ΑΝΑΛΥΣΗ ΚΟΣΤΟΥΣ/ΟΦΕΛΟΥΣ ΣΤΗΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ



Σχετικά έγγραφα
ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΑ ΤΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ (Economics of education)

Τμήμα Οικονομικών Επιστημών Πανεπιστήμιο Πατρών. Οικονομικά της Εκπαιδευσης. Ακαδημαικό έτος Διδάσκων: Νίκος Γιαννακόπουλος

ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΠΑΡΑΓΟΝΤΩΝ ΣΤΗΝ ΕΠΙΛΟΓΗ ΤΡΙΤΟΒΑΘΜΙΑΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΣΤΗΝ ΚΥΠΡΟ: ΣΥΓΚΡΙΣΗ ΜΕΣΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΚΑΙ ΤΕΧΝΙΚΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ

Η απόδοση της εκπαιδευσης

OΙΚΟΝΟΜΙΚΑ ΤΗΣ ΠΑΙ ΕΙΑΣ Βασικά συµπεράσµατα

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ;

Υποδείγματα Ενδογενούς Οικονομικής Μεγέθυνσης. Εξωτερικότητες από τη Συσσώρευση Φυσικού Κεφαλαίου στην Αποδοτικότητα της Εργασίας

ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

ΑΓΡΟΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΓΕΩΠΟΝΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ. Αγροτική Πολιτική 8 ου Εξαμήνου ΤΜΗΜΑ ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ & ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ

Θαλάσσιες Κατασκευές: Χρηματοδότηση

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΑΝΩΤΕΡΗΣ ΚΑΙ ΑΝΩΤΑΤΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ ΠΑΓΚΥΠΡΙΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ 2009 ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΕΣ ΛΥΣΕΙΣ

ΤΑ ΒΑΣΙΚΑ ΜΕΓΕΘΗ ΤΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ Η ελληνική τριτοβάθμια εκπαίδευση Μέρος Α : το ευρωπαϊκό & διεθνές πλαίσιο αναφοράς ( )

Κεφάλαιο 4 Ειδικοί συντελεστές παραγωγής και διανομή εισοδήματος

Σπανιότητα ή στενότητα των πόρων

Συνάρτηση παραγωγής εκπαιδευτικού αποτελέσματος



VII. ΙΣΟΤΗΤΑ ΣΤΗΝ ΕΚΠΑΙ ΕΥΣΗ : ΚΑΤΑΝΟΜΗ ΕΚΠ/ΚΩΝ ΕΥΚΑΙΡΙΩΝ ΚΑΤΑ ΠΕΡΙΟΧΗ ΚΑΙ ΦΥΛΟ

20 ΧΡΟΝΙΑ ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΑΝΑΛΥΣΗΣ ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ ΤΗΣ ΤΡΙΤΟΒΑΘΜΙΑΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΣΤΗΝ ΚΥΠΡΟ

ΑΝΑΛΥΣΗ ΕΥΑΙΣΘΗΣΙΑΣ Εισαγωγή

Η Νέα Κλασσική Θεώρηση των Οικονομικών Διακυμάνσεων

ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗ. ΑΣΚΗΣΕΙΣ-ΠΡΑΞΕΙΣ Εισαγωγική εισήγηση Νο1

Μισθολογικές διαφορές μεταξύ ανδρών και γυναικών στην Ελλάδα Ανισότητες: από την καταγραφή στην ανατροπή

Υποδείγματα Συσσώρευσης Ανθρωπίνου Κεφαλαίου, Ιδεών και Καινοτομιών και Ενδογενούς Μεγέθυνσης

Παραγωγή και Οικονομική Μεγέθυνση

Η αγορά δασκάλων 101

Περιφερειακή Ανάπτυξη

Διάλεξη 2. Εργαλεία θετικής ανάλυσης Ή Γιατί είναι τόσο δύσκολο να πούμε τι συμβαίνει; Ράπανος-Καπλάνογλου 2016/7

Εξειδικευμένοι Συντελεστές Παραγωγής και Διανομή του Εισοδήματος. Το Υπόδειγμα των Jones και Samuelson

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 1. Αξιολόγηση των µακροοικονοµικών επιπτώσεων του ΚΠΣ III

Το οικονομικό κύκλωμα

Κεφάλαιο 15. Οι δηµόσιες δαπάνες και ηχρηµατοδότησή τους

Εναλλακτικά του πειράματος

Κεφάλαιο 5 Πόροι και διεθνές εμπόριο: Το υπόδειγμα Heckscher- Ohlin

Εισαγωγή στην Οικονομική Επιστήμη Ι. Παραγωγή και κόστος. Αρ. Διάλεξης: 8

13 Το απλό κλασικό υπόδειγμα

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6 ΖΗΤΗΣΗ, ΠΡΟΣΦΟΡΑ ΚΑΙ ΙΣΟΡΡΟΠΙΑ ΑΓΟΡΑΣ

ΛΥΜΕΝΕΣ ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ ΣΤΟ 2 ο ΚΕΦΑΛΑΙΟ

2 Προσωπική Αναφορά Ράπτη Ευάγγελου

Κοινωνικοοικονομική Αξιολόγηση Επενδύσεων Διάλεξη 5 η. Αποτίμηση Στοιχείων Κόστους και Οφέλους

Βασικές Έννοιες των Οικονομικών της Εργασίας οικονομικά της εργασίας αγορά αγορά εργασίας μισθός

Η τεχνική της Καθαρής Παρούσας Αξίας ( Net Present Value)

12/11/16. Τι είναι «ερευνητικό πρόβλημα» 1/2. Τι είναι «ερευνητικό πρόβλημα» 2/2

Διαχείριση Περιβάλλοντος - Νομοθεσία

3. Όταν μελετάμε μια αθροιστική καμπύλη συχνοτήτων μπορούμε να υπολογίσουμε:

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΑΝΩΤΕΡΗΣ ΚΑΙ ΑΝΩΤΑΤΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ ΠΑΓΚΥΠΡΙΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ 2009

Β = 2W, αντίστοιχα. Βρείτε ποιος είναι ο μισθός ισορροπίας και το επίπεδο απασχόλησης στην ισορροπία σε καθέναν κλάδο της οικονομίας.

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ Ι. ΠΡΟΛΟΓΟΣ 9-11 II. ΕΙΣΑΓΩΓΗ Πίνακας ΜΕΡΟΣ Α' ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΑΡΘΡΩΣΗ ΤΟΥ ΣΧΟΛΙΚΟΥ ΠΛΗΘΥΣ ΜΟΥ

ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ «ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΚΑΤΑΡΤΙΣΗ ΣΤΗΝ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗ ΖΩΗ: ΔΙΕΘΝΕΙΣ ΤΑΣΕΙΣ ΚΑΙ ΠΡΟΟΠΤΙΚΕΣ»

Κεφάλαιο 3. Παραγωγικότητα της εργασίας και συγκριτικό πλεονέκτημα: Το Ρικαρδιανό υπόδειγμα

ΚΘΑ ΙΙ Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης

2.1 ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΗΣ ΕΠΕΝΔΥΣΗΣ Γενικά

Αποτελεσματικότητα δασκάλων

Μεταξύ 2011 και 2012 η ανεργία στην Ελλάδα συνέχισε να αυξάνεται σε όλα τα επίπεδα εκπαίδευσης και ειδικά στους ενήλικες νέους.

απάνες για την παιδεία

Οικονομική της Εργασίας. Κεφ. 9: Επένδυση σε Ανθρώπινο Κεφάλαιο

Οι «τεμπέληδες» Ελληνες δουλεύουν πιο πολύ από κάθε άλλο Ευρωπαίο

ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ Α. ΟΜΑΔΑ Ι 1 α) Η ποσότητα ζήτησης Q ενός αγαθού εξαρτάται από την μοναδιαία τιμή του P και από το

ΣΥΚΓΡΙΤΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ΜΟΝΤΕΛΩΝ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΥ. Κράτος Πρόνοιας, Δεξιότητες και Εκπαίδευση

Ενότητα 7 - Διαχείριση των χρηµάτων

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4 Η ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΤΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗΣ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΗ-ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΗ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ (ΠΕΣ)

ΠΡΟΣ: ΘΕΜΑ: ΕΙΣΗΓΗΤΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ ΤΗΣ ΕΛΜΕ Π.Π.Σ. ΣΤΟΝ ΕΘΝΙΚΟ ΔΙΑΛΟΓΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΙΔΕΙΑ (αναθεωρημένη)

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΑ ΗΜΟΣΙΩΝ ΑΠΑΝΩΝ: ΕΚΠΑΙ ΕΥΣΗ ΟΙ ΑΠΑΝΕΣ ΕΚΠΑΙ ΕΥΣΗΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑ Α

Α) ΒΑΣΙΚΕΣ ΤΑΣΕΙΣ ΠΟΥ ΕΠΗΡΕΑΖΟΥΝ ΤΙΣ ΕΠΕΝΔΥΣΕΙΣ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 23. Ανεργία

ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΚΡΙΣΗΣ ΣΤΙΣ ΑΓΟΡΑΣΤΙΚΕΣ ΤΑΣΕΙΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΩΝ ΑΠΟ ΤΟ ΔΙΑΔΙΚΤΥΟ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ ΤΜΗΜΑ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΧΩΡΟΤΑΞΙΑΣ, ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ

Αξιολόγηση Επενδυτικών Σχεδίων

Ιδιότητες και Τεχνικές Σύνταξης Επιστημονικού Κειμένου Σχολιασμός ερευνητικής πρότασης

Μικροοικονομική Ι. Ενότητα # 7: Αγορά εργασίας Διδάσκων: Πάνος Τσακλόγλου Τμήμα: Διεθνών και Ευρωπαϊκών Οικονομικών Σπουδών

ΑΣΚΗΣΕΙΣ. 1η οµάδα. 2. Έστω ο επόµενος πίνακας παραγωγικών δυνατοτήτων: Χ Υ Κόστος. Κόστος ευκαιρίας Ψ Α /3

ΕΠΕΚΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΝΕΟΚΛΑΣΙΚΟΥ ΥΠΟΔΕΙΓΜΑΤΟΣ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4 Η ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΤΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗΣ

Slide 8.1. ΤΕΙ Πειραιά Μεταπτυχιακό Πρόγραμμα Λογιστική και Χρηματοοικονομική. Δευτέρα 27 Ιανουαρίου & Τετάρτη 29 Ιανουαρίου

Έτος 1 Έτος 2 Έτος 3 Έτος 4 Έτος 5 Εισπράξεις

ΣΥΝΘΕΤΑ ΕΠΑΝΑΛΗΠΤΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ

Η κατάσταση στον Κόσµο σήµερα

James Tobin, National Economic Policy

Τα Αίτια και οι Επιπτώσεις της Διεθνούς Μετανάστευσης. Πραγματικοί Μισθοί, Παγκόσμια Παραγωγή, Ωφελημένοι και Ζημιωμένοι

Εισόδημα Κατανάλωση

Γραφείο Επαγγελματικού Προσανατολισμού και Πληροφόρησης Νέων Δήμου Ρεθύμνης

Εισαγωγή στην Οικονομική Επιστήμη ΙΙ. 17 Πληθωρισμός και Ανεργία

2. ΕΠΙΛΟΓΗ ΜΟΝΤΕΛΟΥ ΜΕ ΤΗ ΜΕΘΟΔΟ ΤΟΥ ΑΠΟΚΛΕΙΣΜΟΥ ΜΕΤΑΒΛΗΤΩΝ (Backward Elimination Procedure) Στην στατιστική βιβλιογραφία υπάρχουν πολλές μέθοδοι για

Τα Αίτια και οι Επιπτώσεις της Διεθνούς Μετανάστευσης. Πραγματικοί Μισθοί, Παγκόσμια Παραγωγή, Ωφελημένοι και Ζημιωμένοι

Η Βιομηχανική Επανάσταση δεν ήταν ένα επεισόδιο με αρχή και τέλος ακόμη βρίσκεται σε εξέλιξη.

