωγές 2.4. Η Ελληνική παρουσία στην αγορά ελαιολάδου και βρώσιμων ελιών της Τσεχίας 2.5. Τάσεις της αγοράς- Δίκτυα Διανομής- Λιανική Πώληση 3. Προοπτικές ανάπτυξης των ελληνικών εξαγωγών- Προτάσεις 1

ΠΕΡΙΛΗΨΗ Η Τσεχία δεν διαθέτει εγχώρια παραγωγή ελαιολάδου και ελιών και καλύπτει τις ανάγκες της εγχώριας κατανάλωσης από εισαγωγές. Η μέση ανά κάτοικο κατανάλωση ελαιολάδου και ελιών στην Τσεχία είναι χαμηλή σε απόλυτα μεγέθη, με μικρές αυξητικές τάσεις. Το εισόδημα σε συνάρτηση προς τις τιμές, αποτελεί τον συγκριτικά σημαντικότερο παράγοντα επιλογής των καταναλωτών, οι οποίοι ταυτόχρονα είναι ιδιαίτερα απαιτητικοί και ως προς τη σχέση ποιότητας- κόστους. Το Ελληνικό μερίδιο αγοράς ελαιολάδου το 2007 διαμορφώθηκε στο 11,7% της αγοράς, με την Ισπανία να βρίσκεται στο 47,5% και να καταλαμβάνει την πρώτη θέση και την, δεύτερη, Ιταλία, να καλύπτει το 22,3% της ζήτησης. Ταυτόχρονα διαπιστώνεται ότι οι ελληνικές εξαγωγές ελαιολάδου βαίνουν συνεχώς αυξανόμενες, με χαμηλά, εντούτοις, απόλυτα μεγέθη. Αντίθετα, το ελληνικό μερίδιο στις βρώσιμες ελιές παρουσιάζει μια σχετική σταθερότητα αλλά σταθερά παραμένει χαμηλό σε απόλυτα μεγέθη. Τα κανάλια διανομής ελαιολάδου και βρώσιμων ελιών ελέγχονται κυρίως από μεγάλους εισαγωγείς/ διανομείς. Τα μεγάλα κέντρα διανομής των υπεραγορών, διαπραγματεύονται και αγοράζουν απευθείας είτε (α) από μεγάλους παραγωγούς είτε (β) από μεγάλους εισαγωγείς. Οι παράμετροι των αγορών (είδη, τόπος, τιμές, ποσότητες, ενίοτε και προμηθευτές) καθορίζονται από την κεντρική διοίκηση των υπεραγορών. Υφίσταται πλέον ένας δυϊσμός της αγοράς που χαρακτηρίζεται από την ύπαρξη είτε πολύ μεγάλων είτε, αντιθέτως, πολύ μικρών καταστημάτων. Από τα πρώτα αγοράζουν τρόφιμα και άλλα είδη περίπου το 50% των Τσέχων καταναλωτών. Το ζητούμενο για το μεν ελαιόλαδο θα πρέπει πλέον να είναι η διατήρηση του υπάρχοντος μεριδίου αγοράς, για τις δε βρώσιμες ελιές η σταθεροποίηση της θετικής τάσης της τελευταίας διετίας και ανάκτηση τουλάχιστον του προ πενταετίας μεριδίου, εντός πραγματιστικών στόχων και πάντοτε λαμβανομένων υπόψη των περιορισμών της ελληνικής παραγωγής. Για αμφότερα τα προϊόντα, είναι σημαντικό να αναληφθούν δράσεις προβολής και προώθησής τους. 2

1. Εισαγωγή Μετά τη "Βελούδινη Επανάσταση" του 1989, η Τσεχία εισήλθε σε μια περίοδο ταχέων αλλαγών και φιλελευθεροποίησης της αγοράς της, κατά τη διάρκεια της οποίας το σύνολο της αγοράς εξελίχθηκε εγγύτερα προς το σύγχρονο δυτικό πρότυπο τόσο σε ότι αφορά την παραγωγή, όσο και αναφορικά προς το εμπόριο, χονδρικό και λιανικό, τις συμπεριφορές, τα πρότυπα κατανάλωσης κ.λ.π. Η εξέλιξη αυτή ήταν εξαιρετικά εμφανής στον κλάδο των τροφίμων και ποτών και, βεβαίως, στις επιμέρους αγορές, όπως η υπό εξέταση αγορά ελαιολάδου και βρώσιμων ελιών. Έτσι, μετά το 1989-90 παρατηρείται σταδιακή αύξηση των ποσοτήτων ελαιολάδου και βρώσιμων ελιών που εισάγονται στην Τσεχία προς κατανάλωση, εξέλιξη των δικτύων διανομής και του λιανικού εμπορίου προς την κατεύθυνση του σύγχρονου δυτικού προτύπου, σταδιακή εξοικείωση των καταναλωτών προς το ελαιόλαδο ως μέρος μιας νέας κουλτούρας υπέρ των υγιεινών τρόπων διατροφής αλλά και αυξανόμενος ανταγωνισμός τόσο μεταξύ των προμηθευτών- παραγωγών όσο και μεταξύ των χονδρεμπόρων και λιανεμπόρων για την εξασφάλιση και ανάπτυξη των μεριδίων αγοράς. Η αγορά ελαιολάδου και βρώσιμων ελιών, που αποτελεί το αντικείμενο αυτού του σημειώματος, συγκεντρώνει όλα τα παραπάνω χαρακτηριστικά. Επιπλέον, χαρακτηρίζεται από απουσία εσωτερικής παραγωγής και τροφοδοσία της αγοράς μέσω εισαγωγών. 3

2. Η αγορά ελαιολάδου και βρώσιμων ελιών της Τσεχίας 2.1. Παραγωγή Η Τσεχία δεν διαθέτει εγχώρια παραγωγή ελαιολάδου και βρώσιμων ελιών. Πρόκειται για μια χώρα στην οποία ο αγροτικός τομέας είναι μικρού μεγέθους (περίπου 3,0-3,5% του ΑΕΠ) και ο οποίος χαρακτηρίζεται από μεγάλες, σχετικά σύγχρονα εξοπλισμένες εκμεταλλεύσεις ανά γεωργό, καθώς και υψηλή παραγωγικότητα εργασίας και χαμηλά κόστη γεωργικής γης και εργασίας. Γενικότερα, η εγχώρια παραγωγή τροφίμων δεν καλύπτει τη ζήτηση τόσο από πλευράς χρονισμού (timing), όσο και από πλευράς τιμών ή ποιότητας, πολύ περισσότερο δε από πλευράς επάρκειας ποσοτήτων. Έτσι, η χώρα καταγράφει έλλειμμα στο ισοζύγιο τροφίμων (2005: εισαγωγές 2,71 δις., εξαγωγές 1,91 δις., έλλειμμα - 794 εκ. ) και καλύπτει το σημαντικό μέρος της εγχώριας κατανάλωσης από εισαγωγές. 2.2. Κατανάλωση Η επεξεργασία των διαθέσιμων στοιχείων της Στατιστικής Υπηρεσίας της Τσεχίας, αποκαλύπτει μια σαφώς ανοδική εξέλιξη της κατανάλωσης ελαιολάδου στη χώρα. Γράφημα 1: Εξέλιξη κατανάλωσης ελαιολάδου, 2001-2007 Εξέλιξη κατανάλωσης ελαιολάδου, 2001-2007 3.759.355 3.894.698 2.656.074 2.884.242 2.758.846 1.544.955 1.343.528 2001 2002 2003 2004 2005 2006 2007 4

