Πτυχιακή Εργασία ΩΚΕΑΝΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΕΡΕΥΝΕΣ ΣΤΗ ΛΙΜΝΟΘΑΛΑΣΣΑ ΤΟΥ ΑΙΤΩΛΙΚΟΥ

Σχετικά έγγραφα
2. ΓΕΩΛΟΓΙΑ - ΝΕΟΤΕΚΤΟΝΙΚΗ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΧΗΜΕΙΑΣ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΣΤΟΝ ΜΑΛΙΑΚΟ ΚΟΛΠΟ. Αν. Καθηγητης Μ.Δασενακης. Δρ Θ.Καστριτης Ε.Ρουσελάκη

iv. Παράκτια Γεωμορφολογία

ΜΕΛΕΤΗ ΑΞΙΟΠΟΙΗΣΗΣ Υ ΑΤΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ ΤΟΥ ΗΜΟΥ ΤΕΜΕΝΟΥΣ ΚΑΙ ΣΚΟΠΙΜΟΤΗΤΑΣ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗΣ ΤΑΜΙΕΥΤΗΡΩΝ ΕΠΙ ΤΟΥ ΧΕΙΜΑΡΟΥ ΙΑΚΟΝΙΑΡΗ

τον Τόμαρο και εκβάλλει στον Αμβρακικό και ο Άραχθος πηγάζει από τον Τόμαρο και εκβάλλει επίσης στον Αμβρακικό (Ήπειρος, Ζαγόρι).

1. Το φαινόµενο El Niño

Τα ποτάμια και οι λίμνες της Ελλάδας. Λάγιος Βασίλειος, Εκπαιδευτικός

ΠΕΡΙΟΧΕΣ ΜΕ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΥΦΑΛΜΥΡΩΣΗΣ ΕΝΤΟΣ ΤΟΥ ΕΘΝΙΚΟΥ ΠΑΡΚΟΥ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ ΚΑΙ ΘΡΑΚΗΣ

ΕΠΙΦΑΝΕΙΑΚΑ ΥΔΑΤΙΚΑ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ

ΓΕΩΛΟΓΙΑ ΓΕΩΜΟΡΦΟΛΟΓΙΑ

Οι λίμνες στις τέσσερις εποχές

Η Γεωλογία της περιοχής Λέντα- δυτικών Αστερουσίων

ΥΔΡΟΓΕΩΛΟΓΙΚΗ ΜΕΛΕΤΗ ΚΑΙ ΚΑΘΟΡΙΣΜΟΣ ΖΩΝΩΝ ΠΕΡΙΜΕΤΡΙΚΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΩΝ ΠΗΓΩΝ ΚΡΥΑΣ ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ

ΓΕΩΛΟΓΙΑ ΕΛΛΑΔΟΣ. Ενότητα 6: Η Μεσοελληνική Αύλακα. Ιωάννης Κουκουβέλας, Καθηγητής Σχολή Θετικών Επιστημών Τμήμα Γεωλογίας

Γνωρίζοντας τι θα χαρτογραφήσουμε. i) Γεωλογικούς σχηματισμούς (πετρώματα), ii) Επαφές (όρια), iii) Τεκτονικές δομές & στοιχεία, iv) Άλλα

ρ. Ε. Λυκούδη Αθήνα 2005 ΩΚΕΑΝΟΙ Ωκεανοί Ωκεάνιες λεκάνες

ΙΖΗΜΑΤΟΓΕΝΕΣΗ ρ. Ε. Λυκούδη Αθήνα 2005

Η σημασία του θείου για τους υδρόβιους οργανισμούς?

Τεχνική αναφορά για τη νήσο Κρήτη 1. Γεωλογικό Υπόβαθρο Σχήμα 1.

Προστατευόμενες θαλάσσιες περιοχές φυσικής κληρονομιάς

Περίληψη. Βογιατζή Χρυσάνθη Προσοµοίωση Παράκτιου Υδροφορέα Βόρειας Κω

ιαχείριση Υδατικών Οικοσυστηµάτων: Μεταβατικά ύδατα ρ. Παναγιώτης ΠΑΝΑΓΙΩΤΙ ΗΣ /ντης Ερευνών Ελληνικό Κέντρο Θαλασσίων Ερευνών

Η ιστορική πατρότητα του όρου «Μεσόγειος θάλασσα» ανήκει στους Λατίνους και μάλιστα περί τα μέσα του 3ου αιώνα που πρώτος ο Σολίνος τη ονομάζει

ΜΑΘΗΜΑ 1 ΑΣΚΗΣΕΙΣ ΜΑΘΗΜΑ Να γνωρίζεις τις έννοιες γεωγραφικό πλάτος, γεωγραφικό μήκος και πως αυτές εκφράζονται

ΓΕΩΛΟΓΙΑ ΕΛΛΑΔΟΣ. Ενότητα 2: Η Ζώνη της Τρίπολης. Ιωάννης Κουκουβέλας, Καθηγητής Σχολή Θετικών Επιστημών Τμήμα Γεωλογίας

Βασικές μέθοδοι στρωματογραφίας

γεωγραφικό γλωσσάρι για την πέμπτη τάξη (από το βιβλίο «Μαθαίνω την Ελλάδα» του ΟΕΔΒ)

ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΥΔΑΤΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ ΚΑΙ ΑΝΤΙΠΛΗΜΜΥΡΙΚΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΔΥΤΙΚΟΥ ΛΕΚΑΝΟΠΕΔΙΟΥ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ

Άσκηση υπαίθρου στο Αιτωλικό 31/5/2012

ΓΕΩΛΟΓΙΑ ΕΛΛΑΔΟΣ. Ενότητα 3: Η Ζώνη της Πίνδου. Ιωάννης Κουκουβέλας, Καθηγητής Σχολή Θετικών Επιστημών Τμήμα Γεωλογίας

4. γεωγραφικό/γεωλογικό πλαίσιο

Υ ΡΟΛΟΓΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ Υδροπερατοί σχηµατισµοί. Ανάπτυξη φρεάτιων υδροφόρων οριζόντων. α/α ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ ΓΕΩΛΟΓΙΑ ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ.

Και οι τρεις ύφαλοι βρίσκονται κοντά στην ακτογραμμή. Τα βάθη κυμαίνονται από 31 έως 35 m για τους Τ.Υ. Ιερισσού και Πρέβεζας και 20 έως 30 m για τον

Εξακολουθεί η λιμνοθαλασσα του αιτωλικου να ειναι μονιμα ανοξικη;

Η οδηγία για τα νερά κολύμβησης και η επίδραση της μυδοκαλλιέργειας στην ποιότητα νερών του Θερμαϊκού κόλπου (Βόρειο. Αιγαίο)

Ασκηση 9 η : «ΜΗΧΑΝΙΚΗ ΤΩΝ ΩΚΕΑΝΩΝ» Φυσικές ιδιότητες θαλασσινού νερού Θερμοκρασία Αλατότητα

ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΥΠΟΓΕΙΩΝ ΥΔΑΤΙΚΩΝ ΣΥΣΤΗΜΑΤΩΝ. Εκτίμηση χημικής κατάστασης των υπόγειων υδατικών συστημάτων

ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ 6: ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΕΠΙΦΑΝΕΙΑΚΩΝ ΚΑΙ ΚΑΤΑΚΟΡΥΦΩΝ ΚΑΤΑΝΟΜΩΝ

Περιβαλλοντικά Προβλήματα και Σύγχρονα Εργαλεία ιαχείρισής τους στο θαλάσσιο περιβάλλον του Στρυμονικού Κόλπου και των εκβολών του π.

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΓΕΩΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΓΕΩΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΤΟΜΕΑΣ ΙΣΤΟΡΙΚΗΣ ΓΕΩΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΠΑΛΑΙΟΝΤΟΛΟΓΙΑΣ

ΑΛΛΗΛΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΕΚΤΟΝΙΚΗΣ ΚΑΙ ΙΖΗΜΑΤΟΓΕΝΕΣΗΣ ΣΤΗΝ ΠΑΡΑΚΤΙΑ ΠΕΡΙΟΧΗ ΤΗΣ ΚΟΡΙΝΘΟΥ

7. Υ ΑΤΙΚΟ ΙΑΜΕΡΙΣΜΑ ΥΤΙΚΗΣ ΣΤΕΡΕΑΣ ΕΛΛΑ ΑΣ 7.1 ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Το νερό στο φυσικό περιβάλλον συνθέτει την υδρόσφαιρα. Αυτή θα μελετήσουμε στα επόμενα μαθήματα.

Παράκτια Ωκεανογραφία

ΜΕΛΕΤΗ ΤΟΥ ΡΥΘΜΟΥ ΑΝΑΝΕΩΣΗς ΤΩΝ ΥΔΑΤΩΝ ΣΤΗ ΛΙΜΝΟΘΑΛΑΣΣΑ ΤΟΥ ΑΙΤΩΛΙΚΟΥ, από ΤΗΝ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ ΘΑΛΑΣΣΙΩΝ ΤΕΧΝΙΚΩΝ ΕΡΓΩΝ, ΜΕ ΤΗ ΧΡΗΣΗ ΑΡΙΘΜΗΤΙΚων ΟΜΟΙΩΜΑΤων

ΛΙΜΝΟΛΟΓΙΑ. Αποτελεί υποσύνολο της επιστήμης της Θαλάσσιας Βιολογίας και της Ωκεανογραφίας.

ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΩΚΕΑΝΟΓΡΑΦΙΑΣ

6 CO 2 + 6H 2 O C 6 Η 12 O O2

Εργασία στο μάθημα: ΟΙΚΟΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΜΗΧΑΝΙΚΟΥΣ. Θέμα: ΕΥΤΡΟΦΙΣΜΟΣ

ΓΕΩΛΟΓΙΑ ΕΛΛΑΔΟΣ Ενότητα 8

Η ατμόσφαιρα και η δομή της

ΠΙΛΟΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΗΣΗΣ ΔΙΑΣΥΝΟΡΙΑΚΗΣ ΛΕΚΑΝΗΣ ΠΟΤΑΜΟΥ ΝΕΣΤΟΥ

ΔΙΑΒΡΩΣΗ ΑΝΑΓΛΥΦΟΥ. Δρ Γεώργιος Μιγκίρος

Εργαστηριακή Άσκηση Φωτογεωλογίας (Ouarkziz)

ΜΑΘΗΜΑ 16 ΤΑ ΒΟΥΝΑ ΚΑΙ ΟΙ ΠΕΔΙΑΔΕΣ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ

Προσδιορισμός φυσικοχημικών παραμέτρων υγρών αποβλήτων και υδάτων

«Κλιματική ή Αλλαγή: Δείκτες και Γεγονότα»

Ασκηση 10 η : «ΜΗΧΑΝΙΚΗ ΤΩΝ ΩΚΕΑΝΩΝ» Φυσικές ιδιότητες θαλασσινού νερού Θερμοκρασία Αλατότητα Πυκνότητα Διαγράμματα Τ-S

ΠΡΟΣΤΑΤΕΥΟΜΕΝΕΣ ΠΕΡΙΟΧΕΣ

ΟΙ ΥΔΡΙΤΕΣ ΚΑΙ Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΟΥΣ ΩΣ ΚΑΥΣΙΜΗ ΥΛΗ ΤΟΥ ΜΕΛΛΟΝΤΟΣ. ΤΟ ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ANAXIMANDER. Από Δρ. Κωνσταντίνο Περισοράτη

Υδροχημεία. Ενότητα 10: Οξείδωση - Αναγωγή. Ζαγγανά Ελένη Σχολή : Θετικών Επιστημών Τμήμα : Γεωλογίας

ΟΙ ΥΔΡΟΒΙΟΤΟΠΟΙ ΚΑΙ Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΟΥΣ

Η ΣΤΑΘΜΗ ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ ΧΘΕΣ, ΣΗΜΕΡΑ, ΑΥΡΙΟ

Η δομή των πετρωμάτων ως παράγοντας ελέγχου του αναγλύφου

ΔΙΑΓΕΝΕΤΙΚΕΣ ΔΙΕΡΓΑΣΙΕΣ. Αριάδνη Αργυράκη

Περιβαλλοντικά Συστήματα Ενότητα 8: Οικοσυστήματα (II)

Τμήμα Γεωγραφίας, Ζ Εξάμηνο σπουδών Αθήνα, 2017

Καταστροφή προϋπαρχόντων πετρωμάτων (αποσάθρωση και διάβρωση) Πυριγενών Μεταμορφωμένων Ιζηματογενών. Μεταφορά Απόθεση Συγκόλληση, Διαγένεση

ΤΑΞΙΝΟΜΗΣΗ ΥΠΟΓΕΙΩΝ ΥΔΑΤΙΚΩΝ ΣΥΣΤΗΜΑΤΩΝ

Λιθοστρωματογραφία. Αποτελεί μέθοδο έρευνας της Στρωματογραφίας που έχει σκοπό την ταξινόμηση των ΣΤΡΩΜΕΝΩΝ πετρωμάτων

Περιβαλλοντική Ομάδα Β και Γ τάξης 1 ου Γυμνασίου Ραφήνας και Μαθητική Διαστημική Ομάδα Ραφήνας Μάρτιος 2019

Υ Α Δ Τ Α ΙΝΑ ΟΙΚ ΙΝΑ ΟΙΚ ΣΥΣΤΗΜΑ ΣΥΣΤΗΜΑ Α Κ Ποϊραζ Ποϊραζ δης Χειμερινό

Σε αντίθεση με τις θάλασσες, το νερό των ποταμών δεν περιέχει σχεδόν καθόλου αλάτι - γι' αυτό το λέμε γλυκό νερό.

μελετά τις σχέσεις μεταξύ των οργανισμών και με το περιβάλλον τους

Κ. Ποϊραζίδης Εισήγηση 4 η Λειτουργίες και αξίες των υγροτόπω. Εαρινό

ΦΑΣΗ 5. Ανάλυση αποτελεσμάτων αλιευτικής και περιβαλλοντικής έρευνας- Διαχειριστικές προτάσεις ΠΑΡΑΔΟΤΕΑ

ΜΑΡΙΟΛΑΚΟΣ Η., ΦΟΥΝΤΟΥΛΗΣ Ι., ΘΕΟΧΑΡΗΣ Δ.

Θαλάσσια ιζήματα_2. (συνέχεια...)

ΘΑΛΑΣΣΙΑ ΓΕΩΧΗΜΕΙΑ- ΓΕΩΧΗΜΕΙΑ ΙΖΗΜΑΤΩΝ. Αριάδνη Αργυράκη

Α.3.4. Προκαταρκτική Μελέτη Γεωλογικής Καταλληλότητας

μελετά τις σχέσεις μεταξύ των οργανισμών και με το περιβάλλον τους

ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ «ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ ΜΕΤΑΞΥ ΠΕΙΡΟΥ ΠΑΡΑΠΕΙΡΟΥ ΑΠΟ ΤΗΝ ΔΙΑΝΟΙΞΗ ΤΗΣ ΠΑΡΑΚΑΜΨΗΣ ΤΟΥ ΔΡΟΜΟΥ ΠΑΤΡΑ-ΤΡΙΠΟΛΗ»

Ε ΑΦΟΣ. Έδαφος: ανόργανα οργανικά συστατικά

Διδακτορική Διατριβή Β : Τρισδιάστατη Αριθμητική Προσομοίωση της Υδροδυναμικής Κυκλοφορίας του Πατραϊκού Κόλπου

ΔΙΕΥΘΕΤΗΣΗ ΟΡΕΙΝΩΝ ΥΔΑΤΩΝ Ι Κεφάλαιο 6 ο

ΓΕΩΛΟΓΙΑ - ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ Α ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ

ΘΑΛΑΣΣΙΑ ΡΥΠΑΝΣΗ ΣΤΟΝ ΚΟΛΠΟ ΤΗΣ ΕΛΕΥΣΙΝΑΣ. Μ.Δασενάκης ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΕΛΛΗΝΩΝ

MIL012 - Εκβολή ρύακα Σπυρίτου

ΥΔΑΤΙΝΑ ΟΙΚΟΣΥΣΤΗΜΑΤΑ

ΤΕΧΝΙΚΟ ΕΠΙΜΕΛΗΤΗΡΙΟ ΝΟΜΟΥ ΑΙΤΩΛΟΑΚΑΡΝΑΝΙΑΣ

ΙΖΗΜΑΤΟΓΕΝΗ ΠΕΤΡΩΜΑΤΑ

Φοιτητες: Σαμακός Φώτιος Παναγιώτης 7442 Ζάπρης Αδαμάντης 7458

ΚΕΦΑΛΑΙΑ ΤΕΧΝΙΚΗΣ ΓΕΩΛΟΓΙΑΣ Ι ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΕΣ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΙΑΛΕΞΕΩΝ

Έδαφος και Πετρώματα

ΦΥΣΙΚΟΧΗΜΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΟΥ ΝΕΡΟΥ

3. Να αναφέρεις να μέτρα που πρέπει να ληφθούν σε μια σχολική μονάδα πριν, κατά την διάρκεια και μετά από ένα σεισμό.

ΠΛΗΜΜΥΡΙΚΑ ΦΑΙΝΟΜΕΝΑ ΡΟΔΟΥ (22 ΝΟΕ 2013)

Ακραία Καιρικά Φαινόμενα στον Ελληνικό χώρο Σεπτεμβρίου 2015

5.4. Υδατικό δυναμικό

ΣΥΝΟΨΗ ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ: «ΠΙΛΟΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΗΣΗΣ ΔΙΑΣΥΝΟΡΙΑΚΗΣ ΛΕΚΑΝΗΣ ΠΟΤΑΜΟΥ ΝΕΣΤΟΥ»

Transcript:

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΑΤΡΩΝ ΣΧΟΛΗ ΘΕΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΓΕΩΛΟΓΙΑΣ Πτυχιακή Εργασία ΩΚΕΑΝΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΕΡΕΥΝΕΣ ΣΤΗ ΛΙΜΝΟΘΑΛΑΣΣΑ ΤΟΥ ΑΙΤΩΛΙΚΟΥ ΓΑΛΑΝΗ ΑΜΑΛΙΑ ΕΠΙΒΛΕΠΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: ΠΑΠΑΘΕΟΔΩΡΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΣ Πάτρα, Νοέμβριος 2012

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 1.1.ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ ΓΙΑ ΤΑ ΚΑΤΑΣΡΟΦΙΚΑ ΦΑΙΝΟΜΕΝΑ ΣΤΗ ΛΙΜΝΟΘΑΛΑΣΣΑ 1.2. ΦΥΣΙΟΓΡΑΦΙΑ ΤΗΣ ΛΙΜΝΟΘΑΛΑΣΣΑΣ 1.3. ΠΕΡΙΟΧΗ ΕΡΕΥΝΑΣ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 2.1. ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ ΕΡΕΥΝΩΝ ΠΕΔΙΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3 3.1 ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 1.1.ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ ΓΙΑ ΤΑ ΚΑΤΑΣΡΟΦΙΚΑ ΦΑΙΝΟΜΕΝΑ ΣΤΗ ΛΙΜΝΟΘΑΛΑΣΣΑ Στη λιμνοθάλασσα του Αιτωλικού παρουσιάζεται ένα καταστροφικό φαινόμενο, το οποίο συντελείτε μετα απο έντονες βροχοπτώσεις και σφοδρούς ανέμους. Η περιοχή έχει μια χαρακτηριστηκή αφόρητη οσμή, απο το υδρόθειο που ανεβαίνει προς την επιφάνεια, το οποίο κάνει την ατμόσφαιρα αποπνικτική. Στη λιμνοθάλασσα δημιουργείται μια πρασινο-κίτρινη κηλίδα (εικόνα 1,2) η οποιά καλύπτει όλη τη λιμνοθάλασσα και σαν συνέπεια έχει το μαζικό θάνατο ψαριών. Εικόνα 1. Στην εικόνα φαίνεται τα νερά της λιμνοθάλασσας να έχουν το χαρακτηριστηκό πράσινο-κίτρινο χρώμα μετά απο έντονους ανέμους.