Οικονοµία. Βασικές έννοιες και ορισµοί. Η οικονοµική επιστήµη εξετάζει τη συµπεριφορά

Mακροοικονομική Κεφάλαιο 7 Αγορά περιουσιακών στοιχείων, χρήμα και τιμές

ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΠΟΛΛΑΠΛΗΣ ΕΠΙΛΟΓΗΣ Αρ. Απάντηση Αρ. Απάντηση Ερώτησης 1. A 6. C 2. C 7. A 3. A 8. E 4. B 9. A 5. E 10. C

Κάνοντας click στους αριθμούς μέσα σε κόκκινα ορθογώνια, μεταϕέρεστε απευθείας στη λύση ή την εκϕώνηση αντίστοιχα. Άσκηση 1

ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ 4 η ΑΣΚΗΣΗ ΟΙΚΟΝΟΜΟΤΕΧΝΙΚΗ ΜΕΛΕΤΗ ΣΚΟΠΙΜΟΤΗΤΑΣ Εισαγωγή Άσκησης

[Υπόδειξη: Τα αγαθά που χάνουν την υλική τους υπόσταση και τις ιδιότητες τους μετά την πρώτη χρήση τους ονομάζονται καταναλωτά.]

plus Πειραματικό Γενικό Λύκειο Ηρακλείου Κρήτης Περιφερειακή Ενότητα Ηρακλείου Κατηγορία A: Μαθητές Γενικών και Επαγγελματικών Λυκείων

Προγραμματισμός και Επιλογή Συστημάτων

Μεταπτυχιακό στην Εκπαιδευτική/Σχολική Ψυχολογία

Βασικές έννοιες για αξία χρήματος και επενδύσεις. Δρ. Αθανάσιος Δαγούμας, Λέκτορας Οικονομικής της Ενέργειας & των Φυσικών Πόρων, Παν.

2 Η καμπύλη παραγωγικών δυνατοτήτων και το κόστος

ΟΔΗΓΟΣ ΣΠΟΥΔΩΝ. ΑΝΑΛΥΣΗ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΩΝ ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΩΝ ΣΧΕΔΙΩΝ m118

ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΕΡΓΩΝ ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΩΝ ΣΧΕΔΙΩΝ

Διάλεξη 5. Εκπαίδευση. ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ Τμήμα Οικονομικών Επιστημών Ακαδημαϊκό έτος /11/2016

Transcript:

ΑΝΑΛΥΣΗ ΚΟΣΤΟΥΣ/ΟΦΕΛΟΥΣ ΣΤΗΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ Του μεταπτυχιακού φοιτητή Σταθούση Γιάννη Οι δαπάνες για εκπαίδευση αναγνωρίζονται ευρέως ως μια επένδυση σε ανθρώπινο δυναμικό/κεφάλαιο που συνεισφέρει θετικά στην οικονομική πρόοδο μιας κοινωνίας, μέσω της αύξησης των δεξιοτήτων και της παραγωγικότητας των μελών της. Οι δαπάνες για εκπαίδευση μπορούν να δικαιολογηθούν σε όρους συνεισφοράς της εκπαίδευσης στην οικονομική πρόοδο μιας χώρας. Ωστόσο μια τέτοιου είδους προσέγγιση εγείρει μια πλειάδα ερωτημάτων : Πώς οι δημόσιες δαπάνες για εκπαίδευση συγκρίνονται με άλλους τύπους δημόσιων δαπανών, εξίσου σημαντικών στην πορεία της οικονομικής ανάπτυξης? Τί συνεισφέρει περισσότερο στην οικονομική πρόοδο μιας χώρας: η επένδυση σε ανθρώπινο δυναμικό (μέσω της εκπαίδευσης) ή η επένδυση σε κεφαλαιουχικό εξοπλισμό? Είναι όλες οι μορφές εκπαίδευσης εξίσου παραγωγικές? Είναι η δαπάνη για εκπαίδευση μια πραγματικά «ωφέλιμη» επένδυση τόσο για το άτομο όσο και για την κοινωνία ως σύνολο? Και αν πράγματι είναι ωφέλιμη για το άτομο, κατά πόσο οι σπουδαστές και οι οικογένειες τους λαμβάνουν κάτι τέτοιο υπ όψιν τους, όταν κάνουν εκπαιδευτικές και επαγγελματικές επιλογές? Όλα αυτά τα ερωτήματα επικεντρώνονται γύρω από ένα βασικό θέμα: την σχέση ανάμεσα στα κόστη και τα οφέλη της εκπαίδευσης. Σκοπός της παρούσας εργασίας είναι να ερευνήσει ενδελεχώς τα οφέλη και τα κόστη που απορρέουν απ την εκπαιδευτική διαδικασία εξετάζοντας έτσι την πρακτική χρησιμότητα μιας ανάλυσης κόστους οφέλους στην χάραξη ενός αποτελεσματικού εκπαιδευτικού σχεδιασμού. Cost/benefit analysis Ο όρος ανάλυση κόστους οφέλους αναφέρεται στην συστηματική σύγκριση του κόστους και της ωφέλειας που εμπεριέχει κάθε είδους επένδυση. Κάθε επένδυση προϋποθέτει μια είδους «θυσία» της κατανάλωσης πόρων στο παρόν προκειμένου να εξασφαλιστούν οφέλη στο μέλλον, με την μορφή ενός υψηλότερου μελλοντικού επιπέδου συνολικού προϊόντος και εισοδήματος. Η ανάλυση κόστους οφέλους παρέχει τα απαραίτητα εργαλεία/μέσα που αξιολογούν τα μελλοντικά αυτά οφέλη υπό το πρίσμα του κόστους/θυσίας που προκαλείται στο παρόν. Στόχος,λοιπόν, της μεθόδου είναι η προσφορά και η εξασφάλιση ενός αξιόπιστου μέτρου προσδιορισμού της αποδοτικότητας μιας επένδυσης και η συνεπακόλουθη αποτελεσματική κατανομή των διαθέσιμων της πόρων. Από το 1960 και τις εργασίες των οικονομολόγων Schultz (1961) και Becker (1964), ένας μεγάλος όγκος ερευνητικής εργασίας εφάρμοσε την ανάλυση κόστους οφέλους σε όλο το πεδίο των επενδύσεων σε ανθρώπινο κεφάλαιο : επενδύσεις στην υγεία, στην εκπαίδευση κτλ. Ωστόσο άμεσα προέκυψε ένα βασικό πρόβλημα: τα μελλοντικά οφέλη από τις επενδύσεις σε ανθρώπινο κεφάλαιο περιλαμβάνουν και διάφορα μη-οικονομικά οφέλη,ακόμη και τα αμιγώς «καθαρά» οικονομικά οφέλη είναι αρκετά δύσκολο να

ποσοτικοποιηθούν. Αυτό οδήγησε διάφορους οικονομολόγους και εκπαιδευτικούς φορείς, να υποστηρίξουν ότι η ανάλυση κόστους οφέλους δεν δύναται να εφαρμοστεί αποτελεσματικά στην εκπαιδευτική διαδικασία, λόγω της πολυπλοκότητας των εκπαιδευτικών σκοπών και της σημαντικότητας των μη-οικονομικών ωφελειών που προκύπτουν και που είναι εξαιρετικά δύσκολο να μετρηθούν. Ωστόσο απ την στιγμή που αναγνωρίζεται ευρέως ότι οι επενδύσεις σε εκπαίδευση παράγουν σημαντικά οικονομικά οφέλη, γίνεται επιτακτική η ανάγκη-σε ένα κόσμο με περιορισμένους διαθέσιμους πόρους και επομένως ανάγκη για εναλλακτικές επενδυτικές επιλογές- ενδελεχούς ανάλυσης των χαρακτηριστικών και της απόρροιας αυτών των ωφελειών σε σύγκριση με τα κόστη της εκπαιδευτικής δαπάνης. Για τον λόγο αυτό, η ανάλυση κόστους-οφέλους μπορεί να προσφέρει τα κατάλληλα εργαλεία για την σύγκριση κόστους-ωφέλειας της εκπαίδευσης -κυρίως για τα οφέλη που είναι δυνατό να ποσοτικοποιηθούν- και διάφορες άλλες τεχνικές, όπως η cost-effectiveness analysis, παρέχουν αξιόπιστα εργαλεία υπολογισμού των μη μετρήσιμων οικονομικών ωφελειών της εκπαίδευσης. Cost-benefit and Cost effectiveness analysis Η ανάλυση κόστους-οφέλους βασίζεται κυρίως σε νομισματικές εκτιμήσεις για τα κόστη και τα οφέλη μιας επένδυσης, με άλλα λόγια, εκτιμά τα άμεσα μετρήσιμα κόστη και οφέλη της εκπαιδευτικής διαδικασίας. Ο πιο συνήθης τρόπος για να μετρήσουμε τα άμεσα οφέλη/κόστη της εκπαίδευσης είναι για παράδειγμα να συγκρίνουμε τα κέρδη/έσοδα των εργαζομένων με διαφορετικό επίπεδο εκπαίδευσης, τους μισθούς των καθηγητών, το κόστος ευκαιρίας των σπουδαστών κ.ο.κ. Στην περίπτωση όμως που τα οφέλη και τα αποτελέσματα δεν είναι δυνατόν να αποτιμηθούν σε νομισματικούς όρους μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε για την εκτίμηση αυτών των μεγεθών την cost effectiveness analysis.αυτή η τεχνική στην ανάλυση της εκπαιδευτικής διαδικασίας συγκρίνει,για παράδειγμα, διαφορετικά είδη σχολείων(γενικό vs. επαγγελματικό λύκειο), διαφορετικούς συνδυασμούς εισροών (δάσκαλοι, βιβλία κτλ.) ή διαφορετικά επίπεδα εκπαίδευσης των δασκάλων, σε όρους αποτελεσματικότητας, χρησιμοποιώντας εργαλεία όπως test scores,test μνήμης,examination results όπως χαρακτηριστικά περιγράφουν στο άρθρο τους για την cost effectiveness analysis στην εκπαίδευση οι Psacharopoulos και Woodhall(1995). Η cost effectiveness analysis βασίζεται σε 3 κυρίως σημεία : α) τα κόστη εναλλακτικών ειδών εκπαίδευσης, τα οποία πρέπει να μετρηθούν με ιδιαίτερη προσοχή π.χ. οι δαπάνες για μισθούς καθηγητών, βιβλία και εκπαιδευτικό υλικό σε διαφορετικούς τύπους σχολείων β) την μέτρηση της οικονομικής αποτελεσματικότητας (effectiveness) και του κόστους, η οποία βασίζεται σε διαφόρων τύπων tests που γίνονται σε μαθητές διαφορετικών σχολείων και γ) τα κόστη και τα εργαλεία μέτρησης της αποτελεσματικότητας πρέπει να συνδυάζονται προκειμένου να εκτιμηθεί ένα cost-