Συγκεκριμένα, η συνολική κατανάλωση ελαιολάδου ανήλθε το 2007 σε 3.894 τ. από 1.343 τ. το 2001, δηλαδή αυξήθηκε κατά περίπου 190% σε μια επταετία ή κατά 27% ετησίως, κατά μέσο όρο. Εντούτοις, από την εξέταση του γραφήματος γίνεται αντιληπτό ότι η αύξηση αυτή δεν ήταν ισορροπημένη. Γράφημα 2: Εξέλιξη κατανάλωσης ελαιολάδου ανά κάτοικο, 2001-2007 Ετήσια κατανάλωση ελαιολάδου ανά κάτοικο, 2001-2007 0,40 0,367 0,381 0,35 0,30 0,260 0,282 0,270 0,25 0,20 0,15 0,10 0,131 0,151 0,05 0,00 2001 2002 2003 2004 2005 2006 2007 Η εξέταση των δεδομένων κατανάλωσης ελαιολάδου ανά κάτοικο, κατά την ίδια περίοδο, ακολουθεί το ίδιο πρότυπο εξέλιξης και αποκαλύπτει το ίδιο πρότυπο μεταβολών. Εντούτοις, εξεταζόμενη από πλευράς απόλυτων μεγεθών, η κατανάλωση ελαιολάδου αποκαλύπτει ότι, καίτοι η μεταβολή υπήρξε σημαντική, η κατ άτομο κατανάλωση παραμένει ακόμη χαμηλή. Σύμφωνα με τα παραπάνω στοιχεία, το 2007 ο μέσος Τσέχος πολίτης κατανάλωνε ετησίως 381 γραμμάρια ελαιολάδου, ενώ το 2001 μόλις 131 γραμμάρια ετησίως. Έτσι, παρά τη θετική εντύπωση που προκαλεί ο τριπλασιασμός, σχεδόν, της ανά άτομο κατανάλωσης αλλά και η σημαντική κατ έτος αύξηση της κατανάλωσης ελαιολάδου, η κατ άτομο κατανάλωση παραμένει ακόμη σε εξαιρετικά χαμηλά επίπεδα. Ανοδική, αλλά σαφώς πιο περιορισμένη, ήταν και η εξέλιξη της κατανάλωσης βρώσιμων ελιών στην Τσεχία. Έτσι, για το χρονικό διάστημα 2001-2005, η συνολική κατανάλωση ανήλθε από 2.174 τ. το 2001 σε 3.629 τ. το 2005, η οποία 5

ανταποκρίνεται σε αύξηση της τάξης του 67% περίπου. Όπως γίνεται αντιληπτό και από το σχετικό γράφημα, η αύξηση αυτή επήλθε, με την εξαίρεση του έτους 2004 1 κατά τρόπο σχετικά ισορροπημένο. Σε ότι αφορά τις εξελίξεις των τελευταίων δύο ετών (2006-2007) δεν είναι προς το παρόν δυνατή η εξαγωγή σχετικώς ασφαλών συμπερασμάτων, λόγω της ριζικής μεταβολής του τρόπου καταγραφής των σχετικών δεδομένων από την Τσεχική Στατιστική Υπηρεσία. Συγκεκριμένα, ενώ μέχρι το 2005 καταγράφονταν και δημοσιεύονταν οι εμπορευματικές συναλλαγές ελιών με βάση το βάρος σε χιλιόγραμμα, από το 2006 δημοσιεύονται μόνο οι σχετικές ροές με βάση τον αριθμό των τεμαχίων/ συσκευασιών, γεγονός που καθιστά την οποιαδήποτε αξιολόγηση τουλάχιστον δυσχερή. Για το λόγο αυτό, οποιεσδήποτε σχετικές εκτιμήσεις βασίζονται εκ των πραγμάτων σε μια γενικότερη αντίληψη του Γραφείου Ο.Ε.Υ. Πράγας για την αγορά του εν λόγω προϊόντος. Γράφημα 3: Εξέλιξη κατανάλωσης βρώσιμων ελιών, 2001-2005 5.000.000 Εξέλιξη κατανάλωσης ελιών, 2001-2005 20.548.911 4.000.000 3.629.822 3.000.000 2.174.885 2.180.230 2.468.024 2.000.000 1.000.000 0 2001 2002 2003 2004 2005 Η εξέταση των δεδομένων κατανάλωσης βρώσιμων ελιών ανά κάτοικο, κατά την ίδια περίοδο, αποκαλύπτει επίσης το ίδιο πρότυπο εξέλιξης, ήτοι μια σταδιακά ανοδική κατανάλωση βρώσιμων ελιών ανά κάτοικο, εικόνα που κατά την εκτίμησή μας συνεχίζει να υφίσταται και κατά την τελευταία διετία. 1 Τα δεδομένα όγκου, αξίας και χώρας προέλευσης υποδηλώνουν πιθανή εσφαλμένη καταγραφή από πλευράς της Τσεχικής Στατιστικής Υπηρεσίας, η οποία ίσως οφείλεται στις προσαρμογές που τότε γίνονταν λόγω της εισόδου της χώρας στην Ε.Ε. το Μάιο του ίδιου έτους 6

Γράφημα 4:Εξέλιξη κατανάλωσης βρώσιμων ελιών ανά κάτοικο, 2001-2005 Εξέλιξη κατανάλωσης ελιών ανά κατοικο, 2001-2005 2,500 2,009 2,000 1,500 1,000 0,500 0,213 0,213 0,241 0,355 0,000 2001 2002 2003 2004 2005 Εντούτοις, όπως και στην περίπτωση του ελαιολάδου, η μελέτη των ποσοτικών στοιχείων ανά κάτοικο, αποκαλύπτει ότι η κατανάλωση βρώσιμων ελιών βρίσκεται σε χαμηλά επίπεδα, φτάνοντας ετησίως τα 355 γραμμάρια ανά κάτοικο το 2005, από μόλις 213 γραμμάρια το 2001. Από τα παραπάνω στοιχεία συνάγεται ότι τόσο η κατανάλωση ελαιολάδου, όσο και αυτή των βρώσιμων ελιών, βρίσκονται μεν σε άνοδο, πρόκειται όμως για αυξητικές μεταβολές, που, καίτοι σχετικά υψηλές, αντιστοιχούν σε χαμηλές απόλυτες τιμές κατανάλωσης των συγκεκριμένων προϊόντων κατ άτομο, σε ετήσια βάση. Οι παραπάνω διαπιστώσεις επιβεβαιώνονται και από τους εισαγωγείς ελληνικού ελαιολάδου και ελληνικών βρώσιμων ελιών. Σύμφωνα με τους τελευταίους, η μεν αγορά ελαιολάδου χαρακτηρίζεται ως ανοδική, αυτή δε των βρώσιμων ελιών ως σταθερή με ανοδικές τάσεις. Αναφορικά προς τους παράγοντες που επηρεάζουν τις επιλογές των καταναλωτών ως προς το ελαιόλαδο, τις βρώσιμες ελιές και γενικότερα τα τρόφιμα, σημειώνουμε ότι το διαθέσιμο εισόδημα, σε συνάρτηση πάντοτε με τη διαμόρφωση των τιμών, αποτελεί, ακόμη και σήμερα, τον συγκριτικά ισχυρότερο παράγοντα. 7