Εικόνα 2. Στην εικόνα παρατηρούμε τα νερά να είναι πρασινο-κίτρινα. Το πρώτο γεγονός που έχει καταγράφει είναι απο τον Μελέτιο μητροπολίτη Άρτης και Ναυπάκτου στο βιβλίο «Μελετίου 1807 Γεωγραφία παλαιά και νέα», όπου αναφέρει «κί Νήσος, εν Λιμνοθαλάττη Αιτωλικόν, ή κοινωνικώτερον Ανατολικών, όπου προ ολίγου χρόνου εξήρχετο εκ της ανακοχλάζον αίμα, κι εγειρόμενον πολλή βία πλείον μίας πήχεως ο Ισθός της Χερσονήσου της Αιτωλίας, είναι σχεδόν μεταξύ του Ανατολικόυ κι της Κατοχής». Υπολογίζεται οτι το γεγονός που αναφέρει ο Μελέτιος συνέβει μεταξύ 1650 και 1670. Το 1813 ο F.Pouqueville επισκέφτηκε το Αιτωλικό για να ρωτήσει τους κατόικους για αυτό που αναφέρει ο Μελέτιος και χαρακτηριστηκά γράφει «Οι δε Αιτωλικιώται έμειναν έκπληκτοι και απορίας βλέμματα έριχναν επ αλλήλων», έτσι θεώρησε οτι ο Μελέτιος είχε κάνει λάθος. Το δεύτερο γεγονός συνέβει τη νύχτα της 3 Δεκεμβρίου 1881 κατα τη διάρκεια μιας σφοδρής κακοκαιρίας, στη εφημερίδα «Εστία» ένα άρθρο των Ξαβ.Νίδερ και Γεωρ. Παραλαπά αναφέρει «Ελαφραί δονήσεις σεισμού, απαίσιος συρισγός, εξελθών απο τα

έγκατα της λιμνοθαλάσσης πλησίον της Αστροβίτσας, όπου βρίσκονται τα ορυχεία γύψου, εσχίσθη και απο σχηματιθέν ρήγμα έξήλθε τέφρα, παραλλήλως προς την παραλίαν εξήρχοντο πομφόλυγες επι της επιφάνειας ομίχλη διεχύθει επ αύτής, τα νερά εθόλωσαν και έλαβαν γαλακτώδες χρώμα, καλυφθέντα εδώ και εκεί με λεπτό λιπώδες στρώμα, το οποίο απέδειδε θειώδη οσμήν. Και εν γενεί πνοή καινόμενου θείου εκπλήρωσεν την ατμόσφαιρα με την αποπνικτικήν απόπνοια του. Εψόφησαν δε όλα τα ψάρια που ευρίσκοντο πλησίον της θέσεως εκείνης απο τον βίαιον τιναγμόν, που έλαβαν ως εαν εκτυπήθησαν υπο δυναμίτιδος και εσκέπασαν την θάλασσαν. Ενώ εκείνα που ευρίσκοντο προς την νήσον του Αιτωλικού, ή προς τας ακτάς της λιμνοθαλάσσης σαστισμένα έτρεχαν προς την ξηράν, δια να εύρουν άσυλον, ως εάν κατεδίωκοντω υπο αόρατου εχθρού. Οι κάτοικοι τα έπιαναν με τα χέρια». Το γεγονός αυτό επαναλήφθηκε το 1882 αλλά ενδιαφέρον έχει οτι εκείνη την περιόδο σε εκέινη την περιοχή δεν αναφέρεται η εκδήλωση σεισμόυ συμαντικού μεγέθους. Το δεύτερο δεκαήμερο του Νοεμβρίου το 1990, εκδηλώθηκαν σφοδροί άνεμοι στη Δυτική Ελλάδα με αποτέλεσμα να προκαλέσουν πλημμύρες και καταστροφές στη περιοχή του Αιτωλικού και του Μεσολογγίου. Στις 16 Νοεμβρίου 1990 καθώς κόπαζε η κακοκαιρία, η ατμόσφαιρα άρχιζε να γίνεται αποπνικτική απο τη χαρακτηριστική οσμή «χαλασμλενου αβγού». Στη λιμνοθάλασσα εμφανίστηκε μια πρασινο-κίτρινη κηλίδα η οποία εκτείνονταν προς όλη την περιφέρεια και τα ψάρια είχαν τα το στώμα τους στην επιφάνεια το νερού. Το αποτέσμα ήταν τα νεκρά ψάρια που βρέθηκαν στην ακτή ήταν 140 τόνοι και πολλαπλάσιες ήταν οι ποσότητες που βρίσκονταν στο πυθμένα. Το Δεκέμβριο του 1998 η εφημερίδα «ΩΛΕΝΟΣ» σε ένα άρθρο της αναφέρει «Απο τον περασμένο Νοέμβριο είμαστε μάρτυρες μιας εκτεταμένης οικολογικής καταστροφής στη λιμνοθάλασσα μας.τόνοι ψαριών και χελιών βγήκαν το θάνατο στα νερά της ενώ ανυπόφορη ήταν και η μυρωδία απο το υδρόθειο το οποίο έχει εγκλωβισεί σε τεράστιες ποσότητες στο πυθμένα της»(εικόνα 3).

Εικόνα 3. Στην φωτογραφιά φαίνονται νεκρά χέλια απο το υδρόθειο. Το Δεκέμβριο του 2008 στο διαδικτυο αναρτήθηκε το παρακάτω άρθρο: «Τα μηνύματα έφτασαν από χθες το βράδυ. Από νωρίς άρχισαν να φυσούν δυνατοί νοτιάδες, που είχαν σαν αποτέλεσμα την εισροή πολλών νερών μέσα στην λιμνοθάλασσα. Το φαινόμενο της παλίρροιας (μπασά) ήταν έντονο. Σήμερα το πρωί η ένταση των νοτιάδων και η δυνατή παλίρροια, ανέβασαν τα νερά στην δυτική παραλία πάνω απότα κράσπεδα. Όλη η Δυτική παραλία πλημμύρισε. Τα νερά έφτασαν μέχρι τις πόρτες των καταστημάτων. Όλοι οι κάθετοι δρόμοι γέμισαν νερά μέχρι τις διασταυρώσεις με την πρώτη παράλληλη της παραλίας οδό. Επίσης νερά είχαμε και στους δρόμους που καταλήγουν στα σχολεία. Πλημμύρισαν αρκετά σπίτια με αποτέλεσμα να χρειαστεί η επέμβαση της πυροσβεστικής για την άντληση των νερών μέσα από αυτά, αλλά και την μεταφορά των κατοίκων σε στεγνό μέρος. Επίσης η κατάσταση στα γεφύρια ήταν δραματική. Δεν μπορούσε να περάσει πεζός κανείς. Η θάλασσα πέρναγε πάνω από αυτά και δυσκόλευε και τα διερχόμενα αυτοκίνητα. Κινητοποιήθηκε ο Δήμος, η Αστυνομία, η Πυροσβεστική, προκειμένου να βοηθήσουν όπου χρειαζόταν και μπορούσαν. Παράλληλα η Εποπτεία Αλιείας Μεσολογγίου, έκανε μετρήσεις μέσα στο κανάλι κατά τη διάρκεια του φαινόμενου αυτού. Σε σχετική ερώτηση, ο επόπτης αλιείας κ. Βαγγέλης Δημητρίου είπε ότι η μετρήσεις στο κανάλι έδειξαν ότι το οξυγόνο στην επιφάνεια της θάλασσας έπεσε στο μηδέν (0) και ήδη είχαμε έκλυση υδρόθειου στην ατμόσφαιρα που δεν έφτανε στο

Αιτωλικό λόγω της φοράς του αέρα. Τελικά ο καιρός ηρέμησε γύρω στις 03.00 μμ οπότε και άρχισε η άμπωτη (ρήχη) της θάλασσας. Τα νερά άρχισαν να υποχωρούν στην παραλία όχι ακόμα όμως και από τους πλημμυρισμένους δρόμους. Μέχρι αυτή την ώρα 20.00 μμ η πυροσβεστική παραμένει στο Αιτωλικό και κάνει αντλήσεις νερών από σπίτια και δρόμους. Αποτέλεσμα της έκλυσης του υδρόθειου, ήταν να παρουσιαστούν πολλά ψάρια (λαβράκια, κεφάλια, χέλια κλπ) ζαλισμένα στις ακτές αναζητώντας οξυγόνο, όπου και έγιναν εύκολη λεία των ψαράδων που έσπευσαν με καμάκια, απόχες ή και με τα χέρια ακόμα, να τα πιάσουν». Το Νοέμβριο του 2009 στο διαδύκτιο αναρτήθηκε ένα άρθρο που επαληθεύει το ίδιο καταστροφικό φαινόμενο. «Από τις 22 Νοεμβρίου 2009, οι ισχυροί άνεμοι στην περιοχή των λιμνοθαλασσών Μεσολογγίου και Αιτωλικού έχουν καταστρέψει τους ιχθυοφραγμούς που τις διαχωρίζουν από τη θάλασσα, ενώ με την κακοκαιρία στις 4 Δεκεμβρίου τα νερά του Πατραϊκού κόλπου εισχώρησαν στο κανάλι του Αιτωλικού...Εκδηλώθηκε έκλυση υδροθείου που είχε ως αποτέλεσμα το μαζικό θάνατο εκατοντάδων ψαριών. Χάθηκε το 50% της παραγωγής, πλήττοντας δραματικά το εισόδημα των αλιέων»

1.2. ΦΥΣΙΟΓΡΑΦΙΑ ΤΗΣ ΛΙΜΝΟΘΑΛΑΣΣΑΣ Γεωλογικα στοιχεία Το σύστημα των λιμνοθαλασσών Μεσολογγίου, Αιτωλικού και Κλείσοβας βρίσκεται στο νότιο-δυτικό άκρο του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Στο Νομό απαντούν αλπικές ενότητες και μεταλπικοί σχηματισμοί. Από τις αλπικές γεωτεκτονικές ενότητες των ελληνίδων εμφανίζονται η ενότητα της Πίνδου, η ενότητα του Γαβρόβου και η Ιόνιος ενότητα. (Εικόνα 4. γεωλογικός χάρτης ) Εικόνα4. Γεωλογικός Χάρτης Νομού Αιτ/νιας Πρακτικά 9ου Συνεδρίου Ελληνικής Γεωλογικής Εταιρείας,, Δελτίο Ελλην Γεωλ. Ετ., τ. XXXIV/5 σελ. 1835-1842. -Η ενότητα Πίνδου απαντάται γεωγραφικά στο Ανατολικό τμήμα του νομού και αποτελείται από πελαγικά ιζήματα. Το δυτικό όριο της εμφάνισης είναι γενικά η