Effectiveness ratio, για παράδειγμα διαιρώντας την αποτελεσματικότητα κάθε εναλλακτικού είδους εκπαίδευσης με το κόστος του, προκειμένου να εκτιμηθεί το μοναδιαίο κόστος επίτευξης ενός συγκεκριμένου εκπαιδευτικού στόχου. Ένα τέτοιου είδους ποσοστό περιγράφουν ως the achievement gain per dollar spent στην εργασία τους για μια cost effectiveness analysis στην εκπαιδευτική διαδικασία οι Harbison and Hanushek (1992).Παράλληλα πρόσφατη μελέτη στις ΗΠΑ έδειξε ότι η επίτευξη μαθησιακών στόχων όπως μετρήθηκε από διάφορα νοητικά/μαθησιακά tests σχετίζεται άμεσα με τους μελλοντικούς μισθούς/κέρδη των μαθητών. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Hanushek ως συμπέρασμα της συγκεκριμένης μελέτης : Υπάρχουν αδιάσειστα στοιχεία που αποδεικνύουν ότι η ποιότητα της εκπαίδευσης των μαθητών όπως εκτιμάται από τα αποτελέσματα των tests scores,σχετίζεται άμεσα με τους μελλοντικούς μισθούς και την παραγωγικότητα τους ως ενήλικες.(hanushek 2003). Μια τέτοιου είδους προσέγγιση καταδεικνύει, επομένως, ότι μια ανάλυση κόστους οφέλους πρέπει να λαμβάνει υπ όψιν της και την ποιότητα της εκπαιδευτικής διαδικασίας, όπως εκτιμάται για παράδειγμα από τα tests scores, και όχι μόνο τα διάφορα ποσοτικά χαρακτηριστικά της εκπαίδευσης. Με τον τρόπο αυτό, μια cost/benefit analysis μπορεί να προσφέρει σημαντικές πληροφορίες για την σχέση ποιότητας εκπαίδευσης και παραγωγικότητας, τις οικονομικές επιπτώσεις εναλλακτικών μορφών εκπαίδευσης, την σύνδεση εκπαίδευσης και αγοράς εργασίας κ.ο.κ. βοηθώντας έτσι στην χάραξη ενός αποτελεσματικού εκπαιδευτικού μοντέλου. Υπολογισμός του κόστους Ό όρος κόστος της εκπαίδευσης συχνά θεωρείται ότι αναφέρεται αποκλειστικά και μόνο στις δαπάνες για εκπαίδευση. Ωστόσο μια τέτοια ερμηνεία του κόστους είναι ανεπαρκής στα πλαίσια μια ανάλυσης κόστους οφέλους, διότι κρίνεται απαραίτητο να ορίσουμε και να συμπεριλάβουμε και το κόστος ευκαιρίας των πόρων της επένδυσης και των διαφόρων φορέων που μετέχουν στην εκπαιδευτική διαδικασία. Όσον αφορά το κόστος ευκαιρίας μιας επένδυσης στην εκπαίδευση,αυτό περιλαμβάνει το κόστος που θα είχαν οι πόροι της επένδυσης αν χρησιμοποιούνταν σε εναλλακτικές χρήσεις, είτε πρόκειται για παρούσα κατανάλωση είτε πρόκειται για χρηματοδότηση άλλου είδους επενδύσεων. Επομένως στα κόστη της εκπαίδευσης περιλαμβάνονται απ την μια μεριά οι μισθοί των δασκάλων, το κόστος κατασκευής και συντήρησης σχολικών κτιρίων και σχολικού εξοπλισμού, το κόστος των βιβλίων και συγχρόνως κόστη που δεν αναφέρονται στις άμεσες σχολικές δαπάνες. Το πιο προφανές παράδειγμα αφορά τον χρόνο που αφιερώνουν οι μαθητές για να συμμετέχουν στην εκπαίδευση, στερώντας έτσι την αγορά εργασίας απ τις υπηρεσίες τους επιλέγοντας να εκπαιδευτούν. Αυτό αποτελεί ουσιαστικά απώλεια παραγωγικής εργασιακής δύναμης και επομένως απώλεια προϊόντος και εισοδήματος τόσο για την κοινωνία όσο και για τα άτομα. Βεβαίως αυτή η απώλεια αντισταθμίζεται απ την προσδοκία ότι μέσω της εκπαιδευτικής διαδικασίας θα αυξηθεί εν τέλει η παραγωγικότητα των εκπαιδευόμενων, το προσωπικό τους εισόδημα και το

μελλοντικό συνολικό προϊόν της οικονομίας. Ωστόσο αυτή η απώλεια εισοδήματος στο παρόν θα πρέπει να λογίζεται ως ένα από τα κόστη ευκαιρίας της εκπαίδευσης αφού αποτελεί «θυσία» διαθέσιμων παραγωγικών πόρων, ακόμη και αν ο χρόνος των μαθητών δεν συμπεριλαμβάνεται στις εκπαιδευτικές δαπάνες και θεωρείται ελεύθερο αγαθό. Παρόμοια, άλλα αγαθά και υπηρεσίες που χρησιμοποιούνται στην εκπαίδευση και θεωρούνται ελεύθερα αποτελούν ουσιαστικά κόστη ευκαιρίας, με την έννοια της απώλειας εναλλακτικών επιλογών. Στις αναπτυσσόμενες χώρες επί παραδείγματι, η απόφαση για την δέσμευση γης και κτιρίων για την κατασκευή σχολείων σημαίνει απώλεια της εναλλακτικής χρήσης της γης και των κτισμάτων, μιας χρήσης που μπορούσε ενδεχομένως να ήταν περισσότερο επικερδής, τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα. Στα πλαίσια μιας ανάλυσης κόστους οφέλους επομένως, η οποία έχει σαν στόχο να αξιολογήσει την αποτελεσματικότητα/κερδοφορία μιας επένδυσης σε σύγκριση με εναλλακτικές επιλογές, είναι απαραίτητο να συμπεριλάβουμε αυτήν την θυσία εναλλακτικών επιλογών ως ένα αναπόσπαστο μέρους του κόστους της επένδυσης. Παρατηρούμε λοιπόν, ότι ο υπολογισμός του κόστους μιας επένδυσης στα πλαίσια μια c.b. analysis εμπεριέχει πολλά περισσότερα από έναν απλό υπολογισμό των νομισματικών δαπανών: περιλαμβάνει επιπλέον μια εκτίμηση του κόστους της επένδυσης σε όρους απώλειας εναλλακτικών επιλογών διάθεσης των διαθέσιμων πόρων, είτε αυτή η απώλεια αφορά το ίδιο το άτομο είτε την κοινωνία ως σύνολο. Κοινωνικό και ιδιωτικό κόστος της εκπαίδευσης Αν σκοπός μιας cb analysis είναι να αξιολογήσει την εκπαίδευση ως μια μορφή δημόσιας/κοινωνικής δαπάνης,τότε το κόστος της εκπαίδευσης περιλαμβάνει: την αξία του χρόνου των δασκάλων και την αμοιβή τους, το κόστος των βιβλίων και του σχολικού εξοπλισμού, το κόστος κατασκευής, συντήρησης των σχολικών κτιρίων καθώς και την αξία που θα είχαν σε πιθανή εναλλακτική τους χρήση, τον χρόνο των μαθητών σε όρους απώλειας παραγωγικότητας/εργασιακής δύναμης. Το πιο απλό μέσο μέτρησης της αξίας του χρόνου των δασκάλων είναι οι δαπάνες που πραγματοποιούνται για τους μισθούς τους. Αν ωστόσο ο μισθός των δασκάλων είναι για κάποιον λόγο μικρότερος απ αυτόν που ορίζει η αγορά ως κατάλληλο, τότε θα πρέπει στα πλαίσια της ανάλυσης μας να συμπεριλάβουμε και το κόστος ευκαιρίας αυτού του «χαμένου» χρόνου. Στις αναπτυσσόμενες χώρες για παράδειγμα, οι δάσκαλοι διαθέτουν κάποιες ώρες απ τον ελεύθερο τους χρόνο για να διδάξουν διάφορα μαθήματα χωρίς αμοιβή. Αν αυτός ο χρόνος δεν έχει εναλλακτική χρήση, οι δάσκαλοι δηλαδή δεν διαθέτουν τον ελεύθερο αυτό χρόνο για να απασχοληθούν σε κάποιο άλλο επάγγελμα, τότε δεν υπάρχει κόστος ευκαιρίας του χρόνου αυτού και επομένως δεν χρειάζεται να τον συμπεριλάβουμε στην ανάλυση μας. Αν όμως ο ελεύθερος χρόνος χρησιμοποιείται για την άσκηση κάποιου άλλου επαγγέλματος, τότε έχει εναλλακτική χρήση και δεν μπορούμε να τον θεωρήσουμε ως αμιγώς ελεύθερο αγαθό.

Η αξία των βιβλίων και των άλλων ειδών εκπαιδευτικού υλικού μπορεί επίσης να υπολογιστεί σε όρους χρηματικής δαπάνης. Σε ορισμένες χώρες οι δαπάνες για βιβλία χρηματοδοτούνται απ τον κρατικό προϋπολογισμό και παρέχονται δωρεάν στους μαθητές. Σε αυτήν την περίπτωση το κόστος υπολογίζεται ακριβώς από το μέγεθος της δημόσιας δαπάνης για βιβλία ή σχολικό υλικό. Ωστόσο, σε κάποιες άλλες χώρες τα βιβλία δεν παρέχονται δωρεάν και οι μαθητές είναι υποχρεωμένοι να τα αγοράσουν οι ίδιοι με προσωπικά τους έξοδα. Σε αυτήν την περίπτωση πρέπει να γίνει μια εκτίμηση της συγκεκριμένης ιδιωτικής δαπάνης στην διαδικασία υπολογισμού του κόστους για βιβλία και εκπαιδευτικό υλικό. Απ τα παραπάνω γίνεται αντιληπτό ότι δεν είναι ιδιαίτερα δύσκολο να εκτιμήσουμε τις δαπάνες για τους μισθούς των δασκάλων και την αγορά βιβλίων και εκπαιδευτικού υλικού. Δεν συμβαίνει όμως το ίδιο όταν προσπαθούμε να εκτιμήσουμε την ετήσια αξία των σχολικών κτιρίων και εγκαταστάσεων. Αν τα κτίρια που χρησιμοποιούνται ως σχολεία νοικιάζονται, τότε το ύψος του ενοικίου μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως απεικόνιση της αξίας χρήσης των κεφαλαιακών πόρων που χρησιμοποιούνται στην εκπαιδευτική διαδικασία. Ωστόσο, στις περισσότερες περιπτώσεις τα σχολικά κτίρια ανήκουν στο κράτος, οπότε πρέπει να γίνει μια εκτίμηση της αξίας χρήσης του κεφαλαίου με κάποιον άλλον τρόπο. Η πιο απλή μέθοδος είναι να υπολογίσουμε την ετήσια απόσβεση ενός σχολικού κτιρίου στην διάρκεια της προσδόκιμης ζωής του καθώς η απόσβεση απεικονίζει την ετήσια υποτίμηση της αξίας του κτιρίου. Ωστόσο μόνο το μέγεθος της απόσβεσης δεν αρκεί. Προκειμένου να υπολογίσουμε το κόστος του σχολικού κεφαλαίου επαρκώς, πρέπει να λάβουμε υπ όψιν μας το γεγονός ότι ενώ τα σχολικά κτίρια χρηματοδοτούνται απ το κράτος μέσω δημοσίων δαπανών σε ετήσια βάση, τα οφέλη απ τις «υπηρεσίες τους» λαμβάνονται στο μέλλον, επομένως η απόφαση χρησιμοποίησης τους ως σχολικές εγκαταστάσεις σημαίνει αυτόματα «θυσία» των επιλογών διάθεσης των κρατικών δαπανών σε εναλλακτικές επενδύσεις που θα απέφεραν κέρδος στο παρόν. Για άλλη μια φορά πρέπει να υπολογίζουμε το κόστος της χρησιμοποίησης σχολικών κτιρίων και σε όρους απώλειας εναλλακτικών επιλογών διάθεσης τους. Τέλος, το κόστος ευκαιρίας του χρόνου των μαθητών πρέπει να υπολογίζεται σε όρους απώλειας εισοδήματος, απ την στιγμή που οι μαθητές επιλέγουν να εκπαιδευτούν και όχι να εισέλθουν στην αγορά εργασίας. Αυτό το διαφυγόν εισόδημα αποτελεί κόστος τόσο για το άτομο, όσο και για την κοινωνία σε όρους απώλειας συνολικού παραγόμενου προϊόντος. Υπάρχουν φυσικά αρκετά προβλήματα στην διαδικασία εκτίμησης του κόστους ευκαιρίας του χρόνου των μαθητών και των διαφυγόντων κερδών τους. Συχνά επί παραδείγματι, θεωρείται ότι ο χρόνος των νεαρών μαθητών δεν έχει καμία οικονομική αξία και επομένως το ζήτημα της απώλειας κερδών πρέπει να αφορά μόνο τους μαθητές της δευτεροβάθμιας και της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης οι οποίοι έχουν περισσότερες προοπτικές εύρεσης εργασίας. Ωστόσο διάφορες μελέτες έδειξαν ότι ο χρόνος των νεαρών μαθητών της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης έχει οικονομική αξία, αν όχι άμεσα για τους ίδιους, τουλάχιστον για τις οικογένειες τους. Μια ανάλυση κόστους οφέλους για την εκπαίδευση στην Ινδία έδειξε ότι υπάρχει απώλεια εισοδήματος ακόμα