Η σταδιακή αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος 2 μετά τη "Βελούδινη Επανάσταση" του 1989 συνοδεύτηκε από τη διαφοροποίηση και την εξέλιξη των προτιμήσεων των καταναλωτών και έτσι, σήμερα, οι καταναλωτές αναζητούν, αφενός, τα πλέον ανταγωνιστικά τρόφιμα από απόψεως κόστους αλλά, ταυτόχρονα, είναι ιδιαίτερα απαιτητικοί ως προς τη σχέση ποιότητας- τιμής. Σύμφωνα με τους εισαγωγείς ελαιολάδου και βρώσιμων ελιών στην Τσεχία, πέραν του κόστους, μια σειρά άλλων παραγόντων που σχετίζονται με τις ιδιαίτερες προτιμήσεις των Τσέχων καταναλωτών επηρεάζουν την τελική ζήτηση τόσο του ελαιολάδου όσο και των ελιών. Σε ότι αφορά τη ζήτηση ελαιολάδου, σημειώνεται ότι το ελαιόλαδο δεν συνδέεται στη συνείδηση των Τσέχων καταναλωτών με τις καθημερινές και «φυσιολογικές» διατροφικές συνήθειες, παρά μόνο θεωρείται ακόμα από πολλούς ως «ιδιαίτερο» είδος. Έτσι, καίτοι το ελαιόλαδο είναι γνωστό σε ευρύ φάσμα καταναλωτών, η πλειονότητα συνεχίζει να θεωρεί τα διάφορα σπορέλαια ως τα «αυτονόητα» έλαια για τις καθημερινές διατροφικές τους ανάγκες. Το φαινόμενο αυτό αποδίδεται, σε μεγάλο βαθμό, αφενός στο γεγονός ότι το ελαιόλαδο δεν παράγεται στη χώρα, αφετέρου δε στο ότι η κατανάλωσή του υπήρξε (και συνεχίζει, εν πολλοίς, να παραμένει) περιορισμένη για μια μεγάλη χρονική περίοδο, είτε λόγω της πολιτικής που ακολουθήθηκε μέχρι το 1989, είτε λόγω κόστους (τα σπορέλαια συνεχίζουν να είναι στην τσεχική αγορά εξαιρετικά φθηνότερα από το ελαιόλαδο) είτε λόγω γενικότερων διατροφικών συνηθειών. Διαπιστώνεται, επίσης, ότι το ελαιόλαδο (και δη το ελληνικό) αλλά και οι ελιές, είναι γνωστά στους Τσέχους καταναλωτές που έχουν επισκεφθεί την Ελλάδα για τουρισμό, στοιχείο το οποίο είναι ιδιαίτερα σημαντικό αν αναλογιστεί κανείς ότι η χώρα μας αποτελεί τον τρίτο δημοφιλέστερο προορισμό για θερινές διακοπές (μετά την Κροατία και τη Σλοβακία). Αναφορικά προς τη ζήτηση ελιών, οι Τσέχοι καταναλωτές ζητούν σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό τις πράσινες ελιές, σε σύγκριση προς τις μαύρες και ανεξάρτητα από την ποικιλία, γεγονός που επιβεβαιώνεται και από το σύνολο των εδώ 2 Αμέσως μετά τη "Βελούδινη Επανάσταση" του 1989, η ζήτηση για τρόφιμα μειώθηκε απότομα κατά 30% περίπου, λόγω της κατάργησης των επιδοτούμενων τιμών αλλά και της απώλειας της ανάγκης αποθήκευσης τροφίμων από τους καταναλωτές. Έκτοτε, η καταναλωτική δαπάνη για τρόφιμα αυξάνεται, παράλληλα και σε συνάρτηση προς το διαθέσιμο εισόδημα. 8

εισαγωγέων ελιών και ελαιολάδου. Ταυτόχρονα, η ζήτηση των τελικών καταναλωτών επικεντρώνεται σχεδόν αποκλειστικά σε συσκευασμένα προϊόντα. Βεβαίως, η τελική ζήτηση για το ελαιόλαδο και τις ελιές επηρεάζεται και από άλλες, γενικότερες, τάσεις που διαμορφώνονται στην τσεχική κοινωνία και αφορούν τόσο στο διατροφικό πρότυπο όσο και στις τάσεις που επικρατούν αναφορικά προς τους τόπους και τρόπους εστίασης. Έτσι, θετική συμβολή στη διατήρηση της ζήτησης για το ελαιόλαδο έχει το μέρος εκείνο του σύγχρονου διατροφικού προτύπου που προβάλει την αξία του ελαιολάδου (και δευτερευόντως των ελιών) για τη διατήρηση της καλής υγείας και της άμυνας του ανθρώπινου οργανισμού απέναντι σε ορισμένες σύγχρονες παθήσεις και γενικότερα ως αναπόσπαστου μέρους της λεγόμενης «μεσογειακής διατροφής». Έτσι, η ζήτηση για το ελαιόλαδο διατηρείται αυξανόμενη. Επίσης, η εκδυτικοποίηση, η αστικοποίηση και η σταδιακή άνοδος του διαθέσιμου εισοδήματος αποτελούν ενισχυτικούς της μελλοντικής ζήτησης ελαιολάδου παράγοντες, και ως εκ τούτου θα πρέπει να αναμένεται η περαιτέρω αύξηση της κατανάλωσης ελαιολάδου. Από την άλλη πλευρά, θα πρέπει επίσης να ληφθούν υπόψη και οι, εν πολλοίς ανασχετικές, συνέπειες ως προς την κατανάλωση ελαιολάδου που προκύπτουν και η τάση των καταναλωτών, ιδιαίτερα των μεγαλύτερων αστικών κέντρων, προς τη μαζική- και ενίοτε ταχεία- εστίαση. Τέλος, και υπό το φως των παραπάνω, αξίζει να σημειωθεί ότι, ειδικότερα σε ότι αφορά στο βιολογικό ελαιόλαδο, η κατανάλωσή του, προς το παρόν, είναι σε εξαιρετικά χαμηλά και, κατ ουσία, αμελητέα επίπεδα. 2.3. Εισαγωγές Σύμφωνα με τα δημοσιευμένα στοιχεία της Στατιστικής Υπηρεσίας της Τσεχίας, ο συνολικός όγκος εισαγωγών ελαιολάδου, που, εν πολλοίς, ταυτίζεται ποσοτικά με τον συνολικό όγκο της αγοράς της Τσεχίας 3, ανήλθε το 2005 σε 4,2 χιλ. τόνους περίπου και είναι αυξημένος κατά 40,7% σε σχέση με το 2004, ενώ αυξήθηκε περίπου κατά 192% συγκρινόμενος με το 2001, ήτοι σχεδόν τριπλασιάστηκε. 3 Η μικρή διαφορά που παρατηρείται ανάμεσα στον συνολικό όγκο εισαγωγών και την συνολική κατανάλωση, οφείλεται στις επανεξαγωγές ελαιολάδου και βρώσιμων ελιών, κυρίως προς τις γειτονικές χώρες και ιδιαίτερα προς τη Σλοβακία. Σημειώνεται ότι πρόκειται για δυο αγορές εν πολλοίς συμπληρωματικές, που εξυπηρετούνται σε μεγάλο βαθμό από κοινά κανάλια διανομής, ιδιαίτερα δε στον κλάδο των τροφίμων. 9

