ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ Χωρίζεται σε δύο μεγάλες περιοχές: -ΜΙΚΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ -ΜΑΚΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΜΙΚΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ Η συμπεριφορά της οικονομικής μονάδας (καταναλωτής, νοικοκυριό, επιχείρηση, αγορά). Εξετάζει θέματα όπωςη συμπεριφορά της προσφοράς και της ζήτησης, επιπτώσεις φορολογίας προιόντος, κανονισμούς τιμολόγησης στην Ευρωπαική Ενωση κ.α. 1
ΜΑΚΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ Μελέτη του συνόλου της οικονομίας. Παράγοντες που επηρεάζουν την ζήτηση και προσφορά για το σύνολο των προιόντωνκαι των υπηρεσιών που παράγονται σε μια οικονομία (τρόπος άσκησης δημοσιονομικής και νομισματικής πολιτικής μεταβολές συναλλαγματικής ισοτιμίας μιας οικονομίας στην συνολική ζήτηση και προσφορά) ΝΟΜΙΣΜΑΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ Η χρησιμοποίηση της προσφοράς χρήματος (ποσότητα χρήματος που υπάρχει στην οικονομία) και των επιτοκίων από τις νομισματικές αρχές (ΚΤ, ΕΚΤ) προκειμένου να ελεγχθεί η συμπεριφορά της οικονομίας σε διάφορες φάσεις του οικονομικού κύκλου. 2
ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ Η χρησιμοποίηση δημοσίων δαπανών και φόρων για την επίτευξη συγκεκριμένων οικονομικών στόχων, όπως ανεργία και πληθωρισμός. ΚΥΡΙΑ ΜΑΚΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ Τι κάνει τα κράτη να είναι πλούσια ή φτωχά? Γιατί μερικά κράτη είναι πλουσιότερα από άλλα? Γιατί μερικές χώρες είναι πλουσιότερες από άλλες? Γιατί μερικές οικονομίες αναπτύσσονται γρηγορότερα από άλλες? Γιατί η ανεργία είναι υψηλότερη στις βιομηχανικές χώρες? Ποιες πολιτικές χρειάζονται για να μειωθεί η ανεργία? Τι προκαλεί τον πληθωρισμό 3
ΚΥΡΙΑ ΜΑΚΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ (Συν.) Γιατί ο πληθωρισμός προκαλεί μείωση της ανεργίας? Γιατί σε ανοικτές οικονομίες όπου οι χώρες συναλλάσσονται μεταξύ τους, κάποιες από αυτές παρουσιάζουν έλλειμμα στο ισοζύγιο πληρωμών τους? Πρέπει οι οικονομικές αρχές να παρεμβαίνουν στην οικονομία, μέσω νομισματικών οργάνων (προσφορά χρήματος και επιτόκια) ή/και μέσω δημοσιονομικών οργάνων (φορολογίας και δημοσίων δαπανών). Στόχοι οικονομικής πολιτικής Πλήρης απασχόληση: Μέχρι το 1970 ο μοναδικός στόχος της οικονομικής πολιτικής. Στην συνέχεια έπαψε να είναι κυρίαρχος, λόγω πληθωρισμού. Η ανεργία μετριέται ως ο αριθμός ενηλίκων ατόμων που είναι σε θέση να εργασθούν, είναι πρόθυμοι να το κάνουν, έχουν καταγραφεί ως άνεργοι και λαμβάνουν επίδομα ανεργίας. Το σύνολο των ατόμων που εργάζονται ή αναζητούν απασχόληση συνιστά το εργατικό δυναμικό. Το ποσοστό ανεργίας ορίζεται ως το κλάσμα αυτών που είναι πρόθυμοι να εργασθούν αλλά είναι εκτός αγοράς εκφρασμένο ως ποσοστό. 4