και για τα παιδιά 6 ετών, ενώ μελέτες όπως αυτές των Colclough/Lewin(1993) και Rose/Tembon επιβεβαίωσαν το γεγονός ότι το κόστος ευκαιρίας του χρόνου των παιδιών που μετέχουν στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση αποτελεί διαφυγόν εισόδημα για τις οικογένειες τους, καθώς για τις φτωχές κυρίως οικογένειες η αξία της εργασίας στο σπίτι είναι μεγαλύτερη απ τα άμεσα οφέλη της εκπαίδευσης. Πρόσφατες μελέτες σε διάφορες αφρικανικές χώρες, υπολόγισαν την αξία του χρόνου των νεαρών μαθητών σε όρους απώλειας εισοδήματος για τις οικογένειες τους, καθώς τα παιδιά στις χώρες αυτές συμμετέχουν σε αγροτικές εργασίες ή διάφορες μορφές οικιακής εργασίας οπότε η συμμετοχή τους στην εκπαιδευτική διαδικασία έχει οικονομικό κόστος.( Colclough- 2005). Όσον αφορά τα αμιγώς ιδιωτικά κόστη της εκπαίδευσης, αυτά περιλαμβάνουν τόσο τα άμεσα κόστη: δίδακτρα που δαπανούνται για σπουδές, κόστος βιβλίων και υποστηρικτικού εκπαιδευτικού υλικού, κόστος πρόσβασης (π.χ. εισιτήρια συγκοινωνιών) των σπουδαστών στους χώρους εκπαίδευσης, όσο και τα έμμεσα κόστη της εκπαίδευσης σε όρους απώλειας εισοδήματος των σπουδαστών. Επίσης στην περίπτωση που οι μαθητές λαμβάνουν υποτροφίες μέσω κρατικών δαπανών για να καλύψουν ένα μέρος ή ολόκληρο το κόστος των σπουδών τους, η μέση συνολική αξία υποτροφιών τέτοιου είδους θα πρέπει να αφαιρεθεί απ το συνολικό κόστος της ιδιωτικής δαπάνης για εκπαίδευση. Ο παρακάτω πίνακας συνοψίζει τα κυριότερα στοιχεία του δημόσιου και ιδιωτικού κόστους της εκπαίδευσης: Κοινωνικά Κόστη Εκπαίδευσης Άμεσα Μισθοί δασκάλων Δαπάνες για βιβλία Άλλες δαπάνες για υπηρεσίες, εκπαιδευτικό υλικό κτλ. Ενοίκιο για σχολικά κτίρια Έμμεσα Διαφυγόντα κέρδη Ιδιωτικά Κόστη Εκπαίδευσης Άμεσα Δίδακτρα Βιβλία/υποστηρικτικό υλικό Κόστη μεταφοράς Έμμεσα Διαφυγόντα κέρδη

Υπολογισμός του οφέλους Για να εκτιμήσουμε τα οφέλη της εκπαίδευσης κρίνεται αναγκαίο να βρούμε ένα μέσο μέτρησης της οικονομικής συνεισφοράς της εκπαίδευσης στο μελλοντικό επίπεδο εισοδήματος και συνολικού προϊόντος. Η εκπαίδευση συνεισφέρει στο μελλοντικό εισόδημα της κοινωνίας εφοδιάζοντας με γνώση και ικανότητες το εργατικό δυναμικό, αυξάνοντας με τον τρόπο αυτό την παραγωγικότητα των εργαζομένων. Αν η παραγωγικότητα ενός εργαζομένου που μετείχε στην εκπαιδευτική διαδικασία είναι μεγαλύτερη απ την παραγωγικότητα ενός μη εκπαιδευμένου εργάτη, αυτό θα απεικονίζεται σε υψηλότερα επίπεδα παραγόμενου προϊόντος και υψηλότερο εισόδημα για τον εργάτη που εκπαιδεύτηκε. Επομένως στα πλαίσια της ανάλυση μας χρειαζόμαστε μια εκτίμηση του επιπρόσθετου προσδοκώμενου εισοδήματος των εκπαιδευμένων εργατών. Θα μπορούσαμε να συγκεντρώσουμε τέτοια δεδομένα συγκρίνοντας το εισόδημα των εκπαιδευμένων εργατών με το εισόδημα των μη εκπαιδευμένων και η διαφορά που θα προέκυπτε θα μας έδινε μια εκτίμηση της υψηλότερης παραγωγικότητας των εκπαιδευμένων εργατών και επομένως την οικονομική συνεισφορά της εκπαίδευσης στο εισόδημα και το προϊόν της κοινωνίας. Δυστυχώς ελάχιστες χώρες διαθέτουν χρονολογικές σειρές δεδομένων με τα κέρδη των εκπαιδευμένων και των μη εκπαιδευμένων εργατών. Η πιο συνηθισμένη διαδικασία για να εκτιμήσουμε τα οφέλη είναι λοιπόν, η χρησιμοποίηση cross section δεδομένων για τον υπολογισμό του μέσου ηλικιακού/εισοδηματικού προφίλ των εργαζομένων με διαφορετικό επίπεδο εκπαίδευσης. Αυτό σημαίνει ότι ενώ η χρησιμοποίηση χρονολογικών σειρών δεδομένων( time series data) θα μας έδινε τα κέρδη των εργαζομένων σε κάθε χρόνο εργασίας τους, τα cross section δεδομένα θα μας δώσουν ένα μέσο όρο των κερδών των εργαζομένων στην διάρκεια των παραγωγικών εργασιακών τους χρόνων. Η εμπειρία από την χρησιμοποίηση cross section δεδομένων στην διαδικασία εκτίμησης του εισοδηματικού προφίλ των εργαζομένων έδειξε ότι τα κέρδη τους έχουν τα ακόλουθα χαρακτηριστικά: α) τα κέρδη συσχετίζονται άμεσα με την εκπαίδευση: τα κέρδη/εισοδήματα των εκπαιδευμένων εργατών είναι πάντα υψηλότερα από τα αντίστοιχα των λιγότερο εκπαιδευμένων β) τα κέρδη αυξάνονται καθώς η ηλικία των εργαζομένων αυξάνεται, φτάνοντας στο ανώτερο τους επίπεδο στην μέση ηλικία και ύστερα μειώνονται μέχρι την ηλικία συνταξιοδότησης τους γ) η γραμμή των κερδών των εκπαιδευμένων εργατών είναι πιο «απότομη» απ την αντίστοιχη των λιγότερο εκπαιδευμένων και δ) τα κέρδη/εισοδήματα φτάνουν στο ανώτερο τους επίπεδο πιο πρόωρα ηλικιακά για τους μη εκπαιδευμένους εργάτες, σε μεγαλύτερη ηλικία για τους εκπαιδευμένους, ενώ αναφέρονται και περιπτώσεις στις οποίες τα κέρδη υψηλά εκπαιδευμένων εργατών αυξάνονται συνεχώς ακόμα και μέχρι την ηλικία συνταξιοδότηση τους.

Χρησιμοποιώντας επομένως στην ανάλυση μας, δεδομένα για τα κέρδη/εισοδήματα των εργατών που μετείχαν στην εκπαιδευτική διαδικασία και τα κέρδη/εισοδήματα των μη εκπαιδευμένων μπορούμε να λάβουμε μια εκτίμηση για άμεσα οφέλη της εκπαίδευσης. Ωστόσο μια τέτοιου είδους προσέγγιση δημιουργεί μια πλειάδα ερωτημάτων που αφορούν κυρίως τα εξής ζητήματα: α) πως μπορούμε να εκτιμήσουμε τα άμεσα οφέλη της εκπαίδευσης όταν ο υπολογισμός των κερδών/εισοδήματος των εργαζομένων δεν δύναται να πραγματοποιηθεί ή δεν είναι το κατάλληλο μέσο εκτίμησης των άμεσων ωφελειών? και β) πώς μπορούμε να εκτιμήσουμε τα έμμεσα(indirect) οφέλη της εκπαίδευσης τα οποία θεωρούνται εξίσου, αν όχι περισσότερο, σημαντικά από τα άμεσα οφέλη? Άλλα μέτρα υπολογισμού των άμεσων ωφελειών της εκπαίδευσης Όταν η ανάλυση κόστους οφέλους χρησιμοποιείται για να αξιολογήσει την κερδοφορία/αποτελεσματικότητα μιας επένδυσης στην εκπαίδευση σε σύγκριση με επενδύσεις σε άλλους τομείς ή όταν χρησιμοποιείται για να συγκρίνει διαφορετικά επίπεδα εκπαίδευσης ως είδη επενδύσεων σε ανθρώπινο δυναμικό, τότε η εκτίμηση του επιπρόσθετου εισοδήματος που κερδίζουν οι εκπαιδευμένοι εργαζόμενοι εξασφαλίζει ένα νομισματικό μέτρο των άμεσων εισοδηματικών ωφελειών για τους ίδιους καθώς και ένα αντιπροσωπευτικό μέσο μέτρησης της αυξημένης τους παραγωγικότητας σε όρους ωφέλειας για την οικονομία συνολικά. Μια τέτοια προσέγγιση μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να αξιολογήσουμε την κερδοφορία ενός εκπαιδευτικού project π.χ. την κατασκευή και λειτουργία ενός επαγγελματικού λυκείου, που σαν στόχο έχει την αύξηση του αριθμού προσφοράς υψηλά εξειδικευμένων εργατών. Αν στόχος της επένδυσης είναι να βελτιώσει την ποιότητα της εκπαίδευσης που παρέχεται στους εκπαιδευόμενους και τα αποτελέσματα/ωφέλειες δεν είναι δυνατόν να εκτιμηθούν σε νομισματικούς όρους, τότε η cost effectiveness analysis πρέπει να χρησιμοποιηθεί, με τον τρόπο που αναλύσαμε παραπάνω. Υπάρχουν βέβαια περιπτώσεις στις οποίες μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε την cb analysis ακόμα και όταν τα κέρδη που προκύπτουν δεν είναι το κατάλληλο μέτρο εκτίμησης των άμεσων ωφελειών ενός επενδυτικού σχεδίου. Ένα παράδειγμα μπορεί να είναι μια επένδυση που προβλέπει την συγχώνευση δύο πανεπιστημιακών ιδρυμάτων με στόχο την μείωση του μοναδιαίου κόστους λειτουργίας μέσω των οικονομιών κλίμακας που θα προκύψουν. Σε αυτήν την περίπτωση οι μελλοντικές αποταμιεύσεις που θα προκύψουν απ την μείωση των εξόδων λειτουργίας των πανεπιστημίων αποτελούν ένα κατάλληλο μέτρο εκτίμησης των άμεσων ωφελειών του επενδυτικού σχεδίου και μπορούν να συγκριθούν με το συνολικό κόστος της συγχώνευσης.