Πίνακας 1: Όγκος εισαγωγών ελαιολάδου στην Τσεχία, 2001-2007 Έτος Ποσότητα (kg) Μεταβολή (%) Αξία (USD '000) Μεταβολή αξίας (%) 2001 1.445.950-2.977-2002 1.617.688 11,9 3.899 31,0 2003 2.762.266 70,8 6.948 78,2 2004 3.063.562 10,9 8.498 22,3 2005 4.053.072 32,3 12.941 52,3 2006 3.003.212-25,9 13.403 3,6 2007 4.225.239 40,7 16.209 20,9 Όπως προκύπτει από την ανάλυση των ποσοτικών στοιχείων, και επιβεβαιώνεται εμπειρικά από τους εδώ εισαγωγείς, οι εισαγωγές ελαιολάδου εξελίσσονται ανοδικά και κατά σταθερό τρόπο, γεγονός που δείχνει ότι, ιδιαίτερα μετά την είσοδο της χώρας στην Ε.Ε. και στο πλαίσιο της σταδιακής ανόδου των εισοδημάτων και του βιοτικού επιπέδου, το ελαιόλαδο γίνεται όλο και περισσότερο γνωστό και προσιτό στους Τσέχους καταναλωτές. Γράφημα 5:Εξέλιξη εισαγωγών ελαιολάδου στην Τσεχία, 2001-2007 Εισαγωγές ελαιολάδου, 2001-2007 5000000 4.053.072 4.225.239 Kg 4000000 3000000 2000000 1.445.950 1.617.688 2.762.266 3.063.562 3.003.212 1000000 0 2001 2002 2003 2004 2005 2006 2007 Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει επίσης και η ανάλυση της κατανομής των εισαγωγών ελαιολάδου, ανά χώρα προέλευσης. Συγκεκριμένα, διαπιστώνεται ότι, κατά το 2007, οι μεγαλύτερες εισαγωγές ελαιολάδου έγιναν από την Ισπανία, από την οποία προέρχεται το 47,5% του συνολικού όγκου εισαγωγών, με δεύτερο σημαντικό προμηθευτή την Ιταλία, η οποία κάλυψε, κατά το προηγούμενο έτος, το 22,3% των 10

Τσεχικών εισαγωγών. Η Ελλάδα κάλυψε, κατά την ίδια χρονική περίοδο, το 11,7% των Τσεχικών εισαγωγών. Γράφημα 6:Εισαγωγές ελαιολάδου στην Τσεχία ανά χώρα προέλευσης, 2007 Μερίδιο αγοράς ελαιολάδου ανά χώρα προέλευσης, 2007 Germany 9,5% Belgium 7,7% OTHERS 1,4% Greece 11,7% Spain 47,5% Italy 22,3% Η διαχρονική μελέτη των σχετικών ποσοτικών δεδομένων 4 αποκαλύπτει ότι η Ισπανία είναι η αδιαμφισβήτητη κυρίαρχος της Τσεχικής αγοράς ελαιολάδου καλύπτοντας, διαχρονικά, πάνω από το 40% των εισαγωγών, αν και μέχρι το 2005 σταδιακά εμφανίζονταν να χάνει ένα μέρος της ισχυρής αυτής θέσης (2001: 52.9%, 2002: 48.0%, 2003: 47.1%, 2004: 41.3%, 2005: 42.6%). Ταυτόχρονα, η Ιταλία βρίσκεται, επίσης, σταθερά στη δεύτερη θέση, με αξιόλογα ποσοστά, εμφανίζοντας όμως, όπως και η Ισπανία, μια ελαφρά απώλεια της δυναμικής της (2001: 39.4%, 2002: 41.7%, 2003: 42.8%, 2004: 35.1%, 2005: 30.2%, 2006: 30,9%, 2007: 22,3%). Έτσι, οι δύο χώρες, καλύπτουν σταθερά πάνω από το 70% της αγοράς (ενώ κάλυπταν, πρόσφατα, πάνω από 80% και, το 2001, το 92%) και, ουσιαστικά, κυριαρχούν στην Τσεχική αγορά ελαιολάδου. Η Ελλάδα βρίσκεται στην τρίτη θέση (2007: 11,7%) με σχετικά ανοδικό μερίδιο στο σύνολο των Τσεχικών εισαγωγών του προϊόντος, καλύπτοντας ένα μικρό μέρος της αγοράς, ενώ σταδιακά παρατηρείται και μια αύξηση τόσο του μεριδίου, όσο και του αριθμού των «λοιπών» προμηθευτριών χωρών. 4 Βλ. Παράρτημα, σε ηλεκτρονική μορφή, περί εισαγωγών ελαιολάδου. 11