Στόχοι οικονομικής πολιτικής (Συν) Σταθερότητα τιμών: Ως πληθωρισμός ορίζεται η γενική και επίμονη αύξηση του συνολικού επιπέδου τιμών. Ο ετήσιος ρυθμός πληθωρισμού ορίζεται ως το ποσοστό αύξησης του μέσου επιπέδου τιμών αγαθών και υπηρεσιών στην διάρκεια του έτους. Συνεχείς διακυμάνσεις του επιπέδου τιμών μπορεί να έχουν αρνητικές επιπτώσεις στην οικονομία και ειδικότερα στο επίπεδο παραγωγής, την διανομή του συνολικού εισοδήματος, και του ισοζυγίου πληρωμών μιας οικονομίας. Στόχοι οικονομικής πολιτικής (Συν) Μια έντονη αύξηση του γενικού επιπέδου τιμών τείνει να μειώνει την αγοραστική δύναμη των κατόχων τίτλων σταθερού ονομαστικού εισοδήματος, την αγοραστική δύναμη των καταθέσεων, την πραγματική αξία των χρεών, με αποτέλεσμα οι δανειζόμενοι να επιστρέφουν μικρότερης αξίας ποσά στους δανειστές τους. Επιπλέον, ο πληθωρισμός τείνει να αυξάνει τις τιμές των εξαγώγιμων προιόντωνμε αποτέλεσμα τα προιόντααυτά να γίνονται λιγότερο επιθυμητά από τους ξένους αγοραστές. Ετσι, το εμπορικό ισοζύγιο εμφανίζει έλλειμμα, μια οικονομική κατάσταση που δεν είναι καθόλου επιθυμητή. 5
Οικονομική Ανάπτυξη: Στόχος που τα τελευταία χρόνια έχει κερδίσει την προτίμηση των οικονομικών αρχών. Μετριέται ως η ετήσια αύξηση του Ακαθάριστου Εθνικού Προιόντος(ΑΕΠ). Η αύξηση του ρυθμού αυτού δείχνει ότι η οικονομία είναι σε θέση να παράγει ένα μεγαλύτερο όγκο αγαθών και υπηρεσιών. Η αύξηση δηλώνει βελτίωση της οικονομικής κατάστασης του πληθυσμού. Στόχοι οικονομικής πολιτικής (Συν) Ισοζύγιο πληρωμών: Οι συναλλαγές μιας χώρας με τον υπόλοιπο κόσμο. Οι συναλλαγές διαιρούνται σε δύο μεγάλες κατηγορίες: Τρέχουσες συναλλαγές: Αφορούν αγαθά και υπηρεσίες (τουρισμός, τραπεζικές υπηρεσίες, εισοδήματα). Το κομμάτι αυτό είναι σε πλεόνασμα όταν οι εξαγωγές είναι μεγαλύτερες των εισαγωγών και σε έλλειμμα όταν συμβαίνει το αντίθετο. Συναλλαγές κεφαλαίου π.χ. επενδυτικά κεφάλαια, χρηματοδοτικά κεφάλαια κ.α. Σε περίπτωση που οι εκροές τέτοιων κεφαλαίων ξεπερνούν τις εισροές έχουμε έλλειμμα στον λογαριασμό κεφαλαίου, ειδάλως λεχουμε πλεόνασμα. 6
Στόχοι οικονομικής πολιτικής (Συν) Σε περίπτωση ανισορροπίας η κατάσταση που δημιουργείται είναι προβληματική, λόγω αδυναμίας συνεχούς και μακροχρόνιας κάλυψης ελλειμμάτων (οι λύσεις μέσω δανεισμού είναι εξαιρετικά επώδυνες). Η προσπάθεια επαναφοράς του ισοζυγίου πληρωμών ίσως έχει δυσμενείς επιδράσεις στους εσωτερικούς στόχους (π.