Έμμεσα οφέλη και εξωτερικότητες (externalities) Η διαδικασία της εκπαίδευσης έχει και έμμεσα, μη-οικονομικά οφέλη (κοινωνικά, πολιτισμικά κ.ο.κ) τόσο για το άτομο όσο και για την κοινωνία ως σύνολο. Μη οικονομικά οφέλη, όπως η προσωπική ευχαρίστηση συμμετοχής του ατόμου στην εκπαίδευση, η εξασφάλιση καλύτερης υγείας, η ανάπτυξη κοινωνικών σχέσεων με συνομηλίκους, η αποφυγή πολλών γεννήσεων απ τις γυναίκες που μετέχουν στην εκπαιδευτική διαδικασία κτλπ., εκτιμούνται στις διάφορες αναλύσεις ως έμμεσα οφέλη των εκπαιδευομένων ατομικά, ενώ παράλληλα σχετικά πρόσφατες έρευνες προσπάθησαν να εκτιμήσουν σε νομισματικούς όρους και τα έμμεσα κοινωνικά οφέλη της εκπαίδευσης. Η διαμόρφωση «δημοκρατικής» κουλτούρας και πολιτικής σκέψης, η βελτίωση της κοινωνικής συνοχής, η μείωση της φτώχειας, η διαμόρφωση οικολογικής συνείδησης των εκπαιδευομένων, είναι μερικά από τα έμμεσα οφέλη/εξωτερικότητες της εκπαίδευσης στην κοινωνία. Μάλιστα, ερευνητές όπως ο McMahon(1999) και οι Haveman/Wolfe (1984) υποστήριξαν ότι τα έμμεσα οφέλη της εκπαίδευσης είναι πιθανόν πολύ μεγαλύτερα από τα άμεσα οικονομικά οφέλη στην οικονομία(σε όρους εργασίας, παραγωγικότητας και κερδών). Εκτίμηση των χρηματορροών/ τεχνικές αξιολόγησης επενδύσεων στην εκπαίδευση Οι υπολογισμοί που γίνονται στο πλαίσιο μιας ανάλυσης κόστους οφέλους περιλαμβάνουν τις μελλοντικές χρηματορροές της επένδυσης αποτιμημένες στο παρόν σε ένα συγκεκριμένο επίπεδο επιτοκίου, καθώς στόχος της ανάλυσης είναι να συγκρίνει την παρούσα αξία των μελλοντικών χρηματορροών που θα δημιουργήσει η επένδυση, με το συνολικό κόστος της επένδυσης που θα πρέπει να καταβληθεί στο παρόν. Αν το κόστος καταβάλλεται στην διάρκεια του χρόνου και όχι άμεσα στο παρόν, τότε πρέπει να υπολογίσουμε και την παρούσα αξία του κόστους της επένδυσης, πέρα από την παρούσα αξία των εσόδων. Από την στιγμή που θα υπολογίσουμε την παρούσα αξία των ωφελειών και του κόστους, μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε τις παρακάτω τεχνικές για να αξιολογήσουμε την αποτελεσματικότητα/κερδοφορία ενός επενδυτικού σχεδίου: α) υπολογίζοντας ένα benefit-cost ratio, το οποίο μας δείχνει τον λόγο των μελλοντικών κερδών ως προς το κόστος της επένδυσης(και τα 2 αυτά μεγέθη αποτιμούνται σε ένα δεδομένο επίπεδο επιτοκίου) β) υπολογίζοντας την καθαρή παρούσα αξία της επένδυσης: παρούσα αξία εσόδων μείον παρούσα αξία κόστους και γ) υπολογίζοντας τον εσωτερικό βαθμό απόδοσης της επένδυσης: το επιτόκιο που εξισώνει την παρούσα αξία των προσδοκώμενων εσόδων με την παρούσα αξία του κόστους της επένδυσης. Η βασικότερη διαφορά των παραπάνω τεχνικών είναι ότι ενώ ο υπολογισμός του εσωτερικού βαθμού απόδοσης δεν στηρίζεται σε υποθέσεις για το επιτόκιο, δείχνει απλά το επίπεδο επιτοκίου που εξισώνει κόστη και οφέλη, η διαδικασία υπολογισμού της καθαρής παρούσας αξίας και του benefit-cost ποσοστού βασίζεται σε ένα επίπεδο «εξωτερικού»επιτοκίου που σε πολλές περιπτώσεις είναι εξαιρετικά δύσκολο να

εκτιμηθεί. Το επιτόκιο που πρέπει να χρησιμοποιήσουμε στην αξιολόγηση μιας επένδυσης στην εκπαίδευση βασίζεται και προκύπτει απ την μέση απόδοση(επιτόκιο) που θα λάβουμε αν πραγματοποιήσουμε μια εναλλακτική επένδυση, δημόσια ή ιδιωτική. Ποιο θα είναι επομένως το κατάλληλο επιτόκιο? 10%,20% ή κάποιο άλλο μέγεθος? Η απάντηση σε αυτό το ερώτημα είναι εξαιρετικά δύσκολη και τείνει να διαφέρει από χώρα σε χώρα και για διαφορετικές χρονικές περιόδους. Επομένως η χρησιμότητα αξιολόγησης μιας επένδυσης στην εκπαίδευση μέσω του υπολογισμού του εσωτερικού βαθμού απόδοσης κρίνεται αναγκαία και σημαντική στα πλαίσια μιας cb analysis. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι οι περισσότερες πρόσφατες αναλύσεις στηρίζονται στην συγκεκριμένη τεχνική. Μια ανάλυση κόστους οφέλους στην εκπαίδευση προσπαθεί να εκτιμήσει τον κοινωνικό και ιδιωτικό βαθμό απόδοσης της επένδυσης σε διάφορους τύπους και επίπεδα εκπαίδευσης. Ο κοινωνικός βαθμός απόδοσης εκτιμά την σχέση ανάμεσα στα κοινωνικά οφέλη-σε όρους προϊόντος και εισοδήματος που σχετίζονται με διάφορα επίπεδα εκπαίδευσης- και τα κοινωνικά κόστη σε όρους κόστους ευκαιρίας της δημόσιας δαπάνης στην εκπαίδευση. Αυτός ο βαθμός απόδοσης μπορεί για παράδειγμα να συγκριθεί με τον βαθμό απόδοσης εναλλακτικών δημοσίων επενδύσεων(επενδύσεων στην υγεία κ.ο.κ.). Παρόμοια, ο ιδιωτικός βαθμός απόδοσης ο οποίος εκτιμά τα ατομικά κόστη και οφέλη των εκπαιδευόμενων μας δίνει ένα μέσο αξιολόγησης της εκπαίδευσης ως μια μορφή ιδιωτικής επένδυσης. Υπολογισμός του βαθμού απόδοσης Προκειμένου να υπολογίσουμε τον βαθμό απόδοσης μιας επένδυσης στην εκπαίδευση πρέπει να συγκεντρώσουμε τα κατάλληλα δεδομένα που στην ιδεατή περίπτωση περιλαμβάνουν τα εξής: α) δεδομένα εισοδήματος σε διάφορα δείγματα εργαζομένων ταξινομημένα κατά ηλικία, φύλο, επίπεδο εκπαίδευσης, επάγγελμα, κοινωνικό υπόβαθρο κτλπ. β) δεδομένα δημοσίων δαπανών στον τομέα της εκπαίδευσης γ) εκτιμήσεις της κεφαλαιακής αξίας των σχολικών εγκαταστάσεων και του σχολικού εξοπλισμού δ) εκτιμήσεις της ιδιωτικής δαπάνης για εκπαίδευση( βιβλία, δίδακτρα κτλπ.) ε) μέγεθος δημόσιας δαπάνης για υποτροφίες στ) δεδομένα φόρων εισοδήματος ζ) δεδομένα που αφορούν την αγορά εργασίας ( δείκτης ανεργίας, μισθοί κτλπ.). Δυστυχώς η συλλογή ενός τόσο λεπτομερειακού όγκου δεδομένων είναι μια εξαιρετικά δύσκολη διαδικασία, ωστόσο οι περισσότερες αναπτυγμένες κυρίως χώρες έχουν τα δεδομένα που χρειάζονται για τον υπολογισμό του βαθμού απόδοσης των επενδύσεων. Μερικές από τις αναλύσεις κόστους οφέλους στις ΗΠΑ, στον Καναδά και σε άλλες χώρες βασίζονται σε δεδομένα από έρευνες οικογενειακών προϋπολογισμών, στοιχεία απογραφής του πληθυσμού και διάφορες άλλες στατιστικές έρευνες. Στην ερευνητική τους εργασία οι Psacharopoulos/Patrinos (2002) υπολόγισαν βαθμούς απόδοσης