Σύμφωνα με τα δημοσιευμένα στοιχεία της Στατιστικής Υπηρεσίας της Τσεχίας, ο συνολικός όγκος εισαγωγών ελιών, που, όπως και στην περίπτωση του ελαιολάδου, ταυτίζεται, εν πολλοίς, ποσοτικά με τον συνολικό όγκο της αγοράς της Τσεχίας 5, ανήλθε το 2005 σε 7,9χιλ. τόνους περίπου, τριπλάσιος από τον αντίστοιχο όγκο εξαγωγών τους έτους 2001. Σε ότι αφορά τις εξελίξεις μετά το 2006 και δεδομένου ότι δεν είναι δυνατό να εξαχθούν προς το παρόν σχετικώς ασφαλή συμπεράσματα με βάση τα δεδομένα που αφορούν στον συνολικό όγκο του προϊόντος (όπως ήδη αναφέρθηκε, ενώ μέχρι το 2005 καταγράφονταν και δημοσιεύονταν οι εμπορευματικές συναλλαγές ελιών με βάση το βάρος σε χιλιόγραμμα, από το 2006 δημοσιεύονται μόνο οι σχετικές ροές με βάση τον αριθμό των τεμαχίων/ συσκευασιών). Έτσι, αναλύοντας τα δεδομένα που αφορούν στη συνολική αξία των εισαγωγών, διαπιστώνεται ότι, μετά από ένα έτος όπου οι εισαγωγές παρέμειναν ουσιαστικά σταθερές (2006: -4,6%) κατά το 2007 καταγράφηκε ετήσια αύξηση της αξίας των εισαγωγών βρώσιμων ελιών κατά 24,5%, ποσό που, συγκρινόμενο με το αντίστοιχο του 2001 παρουσιάζει αύξηση κατά 180% περίπου. Πίνακας 2: Όγκος εισαγωγών βρώσιμων ελιών στην Τσεχία, 2001-2007 Έτος Ποσότητα (kg) Μεταβολή (%) Αξία (USD '000) Μεταβολή αξίας (%) 2001 2.538.031 3.132 2002 2.619.526 3,2 3.812 21,7 2003 2.961.701 13,1 4.681 22,8 2004 21.113.536 612,9 5.919 26,4 2005 7.875.032-62,7 7.407 25,1 Έτος Τεμάχια συσκευασίας Μεταβολή (%) Αξία (USD '000) Μεταβολή αξίας (%) 2006 43.370.706 7.094-4,2 2007 11.953.377-72,4 8.830 24,5 Η εξέλιξη των εισαγωγών βρώσιμων ελιών στην Τσεχία, όπως ήδη έγινε φανερό από την ανάλυση που αφορά στην εξέλιξη της κατανάλωσης, έχει ανοδικό, επίσης, χαρακτήρα, σαφώς όμως με πιο περιορισμένο ρυθμό εν συγκρίσει προς τις εισαγωγές ελαιολάδου. Έτσι, παρατηρείται ότι ο συνολικός όγκος εισαγωγών της πενταετίας 2001-2005 έχει αυξηθεί κατά 71,9%, ενώ, με εξαίρεση την, υπερβολικά 5 Όπως και στην περίπτωση του ελαιολάδου, η μικρή διαφορά που παρατηρείται ανάμεσα στον συνολικό όγκο εισαγωγών και την συνολική κατανάλωση, οφείλεται στις επανεξαγωγές ελιών και βρώσιμων ελιών, κυρίως προς τις γειτονικές χώρες και ιδιαίτερα προς τη Σλοβακία, η οποία, το 2005, απορρόφησε το 95% των εξαγωγών ελιών από την Τσεχία. 12

υψηλή αύξηση του έτους 2004 6 οι εισαγωγές εξελίσσονται ανοδικά κατά τρόπο ισορροπημένο, στοιχείο που γίνεται ακόμη περισσότερο εμφανές από την εξέταση των ποσοτικών δεδομένων διαχρονικής εξέλιξης της αξίας, τόσο κατ απόλυτα, όσο και κατά σχετικά μεγέθη. Όπως και στην περίπτωση του ελαιολάδου, η ανάλυση της κατανομής των εισαγωγών και μεριδίων αγοράς βρώσιμων ελιών, ανά χώρα προέλευσης, αποκαλύπτει ορισμένα αξιοποιήσιμα στοιχεία αναφορικά προς τον ανταγωνισμό στην αγορά της Τσεχίας. Γράφημα 7:Εισαγωγές ελιών στην Τσεχία ανά χώρα προέλευσης, 2007 Spain 86,0% Germany 3,3% Others 3,3% Greece 4,4% Italy 3,0% Η διαχρονική ανάλυση των διαθέσιμων ποσοτικών δεδομένων 7 αποκαλύπτει ότι, κατά τρόπο παρόμοιο προς την περίπτωση του ελαιολάδου, αλλά καταλυτικό από πλευράς μεριδίου της αγοράς, η Ισπανία είναι η απόλυτη κυρίαρχος της Τσεχικής αγοράς ελιών, καλύπτοντας, διαχρονικά, περίπου το 90% της αγοράς (σε αξία, 2001: 88,8%, 2002: 90,6%, 2003: 88,2%, 2004: 90,0% 2005: 90,1%, 2006: 89,7%, 2007: 86,0%). Τα μερίδια των λοιπών χωρών, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα (2001: 3,0%, 2002: 2,5%, 2003: 2,4%, 2004: 0,3%, 2005: 0,6%, 2006: 4,2%, 2007: 4,4%) είναι σε εξαιρετικά χαμηλά επίπεδα, ιδιαίτερα λαμβανομένου υπόψη του εξαιρετικά χαμηλού απόλυτου μεγέθους της αγοράς. 6 Υπενθυμίζεται, ότι τα δεδομένα όγκου, αξίας και χώρας προέλευσης (Γερμανία) υποδηλώνουν πιθανή εσφαλμένη καταγραφή από πλευράς της Τσεχικής Στατιστικής Υπηρεσίας 7 Βλ. Παράρτημα, σε ηλεκτρονική μορφή, περί εισαγωγών ελιών. 13

2.4. Η Ελληνική παρουσία στην αγορά ελαιολάδου και ελιών της Τσεχίας Η Ελληνική παρουσία στην αγορά ελαιολάδου της Τσεχίας παρουσιάζει μια θετική πορεία, ενώ το μερίδιο που καταλαμβάνει το Ελληνικό ελαιόλαδο στην αγορά, καίτοι βρίσκονταν σε σχετικώς χαμηλά επίπεδα μέχρι το 2005, οι εξελίξεις της τελευταίας διετίας συνηγορούν υπέρ μιας νέας, δυναμικότερης πορείας. Σύμφωνα με τα πλέον πρόσφατα στατιστικά στοιχεία, το εξαγόμενο από την Ελλάδα ελαιόλαδο αποτελούσε το 2007 το 11,7% του συνολικού όγκου και το 12,1% της συνολικής αξίας των εισαγωγών ελαιολάδου στη χώρα, με την Ισπανία να βρίσκεται στο 47,5% (43,6% της αξίας) και να καταλαμβάνει την πρώτη θέση μεταξύ των προμηθευτών ελαιολάδου στην Τσεχική αγορά και την Ιταλία να καλύπτει το 22,3% του όγκου και το 30,9% της αξίας της αγοράς, για το ίδιο έτος, ενώ η Γερμανία προμήθευσε το 9,5% του όγκου (5,1% της αξίας) του ελαιολάδου. Από την άλλη πλευρά, οι υπόλοιπες χώρες που προμήθευσαν την Τσεχία με ελαιόλαδο το 2007, καλύπτουν συνολικά, το 9,1% του όγκου της αγοράς 8. Γράφημα 8: Εξέλιξη εξαγωγών Ελληνικού ελαιολάδου στην Τσεχία, 2001-2007 Ελληνικές εξαγωγές ελαιολάδου, 2001-2007 600.000 510.509 496.037 500.000 400.000 325.020 300.000 200.000 91.959 127.267 135.609 204.418 100.000 0 2001 2002 2003 2004 2005 2006 2007 Η εξέλιξη της Ελληνικής παρουσίας στην αγορά ελαιολάδου κατά την τελευταία επταετία είναι σαφώς ανοδική. 8 Βλ. Παράρτημα, σε ηλεκτρονική μορφή, περί εισαγωγών ελαιολάδου, φύλλο εργασίας έτους 2007 καθώς και Γράφημα 6. 14