νοητή γραμμή Ναύπακτος - ανατολικό τμήμα της Τριχωνίδας και τα ανατολικά περιθώρια της λίμνης των Κρεμαστών. Τα είδη των πετρωμάτων διακρίνονται σε ανθρακικά (κυρίως λεπτοπλακώδεις ασβεστόλιθους), πυριτικά (ραδιολαρίτες) και κλαστικά (πηλίτες, ψαμμίτες, κλπ). Τα πετρώματα αυτά είναι έντονα πτυχωμένα και λεπιωμένα. -Η ενότητα Γαβρόβου εμφανίζεται, γεωγραφικά, δυτικά της ενότητας Πίνδου και καταλαμβάνει το κεντρικό κομμάτι του Νομού. Αποτελείται, κυρίως, από φλύσχη, αλλά υπάρχουν και παρεμβολές νηριτικών ασβεστόλιθων τόσο προς το βορρά, όσο και προς το νότο. Η κύρια εμφάνιση του φλύσχη παρατηρείται στο σύγκλινο μεταξύ της Κλόκοβας και της Βαράσοβας και την προς βορά προέκτασή του. -Η Ιόνιος ενότητα καταλαμβάνει το δυτικό τμήμα του νομού. Το όριό της είναι γενικά η νοητή γραμμή μεταξύ του Αγρινίου και των υψωμάτων της Βαράσοβας. Η περιοχή μελέτης δομείται από πετρώματα της Ιόνιας γεωτεκτονικής ζώνης. Η ιζηματογένεση στον παλαιογραφικό χώρο της Ιόνιας ζώνης από το Τριαδικό μέχρι και την απόθεση φλύσχη ανώτερο Ηώκαινο\ κατώτερο Μειόκαινο ήταν συνεχής, με μοναδική εξαίρεση των κατά θέσεις και για μικρό χρονικό διάστημα χέρσευση της περιοχής κατά το μέσο-ανώτερο Ιουρασικό, με αποτέλεσμα την παρουσία μιας κατά περιοχές στρωματογραφικής ασυμφωνίας στην επαλληλία των στρωμάτων της Ιόνιας ζώνης (Katsikatsou, 1992). Η ασυμφωνία αυτή παρατηρείται σε εκτεταμένες περιοχές στο χώρο της Ηπείρου και της δυτικής Στερεάς Ελλάδας. Η Ιόνια ζώνη στην περιοχή της δυτικής Ελλάδας με βάση τις διαφορές τις οποίες παρουσιάζει στη στρωματογραφική της επαλληλία στην αξονική περιοχή και στις περιοχές των παρυφών της, διακρίνεται από τα δυτικά προς τα ανατολικά, στις τρεις επιμέρους ζώνες: α) Την εξωτερική Ιόνια ζώνη, η οποία διακρίνεται στην Δυτική Εξωτερική και την Ανατολική Εξωτερική Ιόνια. β) Την Κεντρική Ιόνια ζώνη, και γ) Την Ανατολική Ιόνια ζώνη, η περιοχή μελέτης εντοπίζεται στην Κεντρική Ιόνια ζώνη.

Η Ιόνια ζώνη χαρακτηρίζεται από μια νηριτική ιζηματογένεση από το ανώτερο Τριαδικό μέχρι το Τοάρσιο ανώτερο Λιάσιο. Στη συνέχεια και μέχρι το ανώτερο Ηώκαινο, η ιζηματογένεση σε αυτήν είναι πελαγική. Αυτή είναι με πυριτικούς σχιστόλιθους στο μέσο Ιουρασικό, με πελαγικούς ασβεστόλιθους με ακτινόζωα και πυριτόλιθους στο ανώτερο Ιουρασικό κατώτερο Σενώνιο και με πελαγικούς ασβεστόλιθους με παρεμβολές λατυποπαγών στο ανώτερο Σενώνιο ανώτερο Ηώκαινο. Ο φλύσχης αρχίζει από το ανώτερο Ηώκαινο και τελειώνει κατά το κατώτερο Βουρδιγάλιο, ενώ το μέσο Μειόκαινο αντιπροσωπεύεται από μολασσικά ιζήματα. Έτσι έπειτα από τα παραπάνω, στη στρωματογραφική επαλληλία των στρωμάτων της Ιόνιας ζώνης διακρίνουμε δυο χαρακτηριστικά όρια που τη χωρίζουν από πλευράς ιζηματογένεσης σε τρία τμήματα, ένα νηριτικής, ένα πελαγικής και ένα κλαστικής ιζηματογένεσης. Το ένα όριο χωρίζει την πελαγική ιζηματογένεση που είναι βιοχημική από την κλαστική ιζηματογένεση του φλύσχη, ενώ το άλλο χωρίζει τη νηριτική από την πελαγική. Το δεύτερο αυτό όριο συμπίπτει χρονικά με τη βάση του Τοάρσιου ανώτερο Λιάσιο χωρίζει τη σειρά της Ιόνιας ζώνης σε μια κατώτερη ακολουθία, που είναι νηριτικοί ασβεστόλιθοι και δολομίτες παχυστρωματώδεις έως άστρωτοι (Ασβεστόλιθοι Παντοκράτορα), η οποία στη βάση της έχει εβαπορίτες, και σε μια ανώτερη ακολουθία που είναι πελαγικά ιζήματα. Ανάμεσα στις ακολουθίες αυτές απαντούν στρώματα με μεταβατικούς χαρακτήρες, όπως ερυθροϊώδεις κονδυλώδεις ασβεστόλιθοι με Αμμωνίτες (Amonnito rosso) ή στρώματα πυριτικών σχιστόλιθων με Posidonia και πυριτικοί ασβεστόλιθοι με Filaments. Κυρίαρχοι σχηματισμοί είναι οι ανθρακικοί, βαθιάς θάλασσας, στη βάση των οποίων βρίσκονται λατυποπαγείς μάζες βαθύχροων τεφρών ασβεστόλιθων και γύψου του Τριαδικού ενώ στην κορυφή είναι ο φλύσχης του Ολιγόκαινου (Εικόνα 5). Πιο συγκεκριμένα στο χώρο πουμελετάται συναντώνται οι παρακάτω σχηματισμοί: -Τριαδικά λατυποπαγή και γύψοι Περμοτριαδικής ηλικίας σε ανάμειξη με τεμάχη μαύρων ασβεστόλιθων με πάχος 1500m περίπου. Πρόκειται για λατυποπαγείς μάζες τεφρού χρώματος μαζί με γύψους. Τα λατυποπαγή έχουν προέλθει από την επανασυγκόλληση γωνιωδών τεμαχίων ασβεστολίθων και δολομιτών με ανθρακικό συνδετικό υλικό. Οι εβαπορίτες κυρίως γύψοι που εμπεριέχονται σε αυτούς τους έχουν δώσει σπηλαιώδη μορφή. Με το φαινόμενο του διαπειρισμού και τα συγγενή τεκτονικά φαινόμενα οι γύψοι έχουν ανέλθει μέχρι τα επιφανειακά στρώματα. Κατά

κύριο λόγο εμφανίζονται στην περιοχή δυτικά της λιμνοθάλασσας Αιτωλικού φθάνοντας προς βορρά μέχρι την περιοχή του Ξηρόμερου και προς νότο μέχρι τον Πατραϊκό κόλπο. -Ασβεστόλιθοι Ανωτριαδικής ηλικίας Ασβεστόλιθοι Παντοκράτορα. Εκτείνονται κυρίως στα δυτικά όρια της ευρύτερης περιοχής μελέτης, προς τις εκβολές του Αχελώου και δομούν εξ ολοκλήρου και τις u917 Εχινάδες νήσους. Είναι λευκοί, παχυστρωματώδεις ή άστρωτοι και τοπικά δολομιτιωμένοι. Η όλη υφή τους δείχνει ιζηματογένεση σε αβαθές και ήρεμο περιβάλλον. - Ασβεστόλιθοι δολομίτες με κερατόλιθους Ιουρασικής ηλικίας. Εμφανίζονται σε μικρή έκταση στη δυτική περιφέρεια της περιοχής μελέτης και έχουν σχετικά μεγάλο πάχος. Ουσιαστικά πρόκειται για εναλλαγές υπομέλανων μαργαϊκών ασβεστολίθων με αργιλικούς σχιστόλιθους και ερυθρόχροους ασβεστόλιθους κερατόλιθους της φάσης Ammonitiko rosso περιφερειακά σχιστόλιθοι Βίγλας. - Ασβεστόλιθοι Ανωκρητιδικής ηλικίας. Έχουν πάχος της τάξης των 100 έως 120m και εμφανίζονται σε μικρή σχετική επιφάνεια στο όρος Αράκυνθος. Είναι λευκοί υποκίτρινου χρώματος, λατυποπαγείς, με θραύσματα ρουδιστών. Τοπικά συναντώνται μικρού πάχους, λεπτοστρωματώδεις, μικριτικοί ασβεστόλιθοι με λεπτές πυριτικές ενδιαστρώσεις. - Ασβεστόλιθοι Παλαιοκαινικής Ηωκαινικής ηλικίας. Συναντώνται σε αξιόλογη έκταση στα δυτικά και ανατολικά τμήματα του Αράκυνθου. Πρόκειται για μικριτικούς, μικρολατυποπαγείς, λεπτούς έως μεσοστρωματώδεις ασβεστόλιθους με κονδύλους και διαστρώσεις πυριτόλιθων. Το χρώμα τους ποικίλει από το λευκό έως το υπέρυθρο. Στα ανώτερα στρώματα συναντώνται εναλλαγές ασβεστιτικών και μαργαϊκών στρωμάτων μικρού πάχους. - Φλύσχης Λαγκαδινού Πρόκειται για σχηματισμό που κατέχει το μεγαλύτερο τμήμα του όρους Αράκυνθος και παίζει σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση πολλών επιμέρους συντελεστών που επηρεάζουν το σύστημα των λιμνοθαλασσών. Αποτελείται κυρίως από εναλλαγές