χ. πλήρη απασχόληση) Παράδειγμα: Η προσπάθεια μείωσης του εξωτερικού ελλείμματος, ίσως οδηγήσει σε αύξηση των επιτοκίων, που με την σειρά της αναμένεται να επιδράσει αρνητικά στον στόχο της πλήρους απασχόλησης. Στόχοι οικονομικής πολιτικής (Συν) Οι στόχοι της οικονομικής πολιτικής δεν μπορούν να επιτευχθούν ταυτόχρονα αλλά επιβάλλεται να γίνει κάποια επιλογή στόχων εις βάρος κάποιων άλλων, γεγονός που συνεπάγεται κόστος ευκαιρίας. Παράδειγμα: Εάν η απόφαση του οικονομικού ατόμου είναι να καταναλώσει συγκεκριμένες μονάδες από το προιόνα, τότε το κόστος ευκαιρίας μεταφράζεται στις μονάδες του αγαθού Β που δεν μπορούν να αγορασθούν, με δεδομένο το εισόδημα του οικονομικού ατόμου. Σε όρους οικονομικής πολιτικής, το κόστος ευκαιρίας για την επίτευξη έστω του στόχου του πληθωρισμού μεταφράζεται σε όρους του στόχου της ανεργίας (του αριθμού των ανέργων που δεν μπορεί να επιτευχθεί). 7
ΕΠΙΤΕΥΞΗ ΣΤΟΧΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ Οι οικονομικές αρχές χρησιμοποιούν βραχυχρόνιους, ποσοτικά μετρήσιμους στόχους όπως μείωση του πληθωρισμού από το 4% στο 2% για τον επόμενο χρόνο. Μείωση της ανεργίας από το 8% στο 5% για τα επόμενα τρία χρόνια. Δυσκολία: Δεν υπάρχουν εξειδικευμένα όργανα οικονομικής πολιτικής για κάθε οικονομικό στόχο. Παράδειγμα:Τα επιτόκια μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την επίτευξη του στόχου σταθερότητας των τιμών. Η χρησιμοποίησή τους όμως επιφέρει τα αντίθετα αποτελέσματα, σχετικά με την εξυπηρέτηση του στόχου της πλήρους απασχόλησης, γεγονός που φέρνει τις οικονομικές αρχές σε ένα τεράστιο δίλημμα ως προς το πως πρέπει να τα χρησιμοποιήσουν. Δημοσιονομική πολιτική Ο όρος Δημοσιονομική πολιτική δηλώνει τις οικονομικές πολιτικές της Κυβέρνησης (των δημοσιονομικών αρχών) που έχουν ως στόχο τον επηρεασμό της συνολικής ζήτησης, άρα και του συνολικού εισοδήματος. Η δημοσιονομική πολιτική ασκείται είτε μέσω επηρεασμού των δημοσίων δαπανών, είτε μέσω του επηρεασμού της φορολογίας, είτε μέσω επηρεασμού και των δύο. Εάν οι δημόσιες δαπάνες είναι μεγαλύτερες των φόρων (δημοσίων εσόδων), τότε ο προυπολογισμόςείναι ελλειμματικός. Αντίθετα, εάν οι Δημόσιες Δαπάνες υπολείπονται των δημοσίων εσόδων, τότε ο προυπολογισμόςείναι πλεονασματικός. Εάν οι Δημόσιες Δαπάνες αντισταθμίζονται πλήρως από τα δημόσια έσοδα, τότε ο προυπολογισμός είναι ισοσκελισμένος. 8
Ποια η σχέση μεταξύ δημοσιονομικού ελλείμματος και δημοσίου χρέους? Δημόσιο χρέος είναι το συνολικό ποσό που δανείζονται οι δημοσιονομικές αρχές για να καλύψουν τα δημοσιονομικά τους ελλείμματα. Το χρέος (όπωςαυτό προκύπτει από το ύψος της αξίας του συνόλου των ομολογιών που έχουν εκδοθεί) οφείλεται στα νοικοκυριά, τις επιχειρήσεις και στα οικονομικά άτομα από το εξωτερικό που το διακρατούν. Στην περίπτωση του ελλειμματικού προυπολογισμούμε ποιον τρόπο οι δημοσιονομικές αρχές χρηματοδοτούν το έλλειμμα? Υπάρχουν τρεις εναλλακτικοί τρόποι: 1. μέσω δανεισμού πολιτική ανοικτής