επενδύσεων στην εκπαίδευση για 98 χώρες. Τέτοιοι υπολογισμοί μπορεί να βασίζονται σ «ατελή» πολλές φορές δεδομένα όμως σίγουρα είναι εξαιρετικά χρήσιμοι, παρέχοντας σημαντικά στοιχεία για την αποτελεσματικότητα των επενδύσεων σε διάφορα επίπεδα εκπαίδευσης. Επομένως η τυπική μέθοδος για τον υπολογισμό του βαθμού απόδοσης της εκπαίδευσης χρησιμοποιεί στοιχεία κερδών και εκπαίδευσης διαφορετικών εργατών και εκτιμά την ποσοστιαία μεταβολή του μισθού που προκύπτει από κάθε ένα επιπλέον έτος εκπαίδευσης- αφού υπολογιστούν οι διαφορές άλλων χαρακτηριστικών, όπως ηλικία, φύλο και φυλή. Η «κοινά αποδεκτή» εκτίμηση του ρυθμού απόδοσης της εκπαίδευσης στις ΗΠΑ κατά την δεκαετία του 90 ήταν περίπου 9%, οπότε η εκπαίδευση θα μπορούσε να θεωρηθεί γενικά ως μια «καλή» επένδυση. Όσον αφορά το οικονομετρικό σκέλος των υπολογισμών, μια τυπική μελέτη εκτιμά μια παλινδρόμηση της μορφής: log w=as + άλλες μεταβλητές, όπου w είναι ο μισθός του εργάτη και s τα έτη της εκπαίδευσης του. Ο συντελεστής a μας δίνει την διαφορά των μισθών δύο εργατών οι οποίοι διαφέρουν κατά ένα χρόνο εκπαίδευσης(κρατώντας τις υπόλοιπες μεταβλητές σταθερές) και συνήθως μεταφράζεται ως βαθμός απόδοσης της εκπαίδευσης. Αν και πολλές μελέτες ( Becker and Barry Education and the distribution of earnings, Mincer Schooling, experience and earnings, Hanoch An economic analysis of earning and schooling ) χρησιμοποιούν αυτόν τον τύπο παλινδρόμησης για να υπολογίσουν τον βαθμό απόδοσης της εκπαίδευσης δεν πρέπει να παραλείπουμε το γεγονός ότι η ποσοστιαία διαφορά στους μισθούς των δύο εργατών, των οποίων το επίπεδο εκπαίδευσης διαφέρει, εκτιμά τον βαθμό απόδοσης της εκπαίδευσης μόνον αν οι δύο αυτοί εργάτες βρίσκονται στην ίδια καμπύλη μισθού-εκπαίδευσης, έτσι ώστε να μην υπάρχει μεροληψία ικανότητας(borjas Labor Economics,2003). Ωστόσο επειδή οι εργάτες διαφέρουν ως προς τις ικανότητες τους, έχει γίνει σημαντική προσπάθεια για να εξασφαλιστεί ότι οι άλλες μεταβλητές της παλινδρόμησης ελέγχουν αυτές τις διαφορές στις ικανότητες. Μερικές μελέτες, για παράδειγμα, περιέχουν μετρήσεις του iq των εργατών( Griliches Estimating the returns to schooling:some econometric problems,1978) ωστόσο παραμένει ακόμα αμφίβολο αν τέτοιου είδους τεστ αποτελούν αξιόπιστες μετρήσεις της έμφυτης παραγωγικής ικανότητας ενός εργάτη. Στις περιπτώσεις που δεν υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία, τα οποία να μας πληροφορούν για τις αποδοχές/κέρδη των εργαζομένων διαφορετικών ηλικιών και βαθμού εκπαίδευσης, προκειμένου να εκτιμήσουμε τα ηλικιακά/εισοδηματικά προφίλ των εργαζομένων μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε δύο εναλλακτικές μεθόδους για τον υπολογισμό του βαθμού απόδοσης της εκπαίδευσης:

The earnings function method H μέθοδος αυτή χρησιμοποιήθηκε αρχικά από τον Mincer για την εκτίμηση του μοντέλου των κερδών των εργαζομένων στην οικονομία των ΗΠΑ το 1974. Ο Mincer χρησιμοποίησε μια συνάρτηση κερδών για να αναλύσει την σχέση ανάμεσα στον χρόνο εκπαίδευσης, την εμπειρία και τους μισθούς των εργαζομένων στις ΗΠΑ, υποθέτοντας ότι οι μισθοί(y) είναι μια συνάρτηση τόσο των ετών εκπαίδευσης(s), όσο και των ετών εργασιακής εμπειρίας(ex). Η συνάρτηση κερδών είχε την ακόλουθη μορφή: Y= f(s, EX) και εκτιμήθηκε στην λογαριθμική της μορφή: lny=a +b S+c EX+ EX² Αυτή είναι και η απλούστερη μορφή συνάρτησης κερδών που περιλαμβάνει μόνο τους δύο παραπάνω παράγοντες στον καθορισμό του ύψους των κερδών των εργαζομένων. Μεταγενέστερες μελέτες συμπεριέλαβαν και άλλους παράγοντες όπως το σύνολο των ωρών και των εβδομάδων εργασίας, εκπαίδευση στον χώρο εργασίας(on the job training), προσωπικά χαρακτηριστικά των εργατών κ.α. The short-cut method Η μέθοδος αυτή χρησιμοποιείται κυρίως όταν δεν υπάρχουν επαρκή δεδομένα για την πλήρη εκτίμηση της συνάρτησης των κερδών, όμως υπάρχουν δεδομένα που περιγράφουν σε μια δεδομένη χρονική στιγμή, το μέσο εισόδημα των εργατών με πρωτοβάθμια, δευτεροβάθμια και ανώτερη εκπαίδευση παράλληλα με τα μεγέθη του ετήσιου κόστους των αντίστοιχων αυτών βαθμίδων εκπαίδευσης. Η συγκεκριμένη μέθοδος δεν λαμβάνει υπόψη την επίδραση της ηλικίας στα κέρδη των εργατών, υποθέτοντας έτσι ότι η διαφορά στα κέρδη μεταξύ εργατών με διαφορετικά επίπεδα εκπαίδευσης παραμένει σταθερή στην διάρκεια του χρόνου. Ο βαθμός απόδοσης της ανώτατης εκπαίδευσης για παράδειγμα, σε σύγκριση με την δευτεροβάθμια εκπαίδευση υπολογίζεται από την παρακάτω συνάρτηση: R = E( high) E (sec) * n(e(sec) + C), Όπου τα E(high), E(sec) αντιπροσωπεύουν τον μέσο όρο των κερδών των αποφοίτων της ανώτατης και της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης αντίστοιχα, n είναι τα χρόνια της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης και C το ετήσιο κόστος της. Η συγκεκριμένη συνάρτηση χρησιμοποιείται στον υπολογισμό τόσο του κοινωνικού όσο και του ιδιωτικού βαθμού απόδοσης. Οι Mingat and Tan(1988) υπολόγισαν τον βαθμό απόδοσης της εκπαίδευσης και με τις τρεις παραπάνω μεθόδους ανάλυσης και συμπέραναν ότι: The estimates from these methods show that all corresponding rates [of return] have the same order of magnitude and that the structure of returns that is the way the rates relate to each other is basically the same

whichever method is used. The rates of return are not completely accurate, but for assessing investment priorities in education, precise figures are not essential (Mingat and Tan, 1988). Ωστόσο ακόμα και αν με την χρήση διάφορων τεχνικών και αναλύσεων υπολογίσουμε εν τέλει το μέγεθος του βαθμού απόδοσης, μπορεί μόνο του αυτό το ποσοστό να είναι χρήσιμο στους αρμόδιους φορείς στην εφαρμογή ενός αποτελεσματικού εκπαιδευτικού πλάνου, στην λήψη κερδοφόρων επενδυτικών αποφάσεων, στην κατανόηση των διάφορων προτεραιοτήτων ή στην χάραξη νέων πολιτικών? Ο βαθμός απόδοσης της εκπαίδευσης έχει χρησιμότητα για τους σχεδιαστές της εκπαιδευτικής πολιτικής, μόνο αν συγκριθεί με τις εκτιμήσεις για τα περιθώρια κέρδους/απόδοσης εναλλακτικών επενδύσεων. Είναι επομένως απαραίτητο να συγκρίνουμε την εκπαίδευση με άλλα είδη δημοσίων επενδύσεων ή επενδύσεων σε φυσικό κεφάλαιο. Για τον σκοπό αυτό ένα μεγάλο μέρος της έρευνας γύρω από τα οικονομικά της εκπαίδευσης ασχολήθηκε με συγκρίσεις ανάμεσα σε επενδύσεις σε ανθρώπινο κεφάλαιο και επενδύσεις σε φυσικό κεφάλαιο, με σκοπό είτε να ερμηνεύσει τις πηγές της οικονομικής ανάπτυξης, είτε να δικαιολογήσει τις δαπάνες που πραγματοποιούνται οι κυβερνητικές δαπάνες στον τομέα της εκπαίδευσης. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η εργασία του Harberger(1996) με τίτλο investment in men versus investment in machines, o οποίος σύγκρινε τον βαθμό απόδοσης μιας επένδυσης στην εκπαίδευση με τον βαθμό απόδοσης του φυσικού κεφαλαίου που χρησιμοποιείται στην βιομηχανία. Έκτοτε διάφορες μελέτες έχουν πραγματοποιηθεί για το κατά πόσο μπορεί να οδηγήσει σε ασφαλή συμπεράσματα η σύγκριση ανάμεσα στον βαθμό απόδοσης της εκπαίδευσης και τον βαθμό απόδοσης του φυσικού κεφαλαίου ή το κοινωνικό κόστος ευκαιρίας του κεφαλαίου. Παράλληλα διάφορες έρευνες ασχολούνται με την σύγκριση της εκπαίδευσης με άλλους τύπους δημοσίων επενδύσεων, παρόλο που έχουν δημιουργηθεί σημαντικά προβλήματα κυρίως σε ότι αφορά τα έμμεσα οφέλη και τις εξωτερικότητες που προκύπτουν όταν για παράδειγμα συγκρίνουμε τομείς όπως η εκπαίδευση και η υγεία. Παρακάτω αναφέρονται χαρακτηριστικά παραδείγματα αναλύσεων κόστους οφέλους που συγκρίνουν τον βαθμό απόδοσης της εκπαίδευσης τόσο με εναλλακτικές επενδύσεις ανθρώπινο κεφάλαιο Παραδείγματα cost-benefit analysis στην εκπαιδευτική διαδικασία Τα πρώτα παραδείγματα αναλύσεων κόστους οφέλους στην εκπαίδευση πραγματοποιήθηκαν στις ΗΠΑ την δεκαετία του 60, μέσα στα πλαίσια της ανάπτυξης των οικονομικών θεωριών που επικεντρώνονταν στην ανάλυση του ανθρώπινου κεφαλαίου. Ο πρωταρχικός στόχος των ερευνητικών εργασιών που επικεντρώθηκαν στον υπολογισμό του βαθμού απόδοσης, όπως αυτές των Schultz(1961,1971) και Becker(1964,1975), ήταν να εξετάσουν κατά πόσο μπορεί μια cb analysis να εφαρμοστεί στον τομέα της εκπαίδευσης και παράλληλα να αναπτύξουν μια θεωρία επενδύσεων σε ανθρώπινο κεφάλαιο. Έρευνες που ακολούθησαν στις ΗΠΑ την δεκαετία του 70,