ψαμμιτικών και πυριτικών στρωμάτων με ποικιλία χρωματισμών που κυμαίνονται από το σκούρο τεφρό μέχρι και το κυανό. Τοπικά, στα κατώτερα στρωματογραφικά τμήματα, εμφανίζονται και λατυποπαγή από κλασικό υλικό ασβεστολίθων, πυριτόλιθων και σε μικρότερη περιεκτικότητα ηφαιστειακών πετρωμάτων. Η όλη σειρά του φλύσχη της Ιονίου συνίσταται σε 8 περίπου λιθοφασικές ενότητες ανάλογα με την επικράτηση του ιδιαίτερου σχηματισμού ψαμμίτης, πηλίτης κ.λ.π. σε κάθε μία από αυτές. - Μεταλπικοί σχηματισμοί. Αυτοί αντιπροσωπεύονται στην περιοχή από τα ιζήματα της Πλειοκαινικής ηλικίας που καταλαμβάνουν κυρίως την ημιορεινή περιοχή βόρεια της λιμνοθάλασσας του Αιτωλικού και από τους τεταρτογενείς σχηματισμούς των πεδινών τμημάτων της περιοχής αλλά και πολλών κλυτίων (κορήματα) και κοιτών ποταμών (αναβαθμίδες). Οι πλειοκαινικές αποθέσεις είναι λιμναίας προέλευσης και αποτελούνται από κροκαλοπαγή, ψαμμίτες, μάργες, μαργαϊκούς ασβεστόλιθους και τοπικά λιγνίτες. Είναι ιζήματα που άλλοτε είναι συνεκτικά και άλλοτε χαλαρά. Οι τεταρτογενείς σχηματισμοί, περιέχουν ένα πολύ ευρύ φάσμα εδαφικών σχηματισμών με πλέον αδρομερείς αυτούς των πλευρικών κορημάτων κυρίως φλυσχικής προέλευσης, μέχρι τις λεπτόκοκκες ιλυώδεις αποθέσεις των δελταϊκών παραλιμνοθαλάσσιων και βαλτικών περιοχών. Πηλοί, ίλυες, άργιλοι, άμμοι, θίνες, λάτυπες και κροκάλες είναι τα βασικά συστατικά των σχηματισμών αυτών που εναλλάσσονται στις διάφορες θέσεις των πεδινών και ημιορεινών εκτάσεων.

Εικόνα 5. Γεωλογικοί σχηματισμοί Τριαδικό -Ολιγόκαινο Από τεκτονικής πλευράς η ευρύτερη περιοχή χαρακτηρίζεται από την μεταλπική ταφρογένεση με την ύπαρξη ρηγμάτων ( Β-Ν Μαχαλά και Β-ΒΔ Βάλτου ). Η έντονη παρουσία εβαποριτών συνδέεται με το μεγάλο ρήγμα του Μαχαλά. Τα δύο παραπάνω ρήγματα δημιούργησαν το βύθισμα Αμβρακίας- Οζερού Αιτωλικού. Η λίμνη του Οζερού βρίσκεται στη διασταύρωση των ρηγμάτων (Εικόνα 6)

Εικόνα 6. Γεωλογικός χάρτης Υδρογεωλογικά στοιχεία Στο νομό αναπτύσσονται τρεις κύριες καρστικές ενότητες με υδρογεωλογικό ενδιαφέρον. Πρόκειται για την ενότητα των Ακαρνανικών Ορέων, την καρστική ενότητα Γαβρόβου και την ενότητα των ασβεστόλιθων της Πίνδου. Επειδή η βιομηχανική και λατομική δραστηριότητα του νομού αναπτύσσεται στην περιοχή της ενότητας των Ακαρνανικών Ορέων, θα γίνει περιγραφή μόνο αυτής της περιοχής. Η ενότητα των Ακαρνανικών Ορέων περιλαμβάνει τα καρστικά συστήματα της Αμφιλοχίας- Λουτρού, Μοναστηρακίου Μύτικα, Αστακού, Κεφαλόβρυσου - Αιτωλικού και το καρστικό σύστημα των τριαδικών λατυποπαγών. Ιδιαίτερη αναφορά θα γίνει για τα καρστικά συστήματα, που βρίσκονται στην περιοχή, στην οποία αναπτύσσεται η λατόμευση και επεξεργασία γύψου. Α) Καρστικό σύστημα Αμφιλοχίας Λουτρού. Έχει συνολική έκταση λεκάνης περίπου 250 Km2. Συνδέεται με τη λίμνη Αμβρακία, μέσω της διαλείπουσας πηγής του Ριβίου, εκφορτίζεται βόρεια προς τον Αμβρακικό κόλπο με τις πηγές Πετρονίκου

και Λουτρακίου και έχει συνολική εκτιμώμενη υπόγεια απορροή περίπου 3-4 m3/s. ( ΥΠ.Ε.Χ.Ω.Δ.Ε. Δ/νση Υδατικού Δυναμικού και Φυσικών Πόρων ). Β) Καρστικό σύστημα τριαδικών λατυποπαγών. Έχει συνολική έκταση λεκάνης περίπου 350 Km2. Εκφορτίζεται βόρεια προς τον Αμβρακικό κόλπο και προς νότο στις πηγές Λάμπρας. Η μετρημένη παροχή είναι 8 m3/s και πιθανόν τροφοδοτείται από νερά του Αχελώου. Το σύστημα έχει συνολική εκτιμώμενη υπόγεια απορροή της τάξεως των 5 m3/s. ( ΥΠ.Ε.Χ.Ω.Δ.Ε. Δ/νση Υδατικού Δυναμικού και Φυσικών Πόρων ) Γ) Καρστικό σύστημα Κεφαλόβρυσου Αιτωλικού. Έχει συνολική έκταση λεκάνης περίπου 60 Km2. Εκφορτίζεται από τις διαλείπουσες πηγές Κεφαλόβρυσου και Μοσχανδρέα, με συνολική παροχή περίπου 0,7 m3/s. ( ΥΠ.Ε.Χ.Ω.Δ.Ε. Δ/νση Υδατικού Δυναμικού και Φυσικών Πόρων ). Η λιμνοθάλασσα Μεσολογγίου-Αιτωλικού είναι ένας ολοκαινικός δελταϊκός σχηματισμός που δημιουργήθηκε μετά την τελευταία Βούρμιο επίκληση (Ψιλοβίκος et al. 1997). Σχηματίστηκε από τη δράση των ποταμών Εύηνου και Αχελώου. Τα φερτά υλικά των ποταμών, σε συνδυασμό με τους ισχυρούς κυματισμούς που προκαλούνται από τους επικρατούντες νότιους και νοτιανατολικούς ανέμους καθώς και τα ρεύματα που κυριαρχούν στη θαλάσσια περιοχή που βρίσκεται στο μέτωπο της, δημιούργησαν τις λουρονησίδες που εκτείνονται σε μήκος 15 km περίπου και οριοθετούν τη λιμνοθάλασσα από τον Πατραϊκό κόλπο. Οι αποθέσεις του Ευήνου κατευθύνθηκαν προς τα Δυτικά και του Αχελώου προς τα Ανατολικά. Ένα τμήμα της,η λιμνοθάλασσα Αιτωλικού, δημιουργήθηκε από κατάκλιση κοιλάδων, ποταμών κατά την περίοδο ανόδου του επιπέδου της θάλασσας και γι αυτό παρουσιάζει μεγάλο βάθος και ακανόνιστο σχήμα. Το σύμπλεγμα από λιμνοθάλασσες περιλαμβάνει τις λιμνοθάλασσες Αιτωλικού,Κλείσοβας και Μεσολογγίου, συνολικής έκτασης 175.000 στρεμμάτων) με τις νησίδες Θολή, Προκοπάνιστος, Σχοινιάς, Αγ.

Σώστης, Βασιλάδι και Τουρλίδα (που έχει ενωθεί με τη μικρή χερσόνησο του Μεσολογγίου με τεχνητή λουρίδα γης). Το μέσο βάθος της λιμνοθάλασσας είναι περί τα 0.8 m, και το μέγιστο 1.8 m, εκτός της λεκάνης του Αιτωλικού, της οποίας το μέσω βάθος είναι 12 m και το μέγιστο 32 m (Αλμπανάκης et al. 1995). Ο πυθμένας είναι αμμώδης- ιλυοαμμώδης με λεπτόκοκκο μέγεθος σωματιδίων τόσο εσωτερικά των λουρονησίδων όσο και εξωτερικά, προς τον Πατραϊκό όπου είναι περισσότερο αμμώδης (Δανιηλίδης 1991). Στις αρχές του αιώνα, η λιμνοθάλασσα αποτελούσε ενιαίο υγρότοπο (Panagiotopoulos 1916), με ελεύθερη επικοινωνία των νερών σε όλη την έκτασή της. Μια σειρά ανθρωπογενών παρεμβάσεων στη λιμνοθάλασσα την περίοδο 1960-1995, αλλοίωσαν τη γεωμορφολογία της περιοχής με αποτέλεσμα αφενός να δημιουργηθούν υδρολογικά προβλήματα που διατάραξαν σοβαρά τη κυκλοφορία των νερών και αφετέρου ένα μεγάλο τμημα της λιμνοθάλασσας να αποξηρανθεί. Η λιμνοθάλασσα σήμερα δέχεται ουσιαστικά ανανέωση νερών μόνο από τον Πατραϊκό κόλπο, μέσω των ανοιγμάτων που παρεμβάλλονται στις λουρονησίδες της κεντρικής λιμνοθάλασσας, ή τεχνικών στομίων σε άλλες περιοχές. Τα γλυκά νερά προέρχονται κυρίως από βροχοπτώσεις και από πολύ μεγάλες σημειακές παροχές αποστραγγιστικών αντλιοστασίων της γύρω αγροτικής και αρδεύσιμης περιοχής (Οικονομίδης & Βογιατζής 1996). Οι επεμβάσεις που έγιναν, μείωσαν σημαντικά την έκταση της λιμνοθάλασσας, που σήμερα κυμαίνεται από 120000-150000 στρέμματα (Pesca 2001). Επιπλέον επέδρασαν σημαντικά στην υδρολογία της περιοχής και διαμόρφωσαν τελικά ένα σύμπλεγμα έξι λιμνοθαλασσών σχετικά απομονωμένων μεταξύ τους (Katselis et al. 2003). Παρόλα αυτά η λιμνοθάλασσα αποτελεί το μεγαλύτερο και σημαντικότερο υγρότοπο της χώρας από οικολογική και οικονομική άποψη. Η ευρύτερη περιοχή του συμπλέγματος των λιμνοθαλασσών από τη συνθήκη Ramsar και σύμφωνα με την Κοινοτική Οδηγία 92/43 έχει ενταχθεί στις περιοχές του προγράμματος Natura 2000. Οι έξι ενότητες που αποτελούν σήμερα το σύστημα από Ανατολικά προς Δυτικά είναι οι ακόλουθες (Pesca 2001, Katselis et al. 2003): Λιμνοθάλασσα Διαύλου Κλείσοβας (Λ1, εικόνα 7) Είναι κλειστού τύπου λιμνοθάλασσα που επικοινωνεί με τη θάλασσα με ένα δίαυλο, οριοθετείται από τη θάλασσα με δύο ιχθυοφραγμούς και είναι σχετικά χαμηλής αλατότητας. Έχει έκταση 5000 στρεμμάτων και μέσο βάθος 0.8 m ενώ το μέγιστο