αγοράς: η χρηματοδότηση γίνεται μέσω έκδοσης ομολογιών από το Κράτος με τελικούς αποδέκτες τα οικονομικά άτομα. Το μειονέκτημα της μεθόδου αυτής είναι ότι, η έκδοση ομολογιών συνεπάγεται αύξηση των επιτοκίων, μια αύξηση που αποθαρρύνει τις επενδύσεις (το φαινόμενο της εκτόπισης του ιδιωτικού τομέα), άρα και την συνολική ζήτηση. Η αύξηση των επιτοκίων είναι αναγκαία γιατί είναι ο μόνος τρόπος να πεισθούν τα οικονομικά άτομα να διακρατήσουν την αυξημένη έκδοση των ομολογιών. 9
2. μέσω έκδοσης νέου χρήματος (νομισματοποίησητων ελλειμμάτων): Η Κυβέρνηση δίνει εντολή στο εθνικό νομισματοκοπείο να εκδόσειχρήμα ισόποσο με το ύψος του ελλείμματος. Η ρευστότητα που δημιουργείται εισέρχεται στο τραπεζικό σύστημα, μέσω αύξησης της νομισματικής βάσης. Επιπλέον, μέσω του πολλαπλασιαστικού αποτελέσματος (πολλαπλασιαστής χρήματος) η αύξηση της νομισματικής βάσης δημιουργεί πολλαπλάσια ρευστότητα με την μορφή δανείων, γεγονός που πιθανόν οδηγεί στην ένταση των πληθωριστικών πιέσεων, χωρίς να αγνοείται το γεγονός ότι η αύξηση της ρευστότητας μπορεί να οδηγήσει σε αύξηση της συνολικής ζήτησης. 3. Μέσω αύξησης των φόρων: το μειονέκτημα της μεθόδου αυτής, είναι ότι αποθαρρύνεται η συνολική ζήτηση, άρα οδηγούμαστε σε μείωση της παραγωγής και της απασχόλησης. Επιπλέον, η αύξηση των φόρων για την χρηματοδότηση των δημοσίων ελλειμμάτων συνοδεύεται από σημαντικό πολιτικό κόστος και έτσι οι κυβερνήσεις είναι εξαιρετικά απρόθυμες να προχωρήσουν σε τέτοιες πρακτικές. 10
Φόροι Υπάρχουν τρεις κύριες κατηγορίες: 1. Φόροι προσωπικού εισοδήματος: επιβάλλονται στα νοικοκυριά για το σύνολο του εισοδήματός τους, είτε προέρχεται από την διάθεση της εργασίας τους είτε από την διακίνηση άλλων περιουσιακών τους στοιχείων π.χ. ακίνητα ή μετοχές. 2. Φόροι επί των επιχειρήσεων: Οι φόροι αυτοί επιβάλλονται στα κέρδη των επιχειρήσεων. 3. Εμμεσοιφόροι: Οι φόροι αυτοί επιβάλλονται στα αγαθά και τις υπηρεσίες που τα οικονομικά άτομα χρησιμοποιούν στις αγοροπωλησίες τους. Στους φόρους αυτούς περιλαμβάνονται και τα έσοδα από δασμούς που επιβάλλονται στα εισαγόμενα αγαθά και υπηρεσίες (στην περίπτωση της ΕυρωπαικήςΕνωσηςδασμοί επιβάλλονται στα εισαγόμενα αγαθά και υπηρεσίες από χώρες μη μέλη). Δημόσιες Δαπάνες Υπάρχουν τέσσερις κατηγορίες: 1. αμυντικές δαπάνες 2. αγορές αγαθών και υπηρεσιών 3. μεταβιβαστικές πληρωμές: το κομμάτι αυτό των δημοσίων δαπανών αποτελεί το κύριο μέρος τους και περιλαμβάνει τις συντάξεις τα επιδόματα ανεργίας και τις επιδοτήσεις προς συγκεκριμένους τομείς της οικονομίας (π.χ. προς τον αγροτικό τομέα). 4. πληρωμές τοκοχρεωλυσίων: περιλαμβάνουν τις πληρωμές τόκων των δημοσιονομικών αρχών προς τους κατόχους των ομολογιών που οι ίδιες έχουν εκδόσει. 11