επικεντρώθηκαν σε θέματα διαφορετικών βαθμών απόδοσης, μελέτησαν τις επιδράσεις επενδύσεων στην εκπαίδευση πάνω στην διανομή του εισοδήματος, εφάρμοσαν αναλύσεις κόστους οφέλους σε μελέτες επαγγελματικού προσανατολισμού, εκτίμησαν την ιδιωτική ζήτηση για εκπαίδευση κ.α. Ανάλογες αναλύσεις κόστους οφέλους πραγματοποιήθηκαν και σε αναπτυσσόμενες χώρες. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, η μελέτη του Blaug(1969) για τον υπολογισμό του βαθμού απόδοσης των διάφορων εκπαιδευτικών βαθμίδων στην Ινδία. Κύριο συμπέρασμα της συγκεκριμένης μελέτης ήταν ότι παρόλο τον μεγάλο βαθμό ανεργίας των αποφοίτων, ο ιδιωτικός βαθμός απόδοσης της εκπαίδευσης ήταν υψηλός στην Ινδία την δεκαετία του 60, ενώ ο δημόσιος βαθμός απόδοσης ήταν εξαιρετικά χαμηλός. Η περισσότερο κερδοφόρα επένδυση στα πλαίσια μιας cb analysis θα ήταν μια επένδυση στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση, η οποία είχε τον υψηλότερο βαθμό απόδοσης. Την δεκαετία του 70 πολλές νέες μελέτες πραγματοποιήθηκαν, στις ΗΠΑ και σε διάφορες ευρωπαϊκές χώρες. Η πρώτη προσπάθεια σύγκρισης των βαθμών απόδοσης της εκπαίδευσης ανάμεσα σε διάφορες χώρες του κόσμου, πραγματοποιήθηκε από τον Psacharopoulos (1973) και αφορούσε 32 χώρες( το 1981 εμπλούτισε την έρευνα του συμπεριλαμβάνοντας δεδομένα για 44 χώρες). Τα 4 κυριότερα συμπεράσματα της έρευνας έχουν περιληπτικά ως εξής : στις αναπτυσσόμενες χώρες η πρωτοβάθμια εκπαίδευση παρουσιάζει τους υψηλότερους βαθμούς απόδοσης, με την δευτεροβάθμια να ακλουθεί ενώ η τριτοβάθμια εκπαίδευση να παρουσιάζεται ως η λιγότερο κερδοφόρα. σε όλες τις χώρες και για τις διάφορες βαθμίδες εκπαίδευσης ο ιδιωτικός βαθμός απόδοσης των επενδύσεων στην εκπαίδευση, εμφανίζεται αρκετά υψηλότερος από τον κοινωνικό βαθμό απόδοσης. οι βαθμοί απόδοσης των επενδύσεων στην εκπαίδευση είναι υψηλότεροι στις αναπτυσσόμενες χώρες απ ότι στις αναπτυγμένες χώρες, όπου υπάρχει σχετική σπανιότητα ανθρώπινου κεφαλαίου. ο βαθμός απόδοσης των επενδύσεων στην εκπαίδευση στις αναπτυσσόμενες χώρες υπολογίστηκε αρκετά υψηλότερος από το 10%, το οποίο θεωρείται συχνά ως το κόστος ευκαιρίας του κεφαλαίου. Τις δεκαετίες του 80 και 90 νέες μελέτες πραγματοποιήθηκαν είτε από ανεξάρτητους ερευνητές είτε για λογαριασμό διαφόρων φορέων όπως η μελέτη του Psacharopoulos (1994) για λογαριασμό της Παγκόσμιας Τράπεζας. Η συγκεκριμένη έρευνα συνέκρινε τους βαθμούς απόδοσης της εκπαίδευσης για 18 χώρες της Καραϊβικής και της Λατινικής Αμερικής. Άλλες μελέτες επικεντρώθηκαν στην σύγκριση, μεταξύ χωρών, των βαθμών απόδοσης της εκπαίδευσης για τους άντρες και τις γυναίκες. Μερικά βασικά συμπεράσματα των ερευνών αυτών περιλαμβάνονται στην μελέτη του Schultz(1995), o οποίος υποστήριξε ότι σε πολλές περιπτώσεις χωρών, από την Ακτή Ελεφαντοστού ως το Περού και την Ταϊλάνδη, ο ιδιωτικός βαθμός απόδοσης της εκπαίδευσης είναι υψηλότερος για τις γυναίκες απ ότι για τους άντρες και όχι χαμηλότερος όπως είχαν

συμπεράνει προγενέστερες μελέτες πάνω στο συγκεκριμένο θέμα. Ένας λόγος γι αυτό μπορεί να είναι ότι η εκπαίδευση αυξάνει την συμμετοχή των γυναικών στην αγορά εργασίας και επομένως το εισόδημα τους, ή ότι τα διαφυγόντα κέρδη είναι συνήθως χαμηλότερα για τις γυναίκες σε σύγκριση με τους άντρες(schultz 1995). Μια άλλη μελέτη επικεντρώθηκε στην σύγκριση του βαθμό απόδοσης της επαγγελματικής δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης σε διάφορες αναπτυγμένες χώρες ( Cohn and Addison,1998) υπολογίζοντας υψηλότερο βαθμός απόδοσης της επαγγελματικής εκπαίδευσης στην Αγγλία σε σύγκριση με τις ΗΠΑ και διάφορες Σκανδιναβικές χώρες. Οι συγγραφείς της συγκεκριμένης μελέτης αναφέρθηκαν επίσης στο ζήτημα σύγκρισης του βαθμού απόδοσης της γενικής εκπαίδευσης με την επαγγελματική εκπαίδευση (π.χ γενικό vs. επαγγελματικό λύκειο). Οι Psacharopoulos and Loxley(1985) εξέτασαν επίσης το συγκεκριμένο ζήτημα, χρησιμοποιώντας μια ανάλυση κόστους οφέλους για να συγκρίνουν τους βαθμούς απόδοσης των επενδύσεων σε σχολεία γενικής και επαγγελματικής παιδείας στην Κολομβία, καταλήγοντας ότι:..το κόστος/μαθητή σε ένα επαγγελματικό λύκειο είναι περίπου διπλάσιο απ το αντίστοιχο κόστος ανά μαθητή σε ένα λύκειο γενικής κατεύθυνσης για τον λόγο αυτό οι σχεδιαστές της εκπαιδευτικής πολιτικής πρέπει να λάβουν σοβαρά υπόψη τους το κόστος αυτό, σε σύγκριση με τα οφέλη(νομισματικά και μη) για τον εκπαιδευόμενο και την κοινωνία ως σύνολο. Ο Psacharopoulos συνέχισε τις μελέτες του για τον υπολογισμό του βαθμού απόδοσης της εκπαίδευσης σε διάφορες χώρες του κόσμου, συμπεριλαμβάνοντας 98 χώρες στην πιο πρόσφατη ερευνητική του εργασία(2002), επιβεβαιώνοντας τα 4 συμπεράσματα που αναφέρθηκαν παραπάνω και παράλληλα προσθέτοντας ότι: Ο βαθμός απόδοσης της εκπαίδευσης είναι υψηλότερος για τις γυναίκες σε σύγκριση με τον αντίστοιχο των αντρών Η επένδυση σε εκπαιδευτικά ιδρύματα γενικής κατεύθυνσης είναι περισσότερο κερδοφόρα από μια επένδυση σε εξειδικευμένης επαγγελματικής κατεύθυνσης σχολεία, των οποίων το κόστος είναι αρκετά υψηλό και τα οφέλη αμφιλεγόμενα Ο βαθμός απόδοσης της εκπαίδευσης τείνει να μειώνεται όσο ο αριθμός των μετεχόντων στην εκπαιδευτική διαδικασία αυξάνεται, όμως σε γενικές γραμμές η εκπαίδευση παραμένει μια «καλή» επένδυση. Όσον αφορά το ζήτημα της εκτίμησης του βαθμού απόδοσης των διάφορων βαθμίδων εκπαίδευσης, πρόσφατες έρευνες συμπέραναν ότι πλέον η δευτεροβάθμια εκπαίδευση παρουσιάζει υψηλότερο ιδιωτικό και κοινωνικό βαθμό απόδοσης σε σύγκριση με την πρωτοβάθμια, ενώ πρόσφατα μια μελέτη για λογαριασμό της Inter-American Development Bank έδειξε ότι για τις χώρες της Λατινικής Αμερικής τα οφέλη από την δευτεροβάθμια/τριτοβάθμια εκπαίδευση είναι πολύ υψηλότερα από τα αντίστοιχα της πρωτοβάθμιας. Επιπρόσθετα ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι ενώ ο βαθμός απόδοσης της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης στις χώρες αυτές αυξάνεται συνεχώς την δεκαετία του 2000, ο αντίστοιχος της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης παρουσιάζει πτωτική τάση(duryea, Jaramillo and Pages 2008).

Ένα άλλο ερευνητικό project συμπεριέλαβε αναλύσεις κόστους οφέλους 15 ευρωπαϊκών χωρών και επικεντρώθηκε κυρίως στην δημόσια χρηματοδότηση και τον ιδιωτικό βαθμό απόδοσης της εκπαίδευσης στις χώρες αυτές( public funding and private returns to education, Harmon, Walker and Westergaard-Nielsen,2001). Η μελέτη κατέληξε στο συμπέρασμα ότι υπάρχουν σημαντικές διαφορές στον ιδιωτικό βαθμό της εκπαίδευσης ανάμεσα στις ευρωπαϊκές χώρες, και κατέταξε τις χώρες σε 3 γκρουπ: χώρες με χαμηλούς βαθμούς ιδιωτικής απόδοσης( Σκανδιναβικές χώρες και Ολλανδία), χώρες όπου τα οφέλη των εκπαιδευομένων απ την συμμετοχή τους στην εκπαιδευτική διαδικασία είναι ιδιαίτερα υψηλά( Ηνωμένο Βασίλειο και Ιρλανδία) και τις υπόλοιπες χώρες που βρίσκονται ανάμεσα στα 2 αυτά όρια. Επιπρόσθετα οι ερευνητές υποστήριξαν ότι δεν υπάρχουν ενδείξεις σύγκλισης του βαθμού απόδοσης της εκπαίδευσης για τις ευρωπαϊκές χώρες, κάτι που ενδεχομένως να οδηγούσε σε υψηλότερη κινητικότητα των υψηλά εκπαιδευμένων εργατών ανάμεσα στις χώρες της Ευρώπης στο μέλλον. Ένα άλλο ενδιαφέρον συμπέρασμα της συγκεκριμένης μελέτης ήταν ότι τα σχετικά έσοδα/κέρδη των υψηλά εκπαιδευμένων εργατών αυξήθηκαν και συνεχίζουν να αυξάνονται στην διάρκεια του χρόνου, δείχνοντας έτσι ότι η ζήτηση για υψηλά εκπαιδευμένους εργάτες υπερβαίνει την προσφορά τους. Αναλύσεις κόστους οφέλους χρησιμοποιούνται, επίσης, στην αξιολόγηση σχεδιαζόμενων επενδυτικών project στην εκπαίδευση. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το project της Παγκόσμιας Τράπεζας για την ανώτατη εκπαίδευση του Βιετνάμ το 1998, το οποίο χρησιμοποίησε αναλύσεις κόστους οφέλους για να αξιολογήσει την αποδοτικότητα της επένδυσης. Το συνολικό κόστος του project, το οποίο είχε σαν στόχο να ενδυναμώσει το πανεπιστημιακό σύστημα της χώρας αυξάνοντας την αποδοτικότητα και την ευελιξία του, εκτιμήθηκε στα 100 εκατομμύρια δολάρια. Δυο είδη ωφελειών αναμένονταν από την πραγματοποίηση της επένδυσης. Το project στόχευε στην βελτίωση της διοικητικής λειτουργίας των πανεπιστημίων και την δημιουργία οικονομιών κλίμακας με την ενθάρρυνση των συγχωνεύσεων ανάμεσα σε διάφορα μικρού μεγέθους εξειδικευμένα ιδρύματα. Μια cb analysis το 1995 πάνω στο κόστος της ανώτατης εκπαίδευσης είχε ήδη εκτιμήσει ότι το μοναδιαίο κόστος των μεγάλων πανεπιστημίων ήταν αρκετά χαμηλότερο απ το αντίστοιχο μοναδιαίο κόστος των μικρών εξειδικευμένων ιδρυμάτων. Επιπρόσθετα, μέσω της βελτίωσης της ποιότητας της πανεπιστημιακής διδασκαλίας και τον εκσυγχρονισμό του προγράμματος σπουδών το project είχε σαν στόχο την βελτίωση της ποιότητας των αποφοίτων: η βελτίωση αυτή θα αντικατοπτρίζονταν στις υψηλότερες απολαβές που θα κέρδιζαν οι απόφοιτοι. Η ανάλυση κόστους οφέλους των Moock, Patrinos and Venkataraman το 2003, έδειξε ότι οι εργαζόμενοι απόφοιτοι των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων του Βιετνάμ κέρδιζαν υψηλότερους μισθούς απ τους εργαζόμενους που στερούνταν πανεπιστημιακής εκπαίδευσης, η διαφορά στις απολαβές αντανακλούσε την θετική επίδραση του project στην ποιότητα της πανεπιστημιακής