βάθος είναι 1.5 m. Χαρακτηρίζεται από ένα βόρειο τμήμα αβαθές και ένα δίαυλο μήκους 3000 m και πλάτους 150 m. Το στόμιό της έχει πλάτος 40 m και είναι πλήρως απομονωμένη από την υπόλοιπη Κλείσοβα. Λιμνοθάλασσα Κλείσοβας (Λ2, εικόνα 7) Είναι συνδυασμός κλειστού και ανοιχτού τύπου λιμνοθάλασσας που επικοινωνεί με τη θάλασσα με δύο διαύλους συνολικού πλάτους 80mοριοθετείται από τη θάλασσα με πέντε ιχθυοφραγμούς. Χαρακτηρίζεται από πλήθος εγκάρσιων αναχωμάτων που κατασκευάστηκαν με σκοπό την αύξηση της αλατότητας για την τροφοδοσία των αλυκών Μεσολογγίου. Κεντρική λιμνοθάλασσα Μεσολογγίου (Λ3, εικόνα 7) Είναι λιμνοθάλασσα ανοικτού τύπου που επηρεάζεται άμεσα από τη θάλασσα και η οριοθέτηση της από την ανοικτή θάλασσα γίνεται από φυσικές αμμονησίδες και ιχθυοφραγμούς. Έχει μέσο βάθος 0.6 m ενώ το μέγιστο φτάνει το 1.5 m. Το μέτωπό της, Νότια, βρίσκεται στον Πατραϊκό κόλπο με όριο τις αμμώδεις προσχωσιγενείς νησίδες Βασιλάδι, Αϊ Σώστης, Κόμμα, Σχοινιάς συνολικού μήκους 9100 m και τους παραδοσιακούς ιχθυοφραγμούς συνολικού μήκους 6000 m, που συνδέουν τις νησίδες αυτές. Στο δυτικότερο άκρο της απομονώνεται μέσω των αλογοπεραμάτων από τη λιμνοθάλασσα της Θολής και ανατολικά οριοθετείται από το νησί Τουρλίδα και το Δίαυλο Μεσολογγίου-Αιτωλικού από το λιμάνι Μεσολογγίου ενώ Βόρεια οριοθετείται από τη γέφυρα του Αιτωλικού. Λιμνοθάλασσα Παλαιοποτάμου (Λ4, εικόνα 7) Είναι κλειστή λιμνοθάλασσα υψηλής σχετικά αλατότητας, έκτασης 4500 στρεμμάτων και βάθους που κυμαίνεται 0.1 6 m. Αποτελείται από δύο κύρια τμήματα το ανατολικό και το δυτικό. Λιμνοθάλασσα Θολής (Λ5, εικόνα 7) Είναι κλειστού τύπου λιμνοθάλασσα που επικοινωνεί με τη θάλασσα με δύο διαύλους συνολικού μήκους 50-150 m, εφοδιασμένους με ιχθυοσυλληπτικές εγκαταστάσεις, ενώ οριοθετείται από τη θάλασσα με φυσική αμμονησίδα μήκους

2500 m. Έχει έκταση 8000-12000 στρέμματα και μέσο βάθος 0.6 m. Χαρακτηρίζεται από χαμηλή αλατότητα καθώς είναι αποδέκτης αντλιοστασίου που αποστραγγίζει την περιοχή του κάμπου του Νεοχωρίου. Διαθέτει δύο στόμια εκ των οποίων το ένα με σύγχρονες ιχθυοσυλληπτικές εγκαταστάσεις. Το μέτωπό της νοτιοδυτικά βρίσκεται στο Ιόνιο πέλαγος. Ανατολικά βρίσκεται η λιμνοθάλασσα Προκοπάνιστος με την οποία δεν επικοινωνεί, ενώ δυτικά βρίσκεται η λιμνοθάλασσα του Παλαιοποτάμου με την οποία απομονώθηκε εντελώς την δεκαετία του 60. Λιμνοθάλασσα Αιτωλικού (Λ6, εικόνα 7) Είναι μια εσωτερική λεκάνη σχεδόν παραλληλόγραμμου σχήματος μήκους 7.5 km, πλάτους 2.3 km και συνολικής έκτασης περίπου 17000 στρεμμάτων. Το μέσο βάθος είναι 12m και το μεγαλύτερο βάθος 32m. Εξ αιτίας του τρόπου δημιουργίας της όπου

είναι λιμνοθάλασσα τεκτονικής προέλευσης (ρήγματος ΒΔ-ΝΑ διεύθυνσης) παρουσιάζει μεγάλο βάθος (33 m) σε σχέση με την έκτασή της, ακανόνιστο σχήμα και προσανατολισμό ασυνήθιστο για μια λιμνοθάλασσα, καθώς έχει τον μεγάλο άξονά της κάθετο προς την ανοικτή θάλασσα (εικόνα 8). Και συνδέεται με του Μεσολογγίου στα νότια μέσα από δύο κοντά, στενά και ρηχά (περίπου 2m) κανάλια. Η λιμνοθάλασσα επικοινωνεί με τον Πατραϊκό κόλπο διαμέσου αμμωδών φραγματικών νησίδων. Δυο γέφυρες, που κατασκευάστηκαν το 1846 για να εξυπηρετούν τις περιορισμένες τότε ανάγκες των κατοίκων συνδέουν τη πόλη με τη στεριά. Έχει πάρει το όνομά της από το ομώνυμο νησί που βρίσκεται στο στόμιο επικοινωνίας της με τη λιμνοθάλασσα του Μεσολογγίου. Εικόνα 8. Βαθυμετρικός χάτρης της λιμνοθάλασσας του Αιτωλικού.

1.3 ΠΕΡΙΟΧΗ ΕΡΕΥΝΑΣ Η λιμνοθάλασσα του Αιτωλικού (εικόνα 9,10) λιμνοθάλασσα βρίσκεται στο βόρειο τμήμα του Μεσολογγίου Αιτωλικού-σύμπλεγμα λιμνοθάλασσα η οποία είναι ο μεγαλύτερος υγρότοπος στην Ελλάδα, είναι μεγάλης οικολογικής σημασίας και προστατεύεται από τη σύμβαση Ramsar. Aποτελεί μια λεκάνη εγκλωβισμένη από αβαθή νερά και στεριά, η οποία επικοινωνεί νότια με τη λιμνοθάλασσα του Μεσολογγίου μέσα από δυο στενά ανοίγματα. Από αυτά τα στενά ανοίγματα εισέρχονται στη λιμνοθάλασσα τα καθαρά αλμυρά νερά του Πατραϊκού κόλπου, αφού πρώτα διατρέξουν την ρηχή μήκους 13 km και βάθους μικρότερου του 1m λιμνοθάλασσα του Μεσολογγίου (εικόνα 11). Εκτός όμως από τα θαλασσινά νερά η λιμνοθάλασσα δέχεται και άφθονα γλυκά νερά από τρεις μεγάλους χείμαρρους, από πολλούς μικρούς, από παροδικές και μόνιμες πηγές που βρίσκονται σε όλη την έκτασή της, καθώς επίσης και από αντλιοστάσια που στέλνουν τα ιδιαίτερα ρυπασμένα νερά τους στην ευαίσθητη λεκάνη.. Η λιμνοθάλασσα είναι μολυσμένο από τα απόβλητα αποχέτευσης από το Αιτωλικό μικρή πόλη και τη γεωργία στη γύρω περιοχή. Τα κύρια χαρακτηριστικά της λιμνοθάλασσας είναι τα μόνιμα ανοξικές συνθήκες στο βαθύτερο στρώμα νερού (7-35μ) και το σχηματισμό του υδρόθειου. Η ανοδική μετανάστευση του υδρόθειου στα επιφανειακά ύδατα προκάλεσε διάφορες εκδηλώσεις της θνησιμότητας των ψαριών κατά τα τελευταία 150 χρόνια Τα κύρια φυσικά χαρακτηριστικά της λιμνοθάλασσας Αιτωλικού είναι το μόνιμο θερμοκλινές και halocline και οι ανοξικές συνθήκες στην hypolimnion συνοδεύεται με υψηλή συγκέντρωση του H2S. Η λιμνοθάλασσα αποτελεί ένα από τα πιο σημαντικά συστήματα παράκτιας λιμνοθάλασσας στη Μεσόγειο και το μεγαλύτερο στην Ελλάδα, που καλύπτουν περίπου το 50% της συνολικής ελληνικής επιφάνεια λιμνοθάλασσα. Η λιμνοθαλάσσια συγκρότημα περιβάλλεται από λίμνες εξάτμισης που χρησιμοποιούνται για σκοπούς εξόρυξης αλατιού. Όπως και στην πλειοψηφία των λιμνοθαλασσών της Μεσογείου, αυτό το συγκρότημα έχει επίσης αξιοποιηθεί ως ένα αλιευτικό πεδίο. Παραδοσιακά αλιευτικές δραστηριότητες είναι κοινές στη λιμνοθάλασσα και είναι πολύ σημαντική για την τοπική οικονομία. Ο συγκεκριμένος υγρότοπος έχει μεγάλη οικολογική σημασία, πλούσια σε βιοποικιλότητα, ανήκει στην