Σχέση δημοσιονομικής πολιτικής και οικονομικών κύκλων Στόχος των δημοσιονομικών αρχών είναι ο επηρεασμός της συνολικής ζήτησης άρα και του εισοδήματος. Η αύξηση του εισοδήματος και η ανάπτυξη της οικονομίας δεν ακολουθεί σταθερή πορεία αλλά χαρακτηρίζεται από φάσεις ανόδου και καθόδου. Το φαινόμενο αυτό ονομάζεται οικονομικός κύκλος. Κατά την διάρκεια του οικονομικού κύκλου, η οικονομία περνά από συγκεκριμένες φάσεις: την ανάπτυξη (άνοδο), την κορύφωση σε ένα μέγιστο επίπεδο, την μείωση και την ύφεση. Ανάπτυξη: αυξάνεται το εισόδημα, η απασχόληση, οι μισθοί, οι τιμές. Επικρατεί αισιοδοξία στην αγορά, η συνολική ζήτηση αυξάνεται, μέσω αύξησης της κατανάλωσης και της επένδυσης, γεγονός που οδηγεί σε αύξηση της παραγωγής και της απασχόλησης. Η αύξηση των τιμών και των επιτοκίων αρχίζει σε κάποια στιγμή να αποθαρρύνει την κατανάλωση και την επένδυση, με αποτέλεσμα η συνολική ζήτηση να αρχίζει να υπολείπεται της συνολικής προσφοράς και οι επιχειρήσεις να διαπιστώνουν συσσώρευση αγαθών στις αποθήκες τους. Ετσι, η φάση της ανάπτυξης φθάνει στο ανώτερο επίπεδο, όπου οι επιχειρήσεις αποφασίζουν να μειώσουν την παραγωγή και η οικονομία μπαίνει στην φάση της καθόδου. Το αντίθετο σενάριο συμβαίνει κατά την φάση της καθόδου. 12
Ο ρόλος της δημοσιονομικής πολιτικής στις διάφορες φάσεις του οικονομικού κύκλου Η δημοσιονομική πολιτική αποβλέπει στην εξομάλυνση αυτών των έντονων διακυμάνσεων του εισοδήματος και των άλλων οικονομικών μεγεθών. Ειδικότερα, κατά την διάρκεια της ανόδου η δημοσιονομική πολιτική τείνει να μειώνει τις δημόσιες δαπάνες ή να αυξάνει τους φόρους ενώ αντίθετα, κατά την διάρκεια της καθόδου, η δημοσιονομική πολιτική, τείνει να αυξάνει τις δημόσιες δαπάνες ή να μειώνει τους φόρους. Ετσικατά την διάρκεια της ανόδου η δημοσιονομική πολιτική χαρακτηρίζεται από την παρουσία πλεονασματικών προυπολογισμών(περιοριστική δημοσιονομική πολιτική) ενώ κατά την διάρκεια της καθόδου η δημοσιονομική πολιτική χαρακτηρίζεται από την παρουσία ελλειμματικών προυπολογισμών(επεκτατική δημοσιονομική πολιτική). Δημοσιονομική πολιτική και χρονικές υστερήσεις Σημαντικό μειονέκτημα στην άσκηση της δημοσιονομικής πολιτικής είναι τα μεγάλα χρονικά διαστήματα που απαιτούνται (χρονικές υστερήσεις) μέχρι την πλήρη εμφάνιση των αποτελεσμάτων στα οποία στοχεύει η δημοσιονομική πολιτική. Υπάρχουν τρία είδη υστερήσεων, σχετικά με την άσκηση της δημοσιονομικής πολιτικής: Χρονική υστέρηση αναγνώρισης: οι δημοσιονομικές αρχές χρειάζονται χρόνο για να αναγνωρίσουν την παρουσία ανόδου ή καθόδου της οικονομίας (την φάση του οικονομικού κύκλου). Χρονική υστέρηση δράσης: μόλις πραγματοποιηθεί η αναγνώριση της φάσης του οικονομικού κύκλου, χρειάζεται αρκετός χρόνος ώσπου οι δημοσιονομικές αρχές να συμφωνήσουν για το είδος της πολιτικής που χρειάζεται ώστε να επιτευχθεί ο τελικός στόχος επηρεασμού του εισοδήματος. Χρονική υστέρηση αντίδρασης: μόλις οι δημοσιονομικές αρχές συμφωνήσουν στο αναγκαίο είδος πολιτικής που χρειάζεται για τον επιθυμητό επηρεασμό του εισοδήματος, απαιτείται αρκετός χρόνος μέχρι οι αποφάσεις τους να πραγματοποιηθούν (π.