εκπαίδευσης και την παραγωγικότητα των αποφοίτων. Μάλιστα, στηριζόμενοι σε διάφορες κλασσικές υποθέσεις, οι ερευνητές εκτίμησαν τον βαθμό απόδοσης της ανώτατης εκπαιδευτικής βαθμίδας στο 17% και η επακόλουθη ανάλυση ευαισθησίας που πραγματοποίησαν έδειξε ότι ακόμα και αν οι υποθέσεις αλλάξουν το project θα αποδίδει ένα ποσοστό γύρω στο 10%, ποσοστό που θεωρείται ότι είναι το κόστος ευκαιρίας του κεφαλαίου στην Βιετναμέζικη οικονομία. Aπ τα παραπάνω παραδείγματα γίνεται αντιληπτό ότι οι αναλύσεις κόστους οφέλους -μέσω της εκτίμησης ιδιωτικών ή δημόσιων βαθμών απόδοσης επενδύσεων σε διάφορες βαθμίδες εκπαίδευσης, την σύγκριση ανάμεσα σε επενδύσεις στην εκπαίδευση και επενδύσεις σε άλλους τομείς ανθρωπίνου κεφαλαίου, την σύγκριση της αποδοτικότητας του εκπαιδευτικού συστήματος ανάμεσα σε χώρες, την αξιολόγηση διάφορων επενδυτικών project- μπορεί να αποδειχτούν ιδιαίτερα χρήσιμες στον σχεδιασμό και την λήψη αποφάσεων που αφορούν την κατανομή επενδυτικών πόρων ή τον τρόπο που οι δαπάνες για εκπαίδευση μπορούν να κατανέμονται ανάμεσα στο κράτος απ την μια μεριά και τους εκπαιδευόμενους και τις οικογένειες τους απ την άλλη. Πιο συγκεκριμένα οι αναλύσεις κόστους οφέλους βοηθούν στον σχεδιασμό και την λήψη 2 σημαντικών αποφάσεων α) την κατανομή των παραγωγικών πόρων ανάμεσα σε εναλλακτικές επενδύσεις, ειδικότερα σε επενδύσεις που αφορούν διαφορετικές εκπαιδευτικές βαθμίδες και β) την ανάπτυξη πολιτικών που αφορούν την χρηματοδότηση της ανώτατης εκπαίδευσης. Πολλές απ τις πρώιμες αναλύσεις κόστους οφέλους σχεδιάστηκαν για να υπολογίσουν την συνεισφορά της εκπαίδευσης στην οικονομική ανάπτυξη κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι η εκπαίδευση παραμένει μια κερδοφόρα επένδυση, δίνοντας έτσι την δυνατότητα στους κρατικούς φορείς να δικαιολογήσουν τις αυξημένες δαπάνες στην εκπαίδευση. Πρόσφατα, νέες αναλύσεις κατέδειξαν μεν την σημασία της πραγματοποίησης επενδύσεων στην εκπαίδευση, επισήμαναν ωστόσο την αναγκαιότητα να λαμβάνονται σοβαρά υπόψη τα κόστη και τα οφέλη, δίνοντας ακόμη μεγαλύτερη έμφαση κυρίως στα έμμεσα οφέλη της εκπαίδευσης. Οι υπεύθυνοι για τον σχεδιασμό της εκπαιδευτικής διαδικασίας συχνά αντιμετωπίζουν διάφορα προβλήματα σχετικά με την κατανομή των πόρων στην εκπαίδευση ή μεταξύ διαφορετικών βαθμίδων εκπαίδευσης στην προσπάθεια τους για την επίτευξη των διάφορων κοινωνικών στόχων. Η οικονομική ανάπτυξη είναι ένας απ τους στόχους αυτούς, στον οποίο δίνεται ιδιαίτερη βαρύτητα, επομένως κάθε τεχνική ή ανάλυση που βοηθάει στην αποτελεσματική κατανομή των διαθέσιμων πόρων είναι ιδιαίτερα χρήσιμη. Απ αυτή την άποψη, οι αναλύσεις κόστους οφέλους αποτελούν ένα πολύτιμο εργαλείο στην λήψη αποφάσεων παρόλο που δεν λύνουν αυτόματα όλα τα προβλήματα που σχετίζονται με την κατανομή των πόρων: σε αρκετές περιπτώσεις είναι εξαιρετικά δύσκολο να εκτιμήσουμε και να ερμηνεύσουμε τον κοινωνικό βαθμό απόδοσης μιας επένδυσης στην εκπαίδευση, καθώς

οι συνθήκες στην αγορά εργασίας μεταβάλλονται, τα μοντέλα ζήτησης και προσφοράς ενδέχεται στο μέλλον να είναι διαφορετικά και ο υπολογισμός των διάφορων εξωτερικοτήτων είναι, σε πολλές περιπτώσεις, ιδιαίτερα δύσκολος. επιπρόσθετα οι αναλύσεις κόστους οφέλους συνήθως δεν προσφέρουν «αριθμητικούς» στόχους στον σχεδιαστή της εκπαιδευτικής πολιτικής. Στην περισσότερες περιπτώσεις δίνουν μια κατεύθυνση για το που θα ήταν περισσότερο προσοδοφόρο να πραγματοποιηθεί μια επένδυση, και όχι π.χ. «για την εξασφάλιση x χιλιάδων θέσεων για τους μαθητές της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης» ένα στόχο που θα ήταν ιδιαίτερα χρήσιμος στους υπεύθυνους της εκπαιδευτικής λειτουργίας. Ωστόσο, πέρα από τα προβλήματα που προκύπτουν, οι αναλύσεις κόστους οφέλους είναι ιδιαίτερα χρήσιμες στον σχεδιασμό και την λήψη αποτελεσματικών επενδυτικών επιλογών στον τομέα της εκπαίδευσης: μια cb analysis μπορεί να επισημάνει την ανάγκη για αλλαγή της υπάρχουσας κατανομής των παραγωγικών πόρων, την διάθεση τους σε τύπους ή βαθμίδες εκπαίδευσης που είναι περισσότερο παραγωγικοί/αποδοτικοί. μπορεί να προτείνει μεθόδους για να αυξηθεί η αποδοτικότητα της εκπαίδευσης, είτε μέσω μείωσης του κόστους, είτε μέσω αύξησης των ωφελειών: μέτρα ή πολιτικές που βελτιώνουν την διαχείριση και την παραγωγικότητα του ανθρώπινου κεφαλαίου ενδυναμώνουν τα οφέλη που σχετίζονται με την εκπαίδευση, ενώ μέθοδοι που οδηγούν σε μείωση της σπατάλης πόρων ή την εκμετάλλευση οικονομιών κλίμακας, έχουν σαν αποτέλεσμα την μείωση του κόστους. οι εκτιμήσεις του ιδιωτικού βαθμού απόδοσης, είναι ιδιαίτερα χρήσιμες στην ερμηνεία και τον υπολογισμό της ιδιωτικής ζήτησης για εκπαίδευση. Για παράδειγμα, ο υψηλός ιδιωτικός βαθμός απόδοσης της ανώτατης εκπαίδευσης στην Αυστραλία και το Ηνωμένο Βασίλειο μπορεί να εξηγήσει σε μεγάλο βαθμό την αύξηση του ιδιωτικού κόστους για πανεπιστημιακές σπουδές στις 2 αυτές χώρες κατά την διάρκεια της δεκαετίας του 90. οι αναλύσεις κόστους οφέλους είναι ιδιαίτερα χρήσιμες στην λήψη αποφάσεων που αφορούν την χρηματοδότηση οργανισμών ή ιδιωτικών φορέων για την πραγματοποίηση διάφορων εκπαιδευτικών project, καθώς υποδεικνύουν τα project εκείνα που μπορούν να αποδειχτούν αποτελεσματικά και κερδοφόρα. Τέλος, η πιο σημαντική ίσως διάσταση μιας ανάλυσης κόστους οφέλους είναι ότι προσφέρει το κατάλληλο πλαίσιο εκτίμησης, ερμηνείας και σύγκρισης των ωφελειών και του κόστους της εκπαίδευσης, αποτελώντας με τον τρόπο αυτό ένα εργαλείο με ιδιαίτερη αξία και χρησιμότητα για τους σχεδιαστές της εκπαιδευτικής πολιτικής: αν κάθε επενδυτικό σχέδιο ή μέτρο πολιτικής που αφορά την εκπαίδευση, εξετάζεται υπό το

πρίσμα του πραγματικού του κόστους και των ωφελειών που θα αποδώσει, οι κρατικοί φορείς μπορούν να αποφύγουν τα «ακριβά λάθη» και να λάβουν έτσι αποτελεσματικές επενδυτικές αποφάσεις. Συμπερασματικά, η «αρετή» μιας ανάλυσης κόστους οφέλους είναι ότι εστιάζει στο πρόβλημα της επιλογής ανάμεσα σε εναλλακτικά επενδυτικά σχέδια, που παράγουν διαφορετικούς συνδυασμούς ωφελειών και κόστους το καθένα. Στις αποφάσεις για την εφαρμογή διάφορων εκπαιδευτικών πλάνων, οι αρμόδιοι φορείς συνήθως «παγιδεύονται» μόνο στις ανάγκες που υπάρχουν ή τις προϋποθέσεις που πρέπει να ισχύουν, αγνοώντας με τον τρόπο αυτό το γεγονός ότι κάθε είδους σχεδιασμός αποτελείται ουσιαστικά από ένα σύνολο εναλλακτικών επιλογών. Αν μια ανάλυση κόστους οφέλους καταφέρνει να υπενθυμίζει στους σχεδιαστές πολιτικής το αδιαμφισβήτητο αυτό γεγονός και παράλληλα προσφέρει τις κατάλληλες μεθόδους σύγκρισης των εναλλακτικών επιλογών, τότε σίγουρα αποτελεί ένα ιδιαίτερα χρήσιμο και σημαντικό εργαλείο στην διαδικασία του εκπαιδευτικού σχεδιασμού.

ΠΗΓΕΣ Arrow, K. 1973. Higher education as a filter. Journal of Public Economics Colclough, Al-Samarrai S Rose, Tembon, M. 2003. Achieving schooling for all in Africa: costs, commitment and gender. Colclough, Lewin, 1993. Educating all the children: strategies for primary schooling in the South Hanushek, 2003. Some simple analytics of school quality. Levin, 1995 Cost-benefit analysis. In: International encyclopedia of economics of education Levin, 1995. Cost-effectiveness analysis. In: International encyclopedia of economics of education Mincer, 1974. Schooling, experience and earnings. Psacharopoulos, 1995. The profitability of investment in education: concepts and methods Psacharopoulos- Patrinos, 2002. Returns to investment in education: a further update Psacharopoulos, Woodhall, 1985. Education for development: an analysis of investment choices Schultz, 1995. Investment in women s human capital.