"Natura 2000" ζώνη (κωδικός αριθμός GR2310002) και προστατεύεται από τη συνθήκη Ραμσάρ. Η λιμνοθάλασσα παρουσιάζει μια εικόνα ανάλογη με αυτή του Εύξεινου Πόντου, δηλαδή πρόκειται για μια βαθιά υδάτινη λεκάνη που περιβάλλεται από στεριά και επικοινωνεί με την ανοικτή θάλασσα μέσα από στενά και ρηχά ανοίγματα, ενώ δέχεται μεγάλες ποσότητες γλυκών ιδιαίτερα ρυπασμένων νερών. Όπως στη περίπτωση του Εύξεινου Πόντου έτσι και στη προκειμένη δημιουργούνται σοβαρά προβλήματα κυκλοφορίας, ανάμειξης και οξυγόνωσης του νερού. Τα γλυκά νερά που εισέρχονται στη λιμνοθάλασσα, σχηματίζουν ένα στρώμα και ουσιαστικά επιπλέουν πάνω από τα αλμυρότερα - βαρύτερα νερά της. Τα επιφανειακά νερά ανανεώνονται, ενώ μένουν σχεδόν στάσιμα τα βαρύτερα μόνιμα εγκλωβισμένα στον σχεδόν κωνικού σχήματος πυθμένα. Η κυκλοφορία επομένως περιορίζεται σε μια λίγων μέτρων επιφανειακή ζώνη του νερού η οποία και οξυγονώνεται, εκεί μπορούν και αναπτύσσονται υδρόβιοι οργανισμοί, ψάρια, αρθρόποδα, μαλάκια και άφθονα υδρόβια φύκη, ενώ στα βαθύτερα η έλλειψη οξυγόνου νεκρώνει τη λεκάνη, εκεί ζουν μόνο αναερόβιοι μικροοργανισμοί. Στα βαθύτερα στρώματα της λιμνοθάλασσας δημιουργείται μια ανοξική ζώνη, σε αυτή με τη δράση των αναερόβιων μικροοργανισμών παράγονται διάφορες ενώσεις, κυριαρχεί όμως ένα ιδιαίτερα τοξικό αέριο, το υδρόθειο. Η παρουσία του οφείλεται σε δυο λόγους, στην αποσύνθεση της οργανικής ύλης και στη γυψογενή σύσταση των πετρωμάτων της περιοχής. Ο κυριότερος λόγος για την παρουσία του υδρόθειου είναι μια σειρά βιολογικών διαδικασιών οι οποίες έχουν σαν αφετηρία την πλούσια οργανική ύλη που μεταφέρουν οι χείμαρροι, τα αποστραγγιστικά αυλάκια, τα αντλιοστάσια και τα σχεδόν μη επεξεργασμένα λύματα της πόλης του Αιτωλικού. Η ποσότητα της οργανικής ύλης είναι κατά πολύ μεγαλύτερη από αυτή που μπορούν να αποσυνθέσουν με αερόβιες διεργασίες οι μικροοργανισμοί που βρίσκονται στο νερό. Η δράση των μικροοργανισμών αυτών είναι να αποσυνθέτουν την νεκρή οργανική ύλη με τη βοήθεια του διαλυμένου στο νερό οξυγόνου που κανονικά υπάρχει στο νερό. Καθώς όμως οι εισροές της οργανικής ύλης είναι τόσο μεγάλες και το διαθέσιμο διαλυμένο οξυγόνο περιορισμένο, οι ποσότητές του εξαντλούνται γρήγορα, τότε ακολουθούν μια σειρά περίπλοκων βιολογικών και χημικών αντιδράσεων σύμφωνα με τις οποίες βακτήρια, τα γνωστά με το όνομα θειοβακτήρια

αποσπούν από τα άφθονα θειικά ιόντα (SO -2 4 ) το οξυγόνο, συντελώντας στη δημιουργία ενός αερίου, του υδρόθειου (Η 2 S). Εκτός όμως από αυτή τη διαδικασία που πραγματοποιείται συχνά σε εύτροφες κλειστές περιοχές και που όλο και περισσότερο τη συναντάμε τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα (Αμβρακικός κόλπος) αλλά και σε διάφορα μέρη του πλανήτη (Μαύρη Θάλασσα, Βαλτική Θάλασσα, Νορβηγικά Φιόρδ, Περουβιανές ακτές κ.ά.), στη λιμνοθάλασσα του Αιτωλικού πραγματοποιείται και μια άλλη, αιτία είναι τα πλούσια γυψογενή πετρώματα της περιοχής. Συγκεκριμένα στο βορειοδυτικό τμήμα της λιμνοθάλασσας του Αιτωλικού υπάρχουν μεγάλα κοιτάσματα γύψου (CaSO. 4 2H 2 O) ο οποίος ανάγεται από οργανικές ενώσεις που υπάρχουν στο νερό σχηματίζοντας υδρόθειο. Τα παραγόμενα από τις παραπάνω αναερόβιες διεργασίες αέρια, κυρίως υδρόθειο (H 2 S), αλλά και αμμωνία (ΝΗ 3 ), η οποία παράγεται από άλλους μηχανισμούς, εγκλωβίζονται στα βαθύτερα αλμυρότερα νερά. Η ισορροπία που υπάρχει κρατά τη βαρύτερη δηλητηριώδη μάζα, κάτω από την ελαφρότερη και καθαρότερη, συντελώντας στη δημιουργία στρωμάτωσης. Εικόνα 9. Λιμνοθάλασσα Αιτωλικού

Εικόνα 10. Λιμνοθάλασσα Αιτωλικού Εικόνα 11. Στη λιμνοθάλασσα Αιτωλικού εισέρχονται στη λιμνοθάλασσα τα καθαρά αλμυρά νερά του Πατραλκού κόλπου.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 2.1 ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ ΕΡΕΥΝΩΝ ΠΕΔΙΟ Για την έρευνα έγιναν μετρήσεις σε 13 σταθμούς στη λιμνοθάλλασα (εικόνα 12). Τα όργανα που χρησιμοποιήθηκαν είναι : ADCP Ρεύματα Aaandera RCM9-MKII Θερμοκρασία Y.S.I600 XL Αλατότητα, διαλυμένο οξυγόνο (DO) IN-SITU TROLL 9500 Eh, ph METS sensor CH4 H2S sensor H2S Στο πίνακα αναφέρονται τα όργανα που χρησιμοποιήθηκαν και δίπλα αναφέρεται τι μετράει το κάθε ένα.

Εικόνα 12. Χάρτης της περιοχής στον οποίο φαίνονται οι 13 σταθμοί. Εικόνα 13.Το σκάφος που χρησιμοποιήθηκε για την έρευνα Εικόνα 14.

Εικόνα 15. Εικόνα 16.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3 3.1. ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ Λεπτομερής βυθομετρική έρευνα έδειξε ότι το βόρειο τμήμα της λιμνοθάλασσας είναι βαθιά με μεγάλα επιμήκη λεκάνη (βασικό άξονα ΒΔ-ΝΑ) (βάθος νερού 25-30m) και μικρότερο μήκος λεκάνη στα νοτιοδυτικά του βορείου τμήματος με νερό βάθους 15-20μ (εικόνα 17). Αυτές οι δύο λεκάνες διαχωρίζονται από ένα διαμήκη κορυφογραμμή ρηχά ΔΒΔ-ΑΝΑ (βάθος νερού 10m), η οποία είναι η υπεράκτια συνέχιση και σχετίζονται με γύψο και εβαπορίτες στο δυτικό περιθώριο της λιμνοθάλασσας. Εικόνα 17. Βαθυμετρικός χάρτης στον οποίο φαίνονται και οι 13 σταθμοί.

Οι ωκεανογραφικές έρευνες που διεξήχθησαν σε Ιούνιο 2010, Νοέμβριος 2010, Φεβρουάριος 2011 και Απρίλιο του 2011 έδειξε ότι το Αιτωλικό είναι ένα μόνιμα ανοξική λιμνοθάλασσα. Η δομή δύο στρωμάτων νερού (υφάλμυρο / πιο φυσιολογικό ορό) φαίνεται να ελέγχει την κατακόρυφη κατανομή του DO στη στήλη του νερού στη λιμνοθάλασσα. Το επιφανειακό στρώμα είναι καλά οξυγονωμένο με μια συγκέντρωση που κυμαίνεται από 120 έως 300μΜ. Η οξική / ανοξική διασύνδεση βρισκόταν στα 10-18 μέτρα και το χειμώνα του 2011 και το καλοκαίρι του 2010, αντίστοιχα. Μετρήσεις μεθανίου έδειξαν υψηλές συγκεντρώσεις διαλυμένων μεθανίου (περίπου 0,3-1μΜ) στο επιφανειακό στρώμα του συνόλου λιμνοθάλασσας. Από 10m βάθος νερού και βαθύτερη διαλυμένου μεθανίου αυξάνεται με ταχείς ρυθμούς, φθάνοντας σε συγκεντρώσεις περίπου 1.6μM σε βάθος νερού 12-14m και συγκεντρώσεις για 4.5μΜ κοντά στο βυθό της θάλασσας. H2S συγκεντρώσεις κυμαίνονταν μεταξύ 1 και 2 mg / L στο επιφανειακό στρώμα (βάθος νερού <10m). Παρακάτω 10m βάθος H2S συγκέντρωση νερού αυξήθηκε φθάνοντας τιμές περίπου 6mg / L σε 25m βάθος νερού. Φαίνεται ότι στη λιμνοθάλασσα του Αιτωλικού υπάρχει μια μόνιμη pycnocline, έντονη διαστρωμάτωση, της οποίας το μοντέλο ελέγχεται κυρίως από την αλατότητα. Η pycnocline οφείλεται σε: (i) η μορφολογία (μέγιστο βάθος 30μ.) της λιμνοθάλασσας Αιτωλικού, (ii) οι εισροες γλυκού νερού και (iii) η περιορισμένη σύνδεση με την παρακείμενη λιμνοθάλασσα Μεσολογγίου ρηχά (στο πλαίσιο της προετοιμασίας). Η προέλευση των H2S, και η εξάντληση Ο2, θα μπορούσε να οφείλεται σε μία ή έναν συνδυασμό των ακόλουθων τριών μηχανισμών: (i) χαμηλή κυκλοφορία νερού (περιορισμένη σύνδεση στην ανοιχτή θάλασσα) (Ϋ) διάλυση του γύψου καταθέσεων (outcropping diapirs) στο βυθό (iii) εισχωρήσεις αερίου. Η τρίτη υπόθεση προτείνεται από την παρουσία των χαρακτηριστικών κρατήρων, που εντοπίστηκαν κατά τη διάρκεια ερευνών side scan sonar το 2010 και το 2012. Ισοτοπικές αναλύσεις του νερού και ιζημάτων δείγματα έδειξαν ότι η προέλευση του μεθανίου στη λιμνοθάλασσα Αιτωλικού είναι μικροβιακή (από -81,6 σε -77,4 ). Πιο συγκεκριμένα τα αποτελέσματα των ερευνών παρουσιάζονται στα παρακάτω διαγράμματα ανάλογα με τις 4 εποχές του χρόνου.