Έτσι, η χώρα μας εξήγαγε το 2007 συνολικά 496 τ. ελαιολάδου (2006: 510 τ.), όγκος ο οποίος είναι αυξημένος κατά 439,4% αθροιστικά σε βάση επταετίας (2001: 91,9 τ.) Από την άλλη πλευρά, διαπιστώνεται επίσης ότι το Ελληνικό μερίδιο αγοράς ελαιολάδου, το οποίο παρουσίαζε μέχρι το 2005 χαρακτηριστικά σταθερότητας, αρχίζει να επιδεικνύει στοιχεία μιας ανοδικής πορείας. Γράφημα 9: Εξέλιξη του ελληνικού μεριδίου αγοράς ελαιολάδου, 2001-2005 Εξέλιξη ελληνικού μεριδίου αγοράς ελαιολάδου, 2001-2007 18,0 16,0 14,0 12,0 10,0 8,0 6,0 4,0 2,0 0,0 17,0 11,7 7,9 8,0 6,4 6,7 4,9 2001 2002 2003 2004 2005 2006 2007 Έτσι, κατά την τελευταία επταετία (2001-2007) το ελληνικό μερίδιο κινείται μεταξύ 6,4% και 17,0%, φθάνοντας στο υψηλότερο σημείο του το 2006. Η Ελλάδα, επίσης βρίσκεται κατά το ίδιο διάστημα στη τρίτη θέση, μετά την Ισπανία και την Ιταλία. Η ελληνική θέση στην αγορά βρώσιμων ελιών παρουσίαζε, από την άλλη πλευρά και μέχρι το 2005 μια αντίστροφη πορεία, εμφανίζοντας μια εύθραυστη σταθερότητα. Από την άλλη πλευρά και λαμβάνοντας υπόψη το νέο τρόπο καταγραφής των σχετικών στοιχείων από την Τσεχική Στατιστική Υπηρεσία μετά το 2006 9 και αξιολογώντας τα δεδομένα με βάση την αξία των ελληνικών εξαγωγών ελιών, εμφανίζεται και στην περίπτωση των ελληνικών ελιών μια νέα αξιόλογη δυναμική. 9 Ενώ μέχρι το 2005 καταγράφονταν και δημοσιεύονταν οι εμπορευματικές συναλλαγές ελιών με βάση τον όγκο σε χιλιόγραμμα, από το 2006 δημοσιεύονται μόνο οι σχετικές ροές με βάση τον αριθμό των τεμαχίων/ συσκευασιών 15

Έτσι, από την ανάλυση των διαθέσιμων στατιστικών στοιχείων διαπιστώνεται κατά τα πρώτα τρία έτη της υπό εξέταση περιόδου (2001-2003) καταγράφονται σταθερέςαλλά σε κάθε περίπτωση όχι αξιόλογες από απόψεως απόλυτων μεγεθών επιδόσεις, οι οποίες ανατρέπονται κατά τα έτη 2004-2005. Κατά την τελευταία διετία (2006-2007) εμφανίζονται στοιχεία μιας δυναμικής αντιστροφής των μέχρι πρότινος δεδομένων, με αποτέλεσμα οι ελληνικές εξαγωγές, καίτοι εξακολουθούν να μην είναι εντυπωσιακές από πλευράς απόλυτων μεγεθών, εμφανίζουν θεαματική αύξηση συγκριτικά με το πρόσφατο παρελθόν, εξέλιξη της οποίας η σταθερότητα δεν μπορεί ακόμη να επιβεβαιωθεί. Έτσι, η συνολική αξία εξαγωγών βρώσιμων ελιών από τη χώρα μας προς την Τσεχία, αυξήθηκε σύμφωνα με τα δεδομένα της Τσεχικής Στατιστικής Υπηρεσίας κατά 101% περίπου την τελευταία επταετία, ενώ μόνο κατά το 2007 η αύξηση ήταν 26,4%. Γράφημα 10: Εξέλιξη εξαγωγών Ελληνικών ελιών στην Τσεχία, 2001-2007 Ελληνικές εξαγωγές ελιών στην Τσεχία, 2001-2007 500 400 340,0 300 269,0 '000, $ 200 169,0 164,0 179,0 100 63,0 81,0 0 2001 2002 2003 2004 2005 2006 2007 Σε ότι αφορά το μερίδιο αγοράς των ελληνικών βρώσιμων ελιών στην Τσεχία και με βάση τα δεδομένα της κατ έτος αξίας των ελληνικών εξαγωγών, διαπιστώνεται ότι αυτό εξελίσσεται από το, υψηλότερο κατά την τελευταία επταετία, ποσοστό του 5,4% (2001) κατά ελαφρά φθίνοντα τρόπο στα έτη 2001-2003, μειώνεται θεαματικά κατά τα επόμενα δυο υπό εξέταση έτη, φθάνοντας μόλις το 1,1% της τσεχικής αγοράς το 2005, ενώ κατά τη τελευταία διετία ανακάμπτει προσεγγίζοντας τα επίπεδα του 2001. Κατά την ίδια περίοδο, καίτοι η χώρα μας αποτελεί τον τρίτο μεγαλύτερο προμηθευτή 16

ελιών (εξαίρεση το 2005, τέταρτη θέση) η σχετική της θέση ως προς τον ανταγωνισμό καθορίζεται από, αφενός, την κυριαρχία της Ισπανίας 10, αφετέρου από τον αντικειμενικά χαμηλό όγκο, σε απόλυτα πλέον μεγέθη, εξαγωγών ελιών στην Τσεχία, που καθιστά την ελληνική θέση ευάλωτη. Γράφημα 11: Εξέλιξη του ελληνικού μεριδίου αγοράς ελιών, 2001-2007 Εξέλιξη ελληνικού μεριδίου αγοράς ελιών, 2001-2007 6,0 5,4 5,0 4,0 4,3 3,8 4,2 4,4 3,0 2,0 1,1 1,1 1,0 0,0 2001 2002 2003 2004 2005 2006 2007 2.5. Δίκτυα Διανομής- Λιανική Πώληση Στην Τσεχία σήμερα υπολογίζεται ότι υπάρχουν περίπου 33.000 σημεία λιανικής πώλησης τροφίμων. Τα δίκτυα διανομής και λιανικής πώλησης έχουν διέλθει σημαντικές αλλαγές μετά την υιοθέτηση του συστήματος της ελεύθερης αγοράς και της ενσωμάτωσής της στο ευρωπαϊκό οικονομικό περιβάλλον. Πράγματι, οι αλλαγές που έχουν συντελεστεί τα τελευταία χρόνια σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση- και, βεβαίως, σε ολόκληρο τον ανεπτυγμένο κόσμο- και χαρακτηρίζονται από τη συγκέντρωση, τόσο σε επίπεδο εισαγωγέων/ διανομέων όσο και σε αυτό της λιανικής πώλησης- έχουν σε μεγάλο βαθμό συντελεστεί και στην αγορά της Τσεχίας. Πιο συγκεκριμένα, σε ότι αφορά τα δίκτυα διανομής τροφίμων, διαπιστώνεται ότι, αφενός πρόκειται για εταιρείες μεγάλου μεγέθους που διαπραγματεύονται, αγοράζουν και διακινούν ένα ευρύτατο φάσμα προϊόντων, με τάση συνεχούς 10 Βλ. Παράρτημα, σε ηλεκτρονική μορφή, περί εισαγωγών ελιών καθώς και Κεφάλαιο 2.3 17