χ. χρόνος μέχρι να ψηφιστεί στο κοινοβούλιο ο δημόσιος προυπολογισμός). 13
Ερώτηση: Η παρουσία δημοσιονομικών ελλειμμάτων αποτελεί οικονομικό βάρος τόσο για την τρέχουσα γενιά των οικονομικών ατόμων όσο και για τις επερχόμενες μελλοντικές γενιές? Η παρουσία δημοσιονομικών ελλειμμάτων, για παράδειγμα, λόγω της αύξησης των δημοσίων δαπανών χωρίς την ταυτόχρονη και ισόποση αύξηση της φορολογίας επιβάλλει την χρηματοδότησή τους κυρίως μέσω έκδοσης ομολογιών. Η συγκεκριμένη πρακτική όμως έχει ως αποτέλεσμα την αύξηση των επιτοκίων και συνεπώς την αποθάρρυνση των ιδιωτικών επενδύσεων. Το αποτέλεσμα αυτό είναι γνωστό ως «αποτέλεσμα της εκτόπισης του ιδιωτικού τομέα». Με άλλα λόγια, η παρουσία δημοσίων δαπανών έχει ως αποτέλεσμα να ανακοπεί η αύξηση του φυσικού κεφαλαιουχικού εξοπλισμού της οικονομίας. Ως συνέπεια, η τρέχουσα γενιά έχει στην διάθεσή της λιγότερες επενδύσεις και λιγότερες θέσεις απασχόλησης. Η αρνητική επίδραση εκτείνεται και στις μελλοντικές γενιές αφού και αυτές αναμένεται να έχουν στην διάθεσή τους χαμηλότερο απόθεμα κεφαλαιουχικού εξοπλισμού. 14
Ερώτηση: Ο τρόπος που χρηματοδοτείται το δημοσιονομικό έλλειμμα επηρεάζει την συνολική ζήτηση μέσω επηρεασμού της ιδιωτικής κατανάλωσης? Η χρηματοδότηση του ελλείμματος μέσω έκδοσης ομολογιών αυξάνει τον πλούτο των οικονομικών ατόμων αφού τα άτομα αυτά διακρατούντις εκδοθείσες ομολογίες στα χαρτοφυλάκιά τους. Η αύξηση αυτή δε του πλούτου ωθεί τα οικονομικά άτομα να αυξήσουν τις καταναλωτικές τους δαπάνες με αποτέλεσμα να αυξάνεται η συνολική ζήτηση της οικονομίας (Κευνσιανή θεωρία). Αντίθετα μια άλλη ομάδα οικονομολόγων γνωστοί ως ρικαρντιανοί, υποστηρίζουν ότι τα οικονομικά άτομα διακρατούνπράγματι τις εκδοθείσες ομολογίες στα χαρτοφυλάκια τους αλλά δεν θεωρούν ότι οι ομολογίες αυτές συμβάλλουν στην αύξηση του πλούτου τους γιατί όταν οι ομολογίες λήξουν (π.χ. σε ένα έτος από την έκδοσή τους) οι δημοσιονομικές αρχές θα αναγκαστούν να επιβάλλουν φόρους ώστε να εξασφαλίσουν την αναγκαία ρευστότητα που θα τους επιτρέψει, να επιστρέψουν στους κατόχους των ομολογιών το ποσό που διέθεσαν συν τα τοκοχρεωλύσια. Ετσι, τα οικονομικά άτομα προβλέποντας ότι οι φορολογικές τους ανάγκες θα αυξηθούν, δεν θα βιώσουν καμιά αύξηση του πλούτου δεν θα προβούν σε καμία αύξηση της κατανάλωσης τους και έτσι η συνολική ζήτηση δεν θα μεταβληθεί. 15