Τον Ιούνιο 2010 η θερμοκρασία κυμαίνεται στους 32 o C-22 o C στα πρώτα 10 μέτρα,όπου παρουσιάζεται και η πιο αυξημένη θερμοκρασία για όλο το χρόνο. Όσο το βάθος μεγαλώνει η θερμοκρασία είναι ολο και πιο χαμηλή. Απο τα 10-15 μέτρα η θερμοκρασία είναι 20 ο C-14 ο C και απο τα 15-30 μέτρα η θερμοκρασία είναι στους 13 ο C. Το Νοέμβριο 2010 τα πρώτα 15 μέτρα η θερμοκρασία εναλλάσσεται απο 20 ο C-18 ο C, όσο μεγαλώνει το βάθος μέχρι τα 18 μέτρα η θερμοκρασία πέφτει στους 16 o C. Στούς 14 ο C παραμένει σταθερή η θερμοκρασία απο τα 18-30 μέτρα. Το Φεβρουάριο 2011 η θερμοκρασία κυμαίνεται στους 12 ο C-14 ο C για τα πρώτα 14μέτρα, ενώ απο τα 14-30 η θερμοκρασία ανεβαίνει στους 15 o C. Τον Απρίλιο 2011 για τα πρώτα 10 μέτρα η θερμοκρασία είναι 19 ο C-17 ο C. Απο τα 10-30 μέτρα η θερμοκρασία είναι στους 15 ο C, μέσα σε αυτό το βάθος υπάρχει πτώση της θερμοκρασία 13 ο C περίπου στα 12-18 μέτρα.

Για τον Ιούνιο 2010 η αλατότητα κυμαίνεται 21ppt-22ppt για τα πρώτα 16 μέτρα όπου απο εκει και μέχρι τα 30 μέτρα η αλατότυτα αυξάνεται και φτάνει 25ppt, έτσι δημιουργούνται συνθήκες στις οποίες δεν μπορεί να υπάρχει ζωντανός οργανισμός. Το Νοέμβρη 2010 βλέπουμε μια ανάλογη εικόνα με τη διαφορά οτι η αλατότητα αρχίζει να αυξάνεται απο τα 10 μέτρα. Για το Φεβρουάριος 2011 η αλατότητα κυμαίνεται απο τα 19ppt-20ppt για τα πρώτα 10 μέτρα. Στα 13-16 μέτρα η αλατότητα είναι 21ppt, απο τα 16 μέτρα μέχρι λιγο πάνω απο το πυθμένα είναι στα 23ppt και κοντά στο πυθμένα η αλατότητα είναι 22ppt. Τον Απρίλιο 2011 μέχρι τα 10 μέτρα η αλατότητα είναι 19ppt και σταδιακά μειώνεται ανάλογα με το βάθος μέχρι τα 28 μέτρα όπουη αλατότητα είναι 23ppt και κοντά στο πυθμένα μειώνεται παλι όπως και το Φεβρουάριο.

Τον Ιούνιο 2010 στα πρώτα 9 μέτρα βάθος το διαλυμένο οξυγόνο κυμαίνεται απο 280μ Μ-120 μ Μ. Στα 10 μέτρα και μέχρι το πυθμένα το διαλυμένο οξυγόνο βρίσκεται στα 0 μ Μ, δηλαδή οι συνθήκες που επικρατούν είναι ανοξικές, οπότε εκεί δεν υπάρχει ζωή. Για το Νοέμβρη 2010 απο τα 10 μέτρα και πάνω το διαλυμένο οξυγόνο είναι 200 μ Μ, αρκιβώς στα 10 μέτρα το διαλύμενο οξυγόνο είναι 120 και από εκεί και κάτω επικρατούν συνθήκες ανοξικές. Το Φεβρουάριο 2011 μέχρι τα 12 μέτρα το διαλυμένο οξυγόνο κυμαίνεται απο τα 240μ Μ -120μ Μ και απο τα 12 μέτρα επικρατούν ανοξικές συνθήκες. Τον Απρίλιο 2011 οι συνθήκες είναι ίδιες με του Φεβρουάριου με τη διαφορά οτι οι ανοξικές συνθήκες ξεκινούν πιο χαμηλά στα 18 μέτρα.

Για τον Ιούνιο 2010 για τα πρώτα 8 μέτρα βάθος η πυκνότητα είναι 12,5 απο τα 8-16 μέτρα ανάλογα με το βάθος αυξάνεται και η πυκνότητα απο τα 12,5-17 και απο τα 16 μέτρα και κάτω είναι 19,5. Τον Νοέμβρη 2010 για τα πρώτα 8 μέτρα σε αντίθεση με του Ιουνίου η πυκνότητα είανι πιο αυξημένη στα 14. Απο τα 8-16 μέτρα αυξάνεται σταθερά μέχρι τα 17, στα 16 μέτρα και κάτω όπως του Ιουνίου 2010 η πυκνότητα είανι 19,5. Για το Φεβρουάριο για τα πρώτα 12 μέτρα η πυκνότητα είναι 14,5-15, απο τα 12 μέτρα μέχρι το πυθμένα η πυκνότητα αυξάνεται ανάλογα με το βάθος μέχρι τα 17,5. Τον Απρίλιο απο την επιφάνεια μέχρι τα 25 μέτρα η πυκνότητα αυξάνεται ανάλογα με το βάθος απο 11,5-17. Σε βάθος 25 μέτρων μέχρι το πυθμένα της λιμνοθάλασσας η πυκνότητα μειώνεται απο τα 17 έως 15.

Τον Απρίλιο 2011 το CH ξεκινάει απο τα 0,4μ Μ σε 500m -4000m απόσταση, σε βάθος 10m 30m και όσο μεγαλώνει το βάθος ανα 2 μέτρα αυξάνεται το CH ανα 0,4 όπου το CH φτάνει 4,4 μ Μ Τον Ιούλιο 2010 το H2S σε απόσταση 500m -6500m μέχρι τα 8m βάθος κυμαίνεται απο 0mg/l-8mg/l. Απο τα 8m-18m το H2S αυξάνεται ανάλογα με το βάθος απο τα 8mg/l-28mg/l.Και απο τα 18 m μέχρι το πυθμένα το H2S έχει 38mg/l και στα κέντρικα αυξάνει σε 44mg/l. H 2 S 1951 28.8 mg/l 1995 45 mg/l 2006-07 > 55 mg/l 2010-2011 > 50 mg/l

Οξική / ανοξική διεπαφή 14 μέτρα το 1951, 9-13m κατά την περίοδο 1984-1985 5-7 m το διάστημα 1995-2003 περίοδο 15-18m 2006-07 (λόγω της διεύρυνσης των δύο καναλιών επικοινωνίας) 10-15m περίοδο το 2010-11 Κρατήρες (pockmarks) στο πυθμένα της λιμνοθάλασσας Η ισοτοπική ανάλυση του νερού κάτω και δείγματα ιζημάτων (που συλλέγονται από δύτη) έδειξε μικροβιακή μεθάνιο

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Hatzikakidis, A., 1951. Seasonal hydrological study in Mesolongi Etoliko lagoon. Proceedings of the Hellenic Hydrobiological Institute, Vol. 5, No. 1 (in Greek). Leonardos, I. & A. Sinis 1997. Mass mortality in the Etolikon lagoon Greece : The role of local Geology. Cybium 21(2) 201-206. Papadas, I.T., Katerinopoulos, L., Gianni, A., Zacharias, I., Deligiannakis, Y. (2009) A theoretical and experimental physicochemical study of sulfur species in the anoxic lagoon of Aitoliko-Greece Chemosphere 74 (8), pp. 1011-1017. Papatheodorou G, Lavrentaki M, Mourelatos P, Voutsinas K, Xenos. K (2001) Pockmarks (?) on the floor of the Aetoliko Lagoon, Greece. Fishing. News 238, p. 73-87 (in Greek). Papatheodorou G., Christodoulou D., Geraga M., Etiope G., Ferentinos G (2007) The pockmark field of the Gulf of Patras: An ideal natural laboratory for studying seabed fluid flow In: ZELILIDIS, A., PAPATHEODOROU, G. and GERAGA, M. (eds.): Sedimentology of western and central Greece from recent to Triassic. 25 th IAS Meeting of Sedimentology, Patras, 2007, Field Trip Guidebook, p. 43-62. ΛΕΟΝΑΡΔΟΣ Γ, (1999). Λιμνοθάλασσα Αιτωλικού Ένα πανέμορφο οικοσύστημα μετατρέπεται σε νεκρή επικίνδυνη θάλασσα. Νέα Οικολογία, τεύχος 10-11, σελ. 31-36 ΠΑΠΑΘΕΟΔΩΡΟΥ Γ., ΜΟΥΡΕΛΑΤΟΣ Π., ΒΟΥΤΣΙΝΑΣ K., ΞΕΝΟΣ Κ. (2000). Μορφολογικά χαρακτηριστικά του πυθμένα της Λιμνοθάλασσας του Αιτωλικού, σχετιζόμενα με διαφυγές αερίων Προκαταρκτικά αποτελέσματα. Πρακτικά 9ου Συνεδρίου Ιχθυολόγων, Μεσολόγγι 20-23 Ιανουαρίου 2000, σελ. 181-185.