συγκέντρωσης τα τελευταία χρόνια, αφετέρου ο ρόλος τους σταδιακά μετριάζεται σε όφελος των μεγάλων αλυσίδων λιανικής πώλησης. Έτσι, καίτοι οι εταιρείες εισαγωγής/ διανομής τροφίμων κατείχαν σημαντικό ρόλο στην τροφοδοσία του συνόλου της αγοράς, προμηθεύοντας μάλιστα σε μεγάλο βαθμό και την αγορά της Σλοβακίας, η επικρατούσα τάση σήμερα μειώνει- αλλά σαφώς δεν ακυρώνει- το σχετικό τους βάρος, δεδομένης της ανάπτυξης και επέκτασης των κέντρων προμηθειών των μεγάλων αλυσίδων λιανικής πώλησης τροφίμων. Από την πλευρά τους, οι μεγάλες αλυσίδες υπεραγορών, αποκτώντας μια όλο και σημαντικότερη θέση στο επίπεδο των λιανικών πωλήσεων, αποκτούν μια ολοένα και ισχυρότερη δυναμική και στο πεδίο των εισαγωγών και των δικτύων διανομής. Η πρώτη διαπίστωση από τη διαχρονική εξέλιξη των σημείων που οι καταναλωτές προτιμούν για να κάνουν τις αγορές τους σε τρόφιμα, είναι ότι υφίσταται πλέον ένας δυϊσμός της αγοράς που χαρακτηρίζεται από την ύπαρξη είτε πολύ μεγάλων είτε, αντιθέτως, πολύ μικρών καταστημάτων. Πρόκειται για μια εξέλιξη που αντικατοπτρίζει σε μεγάλο βαθμό το σύγχρονο τρόπο ζωής και κατανάλωσης. Στο παρελθόν, οι καταναλωτές αγόραζαν τρόφιμα από τα μικρά καταστήματα/ παντοπωλεία της περιοχής τους, ενώ σήμερα η πλειονότητα πραγματοποιεί εβδομαδιαίες αγορές στα μεγάλα καταστήματα. Πράγματι, ο σύγχρονος τρόπος ζωής, που ευνοεί περισσότερο την ατομικότητα, τις απρόσωπες αγορές, το συνδυασμό των προμηθειών τροφίμων και λοιπών ειδών για το σπίτι με άλλες δραστηριότητες (όπως λ.χ. η διασκέδαση) η αύξηση της συχνότητας μαζικής εστίασης και η αντίστοιχη μείωση της προετοιμασίας φαγητού στο σπίτι κ.λ.π. συνέβαλε καθοριστικά αλλά και επέτεινε τη δημιουργία και λειτουργία μεγάλων αλυσίδων υπεραγορών σε χώρους που συνδυάζουν πληθώρα δραστηριοτήτων. Έτσι, ενώ οι αλυσίδες υπεραγορών κάλυπταν πριν από δέκα χρόνια ένα χαμηλό ποσοστό των αγορών των Τσέχων καταναλωτών σε τρόφιμα, σήμερα έφτασαν να καλύπτουν πάνω από το ήμισυ των αναγκών τους σε τρόφιμα. Οι εξελίξεις αυτές επιτάχυναν τη μείωση της σημασίας των εισαγωγέων/ διανομέων και την ανάδειξη του ρόλου των αυτόνομων αγορών από τις ίδιες τις αλυσίδες υπεραγορών. Έτσι, οι μεγάλες εταιρείες εισαγωγής/ διανομής τροφίμων, συνεχίζουν να προμηθεύουν τα μεγάλα καταστήματα, όμως η κυρίαρχη θέση του παρελθόντος δεν υπάρχει πλέον. Αντίθετα, οι αλυσίδες υπεραγορών έχουν στραφεί στην δημιουργία δικών τους, ανεξάρτητων κέντρων προμηθειών- διανομών, που 18

καλύπτουν μεγάλες γεωγραφικές περιοχές- αγορές (λ.χ. δυτική Ευρώπη, νότια Ευρώπη κ.λ.π.) που λαμβάνουν τις αποφάσεις τους συγκεντρωτικά και επιβάλουν ενιαία πολιτική στις αλυσίδες τους είτε περιφερειακά είτε πανευρωπαϊκά. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι τα μεγάλα κέντρα διανομής των υπεραγορών διαπραγματεύονται και αγοράζουν απευθείας είτε (α) από μεγάλους παραγωγούς είτε (β) από μεγάλους εισαγωγείς. Οι παράμετροι των αγορών (είδη, τόπος, τιμές, ποσότητες, ενίοτε και προμηθευτές) καθορίζονται κεντρικά. Η τάση για απευθείας αγορές αφορά κυρίως τα προϊόντα χαμηλού ρίσκου. Εντούτοις, ενίοτε οι αλυσίδες υπεραγορών αποφασίζουν την απευθείας αγορά από μεγάλους παραγωγούς οι οποίοι παρέχουν αυξημένες προϋποθέσεις αξιοπιστίας και, όπως και στην περίπτωση των εισαγωγέων, λαμβάνουν σημαντικό μέρος του επιχειρηματικού κινδύνου. Έτσι, η στρατηγική προώθησης του ελληνικού ελαιολάδου και ελληνικών ελιών στην Τσεχική αγορά θα πρέπει να λάβει σοβαρά υπόψη ότι, αφενός, οι μεγάλοι εισαγωγείς αποτελούν το "όχημα" για το μεγαλύτερο μέρος της αγοράς και ότι, αφετέρου, η μελλοντική τυχόν προσέγγιση από μεγάλες αλυσίδες υπεραγορών θα συμβεί μόνο υπό την προϋπόθεση ότι από Ελληνικής πλευράς υπάρχουν μεγάλοι, οργανωμένοι και εξαιρετικά αξιόπιστοι συνομιλητές. 19