Σχολιάστε την ακόλουθη πρόταση: Μια μείωση των φόρων αναμένεται να αυξήσει το δημοσιονομικό έλλειμμα. Είναι γνωστό ότι ο δημοσιονομικός προυπολογισμός ορίζεται ως η διαφορά των δημοσίων δαπανών και δημοσίων εσόδων. (φόρων). Εάν οι δημόσιες δαπάνες είναι μεγαλύτερες των δημοσίων εσόδων τότε ο προυπολογισμόςείναι ελλειμματικός. Στην αντίθετη περίπτωση είναι πλεονασματικός. Εάν τα δύο μεγέθη είναι ίσα τότε ο προυπολογισμόςείναι ισοσκελισμένος. Ετσιστην περίπτωσή μας, μια μείωση των φόρων (για παράδειγμα από την θέση του ισοσκελισμένου προυπολογισμού) αναμένεται να μειώσει την πλευρά των δημοσίων εσόδων με αποτέλεσμα ο προυπολογισμόςνα γίνεται ελλειμματικός. 16
Εξηγήστε πως: α) η μείωση των δημοσίων δαπανών επηρεάζει τις αποταμιεύσεις, τα ονομαστικά επιτόκια και τα πραγματικά επιτόκια. β) κάτω από την υπόθεση του ρικαρντιανού ισοδυνάμου πως η μείωση των δημοσίων δαπανών επηρεάζει τις αποταμιεύσεις? Εστωότι οι δημόσιες δαπάνες μειώνονται. Αμεσησυνέπεια μιας τέτοιας πράξης του δημόσιου τομέα είναι η μείωση των δαπανών δανειοδότησης του τομέα αυτού (μέσω έκδοσης κρατικών ομολογιών), άρα και η μείωση των επιτοκίων. Με μειωμένα επιτόκια οι επενδύσεις αναμένεται να αυξηθούν και έτσι να τονώσουν την συνολική ζήτηση άρα και το εισόδημα. Τα μειωμένα επιτόκια θα προσελκύσουν λιγότερες αποταμιεύσεις. Η μείωση των αποταμιεύσεων μπορεί να επιτευχθεί και από το γεγονός ότι οι μειούμενες δημόσιες δαπάνες συντελούν στην μείωση του πληθωρισμού, στην αύξηση κατανάλωσης άρα και στην μείωση των αποταμιεύσεων. Το πραγματικό επιτόκιο ορίζεται ως η διαφορά ονομαστικού επιτοκίου και πληθωρισμού. Οι μειούμενες δημόσιες δαπάνες οδηγούν σε μειωμένα επιτόκια όπως αναφέρθηκε παραπάνω αλλά ταυτόχρονα οδηγούν και σε χαμηλότερο πληθωρισμό. Αραγια να δούμε τις συνέπειες στο πραγματικό επιτόκιο πρέπει να γνωρίζουμε την σχετική μείωση σε ονομαστικό επιτόκιο και πληθωρισμό. Εάν η μείωση στα πραγματικά επιτόκια υπερβαίνει αυτήν του πληθωρισμού, τότε τα πραγματικά επιτόκια μειώνονται ειδάλωςαυξάνονται. Εάν αντισταθμίζονται πλήρως, τότε η μείωση των δημοσίων δαπανών δεν έχει κανένα αποτέλεσμα στα πραγματικά επιτόκια. Σύμφωνα με το ρικαρντιανόισοδύναμο, μεταβολές των δημοσίων δαπανών (που δεν συνοδεύονται από τρέχουσες αλλά μελλοντικές μεταβολές στους φόρους) επιφέρουν μεταβολές στις αποταμιεύσεις ώστε τα οικονομικά άτομα να είναι σε θέση να ανταπεξέλθουν στις αυξημένες φορολογικές τους υποχρέωσειςστο μέλλον. Ετσιστην περίπτωσή μας με μειούμενες δημόσιες δαπάνες, οι μελλοντικές φορολογικές υποχρεώσεις θα είναι χαμηλότερες, γεγονός που δείχνει ότι οι τρέχουσες αποταμιεύσεις θα μειωθούν ενώ επενδύσεις και πραγματικά επιτόκια θα παραμείνουν ως έχουν. 17