3. Προοπτικές και προτάσεις περαιτέρω ανάπτυξης των ελληνικών εξαγωγών ελαιολάδου και ελιών στην Τσεχία Από την ανάλυση που προηγήθηκε είναι δυνατή η απαρίθμηση ορισμένων θετικών αλλά και ανασταλτικών για την Ελλάδα δεδομένων της αγοράς ελαιολάδου και ελιών της Τσεχίας, η διαπίστωση των στοιχείων εκείνων που χρήζουν αυξημένης προσοχής καθώς και η διατύπωση προτάσεων για τη διατήρηση και την περαιτέρω ανάπτυξη των ελληνικών εξαγωγών. Ως θετικά στοιχεία κρίνονται: 1. Η πολύ καλή ποιότητα του ελληνικού ελαιολάδου, για όσους το γνωρίζουν και το έχουν δοκιμάσει. 2. Η ανοδική εξέλιξη της αγοράς ελαιολάδου και ελιών 3. Η προβολή της σημασίας του ελαιολάδου για την καλή υγεία και, γενικότερα, η αυξανόμενη συνειδητοποίηση των καταναλωτών γύρω από τη σημασία της υγιεινής διατροφής Ως ανασταλτικά σημεία κρίνονται: 1. Ο πολύ υψηλός βαθμός αναγνωρισιμότητας του Ισπανικού και Ιταλικού ελαιολάδου, καθώς και των Ισπανικών ελιών έναντι των αντίστοιχων Ελληνικών. 2. Η κυρίαρχη θέση της Ισπανίας και Ιταλίας στην αγορά ελαιολάδου και η καταλυτική κυριαρχία των Ισπανικών ελιών στην αγορά, που παράγουν αντίστοιχα υψηλό βαθμό αναγνωρισιμότητας, φήμης και ζήτησης. 3. Το χαμηλό απόλυτο μέγεθος της αγοράς 4. Το υψηλό, ακόμη, κόστος του ελαιολάδου για τον μέσο Τσέχο καταναλωτή. 5. Η σχετικά ακριβότερη, σε σχέση με τον Ισπανικό και Ιταλικό ανταγωνισμό, τιμή του ελληνικού ελαιολάδου. 6. Το μέγεθος των Ισπανών (δυνητικών ή πραγματικών) συνομιλητών των μεγάλων αλυσίδων υπεραγορών. 7. Η συστηματική προώθηση του Ισπανικού και Ιταλικού ελαιολάδου από τους τελευταίους. Δεδομένης της κυρίαρχης θέσης της Ισπανίας και Ιταλίας, σε συνδυασμό με το μικρό μέγεθος των αγορών ελαιολάδου και ελιών, είναι λογικό να αναμένεται ότι η ζήτηση Ελληνικού ελαιολάδου και ελιών θα παραμείνει σχετικά περιορισμένη. Έτσι, το 20

ζητούμενο, ιδιαίτερα στην περίπτωση του ελαιολάδου, όπου υπάρχει μια σχετικά σταθερή παρουσία, θα πρέπει να είναι η διατήρηση του ελληνικού μεριδίου. Αυτό σημαίνει ότι, εν αναμονή της μελλοντικής εξέλιξης της αγοράς σε υψηλότερα επίπεδα ζήτησης, το απόλυτο μέγεθος των ελληνικών εξαγωγών θα δύναται να βαίνει αυξανόμενο και, κατ αυτό τον τρόπο, θα διατηρούνται ισχυρές οι δυνατότητες περαιτέρω βελτίωσης της Ελληνικής θέσης, μέσω της υιοθέτησης πολιτικών προώθησης και προβολής του ελληνικού ελαιολάδου. Τηρουμένων των αναλογιών, αλλά λαμβανομένου υπόψη του σαφώς δυσκολότερου περιβάλλοντος αγοράς με την απόλυτη κυριαρχία της Ισπανίας, η στόχευση στην περίπτωση των ελιών θα πρέπει να είναι, κατ αρχή, η ανάκτηση και στη συνέχεια διατήρηση του προ πενταετίας μεριδίου αγοράς. Γενικότερα, τα στοιχεία που θα πρέπει να τύχουν μέριμνας είναι: 1. Η επικέντρωση της προσοχής στη διατήρηση και επαύξηση της ποιότητας του ελληνικού ελαιολάδου και ελληνικών ελιών 2. Αντίστοιχα, η διατήρηση και επαύξηση των λοιπών στοιχείων αξιοπιστίας των προϊόντων και των επιχειρηματικών πρακτικών 3. Η βελτίωση και επίτευξη ανταγωνιστικών όρων πληρωμής 4. Η (μακροχρόνια) επίτευξη ανταγωνιστικών τιμών σε σχέση με το Ισπανικό και Ιταλικό ελαιόλαδο Επιπλέον, παράλληλα προς τα παραπάνω, και πάντοτε λαμβανομένων υπόψη των περιορισμών και πραγματικοτήτων που συνθέτουν την εικόνα του παραγωγικού δυναμικού της χώρας μας, θεωρούμε ότι είναι αναγκαίο να ληφθούν υπόψη τα εξής: 1. είναι απαραίτητο να υιοθετηθούν και να εφαρμοστούν, όπως και στις υπόλοιπες ανεπτυγμένες δυτικές αγορές, οι επιταγές του σύγχρονου μάρκετινγκ, με έμφαση στον πελατοκεντρικό προσανατολισμό. 2. στα πλαίσια του σύγχρονου μάρκετινγκ, είναι σημαντικό να υιοθετηθεί η δυναμική- ενεργητική αναζήτηση του πελάτη, σε αντίθεση προς τη συνήθη, μέχρι σήμερα, πρακτική της παθητικής αναζήτησης νέων αγοραστών 3. επίσης στα πλαίσια του σύγχρονου μάρκετινγκ, είναι αναγκαία η σύνταξη συγκεκριμένων προγραμμάτων (συλλογικά ή ανά επιχείρηση) με προγραμματισμένες και συντονισμένες ενέργειες. Στα πλαίσια αυτά, μπορούν να προβλεφθούν ενέργειες όπως συμμετοχή σε κλαδικές εκθέσεις, εμπορικές αποστολές κ.ο.κ. 21

4. βασική προϋπόθεση είναι η εύρεση και στη συνέχεια η οικοδόμηση συνεπούς συνεργασίας με έναν αποτελεσματικό και αξιόπιστο εισαγωγικό οίκο, με καλά οργανωμένο σύστημα πωλήσεων 5. είναι αναγκαίο να ληφθεί η κατάλληλη μέριμνα ώστε να διοργανώνονται κλαδικές εμπορικές αποστολές, ορθά οργανωμένες και μελετημένες. Το Γραφείο Ο.Ε.Υ. Πράγας έχει όλη την αναγκαία εμπειρία και τεχνογνωσία για να συμβάλει αποτελεσματικά σε μια τέτοια προσπάθεια. Κατόπιν των παραπάνω, για την έναρξη αναζήτησης επαφών, προτείνονται οι εξής, εναλλακτικές ή συνδυασμένες, ενέργειες: Επαφή με το Γραφείο Ο.Ε.Υ. Πράγας, Επαφή με το Αγροτικό Επιμελητήριο Αναζήτηση εμπορικών επαφών στο διαδίκτυο Συμμετοχή σε εμπορικές αποστολές Συμμετοχή σε κλαδικές εκθέσεις στην Τσεχία, ενδεχόμενα με κρατική (περιφερειακή) συμπαράσταση, σε συλλογικό ή και ατομικό περίπτερο, Επίσκεψη σε κλαδικές εκθέσεις στην Τσεχία, Καταχώρηση σε ειδικευμένες εκδόσεις, έντυπες και ηλεκτρονικές, παροχής πληροφοριών για εμπορικές επαφές κ.ο.κ. Πράγα, Μάιος 2008 Συντάκτης: Δημήτριος Γ. Ζιώγας, Σύμβουλος Ο.Ε.Υ. Β' 22